Παρασκευή 19 Αυγούστου 2016

ΑΡΧΑΪΚΗ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, ΠΙΝΔΑΡΟΣ - •Πυθιονίκαις IX - Τελεσικράτει Κυρηναίῳ ὁπλιτοδρόμῳ (9.101-9.125)

ἐν {τ᾽} Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου [στρ. ε]
Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν
ἐπιχωρίοις. ἐμὲ δ᾽ οὖν τις ἀοιδᾶν
δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος, αὖτις ἐγεῖραι
105 καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων·
οἷοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν
Ἴρασα πρὸς πόλιν, Ἀνταίου μετὰ καλλίκομον
106a μναστῆρες ἀγακλέα κούραν
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον
σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξεί-
νων. ἐπεὶ θαητὸν εἶδος

ἔπλετο· χρυσοστεφάνου δέ οἱ Ἥβας [αντ. ε]
110 καρπὸν ἀνθήσαντ᾽ ἀποδρέψαι
ἔθελον. πατὴρ δὲ θυγατρὶ φυτεύων
κλεινότερον γάμον, ἄκουσεν Δαναόν ποτ᾽ ἐν Ἄργει
οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκ-
τὼ παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ, ἑλεῖν
ὠκύτατον γάμον· ἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορόν
114a ἐν τέρμασιν αὐτίκ᾽ ἀγῶνος·
115 σὺν δ᾽ ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν,
ἅντινα σχήσοι τις ἡρώ-
ων, ὅσοι γαμβροί σφιν ἦλθον.

οὕτω δ᾽ ἐδίδου Λίβυς ἁρμόζων κόρᾳ [επωδ. ε]
νυμφίον ἄνδρα· ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν
στᾶσε κοσμήσαις, τέλος ἔμμεν ἄκρον,
εἶπε δ᾽ ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορών
120 ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις.
ἔνθ᾽ Ἀλεξίδαμος, ἐπεὶ φύγε λαιψηρὸν δρόμον,
παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλών
ἆγεν ἱππευτᾶν Νομάδων δι᾽ ὅμιλον.
πολλὰ μὲν κεῖνοι δίκον
φύλλ᾽ ἔπι καὶ στεφάνους·
125 πολλὰ δὲ πρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν.

***

και στης Ολυμπίας τ᾽ αγωνίσματα και της βαθύκολπης [στρ. ε]της Γης, καθώς και σ᾽ όλους τους ντόπιους τους αγώνες.Όσο για μένα που των τραγουδιών τη δίψα πάω να σβήσω,κάποιος ζητά το χρέος να ξεπληρώσω105και πάλι τη δόξα των προγόνων του να αναστήσω την παλιά.Για μια γυναίκα Λίβυσσα στα Ίρασα την πόλη πήγαν106αμνηστήρες για την ξακουστή και την ομορφοπλέξουδηκόρη του Ανταίου, που πάρα πολλοί και διαλεχτοί συντοπίτεςκαι πολλοί ξένοι σε γάμο τη ζητούσαν,γιατί είχε θωριά πανέμορφη,
και θέλαν τον ολάνθιστο καρπό της νιότης της [αντ. ε]110της χρυσοστεφανωμένης να δρέψουν.Αλλά ο πατέρας, που λογάριαζε περίλαμπρο έναν γάμοη θυγατέρα του να κάνει,έμαθε τί τρόπο βρήκε κάποτε ο Δαναός στο Άργοςγοργά γοργά σαρανταοχτώ παρθένες να παντρέψει,προτού το μεσημέρι να τους εύρει.114αΈστησε τον χορό των κοριτσιών ολόκληρο στο τέρμα του σταδίου115και όρισε η διάκριση στο τρέξιμο απόφαση να βγάλειποιάν απ᾽ αυτές θα πάρει καθένας από τους ήρωεςπου ήρθαν για γαμπροί του.
Έτσι πάντρευε και άντρα στην κόρη του έδινε ο Λίβυς: [επωδ. ε]Τη στόλισε και την έβαλε στην άκρη της γραμμής,ύψιστο για να ᾽ναι έπαθλο,και στάθηκε στη μέση και τους είπε120πως όποιος τρέχοντας με ορμή πρώτος τον πέπλο πιάσειαυτός γυναίκα θα την πάρει.Και τότε ο Αλεξίδαμος πετώντας τον δρόμο έτρεξεκαι πιάνει με το χέρι του το χέρι της ακριβής παρθέναςκι ανάμεσα απ᾽ το πλήθος την επέρασετων καβαλάρηδων Νομάδων.Κι αυτοί πολλά του ρίχνανε στεφάνια και κλαδιά.125

Αριστοτέλης: Η Ιερή Γνώση του διπολισμού της Ψυχής μας

Ο Αριστοτέλης στο βιβλίο του ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ μας αποκαλύπτει ότι η γνώση του τρόπου λειτουργίας της ψυχής μας, αποτελεί χωρίς αμφιβολία μία γνώση ΙΕΡΗ.

Ας παρακολουθήσουμε την αρχή του αρχαίου κειμένου:

[402a] Τῶν καλῶν καὶ τιμίων τὴν εἴδησιν ὑπολαμβάνοντες,
Το γνωστικό αντικείμενο με το οποίο πρόκειται να ασχοληθούμε, θα μας επιτρέψει να εισέλθουμε σε σημαντικότατες επιστημονικές αποκαλύψεις, οι οποίες θα πρέπει να προσθέσουμε μάλιστα ότι θεωρούνται ιερές!

Είναι πολύ σημαντικό ότι στην εισαγωγή του Περί Ψυχής, στις πρώτες λέξεις με τις οποίες επιλέγει ο Αριστοτέλης να ξεκινήσει την διδασκαλία του, θέλει να μας προϊδεάσει ότι η αποκάλυψη της λειτουργίας της Ψυχής είναι μία εξαιρετικά πολύτιμη γνώση η οποία συνδέεται κατά ανάγκη με το θέμα της ιερότητας.

Αυτό που μας δηλώνει, εμμέσως πλην σαφώς, είναι πως τα όσα πρόκειται να μας αποκαλύψει, είναι μυστηριακές ή μυητικές γνώσεις που αφορούν το πρώτο ίσως σε ιεραρχία θέμα που αφορά την εξελικτική μας πορεία.

μᾶλλον δ’ ἑτέραν ἑτέρας
Θα αποδείξουμε ότι η ανώτερη γνώση, που μπορεί να επιταχύνει την εξέλιξη ενός ανθρώπου, είναι να συνειδητοποιήσει ότι η ζωή του ορίζεται από τον νόμο του διπολισμού.

Παρατηρούμε ότι ο Αριστοτέλης ανάγει από την πρώτη στιγμή το θέμα της έρευνας της ψυχής μας σε καθαρά επιστημονικό επίπεδο, επιδιώκοντας να το συνδέσει με τους νόμους της επιστήμης της φυσικής και αρχικά με τον νόμο του διπολισμού.

Ο νόμος του διπολισμού (ἑτέραν ἑτέρας) ή νόμος των αντιθέτων ή αρχή της αντιφάσεως, είναι γνωστός στον Αριστοτέλη και αναλύεται διεξοδικά στο τρίτο βιβλίο του «Μετά τα φυσικά» Γ’ 3, 1005, β, 11.

Η ακριβής διατύπωση, την οποία οφείλουμε απαραιτήτως να γνωρίζουμε αν θέλουμε να εισέλθουμε στο πνεύμα του Αριστοτέλη είναι η εξής:

«τὸ γὰρ αὐτὸ ἅμα ὑπάρχειν τε καὶ μὴ ὑπάρχειν ἀδύνατον τῷ αὐτῷ καὶ κατὰ τὸ αὐτό καὶ ὅσα ἄλλα προσδιορισαίμεθ’ ἄν, ἔστω προσδιωρισμένα πρὸς τὰς λογικὰς δυσχερείας: αὕτη δὴ πασῶν ἐστὶ βεβαιοτάτη τῶν ἀρχῶν: ἔχει γὰρ τὸν εἰρημένον διορισμόν. ἀδύνατον γὰρ ὁντινοῦν ταὐτὸν ὑπολαμβάνειν εἶναι καὶ μὴ εἶναι, καθάπερ τινὲς οἴονται λέγειν Ἡράκλειτον

(Δεν είναι δυνατό, ένα υλικό σώμα να βρίσκεται ταυτόχρονα σε μια συγκεκριμένη στιγμή, σε έναν συγκεκριμένο τόπο, και να μπορεί την ίδια στιγμή να βρίσκεται και κάπου αλλού. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι αυτός είναι ο πιο ισχυρός νόμος της φυσικής που υπάρχει, ο οποίος είναι αδύνατον να καταρριφθεί διότι κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο προς την λογική μας, όπως υποστηρίζει άλλωστε και ο Ηράκλειτος.)

Διαπιστώνουμε επομένως ότι ο νόμος του διπολισμού με τον οποίο επιλέγει να ξεκινάει την έρευνά του, δεν είναι απλώς ένας νόμος της φυσικής, αλλά θεωρείται ο πιο ισχυρός νόμος του υπάρχει.

ἢ κατ’ ἀκρίβειαν
Διότι αν κατανοήσουμε τον τρόπο λειτουργίας του νόμου του διπολισμού, θα μπορούσαμε να περιγράψουμε όχι μόνο με απόλυτη ακρίβεια,

ἢ τῷ βελτιόνων τε καὶ θαυμασιωτέρων εἶναι,
αλλά και με τον πιο εύληπτο και ειλικρινή τρόπο που θα ήταν δυνατό να υπάρξει, το αξιοθαύμαστο γεγονός της ύπαρξης του είναι μας.

Είναι λοιπόν προφανές ότι η μυστηριακή ιερή γνώση συνδέεται υποχρεωτικά με την ανώτερη επιστημονική γνώση και αυτός ήταν ίσως ο λόγος που διατηρήθηκε με θρησκευτική ευλάβεια κρυμμένη, μακριά από τα βλέμματα των αδαών.

δι’ ἀμφότερα ταῦτα τὴν περὶ τῆς ψυχῆς ἱστορίαν εὐλόγως ἂν ἐν πρώτοις τιθείημεν.
Για να θέσουμε λοιπόν τις βάσεις της έρευνάς μας και να επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε τον τρόπο που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά οι δύο αντίθετες όψεις του διπολισμού, θα πρέπει να εξετάσουμε την εξελικτική διαδρομή της ψυχής μας.

Θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η πρώτη ολοκληρωμένη πρόταση του αρχαίου κειμένου του ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ με οποία ήρθαμε σε επαφή, είναι γεμάτη από απροσδόκητες εκπλήξεις.

Βλέπουμε τον Αριστοτέλη να εμφανίζεται μπροστά μας, μεγαλοπρεπής και επιβλητικός, με μία απολύτως φιλική και αποκαλυπτική διάθεση προς τον αναγνώστη που αισθάνεται την ανάγκη να ασχοληθεί με την ανακάλυψη του εαυτού του, επομένως και της ψυχής του.

Η τιμή που μας γίνεται είναι μεγάλη, διότι είναι σαν να βλέπουμε τον μεγάλο δάσκαλο να περίμενε από καιρό να προετοιμαστούμε για αυτήν την συνάντηση μαζί του.

Από την στιγμή που εμείς θεωρούμε ότι είμαστε έτοιμοι, είναι και αυτός διατεθειμένος να συμπορευθεί μαζί μας και να μας οδηγήσει σε έναν ακόμα «περίπατο», όπου κατά την διάρκεια της διαδρομής του θα μας προσφέρει την βοήθειά του, προκειμένου να έρθουμε σε επαφή με την ανώτερη ίσως γνώση που έχει σκοπό να μας μεταφέρει η Φιλοσοφία:

Τον άγνωστο και μυστικό τρόπο λειτουργίας της ψυχής μας!

Ο ίδιος ο Αριστοτέλης μας ανακοινώνει, από την πρώτη μάλιστα σειρά του αρχαίου κειμένου, ότι η γνώση αυτή την οποία σκοπεύει να μας βοηθήσει να αποκαλύψουμε, δεν είναι απλώς η σημαντικότερη που θα μπορούσε να υπάρξει, αλλά επιπλέον είναι μία γνώση σωτήρια, μία γνώση ιερή, επομένως και μυστηριακή!

Είναι όμως δυνατόν να θεωρήσουμε ότι ο Αριστοτέλης, γνωστός σαν ο Πατέρας της λογικής αποδείξεως και της καθαρής επιστημονικής σκέψης να συσχετίζει την επιστημονική γνώση με απόκρυφες γνώσεις;

Όσο παράδοξο και αν φαίνεται, θα πρέπει να δεχτούμε ότι επιχειρείται εξαρχής μία συνειδητή σύνδεση μεταξύ επιστήμης και εσωτερισμού, η οποία γίνεται όλο και περισσότερο έντονη όσο προχωράμε στο αρχαίο κείμενο.

Διαπιστώνουμε λοιπόν, ότι ο Αριστοτέλης προκειμένου να διαπραγματευτεί αυτό το τόσο δύσκολο θέμα, δεν εμφανίζεται μόνο σαν Φιλόσοφος, αλλά και σαν ένας Αρχιερέας, που θα επιχειρήσει να μας αποκαλύψει την απόκρυφη γνώση που σχετίζεται με τα μυστήρια της ζωής και του θανάτου, καθώς η επιστήμη και ο εσωτερισμός μπορούν εύκολα να συνυπάρξουν, ειδικά όταν πρόκειται για θέματα που σε μεγάλο βαθμό, παρόλη την πρόοδο των επιστημών παραμένουν ανεξήγητα.

Ωστόσο, αυτή η ιερατική εμφάνιση του Αριστοτέλη και η πρόθεσή του να αναφερθεί σε ιερά θέματα δεν θα πρέπει να μας προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση, καθώς ο Διογένης Λαέρτιος στο βιβλίο του «Βίοι Φιλοσόφων» στο ιδιαίτερο κεφάλαιο που αφιερώνει στον Αριστοτέλη, ξεκινάει την αφήγησή του δηλώνοντας ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι σύμφωνα με τις πηγές του, ο Αριστοτέλης θα πρέπει να θεωρείται απόγονος του θεού του κάλλους, της αρμονίας, της μαντικής και της ιατρικής, δηλαδή του ίδιου του… Απόλλωνα!

Σύμφωνα με τον αρχαίο κείμενο η καταγωγή του Αριστοτέλη παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αφού: «Ο Αριστοτέλης ήταν γιος του Νικόμαχου, ο οποίος καταγόταν από το γένος του γιου του Μαχάονα, ο οποίος ήταν γιος του Ασκληπιού που με την σειρά του ήταν γιος του Απόλλωνα».

Διαπιστώνουμε επομένως μία άμεση και συγγενική σχέση του Αριστοτέλη με τον Απόλλωνα, επομένως και με ιερατικά καθήκοντα, η οποία αν και σπανίως αναφέρεται, θα μπορούσε να δικαιολογήσει και να εξηγήσει απολύτως το πρόσωπο με το οποίο εμφανίζεται στο Περί Ψυχής

ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Οἱ Ἀθηναῖοι εἶχαν τέλεια συνειδητοποιήσει ὅτι ἡ ἐγκαθίδρυση τῆς δημοκρατίας σὲ μία πόλη τόσο πολυάνθρωπη ὄσο ἡ δική τοὺς ἦταν μεγάλος νεωτερισμός. Ἦταν ὑπερήφανοι για τὸ σύνταγμά τούς. Ἀπὸ τὰ τρία καθεστῶτα πού χαρακτήριζαν τοὺς Ἕλληνες ἕνα μόνο φαινόταν νὰ ἁρμόζει στήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια: αὐτό πού ἀντέτασσε τὴν ἀρχὴ τῆς ἰσότητας στήν ἀρχή τῆς ὀλιγαρχίας καὶ ὑπεράσπιζε τὸ δικαίωμα τῆς ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν τυραννία. Ἐλευθερία, Ἰσότητα, ἦταν κυριολεκτικὰ τὸ ἔμβλημα τῶν Ἀθηναίων· πρόσθεσαν τὴν ἀδερφοσύνη, κάτω ἀπὸ τή λέξη φιλανθρωπία. Mέ αἴσθημα ὑπερηφάνειας σύγκριναν τὴν πόλη τούς μὲ ὅλες τὶς ἄλλες, καὶ εἰδικὰ μὲ τή Σπάρτη, πρὸς τὴν ὁποία στρέφονταν μὲ νοσταλγία ὅλοι οἱ ἀντίπαλοι τῶν ἰδεῶν πού ἦταν ἀγαπητὲς σ’ αὐτούς. Πιθανότατα οἱ δημόσιοι ἄνδρες καί οἱ Ἀθηναῖοι ποιητὲς ὑπερέβαλλαν σὲ ἐπαίνους, ὅταν μιλοῦσαν για τὸ πολίτευμά τούς· ἀλλὰ κι αὐτὸς ὁ λυρισμὸς ἔχει ἱστόρικὴ ἀξία: τέτοιες διαχύσεις αἲσθἡμάτων μᾶς ἀποκαλύπτουν τὴν ψυχή ἑνὸς λαοῦ· ὑπάρχουν ἐνθουσιασμοὶ πού μαρτυροῦν ἕνα ἰδεῶδες.

Τὸ ἀθηναϊκο ἰδεῶδες κανένας ἄλλος δὲν τὸ παρουσίασε μὲ εὐγλωττία πιὸ μεγαλειώδη καί πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὸν Θουκυδίδη. Ὁ ἱστόρικὸς προσέχει καλὰ νὰ μὴ μιλήσει γιά λογαριασμὸ του· δὲν θὰ ἦταν εἰλικρινής, ἀφοῦ δὲν αἰσθανόταν καμιὰ τρυφερότητα γιὰ τὴν πολιτικὴ τῆς χώρας του. Ἔτσι, αὐτό τὸ θαυμάσιο σχόλιο, τοῦ ὁποίου ἡ κάθε λέξη εἶναι σὰν ἕνα χρυσὸ μεταλλιο μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Ἀθηνᾶς Πολιάδας, τὸ ἀποδίδει στόν φίλο τοῦ Ἀναξαγόρα, τὸν ἐμψυχωτή τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας, τὸν «Ὀλύμπιο» πού ὑπέταξε, ἐπὶ τριάντα χρόνια, τὶς καθημερινὲς μικρότητες τῆς ἀγορᾶς: στόν Περικλη.

Ἐπιφορτισμένος νὰ ἐκφωνήσει τὸν ἐπιτάφιο τῶν πολεμιστῶν πού πέθαναν γιὰ τὴν πατρίδα, ὁ ρήτορας δηλώνει ὅτι, χωρὶς να χρονοτριβήσει στὸν ἔπαινο ὅλων ἐκείνων πού, στό παρελθὸν ἤ στὸ παρόν, συνέβαλαν στὸ μεγαλεῖο τῆς Ἀθηνᾶς, θὰ ἐξετάσει τούς θεσμοὺς καὶ τὰ ἤθη πού συνιστοῦν τή βασική αἰτία τῆς δὺναμης καὶ τῆς εὐημερίας της.

«Τὸ πολίτευμά μας, βεβαιώνει ἀρχίζοντας, δὲν ἔχει τίποτε νὰ ζηλέψει ἀπὸ τοὺς νόμους τῶν γειτόνων· γεγονὸς εἶναι ὅτι ἀποτελοῦμε παράδειγμα γιὰ μερικούς, παρὰ ὅτι ἔχουμε μιμηθεῖ ἄλλους. Τὸ ὄνομὰ του εἶναι δημοκρατία, γιατὶ σκοπεύει στὸ συμφέρον ὄχι μιᾶς μειοψηφίας, ἀλλὰ τοῦ πιὸ μεγάλου ἀριθμοῦ.» Πρώτη του ἀρχὴ ἔχει τὴν ἰσότητα. Στήν ἰδιωτικὴ ζωὴ ὁ νόμος δὲν κάνει καμία διάκριση ἀνάμεσα στοὺς πολίτες. Στή δημόσια ζωὴ ἡ ὑπόληψη δὲν συνδέεται οὔτε μὲ τὴν καταγωγὴ οὔτε μὲ τὴν περιουσία, ἀλλά μόνο μὲ τὴν ἀξία, καί δὲν εἶναι οἱ κοινωνικὲς διακρίσεις, ἀλλὰ ἡ ἀρμοδιότητα καὶ ἡ ἰδιοφυία πού ἀνοίγουν τὸ δρόμο στίς τιμές. Μία τέτοια ἀντίληψη γιὰ τὴν ἰσότητα, πού ἀφήνει τὸ πεδίο ἀνοιχτὸ στήν προσωπικὴ ἀξία, δὲν βλάπτει καθόλου τὴν ἐλευθερία. Καθένας εἶναι ἐλεύθερος στίς πράξεις του, χωρὶς νὰ φοβάται οὔτε φιλύποπτη περιέργεια οὔτε ἀποδοκιμαστικὰ βλέμματα. Ἀλλὰ ἡ ἐλευθερία τῶν ἀτόμων ἔχει ὡς ὅρια τὰ δικαιώματα τοῦ κράτους, τὴν ὑποχρέωση τῶν πολιτῶν νὰ πειθαρχοῦν. Ἡ δημόσια τάξη ἐπιβάλλει τὴν ὑποταγὴ στίς καθιερωμένες ἐξουσίες, τὴν ὑπακοὴ στοὺς νόμους, κυρίως στούς νόμους τῆς ἀδερφοσύνης, πού ἑξασφαλίζουν τὴν προστασία τῶν ἀδυνάτων, καί στούς ἄγραφους νόμους πού πηγάζουν ἀπὸ τὴν καθολικὴ συνείδηση.

Ἕνα τέτοιο πολίτευμα δαψιλεύει σὲ ὅλους ἀναρίθμητες εὐεργεσίες. Ἡ ζωὴ ἔχει περισσοτέρη γοητεία στήν Ἀθήνα παρὰ ὁπούδήποτε ἀλλοῦ: οἱ περιοδικὲς ἐορτὲς ξεκουράζουν τὸ μυαλό, καὶ τὸ θαλάσσιο ἐμπόριο κάνει νὰ συρρέουν προϊόντα ἀπ’ ὅλο τὸν κόσμο. Αὐτό δὲν ἐμποδίζει τή μαθητεία στα πολεμικά. Ἀλλὰ ὅλα γίνονται σὲ ἄπλετο φῶς, χωρὶς μυστήριο καὶ χωρὶς καταναγκασμό. Δὲν ὑπάρχουν νόμοι πού νὰ ἀποκλείουν τοὺς ξένους ἀπὸ τὴν πόλη· δὲν ὑπάρχουν ἐπίπονες ἀσκήσεις πού νὰ καθιστοῦν τὴν ἀνδρεία ἀρετὴ πού διδάσκεται· τὸ φυσικὸ θάρρος εἶναι ἀρκετό στούς Ἀθηναίους γιὰ νὰ φανοῦν, σὲ ὦρες δοκιμασίας, ἐφάμιλλοι τῶν ἐχθρῶν, τῶν ὁποίων ἡ ζωὴ εἶναι μιὰ ἀτέρμονη καταπόνηση.

Καί νὰ ἄλλοι τίτλοι δόξας: Φιλοκαλλοῦν χωρίς ὑπερβολικὲς δαπάνες· καλλιεργοῦν τὴν ἐπιστήμη χωρὶς νὰ χάνουν τίποτε ἀπό τή δραστηριότητά τους. Γι’ αὐτοὺς ὁ πλοῦτος δὲν ἀποτελεῖ ἀντικείμενο μεγαλαυχίας, ἀλλὰ ὄργανο ἐργασίας, καὶ ἡ φτώχεια δὲν εἶναι ντροπὴ παρὰ ὅταν δὲν κάνουν τίποτε γιὰ νὰ ἁπαλλαγοῦν ἀπὸ αὐτήν. Πῶς τέτοιοι ἄνθρωποι δὲν θὰ ἦταν ἄξιοι να φροντίζουν συγχρόνως τὰ συμφέροντά τους καί τὰ συμφέροντα τῆς πόλης τους; Στήν Ἀθήνα οἱ ἄνθρωποί πού ἐργάζονται καταλαβαίνουν ἀπὸ πολιτική, καὶ ὅποιος μένει ἔξω ἀπὸ τὰ δημόσια πράγματα θεωρεῖται ἄχρηστος. Ἑνωμένοι σὲ ἕνα σῶμα, οἱ πολίτες ξέρουν νὰ κρίνουν σωστὰ καί νὰ παίρνουν τίς ἀποφάσεις πού πρέπει, γιατὶ δὲν νομίζουν ὅτι ὁ λόγος εἶναι βλαβερὸς στήν πράξη, καὶ θέλουν, ἀντίθετα, νὰ χυθεῖ φῶς μὲ τή συζητηση. Ἐνῶ ἀλλοῦ ἡ τόλμη εἶναι ἀποτέλεσμα ἀγνοίας καί ἡ σκέψη αἰτία ἀναποφασιστικότητας, ἡ Ἀθήνα ἑξασκεῖται στήν τόλμη μὲ τή σκέψη.

Ἕνα τελευταῖο χαρακτηριστικὸ πού τὴν ξεχωρίζει ἀπὸ τὰ ἄλλα ἔθνη εἶναι ἡ γενναιοδωρία της. Προσφέρει τίς ὑπηρεσίες της χωρὶς ὑπολογισμό, χωρὶς ὑστεροβουλία, καὶ μὲ τὴν ἐμμονὴ της στὸ νὰ ἐξυπηρετεῖ προλαμβάνει τή χαλάρωση τῆς εὐγνωμοσύνης. «Μὲ λίγα λόγια, συμπεραίνει ὁ Περικλῆς, ἡ Ἀθήνα ἀποτελεῖ τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν» (τὸ σχολεῖο τῆς Ἑλλάδας).

Μόλο πού αὐτές οἱ ἀντιλήψεις εἶναι πολὺ ὡραῖες καὶ πολὺ συστηματοποιημένες, γιὰ νὰ δώσουν μιά πιστὴ καί πλήρη εἰκόνα τῆς πραγματικότητας, ὅμως ρίχνουν ἕνα κολακευτικὸ φῶς πάνω της, χωρὶς νὰ τὴν παραμορφώνουν. Αὐτό πού ἐντυπωσιάζει περισσότερο σ’ αὐτὰ τὰ κεφάλαια τοῦ Θουκυδίδη δὲν εἶναι οἱ σκὲψεις πάνω στή δημοκρατικὴ ἰσότητα, γιατὶ εἶναι συνηθισμένες καὶ θυμίζουν τοὺς κοινοὺς τόπούς πάνω στήν ἰσονομία, γιὰ τοὺς ὁποίους καμαρώνουν ὁ Ἡρόδοτος καί ὁ Εὐριπίδης. Αὐτὸ πού ἀξίζει νὰ ἐπισύρει τὴν προσοχὴ εἶναι οἱ ἰδέες γιά τίς σχέσεις κράτούς καί ἀτόμου. Σ’ αὐτές βρίσκει κανεὶς ἀξιώματα πού θὰ ἔλεγε ὅτι ἐνέπνευσαν τή Διακηρύξη τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου. Ἡ πολιτικὴ ἐλευθερία δὲν εἶναι παρὰ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐλευθερίας πού ἀπολαμβάνουν ὅλοι οἱ πολίτες στήν ἰδιωτικὴ τους ζωή. Ποῦ εἶναι λοιπὸν αὐτή ἡ καταπίεση πού τοὺς ἔκανε νὰ νιώθουν, σύμφωνα μὲ μιὰ διαδομένη προκατάληψη, ἡ παντοδυναμία τῆς πόλης; Συνηθισμένοι νὰ ζοῦν ὅπως τοὺς ἀρέσει, ἐπεμβαίνουν χωρὶς δυσκολία, ἐὰν θέλουν, στίς συζητήσεις πού διαφωτίζουν τίς κοινὲς ἀποφάσεις. Αὐτό ἐννοοῦσε καὶ ὁ Εὐριπίδης, ὅταν ἔβαζε τὸν Θησέα, τὸν ἥρωα τῆς δημοκρατίας, να λέει: «ἡ ἐλευθερία εἶναι τοῦτο: Ὅποιος θέλει νὰ δώσει μία καλή γνώμη στήν πόλη, ἂς βγει μπροστὰ καὶ ἂς μιλησει. Καθένας μπορεῖ, κατὰ τή διαθεσή του, νὰ προβληθεῖ ἐκφράζοντας μία γνώμη ἤ νὰ σιωπήσει. Ὑπάρχει ὡραιότερη ἰσότητα γιὰ τοὺς πολίτες;»· Τέλος, μὲ ὄλες αὐτές τίς ἀρχές, ἡ ἀθηναϊκή δημοκρατία τοῦ 5ου αἰώνα τείνει νὰ κρατήσει μία σωστὴ ἰσορροπία ἀνάμεσα στή νόμιμη ἐξουσία τοῦ κράτους καί στὰ φυσικὰ δικαιώματα τοῦ ἀτόμου.

Ἀλλὰ σ’ αὐτὸν τὸ λαμπρὸ πίνακα ἀντιπαρατίθεται ἕνας ἄλλος μὲ ζοφερὰ χρώματα. Οἱ ἴδιοι οἱ συγγραφεῖς πού πλέκουν ἐγκώμια, παρουσιάζουν καί αὐστηρές κριτικές. Στόν Ἡρόδοτο, ἀφοῦ ὁ Ὀτάνης μίλησε ὑπὲρ τῆς δημοκρατίας, ὁ Μεγάβυζος τοῦ ἀπαντᾶ μὲ σφοδρότητα; «Ὁ λαὸς δέν ἔχει καθόλου πρακτικὸ αἴσθημα· εἶναι πιὸ κουτὸς καί ὑπερβολικὸς ἀπ’ ὁτιδήποτε ἄλλο στόν κόσμο… Ὁ τύραννος, τουλάχιστον, ξέρει τι κάνει· ὁ λαὸς δεν ξέρει. Καί πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ξέρει, ἀφοῦ δὲν ἔχει οὔτε μόρφωση οὔτε φυσικὴ κρίση γιὰ τὸ ὡραῖο καί τὸ καλό; Ὁρμᾶ σὲ ἐγχειρήματα καὶ τὰ προωθεῖ χωρὶς σκέψη, ὅπως ἕνας χείμαρρος τὸ χειμώνα». Στήν τραγωδία τοῦ Εὐριπίδη, ὁ ξένος, στὸν ὀποῖο ἀπαντᾶ ὁ Θησέας, κατηγορεῖ «τοὺς ρήτορες πού ἐξάπτουν τὰ πλήθη καὶ τὰ παρασύρουν πρὸς ὄλες τίς κατευθύνσεις γιὰ τὸ προσωπικὸ τους συμφέρον, σήμερα γεμάτοι γοητεία καί τέρποντάς τους, αὔριο βλαβεροί, ἀργότερα συγκαλύπτοντας τὰ λάθη τους μέ τίς συκοφαντίες γιὰ να ἀποφύγουν τὴν τιμωρία». Ἀκόμη καὶ χωρίς τή δημαγωγία, ἡ δημοκρατία τοῦ φαίνεται ἀδικαιολόγητη· γιατὶ «πῶς ὁ λαός, ἀνίκανος γιὰ ἕνα σωστὸ συλλογισμό, θὰ μποροῦσε νὰ ὁδηγήσει τὴν πόλη στὸ σωστὸ δρόμο;» Ὅσο γιὰ τὸν Θουκυδίδη, δίνει ἀντίστοιχα στὸ πορτρέτο τοῦ Περικλῆ τὸ πορτρέτο τοῦ Κλέωνα, καὶ κάνει τὸν Ἀλκιβιάδη να λέει: «Οἱ λογικοὶ ἄνθρωποι ξέρουν τί ἀξίζει ἡ δημοκρατία(…): δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ καινούριο νὰ πεῖ κανεὶς γιὰ μιὰ ἀναγνωρισμένη ἀνοησία».· Οἱ ἀποφασισμένοι ὅμως νὰ δοῦν τὰ ὑπὲρ καὶ τὰ κατὰ πού ἔδωσαν στήν ἀθηναϊκή δημοκρατία τὰ πιὸ σκληρὰ χτυπήματα δὲν εἶναι οἱ ἱστόρικοὶ καί οἱ ποιητές, ἀλλὰ ἕνας πολιτικός, ἕνας δηλωμένος ἀντίπαλος, ὁ ἀνώνυμος συγγραφέας μιᾶς Ἀθηναϊκής πολιτείας πού γιὰ καιρὸ θεωρήθηκε ἔργο τοῦ Ξενοφώντα. Ὁ λίβελος αὐτός, γραμμένος πιθανότατα τὸ 424, εἶναι ἔργο ἑνὸς ἀγέρωχου ἀριστοκράτη, ἑνὸς ψυχροῦ θεωρητικοῦ πού μιλάει σὲ μιὰ ἀριστοκρατικὴ ἑταιρεία. Ἀναπτύσσει τὶς σκέψεις του μὲ μία λογικὴ ἀτάραχη, ἀρκετὰ ἥρεμος ὥστε νὰ κάνει μιὰ διεισδυτική ἀνάλυση τοῦ πολιτεύματος πού ἀπεχθάνεται χωρὶς νὰ ἀφήνει τὸ μίσος νὰ θολώνει τὴν κρίση του, τόσο ὅμως μνησίκακος καὶ τόσο φανατικός, πού δὲν τὰ βάζει μὲ τοὺς δημοκρατικούς, ἐχθροὺς μὲ τοὺς ὁποίους δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ συνεννοηθεῖ λογικά, ἀλλὰ περιορίζεται ἁπλῶς στὸ νὰ διαλύσει τίς αὐταπάτες τῶν μετριοπαθῶν ὀλιγαρχικῶν. Τὶ τρέλα νὰ νομίζει κανεὶς ὅτι ἡ δημοκρατία μπορεῖ νὰ βελτιωθεῖ! Εἶναι ἀπαίσια γιατὶ ἀκολουθεῖ τή φύση της, καὶ μένει πιστὴ στίς ἀρχὲς της γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ κάμει διαφορετικά. Ἡ δημοκρατικὴ ἰσότητα, ἡ ὑπεροχὴ τοῦ ἀριθμοῦ ἔχει ἀναπόφευκτη συνέπεια τὴν ἀδυναμία τῶν καλῶν καὶ τὴν κυριαρχία τῶν κακῶν. Δὲν ὑπάρχει μεταρρύθμιση πού μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει τὸ πλῆθος νὰ ζεῖ στήν ἀμάθεια, στήν ἀπειθαρχία, στήν ἀτιμία, «γιατὶ ἡ φτώχεια ὠθεῖ τοὺς ἀνθρώπους σὲ ταπεινὲς πράξεις, ἀπὸ ἔλλειψη ἀγωγῆς καί μόρφωσης, ὀφειλόμενη στήν ἀχρηματία». Ἡ δημοκρατικὴ κυβέρνηση ἀναδείχνει τὰ χειρότερα στοιχεῖα τῆς πολιτείας: νὰ τὸ πρωταρχικὸ καὶ ἀναγκαῖο γεγονός.

