Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2025

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

4.5. Πεζογραφία

Αυτό που έλειψε στην αλεξανδρινή ποίηση, η απλή και αβίαστη χρήση της καθημερινής γλώσσας, κυριαρχεί στην πεζογραφία, που δεν απευθύνεται στους λίγους και μυημένους αλλά σε ένα ευρύτερο μορφωμένο κοινό.

4.5.Α. Ρητορεία και ρητορική

Σε περίοδο όπου τα δημοκρατικά πολιτεύματα έχουν παραχωρήσει τη θέση τους στη βασιλική απολυταρχία, ούτε θα το περιμέναμε ούτε ήταν δυνατό η ρητορεία να ανθίσει.

Τελευταίος στη σειρά των ρητόρων του 4ου αιώνα, ο Δείναρχος από την Κόρινθο (περ. 360-290 π.Χ.) μαθήτεψε στον περιπατητικό Θεόφραστο και συνδέθηκε με τον Δημήτριο τον Φαληρέα. Τα περισσότερα χρόνια του τα έζησε στην Αθήνα, ως λογογράφος. Μας σώθηκαν τρεις λόγοι του, όπου η ακαλαίσθητη γλώσσα, η αδέξια κατανομή της ύλης και το τσουχτερό υβρεολόγιο μαρτυρούν ότι πια ο καιρός της μεγάλης ρητορικής έχει περάσει και ότι μάταια ο Δείναρχος, ο κρίθινος Δημοσθένης όπως τον ονόμασαν, πάσχιζε να μιμηθεί τα κλασικά πρότυπα.

Διαφορετική κατεύθυνση ακολούθησαν ορισμένοι ρήτορες στη Μικρασία. Πρώτος ο Ηγησίας από τη Μαγνησία (3ος π.Χ. αι.) εγκαινίασε νέο ρητορικό ύφος, όπου κυριαρχούσαν οι σύντομες ρυθμικές ενότητες, οι εξεζητημένες εκφράσεις και τα αλλεπάλληλα γοργίεια σχήματα. Απομονωμένη και καταδικασμένη από τη φιλολογική κριτική, αυτή η ασιανή, όπως ονομάστηκε, ρητορεία επέζησε ως τα ρωμαϊκά χρόνια, στο περιθώριο, χωρίς να προσφέρει τίποτα το πραγματικά αξιόλογο, ώσπου η αττικιστική αντίδραση την εξαφάνισε.

Έχοντας χάσει το σημαντικότερό της σύμμαχο, την ελευθερία του λόγου, και αποκλεισμένη από τον φυσικό της χώρο, την πολιτική, η ρητορεία φυσικό ήταν να μαραζώσει· δεν έγινε όμως το ίδιο με τη ρητορική, που ως θεωρία και τέχνη της καλλιέπειας όχι μόνο κράτησε τη θέση της στην ανώτερη εκπαίδευση,[1] αλλά και ενίσχυσε την επιρροή της σε χώρους όπως η φιλοσοφία και η ιστοριογραφία.
--------------------------
1. Φημισμένη ήταν η ρητορική σχολή στη Ρόδο, όπου τον 1ο π.Χ. αιώνα παρακολούθησαν μαθήματα ο Κικέρωνας και ο Ιούλιος Καίσαρ.

Διαβατήριες τελετές και θηριώδεις αφηγήσεις: η εφηβεία των αγοριών στον μύθο

Σφραγιστικό δαχτυλίδι από την Τίρυνθα,
15ος αιώνας π.Χ.,
Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών
Οι αρχαίες αφηγήσεις έβλεπαν την εφηβεία ως φάση έξω- ή προ-πολιτισμική. Οι σχετικές αντιλήψεις με κανένα τρόπο δεν αποτελούν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής μυθολογίας. Αντίθετα, απαντούν σε όλες τις προ-καπιταλιστικές κοινότητες, όπως σε ινδιάνικες και αφρικάνικες φυλές. Σε κοινωνίες “πρωτογονικές” ή “αρχαϊκές”, όπως συχνά τις ονομάζουμε. Κοινωνίες “σκληρότητας” όπως θα έλεγε ο Antonin Artaud, κοινωνίες “ολικών παροχών” όπως τις είπε ο Marcel Mauss, κοινωνίες δηλαδή που, μέσα από ένα αυστηρό πλέγμα οικονομικών, ηθικών και τελετουργικών σχέσεων, παραχωρούσαν status στα μέλη τους.

Μελέτες της κοινωνικής ανθρωπολογίας δείχνουν πως, σε διάφορους λαούς, η εφηβεία αποτελεί κομβική φάση μετάβασης από την προηγούμενη κατάσταση της παιδικότητας σε μια επόμενη, αυτήν της ενηλικίωσης. Για το λόγο αυτό, φορτιζόταν με ιδιαίτερες ιεροπρακτικές εντάσεις. Σύμφωνα με γνωστή μελέτη του Arnold van Gennep (Rites of passage), το νεαρό άτομο έπρεπε να περάσει μέσα από μια τριμερή διαδικασία. Η πρώτη της φάση ήταν του (δια)χωρισμού (segregation/isolation) κυριολεκτικού ή μεταφορικού από την κοινότητα. Αμέσως μετά, κατά την μετάβαση καθαυτή, το νεαρό άτομο ειδωνόταν με εκμηδενισμένη ταυτότητα (transition/annihilation), σαν να έχει απολέσει δηλαδή όλα τα προγενέστερα χαρακτηριστικά του, χαρακτηριστικά της ανθρώπινής του υπόστασης ή και της ζωής του της ίδιας. Κατά τη μετάβαση συνέβαινε ένας θάνατος, βεβαιωμένος και απόλυτος στο συμβολικό επίπεδο, πολύ πιθανός, ωστόσο, και στην πραγματικότητα. Γιατί η διαδικασία κάποιες φορές επέβαλλε την υπαγωγή σε δοκιμασίες και βασανιστήρια ή την πραγματοποίηση κάποιου επικίνδυνου άθλου, αν και είναι αλήθεια ότι οι δύσκολες συνθήκες απομόνωσης, όποτε το πράγμα συνέβαινε έτσι, αποτελούσαν βασανιστική δοκιμασία και άθλο από μόνες τους. Στο τέλος, ερχόταν η επανενσωμάτωση (reintegration) με το νέο status που η κοινότητα εκχωρούσε στα μέλη της.

Τώρα, αν εστιάσουμε στα δεδομένα της ελληνικής αρχαιότητας, θα δούμε ότι, το ευαίσθητο στάδιο της μετάβασης το νεαρό άτομο το διερχόταν κατ’ ουσίαν μόνο του ή με τη συντροφιά ομηλίκων και με τελετουργική εποπτεία, καθώς υπήρχε η πεποίθηση ότι βρισκόταν υπό την προστασία μιας θεότητας. Τα αγόρια, εφοδιασμένα με τα ελάχιστα, έναν χιτωνίσκο, ίσως ένα μαχαιράκι και ελαφρύ ακόντιο, χρειαζόταν να περιπλανηθούν σε επικίνδυνες εσχατιές στα όρια του πολιτισμού, ζώντας απ’ το κυνήγι. Εκεί ήταν που αξιοποιούσαν στοιχεία τα οποία η κοινότητα θεωρούσε εγγενή στην ηβώσα φύση τους, στοιχεία που έπρεπε να βγουν στην επιφάνεια, να εκδηλωθούν και να αναπτυχθούν σε όλο το φάσμα της δυναμικής τους, μέχρι να θεωρηθεί ότι έχουν ελεγχθεί πλήρως, ώστε να επιτραπεί τελικά η επιθυμητή κοινωνική ενσωμάτωση. Έτσι, τα αγόρια αντιμετωπίζονταν και λειτουργούσαν ως παράδοξα πλάσματα της άγριας φύσης που, μέχρι να εξημερωθούν, μπορούσαν –ή μάλλον όφειλαν– να εφαρμόζουν τεχνικές απρόβλεπτες και εν γένει ασύμβατες με τις αξίες που η κοινότητα επέβαλλε στα αναγνωρισμένα μέλη της. Με άλλα λόγια, ο έφηβος, εκφραστής μιας αμφίσημης αγριότητας, έπρεπε να κινείται αθέατος, αφανής, εφαρμόζοντας τις τεχνικές του κυνηγού: τον δόλο και την απάτη. Κι όταν χτυπούσε, δεν είχε την πολυτέλεια της αστοχίας. Η συνθήκη της εφηβείας απαιτούσε ακρίβεια.

Σε αυτά τα στοιχεία εστίαζε το πολύ σημαντικό άρθρο “Le chasseur noir et l’éphébie athénienne” του μαρξιστή μελετητή Pierre Vidal-Naquet. Βασισμένος σε πηγές που χρονολογούνται από τον 4ο αιώνα π.Χ. και μετά (όπως σπαράγματα του ιστορικού Eφόρου και τις Ερωτήσεις του Πλούταρχου) –και που, ωστόσο, απηχούν πολύ αρχαιότερες πεποιθήσεις– εξέτασε έναν μύθο, ελάχιστα γνωστό, όμως αιτιολογικό της τελετουργίας των Απατουρίων μέσω της οποίας οι Αθηναίοι έφηβοι εγγράφονταν ως πολίτες στους καταλόγους των φρατριών τους. Σύμφωνα με τον μύθο αυτό, ο νεαρός Μέλανθος –το όνομά του σήμαινε μαύρο λουλούδι – είχε έρθει πρόσφυγας από τη Μεσσηνία στην Αττική μετά την κάθοδο των Δωριέων και τριγυρνούσε σαν αγρίμι, μακριά από την πόλη. Για να ζήσει κυνηγούσε ολομόναχος στην Πάρνηθα, στη δύσβατη περιοχή της Μελαίνης που αποτελούσε φυσικό σύνορο μεταξύ Αθηναίων και Βοιωτών. Κι εκεί, έπεσε κατά τύχη πάνω στον θηβαϊκό στρατό που ετοιμαζόταν για εισβολή στην Αττική με επικεφαλής το απόλυτο αντίθετο του Μέλανθου στο συμβολικό επίπεδο. Γιατί βασιλιάς των Θηβαίων ήταν ο Ξάνθος, δηλαδή ο ξανθός, ο λαμπρός, ένας πλήρως οπλισμένος πελώριος πολεμιστής. Ο Ξάνθος πρότεινε οι διενέξεις του με τους Αθηναίους να λυθούν με μια μονομαχία του με τον αντίπαλο βασιλιά. Ωστόσο, ο Αθηναίος βασιλιάς ήταν γέροντας κι αδύναμος και κανένας πολίτης δεν προσφερόταν να μονομαχήσει στη θέση του. Προσφέρθηκε ωστόσο ο νεαρός “μαύρος” πρόσφυγας, το “αγριολούλουδο”. Και βγήκε νικητής, σώζοντας την Αθήνα ολόκληρη, γιατί, πριν μονομαχήσει, έκανε δέηση στον Δία ἀπατήνορα –τον Δία της απάτης με τον οποίο συνδέθηκαν εντέλει τα αθηναϊκά Απατούρια– που του έστειλε ως προστάτη του τον Διόνυσο των κυνηγών, έναν Διόνυσο “νυκτερινόν και μελαναίγιδα”, καλυμμένο δηλαδή με μαύρο γιδοτόμαρο, ο οποίος βύθισε τις κινήσεις του νεαρού στην πιο ζοφερή ομίχλη.

Κι άλλες μυθικές φιγούρες υπήρξαν εμβληματικές της εφηβείας. Μια περίπτωση ήταν ο Περσέας, στον οποίο ο βασιλιάς της Σερίφου Πολυδέκτης ανέθεσε να φτάσει ώς τα πέρατα του Ωκεανού για να φέρει το κεφάλι της Γοργούς. Κι εκείνος τα κατάφερε, με τη βοήθεια του Ερμή και της Αθηνάς που του έδωσαν να φορέσει το σκουφί του Άδη από δέρμα σκύλου, την Ἅιδου κυνῆν (Φερεκύδης 26), εκείνο το σκουφί που η παράδοση έλεγε ότι κάλυπτε πλήρως τον φέροντα σε μια μυστηριώδη αχλύ κάνοντάς τον αόρατο (πρβλ. Ιλιάδα Ε 845).

Άλλος φημισμένος έφηβος ήταν ο Ιάσονας, που, κατεβαίνοντας από τους πηλιορείτικους τόπους των Κενταύρων, εμφανίστηκε στον Πελία, κατ’ εκπλήρωση παλιότερου δελφικού χρησμού, δυσοίωνα μονοσάνδαλος και καλυμμένος με δορά αιλουροειδούς, για να αναλάβει να φέρει από χώρα μακρινή το χρυσόμαλλο δέρας που θα του εξασφάλιζε τον θρόνο της Ιωλκού:

Ήταν γραφτό ο Πελίας απ’ των λαμπρών Αιολιδών τα χέρια
να σκοτωθεί κι απ’ τις αδάμαστες βουλές τους.
Γιατί είχε έρθει παγερή η μαντεία στο δολερό μυαλό του,
που του ’χαν πει πλάι στον ομφαλό, το κέντρο της πολύδεντρης μητέρας γης,
με κάθε τρόπο απ’ τον μονοσάνδαλο να φυλαχτεί,
όταν από τα απόκρημνα λημέρια του
κατέβει στην περίβλεπτη τη γη της ξακουστής Ιωλκού,
είτε ξένος λάχει να ’ναι αυτός είτε και συμπολίτης.

Κι όταν έφτασε η ώρα,
εκείνος ήρθε, έκπαγλος νέος με διπλό κοντάρι,
και πάνω του φόραγε ρούχο διπλό,
ένα το ντόπιο των Μαγνητών που εφάρμοζε στο εξαίσιο κορμί του
κι απάνω του δέρμα λεοπάρδαλης να τον φυλάει απ’ τις ραγδαίες τις μπόρες,
κι άκοφτοι οι πανέμορφοι οι βόστρυχοί του
πέφτανε κυματίζοντας σ’ ολόκληρη την πλάτη.

(Πίνδαρος, Tέταρτος Πυθιόνικος 71-82)

Και, βέβαια, τρίτος αρχετυπικός ήρωας των εφήβων ήταν ο Ορέστης που, όπως δήλωνε και το όνομά του, αναμενόταν να κατέβει απ’ τα βουνά. Στις Χοηφόρους του Αισχύλου, όταν ο νέος πρωτοεμφανίζεται στην Ηλέκτρα, της δείχνει ως σημάδι αναγνώρισης ένα κέντημα που του είχε εκείνη παλιότερα δώσει, υφασμένο από τα χέρια της με παραστάσεις αγριμιών (θήρειον γραφήν 232), και το οποίο κρατούσε μαζί του όλο τον καιρό της απουσίας του. Κι όταν πια σφάζει την Κλυταιμνήστρα και τον Αίγισθο, τους βγάζει απ’ το παλάτι τυλιγμένους σε δίχτυ κυνηγετικό, επιδεικνύοντάς τους ως θηράματα της τέχνης που του δίδαξε η εφηβεία του:

Δίχτυ που πιάνουν τα άγρια ζώα ή σκέπασμα
φερέτρου που τυλίγει τον νεκρόν ολόκορμα;
Βεβαίως δίχτυ θα το πεις και δίχτυ κυνηγετικό
και πέπλους που τα πόδια πεδικλώνουν.

Τέτοιο θε να ’χε ένας ληστής που ζει
τους ξένους απατώντας και τα χρήματα των άλλων κλέβοντας,
γιατί ξεκάνοντας τέτοιους πολλούς με απάτη
μεγάλη θα ’νοιωθε χαρά μέσα στα φρένα
.” (997-1004)

Κατά τον μύθο, ο Ορέστης τελούσε υπό την πλήρη εποπτεία, αλλά και κάτω από την κατηγορική προσταγή, του Απόλλωνα, θεού πολύ συχνά γνωστού με το επίθετο Λύκ(ε)ιος. Η συγκεκριμένη επωνυμία εύκολα παραπέμπει στη Λυκία, στην οποία ο θεός λατρευόταν. Ο μύθος που την εξηγεί, ωστόσο, συνδέει τον Απόλλωνα με τους λύκους και την λῦκαν, το αμυδρό φως (επίσης η λατινική ρίζα της λέξης είναι luc-). Ο μύθος διευκρινίζει ότι η έγκυος Λητώ, κατεβαίνοντας από τους τόπους των Υπερβορείων, κινείτο πάντοτε τη νύχτα, υπό το φως της σελήνης και με τη συνοδεία λύκων για να αποφύγει το ζηλόφθονο βλέμμα της Ήρας, αναζητώντας τόπο με πλήρες φως για να γεννήσει. Η Λητώ βρήκε το καταφύγιό της τελικά στη Δήλο, το νησί που δήλωσε (φανέρωσε) τον Απόλλωνα. Είναι ενδιαφέρον όμως ότι, στην Πελοπόννησο, ιδιαίτερη λατρεία του υπήρχε στην Αρκαδία, σε ζώνη ορεινή και μυθολογικά συνδεδεμένη με τους λύκους και τους εφήβους όπως δείχνει ο Richard Buxton στο άρθρο του “Wolves and werewolves in ancient Greek thought”. Επρόκειτο για τη λατρεία του Απόλλωνα Επικουρείου, του προστάτη δηλαδή των κούρων. Μεγάλος ναός του σώζεται στις Βάσσες –η λέξη σημαίνει τις κοιλάδες– στα υψίπεδα ανάμεσα στα όρη Ελαίο, Κωτίλιο και Λυκαίο, δηλαδή στην περιοχή δράσης του θρυλικού λυκόμορφου γενάρχη των Αρκάδων Λυκάονα, ιδρυτή της αρχαίας πελασγικής λατρείας του Λυκαίου Διός (Παυσανίας VIII 1-2). Ο συγκεκριμένος ναός είχε χτιστεί στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. από τον Ικτίνο, τον αρχιτέκτονα του Παρθενώνα. Οι παραδόσεις που αναφέρει ο Παυσανίας (VIII 39), ωστόσο, μιλούν για την ύπαρξη αρχαιότερου οικοδομήματος, του όψιμου 7ου αιώνα π.Χ., στην ίδια θέση, το οποίο είχαν αφιερώσει οι γειτονικοί Φιγαλείς στον Απόλλωνα επειδή τους είχε βοηθήσει να ανακαταλάβουν την πόλη τους από τους Σπαρτιάτες το 659 π.Χ., στη διάρκεια του β΄ Μεσσηνιακού Πολέμου. Γιατί, τότε, είχαν πάρει δελφικό χρησμό ότι θα απέκρουαν τον Δωρικό κίνδυνο με την επέμβαση 100 επίλεκτων Ορεσθασίων που, ωστόσο, θα βάδιζαν σε βέβαιο θάνατο. Δεν είναι καθόλου απίθανο λοιπόν η συγκεκριμένη λατρεία του Επικουρείου να είχε να κάνει με εφήβους που ζούσαν σε τόπο ορεινό και γίνονταν αντιληπτοί ως λύκοι. Κατά παράδοση, εξάλλου, οι έφηβοι μοιράζονταν κοινά ήθη με τους λύκους. Αφενός μπορούσαν να υπάρξουν μόνοι στις εσχατιές. Αφετέρου, δένονταν με ακλόνητους δεσμούς με τους συντρόφους τους, για να χτυπήσουν όμως τον στόχο τους με δόλο και κίνηση ακανόνιστη, έτσι όπως το περιγράφει ο Πίνδαρος στον Δεύτερο Πυθιόνικο 83-5:

“δεν έχω θράσος, στον φίλο είθε να ’μαι πάντα φίλος,
μα απ’ τον εχθρό εκδίκηση θα πάρω, μ’ επίθεση αναπάντεχη ωσάν τον λύκο,
δώθε πότε πατώντας, πότε κείθε, σε μονοπάτια φιδωτά.”

