
«Που γεννήθηκε, λοιπόν, ο μύθος και γιατί, άραγε, και πως; Η πρώτη γυναίκα το ‘μαθε, αρχή - αρχή του χρόνου. Ποιος το ‘πε στην γυναίκα; Το παιδί που είχε μες στην κοιλιά της. Ποιος το ‘πε στο παιδί ; Η σιωπή του Θεού. Ποιος το ‘πε στην σιωπή» ;
Η μικρή αυτή εισαγωγή, υποδεικνύει πως οι μύθοι είναι τόσο παλιοί, όσο και η ίδια η Ανθρωπότητα. Αφορά την απόπειρα της ανθρωπότητας κατά την νηπιακή της ηλικία, να ερμηνεύσει τον κόσμο και τις φυσικές δυνάμεις από τις οποίες εξαρτιόταν η επιβίωση της. Ο μύθος λειτουργεί ως μία πρωτόγονη φιλοσοφία στην πιο ακατέργαστη μορφή του, σε μία εποχή που η ανθρωπότητα αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως μία ολότητα. Είναι η προφορική μετάδοση της συλλογικής μνήμης, της εμπειρίας και της γνώσης σε μία εποχή που ακόμα οι ανθρώπινες κοινότητες δεν έχουν αναπτύξει την φιλοσοφία και τις επιστήμες.

Δεν είναι φυσικά τυχαίο ο πως η λέξη «μύθος» σχετίζεται γλωσσικά με τη ρίζα *μν – απ’ όπου οι λέξεις μύω, μυώ, μύστης, μυστήριο κ.ά. Υποθέτουμε ότι με τους γνωστικούς μύθους, δηλαδή με μύθους που περιέχουν στοιχεία γνώσης για το κυνήγι, τη βλάστηση, τους καρπούς, οι γηραιότεροι μύστες μυούν τους νέους στα μυστικά της φύσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι μύθοι συνδέονται με μαγικές τελετές και τελετουργίες, χρησιμοποιώντας εντέχνως κοινά αρχετυπικά σύμβολα και εικόνες, περιγράφοντας αρχέγονες δυνάμεις και μορφές που αντιπροσωπεύουν καθολικές αξίες. Έτσι σύμφωνα με τον Πρόκλο :

Αλλά και στην σύγχρονη ψυχολογία για τον Καρλ Γιουγκ, η θρησκεία και ο μύθος αποτελούν αντανάκλαση της εσωτερικής μας πραγματικότητας, καθώς: «Οι μύθοι έχουν ένα ζωτικό νόημα. Δεν αναπαριστούν απλά, αλλά είναι η ψυχική ζωή της πρωτόγονης φυλής… Η μυθολογία μιας φυλής είναι η ζωντανή της θρησκεία… Η θρησκεία είναι ένας ζωντανός κρίκος με τις ψυχικές διαδικασίες που λειτουργούν ανεξάρτητα και πέρα από τη συνείδηση, μέσα στα σκοτεινά βάθη της ψυχής».
Ως Έλληνες έχουμε την τύχη να έχουμε την πλουσιότερη και σημαντικότερη ίσως μυθολογική παράδοση στον Δυτικό και ίσως όχι μόνο κόσμο. Για αυτό τον λόγο η λέξη «Μύθος» , πέρασε και καθιερώθηκε αυτόύσια σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Οι αρχαίοι Έλληνες μυθοπλάστες με πρώτο τον Όμηρο, έχοντας επίγνωση πως δίνουν υποδείγματα ζωής, ανασταίνουν πλήθος ηρωικές μορφές που πραγματώνουν όλες τις αρετές ενός ανθρώπου που αξίζει να λέγεται άνθρωπος. Αποτυπώνουν χαρακτηριστικά στοιχεία του ελληνικού πνεύματος, όπως η αγωνιστική διάθεση, η κατάφαση της ζωής, η λατρεία της ομορφιάς, η απαίτηση του δικαίου στο όνομα των αδυνάτων, η μετάδοση ηθικοπλαστικών και η αναζήτηση του ανθρώπου σαν ανθρώπου και μόνο. Μια εικόνα ανθρώπου που προβάλλει κανόνες ζωής με καθολικό κύρος. Κάθε ποιητής διατηρούσε το μύθο αναλλοίωτο μετασχηματίζοντας επουσιώδη στοιχεία του μύθου αντικρίζοντας την ήρωα του από άλλη σκοπιά, για να αποσπάσει από το μύθο καινούριες αξίες.