«Δὲν θὰ ἔπρεπε, θὰ πεῖ κανείς, νὰ ἐπιτρέπεται σὲ ὅλους ἀδιακρίτως νὰ παίρνουν τὰ λόγο στήν ἐκκλησία τοῦ δήμου καὶ να ἐκλέγονται βουλευτές, ἀλλὰ μόνο σὲ ἐκείνους πού ἔχουν τή μεγαλύτερη εὐθυκρισία καὶ τὸ μεγαλύτερο τάλαντο. Ὡστόσο εἶναι μιὰ ἀξιοθαύμαστα σωστὴ ἰδέα τὸ νὰ ἀφήνει κανεὶς νὰ μιλᾶ ὁ ὄχλος. Ἂν μόνο οἱ εὐυπόληπτοι εἶχαν δικαίωμα νὰ μιλοῦν καὶ νὰ γίνονται βουλευτές, αὐτό θὰ ἦταν καλὸ γιὰ τούς ὁμοίους τους καὶ ὄχι γιὰ τὸ λαό. Ἀντίθετα, ὅταν ὁ πρῶτος τυχών μπορεῖ να σηκωθεῖ καὶ νὰ πάρει τὸ λόγο, βρίσκεται πάντοτε ἕνας κακομοίρης πού θὰ ἀνακαλύψει τι εἶναι καλὸ γι’ αὐτὸν καὶ γιὰ τοὺς ὁμοίους του. Ἀλλά, θὰ ἀντιτάξει κανείς, πῶς ἕνα τέτοιο ἄτομο μπορεῖ νὰ εἶναι κριτὴς τοῦ συμφέροντός του καὶ τοῦ συμφέροντος τοῦ λαοῦ; Πάντως, οἱ ἄνθρωποι αὐτοῦ τοῦ εἴδους καταλαβαίνουν καλὰ ὅτι ἡ ἄγνοια καὶ ἡ ἀτιμία ἑνὸς ἀνθρώπου πού ἀνήκει στήν ἴδια παράταξη μὲ αὐτοὺς εἶναι πιὸ ὠφέλιμη γι’ αὐτοὺς ἀπὸ τὴν ἀρετὴ καὶ τή φρόνηση τοῦ τιμίου ἀνθρώπου, πού ὅμως δὲν αἰσθάνεται γι’ αὐτοὺς παρὰ μόνο ἀντιπάθεια. Ἄ! τὰ ἰδεώδη τῆς πόλης δὲν πραγματοποιοῦνται μὲ τέτοια ἤθη· ὡστόσο δεν ὑπάρχει καλύτερος τρόπος γιὰ νὰ διατηρηθεῖ ἡ δημοκρατία. Τὸ λαὸ δὲν τὸν ἐνδιαφέρει νά ἔχει ἡ πόλη καλοὺς νόμους, ἐὰν πρέπει νὰ ὑποταχτεῖ σ’ αὐτούς: θέλει νὰ εἶναι ἐλεύθερος καὶ νὰ κυβερνᾶ· μετὰ ἀπ’ αὐτό, τὸ νὰ εἶναι κακοὶ οἱ νόμοι εἶναι τὸ τελευταῖο πού τὸν νοιάζει.» Αὐτὸς ὁ μονόλογος εἶναι κυνικός. Ὅταν ὁ λιβελογράφος ὑποστηρίζει ὅτι τὸ πλῆθος προκαλεῖ τὸ κακό, ὄχι ἀπὸ παραφορά ἤ ἀπὸ λάθος, ἀλλὰ ἀπὸ μοιραία ὑπακοὴ στὸ νόμο τοῦ πολιτεύματος, καὶ ἁπλούστατα γιατὶ τὸ κακὸ εἶναι αὐτό πού τὸ ὠφελεῖ, δὲν ἔχει πρόθεση νὰ προκαλέσει τὸ γέλιο μὲ μιὰ δηκτικὴ εἰρωνεία, ἀλλὰ νὰ πείσει μὲ μιὰ ὀξεία παρατήρηση. Θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ του ἀμερόληπτο. Καὶ πράγματι εἶναι ἀμερόληπτος κάθε φορὰ πού δὲν φοβάται ὅτι ἡ ἀλήθεια θὰ βλάψει τὴν ἐπιχειρηματολογία του. Ἂν καὶ χλευάζει τίς ὑπερβάσεις τῆς ἀθηναϊκης δικαιοσύνης, ἀναγνωρίζει ὅτι ὁ μεγάλος ἀριθμὸς τῶν δικαστῶν πού ἀποτελοῦν κάθε δικαστήριο ἐμποδίζει τὶς ραδιουργίες καὶ τή δωροδοκία, καὶ παραδέχεται ὅτι μὲ ἕνα ἄλλο σύστημα θὰ εἶχαν λιγότερο δίκαιες ἀποφάσεις. Λυπάται ἄλλωστε – ὑπάρχει μεγαλύτερος ἔπαινος ἀπὸ μιὰ τέτοια λύπη; – πού ἡ ἀθηναϊκή δημοκρατία διαπράττει τόσο λίγες ἀδικίες, ὥστε δὲν αὐξάνει τή στρατιά τῶν δυσαρεστημένων.

Αὐτή ἡ θεωρία ταίριαζε ὡς πρὸς τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ της σὲ φιλοσόφους πού δὲν ἀναγνώριζαν νόμιμα πρωτεῖα παρὰ μόνο στήν εὐφυία.

Ὁ ὀρθολογισμὸς τοῦ Σωκράτη ἔβρισκε πολλοὺς στόχους για τὴν κριτικὴ του στή δημοκρατία τῆς ἐποχῆς του. Δὲν αἰσθανόταν ἴχνος σεβασμοῦ γιὰ μιὰ συνέλευση τὴν ὁποία «ἀποτελοῦσαν γναφεῖς, ὑποδηματοποιοί, χτίστες, τεχνίτες τοῦ μετάλλου, γεωργοί, μεταπράτες, πλανόδιοι ἔμποροι, παλαιοπῶλες». Ὄχι γιατὶ περιφρονοῦσε τίς χειρωνακτικὲς ἐργασίες, αὐτός, γιὸς βιοτέχνη, πού δὲν ἀγαποῦσε τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὸ νὰ ξυπνάει τὰ μυαλὰ μέσα στὰ μαγαζιὰ καὶ στήν ἀγορὰ· ἀλλὰ ἦταν πεπεισμένος πώς δὲν ὑπάρχει ἀξία καὶ ἀρετή· παρὰ μόνο στή γνώση, καὶ τρόμαζε νὰ βλέπει τὴν πόλη νὰ κυβερνᾶται ἀπὸ τὴν ἄγνοια. Ἡ κλήρωση τῶν ἀρχόντων τοῦ φαινόταν καθαρὸς παραλογισμός. Καταλαβαίνει λοιπὸν κανεὶς ἀρκετὰ καλὰ πώς ὁ Σωκράτης κατηγορηθηκε ἀπὸ κάποιον Ἄνυτο ὅτι περιφρονεῖ τοὺς νόμους. Ὡστόσο διαμαρτυρόταν ὅτι δὲν εἶχε ποτε σκεφτεῖ νὰ ἀνατρέψει τοὺς θεσμοὺς τῆς πόλης μὲ τή βία. Καὶ πραγματικά, ἔτρεφε κάποια ἀδυναμία πρὸς τὴν ἀθηναϊκη δημοκρατία· ὁμολογοῦσε μὲ χαριτωμένη ἀθωότητα ὅτι δὲν εἶχε καμιὰ διάθεση νὰ ἐγκαταλείψει τὴν πατρίδα του, γιὰ νὰ προσαρμόσει τή συμπεριφορά του στή θεωρία του. Μάταια ἐπαινοῦσε διαρκῶς τὰ πολιτεύματα τῆς Λακεδαίμονας καὶ τῆς Κρήτης· δὲν ἐνιωσε τὴν παραμικρὴ ἐπιθυμία νὰ πάει νὰ τὰ δεῖ ἀπὸ κοντά. Συνεπής μὲ τὸν ἑαυτό του, ἀναγνώριζε ὅτι μὲ τὸ νὰ ἐπιμένει κανεὶς νὰ ἀνήκει σὲ μιὰ κοινότητα, ὅταν εἶναι ἐλεύθερος νὰ φύγει, εἶναι σὰν σιωπηρὴ δέσμευση νὰ σέβεται τοὺς νόμους αὐτῆς τῆς κοινότητας καί, ἄλλωστε, «πῶς θὰ ἄρεσε μιὰ πόλη σὲ κάποιον πού δεν ἀγαποῦσε τοὺς νόμους της;» Δὲν ἐννοοῦσε ἐξάλλου νὰ συμπεριφέρεται σὰν ἀπόδημος τοῦ ἐσωτερικοῦ. Στὸ πρόσωπο τοῦ Περικλη θαύμάζε τὸν ἰδεώδη ρήτορα· ἀλλὰ καὶ ἐπιθυμοϋσε ὁ κάθε πολίτης νὰ συμβάλει ὥστε νὰ διατηρηθεῖ ὑψηλὰ τὸ ὄνομα τῆς Ἀθήνας στὸ ἐξωτερικό. Θεωροῦσε καθῆκον του νὰ μετέχει στήν πολιτικὴ ζωή: ἔγινε βουλευτὴς καὶ ἔδωσε, ὡς πρύτανης, ἕνα λαμπρὸ παράδειγμα πολιτικοῦ θάρρους, ἀντιτάσσοντας τὸ μεγαλεῖο τῶν νόμων σὲ μιὰ συνέλευση πού παραληροῦσε.

Ὁ ἀληθινὸς Σωκράτης φαίνεται νὰ ἦταν αὐτὸς τὸν ὁποῖο παρουσιάζει ὁ Ξενοφῶν στὰ Ἀπομνημονεύματα: δὲν παραδέχεται ὅτι ὁ ἔμπειρος Χαρμίδης μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ τίς ὑπηρεσίες του στήν πατρίδα· κατηγορεῖ τή δειλία τοῦ πολίτη πού θέλει νὰ συμβουλεύει περιστασιακὰ τοὺς ἄρχοντες καὶ νὰ παρουσιάζεται ὡς ὁ καλὸς ὁμιλητὴς στίς ἀριστοκρατικές λέσχες ἀλλὰ νιώθει τρομαγμένος μπροστὰ στίς λαϊκὲς μάζες. Ὄχι αὐτός, ἀλλὰ ἕνας μαθητὴς πού πρόδωσε τή σκέψη του δήλωσε ὅτι ἡ περίπτωση τῆς Ἀθήνας εἶναι ἀπελπιστική, καὶ κάθε ἐπέμβαση θὰ εἶχε μοναδικὸ ἀποτέλεσμα νὰ ὁδηγήσει στὸ θάνατο ὅποιον τὴν ἐπιχειροῦσε, καὶ ὅτι ἡ θέση ἑνὸς ἀνθρώπού ἀποφασισμένου νὰ πολεμήσει τὴν ἀδικία χωρὶς νὰ θυσιαστεῖ ἄδικα εἶναι στήν ἰδιωτικὴ καὶ ὄχι στη δημόσια ζωή. Ό Πλάτωνας, πραγματικά, ἀπαγγέλλει κατὰ τῆς δημοκρατίας γενικὰ μιὰ καταδίκη χωρὶς ἐπιφυλάξεις. Παίρνει τὸν ἀντίποδα στή θεωρία πού διατύπωσε ὁ Περικλῆς τοῦ Θουκυδίδη. Ἡ ἐλευθερία ἕνα καλό; ἀκριβῶς αὐτή εἶναι ἡ αἰτία κάθε κακοῦ. Ἡ ἀθηναϊκή πολιτεία ἕνα πρότυπο; ὄχι· οἱ νομοθεσίες τῆς Σπάρτης καὶ τῆς Κρήτης εἶναι αὐτές πού πλησιάζουν περισσότερο τὸ στόχο ὅπου πρέπει νὰ ἀποβλέπει κανείς. Πρέπει νὰ βασιλεύει ἡ τάξη στίς πόλεις, ὅπως καὶ στίς ψυχὲς· πρέπει νὰ ἑξαφανιστοῦν οἱ ἀτομικές διαφοροποιήσεις, νὰ προγραφοῦν οἱ ἰδιοτυπίες, να γίνει δυνατὸ νὰ σκέφτονται ὅλοι κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο γιὰ ὅλα τὰ πράγματα. Καὶ αὐτό θὰ ἐπιτευχθεῖ μόνο ὅταν ἡ κάστα τῶν φιλοσόφων – μὲ τή βοήθεια τῶν πολεμιστῶν καὶ ἐλευθερωμένη ἀπὸ κάθε ἐγωισμό, μέσο τῆς κοινοκτημοσύνης τῶν ἀγαθῶν, τῶν γυναικὼν καὶ τῶν παιδιών – κυριαρχήσει στήν ἀπαίδευτη μάζα τῶν ἐργατῶν. Ἡ δημοκρατία εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἀντιθετο ἀπ’ αὐτό τὸ ἰδεῶδες. Εἶναι τὸ καθεστὼς τοῦ ἀτομικισμοῦ, ὅπου καθένας κάνει ὅ,τι θέλει. Ὑπόκειται σὲ μιὰ ποικιλία πού σὲ κάνει νὰ τὰ χάνεις, σὲ μιὰ διαρκή ἀστάθεια. ἡ ἐλευθερία τὴν ὁποία ἐγκαθιδρύει καὶ ἡ ὁποία κάνει τή ζωὴ νὰ φαίνεται τόσο γλυκιά καὶ τόσο ἀκτινοβόλα εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀπούσία κάθε κανόνα, ἕνα χάος, ὅπου ἀκόμη καὶ οἱ ἀναλαμπὲς τοῦ ταλάντου καὶ τῆς ἰδιοφυίας δὲν εἶναι παρὰ φαντασμαγορία καὶ ἀδυναμία. Ἡ ἰσοτητα γιὰ τὴν ὁποία ὑπερηφανεύεται, βάζοντας στήν ἴδια σειρὰ ἄνισους ἀνθρώπούς, εἶναι μιὰ κραυγαλέα ἀνισότητα. Ἀναγνωρίζοντας σὲ ὄλες τίς ἐπιθυμίες τὴν ἴδια νομιμότητα, σὲ ὄλες τίς ἐπιδιώξεις τὰ ἴδια δικαιώματα, δημιουργεῖ τὴν ἀταξία καὶ τὴν ἀνηθικότητα, κάνει νὰ φαίνεται ἡ μετριοπάθεια ἀδυναμία καὶ οἱ δισταγμοὶ ἀφέλεια. Καὶ ὅταν μιὰ πόλη φτάσει σὲ ἕνα τετοιο σημεῖο, τὸ σύνταγμά της δὲν εἶναι παρὰ ἕνα πανωφόρι μὲ παράταιρα χρώματα. Εἶναι μάλιστα λάθος νὰ μιλᾶ κανεὶς για ἕνα σύνταγμα, γιατὶ αὐτό ἀλλάζει διαρκῶς ἀνάλογα μὲ τὰ πάθη, καὶ ὑπάρχουν τόσα συντάγματα ὅσα ζητοῦνται στήν ἀγορά. Κοντολογὶς ἡ δημοκρατία καταλήγει μοιραῖα στήν ὀχλοχρατία, καὶ ἡ κυριαρχία αὐτοῦ τοῦ τερατώδους ζώου, τοῦ πλήθους (θρέμμα μέγα καὶ ἰσχυρόν), δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ ξύπνημα τῶν πανάρχαιων γιγάντων (παλαιὰ γιγαντικη φύσις). Ὁ Ἀριστοτέλης φτάνει μὲ μιὰ διεισδυτική ἀνάλυση σὲ μία κρίση σχεδὸν τὸ ἴδιο αὐστηρὴ. Ξεκινᾶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι καὶ οἱ τρεῖς καθαρὲς μορφὲς διακυβέρνησης: ἡ βασιλεία, ἡ ἀριστοκρατία καὶ τὸ δημοκρατικὸ πολίτευμα ἡ πολιτεία, εἶναι τὸ ἴδιο ἐπιδεκτικὲς διαφθορᾶς. Ἐνῶ ἡ βασιλεία ἐκφυλίζεται σὲ τυραννία, ἡ ἀριστόκρατία σὲ ὀλιγαρχία, τὸ δημοκρατικὸ πολίτευμα καταλήγει σὲ δημαγωγία. Ἂς παρακολουθησουμε αὐτή τὴν ἐξέλιξη.

Καὶ πρῶτα, πῶς νὰ ἀναγνωρίσουμε τή δημοκρατία; Εἶναι κοινὸ λάθος τὸ νὰ τή βασίζουμε ἀποκλειστικὰ στὸ δικαίωμα τῆς πλειοψηφίας νὰ κυριαρχεῖ. Καὶ στήν ὀλιγαρχία ἡ πλειοψηφία εἶναι κυρίαρχη. Δημοκρατία ὑπάρχει ὅπου ἡ κυριαρχία ἀνήκει σὲ ὅλους τοὺς ἐλευθέρους ἀνθρώπούς, χωρὶς περιουσιακή διάκριση. Ἑπομένως δὲν ὑπάρχει δημοκρατία ἐκεῖ ὅπου μιὰ μειοψηφία ἐλευθέρων ἀνθρώπων κυβερνᾶ μιὰ πλειοψηφία ἀνθρώπων πού δὲν εἶναι ἐλεύθεροι· δὲν ὑπάρχει, περισσότερο, ἔκεῖ ὅπου ἡ ἐξουσία ἀνήκει στούς πλουσίους, ἀκόμη καὶ ἂν αὐτοὶ πλειοψηφοῦν. Μὲ δυὸ λόγια, «δὲν ὑπάρχει ἀληθινὴ δημοκρατία παρὰ ἐκεῖ ὅπου ἐλεύθεροι ἄνθρωποι, ἀλλὰ φτωχοί, σχηματίζουν τὴν πλειοψηφία καὶ εἶναι κυρίαρχοι».

Μὲ τὸν ὁρισμὸ αὐτό, ἡ δημοκρατία παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία μορφῶν. Καὶ τοῦτο ὀφείλεται σὲ πολλοὺς λόγους. Αὐτό πού κάνει ἀμέσως ἐντύπωση εἶναι τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρωπίνων στοιχείων πού ἀποτελοῦν τὴν πόλη. Ὅλοι οἱ συνδυασμοὶ τῶν τάξεων συναντῶνται στίς δημοκρατίες, μὲ τοὺς γεωργούς, τοὺς τεχνίτες, τοὺς ἐμπόρους, τοὺς ναυτικοὺς καὶ τοὺς χειρώνακτες, πού εἶναι ὅλοι πολίτες. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἡ δημοκρατική ἀρχὴ δίνει βέβαια τὴν κυριαρχία γενικὰ στὸ λαό, ἀλλὰ ὑπάρχουν πολλοὶ τρόποι γιὰ νὰ γίνεται περισσότερο ἤ λιγότερο ἐφικτὴ ἡ συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ στήν ἐκκλησία τοῦ δήμου πού ἀσκεῖ αὐτή τὴν κυριαρχία. Ἐπίσης, ἐπειδὴ ἡ κυριαρχία ἐξυπακούει τὸ δικαίωμα ἀπόφασης γιὰ εἰρήνη καὶ πόλεμο, γιὰ σύναψη καὶ διάλυση συμμαχιῶν, γιὰ νομοθεσία, γιὰ ἐκδίκαση ὑποθέσεων πού ἀφοροῦν τὸ κράτος καὶ τὸ πολίτευμα, γιὰ ἔλεγχο τῶν πεπραγμένων καὶ τῶν λογαριασμὼν τῶν διαφόρων ἀρχόντων, ὑπάρχουν πολλοὶ τρόποι κατανομῆς τῶν ἀρμοδιοτήτων στὸ λαό, στούς βουλευτὲς του καὶ στούς ἄρχοντες. Πρέπει λοιπὸν νὰ καθοριστοῦν καὶ ἐδῶ, ὅπως καὶ στή φυσικὴ ἱστορία, τὰ τυπικὰ ὄργανα κάθε εἴδους, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ διακριθοῦν οἱ πολίτες.

Τὸ πρῶτο εἶδος δημοκρατίας – τὸ παλαιότερο καί τὸ καλύτερο – χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἰσότητα πού βασίζεται στὸ νόμο: οἱ φτωχοὶ καὶ οἱ πλούσιοι ἔχουν κυριαρχικὰ δικαιώματα στὸν ἴδιο βαθμό. Εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν δημοκρατία, γιατὶ δίνει σὲ ὅλους τὸ ἰδιο μερίδιο πολιτικῶν δικαιωμάτων. Συναντᾶται στις γεωργικὲς καὶ κτηνοτροφικὲς χῶρες, ὅπου οἱ περιουσίες εἶναι μέτριες καί ὅλος ὁ κόσμος δουλεύει γιὰ νὰ κερδίσει τὸ ψωμὶ του. Ἐκεῖ, ἀπὸ ἔλλειψη ἐλευθέρου χρόνου, δὲν συνέρχονται σὲ ἐκκλησία τοῦ δήμου παρὰ μόνο στίς πιὸ ἀπαραίτητες περιπτώσεις, γιὰ νὰ ἐκλέξουν τοὺς ἄρχοντες ἤ ἕναν ἀριθμὸ ἐκλεκτόρων, καὶ νὰ ἀκούσουν τίς λογοδοσίες· γιὰ τὰ ὑπόλοιπα ἀφήνουν τή φροντίδα τῆς διακυβέρνησης στούς λίγους πολίτες πού ἔχουν τὰ μέσα νὰ ζήσουν, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὴν πολιτική. Ὁ Ἀριστοτέλης βρίσκει σ’ αὐτό τὸ πολίτευμα ἔναν καλὸ τύπο τοῦ συντάγματος πού τοῦ εἶναι ἀγαπητό, αὐτό πού εὐνοεῖ τή μεσαία τάξη.

Δύο ἄλλα εἴδη δημοκρατίας παραδέχονται καὶ αὐτὰ τὴν ὑπεροχὴ τοῦ νόμου, ἀλλὰ διαφέρουν κατὰ τὴν ἐκλογιμοτητα στίς ἐξουσίες καὶ τὴν ἀποστολὴ πού διεκδικεῖ ἡ ἐκκλησία τοῦ δήμου. Τὸ δεύτερο εἶδος, ἀρκετὰ διαδομένο, ἐξαρτᾶ τὴν ἐκλογιμότητα στὰ διάφορα ἀξιώματα ἀπὸ ἕνα μέτριο τίμημα ἤ θέτει περιορισμοὺς γιὰ τή συμμετοχὴ στήν ἐκκλησία τοῦ δήμου. Καθὼς αὐτό τὸ σύστημα ἐπιτρέπει νὰ γίνονται καλὲς ἐκλογές χωρὶς να προκαλοῦν καὶ ζηλοτυπίες, ἀφήνει γενικὰ μεγάλη ἐλευθερία δράσης στούς ἄρχοντες, ἔτσι ὥστε ὁ λαὸς ἀρκεῖται στὸ νὰ τοὺς ἐκλέγει καὶ νὰ τοὺς ζητᾶ ἀπολογισμὸ τῆς δράσης τους. Ὁ Ἀριστοτέλης ἐπιδοκιμάζει καὶ αὐτὸν τὸ συνδυασμό, γιατὶ δίνει τὴν ἐξουσία στούς ἐκλεκτούς, καὶ τοὺς ὑποχρεώνει νὰ κυβερνοῦν μὲ δικαιοσύνη, καθιστώντας τους ὑπεύθυνους ἀπέναντι σὲ μιὰ ἄλλη τάξη.

Στὸ τρίτο εἶδος ὅλοι οἱ πολίτες παίρνουν ἐξουσίες χωρὶς καμία διάκριση· ἀλλὰ ἡ σύνθεση καί τὰ δικαιώματα τῆς ἐκκλησίας ποικίλλουν. Ἀλλοῦ οἱ πολίτες καλοῦνται στήν ἐκκλησία κατὰ τμήματα, σύμφωνα μὲ ὁρισμένη σειρά. Ἀλλοῦ εἰσέρχονται ἐπίσης κατὰ τμήματα καὶ μὲ ὁρισμενη σειρὰ στὰ ὁμαδικὰ ὄργανα, τὰ ὁποῖα συνέρχονται σὲ περιορισμένη συνέλευση γιὰ να συζητήσουν τὶς τρέχουσες ὑποθέσεις, καὶ σὲ πλήρη συνέλευση μόνο γιὰ νὰ ἐπικυρώσουν τοὺς νόμους, νὰ ρυθμίσουν τὰ συνταγματικὰ προβλήματα, καί νὰ ἀκούσουν τίς ἀναφορὲς τῶν ἀρχόντων. Ἀλλοῦ συγκεντρώνονται γιὰ τίς ἐκλογές, γιὰ νὰ ψηφίσουν νόμους, γιὰ νὰ ἐγκρίνουν ἀπολογισμοὺς γιὰ θέματα εἰρήνης καὶ πολέμου, ἐνῶ τὰ ὑπόλοιπα ζητήματα ἀνήκουν στήν ἀρμοδιότητα τῶν ἀρχόντων.

Στὸ τέλος ἔρχεται – τελευταία κατὰ σειρὰ ἀξίας, ὅπως καὶ κατὰ χρονολογικὴ σειρὰ – ἡ ἀπολύτη δημοκρατία, ὅπου τὸ πλῆθος δὲν ἀναγνωρίζει τὴν κυριαρχία τοῦ νόμου, ἀλλὰ γίνεται τὸ ἴδιο κυρίαρχο καὶ κυβερνᾶ μὲ ψηφίσματα. Ἕνα τέτοιο καθεστὼς μόνο στίς μεγάλες πόλεις μπορεῖ νὰ ὑπάρξει, γιατὶ ἐκεῖ ἐπικρατεῖ μιά τάξη πού δὲν ὑπολογίζεται στὰ ἀγροτικὰ καὶ κτηνοτροφικὰ κράτη: ἡ τάξη τῶν τεχνιτῶν καί τῶν ἐμπόρων. Αὐτή ἡ μάζα, τῆς ὁποίας ὁ τρόπος διαβίωσης ἔχει ὑποβιβαστεῖ καὶ τὰ ἔργα της δὲν ἔχουν καμία σχέση μὲ τὴν ἀρετή, περιδινεῖται ἀδιάκοπα στήν ἀγορὰ καὶ στούς δρόμους· εἶναι ἕτοιμη νὰ τρέξει στή συνέλευση, ἐνῶ οἱ χωρικοί, σκορπισμένοι καθὼς εἴναι, δεν νιώθουν τὴν ἀνάγκη νὰ συγκεντρωθούν. Ἡ ἀπόλυτη δημοκρατία εἶναι ἕνας μονάρχης μὲ χίλια κεφάλια, πού ἀρνεῖται νὰ ὑποταγεῖ στὸ νόμο καὶ ὑψώνεται ὡς δεσπότης. Αὐτή ἡ δημοκρατία εἶναι στὸ εἶδος της ὅ,τι ἡ τυραννία σὲ σχέση μὲ τή βασιλεία. Ἀντὶ νὰ δώσει τὴν πρωτοκαθεδρία στούς καλύτερους πολίτες, τοὺς καταπιέζει καὶ τιμᾶ τοὺς κόλακες. Μιὰ σπορά, πού δὲν ἐμφανίζεται ὄσο ὁ νόμος εἶναι κυρίαρχος, ἀναδύεται ἀναπόφευκτα ἐκεῖ ὅπου ἀπουσιάζει ὁ νόμος· πρόκειται γιὰ τοὺς δημαγωγούς. Αὐτοὶ ἔχουν δύο τρόπους δράσης. Ἀφενός κατασκευάζουν ψηφίσματα καταχρηστικὰ πού δίνουν τὰ πάντα στὸ λαό: ἡ δύναμή τους δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ βγεῖ κερδισμένη ὅταν μεγαλώνει ἡ κυριαρχία τοῦ λαοῦ, τοῦ ὁποίου εἶναι οἱ κύριοι. Ἀφετέρου ἐκμηδενίζουν τοὺς ἄρχοντες μὲ συνεχεῖς κατηγορίες πού τοὺς ὁδηγοῦν στὰ λαϊκὰ δικαστήρια. Καί ὁ τελευταῖος βαθμὸς δημοκρατίας εἶναι αὐτὸς ὅπου ὁ λαὸς ἐρωτᾶται ἄμεσα γιὰ ὄλες τίς ὑποθέσεις, καὶ ὅπου κανένας ἄρχων δέν μπορεῖ νὰ πάρει ἀπόφαση χωρὶς νὰ τή φέρει στή συνέλευση. Ὅταν μιὰ δημοκρατία φτάνει σ’ αὐτό τὸ σημεῖο, νὰ κυβερνᾶ τὰ πάντα μὲ ψηφίσματα, τότε δὲν ὑπάρχει πολιτεία, καθεστὼς ἀληθινὰ συνταγματικό. Πραγματικά, γιὰ νὰ ὑπάρξει ἕνα τέτοιο καθεστώς, πρέπει ὁ νόμος νὰ ἔχει τὴν ἀνώτατη ἐξουσία, νὰ καθορίζει τίς ἀποφάσεις γενικοῦ περιεχομένου, καὶ οἱ ἄρχοντες νὰ κανονίζουν τίς εἰδικὲς ὑποθέσεις σύμφωνα μέ τίς ἀρχές πού ἔχει θέσει ὁ νόμος. Κατὰ βάθος, τὸ κράτος ὅπου ὅλα γίνονται μὲ ψηφίσματα δὲν εἶναι ἀληθινὴ δημοκρατία.

Στὶς πόλεις τίς ὁποίες ὁ Ἀριστοτέλης ἀντιμετωπίζει μὲ τόση αὐστηρότητα προσφέρει τουλάχιστόν μιὰ παρηγοριά. Καθὼς τὸ χειρότερο καθεστὼς εἶναι ἡ διαφθορὰ τοῦ καλύτερου, ἡ δημοκρατία, τῆς ὁποίας τὸ ἰδεῶδες δὲν ἀξίζει ὅσο τὸ ἰδεῶδες τῆς ἀριστοκρατίας, καὶ ἀκόμη λιγότερο ὄσο τὸ ἰδεῶδες τῆς βασιλείας, ἔχει καλὴ θέση στή σειρὰ τῆς διαβάθμισης: εἶναι τὸ πλέον ὑποφερτὸ ἀπὸ τὰ διεφθαρμένα καθεστῶτα. Θά μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ἔτσι ὅτι εἶναι τὸ χειρότερο ἀπὸ τὰ καλὰ καθεστῶτα, καὶ τὸ καλύτερο ἀπὸ τὰ κακά.

Θὰ ἦταν μεγάλη ἀφέλεια νὰ ἐκπλαγοῦμε πού βρίσκουμε τόσο διαφορετικὲς κρίσεις γιὰ τὴν ἀθηναϊκή δημοκρατία. Σὲ ἐποχὴ ὅπου ζοῦσαν δίπλα δίπλα δημοκρατικὲς καὶ ὀλιγαρχικὲς πόλεις, τὸ κόμμα πού βρισκόταν στήν ἀρχή σὲ καθεμιὰ ἀπὸ αὐτές εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει μιὰ ἀντιπολίτευση βίαιη, πού ἐμπνεόταν ἀπὸ διαφορετικὲς ἀρχές γιὰ καθετί. Ὁ Θουκυδίδης μας γνωρίζει τὸ ἰδεῶδες γιὰ τὸ ὁποῖο οἱ Ἀθηναῖοι μπλέχτηκαν στὸν πελοποννησιακὸ πόλεμο· ὁ Ψευδο-Ξενοφῶν μας ἐκθέτει τίς ἰδέες πού ἀπασχολοῦσαν τίς «ἐταιρεῖες» πρὶν νὰ ἀποφασίσουν τὴν ἐπαναστάση τῶν Τετρακοσίων. Καὶ ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος ἀνήκουν ἀκόμη σὲ μιὰ ἐποχὴ ὅπου ὁ ἀπελευθερωνόμενος ἀτομικισμος δὲν τολμᾶ νὰ κάμει τίποτε ἐναντίον τῆς δημόσιας δύναμης, καί ὅπου οἱ ἀγῶνες μέσα στίς πόλεις ἔχουν περισσότερο πολιτικὸ παρὰ οἰκονομικὸ καὶ κοινωνικὸ χαρακτήρα. Ἀλλὰ θὰ ἔρθουν γενεὲς Ἀθηναίων πού δὲν θὰ ἀκούσουν πιὰ νὰ γίνεται λόγος γιὰ ὀλιγαρχία, καὶ πού θὰ μπορέσουν νὰ σπρώξουν τή δημοκρατικὴ ἀρχή ὥς τίς ἀκρότατες συνέπειές της, πού θὰ κυριαρχοῦνται ἀπὸ ἐγωιστικά καὶ καθαρὰ ὑλιστικὰ συμφέροντα· καταλαβαίνει κανεὶς αὐτό πού σκέφτηκαν τότε γιὰ τή δημοκρατία οἱ φιλόσοφοι. Ἀποτραβηγμένοι ἀπὸ τή δημόσια ζωή, δὲν ἔβλεπαν παρὰ μόνο τίς ἄσχημες πλευρὲς της, καὶ ἦταν τόσο περισσότερο ἕτοιμοι νὰ διογκώσουν τὸ κακό, ὄσο ἡ πολιτικὴ φιλοσοφία συνδεόταν μέσο ὅλων τῶν παραδόσεών της μὲ τὰ συμπόσια τῶν ἀριστόκρατικῶν «ἑταιρειῶν».