(οὔ οἱ μετέχω θράσεος: φίλον εἴη φιλεῖν:
ποτὶ δ’ ἐχθρὸν ἅτ’ ἐχθρὸς ἐὼν λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι,
ἄλλ’ ἄλλοτε πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς
.)

Το λατρευτικό πλέγμα των Βασσών υποκρύπτει λοιπόν μιαν αντίληψη, μακραίωνα παγιωμένη στο ελληνικό φαντασιακό, περί θηριομορφίας των εφήβων. Σαφέστερη απεικόνισή της ίσως μας έχει σωθεί σε ένα, κατά πολύ αρχαιότερο, σφραγιστικό δαχτυλίδι από την Τίρυνθα που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Το δαχτυλίδι χρονολογείται στον 15ο αιώνα π.Χ. και, στη σφενδόνη του, εικονίζει δωροφόρους που κατευθύνονται προς καθισμένη γυναικεία μορφή, η οποία υψώνει προς την πλευρά τους ρυτό, ενώ πίσω της βρίσκεται ένας αητός. Η επιβλητικότητα της στάσης της γυναικείας φιγούρας ξεκάθαρα μαρτυρεί πως πρόκειται για ιέρεια ή θεά, ενώ οι μορφές που κινούνται προς αυτήν, κρατώντας πρόχους και μικρά ζώα, συνήθως ερμηνεύονται ως κατώτεροι δαίμονες της κρητο-μυκηναϊκής θρησκείας. Κατά την άποψή μου, η όλη σύλληψη και τεχνοτροπική απόδοση της αναπαράστασης του δαχτυλιδιού είναι κατεξοχήν μυκηναϊκή. Και οι εικονιζόμενοι ως δαίμονες δεν είναι άλλοι από εφήβους κατά τη διαβατήρια τελετή. Άλλωστε, παρά τις κτηνώδεις μορφές τους, φαίνονται να έχουν μπράτσα κανονικά, σημαδεμένα με σπειροειδή τατουάζ, συμβολικές ενδείξεις πιθανά της μεταβατικής τους υπόστασης.

Το Μοναδικό Μονοπάτι

Ο Αληθινός Ταξιδιώτης της Ζωής Ανοίγει Μονοπάτι προς το Φως ακόμα κι όταν γνωρίζει ότι δεν θα τον ακολουθήσει κανείς… ή ότι θα τον ακολουθήσουν μετά από πολλά, πολλά χρόνια.

Το Μοναδικό Μονοπάτι που υπάρχει προς την Αλήθεια είναι η Κατανόηση που κατακτάμε Μέσα μας, Μόνοι μας, καθένας μας. Η Μοναδική Αλήθεια που μπορούμε να Βρούμε είναι Αυτή που Υπάρχει κι όχι οι αλήθειες που κατασκευάζουν οι άνθρωποι με την σκέψη τους, τον πολιτισμό τους και τις δραστηριότητές τους.

Κάποιοι άνθρωποι χρησιμοποιούν τις λέξεις για να περιγράψουν τα βιώματά τους. Κάποιοι άνθρωποι χρησιμοποιούν τις λέξεις για να περιγράψουν τις σκέψεις τους. Το ότι χρησιμοποιούμε τις ίδιες λέξεις δεν σημαίνει ότι όλοι εννοούμε τα ίδια πράγματα. Άλλο πράγμα η Πραγματικότητα κι άλλο η φαντασία… Αυτός που χρησιμοποιεί τη Λέξη Θεότητα για να περιγράψει το Βίωμά του προφανώς δεν εννοεί το ίδιο πράγμα με αυτόν που χρησιμοποιεί την λέξη για να αναφερθεί σε μια ιδέα, σε μια κατασκευή της σκέψης του….

Ο Θεός Είναι Πάντα Εδώ, και Τούτη τη Στιγμή και Κάθε Στιγμή. Κι είναι ακόμα βέβαιο πως ο Θεός Σέβεται Χωρίς Όρους την ελεύθερη βούληση όλων των πλασμάτων… Έτσι, τον κόσμο Δεν τον Κυβερνά η Καλοσύνη του Θεού, αλλά η ηλιθιότητα των ανθρώπων!

Όταν ήμουν μικρός έβλεπα τον κόσμο πολύ μεγάλο για να βρει κάποιος την Αλήθεια. Όταν μεγάλωσα είδα ότι ο κόσμος είναι πολύ μικρός για να χωρέσει την Αλήθεια… Τώρα Κατανοώ ότι Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑ ΕΔΩ… δεν είναι η «αλήθεια» που ψάχνουν οι άνθρωποι με το «μυαλό» τους.

Ακόμα κι αν Γνωρίζουμε Πολλά, λέμε μονάχα όσα είναι απαραίτητο να πούμε. Ποτέ δεν λέμε περισσότερα από όσα γνωρίζουμε. Κι όταν δεν γνωρίζουμε δεν φλυαρούμε, απλά σωπαίνουμε. Αυτό είναι η Ευγένεια της Σοφίας…. Οι άνθρωποι κάνουν ακριβώς τα αντίθετα. Αυτό είναι το θράσος της άγνοιας.

Το πιο ΥΠΕΡΟΧΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΣΤΗ ΖΩΗ είναι ότι δεν υπάρχουν Μυστικά, για όποιον έχει τα μάτια του «ανοιχτά». Δεν Υπάρχει Τίποτα Κρυφό να Αποκαλυφθεί, Τίποτα να Πραγματοποιηθεί, Τίποτα να «Διδαχθεί», Τίποτα που Πρέπει να «Γίνει»… το μόνο που απομένει είναι να απομακρυνθεί η «ανοησία»…

Ο ΟΥΡΑΝΟΣ Είναι Πάντα Εδώ! Άραγε, το σύννεφο που ταξιδεύει;

Αφού Ο ΘΕΟΣ Είναι η Βαθύτερη Φύση Όλων των Όντων, άρα η Γνώση του Θεού είναι Ελεύθερη και Προσβάσιμη από όλους. Μέσα τους όλοι μπορούν να έχουν Άμεση Προσωπική Εμπειρία του Θείου, δεν χρειάζονται Διδασκάλους, μεσολαβητές, ή την βοήθεια κάποιου…

Κανένας δεν κατέχει αποκλειστικότητα στη Γνώση, κανένας δεν γνωρίζει για το ΘΕΟ τίποτα περισσότερο από όσο μπορούν να Γνωρίσουν όλοι και κανένας δεν μπορεί να κάνει τη Γνώση διδασκαλία, ή εμπορικό προϊόν.

Ο ΘΕΟΣ Εκδηλώνεται Απλά, Σε Όλους, Με Ισότητα, Με Δικαιοσύνη, Με Υπομονή … γιατί οι άνθρωποι φτιάχνουν θρησκείες, διδασκαλίες, εκκλησίες, ναούς, λατρείες;

Αφού Ο ΘΕΟΣ με την ΥΠΑΡΞΗ Του και την ΔΡΑΣΗ Του και την ΖΩΗ Του Διδάσκει την ΕΝΟΤΗΤΑ, την ΙΣΟΤΗΤΑ ΟΛΩΝ, την ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, την ΚΟΙΝΩΝΙΑ, την ΑΓΑΠΗ… γιατί οι άνθρωποι ακολουθούν τον Διχασμό, τον Εγωισμό, την Διαμάχη… κι εφαρμόζουν τον Διαχωρισμό, την Ανισότητα, την Αδικία, τον Πόλεμο, το Μίσος;

Από τον ΘΕΟ οι Αληθινοί Άνθρωποι Διδάσκονται την Ομοψυχία, την Δικαιοσύνη, την Ισότητα, την Κοινωνική Αλληλεγγύη, την Ειρηνική Συνύπαρξη… Που είναι οι Αληθινοί Άνθρωποι; Σε ποιο μέρος της γης κατοικούν; Που είναι αυτός ο τόπος;… Αν το γνωρίζετε πείτε το και σε μένα…

Το Ζεν και το Ιερό Παρόν: Αγκαλιάζοντας τη Μυστική Ουσία του Τώρα

Το Ζεν μας προσφέρει μια προσέγγιση στη ζωή που ξεπερνά τις φιλοσοφικές σκέψεις και πηγαίνει κατευθείαν στην καρδιά της εμπειρίας. Στον πυρήνα της είναι η επίγνωση, μια πρόσκληση να αντιμετωπίζουμε κάθε στιγμή με επίγνωση, ευλάβεια και απλότητα. Στο Ζεν, η παρούσα στιγμή είναι ιερή γιατί είναι η μόνη στιγμή στην οποία εκτυλίσσεται η ζωή. Αυτή η ιδέα, τόσο όμορφα απλή, γίνεται βαθιά στην πράξη καθώς καλούμαστε να αγκαλιάσουμε τη ζωή όπως αυτή προκύπτει—είτε είναι όμορφη, προκλητική ή κοσμική.

Όταν καλλιεργούμε επίγνωση, υπερβαίνουμε τις συνήθεις τάσεις μας να κρίνουμε, να αντιστεκόμαστε ή να χαρακτηρίζουμε τις εμπειρίες μας. Το Ζεν μας ζητά να καθίσουμε ήσυχα με ό,τι προκύψει, να ακούσουμε βαθιά τον κόσμο μέσα και γύρω μας. Είναι μια πρόσκληση να πάμε πέρα από το ρυθμισμένο μυαλό μας, να απελευθερωθούμε από τις ψευδαισθήσεις του παρελθόντος και του μέλλοντος και να φτάσουμε σε μια επίγνωση που περιλαμβάνει όλα τα πράγματα. Η πρακτική του να είσαι παρών, να κατοικείς πλήρως το εδώ και τώρα, γίνεται μια πόρτα σε κάτι τεράστιο, μυστηριώδες και βαθιά μεταμορφωτικό.

Το Ταξίδι στην Παρουσία

Το ταξίδι στην παρουσία είναι παράδοξο. Σε έναν κόσμο που συνεχώς επιδιώκει να τραβήξει την προσοχή μας μακριά από την παρούσα στιγμή, το Ζεν μας ζητά να σταματήσουμε, να αναπνεύσουμε και να ακούσουμε. Μπορούμε να ξεκινήσουμε με απλές πρακτικές: να παρατηρούμε την αίσθηση της αναπνοής μας, να ακούμε το θρόισμα των φύλλων, να νιώθουμε τη ζεστασιά του ηλιακού φωτός στο δέρμα μας. Αυτές οι μικρές πράξεις προσοχής μας ανοίγουν στο βάθος που κρύβεται σε συνηθισμένες στιγμές. Αυτό το ταξίδι στην παρουσία δεν αφορά την επίτευξη κάποιας μελλοντικής κατάστασης φώτισης. Μάλλον, πρόκειται για την αναγνώριση ότι κάθε στιγμή, που προσεγγίζεται με περιέργεια και διαφάνεια, περιέχει μέσα της όλη τη σοφία που αναζητούμε.

Στην παράδοση του Ζεν, ο διαλογισμός ασκείται συχνά στη σιωπή και την ακινησία, όχι για να ξεφύγουμε από τη ζωή αλλά για να μπούμε πλήρως σε αυτήν. Κάθε ανάσα, κάθε χτύπος της καρδιάς, κάθε σκέψη γίνεται όχημα για να φτάσεις στο παρόν. Μέσω του διαλογισμού, αναπτύσσουμε την ικανότητα να παρακολουθούμε τις περιπλανήσεις του μυαλού χωρίς προσκόλληση, και με αυτόν τον τρόπο, αγγίζουμε ένα μέρος ακινησίας και διαύγειας πέρα από τη σκέψη. Αυτή η ακινησία δεν είναι ξεχωριστή από τον κόσμο. εμποτίζει τα πάντα, έναν ήσυχο παλμό ζωής που ζωντανεύει κάθε στιγμή.

Συνήθεις Δράσεις, Ιερές Στιγμές

Το Ζεν βρίσκει την ομορφιά στις πιο απλές πράξεις της καθημερινής ζωής. Οι συνηθισμένες πράξεις όπως το πλύσιμο των πιάτων, το περπάτημα ή η κατανάλωση τσαγιού γίνονται ιερές όταν εκτελούνται με πλήρη προσοχή. Όταν πλένουμε ένα πιάτο, πλένουμε αυτό το πιάτο με πλήρη επίγνωση. Όταν πίνουμε τσάι, απολαμβάνουμε κάθε γουλιά σαν να είναι η πρώτη και η τελευταία. Αυτές οι απλές πράξεις αποκαλύπτουν την ουσία του Ζεν: τη ζωή στην πιο αστόλιστη, αφιλτράριστη μορφή της.

Σκεφτείτε την παραδοσιακή τελετή τσαγιού Ζεν, όπου κάθε κίνηση είναι σκόπιμη, από την έκχυση νερού μέχρι το δίπλωμα του υφάσματος. Σε αυτό το τελετουργικό, δεν υπάρχει στόχος πέρα από την ίδια την πράξη. Κάθε στιγμή τιμάται. κάθε χειρονομία εκτελείται σαν να ήταν ένας χορός με την αιωνιότητα. Όταν συμμετέχουμε πλήρως στο τελετουργικό της ζωής, ακόμη και οι πιο μικρές πράξεις έχουν νόημα και αντικατοπτρίζουν την εσωτερική μας κατάσταση.

Αυτή η επίγνωση δεν τελειώνει όταν φεύγουμε από την αίθουσα διαλογισμού ή την ησυχία των σπιτιών μας. επεκτείνεται σε κάθε πτυχή της ζωής μας. Το Ζεν διδάσκει ότι κάθε αλληλεπίδραση, κάθε εργασία, είναι μια ευκαιρία για εξάσκηση επίγνωσης και συμπόνιας. Όταν ενεργούμε με πλήρη παρουσία, γινόμαστε φυσικά πιο συμπονετικοί, πιο προσεκτικοί και πιο συνδεδεμένοι με τους γύρω μας. Μέσω αυτών των μικρών πράξεων ενσυνειδητότητας, φέρνουμε μια αίσθηση ιερότητας στον κόσμο, δημιουργώντας κυματισμούς που εκτείνονται πολύ πέρα από τις ατομικές μας ζωές.

Η ψευδαίσθηση του χωρισμού

Το Ζεν αμφισβητεί τη βαθιά ριζωμένη μας αντίληψη περί διαχωρισμού μεταξύ εαυτού και άλλων, μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου. Όταν είμαστε πλήρως παρόντες, αρχίζουμε να αισθανόμαστε τη διασύνδεση όλων των πραγμάτων. Συνειδητοποιούμε ότι δεν είμαστε ξεχωριστοί από τον κόσμο. Μάλλον, είμαστε στενά υφασμένοι στο ύφασμά του. Ο αέρας που αναπνέουμε, το φως του ήλιου που μας τρέφει, οι άνθρωποι που συναντάμε - όλα είναι μέρος ενός μεγάλου ιστού ύπαρξης.

Σε αυτή τη διασύνδεση βρίσκεται μια πρόσκληση να δούμε τον εαυτό μας να καθρεφτίζεται σε κάθε πτυχή της ζωής. Ένας ασκούμενος του Ζεν μπορεί να δει μια πέτρα ή ένα δέντρο ως έκφραση της ίδιας ζωτικής δύναμης που ζωντανεύει το σώμα του. Αυτή η συνειδητοποίηση δεν είναι απλώς διανοητική. είναι μια αισθητή αίσθηση που προκύπτει όταν αφήνουμε τα διανοητικά μας όρια και μπαίνουμε στην πληρότητα του παρόντος. Με αυτόν τον τρόπο, το Ζεν μας ανοίγει σε ένα μυστικιστικό όραμα του κόσμου, όπου κάθε στοιχείο αντικατοπτρίζει το σύνολο, όπου κάθε στιγμή περιέχει την αιωνιότητα.

Ζεν και συμπονετική δράση

Η ενσυνειδητότητα, με την έννοια του Ζεν, δεν είναι παθητική. Είναι ένας βαθιά αφοσιωμένος τρόπος ζωής, που μας καλεί να δράσουμε από ένα μέρος καλοσύνης και συμπόνιας. Όταν είμαστε παρόντες, βλέπουμε πέρα από τις περιορισμένες επιθυμίες και τους φόβους μας και αναγνωρίζουμε τα βάσανα και τη χαρά των άλλων ως δικά μας. Σε αυτή την κατάσταση παρουσίας, φυσικά ανταποκρινόμαστε στον κόσμο με σοφία και συμπόνια.

Η συμπόνια Ζεν δεν αφορά μεγάλες χειρονομίες. είναι να συναντάς κάθε στιγμή με ανοιχτή καρδιά. Είτε ακούμε βαθιά έναν φίλο, μοιραζόμαστε ένα χαμόγελο με έναν άγνωστο είτε προσφέρουμε το χρόνο μας για να βοηθήσουμε όσους έχουν ανάγκη, κάθε πράξη γίνεται έκφραση της δέσμευσής μας για παρουσία. Στο Ζεν, η συμπόνια είναι η φυσική άνθιση της επίγνωσης. Είναι η συνειδητοποίηση ότι είμαστε όλοι αλληλένδετοι, ότι οι πράξεις μας έχουν αντίκτυπο στον κόσμο γύρω μας.

Η Μυστική Καρδιά του Ζεν

Κάτω από την απλότητα της πρακτικής του Ζεν κρύβεται μια μυστικιστική εμπειρία που ξεπερνά τις λέξεις. Αυτή η μυστικιστική διάσταση δεν είναι κάτι που προστίθεται στο Ζεν. είναι συνυφασμένη στον ίδιο τον ιστό της επίγνωσης του παρόντος. Όταν παραδίδουμε την ανάγκη μας να ελέγχουμε, όταν σταματάμε να ψάχνουμε για κάτι έξω από τον εαυτό μας, αγγίζουμε ένα βασίλειο ύπαρξης που είναι τεράστιο και μυστηριώδες.

Αυτή η μυστικιστική επίγνωση περιγράφεται συχνά ως «κενότητα» στο Ζεν, όχι ως κενό αλλά ως κατάσταση ανοιχτότητας και απεριόριστης διαφάνειας. Σε αυτή την κατάσταση, βιώνουμε τη ζωή χωρίς τα φίλτρα του νου, συναντώντας την στην ακατέργαστη, ζωντανή ουσία της. Αυτό το κενό είναι γεμάτο — είναι η πηγή όλων των πραγμάτων, η γενέτειρα της δημιουργίας, ο τόπος όπου όλα τα αντίθετα διαλύονται σε ενότητα. Οι ασκούμενοι του Ζεν αναφέρονται σε αυτή την εμπειρία ως «μη-εαυτό», μια συνειδητοποίηση ότι η αληθινή μας φύση είναι πέρα από τον μικρό εαυτό και ωστόσο στενά συνδεδεμένη με τα πάντα.