Οι μυθικές φιγούρες που παρουσιάζουν οι ελληνικοί μύθοι είναι τόσο ζωντανές και κατανοητές που ακόμα και για μας σήμερα, εάν δεν αποτελούν μοντέλα συμπεριφοράς, γίνονται τουλάχιστον πρότυπα ανθρωπισμού στην αυθεντική τους μορφή. Εάν οι μύθοι υπήρξαν οδηγοί της ανθρώπινης ζωής, αυτό το έκαναν αβίαστα και με πνεύμα ελευθερίας, χωρίς προσπάθεια επιβολής., χωρίς προσπάθεια επιβολής. Συντέλεσαν και συντελούν στη διαμόρφωση του ανθρώπινου χαρακτήρα προβάλλοντας τη θέση του ανθρώπου απέναντι στους Θεούς και στο Σύμπαν.
Οι ήρωες του παρελθόντος διατηρούν την ατομικότητά τους αλλά ταυτόχρονα γίνονται τύποι του ανθρώπινου πεπρωμένου και παραδείγματα των σχέσεων του ανθρώπου με τους Θεούς. Ο καθένας μπορεί να βρει σ’ αυτούς κάτι που να τον αγγίζει, ενώ πίσω και πέρα από τα «ψέματα» τους βρίσκεται το καθολικό και παγκόσμιο στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Η Ελληνική Μυθολογία, σύμφωνα με πολλούς μελετητές, έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στην ευρύτερη αγωγή και παιδεία του ανθρώπου εξαιτίας της σημασίας του εύρους και του βάθους που αυτή έδωσε στις ανθρώπινες αξίες.. Ο άνθρωπος που προβάλλει αποτελεί αφ’ εαυτού μια παιδεία.

Ο μύθος μεταφέρει στον πυρήνα του ιστορικές αλήθειες, περιγράφοντας πολύ συχνά πραγματικά γεγονότα. Για αυτό τον λόγο υπάρχουν διαχρονικά κοινά πολιτισμικά μοτίβα, που συναντώνται σε όλες τις μυθολογίες, αν και κάτω από διαφορετικές μορφές. Έτσι π.χ. ο παγκόσμιος κατακλυσμός είναι ένας Μύθος που περιγράφεται σε διαφορετικούς πολιτισμούς. Η Ιλιάδα επίσης ήταν ένας μύθος έως ότου ανακαλύφθηκε η Τροία από τον Σλήμαν.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο οι μύθοι, περιγράφουν εξιδανικευμένες ιστορίες ηρώων και Θεϊκών δυνάμεων χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα αρχέτυπα με τους ανάλογους συμβολισμούς , ώστε να μας οδηγήσουν ασυνείδητα ή συνειδητά σε ανώτερες συνειδησιακές καταστάσεις. Οι μυθολογικές αναφορές εμπεριέχουν διαχρονικά αρχετυπικά σύμβολα και αλήθειες, που εάν κάποιος καταφέρει να τις αποσυμβολίσει, τότε ο μύθος αποτελεί τη «πύλη» για μία άλλη οπτική της ιστορίας της ανθρωπότητας και του συλλογικού ασυνείδητου.