Τὴν πόλη, ὅπως τὴν ἔβλεπαν ὁ Πλάτων καὶ ὁ Ἀριστοτέλης, θὰ τὴν ξαναβροῦμε σε επόμενο άρθρο.

Χιόνι στο χιόνι

Λέγεται ότι μυστικισμός είναι να ανακαλύπτεις τη σημασία σ’ αυτά που δείχνουν ασήμαντα.

Να ανακαλύπτεις; Να σου αποκαλύπτεται; Είναι ένα ερώτημα που δεν είχε ποτέ μια γενική σίγουρη απάντηση. Ας υποθέσουμε εκείνο που δείχνει πιθανότερο: πως η δική μας θέληση και προσπάθεια έρχεται πάντα και συνεργάζεται με τη θέληση του αόρατου μυστηρίου, που νοιάζεται να οικονομεί τη ζωή προς το καλό, το αληθινό και το ωραίο.

Για πολλά χρόνια τώρα έδωσε κουράγιο και έμπνευση στους αναγνώστες του, εξαπλώνοντας τη φήμη του, μια φράση του Πάουλο Κοέλο: Όταν επιθυμείς κάτι πάρα πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις.

Πόσο θάρρος και ελπίδα χάρισε σε κόσμο και κόσμο η σύντομη τούτη διαβεβαίωση, πόσες ξεχασμένες λαχτάρες αφύπνισε και αναπτέρωσε.

Ο ουρανός περνάει από τη γη, η αιωνιότητα από την Ιστορία, το υπεραισθητό δεν υποβιβάζει το αισθητό, ούτε το θαύμα τη σωφροσύνη. Άλλο θαύμα κι άλλο τρέλα.

Λέει λοιπόν, με άλλα λόγια, πως: «εγώ σου προσφέρω την παράκλησή μου, αλλά εσύ κάνε “προς το συμφέρον της αιτήσεώς” μου.» Σου παραχωρώ δηλαδή την τελική απόφαση, ώστε εσύ, που είσαι πιο πάνω από μένα και γνωρίζεις τα περισσότερα, να κρίνεις αν πρέπει ή δεν πρέπει να ανταποκριθείς σ’ αυτό που ζητάω, να το αρνηθείς ή να το μεταλλάξεις προς το όντως συμφέρον της ψυχής μου και του βίου μου. Αυτό είναι η πίστη, η ταπείνωση, η ωριμότητα και η ελπίδα η αληθινή. Η ελπίδα που έχει ελπίδες. Όλα τα’ άλλα είναι μάγια που μόνο στο αδιέξοδο και στην παράνοια σε βγάζουν.

Όταν ρωτούσαν τον Γιώργο Σεφέρη ποιο ποίημα είναι ποίημα ωραίο, ποίηση γνήσια, και πώς το διακρίνει, εκείνος απαντούσε: «Δεν ξέρω! Δεν υπάρχει συνταγή. Είναι σαν αίσθηση. Το χτυπώ και ηχεί αληθινό ή όχι».

Το κριτήριο της αίσθησης είναι πολύ βαθύ κριτήριο. Θα έλεγε κανείς πως χρειάζεται ταλέντο για να το έχει κάποιος. «Το ένστικτό μου!» λέμε, ή «το μυρίζομαι!».

Ασφαλώς η άσκηση στη βαθιά γνώση, γιατί περί βαθιάς γνώσης πρόκειται, είναι πάντοτε ο δρόμος να αναπτύσσομαι και να φωτίζεται η αντίληψή μου. Χρειάζεται τη θέληση την έμπρακτη, την ιεράρχηση των σημαντικών, την προθυμία της παραίτησης από τα δευτερεύοντα προς χάριν των πρώτων, αν χρειαστεί, τη θυσία τους. Αυτό θα πει αληθινή θέληση, εντιμότητα θέλησης, και ετοιμότητα να μεγαλώσω. Όποιος θέλει τα πάντα δικά του, απομένει πάμφτωχος και έρημος, σκοτισμένος και γκρινιάρης. Δε γίνεται αυτό, ούτε ευημερεί ποτέ τόση αδυναμία και τόση εγωπάθεια.
 
Tο Καλό, το Αληθινό και το Ωραίο. Κι αυτά τα τρία πάνε πάντα μαζί. Το ωραίο έχει πνευματικότητα, έχει βυθό με συνεπή επίπεδα από κάτω κι εσύ το εισπράττεις, κυρίως έχει αυθεντικότητα που σε αναπαύει. «Το χτυπάς και ηχεί αληθινό ή όχι», όπως είπε ο Σεφέρης. Αυθεντικότητα είναι η αφανής, ειλικρινής ομορφιά κάτω από το εμφανές. Με την προσέγγιση, το επιφανειακά ωραίο θα γεννήσει κάποτε σε μια καθαρή καρδιά αμφιβολίες και υποψίες πως δεν είναι αυθεντικό. Θα σε βαρύνει με τον καιρό. Όσο και να γοητεύει δεν εμπνέει την εμπιστοσύνη του ακέραιου.

Δεν περιγράφονται αυτά, είναι βιώματα, είναι αίσθηση και διαίσθηση…

Μην λες λόγια του αέρα, όταν φυσήξει θα χαθούν

Άκου μάτια μου τι θέλω να σου πω και κράτα το αν θες, πέτα το αν δεν σου κάνει.

Από λόγια, όρκους και υποσχέσεις, προτιμώ εκείνα που δεν θα πεις και θα τα κάνεις πράξη.
Εκείνα γουστάρω.

Μην λες πολλά, μην ορκίζεσαι σε μεγάλες πράξεις και αιώνιες λέξεις.

Τίποτα δεν θα μετρήσει περισσότερο από εκείνες τις λέξεις που αντιστοίχισαν σε πράξεις.
Μην νομίζεις πως επειδή ακούω τις λέξεις σου, δεν ξέρω τις αλήθειες σου.

Όλες τις ξέρω. Μία - μία.

Πάντα τις ήξερα. Μία - μία.

Και όσα δεν έλεγες, εκείνα τα εκτιμούσα πιο πολύ γιατί τα κατάπιναν άλλοτε οι ενοχές σου κι άλλοτε ο φόβος σου.

Μην ξεχνάς πως αυτή η ρουφιάνα η μνήμη είναι ευλογία και κατάρα.

Και δεν είναι ότι δεν ξεχνάει τίποτα, είναι πως σε μια στιγμή ανύποπτη, μέσα σε μια στιγμή σιωπής και γαλήνης, συνδυάζονται όλα και τα κομμάτια που σου έλλειπαν από την εικόνα μπαίνουν ένα ένα μόνα τους στην θέση τους.

Γιατί εκείνο που δεν ξέρεις είναι πως μπορεί να έχω την υπομονή να φτιάξω το πιο δύσκολο puzzle, κομματάκι κομματάκι και εκεί, στο τελευταίο, να δώσω μια και να το διαλύσω όλο.

Φύση αυτοκαταστροφική κι αέρας χωρίς λογική, όρους κι όρια.

Αέρας που όταν φυσάει... ή τα ξεκαθαρίζει όλα ή φεύγει μακριά.

ΑΓΛΑΥΡΟΣ - ΑΓΛΑΥΡΙΔΕΣ - ΑΡΡΗΦΟΡΟΙ ή ΕΡΣΗΦΟΡΟΙ

Η γυναίκα του Κέκροπα λεγόταν Άγλαυρος ή Άγραυλος, (εκείνη δηλαδή που κατοικεί στους αγρούς). Ο χαρακτηρισμός
"δράκαυλος" (συγκάτοικος των φιδιών), αναφέρεται στην κόρη. Το ζευγάρι είχε τρείς κόρες με τα ονόματα της δροσιάς: Άγλαυρος-λαμπερή, Πάνδροσος-ολόδροση, Έρση-δροσιά. Πρόκειται για την πραγματική δροσιά, δώρο της σελήνης. Έλεγαν πως οι τρεις Αγλαυρίδες ήταν για τους Αθηναίους οι Μοίρες. Για την πρώτη, την Άγραυλο, έλεγαν πως γέννησε στον Άρη μια κόρη: την Αλκίππη, "τη γενναία φοράδα". Την Αλκίππη πήγε να βιάσει ο Αλιρρόθιος, γιος του Ποσειδώνα. Ο Άρης, όμως, πέτυχε το βιαστή την ώρα του βιασμού και τον σκότωσε. Τότε ο Ποσειδώνας ζήτησε να δικαστεί ο Άρης ενώπιον των θεών, οι οποίοι συνεδρίασαν σ΄ ένα χώρο της Αθήνας. Κι ο μεν Άρης απαλλάχθηκε, ενώ η τοποθεσία έμεινε γνωστή ως Άρειος Πάγος (Πάγος: βράχος, ο βράχος του Άρη), όπου και στα ιστορικά χρόνια λειτουργούσε το αρμόδιο για τους φόνους αθηναϊκό δικαστήριο.

Για την Έρση και τον Ερμή υπήρχε μια ερωτική ιστορία, όπου η Άγλαυρος, όπως και σε άλλες ιστορίες, έπαιξε τραγικό ρόλο. Οι τρεις αδερφές κατοικούσαν πάνω στην Ακρόπολη, όπως αργότερα οι Αρρηφόροι, δυο παρθένες Αθηναίες που υπηρετούσαν τη θεά της πόλης. Το σπίτι τους είχε τρεις χώρους.

Στη μέση κατοικούσε η Έρση. Ο Ερμής, είδε κάποτε τις τρεις κόρες του Κέκροπα, καθώς σε μια λατρευτική γιορτή φέρνανε πάνω στα κεφάλια τους τα ιερά καλάθια. Ερωτεύτηκε την Έρση που ήταν και η ωραιότερη. Στο σπίτι, αριστερά από την ΄Ερση κατοικούσε η Άγλαυρος και δεξιά η Πάνδροσος. Όταν ο Ερμής θέλησε να πλησιάσει την Έρση, παρακάλεσε την Άγλαυρο να τον παρουσιάσει στην αδερφή της. Η Άγλαυρος ζήτησε χρυσάφι γι΄ αυτή την εξυπηρέτηση. Αργότερα, όμως, την κυρίευσε τόσο πολύ ο φθόνος, ώστε δεν άφησε το θεό να περάσει ούτε με χρυσάφι.

Ο Ερμής εξοργίστηκε γι΄ αυτό και μεταμόρφωσε την Άγλαυρο σε πέτρινο άγαλμα μ΄ ένα χτύπημα του μαγικού ραβδιού του. Η Έρση γέννησε του θείου εραστή έναν ωραίο γιο, τον Κέφαλο, τον αγαπημένο της θεάς Ηούς. Σύμφωνα με την ιστορία των Κηρύκων των ελευσινίων μυστηρίων, η Έρση γέννησε τον πρώτο Κήρυκα. (Παυσανίας).

Στον Οβίδιο, η Άγλαυρος μεταμορφώνεται σε μαύρη πέτρα για να τιμωρηθεί επειδή προσέβαλε τον Ερμή, που αγαπούσε την αδερφή της την Έρση.

Σύμφωνα με την παράδοση, όταν κίνησαν κάποτε οι Ελευσίνοι κατά της Αθήνας, δόθηκε χρησμός ότι η πόλη θα λυτρωνόταν μόνο άν θυσιαζόταν ένας άντρας ή μια γυναίκα για χάρη της. Τότε πήγε η Άγλαυρος κι έπεσε από το βράχο της Ακρόπολης, κι όταν τελείωσε πλέον ο πόλεμος, ίδρυσαν οι Αθηναίοι κοντά στο ιερό των Διοσκούρων το τέμενος της Αγλαύρου, όπου στα ιστορικά χρόνια παραλάμβαναν οι έφηβοι τ΄ άρματά τους κι έδιναν τον όρκο της πίστης στην πατρίδα.

Μια, περισσότερο γνωστή παραλλαγή του μύθου, λέει πως η θεά Αθηνά έδωσε στις κόρες του Κέκροπα ένα κιβώτιο, όπου είχε κλείσει το μικρό Εριχθόνιο, με την παραγγελία να μην το ανοίξουν. Οι κοπέλες όμως το άνοιξαν, η θεά θύμωσε, τις τρέλανε, κι αυτές πήδηξαν από το βράχο, ή κατά μιά άλλη εκδοχή, τις σκότωσε το φίδι που προστάτευε τον Εριχθόνιο.

Οι Αθηναίοι είχαν συνείδηση για το πρωταρχικό τους αμάρτημα την πράξη των Κεκροπιδών. Εφτά αιώνες αργότερα, όταν τίποτα δεν απειλούσε την Αθήνα γιατί τα είχε χάσει όλα, εκτός από τα αγάλαματα, ο περιηγητής Παυσανίς έμεινε έκπληκτος από μια τελετή.

Κάθε χρόνο, κοντά στους ναούς της Πολιάδος Αθηνάς και της Πανδρόσου, της μοναδικής από τις Κεκροπίδες που είχε υπακούσει τη θεά, κατασκήνωναν για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα δυο παιδούλες, από εφτά μέχρι έντεκα χρόνων, επιλεγμένες από τον Άρχοντα Βασιλιά ανάμεσα στις πιο αρχαίες οικογένειες της Αθήνας. Είχαν μια αυλή στη διάθεσή τους όπου έπαιζαν. Στη μέση της αυλής υπήρχε το άγαλμα ενός παιδιού πάνω σε άλογο. Ονομάζονταν (όπως είδαμε πιο πάνω), αρρηφόροι ή ερσηφόροι, και το όνομά τους ερμηνευόταν ως "φορείς ακατονόμαστων αντικειμένων" (άρρητα) ή ως "φορείς δροσιάς". Ήταν και τα δύο.

Μια νύχτα, η ιέρεια της Αθηνάς παρουσιαζόταν στις δυο παιδούλες: "Αυτές μεταφέρουν στο κεφάλι ό,τι τους δώσει η ιέρεια της Αθηνάς η οποία δε γνωρίζει τι είναι αυτό που δίνει, όπως κι αυτές που το μεταφέρουν.". Ύστερα οι δυο παιδούλες μπαίνουν σ΄ ένα υπόγειο πέρασμα που περνά δίπλα από το ναό της Αφροδίτης των Κήπων, κατεβαίνοντας από την απόκρημνη βορινή πλευρά της Ακρόπολης. Φτάνοντας στο τέρμα της υπόγειας στοάς, "αποθέτουν αυτό που μετέφεραν και παίρνουν κάτι άλλο, εντελώς τυλιγμένο, και το μεταφέρουν πίσω.

Μια ανταλλαγή άγνωστων αντικειμένων, μια νυχτερινή και υπόγεια διαδρομή, δυο παιδούλες μόνες: αυτό σημαίνει τέλεση μυστηρίου. Έτσι οι Αθηναίοι έδειχναν στην Αθηνά με το γλαυκό βλέμμα ότι δεν είχαν ξεχάσει το φταίξιμό τους. Κανείς ποτέ δεν αποκάλυψε τι μετέφεραν στο κεφάλι τους οι αρρηφόροι. Αλλά πιο σημαντικό κι από το περιεχόμενο είναι το γεγονός ότι παρέμενε ανέπαφο και ότι οι δυο παιδούλες το μετέφεραν στο σκοτάδι.

Μετά την τελετή, τα παιδιά, στέλνονταν στα σπίτια τους. Τον επόμενο χρόνο θα έπαιρναν τη θέση τους άλλες. Και κάποια μέρα όλες θα θυμούνταν συγκινημένες την "υπέροχη διαπαιδαγώγηση" που τους είχε προσφέρει η Αθήνα. Έτσι μιλούσαν οι συντρόφισσες της Λυσιστράτης: "Στα εφτά μου χρόνια ήμουν αρρηφόρος. Στα δέκα αλετρίς, άλεσα τις ιερές πίτες στην υπηρεσία της αφέντρας. Ύστερα, φορώντας το χιτώνα στο χρώμα της ζαφοράς, ήμουν άρκτος στα Βραυβρώνεια και, όταν έγινα μια όμορφη νέαμ ήμουν κανηφόρος και μετέφερα μια γιρλάντα από ξερά σύκα". Είχαν διασχίσει το μυστήριο σαν κάποια αυλή παιχνιδιών και τώρα, αμπαρωμένες στην Ακρόπολη, αρνιόνταν στους κυριευμένους από τον πόθο συζύγους τους ν΄ αγγίξουν τα σώματά τους.

Τόσο η Άγλαυρος, όσο κι οι αδερφές της τιμούνταν πάντα από τους Αθηναίους. Από την Άγραυλο εξάλλου ονομάστηκε ένας δήμος της Αθήνας Αγραυλή ή Αγρυλή.

Όταν σου μάθουν κάτι επίμονα από τη νηπιακή ηλικία...

Όταν σου μάθουν κάτι επίμονα από τη νηπιακή ηλικία και μέσα στην αταβιστική χαραγή και σφυρηλάτηση για δεκάδες γενεές, τότε η δομή αυτή γίνεται θεμελιώδης στην υφή της ύπαρξης και της ουσίας σου.

Η κατατύπωση τούτη στη σκέψη, στο χαρακτήρα, στην κοσμοθεωρία σου, γίνεται κάτι σαν κληρονομικός κώδικας.

Δεν ξεριζώνεται με τίποτα. Για να το κατορθώσεις, πρέπει να γδάρεις το ίδιο το μυαλό σου. Όπως οεκδορέας γδέρνει το δέρμα του ζώου.

Θα χρειαστεί, δηλαδή, να ανασκάψεις ολόκληρη την ιστορία και τον πολιτισμό.

Γιατί υπάρχει ο έρωτας στη φύση και στη ζωή μας;

Ο έρωτας υπάρχει, για να διαιωνίζεται η συνέχεια των ειδών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η φύση έχτισε ετούτη τη συναρπαστική λειτουργία. Τη φύση ποσώς την ενδιαφέρει, αν υπάρχουμε εμείς σα μονάδες, σαν ατομικότητες.

Αν υπάρχεις εσύ κι εγώ, και περπατάς και χαίρεσαι - αν υπάρχει μια λεμονιά στον κάμπο και στα όρη λειώνει το χιόνι για να ποτίζουνται οι τρυφεροί της κλώνοι - αν υπάρχει απάνω στο δέντρο το μήλο και το ρόδι, η φύση αδιαφορεί ολοτελώς.

Δε φροντίζει για σένα, τίμιε αναγνώστη, η φύση περισσότερο, απ' όσο φροντίζει για σένα μια πέτρα που την πατάς μπροστά σου, ή τη βλέπεις χτισμένη στον τοίχο.

Τη φύση ένα την ενδιαφέρει, η διαιώνιση των ειδών. Να ζήσει το κάθε είδος όσο γίνεται πιο πολύ χρόνο. Δύο, πέντε, δέκα εκατομμύρια χρόνια.

Κι όταν θα εξαφανισθεί το κάθε είδος, αφού συντελεσθεί ο χρόνος που του ορίστηκε να ζήσει, η φύση θα το ταφιάσει και θα το κλάψει χωρίς δάκρυα και, γόους. Και ταυτόχρονα θα μεριμνήσει να το αντικαταστήσει με το καινούριο είδος.

Βρες μου μια θρησκεία, που ο ιδρυτής της να μην εστερέωσε το οικοδόμημα της απάνου στην θεμέλια πέτρα της πίστης για μια ζωή μετά θάνατο, κι εγώ θα σου δείξω πως η θρησκεία αυτή δεν έχει οπαδό ούτε τον ίδιο τον ιδρυτή της.

Δε μιλώ για το Βούδα. Γιατί η νιρβάνα είναι εγκατάλειψη, δεν είναι περηφάνεια.

Με τους θεούς και τις θρησκείες ευρήκαν το δρόμο τους, κι εμπήκαν στο δρόμο τους όλα τα λερωμένα και τ' άπλυτα της ιστορίας.

Ιερατείο, συναγωγή, κατήχηση. (Δε λέω την ωραία λέξη εκκλησία, γιατί είναι ελληνική και δηλώνει τον αγνό και ρωμαλέο δήμο). Το αφιόνι, η παράκρουση, ο φανατισμός. Το θεολογικό μίσος, το odium theologicum. Και από κοντά η δυσειδής μορφή και η δυσώδης σάρκα όλων αυτών των λειτουργημάτων. Το κηφηναριό δηλαδή και η παρασίτιση. Οι ομφαλοσκόποι, οι θεόπτες, οι δαιμονόβλαβοι και οι δαιμονοκρουσμένοι. Kαι ψηλά ψηλά, εκεί πια είναι και δεν είναι. Εκεί θα ιδείς τα ινστιτούτα της αμάθειας, και τις λαμπρές ακαδημίες του σκότους.

Δ. ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ - ΓΚΕΜΜΑ

Ελεύθεροι να επιλέγουμε ή ανίκανοι να επιθυμούμε;

Επειδή θέλουμε να πάμε εκεί όπου μας σπρώχνει ο άνεμος, πιστεύουμε ότι η κίνησή μας εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούλησή μας. Όταν ο άνεμος μας σπρώχνει προς την αντίθετη κατεύθυνση, κατηγορούμε τον εαυτό μας για έλλειψη βούλησης και αυτοπειθαρχίας. Υπάρχουν όμως και φορές που επικρατεί γαλήνη ή ο άνεμος φυσάει ταυτόχρονα λίγο πολύ από παντού- κι εμείς βρισκόμαστε ανάμεσα σε αντίθετες επιθυμίες.

Σε μια τέτοια κατάσταση μπορούμε εξίσου να αισθανθούμε είτε ότι βασανιζόμαστε από ασυμβίβαστες επιθυμίες είτε ότι στερούμαστε κινήτρου είτε ότι είμαστε αναποφάσιστοι και αδιάφοροι. Αφού τίποτα δεν μας σπρώχνει προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, νομίζουμε ότι θα έπρεπε να ήμασταν ελεύθεροι να διαλέξουμε τη μία ή την άλλη. Έχουμε έτσι την εντύπωση πως διαθέτουμε ελευθερία βούλησης, πως μπορούμε να προχωρήσουμε ή να οπισθοχωρήσουμε, να δεχθούμε ή να αρνηθούμε, να πιούμε ή να φάμε, γιατί τελικά το ίδιο μας κάνει. Το να διαλέξουμε τη μία ή την άλλη από αυτές τις δυνατότητες φαίνεται να μην απαιτεί παρά μια μικρή προσπάθεια της θέλησής μας. Κι όμως, η κατάσταση αυτή δεν δείχνει την ελευθερία της βούλησής μας, αλλά την αναποφασιστικότητα των επιθυμιών μας. Και έχουμε κάθε λόγο να στοιχηματίσουμε πως, όταν καταλήγουμε να πάρουμε μια απόφαση, δεν είναι επειδή η θέλησή μας έκανε την επιλογή της, αλλά επειδή ο συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στις αντίθετες επιθυμίες μας άλλαξε και κάποια από αυτές κατάφερε να επιβληθεί.

Πρόσφατα πειράματα στη νευροβιολογία επιβεβαιώνουν σημείο προς σημείο αυτό που ο Σπινόζα διαισθάνθηκε. Μελετώντας τις κινήσεις των νευρώνων σε άτομα που είχαν κληθεί να πάρουν μια απόφαση, ο Μπέντζαμιν Λάιμπετ απέδειξε ότι συνειδητοποιούμε πως παίρνουμε μια απόφαση μισό με ένα δευτερόλεπτο μετά την ανταλλαγή νευρο- διαβιβαστών, η οποία είναι η αιτία αυτής της απόφασης. Οι πραγματικές αποφάσεις μας λαμβάνονται εν αγνοία μας και ανεξάρτητα από το τι θέλουμε ή δεν θέλουμε. Η συνειδητή απόφαση -η προσπάθεια της βούλησης για την οποία τόσο πολύ καμαρώνουμε- έρχεται πολύ αργά ώστε να έχει την παραμικρή επίδραση στις ενέργειές μας· δεν είναι παρά ένα επιφαινόμενο, ο απόηχος ή ο ίσκιος των πραγματικών δυνάμεων που μας κάνουν να ενεργούμε. Άρα είχε δίκιο ο Σπινόζα όταν έγραφε πριν από τριακόσια και πλέον χρόνια:

«Οι άνθρωποι σφάλλουν ως προς την πεποίθησή τους πως είναι ελεύθεροι, η οποία βασίζεται μόνο στο ότι έχουν συνείδηση των ενεργειών τους και άγνοια των αιτίων από τα οποία αυτές καθορίζονται. Άρα η ιδέα της ελευθερίας τους έγκειται στο ότι δεν γνωρίζουν κανένα αίτιο των ενεργειών τους. Διότι όταν λένε ότι οι ανθρώπινες ενέργειες εξαρτώνται από τη βούληση, δεν έχουν ιδέα για τι μιλάνε. Όλοι αγνοούν πράγματι τι είναι η βούληση και πώς κινητοποιεί το σώμα, ενώ όσοι διατυμπανίζουν άλλα και πλάθουν με το μυαλό τους έδρες και ενδιαιτήματα της ψυχής, προκαλούν συνήθως γέλιο ή αηδία».

ΣΠΙΝΟΖΑ, Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ

Η ώριμη ερωτική αγάπη

Η παιδαριώδης αγάπη ακολουθεί την αρχή: «Αγαπώ επειδή με αγαπούν». Η ώριμη αγάπη ακολουθεί την αρχή «με αγαπούν επειδή αγαπώ». Η ανώριμη αγάπη λέει: «Σ’ αγαπώ επειδή σε χρειάζομαι». Η ώριμη αγάπη λέει: «Σε χρειάζομαι επειδή σ’ αγαπώ».

Αν αγαπώ πραγματικά έναν άνθρωπο, τότε αγαπώ όλους τους ανθρώπους, αγαπώ όλον τον κόσμο, αγαπώ τη ζωή

Αν ένα πρόσωπο αγαπά μονάχα ένα άλλο πρόσωπο και αδιαφορεί για τους άλλους συνανθρώπους του, η αγάπη του δεν είναι αγάπη, αλλά μεγενθυμένος εγωισμός.Αν αγαπώ πραγματικά έναν άνθρωπο, τότε αγαπώ όλους τους ανθρώπους, αγαπώ όλον τον κόσμο, αγαπώ τη ζωή.Αυτή είναι η αδελφική αγάπη και βρίσκεται στη βάση κάθε άλλης αγάπης.

Η σεξουαλική επιθυμία μπορεί να διεγερθεί από την α .γωνία της μοναξιάς. Καμιά φορά από ματαιοδοξία. Η πηγή της μπορεί να είναι η επιθυμία για κατάκτηση, για εκδίκηση ή για καταστροφή. Η αγάπη είναι μόνο ένα από τα δυνατά συναισθήματα που μπορούν να προκαλέσουν σεξουαλική επιθυμία. Οι περισσότεροι άνθρωποι εύκολα ξεγελιούνται και πιστεύουν ότι είναι ερωτευμένοι όταν επιθυμούν ο ένας τον άλλον σεξουαλικά. Η αγάπη μπορεί να εμπνεύσει την επιθυμία για σεξουαλική ένωση κι όταν γίνει αυτό, η σωματική σχέση είναι ένα με την τρυφερότητα. Αν η επιθυμία για σωματική ένωση δεν έχει προκληθεί από αγάπη, τότε ποτέ δεν οδηγεί σε κάτι πέρα από μια φευγαλαία ένωση.

Η ώριμη ερωτική αγάπη θα πρέπει να είναι ουσιαστικά, μια πράξη θέλησης. Να δεσμεύει κανείς τη ζωή του απόλυτα στη ζωή ενός άλλου προσώπου. Το να αγαπά κανείς κάποιον δεν είναι απλώς ένα δυνατό συναίσθημα – είναι μια απόφαση, μια κρίση, μια υπόσχεση. Η αγάπη δεν είναι αποτέλεσμα σεξουαλικής ικανοποίησης. Αντίθετα, η σεξουαλική ευτυχία – ακόμα και η γνώση της λεγόμενης σεξουαλικής τεχνικής – είναι αποτέλεσμα της αγάπης. Αν ένα ανίκανο ή ψυχρό πρόσωπο μπορέσει να αναδυθεί από το φόβο ή το μίσος και να αγαπήσει, τότε τα σεξουαλικά προβλήματα του λύνονται. Αν δεν μπορέσει, τότε καμιά σεξουαλική τεχνική δεν θα τον βοηθήσει.

Οι πραγματικές συγκρούσεις δεν είναι καταστρεπτικές. Όταν αντιμετωπιστούν τίμια, οδηγούν σε ένα ξεκαθάρισμα από το οποίο και οι δύο βγαίνουν κερδισμένοι σε δύναμη και γνώση. Η αγάπη είναι εφικτή μόνο αν δυο πρόσωπα επικοινωνούν μεταξύ τους από το κέντρο του είναι τους και αν δεν προσπαθούν να αποφύγουν τα προβλήματά τους.

Μόνον ο άνθρωπος που έχει πίστη στον εαυτό του μπορεί να είναι πιστός στους άλλους. Η αγάπη είναι μια δύναμη που παράγει αγάπη. Η ικανότητα να αγαπά κανείς σαν μια πράξη δοσίματος, εξαρτάται από το κατά πόσο ο χαρακτήρας του ανθρώπου έχει εξελιχτεί πέρα από την ανάγκη της εξάρτησης, από την αγάπη του εαυτού του, από την επιθυμία να χρησιμοποιεί και να εκμεταλλεύεται τους άλλους ή να συσσωρεύει. Αγαπώ σημαίνει εγκαταλείπομαι χωρίς καμία εγγύηση, δίνομαι εντελώς ελπίζοντας ότι η αγάπη μου θα αφυπνίσει την αγάπη στον άλλον.

Έριχ Φρομ, Η τέχνη της αγάπης

Διαβήτης, Γρίπη, Ανεμοβλογιά: Η γλωσσική ιστορία των ασθενειών του ανθρώπου

Διαβήτης: Φυσικά δεν υπάρχει καμιά σχέση ετυμολογική της ασθένειας με το διαβήτη, το γνωστό όργανο της γεωμετρίας. Το όνομα της πάθησης αποδίδεται στο Δημήτριο από την Aπαμαία της Bιθυνίας, έναν Aλεξανδρινό γιατρό που έζησε το 2ο π.X αιώνα.

Η ονομασία προήλθε από το ρήμα «διαβαίνω», χαρακτηρίζοντας έτσι την κατάσταση κατά την οποία το νερό, που ακατάπαυστα λαμβάνει ο άρρωστος για να ικανοποιήσει το έντονο αίσθημα δίψας που έχει, “διαβαίνει”, σαν μέσα από ένα σιφώνιο αναλλοίωτο και καταλήγει στα ούρα. Μέχρι τότε ο διαβήτης είχε άλλο όνομα.

Τον ονόμαζαν “Δίψα” ή “Δίψακο” από το όνομα ενός φιδιού που το δάγκωμά του προκαλούσε ακατάσχετη δίψα. Όμως οι γιατροί της αρχαιότητας δεν παρατήρησαν τη γλυκύτητα των ούρων των διαβητικών . Αυτό το πέτυχε το 1674 ο Thomas Willis και τότε για πρώτη φορά προστέθηκε το επίθετο σακχαρώδης που προσδιορίζει και συνοδεύει το ουσιαστικό διαβήτης.

Γρίπη: Αρχικά ονομαζόταν «γρίππη» με δυο (π), από τη Γαλλική λέξη “La Grippe”,που σημαίνει “αρπάζω απότομα”, έχοντας τις ρίζες της στην αρχαία Αγγλική λέξη “gripan”, που έχει ανάλογη ετυμολογία. Στις μέρες μας έχει επικρατήσει στο ελληνικό λεξιλόγιο ως γρίπη επειδή η ασθένεια μας αρπάζει απότομα, μας κυριεύει ξαφνικά.

Ηπατίτιδα: Ήπαρ+ίτιδα (κατάληξη που δηλώνει φλεγμονή). Η ετυμολογία της λέξης ήπαρ προέρχεται πιθανόν από το ρήμα ηπάομαι= επιδιορθώνω, επισκευάζω καθώς θεωρείται πως με την παραγωγή αίματος «επιδιορθώνει» προβλήματα του σώματος. Σήμερα βέβαια συνηθέστερα ονομάζεται συκώτι. Η λέξη αυτή προέρχεται από το συκωτόν (<σύκο) ήπαρ, που δήλωνε το ήπαρ των ζώων που είχαν τραφεί με ξηρά σύκα.

