Τρίτη 10 Μαΐου 2016

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ, ΛΑΪΚΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ, ΑΝΩΝΥΜΟΣ - Βίος Αἰσώπου § 68-73 (παραλλαγή G)

(παραλλαγή G)

Το αρχικό κείμενο του Βίου του Αισώπου πρέπει να γράφτηκε στην Αίγυπτο τον 1ο αι. μ.Χ., στη μορφή ωστόσο στην οποία σώζεται σήμερα φέρει ίχνη μεταγενεστέρων επεξεργασιών. Σε προφορική μορφή ίσως κυκλοφορούσε ήδη τον 6ο αιώνα π.Χ., την εποχή δηλ. που σύμφωνα με τις υπάρχουσες μαρτυρίες έδρασε και έγινε διάσημος ως αφηγητής πλαστών ιστοριών με πρωταγωνιστές ζώα ο ιστορικός Αίσωπος. Το έργο ειδολογικά δεν μπορεί να ενταχθεί ούτε στην βιογραφία ούτε στο μυθιστόρημα, παρά τις ομοιότητες που έχει και με τα δύο αυτά δημοφιλή είδη. Από τη βιογραφία διαφοροποιείται, αφού ο ήρωας εμφανίζεται ως μορφή μυθοποιημένη που ελάχιστη σχέση διατηρεί με τον ιστορικό Αίσωπο. Από το μυθιστόρημα αποκλίνει επίσης στο βαθμό που η διήγηση αρθρώνεται σε σειρά επεισοδίων με χαλαρή παρατακτική σύνδεση χωρίς σαφή χρονολογική και αιτιακή αλληλουχία. Στην πραγματικότητα η μορφή του δύσμορφου αλλά σοφού δούλου, που βρίσκεται στους αντίποδες του ιδεώδους του καλοῦ κἀγαθοῦ ήρωα, η γλώσσα του κειμένου -μία εύχυμη δημώδης Κοινή- και το κωμικό στοιχείο μας οδηγούν σ᾽ ένα είδος λαϊκότροπης μυθιστορίας που πλησιάζει τη μυθιστορία του Αλεξάνδρου. Όσον αφορά στο περιεχόμενο, τρία χαρακτηριστικά του Αισώπου έχουν ιδιαίτερη σημασία: η κοινωνική του θέση (ο ήρωας είναι δούλος), η τερατώδης ασχήμια του και, προπάντων, η ιδιαίτερη ευφυΐα του που παραπέμπει στη σοφία του λαού. Χάρις σ᾽ αυτή κατορθώνει και επικρατεί αντιπαρατιθέμενος με ανθρώπους που ανήκουν στις ανώτερες κοινωνικές ομάδες: με τον φιλόσοφο Ξάνθο, ο οποίος εκπροσωπεί τη "λόγια", σχολαστική σοφία, αλλά και με τους βασιλιάδες του δεύτερου μέρους της μυθιστορίας. Στο έργο διακρίνονται τρεις αφηγηματικές ενότητες: Στην πρώτη κυριαρχούν τα επεισόδια από τη ζωή τον Αισώπου ως δούλου του Ξάνθου και η αναμέτρησή του με τους φιλοσόφους. Η ενότητα τελειώνει με την απελευθέρωση του Αισώπου και τη μετάβασή του στην αυλή τον Κροίσου. Στη δεύτερη ενότητα, που περιλαμβάνει την επίσκεψη του Αισώπου στον βασιλιά Νεκταναβώ, η αφήγηση ακολουθεί πιστά ένα άλλο έργο, την ιστορία του σοφού Αχικάρ (ανατολική διήγηση γνωστή από πολλές διασκευές παλαιότερη των οποίων είναι η αραμαϊκή, που βρέθηκε σε παπυρικά αποσπάσματα και χρονολογείται βάσει της γραφής γύρω στο 425 π.Χ.). Στο τρίτο μέρος, που διαδραματίζεται στους Δελφούς και θυμίζει τα Πάθη του Χριστού, ο Αίσωπος κατηγορεί τους κατοίκους των Δελφών για φιλαργυρία, ενώ αυτοί, βοηθούμενοι από τον Απόλλωνα, τον κατηγορούν για ιεροσυλία και τον θανατώνουν.

Στο απόσπασμα που παρατίθεται ο Ξάνθος ευρισκόμενος σε συμπόσιο και ενώ έχει μεθύσει καυχιέται ότι μπορεί να πιει τη θάλασσα· σε αντίθετη περίπτωση συμφωνεί να εκχωρήσει την περιουσία του στον σχολαστικό που τον προκάλεσε. Την επόμενη μέρα, όταν αντιλαμβάνεται τι έχει πράξει, προσφεύγει στον Αίσωπο. Τη λύση θα την δώσει ο σοφός δούλος με ένα τέχνασμα που θυμίζει τον Καραγκιόζη.

Βίος Αἰσώπου  § 68-73 (παραλλαγή G)

