Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2018

Ο «ΛΟΓΟΣ» ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Σκοπός ή τέλος των πράξεων αλλά και αρχή τους ή αιτία, εκφράζει παράλληλα το μέσο, τη ρύθμιση ή το νόμο που τις διέπει, ενώ αποτελεί και το όνομα της πιο δημοφιλούς ανάμεσά τους, της ομιλίας: τέτοιο είναι το εννοιολογικό ξετύλιγμα του λόγου στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία.

Ο λόγος πρωτοεμφανίζεται ως όρος στα γραπτά προσωκρατικών φιλοσόφων, απ’ τους οποίους σώζονται ελάχιστα αποσπάσματα υπό μορφή ρητών σε έργα μεταγενέστερων συγγραφέων. Οι περισσότεροι από αυτούς συνέγραψαν σε ποιητικό λόγο κοσμογονίες και θείες…αποκαλύψεις σχετικές με την προέλευση αυτού του κόσμου. Στο έργο του Περί Φύσεως, ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος (535-475 π.Χ.) προτρέπει τους ανθρώπους οὐκ ἐμού ἀλλά τοῦ λόγου ἀκούσαντες ὁμολογείν σοφόν ἐστί ἓν τὰ πάντα εἶναι ‘είναι σοφό να συμφωνήσετε όχι ακούγοντας εμένα αλλά το λόγο ότι τα πάντα είναι ένα’. Ο λόγος αυτός θεωρείται από τον Ηράκλειτο κοινός και ενιαίος, παρότι οι άνθρωποι συχνά τον αγνοούν και φέρονται σα να διαθέτουν ξεχωριστή, δική τους λογική διὸ δε ἕπεσθαι τῷ ξυνῷ λόγῳ• τοῦ λόγου δ’ ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλοί ὡς ἰδίαν ἔχοντες φρόνησιν. Αυτή η συμμόρφωση με τον «κοινό λόγο» είναι πολύ κοινή ιδέα στους Στωικούς και μοιάζει δανεισμένη από τον Εφέσιο φιλόσοφο. Αν και ο λόγος αυτός είναι αιώνια τοῦ δὲ λόγου τουδ’ ἐόντος αἰεί, οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να τον καταλάβουν και πριν τον ακούσουν και αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά ἀξύνετοι γίνονται ἄνθρωποι καὶ πρόσθεν ἢ ἀκούσαι καὶ ἀκούσαντες τὸν πρώτον. Γιατί, ενώ τα πάντα συντελούνται σύμφωνα μ’ αυτόν το λόγο γινομένων γὰρ πάντων κατὰ τὸν λόγον τόνδε, αυτοί μοιάζουν άπειροι ακόμα κι όταν αποκτήσουν εμπειρία λέξεων και πράξεων σαν αυτές που εγώ διηγούμαι ἀπείροισιν ἐοίκασιν πειρωμένοι καὶ ἐπέων καὶ ἔργων τοιουτέων ὁκοίων ἐγὼ διηγεῦμαι, όποτε διακρίνω το κάθε τι σύμφωνα με τη φύση του και εκθέτω το πώς έχει κατὰ φύσιν διαιρέων ἕκαστον καὶ φράζων ὅκως ἔχει. Αλλά από τους άλλους ανθρώπους διαφεύγουν όσα πράττουν όταν είναι ξυπνητοί τοὺς δὲ ἄλλους ἀνθρώπους λανθάνει ὁκόσα ἐγερθέντες ποιοῦσιν, ακριβώς όπως λησμονούν όσα πράττουν όταν κοιμούνται ὅκωσπερ ὁκόσα εὕδοντες ἐπιλανθάνονται.

Παρότι ο θεϊκός αυτός λόγος αντηχεί μέσα στον καθένα, δε μπορεί κανείς να τον αναλύσει στο νου του αλλά μόνον να τον αφουγκρασθεί εσωτερικά- είναι εκείνος που σπρώχνει τον άνθρωπο στην αναζήτηση του αληθινού εαυτού του και που από προσωπικότητες όπως ο Σωκράτης κατονομάζεται ως «δαιμόνιο». Και ο ίδιος ο Ηράκλειτος άλλωστε είπε ότι «διερεύνησε τον εαυτό του». Στις περισσότερες περιπτώσεις, όμως, οι άνθρωποι «όταν ακούνε, δεν καταλαβαίνουν και γι αυτό μοιάζουν με κουφούς- σ’ αυτούς ταιριάζει η παροιμία: παρόντες απουσιάζουν» (ἀξύνετοι ἀκούσαντες κωφοῖσιν ἐοίκασι• φάτις αὐτοῖσιν μαρτυρεῖ παρεόντας ἀπεῖναι). Επιπλέον, δείχνουν να αγνοούν εκείνον «με το οποίο πάνω απ’ όλα συναναστρέφονται αδιάκοπα»(ὧ μάλιστα διηνεκῶς ὁμιλούσι, τούτῳ διαφέρονται), το Λόγο που τα κυβερνά όλα (λόγῳ, τῷ τά ὅλα διοικοῦντι)- γι αυτό και «όλα όσα συναντούν καθημερινά τους φαίνονται ξένα» (καὶ οἷς καθ᾽ ἡμέρην ἐγκυροῦσι, ταῦτα αὐτοῖς ξένα φαίνεται). Με αυτή την έννοια, το ανθρώπινο ον δεν κατέχει τη γνώση όπως την κατέχει το θεϊκό (ἦθος ἀνθρώπειον μὲν οὐκ ἔχει γνώμας, θείον δὲ ἔχει) αφού έχει αποστραφεί το θείο Λόγο, όπως πολλοί σύγχρονοι και προγενέστεροι φιλόσοφοι του Ηρακλείτου (πχ ο Πυθαγόρας), τους οποίους κατηγόρησε για τη ματαιοπονία τους και το διασκόρπισμα των ερευνών τους στην κατεύθυνση της πολλαπλότητας της δημιουργίας.

Για την ίδια τη φύση αυτού του λόγου, ο φιλόσοφος αναφέρει πως αυξάνεται από τον εαυτό του- δεν χρειάζεται δηλαδή τη συνεισφορά μιας ανώτερης δύναμης για να αναπτυχθεί- και πως ανήκει στην ψυχή (ψυχῆς ἐστί λόγος ἑαυτόν αὔξων). Εντούτοις, όσο κι αν την εξερευνήσει κανείς, δε θα μπορέσει να βρει τα πέρατά της, γιατί ο «λόγος» της είναι πολύ βαθύς (ψυχῆς πείρατα ἰών οὐκ ἄν ἐξεύροιο, πάσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν• οὕτω βαθύν λόγον ἔχει), ιδέα που λέγεται ότι πάρθηκε ίσως από την Ορφική διδασκαλία. Έτσι, κατά τον Ηράκλειτο, ο λόγος είναι μια καθαρά εσωτερική ιδιότητα, σοφία, νοημοσύνη, μέτρο και παρόμοια.

Στο ομώνυμο έργο του Παρμενίδη από την Ελέα (Περί Φύσιος), το λέγειν αποτελεί μια από τις τρεις πρωταρχικές δυνάμεις που συνιστούν την ενότητα της ύπαρξης, το ‘είναι’, το ‘νοείν’ και το ‘λέγειν’. Των τριών τους προηγείται το είναι ως απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρξει το νοείν και το λέγειν, διότι τα όντα καθεαυτά υπάρχουν πριν έρθει ο νους και τα συλλάβει και γίνουν στη συνέχεια περιεχόμενα του έναρθρου λόγου. Εδώ λοιπόν ο λόγος είναι το τελικό στάδιο έκφρασης, η ομιλία, η εξωτερίκευση του νοείν. Ενδέχεται, βέβαια, η σκέψη και ο λόγος να αναφέρονται σε φανταστικά όντα (μη-όντα), για τούτο και είναι χρήσιμο να μην επαφίεται κανείς απόλυτα στις αισθήσεις του προκειμένου να γνωρίσει και να κατανοήσει τον κόσμο αλλά να καταφεύγει στη χρήση του λόγου= λογική δύναμη που ενυπάρχει μέσα του: Μηδέ σ’ ἔθος πολύπειρον ὁδόν κατὰ τήνδε βιάσθω ούτε η πολύπειρη συνήθεια να σ’ εξαναγκάσει να κατευθύνεις σ’ αυτήν την οδό [τον έλεγχο για την ύπαρξη του μη είναι], νωμᾶν ἄσκοπον ὄμμα καὶ ἠχήεσσαν ἀκουήν καὶ γλώσσαν το βλέμμα άσκοπο εδώ κι εκεί να έχεις και την ακοή σου πλήρη από ήχους και να δίδεις ονομασίες χρησιμοποιώντας τυχαία τη γλώσσα, κρίναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον αλλά να κάμεις με τη λογική σου τον περιμάχητον έλεγχο. Με τη σωστή χρήση του λόγου, ο άνθρωπος γίνεται ισόθεος και ανάγεται στον απόλυτο κόσμο του «εόντος». Σ’ αυτό το σημείο ο λόγος γίνεται νοημοσύνη, λογισμός, σοφία, όπως και στον Ηράκλειτο.

Η έννοια του λόγου απαντάται και σε αρκετά έργα του Πλάτωνα, πάντοτε όμως ως λογική δύναμη μέσα στον άνθρωπο, ως διάκριση με την οποίαν έχει προικισθεί για να μπορεί να παίρνει ανά πάσα στιγμή ορθές αποφάσεις και να αποφεύγει να ενδώσει σε επιβλαβείς επιθυμίες: (Πολιτεία, d-e). Επιπλέον, ο λόγος, με τη δύναμη της διαλεκτικής, μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην , στην αλήθεια: τὸ μὲν ᾧ λογίζεται λογιστικόν…τὸ δὲ ᾧ ἐρᾷ τὲ καὶ πεινῇ καὶ διψῇ καὶ περὶ τὰς ἄλλας ἐπιθυμίας ἐπτόηται ἀλόγιστον τὲ καὶ ἐπιθυμητικόν.. «ἀρχή τῶν πάντων» αὐτός ὁ λόγος ἅπτεται τῇ τοῦ διαλέγεσθαι δυνάμει … ἐπί τὴν τοῦ παντὸς ἀρχὴν ἰών, ἁψάμενος αὐτής… …τὰ ἐνόντα φέρει, ἃ δὴ λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτά, ὄψει δὲ οὔ Δόξης μὲν οὖν ἐπί τὸ ἄριστον λόγῳ ἀγούσης καὶ κρατούσης τῷ κράτει σωφροσύνη ὄνομα• ἐπιθυμίας δὲ ἀλόγως ἑλκούσης ἐπί ἡδονάς καὶ ἀρξάσης ἐν ἡμῖν τῇ ἀρχῇ ὕβρις ἐπωνομάσθη (Πολιτεία, b-c). Όπως τονίζει στη συνέχεια του έργου ο Σωκράτης, τα αληθινά στολίδια τα συλλαμβάνει κανείς με το λόγο και τη διάνοια και όχι με την όραση (με τις αισθήσεις): (Πολιτεία, d-e). Ο λόγος, ως διάκριση στον άνθρωπο, τον οδηγεί στη σωφροσύνη, σε αντίθεση με την επιθυμία, που τον άγει υποχρεωτικά στην ύβρη: (Φαίδρος, 238Α). Δίνεται μάλιστα η εύστοχη παρομοίωση της ψυχής με άμαξα που σύρεται από δυο άλογα, καθένα απ’ τα οποία εκπροσωπεί το έλλογο και το άλογο (επιθυμητικό) μέρος της- ο ηνίοχος, στη θέα ενός ελκυστικού προσώπου ή αντικειμένου, βρίσκει τον μεν έναν ίππο υπάκουο και εγκρατή, τον δε άλλον ανυπότακτο κι ορμητικό, οπότε αναγκάζεται να τραβήξει τα χαλινάρια για να συγκρατήσει την άμαξα από την άλογη πορεία της (Φαίδρος, 253 D).