Μέσω της πρακτικής της ενσυνειδητότητας, γνωρίζουμε αυτή τη μυστικιστική ουσία του Ζεν όχι ως μια αφηρημένη έννοια αλλά ως μια βιωμένη εμπειρία. Κάθε ανάσα, κάθε βήμα, κάθε καρδιακός παλμός μας φέρνει σε επαφή με το μυστήριο της ύπαρξης. Αυτό το μυστήριο δεν είναι ξεχωριστό από εμάς. είναι το έδαφος της ύπαρξής μας, η πηγή όλων όσων υπάρχουν.

Περπατώντας στο Μονοπάτι του Ζεν: Ένα Ταξίδι Ζωής

Το μονοπάτι Ζεν δεν είναι ένας προορισμός αλλά ένα συνεχές ξετύλιγμα. Κάθε στιγμή, κάθε ανάσα, κάθε βήμα σε αυτό το μονοπάτι είναι μια πρόσκληση να αφυπνιστούμε στο παρόν και να αφήσουμε τις ψευδαισθήσεις που μας δένουν. Το Ζεν είναι τόσο απλή όσο και βαθιά πρακτική, που απαιτεί αφοσίωση και υπομονή, αλλά προσφέρει ομορφιά και βάθος που ξεπερνά τις λέξεις.

Το Ζεν μας ενθαρρύνει να περπατάμε με ταπεινότητα, να αποδεχόμαστε την κάθε στιγμή όπως είναι και να εμπιστευόμαστε τη σοφία του παρόντος. Καθώς περπατάμε αυτό το μονοπάτι, μπορεί να συναντήσουμε στιγμές αμφιβολίας, απογοήτευσης ή θλίψης. Αλλά μέσω της επίγνωσης, μαθαίνουμε να αγκαλιάζουμε ακόμη και αυτές τις στιγμές με συμπόνια, αναγνωρίζοντάς τις ως μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας. Κάθε βήμα στο μονοπάτι μας φέρνει πιο κοντά στην αληθινή μας φύση, στη μυστικιστική καρδιά του Ζεν, όπου βρίσκουμε την ειρήνη όχι στη φυγή αλλά στην παρουσία.

Στο τέλος, το Ζεν μας διδάσκει ότι η παρούσα στιγμή είναι το μόνο που έχουμε. Μας προσκαλεί να ανοίξουμε τα μάτια μας στην ομορφιά του κόσμου γύρω μας, να νιώσουμε την ιερότητα κάθε αναπνοής και να γνωρίσουμε τον εαυτό μας ως μέρος της ατελείωτης ροής της ζωής. Αυτό είναι το δώρο του Ζεν: η συνειδητοποίηση ότι σε κάθε στιγμή, όσο μικρή ή συνηθισμένη κι αν είναι, μπορούμε να βρούμε κάτι άπειρο, κάτι θεϊκό. Όταν αγκαλιάζουμε το παρόν με όλη μας την ύπαρξη, ξυπνάμε στο μυστήριο της ύπαρξης, ανακαλύπτοντας ένα βάθος και μια ομορφιά που είναι πέρα από λόγια αλλά βαθιά μέσα μας.

Το εγώ είναι η απουσία της αγάπης

Μόνο δύο φωνές είναι εφικτό να υπάρχουν μέσα σου και δεν υπάρχει καμία φωνή της αγάπης μέσα στον άνθρωπο που είναι γεμάτος από τη φωνή του εγώ. Και δεν υπάρχει καμία φωνή του εγώ μέσα στον άνθρωπο που είναι γεμάτος με τη φωνή της αγάπης. Αυτά τα δύο δεν μπορούν ποτέ να βρεθούν μαζί. Είναι ανέφικτο! Είναι ανέφικτο, όπως είναι ανέφικτο να υπάρχουν μαζί, το φως και το σκοτάδι.

Κάποτε πήγε το σκοτάδι στο θεό και του είπε: «Ο ήλιος με κυνηγάει συνεχώς. Με βάζει συνέχεια σε μπελάδες. Μ’ ακολουθεί από το πρωί μέχρι το βράδυ κι ώσπου να νυχτώσει, είμαι πολύ κουρασμένος. Κι όταν είναι νύχτα, πριν ολοκληρώσω τον ύπνο μου και την ξεκούρασή μου αρχίζει και πάλι να με ακολουθεί. Δεν θυμάμαι να του έκανα κάτι λάθος. Δεν νομίζω ότι τον θύμωσα ποτέ. Γιατί λοιπόν με ακολουθεί; Γιατί με ενοχλεί συνεχώς; Τι έχω. κάνει λάθος;»

Τότε ο Θεός κάλεσε τον ήλιο και ρώτησε:

«Γιατί κυνηγάς αυτό το κακόμοιρο το σκοτάδι; Συνεχώς κινείται, κρύβεται, βρίσκει καταφύγιο από ’δω κι από ’κει. Γιατί το ακολουθείς συνεχώς;»

Ο ήλιος είπε: «Που είναι αυτό το σκοτάδι; δεν το έχω συναντήσει. Δεν το γνωρίζω καν. Ποιος είναι το σκοτάδι; Τι είναι σκοτάδι; Δεν το έχω δει ακόμη, δεν το έχω συναντήσει ακόμη. Αν όμως, χωρίς να το καταλάβω, έχω κάνει κάποιο λάθος, τότε είμαι έτοιμος να απολογηθώ. Και από τη στιγμή που θα το γνωρίσω, δεν θα το ακολουθήσω ποτέ ξανά.»

Λένε ότι έχουν περάσει εκατομμύρια και τρισεκατομμύρια χρόνια απ’ αυτό το γεγονός, όμως το θέμα εξακολουθεί ναι μένει εκκρεμές στους φακέλους του θεού. Ο θεός ακόμα δεν έχει μπορέσει να βάλει το σκοτάδι και τον ήλιο μαζί.
 
Κι εγώ σου λέω πως αυτό δεν θα μπορέσει να συμβεί ποτέ στο μέλλον, όσο παντοδύναμος κι αν είναι. Ούτε ο παντοδύναμος δεν έχει τη δυνατότητα να φέρει το σκοτάδι μπροστά στον ήλιο, επειδή το σκοτάδι και το φως δεν μπορούν να συνυπάρξουν.

Υπάρχει λόγος που δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Ο λόγος είναι ότι αυτό το σκοτάδι δεν έχει υπόσταση από μόνο του, οπότε δεν μπορεί να υπάρξει μπροστά απ’ τον ήλιο. Σκοτάδι είναι απλώς η απουσία του φωτός. Πώς λοιπόν μπορεί να συνυπάρξει η απουσία και η παρουσία του ίδιου πράγματος; Σκοτάδι είναι απλώς η απουσία του ήλιου. Το σκοτάδι, από μόνο του, δεν είναι τίποτα. Είναι απλώς η απουσία του ήλιου. Είναι απλώς η απουσία του φωτός. Έτσι, πώς μπορούν να συνυπάρξουν το φως και το σκοτάδι; Ο θεός δεν θα μπορέσει ποτέ να το διευθετήσει.

Με τον ίδιο τρόπο, δεν μπορούν ποτέ να συνυπάρξουν τα εγώ και η αγάπη. Το εγώ είναι σαν το σκοτάδι. Είναι η απουσία της αγάπης, δεν είναι η παρουσία της αγάπης.
 
Η αγάπη είναι απούσα μέσα σου, έτσι μέσα σου αντηχεί η φωνή του εγώ. Κι αυτή η φωνή του εγώ σου λέει:: «Εγώ θέλω να αγαπηθώ, εγώ θέλω να δώσω αγάπη, εγώ θέλω να πάρω αγάπη.» Έχεις τρελαθεί; Δεν έχει υπάρξει ποτέ καμία σχέση ανάμεσα στο εγώ και την αγάπη. Κι αυτό το εγώ μιλάει συνεχώς για αγάπη, λέγοντας: «θέλω να προσευχηθώ, θέλω να φτάσω στο Θεό, θέλω να ελευθερωθώ.»

Αυτό είναι το ίδιο μ’ αυτό που λέει το σκοτάδι: «θέλω να αγκαλιάσω τον ήλιο, θέλω να αγαπήσω τον ήλιο, θέλω να είμαι επισκέπτης στο σπίτι του ήλιου.» Αυτό είναι ανέφικτο!

Το εγώ είναι η απουσία της αγάπης. Το εγώ είναι η έλλειψη της αγάπης. Κι όσο περισσότερο εξακολουθείς να δυναμώνεις αυτή τη φωνή του δικού σου εγώ, τόσο λιγότερο θα είναι εφικτό να βρεις αγάπη μέσα σου. Όσο περισσότερο εγώ υπάρχει εκεί, τόσο περισσότερο θα είναι απούσα η αγάπη. Κι όταν είσαι γεμάτος εγώ, τότε η αγάπη πεθαίνει απολύτως.

Δεν μπορεί να υπάρξει αγάπη μέσα σου, επειδή αν κοιτάξεις μέσα σου, θα βρεις ότι εκεί αντηχεί συνεχώς, είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, η φωνή του εγώ σου. Ανασαίνεις μ’ αυτό το εγώ, πίνεις νερό μ’ αυτό το εγώ, μπαίνεις στο ναό μ’ αυτό το εγώ. Τι άλλο υπάρχει στη ζωή σου, εκτός απ’ αυτό το εγώ;

Τα ρούχα σου είναι τα ρούχα του εγώ σου, οι θέσεις σου είναι οι θέσεις του εγώ σου, η γνώση σου είναι η γνώση του εγώ σου, η πνευματική σου άσκηση, το να βοηθάς τους άλλους είναι βοήθεια του εγώ σου, τα πάντα σου, ακόμα κι ο διαλογισμός σου είναι επίσης διαλογισμός του εγώ σου.

Μέσα σου εμφανίζεται ένα δυνατό συναίσθημα: «Εγώ είμαι έντιμος. Εγώ δεν είμαι ιδιοκτήτης σπιτιού, εγώ δεν είμαι συνηθισμένος άνθρωπος. Εγώ είμαι γνώστης, εγώ είμαι πλούσιος. Εγώ είμαι αυτό, εγώ είμαι εκείνο...»

Το σπίτι που έχει χτιστεί γύρω απ’ αυτό το εγώ δεν θα γνωρίσει ποτέ την αγάπη. Κι ύστερα η μουσική, που θα μπορούσε να φέρει την καρδιά στον βαθύτερο εσωτερικό πυρήνα, που θα μπορούσε να της μάθει τις αλήθειες της ζωής, δεν θα βγει από τη βήνα της καρδιάς. Αυτή η πόρτα δεν Θα ανοίξει, θα παραμείνει για πάντα κλειστή.

Πρέπει να γίνει απολύτως κατανοητό το πόσο δυνατό είναι το εγώ σου, το πόσο βαθύ είναι. Και πρέπει να δεις ξεκάθαρα αν το δυναμώνεις περισσότερο, αν το βαθαίνεις περισσότερο, αν το κάνεις κάθε μέρα όλο και πιο δυνατό. Και αν το κάνεις κάθε μέρα πιο δυνατό, τότε παράτα κάθε ελπίδα ότι η αγάπη θα εμφανιστεί μέσα σου ή ότι μπορεί να ανοίξει αυτός ο κλειστός Κόμπος της αγάπης, ή ότι μπορείς να φτάσεις στο θησαυρό της αγάπης. Παράτα την ίδια την ιδέα. Δεν υπάρχει τρόπος να μπορέσει να συμβεί. Δεν σου λέω λοιπόν να αρχίσεις να αγαπάς, επειδή το εγώ μπορεί επίσης; να πει: «Εγώ είμαι εκείνος που αγαπά.»

Η αγάπη που έρχεται από το εγώ είναι απολύτως ψεύτικη. Γι’ αυτό λέω πως όλη σου η αγάπη είναι ψεύτικη, επειδή βγαίνει απ’ το εγώ σου, είναι μια σκιά του εγώ Και να θυμάσαι ότι η αγάπη που βγαίνει από το εγώ είναι πιο επικίνδυνη από το μίσος, επειδή το μίσος είναι καθαρό, ευθύ και άμεσο, η αγάπη όμως που έρχεται με ψεύτικο πρόσωπο, θα είναι δύσκολο να αναγνωριστεί.

Αν αγαπιέσαι από τέτοια αγάπη που βγαίνει από το εγώ, ύστερα από λίγο Θα νιώσεις πως είσαι δεμένος με σιδερένιες αλυσίδες κι όχι πως σε κρατούν αγαπημένα χέρια. Ύστερα από λίγο, θα έρθεις να γνωρίσεις ότι η αγάπη που σου βγάζει όμορφους λόγους και σου τραγουδάει όμορφα τραγούδια, κάνει απλώς μια απατηλή εισαγωγή. Υπάρχει πολύ δηλητήριο σ’ εκείνα τα γλυκά τραγούδια. Κι αν η αγάπη που έρχεται με τη μορφή των λουλουδιών είναι σκιά του εγώ, τότε όταν αγγίζεις τα λουλούδια, θα βρίσκεις αγκάθια, που θα σε τρυπάνε.

Όταν οι άνθρωποι πηγαίνουν για ψάρεμα, βάζουν ένα δόλωμα στο αγκίστρι. Το εγώ θέλει να γίνει κύριος των άλλων, θέλει να τους κατακτήσει, οπότε τρυπάει βαθιά μέσα τους, βάζοντας στο αγκίστρι την αγάπη για δόλωμα.

Τόσοι πολλοί άνθρωποι τελειώνουν τη ζωή τους μέσα στον πόνο και τα βάσανα, εξαιτίας της αυταπάτης τους για την αγάπη. Ούτε στην κόλαση δεν υποφέρουν τόσοι άνθρωποι. Και εξαιτίας αυτής της αυταπάτης της αγάπης, υποφέρει ολόκληρη η γη, υποφέρει ολόκληρη η ανθρωπότητα. Εξακολουθείς όμως να μην καταλαβαίνεις ότι η αγάπη που έρχεται από το εγώ είναι ψεύτικη. Γι’ αυτό έχει δημιουργηθεί κόλαση.

Η αγάπη που είναι προσκολλημένη στο εγώ είναι μια μορφή ζήλιας. Και γι' αυτό κανένας δεν ζηλεύει τόσο πολύ, όσο ζηλεύουν οι εραστές. Η αγάπη που είναι προσκολλημένη στο εγώ είναι μια συνωμοσία και είναι ένα κόλπο για να κατακτήσεις τους άλλους. Είναι μια συνωμοσία. Γι’ αυτό κανένας δεν σου προκαλεί μεγαλύτερη ασφυξία, από κάποιον που σου λέει ότι σ’ αγαπάει. Αυτή η κατάσταση δημιουργείται εξαιτίας αυτής της ονομαζόμενης αγάπης, που έρχεται από το εγώ. Και δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ καμία σχέση ανάμεσα στην αγάπη και το εγώ.

Οι αποκαλύψεις των μύθων στις αρχαίες Ελληνικές "μυσταγωγικές" τελετές

«Φαίνεται ότι αυτοί που καθιέρωσαν τα Μυστήρια για εμάς, δεν ήταν αδιαφώτιστοι . Για πολύ χρόνο αυτοί μας αποκάλυψαν ότι οτιδήποτε φτάσει στον κάτω κόσμο χωρίς να έχει μυηθεί και επιδοκιμαστεί, πέφτει στον βούρκο. Εκείνος όμως που φτάνει εκεί εξαγνισμένος και καθαγιασμένος, θα συγκατοικήσει με τους Θεούς...».
ΠΛΑΤΩΝΑΣ

Μυστήρια (εκ του μύω, που σημαίνει είμαι κλειστός, κλείνω τα μάτια και τα χείλη), ονομάζονταν στην αρχαιότητα οι ιερατικές εκείνες σχολές που λειτουργούσαν σε κλειστούς χώρους, και ισχυρίζονταν ότι κατείχαν γνώσεις από υπέρτερες του ανθρώπου συνειδήσεις. Οι περισσότεροι -αν όχι- όλοι οι Φιλόσοφοι ήταν μυημένοι στα Αρχαία Μυστήρια.. H ψυχή - λέει ο Πλάτωνας στον Θεαίτητο, αν δεν έχει γνωρίσει την αλήθεια δεν μπορεί να αποκτήσει τη μορφή του ανθρώπου.

Πρόκειται για μία ανάμνηση όσων η ψυχή μας γνώριζε παλαιότερα, όταν ταξίδευε με την θεότητα, περιφρονώντας εκείνα που θεωρούμε ότι υπάρχουν και ατενίζοντας αυτό που πραγματικά είναι. Για αυτό μόνον ο νους ή πνεύμα του φιλοσόφου είναι εξοπλισμένος με φτερά. Αυτός όσο μπορεί καλύτερα διατηρεί στον νου του αυτές τις αναμνήσεις, η ενατένιση των οποίων καθιστά θεία ακόμη και την ίδια την θεότητα. Χρησιμοποιώντας διαρκώς τον εαυτό του στα μυστήρια, ο άνθρωπος γίνεται πραγματικά τέλειος- ένας μυημένος στη θεία σοφία. Ο Πίνδαρος αναφέρει:

«Ευτυχής είναι εκείνος που είδε τα Ελευσίνια μυστήρια, γιατί γνωρίζει το τέλος της ζωής του και τις αρχές που δόθηκαν στον άνθρωπο από τον Θεό», ενώ ο Αριστείδης για την μύηση του είπε: «Νόμισα ότι ήρθα σε επαφή με τον Θεό, και τον ένοιωσα να πλησιάζει εγγύτερα, και ήμουν τότε ανάμεσα σε εγρήγορση και ύπνο. Το πνεύμα μου ήταν ανάλαφρο, ώστε κανείς που δεν έχει μυηθεί δεν μπορεί να μιλήσει για αυτό ή να το κατανοήσει».

Τρία ήταν κυρίως τα στάδια ή οι βαθμίδες που οδηγούσαν στην ολοκλήρωση της εισδοχής του υποψήφιου σε ένα από τα μυητικά συστήματα. Ο Πρόκλος ονομάζει τις φάσεις, ως τελετή, μύηση, και εποπτεία. Ο Πλάτωνας στον Φαίδρο μας περιγράφει την φάση της εποπτείας:

«Μέχρι τώρα μιλήσαμε για το τέταρτο και τελευταίο είδος της μανίας που καταλαμβάνει εκείνον που όταν αντικρίσει το γήινο κάλος, αναπτερώνεται από την ανάμνηση του αληθινού κάλους. Και θέλει να πετάξει (τότε στις υψηλότερες σφαίρες ύπαρξης), αλλά δεν μπορεί. Και σαν πουλί πια κοιτάζει προς τα πάνω και αδιαφορεί για ότι βρίσκεται από κάτω του. Και γι' αυτό φαίνεται (στους άλλους) να ενεργεί σα μανιακός. Και απέδειξα ότι από όλες τις εμπνεύσεις αυτή είναι η άριστη και καθιστά άριστο και εκείνον που γίνεται κοινωνός της και την κατέχει.

Και μόνο αυτός που κατέχεται από αυτή τη μανία και λατρεύει κυριολεκτικά το ωραίο, δικαιούνται να λέγεται εραστής. Γιατί όπως είπαμε, κάθε ανθρώπινη ψυχή από τη φύση της ορέγεται να αντικρίσει την αληθινή ουσία των πραγμάτων. Αλλά καθώς κατέβηκε σ' αυτό το ανθρώπινο σώμα (του ζώου) δεν είναι εύκολο να αναθυμηθεί βυθισμένο στα γήινα, εκείνα που είδε τότε φευγαλέα εκεί, και καθώς ξεπέφτει εδώ στη δυστυχία, τυχαίνει κάτω από ορισμένες συνθήκες να διαφθαρεί, να πάρει τον κακό δρόμο, (να μολυνθεί από) το άδικο και να ξεχάσει έτσι αυτά τα ιερά πράγματα που είχε τότε αντίκρισε.