[68] εἰσβαλὼν δὲ πάλιν ὁ Ξάνθος ἀνέπεσεν. τοῦ δὲ πότου διιππεύοντος καὶ ἤδη τοῦ Ξάνθου παρεμβρόχου γεναμένου, ὡς ἐν ἀνδράσι φιλοσόφοις ἐτίθεντο προβλήματα καὶ ζητήματα. γενομένης δὲ μάχης ἀπὸ τῆς τῶν προβλημάτων προθέσεως ἤρξατο ὁ Ξάνθος συζητεῖν, καὶ οὐχ ὡς ἐν πότῳ ἀλλ᾽ ὡς ἐν ἀκροατηρίῳ διεγένετο. ὁ δὲ Αἴσωπος ἐπιγνοὺς ὅτι μέλλει μάχην ποιεῖν λέγει «ὁ Διόνυσος εὑρὼν τὸν οἶνον, τρεῖς σκύφους κεράσας, τοῖς ἀνθρώποις ὑπέδειξεν πῶς δεῖ τῷ πότῳ χρᾶσθαι· τὸν μὲν πρῶτον εἶναι τῆς ἡδονῆς, τὸν δὲ δεύτερον τῆς εὐφροσύνης, τὸν δὲ τρίτον τῆς ἀκηδίας. {δι᾽ ὅ, δέσποτα, πινόμενον καταρχάς, τὸ διδόμενον πόμα τῆς ἡδονῆς· ὅταν ἀπὸ ἐκλύσεως, ἐλθὼν ἐκ βαλανείου ἢ ἀπό τινος πόμα· τὸν δὲ τῆς εὐφροσύνης σκύφον, ἀπληστευόμενος δέ, τῆς ἀκηδίας.} δι᾽ ὅ, δέσποτα, πίνων τὸν τῆς ἡδονῆς καὶ τῆς εὐφροσύνης σκύφον, παραχώρει τὸν τῆς ἀκηδίας τοῖς νέοις, ἔχεις γὰρ ἀκροατήρια ἐν οἷς ἔδωκας ἀπόδειξιν.» ὁ δὲ Ξάνθος ἤδη μεθύων φησίν «οὐ σιωπᾷς, μάνδραξ; σύμβουλος εἶ Ἅιδου.» Αἴσωπος· «ἐκδέχου, καὶ εἰς Ἅιδου ἀπελεύσῃ.» [69] καὶ εἷς τῶν σχολαστικῶν, ἰδὼν τὸν Ξάνθον ἐπιφερόμενον, λέγει «καθηγητά, πάντα ἀνθρώπῳ δυνατά;» ὁ Ξάνθος· «τίς ἤρξατο τὸν ὑπὲρ ἀνθρώπου ποιεῖσθαι λόγον; ὡς πανοῦργον καὶ δυνατὸν ἐν πᾶσιν.» ὁ δὲ σχολαστικὸς δραμὼν εἰς τὰ ἀπόρρητα λέγει «εἰ δύναταί τις τῶν ἀνθρώπων τὴν θάλασσαν ἐκπιεῖν;» ὁ Ξάνθος λέγει «τοῦτο εὔκολον· ἐγὼ αὐτὴν ἐκπίομαι.» ὁ σχολαστικὸς εἶπεν «ἐὰν οὖν μὴ ἐκπίῃς, τί ἐστιν;» ὁ Ξάνθος προνενικημένος ὑπὸ τοῦ πολλοῦ ἀκράτου φησίν «τίθημι περὶ τοῦ βίου μου τὰς συνθήκας· ἐὰν μὴ ἐκπίωμαι αὐτὴν ἔσομαι ἄβιος.» προβαλόντες δὲ τοὺς δακτυλίους ἐκύρωσαν τὰς συνθήκας. Αἴσωπος παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ξάνθου ἑστηκὼς κόνδυλον αὐτῷ ἔδωκεν εἰς τὸν στράγαλον καί φησι «τί ποιεῖς, δέσποτα; οὐ φρονεῖς; πῶς δύνασαι τὴν θάλασσαν ἐκπιεῖν;» ὁ Ξάνθος εἶπεν «σιώπησον σύ, κάθαρμα,» οὐκ εἰδὼς ποταπὴν ἔθηκεν τὴν συνθήκην.
[70] πρωίας δὲ ἀναστὰς ὁ Ξάνθος καὶ θέλων ἀπονίψασθαι τὴν ὄψιν φησίν «Αἴσωπε.» ὁ δέ· «τί ἐστιν, δέσποτα;» ὁ Ξάνθος· «κατὰ χειρῶν ὕδωρ ἐπίδος.» Αἴσωπος λαβὼν τὸν ξέστην ἐπέχεεν. ὁ δὲ τὴν ὄψιν ἀπονιψάμενος, τὸ δακτύλιον οὐκ ἰδών φησιν «Αἴσωπε, τί μου γέγονεν ὁ δακτύλιος;» Αἴσωπος· «οὐκ οἶδα.» Ξάνθος· «οὐᾶ.» Αἴσωπος· «τοιγαροῦν ὅσα δύνασαι τοῦ βίου σου λαθὼν αἶρε καὶ ἀπόθου εἰς δευτέρας τύχας· οὐκέτι γὰρ ὁ βίος σός ἐστιν.» ὁ δὲ Ξάνθος· «τί λέγεις;» Αἴσωπος· «παρὰ τὸν χθὲς πότον συνθήκας τέθεικας τὴν θάλασσαν ἐκπιεῖν, ὑπὲρ τοῦ βίου σου τὸν δακτυλίσιον προβαλών.» ὁ Ξάνθος· «καὶ πῶς δυνήσομαι ἐγὼ τὴν θάλασσαν ἐκπιεῖν;» Αἴσωπος εἶπεν «ἐγὼ ἑστώς σου πρὸς τοὺς πόδας ἔλεγον “παῦσαι, δέσποτα. τί ποιεῖς; ἀδύνατόν ἐστι.” καὶ οὐκ ἐπίστευσάς μοι.» Ξάνθος πεσὼν πρὸς τοὺς πόδας τοῦ Αἰσώπου φησίν «δέομαί σου, Αἴσωπε, εἰ δυνατόν σοι ‹διὰ› τῆς σεαυτοῦ ἀγχινοίας, εὑρεῖν τινα πρόφασιν, δι᾽ ἧς νικήσω ἢ τὰς συνθήκας διαλύσομαι.» Αἴσωπος· «νικῆσαι μὲν οὐ δύναμαι, λυθῆναι δὲ ‹τὸ› ἐρωτώμενον ἐγὼ ποιήσω.» Ξάνθος· «τίνα