Ο λόγος είναι επίσης το τμήμα της νόησης που αντιλαμβάνεται το παντοτινά ον, που δεν έχει γένεση, σε αντιδιαστολή με το μη ον, το μεταβλητό, που γίνεται αντιληπτό μέσω της γνώμης και της άλογης αίσθησης: τί τὸ ὂν ἀεί, γένεσιν δὲ οὐκ ἔχων, καὶ τί τὸ γιγνόμενον μὲν ἀεί, ὂν δὲ οὐδέποτε; τὸ μὲν δὴ νοήσει μετὰ λόγου περιληπτόν, ἀεί κατὰ ταὐτὰ ὄν, τὸ δ’ αὖ δόξῃ μετ’ αἰσθήσεως ἀλόγου δοξαστόν (Τίμαιος, 28α). Το αμετάβλητο, βάσει του οποίου ο Θεός έπλασε το σύμπαν, γίνεται αντιληπτό από το λόγο και τη φρόνηση αλλά και η ανεύρεση της εικόνας που χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο για τη δημιουργία του είναι έργο των κατάλληλων λόγων- συλλογισμών, που, όμοια με το σταθερό ον που ερμηνεύουν, θα πρέπει να είναι αμετάβλητοι: ἄρα τοὺς λόγους, ὧνπέρ εἰσίν ἐξηγηταί, τούτων αὐτών καὶ συγγενείς ὄντας• τοῦ μὲν οὖν μονίμου καὶ βεβαίου καὶ μετὰ νοῦ καταφανοῦς μονίμους καὶ ἀμεταπτώτους… (Τίμαιος, 29 b). Πραγματικά, το αληθινά ον έχει μόνο έναν αληθινό ταιριαστό λόγο, το «είναι», δίχως παρελθόν ή μέλλον, μια και αποτελεί άφθαρτη και αμετάβλητη οντότητα: τῇ δὲ τὸ ἔστιν μόνον κατὰ τὸν ἀληθῆ λόγον προσήκει (Τίμαιος, 38α). Ο λόγος δεν είναι η ομιλία που δημιουργεί όπως στην αρχή της Γένεσης στην Παλαιά Διαθήκη. Η δε ομιλία-λόγος δόθηκε στον άνθρωπο ως μέσο για τη διάδοση της γνώσης που φωλιάζει σε κάθε δημιούργημα και φαινόμενο του σύμπαντος, τα οποία ανακαλύπτει χάρη στις υπόλοιπες αισθήσεις και δεξιότητές του (Τίμαιος, 47c-d). Η ίδια η ψυχή του ανθρώπου κατοικεί στο σώμα σε χωριστά διαμερίσματα- ως λόγος-λογική, καταλαμβάνει το ανώτερο μέρος του (κεφάλι- αυχένα) ενώ ως επιθυμία- αίσθημα το κατώτερο• μάλιστα, το κατώτερο τμήμα των ορμών, διαχωρίζεται και από το αισθηματικό μέσω του διαφράγματος, μια και δεν είναι σε θέση να κατανοήσει καθόλου τα ανώτερα μέρη. (Τίμαιος, 70-71c).

Στο έργο Κρατύλος, όπου ο Πλάτωνας διερευνά το θέμα της προέλευσης των ονομάτων, ο λόγος ταυτίζεται και με την ονομασία ενός πράγματος αλλά και με την πράξη που αφορά τον ορισμό του με βάση την αληθινή του φύση- την πράξη δηλαδή που του αποδίδει το όνομα εκείνο που ταιριάζει στην ουσία του. Γι αυτό, η ονοματοθεσία δεν είναι κάτι αυθαίρετο αλλά πρόκειται για έργο ενός νομοθέτη, γεγονός που καθιστά τον ίδιο το λόγο «νόμο» και πράξη αποδίδουσα τη θεϊκή νομοτέλεια- εκείνος είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει τους κατάλληλους φθόγγους που μιμούνται την ουσία των πραγμάτων και τη φανερώνουν (Κρατύλος, 423e). Και πάλι εδώ δεν πρόκειται για το λόγο ως ομιλία που δημιουργεί τα πράγματα- αυτά υπάρχουν και τα αληθινά ονόματα τους δίνονται. Δεν είναι ότι τα ονόματα δημιουργούν ή γίνονται τα πράγματζ. Όποιος, όμως, είναι σε θέση να γνωρίζει τα αληθινά ονόματα, γνωρίζει και τα ίδια τα πράγματα (Κρατύλος, 435 d)- όσο για τα αληθινά ονόματα, δε μπορεί παρά να τέθηκαν από κάποια ανώτερη δύναμη κι όχι από τον άνθρωπο, ώστε να καθίστανται εξ ανάγκης σωστά (Κρατύλος, 438b-c).

Συνέχεια της συζήτησης αυτής περί ονομάτων θα μπορούσε να αποτελεί η εκτενής αναφορά στον «οριστικό λόγο» στα έργα του Αριστοτέλη Περί Ψυχής και Μετά τα Φυσικά. Κατ’ εκείνον, ο λόγος του ορισμού ενός πράγματος δεν πρέπει να δηλώνει μόνο το γεγονός (την ύπαρξή του), όπως κάνουν οι περισσότεροι ορισμοί, αλλά μέσω αυτού να γίνεται φανερή και η αιτία (οὐ γὰρ μόνον τὸ ὅτι δεῖ τὸν ὁριστικόν λόγον δηλοῦν, ὣσπερ οἱ πλεῖστοι τῶν ὁρισμῶν, ἀλλά καὶ τὴν αἰτίαν ἐνυπάρχειν καὶ ἐμφαίνεσθαι, Περί Ψυχής, 413α 15-20). Με βάση αυτό το σκεπτικό, για κάθε πράγμα υπάρχει ένας ορθός ορισμός που αναφέρει την κύρια ιδιότητά του, με άλλα λόγια, ένα όνομα που αγγίζει καθεαυτή την ουσία του. Όσα μέρη του πράγματος είναι φθαρτά, δε θα πρεπε να συμπεριλαμβάνονται στον οριστικό λόγο του, μια και δεν αποτελούν την ουσία του, όπως οι σάρκες και τα οστά που είναι φθαρτά δε συνιστούν τον άνθρωπο και άρα δε θα πρεπε να συμπεριλαμβάνονται στον ορθό ορισμό του. Πρόκειται, στην περίπτωσή τους, για μεταγενέστερα στοιχεία, υλικά όπως τα ονομάζει, που προέκυψαν από τα πρώτα, μη υλικά, που δε φθείρονται και επομένως συνιστούν την ουσία (ὦσθ’ ὅσα μὲν μέρη ὡς ὕλη καὶ εἰς ἃ διαιρείται ὡς ὕλη, ὕστερα• ὅσα δὲ ὡς τοῦ λόγου καὶ τῆς οὐσίας τῆς κατὰ τὸν λόγον, πρότερα ἤ πάντα ἤ ἔνια, Μετά τα Φυσικά, 1035b 12-15). Αυτή η ουσία των όντων και κατά συνέπεια και ο οριστικός λόγος που την εκφράζει, δεν έχουν την ανάγκη υλικής εκδήλωσης για να υπάρξουν ούτε και παύουν να υφίστανται μετά την καταστροφή ακόμα κι όλων των υλοποιήσεών τους- δίνει ένα παράδειγμα με τον κύκλο, που δεν καταστρέφεται ως ουσία έστω κι αν κάποιος σβήσει όλους τους ζωγραφιστούς ή σπάσει όλους τους ξύλινους κύκλους που έχουν κατασκευαστεί. Ο Αριστοτέλης θεωρεί την ύλη ἄγνωστον καθ’ αὑτή, που σημαίνει ότι δε μπορεί να γίνει αντικείμενο μελέτης (Μετά τα Φυσικά, 1035α, 10-11). Όμως, το ίδιο περίπου ισχύει, κατά τα λεγόμενά του, και για τον οριστικό λόγο που, αν και υπαρκτός, δε μπορεί ούτε να εκφωνηθεί, ούτε να αποδειχτεί ούτε να μελετηθεί- βρίσκεται στην ψυχή (ειδητικός λόγος) και απέχει απ’ όλους τους υλικούς χαρακτηρισμούς που της αποδίδονται για να περιγράψουν την ουσία της (Μετά τα Φυσικά, 1036 b- 1040a) καὶ σῳζομένων τῶν λόγων ἐν τῇ ψυχῇ τῶν αὐτῶν οὐκ ἔσται ὁρισμὸς οὔτε ἀπόδειξις.

Πέρα όμως από τη χρήση του λόγου με την έννοια των λέξεων που ορίζουν ένα πράγμα, ο Αριστοτέλης διατηρεί και την πλατωνική σημασία του ως «λογική» ή «λογιστικό μέρος της ψυχής», που αποτελεί θεμελιακό κριτήριο για την εύρεση και εξάσκηση του μέτρου στην ανθρώπινη ζωή, που στη δική του ορολογία αποδίδεται με τον όρο «μεσότητα». Η μεσότητα, προϋπόθεση της ευτυχίας, δε μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο μέσω του ορθού λόγου, που θα υποδείξει στον άνθρωπο σε ποιο βαθμό πρέπει να εκδηλώνει κάθε συναίσθημα ή παρόρμησή του. Μέσω αυτού, προσεγγίζεται η προαίρεση, ουσία της αρετής, που αποτελεί με τη σειρά της γεννήτορα της ευτυχίας (Μεγάλα Ηθικά, 1185b-1186b 30). Οι πράξεις μας είναι σύμφωνες με τον ορθό λόγο όταν το άλογο μέρος της ψυχής (τα πάθη) δεν εμποδίζουν το λογικό της μέρος (το νου) να επιτελέσει το έργο του, όπως οφείλουν να κάνουν άλλωστε, υποτασσόμενα στην υπηρεσία του καλύτερου τμήματος της ψυχής. (ἔστιν οὖν κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον πράττειν, ὅταν τὸ ἄλογον μέρος τῆς ψυχῆς μὴ κωλύῃ τὸ λογιστικόν ἐνεργείν τὴν αὑτοῦ ἐνέργειαν• τότε γὰρ ἡ πρᾶξις ἔσται κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον…, Μεγάλα Ηθικά, 1208α 10-20).

Ευρύτατα χρησιμοποιεί την έννοια ‘λόγος’ ένας άλλος φιλόσοφος της ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης, ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς, που έζησε σε μια ελληνόφωνη ιουδαϊκή κοινότητα από το 30π.Χ. μέχρι το 50 μ.Χ. Στα έργα του, ο λόγος προσδιορίζεται ως η σταθεροποιητική αρχή του κόσμου ή η αρετή της ανθρώπινης ψυχής και μοιάζει με τη λέξη «ρήμα» των κειμένων της Αγίας Γραφής. Τα χαρακτηριστικά αυτού του λόγου παραθέτονται στους Νόμους Περί Αλληγορίας (Legum Allegoriae) ως εξής: ὁρᾷς τῆς ψυχῆς τροφῆν οἵα ἐστί λόγος θεοῦ συνεχής, βλέπει κανείς ότι η τροφή της ψυχής είναι τέτοια, ο συνεχής αυτός λόγος του θεού ἐοικώς δρόσῳ κύκλῳ πᾶσαν περιειληφώς καὶ μηδὲν μέρος ἀμέτοχον αὑτοῦ ἐῶν• που περιβάλλει τα πάντα σαν κύκλος δροσιάς, χωρίς να αφήνει τίποτα απέξω φαίνεται δ’ οὐ πανταχοῦ ὁ λόγος οὗτος, ἀλλ’ ἐπ’ ερήμου παθών καὶ κακιῶν, που δε φανερώνεται παντού, αλλά στις ερήμους παθών και κακιών καὶ ἔστι λεπτός νοήσαι τε καὶ νοηθῆναι, καὶ σφόδρα διαυγῆς καὶ καθαρός ὁραθήναι πολύ λεπτός για να τον συλλάβει και να τον κατανοήσει κανείς με το νου, εξαιρετικά διαυγής και διάφανος για να γίνει αντιληπτός με την όραση, καὶ ἔστιν ὡσεὶ κόριον μοιάζοντας με σπόρο κόλιανδρου φασί δὲ οἱ γεωπόνοι τὸ σπέρμα τοῦ κορίου διαιρεθέν εἰς ἄπειρα καὶ τμηθέν καθ’ ἕκαστου τῶν μερῶν που, όπως λένε οι γεωπόνοι, ακόμα κι αν διαιρεθεί σε απειροστά μέρη και κοπεί σε καθένα απ’ αυτά καὶ τμημάτων σπαρέν βλαστάνειν οὕτως, ὡς καὶ τὸ ὅλον ἠδύνατο• καθένα από αυτά είναι σε θέση να αναπαράγει ολόκληρο το φυτό αν σπαρεί, ακριβώς όπως και ο αρχικός σπόρος τοιούτος καὶ ὁ θεοῦ λόγος, καὶ δι’ ὅλων ὠφελητικός καὶ διὰ παντός μέρους και τοῦ τυχόντος τέτοιος είναι και ο λόγος του θεού, και ολόκληρος ωφέλιμος και σε καθένα τυχαίο τμήμα του(ΙΙΙ, 169-170).