Ο μύθος σε ένα τέτοιο πολιτισμικό πλαίσιο, αφορά μία «προ-λογική» σκέψη του πρωτόγονου ανθρώπου, από την οποία λείπουν μερικές βασικές έννοιες όπως η ουσία, η αιτιότητα και ο χρόνος. Για πρώτη ύλη του ο μύθος έχει ευχάριστες ή δυσάρεστες σκέψεις και στη θέση των αφηρημένων εννοιών χρησιμοποιεί εικόνες, παραβολές, σύμβολα. Δουλεύει περισσότερο με το συναίσθημα και τη φαντασία, παρά με τη νόηση και την κρίση. Σκοπός του είναι η απαίτηση του δικαίου στο όνομα των αδυνάτων, η μετάδοση ηθικοπλασιών, η ικανοποίηση της άλογης λαχτάρας για κάτι απόλυτο, ακόμα η γαλήνη του θυμικού, η παρηγοριά, ο εορτασμός. Τριακόσια χρόνια αργότερα ο μύθος στον Πίνδαρο παίρνει τη σημασία του παραμυθιού. Γράφει στο πρώτο Ολύμπιον (1.47) του έργου του Επίνικοι (σ. ο επίνικος είναι εγκωμιαστικός λόγος του νικητή των Αγώνων: «Ομορφοπλουτισμένα ξεγελούν με ψέματα λογής λογής οι μύθοι».
Εδώ ο μύθος γίνεται παραμύθι, λόγος πλαστός. Πενήντα χρόνια αργότερα στον Ηρόδοτο, ο μύθος αντιστοιχεί στο θρησκευτικό αφήγημα που υπήρχε πριν από την εμφάνιση της Ιστορίας. «Απερίσκεπτα πράγματα λένε πολλά οι Έλληνες, ανάμεσα στ’ άλλα είναι και ο ενήθης μύθος – δηλαδή το ανόητο παραμύθι – που λένε για τον Ηρακλή, ότι βρέθηκε, τάχατες στην Αίγυπτο κ.λ.π.», γράφει στο δεύτερο βιβλίο της Ιστορίας του(2.45). Στον Αριστοτέλη, μύθος ονομάζεται πλέον η πλοκή της τραγωδίας, η υπόθεση (Ποιητική 6,8).
Στους νεότερου χρόνους (Χριστιανισμός) , στον Γρηγόριο Ναζιανζηνό για παράδειγμα μυθολάτρης είναι ο τυφλός οπαδός των μύθων, ο ειδωλολάτρης, ο μη χριστιανός.

Αν θέλαμε να ξεκινήσουμε από την ετυμολογία της λέξης, η απάντηση είναι απλή: Φιλοσοφία είναι η αγάπη για τη σοφία, όπως την όρισε ο Πυθαγόρας.
Η Φιλοσοφία έμαθε τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, πέρα από τα όρια, δόγματα και προκαταλήψεις, αναζητώντας να δώσει ερωτήματα, στη προέλευση του κόσμου, και του ανθρώπου. Παρά τα διακριτικά τυπολογικά χαρακτηριστικά τους, μύθος και Φιλοσοφία επιτελούν την ίδια λειτουργία. Συνθέτουν ερμηνείες του κόσμου, κοσμοεικόνες, και για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούν σε μεγάλο βαθμό τα ίδια εργαλεία, με βασικότερο τη διάκριση δύο επιπέδων πραγματικότητας: θεϊκός-ανθρώπινος κόσμος, ουσία-φαινόμενο, δέον-είναι· διάκριση πάνω στην οποία βασίζουν την οντολογία και την ηθική τους. Η παρουσία του μύθου είναι αισθητή στην φιλοσοφική σκέψη, κυρίως στις περιπτώσεις φιλοσόφων με μυστικιστικές τάσεις, όπως οι Πυθαγόρειοι, ο Εμπεδοκλής, ο Πλάτωνας, οι Στωικοί, που αποδέχονται τη εγκυρότητα του περιεχομένου κάποιων μυθικών αφηγήσεων.