τρόπον; δὸς γνώμην.» [71] Αἴσωπος· «ὅταν ἔλθῃ ὁ συνθηκοφύλαξ σὺν τῷ ἀντιδίκῳ λέγων σοι τὴν θάλασσαν ἐκπιεῖν, μηδὲν ἀπαρνοῦ, ἀλλ᾽ ἅπερ παροινῶν ἔθου ‹ταῦτα καὶ νήφων λέγε›. ἇρον τράπεζαν, κέλευσον παρατεθῆναι καὶ παιδία παριστάναι. τοῦτο ποιήσει τινὰ φαντασίαν· συνδραμεῖται γὰρ πᾶς ὁ ὄχλος ἐπὶ τὴν θέαν, ὡς μέλλοντός σου τὴν θάλασσαν ἐκπίνειν. ὅταν δὲ ἴδῃς ὅτι πάντα πεπλήρωνται {τοῦ ὄχλου ‹ἐπὶ τὴν θέαν συνδραμόντος›}, πλήσας σκύφον ἐκ τῆς θαλάσσης καὶ προσκαλεσάμενος τὸν συνθηκοφύλακα λέγε “πῶς ἔθηκα τὴν συνθήκην;” καὶ ἐρεῖ σοι “ἵνα τὴν θάλασσαν ἐκπίῃς.” σὺ δὲ εἰπέ “μή τι ἕτερον;” καὶ ἐρεῖ σοι “οὔ.” σὺ δὲ τοῦτο μαρτυρούμενος λέγε “ἄνδρες πολῖται, πολλοί εἰσιν ποταμοὶ χείμαρροί τε ἀένναοι, οἵτινες εἰς τὴν θάλασσαν ἀπορρέονται {τὸ πολὺν τοῦ ῥεύματος}. τέθεικα δὲ συνθήκην μόνην τὴν θάλασσαν ἐκπιεῖν, οὐχὶ δὲ καὶ πρὸς τοὺς ἐπιρρέοντας ποταμούς· κλεισάτω οὖν ὁ ἀντίδικος τὰ στόματα τῶν ποταμῶν, ἵνα τὴν θάλασσαν μόνην ἐκπίω. ἀδύνατον δέ ἐστιν τῶν καθόλου ὄντων εἰς τὸν κόσμον ποταμῶν τὰ στόματα κλεῖσαι· ἀδύνατον δέ ἐστιν καὶ ἐμὲ τὴν θάλασσαν ἐκπιεῖν.” οὕτως τὸ ἀδύνατον τῷ ἀδυνάτῳ συμβληθὲν διάλυσιν τῶν συνθηκῶν ποιήσει.» [72] Ξάνθος ἐκπλαγεὶς αὐτοῦ τὸ{ν νοῦν ἔσχεν} εὐεπινόητον καὶ περιχαρὴς γενάμενος περιέμενεν. ὁ δὲ τὴν συνθήκην θεὶς παρεγένετο μετὰ τῶν τῆς πόλεως πρωτευόντων πρὸ τοῦ πυλῶνος καὶ καλέσας τὸν Ξάνθον ἔφη «τὴν συνθήκην ἐκβίβασον ἢ τὸν βίον σου παράδος.» Αἴσωπος εἶπεν «σὺ τοῦ σοῦ βίου εἰσδίδου λόγους· ἤδη γὰρ ἡμῖν ἡμίκενός ἐστιν ἡ θάλασσα.» ὁ σχολαστικὸς εἶπεν «Αἴσωπε, ἐμὸς ἔσῃ δοῦλος. οὐκέτι Ξάνθου.» Αἴσωπος· «παράδος μᾶλλον τὸν βίον σου τῷ δεσπότῃ μου, καὶ μὴ φλυάρει.» καὶ ταῦτα εἰπὼν ἐκέλευσεν προσφέρεσθαι κλίνην καὶ παρὰ τὸν αἰγιαλὸν στρωννύεσθαι, καὶ παρέθηκε τράπεζαν καὶ ἐκπόματά τινα. συνέδραμέν τε τὸ πλῆθος ἅπαν καὶ κατῆλθεν ὁ Ξάνθος καὶ ἀνέπεσεν. καὶ ὁ Αἴσωπος παρειστήκει αὐτῷ καὶ τῶν σκύφων πληρώσας ἐκ τῆς θαλάσσης ἐπέδωκε τῷ δεσπότῃ. ὁ σχολαστικός· «πολλά μοι κακά, ἀληθῶς ἐκπίνει τὴν θάλασσαν;» {ἄλλος προσομόλογον}. [73] μέλλων δὲ προστιθέναι ὁ Ξάνθος τὸ πόμα πρὸς τὸ στόμα λέγει «ὁ συνθηκοφύλαξ ἐλθέ.» ἥοκεν. καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ξάνθος «πῶς ἔθηκα τὴν συνθήκην;» ὁ σχολαστικός· «τὴν θάλασσαν ἐκπιεῖν σε.» ὁ Ξάνθος· «μή τι ἕτερον;» ὁ συνθηκοφύλαξ· «οὔ.» Ξάνθος τῷ δήμῳ λέγει «ἄνδρες πολῖται, οἴδατε ὅτι πολλοί εἰσιν ποταμοὶ χείμαρροί τε ‹καὶ› ἀένναοι {καὶ ἄλλοι}, οἵτινες εἰς τὴν θάλασσαν ἀπορρέονται. ἐγὼ δὲ μόνον τὴν θάλασσαν ἐκπιεῖν ἔθηκα τὴν συνθήκην, οὐχὶ δὲ καὶ τοὺς ποταμούς· κλεισάτω οὖν ὁ ἀντίδικός μου τὰ στόματα τῶν ποταμῶν, ἵνα μὴ σὺν τῇ θαλάσσῃ καὶ τοὺς ποταμοὺς ἐκπίω.» καὶ νενίκηκεν ὁ φιλόσοφος. ἐγένετο δὲ κραυγὴ τῶν ὄχλων τιμώντων τὸν Ξάνθον ὁ δὲ σχολαστικὸς πεσὼν εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ξάνθου λέγει «καθηγητά, μέγας εἶ, νενίκηκας, ὁμολογῶ. παρακαλῶ δὲ συλλυθῆναι τὰς συνθήκας.» καὶ διέλυσαν τὰς συνθήκας.