Ως κατὰ ἐβδομάδα κινούμενος τέλειος λόγος (Ι 19-21) αποτελεί την γενεσιουργό αρχή του νου και των αισθήσεων, όταν δε ἐπιγένηται τῇ ψυχῇ, ἐπέχεται ᾑ ἐξάς καὶ ὅσα θνητά ταύτη ποιεῖν δοκεῖ, που σημαίνει ότι υπεισέρχεται ως έβδομο στοιχείο στα έξι θνητά μέρη του κόσμου που εκπροσωπούνται από τις έξι μέρες της δημιουργίας και καταλύει τη θνητότητά τους (Ι 16). Ο άνθρωπος εκπίπτει και απομακρύνεται από το θείο λόγο ενδίδοντας σε ακόρεστες επιθυμίες για ηδονές διαπίπτει γὰρ τότε τῇ ψυχῇ καὶ ὁ σπερματικός καὶ γεννητικός τῶν καλῶν λόγος ὀρθός (ΙΙΙ 150) και η μόνη λύση για την επαναφορά στην πρώτιστη κατάστασή του δεν είναι άλλη από τον «σωφροσύνης λόγον» (ΙΙ 79), ο οποίος μοιάζει με τεχνητό φίδι που κατασκευάζεται ειδικά για να πολεμήσει ενάντια στο φίδι της Εύας (ΙΙ 79) και η λειτουργία του συνίσταται στο να δάκνειν καὶ τιτρώσκειν[…] καὶ αναιρεῖν τὸ πάθος, δηλαδή, να δαγκώνει και να πληγώνει και να καταστρέφει το πάθος (ΙΙ 99).

Ο λόγος μοιάζει να αποτελεί κάτι ανάμεσα σε θεό και ανθρώπους, έναν αρχάγγελο πρεσβευτή που «οὔτε ἀγέννητος ὡς θεός ὤν οὔτε γεννητός ὡς ὑμείς, ἀλλά μέσος τῶν ἄκρων, ἀμφοτέροις ὁμηρεύων»(ΙΙΙ 205-206), που «οὐδέποτε λήγει» (ΙΙΙ 130) και που τρέφει ως «μάννα» (άφθαρτη τροφή) τη «φιλοθεάμονον ψυχήν» (ΙΙΙ 79), που, σε αντίθεση με όσες στρέφονται στα ελκυστικά εγκόσμια αγαθά πρὸς τὰ κρόμυα καὶ τὰ σκόρδα, τὰ περιοδυνώντα τὰς κόρας (ΙΙΙ 79), εκείνη λαχταρά την αλήθεια. Ως ενδιάμεσο σκαλοπάτι μεταξύ θεού και ανθρώπων, ο λόγος δεν αρκεί για να θρέψει ψυχές όπως του Ιακώβ, που μοιάζει να τον έχουν υπερβεί και να τρέφονται απευθείας από το θεό κι όχι από το λόγο, που θεραπεύει απλώς από ασθένειες (πάθη) τον άνθρωπο ἀλλ’ οὗτοι μὲν εὔχονται θεοῦ λόγου τραφῆναι, ὁ δὲ Ιακώβ καὶ τοῦ λόγου ὑπερκύψας ὑπ’ αὐτοῦ φήσι τρέφεσθαι τοῦ θεοῦ … ὡραῖος οὕτος ὁ τρόπος, τροφέα τὸν θεόν, οὐχί λόγον, ἡγεῖται, τὸν δὲ ἄγγελον, ὃς ἐστί λόγος, ὥσπερ ἰατρόν κακῶν (ΙΙΙ 177).

Για το παγκόσμιο «σπίτι», το σύμπαν, αιτία υπήρξε η αγαθότητα του δημιουργού, υλικό του τα τέσσερα στοιχεία και όργανο για την υλοποίησή του, ο λόγος του θεού εὑρήσεις … αἴτιον μὲν αὐτοῦ τὸν θεόν ὑφ’ οὗ γέγονεν, ὕλην δὲ τὰ τέσσερα στοιχεία ἐξ’ ὧν συνεκράθη, ὄργανον δὲ λόγον θεοῦ δι’ οὗ κατεσκευάσθη, τῆς δὲ κατασκευής αἰτίαν τὴν ἀγαθότητα τοῦ δημιουργοῦ (Περί της κατά Μωϋσέα κοσμοποιίας, 127). Εδώ το όργανο είναι μάλλον η ομιλία δια της οποίας ο Θεός δημιουργεί στην αρχή της Γένεσης: όπως, και είπεν ο Θεός ‘Γεννηθήτω το φώς’ και έγινεν φως. Αλλά, μετά, στην περίπτωση του ανθρώπου, ο λόγος ως όργανο για ευτυχία είναι ο λογισμός, η διάκριση, ο ορθός λόγος, Έτσι λόγον ἡ φύσις δυνατώτατον σύμμαχον ἀνθρώπῳ δημιουργήσασα η φύση δημιούργησε για τον άνθρωπο το λόγο σαν ισχυρότατο σύμμαχο τὸν μὲν αὐτῷ χρῆσθαι δυνάμενον ὀρθώς ἀπέδειξεν εὐδαίμονα καὶ λογικόν ὄντως που όποιον μπορεί να τον χρησιμοποιεί καθιστά ευτυχισμένο και λογικό τὸν δὲ μὴ δυνάμενον ἄλογον τε καὶ κακοδαίμονα εκείνον δε που δε μπορεί, παράλογο και δυστυχή (Περί της κατά Μωϋσέα κοσμοποιίας, 39).

Ο θεϊκός λόγος εμφανίζεται ακόμη ως αναπότρεπτη κινητήριος δύναμη του σύμπαντος την οποία ο άνθρωπος οφείλει να αναγνωρίσει ως τέτοια και να πάψει να θεωρεί τα γεγονότα καρπούς των πράξεών του, αποδεχόμενος τα πάντα χωρίς να αποδίδει μομφές σε άλλους για όσα στην πραγματικότητα δεν είναι ικανοί να επηρεάσουν οὐχ’ ἅττ’ ἂν ἐπιτηδεύεις ἀγαθῶν μετουσίας ἤ κακῶν ἐστίν αἰτία ἀλλ’ ὁ δίοπος καὶ κυβερνήτης τοῦ παντός λόγος θεῖος, ῥᾷον ἄν ἔφερες τὰ συμπίπτοντα παυσάμενος τῶν συκοφαντιῶν καὶ ἐπιγράφειν ἡμῖν ἅ μὴ δυνάμεθα» (Περί των Χερουβίμ, 36). Αυτή η δύναμη του λόγου πραγματοποιεί κυκλικές κινήσεις που οι άνθρωποι αποκαλούν ‘γυρίσματα της τύχης’ χορεύει γὰρ ἐν κύκλῳ λόγος ὁ θείος, ὅν οἱ πολλοί τῶν ἀνθρώπων ὀνομάζουσιν τύχην (Περί της κατά Μωϋσέα κοσμοποιίας, 176). Στην πραγματικότητα, όμως, ο χαρακτηρισμός είναι μάλλον ατυχής, μια και καθόλου αφημένη στην τύχη δεν είναι η εξέλιξη των εγκόσμιων πραγμάτων, καθώς ο θείος λόγος φροντίζει για τη διατήρηση όλων των ισορροπιών μεταξύ των φυσικών δυνάμεων• οὐδὲ γῆ πᾶσα διαλυθήσεται πρὸς παντὸς ὕδατος ούτε όλη η γη δε θα διαλύεται από όλο το νερό, ὅπερ αὐτῆς οἱ κόλποι κεχωρήκασιν το οποίο οι κόλποι της έχουν δεχτεί, οὐδ’ ὑπό ἀέρος σβεσθήσεται πῦρ ούτε από τον αέρα δε θα σβήνει η φωτιά, οὐδ’ ἔμπαλιν ὑπό πυρός ἀήρ ἀναφλεχθήσεται ούτε και από τη φωτιά δε θα αναφλέγεται ο αέρας, τοῦ θείου λόγου μεθόριον τάττοντος αὑτὸν μια και ο θείος λόγος τάσσεται στο σύνορο μεταξύ τους καθάπερ φωνῆεν στοιχείων ἀφώνων όπως το φωνήεν παρεμβαίνει μεταξύ στοιχείων αφώνων (δηλ. των συμφώνων) ἵνα τὸ ὅλον ὥσπερ ἐπί τῆς ἐγγραμμάτου μουσικῆς συνηχήσῃ ώστε το σύνολο να ακουστεί αρμονικά όπως στη σωστή μουσική σύνθεση (Περί φυτουργίας, 121-122). Εδώ ο λόγος είναι αναλογία ή μέτρο.

Ακριβώς για να εισχωρήσει σε ολόκληρο το σύμπαν, σε όλες τις απόψεις της δημιουργίας, ο λόγος πολλαπλασιάζεται και σχηματίζει «ἀρχετύπους καὶ ἀσωμάτους ἀκτίνας τῆς λογικῆς πηγῆς τοῦ τελεσφόρου θεοῦ» που, όσο πλησιάζουν στην εκδηλωμένη δημιουργία, γίνονται αντιληπτές σαν εικόνες των αρχικών αθάνατων λόγων που οι άνθρωποι αποκαλούν από συνήθεια αγγέλους (Περί τους θεοπέμπτους είναι τους ονείρους, 115). Οι περιγραφές θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι κατονομάζονται «λόγοι» οι θεϊκοί νόμοι, εκπορευόμενοι από τον ένα λόγο, την ενιαία σοφία του Δημιουργού• σε άλλο σημείο πάλι, αποκαλούνται λόγοι οι ψυχές ή η λογική (διάνοια) στο νου του ανθρώπου, με άλλα λόγια, το «εκλεκτότερο», λεπτότερο κομμάτι του εκάστοτε εξεταζόμενου τμήματος της δημιουργίας, που επιλέγεται να επιτελέσει το ρόλο της κεφαλής στο σώμα ψυχαί δ’ εἰσίν ἀθάνατοι οἱ λόγοι οὗτοι. τούτων δὴ τῶν λόγων ἕνα λαβών, ἀριστίνδην ἐπιλεγόμενος τὸν ἀνωτάτῳ καὶ ὡσανεί σώματος ἡνωμένου κεφαλήν πλησίον ἱδρύεται διανοίας τῆς ἑαυτοῦ• καὶ γὰρ αὕτη τρόπον τινὰ τῆς ψυχῆς ἐστί κεφαλή (Περί τους θεοπέμπτους είναι τους ονείρους, Ι 128). Θα τολμούσε κανείς να συσχετίσει αυτή την πολύπλευρη εισχώρηση του λόγου στην υλική δημιουργία με την εισχώρηση του Απολύτου στα πάντα, εκ των οποίων αποτελεί την πολύτιμη ουσία « Εγώ είμαι ο Εαυτός που βρίσκεται στις καρδιές όλων των πλασμάτων. Είμαι η αρχή, η ζωή και το τέλος όλων των όντων. Από τις Γραφές είμαι οι Βεδικοί Ύμνοι. Είμαι η ηλεκτρική ενέργεια στις δυνάμεις της φύσης. Από τις αισθήσεις είμαι ο καταγράφων νους. Και είμαι η νοημοσύνη μέσα σε όλες τις ζωές» (Μπχάγκαβατ Γκίτα, κεφ. 10. στ. 20-42).