Το σύκο διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στο διαιτολόγιο των αρχαίων Ελλήνων. Το εκτιμούσαν ιδιαίτερα και μάλιστα τάιζαν ορισμένα ζώα (ιδίως χήνες και γουρούνια), αποκλειστικά ή σχεδόν με σύκα, ώστε το ήπαρ τους να νοστιμίσει. Αυτό το έδεσμα το ονόμαζαν, πολύ λογικά, «συκωτόν ήπαρ» και ήταν ανάλογο του σημερινού φουαγκρά. Με τον καιρό, το ουσιαστικό εξέπεσε και παρέμεινε το επίθετο, «συκωτόν», το οποίο έφτασε να χαρακτηρίζει, όχι μόνον το ειδικά προετοιμασμένο συκώτι, αλλά το συκώτι γενικά.

Τερηδόνα: Στα αρχαία ελληνικά, η λέξη "τερηδών" σημαίνει το "σκουλήκι που τρυπάει το ξύλο". Το ρήμα από το οποίο προκύπτει είναι το "τείρω", το οποίο σημαίνει "φθείρω, καταστρέφω". Το δεύτερο συνθετικό της είναι το δόντι, ο "οδούς". Οπότε στο σύνολο της σημαίνει αυτό που καταστρέφει το δόντι.

Μυωπία: από το ρήμα μύω (κλείνω ελαφρά τα μάτια)+ωψ (βλέμμα, όψη). Οι μύωπες έχουν την συνήθεια να μισοκλείνουν τα μάτια για να δουν καθαρότερα.

Πρεσβυωπία: από το αρχαίο πρέσβυς (ο μεγάλος σε ηλικία) + ώψ (βλέμμα, όψη). Η μείωση της ικανότητας της όρασης των ηλικιωμένων να διακρίνουν αντικείμενα σε κοντινή απόσταση.

Ανεμοβλογιά (ή σωστότερα ανεμευλογιά): Σύνθετη λέξη από το άνεμος (μεταφέρεται με τον άνεμο) και ευλογία. Πρόκειται για ευφημισμό, καθώς κάθε άλλο παρά ευλογία είναι τέτοιου είδους λοιμώξεις. Το συγκεκριμένο σχήμα λόγου χρησιμοποιήθηκε ώστε να αποφευχθεί η αναφορά σε λέξη που θεωρείται κακή ή δυσοίωνη.

Σταφυλόκοκκος: σταφυλή<σταφυλίς+κόκκος: βακτήριο οι συγκεντρώσεις του οποίου στο μικροσκόπιο μοιάζουν με τσαμπί από σταφύλι.

Κίρρωση: γαλλ. cirrhose < αρχ. κιρρός = κιτρινωπός από το κίτρινο χρώμα του προσώπου του ασθενούς.

Επιληψία: από το ρήμα επιλαμβάνω που σημαίνει προσβάλλω, επιτίθεμαι. Δηλώνει μια ασθένεια που «επιτίθεται» ξαφνικά στον οργανισμό και τον «καταλαμβάνει», με αποτέλεσμα ο ασθενής να παθαίνει σπασμούς και να χάνει τις αισθήσεις του.

Άσθμα: σημαίνει δυσκολία στην αναπνοή και κυρίως στην εκπνοή και προέρχεται από τα ρήματα άω και αάζω. Το ρήμα αάζω, σημαίνει εκπνέω, εκπέμπω πνοή και είναι ηχοποίητη λέξη από το ρήμα άω (πνέω, φυσώ) .

Αιμορροΐδες: Η ετυμολογία της ονομασίας προέρχεται από τις λέξεις «αίμα» και «ρέω», δηλαδή το αίμα που ρέει από τον πρωκτό και το οποίο αποτελεί το κύριο σύμπτωμα των αιμορροΐδων.

Στηθάγχη: από το στήθος+άγχω (πνίγω, σφίγγω) = το σφίξιμο στο στήθος

Φλεγμονή: από το ρήμα φλέγω διότι ένα σημείο του σώματος «φλέγεται» και εμφανίζει ερυθρότητα, θερμότητα, πόνο.

Ειλεός: από το ρήμα είλω, που σημαίνει φράζω, συστρέφω. Έτσι υπάρχει αδυναμία προώθησης και αποβολής του εντερικού περιεχομένου που προκαλεί έντονο πόνο.

Οστρακιά: από τη λέξη όστρακο. Εκτός από το σκληρό οστεώδες περίβλημα ασπόνδυλων ζώων, σημαίνει και κομμάτι πήλινου αγγείου. Σε τέτοιου είδους πήλινες πλάκες ερυθρού χρώματος, χάραζε στην αρχαιότητα ο Αθηναίος πολίτης το όνομα προσώπου, κυρίως πολιτικού, που έκρινε ότι έπρεπε να εξοριστεί. Να εξοστρακιστεί. Επειδή λοιπόν το χρώμα του εξανθήματος της οστρακιάς έμοιαζε με αυτό του αρχαίου οστράκου δόθηκε στο εξανθηματικό νόσημα το όνομα οστρακιά.

Παγκρεατίτιδα: από τη λέξη πάγκρεας +ίτιδα (που δηλώνει φλεγμονή). Για την λέξη πάγκρεας υπάρχει η απόψη ότι ετυμολογείται από τις λέξεις παν+κρέας επειδή αποτελείται μόνο από σάρκα χωρίς να περιέχει καθόλου χόνδρο ή ιστό. Μια δεύτερη άποψη υποστηρίζει πως παράγεται από τις λέξεις παγ-όω(παχύς)+κρέας επειδή αποτελεί παχύ αδένα του σώματος.

Kαρκίνος: Συνδέεται με το λατ. cancer =κάβουρας και το αρχ. ινδ. Karkata=κάβουρας.
Ο Ιπποκράτης χρησιμοποίησε τους όρους «καρκίνος» και «καρκίνωμα» για να περιγράψει διάφορους όγκους που εμφάνιζαν εσωτερικά ή εξωτερικά έλκη και διογκώσεις. Στην Ελληνική γλώσσα οι λέξεις αυτές αναφέρονται στα καβούρια, τα οποία θυμίζουν τον καρκίνο, αφού οι ακτινωτές μεταστάσεις των καρκινικών κυττάρων, φέρνουν αμυδρά στο μυαλό τη μορφή που έχουν τα πόδια και οι δαγκάνες του καβουριού.

Θυρεοειδής: Ο όρος χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά το 1656 από τον Thomas Wharton. Ο Wharton χρησιμοποίησε τον όρο όχι για το σχήμα του αδένα αλλά για το σχήμα του χόνδρου στον οποίο βρίσκεται ο θυρεοειδής αδένας, που μοιάζει με είδος ασπίδας, τον θυρεό.

Καρωτίδα: ονομάσθηκε η αρτηρία που φέρει το αίμα στο κεφάλι διότι κατά την πίεσή της ο άνθρωπος μένει άφωνος, «καρώδης», νυσταλέος. Παράγεται από το αρχαίο ρήμα καρώ= αποκοιμίζω, ναρκώνω

Αμφιβληστροειδής: το τμήμα του ματιού που μοιάζει με αμφίβληστρο δηλαδή με αλιευτικό δίχτυ.

Μήτρα: από το αρχαίο μήτηρ, η μητέρα-η δημιουργός των βρεφών.

Διάφραγμα: το σημείο που διαφράττει, δηλαδή χωρίζει τον θώρακα από την κοιλία.

Έντερο: έν + κατάληξη συγκριτικού βαθμού –τέρον: το όργανο που βρίσκεται σε βαθύτερο μέρος από τα υπόλοιπα.

Νεφρά: Από το ρήμα νείφομαι= βρέχομαι γιατί τα νεφρά βρέχονται από τα ούρα.

Εγκέφαλος: ονομάσθηκε έτσι διότι κείται, βρίσκεται μέσα στο κεφάλι (εν+κεφάλι).

Στομάχι: από το στόμα και το ρήμα χέω γιατί μέσω αυτού οι τροφές χέονται, μεταφέρονται στην κοιλιά.

Οισοφάγος: οἴσω (μέλλοντας του φέρω) + φάγος (< ἔφαγον, αόριστος του ἐσθίω= τρώγω). Άρα οισοφάγος σημαίνει το μέρος / όργανο εκείνο του οργανισμού, που φέρνει το φαγητό προς το πεπτικό μας σύστημα

Πέψη: από το ρήμα πέσσω, που σημαίνει χωνεύω, μαλακώνω.

Είσαι ελεύθερος να πιστέψεις σε αυτό που θα σε σώσει και θα σε πάει μπροστά

Από μια ηλικία κι ύστερα ο κοσμάκης δε θέλει να γνωρίζει, δε θέλει να θυμάται. Ναρκώνεται και χορεύει, χωρίς καμιά αντίσταση πια, στο σκοπό που του παίζουν. Με λίγα λόγια, απελπίζεται και προσπαθεί να υπάρξει με τα λίγα ξεροκόμματα που του πετούν έτσι ώστε να ξεχνιέται πού και πού και μην τρελαθεί εντελώς. Γι αυτό εκείνο που τους συγκινεί όλους είναι το πρόχειρο και το επιπόλαιο. Δε θέλουν να γυρίζουν στο σπίτι τους με το κεφάλι τους βαρύ από σκέψεις. Το πρόχειρο και το επιπόλαιο βασιλεύουν. Αυτό που θα τους βοηθούσε το αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι.

Το μόνο που ζητάνε είναι να περνάνε καλά χωρίς να σκέφτονται τίποτα. Όσα τραβάνε όλη μέρα τα βράδια θέλουν να τα ξεχνούν, έστω και με τη βοήθεια των ηρεμιστικών. Πάνω από τα τρία τέταρτα του πληθυσμού τα χρησιμοποιεί αυτά τα χάπια. Δε γίνεται αλλιώς όταν ζεις μια ανάποδη ζωή και δεν το παραδέχεσαι. Κάθε ώρα και στιγμή ο κρημνός χάσκει κάτω από τα πόδια σου και πρέπει να θολώνεις τη ματιά σου για να μη βλέπεις το χάος. Δέντρα στην άκρη που δεν κάνουν πια φρούτα. Όλα τέλεια μελετημένα, περικυκλωμένοι από παντού, παγιδευμένοι μέσα σε έναν ξέφρενο ρυθμό αυτοθυσίας, περίκλειστοι στο νου και στην καρδία πορεύονται στη ζωή τους χωρίς να μπορούν να κάνουν κιχ! Όλα απαγορευμένα και όλα δήθεν ελεύθερα.

Οι εμπειρίες του κοσμάκη ευνουχίζονται στη γέννησή τους και απαγορεύεται να σε οδηγήσουν σε κάποιο συμπέρασμα. Δεν πρέπει να ξέρεις τι είναι αυτό που ζεις. Γιατί αν καταλήξεις κάπου, θα αντιδράσεις. Κι αν αντιδράσεις, από τη μια στιγμή στην άλλη θα πεταχτείς έξω, κάτω στο δρόμο, θα γίνεις το προς αποφυγήν παράδειγμα για τους άλλους, τους υπάκουους και προσαρμοσμένους.
Ούτε επιτρέπεται να έχεις αμφιβολίες και ερωτήματα και να μισοϋποψιάζεσαι την αλήθεια. Γιατί αυτό θα σε μπερδέψει και θα σε καθυστερήσει. Κι αν καθυστερήσεις, άλλοι πιο σίγουροι, που τρέχουν με εκατό, θα σε παραμερίσουν και θα αρπάξουν τη θέση σου. Είπαμε, εδώ η κόλαση και ο παράδεισος. Πρέπει να τους παραμερίσεις όλους και να αρπάξεις αυτό που σου ανήκει πριν σε προλάβουν στη μέση του δρόμου τα γηρατειά. Δεν πρέπει να δείχνεις έλεος και να διστάζεις` σε κυνηγάει το αγριόσκυλο του χρόνου και το μαστίγιο του ανταγωνισμού σου οργώνει την πλάτη όταν λιποψυχάς. Δεν πρέπει να δείχνεις έλεος ούτε στον εαυτό σου ούτε στους άλλους γύρω. Πρέπει να κόβεις κομμάτια το σώμα σου και τη ζωή σου και να τα εξαργυρώνεις. Έτσι δημιουργείται ο πλούτος και οι άλλοι θησαυρίζουν από την αυτοθυσία σου. Έτσι κινείται η αγορά. Έτσι κρατιέται αναμμένο το καμίνι της ανάπτυξης και της προόδου. Με την αυτοθυσία και την αυταπάρνηση.

Είσαι ελεύθερος να πιστέψεις σε αυτό που θα σε σώσει και θα σε πάει μπροστά. Είσαι ελεύθερος να αγοράζεις άχρηστα πράγματα που νομίζεις ότι θα σε κάνουν ευτυχισμένο. Είσαι ελεύθερος να περιφρουρείς και να βάζεις σε τάξη τον εαυτό σου. Είσαι ελεύθερος να πολεμάς στα βουβά τους άλλους γύρω και να βγαίνεις νικητής με δύο τρία αυτοκίνητα παραπάνω. Μεγάλες ελευθερίες που σε κατατρώνε αλλά και σε κάνουν ευτυχισμένο. Μια καθημερινή σφαγή σαν γέννηση, μια αυτοθυσία σαν πανηγύρι. Όλα ακριβοζυγισμένα, όλα προμελετημένα` και τα αισθήματα, και οι σκέψεις, και τα τραγούδια, και τα βιβλία, και οι πολιτικές τους, όλα βοηθούν στο καθημερινό μας κομμάτιασμα που το θεωρήσαμε σαν την τελευταία σωτηρία. Μας είπαν ψέματα, μας ξεγέλασαν, μας παραζάλισαν και μέχρι να καταλάβουμε σε τι κάτεργο μας έριξαν, τα ψέματά τους είχαν γίνει τρόπος ζωής, είχαν θρέψει πάνω μας. Μπήκαν στα τρίσβαθα της ψυχής και του νου μας και μας μπόλιασαν. Και άντε τώρα να βγουν αυτές οι ρίζες. Τραβούσαμε μπροστά μέχρι να καταντήσουμε ξερά κουφάρια, που όταν έρχεται η στιγμή τα παίρνει ο άνεμος και τα ρίχνει στη θάλασσα για να καταντήσουν σαν βρόμικα παλιόρουχα στον σκουριασμένο της βυθό.

ΑΝΝΙΒΑΣ - Ο Α’ Β’ Γ’ ΚΑΡΧΗΔΟΝΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ (ΜΕΡΟΣ Β')

Α’ Β’ Γ’ ΚΑΡΧΗΔΟΝΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Μάχη των Καννών (216 π.Χ.)

Το 216 π.Χ. στις 2 Αυγούστου : Η μάχη των Καννών: Ο στρατηγός των Καρχηδονίων, Αννίβας, συντρίβει τις Rωμαϊκές λεγεώνες. 50.000 Ρωμαίοι πέφτουν στο πεδίο της μάχης. «Hannibal ante portas» αναφωνούν οι Ρωμαίοι. Η μάχη των Κανών ήταν μια από τις μεγαλύτερες ανθρωποσφαγές στα χρονικά της ιστορίας αλλά και αιώνια απόδειξη της ιδιοφυΐας του Αννίβα.

Η Μάχη των Καννών (Cannensis pugna), σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς αποτελεί μια από τις σημαντικότερες μάχες του Δεύτερου Καρχηδονιακού Πολέμου και διεξήχθη στις 2 Αυγούστου του 216 π.Χ., στις Κάννες της περιφέρειας Απουλίας, στη Νότιοανατολική Ιταλία. Ο στρατός της Καρχηδόνας, υπό την ηγεσία του στρατηγού Αννίβα Βάρκα νίκησε με αποφασιστικό τρόπο τον αριθμητικά μεγαλύτερο στρατό της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, υπό την ηγεσία των υπάτων Λεύκιου Αιμίλιου Παύλου και Γάιου Τερέντιου Βάρρωνος...

Θεωρείται μια από τις πιο ένδοξες μάχες εκείνης της περιόδου, καθώς αποτελεί και τη δεύτερη μεγαλύτερη ήττα των Ρωμαίων στη στρατιωτική τους ιστορία (μετά τη ήττα στο Αραύσιο το 105 π.Χ.) Στα χρονικά της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας ελάχιστες είναι εκείνες οι μάχες που νικήθηκαν αποκλειστικά με τη χρήση ενός ιδιοφυούς στρατηγήματος, που ήταν δηλαδή το προϊόν κατά βάση της ευφυΐας και της τακτικής αντίληψης ενός στρατηγού. Μεταξύ αυτών η μάχη των Καννών κατέχει μία εξέχουσα θέση.

Η τακτική ιδιοφυία του μεγάλου Καρχηδόνιου πολέμαρχου Αννίβα Μπάρκα, που είχε ήδη αποδειχτεί σε μία μεγάλη σειρά μαχών από τη νότια Ιβηρική έως την κεντρική Ιταλία, βρήκε την απόλυτη έκφρασή της σε μια σύγκρουση που έμεινε στην ιστορία ως η πρώτη πλήρης εφαρμογή της τακτικής της διπλής υπερκέρασης, μια κίνηση που θα ήταν πλέον γνωστή ως «ο Ελιγμός των Καννών» και θα καθίστατο στόχος ζωής για όλους τους μεγάλους στρατιωτικούς ηγέτες της ιστορίας, που προσπάθησαν να επαναλάβουν αυτήν την εκπληκτική νίκη του Αννίβα.

Στις Κάννες ο Αννίβας αντιμετώπισε το σύνολο των δυνάμεων που μπορούσε να κινητοποιήσει η πανίσχυρη πόλη-κράτος της Ρώμης, μαζί με τους δεκάδες συμμάχους και υποτελείς της από ολόκληρη την Ιταλική χερσόνησο. Ο ίδιος είχε στη διάθεση του ένα πολύ μικρότερο στράτευμα, αποτελούμενο κυρίως από Κέλτες (Γαλάτες), Ίβηρες και Αφρικανούς μισθοφόρους, με αξιωματικούς Καρχηδόνιους αλλά και μερικούς Έλληνες. Παρόλα αυτά, όχι μόνο κέρδισε τη μάχη, αλλά πέτυχε και να εξοντώσει τις δυνάμεις του αντιπάλου του.

Μετά από τις ήττες στον ποταμό Τρέβιο και στη Μάχη της λίμνης Τρασιμένης (Λατ. Thrasymenne ή Trasimenne), οι Ρωμαίοι αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν μετωπικά τον Αννίβα στις Κάννες, έχοντας στη διάθεσή τους συνολικά 87.000 στρατιώτες. Το Ρωμαϊκό πεζικό στη μάχη είχε βαθύτερο σχηματισμό από ό,τι συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, και ο Αννίβας αποφάσισε να τους αντιμετωπίσει χρησιμοποιώντας την τακτική της διπλής υπερκέρασης. Αυτή η τακτική είχε ως αποτέλεσμα τον αποδεκατισμό του ρωμαϊκού στρατού στη μάχη, καθώς επίσης και την υποταγή μερικών σύμμαχων της Ρώμης στον Αννίβα.
 

Προς τις Κάννες

Ο πόλεμος που έμεινε στην ιστορία ως «Β΄ Καρχηδονιακός πόλεμος» είχε ξεκινήσει μετά από τις κινήσεις του Αννίβα στην Ιβηρική, που τότε ήταν η περιοχή όπου συγκρούονταν η σφαίρα επιρροής της Καρχηδόνας με αυτήν της Ρώμης. Ο Αννίβας συγκέντρωσε ένα μεγάλο στράτευμα, πάνω από 50.000 πεζούς, 9.000 ιππείς και 37 ελέφαντες και επιχείρησε να μεταφέρει τον πόλεμο στην Ιταλική χερσόνησο, βάζοντας ως στόχο την καταστροφή της πηγής της Ρωμαϊκής δύναμης και την απόσπαση των συμμάχων της Ρώμης από τον εναγκαλισμό της Αιώνιας Πόλης.

Παράλληλα, είχε την πεποίθηση ότι θα τον ακολουθούσαν – όπως και έγινε – οι Γαλατικές φυλές του Ιταλικού Βορρά. Ο Αννίβας έχασε ένα μεγάλο μέρος του στρατεύματος του (περίπου το μισό) προσπαθώντας να περάσει τις Άλπεις, ωστόσο όταν βρέθηκε στην κοιλάδα του Πο αναπλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών του με τους πρόθυμους Γαλάτες, που βρήκαν στο πρόσωπο του τον ηγέτη που θα τους οδηγήσει ενάντια στους Ρωμαίους εχθρούς τους και φυσικά προσβλέποντας σε πλούσιο πλιάτσικο.

Ο Αννίβας αντιμετώπισε στη συνέχεια τρεις φορές σε μεγάλες μάχες τις δυνάμεις που έστειλε ενάντιά του η Ρώμη και τις κατανίκησε στον ποταμό Τικίνο, στις όχθες του ποταμού Τρέβια και σε αυτές της λίμνης Τρασιμένης.

Μετά από αυτές τις συμφορές οι Ρωμαίοι προσπάθησαν να αναδιοργανωθούν και άρχισαν ένα εντατικό πρόγραμμα εκπαίδευσης νέων λεγεώνων, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσαν να βρουν τους κατάλληλους ηγέτες για να αντιμετωπίσουν τον ιδιοφυή Αφρικανό. Στο μεταξύ ο Αννίβας λεηλατούσε την ύπαιθρο της Ιταλίας και προσπαθούσε να πείσει τους συμμάχους της Ρώμης να αποστατήσουν, πετυχαίνοντας όμως πολύ φτωχά αποτελέσματα.

Το 216 π.Χ. οι Ρωμαίοι θεώρησαν ότι ο κόμπος είχε φθάσει στο χτένι. Ο Αννίβας λεηλατούσε συστηματικά την Απουλία, όπου πολλοί πλούσιοι Ρωμαίοι είχαν τις περιουσίες τους και αψηφούσε με θράσος την ισχύ της Ρώμης. Η Σύγκλητος εμπιστεύτηκε τις τύχες του τεράστιου στρατού που είχε συγκεντρώσει σε δύο νέους Ύπατους, τον Κάιο Τερέντιο Βάρρο (Caius Terentius Varro) και τον Λούκιο Αιμίλιο Παύλο(Lucius Aemilius Paullus) και τους έδωσε εντολή να βρουν τον εχθρό και να τον εμπλέξουν σε μάχη κάτω από τις ευμενέστερες συνθήκες, ώστε να τον συντρίψουν και να απομακρύνουν τον κίνδυνο από τη Ρώμη.
 

Στρατηγικό Πλαίσιο

Λίγο μετά την έναρξη του Δεύτερου Καρχηδονιακού Πολέμου, ο Καρχηδόνιος στρατηγός Αννίβας είχε διασχίσει την Ιταλία δια μέσου των Άλπεων, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, και είχε νικήσει τους Ρωμαίους στον ποταμό Τρέβιο και στη λίμνη Τρασιμένη. Ύστερα από αυτές τις ήττες, οι Ρωμαίοι διόρισαν ως δικτάτορα τον Φάβιο Μάξιμο, για να αντιμετωπίσει την Καρχηδονιακή απειλή.

Ο Φάβιος αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την τακτική της καμένης γης κατά του Καρχηδονιακού στρατού, κόβοντας τις γραμμές ανεφοδιασμού του τελευταίου και προσπαθώντας να αποφύγει την ανοιχτή σύγκρουση. Αυτή η τακτική αποδείχθηκε μη αγαπητή στον Ρωμαϊκό λαό και στρατό. Ο Ρωμαϊκός λαός άρχισε να αμφισβητεί την αποτελεσματικότητα της τακτικής του Φάβιου, η οποία έδωσε την ευκαιρία στον Καρχηδονιακό στρατό να συνενωθεί. Επίσης υπήρχε ο φόβος ότι αν ο Αννίβας συνέχιζε τη λεηλασία της Ιταλίας, θα δινόταν η εντύπωση στους συμμάχους της Ρώμης, πώς αυτή δεν θα μπορούσε να τους προστατεύσει.

Λόγω των αποτελεσμάτων της τακτικής του Φάβιου, η Ρωμαϊκή Σύγκλητος δεν ανανέωσε τις δικτατορικές εξουσίες του και το 216 π.Χ. εξέλεξε νέους υπάτους, τον Λούκιο Αιμίλιο Παύλο και τον Γάιο Τερέντιο Βάρρωνα, οι οποίοι πήραν εντολές να αντιμετωπίσουν τον Αννίβα. Ο Πολύβιος καταγράφει:

Η Σύγκλητος αποφάσισε να παρατάξει στο πεδίο της μάχης 8 λεγεώνες, κάτι που δεν είχε συμβεί ξανά στη στρατιωτική ιστορία της Ρώμης, η καθεμιά από τις οποίες θα αποτελούταν από 5.000 στρατιώτες, παρατεταγμένους πίσω από τους συμμάχους των Ρωμαίων. Συνήθως, οι στρατηγοί δεν παρατάσσουν περισσότερες από 4 λεγεώνες, αλλά τόσος ήταν ο φόβος των Ρωμαίων για το μέλλον τους, έτσι ώστε αποφάσισαν να παρατάξουν στο πεδίο της μάχης 8 λεγεώνες

Οι 8 αυτές Ρωμαϊκές λεγεώνες, αποτελούταν περίπου από 40.000 Ρωμαίους στρατιώτες μαζί με 2.400 Ρωμαίους ιππείς, οι οποίοι και αποτελούσαν τον πυρήνα αυτού του νέου στρατεύματος. Οι σύμμαχοι των Ρωμαίων διέθεταν ίσο αριθμό στρατιωτών και 4.000 ιππείς. Έτσι αυτός ο στρατός που θα αντιμετώπιζε τον Αννίβα, αποτελείτο περίπου από 90.000 στρατιώτες.
 

Ιστορικές Πηγές

Γνωστές για τη μάχη είναι τρεις αφηγήσεις. Αυτή του Πολυβίου, την οποία έγραψε 50 χρόνια μετά τη διεξαγωγή της μάχης, αυτή του Λίβιου, την οποία έγραψε την εποχή του Αυγούστου και αυτή του Αππιανού, την οποία έγραψε κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ. Η αφήγηση του Αππιανού δεν συμφωνεί, σε μεγάλο βαθμό, με τις υπόλοιπες δύο. Ο Πολύβιος επιδιώκει να απεικονίσει τη μάχη με απώτερο ναδίρ για τη Ρωμαϊκή οικονομία και λογοτεχνία, ώστε η μετέπειτα ανάκαμψη της Ρώμης να παρουσιάζεται πιο δραματική και αξιοσημείωτη.

Ο Λίβιος επιδιώκει να απεικονίσει τη Σύγκλητο στον ρόλο του ήρωα ρίχνοντας τις ευθύνες για την ήττα των Ρωμαίων στις Κάννες στον Βάρρωνα. Είναι δύσκολο να βρεθεί κάποιος ιστορικός, ο οποίος να έχει δηλώσει κάτι καλό για την αφήγηση του Αππιανού. Σύμφωνα με τον ιστορικό Φίλιπ Σάντιν, έμοιαζε σαν ένα μίγμα άχρηστων και λαθασμένων πληροφοριών.

Ο Ρωμαϊκός Στρατός στις Κάννες

Σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή, η Ρώμη είχε αποφασίσει να συγκεντρώσει ότι είχε για να το ρίξει ενάντια στο θρασύτατο Αφρικανό, σε ένα χτύπημα πραγματικά συντριπτικής ισχύος. Ουδέποτε στην ιστορία της η Ρωμαϊκή Δημοκρατία είχε μαζέψει τόσο στρατό και σε ελάχιστες περιπτώσεις στο μέλλον οι δυνάμεις που θα έριχνε σε μία μάχη θα έφταναν τον αριθμό των ανδρών που παρατάχθηκαν εκείνο το Αυγουστιάτικο πρωινό του 216 π.Χ. στην πεδιάδα των Καννών.

Η βασική μονάδα εκστρατείας του Ρωμαϊκού στρατού την περίοδο της Δημοκρατίας ήταν η «Υπατική Στρατιά». Αυτή αποτελούνταν από δύο λεγεώνες Ρωμαίων πολιτών, η κάθε μία περί τους 4.800 έως 5.400 πεζούς και περίπου 200 έως 300 ιππείς. Σ’ αυτούς τους 10.000 έως 11.400 άνδρες.
Παραδοσιακά προσκολλάτο ένα περίπου ισάριθμο τμήμα συμμαχικών δυνάμεων, που προερχόταν δηλαδή από τις πόλεις και τους λαούς που είχε κατακτήσει (με τα όπλα ή μέσω συνθηκών) η Ρώμη και τους υποχρέωνε να παραχωρούν δυνάμεις όταν τις χρειαζόταν. Συνήθως η κάθε «συμμαχική» λεγεώνα είχε περί τους 5.000 πεζούς, αλλά περισσότερους ιππείς, συνήθως από 600 έως και 800, από την αντίστοιχη Ρωμαϊκή. Δηλαδή, μία υπατική στρατιά αριθμούσε συνολικά από 20.500 έως 24.000 μάχιμους άνδρες.


Σε κάποιες περιπτώσεις που υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη και ισχυρότερος αντίπαλος, οι Ρωμαίοι έστελναν δύο υπατικές στρατιές, δηλαδή ένα σώμα από 41.000 έως 48.000 άνδρες, υπό την ηγεσία δύο Ύπατων που εναλλάσσονταν καθημερινά στην αρχιστρατηγία. Συνήθως οι Ρωμαίοι αντιμετώπιζαν μέχρι το σημείο αυτό αντιπάλους που δεν είχαν τις δυνατότητες της Ρώμης (και των συμμάχων της) σε ανθρώπινο δυναμικό, οπότε σπάνια μία υπατική στρατιά δεν επαρκούσε για να επιφέρει υπεροχή σε αριθμούς.

Ακόμη και αν ο αντίπαλος υπερείχε, περισσότερο ή λιγότερο, αυτό για τους Ρωμαίους δεν ήταν πρόβλημα, καθώς την περίοδο αυτή και μετά την εμπειρία από τους πολέμους ενάντια στον Πύρρο και την κατάκτηση των Σαμνιτών καθώς και από τον Α΄ Καρχηδονιακό πόλεμο, οι λεγεώνες είχαν παγιοποιήσει ένα τακτικό δόγμα που τις καθιστούσε ανώτερες από οποιοδήποτε άλλο βαρύ πεζικό που υπήρχε οπουδήποτε στον κόσμο. Μόνο οι Ελληνιστικές φάλαγγες μπορούσαν – όπως είχε αποδείξει ο Πύρρος – να αμφισβητήσουν τη Ρωμαϊκή υπεροχή, αλλά οι Ρωμαίοι ακόμη δεν είχαν ρίξει το βλέμμα τους στην Ανατολή.

Ο οπλισμός του Ρωμαίου λεγεωνάριου εξαρτιόταν από την κοινωνική τάξη του και τη θέση μέσα στο στράτευμα. Την εποχή αυτή βρισκόταν σε ισχύ το τριαδικό σύστημα. Υπό το σύστημα αυτό, η λεγεώνα χωριζόταν σε «βαρύ» και «ελαφρύ» πεζικό. Το ελαφρύ πεζικό, όπως και στην κλασσική Ελλάδα, το αποτελούσαν οι κατώτερης κοινωνικής στάθμης Ρωμαίοι και ήταν ουσιαστικά ακροβολιστές, το αντίστοιχο των Ελλήνων «ψιλών».

Τα τμήματα αυτά ονομαζόταν velites (ο Ελληνικός όρος που έχει επικρατήσει είναι γροσφομάχοι) ενώ ακόμη ήταν γνωστοί ως leves, rorarii ή και ferentarii. Ένα τμήμα αυτού του «κατώτερου» πεζικού που συμμετείχε μερικές φορές στις μάχες ήταν κάπως βαρύτερα οπλισμένο και ονομάζονταν antesignani. Στην οργάνωση της λεγεώνας οι ελαφροί πεζοί ήταν συνήθως το 1/5 του συνολικού αριθμού των ανδρών που αποτελούσαν τη λεγεώνα, δηλαδή 1.000 έως 1.200.

Παρατάσσονταν μπροστά από την κυρίως παράταξη, ακροβολίζονταν, παρενοχλούσαν τους αντίπαλους με βροχή βλημάτων και συνήθως υποχωρούσαν μετά την έναρξη της μάχης πίσω ή στο πλάι των βαριά οπλισμένων που ακολουθούσαν. Ο οπλισμός τους περιορίζονταν σε ένα ή δύο ελαφρά ακόντια (hastae velitariae), ένα μικρό ξίφος και μια ελαφρά, μικρού μεγέθους ασπίδα (parma), ενώ κάποιοι ήταν οπλισμένοι με σφενδόνη. Ήταν αθωράκιστοι και δεν μπορούσαν να αντέξουν σε παρατεταμένο αγκέμαχο ενάντια σε βαρύτερα οπλισμένους αντίπαλους.


Συχνά φορούσαν ελαφρό κράνος επενδυμένο με το δέρμα της κεφαλής κάποιου άγριου ζώου, αποτελώντας ένα πολύ ιδιαίτερο θέαμα. Με τη σειρά του το «βαρύ» πεζικό χωριζόταν σε τρεις κατηγορίες: Τους «Άστατους» (Hastati) που ήταν οι νεότεροι άνδρες, με σχετικά περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες και οι οποίοι αποτελούσαν την πρώτη γραμμή της κυρίως παράταξης, που ήταν διαρθρωμένη σε «σπείρες» (maniples).