***
[68] Ο Ξάνθος μπήκε πάλι μέσα κι έγειρε· και καθώς το πιοτό προχωρούσε καλπάζοντας και ο Ξάνθος είχε πλέον μεθύσει αρκετά, άρχισαν να βάζουν προβλήματα κι αινίγματα, όπως συνηθίζεται στις συντροφιές των διανοουμένων. Κι όταν απ᾽ τα προβλήματα που έβαζαν άναψε η μάχη, ο Ξάνθος άρχισε να συζητά και να φέρεται λες και δε βρισκόταν σε συμπόσιο, αλλά σε αίθουσα με ακροατές. Ο Αίσωπος κατάλαβε ότι έμελλε να κάνει καυγά και λέει: «Όταν ο Διόνυσος εφεύρε το κρασί, ετοίμασε τρία ποτήρια κι έδειξε στους ανθρώπους πώς πρέπει να το πίνουν· το πρώτο ποτήρι είναι για τέρψη, το δεύτερο για ευθυμία και το τρίτο γι᾽ απερισκεψίες.1 Γι᾽ αυτό, κύριε, πίνε το ποτήρι της τέρψης και της ευθυμίας, κι άφησε το ποτήρι της απερισκεψίας για τους νέους. Έχεις αίθουσες με ακροατές, όπου έδωσες απόδειξη των ικανοτήτων σου.» Ο Ξάνθος, ήδη μεθυσμένος, λέει: «Δε σωπαίνεις, κάθαρμα; Εσύ είσαι του Άδη σύμβουλος.» Ο Αίσωπος: «Περίμενε, και στον Άδη θα καταλήξεις.» [69] Κι ένας μαθητής βλέποντας τον Ξάνθο να παραπαίει, λέει: «Δάσκαλε, είναι για τον άνθρωπο όλα δυνατά;» Ο Ξάνθος: «Ποιος ξεκίνησε την κουβέντα για τον άνθρωπο; Είναι ο πλέον επιτήδειος και ικανός για όλα.» Ο μαθητής τότε έφερε τη συζήτηση στα αδύνατα2 και λέει: «Μπορεί ένας άνθρωπος να πιει τη θάλασσα ώς τον πάτο;» Ο Ξάνθος λέει: «Αυτό είναι εύκολο· εγώ θα την πιω ώς τον πάτο.» Ο μαθητής είπε: «Κι αν δεν την πιεις ώς τον πάτο, τότε τι χάνεις;» Ο Ξάνθος νικημένος ήδη απ᾽ το πολύ κρασί λέει: «Βάζω στοίχημα το βιος μου. Αν δεν την πιω ώς τον πάτο, χάνω όλο μου το βιος.» Έδωσαν για εχέγγυα τα δαχτυλίδια κι επικύρωσαν τη συμφωνία. Ο Αίσωπος που καθόταν στα πόδια του Ξάνθου, του δίνει μια γροθιά στον αστράγαλο και λέει: «Κύριε, τι κάνεις; Είσαι στα καλά σου; Πώς μπορείς να πιεις ώς τον πάτο τη θάλασσα;» Ο Ξάνθος είπε «σιωπή εσύ, άχρηστε» χωρίς να αντιλαμβάνεται τι συμφωνία έκαμε. [70] Το πρωί σηκώθηκε ο Ξάνθος, θέλησε να νίψει το πρόσωπό του και λέει: «Αίσωπε.» Κι ο Αίσωπος: «Τι είναι κύριε;» Ο Ξάνθος: «Ρίξε μου νερό στα χέρια.» Ο Αίσωπος πήρε τη στάμνα και του ᾽ριχνε στα χέρια. Κι όταν απόνιψε το πρόσωπό του, δεν είδε το δαχτυλίδι του και λέει: «Αίσωπε, τι έγινε το δαχτυλίδι μου;» Ο Αίσωπος: «Δεν ξέρω.» Ο Ξάνθος: «Α!» Ο Αίσωπος: «Λοιπόν πάρε κρυφά όσο βιος σου μπορείς και παραμέρισέ το για τις δύσκολες ώρες· δεν είναι πια δικό σου το βιος.» Κι ο Ξάνθος: «Τι λες;» Ο Αίσωπος: «Χτες, την ώρα του πιοτού, έκανες συμφωνίες να πιεις τη θάλασσα ώς τον πάτο κι έβαλες το δαχτυλίδι σου εχέγγυο για το βιος σου.» Ο Ξάνθος: «Και πώς θα μπορέσω εγώ να πιω τη θάλασσα ώς τον πάτο;» Ο Αίσωπος είπε: «Εγώ καθόμουν στα πόδια σου και σου ᾽λεγα: "Κύριε, πάψε, τι κάνεις; Αυτό είναι αδύνατο"· και δε μου ᾽δωσες σημασία.» Ο Ξάνθος έπεσε στα πόδια του Αισώπου και λέει: «Σε παρακαλώ, Αίσωπε, αν μπορείς με την ευστροφία σου, βρες μου κάποια πρόφαση ή να νικήσω ή να διαλύσω τη συμφωνία.» Ο Αίσωπος: «Για να νικήσεις δεν μπορώ να βρω, όμως θα βρω τρόπο να λυθεί το ζήτημα.» Ο Ξάνθος: «Με ποιον τρόπο; Δώσ᾽ μου καμιά γνώμη.» [71] Ο Αίσωπος: «Όταν έρθει ο διαιτητής της συμφωνίας με τον αντίδικο και σου πει να πιεις όλη τη θάλασσα, μην αρνηθείς, αλλά όσα συμφώνησες μεθυσμένος, τα ίδια και νηφάλιος λέγε. Φέρε ένα τραπέζι, δώσε εντολή να τοποθετηθεί μπροστά σου και να παρίστανται δούλοι. Αυτό θα προκαλέσει κάποια εντύπωση· θα τρέξει όλος ο κόσμος για το θέαμα, νομίζοντας πως εσύ θα πιεις όλη τη θάλασσα. Κι όταν δεις ότι μαζεύτηκε πάρα πολύς κόσμος, γέμισε ένα κύπελλο από τη θάλασσα, κάλεσε το διαιτητή και λέγε του: "Τι συμφωνία έκαμα;" Και θα σου απαντήσει: "Να πιεις όλη τη θάλασσα." Και συ πες του: "Μήπως και κάτι άλλο;" Και θα σου απαντήσει: "Όχι." Κι εσύ επικαλούμενος τη μαρτυρία του λέγε: "Συμπολίτες, υπάρχουν πολλοί ποταμοί, χείμαρροι κι αστέρευτοι, που χύνονται στη θάλασσα. Έκαμα συμφωνία να πιω τη θάλασσα μόνο, όχι όμως και τα ποτάμια που χύνονται σ᾽ αυτή. Λοιπόν ας κλείσει ο αντίδικός μου τα στόμια των ποταμών, για να πιω τη θάλασσα μόνο. Είναι όμως αδύνατο να κλείσουν τα στόμια όλων των ποταμών που υπάρχουν στον κόσμο· αδύνατο επομένως κι εγώ να πιω ολόκληρη τη θάλασσα."3 Έτσι, αν το αδύνατο αντιπαρατεθεί στο αδύνατο, θα οδηγήσει στη διάλυση των συμφωνιών.» [72] Ο Ξάνθος έκπληκτος απ᾽ την επινοητικότητά του, όλο χαρά, περίμενε. Κατέφτασε αυτός με τον οποίο είχε κάμει τη συμφωνία μαζί με τους πρώτους της πόλης μπροστά στον πυλώνα, κάλεσε τον Ξάνθο και είπε: «Τέλειωνε με το στοίχημα, ειδάλλως παράδωσέ μου το βιος σου.» Ο Αίσωπος είπε: «Εσύ να δώσεις λογαριασμό για το βιος σου, γιατί εμείς την έχουμε κιόλας αδειάσει ώς τη μέση τη θάλασσα.» Ο μαθητής είπε: «Αίσωπε, θα είσαι πλέον δικός μου δούλος κι όχι του Ξάνθου.» Ο Αίσωπος: «Παράδωσε καλύτερα το βιος σου στο αφεντικό μου και μη φλυαρείς.» Αυτά είπε και πρόσταξε να φέρουν μια κλίνη και να τη στρώσουν κοντά στο γιαλό· τοποθέτησε ένα τραπέζι και μερικά ποτήρια. Ο Αίσωπος είχε σταθεί δίπλα του· γέμισε ένα ποτήρι απ᾽ τη θάλασσα και το ᾽δωσε στον κύριό του. Ο μαθητής: «Κακό που το ᾽παθα, στ᾽ αλήθεια πίνει τη θάλασσα;» [73] Και καθώς ετοιμαζόταν να βάλει το ποτήρι στο στόμα ο Ξάνθος, λέει: «Να έλθει ο διαιτητής της συμφωνίας.» Πήγε. Και του λέει ο Ξάνθος: «Τι συμφωνία έκαμα;» Κι ο μαθητής: «Να πιεις όλη τη θάλασσα.» Ο Ξάνθος: «Μήπως και τίποτε άλλο;» Ο διαιτητής: «Όχι.» Ο Ξάνθος λέει προς το πλήθος: «Συμπολίτες, γνωρίζετε ότι υπάρχουν πολλοί ποταμοί, χείμαρροι κι αστέρευτοι, που χύνονται στη θάλασσα. Εγώ βέβαια έβαλα στοίχημα να πιω μόνο τη θάλασσα όλη, όχι όμως και τους ποταμούς. Ας κλείσει λοιπόν ο αντίδικός μου τα στόμια των ποταμών, για να μην πιω μαζί με τη θάλασσα και τους ποταμούς.» Και νίκησε ο φιλόσοφος. Ανακραύγασε το πλήθος για να τιμήσει τον Ξάνθο. Κι ο μαθητής έπεσε στα πόδια του Ξάνθου και λέει: «Δάσκαλε, είσαι μεγάλος, νίκησες, το ομολογώ. Παρακαλώ να ακυρώσουμε από κοινού τη συμφωνία.» Και διέλυσαν τη συμφωνία.
------------------
1 Το κείμενο που περικλείεται από άγκιστρα θεωρείται από τον εκδότη παρέμβλητο και δεν μεταφράζεται.
2 Πρόκειται για το προσφιλές στην αρχαία ελληνική γραμματεία θέμα του "αδυνάτου". Ο μόνος τρόπος για να επιτελέσει κανείς το "αδύνατον" -να πραγματοποιήσει δηλαδή κάποιο έργο που είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί γιατί αντίκειται στους νόμους της φύσης- είναι να επινοήσει ένα άλλο "αδύνατον", του οποίου η εκτέλεση να προηγείται λογικά και χρονικά από την εκτέλεση του πρώτου "αδυνάτου". (Εδώ ο Αίσωπος συμβουλεύει τον Ξάνθο να πει ότι θα πιει τη θάλασσα αν προηγουμένως ο σχολαστικός σταματήσει τα ποτάμια που εκβάλλουν σ᾽ αυτήν).
3 Το ίδιο θέμα, όπως έχει επισημανθεί (Ι.-Θ. Παπαδημητρίου), απαντά και στο Θέατρο Σκιών. Πιο συγκεκριμένα στον Καραγκιόζη Πλοίαρχο, ο Καραγκιόζης λέει τα εξής: «Θα πιω τη θάλασσα τη δική μου που έφερα· εσύ όμως θα κρατήσεις τα ποτάμια της πατρίδος σου να μην πέφτουν στη θάλασσα και τότε θα την πιω.» Γενικότερα όσον αφορά τη σχέση Αισώπου-Καραγκιόζη, ανιχνεύονται ομοιότητες σε επιμέρους θέματα και αστεία. Ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτες όμως είναι οι γενικότερες ομοιότητες: οι δύο ήρωες είναι ιδιαίτερα άσχημοι και έχουν χαρακτηριστική καμπούρα. Και οι δύο ανήκουν στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις (ο Αίσωπος είναι δούλος), υπερέχουν όμως των ανώτερων τάξεων (σοφών, βασιλιάδων, ισχυρών) χάρη στην φυσική ευφυΐα τους, την οποία μάλιστα συχνά χρησιμοποιούν για να γελοιοποιούν τους πάσης φύσεως ισχυρούς.

