ΠΗ. Φθιώτιδες γυναῖκες, ἱστοροῦντί μοι
σημήνατ᾽· ᾐσθόμην γὰρ οὐ σαφῆ λόγον
ὡς δώματ᾽ ἐκλιποῦσα Μενέλεω κόρη
1050 φρούδη τάδ᾽· ἥκω δ᾽ ἐκμαθεῖν σπουδὴν ἔχων
εἰ ταῦτ᾽ ἀληθῆ· τῶν γὰρ ἐκδήμων φίλων
δεῖ τοὺς κατ᾽ οἶκον ὄντας ἐκπονεῖν τύχας.
ΧΟ. Πηλεῦ, σαφῶς ἤκουσας· οὐδ᾽ ἐμοὶ καλὸν
κρύπτειν ἐν οἷς παροῦσα τυγχάνω κακοῖς·
1055 βασίλεια γὰρ τῶνδ᾽ οἴχεται φυγὰς δόμων.
ΠΗ. τίνος φόβου τυχοῦσα; διαπέραινέ μοι.
ΧΟ. πόσιν τρέμουσα, μὴ δόμων νιν ἐκβάλῃ.
ΠΗ. μῶν ἀντὶ παιδὸς θανασίμων βουλευμάτων;
ΧΟ. ναί, καὶ γυναικὸς αἰχμαλωτίδος φόνῳ.
1060 ΠΗ. σὺν πατρὶ δ᾽ οἴκους ἢ τίνος λείπει μέτα;
ΧΟ. Ἀγαμέμνονός νιν παῖς βέβηκ᾽ ἄγων χθονός.
ΠΗ. ποίαν περαίνων ἐλπίδ᾽; ἦ γῆμαι θέλων;
ΧΟ. καὶ σῷ γε παιδὸς παιδὶ πορσύνων μόρον.
ΠΗ. κρυπτὸς καταστὰς ἢ κατ᾽ ὄμμ᾽ ἐλθὼν μάχῃ;
1065 ΧΟ. ἁγνοῖς ἐν ἱεροῖς Λοξίου Δελφῶν μέτα.
ΠΗ. οἴμοι· τόδ᾽ ἤδη δεινόν. οὐχ ὅσον τάχος
χωρήσεταί τις Πυθικὴν πρὸς ἑστίαν
καὶ τἀνθάδ᾽ ὄντα τοῖς ἐκεῖ λέξει φίλοις,
πρὶν παῖδ᾽ Ἀχιλλέως κατθανεῖν ἐχθρῶν ὕπο;
ΑΓΓΕΛΟΣ
ὤμοι μοι·
1070 οἵας ὁ τλήμων ἀγγελῶν ἥκω τύχας
σοί τ᾽, ὦ γεραιέ, καὶ φίλοισι δεσπότου.
ΠΗ. αἰαῖ· πρόμαντις θυμὸς ὥς τι προσδοκᾷ.
ΑΓ. οὐκ ἔστι σοι παῖς παιδός, ὡς μάθῃς, γέρον
Πηλεῦ· τοιάσδε φασγάνων πληγὰς ἔχει
1075 Δελφῶν ὑπ᾽ ἀνδρῶν καὶ Μυκηναίου ξένου.
ΧΟ. ἆ ἆ, τί δράσεις, ὦ γεραιέ; μὴ πέσῃς·
ἔπαιρε σαυτόν. ΠΗ. οὐδέν εἰμ᾽· ἀπωλόμην.
φρούδη μὲν αὐδή, φροῦδα δ᾽ ἄρθρα μου κάτω.
ΑΓ. ἄκουσον, εἰ καὶ σοῖς φίλοις ἀμυναθεῖν
1080 χρῄζεις, τὸ πραχθέν, σὸν κατορθώσας δέμας.
ΠΗ. ὦ μοῖρα, γήρως ἐσχάτοις πρὸς τέρμασιν
οἵα με τὸν δύστηνον ἀμφιβᾶσ᾽ ἔχεις.
πῶς δ᾽ οἴχεταί μοι παῖς μόνου παιδὸς μόνος;
σήμαιν᾽· ἀκοῦσαι δ᾽ οὐκ ἀκούσθ᾽ ὅμως θέλω.