Η Φιλοσοφία αποτελεί δημιούργημα συγκεκριμένων ατόμων (ή και ομάδων), για αυτό η παραγωγή και η μετάδοσή του απαιτεί πολιτισμό γραφής και προϋποθέτει την ύπαρξη εξατομικευμένης κοινωνίας. Η Φιλοσοφία είχε και έχει ως στόχο την γνώση, μία γνώση όμως που προϋπόθετε συνέπεια λόγων και πράξεων. Για αυτό τον λόγο οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι ζούσαν βίο που αποτελούσε πρότυπο για την κοινωνία και καθιέρωνε πρότυπα συμπεριφοράς για την κοινωνία των πολιτών. Έπρεπε να υπάρχει μια αρμονία μεταξύ λόγων και πράξεων, διαφορετικά ήταν φιλόσοφοι, αν δεν ζούσαν ς εναρμόνιο βίο. Ο φιλοσοφικός στοχασμός ακόμα και σήμερα ως αποστολή του έχει καλλιεργώντας τη τάση για αμφιβολία και έρευνα, να προφυλάσσει από τις εύκολες λύσεις του εφησυχασμού και του δογματισμού, να κρατά άγρυπνες τις συνειδήσεις, να εμπνέει πίστη στις ανθρώπινες αξίες και να συμβάλει στην απροκατάληπτη διαμόρφωση ιδεών για τον κόσμο και τη ζωή. Βοηθά τον άνθρωπο να γνωρίσει τον εαυτό του, του αποκαλύπτει τα πραγματικά προβλήματά του και του υποδεικνύει τρόπους για τη βελτίωση της πραγματικότητας μέσα στην οποία ζει.

Η φιλοσοφία έχει μία ουσιώδη διαφορά από τις σύγχρονες επιστήμες και αυτή συνίσταται ακριβώς στο γεγονός, ότι δεν ασχολείται με το ειδικό, όπως συμβαίνει με τις επιστήμες, αλλά επιδιώκει να συλλάβει το καθολικό, την ουσία, μέσα από το ατομικό, το «καθέκαστον», όπως χαρακτηριστικά λέει ο Αριστοτέλης. Ασχολείται έτσι με ερωτήματα, που αναφέρονται στη φύση και στον χαρακτήρα του κόσμου που μας περιβάλλει, στη φύση και τον χαρακτήρα της γνώσης, της επιστήμης, της λογικής, της αισθητικής, της ηθικής, της πολιτικής. Ασχολείται, ακόμη, με το πρόβλημα της σχέσης σώματος και ψυχής, με τις έννοιες της συνείδησης, του θεού, της θρησκείας, καθώς και με το πρόβλημα της σχέσης του ανθρώπου με τον κόσμο, τον άνθρωπο και την κοινωνία.
Ο Φρόυντ έλεγε πως «η Γνώση οδηγεί στην Μεταμόρφωση», πως η θεωρία και η πράξη δεν πρέπει να διαχωρίζονται, πως η γνώση του εαυτού μας σημαίνει και την μεταμόρφωση του. Αυτό κάνει και την διαφορά μεταξύ της πραγματικής γνώσης και της θεωρητικής, που δεν έχει κανένα μεταμορφωτικό αποτέλεσμα. Πίστευε πως η συνειδητή σκέψη είναι ένα μικρό μέρος της όλης ψυχικής πορείας, που γίνεται μέσα μας, ένα ασήμαντο μέρος σε σχέση με τις τρομαχτικές δυνάμεις των σκοτεινών πηγών που κρύβονται μέσα μας. Η επιθυμία του Φρόυντ ήταν να φτάσει στο εσωτερικό, στην αληθινή φύση του ατόμου, ήθελε να σπάσει το συνειδητό σύστημα σκέψης, με την μέθοδο του ελεύθερου συνειρμού, που είναι να προσπεράσουμε την λογική συνειδητή παραδοσιακή σκέψη και να οδηγηθούμε προς μια νέα πηγή της προσωπικότητας μας. Η γνώση εν κατακλείδι δεν σημαίνει τίποτα αν δεν γίνει προσωπικό βίωμα, αν δεν μεταστοιχειωθεί σε σοφία.

