Κυριακή 2 Ιουνίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Λυσιστράτη (781-828)

Χ. ΓΕ. μῦθον βούλομαι λέξαι τιν᾽ ὑμῖν, [στρ.]
ὅν ποτ᾽ ἤκουσ᾽ αὐτὸς ἔτι παῖς ὤν.
785 οὕτως ἦν νεανίσκος Μελανίων τις, ὃς φεύ-
γων γάμον ἀφίκετ᾽ ἐς ἐρημίαν, κἀν
τοῖς ὄρεσιν ᾤκει·
κᾆτ᾽ ἐλαγοθήρει
790 πλεξάμενος ἄρκυς,
[καὶ κύνα τιν᾽ εἶχεν]
κοὐκέτι κατῆλθε πάλιν οἴκαδ᾽ ὑπὸ μίσους.
795 οὕτω τὰς γυναῖκας ἐβδελύχθη κεῖνος, ἡμεῖς δ᾽
οὐδὲν ἧττον τοῦ Μελανίωνος, οἱ σώφρονες.

ΓΕ. βούλομαί σε, γραῦ, κύσαι—
ΓΥ. κρομμύων τἄρ᾽ οὔ σε δεῖ.
ΓΕ. κἀνατείνας λακτίσαι.
800 ΓΥ. τὴν λόχμην πολλὴν φορεῖς.
ΓΕ. καὶ Μυρωνίδης γὰρ ἦν
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυ-
γός τε τοῖς ἐχθροῖς ἐπᾴσσειν·
ὣς δὲ καὶ Φορμίων.

805 Χ. ΓΥ. κἀγὼ βούλομαι μῦθόν τιν᾽ ὑμῖν [ἀντ.]
ἀντιλέξαι τῷ Μελανίωνι.
Τίμων ἦν τις ἀίδρυτος ἀβάτοισι τὸ πρόσ-
810 ωπον εὖ σκώλοισι περιειργμένος, Ἐ-
ρινύων ἀπορρώξ.
οὗτος οὖν ὁ Τίμων
ᾤχεθ᾽ ὑπὸ μίσους
815 πολλὰ καταρασάμενος ἀνδράσι πονηροῖς.
οὕτω κεῖνος ἡμῖν ἀντεμίσει τοὺς πονηροὺς
820 ἄνδρας ἀεί, ταῖσι δὲ γυναιξὶν ἦν φίλτατος.

ΓΥ. τὴν γνάθον βούλει θένω;
ΓΕ. μηδαμῶς· ἔδεισα γάρ.
ΓΥ. ἀλλὰ κρούσω τῷ σκέλει;
ΓΕ. τὸν σάκανδρον ἐκφανεῖς.
825 ΓΥ. ἀλλ᾽ ὅμως ἂν οὐκ ἴδοις
καίπερ οὔσης γραὸς ὄντ᾽ αὐ-
τὸν κομήτην, ἀλλ᾽ ἀπεψι-
λωμένον τῷ λύχνῳ.

***
ΧΟΡ. ΓΕΡ. Θα σας πω ένα παραμύθι [στρ.]
όπου τ᾽ άκουσα παιδί.
Ήταν ένα παλικάρι, Μελανίων,
κι από σιχαμάρα της γυναίκας
πήε στην ερημιά να ζήσει.
Σε βουνά και σε λαγκάδια
790 με τα δίχτυα κι ένα σκύλο
κυνηγούσε τους λαγούς.
Και δεν ξαναγύρισε στον κόσμο.
Τόσο σας σιχάθηκε όλες,
όσο εμείς οι μυαλωμένοι!
ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ (Σε μια γριά)
Μου ᾽ρχεται να σε φιλήσω!
ΓΡΙΑ
Αν γυρεύεις τον μπελά σου.
ΓΕΡ. (Σηκώνει το πόδι)
Κι έναν κλότσο να σου δώσω.
800 ΓΡΙ. Ρε τί μαύρη φούντα βλέπω!
ΓΕΡ. Πιο πολλά ᾽χε ο Μυρωνίδης,
ο μαυρόκωλος. Οι οχτροί,
όντας είδαν τόσες τρίχες,
φοβηθήκανε. Όμοιος ήταν
κι ο Φορμίων ο καπετάνιος.