Στη λεγόμενη Στωική Διδασκαλία, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τους εκπροσώπους της Αρχαίας και Μέσης Στοάς (τέταρτος έως πρώτος προ Χριστού αιώνας), η έννοια του λόγου κατέχει κεντρική θέση. Από τα ελάχιστα σωζόμενα αποσπάσμα του Ζήνωνα, του Χρυσίππου, του Ποσειδώνιου και του Παναίτιου, αλλά κυρίως από τις ποικίλλες αναφορές άλλων συγγραφεών στο έργο τους, συνάγεται το συμπέρασμα πως θεωρούσαν το λόγο τη θεϊκή δημιουργική δύναμη, διαμέσου της οποίας ρυθμίζονται οι λειτουργίες ολόκληρου του σύμπαντος. Ο Θεός βγήκε από την αρχική του απομόνωση και δημιούργησε τα τέσσερα στοιχεία, απ’ όπου προήλθε ολόκληρη η υλική δημιουργία – ενυπάρχει, εντούτοις, και ο ίδιος σε καθένα από τα δημιουργήματά του «όπως στο νεογέννητο εξακολουθεί να υπάρχει σπέρμα» καὶ ὥσπερ ἐν τῇ γονῇ τὸ σπέρμα περιέχεται, οὕτω καὶ τούτων σπερματικόν λόγον ὄντα τοῦ κόσμου ( Διογένης Λαέρτιος, VII, 136). Μάλιστα, ο σπερματικός αυτός λόγος εξατομικεύεται για κάθε είδος της δημιουργίας και καθορίζει ως νόμος όλη του την εξέλιξη ἐστί δὲ φύσις ἔξις ἐξ αὑτῆς κινουμένη κατὰ σπερματικούς λόγους ἀποτελούσα τε καὶ συνέχουσα τὰ ἐξ’ αὑτῆς ἐν ὡρισμένοις χρόνοις καὶ τοιαῦτα δρῶσα ἀφ’ οἵων ἀπεκρίθη (Διογένης Λαέρτιος VII, Ζήνων 148-149). Αν και άϋλος, ο λόγος συνυπάρχει με το υλικό μέρος του όντος, το οποίο δεν ποιεί αλλά πάσχει (είναι δηλαδή αποδέκτης της δημιουργίας του λόγου) ἀρχάς εἶναι τῶν ὅλων δύο, τὸ ποιοῦν καὶ τὸ πάσχον, τὸ μὲν οὖν πάσχον εἶναι τὴν ἄποιον οὐσίαν τὴν ὕλην, τὸ δὲ ποιοῦν τὸν ἐν αὐτῇ λόγον τὸν θεὸν (Διογένης Λαέρτιος VII, Ζήνων, 134).

Χάρις στην δύναμη του λόγου, τον «τόνον», το σύμπαν διέπεται απ’ άκρη σ’ άκρη από την αρχή της «συμπαθείας», σύμφωνα με την οποία τα εγκόσμια όντα αλληλεπιδρούν• στη δική του δύναμη οφείλονται και οι ευνομούμενες σχέσεις τους, μια και ο ίδιος εξακολουθεί να διαρρέει το σύμπαν και μετά τη δημιουργία του και να το συντηρεί σε μια νομοτελειακή τάξη, την οποίαν οι στωικοί φιλόσοφοι αποκαλούν «ειμαρμένη»: ἔστι δ’ εἱμαρμένη αἰτία τῶν ὄντων εἰρομένη ἤ λόγος καθ’ ὅν ὁ κόσμος διεξάγεται (Διογένης Λαέρτιος VII, Ζήνων 148-149). Χάρη στην πύρινη υφή του («πυρ τεχνικόν»), ο κοσμικός λόγος συντηρεί και αυξάνει τα πλάσματα, σε αντίθεση με το εγκόσμιο πυρ, το «άτεχνο», που καίει και καταστρέφει• αποτελεί δε μια από τις ποικίλλες εκφράσεις της Φύσης, η οποία «..κινείται μόνη της και δημιουργεί ως πύρινο πνεύμα ή τεχνικόν πύρ» (SVF 2, 1132 κ. ε.) αλλά και «..εκδηλώνεται ως Ψυχή του Κόσμου, Θεός, Πρόνοια, Δημιουργός, Ορθός Λόγος» (SVF 1, 158, 176, SVF 3, 323).

Στην ατομική του διάσταση, ο ίδιος λόγος συνιστά για τον άνθρωπο τον «εν ημίν» λόγο των Στωικών• χάρις στην ομοιότητά τους, ο άνθρωπος μπορεί να βρεθεί σε πλήρη αρμονία με τον κοσμικό λόγο ακολουθώντας απλά την ίδια του τη φύση, που διέπεται από τις αρχές του ατομικού του λόγου (διόπερ πρῶτος ὁ Ζήνων ἐν τῷ Περὶ ἀνθρώπου φύσεως τέλος εἶπε τὸ ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν, ὅπερ ἐστὶ κατ’ ἀρετὴν ζῆν• ἄγει γὰρ πρὸς ταύτην ἡμᾶς ἡ φύσις, Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων VII, 87). Ζωή αντίθετη στο Λόγο – Φύση μπορεί να διέπεται μόνο από πάθος, το οποίο συνιστά ὁρμὴ πλεονάζουσα (ἔστι δὲ αὐτὸ τὸ πάθος κατὰ Ζήνωνα ἡ ἄλογος καὶ παρὰ φύσιν ψυχῆς κίνησις ἢ ὁρμὴ πλεονάζουσα, Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων VII, 101). Ενώ για τα ζώα, το να ζουν σύμφωνα με τη φύση τους ισοδυναμεί με το να ζουν με βάση τις φυσικές ορμές τους, για τα όντα που έχουν λογική (άνθρωποι) δίνεται μια ανώτερη ρύθμιση, δηλαδή ο λόγος=διάκριση, που κάποτε μπορεί και να εναντιώνεται (υπερεπιβάλλεται) στη φυσική ορμή για την «τελειότερη προστασία τους»: τούτοις μὲν [στα ζώα] τὸ κατὰ φύσιν ζῆν τῷ κατὰ τὴν ὁρμὴν διοικεῖσθαι. τοῦ δὲ λόγου τοῖς λογικοῖς κατὰ τελειοτέραν προστασίαν δεδομένου, τὸ κατὰ λόγον ζῆν ὀρθῶς γίνεσθαι <τού> τοῖς κατὰ φύσιν. τεχνίτης γὰρ οὕτως ἐπιγίνεται τῆς ὁρμῆς (Διογένης Λαέρτιος VII, 86).

Σημαντικότερη πτυχή αυτής της εναρμόνισης είναι ο σεβασμός απέναντι στα πάντα, εφόσον όλα εμπεριέχουν τον ίδιο το Θεό και εξελίσσονται με βάση την επιθυμία του, όπως αυτή εκδηλώνεται στον ιδιαίτερο σπερματικό λόγο που τα οριοθετεί διόπερ τέλος γίνεται τὸ ἀκολούθως τῇ φύσει ζῆν γι αυτό και γίνεται σκοπός να ζει κανείς σύμφωνα με το φυσικό νόμο, ὅπερ ἐστί κατὰ τε τὴν αὐτοῦ καὶ κατὰ τὴν τῶν ὅλων όπως ακριβώς υπάρχει αυτός μέσα στον ίδιο και σε όλα τα άλλα πλάσματα, οὐδὲν ἐνεργοῦντας ὧν ἀπαγορεύειν εἴωθεν ὁ νόμος ὁ κοινός χωρίς να κάνει τίποτα που να απαγορεύεται από τον κοινό αυτό νόμο, ὅσπερ ἐστίν ὁ ὀρθός λόγος, διὰ πάντων ἐρχόμενος που δεν είναι άλλος από τον κοινό λόγο, τον διερχόμενο από τα πάντα, ὁ αὐτός ὤν τῷ Διί, καθηγεμόνι τούτῳ τῆς τῶν ὄντων διοικήσεως ὄντι ο ίδιος που ενυπάρχει και στο Δία, αποτελώντας τον καθοδηγητή του στη διοίκηση των όντων (Διογένης Λαέρτιος VII, Ζήνων, 88).

Σεβόμενος και αποδεχόμενος το λόγο σε κάθε εκδήλωσή του, ο άνθρωπος κατακτά τη στωική αταραξία, ισοδύναμη της μακαριότητας που μνημονεύεται από άλλους φιλοσόφους αλλά και από τη Βεδική Παράδοση. Αρωγός του σε αυτή την προσπάθεια είναι ο ίδιος ο λόγος, που στη δική του περίπτωση (ανθρώπινη ενσωμάτωση) εκδηλώνεται σα δύναμη διάκρισης που οδηγεί στην εκάστοτε ορθή επιλογή ἄλλοι δὲ τινες τῶν ἀρχαιοτέρων Στωικῶν τὸν ορθὸν λόγον κριτήριον [της αληθείας] ἀπολείπουσιν, ὡς ὁ Ποσειδώνιος ἐν τῷ Περί Κριτηρίου φησί» (Διογένης Λαέρτιος VII, Ζήνων, 54). Μέσω αυτού του λόγου-διάκρισης, ο σπερματικός λόγος του ανθρώπου αναπτύσσεται πλήρως κι ανθίζει, αποδίδοντας τον λόγο-καρπό της ανθρώπινης ενσωμάτωσης.

Προδοσία

Προδοσία. Μια βαθιά πληγή που δεν επουλώνεται εύκολα και συνεχίζει να πονάει για καιρό την ψυχή μας. Ένα βίαιο χτύπημα που διαπερνά την εμπιστοσύνη και σε ορισμένες περιπτώσεις είναι αδύνατο να ξεχαστεί.

Από ποιόν μπορεί να αισθανθείτε προδομένοι; Ίσως από έναν γονέα που δεν έχει συμπεριφερθεί καλά και ακόμη δεν έχετε συνειδητοποιήσει τον πόνο σας. Ίσως από τον αδελφό σας ή ένα στενό συγγενή που περιμένατε να είναι σύμμαχος στην ζωή σας και αυτός αποδείχθηκε εγωιστής και αναίσθητος. Ίσως από έναν φίλο στον οποίο είχατε εμπιστοσύνη και δεν ήταν σε θέση να κρατήσει ένα μυστικό ή ίσως από το σύντροφο σας, ο οποίος καταπάτησε τον όρκο πίστης του.

Όταν κάποιος που αγαπάμε μας προδίδει, ο πόνος μπορεί να είναι βασανιστικός και μπορεί να διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μερικοί ψυχολόγοι έχουν τονίσει το πόσο περίπλοκη είναι αυτή η διαπροσωπική διαδικασία που οδηγεί ένα άτομο να επιδιώξει να συγχωρήσει την προδοσία. Βέβαια είναι χρήσιμο να γίνει διάκριση μεταξύ αποδοχής και συγχώρεσης.

Η αποδοχή είναι μια πολύ γενναία προσωπική απόφαση για να πάρει πίσω το άτομο τον έλεγχο των συναισθημάτων του. Το άτομο προσπαθεί να δημιουργήσει αίσθηση πως η προδοσία ήταν ένας λάθος και δουλεύει ώστε να αποκαταστήσει την σχέση με το άτομο που έχει διαπράξει την προδοσία. Με την διαδικασία της αποδοχής μπορεί να εξακολουθήσει η όποια σχέση να λειτουργεί σε κάποιο ικανοποιητικό επίπεδο.

Η συγχώρεση είναι μια διαδικασία διαπροσωπική, η οποία περιλαμβάνει την ενεργή συμμετοχή και του «προδότη» αλλά και του «προδομένου». Το άτομο που έχει κάνει την προδοσία πρέπει να κερδίσει ξανά την εμπιστοσύνη του «προδομένου» ατόμου. Επίσης, να έχει την πλήρη επίγνωση των λάθος ενεργειών του και να έχει την ειλικρινή πρόθεση να μην το επαναλάβει. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας το άτομο που έχει προδοθεί θα προσπαθήσει να προστατεύσει τον εαυτό του και θα είναι ιδιαίτερα προσεκτικό αλλά θα έχει την θέληση να συγχωρέσει.

Αποδοχή ή συγχώρεση;
Οι περισσότεροι από εμάς αισθανόμαστε την ηθική υποχρέωση να συγχωρέσουμε, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν είμαστε υποχρεωμένοι να το κάνουμε. Μερικές φορές το να αποφασίσουμε να αποδεχθούμε την κατάσταση, αντί να μπούμε στην διαδικασία της συγχώρεσης, μπορεί να είναι εξαιρετικά απελευθερωτικό.

Επιλέγοντας την αποδοχή, δεν ερχόμαστε σε άμεση επαφή με το πρόσωπο που έχει κάνει την προδοσία, ειδικά όταν ο τελευταίος δεν φαίνεται να δείχνει καμία προθυμία να επισκευάσει τα λάθη του. Έτσι αντί να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα τις συνθήκες που οδήγησαν το άλλο άτομο στην προδοσία, αποδεχόμαστε το γεγονός ως δεδομένο και συνεχίζουμε παρακάτω κρατώντας ή όχι επαφή με το συγκεκριμένο άτομο.

Με αυτή την κατανόηση, και χωρίς να αρνούμαστε τον πόνο που μας προκάλεσε η προδοσία, μπορούμε να αποκαταστήσουμε την εσωτερική μας γαλήνη και να ισορροπήσουμε τα συναισθήματα μας. Αυτό αυξάνει την αίσθηση ασφάλειας και την αίσθηση της προσωπικής δύναμης, μέσα σε έναν κόσμο που είναι γεμάτος κινδύνους. Είναι σαφές βέβαια ότι με την αποδοχή η φύση της σχέσης μπορεί να αλλάξει για πάντα. Σίγουρα, είναι πιο εύκολο να δεχθείτε ότι έχετε αδικηθεί από κάποιον που δεν έχετε επαφή κάθε μέρα, όπως έναν γνωστό ή ένα συγγενή που σας έχει συμπεριφερθεί άσχημα.