Οι Άστατοι ήταν οπλισμένοι για αγκέμαχο, με βαρύτερα ακόντια (μια πρώτη υλοποίηση του περίφημου Ρωμαϊκού pilum), ένα ισχυρό, διπλής κόψης, κοντό σπαθί και θυρεόσχημη βαριά ξύλινη ασπίδα με μεταλλική νεύρωση και ομφαλό. Η θωράκιση τους ήταν ελαφρά και συνήθως περιοριζόταν σε μία μεταλλική πλάκα στο στήθος (καρδιοφυλακτήρας), πολύ σπανιότερα σε ελαφρά αλυσιδωτή θωράκιση και μία συνήθως περικνημίδα και φυσικά κράνος.

Στη δεύτερη γραμμή, ήταν ο πυρήνας του βαρέως πεζικού των Ρωμαίων, οι «Πρίγκιπες» όπως έχει επικρατήσει να λέγονται στην Ελληνική ορολογία (principes, μία πρόσφορη μετάφραση θα ήταν οι «Πρωτεύοντες»). Επρόκειτο για τους άνδρες που βρισκόταν στην καταλληλότερη ηλικία για στρατιωτική υπηρεσία, που είχαν ήδη πρότερη εμπειρία και τις οικονομικές δυνατότητες για καλύτερη θωράκιση.

Ο επιθετικός τους οπλισμός δεν διέφερε απ’ αυτόν των Άστατων, ωστόσο πολλοί από τους Πρίγκιπες φορούσαν αλυσιδωτό θώρακα (lorica hamata) που προσέφερε επαρκή προστασία σε συνδυασμό με την ποδήρη ασπίδα σε σχήμα θυρεού (το περίφημο scutum, που εξελίχθηκε αργότερα στην κυρτή ασπίδα που έχουμε συνδυάσει με τις λεγεώνες της εποχής της αυτοκρατορίας).

Κάποιοι, οι λιγότερο εύποροι, διέθεταν μόνο έναν καρδιοφυλακτήρα, ενώ ελάχιστοι διέθεταν (ακριβούς) μυώδεις μεταλλικούς θώρακες. Φυσικά όλοι φορούσαν μεταλλικό κράνος. Η ανώτερη θωράκιση σε συνδυασμό με την εμπειρία και την καλή φυσική κατάσταση, καθιστούσε τους «Πρίγκιπες» μία εξαιρετικά αποτελεσματική δύναμη στα πλαίσια του Rωμαϊκού στρατού.


Στην τρίτη γραμμή της λεγεώνας πολεμούσαν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία πολίτες, οι βετεράνοι, των οποίων η αποστολή ήταν να μπουν στη μάχη μόνο αφού εξαντλείτο η δύναμη των δύο πρώτων σειρών. Το όνομα τους ήταν Triarii ή Pili και ο οπλισμός τους διέφερε σημαντικά από τους δύο προηγούμενους σχηματισμούς, αφού ήταν ουσιαστικά οπλισμένοι στα πρότυπα των Ελλήνων οπλιτών, με βαρύ δόρυ και πολεμούσαν σε ένα σχηματισμό παρόμοιο με την οπλιτική φάλαγγα.

Η θωράκισή τους ήταν παρόμοια με τον Πριγκίπων, αν και μεταξύ των Τριαρίων υπήρχαν σε χρήση περισσότεροι βαρείς μεταλλικοί μυώδεις θώρακες. Ενώ οι τάξεις των Άστατων και των Πριγκίπων αριθμούσαν τουλάχιστον περί τους 1200 έκαστη σε κάθε λεγεώνα, οι Τριάριοι ήταν κάπου 600. Συνήθως οι Ρωμαίοι διοικητές τους χρησιμοποιούσαν σε περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης, αφού η αποστολή τους ήταν να κρατήσουν τον αντίπαλο εφόσον είχε διασπάσει τις κύριες γραμμές μάχης και να επιτρέψουν στα άλλα βαριά τμήματα να ανασυνταχθούν πίσω τους και να εξαπολύσουν αντεπίθεση.

Μάλιστα ορισμένοι Ρωμαίοι διοικητές άφηναν στους Τριάριους το καθήκον της φύλαξης τους στρατοπέδου και δεν τους ενέτασσαν στην κύρια γραμμή μάχης. Το ότι ήταν «λύση ανάγκης» φαίνεται και από το παλιό ρωμαϊκό γνωμικό «έφθασε στους Τριάριους» (ad triarios redisse), που υπονοούσε μια κατάσταση σχεδόν απελπιστική.

Τέλος, το Ρωμαϊκό ιππικό προερχόταν από τις ανώτερες τάξεις της Ρώμης, την τάξη των ιππέων (ordo equester) κατά βάση και ήταν βαριά θωρακισμένο και οπλισμένο. Η πλειοψηφία των ιππέων διέθεταν κράνος, θώρακα (πολύ συχνά μυώδη) μία ιππική ασπίδα, ξίφος και δόρυ. Μεταξύ των συμμάχων, ένα μέρος των ιππέων ήταν οπλισμένοι ελαφρύτερα, μόνο με απάρτια θώρακα και με ακόντια αντί δόρατος και πολεμούσαν ως ferentarii, αυτούς που οι Έλληνες της ίδιας εποχής ονόμαζαν Ταραντίνους, εκ των ιππέων της ελληνικής αποικίας του Τάραντα.

Δηλαδή ακροβολιστές ιππείς, που παρενοχλούσαν τους αντιπάλους με βροχή ακοντίων και ήταν ιδιαίτερα χρήσιμοι στην καταδίωξη αποδιοργανωμένων αντιπάλων. Η πλειονότητα πάντως του Ρωμαϊκού και συμμαχικού ιππικού πολεμούσε ως ιππικό κρούσης και διατάσσονταν στις πτέρυγες της λεγεώνας, για να ιππομαχήσει αρχικά με το αντίπαλο ιππικό και στη συνέχεια, εφόσον επικρατήσει, να επιπέσει με ορμή στα πλευρά του αντίπαλου πεζικού.


Πολύ συχνά οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν τις Ελληνικές τακτικές των «χάμιππων», δηλαδή της ανάπτυξης ελαφρών πεζών (στην περίπτωση αυτή velites) μεταξύ των ιππέων, για να βοηθήσουν σε περίπτωση ιππομαχίας.

Οι τακτικές του Ρωμαϊκού στρατού την εποχή της Δημοκρατίας ήταν σε γενικές γραμμές απλές – έως και απλοϊκές. Με δεδομένο ότι οι Ρωμαίοι πολίτες δεν ήταν επαγγελματίες στρατιώτες, η κύρια τακτική ήταν η παράταξη κατά σπείρα και στη συνέχεια η κατά μέτωπο επίθεση. Η λεγεώνα ήταν ιδιαίτερα επιθετικός σχηματισμός και λόγω του οπλισμού αλλά και της τακτικής διάρθρωσης, είχε μεγάλη ευκινησία και δυνατότητα προσαρμογής.

Τη μάχη άνοιγαν οι γροσφομάχοι με βροχή βλημάτων και αφού αυτοί αποσύρονταν, προωθούνταν οι βαριοί πεζοί με πρώτους τους Άστατους, οι οποίοι έριχναν τα pila τους σε δύο ομοβροντίες και επιτίθονταν με τα ξίφη τους. Εφόσον δεν κατόρθωναν να διασπάσουν το εχθρικό μέτωπο με την πρώτη, υποχωρούσαν με τάξη κατά σπείρα και περνούσαν πίσω από τους Πρίγκιπες, που αναλάμβαναν την επίθεση.

Κατά κανόνα η μάχη κρινόταν σε αυτό το σημείο, ωστόσο σε κάποιες περιπτώσεις οι Πρίγκιπες δεν κατόρθωναν να επικρατήσουν, οπότε υποχωρούσαν πίσω από τους Τριάριους και οι τελευταίοι αναγκάζονταν να συγκρατήσουν την ορμή των εχθρών μέχρι να ανασυνταχθούν οι άλλες δύο γραμμές και να επιπέσουν ξανά επί των αντιπάλων.

Πιο περίπλοκες τακτικές, που περιλάμβαναν πλαγιοκοπήσεις, συγκέντρωση δυνάμεων, ανισοβαρή ανάπτυξη και διάφορα στρατηγήματα, εφαρμόσθηκαν από ικανούς Ρωμαίους στρατηγούς που διέθεταν ένα στράτευμα για αρκετό καιρό στην διάθεσή τους και είχαν τη δυνατότητα να το εκπαιδεύσουν σε τέτοιους ελιγμούς.


Κατά το Β΄ Καρχηδονιακό πόλεμο αυτό έτεινε να παγιοποιηθεί και όσο η Ρωμαϊκή Επικράτεια επεκτεινόταν, τόσο περισσότερο διάστημα έμεναν υπό τα όπλα οι Ρωμαίοι πολίτες και τόσο πληρέστερη στρατιωτική εκπαίδευση λάμβαναν. Με το πέρας του Β΄ Καρχηδονιακού πολέμου ο Ρωμαϊκός στρατός ήταν γενικά ο καλύτερα εκπαιδευμένος στον «γνωστό κόσμο».

Αυτή ήταν η δομή του Ρωμαϊκού στρατού τον καιρό αυτό. Η Σύγκλητος για την αντιμετώπιση του Αννίβα είχε ήδη «ξοδέψει» δύο υπατικές στρατιές, οπότε οι κεφαλές της Ρώμης δεν σκόπευαν να υποπέσουν ξανά στο ίδιο λάθος και να στείλουν δυνάμεις που δεν υπερείχαν αποφασιστικά. Στο πλαίσιο αυτό, αποφάσισαν ο στρατός που θα αντιμετώπιζε τον Καρχηδόνιο πολέμαρχο στην τελική σύγκρουση να μην περιλαμβάνει απλώς δύο υπατικές στρατιές, αλλά δύο διπλασιασμένες υπατικές στρατιές.

Ανάλογα με την πηγή που δεχόμαστε ως πλέον αξιόπιστη, οι Ρωμαίοι που παρατάχθηκαν στην πεδιάδα των Κανών, αριθμούσαν συνολικά από 79.000 έως 86.000. Εξ αυτών περίπου 10.000 – σε αυτό συμφωνούν όλες οι πηγές – παρέμειναν στο στρατόπεδο, οπότε ενάντια στον Αννίβα στην πεδιάδα των Κανών, καθώς ξημέρωνε η 2α Αυγούστου του 216 π.Χ. παρατάχθηκαν περίπου 69.000 έως 76.000 άνδρες. Ήταν το ισχυρότερο στράτευμα που είχε συγκεντρώσει ως τότε η Ρώμη και οι δύο Ύπατοι δεν έκρυβαν την αισιοδοξία τους. Πίστευαν ότι μέχρι το ηλιοβασίλεμα ο Καρχηδόνιος θα είχε πέσει στα χέρια τους και η απειλή που αντιπροσώπευε για την αιώνια πόλη θα ήταν παρελθόν.

Ρωμαϊκή Διοίκηση

Συχνά ο καθένας από τους δύο Ρωμαίους υπάτους αναλαμβάνει τη διοίκηση μερικών σωμάτων στρατού, αλλά δεδομένου του ότι οι Ρωμαίοι είχαν δύο διοικητές, ο νόμος τους απαιτούσε την εναλλαγή στη διοίκηση. Φαίνεται ότι ο Αννίβας ήταν πληροφορημένος για αυτό το σύστημα διοίκησης, για αυτό και άρχιζε να ετοιμάζει κατάλληλα τον στρατό του. Η παραδοσιακή αφήγηση βάζει τον Βάρρωνα στην αρχηγία του ρωμαϊκού στρατού την ημέρα της μάχης και ρίχνει μεγάλο μέρος της ευθύνης για την ήττα των Ρωμαίων σε αυτόν.

Εντούτοις η μικρή συμμετοχή του στη μάχη υπερτονίζεται από τις αρχαίες πηγές και σύμφωνα με την αριστοκρατορική παράδοση, ο Βάρρων εμφανίζεται ως ένας αποδιοπομπαίος τράγος. Ο Βάρρων στερήθηκε τους ισχυρούς απογόνους του Παύλου, οι οποίοι ήταν έτοιμοι να προστατέψουν τη φήμη του - κυρίως επειδή ο Παύλος ήταν ο παππούς του Σκίπιωνα του Αιμιλιανού, προστάτη του Πολυβίου.


Ο ιστορικός Μ. Σάμουελς αναρωτιέται αν ο Βάρρων είχε αναλάβει την αρχηγία την ημέρα της μάχης ή αν τον στρατό διοικούσε ο Παύλος. Κύριος λόγος για αυτή την αμφιβολία του Σάμουελς αποτελεί η θερμή υποδοχή του Βάρρωνος από τη Σύγκλητο, η οποία αρκετές φορές εμφανίστηκε σκληρή με τους στρατηγούς της όταν αυτοί έχαναν μάχες. Ο Σάμουελς αμφιβάλλει αν ο Βάρρων θα είχε λάβει τέτοια θερμή υποδοχή αν πράγματι ήταν ο διοικητής του Ρωμαϊκού στρατού την ημέρα της μάχης.

Ο ιστορικός Γκρέγκορι Ντάλυ καταγράφει πώς ο Αννίβας δήλωσε πώς την ημέρα της μάχης είχε αντιμετωπίσει τον Λούκιο Παύλο και όχι τον Βάρρωνα, όπως συνηθίζεται να καταγράφεται στις ιστορικές πηγές. Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει καμιά αξιόπιστη πληροφορία, στην οποία να καταγράφεται ποιος ήταν ο διοικητής των Ρωμαίων την ημέρα της μάχης.

Ο Στρατός του Αννίβα

Αν η Ρώμη ήταν μια ολιγαρχία με δημοκρατική επίφαση και πολίτες με πλήρεις υποχρεώσεις (στράτευση κλπ.), η Καρχηδόνα ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό: μια καθαρόαιμη ολιγαρχία, που βάσιζε την στρατιωτική της ισχύ όχι στον αριθμό των ένοπλων πολιτών που μπορούσε να κινητοποιήσει, αλλά στο άφθονο χρυσάφι που μπορούσε να διαθέσει για να στρατολογήσει τεράστιους αριθμούς μισθοφόρων.

Η Καρχηδόνα είχε παλιότερα αντιγράψει – όπως άλλωστε και οι Ιταλοί, μεταξύ αυτών και οι Ρωμαίοι – το πρότυπο του Έλληνα οπλίτη, το οποίο μετέφεραν στη Δύση οι άποικοι της «Μεγάλης Ελλάδας» (Νότιος Ιταλία και Σικελία). Στις παλιότερες αυτές εποχές το κύριο σώμα στρατού που μπορούσε να κινητοποιήσει η πόλη-κράτος Καρχηδόνα ήταν οι ένοπλοι πολίτες της. Στην πορεία και με δεδομένο ότι ο Φοινικικός πληθυσμός της Καρχηδόνας δεν επαρκούσε για ένα πραγματικό στράτευμα πολιτών, άρχισαν να προσλαμβάνονται και μισθοφόροι, οι οποίοι στρατολογούνταν από τους Λίβυους και τους άλλους λαούς της Βορείου Αφρικής.

Στην πορεία η Καρχηδόνα, που στο μεταξύ είχε δημιουργήσει μια απέραντη εμπορική αυτοκρατορία, απέκτησε ένα ουσιαστικά πλήρως μισθοφορικό στράτευμα, με ελάχιστα τμήματά του να προέρχονται από τη Μητρόπολη (για μεγάλο χρονικό διάστημα μόνο ο «Ιερός Λόχος» των νεαρών Καρχηδόνιων ευγενών αναφέρεται ως Φοινικικό πεζικό, ενώ υπήρχε και ανάλογο ιππικό σώμα). Από ένα σημείο και μετά οι Φοίνικες ήταν μόνο οι αξιωματούχοι και μόνο ορισμένοι εξ αυτών υπηρετούσαν ως βαρύ ιππικό.


Ήδη από τον 4ο αιώνα η στράτευση των Καρχηδόνιων δεν ήταν υποχρεωτική, αφού η επέκταση της εμπορικής αυτοκρατορίας μεγάλωνε τις ανάγκες για διοικητικούς υπαλλήλους και έμπορους σε ολόκληρη τη δυτική Μεσόγειο. Ο στρατός του Αννίβα είχε όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός Καρχηδονιακού στρατού της περιόδου της μεγάλης επέκτασης της Καρχηδόνας, εκτός από ένα, την ανομοιογένεια.

Ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του Αννίβα ήταν η δημιουργία ενός συμπαγούς και «ελέγξιμου» στρατεύματος από το συνονθύλευμα των μισθοφόρων και επίστρατων που αποτελούσαν το στρατό του. Δηλαδή, στη μάχη των Καννών ο Αννίβας παράταξε ένα ετερογενές στράτευμα, που αποτελείτο κυρίως από μισθοφόρους και σύμμαχους, αν και στην «καρδιά» του βρισκόταν ένας αριθμός επίστρατων, τόσο Καρχηδόνιων όσο και – κυρίως – Λίβυων και άλλων Αφρικανών.

Το ελαφρύ πεζικό του Αννίβα αποτελείτο από τους Ίβηρες, τους Κέλτες και τους Νουμίδες. Μεταξύ των Ιβήρων βρίσκουμε αρκετούς σφενδονήτες (κυρίως από τις Βαλεαρίδες) και μεταξύ των Νουμιδών μερικούς τοξότες. Οι υπόλοιποι ελαφροί πεζοί ήταν κυρίως ακοντιστές και «πελταστές».

Το βαρύ πεζικό του Αννίβα αποτελούσαν οι Κέλτες και Ίβηρες βαριά οπλισμένοι πεζοί, οι Λίβυοι και οι Καρχηδόνιοι. Οι Κέλτες και οι Ίβηρες ήταν οπλισμένοι βάσει των φυλετικών τους προτύπων και αποτελούσαν το χαμηλότερης ποιότητας μέρος του βαρέως πεζικού. Αντίθετα, οι Αφρικανοί (Λίβυοι, Καρχηδόνιοι) ήταν το επίλεκτο τμήμα του στρατεύματος και ήταν οπλισμένοι στα Ελληνομακεδονικά πρότυπα (με μακριά δόρατα και μικρές ασπίδες), ενώ κάποια τμήματα ενδεχομένως έφεραν οπλιτική εξάρτηση.

Σύμφωνα με κάποιες από τις πηγές, το μεγαλύτερο μέρος των Αφρικανών επανεξοπλίστηκαν με Ρωμαϊκά όπλα μετά από τις νίκες στην Τρέβια και την Τρασιμένη, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι η πλειοψηφία των ανδρών του Αννίβα είχαν αποκτήσει και θώρακες, συνέπεια αυτών των αναμετρήσεων με τους Ρωμαίους.


Η μεγάλη δύναμη του Καρχηδονιακού στρατεύματος ήταν το ιππικό του. Σε αυτό δέσποζε το ελαφρύ ιππικό των Νουμιδών, περί τους 2.000 στην εκστρατεία του Αννίβα, πιθανότατα το καλύτερο του είδους του στον Μεσογειακό κόσμο την εποχή αυτή. Οι γηγενείς Καρχηδόνιοι που συμμετείχαν στις εκστρατείες της χώρας τους επάνδρωναν ένα αξιόλογο βαρύ ιππικό, αλλά δεν φαίνεται να διέθετε τέτοιους ο Καρχηδόνιος στις Κάνες, ενώ το Κελτικό και Ιβηρικό ιππικό ήταν η μεγάλη μάζα των ιππέων του Αννίβα.

Όσον αφορά στους αριθμούς, το στράτευμα που παράταξε ο Αννίβας στις όχθες του Οφίδιου ποταμού, που διατρέχει την πεδιάδα των Κανών όπου έγινε η μάχη, υστερούσε σημαντικά έναντι αυτού των Ρωμαίων. Κατά πάσα πιθανότητα ο Αννίβας διέθετε περίπου 30.000 βαριά οπλισμένους πεζούς, εξ αυτών μόλις 12.000 περίπου ήταν Λίβυοι και Καρχηδόνιοι, οπλισμένοι με μακριά δόρατα.

Οι υπόλοιποι ήταν Κέλτες και Ίβηρες. Κυρίως Κελτίβηρες ήταν και οι ελαφροί πεζοί, αλλά μεταξύ των 8.000 περίπου που διέθετε ο Αννίβας υπήρχαν και κάποιοι Αφρικανοί (κυρίως Νουμίδες). Το ιππικό του Αννίβα υπερείχε του Ρωμαϊκού, αφού διέθετε περί τους 10.000 ιππείς, Νουμίδες, Κέλτες και Ίβηρες, ενώ πιθανότατα υπήρχαν ελάχιστοι Καρχηδόνιοι ιππείς της ανώτερης τάξης (αξιωματούχοι), μαζί με κάποιους Έλληνες μισθοφόρους.

Από κάποιες πηγές αναφέρονται τουλάχιστον δύο Έλληνες ανώτεροι αξιωματικοί των δυνάμεων του Αννίβα, ο Σπαρτιάτης Σώσιλος, που ήταν μαζί με τον Ασδρουβάλ ο διοικητής του Κελτο-Ιβηρικού ιππικού στην αριστερή πλευρά του στρατεύματος στη μάχη και ο Σικελιώτης (κατ’ άλλες πηγές επίσης Σπαρτιάτης) Σίλενος.

Αξίζει να αναφερθεί ότι και οι δύο αυτοί Έλληνες έγραψαν για την εκστρατεία του Αννίβα και τη μάχη των Καννών και αποτελούν μία από τις κύριες πηγές για τον Πολύβιο που έγραψε λίγα χρόνια αργότερα για τα γεγονότα. Αυτό το ετερόκλητο πλήθος θα έριχνε ο Αννίβας ενάντια στην συγκεντρωμένη ισχύ της Ρώμης, σε μια μάχη που έλπιζε ότι θα έκρινε υπέρ αυτού τον πόλεμο στον οποίο είχε εμπλακεί.


Τελευταίες Κινήσεις πριν από τη Μάχη

Οι Ρωμαίοι αντιμετώπισαν τη μάχη με τη συνήθη γενναιότητα, άγνοια κινδύνου και συνάμα το πρακτικό πνεύμα που τους χαρακτήριζε. Η αισιοδοξία ξεχείλιζε και αυτό είναι φανερό τόσο στις πράξεις των Ρωμαίων πριν τη μάχη όσο και στον λόγο του Αιμίλιου Παύλου με τον οποίο προσπάθησε να εμψυχώσει τους στρατιώτες του. Ο Παύλος δε δίστασε – στο λόγο του που διασώζει ο Πολύβιος – να μιλήσει για τις ήττες που υπέφεραν οι Ρωμαίοι από τον Αννίβα στις προηγούμενες μάχες.

«Ποτέ μέχρι τώρα», είπε στους ανυπόμονους στρατιώτες, «οι δύο Ύπατοι πήγαν μαζί στη μάχη και ποτέ δεν παρέταξαν άριστα εκπαιδευμένους στρατιώτες (…) Όμως τώρα οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Και οι δύο Ύπατοι βρίσκονται με το στρατό. Και όχι μόνο είναι προετοιμασμένοι να μοιραστούν τον κίνδυνο, αλλά παρότρυναν και τους Ύπατους της προηγούμενης χρονιάς να παραμείνουν και να λάβουν μέρος στη μάχη.

Και οι άνδρες όχι μόνο έχουν δει τα άρματα, την τάξη και τους αριθμούς του εχθρού, αλλά ενεπλάκησαν και σε καθημερινές σχεδόν μάχες μαζί τους τα τελευταία δύο χρόνια (…) θα ήταν περίεργο, ή μάλλον αδύνατο, εκείνοι που σε διάφορες αψιμαχίες, όπου οι αριθμοί των δύο πλευρών ήταν περίπου ίσοι και κατάφεραν να βγουν νικητές, όταν συγκεντρώνονται όλοι μαζί και είναι διπλάσιοι στον αριθμό από τον εχθρό, να ηττηθούν».

Και ο γενναίος Ρωμαίος στρατηγός κατέληξε με μία επωδό που έμεινε στην ιστορία:

«Μπείτε σε αυτή τη μάχη με την πεποίθηση ότι η χώρα σας σε αυτήν δεν διακινδυνεύει έναν αριθμό λεγεώνων, αλλά την ίδια την ύπαρξή της. Γιατί δεν έχει τίποτε να προσθέσει σε ένα τέτοιο στράτευμα για να πετύχει τη νίκη αν η μέρα πάει ενάντια σε μας. Όλη της η εμπιστοσύνη και η δύναμη βρίσκεται μαζί σας, όλες οι ελπίδες της για ασφάλεια βρίσκονται στα χέρια σας».

Ο Αιμίλιος έκανε λάθος σε πολλά σημεία, αλλά δεν θα ζούσε για να το διαπιστώσει.

Ο Αννίβας επιδείκνυε τη συνηθισμένη του σιγουριά για το αποτέλεσμα, η οποία ήταν προϊόν όχι μόνο της αυτοπεποίθησής του, αλλά και της επίγνωσης ότι οι Ρωμαίοι φαίνονταν για μία ακόμη φορά ανυπόμονοι να πέσουν στην παγίδα του, όπως είχαν κάνει στην Τρέμπια και στην Τρασιμένη.


Αυτό φάνηκε και από τη δική του ομιλία προς τους άνδρες του την παραμονή της μάχης.

«Ποια καλύτερη χάρη θα μπορούσαμε να ζητήσουμε από τους θεούς, αν όχι να πολεμήσουμε σε ένα τέτοιο πεδίο, με την υπεροχή σε ιππικό που έχουμε; Πρώτα λοιπόν, να ευχαριστήσετε τους Θεούς, γιατί έφεραν τον εχθρό σε αυτή τη χώρα, διότι έχουν σχεδιάσει τη νίκη για μας. Και στη συνέχεια σε μένα, γιατί έπεισα τους εχθρούς να πολεμήσουν – γιατί δεν μπορούν να συνεχίσουν να το αποφεύγουν – και να πολεμήσουν σε ένα μέρος που παρουσιάζει τόσα πλεονεκτήματα για μας (…).

Με τις νίκες σας στις προηγούμενες μάχες, γίνατε κάτοχοι της χώρας και του πλούτου της, όπως ακριβώς σας υποσχέθηκα. Ήμουν πάντα ειλικρινής σε ότι σας είπα. Αλλά η μάχη αυτή είναι για τις πόλεις και τα πλούτη που αυτές περιέχουν. Και αν νικήσετε, ολόκληρη η Ιταλία θα είναι στο έλεός σας (θα είστε) Κύριοι του πλούτου της Ρώμης, με αυτή τη μάχη θα γίνετε οι ηγέτες και άρχοντες του κόσμου. Αυτή είναι η ώρα για πράξεις, όχι λόγια. Με την ευλογία του θεού είμαι πεπεισμένος ότι θα εκπληρώσω όλες μου τις υποσχέσεις αυτή τη στιγμή!»

Τα μεγάλα λόγια των διοικητών των στρατευμάτων σκόπευαν στην ενίσχυση του ηθικού των ανδρών και στην δημιουργία ενός κλίματος που θα έφερνε τη νίκη. Ωστόσο στη Ρωμαϊκή πλευρά κάποια σύννεφα έσκιαζαν τη γενική αισιοδοξία, κάποιες διαφωνίες μεταξύ Παύλου και Βάρρου. Οι δύο Ρωμαίοι στρατηγοί δεν ήταν ιδιαίτερα έμπειροι ή ικανοί και το ότι βρισκόταν αντίπαλοι της μεγαλύτερης τακτικής ιδιοφυίας της εποχής αναδείκνυε ακόμη περισσότερο τη σχετική ανεπάρκειά τους.

Οι ίδιοι, τουλάχιστον ο Παύλος, φαίνεται ότι είχαν συναίσθηση αυτής της σχετικής ανεπάρκειας, αν και παράλληλα είχαν εμπιστοσύνη στην υπεροχή του Ρωμαίου λεγεωνάριου σε οπλισμό, εκπαίδευση και – κυρίως – ηθικό, καθώς οι Ρωμαίοι πολεμούσαν για την πατρίδα, για τα σπίτια και τις οικογένειές τους, αντίθετα με τους μισθοφόρους του Αννίβα που πολεμούσαν για το πλιάτσικο και τον αρχηγό τους.

Αν και συνήθως στους Ρωμαϊκούς στρατούς ο κάθε Ύπατος ήταν επικεφαλής των δικών του λεγεώνων, στην περίπτωση αυτή σύμφωνα και με τις δύο κύριες πηγές για τη μάχη – τον Έλληνα Πολύβιο και τον Ρωμαίο Λίβιο – οι δύο Ύπατοι εναλλάσσονταν κάθε μέρα στην αρχιστρατηγία, όπως ήταν λ.χ. η συνήθεια στους Ελληνικούς στρατούς των πόλεων-κρατών της κλασσικής εποχής.


Ο Παύλος ζωγραφίζεται από τις πηγές ως ο πιο «φρόνιμος» από τους δύο, ενώ ο Βάρρος ως πιο παρορμητικός και βίαιος. Κατά τη διάρκεια της μάχης, ο «φρόνιμος» θα αποδεικνυόταν και γενναίος, ενώ αντίθετα ο «ορμητικός» θα μεταβαλλόταν σε «δειλό».

Πριν τη μάχη, ωστόσο, ο Παύλος φαίνεται ότι είχε καταλάβει ότι ο στρατός τους, ο ισχυρότερος που μπορούσε να διαθέσει η ένδοξη πόλη της Ρώμης, βάδιζε σε μία παγίδα του Αννίβα, ο οποίος είχε προσεκτικά επιλέξει το πεδίο της μάχης και τη συγκυρία της σύγκρουσης. Ο Παύλος προσπάθησε να αποφύγει τη μάχη και να πείσει τον Βάρρο ότι θα έπρεπε να επιλέξουν οι ίδιοι το χρόνο (ίσως και τον τόπο, αν και η κατοχή από τον Αννίβα των Κανών δεν άφηνε πολλά περιθώρια) της σύγκρουσης.

Αντίθετα, ο Βάρρος επιθυμούσε να οδηγήσει τις λεγεώνες στο πεδίο της δόξας, να εκδικηθεί τους νεκρούς της Τρέβιας, της Τρασιμένης και των άλλων συγκρούσεων όπου ο Αννίβας και οι μισθοφόροι του είχαν συντρίψει τις Ρωμαϊκές δυνάμεις, να κερδίσει φήμη και αναγνώριση για τον εαυτό του και την οικογένειά του.

Ο Βάρρος άρχισε να προωθεί το στράτευμα, παρά τις αντιρρήσεις του Παύλου, με αποτέλεσμα οι ελαφρές δυνάμεις – ιππικό και «ψιλοί» – του Αννίβα να πέσουν πάνω τους ενώ βρισκόταν ακόμη σε διάταξη πορείας και να προκαλέσουν σημαντική σύγχυση και σποραδικές απώλειες, έως ότου οι Ρωμαίοι οργανώθηκαν και υπό την ηγεσία του Βάρρου απέκρουσαν την επίθεση των δυνάμεων της Καρχηδόνας και καταδίωξαν τους αντίπαλους.

Το αποτέλεσμα αυτής της πρώτης αψιμαχίας φαίνεται να ατσάλωσε ακόμη περισσότερη την πεποίθηση τους ότι θα συντρίψουν τις δυνάμεις του Αννίβα, ενώ και οι αντιρρήσεις του Παύλου άρχισαν να υποχωρούν μπροστά στη γενική αποφασιστικότητα και στην συντριπτική υπέρ των Ρωμαίων ισορροπία των δυνάμεων. Καθώς έπεφτε η νύχτα, το ηθικό των Ρωμαίων βρισκόταν στο ζενίθ.


Την επομένη ο Αιμίλιος Παύλος – που ήταν ξανά επικεφαλής – μη θέλοντας να δώσει άμεσα μάχη αλλά επιθυμώντας να ελέγξει την κατάσταση, συνέχισε να κάνει σοβαρά λάθη. Προχώρησε στη διάσπαση του στρατεύματός του, δημιουργώντας δύο στρατόπεδα, ένα σε κάθε όχθη του Οφίδιου.

Στην όχθη όπου βρισκόταν ο όγκος του στρατεύματος του Αννίβα, ίσως μόλις 2 χιλιόμετρα πιο μακριά, στρατοπέδευσαν τα 2/3 του Ρωμαϊκού στρατού, ενώ στην άλλη όχθη το 1/3. Σύμφωνα με τον Πολύβιο, η αποστολή του δεύτερου αυτού στρατοπέδου ήταν να προστατεύσει τις γραμμές ανεφοδιασμού και επικοινωνιών των Ρωμαίων και να παρενοχλεί αυτές των Καρχηδόνιων. Ο Αννίβας θεωρούσε ότι όλα τα σημάδια ήταν ευνοϊκά και είχε ήδη καταστρώσει τα σχέδιά του.

Παρατηρώντας τις κινήσεις των Ρωμαίων στα στρατόπεδά τους, παράταξε το στρατό του για μάχη δίπλα στην όχθη του ποταμού, προκαλώντας με τον τρόπο αυτό τους αντιπάλους του. Ο Αιμίλιος, «πονηρεμένος» σχετικά με τις ικανότητες του δαιμόνιου Καρχηδόνιου και θεωρώντας ότι πρέπει ο ίδιος να υπαγορεύσει τις συνθήκες της μάχης – πιθανότατα πιστεύοντας ότι ο Αννίβας βιάζεται διότι δεν έχει επαρκή εφόδια – απόφυγε να παρατάξει το στρατό του, αλλά περιορίστηκε να ενισχύσει τις φρουρές και των δύο στρατοπέδων.