***
(Έρχεται ο Πηλέας με ακολουθία.)
ΠΗΛΕΑΣ
Φθιώτισσες γυναίκες, σας ρωτάω να μάθω·
άκουσα κάτι λόγια, κάπως αόριστα,
πως έγινε άφαντη του Μενελάου η κόρη.
1050Τρέχοντας ήρθα γιατί θέλω να ξέρω
αν αληθεύουνε τα λόγια που ακουστήκανε.
Όταν αφήνουνε τα σπίτια τους οι φίλοι,
εμείς που μένουμε θα πρέπει να νοιαζόμαστε
για τα συμφέροντά τους.
ΧΟΡΟΣ
Είναι αληθινά
τα λόγια που άκουσες, Πηλέα. Και δεν είναι
σωστό για μένα ν᾽ αποκρύβω το κακό
που γίνηκε μπροστά στα μάτια μου.
Απ᾽ το παλάτι έφυγε η βασίλισσα.
ΠΗΛΕΑΣ
Μα τί φοβήθηκε λοιπόν; Γιά εξήγησέ μου.
ΧΟΡΟΣ
Τον άντρα της έτρεμε, μήπως τη διώξει.
ΠΗΛΕΑΣ
Μήπως γιατί μελέτησε να θανατώσει το παιδί;
ΧΟΡΟΣ
Ναι, κι απ᾽ τον φόβο της αιχμάλωτης μητέρας.
ΠΗΛΕΑΣ
1060Με τον πατέρα της έφυγε, ή με άλλον;
ΧΟΡΟΣ
Του Αγαμέμνονα ο γιος την πήρε από το σπίτι.
ΠΗΛΕΑΣ
Με ποιάν ελπίδα; Μήπως να την παντρευτεί;
ΧΟΡΟΣ
Και του εγγονού σου τον θάνατο ετοιμάζει.
ΠΗΛΕΑΣ
Θα του στήσει καρτέρι ή θα τονε χτυπήσει
στα φανερά;
ΧΟΡΟΣ
Στο ιερό του Απόλλωνα.
Άνθρωποι απ᾽ τους Δελφούς θα τον βοηθήσουν.
ΠΗΛΕΑΣ (Στους ακολούθους του.)
Αυτό κι αν είναι φοβερό.
Όσο πιο γρήγορα γίνεται,
πριν να σκοτώσουν οι εχθροί του το παιδί του Αχιλλέα,
να τρέξει κάποιος από σας στον Πυθικό βωμό
για να ιστορήσει στους ανθρώπους μας τα όσα συμβαίνουν.
(Φεύγει, αριστερά, ένας αγγελιαφόρος. Ένας άλλος έρχεται από τον ίδιο δρόμο.)
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Αλίμονο!
Ποιό θλιβερό μαντάτο ήρθα να φέρω,
1070ο άμοιρος εγώ,
σ᾽ εσένα, γέροντα, και στους φίλους του αφέντη.
ΠΗΛΕΑΣ
Κακό προαίσθημα μου σφίγγει την καρδιά.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Δεν ζει τ᾽ αγγόνι σου, γερο-Πηλέα. Τον τέλειωσαν
με τα σπαθιά τους
οι άνθρωποι των Δελφών κι ο ξένος που ᾽ρθε
απ᾽ τις Μυκήνες.
ΧΟΡΟΣ
Α, μην αφήνεσαι να πέσεις, γέροντα.
Κρατήσου ορθός.
ΠΗΛΕΑΣ
Είμαι πια ένας χαμένος.
Σβήνει η φωνή μου. Παραλύσανε τα πόδια μου.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Κρατήσου, αν θες ακόμα να βοηθήσεις
1080εκείνους που αγαπάς, κι άκουσε τί έγινε.
ΠΗΛΕΑΣ
Ω μοίρα, τώρα στα στερνά μου γηρατειά
πόσο σκληρά με πολεμάς, τον δύστυχο.
Και πώς εχάθηκε ο μονάκριβος του μοναχογιού μου;
Πες μου, κι ας είναι το άκουσμα φριχτό,
θέλω ν᾽ ακούσω.