Η Συγχώρεση, ωστόσο, είναι πολύ πιο περίπλοκη διαπροσωπική διαδικασία, η οποία απαιτεί μεγάλη προσπάθεια από την πλευρά εκείνων που έχουν προδώσει. Είναι ο καλύτερος τρόπος για ένα ζευγάρι που παρά την προδοσία επιθυμεί να ανακτήσει τη σχέση του.

Ο άπιστος εταίρος πρέπει όμως να αναλάβει την ευθύνη για τη συμπεριφορά του, πρέπει να είναι σε θέση να κατανοήσει το βαθύ πόνο που προκάλεσε αλλά και να κάνει όλες τις απαραίτητες ενέργειες για να επισκευάσει την τραυματισμένη εμπιστοσύνη. Αυτό μπορεί να πάρει χρόνο και ενέργεια. Για πολλούς ανθρώπους το να συγχωρήσουν ή να συγχωρεθούν είναι πραγματικά πάρα πολύ κουραστικό.

Μερικά άτομα έχουν την διάθεση να ξεπεράσουν ειλικρινά τα προβλήματά τους και να διαμορφώσουν την όποια σχέση τους (ερωτική, φιλική, οικογενειακή κτλ) και να νιώσουν ξανά πλήρης και ικανοποιημένοι.

Χρειάζεται θάρρος, υπομονή, επιμονή, και συχνά επίσης τη βοήθεια ενός θεραπευτή ο οποίος μπορεί να συμβάλλει στη διευκόλυνση της όλης διαδικασίας. Φίλοι μου, την προδοσία πολλοί ηγάπησαν, τον προδότη ουδείς.

Η απώλεια της ψευδαίσθησης

Οι ώρες περνούν βασανιστικά αλλά και γρήγορα και η αγωνία σε περικυκλώνει. Όπου να ‘ναι θα έρθει το τέλος του κόσμου, σήμερα, αύριο, από λεπτό σε λεπτό. Του δικού σου κόσμου! Ο υπόλοιπος, ουδεμία σημασία δε θα έχει μετά.

Σκέφτεσαι τα απελπιστικά σημάδια που σε κάνουν να καταλήγεις στο συμπέρασμα. Το τηλέφωνο δε χτύπησε, εκείνος δεν ήρθε για φαγητό, δε θα πάτε μετά σινεμά, δε θα γνωρίσει τους δικούς σου, δε θα ποζάρει δίπλα σου την ημέρα του γάμου σου. Δεν είναι αυτός ο άνθρωπος που θα ζήσεις μαζί του το υπόλοιπο της ζωής σου.

Και το τέλος έρχεται. Εκείνος, πράγματι δεν ενδιαφέρεται για εσένα. Όσες προσδοκίες έτρεφες τόσο καιρό τώρα εκμηδενίζονται. Πάει, τελείωσε! Τι τελείωσε όμως; Μια ψευδαίσθηση. Κάτι που δεν ξεκίνησε ποτέ. Κάτι που γεννήθηκε μέσα στη φαντασία σου και δεν έφτασε ποτέ στο έδαφος της πραγματικότητας. Τελείωσε η αναμονή για κάτι που ήθελες και δεν έγινε.

Και γιατί πονάει τόσο πολύ; Διότι σ’ έχει παγιδέψει μέσα στο μυαλό σου, όπως κάθε ψευδαίσθηση. Σ’ έχει κάνει να πιστέψεις πως αυτή η προοπτική ήταν η μία, η μόνη και η καλύτερη προοπτική που είχες ποτέ φανταστεί! Αυτός θα ήταν ο μοναδικός ιδανικός σύντροφος για εσένα… αυτή ήταν η μία και μόνη εταιρεία που θέλεις να προσληφθείς… μόνο αυτή η σχολή είναι που θέλεις να περάσεις… η λίστα με τις μοναδικές ευκαιρίες μπορεί να είναι ατελείωτη.

Και έρχεται η ζωή και σου γκρεμίζει τ’ όνειρο: «Απορρίπτεται η πρόταση. Επόμενος!» Και μένεις εσύ αποσβολωμένη-ος, δίχως κατεύθυνση. Διαμαρτύρεσαι: Μα δε μου αρέσει κάποιος άλλος, μα μόνο αυτή τη δουλειά ξέρω να κάνω, μα μόνο αυτή η σχολή είναι για εμένα…

Αποκαρδιωμένος-η πέφτεις για ύπνο και την άλλη μέρα ξυπνάς στην πραγματικότητα. Κάνεις το ζεστό σου ντους, τρως πρωινό, πας στη δουλειά, βγαίνεις για φαγητό με τους φίλους σου, μοιράζεσαι τα συναισθήματά σου, δέχεσαι αγκαλιές και αγάπη και, μέχρι το τέλος της μέρας συνειδητοποιείς πως δεν έχεις χάσει τίποτα απολύτως!

Όλα όσα απαρτίζουν την πραγματικότητά σου, βρίσκονται ακόμα εδώ μαζί σου και σε συνοδεύουν. Ακόμα και η ικανότητά σου να κάνεις όνειρα για το μέλλον είναι εδώ, ακόμα και τα όνειρά σου για το μέλλον είναι εξίσου εδώ!

Το μόνο που έχασες είναι μία ψευδαίσθηση. Η ψευδαίσθηση πως αυτός ήταν η δίδυμη φλόγα σου, η ψευδαίσθηση πως αυτή η εταιρεία είναι η μόνη που πληρεί όλες σου τις προϋποθέσεις για επαγγελματική καταξίωση, η ψευδαίσθηση πως αυτή η δουλειά είναι η μόνη που μπορείς να κάνεις…

Και η ζωή συνεχίζεται. Εσύ με περισσότερη σοφία, με μια – δυο εμπειρίες παραπάνω στις αποσκευές σου και την επίγνωση πως… ε, δε χάθηκε κι ο κόσμος.

Πώς η έμφαση δίνεται στο «έχειν» και όχι στο «είναι»

Μια κάποια αλλαγή, όσον αφορά την έμφαση που δίνεται αντίστοιχα στο «έχειν» και στο «είναι», φαίνεται ξεκάθαρα στην όλο και αυξανόμενη χρήση των ουσιαστικών και στην επακόλουθη μείωση της χρήσης των ρημάτων στις δυτικές γλώσσες.

Το ουσιαστικό είναι η ακριβής κατονομασία ενός πράγματος. Μπορώ να πω ότι έχω πράγματα: έχω ένα τραπέζι, ένα σπίτι, ένα βιβλίο, ένα αυτοκίνητο. Η ακριβής κατονομασία μιας δραστηριότητας, όμως ή μιας διαδικασίας σε εξέλιξη είναι ένα ρήμα: λόγου χάρη, «είμαι», «αγαπώ», «επιθυμώ», «μισώ» κ.λπ.  Αλλά όλο και πιο συχνά, ακόμη και μια δραστηριότητα εκφράζεται με όρους κτήσης: με άλλα λόγια, ένα ουσιαστικό αντικαθιστά το ρήμα. Το να εκφράσεις ωστόσο μια δραστηριότητα χρησιμοποιώντας το ρήμα «έχω» σε συνδυασμό με ένα ουσιαστικό, αποτελεί εσφαλμένη χρήση της γλώσσας, καθώς οι δραστηριότητες και οι διαδικασίες σε εξέλιξη μπορούν μόνο να βιωθούν και όχι να αποκτηθούν.

Οι καταστροφικές συνέπειες αυτής της σύγχυσης είχαν ήδη αναγνωριστεί από τον δέκατο όγδοο αιώνα. Ο Ντι Μαρέ έδωσε μια ιδιαίτερα ακριβή έκφραση αυτού του προβλήματος σ’ ένα έργο του που εκδόθηκε μετά των θάνατό του, με τίτλο: «Οι Πραγματικές Αρχές της Γραμματικής» (1769), Γράφει εκεί: «Στο παράδειγμα “Έχω ένα ρολόι”, το ρήμα πρέπει να εννοηθεί με την κυριολεκτική του σημασία• όταν, όμως, λέει κάποιος “έχω μια ιδέα”, τότε το “έχω” λέγεται μόνο μεταφορικά. Είναι μια δανεισμένη έκφραση. Έχω μια ιδέα σημαίνει σκέφτομαι, συλλαμβάνω κάτι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Παρόμοια, έχω μια επιθυμία σημαίνει επιθυμώ κ.ο.κ.».

Στη διάρκεια των δύο αιώνων μετά τον Ντι Μαρέ, αυτή η γενική τάση της υποκατάστασης των ρημάτων με ουσιαστικά έχει λάβει τόσο μεγάλες διαστάσεις, που ακόμη κι εκείνος ο ίδιος δύσκολα θα μπορούσε να είχε φανταστεί. Ιδού ένα τυπικό, ακόμη κι αν είναι κάπως παρατραβηγμένο, παράδειγμα της καθημερινής μας ομιλίας. Ας υποθέσουμε ότι ένας άνθρωπος πηγαίνει να συμβουλευτεί έναν ψυχαναλυτή και ξεκινά τη συζήτηση με τα παρακάτω λόγια: «Γιατρέ, έχω ένα πρόβλημα˙ έχω αϋπνία. Αν και έχω ένα όμορφο σπίτι, αξιαγάπητα παιδιά κι έναν ευτυχισμένο γάμο, έχω και πολλές ανησυχίες». Πριν από μερικές δεκαετίες, αντί ο ασθενής να πει «έχω ένα πρόβλημα», θα είχε ίσως πει «είμαι προβληματισμένος», αντί να πει «έχω αϋπνία», θα έλεγε «δεν μπορώ να κοιμηθώ»˙ και, αντί να πει «έχω έναν ευτυχισμένο γάμο», θα έλεγε «είμαι ευτυχισμένος στον γάμο μου».

Ο πιο πρόσφατος τρόπος έκφρασης δηλώνει και τον υψηλό βαθμό αλλοτρίωσης που έχει επικρατήσει. Λέγοντας «έχω ένα πρόβλημα» αντί «είμαι προβληματισμένος», η υποκειμενική εμπειρία περιορίζεται: το εγώ της βιωμένης εμπειρίας υποκαθίσταται από αυτό της κτήσης. Έχω μετασχηματίσει το συναίσθημά μου σε κάτι το οποίο κατέχω: ένα πρόβλημα. Όμως, η λέξη «πρόβλημα» είναι ένας αφηρημένος όρος για κάθε λογής δυσκολία. Δεν δύναμαι να έχω ένα πρόβλημα, καθώς αυτό το τελευταίο δεν είναι κάτι το οποίο μπορεί να βρίσκεται στην κατοχή μου. Ωστόσο, μπορεί αυτό να κατέχει εμένα. Με διαφορετική διατύπωση, έχω μεταβάλει τον εαυτό μου σε «πρόβλημα» και τώρα πια με κατέχει το δημιούργημά μου. Αυτός o τρόπος ομιλίας προδίδει επομένως μια κρυμμένη, ασυνείδητη αλλοτρίωση. Αλλά βέβαια, θα μπορούσε κάποιος να αντιτάξει σε όλα αυτά πως η αϋπνία είναι ένα φυσικό σύμπτωμα όπως ο πονεμένος λαιμός ή ο πονόδοντος, και γι’ αυτό είναι αποδεκτό να λέμε ότι έχουμε αϋπνία, όπως λέμε ότι έχουμε πονεμένο λαιμό. Αλλά εδώ υπάρχει μια διαφορά: ένας πονεμένος λαιμός ή ένας πονόδοντος είναι σωματικές αισθήσεις, οι οποίες μπορούν να είναι περισσότερο ή λιγότερο έντονες, όμως δεν έχουν ιδιαίτερη ψυχική χροιά. Μπορεί κανείς να έχει πονεμένο λαιμό, αφού βέβαια έχει λαιμό, όπως μπορεί να έχει πονεμένο δόντι, αφού έχει δόντια. Η αϋπνία, αντίθετα, δεν είναι μια σωματική αίσθηση, αλλά μια πνευματική κατάσταση του ανθρώπου, αυτή κατά την οποία αδυνατεί να κοιμηθεί. Αν πω ότι «έχω αϋπνία» αντί «δεν μπορώ να κοιμηθώ», προδίδω την επιθυμία μου να απωθήσω μακριά μου την εμπειρία του άγχους μου, της ανησυχίας και της έντασης που δεν με αφήνουν να κοιμηθώ, και να αντιμετωπίσω ένα φαινόμενο που σχετίζεται με το μυαλό μου σαν να ήταν σωματικό σύμπτωμα.