Μας Απωθούν Συμπεριφορές, που Θυμίζουν τα Ελαττώματά μας

Η ευκολία να κρίνουμε και να αναγνωρίζουμε λάθη, ελαττώματα και “χαλασμένες πτυχές” στους άλλους είναι ίσως η πιο τρανταχτή ένδειξη της αδυναμίας μας να τα αποτινάξουμε εμείς οι ίδιοι από μέσα μας.

Το να κριτικάρουμε και να βάζουμε στον τοίχο ανθρώπους, συμπεριφορές και γεγονότα που κατά τα λεγόμενά μας μας ενοχλούν, είναι μια κάθαρση που επιτελείται εκ του ασφαλούς, αφού ουσιαστικά κάνουμε καθρέφτισμα των σφαλμάτων ή των χαρακτηριστικών που έχουμε και εμείς οι ίδιοι, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό.

Δεν ανεχόμαστε και δε συγχωρούμε προσωπικότητες ίδιας εμβέλειας της δικής μας, γιατί ασυνείδητα εντοπίζουμε τις άσχημες ομοιότητες μεταξύ τους και τις μεταφράζουμε ως διαφορές, για να είμαστε ηθικά καλυμμένοι την ώρα της κρίσης μας προς εκείνους και φυσικά για να μη περάσουμε ποτέ στο άχαρο στάδιο της κρίσης του ίδιου μας του εαυτού, αφού στη πραγματικότητα εκείνον πρέπει να διορθώσουμε.

Επειδή η φράση “μη κάνεις όσα δε θες να σου κάνουν”, τείνει να χάσει τη παιδευτική της ισχύ -εφόσον οι περισσότεροι από εμάς, έχουμε διαχειριστεί κάποιον ή κάτι με τρόπο του οποίου δε θα θέλαμε να είμαστε αποδέκτες-, πρέπει να δούμε και τη συνέχεια ή μάλλον τη συνέπεια που έχει το δεύτερο σκέλος που θα είχε η φράση αυτή.

Το δεύτερο σκέλος, λοιπόν, αφορά στη περίπτωση που παθαίνεις -ή βρίσκεσαι μπροστά ως έμμεσος αποδέκτης-, μιας κατάστασης που είχες και εσύ στο παρελθόν δημιουργήσει και δεν είχες σκεφτεί και υπολογίσει τα κατάλοιπα που είχε αφήσει.

Μη θέλοντας να παραφράσω το παρακάτω γνωμικό, το παραθέτω αυτούσιο, χωρίς να είμαι σύμφωνη, βέβαια, με την απόλυτη έννοια που φέρει η λέξη μίσος:

«Όταν μισούμε έναν άνθρωπο, τον μισούμε για κάτι που μας θυμίζει τον εαυτό μας. Κάτι που δεν έχουμε εμείς μέσα μας, δεν μπορεί ποτέ να μας συγκινήσει…» – Herman Hesse

Ο λόγος που το παρέθεσα, ήταν για να καταστήσω σαφή τη δύναμη που έχει ο εγκέφαλος μας να αναγνωρίζει και ταυτόχρονα να αμύνεται ψευδώς, έναντι γνώριμων εδαφών που του προκαλούν δυσφορία, όταν αντιληφθεί το μερίδιο ευθύνης που του αντιστοιχεί.

Μπορεί να μη μισούμε, ακριβώς, αλλά εκνευριζόμαστε και ψάχνουμε αιώνια ένα ¨γιατί” εκεί που δεν υπάρχει “επειδή”, χάριν της απέλπιδης προσπάθειάς μας να βάλουμε σε τάξη την αδικία που νιώθουμε πως έχουμε υποστεί.

Για παράδειγμα, αν δεν έχεις πει ποτέ στη ζωή σου ψέμα σε κάποιον, δε θα νιώσεις ριγμένος όταν τύχεις αποδέκτης, ούτε θα τον κατηγορήσεις, απλά θα τον αφαιρέσεις από τη ζωή σου με συνοπτικές διαδικασίες. Όταν, όμως, η συμπεριφορά αυτή θυμίζει τη δική σου –χωρίς να το καταλαβαίνεις άμεσα-, επιμένεις να κινείσαι γύρω από την τροχιά του και να προσπαθείς να βρεις την αιτία, σε ένα κλίμα απόλυτης σύγχυσης και αναπάντητων ρητορικών ερωτημάτων, αφού στη πραγματικότητα τα ερωτήματα πρέπει να διαβαστούν σε ένα εσωτερικό επίπεδο.

Η ανοσογνωσία που διακατέχει τον κόσμο σε τέτοιες περιπτώσεις, υπερκαλύπτει και θολώνει τοπία στους εγκεφαλικούς του υποθαλάμους και οδηγεί σε αναγνώριση σφαλμάτων, μονάχα όταν τα εντοπίσει σε τρίτους. Οι πάσχοντες αυτού του συνδρόμου, νιώθουν βαθιά αδικία και αισθάνονται έκπληκτοι, που κάποιος μπόρεσε να τους φερθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο.

Στην ουσία δεν είναι τα ίδια τα γεγονότα, συμπεριφορές ή χαρακτηριστικά που μας επηρεάζουν και μας απωθούν ή έλκουν στους άλλους, αλλά ο τρόπος με τον οποίο τα αναγνωρίζουμε και τα αντιμετωπίζουμε με ωμή ειλικρίνεια ως οικεία ή ξένα στοιχεία της δικής μας ψυχομετρίας.

Ο Πυθαγόρας, οι Μούσες, και η Εστία

Σύμφωνα με τον Εδουάρδο Συρέ, στο εσωτερικού του ναού των Μουσών όπου δίδασκε ο Πυθαγόρας, υπήρχαν αγάλματα των εννέα Μουσών , ενώ στο κέντρο τυλιγμένη με το πέπλο της, βρισκόταν η μυστηριώδης θέα Εστία. *

Με το αριστερό της χέρι φαινόταν να προστατεύει το άσβεστο πυρ, ενώ με το δεξί της έδειχνε το Ουρανό.

Οι Μούσες δεν ήταν παρά τα γήινα σύμβολα των Θεϊκών δυνάμεων, μέσα από τα οποία όφειλε ο μαθητής να συλλάβει τις ενέργειες και το κάλλος που παρέχουν.

Κατά τον ίδιο τρόπο που τα αγάλματα των Μουσών ήταν στραμμένα προς την εστία, από όπου προέρχεται το Παν, έτσι και οι μαθητές πρέπει να είναι στραμμένοι προς το κεντρικό πυρ, το Θείο πνεύμα , ώστε να συντονίζονται με τις ενέργειες του..
-----------
*Η Εστία έκαιγε ασταμάτητα στο κέντρο των σπιτιών, των ναών, των πόλεων. Η φωτιά άναβε πάντα από το φως του Ηλίου. Στο κέντρο της οικίας βρισκόταν πάντα η εστία, ο βωμός όπου πάντα έκαιγε φωτιά προς τιμή της θεάς. Το Ιερό Πυρ, για τους Έλληνες είχε διπλό συμβολισμό .