Πολύ λίγες ψυχές πράγματι υπάρχουν που διατηρούν σε ικανοποιητικό βαθμό αυτή την ανάμνηση. Και είναι αυτές που όταν αντικρίσουν εδώ κάποια αντανάκλαση του άλλου κόσμου, εκστασιάζονται και γίνονται ασυγκράτητες. Και δεν ξέρουν βέβαια γιατί παθιάστηκαν τόσο πολύ, επειδή απλά δεν έχουν καθαρή αίσθηση της αιτίας τους πάθους τους.

Δεν υπάρχει λοιπόν πραγματική ανταύγεια δικαιοσύνης και σωφροσύνης ή οποιασδήποτε άλλης αρετής από αυτές που είναι ζωτικές για την ψυχή, στα γήινα αντίγραφά τους. Γιατί με ατελή όργανα μόλις και μετά βίας μερικοί αναγόμενοι από τις εικόνες τους, μπορεί να οραματιστούν απλά τα αρχέτυπα τους Αλλά αυτοί που έλαβαν μέρος σε εκείνη από τις τελετουργίες που είναι νόμιμο να την ονομάζουμε μακαριότατη, βλέπουν τη λαμπρή ωραιότητα και τη μακάρια όψη και την πραγματική θέαση τους, καθώς εν χορώ με τους άλλους πανευτυχείς μύστες γίνονται ακόλουθοι του Δία ή κάποιου άλλου πάτρωνα θεού.

Και τότε πανηγυρίζουμε ευδαιμονικά, καθώς βιώνουμε μία ολοκλήρωση μέσα μας και αισθανόμαστε ότι είμαστε πια απρόσβλητοι από οποιαδήποτε κακό, και βλέπουμε παντού τέλειες και καθαρές και βέβαιες εικόνες καθώς αναγορευτήκαμε πια μυημένοι και επόπτες μυστηρίων, λουσμένη σε ένα λαμπρό φως και νοιώθουμε ότι είμαστε εξαγνισμένοι και απαλλαγμένοι από τα δεσμά του σώματος, από αυτό δηλαδή το μνήμα που το περιφέρουμε κολλημένο επάνω μας σαν όστρακο».

Τα αρχαιότερα μυστήρια στην αρχαία Ελλάδα ήταν τα Κρητομινωικά, τα οποία επηρέασαν τα μετέπειτα Καβείρια, τα Διονυσιακά-Ορφικά, και τα Ελευσίνια. Γενικά θεμελιώδης διδασκαλία των Καβείριων μυστηρίων ήταν «η γέννηση του ανθρώπου», ενώ των Ελευσίνιων (εκ του «ελέυθω»-ελευθερώνομαι) η συμβολική παράσταση της ψυχής, της καθόδου της στην ύλη, μετά την ανάληψη της και την επιστροφή της στην αιώνια ζωή. Η θέληση δηλαδή της ψυχής να γνωρίσει, την οδηγεί στον Άδη, στο άγνωστο. Είναι η ίδια θέληση για γνώση που οδήγησε τους πρωτόπλαστους έξω από τον παράδεισο. Και τέλος των Διονυσιακών μυστηρίων της αναγέννησης του ανθρώπου που συμβολιζόταν από τον θάνατο του Διονύσου και την δεύτερη γέννηση του από τον Δία.

Στον αρχαίο κόσμο η θεολογία λειτουργούσε σε δύο επίπεδα. Σε πρώτο επίπεδο στη μεγάλη μάζα του πληθυσμού διάμεσο των μύθων, οι οποίοι είχαν σκοπό την διαπαιδαγώγηση του λαού μέσω των εξυμνήσεων των θεών και των ηρώων. Οι ίδιοι αυτοί μύθοι σε ένα δεύτερο ανώτερο πνευματικά στάδιο, έκρυβαν μεγάλες αλήθειες τόσο για τον άνθρωπο όσο και για τον κόσμο. Σύμφωνα με τον πρωτοπόρο Ελβετό ψυχολόγο Κάρλ Γιούνγκ , τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται στους μύθους είναι πανάρχαια και γεννήθηκαν σε εποχές που ο άνθρωπος δεν είχε αναπτύξει την λογική. Δεν κατασκευάζονταν αλλά παρά γίνονταν αυτόματα από την ίδια την ψυχή.

Είναι προϊόν ανάμνησης της μακραίωνης εξέλιξης, μία αναπαράσταση του παγκόσμιου αρχέτυπου. Οι μύθοι αποκαλύπτονταν δια μέσου της μύησης που χρησιμοποιούσε σύμβολα και εικόνες, έτσι ώστε οι μυημένοι ήταν ικανοί να γνωρίσουν τα μυστικά του κόσμου. Αρχετυπικά σύμβολα και εικόνες των οποίων η καθορισμένη διάταξη επενεργούσε στο ασυνείδητο, έλκοντας την αποθηκευμένη γνώση που υπάρχει στον άνθρωπο.

Ο μύθος σε αντίθεση με το παρά-μυθι, κρύβει μέσα του μία δομημένη συγκαλυμμένη ιστορική αλήθεια. Oι αρχαίοι Έλληνες για παράδειγμα, θεωρούσαν τον κόκκινο πλανήτη Άρη σαν θεό του πολέμου, και υπογράμμιζαν ότι δύο άτια έσερναν το άρμα του στους Ουρανούς, δίνοντας τους το όνομα «φόβος» και «Δείμος», μέχρι που το 1877 ξανακάλυψε ο Άσαφ Χώλλ τους δορυφόρους του Άρη. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του μύθου είναι ότι ενώ το κύριο σώμα του είναι γνωστό στο ευρύ κοινό, ορισμένες αξιοσημείωτες λεπτομέρειές του θεωρούνται ιερές διατηρούνται μυστικές και ανακοινώνονται μόνο σε ένα περιορισμένο κύκλο μυστών και μόνο κατά τη διάρκεια της μύησης.

Ο Στράβωνας ακολουθώντας τον Ηράκλειτο αναφέρει ότι:

«η απόκρυψη στα Μυστήρια μιμείται τη φύση, η οποία απεχθάνεται την έκδηλη παρουσίαση».

Ο νεοπλατωνιστής Σερήνος Σαλλούστιος μας αποκαλύπτει για τους μύθους:

«Αξίζει να εξετάσουμε, λοιπόν, γιατί οι παλαιοί εγκατέλειψαν τα δόγματα και χρησιμοποίησαν τους μύθους. Και το πρώτο όφελος που έχουμε από τους μύθους είναι ότι πρέπει να αναζητούμε να μην αφήνουμε το Νου μας να μένει αργός. Ότι οι μύθοι είναι θεϊκοί φαίνεται από εκείνους που τους χρησιμοποίησαν. Τους μύθους χρησιμοποίησαν θεόληπτοι ποιητές, οι καλύτεροι των φιλοσόφων, όσοι θέσπισαν μυστήρια και οι ίδιοι οι Θεοί στους χρησμούς.

Το γιατί όμως οι μύθοι είναι θεϊκοί πρέπει να το ερευνήσει η Φιλοσοφία. Επειδή κάθε όν χαίρεται με ό,τι είναι όμοιό του και αποστρέφεται τα ανόμοια του, πρέπει και οι ιστορίες για τους Θεούς να είναι όμοιες με τους Θεούς, ώστε να γίνουν άξιες της θεϊκής ουσίας και να γίνουν οι Θεοί ευμενείς προς εκείνους που τις διηγούνται: τούτο θα επιτευχθεί μόνο με τους μύθους. Οι μύθοι παρουσιάζουν τους ίδιους και την αγαθότητα των Θεών -σύμφωνα πάντα με τον διαχωρισμό ανάμεσα στο ρητό και το άρρητο, το αφανές και το φανερό, το σαφές και το κρυφό. Εφόσον, όπως ακριβώς οι Θεοί έχουν κάνει κοινά για όλους τα αγαθά των αισθήσεων, τα αγαθά όμως της νόησης τα έχουν δώσει μόνο στους σοφούς, έτσι και οι μύθοι λένε σε όλους ότι υπάρχουν οι Θεοί, αλλά ποιοί είναι αυτοί και ποιες οι δυνάμεις τους το φανερώνουν μόνο σε εκείνους που μπορούν να το κατανοήσουν.

Παρουσιάζουν επίσης και τις ενέργειες των Θεών. Διότι μπορούμε να ονομάσουμε και τον Κόσμο Μύθο, όπου σώματα και πράγματα είναι ορατά, αλλά ψυχές και νόες είναι κρυφοί. Επιπλέον, αν θέλεις να διδάξεις σε όλους την αλήθεια για τους Θεούς, από τη μια οι ανόητοι θα την περιφρονήσουν επειδή δεν είναι σε θέση να την κατανοήσουν, από την άλλη οι καλοί θα την βαρεθούν. Ενώ αν κρύψεις την αλήθεια με τους μύθους, αποτρέπεις την περιφρόνηση των ανοήτων και αναγκάζεις τους καλούς να ασκήσουν Φιλοσοφία. Γιατί όμως οι μύθοι μιλούν για μοιχεία, κλοπές και δέσμιους πατέρες και όλες τις άλλες ανοησίες; Μήπως είναι αυτό αξιοθαύμαστο, καθώς μέσω της φαινομενικής ανοησίας η Ψυχή αισθάνεται αμέσως ότι τα λόγια είναι προκαλύμματα και πιστεύει ότι η αλήθεια είναι ένα μυστήριο;».

Ο Μωυσής Μαϊμονίδης (Mosheh ben Maimon, 1138-1204 μ.χ) αναφέρει σχετικά, με τις αλληγορίες και τα συγκεκαλυμμένα μηνύματα που κρύβουν τα αρχαία κείμενα:

«Δεν πρέπει κανείς να ακούει ούτε να παίρνει κατά γράμμα ότι είναι γραμμένο στα βιβλία της δημιουργίας, ούτε να έχει ιδέες σαν κι αυτές που έχει το κοινό, αλλιώς οι αρχαίοι σοφοί μας δεν θα μας συμβούλευαν με τόση φροντίδα να κρύβουμε το νόημα τους και να μην σηκώνουμε καθόλου το αλληγορικό πέπλο που κρύβει τις αλήθειες που περιέχει. Όταν αυτό το έργο το παίρνεις κατά γράμμα σου δίνει τις πιο παράλογες και εκτός πραγματικότητας ιδέες για την θεότητα.
 
Οποιοσδήποτε όμως ήθελε να μαντέψει την αληθινή έννοια, πρέπει να αποφύγει πολύ να την κοινολογήσει. Είναι ένα απόφθεγμα που μας το επαναλαμβάνουν όλοι οι σοφοί μας, προ παντός για τις βαθιές έννοιες που περιέχει το έργο των έξι ημερών. Είναι δυνατόν είτε μόνος του είτε με την βοήθεια των φώτων ενός άλλου κάποιος να φτάσει μέχρι να μαντέψει το νόημα. Τότε πρέπει να σιωπά ή και αν μιλήσει να μιλάει καλυμμένα, όπως κάνω εγώ, αφήνοντας τα υπόλοιπα να τα μαντέψουν σε εκείνους που μπορούν να με ακούσουν».

Παραβολές χρησιμοποιούσε όπως είναι γνωστό και ο Ιησούς, και όταν οι μαθητές του τον ρώτησαν για λόγο που τις χρησιμοποιεί απάντησε: «Γιατί σε εσάς έχει αποκαλυφθεί το βασίλειο των ουρανών , ενώ σε αυτούς ακόμα όχι, γιατί ενώ έχουν μάτια δεν βλέπουν, και ενώ έχουν αφτιά δεν ακούν..».

Στην μυητική διαδικασία των μυστήριων χρησιμοποιούσαν ένα είδους θείου δράματος , πλούσιο από εικόνες της θεότητας διάμεσο του οποίου ερχόταν ο άνθρωπος σε επαφή με την θεία του αρχή. Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι η δημιουργία του θεάτρου οφείλεται στις μυστηριακές τελετές. Μέσα από τις θεατρικές παραστάσεις προσπαθούσαν να διεγείρουν συγκεκριμένα συναισθήματα από τους συμμετέχοντες θεατές. Με τις μυστηριακές τελετές οι άνθρωποι αποκτούσαν ένα μέσο για να περάσουν σε ένα ανώτερο επίπεδο αντίληψης.

Ανυψώνονται από επίπεδο σε επίπεδο και επικοινωνούσαν με τον θείο σπινθήρα που έκρυβαν και κρύβουν μέσα τους. Αυτό που οι πρόγονοι μας αποκαλούσαν «δαιμόνιο». Αυτή η διαδικασία ήταν η μύηση. Η διεύρυνση δηλαδή της συνείδησης, και η προσέγγιση των θειικών όψεων που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος. Μία διεύρυνση στην οποία ο δόκιμος, συμβολικά δηλαδή, ψυχολογικά και σωματικά, «πέθαινε», για να αναγεννηθεί. Kατά τη διάρκεια της μύησης γεγονότα τρομακτικά τα οποία σχετίζονται με το δέος που προκαλεί η ίδια η επικοινωνία με το θείο. Όπως λέει και ο τελευταίος μεγάλος ιερέας των Δελφών ο Πλούταρχος:

«Τη στιγμή του θανάτου η ψυχή δοκιμάζει μία εμπειρία παρόμοια με εκείνη που δοκιμάζουν αυτοί που έχουν υποβληθεί σε μεγάλες μυήσεις... Αρχικά υπόκειται κανείς σε απροσδιόριστες περιπλανήσεις και σε επίπονες περιφορές, περνάει μέσα από τρομακτικά και σκοτεινά μονοπάτια που δεν έχουν διέξοδο. Αλλά ξαφνικά προς το τέλος, όλα αυτά τα τρομερά πράγματα, ο πανικός και το ρίγος και ο ιδρώτας και η έκπληξη εξαφανίζονται και ένα θαυμάσιο φως έρχεται να σε προϋπαντήσει. Εμφανίζονται καθαροί πια τόποι και ευχάριστοι λειμώνες, με μουσική και χορούς και τελετουργίες, με θείους λόγους και ιερά οράματα. Εκεί λοιπόν ο μυημένος, τέλειος πια, (εξ αιτίας της εξοικείωσης μέσω της ανάμνησης της μυήσεώς του) απαλλαγμένος και απελευθερωμένος από όλα τα δεσμά περιφέρεται στεφανωμένος και πανηγυρίζει με τους άλλους ιερούς και αγνούς μυσταγωγούς».

Τα μυστήρια είχαν πάντοτε ως σκοπό να αποκαλύψουν την τέλεια διδασκαλεία υπό τριπλή αντίληψη, δηλαδή των αισθήσεων, της ψυχής και του πνεύματος. Δηλαδή σκοπό να λάμψει το Αόρατο πίσω από το ορατό, και η αλήθεια πίσω από το σύμβολο.

Μέσα από τις περιπέτειες των ηρώων και την ιδέα της αναζήτησης καλύπτεται μία παγκοσμιότητα, είτε σαν τον μύθο του Αγίου δισκοπότηρου και των Ιπποτών του βασιλιά Αρθούρου, είτε σαν Οδύσσεια ή Αργοναυτική εκστρατεία. Η μάνα Γη για παράδειγμα αποτέλεσε για όλους τους αρχαίους λαούς το Σύμβολο της ύλης, της μήτρας του ανθρώπου. Μέσα από το πέρασμα των αιώνων το σύμβολο αυτό εξυψώθηκε, απέκτησε διαφορετική διάσταση και σήμερα είναι η μητέρα του Χριστού , του Βούδα, του Κρίσνα, κλπ. Σε όλες τις αρχαίες κοσμογονίες η μητέρα Γη γονιμοποιείται από τον Ουρανό-Πατέρα για να δώσει ζωή. Το θεϊκό ζευγάρι για τους Έλληνες ήταν ο Ουρανός και η Γαία, για τους Αιγυπτίους Σέμπ και Νούτ, για τους Ιάπωνες Ιζανάμι και Ιζανάγκι , τα ονόματα απλώς αλλάζουν.

Το πρώτο μοντέλο αεροπλάνου που πέταξε στον Ελληνικό ουρανό, στα 425 π.Χ.

Πετομηχανή του Αρχύτα (440-360 π.Χ.)

Ο Αρχύτας (440-360 π.Χ.) ήταν ένας μαθηματικός από τον Τάραντα μαθητής του Πυθαγόρα που ασχολήθηκε μεταξύ πολλών άλλων και με πτήσεις! Θεωρείται ο τελευταίος αλλά και ο σημαντικότερος των Πυθαγορείων. Έγινε επίσης γνωστός σαν πολιτικός αλλά και στρατιωτικός ηγέτης του Τάραντα. Επτά φορές που ήταν στρατηγός του Τάραντα δεν νικήθηκε ποτέ! Φίλος του Πλάτωνα, διατηρούσε αλληλογραφία και ανταλλαγή συγγραμμάτων μαζί του. Έλυσε το πρόβλημα διπλασιασμού του κύβου.

Μελέτησε την αρμονία των ήχων και διαπίστωσε ότι οι οξύτεροι ήχοι οφείλονται σε ταχύτερες κινήσεις των χορδών. Βρήκε κάποιο τρόπο υπολογισμού της τετραγωνικής ρίζας, όπως αναφέρει ο Ήρων. Ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει ότι ο Αρχύτας πρώτος μελέτησε μηχανικά προβλήματα με βάση τα μαθηματικά και χρησιμοποίησε γεωμετρικά διαγράμματα για την λύση τους.

Από ότι μας έχουν μάθει, οι σημερινές πτητικές μηχανές (αεροπλάνα) χρησιμοποιούν την τεχνική βασισμένη στον δεύτερο “θεμελιώδη” νόμο του Νεύτωνα, δηλ «κάθε δράση προκαλεί μια ίση και με αντίθετη φορά αντίδραση (δύναμη), δηλ οι κινητήρες ρουφάνε αέρα από μπροστά και αποσυμπιέζουν αυτόν τον αέρα προς τα πίσω, μετατρέποντας δηλ τον αέρα σε ωστικό προωθητή.

Γύρω ΟΜΩΣ στο 420 π.Χ. ο Αρχύτας κατασκεύασε μία απ’ τις πρώτες αυτόπροωθούμενες ιπτάμενες μηχανές. Ήταν ένα τεχνητό περιστέρι! Το τεχνητό αυτό κατασκεύασμα εσηκώνετο στον αέρα μα την βοήθεια κάποιας ωστικής δύναμης(πιθανώς ελατήριο-‘όπως δηλ στα SuperCarrier- ή βάρους επί τροχαλίας ). Όταν πια βρισκόταν στον αέρα για την πτητική του διάρκεια, χρησιμοποιούσε ένα μπαλόνι το οποίο αποσυμπίεζε τον αέρα με δύναμη μέσω μιας οπής στο πίσω μέρος της πτητικής μηχανής (εν ολίγης ότι κάνουν και τα σημερινά αεροσκάφη) .