Ή ένα άλλο παράδειγμα˙ το να πω «έχω μεγάλη αγάπη για σένα», δεν σημαίνει απολύτως τίποτε. Η αγάπη δεν είναι ένα πράγμα που μπορεί κάποιος να το έχει, αλλά μια ζωντανή διαδικασία, μια εσωτερική δραστηριότητα, υποκείμενο της οποίας είναι αυτός ο κάποιος. Μπορώ να αγαπώ, μπορώ να είμαι ερωτευμένος, αλλά αγαπώντας… δεν έχω τίποτε. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, όσο λιγότερα έχω τόσο περισσότερο μπορώ να αγαπώ.

Erich Fromm, Να έχεις ή να είσαι;

Το φροϋδικό ψυχοδυναμικό μοντέλο

Το φροϋδικό μοντέλο στηρίζεται στη θεωρία του Φρόιντ ότι η ψυχή αποτελείται από το «id», το «εγώ και το «υπερεγώ». Πρόκειται για τρία θεωρητικά κατασκευάσματα τα οποία περιγράφουν και ερμηνεύουν τις δραστηριότητες και αλληλεπιδράσεις στην ψυχική μας ζωή. Το «id» είναι το σύνολο των ενστικτωδών τάσεων και κληρονομικών χαρακτηριστικών μας, το «εγώ» η πραγματικότητα που βιώνουμε και το «υπερεγώ» είναι οι περιορισμοί του περιβάλλοντος, οι ηθικολογίες και τα «πρέπει». Σύμφωνα με τον Φρόιντ, το άτομο καθοδηγείται από εσωτερικές ενστικτώδεις δυνάμεις, το «id», που αδυσώπητα συγκρούονται στη διάρκεια της ανάπτυξης του ψυχοσεξουαλικού κύκλου του ατόμου με τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος, το «υπερεγώ». Από τις συγκρούσεις των ενστίκτων με το περιβάλλον τις περισσότερες φορές υπερισχύουν τα ασυνείδητα ένστικτα, για αυτό συχνά μας βλάπτουν πράγματα που δεν ξέρουμε.

Στο Νέο Φροϋδικό Ψυχοδυναμικό μοντέλο, οι σύγχρονοι του Φρόιντ ψυχαναλυτές υποστηρίζουν ότι το άτομο δεν κατευθύνεται και δεν προγραμματίζεται από τα ένστικτα, αλλά διαμορφώνεται από το προσωπικό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει, το «υπερεγώ». Κατά τους σύγχρονους του Φρόιντ, το παιδί βρίσκεται αντιμέτωπο με την ικανοποίηση δύο εξ ίσου ισχυρών αναγκών του. Χρειάζεται απεγνωσμένα την αποδοχή και την έγκριση από σημαντικές προσωπικότητες που επηρεάζουν τη ζωή του, συνήθως τους γονείς του, αλλά έχει επίσης και τη δική του έμφυτη τάση για ανάπτυξη, κυριαρχία και αυτονομία. Οι προσωπικές του τάσεις δεν είναι πάντα συμβατές με τις απαιτήσεις των γονιών του και εάν αυτοί είναι αυταρχικοί και νευρωτικοί, προκαλούν συγκρούσεις ανάμεσα στην ανάγκη του παιδιού για ασφάλεια και στην επιθυμία του για ανάπτυξη σύμφωνα με τις φυσικές του κλίσεις. Σε ένα τέτοιο αγώνα το παιδί υποχωρεί για χάρη της ασφάλειας που του προσφέρουν οι γονείς του. Σύμφωνα με το νέο φροϋδικό μοντέλο, η υποταγή των επιθυμιών του παιδιού στις απαιτήσεις του περιβάλλοντος θα του προκαλέσει ψυχοσωματικά συμπτώματα μετέπειτα στη ζωή του.

Συναισθηματική σταθερότητα

Πολλές φορές θαυμάζουμε γύρω μας ανθρώπους που καταφέρνουν να διαχειρίζονται με ψυχραιμία τις προσωπικές τους καταστάσεις. Ανθρώπους με αξιοζήλευτη συναισθηματική σταθερότητα που μπορούν να διατηρούν την ηρεμία τους στα δύσκολα, να μην πανικοβάλλονται και με σύνεση να αντιμετωπίζουν τις αναποδιές της ζωής, τις «εξωτερικές πιέσεις», που συχνά μας απομακρύνουν απ’ αυτό που θέλουμε πραγματικά να είμαστε…

Όσοι δεν τα καταφέρνουν, ενώ υφίστανται αυτές τις πιέσεις, κινδυνεύουν με ψυχική και συναισθηματική εξάντληση. Απειλείται η συναισθηματική ισορροπία, διαταράσσονται οι προσωπικές σχέσεις, απομακρύνονται από τον ίδιο τους τον εαυτό. Όταν βρεθεί κανείς σε μια τέτοια κατάσταση ανισορροπίας καλό θα ήταν «να κάνει ένα βήμα πίσω» προκειμένου να πάρει μια απόσταση απ’ όσα συμβαίνουν και να επαναξιολογήσει τις καταστάσεις: Πρέπει να αναπτύξει μια προσωπική στρατηγική άρσης του διεξόδου, να βρει και να εφαρμόσει ένα σχέδιο δράσης!

Πρώτα απ’ όλα πρέπει να μείνουμε σε επαφή με τον εαυτό μας και τα συναισθήματα μας. Όσο δυσάρεστο ή επώδυνο κι αν είναι, χρειάζεται να αποδεχτούμε τις αντιξοότητες της πραγματικότητας, όπως αυτή διαμορφώνεται. Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι η ζωή δεν είναι εύκολη (έτσι κι αλλιώς…), κι ότι πρέπει κατά συνέπεια να είμαστε περισσότερο ρεαλιστές όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια δυσκολία. Ούτε στρουθοκαμηλισμός, ούτε υπεραισιοδοξία!

Σταθερά και προσγειωμένα θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε καλύτερα τις αξίες, τις αρχές και τους στόχους μας, χωρίς τον κίνδυνο να παρασυρθούμε σε μονοπάτια αβέβαια που μας προτείνουν άλλοι «για το καλό μας».

Είναι σημαντικό το καλό και το πρέπον να το καθορίζει ο καθένας για τον εαυτό του και τη δική του ζωή με καθαρότητα και αποφασιστικότητα σύμφωνα με τα δικά του βιώματα και τις δικές του προτεραιότητες.

Δείξτε αποφασιστικότητα και πίστη στον εαυτό σας και αυτός θα σας ανταμείψει με τον καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα…

Το ουράνιο τόξο του Ηλιου

Νέες εικόνες από εντυπωσιακό φαινόμενο στο μητρικό μας άστρο.

H NASA έδωσε στη δημοσιότητα εικόνες από ένα από τα πιο εντυπωσιακά φαινόμενα που λαμβάνουν χώρα στον Ήλιο. Το διαστημικό παρατηρητήριο SDO που μελετά το μητρικό μας άστρο κατέγραψε μεγάλης λεπτομέρειας εικόνες από έντονη μαγνητική δραστηριότητα στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας του Ήλιου.

Η συγκεκριμένη μαγνητική δραστηριότητα εξελίσσεται στο στέμμα, το ανώτερο στρώμα της επιφάνειας του μητρικού μας άστρου και άλλων άστρων. Αυτή η δραστηριότητα έχει λάβει από τους ειδικούς την ονομασία «στεμματική βροχή» και, όπως η βροχή στη Γη παράγει το υπέροχο ουράνιο τόξο, έτσι και η στεμματική βροχή παράγει εντυπωσιακούς σε σχήματα και χρώματα σχηματισμούς που ονομάζονται «στεμματικές θηλιές».

Αυτές οι πολύχρωμες μαγνητικές θηλιές σχηματίζονται γύρω από τις ηλιακές κηλίδες ή άλλες περιοχές του Ηλιου όπου υπάρχει έντονη δραστηριότητα και διαρκούν για μερικές ημέρες ή και εβδομάδες.

Η έντονη μαγνητική δραστηριότητα παράγει τις ηλιακές εκλάμψεις, εκρήξεις οι οποίες εκτοξεύουν στο Διάστημα γιγάντιες ποσότητες φορτισμένων σωματιδίων.

Όταν αυτά τα σωματίδια φτάνουν στη Γη παράγουν φυσικά φαινόμενα όπως το σέλας ενώ ταυτόχρονα προκαλούν προβλήματα στους τηλεπικοινωνιακούς δορυφόρους αλλά και στα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας στη Γη.

«Τεχνητό αστέρι» στη Γη για την αντικατάσταση ορυκτών καυσίμων

Η τεχνολογία παραγωγής καθαρής, άφθονης και ανέξοδης ενέργειας θα είναι διαθέσιμη σε περίπου 35 χρόνια.

Επιστήμονες από 34 διαφορετικές χώρες, μεταξύ των οποίων η Ρωσία, η Ιαπωνία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ινδία, η Κίνα, η Ν. Κορέα και αρκετά ευρωπαϊκά κράτη, αντιπροσωπεύοντας πάνω από το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού, συνεργάζονται σε ένα έργο στο Κανταράς της Γαλλίας, με στόχο την κατασκευή ενός πυρηνικού αντιδραστήρα ικανού να παράγει ενέργεια μέσω σύντηξης, όπως ο Ήλιος. Το όνομα του προγράμματος είναι ITER, που σημαίνει «ο τρόπος» στα λατινικά, και επινοήθηκε το 1986.

Σύμφωνα με τον Μπερνάρ Μπιγκό, γενικό διευθυντή της έρευνας, το κύριο πλεονέκτημα είναι ότι το καύσιμο που χρησιμοποιείται, το υδρογόνο, είναι ένα στοιχείο τόσο άφθονο στη φύση που υπάρχουν αποθεματικά για εκατομμύρια χρόνια.

Ένα άλλο σημαντικό όφελος αφορά τα απόβλητα, αφού αν και η πυρηνική σύντηξη παράγει ραδιενεργά απόβλητα, ο χρόνος ζωής τους είναι μόλις μερικές εκατοντάδες χρόνια, ενώ στην περίπτωση της σχάσης, της μεθοδολογίας που χρησιμοποιείται σήμερα για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας, είναι εκατομμύρια χρόνια.

Μεταξύ των κύριων προκλήσεων που πρέπει να αντιμετωπίσει το έργο είναι η φύση του τριτίου, ενός φυσικού ραδιενεργού ισοτόπου του υδρογόνου το οποίο χρησιμοποιείται για την αντίδραση.

Το τρίτιο έχει ένα πολύ σύντομο χρόνο ημιζωής και σε περίπτωση ατυχήματος, η διαρροή του δεν μπορεί να σταματήσει.

Ωστόσο ο Μπιγκό δήλωσε ότι αν ένα ατύχημα λάβει χώρα, η ποσότητα που θα απελευθερωθεί στο περιβάλλον θα είναι άκακη για το κοντινό πληθυσμό. Μια άλλη σημαντική πρόκληση είναι το πολύ υψηλό κόστος του ITER, που σήμερα εκτιμάται σε περίπου 16 δισεκατομμύρια δολάρια ευρώ.

Προτού συναρμολογηθεί ο αντιδραστήρας, τα μέρη του, που κατασκευάζονται σε διάφορες χώρες του κόσμου, θα πρέπει να λειτουργήσουν μαζί σε ένα εικονικό περιβάλλον δοκιμών.

Οι επιστήμονες εκτιμούν πως οι πρώτες ποσότητες παραγόμενης ενέργειας θα γίνουν διαθέσιμες στο εμπόριο το έτος 2050

Πώς οι Αζτέκοι δημιούργησαν τη σημερινή ντομάτα

Σε σχέση με τους άγριους προγόνους τους, οι σημερινές ντομάτες είναι πραγματικά μεταλλαγμένα τέρατα.

Όταν οι ισπανοί κονκισταδόρ έφτασαν στην Αμερική, οι Αζτέκοι είχαν ήδη μετατρέψει έναν μικρό, άνοστο και μοβ καρπό σε υπερμέγεθες, ζουμερό φρούτο. Πεντακόσια χρόνια αργότερα, ένα από τα γενετικά μυστικά της μεταμόρφωσης έρχεται στο φως, και μάλιστα ανοίγει θεωρητικά τον δρόμο για τη μεγέθυνση οποιουδήποτε φρούτου.