Ο Αννίβας κατάλαβε κάποια στιγμή ότι ο αντίπαλός του δεν «τσίμπησε το δόλωμα» και αποσύρθηκε στο δικό του στρατόπεδο, αφού ανέθεσε σε αποσπάσματα Νουμιδών ιππέων να παρενοχλούν τους Ρωμαίους που προσπαθούσαν να μεταφέρουν νερό στα στρατόπεδα από τον ποταμό. Επρόκειτο για άλλη μία καλά υπολογισμένη κίνηση για να προκαλέσει ακόμη περισσότερη αγανάκτηση μεταξύ των Ρωμαίων και να τους παρασύρει σε μάχη. Σύντομα ο Βάρρος θα του έκανε τη χάρη…

Πρελούδιο

Κατά την άνοιξη του έτους 216 π.Χ., ο Αννίβας αποφάσισε να πολιορκήσει τη μεγάλη αποθήκη ανεφοδιασμού των Ρωμαίων στις Κάννες, η οποία βρισκόταν στον κάμπο της περιφέρειας της Απουλίας, στη Νοτιοανατολική Ιταλία. Ο Πολύβιος θεωρεί πώς αυτό το γεγονός«προκάλεσε μεγάλη αναταραχή ανάμεσα στους Ρωμαίους, καθώς είχαν χάσει ένα μεγάλο μέρος του εφοδιασμού τους.


Αυτό που τους τρόμαζε, όμως, περισσότερο ήταν η παρουσία του Αννίβα στην περιοχή». Οι ύπατοι, θέλοντας να βρουν και να κατατροπώσουν τον Καρχηδόνιο στρατηγό, κατευθύνθηκαν στον νότο. Μετά από πορεία δύο ημερών, τον βρήκαν στην αριστερή όχθη του Ωφίδου ποταμού και στρατοπέδευσαν 6 μίλια (10 χιλιόμετρα) από το σημείο αυτό. Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, ένας Καρχηδόνιος ονόματι Γίσκων, σχολίασε την αριθμητική υπεροχή των Ρωμαίων.

Ο Αννίβας του απάντησε: «Ένας σημαντικός παράγοντας που σου διέφυγε, Γίσκων, κάτι που θα σε εντυπωσιάσει περισσότερο, είναι ότι παρά την αριθμητική τους υπεροχή, οι Ρωμαίοι ακόμα δεν πρότειναν μάχη.» Ο ύπατος Βάρρων, αρχηγός των Ρωμαίων την πρώτη μέρα των εχθροπραξιών, παρουσιάζεται από τους αρχαίους ως αλαζόνας, ο οποίος ήταν αποφασισμένος να νικήσει τον Αννίβα. Καθώς οι Ρωμαίοι πλησίαζαν στις Κάννες, ένα μικρό σώμα που έστειλε ο Αννίβας έστησε ενέδρα στον ρωμαϊκό στρατό.

Ο Βάρρων απώθησε αυτό το καρχηδονιακό σώμα και συνέχισε την πορεία του προς στις Κάννες. Αυτή η νίκη, αν και στην ουσία ήταν μια μικρή αψιμαχία, προκάλεσε μεγάλα προβλήματα στη συνεργασία των Ρωμαίων διοικητών. Σε αντίθεση με τον Βάρρωνα, ο Λούκιος Παύλος παρουσιάζεται πιο υπομονετικός και προσεκτικός, και δήλωσε πώς θα ήταν ανόητο να αντιμετωπίσουν ανοιχτά τους Καρχηδόνιους, έστω και αν είχαν αριθμητική υπεροχή.

Αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς ο Αννίβας είχε ακόμα την υπεροχή σε ιππικό (τόσο από ποιοτική άποψη όσο και από αριθμητική). Παρά τις ανησυχίες του, ο Παύλος θεώρησε επίσης ανόητο να αποσύρει τον στρατό του μετά από τέτοια επιτυχία και στρατοπέδευσε με τα 2/3 του στα ανατολικά του Ωφίδου ποταμού, ενώ το υπόλοιπο 1/3 στρατοπέδευσε στην αντίθετη πλευρά.

Ο στόχος αυτού του δεύτερου στρατοπέδου ήταν να καλύψει με προμήθειες τον υπόλοιπο στρατό και να κλέψει μερικές προμήθειες του αντιπάλου. Οι δύο στρατοί έμειναν στις θέσεις τους για δύο μέρες. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης ημέρας (1 Αυγούστου), ο Αννίβας, καλά ενήμερος πώς τη διοίκηση, την επόμενη μέρα, θα αναλάβει ο Βάρρων, άφησε το στρατόπεδό του και πρότεινε τη μάχη.


Ο Παύλος, εντούτοις, αρνήθηκε την πρόταση. Όταν η αίτηση του απορρίφθηκε, ο Αννίβας, καταλαβαίνοντας τη σημασία των νερών του Ωφίδου ποταμού, για τα ρωμαϊκά στρατόπεδα, έστειλε το ιππικό του απέναντι σε ένα αδύναμο ρωμαϊκό στρατόπεδο για να εμποδίσει την παροχή νερού σε αυτό. Σύμφωνα με τον Πολύβιο, το ιππικό του Αννίβα είχε προκαλέσει όλεθρο και εμπόδισε εντελώς την παροχή νερού στο στρατόπεδο.

Δυνάμεις

Συνήθως, οι διάφορες πηγές δεν δίνουν τον ακριβή αριθμό των στρατευμάτων σε μια μάχη, και οι Κάννες δεν αποτελούν εξαίρεση. Εξ ου και τα ακόλουθα στοιχεία πρέπει να αντιμετωπίζονται με προσοχή, ιδιαίτερα όσα αφορούν στον καρχηδονιακό στρατό.

Οι δυνάμεις των δύο υπάτων υπολογίζονται σε 80.000 στρατιώτες, 2.400 Ρωμαίους ιππείς και 4.000 συμμάχους ιππείς (οι οποίοι συμμετείχαν στη μάχη). Και στα δύο στρατόπεδα υπήρχαν 2.600 βαριά οπλισμένοι και 7.400 ελαφρά στρατιώτες (από το σύνολο των 10.000 ανδρών). Έτσι η συνολική δύναμη των Ρωμαίων ανέρχεται σε 86.400 άνδρες. Ο καρχηδονιακός στρατός αριθμούσε 40.000 βαρύ πεζικό, 6.000 ελαφρύ πεζικό και 10.000 ιππείς.

Ο καρχηδονιακός στρατός αποτελείτο από στρατούς διάφορων εθνικοτήτων. Περιλάμβανε 8.000 Λίβυους, 8.000 Ίβηρες, 16.000 Γαλάτες (οι μισοί από τους οποίους την ημέρα της μάχης παρατάχθηκαν στα αριστερά) και περίπου 5.500 Γετούλιους πεζούς. Το ιππικό του Αννίβα είχε διαφορετική σύνθεση. Περιλάμβανε 4.000 Νουμίδες, 2.000 Ισπανούς, 4.000 Γαλάτες και 450 Φοίνικες.

Τέλος, ο Αννίβας διέθετε 8.000 ακροβολιστές μαζί με Βαλέριους, καθώς και άλλων εθνικοτήτων, σφενδονιστές.

Εξοπλισμός

Οι Ρωμαίοι ιππείς ήταν οπλισμένοι με τον συνηθισμένο, για εκείνη την εποχή, εξοπλισμό του ρωμαϊκού στρατού: με πίλα (βαρύ ακόντιο) και χάστα (λόγχη), καθώς επίσης με τα παραδοσιακά κράνη, ασπίδες και πανοπλία. Από την άλλη πλευρά, οι Καρχηδόνιοι στρατιώτες χρησιμοποιούσαν μια ποικιλία εξοπλισμού. Οι Ίβηρες πολεμούσαν με ξίφη, με τα οποία μπορούσαν να καταστρέψουν διάφορα ακόντια και λόγχες του αντιπάλου. Για να αμύνονται, χρησιμοποιούσαν μεγάλες ωοειδείς ασπίδες όπως και οι Γαλάτες.


Το καρχηδονιακό ιππικό ήταν εξοπλισμένο με δύο βαριά ακόντια, ξίφη και με βαριές ασπίδες για προστασία. Οι Νουμίδες ήταν πιο ελαφρά εξοπλισμένοι, με μικρότερες και πιο ελαφριές ασπίδες και με μαχαίρια ή λεπίδες. Οι ακροβολιστές ενεργούσαν ως ελαφρύ πεζικό χρησιμοποιώντας σφεντόνες και λόγχες. Οι Βαλέριοι ήταν εξοπλισμένοι με μικρές και μακριές σφεντόνες.

Ο εξοπλισμός των Λίβυων έχει προκαλέσει διάφορες συζητήσεις. Ο ιστορικός Ντούκαν Χέντ θεωρεί πώς ήταν εξοπλισμένοι με κοντές λόγχες. Ο Πολύβιος θεωρεί πώς οι Λίβυοι χρησιμοποιούσαν τον εξοπλισμό που έλαβαν από τους ηττημένους Ρωμαίους. Είναι ασαφές αν εννοούσε μόνο τις ασπίδες και τα όπλα των Ρωμαίων, αλλά οι περισσότεροι θεωρούν πώς εννοούσε όχι μόνο τον εξοπλισμό αλλά και τη στρατηγική των Ρωμαίων.

Ο Πολύβιος αργότερα δήλωσε πώς "...εναντίον του Αννίβα, οι ήττες που υπέστησαν δεν είχαν καμία σχέση με τον εξοπλισμό τους" επειδή "ο Αννίβας από μόνος του... εξόπλιζε τον στρατό του με ρωμαϊκά όπλα". Ο Ντάλυ θεωρεί πώς το πεζικό των Λίβυων αντέγραψε τους Ίβηρες ως προς τον τρόπο χρήσης των όπλων τους, και έτσι οπλίστηκαν σχεδόν όπως οι Ρωμαίοι. Ο ιστορικός Πέτερ Κοννόλι υποστήριξε πώς οπλίστηκαν όπως μια φάλαγγα, αλλά αυτό δεν έχει αποδειχθεί.

Είχε απορριφθεί από τον Χέντ με την αιτιολόγηση πώς ο Πλούταρχος καταγράφει πώς είχαν μικρότερες λόγχες από ότι οι Ρωμαίοι και από τον Ντάλυ επειδή πιστεύει πώς δεν μπορούσαν να ήταν οπλισμένοι έτσι και την ίδια ώρα να έχουν βαριές Ρωμαϊκές ασπίδες.

Τακτική

Για να πετύχουν συμβατική επέκταση, οι στρατοί της εποχής έπρεπε να παρατάσσουν το πεζικό στο κέντρο και το ιππικό στα πλάγια. Οι Ρωμαίοι ακολούθησαν αυτή τη σύμβαση πιστά, αλλά με περισσότερο βάρος στα πλάγια αντί στο κέντρο, ελπίζοντας με το ιππικό να κατατροπώσουν το αδύναμο κέντρο του Αννίβα. Ο Βάρρων ήξερε πως το ρωμαϊκό πεζικό είχε διεισδύσει στο κέντρο του Αννίβα κατά τη διάρκεια της μάχης στον ποταμό Τρέβιο και σχεδίαζε να το εφαρμόσει ξανά σε μεγαλύτερη κλίμακα.


Οι πρίγκηπες (μονάδα στρατού των Ρωμαίων) παρατάχθηκαν πίσω από τους χαστάτι, έτοιμοι να προωθηθούν προς τα εμπρός και να εξασφαλίσουν την παρουσία των Ρωμαίων ως ενοποιημένο μέτωπο. Όπως έγραψε ο Πολύβιος, «οι σπείρες ήταν πλησιέστερες η μια με την άλλη ή απλά μειώθηκαν τα διαστήματα... και οι σπείρες παρουσίαζαν περισσότερο βάθος από ό,τι ο στρατός που βρισκόταν μπροστά.»

Ο Βάρρων θεωρούσε πως αν πίεζε με περισσότερες δυνάμεις τους Καρχηδόνιους, αυτοί θα πανικοβάλλονταν. Ο Βάρρων αποφάσισε να αντιμετωπίσει ανοιχτά τον Αννίβα, καθώς πίστευε πώς ο τελευταίος είχε επικρατήσει στις δύο προηγούμενες μάχες χάρη στην πονηριά του. Το πεδίο μάχης στις Κάννες ήταν καθαρό, χωρίς να δώσει την ευκαρία στον αντίπαλο να στήσει ενέδρες ή να κρύψει κάπου τον στρατό του.

Ο Αννίβας, από την άλλη πλευρά, είχε αναπτύξει τις δυνάμεις του με βάση τις στρατιωτικές ικανότητες των στρατιωτών του, λαμβάνοντας υπόψη τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία του κάθε σώματος ώστε να βελτιώσει την τακτική του. Τοποθέτησε τους Ίβηρες, τους Γαλάτες και τους Κελτίβηρες στη μέση, εναλλάσσοντας την εθνοτική σύνθεση σε όλη την πρώτη γραμμή. Το πεζικό του Αννίβα από την Καρχηδονιακή Αφρική ήταν τοποθετημένο στα πλάγια του υπόλοιπου πεζικού.

Ο Ασδρούβας διοικούσε το πεζικό των Ιβήρων και των Κελτίβηρων στα αριστερά (νότια του Ωφίδου ποταμού) του Καρχηδονιακού στρατού. Ο Ασδρούβας ανέλαβε τη διοίκηση 6.500 πεζών, ενώ ο Άννων τη διοίκηση 3.500 Νουμίδων στα δεξιά.

Ο Αννίβας υπολόγιζε ότι το ιππικό του, το οποίο αποτελείτο από το Ισπανικό ιππικό και το ελαφρύ ιππικό των Νουμίδων και βρισκόταν στα άκρα, θα μπορούσε να νικήσει το πιο αδύναμο Ρωμαϊκό ιππικό και θα επιτίθετο στους Ρωμαίους από πίσω. Τα Αφρικάνικα σώματα, την κρίσιμη στιγμή, θα πίεζαν τους Ρωμαίους και θα τους περικύκλωναν.


Ο Αννίβας δεν ανησυχούσε για τα αποτελέσματα της τακτικής του στον Ωφίδο ποταμό. Με την αγκυροβόληση του στον ποταμό, ο Αννίβας εμπόδισε τα σχέδια των Ρωμαίων. Οι Ρωμαίοι βρίσκονταν μπροστά από τον λόφο που οδηγούσε στις Κάννες και στη δεξιά πλευρά του Ωφίδου ποταμού, έτσι η αριστερή τους πλευρά ήταν το μόνο μέσο για υποχώρηση. Επιπλέον, οι Καρχηδόνιοι ιππείς είχαν σχεδιάσει ελιγμό, ώστε να αντιμετωπίσουν τους Ρωμαίους στα ανατολικά.

Η Ημέρα της Σφαγής

Ο Βάρρος είχε πάρει τις αποφάσεις του και είχε πείσει μερικώς και τον Παύλο. Καθώς ξημέρωνε η επόμενη μέρα, οι Ρωμαίοι άρχισαν να βγαίνουν από τα στρατόπεδά τους και να παρατάσσονται για μάχη. Πρώτα πήραν τις θέσεις τους οι άνδρες του κύριου στρατοπέδου και στη συνέχεια εκείνοι από το δεύτερο, που βρισκόταν στην αντίπερα όχθη του Οφίδιου. Το μεγαλύτερο από μία σειρά λαθών του Βάρρου και του Παύλου, έλαβε χώρα ακριβώς σε αυτό το σημείο.

Η δύναμη των Ρωμαίων ήταν η σαφής αριθμητική και ποιοτική υπεροχή που απολάμβαναν έναντι του στρατού που οδηγούσε ο Αννίβας. Για να εκμεταλλευτούν αυτήν την υπεροχή, η σύνεση και η λογική υπαγόρευαν να «ανοίξουν» το μέτωπο της παράταξής τους όσο επέτρεπε η τοποθεσία, να ενισχύσουν τις πτέρυγες (όπου το ιππικό τους ήταν υποδεέστερο, αριθμητικά και ποιοτικά, από το αντίστοιχο του Αννίβα) και να προσπαθήσουν να κάνουν τον Αννίβα να λεπτύνει υπερβολικά τη γραμμή του για να καλύψει όλο το μέτωπο τους.

Με τον τρόπο αυτό, θα είχαν μερικώς εξασφαλίσει ότι η υπεροχή του λεγεωνάριου σε οπλισμό, πειθαρχία και εκπαίδευση, θα μπορούσε να αντιπαρέλθει οποιουδήποτε στρατηγήματος ήταν δυνατό να «εφεύρει» ο νους του Αννίβα. Όμως οι Ρωμαίοι διοικητές έκαναν ακριβώς το αντίθετο. Η παράταξη των Ρωμαίων ήταν απλή. Ο κύριος όγκος του στρατεύματος, που αποτελούσαν οι βαρείς πεζοί του τριαδικού συστήματος (Άστατοι, Πρίγκιπες και Τριάριοι) παρατάχθηκαν σε τρεις επάλληλες γραμμές, όπως συνήθιζαν οι Ρωμαίοι διοικητές. 

Δεν είναι ξεκάθαρο αν μπροστά τους τοποθετήθηκαν, όπως συνηθίζεται, οι ελαφρείς (velites) πεζοί, ωστόσο κατά πάσα πιθανότητα κάτι τέτοιο έγινε, σε περιορισμένη έκταση, καθώς οι Ρωμαίοι είχαν αφήσει περί τους 7.500 ελαφρούς πεζούς μαζί με 2.500 περίπου βαρείς πεζούς στα δύο στρατόπεδα, για να τα φρουρούν – αυτό συνηθιζόταν στην εποχή αυτή, άλλωστε και ο Αννίβας είχε αφήσει περί τους 4.000 (8.000 σύμφωνα με κάποιες πηγές) άνδρες να καλύπτουν το δικό του στρατόπεδο.


Στη μονολιθική Ρωμαϊκή γραμμή παρατάχθηκαν περί τους 55.000 βαρείς πεζούς καθώς και ακόμη 8.000 ελαφρύτερα οπλισμένοι. Οι λεγεώνες βρίσκονταν υπό την διοίκηση των δύο Ύπατων της προηγούμενης χρονιάς, του Μάρκου Ατίλιου και του Γκνάϊου Σερβίλιου. Στις δύο πτέρυγες, οι Ρωμαίοι έταξαν το ιππικό τους. Το Ρωμαϊκό ιππικό, οι «equites», παρατάχθηκαν στην πλευρά του ποταμού, στο ρωμαϊκό δεξί κέρας, υπό την ηγεσία του Παύλου.

Ο Βάρρος ανέλαβε το ιππικό της αριστερής πλευράς, όπου βρισκόταν 4.000 Ρωμαίοι και σύμμαχοι ιππείς. Η παράταξη του ιππικού, που μάλιστα δεν ενισχύθηκε με μεγάλο αριθμό «ψιλών» όπως γινόταν ενίοτε, υπονοεί ότι οι Ρωμαίοι απλά σκόπευαν να κρατήσουν τις πτέρυγες, έως ότου το πεζικό πετύχει τη διάρρηξη της αντίπαλης παράταξης.

Με άλλα λόγια, οι Ρωμαίοι δημιούργησαν μία παράταξη που θεωρούσαν ότι θα εκμεταλλευόταν ακριβώς το γεγονός ότι οι Ρωμαίοι έχουν βαρύτερο οπλισμό και γνωρίζουν να πολεμούν παραταγμένοι, ενώ παράλληλα το σκεπτικό τους ήταν εξαιρετικά απλοϊκό: Ήταν πεπεισμένοι ότι θα μπορούσαν να διασπάσουν με ευκολία το αντίπαλο κέντρο και κάτω από το βάρος της κρούσης των λεγεώνων το στράτευμα του Αννίβα θα διαλύονταν.

Από την πλευρά του ο Αννίβας είχε εντελώς διαφορετικές σκέψεις πριν τη μάχη. Γνώριζε πολύ καλά ότι ευθεία αντιπαράθεση των δύο δυνάμεων σε μια μάχη φθοράς, θα ευνοούσε αποφασιστικά τους Ρωμαίους. Αυτό που έπρεπε να εκμεταλλευτεί ήταν αφενός η υπεροχή του ιππικού του και αφετέρου η αυξημένη ευελιξία των δυνάμεών του – φυσικά και η ανεπάρκεια των Ρωμαίων στρατηγών απέναντί του.

Και οι δύο αντίπαλοι είχαν στόχο όχι απλώς τη νίκη, αλλά την εξόντωση του αντιπάλου. Οι Ρωμαίοι θεωρούσαν ότι αυτό θα το πετύχαιναν μέσω της ισχυρής κρούσης και της διάσπασης του αντίπαλου σχηματισμού.


Αντίθετα, εκεί που η Ρωμαϊκή τακτική αποσκοπούσε στη διάσπαση του κέντρου του, ο Αννίβας προσέβλεπε στην περικύκλωση του αντιπάλου, την παγίδευσή του ανάμεσα σε πολλαπλές δυνάμεις και συνακόλουθα την καταστροφή του. Η παράταξη του ήταν διατεταγμένη αριστοτεχνικά για να πετύχει αυτό ακριβώς το αποτέλεσμα και κάθε λεπτομέρεια φαίνεται να ενισχύει αυτήν την άποψη.
Η παράταξη του πεζικού κάλυπτε σε εύρος μετώπου το αντίστοιχο των Ρωμαίων.

Στο κέντρο είχαν διαταχθεί οι Ίβηρες και Γαλάτες πεζοί του, περί τους 20.000. Εκατέρωθεν τους πήραν θέση οι επίλεκτοι Αφρικανοί πεζοί, τους οποίους ο Αννίβας είχε επανεξοπλίσει – σύμφωνα με τον Πολύβιο – με τα λάφυρα από τις προηγούμενες συγκρούσεις με τους Ρωμαίους. Συνολικά 12.000, από 6.000 αριστερά και δεξιά. Μπροστά από αυτούς πήραν θέση οι «ψιλοί» (σφενδονήτες, τοξότες και ακοντιστές) του Αννίβα, οι οποίοι αφού εξακόντιζαν βροχή βλημάτων θα περνούσαν στις πτέρυγες για να συμμετάσχουν στον ελιγμό κύκλωσης που σχεδίαζε.

Το ιππικό διατάχθηκε με έναν τρόπο που εξυπηρετούσε απόλυτα τα σχέδιά του. Αντί να το διαθέσει ισομερώς στις δύο πτέρυγες ή, ακόμη πιο φυσιολογικά, να ενισχύσει το αριστερό πλευρό του, απέναντι από το ισχυρό δεξιό πλευρό των Ρωμαίων, ο Αννίβας έταξε 8.000 Κέλτες και Ίβηρες ιππείς στα αριστερά του υπό τον Ασδρουβάλ και τον Σώσιλο και στα αριστερά άφησε μόνο τους 2.000 ελαφρούς Νουμίδες ιππείς υπό τον Άννωνα.

Με τον τρόπο αυτό εξασφάλιζε ότι η ιππομαχία στο αριστερό πλερό θα κερδιζόταν και οι Νουμίδες ήταν απόλυτα ικανοί να καθυστερήσουν, με τις τακτικές ακροβολισμού που χρησιμοποιούσαν, το Ρωμαϊκό ιππικό απέναντί τους, έως ότου ενισχυθούν από το νικηφόρο (όπως περίμενε) Κελτιβηρικό τμήμα. Το γεγονός ότι τα πράγματα εξελίχθηκαν ακριβώς με αυτόν τον τρόπο, καταδεικνύει τη μοναδική τακτική ιδιοφυία του Καρχηδόνιου πολέμαρχου.

Η παράταξη του Αννίβα είχε μια ιδιαιτερότητα: οι Κέλτες και Ίβηρες πεζοί που ήταν διατεταγμένοι στο κέντρο, βρισκόταν σε προωθημένη θέση σε σχέση με τους Λίβυους και Καρχηδόνιους στα πλάγια. Το τι ακριβώς σήμαινε αυτό, οι Ρωμαίοι θα το έβλεπαν αμέσως μετά την έναρξη της μάχης.
Όταν ολοκληρώθηκε η παράταξη και οι τακτικές κινήσεις, οι δύο στρατοί άρχισαν να κινούνται.


Όπως συνηθιζόταν, η μάχη άνοιξε με την αψιμαχία των «ψιλών» κάτω από την κάλυψη των οποίων προωθούντο τα κύρια στρατεύματα. Οι Ρωμαίοι, υπό την καθοδήγηση των αξιωματικών τους, ξεκίνησαν με ορμή για να συναντήσουν το συνοθύλευμα των «βαρβάρων» του Αννίβα. Ο ήλιος του μεσοκαλόκαιρου έλαμπε στα αριστερά τους και αντικαθρεφτιζόταν στα νερά του Οφίδιου, ο οποίος πριν τελειώσει η μέρα, θα μετέφερε τόνους αίματος αντί για καθαρό νερό.
Μέσα σε σιωπή που διακόπτονταν μόνο από τα παραγγέλματα των αξιωματικών, οι Ρωμαίοι προχωρούσαν συντεταγμένα. Είχαν παραταχθεί σε πύκνωση, αφήνοντας το μισό πλάτος σε χώρο ελιγμού για τον κάθε στρατιώτη απ’ ότι συνηθίζεται. Και αυτή η παράταξη ήταν ένας τρόπος μεγιστοποίησης της ισχύος κρούσης της λεγεώνας, με σκοπό τον αφανισμό των αντιπάλων. Σχεδόν ώμο με ώμο οι Ρωμαίοι και οι Ιταλιώτες σύμμαχοί τους προχωρούσαν με σταθερό βήμα προς τους Καρχηδόνιους. Το ιππικό προωθούνταν μαζί τους και σύντομα ξεχύθηκε μπροστά για να συναντήσει τους Καρχηδόνιους.

Στην πλευρά του Αννίβα κάτι παράξενο συνέβαινε. Οι ελαφρά οπλισμένοι ψιλοί αφού έστειλαν μερικές ομοβροντίες βλημάτων, αποσύρθηκαν πίσω από την κύρια γραμμή των Καρχηδόνιων, όμως οι Κέλτες και Ίβηρες του κέντρου ξεκίνησαν με ορμή να συναντήσουν τους Ρωμαίους, ενώ αντίθετα οι Αφρικανοί εκατέρωθέν τους στέκονταν ακίνητοι στις θέσεις τους.

Με ουρανομήκεις πολεμικές κραυγές, οι Γαλάτες και οι Ίβηρες ξεχύθηκαν μπροστά και κραδαίνοντας οι μεν τα μακρά κελτικά σπαθιά και οι δε τα κοντά, αμφίστομα ισπανικά, έπεσαν πάνω στους λεγεωνάριους. Το θέαμα ήταν παράδοξο, αφού στο κέντρο των παρατάξεων οι αντίπαλοι συγκρούονταν, ενώ οι πτέρυγες δεν είχαν εμπλακεί! Οι Ρωμαίοι σάστισαν, όμως η ανώτερη εκπαίδευση και οπλισμός των λεγεωνάριων τους έδινε τοπικά την υπεροχή.

Καθώς όμως το κέντρο των Καρχηδονίων, που τώρα απλωνόταν σα μία βεντάλια, εμπλέκονταν, η γραμμή των Ρωμαίων άρχισε να χάνει τη συνοχή της, αφού περισσότεροι Ρωμαίοι εκατέρωθεν του κέντρου προσπαθούσαν να εμπλακούν στη μάχη. Ουσιαστικά με τον τρόπο που είχε ανοίξει το μάχη, ο Αννίβας προσπαθούσε – και πετύχαινε! – να οδηγήσει τους Ρωμαίους να «φορτώσουν» το δικό τους κέντρο, περιορίζοντας ακόμη περισσότερο το εύρος του μετώπου τους.


Την ίδια ώρα στις πτέρυγες, το ιππικό έδινε τη δική του μάχη. Στην πλευρά του Παύλου (ο Λίβιος παραδίδει ότι ο Ύπατος τραυματίστηκε από βλήμα σφενδόνης με την έναρξη της μάχης, ενώ αντίθετα ο πιο αξιόπιστος Πολύβιος ότι ο Παύλος τραυματίστηκε στην εξέλιξη της μάχης) το υπέρτερο ιππικό Γαλατών και Ιβήρων υπερίσχυσε γρήγορα. Η μάχη εξελίχθηκε ουσιαστικά σε μια πεζομαχία με έφιππους άνδρες, καθώς η αρχική κρούση έφερε τους αντιπάλους σώμα με σώμα.

Πολλοί ξεπέζεψαν και άρχισαν να μάχονται με αγριότητα και αποφασιστικότητα. Οι Ρωμαίοι δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τους πολυπληθείς αντιπάλους τους και ο Ασδρουβάλ κυνήγησε τα υπολείμματά τους κατά μήκος της όχθης του Οφίδιου, κατακόβοντας όσους προλάβαινε. Όταν το ιππικό σώμα των Ρωμαίων έπαψε να αποτελεί απειλή, πέρασε πίσω από την παράταξη των λεγεώνων και με μία εντυπωσιακή κίνηση έπεσε πάνω στο ιππικό του Ρωμαϊκού δεξιού, το οποίου χρονοτριβούσε έχοντας απέναντί του τους ταχύτατους και ευέλικτους Νουμίδες.

Η μάχη όμως θα κρινόταν με το πεζικό. Οι Κέλτες και Ίβηρες πεζοί, κάτω από την ηγεσία του ίδιου του Αννίβα, που στέκονταν ακριβώς πίσω τους και με κραυγές και βρισιές προσπαθούσε να τους ελέγξει ώστε να μη διαλυθούν κάτω από την συντριπτική κρούση των πανίσχυρων λεγεώνων, άρχισαν να οπισθοχωρούν πολεμώντας σκληρά.

Σιγά, σιγά, το μισοφέγγαρο άλλαξε προσανατολισμό, καθώς οπισθοχωρούσαν μέτρο προς μέτρο. Αντί για μία εξέχουσα, τώρα μεταβλήθηκε σε μία εισέχουσα. Στην πραγματικότητα, μεταβλήθηκε σε μία παγίδα θανάτου, που θα εξόντωνε τον ανθό της Ρώμης.

Οι Ρωμαίοι προχωρούσαν σταθερά, πετσοκόβοντας τους Κελτίβηρες, αν και πλέον ήταν τόσο συμπτυγμένοι που δύσκολα μπορούσαν να κινηθούν. Ολόκληρη η Ρωμαϊκή παράταξη είχε συμπτυχθεί στα 2/3 σχεδόν του αρχικού της πλάτους και οι λεγεωνάριου πλέον δεν είχαν τον παραμικρό χώρο να ελιχθούν. Στο σημείο αυτό, στα εκτεθειμένα πλευρά των Ρωμαίων εμφανίστηκαν οι Αφρικανοί του Αννίβα και άρχισαν να πιέζουν τις λεγεώνες ακόμη περισσότερο!


Δίχως χώρο για να ελιχθούν, κουρασμένοι από την κοπιώδη προώθησή τους, οι Ρωμαίοι αντιμετώπιζαν τώρα τις «φρέσκες» δυνάμεις που αποτελούσαν το εκλεκτότερο τμήμα των πεζών του Αννίβα. Την ίδια στιγμή άρχισε να ελαφραίνει η πίεση των Ρωμαίων στο κέντρο των Καρχηδονίων, οπότε οι οπισθοχωρούντες Κελτίβηρες ξεχύθηκαν ξανά μπροστά και έπεσαν με ορμή πάνω στους σαστισμένους Ρωμαίους!

Την ώρα αυτή οι περισσότεροι Ρωμαίοι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τι είχε συμβεί. Τη μία στιγμή φαινόταν να είναι κυρίαρχοι του πεδίου, πίεζαν τους Καρχηδόνιους και σκότωναν εκατοντάδες από τους αντιπάλους τους, καταδιώκοντας τους με πάθος και τη σιγουριά της νίκης. Την επόμενη στιγμή, όλη η ορμή της κρούσης είχε χαθεί και τώρα, στη ζέστη του μεσημεριού της Απουλίας, τέθηκαν αντιμέτωποι με το φάσμα του χαμού.

Η μάχη είχε εξελιχθεί σε μια σειρά προσωπικών μονομαχιών και οι Καρχηδόνιοι, με περισσότερο χώρο για να ελιχθούν, αποκτούσαν το πάνω χέρι. Οι «ψιλοί» του Αννίβα ενίσχυσαν τις πτέρυγες, περνώντας στο πλάι των Αφρικανών πεζών και παγιδεύοντας τους Ρωμαίους σε έναν κλοιό θανάτου. Όμως, ακόμη υπήρχε ένα άνοιγμα, μια ελπίδα για τους Ρωμαίους, αρκεί αυτοί να είχαν τη δυνατότητα να υποχωρήσουν με τάξη. Ο κλοιός δεν είχε κλείσει και οι Ρωμαίοι μπορούσαν να υποχωρήσουν προς τα πίσω. Μπορούσαν όμως;

Αυτό θα κρινόταν από το ιππικό. Ο Ασδρουβάλ με τους Γαλάτες και Ίβηρες ιππείς επέπεσε στους Ρωμαίους και Ιταλιώτες των οποίων ηγούνταν ο Βάρρος. Η ορμή της κρούσης ήταν τέτοια ώστε το ιππικό του Βάρρου διαλύθηκε άμεσα. Ο ίδιος ο Βάρρος ήταν από τους πρώτους που εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης, την ώρα μάλιστα που το πεζικό του φαινόταν ότι είχε το πάνω χέρι. Αντίθετα, ο Παύλος είχε αφήσει την τελευταία του πνοή στο πεδίο της μάχης, κάτι που ο Αννίβας θα του αναγνώριζε και θα τον έθαβε με τιμές την επομένη.