σημήνατ᾽· ᾐσθόμην γὰρ οὐ σαφῆ λόγον
ὡς δώματ᾽ ἐκλιποῦσα Μενέλεω κόρη
1050 φρούδη τάδ᾽· ἥκω δ᾽ ἐκμαθεῖν σπουδὴν ἔχων
εἰ ταῦτ᾽ ἀληθῆ· τῶν γὰρ ἐκδήμων φίλων
δεῖ τοὺς κατ᾽ οἶκον ὄντας ἐκπονεῖν τύχας.
ΧΟ. Πηλεῦ, σαφῶς ἤκουσας· οὐδ᾽ ἐμοὶ καλὸν
κρύπτειν ἐν οἷς παροῦσα τυγχάνω κακοῖς·
1055 βασίλεια γὰρ τῶνδ᾽ οἴχεται φυγὰς δόμων.
ΠΗ. τίνος φόβου τυχοῦσα; διαπέραινέ μοι.
ΧΟ. πόσιν τρέμουσα, μὴ δόμων νιν ἐκβάλῃ.
ΠΗ. μῶν ἀντὶ παιδὸς θανασίμων βουλευμάτων;
ΧΟ. ναί, καὶ γυναικὸς αἰχμαλωτίδος φόνῳ.
1060 ΠΗ. σὺν πατρὶ δ᾽ οἴκους ἢ τίνος λείπει μέτα;
ΧΟ. Ἀγαμέμνονός νιν παῖς βέβηκ᾽ ἄγων χθονός.
ΠΗ. ποίαν περαίνων ἐλπίδ᾽; ἦ γῆμαι θέλων;
ΧΟ. καὶ σῷ γε παιδὸς παιδὶ πορσύνων μόρον.
ΠΗ. κρυπτὸς καταστὰς ἢ κατ᾽ ὄμμ᾽ ἐλθὼν μάχῃ;
1065 ΧΟ. ἁγνοῖς ἐν ἱεροῖς Λοξίου Δελφῶν μέτα.
ΠΗ. οἴμοι· τόδ᾽ ἤδη δεινόν. οὐχ ὅσον τάχος
χωρήσεταί τις Πυθικὴν πρὸς ἑστίαν
καὶ τἀνθάδ᾽ ὄντα τοῖς ἐκεῖ λέξει φίλοις,
πρὶν παῖδ᾽ Ἀχιλλέως κατθανεῖν ἐχθρῶν ὕπο;
ΑΓΓΕΛΟΣ
ὤμοι μοι·
1070 οἵας ὁ τλήμων ἀγγελῶν ἥκω τύχας
σοί τ᾽, ὦ γεραιέ, καὶ φίλοισι δεσπότου.
ΠΗ. αἰαῖ· πρόμαντις θυμὸς ὥς τι προσδοκᾷ.
ΑΓ. οὐκ ἔστι σοι παῖς παιδός, ὡς μάθῃς, γέρον
Πηλεῦ· τοιάσδε φασγάνων πληγὰς ἔχει
1075 Δελφῶν ὑπ᾽ ἀνδρῶν καὶ Μυκηναίου ξένου.
ΧΟ. ἆ ἆ, τί δράσεις, ὦ γεραιέ; μὴ πέσῃς·
ἔπαιρε σαυτόν. ΠΗ. οὐδέν εἰμ᾽· ἀπωλόμην.
φρούδη μὲν αὐδή, φροῦδα δ᾽ ἄρθρα μου κάτω.
ΑΓ. ἄκουσον, εἰ καὶ σοῖς φίλοις ἀμυναθεῖν
1080 χρῄζεις, τὸ πραχθέν, σὸν κατορθώσας δέμας.
ΠΗ. ὦ μοῖρα, γήρως ἐσχάτοις πρὸς τέρμασιν
οἵα με τὸν δύστηνον ἀμφιβᾶσ᾽ ἔχεις.
πῶς δ᾽ οἴχεταί μοι παῖς μόνου παιδὸς μόνος;
σήμαιν᾽· ἀκοῦσαι δ᾽ οὐκ ἀκούσθ᾽ ὅμως θέλω.