Η μεταφυσική ζητεί να βρει το σταθερό πίσω από τα φαινόμενα, κάτι που να μην αλλάζει, την πραγματικότητα την ίδια, το Όντως Ον. Ο Πλάτωνας όρισε τη μεταφυσική ως θεωρία περί του Είναι και χώρισε τα είδη του Είναι διακρίνοντας τα πράγματα σε αισθητά και νοητά. Το αισθητό Είναι, πάλι, η Πλατωνική μεταφυσική το διαιρούσε σε άψυχο και έμψυχο, σε ύλη και ζωή. Το αισθητό είναι το φθειρόμενο ή μεταβαλλόμενο, το νοητό είναι το σταθερό. Το νοητό επομένως είναι το όντως ον, οι ιδέες. Οι ιδέες ως το πραγματικό Είναι έχουν Ζωή. Η Ζωή είναι το γνώρισμα του «Είναι». Η μεταφυσική επιζητεί να αναγάγει το πλήθος των όντων σε μία αιτία, ευρισκόμενη πέρα της φύσεως και ούσα ριζικώς διαφορετική από αυτήν.
«Κοιτάζω γύρω μου, κοιτάζω μέσα μου. Η αρετή τρελάθηκε, η γεωμετρία τρελάθηκε, η ύλη τρελάθηκε. Πρέπει νάρθει πάλι ο Νους ο νομοθέτης, να βάλει καινούρια τάξη, καινούριους νόμους, πιο πλούσια αρμονία να γίνει ο κόσμος».

Τελευταία αναγνωρίζεται από όλο και περισσότερους επιστήμονες πως ο Μύθος, η αρχαία φιλοσοφία και η μεταφυσική δεν έρχονται και δεν πρέπει να έρχονται σε αντίθεση με την σύγχρονη επιστήμη, πόσο μάλλον δε, με την Κβαντοφυσική. Κατά τον Χάιζεμπεργκ έναν από τους θεμελιωτές της κβαντικής θεωρίας: «Ο διαχωρισμός της επιστήμης διαπότισε βαθιά τον ανθρώπινο νου στους τρεις αιώνες που ακολούθησαν τον Καρτέσιο και θα χρειαστεί πολύς καιρός ακόμη μέχρι να αντικατασταθεί από μια διαφορετική νοοτροπία απέναντι στο πρόβλημα της αντίληψης της πραγματικότητας». Αναγνωρίζεται σχεδόν από όλους αυτό που αναφέρει ο φυσικός Οπενχαιμερ :
«Οι βασικές αρχές που ακολούθησε η ανθρώπινη σκέψη για να μας οδηγήσει στις πρόσφατες ανακαλύψεις της ατομικής φυσικής δεν είναι εντελώς άγνωστες, ούτε πρωτότυπες, ούτε καινούργιες. Ουσιαστικά στοιχεία τους υπάρχουν στα πλαίσια της ιστορίας της σκέψης του δικού μας πολιτισμού (ευρωπαϊκού-αρχαιοΕλληνικού), αλλά και εκτεταμένα διαπιστώσεις βρίσκουμε εύκολα στα θεωρητικά θεμέλια του Βουδισμού και του ινδουισμού. Έτσι οι πρόσφατες ανακαλύψεις δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά εξειδικεύσεις και λεπτομερειακές διευρύνσεις της βασικής διδασκαλίας της αρχαίας σοφίας..»