Για την ώρα ο Ασδρουβάλ συγκράτησε τους άνδρες του από το να αναλωθούν στην καταδίωξη του ηττημένου εχθρού, αφήνοντας τους ταχύτατους Νουμίδες να ολοκληρώσουν την καταστροφή του αποδιοργανωμένου Ρωμαϊκού ιππικού. Οι άνδρες του Ασδρουβάλ κατευθύνθηκαν προς τα πίσω, προς την πεζομαχία και τον κλοιό θανάτου που κατάπινε σιγά, σιγά των ανθό της Ρωμαϊκής νεολαίας, για να κλείσει το τελευταίο άνοιγμα και να στερήσει από τις λεγεώνες τη μοναδική διέξοδο διαφυγής.


Πολλοί αρχαίοι μελετητές της μάχης απόρησαν με την επιλογή αυτή, καθώς θεωρούσαν ότι ένας παγιδευμένος εχθρός, που δεν έχει ελπίδα διαφυγής, πολεμά πολύ καλύτερα και σκληρότερα, με τη δύναμη της απελπισίας. Για το λόγο αυτό, όλοι οι ελιγμοί περικύκλωσης αφήνουν ένα περιθώριο διαφυγής, πραγματικό ή πλασματικό.

Αυτό δεν ίσχυε στον ελιγμό του Αννίβα. Η δική του διπλή υπερκέραση ήταν απόλυτη και δεν άφηνε στους Ρωμαίους το παραμικρό περιθώριο διαφυγής. Ο Αννίβας δεν ήθελε απλώς να νικήσει τους Ρωμαίους, επιθυμούσε να καταστρέψει ολοκληρωτικά τη δύναμη της Αιώνιας Πόλης, εξοντώνοντας το σύνολο του στρατού που μπορούσε να παρατάξει.

Καθώς το ιππικό του Ασδρουβάλ έπεφτε στα νώτα της Ρωμαϊκής παράταξης, έγινε φανερό ότι η πεδιάδα των Κανών δεν ήταν παρά μια πελώρια παγίδα που θα τραβούσε στο χαμό όλους τους Ρωμαίους! Οι μισθοφόροι του Αννίβα βρισκόταν πλέον σε κατάσταση παροξυσμού, έχοντας περικυκλώσει τους αντιπάλους τους απ’ όλες τις πλευρές, χτυπώντας τους με ότι διέθεταν και σφάζοντας τους αλύπητα.

Οι Ρωμαίοι προσπαθούσαν να αντισταθούν, αλλά τίποτε δεν πήγαινε καλά. Είχαν συμπιεστεί σε πολύ λιγότερο χώρο απ’ ότι χρειάζονταν να κινηθούν, δεν είχαν πλέον καμία ορατότητα, οι αξιωματικοί τους είχαν χαθεί και το μόνο που έβλεπαν γύρω τους ήταν θάνατος! Κατά μόνας ή κατά «σπείρα», οι Ρωμαίοι αντιμετώπιζαν άγριους Κέλτες φυλέτες, αποφασισμένους Ίβηρες και πάνοπλους Αφρικανούς που τους εξόντωναν δίχως να επιδεικνύουν τον παραμικρό οίκτο. Ήταν μια μνημειώδης σφαγή και οι Ρωμαίοι ήταν τα θύματα της.

Ο ίδιος ο Αννίβας μαζί με τους αξιωματικούς του συνέχιζε για ώρες να πιέζει τους άνδρες του να μην εγκαταλείψουν τη σφαγή και να μην δεχθούν την παράδοση των Ρωμαίων. Η παγίδα του Καρχηδόνιου είχε λειτουργήσει τέλεια και το αποτέλεσμα ήταν η εξόντωση του Ρωμαϊκού στρατεύματος.


Ο Απολογισμός της Μάχης

Το μέγεθος της σφαγής που συντελέστηκε κάτω από τον Αυγουστιάτικο ήλιο της Απουλίας ήταν ασύλληπτο. Ποτέ μέχρι εκείνη τη μέρα δεν είχε ηττηθεί στρατός τόσο απόλυτα και τόσο τελεσίδικα και ποτέ μέχρι τότε δεν είχαν συναντηθεί τόσο μεγάλοι στρατοί στο πεδίο της μάχης.

Η πεδιάδα των Κανών μεταβλήθηκε μέσα σε μία μέρα σε έναν κόκκινο βάλτο, από το αίμα των χιλιάδων πεσόντων στη μάχη. Κομένα μέλη και πτώματα ήταν διασπαρμένα σε μια τεράστια έκταση, μέχρι εκεί που έφθανε το μάτι. Οι επιζώντες περπατούσαν σε ένα βούρκο που είχε σχηματιστεί από την ανάμιξη του χώματος με το αίμα των νεκρών. Τα νερά του Οφίδιου είχαν κυριολεκτικά βαφτεί κόκκινα.

Δεκάδες χιλιάδες νεκροί κείτονταν στην πεδιάδα των Κανών και τα κόκαλα τους θα άσπριζαν για πολλές δεκαετίες κάτω από τον ήλιο της Ιταλίας. Ο στρατός του Αννίβα έχασε μόλις 6.500 άνδρες, εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν Κέλτες και Ίβηρες πεζοί, το «δόλωμα» του Αννίβα για την τρομερή παγίδα της διπλής υπερκέρασης.

Οι υπόλοιποι ήταν Ρωμαίοι και σύμμαχοι! Από το τεράστιο στράτευμα, το οποίο αριθμούσε από 80.000 έως 86.000 άνδρες, μόλις 15.000 αποφύγανε τη σφαγή ή την αιχμαλωσία. Οι άνδρες του Αννίβα προς το βράδυ, όταν πλέον είχαν κουραστεί από την πολύωρη σφαγή, αιχμαλώτισαν περί τους 3.000 άνδρες, οι περισσότεροι σύμμαχοι των Ρωμαίων. Τους τελευταίους ο Αννίβας τους απελευθέρωσε, όπως συνήθιζε, αντίθετα με τους Ρωμαίους αιχμάλωτους.

Από τους 15.000 που κατάφεραν να φύγουν από το πεδίο της μάχης, όσοι ήταν Ρωμαίοι πολίτες και επέστρεψαν στην αιώνια πόλη, οργανώθηκαν σε δύο λεγεώνες και στάλθηκαν στη Σικελία να υπηρετήσουν το υπόλοιπο της θητείας τους, σε μια σαφή χειρονομία απαξίωσης ενός ηττημένου στρατεύματος! Οι περισσότεροι από τους επιζώντες ήταν τα μέλη της φρουράς των δύο στρατοπέδων και οι ελαφροί πεζοί, αφού από τη στιγμή που έκλεισε ο κλοιός γύρω από τις λεγεώνες ελάχιστοι μπόρεσαν να διαφύγουν.


Ο Τερέντιος Βάρρος όχι μόνο έγινε δεκτός με τιμές στη Ρώμη, αλλά είχε και μια αξιοσημείωτη πολιτική σταδιοδρομία τα επόμενα χρόνια, έως το θάνατό του λίγο μετά το 200 π.Χ.

Μεταξύ των αμέτρητων Ρωμαίων νεκρών – όπως τους καταγράφει ο Λίβιος – ήταν 109 από την ανώτερη κοινωνική τάξη, συγκλητικοί και μέλη της Ρωμαϊκής Συγκλήτου. Οι επιπτώσεις από τη σφαγή των Κανών ώθησαν το ανθρώπινο δυναμικό της Ρώμης στα όριά του. Αφού έγινε γνωστή η τρομακτική τύχη του τεράστιου στρατεύματος, ατέλειωτος θρήνος ξέσπασε στη Ρώμη.

Κυριολεκτικά δεν υπήρχε ούτε ένα σπίτι, ούτε μια οικογένεια που να μην είχε χάσει στις Κάνες ένα ή και περισσότερα μέλη της. Οι κλαυθμοί και οι οδυρμοί των γυναικών και οι οργισμένες κραυγές των ανδρών ήταν για πολλές μέρες το μόνο που ακούγονταν σε μία πόλη που υπέφερε τη μεγαλύτερη καταστροφή της ιστορίας της.

Όμως οι Ρωμαίοι επέδειξαν απίστευτο κουράγιο, προσαρμοστικότητα και ευελιξία. Αφού διαπίστωσαν ότι ο Αννίβας, αντίθετα απ’ ότι θα περίμενε κανείς, δεν βάδισε ενάντια στην πόλη, άρχισαν να οργανώνονται ξανά. Δημιούργησαν νέες λεγεώνες, από 16χρονους και 17χρονους Ρωμαίους πολίτες, απελεύθερους σκλάβους και μονομάχους και άρχισαν τις διπλωματικές κινήσεις και την προετοιμασία για μια παρατεταμένη εκστρατεία ενάντια στις δυνάμεις τους Αννίβα.

Ένας από τους νεαρούς ευγενείς Ρωμαίους που συμμετείχαν στη μάχη αλλά γλίτωσαν τη σφαγή, ο Πούμπλιος Κορνήλιος Σκίπιο, έμελλε να γίνει ο τιμωρός του Αννίβα – η ιστορία τον κατέγραψε ως τον Σκιπίωνα τον Αφρικανό, νικητή της Ζάμα και κατακτητή της Καρχηδόνας. Λίγα χρόνια μετά τις Κάνες, οι Ρωμαίοι είχαν αντιστρέψει την εικόνα και είχαν μετατρέψει τη συντριπτική ήττα τους σε μία μεγαλειώδη νίκη, με την οποία έβαλαν οριστικά τέλος στην ιμπεριαλιστική δύναμη της Καρχηδόνας.


Απώλειες

Ρωμαϊκές και Συμμαχικές

Ο Πολύβιος γράφει ότι 70.000 άνδρες σκοτώθηκαν, 10.000 συνελήφθησαν και ίσως 3.000 επέζησαν. Αναφέρει επίσης πως από το σύνολο του ρωμαϊκού και συμμαχικού ιππικού, μόνο 370 άνδρες επέζησαν.

Ο Λίβιος αναφέρει πώς σκοτώθηκαν 45.500 πεζοί και 2.700 ιππείς. Επίσης αναφέρει πως 3.000 πεζοί και 1.500 ιππείς αιχμαλωτίστηκαν από τους Καρχηδόνιους.. Ο Λίβιος δεν καταγράφει τις πηγές του, αλλά οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν πως η πηγή του ήταν ο Κούιντους Φάμπιους Πίτορ, Ρωμαίος ιστορικός, ο οποίος είχε ασχοληθεί με τον Δεύτερο Καρχηδονιακό Πόλεμο.

Αργότερα, οι Ρωμαίοι ιστορικοί ακολουθούν πιστά τις αναφορές του Λίβιου. Ο Αππιανός δηλώνει πώς την ημέρα της μάχης σκοτώθηκαν 50.000 Ρωμαίοι. Ο Πλούταρχος συμφωνεί, καταγράφοντας πώς «στη μάχη σκοτώθηκαν 50.000 Ρωμαίοι, ενώ μόνο 4.000 επέζησαν». Ο Μάρκους Φάμπιους Κουϊντιλίανους γράφει: «60.000 άνδρες σκοτώθηκαν από τον στρατό του Αννίβα στις Κάννες». Ο Ευθρόπιος γράφει: «20 στρατιωτικοί, 30 μέλη της Συγκλήτου, και 300 χιλιάδες ευγενείς πέθαναν ή αιχμαλωτίστηκαν, όπως επίσης 40.000 πεζοί και 3.500 ιππείς».

Πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν την εκδοχή του Πολυβίου λαθασμένη και συμφωνούν με αυτήν του Λιβίου. Οι περισσότεροι από τους σύγχρονους ιστορικούς κάνουν αναφορά για λιγότερους νεκρούς. Ο ιστορικός Π. Κανταλούπι καταγράφει πώς στη μάχη σκοτώθηκαν από 10,5 - 16 χιλιάδες Ρωμαίοι. Ο Σάμουελς θεωρεί πώς ο Αννίβας δεν ήθελε να θανατώσει τόσους πολλούς Ρωμαίους καθώς ήλπιζε να μεταμορφώσει τους Ιταλούς από εχθρούς του σε μελλοντικούς συμμάχους.

Καρχηδονιακές και Συμμαχικές

Ο Τίτος Λίβιος μας πληροφορεί πως στη μάχη σκοτώθηκαν «περίπου 8.000 απ' τους γενναιότερους άνδρες του Αννίβα.» Ο Πολύβιος μας πληροφορεί πως σκοτώθηκαν 5.700 στρατιώτες του Kαρχηδονιακού στρατού: 4.000 Γαλάτες, 1.500 Ισπανοί και Αφρικανοί και 200 ιππείς.



Τα Επακόλουθα

Όπως καταγράφει ο Λίβιος:

« Ποτέ πριν, όσο η Πόλη ήταν ακόμα ασφαλής, δεν υπήρξε τόσος ενθουσιασμός και πανικός μέσα στα τείχη της. Δεν θα προσπαθήσω να το περιγράψω, ούτε θα αποδυναμώσω την πραγματικότητα με τη μετάβαση στις λεπτομέρειες… είχε απλά πολλαπλασιαστεί η καταστροφή που ανακοινώθηκε. Σύμφωνα με κάποιες εκθέσεις, χάθηκαν δύο στρατιές προξένων καθώς και δύο πρόξενοι - δεν υπήρχε πια ρωμαϊκό στρατόπεδο, ούτε ένας στρατηγός ή απλός στρατιωτικός - η Απούλια, το Σάμνιο, σχεδόν όλη η Ιταλία ήταν στα πόδια του Αννίβα. Βεβαίως δεν υπάρχει κανένα άλλο έθνος που δεν θα είχε ενδώσει κάτω από ένα τέτοιο βάρος της καταστροφής. »

Για μια μικρή περίοδο στη Ρώμη επικρατούσε πλήρης αταξία. Οι καλύτεροι στρατοί τους είχαν καταστραφεί και ο Βάρρων είχε δυσφημιστεί. Ήταν μια πλήρης καταστροφή για τους Ρωμαίους. Σύμφωνα με την παράδοση, στη Ρώμη κυρήχθηκε μέρα πένθους, καθώς δεν υπήρχε ένας απλός πολίτης, ο οποίος δεν έχασε συγγενικό πρόσωπο στη μάχη.Οι Ρωμαίοι έφτασαν σε τόση απελπισία που προσέφυγαν στην ανθρωποθυσία, θάβοντας δύο ζωντανούς ανθρώπους στο Ρωμαϊκό Φόρουμ και εγκατέλειψαν ένα μωρό στην Αδριατική.

Ο Λούκιος Καικίλιος Μέτελλος, ένας χιλίαρχος, απελπίστηκε ως προς τις αιτίες της ήττας των Ρωμαίων στη μάχη, δήλωσε πώς όλα χάθηκαν και πρότεινε να τεθούν στην υπηρεσία ενός ξένου πρίγκιπα. Ωστόστο, αναγκάστηκε να δώσει όρκο υποταγής στη Ρώμη για όλο τον χρόνο. Οι επιζώντες, μετά τη μάχη, Ρωμαίοι στρατιώτες ανασυγκροτήθηκαν σε δύο λεγεώνες και στάλθηκαν στη Σικελία ως τιμωρία για την ταπεινωτική τους λιποταξία στο πεδίο της μάχης.

Εκτός από τη σωματική απώλεια του στρατού της, η Ρώμη θα υφίστατο μια συμβολική ήττα γοήτρου. Ένα χρυσό δαχτυλίδι ήταν σημάδι της συμμετοχής στις συζητήσεις θεμάτων της ανώτατης κοινωνικής τάξης. Ο Αννίβας και οι στρατιώτες του κατάφεραν να πάρουν 200 χρυσά δαχτυλίδια και τα έστειλαν στην Καρχηδόνα ως ένδειξη του θριάμβου τους. Η συλλογή έπεσε στο πάτωμα μπροστά από τη Σύγκλητο της Καρχηδόνας και θεωρήθηκε "τρία και μισό μέτρα".

Ο Αννίβας, κερδίζοντας ακόμα μια μάχη (μετά από αυτές του Τρεβίου και της Τρασιμένης), είχε κατατροπώσει 8 στρατιές προξένων. Μέσα σε 20 μήνες, η Ρώμη είχε χάσει το 1/5 του συνολικού πληθυσμού της άνω των 17 ετών. Επιπλέον, η ήττα επηρέασε και τους συμμάχους της, οι οποίοι αποφάσισαν να πάρουν το μέρος του Αννίβα. Μετά τη μάχη των Καννών, οι Ελληνιστικές περιφέρεις στον νότο της Αργόριππας, της Σαλάπιας, του Ουζεντούν, της Χερδόνιας (σημ. Φώτζια), συμπεριλαμβανομένων της Καπούας και τουΤάραντα, υποτάχθηκαν στον Αννίβα. Ο Πολύβιος σημειώνει.


«Το πόσο σοβαρό ήταν το αποτέλεσμα της ήττας των Ρωμαίων στις Κάννες, μπορεί κανείς να καταλάβει από τη συμπεριφορά των συμμάχων της Ρώμης - πριν από αυτή τη μοιραία μέρα, ήταν πιστοί στη Ρώμη, αλλά μετά άρχισαν να αμφιβάλλουν κατά πόσο δυνατή ήταν η Ρώμη.» Την ίδια χρονιά οι πόλεις της Σικελίας προκλήθηκαν να επαναστατήσουν κατά της Ρώμης και ο Φίλιππος Ε' της Μακεδονίας ξεκίνησε τις προετοιμασίες για τον Πρώτο Μακεδονικό Πόλεμο. Επίσης εξασφάλισε τη συμμαχία του Ιερώνυμου των Συρακουσών.

Μετά τη μάχη, ο αρχηγός του ιππικού των Νουμίδων, ο Μάαρβας, παρότρυνε τον Αννίβα να επιτεθούν κατά της Ρώμης. Ο Καρχηδόνιος στρατηγός αρνήθηκε και η απάντησή του προκάλεσε έκπληξη στον Μάαρβα ο οποίος του είπε «Αννίβα, ξέρεις πως να κερδίζεις μια μάχη, αλλά δεν ξέρεις πως να εκμεταλλευτείς τη νίκη σου.» Ωστόσο ο Αννίβας είχε πιο σοβαρούς λόγους για να κρίνει ποιαστρατηγική έπρεπε να διαλέξει μετά τη νίκη στις Κάννες από ό,τι ο Μάαρβας.

Ο ιστορικός Χανς Ντελμπρούκ επισημαίνει πώς λόγω του μεγάλου αριθμού νεκρών και τραυματιών στη μάχη δεν ήταν σε θέση να αρχίσει επίθεση κατά της Ρώμης. Ακόμη κι αν ο στρατός του ήταν σε πλήρη ισχύ, η επιτυχής πολιορκία της Ρώμης απαιτούσε την κατάληψη της ενδοχώρας, προκειμένου να διασφαλίσει την τροφοδοσία του και να διακόψει την παροχή πολεμοφόδιων στους Ρωμαίους.

Παρά τις μεγάλες απώλειες στις Κάννες, την αποστασία μερικών συμμάχων της, η Ρώμη είχε ακόμα άφθονο εργατικό δυναμικό, κάτι που της έδινε την ευκαιρία να διατηρήσει τον έλεγχο της στην Ιβηρία, τη Σικελία και τη Σαρδηνία, παρά την παρούσια εκεί του Αννίβα.


Η συμπεριφορά του Αννίβα μετά τις νίκες στην λίμνη Τρασιμένη (217 π.Χ.) και στις Κάννες (216 π.Χ.), καθώς και το γεγονός ότι επιτέθηκε στη Ρώμη πέντε χρόνια μετά τη νίκη στις Κάννες (211 π.Χ.), δείχνει πως στόχος του δεν ήταν η καταστροφή του αντιπάλου του, αλλά η αποθάρρυνση των Ρωμαίων μετά από σφαγές σε πεδία μάχης, έτσι ώστε να πείσει τη Ρώμη να υπογράψει μαζί του συνθήκη ειρήνης.

Έτσι μετά τις Κάννες ο Αννίβας έστειλε μια αντιπροσωπεία με αρχηγό τον Καρθάλο για να διαπραγματευτεί μια συνθήκη ειρήνης. Ωστόσο παρά τις πολλαπλές καταστροφές της Ρώμης, η Ρωμαϊκή Σύγκλητος δεν δεχόταν διαπραγματεύσεις. Αντιθέτως ξεκίνησε την επιστράτευση ολόκληρου του ανδρικού πληθυσμού της Ρώμης, επιστρατεύοντας και σκλάβους.

Τόσα αποφασιστικά ήταν αυτά τα μέτρα, ώστε απαγορευόταν η χρήση της λέξης «ειρήνη», το πένθος περιορίστηκε σε 30 μέρες και απαγορευόταν το δημόσιο πένθος ακόμα και στις γυναίκες. Για το υπόλοιπο του πολέμου στην Ιταλία, δεν θα συσσώρευαν τόσο μεγάλες δυνάμεις υπό τη διοίκηση ενός στρατηγού κατά του Αννίβα – αντ' αυτού χρησιμοποιήσαν ανεξάρτητους στρατούς και με αυτό τον τρόπο είχαν και πάλι περισσότερο στρατό από ότι οι Καρχηδόνιοι.

Αυτό ανάγκασε τον Αννίβα να αποσυρθεί στον Κρότωνα, απ' όπου κλήθηκε να επιστρέψει στην Αφρική μετά την εισβολή των Ρωμαίων.

Η Πολιορκία των Συρακουσών (214 π.Χ. - 212 π.Χ.)

Η πόλη των Συρακουσών ιδρύθηκε το 734 ή 733 π.Χ. από Κορίνθιους αποίκους. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της Σικελίας και υπήρξε η σημαντικότερη και ισχυρότερη ελληνική πόλη της Μεγάλης Ελλάδας. Διατήρησε την ισχύ της ακόμα και κατά την Ρωμαϊκή κυριαρχία σαν πρωτεύουσα την επαρχίας της Σικελίας.

Μετά την αποχώρηση του Πύρρου από την Σικελία οι Μαρμετίνοι, μισθοφόροι από την Καμπανία της Ιταλίας που είχε προσλάβει παλαιότερα ο Αγαθοκλής των Συρακουσών για να αντιμετωπίσει τους Καρχηδόνιους , κατείχαν την πόλη της Μεσσήνης κάνοντας επιδρομές στις γύρω περιοχές αλλά και πειρατεία στις βόρειες ακτές της Σικελίας. Ο τύρρανος Ιέρων ο Β΄ των Συρακουσών νικώντας μια αποφασιστική μάχη το 265 π.Χ. ανάγκασε τους Μαρμετίνους να ζητήσουν βοήθεια και από την Ρώμη και από την Καρχηδόνα.


Άμεσα ανταποκρίθηκαν οι Καρχηδόνιοι οι οποίοι έστειλαν στρατεύματα στην Μεσσήνη. Οι Ρωμαίοι απάντησαν ξεκινώντας στην ουσία τον Α' Ρωμαίο-Καρχηδονιακό πόλεμο. Ο Ιέρων κατάφερε να διατηρήσει ανέπαφα τα εδάφη που κατείχε γύρω από τις Συρακούσες συμμαχώντας τελικά με τους Ρωμαίους. Ο Ιέρων πέθανε το 215 π.Χ. και τον διαδέχτηκε ο εγγονός του Ιερώνυμος. Ο Ιερώνυμος έσπασε την συμμαχία με την Ρώμη και δέχτηκε την προστασία των Καρχηδονίων.

Ένα χρόνο μετά ο Ιερώνυμος δολοφονήθηκε (214 π.Χ.) και οι φίλοκαρχηδονιακοί απομακρύνθηκαν από την πόλη. Έχοντας ήδη ξεσπάσει ο Β' Ρωμαίο-Καρχηδονιακός πόλεμος από το 218 π.Χ. οι Ρωμαίοι υπό τον φόβο να χάσουν ξανά τον έλεγχο των Συρακουσών έστειλαν ένα Ρωμαϊκό στράτευμα με επικεφαλής τον Μάρκο Κλαύδιο Μάρκελλο.

Οι Ρωμαίοι απέκλεισαν την πόλη από στεριά και θάλασσα αλλά τα περίφημα τείχη της πόλης με συνολικό μήκος τα 28 χιλιόμετρα προμήνυαν το δύσκολο έργο που είχαν. Εκτός από τα τείχη οι Συρακούσες είχαν ένα ακόμα "όπλο" στην άμυνα της πόλης, τον μεγάλο μαθηματικό, φυσικό και μηχανικό Αρχιμήδη.

Ο Αρχιμήδης βόηθησε την άμυνα της πόλης με τις διάφορες πολεμικές μηχανές του όπως ήταν οι άρπαγες (μηχανισμοί μέσα από τα τείχη που έπιαναν και αναποδογύριζαν τα Ρωμαϊκά πλοία), ατμοτηλεβόλα (πυροβόλα ατμού που εκτόξευαν μεταλλικές μπάλες σε απόσταση μέχρι και 1.000 μέτρα), ηλιακά κάτοπτρα (αποδείχτηκαν βάσιμα μετά από επιτυχημένα πειράματα του μηχανικού Ιωάννη Σακκά το 1973 όπου κατάφερε να βάλει φωτιά σε ομοίωμα πλοίου στα 55 μέτρα μέσα σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα), καταπέλτες και βαλλίστρες.

Οι Ρωμαίοι μετά από πολύμηνη πολιορκία κατάφεραν με ένα τέχνασμα να εισβάλουν στην πόλη καθώς μια μικρή ομάδα Ρωμαίων στρατιωτών κατάφερε να εισβάλει στα τείχη με την κάλυψη της νύχτας κατά την διάρκεια θρησκευτικής εορτής προς τιμήν της θεάς Άρτεμις. Ο Αρχιμήδης πέθανε κατά την διάρκεια αυτής της εισβολής, όταν παρά τις εντολές του Μάρκελλου ένας στρατιώτης τον σκότωσε την ώρα που έλυνε ένα γεωμετρικό πρόβλημα.


Εκεί φέρεται να είπε το περίφημο "Μη μου τους κύκλους τάραττε". Παρά την εισβολή αυτή η πόλη δεν είχε καταληφθεί ακόμα καθώς το καλά οχυρωμένο μέρος της πόλης δεν είχε πέσει στα χέρια τους. Έπειτα από οχτάμηνη πολιορκία και με τα είδη βασικής ανάγκης να λιγοστεύουν, οι Συρακούσες έπεσαν στα χέρια της Ρώμης ύστερα από προδοσία καθώς οι πολιορκητές εισέβαλαν από ανοιχτή πύλη.
Οι Συρακούσιοι σφαγιάστηκαν ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι και πουλήθηκαν σαν δούλοι. Αυτό ήταν και το τέλος της Μεγάλης Ελλάδας με την Ρώμη να είναι πλέον κυρίαρχη σε όλη την Σικελία και σύντομα σε όλο σχεδόν τον δυτικό κόσμο.

Μάχη της Ζάμας (202 π.Χ.)

Η μάχη της Ζάμας πραγματοποιήθηκε στις 19 Οκτωβρίου του 202 π.Χ. ανάμεσα στους Ρωμαίους του Σκιπίωνα του Αφρικανού και τους Καρχηδόνιους του Αννίβα στην Αφρική, στη Ζάμα. Αυτή η μάχη αποτελεί το τέλος του Δεύτερου Καρχηδονιακού πολέμου και την πρώτη ήττα του Καρχηδόνιου στρατηγού.

Προοίμιο

Μετά την τεράστια νίκη του Αννίβα στις Κάννες, ο τελευταίος έχασε την ευκαιρία να επιτεθεί στη Ρώμη τώρα που ήταν ο κυρίαρχος σε ξένο έδαφος και επιδόθηκε στη λεηλασία της Νότιας Ιταλίας. Έτσι ο Δεύτερος Καρχηδονιακός Πόλεμος συνεχίστηκε. Το 214 π.Χ. οι Ρωμαίοι πολιόρκησαν τις Συρακούσες, οι οποίες είχαν αντισταθεί με τις πολεμικές μηχανές του Αρχιμήδη, αλλά τελικά έπεσαν 2 χρόνια αργότερα, το 212 π.Χ.

Ο εφοδιασμός όμως του Αννίβα άρχισε να στερεύει και ζήτησε βοήθεια από την Καρχηδόνα. Τελικά ήρθε για βοήθεια ο αδερφός του, ο Ασδρούβας. Όμως πριν καν φτάσει στον Αννίβα, το 207 π.Χ.ηττήθηκε στο Μέταυρο ποταμό από το Γάιο Κλαύδιο Νέρωνα και σκοτώθηκε ή αυτοκτόνησε. Το 205 π.Χ., στη Ρώμη στρατηγός έγινε ο Σκιπίωνας ο επονομαζόμενος Αφρικανός, ο οποίος ήταν ο γιος του Κορνήλιου Σκιπίωνα που ηττήθηκε στον Τίκινο ποταμό.


Έτσι αποφάσισε την μεταφορά του πολέμου από την Ιταλία στην Αφρική. Τον επόμενο χρόνο (204 π.Χ.) ένας στόλος 400 μεταγωγικών και 40 πολεμικών Ρωμαϊκών πλοίων αποβιβάστηκε στην Αφρική. Έτσι ο Αννίβας αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω στην Καρχηδόνα. Μέχρι και το 202 π.Χ. οι Ρωμαίοι είχαν πολλές επιτυχίες επί Αφρικανικού εδάφους.

Η Μάχη

Ο Καρχηδόνιος στρατηγός με 40.000 πεζούς, 4.000 ιππείς και με κατευθύνθηκε στη Ζάμα, μια περιοχή κοντά στην Καρχηδόνα. Έστειλε και κατασκόπους τους οποίους τους βρήκε ο Σκιπίωνας και τους έδειξε το στρατό του για να τρομοκρατηθούν. Πριν τη μάχη ο Αννίβας συναντήθηκε με το Σκιπίωνα για μια προσπάθεια ειρήνης, αλλά αυτή η συνάντηση δεν κατέληξε πουθενά. Οι Ρωμαίοι διέθεταν 30.000 πεζούς και 8.000 ιππείς.

Ο Σκιπίωνας έταξε το πεζικό του στο κέντρο με αρχηγό τον ίδιο σε τρεις σειρές. Στα δεξιά βρίσκονταν υπό τον Μασσινίσα 4.000 περίπου Νουμίδοι ιππείς και στο άλλο άκρο υπό τον Λαίλιο άλλοι τόσοι Ρωμαίοι ιππείς. Ο Αννίβας είχε τάξει και το δικό του πεζικό στο κέντρο σε τρεις σειρές. Στην πρώτη βρίσκονταν πολεμιστές από τη Λιγουρία και τη Γαλατία. Στη δεύτερη από την Καρχηδόνα και τη Λιβύη και στην τρίτη και τελευταία βετεράνοι Καρχηδόνιοι που είχαν πολεμήσει στην Ιταλία.

Πιο μπροστά από το πεζικό βρίσκονταν οι 80 ελέφαντες του Αννίβα. Στο αριστερό άκρο ήταν οι Νουμίδοι ιππείς που είχαν παραμείνει πιστοί στον Αννίβα με αρχηγό το Σύφακα και που θα αντιμετώπιζαν τους ομοεθνείς τους. Στο δεξί άκρο βρίσκονταν οι Καρχηδόνιοι ιππείς.

Η μάχη άρχισε στις 19 Οκτωβρίου του 202 π.Χ. με τους ελέφαντες των Καρχηδονίων να επιτίθενται, αλλά τρομαγμένοι από τις Ρωμαϊκές σάλπιγγες να υποχωρούν και να προκαλούν σύγχυση στο Καρχηδονιακό στράτευμα. Ο Μασσινίσα και ο Λαίλιος εμεταλλευόμενοι αυτή την αναταραχή κι την αριθμητική τους υπεροχή σε ιππείς νίκησαν τους αντίπαλους ιππείς. Στο κέντρο οι Γαλάτες στην πρώτη σειρά, είχαν ηττηθεί.


Όσο περνούσε όμως η ώρα και στους δύο στρατούς οι δύο πρώτες τους σειρές είχαν διαλυθεί. Τότε συγκρούστηκαν οι βετεράνοι των Καρχηδονίων με την τρίτη σειρά του Ρωμαϊκού πεζικού και το απώθησαν. Όμως τότε επέστρεψε το ιππικό των Ρωμαίων και επιτέθηκε στα νώτα των Καρχηδονίων και ακολούθησε σφαγή. Ο Αννίβας είχε ηττηθεί για πρώτη φορά κι αυτό κόστισε στην Καρχηδόνα.

Μετά τη Μάχη

Μετά τη μάχη οι Ρωμαίοι είχαν χάσει 2.000 στρατιώτες, ενώ οι Καρχηδόνιοι 20.000 στρατιώτες. Η πρώτη ήττα του Αννίβα σηματοδότησε τη συνθηκολόγηση της Καρχηδόνας τον ίδιο χρόνο (202 π.Χ.) Οι Καρχηδόνιοι τελικά υπέγραψαν όρους συνθήκης με τους Ρωμαίους:θα περιορίζονταν στην Αφρική και θα πλήρωναν μεγάλη πολεμική αποζημίωση. Μετά αυτή τη νίκη ο Σκιπίωνας ονομάστηκε «Αφρικανός».

Το 146 π.Χ. η Καρχηδόνα άρχισε να αναπτύσσεται κι πάλι κι οι Ρωμαίοι την κατέστρεψαν ολοκληρωτικά. O Αππιανός μας αναφέρει πως μετά από χρόνια από τη μάχη της Ζάμας ο Σκιπίωνας κι ο Αννίβας συναντήθηκαν. Ο Ρωμαίος στρατηγός ρώτησε τον παλιό αντίπαλό του ποιο θεωρεί το μεγαλύτερο στρατηγό στην Ιστορία. Εκείνος απάντησε πως ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος γιατί με ελάχιστο στρατό κατάφερε σε λίγα χρόνια να καταλάβει τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία του τότε κόσμου. Ο Σκιπίωνας συμφώνησε.