Τον υλικό καθώς σε υλικό επίπεδο, δια του πυρός παρασκευάζεται η τροφή, αλλά και σε ψυχο-πνευματικό επίπεδο, καθώς στην οικογενειακή εστία ο άνθρωπος εκδηλώνει τα αγνότερα των αισθημάτων αυτά της ανιδιοτελούς αγάπης, της ενότητας της οικογένειας, αλλά και του παντός… Για αυτό τον λόγο οι αρχαίοι Έλληνες της είχαν αφιερώσει το σπουδαιότερο μέρος της οικίας, στο μέσον της , όπου έκαιγε η φωτιά και συγκεντρώνονταν όλα τα μέλη της οικογένειας τριγύρω της.

Ο ιδιοκτήτης κάθε οικείας αλλά και οι «Εστιάδες» ιέρειες , είχαν ιερή υποχρέωση να διατηρούν το πυρ άσβεστο ημέρα και νύχτα. Εάν το ιερό πυρ έσβηνε κακοτυχία και συμφορές αναμένονταν στο σπίτι ή την Πόλη.

Οι μύθοι της παράδοσής μας

Από τη σκοπιά, της δημιουργίας μιας καινούργιας σχέσης με την παράδοση, ο μόνος αληθινός κληρονόμος της αρχαίας Ελλάδας είναι η Δυτική Ευρώπη. Ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός, από τον 11ο αιώνα και πέρα, και υπήρξε επαναστατικά δημιουργός και διατήρησε μια γνήσια σχέση με την παράδοση που είχε πίσω του, είτε λαϊκή, είτε «καλλιεργημένη». Η παράδοση αυτή περιλαμβάνει βέβαια κατά πρώτο λόγο τη χριστιανική κληρονομιά και αργότερα την ελληνορωμαϊκή κληρονομιά. Και σ’ αυτήν την περίπτωση, μιλώντας πολύ σύντομα, θα πάρω για παράδειγμα την καταπληκτική εξέλιξη της δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής που αρχίζει με μια εκκλησιαστική εικονογραφία, παραφυάδα της βυζαντινής και από τον Giotto και μετά παρουσιάζει μια ακατάπαυστη δημιουργική ανανέωση που όμως είναι ταυτόχρονα μια αδιάκοπη οργανική συνέχεια εως σήμερα. Το ίδιο ισχύει και για την μουσική που βγαίνει και από την εκκλησιαστική ρίζα του γρηγοριανού άσματος και από την φολκλορική ρίζα λαϊκών μελωδών, ρυθμών και τρόπων. Η βαθειά σχέση μεγάλων μουσικών δημιουργών, όπως οι κλασσικοί Γερμανοί, ο Chpin, o Musorsgy, o Albeniz, μ’ αυτές τις ρίζες αλλά και η ικανότητά τους να μετουσιώνουν επαναστατικά τα στοιχεία της παράδοσης που χρησιμοποιούν είναι προφανείς. Το πιό έντονο παράδειγμα αυτής της σχέσης προσφέρει ίσως η δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφία η οποία, μέσα από τις συνεχείς τομές στην ιστορία της σκέψης που παρουσιάζει, εξελίσσεται πάνω σε ρητή αναφορά με την παράδοση της φιλοσοφικής θεολογίας του μεσαίωνα και της κλασσικής ελληνικής φιλοσοφίας.

Η περίπτωση της Δυτικής Ευρώπης παίρνει για μας όλο το τραγικό της βάρος, αν την αντιπαραθέσουμε μ’ αυτά που έγιναν ή δεν έγιναν στο ανατολικό μέρος της άλλοτε Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στο Βυζάντιο. Παρά το ότι το Βυζάντιο δεν υποχρεώθηκε να διασχίσει την περίοδο καθαρής βαρβαρότητας που υπέστη η Δυτική Ευρώπη από τον 5ο ως τον 11ο αιώνα, ο πολιτισμός του μας δίνει στις μεγάλες του γραμμές μια στατική εικόνα απολιθωμένων μορφών. Η σχέση με την παράδοση εδώ είναι στείρα, μιμητική και επαναληπτική. Η ζωγραφική γίνεται μια εικονογραφία που πολύ γρήγορα φτάνει σε τυποποιημένες μορφές τις οποίες μετά απλώς επαναλαμβάνει μιμούμενη τον εαυτό της. Το ίδιο ισχύει και για την αρχιτεκτονική. Η τέχνη του λόγου μένει μια ισχνή και ανιαρή απομίμηση των αρχαίων προτύπων. Έξω από τη λαϊκή μουσική, που γι’ αυτή την περίοδο ελάχιστα ξέρουμε, η μουσική καθηλώνεται στο μονωδικό εκκλησιαστικό άσμα.

Δυο παραδείγματα μπορούν να συνοψίσουν τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή πολιτισμική κατάσταση. Οι Βυζαντινοί κληρονόμησαν ό,τι περίπου σώζεται και σήμερα από την αρχαία ελληνική γραμματεία. Απ’ αυτούς την παίρνουν και την μεταφράζουν οι Άραβες και αργότερα οι Δυτικοευρωπαίοι. Οι Άραβες, όχι μόνο σχολιάζουν τον Πλάτωνα και ιδίως τον Αριστοτέλη, αλλά μέσα απ’ αυτή την επαφή γεννούν τουλάχιστον δύο σημαντικούς φιλοσόφους, τον Αβικένα και τον Αβερρόη. Για τους Δυτικοευρωπαίους, η «ανακάλυψη» των αρχαίων ελληνικών κειμένων δημιουργεί έναν εκρηκτικό συγκλονισμό που βρίσκει το πρώτο του κορύφωμα στην Αναγέννηση, αλλά που οι δονήσεις του δεν σταματούν, περιοδικά διαπιστώνεται κάτι σαν επιστροφή στους Έλληνες. Τώρα τι κάνουν οι Βυζαντινοί; Απλώς αντιγράφουν τα αρχαία χειρόγραφα και τους σχολιαστές τους και κάπου κάπου προσθέτουν και κανένα σχόλιο.

Το άλλο παράδειγμα είναι ο Γκρέκο. Παινευόμαστε και ξιπαζόμαστε με τον Γκρέκο χωρίς να καταλαβαίνουμε τι σημαίνει η περίπτωσή του. Ο Γκρέκο είναι βέβαια βαθειά ριζωμένος στην χριστιανική παράδοση και ξεκινάει από βυζαντινούς τύπους. Αλλά το πέρασμά του από τη Βενετία και η εγκατάστασή του στην Ισπανία τον αλλάζουν ριζικά. Η ζωγραφική του σαφώς μαρτυράει την προέλευσή του πχ σε παραλλαγές χρωματικής ή στην περίφημη επιμήκυνση των προσώπων και των σωμάτων. Αλλά τα αριστουργήματα της ισπανικής εποχής «Η ταφή του κόμητος Οργκάθ», «Οι απόψεις του Τολέδου», «Η κυρία με τη γούνα» είναι αδύνατα και αδιανόητα στο Βυζάντιο ή στη Κρήτη του 17ου αιώνα. Οι σημερινοί Βυζαντινοκάπηλοί μας δεν στέκονται μια στιγμή να αναρωτηθούν γιατί ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος έπρεπε να εγκατασταθεί στην Ισπανία και να γίνει El Greco; Το Βυζάντιο και η εποχή της Τουρκοκρατίας μας προσφέρουν το παράδειγμα ενός μεταελληνικού πολιτισμού που έχει κάποια γνώση της αρχαιότητας σε σχέση με αυτήν, αλλά που μένει καθηλωμένη σε μια μιμητική, εξωτερική και άγονη σχέση με την παράδοση.