H τομάτα (Solanum lycopersicum) μεταφέρθηκε στην Ευρώπη από τον Ισπανό Χερνάν Κορτέζ, ο οποίος πρόσεξε το κόκκινο φρούτο που καλλιεργούσαν οι Αζτέκοι στο Μεξικό. Ήταν ένα από τα φυτά του σημαντικού γένους Solanum που μεταφέρθηκαν στον Παλαιό Κόσμο τον 16ο αιώνα, μαζί με την πατάτα, τη μελιτζάνα, την πιπεριά και τον καπνό.

Στην αρχική, άγρια μορφή της η τοματιά παράγει καρπούς σε μέγεθος μούρου. Κι όμως, μια από τις ποικιλίες που έφερε ο Κορτέζ στην Ευρώπη έδινε γιγάντιους καρπούς, γνωστούς σήμερα ως τομάτα beefcake.

Οι Αζτέκοι είχαν αλλάξει την τομάτα με τη μέθοδο των παραδοσιακών διασταυρώσεων, κατά την οποία ο καλλιεργητής διασταυρώνει μόνο τα φυτά που έχουν επιθυμητά χαρακτηριστικά. Είναι μια διαδικασία που μπορεί να κρατήσει δεκαετίες ή αιώνες, αλλάζει όμως δραματικά το παραγόμενο προϊόν.

Νέα έρευνα που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Nature Genetics» αποκαλύπτει τώρα το μυστικό της τομάτας beefcake. Η ερευνητική ομάδα στο Εργαστήριο του Κολντ Σπρινγκ Χάρμπορ στις ΗΠΑ διαπίστωσε ότι το μεγάλο μέγεθος οφείλεται σε ένα είδος υπερπαραγωγής βλαστικών κυττάρων.

Το μέγεθος του καρπού και πολλά ακόμα χαρακτηριστικά των φυτών ρυθμίζονται από το μερίστωμα, τον ιστό από τον οποίο μεγαλώνουν οι άκρες των βλαστών. Η μελέτη αποκάλυψε την ύπαρξη ενός μηχανισμού ανάδρασης, στον οποίο ένα γονίδιο διεγείρει την παραγωγή βλαστικών κυττάρων ενώ το άλλο την επιβραδύνει.

Η μείωση της δραστηριότητας του ανασταλτικού μηχανισμού είναι αυτή που γιγάντωσε την ποικιλία beefcake. Το ανασταλτικό γονίδιο κωδικοποιεί μια πρωτεΐνη (CLAVATA3) που συνδέεται στην επιφάνεια των κυττάρων-στόχων όπως το κλειδί στην κλειδαριά.

Για να λειτουργήσει κανονικά η πρωτεΐνη πρέπει να έχουν συνδεθεί πάνω της τρία μόρια σακχάρου. Αν ο αριθμός αυτός μειωθεί, η ανασταλτική πρωτεΐνη δεν λειτουργεί αποτελεσματικά και τα βλαστικά κύτταρα αυξάνονται.

Στη φύση, αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στο φυτό, αφού η υπερπαραγωγή βλαστικών κυττάρων μπορεί να κάνει τους βλαστούς μακρείς αλλά αδύναμους. Επιπλέον, το φυτό χρειάζεται περισσότερη ενέργεια για να παραγάγει τους γιγάντιους καρπούς του. Σε συνθήκες καλλιέργειας, όμως, η ανθρώπινη φροντίδα εξασφαλίζει την επιβίωση της ποικιλίας.

Η παρέμβαση σε αυτόν τον μηχανισμό ρύθμισης του μεριστώματος ήταν μία μόνο από τις γενετικές αλλαγές που έδωσαν τις εκατοντάδες ποικιλίες τομάτας που απολαμβάνουμε σήμερα. Το σημαντικό όμως είναι ότι οι πρωτεΐνες CLAVATA που αναστέλλουν την παραγωγή βλαστικών κυττάρων υπάρχουν σε όλα τα φυτά.

Και αυτό σημαίνει ότι ο μηχανισμός θα μπορούσε θεωρητικά να ρυθμιστεί και σε άλλα φρούτα προκειμένου να τα φέρει κυριολεκτικά στα… μέτρα μας.

Ρομπότ με το «ένστικτο» της επιβίωσης

Τα ρομπότ, σύμφωνα με τους επιστήμονες, θα μπορούσαν μια μέρα να αντικαταστήσουν τους πυροσβέστες που βουτούν στις φλόγες, ή τους διασώστες με αποστολή σε επικίνδυνες και δύσβατες περιοχές.

Στη λογική αυτή, ερευνητές από τα πανεπιστήμια του Γουαϊόμινγκ στις ΗΠΑ και Πιέρ και Μαρί Κιουρί στο Παρίσι, ανέπτυξαν μηχανές ικανές να ανακάμπτουν από τα «τραύματά» τους, προκειμένου να είναι σε θέση να ολοκληρώνουν τις αποστολές τους παρά τα προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίσουν στην πορεία.

Συγκεκριμένα δημιούργησαν μια σειρά από εξάποδα ρομπότ τα οποία συνεχίζουν να περπατούν ακόμα και αν χάσουν π.χ. τα δυο τους πόδια. Το μυστικό κρύβεται στον αλγόριθμο Trial and Error (δοκιμή και σφάλμα) ο οποίος επιτρέπει στο ρομπότ να προσαρμόζεται σε νέες συνθήκες, αλλάζοντας τρόπο κίνησης.

Έμπνευση από τα ζώα, τεχνητή νοημοσύνη στα ρομπότ
Όπως αναφέρουν με δημοσίευσή τους στην επιθεώρηση «Nature», οι ειδικοί εμπνεύστηκαν μια νέα γενιά «άτρωτων» ρομπότ τα οποία είναι ικανά να αποφασίζουν για την κίνησή τους, μελετώντας τον τρόπο με τον οποίο τα ζώα προσαρμόζουν την κίνησή τους μετά από κάποιο ατύχημα, π.χ. οι σκύλοι με τρία πόδια.

«Όταν τραυματίζονται τα ζώα δεν ξεκινούν να μαθαίνουν από το μηδέν» αναφέρει ο κύριος συγγραφέας της μελέτης δρ Ζαν-Μπατίστ Μουρέ. «Αντίθετα ξέρουν πώς πρέπει να συμπεριφερθούν χάρη στα ένστικτά τους. Τα ένστικτα αυτά τους επιτρέπουν να υιοθετούν διαφορετικές συμπεριφορές, να τις δοκιμάζουν και να εφαρμόζουν τέλος εκείνη που λειτουργεί καλύτερα για εκείνα. Δημιουργήσαμε λοιπόν ρομπότ τα οποία μπορούν να κάνουν το ίδιο».

Δοκιμές και λύσεις για επιβίωση
Τo «άτρωτo» ρομπότ σε πρώτη φάση χρησιμοποιεί ένα σύστημα προσομοίωσης μέσα από το οποίο δημιουργεί έναν λεπτομερή χάρτη του χώρου στον οποίο κινείται. Ο χάρτης αυτός αντιπροσωπεύει τα «ένστικτα» του ρομπότ γύρω από τις διαφορετικές συμπεριφορές που θα μπορούσε να υιοθετήσει εντός του συγκεκριμένου χώρου.

Αν το ρομπότ «τραυματιστεί», τότε με την βοήθεια των συγκεκριμένων ενστίκτων τίθεται σε λειτουργία o αλγόριθμος εκμάθησης Trial and Error, ο οποίος αρχίζει να κάνει δοκιμές ώστε να διαπιστώσει γρήγορα ποια συμπεριφορά οδηγεί στην ομαλότερη λειτουργία του παρά τις βλάβες που έχει υποστεί.

«Μόλις “τραυματιστεί” το ρομπότ γίνεται κάτι σαν… επιστήμονας. Εχει ήδη κάποιες προσδοκίες ως προς τις διαφορετικές συμπεριφορές που θα μπορούσε να υιοθετήσει και πώς αυτές θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην ομαλή λειτουργία του, πρέπει όμως να τις δοκιμάσει» αναφέρει από την πλευρά του ο δρ Αντουάν Κιλί, ένας εκ των συγγραφέων της νέας μελέτης.

«Το ρομπότ δηλαδή, καλείται να διαπιστώσει ποιες συμπεριφορές είναι αποδοτικές στην πραγματικότητα, λαμβάνοντας υπόψη τις βλάβες που έχει υποστεί. Η κάθε συμπεριφορά ξεχωριστά αποτελεί ένα πείραμα.

Αν μια από αυτές δεν λειτουργήσει, τότε το ρομπότ έχει τη νοημοσύνη να τη διαγράψει και να περάσει στην επόμενη. Για παράδειγμα, μπορεί να δοκιμάσει να περπατήσει ρίχνοντας το βάρος στα πίσω πόδια του, όμως αν αυτό δεν πάει καλά τότε ενδεχομένως να δοκιμάσει να ρίξει το βάρος του στα μπροστινά του πόδια» προσθέτει ο ειδικός.

Στόχος των επιστημόνων είναι η δημιουργία ρομπότ με τεχνητή νοημοσύνη, τα οποία θα είναι σε θέση να αντιμετωπίζουν καταστάσεις και να υπερπηδούν προβλήματα που μπορεί να προκύψουν κατά τη διάρκεια των αποστολών τους και ενδεχομένως να οδηγούν σε τεχνικές τους βλάβες.

Αστρα Μαθουσάλες ξαναγράφουν την ιστορία του Σύμπαντος

Διεθνής ομάδα ερευνητών εντόπισε στις εσχατιές του Σύμπαντος τρία άστρα τα οποία ανήκουν στη πρώτη γενιά άστρων. Πρόκειται για άστρα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που ανήκουν σε ένα άγνωστο μέχρι σήμερα είδος και η μελέτη τους φωτίζει την εξέλιξη των κοσμικών αυτών σωμάτων.

Πανάρχαια τριάδα
Σύμφωνα με την κρατούσα θεωρία, η Μεγάλη Εκρηξη από την οποία προέκυψε το Σύμπαν έγινε πριν από περίπου 13,8 δισ. έτη. Στη συνέχεια υπήρξε μια περίοδος χημικών και κοσμικών διεργασιών που διήρκεσε περίπου 500 εκ. έτη κατά την οποία το Σύμπαν ήταν ένας κρύος, σκοτεινός κόσμος, μια περίοδος που έχει ονομαστεί «κοσμικός μεσαίωνας». Στη συνέχεια έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα άστρα, αργότερα τα πρώτα αστρικά σμήνη και μετά οι πρώτοι γαλαξίες.

Οι ερευνητές εντόπισαν τα τρία άστρα χρησιμοποιώντας επίγεια τηλεσκόπια και μετά από αναλύσεις και προσομοιώσεις κατάφεραν να ανακαλύψουν την ταυτότητά τους. Η ηλικία τους υπολογίζεται σε περίπου 13 δισ. έτη και ανήκουν στην πρώτη γενιά άστρων.

Ξεχωριστά
Εκτός από πανάρχαια τα τρία άστρα, λένε οι ερευνητές, ανήκουν σε ένα άγνωστο είδος. Σύμφωνα με τη κρατούσα θεωρία, τα πρώτα άστρα είχαν πολύ μεγάλη μάζα, 10-100 φορές μεγαλύτερη από τον Ηλιο, για αυτό και διέθεταν εξαιρετική λαμπρότητα. Ομως κατανάλωναν πολύ γρήγορα τα καύσιμά τους και έτσι πέθαιναν λίγα μόλις εκ. έτη μετά τη γέννησή τους.

Ο θάνατός τους λάμβανε χώρα σε μια τρομερή έκρηξη η οποία διασκόρπιζε τα βαρέα χημικά στοιχεία τους στο Διάστημα. Τα στοιχεία αυτά ενσωματώνονταν στη συνέχεια στα καινούργια άστρα που σχηματίζονταν. Κάθε νέα γενιά άστρων είχε μικρότερη μάζα αλλά μεγαλύτερη διάρκεια ζωής. Οι μελέτες και συγκρίσεις ανάμεσα στις διάφορες γενιές άστρων αποκαλύπτουν την εξέλιξή τους.

Τα πρώτα άστρα διέθεταν κυρίως υδρογόνο, ήλιο και λίθιο. Τα τρία άστρα φαίνεται ότι δεν διέθεταν καθόλου λίθιο ενώ διέθεταν αξιοσημείωτες ποσότητες άνθρακα, γεγονός που πονοκεφαλιάζει τους επιστήμονες που αναζητούν εξήγηση. Η μελέτη των τριών άστρων, σύμφωνα με τους ειδικούς, αναμένεται να ρίξει νέο φως στην εξέλιξη αυτών των κοσμικών σωμάτων. Η ανακάλυψη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Astronomy & Astrophysics».