ΧΟΡ. ΓΥΝ. Τώρα ακούστε και το δικό μου [αντ.]
παραμύθι μυθικό.
Ήταν ένας Τίμωνας, παλιομαγκούφης,
810 άσπιτος, λερός κι αγκαθογένης
ίδιο απόβγαλμα Ερινύων.
Το λοιπόν αυτός ο Τίμων
καταράστηκε τους άντρες
τους κακούς και πονηρούς.
Και δεν ξαναγύρισε στον κόσμο.
Τόσο σας πολυμισούσε
820 όσο αγάπαε τις γυναίκες!
ΜΙΑ ΓΡΙΑ (Σ᾽ ένα γέρο)
Θες τα μούτρα να σου σπάσω;
ΓΕΡ. Μπα! Τα χέρια τα φοβούμαι.
ΓΡΙ. Τότες κλότσο να σου δώσω.
ΓΕΡ. Θα φανεί σου η μαύρη φούντα.
ΓΡΙ. Όχι δα! Και μην ελπίζεις.
Όσο να ᾽μαι γερασμένη
κι είν᾽ ετούτο μου φλοκάτο!
Το αποτρίχωσα στο λύχνο.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΑΝΤΕΙΣ - ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ

Η κόρη οπού της χρυσής ομοίαζε Αφροδίτης (Όμ., Ιλ. Ω 699)
 
Κόρη του Πρίαμου και της Εκάβης, δίδυμη αδελφή του Έλενου. Όταν γεννήθηκαν, οι γονείς τέλεσαν γιορτή στον ναό του Θυμβραίου Απόλλωνα, λίγο έξω από τα τείχη της πόλης*. Το βράδυ οι γονείς, κουρασμένοι και μάλλον μεθυσμένοι, αποχώρησαν λησμονώντας τα παιδιά στον ναό που αποκοιμήθηκαν κουρασμένα από το παιχνίδι. Την άλλη μέρα τα αναζήτησαν και τα βρήκαν να κοιμούνται, ενώ δίπλα τους δύο φίδια τους έγλειφαν τα αυτιά καθαρίζοντάς τα. Ο Πρίαμος και η Εκάβη άρχισαν να φωνάζουν και τα φίδια κρύφτηκαν στις ιερές δάφνες του ναού. Στο μεταξύ, είχαν πετύχει να τους δώσουν το χάρισμα της μαντικής. Για την Κασσάνδρα λεγόταν ότι προέλεγε το μέλλον μετά από θεϊκή έμπνευση, όπως η Σίβυλλα και η Πυθία, σε κατάσταση παραληρήματος, ενώ ο Έλενος ερμήνευε τις κινήσεις και τις κραυγές των πουλιών (οιωνοσκοπία). Άλλη εκδοχή θέλει τον ίδιο τον θεό Απόλλωνα, ερωτευμένο με την Κασσάνδρα, να αγωνίζεται για να την αποκτήσει -σαν παλαιστής, τυλίγοντάς την με τον αέρα της γοητείας του (Αισχ., Αγ. 1206)- και να ζητά να του δοθεί με αντάλλαγμα την τέχνη της μαντικής. Η Κασσάνδρα δέχθηκε αλλά πάτησε τη συμφωνία με τον θεό, κι εκείνος έφτυσε στο στόμα της -ένα τελευταίο φιλί;- για να μη δίνει κανένας πίστη στις προφητείες της. Το χάρισμα της μαντικής παρέμεινε, όχι όμως της πειθούς. Στον Λυκόφρονα η ηρωίδα είναι φυλακισμένη από τον ίδιο της τον πατέρα γιατί δεν την άντεχε άλλο να θρηνεί συνέχεια και να προφητεύει δεινά, έδωσε όμως εντολή να καταγράφουν τα λεγόμενά της.
 