Τέλος έρχομαι στο σύγχρονο ελληνικό δράμα. Τα κεντρικά στοιχεία του ελληνικού δράματος είναι, από τη μια μεριά, η τριπλή αναφορά που περιέχει για μας η παράδοση: Αναφορά στους αρχαίους Έλληνες, αναφορά στο Βυζάντιο, αναφορά στη λαϊκή ζωή και κουλτούρα, όπως αυτή δημιουργήθηκε στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου και κάτω από την Τουρκοκρατία. Από την άλλη μεριά, η αντιφατική και, θα μπορούσε να πει κανείς, ψυχοπαθολογική σχέση μας με τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό, που περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι ο πολιτισμός αυτός έχει μπει εδώ και δεκαετίες σε μια φάση έντονης κρίσης και υποβόσκουσας αποσύνθεσης. Η διπλή και ταυτόχρονη αναφορά στην αρχαία Ελλάδα και στο Βυζάντιο, που αποτέλεσε το επίσημο «πιστεύω» του νεοελληνικού κράτους και του πολιτιστικού κατεστημένου της χώρας οδήγησε και οδηγεί σε αδιέξοδο, κατά πρώτο και κύριο λόγο διότι οι δυο αυθεντίες που επικαλείται βρίσκονται σε διαμετρική αντίθεση μεταξύ τους. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είναι πολιτισμός ελευθερίας και αυτονομίας, που εκφράζεται στο πολιτικό επίπεδο στην πολιτεία ελεύθερων πολιτών που συλλογικά αυτοκυβερνώνται και στο πνευματικό επίπεδο με την ακατάπαυστη επαναστατική ανανέωση και αναζήτηση. Ο βυζαντινός πολιτισμός είναι πολιτισμός θεοκρατικής ετερονομίας, αυτοκρατορικού αυταρχισμού και πνευματικού δογματισμού. Στο Βυζάντιο δεν υπάρχουν πολίτες, αλλά υπήκοοι του αυτοκράτορα, ούτε στοχαστές, μόνο σχολιαστές ιερών κειμένων. Η προσπάθεια συνδυασμού και συμφιλίωσής τους δεν μπορούσε παρά να νεκρώσει κάθε δημιουργική προσπάθεια και να οδηγήσει σε ένα στείρο σχολαστικισμό, όπως αυτός που χαρακτήριζε το πνευματικό κατεστημένο της χώρας επί ενάμιση σχεδόν αιώνα μετά την ανεξαρτησία και που επαναλάμβανε τα χειρότερα μιμητικά στοιχεία του Βυζαντίου. Καθ’ όσο ξέρω, είμαστε ο μόνος λαός με μεγάλο πολιτιστικό παρελθόν που πρόσφερε στον κόσμο το γελοίο και θλιβερό θέαμα προσπάθειας τεχνητής επαναφοράς της γλώσσας που μιλιόταν πριν από 25 αιώνες. Ούτε οι Ιταλοί προσπάθησαν να ξαναζωντανέψουν τα λατινικά, ούτε οι Ινδοί τα σανσκριτικά. Και είναι εξίσου χαρακτηριστικό ότι ενώ η Δυτική Ευρώπη, στους δυο περασμένους αιώνες εγέννησε δεκάδες λαμπρούς ελληνιστές, μόνο τρία ονόματα έχουμε που μπορούν να σταθούν αχνά στο ίδιο επίπεδο με αυτούς: Τον Κοραή, τον Βερναρδάκη και τον Συκουτρή –τον οποίο Συκουτρή οδήγησε χαρακτηριστικά σε αυτοκτονία ο φθόνος και το μίσος των κηφήνων του εν Αθήνησι Πανεπιστημίου.

Περηφανευόμαστε ότι είμαστε απόγονοι των αρχαίων, αλλά για να μάθουμε τι έλεγαν και τι ήταν οι αρχαίοι πρέπει να προσφύγουμε σε ξένες εκδόσεις και σε ξένες μελέτες. Αυτή η ίδια στάση έκανε ασφαλώς επίσης αδύνατη τη γονιμοποίηση της λαϊκής παράδοσης και τη μεταφορά της στο χώρο της έντεχνης παιδείας, με εμφατική εξαίρεση την ποίηση. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ο τεράστιος μουσικός πλούτος της λαϊκής μουσικής σε μελωδίες, ρυθμούς, κλίμακες και όργανα έμεινε νεκρός στα χέρια των νεοελλήνων συνθετών, όπως έμεινε άχρηστος και ο αρχιτεκτονικός και διακοσμητικός πλούτος της λαϊκής παράδοσης.

Τέλος, αυτή η αναφορά στα δύο μεγάλα παρελθόντα, με τον αποστειρωτικό τρόπο που ετέθη, είναι στη ρίζα της σχιζοφρενικής μας σχέσης με το δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό, του συνδυασμού ενός κακομοιριασμένου αισθήματος κατωτερότητας και μιας ψωροπερήφανης και αστήρικτης αυθάδειας. Έτσι παίρνουμε από τους ξένους τα αυτοκίνητα, τις τηλεοράσεις, τα κατεψυγμένα, κλπ, κλπ, και τους βρίζουμε για την υποδούλωσή τους στην τεχνική και στον ορθολογισμό τους. Πράγματα που η Δύση βέβαια δεν περίμενε τους νεοφώτιστους ελληνορθόδοξους για να τα κριτικάρει και να τα καταγγείλει η ίδια και που δεν απαλείφονται με μια ετήσια εκδρομή στο Άγιο Όρος.

Φαντάζομαι ότι δεν περιμένετε από μένα να δώσω συνταγές για το πώς θα μπορούσαμε να υπερβούμε αυτή τη δραματική βουβαμάρα που πολιτισμικά μας χαρακτηρίζει σήμερα. Για ένα πράγμα είμαι βέβαιος: Αυτό που από την ελληνική ιστορία διαδόθηκε, γονιμοποίησε τον κόσμο και παραμένει σημείο αναφοράς και πηγή έμπνευσης είναι η αρχαία ελληνική δημιουργία και η ανάδυση μέσα από αυτήν των ιδεών της αυτονομίας και της ελευθερίας. Αν η Δυτική Ευρώπη μπόρεσε, με τη σειρά της, να μεγαλουργήσει κι αυτή επί δέκα σχεδόν αιώνες, είναι και διότι μπόρεσε να συγκροτήσει μέσα από τις δυο Αναγεννήσεις, την κλασσική εποχή, το Διαφωτισμό και τις μετέπειτα εξελίξεις, μια σχέση δημιουργικού διαλόγου κι όχι μιμητικής επανάληψης με τα αρχαία ελληνικά σπέρματα. Για μας σήμερα, αν είμαστε ικανοί να τον συγκροτήσουμε, ένας τέτοιος διάλογος που προϋποθέτει και τη βαθιά γνώση και το σεβασμό της λαϊκής μας παράδοσης δεν μπορεί παρά να είναι διπλός: και με τους αρχαίους και με την τεράστια πολιτιστική κληρονομιά της Δυτικής Ευρώπης. Όπως το ανέφερα ήδη, και αυτός ο δυτικός πολιτισμός περνάει σήμερα μια βαθιά κρίση που δεν ξέρουμε αν και πότε θα μπορέσουν οι δυτικοί λαοί να την ξεπεράσουν. Είτε το θέλουμε είτε δεν το θέλουμε, στο ίδιο καράβι είμαστε μπαρκαρισμένοι κι εμείς και δεν εννοώ τις οικονομικές και διπλωματικές διασυνδέσεις. Αν μπορέσουμε να αφομοιώσουμε δημιουργικά τον απέραντο πολιτισμικό πλούτο που δημιούργησε η Δύση –και που περιέχει έστω και ανεπαρκώς την αρχαία ελληνική αναφορά- θα μπορέσουμε ίσως να μιλήσουμε μια πραγματικά δική μας γλώσσα και να παίξουμε την παρτίδα μας σε μια νέα πολιτιστική συμφωνία. Αλλιώς θα εξακολουθήσουμε να βράζουμε στο ζουμί μας και να καλλιεργούμε την περιθωριακή μας ασημαντότητα.