Η ΣΩΚΡΑΤΙΚΗ ΕΙΡΩΝΕΙΑ

1. Ο Σωκράτης δεν υπήρξε μόνο κορυφαίος ηθικός φιλόσοφος. Υπήρξε παραλλήλως και ανεπανάληπτος είρων [1]. Καθώς μας τον παρουσιάζει ο Αλκιβιάδης, σ’ όλο του τον βίο συμπεριφερόταν προς τους ανθρώπους ειρωνικά και περιπαικτικά [2]. Η ειρωνεία ήταν για το Σωκράτη όχι μόνον τ’ αλάτι πού ‘δινε χάρη και γοητεία στο λόγο του, αλλά κυριολεκτικά ένας ξεχωριστός τρόπος της δικής του ζωής. Μ’ άλλα λόγια η ειρωνεία ήταν για το Σωκράτη βίωμα, καθώς τούτο κυρίως επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο κατ’ εξοχήν άνθρωπος της ορθολογικής θεώρησης, που καθ’ υπερβολή είχε αδικηθεί από τη φύση στη σωματική του διάπλαση και μορφή, είχε παραλλήλως αναδειχθεί στο αντικείμενο του παθιασμένου κι εξατομικευμένου έρωτα της αφρόκρεμας της αθηναϊκής νεολαίας, και ιδίως του πιο χαρισματικού και πεντάμορφου πλουσιόπαιδου, του Αλκιβιάδη [3].

2. Σε τί συνίστατο αυτή η σταθερή ειρωνική και περιπαικτική διάθεσή του;
(α) Θα ‘λεγα, στο φιλικό χαμόγελο και τον εμφαντικό έπαινο, που επιστράτευε για να ενθαρρύνει το συνομιλητή του, πως τάχα ευγνωμόνως αποδέχεται όσες εκείνος μόλις είχε εκστομίσει ανοησίες. Για να επακολουθήσει -κατά κανόνα- το ακαριαίο χτύπημα, με την τεκμηριωμένη ανατροπή.
(β) Υπήρχαν όμως και φορές, που η ειρωνεία του έπαιρνε τη μορφή ζαβολιάς.
 
Στα νεανικά χρόνια του, όταν πρωτοσυνάντησε τον Πρωταγόρα, περιζήτητο σοφιστή, που -με τη διδασκαλία του- φημιζόταν πως είχε συγκεντρώσει πλούτο μεγαλύτερο εκείνου του γλύπτη Φειδία, ο Σωκράτης εξομολογείται πως, όταν, στο πλαίσιο της συζήτησης που είχε με τον Πρωταγόρα, εκείνος έκανε μια εύστοχη παρατήρηση που ενθουσίασε τους ακροατές του, τόσο που τον χειροκρότησαν, ο Σωκράτης ένιωσε ταπεινωμένος [4] κι αντεπιτέθηκε με σοφίσματα [5]. Και δεν ησύχασε παρά μόνον όταν οι ακροατές τους είχαν πιά συνειδητοποιήσει τη δική του νίκη, ενώ ο Πρωταγόρας έδειξε να ντρέπεται και, κάτω από τις πιέσεις των παρόντων, με δυσκολία πήρε την απόφαση να συνεχίσει τη συζήτηση, με την παράκληση να τον ερωτά ο Σωκράτης κι εκείνος ν’ απαντά [6]. Οπότε ο Σωκράτης άρχισε να προσποιείται, με τη γνωστή ειρωνική διάθεσή του, διαβεβαιώνοντας ότι εκείνος συζητεί με τον Πρωταγόρα μόνο και μόνο για να ‘χει ευκαιρία να διερευνήσει ζητήματα, για τα οποία ο ίδιος κάποτε βρίσκεται τάχα σε απορία [7].
 
Όμως τις περισσότερες φορές κατέφευγε σε ζαβολιές, με το να μετέχει στη φλυαρία των σοφιστών, με δικές του σοφιστικές ανακολουθίες. Αναμένοντας από το συνομιλητή του να δείξει, αν όχι πιά πως είναι κάτοχος της γνώσης, τουλάχιστον πως έχει την ευφυΐα να εντοπίσει τις παγίδες που εκείνος του έστηνε και ν’ αποκαλύψει τη λογική ανακολουθία τους.
 
Προς αυτήν τη δεύτερη κατεύθυνση της ειρωνείας του, κάποτε, είπε στο Γοργία μ’ εξομολογητική επιθετικότητα: αν θα ‘σουν απ’ τη δική μου πάστα ανθρώπου, με πολλή χαρά θ’ ανέμενα να με ρωτάς εσύ. Ειδεμή παράτα με. Και ποιάς πάστας άνθρωπος είμ’ εγώ; Χαίρω να με ελέγχουν, αν τολμώ να ξεστομίζω αναλήθειες. Όμοια όπως και γλεντώ να ελέγχω εκείνους που μου σερβίρουν ανοησίες. Και μάλιστα χαίρω να μ’ ελέγχουν παρά να ελέγχω τους άλλους. Γιατ’ είναι πρόδηλο πως έχει μεγαλύτερη αξία το να σ’ απαλλάσσουν από τις πλάνες σου, αντί του ν’ απαλλάσσεις σύ άλλους [8].
 
Μ’ άλλα λόγια, ο Σωκράτης πίστευε ότι η αλήθεια ποτέ δεν μπορεί να νικηθεί στο πλαίσιο οποιουδήποτε ελέγχου [9]. Και όργανο γι’ αυτόν το θρίαμβό της δεν είναι μόνον η μαιευτική του μέθοδος, αλλά και η ειρωνεία, με τις δυό προαναφερόμενες κατευθύνσεις της.
 
3. Είναι φανερό πως, με την ειρωνεία του, ο Σωκράτης έκρυβε τις πραγματικές σκέψεις και διαθέσεις του κάτω από μια μάσκα [10]. Ο Αλκιβιάδης τονίζει τούτο μ’ έμφαση: βάλτε το καλά μέσ’ στην καρδιά σας, πως κανένας σας δεν τον ξέρει πραγματικά [11]. Και τούτο, γιατί στην εξωτερική εμφάνιση παρουσιάζεται σαν ευτράπελος Σιληνός. Ενώ μέσα του πλημμυρίζει η σωφροσύνη [12].
 
Ο Βλαστός εύστοχα προωθεί αυτήν την παρατήρηση του Αλκιβιάδη έν’ αποφασιστικό βήμα πιο πέρα: μέσα του ο Σωκράτης δεν είχε μόνον ακαταμάχητη σωφροσύνη. Πολύ περισσότερο τον πλημμύριζε μέσα του η ευδαιμονία της επίγνωσης πως ήταν κύριος αυτής της σωφροσύνης [13]. Αυτή άλλωστε η ικανότητά του να είναι κάποιος κυρίαρχος του εαυτού του, ήταν για ‘κείνον η άριστη μορφή εξουσίας [14]. Να υποτάσσει τις αυθόρμητες ροπές του και κάθε επιθυμία του στη δύναμη της σωφροσύνης.
 
4. Έχει παρατηρηθεί ότι τον ειρωνικό Σωκράτη συναντούμε μόνο στα πλατωνικά κείμενα. Όχι και σ’ εκείνα του Ξενοφώντα [15]. Η παρατήρηση όμως δεν είναι ιδιαιτέρως πειστική. Ο διάλογος που φέρεται να διεξάγει ο Σωκράτης με τη Θεοδότη, στ’ Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα, επιβεβαιώνει την ειρωνική του διάθεση [16] και στα -κατά κανόνα στεγνά- κείμενα του Ξενοφώντα.
 
5. Θα χρειάζονταν εκατοντάδες σελίδων για να καταχωριστούν τα χωρία των κειμένων, όπου θριαμβεύει η σωκρατική ειρωνεία.
 
Νομίζω όμως ότι η περιπαικτική του διάθεση κορυφώνεται κατά τρόπο δραματικό, όσο και ανεπανάληπτα γοητευτικό, καθώς αποχαιρετίζει τους δικαστές του: Αλλά τώρα είναι -βέβαια- ώρα να πηγαίνουμε. Εγώ μεν στο θάνατο. Σεις δε στη ζωή. Όμως ποιοί από μας παίρνουν τον καλύτερο δρόμο, είναι άγνωστο σ’ όλους, εκτός απ’ το θεό [17].
----------------------
[1] Βλ. τον εύγλωττο τίτλο της περισπούδαστης μονογραφίας του Γρ. Βλαστού, Σωκράτης: ειρωνευτής και ηθικός φιλόσοφος.
[2] Πλάτων, Συμπόσιον, 216 e: ειρωνευόμενος δε και παίζων πάντα τον βίον προς τους ανθρώπους διατελεί. Πρβλ. και 218 d: και ούτος ακούσας μάλα ειρωνικώς και σφόδρα εαυτού τε και ειωθότως έλεξεν.
[3] J. Anton, ο.π. , Το διονυσιακό στοιχείο στους πλατωνικούς διαλόγους, σελ. 22.
[4] Πλάτων, Πρωταγόρας, 339 e: ειπών ουν [ο Πρωταγόρς] ταύτα πολλοίς θόρυβον παρέσχε και έπαινον των ακουόντων. Και εγώ το μεν πρώτον, ωσπερεί υπό αγαθού πύκτου πληγείς, εσκοτώθην τε και ιλιγγίασα ειπόντος αυτού ταύτα και των άλλων επιθορυβησάντων.
[5] Βλ. Πλάτωνα, Πρωταγόρας, 342 a – 343 c.
[6] Πλάτων, Πρωταγόρας, 348 b – c: και ο Πρωταγόρας αισχυνθείς, ως γ’ εμοί έδοξε, τού τε Αλικβιάδου ταύτα λέγοντος και του Καλλία δεομένου και των άλλων σχεδόν τι των παρόντων, μόγις προυτράπετο εις το διαλέγεσθαι και εκέλευεν ερωτάν αυτόν ως αποκρινούμενος.
[7] Πλάτων, Πρωταγόρας, 348 c: Είπον δη εγώ. Ω Πρωταγόρα, μη οίου διαλέγεσθαί με σοι άλλο τι βουλόμενον ή ά αυτός απορώ εκάστοτε, ταύτα διασκέψασθαι.
[8] Πλάτων, Γοργίας, 458 a: εγώ ουν, εί μεν και σύ ει των ανθρώπων ώνπερ και εγώ, ηδέως άν σε διερωτώην. Ει δε μη, εώην αν. Εγώ δε τίνων ειμί; Των ηδέως μεν ελεγχθέντων, εί τι μη αληθές λέγω, ηδέως δ’ αν ελεγξάντων, εί τις μη αληθές λέγει, ουκ αηδέστερον μεντάν ελεγχθέντων ή ελεγξάντων. Μείζον γαρ αυτό αγαθόν ηγούμαι, όσωπερ μείζον αγαθόν εστιν αυτόν απαλλαγήναι κακού μεγίστου ή άλλον απαλλάξαι.
[9] Πλάτων, Γοργίας, 473 b: το γαρ αληθές ουδέποτε ελέγχεται.
[10] Βλαστός, ο.π. σελ. 79.
[11] Πλάτων, Συμπόσιον, 216 c: εύ γαρ ίστε ότι ουδείς υμών τούτον γιγνώσκει.
[12] Πλάτων, Συμπόσιον, 216 d: σφόδρα γε, τούτο γαρ ούτος έξωθεν περιβέβληται, ώσπερ ο γεγλυμμένος Σιληνός. Ένδοθεν δε ανοιχθείς πόσης οίεσθε γέμει, ω άνδρες συμπόται, σωφροσύνης;
[13] Βλαστός, ο.π. σελ. 83.
[14] Στοβαίος, 2, 8, 29, 2: Σωκράτης έφη μεγίστην μεν αρχήν είναι την βασιλείαν, αρίστην δε το εαυτού άρχειν.
[15]Figal, ο.π. σελ. 61.
[16] Βλ. σχετικώς πιο πάνω, 9 – ο ερωτικός Σωκράτης.
[17] Πλάτων, Απολογία, 42: αλλά γάρ ηδη ώρα απιέναι, εμοί μεν αποθανουμένω, υμίν δε βιωσομένοις. Οπότεροι δε ημών έρχονται επί άμεινον πράγμα, άδηλον παντί πλήν ή τω θεώ.