Ύστερα τον ρώτησε ποιον θα έβαζε δεύτερο. Ο Αννίβας απάντησε ότι ήταν ο Πύρρος της Ηπείρου γιατί κατάφερε να πετύχει στη Δύση ότι είχε πετύχει ο Αλέξανδρος στην Ανατολή. Τρίτο τοποθέτησε τον εαυτό του γιατί κατάφερε να μείνει αήττητος επί 17 χρόνια σε ξένο έδαφος. Ο Ρωμαίος στρατηγός ενοχλημένος τότε τον ρώτησε πως μπορεί να βρίσκεται στην τρίτη θέση αφού έχασε από τον ίδιο στη Ζάμα. Ο Αννίβας τότε του απάντησε ότι άμα τον είχε νικήσει στη Ζάμα θα ήταν πρώτος κι από τον Αλέξανδρο.

Ιστορική Σημασία Μαχών

Επιδράσεις στο Ρωμαϊκό Στρατιωτικό Δόγμα

Η Μάχη των Καννών έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της στρατιωτικής δομής και της τακτικής οργάνωσης του ρωμαϊκού στρατού. Στις Κάννες, το Ρωμαϊκό πεζικό είχε σχηματισμό ίδιο με αυτό της φάλαγγας. Το γεγονός αυτό έκανε τους Ρωμαίους να πέσουν στην παγίδα του Αννίβα, επειδή δεν είχαν την ικανότητα να κάνουν ελιγμούς, έστω και αν είχαν αριθμητική υπεροχή.


Έτσι κατέστη αδύνατη η αντιμετώπιση των κυκλωτικών ελιγμών που χρησιμοποιούνταν από τον Καρχηδονιακό ιππικό. Επιπλέον, οι αυστηροί νόμοι του ρωμαϊκού κράτους απαιτούσαν εναλλαγή της ανώτατης διοίκησης μεταξύ δύο προξένων, οι οποίοι θα περιόριζαν τη στρατιωτική συνοχή.

Ωστόσο, στα χρόνια που ακολούθησαν μετά τη μάχη, εντυπωσιακές μεταρρυθμίσεις τέθηκαν σε εφαρμογή για την αντιμετώπιση αυτών των ελλείψεων. Πρώτα, οι Ρωμαίοι «άρθρωσαν τις φάλλαγες, μετά τις μοίραζαν σε στήλες, ενώ αργότερα τις χώριζαν σε μικρές ομάδες στρατού, οι οποίες ενώνονταν και πάλι άλλαζαν το σχήμα τους» Για παράδειγμα στη μάχη της Ίλιπας και στη μάχη της Ζάμας, οι πρίγκηπες διαμόρφωσαν καλά το πίσω τμήμα των χαστάτι, τεχνική που επέτρεπε γρήγορες κινήσεις και ελιγμούς.

Επιπλέον, μια ενιαία διοίκηση φάνηκε να είναι χρήσιμη. Μετά από διάφορα πολιτικά πειράματα, ο Σκιπίωνας ο Αφρικανός έγινε αρχηγός των Ρωμαίων στην ήπειρο της Αφρικής, έχοντας εξασφαλισμένη τη διατήρηση του τίτλου του για όλη τη διάρκεια του πολέμου. Ο διορισμός αυτός μπορεί να έχει παραβιάσει τους συνταγματικούς νόμους της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, αλλά, όπως ο Χανς Ντελμπρούκ έγραψε, αυτό «επηρέασε την εσωτερική μεταμόρφωση όπου η δυνατότητα αύξησης του στρατού ήταν εξαιρετικά μεγάλη» ενώ προαναγγέλλει την παρακμή των πολιτικών θεσμών της Δημοκρατίας.

Μετά από τις Κάννες, ο Ρωμαϊκός στρατός εξελίχθηκε σε μια επαγγελματική δύναμη: τον πυρήνα του στρατού του Σκιπίωνα κατά τη διάρκεια της μάχης στη Ζάμα αποτελούσαν βετεράνοι που είχαν πολεμήσει τους Καρχηδόνιους στην Ισπανία για δεκαέξι χρόνια.

Κατάσταση στη Στρατιωτική Ιστορία

Η Μάχη των Καννών έγινε γνωστή για την τακτική που χρησιμοποίησε ο Αννίβας, η οποία είχε επηρεάσει σημαντικά τη μετέπειτα Ρωμαϊκή και στρατιωτική ιστορία. Ο ιστορικός Τεοντόρ Αυράουλτ Ντόντζ έγραψε:


« Λίγες μάχες των αρχαίων είναι εξαιρετικές από την πλευρά ικανοτητας στην αρχηγία του στρατού... από ότι η μάχη των Καννών. Ο Αννίβας είχε το κάθε πλεονέκτημα για νίκη... Η μάχη, από την πλευρά των Καρχηδονίων, ήταν έργο τέχνης, και ότι καμία μάχη δεν ήταν τόσο καλή όσο αυτή στις Κάννες. »

Ο Γουίλ Ντούραντ έγραψε:

« Ήταν ένα υπέρτατο παράδειγμα στρατηγίας, δεν υπήρχε ποτέ κάτι καλύτερο στην ιστορία... είναι από τις καλύτερες μάχες τακτικής για 2000 χρόνια »

Η τακτική της διπλής υπερκέρασης του Αννίβα, στη Μάχη των Καννών συχνά θεωρείται ως μια από τις καλύτερες τακτικές μάχης στην ιστορία και αναφέρεται ως η πρώτη επιτυχημένη χρήση της λαβίδας στον Δυτικό κόσμο.

Το Μοντέλο των Καννών

Η μάχη των Καννών ήταν μια από τις μεγαλύτερες ήττες του Ρωμαϊκού στρατού και αντιπροσωπεύει την αρχέτυπη μάχη του αφανισμού, μια στρατηγική που έχει σπάνια εφαρμοστεί με επιτυχία στη σύγχρονη ιστορία. Ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, ο Ανώτατος Διοικητής των Συμμαχικών Εκστρατευτικών Σωμάτων κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κάποτε έγραψε πώς «Ο κάθε διοικητής ξηράς επιδιώκει τη μάχη του αφανισμού όσο του το επιτρέπουν οι συνθήκες.

Προσπαθεί να αναπαραγάγει στον σύγχρονο πόλεμο το παράδειγμα των Καννών». Επιπλέον, η νίκη του Αννίβα, έχει κάνει τη λέξη "«Κάννες»" συνώνυμο της στρατιωτικής επιτυχίας και έχει σήμερα μελετηθεί λεπτομερώς σε διάφορες στρατιωτικές ακαδημίες σε όλο τον κόσμο. Η ιδέα ότι μια ολόκληρη ομάδα θα μπορούσε να περικυκλωθεί και να εκμηδενιστεί, προξένησε γοητεία στους Δυτικούς στρατηγούς (συμπεριλαμβανομένων του Μεγάλου Φρειδερίκου και του Χέλμουτ φον Μόλτκε) οι οποίοι επιχείρησαν να δημιουργήσουν τις δικές τους «Κάννες».


Η μελέτη του Χανς Ντελμπρούκ είχε επηρεάσει σημαντικά τη γερμανική στρατιωτική θεωρία:

« Μια μάχη του αφανισμού μπορεί να πραγματοποιηθεί σήμερα, με το ίδιο μοντέλο που είχε δημιουργήσει ο Αννίβας. Ο αντίπαλος δεν είναι ο στόχος της επίθεσης... Κύριος στόχος είναι η διάλυση των πλευρών του αντιπάλου και η επίθεση από πίσω... »

Ο Σλίφεν αργότερα ανέπτυξε το δικό του επιχειρησιακό δόγμα σε μια σειρά από άρθρα, πολλά από τα οποία μεταφράστηκαν αργότερα και δημοσιεύτηκαν σε ένα έργο με τίτλο «Cannae» (Κάννες).

Γ΄ Ρωμαιο - Καρχηδονιακός Πόλεμος η Πολιορκία και Καταστροφή της Καρχηδόνας

Ο Τρίτος Καρχηδονιακός πόλεμος (Λατινικά: Tertium Bellum Punicum) (149-146 π.Χ.) είναι ο τρίτος κατά σειρά πόλεμος μεταξύ της Καρχηδόνας και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Άρχισε όταν οι Ρωμαίοι ανακάλυψαν μια τυπική παραβίαση της συνθήκης που ίσχυε μετά το τέλος του Β΄Καρχηδονιακού Πολέμου.

Συγκεκριμένα το 150 π.Χ. οι Καρχηδόνιοι, πιεζόμενοι από τις ληστρικές επιδρομές του Μασανάσση, βασιλιά των Νουμιδών, υποχρεώθηκαν ν΄ αντισταθούν με τη δύναμη των όπλων, χωρίς τη συγκατάθεση των Ρωμαίων. Είναι γνωστή η φράση του Κάτωνος «Delenda est Carthago» Η Καρχηδών πρέπει να καταστραφεί.

Το Ιστορικό 

Αμέσως αποβιβάστηκε Ρωμαϊκός στρατός στην Αφρική και, παρά τη συμφωνία των Καρχηδονίων να επιστρέψουν τους Νουμίδες αιχμαλώτους και να παραδώσουν τα όπλα, ένας πρόσθετος όρος, που τους υποχρέωνε να μετοικίσουν στην ενδοχώρα και να εγκαταλείψουν το εμπόριο, τους ανάγκασε να οργανώσουν απελπισμένη αντίσταση μέσα στην πόλη τους. Οι Ρωμαϊκές επιθέσεις αποτύγχαναν επί δύο χρόνια, ωσότου ο Σκιπίων Αιμιλιανός, με ασφυκτικό αποκλεισμό, διέκοψε τον ανεφοδιασμό της πόλης από τη θάλασσα.


Παρά τη σθεναρή και επιδέξια αντίσταση, οι Ρωμαίοι κατάφεραν να διεισδύσουν από το λιμάνι και να φτάσουν στην ακρόπολη. Από ένα πληθυσμό που ξεπερνούσε τις 250.000, σύμφωνα με τον Στράβωνα, παρέμειναν κατά την τελική παράδοση της πόλης μόνο 50.000, η πόλη κατεδαφίστηκε και κατεδικάστηκε με επίσημους αναθεματισμούς να μείνει ακατακοίκητη για πάντα. Η επικράτεια της Καρχηδόνας, που είχε ήδη μειωθεί αρκετά από τις προσαρτήσεις του Μασαννάση, μετατράπηκε σε ρωμαϊκή επαρχία, υπό την επωνυμία Αφρική.

Καρχηδόνα η Πόλη που Λίγο Έλειψε να Ανατρέψει τη Ρώμη

Στη βόρεια ακτή της Αφρικής, στα περίχωρα της Τύνιδας, πρωτεύουσας της Τυνησίας, κείτονται τα ερείπια της αρχαίας Καρχηδόνας. Ο τουρίστας θα μπορούσε να τα παραβλέψει, επειδή λίγα από αυτά είναι ευδιάκριτα. Ωστόσο, σε αυτή την περιοχή βρίσκονται τα απομεινάρια μιας από τις μεγαλύτερες πόλεις της αρχαιότητας—μιας πόλης που λίγο έλειψε να νικήσει την ισχυρή Ρώμη. Σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό Λίβιο, «αυτή η μάχη μεταξύ των δύο πλουσιότερων πόλεων του κόσμου κρατούσε σε αγωνία βασιλιάδες και λαούς», επειδή το φλέγον ζήτημα δεν ήταν τίποτα άλλο από την παγκόσμια κυριαρχία.

Η Ίδρυση της Πόλης

Τη δεύτερη χιλιετία Π.Κ.Χ., οι Φοίνικες βρίσκονταν περιορισμένοι σε μια λεπτή λωρίδα γης κατά μήκος της ακτής της Μεσογείου, που εκτεινόταν βόρεια και νότια του σημερινού Λιβάνου. Όντας καλοί θαλασσοπόροι, έστρεψαν την προσοχή τους προς τα δυτικά αναζητώντας χρυσό, ασήμι, σίδερο, κασσίτερο και μόλυβδο. Σε αντάλλαγμα, πρόσφεραν ξυλεία (όπως τους φημισμένους κέδρους του Λιβάνου), υφάσματα βαμμένα με πορφύρα, αρώματα, κρασί, μυρωδικά και άλλα κατεργασμένα προϊόντα.

Καθώς ταξίδευαν δυτικά, οι Φοίνικες ίδρυαν οικισμούς στις ακτές της Αφρικής, της Σικελίας, της Σαρδηνίας και της νότιας Ισπανίας—η οποία είναι πιθανώς η Βιβλική Θαρσείς. (1 Βασιλέων 10:22· Ιεζεκιήλ 27:2, 12) Σύμφωνα με την παράδοση, η Καρχηδόνα ιδρύθηκε το 814 Π.Κ.Χ., περίπου 60 χρόνια πριν από την αντίζηλό της, τη Ρώμη. Ως ειδικός σε θέματα βορειοαφρικανικών αρχαιοτήτων, ο Σερζ Λανσέλ παρατηρεί: «Η ίδρυση της Καρχηδόνας, περίπου στα τέλη του ένατου αιώνα π.Χ., ήταν επί πολλές εκατοντάδες χρόνια καθοριστικός παράγοντας για το πολιτικό και πολιτιστικό μέλλον της δυτικής λεκάνης της Μεσογείου».

Η Καρχηδόνα Πρέπει να Καταστραφεί

''Η Καρχηδόνα πρέπει να καταστραφεί''. Αυτό είναι το περίφημο ρητό με το οποίο έκλεινε πάντα τους λόγους του ο Ρωμαίος πολιτικός Κάτων ο Γηραιός, ανεξάρτητα από το θέμα τους. Αν και η επιμονή αυτή στην καταστροφή του σημαντικότερου -εκείνη την περίοδο- εχθρού του έθνους των Ρωμαίων είναι από μόνη της αξιοθαύμαστη, υπάρχει ένας πολύ σημαντικός λόγος πέρα από τις προσπάθειες των Ρωμαίων που οδήγησε στην διάλυση της Καρχηδόνας.


Μια πόλη-κράτος παντοδύναμη, που κάποια περίοδο κυριαρχούσε στην Δυτική Μεσόγειο. Όμως οι Ρωμαίοι την ισοπέδωσαν εκμεταλευόμενοι ένα χαρακτηριστικό της. Χαρακτηριστικό σύμφωνο με την φύση και την νοοτροπία του λαού της Καρχηδόνας.

Στα μέσα του τρίτου προ Χριστού αιώνα (264 π.Χ.) ξεσπά ο πρώτος Καρχηδονιακός πόλεμος, πρώτος σε μια σειρά τριών πολέμων που θα οδηγήσουν στην καταστροφή της Καρχηδόνας το 146 π.Χ. Αν και χρειάστηκαν εκατόν είκοσι χρόνια σχεδόν, το τέλος ήταν από την αρχή προδιαγεγραμένο. Αν μάλιστα δεν είχε ευλογηθεί η Καρχηδόνα με μερικούς θαυμάσιους στρατηγούς και κυρίως με τον μεγάλο Αννίβα, το τέλος θα είχε έρθει πολύ νωρίτερα.

Ο λόγος που η Καρχηδόνα ήταν από την αρχή χαμένη, δεν είναι άλλος από το γεγονός πως οι ευγενείς της κατά κύριο λόγο αλλά και οι υπόλοιποι πολίτες της, περιφρονούσαν τα στρατιωτικά. Ο στρατός της ήταν ένας στρατός μισθοφόρων, κατάλληλος για να προστατεύει τις εμπορικές δραστηριότητες των πολιτών αλλά παντελώς ανίκανος να σταθεί απέναντι στις λεγεώνες. 

Οι πολίτες της Καρχηδόνας, διεφθαρμένοι από τα πλούτη και βυθισμένοι σε ένα οικονομικό σύστημα που πολύ έμοιαζε με το σημερινό, ξέχασαν -αν είχαν ανακαλύψει ποτέ- πως η αριστοκρατία ενός έθνους ήταν είναι και θα είναι πάντα ο στρατός του.

Αντίθετα αυτοί μην θέλοντας να ταλαιπωρήσουν το σώμα τους και να θέσουν τη ζωή τους σε κίνδυνο -άλλωστε νεκροί δεν μπορουν να απολαύσουν τις υλικές χαρές- στηρίχτηκαν κυρίως σε Λίβυους μισθοφόρους, οι οποίοι μάλιστα στράφηκαν και εναντίον των εργοδοτών τους, όπως ήταν φυσικό, μετά το τέλος του πρώτου Καρχηδονιακού Πολέμου.


Αντίθετα, οι Ρωμαίοι εκείνη την εποχή θεωρούσαν αναπόσπαστο τμήμα της πολιτικής σταδιοδρομίας κάποιου όχι απλά την στρατιωτική θητεία αλλά την επιτυχία που είχε αυτός στα πεδία των μαχών. Όλοι οι μεγάλοι άνδρες της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας ήταν και πετυχημένοι στρατηγοί, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών υπηρετούσε ακόμα τότε στις λεγεώνες. Ακόμα και αργότερα όμως, το μέσο για να αποκτήσει κάποιος την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη δεν ήταν άλλο από την μακρά και δύσκολη θητεία στο Ρωμαϊκό Στρατό. Μόνο και μόνο από αυτό το τέλος των πολέμων ήταν αυτό που ο καθένας θα μπορούσε να προβλέψει.

Η Απαρχή μιας Αυτοκρατορίας

Η Καρχηδόνα άρχισε να χτίζει την αυτοκρατορία της σε μια χερσόνησο που έμοιαζε με «πελώρια άγκυρα πάνω στη θάλασσα», όπως την περιγράφει ο ιστορικός Φρανσουά Ντεκρέ. Οικοδομώντας στα θεμέλια που είχαν θέσει οι Φοίνικες πρόγονοί της, η Καρχηδόνα ανέπτυξε το εμπορικό της δίκτυο —το οποίο περιλάμβανε κυρίως την εισαγωγή μετάλλων— μετατρέποντάς το σε τεράστια οικονομική επιχείρηση και επιβάλλοντας το μονοπώλιό της μέσω του ισχυρού στόλου και των μισθοφόρων της.

Μη μένοντας ποτέ ικανοποιημένοι με τα επιτεύγματά τους, οι Καρχηδόνιοι αναζητούσαν συνεχώς νέες αγορές. Πιστεύεται ότι γύρω στο 480 Π.Κ.Χ., ο θαλασσοπόρος Ιμίλκων αποβιβάστηκε στην Κορνουάλη της Βρετανίας, μια περιοχή πλούσια σε κασσίτερο. Περίπου 30 χρόνια αργότερα, ο Άνων, μέλος μιας από τις διαπρεπείς οικογένειες της Καρχηδόνας, λέγεται ότι ηγήθηκε μιας αποστολής 60 πλοίων, τα οποία μετέφεραν 30.000 άντρες και γυναίκες, με σκοπό την ίδρυση νέων αποικιών. Περνώντας από το Στενό του Γιβραλτάρ και περιπλέοντας τις αφρικανικές ακτές, ο Άνων πρέπει να έφτασε στον Κόλπο της Γουινέας, ακόμη και στις ακτές του Καμερούν.

Ως αποτέλεσμα του επιχειρηματικού πνεύματος και των εμπορικών δυνατοτήτων των κατοίκων της, η Καρχηδόνα απέκτησε τη φήμη της πλουσιότερης πόλης στον αρχαίο κόσμο. «Με το ξεκίνημα του τρίτου αιώνα (π.Χ.), η τεχνογνωσία της, ο στόλος της και το εμπορικό κατεστημένο της . . . έδωσαν στην πόλη το προβάδισμα», αναφέρει το βιβλίο Καρχηδόνα (Carthage). Ο Έλληνας ιστορικός Άππιος ανέφερε για τους Καρχηδόνιους: «Σε ισχύ ήταν ίσοι με τους Έλληνες, σε πλούτο ήταν ίσοι με τους Πέρσες».

Στη Σκιά του Βάαλ

Μολονότι είχαν διασπαρθεί σε όλη τη δυτική Μεσόγειο, οι Φοίνικες ήταν ενωμένοι χάρη στις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Οι Καρχηδόνιοι κληρονόμησαν τη θρησκεία των Χαναναίων από τους Φοίνικες προγόνους τους. Επί αιώνες η Καρχηδόνα έστελνε μια αντιπροσωπεία στην Τύρο κάθε χρόνο για να προσφέρει θυσίες στο ναό του Μελκάρτ. Στην Καρχηδόνα οι κυριότερες θεότητες ήταν το θεϊκό ζευγάρι Βάαλ Άμμων, που σημαίνει «Κύριος του Μαγκαλιού», και Τανίτ, που ταυτίζεται με την Αστάρτη.


Το πιο διαβόητο χαρακτηριστικό της καρχηδονιακής θρησκείας ήταν οι θυσίες παιδιών. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει ότι το 310 π.Χ., όταν η πόλη δεχόταν επίθεση, οι Καρχηδόνιοι θυσίασαν πάνω από 200 παιδιά ευγενούς καταγωγής προκειμένου να κατευνάσουν τον Βάαλ Άμμωνα. Η Εγκυκλοπαίδεια της Θρησκείας (The Encyclopedia of Religion) αναφέρει: «Η προσφορά ενός αθώου παιδιού ως υποκατάστατου θύματος ήταν μια ύστατη ενέργεια εξευμενισμού, η οποία πιθανώς αποσκοπούσε στην εξασφάλιση της ευημερίας της οικογένειας και της κοινότητας».

Το 1921 οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν τον τόπο που ονομάστηκε Τοφέθ, σύμφωνα με τη Γραφική έκφραση που χρησιμοποιείται στα εδάφια 2 Βασιλέων 23:10 και Ιερεμίας 7:31. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν διαδοχικά στρώματα τεφροδόχων με απανθρακωμένα λείψανα ζώων (που χρησιμοποιούνταν ως υποκατάστατες θυσίες) και παιδιών, θαμμένων κάτω από στήλες με αναθηματικές επιγραφές.

Υπολογίζεται ότι στον Τοφέθ υπάρχουν τα λείψανα 20.000 και πλέον παιδιών τα οποία θυσιάστηκαν μέσα σε μια περίοδο μόλις 200 ετών. Ορισμένοι ρεβιζιονιστές σήμερα ισχυρίζονται ότι ο Τοφέθ ήταν απλώς ο τόπος ταφής των θνησιγενών παιδιών ή των παιδιών που όταν πέθαναν ήταν πολύ μικρά για να ταφούν στη νεκρόπολη. Ωστόσο, όπως τονίζει ο Λανσέλ, ο οποίος προαναφέρθηκε, «δεν μπορούμε να αρνηθούμε κατηγορηματικά ότι οι Καρχηδόνιοι έκαναν πράγματι ανθρωποθυσίες».

Ανταγωνισμός για την Κυριαρχία

Με την παρακμή της Τύρου τον έκτο αιώνα π.Χ., η Καρχηδόνα ανέλαβε ηγετικό ρόλο στους Φοίνικες των δυτικών περιοχών. Αλλά η άνοδος της Καρχηδόνας στην κορυφή έφερε και εναντίωση. Από νωρίς, Καρχηδόνιοι και Έλληνες έμποροι ανταγωνίζονταν για τον έλεγχο των θαλασσών, και περίπου το 550 π.Χ. ξέσπασε πόλεμος.

Το 535 π.Χ., οι Καρχηδόνιοι, με τη βοήθεια των Ετρούσκων συμμάχων τους, έδιωξαν τους Έλληνες από το νησί της Κορσικής και πήραν τον έλεγχο της Σαρδηνίας. Ως αποτέλεσμα, η διαμάχη ανάμεσα στην Καρχηδόνα και στην Ελλάδα για τον έλεγχο της Σικελίας—ενός νησιού με μεγάλη στρατηγική σημασία—εντάθηκε ακόμη περισσότερο.


Παράλληλα, η Ρώμη άρχιζε να υψώνει το ανάστημά της. Συνθήκες που είχαν συνάψει η Καρχηδόνα και η Ρώμη εγγυόνταν τα εμπορικά προνόμια της Καρχηδόνας και τον αποκλεισμό κάθε δικαιώματος της Ρώμης επί της Σικελίας. Αλλά καθώς η Ρώμη κατακτούσε την Ιταλική χερσόνησο, η αυξανόμενη επιρροή της Καρχηδόνας σε περιοχές πολύ κοντινές στην Ιταλία φαινόταν ως απειλή. Το δεύτερο αιώνα π.Χ. ο Έλληνας ιστορικός Πολύβιος σχολίασε:

«Οι Ρωμαίοι είδαν . . . ότι οι Καρχηδόνιοι ήταν κυρίαρχοι, όχι μόνο της Αφρικής, αλλά και μεγάλων τμημάτων της Ισπανίας, και ότι κυβερνούσαν όλα τα νησιά που βρίσκονταν στη θάλασσα της Σαρδηνίας και στην Τυρρηνική Θάλασσα. Αν οι Καρχηδόνιοι έπαιρναν τον έλεγχο της Σικελίας θα αποδεικνύονταν οι πιο δυσάρεστοι και επικίνδυνοι γείτονές τους, εφόσον θα περικύκλωναν την Ιταλία από κάθε πλευρά και θα απειλούσαν κάθε τμήμα της χώρας». Ορισμένες ομάδες της Ρωμαϊκής Συγκλήτου, υποκινούμενες από εμπορικά συμφέροντα, ασκούσαν πιέσεις για να γίνει επέμβαση στη Σικελία.

«Η Καρχηδόνα Πρέπει να Καταστραφεί!»

Η ειρήνη έφερε ανανεωμένη ευημερία στην Καρχηδόνα, η οποία μάλιστα προσφέρθηκε να πληρώσει την αποζημίωση μέσα σε μόλις δέκα χρόνια. Αυτή η άνθηση, καθώς και οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις, θεωρήθηκαν άκρως επικίνδυνες από τους αμείλικτους εχθρούς της Καρχηδόνας. Επί σχεδόν δύο χρόνια, μέχρι το θάνατό του, ο ηλικιωμένος Ρωμαίος πολιτικός Κάτων ολοκλήρωνε κάθε λόγο του στη Σύγκλητο με το σύνθημα: «Η Καρχηδόνα πρέπει να καταστραφεί».

Τελικά, το 150 π.Χ. μια δήθεν παραβίαση συνθήκης έδωσε στους Ρωμαίους τη δικαιολογία που αναζητούσαν. Κηρύχτηκε πόλεμος, ο οποίος περιγράφηκε ως «πόλεμος εξόντωσης». Επί τρία χρόνια οι Ρωμαίοι πολιορκούσαν τα οχυρώματα της πόλης που είχαν μήκος 30 χιλιόμετρα και σε μερικά σημεία ξεπερνούσαν σε ύψος τα 12 μέτρα. Τελικά, το 146 π.Χ., δημιούργησαν ένα ρήγμα. Τα Ρωμαϊκά στρατεύματα προχώρησαν μέσα στους στενούς δρόμους κάτω από καταιγισμό βλημάτων, και άρχισαν άγριες μάχες σώμα με σώμα. Ως φρικτή επιβεβαίωση των αρχαίων καταγραφών, οι αρχαιολόγοι έχουν βρει ανθρώπινα οστά κάτω από διασκορπισμένους ογκόλιθους.

Έπειτα από έξι φρικιαστικές μέρες, περίπου 50.000 πολίτες, οι οποίοι είχαν ταμπουρωθεί στη Βύρσα—την οχυρωμένη ακρόπολη στην κορυφή του λόφου—παραδόθηκαν βρισκόμενοι σε κατάσταση λιμοκτονίας. Άλλοι, αρνούμενοι την εκτέλεση ή τη δουλεία, κλείστηκαν μέσα στο ναό του Εσμούν και τον πυρπόλησαν. Οι Ρωμαίοι έκαψαν ό,τι είχε απομείνει στην πόλη, η Καρχηδόνα ισοπεδώθηκε και καταδικάστηκε με τελετουργικές κατάρες, και απαγορεύτηκε να κατοικηθεί από ανθρώπους.


Έτσι λοιπόν, μέσα σε 120 χρόνια η Ρώμη εξαφάνισε όλους τους επεκτατικούς στόχους της Καρχηδόνας. Ο ιστορικός Άρνολντ Τόινμπι ανέφερε: «Στην πραγματικότητα, ο πόλεμος του Αννίβα έκρινε αν η επικείμενη οικουμενική εξάπλωση του Ελληνικού πολιτισμού θα γινόταν υπό την Καρχηδονιακή Αυτοκρατορία ή υπό τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία». «Αν είχε νικήσει ο Αννίβας»,, «είναι σίγουρο ότι θα είχε ιδρύσει μια παγκόσμια αυτοκρατορία παρόμοια με αυτή του Αλεξάνδρου».

Όπως αποδείχτηκε, οι Καρχηδονιακοί Πόλεμοι σηματοδότησαν την έναρξη του Ρωμαϊκού επεκτατισμού, ο οποίος τελικά οδήγησε τη Ρώμη στην παγκόσμια εξουσία.

Η «Ρώμη της Αφρικής»

Η Καρχηδόνα βρέθηκε μπροστά σε ένα φαινομενικά οριστικό τέλος. Ωστόσο, μόλις έναν αιώνα αργότερα ο Ιούλιος Καίσαρας αποφάσισε να ιδρύσει εκεί μια αποικία. Προς τιμήν του ονομάστηκε Κολόνια Γιούλια Καρτάγκο. Ρωμαίοι μηχανικοί, μετακινώντας ίσως και 100.000 κυβικά μέτρα χώμα, ισοπέδωσαν την κορυφή της Βύρσας σχηματίζοντας μια τεράστια επίπεδη επιφάνεια—και εξαλείφοντας όλα τα ίχνη του παρελθόντος.

Πάνω εκεί χτίστηκαν ναοί και περίτεχνα δημόσια κτίρια. Καθώς περνούσε ο καιρός, η Καρχηδόνα έγινε “μια από τις πλουσιότερες πόλεις του Ρωμαϊκού κόσμου”, η δεύτερη σε μέγεθος πόλη της Δύσης μετά τη Ρώμη. Για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των 300.000 κατοίκων της, χτίστηκε ένα θέατρο, ένα αμφιθέατρο, τεράστιες εγκαταστάσεις θερμών λουτρών, ένας υδραγωγός μήκους 132 χιλιομέτρων και ένα ιπποδρόμιο χωρητικότητας 60.000 θεατών.

Η Χριστιανοσύνη εμφανίστηκε στην Καρχηδόνα γύρω στα μέσα του δεύτερου αιώνα μ.Χ. και γνώρισε ραγδαία αύξηση εκεί. Ο Τερτυλλιανός, φημισμένος εκκλησιαστικός θεολόγος και απολογητής, γεννήθηκε στην Καρχηδόνα περίπου το 155 μ.Χ. Λόγω των συγγραμμάτων του, η λατινική έγινε η επίσημη γλώσσα της Δυτικής Εκκλησίας. Ο Κυπριανός, επίσκοπος της Καρχηδόνας τον τρίτο αιώνα, ο οποίος επινόησε ένα εφταβάθμιο σύστημα ιεράρχησης κληρικών, μαρτύρησε στην πόλη το 258 μ.Χ.

Ένας άλλος Βορειοαφρικανός, ο Αυγουστίνος (354‐430 μ.Χ.), ο οποίος αποκλήθηκε ο μεγαλύτερος στοχαστής της Χριστιανικής αρχαιότητας, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη συγχώνευση των δογμάτων της εκκλησίας με την ελληνική φιλοσοφία. Ήταν τέτοια η επιρροή της εκκλησίας της Βόρειας Αφρικής ώστε ένας κληρικός διακήρυξε: «Εσύ, Αφρική, επιταχύνεις με το μεγαλύτερο ζήλο την υπόθεση της πίστης μας. Ό,τι αποφασίζεις εσύ το επιδοκιμάζει η Ρώμη και το ακολουθούν οι κύριοι της γης».


Ωστόσο, οι μέρες της Καρχηδόνας ήταν μετρημένες. Για άλλη μια φορά, το μέλλον της ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτό της Ρώμης. Καθώς παρήκμαζε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το ίδιο συνέβαινε και με την Καρχηδόνα. Το 439 μ.Χ., οι Βάνδαλοι κατέλαβαν και λαφυραγώγησαν την πόλη. Η κατάκτησή της από το Βυζάντιο έναν αιώνα αργότερα ανέβαλε για λίγο την καταστροφή της. Αλλά η Καρχηδόνα δεν μπόρεσε να αντισταθεί στις επιδρομές των Αράβων στη Βόρεια Αφρική. Το 698 μ.Χ., η πόλη κατακτήθηκε και έπειτα οι πέτρες της χρησιμοποιήθηκαν για την οικοδόμηση της Τύνιδας.

Τους επόμενους αιώνες, τα μάρμαρα και οι γρανίτες που κάποτε κοσμούσαν τη Ρωμαϊκή πόλη λαφυραγωγήθηκαν και εξάχθηκαν, για να χρησιμοποιηθούν στην οικοδόμηση των καθεδρικών ναών της Γένοβας και της Πίζας στην Ιταλία, πιθανόν δε, ακόμη και του Καντέρμπουρι στην Αγγλία. Ενώ ήταν μια από τις πλουσιότερες και ισχυρότερες πόλεις της αρχαιότητας, ενώ ήταν μια αυτοκρατορία που λίγο έλειψε να κυβερνήσει τον κόσμο, η Καρχηδόνα κατέληξε τελικά να είναι ένας δυσδιάκριτος σωρός από χαλάσματα.

Φωτογραφικό Υλικό


* ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ: ΜΕΡΟΣ Α'