***
(Έρχεται ο Πηλέας με ακολουθία.)
ΠΗΛΕΑΣ
Φθιώτισσες γυναίκες, σας ρωτάω να μάθω·
άκουσα κάτι λόγια, κάπως αόριστα,
πως έγινε άφαντη του Μενελάου η κόρη.
1050Τρέχοντας ήρθα γιατί θέλω να ξέρω
αν αληθεύουνε τα λόγια που ακουστήκανε.
Όταν αφήνουνε τα σπίτια τους οι φίλοι,
εμείς που μένουμε θα πρέπει να νοιαζόμαστε
για τα συμφέροντά τους.
ΧΟΡΟΣ
Είναι αληθινά
τα λόγια που άκουσες, Πηλέα. Και δεν είναι
σωστό για μένα ν᾽ αποκρύβω το κακό
που γίνηκε μπροστά στα μάτια μου.
Απ᾽ το παλάτι έφυγε η βασίλισσα.
ΠΗΛΕΑΣ
Μα τί φοβήθηκε λοιπόν; Γιά εξήγησέ μου.
ΧΟΡΟΣ
Τον άντρα της έτρεμε, μήπως τη διώξει.
ΠΗΛΕΑΣ
Μήπως γιατί μελέτησε να θανατώσει το παιδί;
ΧΟΡΟΣ
Ναι, κι απ᾽ τον φόβο της αιχμάλωτης μητέρας.
ΠΗΛΕΑΣ
1060Με τον πατέρα της έφυγε, ή με άλλον;
ΧΟΡΟΣ
Του Αγαμέμνονα ο γιος την πήρε από το σπίτι.
ΠΗΛΕΑΣ
Με ποιάν ελπίδα; Μήπως να την παντρευτεί;
ΧΟΡΟΣ
Και του εγγονού σου τον θάνατο ετοιμάζει.
ΠΗΛΕΑΣ
Θα του στήσει καρτέρι ή θα τονε χτυπήσει
στα φανερά;
ΧΟΡΟΣ
Στο ιερό του Απόλλωνα.
Άνθρωποι απ᾽ τους Δελφούς θα τον βοηθήσουν.
ΠΗΛΕΑΣ (Στους ακολούθους του.)
Αυτό κι αν είναι φοβερό.
Όσο πιο γρήγορα γίνεται,
πριν να σκοτώσουν οι εχθροί του το παιδί του Αχιλλέα,
να τρέξει κάποιος από σας στον Πυθικό βωμό
για να ιστορήσει στους ανθρώπους μας τα όσα συμβαίνουν.
(Φεύγει, αριστερά, ένας αγγελιαφόρος. Ένας άλλος έρχεται από τον ίδιο δρόμο.)
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Αλίμονο!
Ποιό θλιβερό μαντάτο ήρθα να φέρω,
1070ο άμοιρος εγώ,
σ᾽ εσένα, γέροντα, και στους φίλους του αφέντη.
ΠΗΛΕΑΣ
Κακό προαίσθημα μου σφίγγει την καρδιά.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Δεν ζει τ᾽ αγγόνι σου, γερο-Πηλέα. Τον τέλειωσαν
με τα σπαθιά τους
οι άνθρωποι των Δελφών κι ο ξένος που ᾽ρθε
απ᾽ τις Μυκήνες.
ΧΟΡΟΣ
Α, μην αφήνεσαι να πέσεις, γέροντα.
Κρατήσου ορθός.
ΠΗΛΕΑΣ
Είμαι πια ένας χαμένος.
Σβήνει η φωνή μου. Παραλύσανε τα πόδια μου.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Κρατήσου, αν θες ακόμα να βοηθήσεις
1080εκείνους που αγαπάς, κι άκουσε τί έγινε.
ΠΗΛΕΑΣ
Ω μοίρα, τώρα στα στερνά μου γηρατειά
πόσο σκληρά με πολεμάς, τον δύστυχο.
Και πώς εχάθηκε ο μονάκριβος του μοναχογιού μου;
Πες μου, κι ας είναι το άκουσμα φριχτό,
θέλω ν᾽ ακούσω.