Όταν ο Πάρης προσέπεσε ικέτης στον βωμό του Δία, προκειμένου να σωθεί από τις επιθετικές διαθέσεις των αδελφών του, η μάντισσα αδελφή του τον αναγνώρισε, χάρη στις μαντικές της ικανότητες, ως τον θεωρούμενο χαμένο ή νεκρό γιο του Πρίαμου και της Εκάβης. Με τις ικανότητες πάλι «είδε» και τις συμφορές που θα έφερνε ο Πάρης στην Τροία και με πέλυκυ θέλησε να τον σκοτώσει. Τις ίδιες προφητείες είπε και όταν ο αδελφός της πήγε στη Σπάρτη και όταν την έφερε στο Ίλιον. Τους προειδοποίησε αλλά εκείνοι δεν την πίστεψαν. Όταν ο αδελφός της Έκτορας πέθανε από το χέρι του Αχιλλέα και ο πατέρας της Πρίαμος πήγε στο αχαϊκό στρατόπεδο και τη σκηνή του Αχιλλέα, πρώτη αυτή από τα τείχη τον είδε να επιστρέφει** με τη σορό του Έκτορα. Προσπάθησε ακόμη, το ίδιο και ο ιερέας του Απόλλωνα Λαοκόων, να πείσει τους Τρώες να μη βάλουν μέσα στην πόλη τον Δούρειο Ίππο, γιατί είχε προδεί την καταστροφή της πόλης της, όταν οι Τρώες έσυραν μέσα στην πόλη τον Δούρειο ίππο. Ο Όμηρος παραδίδει ότι κάποιος Τρωαδίτης ήρωας, ο Οθρυονέας***, την είχε ζητήσει σε γάμο δίνοντας την υπόσχεση στον Πρίαμο ότι θα έδιωχνε τους πολιορκητές από την Τροία, σκοτώθηκε όμως από τον Ιδομενέα. Πάντως, στην Ιλιάδα τίποτε δεν μαρτυρείται περί προφητικών ικανοτήτων της Κασσάνδρας.
 
Μετά την άλωση της Τροίας, η Κασσάνδρα κατέφυγε στον ναό της Αθηνάς και προσέπεσε ικέτης στο άγαλμα της θεάς αγκαλιάζοντάς το. Ο Αίας ο Λοκρός δεν σεβάστηκε την ικεσία, την τράβηξε από τα μαλλιά, οπότε το άγαλμα σείσθηκε από τη βάση του, και τη βίασε μέσα στον ναό. Οι Αχαιοί αγανάκτησαν με την ιεροσυλία και θέλησαν να λιθοβολήσουν τον Αίαντα, ο οποίος προσέπεσε ικέτης στον βωμό της θεάς που είχε προσβάλει με τη συμπεριφορά του. Οι Έλληνες σεβάστηκαν την ικεσία του…
 