Έτσι το πανάλαφρο ομοίωμα περιστεριού που είχε κατασκευάσει μπορούσε να πετάει σχεδόν 200 μέτρα μέχρι να τελειώσει ο συμπιεσμένος αέρας.Βέβαια Το μπαλόνι δεν θα μπορούσε να είναι τόσο μεγάλο για να καταφέρει να διανύσει τόσο μεγάλη απόσταση, προφανώς δεν πρόλαβε μόνο τον Νεύτωνα, αλλά πρόλαβε και τον Bernulli φτιάχνοντας την οπή με τέτοιο τρόπο ούτως ώστε εκμεταλλευόμενος το φαινόμενο αυτό να διανύσει τόσο μεγάλη απόσταση.

Πάλι καλά που ο Νεύτωνας έδωσε τα φώτα του στην ανθρωπότητα με τον δεύτερο θεμελιώδη νόμο μόλις 2.000 χρόνια αργότερα του Αρχύτου…διότι να αντέγραψε ο Αρχύτας τον Νεύτωνα ολίγον τι δύσκολον εκτός και αν ο Αρχύτας αντέγραψε τον Νεύτωνα δια της προφητείας ή δια της μαντείας…
Πάλι καλά που στις αρχές του 1900 και οι αδελφοί Ράιτ μας έδωσαν και αυτοί τα φώτα τους…

Αναφορές στο περιστέρι αυτό κάνουν ο Φαβωρίνος στο έργο του «Παντοδαπή ιστορία» ο Αυλος Γέλλιος στις «Αττικές Νύχτες» και οι Λατίνοι ιστορικοί Φαβορίνους και Τζέλιους. Κάποιο παράξενο κείμενο που λέγεται ότι είναι γραμμένο απ’ τον Αρχύτα περιγράφει ένα ταξίδι γύρω από την γη μέσα σε μια αεροστεγώς κλεισμένη σφαίρα! Τι είδους ιπτάμενη σφαίρα που ταξίδευε γύρω απ’ την γη ήταν αυτή, και γιατί άραγε αεροστεγώς κλειστή; Τι ήξερε ο Αρχύτας που δεν έφτασε σε μας; Κείμενα του Αρχύτα λέγεται ότι μελετούσε (αρκετά αργότερα βέβαια) και ο Γαλιλαίος.

Η καταπληκτική αυτή εφεύρεση του Αρχύτα μαζί με τον υπολογιστή των Αντικυθήρων, την Δίολκο,το τηλεσκόπιο,τις αυτόματες μηχανές του Ήρωνα και άλλες εφευρέσεις που έχουμε κατα καιρούς έχουμε δημοσιεύσει ,μαρτυρούν μια έκρηξη της τεχνολογίας υψηλής για την εποχή εκείνη(ορισμένες φορές ακόμα και για την εποχή μας!!), και έχει κάνει αρκετούς να παραδεχτούν και δικαίως,ότι την εποχή εκείνη η Ελλάδα είχε φτάσει στα πρόθυρα της βιομηχανικής επανάστασης!!!Η εξέλιξη αυτή όμως διακόπηκε απότομα από κάποιο “αόρατο χέρι”,γυρίζοντας την Ελλάδα και τον κόσμο αιώνες πίσω καί βυθίζοντάς τους στο σκοτάδι. Κάτι που συνεχίζεται μέχρι και τις μέρες μας…..

Δεν έχουμε εμείς νεύρα, οι άλλοι είναι ηλίθιοι

Δεν είμαστε τρελοί. Δε μας πετάγεται η φλέβα στο μέτωπο στα καλά καθούμενα. Κάποιοι από εμάς ίσως γεννήθηκαν έτσι, λίγο πιο ευέξαπτοι από το κανονικό. Άλλοι ίσως έγιναν στην πορεία, ένεκα της αλλοπαρμένης κοινωνίας και των καταστάσεων που αναγκαζόμαστε να βιώνουμε.

Όπως και να ‘χει, τίποτα από αυτά δεν έχει σημασία. Σημασία έχει που η ζωή τα φέρνει έτσι και τραβάμε πάνω μας τους ηλίθιους σαν μαγνήτης. Ή που οι ηλίθιοι είναι πλέον τόσοι πολλοί που ευχόμαστε να υπήρχε όντως νερό στον Άρη. Άλλωστε το ‘χουμε πάρει καιρό απόφαση πως η Γη δε μας χωράει πια όλους.

Δεν είναι που τα νεύρα μας είναι έμφυτα. Είναι που είμαστε ευαίσθητα παιδιά και μας πονάει να τους βλέπουμε όλους έτσι, βλαμμένους. Μας πληγώνει που η κοινή λογική ίσως δεν είναι τόσο κοινή τελικά. Δεν το παίζουμε έξυπνοι, ούτε μεγαλοστομούμε. Είμαστε όμως αρκετά νουνεχείς ώστε να γνωρίζουμε πως δεν τα ξέρουμε όλα κι εξαιρετικά διακριτικοί όταν οι καταστάσεις το απαιτούν, σε αντίθεση με την πλειοψηφία. Είμαστε επίσης αξιοπρεπώς εγκρατείς ώστε να μην πλακώνουμε στις φάπες τον κάθε απολίτιστο συνάνθρωπό μας που καταχράται το δικαίωμά του στην ηλιθιότητα. Γι’ αυτό και υποφέρουμε.

Επειδή, όπως θα έχεις διαπιστώσει, οι ηλίθιοι αυξάνονται και πληθύνονται με γεωμετρική πρόοδο· είναι ανίκητοι, ακούραστοι κι αδίστακτοι. Είναι οι άνθρωποι που τους ακούς να εκφέρουν άποψη επί παντός επιστητού κι αναρωτιέσαι αν ξέρουν άραγε να δένουν τα κορδόνια τους. Είναι το αφεντικό σου και τα ηλίθια αστεία του που σε κάνουν να βλέπεις τον ΟΑΕΔ με άλλο μάτι, μπας και γλιτώσεις τόσο από τον ίδιο, όσο κι από όλους αυτούς τους εμετικούς συναδέλφους που ψευτοχαχανίζουν γελοιωδώς.

Είναι εκείνοι που παραπονιούνται για τους δημόσιους υπαλλήλους και την κατάσταση στη χώρα, μα δεν παραλείπουν να σου κλέβουν τη σειρά στην τράπεζα με την πρώτη ευκαιρία. Είναι αυτοί που καταπίνουν αμάσητο οποιοδήποτε παραμυθάκι τους πουλήσουν τα media κι όλοι εκείνοι που βγάζουν φλύκταινες μπροστά στο διαφορετικό, ευλαβικά προσκολλημένοι στα ίδια πιστεύω παρά την οποιαδήποτε αλλαγή συνθηκών.

Είναι οι άνθρωποι που σου λένε να ηρεμήσεις αφού πρώτα σε έχουν μπαρουτιάσει με τις ατέρμονες μαλακίες τους, είναι αυτοί που ρωτάνε στην ταβέρνα αν το ψάρι είναι φρέσκο κι εκείνοι που ανάβουν τσιγάρο στο ασανσέρ. Είναι οι άνθρωποι που κάνουν αναπάντητες με απόκρυψη, εκείνοι που σου κορνάρουν στο φανάρι πριν καν προλάβει ν’ ανάψει πράσινο κι όλοι αυτοί που σου τηλεφωνούνε στο σταθερό και σε ρωτάνε πού είσαι.

Είναι οι τύποι που νομίζουν πως είσαι υποχρεωμένη να γοητευτείς επειδή σε κέρασαν σφηνάκι, και οι γκόμενες που αποκαλούν η μία την άλλη θεά ακόμα κι αν ξέρουν πως έκαστη είναι σαν λεμούριος. Είναι με λίγα λόγια όλοι εκείνοι που αν σου τη δώσει καμιά μέρα και τους ρωτήσεις κατάφατσα αν είναι ηλίθιοι, θα σε κοιτάξουν με έκπληξη λες και το έμαθαν από σένα.

Όσο για τα social media, εκεί είναι το βασίλειό τους· κάθονται στον θρόνο τους και βγάζουν το άχτι τους παριστάνοντας τους ειδήμονες σε θέματα ποικίλης ύλης. Σχολιάζουν τα πολιτικά δρώμενα κι ας μην μπορούν να ξεχωρίσουν την 28η Οκτωβρίου από την 25η Μαρτίου, μαλώνουν με άλλους ηλίθιους στα comments, κι άμα τύχει και πεθάνει κάποιος διάσημος δεν αφήνουν RIP να πέσει κάτω, μην τους πουν κι ανενημέρωτους.

Θα γράψουν κατεβατά με τiς απόψεις τους, θα ανεβάσουν ολόκληρα άλμπουμ από τις διακοπές τους και θα πετάνε σπόντες μέσω status για άτομα που προφανώς τους έχουν γραμμένους οπότε δε θα μπουν στον κόπο να τους απαντήσουν. Θα ποστάρουν ελεεινά αστεία σεξιστικού-ρατσιστικού περιεχομένου, αδιαφορώντας για κάθε ανθρώπινο δικαίωμα στην επιλογή κι οποιαδήποτε προσωπική ευαισθησία.

Και είμαστε κάπου εκεί γύρω εμείς, ν’ αναρωτιόμαστε αν οι ηλίθιοι ήταν πάντα τόσοι ή τους χάζεψαν οι καιροί, χωρίς να ερχόμαστε ποτέ σε ευθεία αντιπαράθεση, καθώς δε μας το επιτρέπει η λογική μας. Μπορεί να τους κοιτάξουμε περίεργα, μπορεί να ειρωνευτούμε, μπορεί να κάνουμε πλακίτσα καθώς μερικοί έχουν το χάζι τους. Εκείνοι βέβαια θα γελάσουν επειδή νομίζουν πως είμαστε καλαμπουρτζήδες, ενώ εμείς θα γελάμε επειδή νομίζουν πως αστειευόμαστε.

Όπως και να ‘χει, επειδή η λεκτική και σωματική βία εκτός από αδιανόητη, τιμωρείται κι από τον ποινικό κώδικα, επιλέγουμε να υποφέρουμε σιωπηρά. Όχι από αδυναμία μπροστά στο μεγαλείο της ανθρώπινης ηλιθιότητας μα επειδή στο μυαλό μας τους έχουμε χαστουκίσει τριάντα δύο φορές, πράγμα για το οποίο κανείς δεν μπορεί να μας μηνύσει. Κι ας πεθάνουμε με το παράπονο· γιατί να είναι κοινωνικά αποδεκτό να είσαι ενοχλητικά χαζός, ενώ είναι κατακριτέο να σου το υποδεικνύει κάποιος;

Έρωτας και αμαρτία

Ο έρωτας στην Αρχαία Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα σημαντικός. Από τις αναπαραστάσεις σε αγγεία, από τις αναφορές σε κείμενα, ακόμα και φιλοσοφικού χαρακτήρα, καταλαβαίνουμε ότι στην αρχαιότητα ο έρωτας ήταν θέμα πρωτεύουσας σημασίας: ζωοποιός και ευχάριστος, αναγκαίος και ποικίλος.

Ο έρωτας είναι μια συναισθηματική κατάσταση, που μετατρέπεται σε επιθυμία ενός ανθρώπου προς το αντικείμενο του πόθου του από τη στιγμή που αυτή δημιουργείται στον εγκέφαλό του.

Δεν υπάρχει ντροπή στην αρχαία Ελλάδα, γιατί οι Έλληνες πίστευαν στη χαρά και την ευεξία που ερχόταν από τον έρωτα και την ερωτική πράξη, αλλά και γιατί κανείς δεν τους επέβαλλε να μη μιλούν ανοιχτά για τα πάντα. Ακόμη και η χρήση αισχρολογιών ήταν θεμιτή γιατί πίστευαν ότι βοηθούσε στην γονιμότητα των γυναικών. Ο έρωτας στην αρχαία Ελλάδα δεν έχει φραγμούς και όρια, δεν έχει ηλικία. Όπως δηλαδή θα έπρεπε να είναι ο έρωτας, απαλλαγμένος από ενοχές και φοβίες. Ακόμη και οι αρχαίοι θεοί ζουν μία ζωή στα πρότυπα των ανθρώπων. Ερωτεύονται, ζηλεύουν, μοιχεύονται. Από καταβολής θρησκειών, και σύμφωνα με αρχαιολογικά ευρήματα τουλάχιστον από το 8.000 π.Χ., το πέος / φαλλός, αντιπροσωπεύει τη γονιμότητα της Φύσης. Γι’ αυτό και είναι αντικείμενο λατρείας.

Καθώς όμως ο τότε γνωστός κόσμος έμπαινε στον μεσαίωνα, η ερωτική επιθυμία, η σεξουαλική ορμή και πράξη, φυσιολογικές δηλαδή λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού, άρχισαν να θεωρούνται ως αμαρτήματα σταλμένα από τον Σατανά τον ίδιο και έπρεπε με κάθε τρόπο να εξαφανιστούν. Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν πλέον σαν άνθρωποι γιατί ο φόβος του αφορισμού, του στίγματος και της πυράς της Ιεράς εξέτασης καραδοκούσε.

Για την κρατούσα θρησκεία της Δύσης, ο έρωτας, το σεξ και τα γεννητικά όργανα ήταν αναγκαίο κακό, ένα λάθος της Φύσης. Ακόμα κι η υποψία ότι ο πάν-αγνος Ιησούς μπορεί να είχε σεξουαλικές επαφές, αυνανισμό, στύση και μάλιστα τη νυχτερινή στύση, ρεύση, ή ακόμα φρικτότερα να τεκνοποίησε, προκαλούσε κύματα ανατριχίλας στους πιστούς. Ο ίδιος γεννήθηκε χωρίς τη μεσολάβηση πέους από παρθένα μητέρα (πριν και μετά). Ο Θεός δεν έχει καμία  απολύτως σχέση με «αυτά τα πράγματα». Στην πυρά οι ανήθικοι διεστραμμένοι που τολμούν να σπιλώνουν το άγιο όνομά Του με τέτοια αμαρτήματα.
ΔΕΣ
Έτσι συχνά πυκνά για να είναι σίγουροι ότι κανείς δεν θα παρεκκλίνει του ορθού δρόμου και δεν θα γίνει βορά στις ερωτικές του ορμές, έφτιαχναν διάφορα εργαλεία που στραγγάλιζαν την σεξουαλική επιθυμία. Και προσοχή μην παρασυρθείτε, αυτό συνεχίστηκε για πολλά πολλά χρόνια μετά τον μεσαίωνα. Το πιο γνωστό σε όλους, αποτρεπτικό για τη γυναίκα εργαλείο ερωτικής επιθυμίας πρωτοδημιουργήθηκε από ευγενείς που έφευγαν για τις σταυροφορίες και ήθελαν να είναι σίγουροι ότι οι γυναίκα τους πίσω στην Αγγλία και τη Γαλλία, θα τιμούσε το στεφάνι τους και δεν θα γινόταν έρμαιο στις σεξουαλικές ορμές διαφόρων αρσενικών.

Και μην ξεχνάτε το ταξίδι από την κεντρική Ευρώπη προς τους Άγιους Τόπους διαρκούσε χρόνια ολόκληρα. Πάντως για να γνωρίζετε τελευταία φορά που σύζυγος κλείδωσε τη ζώνη αγνότητας της γυναίκας του, ήταν το 1930! Οι ζώνες που ήταν από σκληρό δέρμα ζώων αλλά και από μέταλλο, περιφρουρούσαν τις περιοχές της κοιλιάς του αιδοίου και του πρωκτού και με ένα λουκέτο της εποχής ασφάλιζαν τα σημεία που η γυναίκα έχει οπή. Κλείδωναν έτσι οποιαδήποτε σκέψη για σεξ (ακόμη και αυτοικανοποίησης) για τις γυναίκες. Μικρές τρύπες κατά μήκος της ζώνης επέτρεπαν την ούρηση και την αφόδευση...

Τέτοιου είδους βάρβαρα εργαλεία δεν υπήρχαν μόνο για τις γυναίκες αλλά και για τους άνδρες. Εκεί ο σκοπός τους ήταν να αποτρέψουν εκτός του αυνανισμού και την στύση και μάλιστα τη νυχτερινή στύση, εκείνη που έρχεται όταν κοιμόμαστε. Ο άνδρας πριν κοιμηθεί τοποθετούσε ένα δαχτυλίδι με μεταλλικά δόντια στη βάση του πέους του και το έσφιγγε. Αν ήταν άτυχος κατά τη διάρκεια του ύπνου του να έρθει σε στύση τότε το δαχτυλίδι έκλεινε και από τη σφίξη τα μεταλλικά του δόντια έκαναν το πέος να επανέλθει στην προτέρα ήρεμη κατάσταση...

Η γέννηση στην Αρχαία Ελλάδα

Σκοπός του γάμου ήταν η απόκτηση παιδιών. Η επίσημη φράση που έλεγε ο μελλόνυμφος στην εγγύηση ήταν: ¨έπ΄αρότω παίδων άγομαι γαμετήν”, δηλαδή νυμφεύομαι για να αποκτήσω παιδιά. Τα αρσενικά παιδιά αποτελούσαν τιμητικό και λαμπρό απόκτημα, γιατί ο γιός συνέχιζε την οικιακή λατρεία και την επιμέλεια των ψυχών των προγόνων.

Από την ομηρική ήδη εποχή πλήθος ιεροτελεστίες συνόδευαν και ακολουθούσαν τον ερχομό του νέου ανθρώπου στον κόσμο και την ένταξή του στην κοινωνική ομάδα. Σεβάσμιες θεές βοηθούσαν την μητέρα στον τοκετό, απαράλλακτα όπως την…

Λητώ, τη μητέρα του Απόλλωνος, στη Δήλο: η Διώνη, η Ρέα, η Αμφιτρίτη, η Ειλείθυια. Σε ολόκληρη την Ελληνική αρχαιότητα, όταν έφτανε ο καιρός του τοκετού, πρόσφεραν θυσίες και δώρα στις θεότητες και άλειφαν με πίσσα το σπίτι, για να αποτρέψουν τα κακά πνεύματα.

Μόλις το παιδί ερχόταν στον κόσμο, το έλουζαν με χλιαρό νερό και το άλειφαν με λάδι, ενώ στη Σπάρτη το έλουζαν με κρασί, για να δοκιμάσουν την κράση του. Σπαργάνωναν στην αρχαία Ελλάδα το νεογέννητο σφικτά: μόνο οι Σπαρτιάτισσες άφηναν τα μέλη του ελεύθερα, χωρίς σπάργανα.

Για την αποτροπή της βασκανίας κρεμούσαν στα παιδιά φυλακτά και στην πόρτα κλαδί ελιάς, όταν ήταν αγόρι, και μια μάλλινη ταινία, αν ήταν κορίτσι.

Την πέμπτη ημέρα από τη γέννηση γιόρταζαν τα Αμφιδρόμια. Γινόταν καθαρμοί για τη μητέρα και όλα τα πρόσωπα που παραβρέθηκαν στον τοκετό. Ακολουθούσε η τελετή της εισαγωγής του παιδιού στην κοινωνική ομάδα: η τρόφος έτρεχε κρατώντας το παιδί γύρω από την εστία.