Ζωή χωρίς τοτέμ

Θα υπάρξει κάποτε μια ανθρωπότητα που δεν θα έχει ανάγκη από τοτέμ; Αυτό είναι το θέμα. Τα τοτέμ πήραν διάφορες μορφές. Δεν έχει μεγάλη σημασία η ιστορική ακρίβεια του τοτέμ. Από αυτή την άποψη, ο Ιεχωβάς αποτελεί και αυτός ένα είδος τοτέμ. Ο Φρόιντ εν μέρει προσπαθεί να απαλύνει το ζήτημα, γιατί θεωρεί πως ο εβραϊκός είναι από τους πιο απρόσωπους νόμους. Κατά τη γνώμη μου, μία από τις ελλείψεις της ψυχαναλυτικής αντίληψης πάνω σε αυτό το ζήτημα -που συνδέεται με το ζήτημα των ανολοκλήρωτων ή των μη περατών αναλύσεων- είναι ότι ασχολούμαστε αποκλειστικά με τη λιβιδινική πλευρά του ζητήματος, δηλαδή τον φόβο του να αποδοκιμαστούμε ή να μην αγαπηθούμε («αν το κάνεις αυτό, ο Θεός δεν θα σ' αγαπάει πια») από ένα πρόσωπο υποκατάστατο του πατέρα ή της μητέρας (πολύ συχνά της μητέρας) και δεν βλέπουμε την άλλη πλευρά. Η άλλη πλευρά είναι ο θάνατος και η θνητότητα. Ο Φρόιντ, στο «Μέλλον μιας αυταπάτης», συνδέει τις ρίζες της θρησκείας με το συναίσθημα της αδυναμίας μπροστά στον απέραντο κόσμο. Η επιστήμη αντικαθίσταται από την ψυχολογία, αφού ανθρωποποιούμε τη μοίρα, τις δυνάμεις της φύσης κ.λπ.: Ο Θεός με αγαπάει ή δεν με αγαπάει, θα φέρομαι έτσι ώστε να με αγαπάει -σαν να ήταν γυναίκα, άνδρας, εραστής ή ερωμένη. Είναι η απάντηση στο σπουδαιότερο αίνιγμα, το αίνιγμα του θανάτου.

Όμως, ο έσχατος ευνουχισμός, αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον όρο, είναι να καταλάβουμε ότι σε αυτό το ερώτημα, στο ζήτημα δηλαδή του θανάτου, δεν υπάρχει απάντηση. Είναι η ριζική αποδοχή από το υποκείμενο της θνητότητάς του ως προσωπικής αλλά και ως ιστορικής μορφοεικόνας. Αυτό ακριβώς είναι πολύ δύσκολο να γίνει αποδεκτό στην ανάλυση, τόσο από τον μεμονωμένο ασθενή όσο και από τις κοινωνίες. Ένα μέρος αυτής της απόγνωσης της σημερινής κοινωνίας είναι η προσπάθεια, μετά την πτώση της θρησκείας -και τώρα αναφέρομαι στη Δύση- να αντικαταστήσουμε αυτήν τη θρησκευτική μυθολογία με μιαν άλλη, εμμενή μυθολογία, αυτήν της άπειρης προόδου. Τη θρησκεία της ιστορίας, με τη φιλελεύθερη μορφή της. Και αυτό αντί να δούμε πως πρόκειται για μυθολογικές κατασκευές οι οποίες δεν στέκουν ορθολογικά.

Γιατί, διάολε, πρέπει να αυξάνουμε απεριόριστα τις παραγωγικές δυνάμεις; Υπάρχει σήμερα, επομένως, με την κατάρρευση τόσο της ιδεολογίας της προόδου, ένα τεράστιο κενό, και αυτό είναι κενό νοήματος, διότι η ανθρωπότητα εγκαταλείπει το νόημα του θανάτου που είχε δοθεί από τη χριστιανική θρησκεία στη δυτική ανθρωπότητα και ακόμα δεν μπορεί, και ίσως να μην μπορέσει ποτέ -όμως εδώ βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, το πιο καίριο πολιτικό ζήτημα- να δεχτεί πως είμαστε θνητοί, τόσο ως άτομα όσο και ως πολιτισμός, και πως αυτό δεν αναιρεί το νόημα της ζωής μας.

Αυτό που ανέκαθεν με έβγαζε από τα ρούχα μου με τον Χριστιανισμό είναι αυτή η ιδέα ότι υπάρχει ένας Θεός ο οποίος μπορεί να με αγαπάει, εμένα. Ποιο είναι αυτό το άπειρο Ον που ενδιαφέρεται αν έφαγα όλη τη σούπα μου ή αν δεν την έφαγα, αν αυνανίστηκα ή αν δεν αυνανίστηκα, αν πόθησα ή όχι τη μητέρα μου, που απαγορεύει τη σοδομία, το ένα, το άλλο κ.λπ.; Είναι όλα αυτά άξια ενός Θεού; Όχι. Γιατί ο Θεός έχει όλα αυτά τα κατηγορήματα; Διότι παρουσιάζεται ως υποκατάστατο ακριβώς της αρχής της απαγόρευσης, προσφέροντας την παρακάτω πριμοδότηση: «Αν το κάνεις αυτό, ο Θεός θα σε αγαπάει» -και αυτή είναι η επανασεξουαλικοποίηση. Βέβαια, δεν είναι η μετουσιωμένη αλλά η εξιδανικευμένη σεξουαλικότητα. Δηλαδή δεν πρόκειται να κάνουμε έρωτα με τον Θεό, πάντα όμως θα είμαστε καθισμένοι στους κόλπους του.

Ας θεωρήσουμε ότι όλοι θα βρεθούμε στους κόλπους του. Ποιος άλλος έχει κόλπο; Η μαμά, έτσι δεν είναι; Συνεπώς, δεν αποδέχομαι αυτή την ιδέα. Και θα ήθελα να πω κάτι ακόμα: είναι αλήθεια ότι πρόκειται για ένα σοβαρότατο πρόβλημα στην πραγματικότητα. Όπως λέει ο Ζαν Λικ, το νόημα βρίσκεται ακριβώς μέσα στη δραστηριότητα που το δημιουργεί, και για μένα άλλωστε εδώ εισέρχεται μια καινούργια ερμηνεία της φιλοσοφικής ιδέας της αλήθειας. Διότι η αλήθεια δεν είναι αντιστοιχία, δεν είναι προσφορότητα, είναι η συνεχής προσπάθεια να διαρρηγνύουμε την κλειστότητα στην οποία βρισκόμαστε, και να σκεφτούμε όχι πλέον ποσοτικά αλλά βαθύτερα και καλύτερα. Αυτή η κίνηση είναι η αλήθεια. Γι' αυτό υπάρχουν μεγάλες φιλοσοφίες που είναι αληθινές, ακόμα κι αν είναι λανθασμένες, κι άλλες που μπορεί να είναι σωστές και να μην έχουν κανένα ενδιαφέρον.