Όταν οι κατακτητές μοιράσθηκαν τις γυναίκες των ηττημένων, η Κασσάνδρα έπεσε στον κλήρο του Αγαμέμνονα, ο οποίος την ερωτεύθηκε και την πήρε μαζί του στις Μυκήνες. Στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου αυτό συνιστά μια βασική αιτία του εγκλήματος της Κλυταιμνήστρας, καθώς ξεσηκώνεται η ζήλεια της γυναίκας για την ερωμένη και η απέχθεια για τον άνδρα-σύζυγο που ζητά από τη σύζυγο να καλοδεχτεί τη νέα αγαπημένη. Τόσο στον Αγαμέμνονα όσο και στις Τρωάδες του Ευριπίδη η Κασσάνδρα κινείται ανάμεσα στο βακχικό παραλήρημα και την προφητεία, μαινάδα γυναίκα παραδομένη στον Διόνυσο, προφήτισσα όσο και στον Απόλλωνα. Σε μια παρωδία του υμεναίου στις Τρωάδες, κάτι που μόνο από μια γυναίκα σε κατάσταση βακχικής μανίας θα μπορούσε (ήταν επιτρεπτό) να συμβεί στην τραγωδία, η νεαρή Κασσάνδρα οραματίζεται την τέλεση των γάμων**** της με τον Αγαμέμνονα και στη συνέχεια προφητεύει το ολέθριο τέλος τους. Πράγματι, η τύχη της ενώθηκε με τη δική του: όταν έφθασαν στις Μυκήνες δολοφονήθηκαν και οι δύο από την Κλυταιμνήστρα και τον Αίγισθο. Όταν ο Οδυσσέας «κατέβηκε» στον Άδη, για να συνομιλήσει για το ταξίδι της επιστροφής του στην Ιθάκη με τον Τειρεσία, ο νεκρός Αγαμέμνονας του μίλησε με θλίψη για την Κασσάνδρα, καθώς περιέγραφε τις τελευταίες τους στιγμές: Μα ακόμη πιο σπαραχτική άκουσα τη φωνή της κόρης του Πριάμου, / της Κασσάνδρας, την ώρα που τη σκότωνε πανούργα η Κλυταιμνήστρα / πλάι και πάνω μου (λ 421-422). Στο μεταξύ, και πριν το τέλος, η Κασσάνδρα λεγόταν ότι απέκτησε δύο δίδυμους γιους με τον Αγαμέμνονα, τον Τηλέδαμο και τον Πέλοπα, που κι εκείνοι σκοτώθηκαν από το σπαθί των δύο εραστών των Μυκηνών. Οι Μυκηναίοι έδειχναν τους τάφους τους δίπλα στων γονιών τους (Παυσανίας 2.16.6).
 
Και άλλες πόλεις διεκδικούν το επεισόδιο του θανάτου του Αγαμέμνονα και της Κασσάνδρας και σε διάφορες πόλεις λατρευόταν η προφήτισσα άλλοτε με το όνομα Αλεξάνδρα και άλλοτε ως Πασιφάη, μια και τα φανέρωνε όλα. Στις Αμύκλες, για παράδειγμα, πιο κάτω από τη Σπάρτη, είχαν ταυτίσει την Κασσάνδρα με μια τοπική ηρωίδα, την Αλεξάνδρα, και της έστησαν ιερό με το άγαλμά της. Ως Αλεξάνδρα λατρευόταν και στα Λεύκτρα της ανατολικής Μεσσηνίας, στον Κόλπο, όπου πιστευόταν ότι είχε ταφεί. Το ίδιο και σε ιερό στις Θαλάμες, βόρεια του Οίτυλου στη Λακωνία, όπου λατρευόταν μαζί με τον Ήλιο (Πλούτ., Άγις 9.2· Παυσ. 2.16, 3.19, 3.26).
 
Με το όνομα Αλεξάνδρα η όμορφη κόρη του Πριάμου αποτελεί το κύριο πρόσωπο του ομώνυμου προφητικού ποιήματος***** του Λυκόφρονα, ενός χαλκιδαίου ποιητή του 4ου αι. π.X., γραμμένο την εποχή που οι Ρωμαίοι άρχισαν να παρεμβαίνουν στα ελληνικά πράγματα. Σύμφωνα με τον ποιητή οι Δαύνιοι κάτοικοι της Απουλίας είχαν στήσει ιερό της Κασσάνδρας κοντά στη λίμνη Σάλπη. Εκεί προσέφευγαν ικέτιδες οι κόρες που δεν ήθελαν για συζύγους τους άνδρες με τους οποίους τις είχαν αρραβωνιάσει και προτιμούσαν να μείνουν ανύπαντρες παρά να περάσουν τη ζωή τους με άνδρα άσχημο ή από ταπεινή γενιά· ντύνονταν στα μαύρα και άλειφαν το πρόσωπό τους με κίτρινο χρώμα.
---------------------------
*Θύμβρη λεγόταν μια μικρή πόλη κοντά στον Σκάμανδρο. Στον ναό αυτό διαδραματίστηκαν και άλλα γεγονότα, ο θάνατος του Τρωίλου και ο θάνατος του Αχιλλέα, όπως αυτοί παραδίδονται από διάφορες πηγές.
 