Τη δέκατη ημέρα από τη γέννηση του παιδιού γινόταν επίσημη εορτή και δινόταν το όνομα στο παιδί. Το σπίτι έπαιρνε όψη εορταστική, φίλοι και συγγενείς έφερναν δώρα. Ανάμεσα σε αυτά ήταν και πολλά φυλακτά, για να απομακρύνουν τα κακά πνεύματα που καραδοκούσαν. Ο πατέρας έδινε ένα όνομα, συνήθως του παππού ή το δικό του ή ενός φίλου ή θεού, που οι γονείς θεωρούσαν απαραίτητη την προστασία του.

Τα ονόματα που έφερναν οι αρχαίοι ήταν τρία: το κύριο όνομα, το όνομα του πατέρα και το όνομα του Δήμου ή του τόπου καταγωγής, π.χ. Δημοσθένης Δημοσθένους Παιανιεύς, ή Περικλής Ξανθίππου Χολαργεύς κλπ.

ΣΟΛΩΝ: ΥΠΟΘΗΚΗ ΠΡΟΣ ΑΘΗΝΑΙΟΥΣ

Η πόλη μας ποτέ δεν θα χαθεί σύμφωνα με τη θέληση
και τη διάθεση του Δία και των μακαρίων αθανάτων θεών.
Γιατί μια τόσο μεγαλόψυχη προστάτιδα, κόρη πατέρα ισχυρού,
η Παλλάδα Αθηνά, έχει τα χέρια της απλωμένα πάω από την πόλη.

Αλλά μόνοι τους οι πολίτες θέλουν να καταστρέφουν
τη μεγάλη πόλη με τις απερισκεψίες τους, παρασυρμένοι από φιλοχρηματία,
και ο άδικος νους των αρχόντων του λαού. Είναι επόμενο γι’ αυτούς
εξαιτίας της μεγάλης αλαζονείας να πάθουν πολλά κακά...

Γιατί δεν ξέρουν να συγκρατούν την πλεονεξία και να απολαμβάνουν
τα στρωμένα ευφρόσυνα συμπόσια με κοσμιότητα...
.........
πλουτίζουν παρασυρμένοι σε άδικες πράξεις
.........
και, χωρίς να λογαριάζουν ούτε τα ιερά κτήματα
ούτε και τα περιουσιακά στοιχεία του δημοσίου,
κλέβουν με αρπακτικές διαθέσεις άλλος από δω και άλλος από κει
και δεν σέβονται τους ιερούς θεσμούς της Δίκης,
η οποία, μολονότι σιωπά, γνωρίζει αυτά, που γίνονται και θα γίνονται και τα παρελθόντα,
και με τον χρόνο συνήθως έρχεται οπωσδήποτε, για να επιβάλλει τιμωρία.
Αυτό φθάνει κιόλας ως αναπόφευκτη συμφορά για όλη την πόλη,
και καταλήγει συνήθως αυτή πολύ γρήγορα σε ατιμωτική δουλεία,
που προκαλεί εμφύλια σύγκρουση και αφυπνίζει τον κοιμώμενο πόλεμο,
ο οποίος συνήθως οδηγεί στον θάνατο πολλούς στο άνθος της ηλικίας τους.
Γιατί εξαιτίας των εχθρών πολύ γρήγορα η πολυαγαπημένη πόλη
κατατρύχεται από πολιτικές ενώσεις, αγαπητές στους αδικοπραγούντες.
Αυτές οι συμφορές περιφέρονται στην πόλη.
Κι από τους φτωχούς
πολλοί φεύγουν σε ξένη χώρα,
πουλημένοι και δεμένοι με εξευτελιστικά δεσμά,
και υπομένουν με καταναγκασμό τις μισητές συνέπειες της δουλείας.
..........
Έτσι μια δημόσια συμφορά μεταβαίνει στο σπίτι του κάθε πολίτη ξεχωριστά.
Και οι αύλειες θύρες δεν μπορούν πια να τη συγκρατήσουν,
αλλά αυτή συνήθως πηδά πάνω από τον περίβολο και βρίσκει οπωσδήποτε
κάποιον, ακόμα κι αν, προσπαθώντας αυτός να αποφύγει το κακό,
καταφεύγει στο βάθος των δωματίων.
Αυτά με προτρέπει η ψυχή μου να διδάξω στους Αθηναίους,
ότι η κακή διοίκηση προκαλεί πάρα πολλές συμφορές στην πόλη.
Ενώ η χρηστή διοίκηση όλα τα αναδεικνύει ταιριαστά και αρμονικά,
και συγχρόνως δένει με χειροπέδες τους αδικοπραγούντες.
Τις τραχύτητες της εξομαλύνει, παύει την πλεονεξία, ταπεινώνει την αλαζονεία,
ξηραίνει τα άνθη της άτης, μόλις αυτά εμφανισθούν,
επανορθώνει στρεψοδικίες και καταπραϋνει πράξεις αλαζονείας, παύει την εμφύλια έριδα.
Παύει την οργή από την ολέθρια έριδα και είναι κάτω απ’ αυτήν
τα πάντα στους ανθρώπους αρμονικά και συνετά.

Αρχαίο Κείμενο

Ημέτερη δε πόλις κατά μεν Διός ούποτ’ ολείται
αίσαν και μακάρων θεών φρένας αθανάτων.
Τοίη γαρ μεγάθυμος επίσκοπος οβριμοπάτρη
Παλλάς Αθηναίη χείρας ύπερθεν έχει.

Αυτοί δε φθείρειν μεγάλην πόλιν αφραδίηισιν
αστοί βούλονται χρήμασι πειθόμενοι,

δήμου θ’ ηγεμόνων άδικος νόος. οίσιν ετοίμον
ύβριος εκ μεγάλης άλγεα πολλά παθείν.

ου γαρ επίστανται κατέχειν κόρον ουδέ παρούσας
ευφροσύνας κοσμείν διαιτός εν ησυχίηι
......
πλουτέουσιν δ’ αδίκοις έργμασι πειθόμενοι
..........
ούθ’ ιερών κτεάνων ούτε τι δημοσίων

φειδόμενοι κλέπτουσιν αφαρπαγήι άλλοθεν άλλος,
ουδέ φυλάσσονται σεμνά Δίκης θέμεθλα,

ή σιγώσα σύνοιδε τα γιγνόμενα προ τ’ εόντα,

τώι δε χρόνωι πάντως ήλθ’ αποτεισομένη,
τούτ’ ήδη πάσηι πόλει έρχεται έλκος άφυκτον,

ες δε κακήν ταχέως ήλυθε δουλωσύνην,

ή στάσιν έμφυλον πόλεμόν θ’ εύδοντ’ επεγείρει,
ός πολλών ερατήν ώλεσεν ηλικίην.

Εκ γαρ δυσμενέων ταχέως πολυήρατον άστυ
τρύχεται εν συνόδοις τοις αδικέουσι φίλους.
Ταύτα μεν εν δήμωι στρέφεται κακά.

Των δε πενιχρών
ικνέονται πολλοί γαίαν ες αλλοδαπήν
πραθέντες δεσμοίσί τ’ αεικελίοισι δεθέντες
κα κακά δουλωσύνης στυγνά φέρουσι βίαι
.......
ούτω δημόσιον κακόν έρχεται οίκαδ’ εκάστωι,
αύλειοι δ’ έτ’ έχειν ουκ εθέλουσι θύραι,

υψηλόν δ’ υπέρ έρκος υπέρθυρεν, εύρε δε πάντως,
ει και τις φεύγων εν μυχώι ήι θαλάμου.

Ταύτα διδάξαι θυμός Αθηναίοις με κελεύει,
ως κακά πλείστα πόλει Δυσνομίη παρέχει.
Ευνομίη δ’ εύκοσμα και άρτια πάντ’ αποφαίνει,
και θαμά τοις αδίκοις αμφιτίθησι πέδας.

Τραχέα λειαίνει, παύει κόρον, ύβριν αμαυροί,
αυαίνει δ’ άτης άνθεα φυόμενα,

ευθύνει δε δίκας σκολιάς, υπερήφανά τ’ έργα
πραύνει. Παύει δ’ έργα διχοστασίης,
Παύει δ’ αργαλέης έριδος χόλον, έστι δ’ υπ’ αυτής
πάντα κατ’ ανθρώπους άρτια και πινυτά.

Ταράξιππος:ο Δαίμονας που ενέδρευε στους Ιπποδρόμους

Θεωρείτο δαιμόνιο της Αρχαίας Ολυμπίας και πίστευαν ότι κατοικούσε σε χωμάτινο βωμό προς την έξοδο του ιπποδρόμου και φόβιζε τα άλογα.
 
Ο Ταράξιππος σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία ήταν Δαίμονας των αρχαίων που ενέδρευε κυρίως στους ιππoδρόμους και ειδικά στη σφενδόνη αυτών, στις καμπές, όπου τ΄ άρματα έκαναν στροφή. Πίστευαν οι αρχαίοι πως στους αγώνες ακριβώς στη κρίσιμη στιγμή της στροφής παρουσιαζόταν αιφνίδια ο Ταράξιππος, η εμφάνιση του οποίου, αν και αόρατη στους αρματοδρόμους, προκαλούσε το τρόμο των αλόγων με συνέπεια τη συντριβή των αρμάτων και τον όλεθρο των αγωνιζομένων. 

Σύμφωνα με τον Παυσανία ένα παράξενο φαινόμενο παρατηρείτο εδώ : τα άλογα που περνούσαν από εκεί καταλαμβάνονταν από ένα είδος περίεργου πανικού, αφήνιαζαν και οι ηνίοχοι τραυματίζονταν. Για να τον εξευμενίσουν οι ηνίοχοι του προσέφεραν θυσίες. Διάφορες ιστορίες διατυπώθηκαν προσπαθώντας να εξηγήσουν το φαινόμενο σχετίζοντάς το με τον αγώνα ανάμεσα στον Οινόμαο και στον Πέλοπα. Κάποιοι υποστήριζαν ότι υπεύθυνη για την ταραχή των αλόγων ήταν η ψυχή του Μύρτιλου, ενώ άλλοι τη συσχέτιζαν με το φάντασμα του Οινόμαου, ή ενός μνηστήρα με το όνομα Αλκάθοος.

Ο Παυσανίας πάλι αναφέρει και την εκδοχή ενός Αιγυπτίου, ο οποίος δηλώνει πως ο Πέλοπας είχε λάβει από τον Αμφίωνα των Θηβών ένα μυστηριώδες αντικείμενο που είναι γνωστό ως Ταράξιππος και θάβοντάς το είχε καταφέρει να αφηνιάζουν τα άλογα του Οινόμαου και όλα τα άλλα έκτοτε.
 
Πολλοί υποστήριζαν ότι ο Ταράξιππος ήταν το πνεύμα του Ωλένιου ή του Δαμέωνα, που σκοτώθηκε στο σημείο όπου βρισκόταν ο βωμός από τον Κτεάτη, γιο του Άκτορα.
 
Στην Κόρινθο ο Ταράξιππος ταυτιζόταν με τον Γλαύκο, γιο του Σίσυφου, ο οποίος σκοτώθηκε από τα άλογά του, στους αγώνες που διοργάνωσε ο Άκαστος για να τιμήσει τη μνήμη του πατέρα του, Πελία. Το φάντασμα του Γλαύκου,εξακολουθεί να στοιχειώνει τον Ισθμό της Κορίνθου, εκεί όπου ο πατέρας του Σίσυφος δίδαξε για πρώτη φορά στον Γλαύκο την τέχνη του αρματη­λάτη, και ευφραίνεται τρομάζοντας τα άλογα στους αγώνες των Ίσθμιων και προκαλώντας έτσι πολλούς θανάτους.

ΓΙΑΤΙ Η ΠΑΛΛΑΔΑ ΑΘΗΝΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ ΤΟΝ ΙΣΟΘΕΟ ΟΔΥΣΣΕΑ;

Οι αντιλήψεις του ομηρικού ανθρώπου για τους θεούς του Ολύμπου παρέχονται αποσπασματικά και ευκαιριακά από τον ποιητή στα δύο μεγάλα του έπη: Ιλιάδα και Οδύσσεια. Εκείνος όμως που θέτει μια τάξη στις αντιλήψεις αυτές για τους θεούς και τις θεές είναι ο Ησίοδος. Ο ποιητής, στο γνωστό του έργο “Θεογονία”, προσπαθεί να βάλει μια τάξη στην ακαταστασία που επικρατεί στον κόσμο των θεών. Γι’ αυτόν η δημιουργία του κόσμου αρχίζει από το Χάος. Από αυτό δημιουργείται ο Ουρανός και η Γη, το πρώτο ζευγάρι στον κόσμο των θεών. Ακολουθούν οι άλλες δημιουργίες, ώσπου επικρατεί ο Δίας, ύστερα από αγώνες σκληρούς κατά των τιτάνων. O Ησίοδος πλάθει τους θεούς του Ολύμπου ανθρωπόμορφους, όπως τους φαντάζεται και ο ΄Ομηρος πριν από αυτόν.

Οι θεοί του Ολύμπου, κατά τον ΄Ομηρο, μπορεί να είναι ισχυρότεροι από τον άνθρωπο και αθάνατοι, αλλά δεν παύουν να έχουν κι αυτοί τις αδυναμίες τους, όπως και οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι με τη σειρά τους, επειδή έχουν την ανάγκη των θεών, τους λατρεύουν, προσφέροντάς τους θυσίες αιματηρές και αναίμακτες.

΄Ετσι, θεοί και άνθρωποι, πολλές φορές συνδέονται τόσο στενά μεταξύ τους, ώστε, όταν προφέρουμε το όνομα ενός ήρωα, να φέρουμε συγχρόνως συνειρμικά στο νου μας και τον αντίστοιχο προστάτη του θεό (Πάρης- Αφροδίτη, Οδυσσέας- Αθηνά ).

Ο Οδυσσέας στην Οδύσσεια έχει μια σύμμαχο θεά, η οποία τον συμπαραστέκεται σ' όλες τις δύσκολες στιγμές του και έναν άσπονδο εχθρό, τον Ποσειδώνα, που τον μισεί, γιατί τύφλωσε το γιο του Πολύφημο. Βοηθός και πιστός φύλακας του Οδυσσέα η Αθηνά, σκληρός και πείσμων διώκτης του ο Ποσειδώνας. Η Αθηνά συμπαθεί και προστατεύει τον Οδυσσέα από την αρχή του τρωικού πολέμου έως την επιστροφή του στην Ιθάκη και την αποκατάσταση της τάξης στο βασίλειό του.

Αντίθετα, το μίσος του Ποσειδώνα αρχίζει από τη στιγμή που ο ήρωας τυφλώνει τον Πολύφημο, γιο του Ποσειδώνα, και συνεχίζεται ίσαμε να φτάσει ο Οδυσσέας στην πατρίδα του. Και όσον αφορά στον Ποσειδώνα υπάρχει ένας σοβαρός λόγος που μισεί τον Οδυσσέα, ο γνωστός. Η Αθηνά όμως τι λόγους έχει να συμπαθεί και να συμπαραστέκεται τον Οδυσσέα και την οικογένειά του στις δύσκολες στιγμές; Είναι ένα ερώτημα που θέτει ο ποιητής με τη φωνή του Νέστορα, όταν ο σοφός γέροντας συζητά με τον Τηλέμαχο στο παλάτι του.

"ου γαρ πω ίδον ώδε θεούς αναφανδά φιλεύντας
ως κείνω αναφανδά παρίστατο Παλλάς Αθήνη
".(γ,221-222)

"Γιατί δεν είδα από θεούς έτσι άλλη αγάπη ακόμα πιο φανερή
καθώς αυτόν (τον Οδυσσέα) προστάτευε η Παλλάδα".

Αναρωτιέται, λοιπόν, ο γερο-Νέστορας, γιατί δεν μπορεί να εξηγήσει με την πείρα και τη λογική που διαθέτει αυτή τη φανερή αγάπη της Αθηνάς προς τον ήρωα. Στρεφόμενος προς τον Τηλέμαχο του λέγει: “αν σ' αγαπούσε και σένα τόσο η Αθηνά, τότε δεν είχες να φοβηθείς κανένα”. Και δεν είχε άδικο, αφού η Αθηνά σ' όλα τα γεγονότα του έπους ακολουθεί από κοντά τα βήματα του Οδυσσέα και είναι έτοιμη πάντα να του προσφέρει τη βοήθειά της. Αψευδείς μάρτυρες οι πράξεις της σοφής θεάς.

Συγκεκριμένα, στην πρώτη συνέλευση των θεών στον ΄Ολυμπο (α, 47 και εξής), όταν ο Οδυσσέας βασανίζεται καθηλωμένος εφτά χρόνια στο νησί της Καλυψώς, η θεά βρίσκει την ευκαιρία να παρουσιάσει στη συνέλευση των θεών το θέμα του νόστου του Οδυσσέα, και πετυχαίνει με κοινή απόφαση όλων των θεών, εκτός του Ποσειδώνα, που απουσιάζει στην Αιθιοπία, την έγκριση της επιστροφής του Οδυσσέα στην Ιθάκη.

Και επειδή η απόφαση των θεών αργεί να εκτελεστεί, η Αθηνά επεμβαίνει δυναμικά στη δεύτερη συνέλευση των θεών (ε, 2 και εξής) και πείθει το Δία να ενεργοποιήσει τον Ερμή, προκειμένου να υποχρεωθεί η Καλυψώ να επιτρέψει στον Οδυσσέα να επιστρέψει στην πατρίδα του. Αυτή άλλωστε ήταν και η μοίρα του ήρωα, την οποία κανείς δεν μπορούσε να αγνοήσει.

Από την άλλη μεριά φαίνεται πως και ο Οδυσσέας τρέφει μεγάλο σεβασμό απέναντι στη θεά Αθηνά. Απόδειξη της αδυναμίας του αυτής προς τη θεά είναι ότι, κάθε φορά που βρίσκεται ο ήρωας σε δύσκολη θέση, τα βάζει με την κακή του μοίρα και με τους θεούς, που νομίζει πως και πάλι τον ξεγέλασαν. Ποτέ δεν καταφέρεται προσωπικά εναντίον της Αθηνάς. Ακόμη, και στις προσευχές του είναι διακριτικός. Γιατί είναι αλήθεια πως, όταν προσεύχεται, ανάμεσα στους άλλους θεούς που κατά περίπτωση επικαλείται τη βοήθειά τους, πάντα προέχει το όνομα της Παλλάδας Αθηνάς. Ο ήρωας γνωρίζει καλά πόσο του συμπαραστάθηκε η θεά στον Τρωικό πόλεμο και δε διστάζει να το ομολογήσει.

"τούτο δ' εγών εύ οίδα, ότι μοι πάρος ηπίη ήσθα,
είος ενί Τροίη πολεμίζομεν υίες Αχαιών
".(ν, 314-15)

"Μα αλήθεια αυτό δεν το ξεχνώ πως με πονούσες πρώτα,
ενόσω πολεμούσαμε οι Αχαιοί στην Τροία".

΄Οταν όμως για κάποιο διάστημα η Αθηνά δεν του δείχνει φανερά τη συμπαράστασή της, τότε ο ήρωας, απογοητευμένος από την εσφαλμένη γνώμη του, διαμαρτύρεται και ζητά να ακούσει τις παρακλήσεις του η θεά.

"νυν δη περ μευ άκουσον, επεί πάρος ούποτ' άκουσας,
ραιομένου, ότε μ' έρραιε κλυτός εννοσίγαιος
". (ζ, 325)

"Επειδή στο παρελθόν ποτέ δεν άκουσες την προσευχή μου,
όταν με κατάτρεχε ο ξακουστός Ποσειδώνας, τουλάχιστο άκουσέ με τώρα και βόηθα με".