Ίσως έτσι εξηγούνται οι ισχυρισμοί των μεγάλων φιλοσόφων του παρελθόντος, πως ο άνθρωπος στην πορεία του προς την γνώση δια μέσου τόσο του μύθου, όσο και της Φιλοσοφίας και της Μεταφυσικής, μπορεί να αποκτήσει συνείδηση μιας διαφορετικής πραγματικότητας. Αντιλαμβάνεται μια πλατύτερη εικόνα του κόσμου μέσα του και γύρω του. Από τη στιγμή που συνειδητοποιεί αυτή την εικόνα, αγωνίζεται να την πραγματώσει στην καθημερινή ζωή, αλλάζοντάς τη σύμφωνα με τα πρότυπα που έχει φευγαλέα βιώσει. Αυτά τα πρότυπα είναι αξίες αιώνιες, νόμοι αναλλοίωτοι και σταθεροί. Αυτοί οι νόμοι συνθέτουν το Μονοπάτι που οδηγεί τον άνθρωπο πίσω στην πηγή του. Ξαναχαράζει το Δρόμο αναθεωρώντας τη στάση του απέναντι στη ζωή, αναζητώντας τις αιτίες που κρύβονται πίσω από τον κόσμο των φαινόμενων. Ιχνηλατεί το Μονοπάτι, αναγνωρίζοντας και βάζοντας σε εφαρμογή αξίες διαφορετικές από εκείνες του καθημερινού κόσμου.
Μπορεί να πει κανείς πως, ο αναζητητής κρατάει διαρκώς ζωντανή μια δημιουργική σχέση με τον κόσμο, ή τουλάχιστον το προσπαθεί. Όσο περισσότερο πλαταίνουν τα σύνορα -κάθε είδους σύνορα- πλαταίνει και βαθαίνει συνάμα και η ανθρώπινη συνείδηση. Αυτό ήταν εξάλλου η μύηση στις αρχαίες αλλά και σύγχρονες μυητικές τελετές, η διεύρυνση της συνείδησης; Καθώς η συνείδηση πλαταίνει, αγκαλιάζει όλο και περισσότερα κομμάτια της Δημιουργίας. Έτσι ξεπολώνεται από το γεωκεντρισμό, από τον ανθρωποκεντρισμό, από τον εγωκεντρισμό και αντιλαμβάνεται πως είναι ένα κομμάτι του κόσμου και όχι κάτι ανεξάρτητο από αυτόν.
Κατά τον ΄Εριχ Φρομ : «H δυνατότητα αυτογνωσίας, η λογική και η φαντασία ξεχωρίζουν τον άνθρωπο από την υπόλοιπη φύση, χωρίς όμως να τον αποδεσμεύουν από τους νόμους της. Έτσι ο άνθρωπος γνωρίζει την τρομερή αν και επίπλαστη αντίφαση της ύπαρξής του. Δεν μπορεί να απαλλαγεί από το μυαλό του, αλλά ούτε και από το κορμί του, ώστε να ανήκει αποκλειστικά σε ένα από τα δύο. Αυτή η αντίφαση τον ωθεί συνέχεια σε μια προσπάθεια να αναζητά λύσεις στο δίλημμά του και έτσι προχωρά αδιάκοπα σε νέες φάσεις. Από φύση του είναι υποχρεωμένος να βαδίζει προς τα εμπρός, σε μια αέναη προσπάθεια να καταστήσει γνωστό το άγνωστο, να γεμίσει με απαντήσεις τους κενούς χώρους της γνώσης. Πρέπει να κάνει απολογισμό στον εαυτό του για τον εαυτό του και για το νόημα της ύπαρξής του.
Ωθείται να ξεπεράσει τον εσωτερικό του διχασμό γεμάτος από μια επιθυμία για το απόλυτο, για ένα είδος αρμονίας που θα μπορεί να αποτινάξει επιτέλους την κατάρα που τον χώρισε από τη φύση, τους συνανθρώπους του και από τον ίδιο του τον εαυτό».