Το αξιοσημείωτο είναι πως, ενώ απορεί και διαμαρτύρεται για τη δήθεν εγκατάλειψή του από τη θεά, όμως στην ίδια καταφεύγει και της ίδιας τη συνδρομή εκλιπαρεί πάλι.Το παράπονο του ήρωα είναι δικαιολογημένο, γιατί πράγματι η Αθηνά, για να μη δυσαρεστήσει το θείο της Ποσειδώνα, δεν αντιδρά στις άδικες και σε κάποιο σημείο ανεπίτρεπτες ενέργειες του Ποσειδώνα, του θεού της θάλασσας. Το εξομολογείται αργότερα η ίδια στον Οδυσσέα σε μια πρόσωπο με πρόσωπο συνομιλία μαζί του:
“δεν ήθελα ναρθώ σε σύγκρουση με τον αδελφό του πατέρα μου”.

Παρόλα αυτά, όταν ο Οδυσσέας κινδυνεύει να πνιγεί έξω από τη Σχερία, η Αθηνά επεμβαίνει αποφασιστικά, χωρίς να υπολογίσει τη δυσαρέσκεια του θείου της, σταματά την τρικυμία και ο Οδυσσέας κολυμπώντας φτάνει στη φιλόξενη χώρα της Ναυσικάς και ξεφεύγει το θάνατο. Η Αθηνά στην περίπτωση αυτή δε γαληνεύει μόνον την τρικυμισμένη θάλασσα, αλλά φωτίζει και το μυαλό του ήρωα να γαντζωθεί στο βράχο και να σωθεί από την ορμή του κύματος. Βέβαια, δε θα πρέπει να ξεχνούμε την όλη δραστηριότητα της θεάς, ώσπου να οδηγήσει τη Ναυσικά στο ποτάμι με την άμαξα και τις παραδουλεύτρες, για να πλύνουν τα ρούχα, ούτε ασφαλώς και την ομίχλη με την οποία σκεπάζει τον ήρωα, ώσπου να φτάσει απαρατήρητος στο παλάτι του Αλκίνοου και της Αρήτης.

"Τονδ' άρα Φαίηκες ναυσικλυτοί ουκ ενόησαν
ερχόμενον κατά άστυ δια σφέας. ου γαρ Αθήνη
εία ευπλόκαμος, δεινή θεός, η ρα οι αχλύν
θεσπεσίην κατέχευε φίλα φρονέουσ' ενί θυμώ
"(η, 39-42)

"Κανένας από τους κοσμοξάκουστους Φαιάκους δεν τον είδε
γιατί δεν άφηνε η θεά, η λατευτή Παλλάδα,
και για καλό του με θεϊκό τον σκέπαζε σκοτάδι"

΄Υστερα από τα όσα αναφέραμε αναρωτιέται κανείς, και δικαιολογημένα, γιατί τέλος πάντων αυτή η συμπάθεια και αυτό το ενδιαφέρον της θεάς για ένα θνητό; Μήπως γιατί η Αθηνά μισεί τους Τρώες εξαιτίας του Πάρη ή μήπως γιατί ο Οδυσσέας πρόσφερε πλούσιες θυσίες και προσφορές στο βωμό της Αθηνάς; Πουθενά όμως στο έπος δεν αφήνεται από τον ποιητή να εννοηθεί κάτι τέτοιο. Τι στην αλήθεια συμβαίνει λοιπόν;

Την απάντηση στα εύλογα ερωτήματα του αναγνώστη (ακροατή) φροντίζει να δώσει ο ποιητής σε χρόνο ανύποπτο γι’ αυτόν, κατάλληλο όμως για τον ποιητή. Ο ποιητής αρέσκεται να κρατά σε αγωνία τον αναγνώστη (ακροατή), γι’ αυτό ξεκαθαρίζει και αποσαφηνίζει τα πράγματα με αργό ρυθμό και σε μικρές "δόσεις" θα λέγαμε, ώστε να άρει τις όποιες απορίες του απομένουν ακόμη. Ακολουθεί την τακτική της επιβράδυνσης.

Ο ποιητής δε βιάζεται, αρνείται να υποταχθεί στη λογική και τις απαιτήσεις του ακροατή (αναγνώστη). Δίνει απαντήσεις στα ερωτήματα και τις απορίες του αναγνώστη, όταν εκείνος, ο ποιητής, θέλει.
Ο Οδυσσέας πέτυχε να μπει απαρατήρητος στο παλάτι του Αλκιίνοου και να πετύχει με την αποκάλυψ της ταυτότητάς του την επιστροφή στην πατρίδα του. Οι Φαίακες τον μεταφέρουν κοιμισμένο στο νησί του, τον αφήνουν στην ακτή και επιστρέφουν στην πατρίδα τους. ΄Όταν όμως κάποτε ξυπνά ο Οδυσσέας και έκπληκτος βλέπει γύρω του έναν τόπο εντελώς άγνωστο σ' αυτόν, κακές σκέψεις παιρνούν από το μυαλό του. Το τοπίο δεν του θυμίζει τίποτε από την Ιθάκη της νιότης του. Η θεά έχει καλύψει την περιοχή με ένα σύννεφο ομίχλης. Και τη στιγμή που ο ήρωας αναρωτιέται σε ποια χώρα πάλι να βρίσκεται, παρουσιάζεται η Αθηνά μεταμορφωμένη σε βοσκό και ζητά να μάθει ποιος είναι και πώς έφτασε ως την Ιθάκη.

Εκείνος, αντί να της απαντήσει ευθέως, της αφηγείται μια πλαστή ιστορία. Ο ήρωας το συνηθίζει αυτό, γιατί έτσι αποφεύγει να πει την αλήθεια και να αποκαλύψει την ταυτότητά του, την οποία προσπαθεί να κρατήσει μυστική με κάθε τρόπο. Η Αθηνά, που αντιλαμβάνεται την πρόθεσή του, αμέσως από από βοσκός μεταμορφώνεται μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Οδυσσέα σε μια ωραία γυναίκα, η οποία τον πλησιάζει, του πιάνει φιλικά το χέρι και του λέγει:

"Κερδαλέος κ' είη και επίπλοκος ος σε παρέλθοι
εν πάντεσσι δόλοισι, και ει θεός αντιάσειε,
σχέτλιες, ποικιλομήτα,δόλων ατ' ουκ αρ' έμελλες,
ούδ' εν ση περ εών γαίη, λήξειν απατάων
μύθων τε καικλοπίων, οι τι παιδόθεν φίλοι εισίν,
αλλ' άγε μηκέτι ταύτα λεγώμεθα, ειδότες άμφω
κέρδε' επεί συ μεν έσσι βροτών οχ άριστοςαπάντων
βουλή και μύθοισιν, εγώ Δε εν πάσι θεοίσι
μήτι τε κλέομαι και κέρδεσιν, ουδέ σύγ' έγνως
Παλλάδα δ' Αθηναίην, κούρην Διός, ή τε τοι αιεί
εν πάντεσσι πόνοισι παρίσταμαι ηδέ φυλάσσω,
και δε σε Φαιήκεσιν φίλον πάντεσσιν έθηκα.
Νυν αύ δεύρ' ικόμην, ίνα τοι συν μήτιν υφήνω
χρήματά τε κρύψω, όσα τοι Φαίηκεςαγαυοί
ώπασανοίκαδ' ιόντι εμή βουλή τε νόω Τε,
είπω θ' όσσα τοι αίσα δόμοις ένι ποιητοίσι
κήδε' ανασχέσθαι
.”(ν 291-307)

"Σοφός και τετραπέρατος θα είναι όποιος σε περάσει
στα χίλια σου τεχνάσματα, θεός κι αν είναι ακόμα.
καημένε, πολυμήχανε και μάστορη στους δόλους,
μήτε μες στην πατρίδα σου τις πονηριές δεν παύεις
κι όσα ψευτόλογα αγαπάς από γεννησιμιό σου.
Μον' έλα, αυτά ας τ' αφήσουμε, το ξέρουμε κι οι δυο μας
ποιο μας συμφέρει, αφού και συ απ' όλους τους ανθρώπους
ο πρώτος είσαι στη βουλή και στη ρητοροσύνη,
κι εγώ για τη σοφία μου και την πολλή μου γνώση
στον ουρανό φημίζομαι στους αθανάτους όλους.
Μα μήτε εσύ δε γνώρισες την Αθηνά Παλλάδα,
τη θυγατέρα του Διός, που παραστέκω πάντα
κοντά σου σ' όλες τις δουλειές και σ' όλα σε προσέχω,
και τους Φαιάκους έκαμα να σ' αγαπήσουν όλοι.
Τώρα πάλε έφτασα κι εδώ βουλή μαζί σου να 'βρω,
να κρύψω αυτούς τους θησαυρούς, που οι ξακουστοί Φαιάκοι
σου δώσανε, όταν έφευγες με φώτιση δική μου,
και να σου πω όσα βάσανα γραφτό είναι να περάσεις
στο αρχοντικό το σπίτι σου".

H σκηνή είναι ομολογουμένως καταπληκτική, Συνομιλεί πρόσωπο με πρόσωπο ένας θνητός με μια αθάνατη θεά, την Αθηνά, τη θεά της σοφίας και επιπλέον, γιατί απαντά στη δική μας απορία αλλά και του Οδυσσέα. Προστατεύει τον Οδυσσέα η θεά, γιατί έχουν πολλά κοινά σημεία οι δυο τους. Εκείνη εξέχει στη γνώση και τη σοφία στον κόσμο των θεών, Εκείνος, αντίστοιχα, στον κόσμο των θνητών. Οι αρχαίοι έλεγαν:

"Ομοιος ομοίω αεί πελάζει" και δεν είχαν άδικο.

Η θεά Αθηνά είναι ειλικρινής μαζί του και του αποκαλύπτει το λόγο που δεν τον βοηθούσε, όταν κινδύνευε από την οργή του Ποσειδώνα. Δεν ήθελε, του λέγει, ναρθεί σε ρήξη με τον αδελφό του πατέρα της. Η αποκαλυπτική αυτή ομολογία της θεάς αφήνει άναυδο τον ήρωα και ικανοποιεί τον ακροατή, αφού η Αθηνά εμφανίζεται σε πολλές περιπτώσεις σαν από μηχανής θεός και δίνει λύσεις σε δύσκολα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ευνοούμενοί της, βοηθώντας έτσι και τον ποιητή να συνεχίσει την αφήγηση του επικού μύθου.

΄Οταν, λοιπόν, η ανθρώπινη σοφία συνεπικουρείται από τη θεϊκή και όταν η θεοσέβεια είναι πηγαία και διαρκής, τότε ο άνθρωπος αντιμετωπίζει όλες τις δυσκολίες της ζωής με ευκολία και θαυματουργεί.

Η όλη αναφορά μας θα μπορούσε, σε τελευταία ανάλυση, να χαρακτηριστεί και ως ένα δείγμα επιβράδυνσης, την οποία αγαπά, και πολλές φορές εφαρμόζει στο έπος ο ποιητής, για να φτάσει στον αντικειμενικό του σκοπό, όπως αυτός τον σχεδίασε, αφού τίποτε στην τύχη δεν κάνει ο ΄Ομηρος. Αυτό είναι ίσως και μια ακόμη απόδειξη πως το έργο είναι δημιούργημα ενός και μόνου μεγάλου δημιουργού. Ο ποιητής με τον τρόπο του θέτει στον αναγνώστη ερωτήματα, τον κρατά σε αγωνία, αλλά κάποτε, όταν ο ίδιος κρίνει κατάλληλη την περίπτωση, δίνει τις δικές του εξηγήσεις-απαντήσεις, πράγμα που ικανοποιεί τον αναγνώστη και τον λυτρώνει από την αγωνία του.

Πληροφορήθηκε ο Οδυσσέας για τη συμπάθεια που τρέφει η θεά απέναντί του, αλλά μαζί του ενημερώθηκε και ο ακροατής, που ανυπομονούσε να μάθει το λόγο της συμπάθειας και αγάπης της Αθηνάς προς τον προστατευόμενό της Οδυσσέα. Μια ακόμη δικαιολογημένη απορία, δική μας, του Νέστορα και πολλών άλλων, έχει απαντηθεί ικανοποιητικά.

Η απάντηση της Αθηνάς μπορεί να ικανοποίησε τον αναγνώστη, τον Οδυσσέα, το Νέστορα και άλλους, αλλά ταυτόχρονα προκάλεσε ένα νέο μεγάλο ερωτηματικό στον προσεκτικό μελετητή του έπους.

Τελικά, πότε λέγει την αλήθεια η Αθηνά στο έπος, όταν δηλαδή κατηγορηματικά δηλώνει στον Οδυσσέα πως αν δε τον βοήθησε σε δύσκολες στιγμές είναι γιατί δεν ήθελε να έρθει σε ρήξη με τον αδελφό του πατέρα της, τον Ποσειδώνα, ή όταν, χωρίς να υπολογίσει το θεό της θάλασσας, επενέβη, σταμάτησε την τρικυμία και έσωσε τη ζωή του προστατευομένου της Οδυσσέα στο νησί των Φαιάκων;
Είναι ένα ζήτημα υπό εξέταση.

Η ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ

Στον Φαίδωνα έχουμε την αφήγηση του ομώνυμου μαθητή του Σωκράτη -στον Πυθαγόρειο Εχεκράτη, της τελευταίας ημέρας της ζωής του δάσκαλου του και τις τελευταίες συζητήσεις που ο μεγάλος φιλόσοφος μοιράστηκε με τους μαθητές του που τον πλαισίωσαν ως το τέλος του. Μία αριστουργηματική πραγματεία διαλεκτικής στην απόδειξη της αθανασίας της ψυχής. Η δε περιγραφή του πως ο Σωκράτης αντιμετώπισε τον θάνατο, επιβεβαιώνει την εσωτερική του διάσταση και στάση στην διαδραματιζόμενη συζήτηση: ''Μου έδινε, βλέπεις την εντύπωση ανθρώπου ευτυχισμένου, Εχεκράτη - λέει ο Φαίδων - με τους τρόπους και τα λόγια του, τόσο ατρόμητος και ανώτερος στάθηκε στον θάνατό του, ώστε μου φάνηκε ότι και στον Άδη ακόμα που πάει δεν πηγαίνει χωρίς τη θεϊκή πρόνοια, όμως και εκεί όταν φτάσει θα ευτυχήσει όσο κανένας άλλος..." (§58e).

Κύριοι συνομιλητές του Σωκράτη, ο Κέβης και ο Σιμμίας, που με τις ερωτήσεις και απορίες τους βοηθούν στο ξετύλιγμα μιας μοναδικής ανάπτυξης του θέματος σχετικά με την αθανασία της ψυχής.

H συζήτηση ότι ένας φιλόσοφος δεν αυτοκτονεί αλλά πεθαίνει μόνο όταν στείλει ο Θεός κάποια ανάγκη -όπως αυτή τώρα στον Σωκράτη - γιατί βρίσκεται κάτω από την κηδεμονία και επίβλεψή Του, καταλήγει στο ότι "ελπίζω να φτάσω κοντά σε δεσποτάδες θεούς εξόχως αγαθούς, να το ξέρετε' αν υπάρχει κάτι που θα μπορούσα να υποστηρίξω με πεποίθηση, είναι αυτό. Συνεπώς, γι αυτό δεν αγανακτώ όπως οι άλλοι, αντίθετα ευελπιστώ ότι υπάρχει κάτι για όσους έχουν πια πεθάνει και, όπως λέει και η αρχαία παράδοση, πολύ καλύτερο για τους αγαθούς παρά για τους κακούς." (§63c).

Ο φιλόσοφος που αναζητεί την αληθινή φύση των όντων, στρέφεται και ασχολείται με την ψυχή, και όχι με τις ηδονές του σώματος - έρωτα, καλοφαγία, εκλεκτά φορέματα και υποδήματα και άλλους καλλωπισμούς, ούτε ακόμα και με αυτές τις αισθήσεις που δεν είναι ικανές να μεταφέρουν την πλήρη αλήθεια. Αντιλαμβάνεται ότι είναι αναξιόπιστες και ότι το αμιγές και καθαρό Ον συλλαμβάνεται μόνο με αμιγή και καθαρή σκέψη: "...ότι δηλαδή δεν ακούμε τίποτα με ακρίβεια, ούτε βλέπουμε. Κι όμως αν είναι αναξιόπιστες αυτές οι αισθήσεις του σώματος (δηλ. η όραση και η ακοή), σκέψου οι άλλες. Γιατί όλες είναι κατά κάποιο τρόπο κατώτερες από αυτές...." (§65b).

Όσο η ψυχή υπάρχει μέσα στο σώμα, αυτό θα δημιουργεί χιλιάδες περισπάσεις με τις ανάγκες και επιθυμίες του που θα εμποδίζουν την ψυχή να βρει την φρόνηση που τόσο ποθεί ο αληθινός φιλόσοφος. Έτσι μέλημά του είναι να ζει με σύνεση, "σωφροσύνη", επιδιώκοντας την αποταύτιση από το σώμα και χρησιμοποιώντας το ''αν υπάρχει απόλυτη ανάγκη" μέχρις ότου ο ίδιος ο Θεός τον απελευθερώσει. "Και έτσι αγνοί, απαλλαγμένοι από την αφροσύνη του σώματος θα είμαστε κατά πως φαίνεται, μαζί με τέτοιου είδους ανθρώπους και θα γνωρίζουμε αφ' εαυτού μας ό,τι είναι [αγνό ή] αμιγές." (§67a-b).

Και ο ορισμός της φρόνησης αναφέρεται παρακάτω: "Όταν όμως ερευνά αυτή καθ' αυτή (δηλαδή η ψυχή, χωρίς τις ταυτίσεις του σώματος) προς τα εκεί εφορμά, προς αυτό που είναι καθαρό και υπάρχει πάντοτε, είναι αθάνατο και βρίσκεται πάντα στην ίδια κατάσταση· και επειδή έχει συγγένεια με αυτό, βρίσκεται πάντοτε κοντά του, όταν βέβαια μένει αυτή καθ' αυτή χωρίς εμπόδια, παύει την περιπλάνηση και σχετικά με εκείνα [που είναι παροδικά] διατηρεί πάντοτε την ταυτότητά της...και τούτη η κατάστασή της ονομάζεται φρόνηση." (§79d)

Με άλλα λόγια αυτοί που φιλοσοφούν σωστά, ασκούνται στο να πεθαίνουν -όπως φαίνεται στους υπόλοιπους ανθρώπους που έχουν ταύτιση με τις υλικές απολαύσεις και τις θεωρούν απαραίτητο στοιχείο της ζωής. Οι φιλόσοφοι όμως "πεθαίνουν" με το να αποταυτίζονται από τις εγκόσμιες επιδιώξεις κι έτσι φοβούνται λιγότερο τον θάνατο.

Μήπως όμως η ψυχή διασκορπίζεται μετά τον θάνατο του σώματος και χάνει την υπόστασή της; Το θέμα δεν είναι μόνο αν υπάρχει μετά θάνατον αλλά αν διατηρείται ως ενέργεια και νόηση. Έτσι αναφέρονται τρεις θέσεις. Πρώτα υπάρχει η παλιά παράδοση της επαναγέννησης, ότι δηλαδή οι ψυχές πηγαίνουν στον Άδη και μετά επιστρέφουν και ξαναγεννώνται. Η παλιά πίστη στον κύκλο των διαδοχικών γεννήσεων δίνει τον πρώτο λόγο να πιστέψει κανείς στην αθανασία της ψυχής (§70d).

Ύστερα, σύμφωνα με την αντίληψη ότι ο κόσμος συγκροτείται από τα αντίθετα - αντίληψη ευρέως διαδεδομένη στην αρχαία Ελληνική σκέψη - το είμαι ζωντανός γεννιέται από το είμαι νεκρός, καθώς και το είμαι νεκρός γεννιέται από το είμαι ζωντανός, και αυτά τα δύο διαδέχονται το ένα το άλλο κυκλικά, όπως το είμαι κοιμισμένος έχει σαν προέκταση το είμαι ξύπνιος και το είμαι ξύπνιος το είμαι κοιμισμένος (§70e-72e). Κατ' επέκταση και ένα πράγμα που φέρει μία ιδιότητα που έχει αντίθετό της, παύει να υπάρχει ή εξαφανίζεται όταν προσεγγίζει πράγμα που φέρει την αντίθετη ιδιότητα. Έτσι, το χιόνι έχει την ιδιότητα του ψυχρού και η φωτιά του θερμού, όταν όμως η φωτιά προσεγγίσει το χιόνι, αυτό δεν γίνεται θερμό και η φωτιά δεν γίνεται ψυχρή. Απλά ένα από τα δύο εξαφανίζεται ή παύει να υπάρχει (§102e-103). Ο αριθμός τρία έχει την ιδιότητα του περιττού αριθμού και δεν θα γίνει ποτέ άρτιος. Είναι λοιπόν ανάρτιος αριθμός ( §104-105c). Έτσι αυτό που κάνει ζωντανό ένα σώμα είναι η ψυχή και του φέρνει ζωή. Αυτή είναι η ιδιότητα της ψυχής. Αντίθετο στη ζωή είναι ο θάνατος. Όμως η ψυχή δεν μπορεί να δεχτεί την αντίθετη ιδιότητα, τον θάνατο - συνεπάγεται λοιπόν ότι είναι αθάνατη. Αθάνατη και ανώλεθρη εφόσον και ο θεός είναι αθάνατος και δεν έχει φθορά (§105d-106). Έτσι αποκλείεται και η πιθανότητα η ψυχή αφού διατελέσει σε αριθμό σωμάτων να φθαρεί κάποτε και να εξανεμιστεί, να υποστεί δηλαδή όλεθρο.

Η θέση ότι η μάθηση είναι ανάμνηση, έρχεται να ενισχύσει την άποψη ότι η ψυχή γνωρίζει πριν γεννηθεί, άρα υπάρχει και έχει νόηση πριν "ενσαρκωθεί". H έννοια του ίσου για παράδειγμα υπάρχει ως γνώση, και καθώς κανείς εξετάζει το μήκος δύο ξύλων μπορεί να κρίνει κατά πόσο αυτά είναι ίσα ή όχι αλλά η διάκριση, η γνώση της έννοιας υπάρχει από πριν έτσι ώστε να έρχεται ως ανάμνηση συνειρμικά. Γιατί βέβαια η γνώση της έννοιας "ίσο" είναι ανώτερη από την ισότητα των συγκρινόμενων ξύλων. Με τον ίδιο τρόπο γνωρίζει η ψυχή και έννοιες όπως ωραίο, καλό, δίκαιο, όσιο κλπ. πριν ακόμη έρθει στον υλικό κόσμο (§73-77a).

''Αν υπάρχουν αυτά που συνεχώς επαναλαμβάνουμε, δηλαδή κάποιο ωραίο και καλό και κάθε ανάλογη ουσία, και σε αυτήν ανάγουμε ό,τι προέρχεται από τις αισθήσεις, βρίσκοντάς την να προϋπάρχει και να μας ανήκει, και παραβάλλουμε αυτά με εκείνη, είναι αναγκαίο, όπως και αυτά (οι ουσίες) υπάρχουν, κατά τον ίδιο τρόπο να υπάρχει και η ψυχή μας πριν εμείς γεννηθούμε", και "...αν δεν υπάρχουν αυτά [τότε δεν υπάρχουν] ούτε και οι ψυχές" (§76e). Και παρακάτω: "...αν μεν υπάρχει η ψυχή προηγουμένως και αν, από την άλλη, είναι ανάγκη γι' αυτήν να έρθει στη ζωή και να γεννάται όχι από κάποια άλλη αρχή αλλά από τον θάνατο και από την κατάσταση του θανάτου, δεν θα ήταν αναγκαίο να υπάρχει και όταν πεθάνει κάποιος, αφού πρέπει να γεννηθεί;" (§77d).

Η θέση της ανάμνησης εξετάζεται διεξοδικά στο έργο του Πλάτωνα «Μένων» όπου θα αναφερθούμε παρακάτω.

Και τέλος εφ' όσον το σώμα είναι ορατό και μέρος του μεταβλητού υλικού κόσμου μετά τον θάνατο ως σύνθετο, θα αποσυντεθεί ενώ η ψυχή, αόρατη και αμετάβλητη προσομοιάζοντας το θείο, θα παραμείνει αμετάβλητη.

Έτσι αρχίζει η μελλοντική πορεία της ψυχής μετά τον θάνατο του σώματος, ανάλογα με την ταύτιση που είχε στον ενσαρκωμένο βίο της με το σώμα και τις απολαύσεις του. Όσο πιο αταύτιστη η γήινη θητεία της, τόσο πιο καθαρή και ελεύθερη η κατάστασή της μετά καθώς και οι πιθανότητες να φτάσει το γένος των θεών και να συνυπάρξει μαζί τους. Υπάρχει όμως και η αντίθετη κατάσταση: ''Η κάθε ηδονή και θλίψη, σαν να κρατάει ένα καρφί, καρφώνει την ψυχή στο σώμα, την στερεώνει, την κάνει σωματική και την κάνει να θεωρεί ότι αληθινά είναι όσα και το σώμα λέει ότι είναι. ...(έτσι) δεν θα φτάσει ποτέ στον Ήδη αγνή, αλλά πάντα βγαίνει μολυσμένη από το σώμα, έτσι που γρήγορα ξαναπέφτει σε άλλο σώμα και, σαν να την έσπειραν, ριζώνει σε αυτό και εξ' αιτίας αυτών δεν έχει μερίδιο στη συναναστροφή με το θείο, το καθαρό και αυτό που έχει μία μορφή." (§83d). Όσο πιο ταυτισμένη ήταν, τόσο βαραίνει πάλι προς τον υλικό κόσμο "...μέχρις ότου η επιθυμία αυτού που τις ακολουθεί κατά πόδας, δηλαδή του σωματικού, τις κάνει να δεθούν πάλι με το σώμα' και όπως είναι φυσικό δένονται με ήθη σαν αυτά στα οποία έτυχε να εντρυφήσουν κατά την διάρκεια του βίου.'' (§81e). Με άλλα λόγια, η ψυχή ξανασαρκώνεται ανάλογα με την προηγούμενη γνώση και δράση της.

Και παρακάτω αφού η συζήτηση κατέληξε στο ότι η ψυχή είναι αθάνατη και ανώλεθρη ο Σωκράτης λέει: "Αν βέβαια είναι αθάνατη η ψυχή, χρειάζεται τη φροντίδα μας όχι μόνο για τον χρόνο που διαρκεί ό, τι αποκαλούμε «ζω», αλλά για το σύνολο του χρόνου, γιατί από δω και πέρα ο κίνδυνος θα ήταν φοβερός να αμελήσει κάποιος την ψυχή. Αν βέβαια ο θάνατος ήταν απαλλαγή από τα πάντα, θα αποτελούσε ανέλπιστο δώρο για τους κακούς που, πεθαίνοντας, ταυτόχρονα με το σώμα απαλλάσσονται κι από την κακία τους μαζί με την ψυχή. Στην πραγματικότητα όμως, από την στιγμή που η ψυχή φαίνεται αθάνατη, δεν υπάρχει γι' αυτήν καμιά άλλη δυνατότητα να ξεφύγει από τα κακά και να σωθεί από το να γίνεται όσο το δυνατόν καλύτερη και φρονιμότερη. Η ψυχή, βλέπετε, έρχεται στον Ήδη χωρίς να έχει μαζί της τίποτε άλλο πέρα από την παιδεία και την ανατροφή της, αυτά δηλαδή που τα μέγιστα, όπως λέγεται, ωφελούν ή βλάπτουν αυτόν που τελεύτησε ήδη από το ξεκίνημα της πορείας του προς τα εκεί. Και καταπώς λέγεται, μόλις πεθάνει κάθε άνθρωπος, ο δαίμων του καθενός, αυτό ακριβώς που του είχε λάχει όσο ζούσε, αναλαμβάνει να τον μεταφέρει σε έναν τόπο, όπου πρέπει να συγκεντρωθούν όλοι για να περάσουν από δίκη κι έπειτα να πορευτούν προς τον Ηδη με οδηγό εκείνον που έχει ταχθεί να τους περάσει από δω προς τα εκεί. Αφού λοιπόν τους δοθεί η τύχη που τους πρέπει και παραμείνουν όσο χρόνο χρειάζεται, ένας άλλος πάλι οδηγός τους φέρνει προς τα εδώ, μετά από πολλές και μακρές περιόδους χρόνου." (§107c-107e).

Στην ερώτηση των μαθητών για τυχόν παραγγελίες του που θα μπορούσαν να κάνουν για να τον ευχαριστήσουν, απαντά "Να φροντίζετε και να εργάζεστε στον Εαυτό σας''. Αν αντίθετα αμελήσουν τους εαυτούς τους και δεν θελήσουν να ζήσουν στα αχνάρια όσων ειπώθηκαν και αναλάβουν σοβαρές και πολλές δεσμεύσεις, δεν θα προχωρήσουν ούτε βήμα (§115b-c).

Στην ερώτηση δε του Κρίτωνα για το πώς πρέπει να τον θάψουν, έρχεται το παρακάτω απόσπασμα: "Όπως σας αρέσει, αρκεί να με πιάσετε και να μη σας ξεφύγω. Και γελώντας γλυκά, έστρεψε το βλέμμα σε μας και είπε: Δεν μπορώ φίλοι μου να πείσω τον Κρίτωνα ότι εγώ εδώ είμαι ο Σωκράτης, αυτός που συζητά αυτή τη στιγμή και βάζει σε τάξη τα λόγια του. Αντίθετα φαντάζεται ότι είμαι εκείνος που θα αντικρίσει λίγο αργότερα νεκρό και ρωτά πως θα με θάψει. Ό,τι εγώ επαναλάμβανα συνέχεια εδώ και ώρα, ότι δηλαδή, αφού πιω το δηλητήριο, δεν θα μείνω πια κοντά σας, αλλά θα φύγω για την ευδαιμονία που ζουν, φαντάζομαι, οι μακάριοι, είναι γι' αυτόν, θαρρώ, κούφια λόγια, παρηγοριές για σας και συνάμα για τον εαυτό μου. Εγγυηθείτε λοιπόν για μένα στον Κρίτωνα, είπε, το αντίθετο από αυτό που ο ίδιος εγγυήθηκε στους δικαστές - γιατί αυτός εγγυήθηκε ότι σίγουρα θα παραμείνω. Εσείς ωστόσο εγγυηθείτε του ότι σίγουρα δεν θα παραμείνω όταν πεθάνω, αλλά θα φύγω μακριά, ώστε να το αντέξει ευκολότερα και, αντικρίζοντας το σώμα μου να καίγεται ή να παραχώνεται στον τάφο, να μην θλίβεται για μένα με τα δεινά, τάχα, που τραβάω, και να μη λέει στην ταφή ότι εκθέτει τον Σωκράτη ή κάνει την εκφορά του Σωκράτη ή τον θάβει. Γιατί να ξέρεις, καλέ μου Κρίτωνα, το να μην μιλάει κάποιος σωστά δεν είναι απλώς σφάλμα απέναντι στη γλώσσα, αλλά κάνει κακό και στις ψυχές. Πρέπει λοιπόν να μην λιποψυχείς, να λες ότι θάβεις το σώμα μου και να το θάβεις όπως σου αρέσει κι όπως σου φαίνεται σύμφωνο με την παράδοση." (§115d-e).

Ακούμε λόγια μεγάλης αποταύτισης από έναν ετοιμοθάνατο...

Στο έργο "Μένων" ο Σωκράτης αναφέρεται εκτεταμένα στην ανάμνηση, εξετάζοντας με τον Μένωνα τον συνομιλητή του - ένας πλούσιος και ωραίος νέος από την Θεσσαλία που βρίσκεται στην Αθήνα - αν η αρετή μπορεί να διδαχθεί η όχι. Λέει: "Επειδή λοιπόν η ψυχή είναι αθάνατη κι έχει γεννηθεί πολλές φορές, έχει δει τα πάντα, κι εδώ και στον Άδη, και δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχει γνωρίσει. Επομένως δεν είναι καθόλου περίεργο να μπορεί τούτη να θυμάται και για την αρετή και γι άλλα πράγματα τα οποία γνώριζε από πριν. Επειδή λοιπόν η φύση όλων των πραγμάτων συγγενεύει, και η ψυχή έχει γνωρίσει τα πάντα, τίποτα δεν την εμποδίζει από τη στιγμή που θα θυμηθεί μόνο ένα - γεγονός που οι άνθρωποι ονομάζουν μάθηση - ν' ανακαλύψει όλα τα υπόλοιπα κατά τον ίδιο τρόπο, εάν βέβαια είναι γενναία και δεν κουράζεται με την αναζήτηση' γιατί η αναζήτηση και η μάθηση είναι γενικά ανάμνηση." (§81d)

Στο ίδιο έργο ο Σωκράτης αποδεικνύει με έντεχνο τρόπο πως είναι δυνατόν να βγει στην επιφάνεια αυτή η γνώση κάνοντας απλές και ορθές ερωτήσεις σε έναν δούλο του Μένωνα. Ο δούλος, εντελώς ανεκπαίδευτος στην γεωμετρία, με την καθοδήγηση του Σωκράτη, καταλήγει ότι το διπλάσιο εμβαδόν ενός συγκεκριμένου τετραγώνου μπορεί να βγει έχοντας ως πλευρά την διαγώνιο του τετραγώνου αυτού ή την υποτείνουσα του τριγώνου που σχηματίζεται. Είναι το γνωστό μας Πυθαγόρειο θεώρημα. Αφού λοιπόν ο δούλος δεν απέκτησε τις γνώσεις του στην παρούσα του ζωή, είναι φανερό ότι τις απέκτησε πριν γεννηθεί.

Λέει λοιπόν: ''Αν λοιπόν σε οποιαδήποτε χρονική περίοδο, ακόμα και όταν δεν ήταν άνθρωπος, υπάρχουν σε αυτόν αληθείς αντιλήψεις, οι οποίες γίνονται γνώση, αφού ξυπνήσουν με τις ερωτήσεις, δεν θα λέγαμε πως η ψυχή του ανθρώπου γνώριζε πάντοτε; Γιατί είναι φανερό πως στην αιωνιότητα ο άνθρωπος είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει. Αν λοιπόν ανέκαθεν η αλήθεια των όντων υπάρχει μέσα στην ψυχή μας, η ψυχή πρέπει να είναι αθάνατη." (§86a-b).

Μετά από μία εκτεταμένη ανάλυση, ο Μένων με τον Σωκράτη καταλήγουν ότι η αρετή δεν μπορεί να διδαχθεί εφόσον δεν υπάρχουν δάσκαλοί της επί πληρωμή όπως σε όλα όσα διδάσκονται. Κι εφ' όσον δεν μπορεί να διδαχθεί δεν μπορεί να θεωρηθεί γνώση.

Όσον αφορά την γνώση, υπάρχει η βέβαια γνώση - όταν κάποιος γνωρίζει με σιγουριά - και υπάρχει η σωστή γνώμη. Ο Σωκράτης τονίζει ότι και τα δύο είναι εξίσου αποτελεσματικά, διαφέρουν ως προς το εξής: "Γιατί και οι σωστές γνώμες, όσο διάστημα παραμένουν στον άνθρωπο, είναι ωραίο πράγμα και του αποφέρουν ωφέλεια' δεν συνηθίζουν όμως να παραμένουν για πολύ, αλλά φεύγουν μακριά από την ψυχή του ανθρώπου, ώστε δεν αξίζουν πολύ, ωσότου κάποιος τις δέσει με τον υπολογισμό του αιτίου τους. Αυτό είναι, φίλε μου Μένων η ανάμνηση, όπως συμφωνήσαμε μεταξύ μας προηγουμένως. Όταν δεθούν, πρώτα γίνονται γνώσεις κι ύστερα μονιμοποιούνται για τον λόγο τούτο είναι πολυτιμότερη η βέβαιη γνώση από τη σωστή γνώμη και διαφέρει από αυτή ως προς το ότι είναι δεμένη." (§98a). Και συνεχίζει "...αν αυτή που καθοδηγεί κάθε πράξη είναι η σωστή γνώμη, τα καταφέρνει το ίδιο καλά όσο και η γνώση" και ότι ''..η σωστή γνώμη δεν είναι καθόλου χειρότερη ή λιγότερο ωφέλιμη για τις πράξεις από τη βέβαιη γνώση, ούτε ο άνθρωπος που έχει σωστή γνώμη, από αυτόν που έχει βέβαιη γνώση." (§98b-c).

Άρα εφόσον η αρετή είναι αγαθό ωφέλιμο που καθοδηγεί τον άνθρωπο σωστά και δύο πράγματα καθοδηγούν σωστά, η σωστή γνώμη και η γνώση, η αρετή δεν απομένει παρά να είναι σωστή γνώμη, και οι άνθρωποι που την χρησιμοποιούν είτε είναι πολιτικοί ή χρησμωδοί ή μάντεις ή ποιητές, αξίζει να ονομάζονται θεϊκοί, οι οποίοι χωρίς σκέψη, κατορθώνουν πολλά και μεγάλα πράγματα με όσα κάνουν και λένε. Έχουν θεία έμπνευση, αφού εμπνέονται ή κατέχονται από κάποιον θεό, όταν κατορθώνουν με τα λόγια τους πολλά και μεγάλα πράγματα, χωρίς να γνωρίζουν τίποτε απ' όσα λένε. Η αρετή έρχεται σε όσους έρχεται ως θείο δώρο, χωρίς σκέψη (§99-100).

''Αν λοιπόν σε οποιαδήποτε χρονική περίοδο, ακόμα και όταν δεν ήταν άνθρωπος, υπάρχουν σε αυτόν αληθείς αντιλήψεις, οι οποίες γίνονται γνώση, αφού ξυπνήσουν με τις ερωτήσεις, δεν θα λέγαμε πως η ψυχή του ανθρώπου γνώριζε πάντοτε; Γιατί είναι φανερό πως στην αιωνιότητα ο άνθρωπος είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει. Αν λοιπόν ανέκαθεν η αλήθεια των όντων υπάρχει μέσα στην ψυχή μας, η ψυχή πρέπει να είναι αθάνατη.''

Πολλές από τις της ιδέες για αθανασίας της ψυχής του Πλάτωνα έκλεψε ο χριστιανισμός!