**Η Κασσάνδρα στα τείχη
Και όταν στον Ξάνθον έφθασαν, διογέννητο ποτάμι,
ο Ερμής οπίσω εγύρισε στες κορυφές του Ολύμπου,
και η χρυσόπεπλη Ηώς την γην εφώτιζ' όλην,
κι εκείνοι με το λείψανο που εφέρναν τα μουλάρια
με δάκρυα, με ξεφωνητά τραβούσαν προς την πόλιν
και δεν τους νόησε κανείς παρά η Κασσάνδρα μόνη,
η κόρη οπού της χρυσής ομοίαζε Αφροδίτης.
Είχε ανεβεί στην Πέργαμον κι εκείθ' είδε στ' αμάξι
τον ποθητόν πατέρα της μαζί με τον Ιδαίον,
και ως είδε τον κειτάμενον στο νεκρικό του στρώμα
μες στ' άλλο αμάξι, έσκουζεν η κόρη και στην πόλιν
έβαλε το ξεφωνητό: «Ω Τρώισσες, ω Τρώες,
κοιτάτ' εκεί τον Έκτορα που άλλοτε απ' την μάχην
να σας γυρίζει ζωντανός ευφραίνετο η καρδιά σας
οπού τον είχεν ο λαός χαρά κι ελπίδα μόνην».
(Όμ., Ιλ. Ω 693-707)
 
***Οθρυονέας
Και τότε με τους Δαναούς ο Ιδομενεύς, αν κι ήταν
μισοασπρομάλλης όρμησε κι εσκόρπισε τους Τρώας.
Τον Οθρυονέα φόνευσε, που απ' τα Καβήσια μέρη
στην Τροίαν ήλθε, ως άκουσε την φήμην του πολέμου,
και του Πριάμου την καλήν απ' όλες θυγατέρα,
Κασσάνδραν, νύμφην άπροικα ζητούσε κι έργον μέγα
υπόσχονταν, τους Δαναούς να διώξει από την Τροίαν.
Και ο γέρος Πρίαμος ρητώς την κόρην του υπεσχέθη·
κι εκείνος εις τον λόγον του θαρρώντας πολεμούσε·
τον λόγχισεν ο Ιδομενεύς ενώ με υψηλό βήμα
κινούσεν, ουδέ ο θώρακας εκράτησε την λόγχην
ο χάλκινος, κι η άκρη της του εμπήχθη στην γαστέρα·
χάμω με βρόντον έπεσε κι εκείνος εκαυχήθη:
«Οθρυονέα, των θνητών θα σε κηρύξω πρώτον,
αν όσ' ανάλαβες σωστά τελειώσεις του Πριάμου,
αφού την θυγατέρα του κι εκείνος σου υποσχέθη.
Ομοίαν θα εκτελούσαμε κι εμείς υπόσχεσίν μας·
απ' τ' Άργος θα σου φέρναμε του Ατρείδη θυγατέρα
στα κάλλη της ασύγκριτην, γυναίκα να την έχεις,
την πυργωμένην Ίλιον αν συ μας εκπορθήσεις.
Στες πρύμνες ακολούθα εμέ να ειπούμε δια τους γάμους,
να ιδείς τι δώρα νυφικά δίδομ' εμείς γενναία».
Είπε και τον ποδόσερνε στην ταραχήν της μάχης.
(Όμ., Ιλ. Ν 361-383)
 
****Οι γάμοι της Κασσάνδρας
Κρατάτε ψηλά τους πυρσούς,
φωτίστε· σας φέρνω το φως·
φωτίζω κι αγιάζω
-κοίταξε, κοίτα-
με λαμπάδες αυτόν το ναό.
Ω! Υμέναιε αφέντη· καλότυχος
ο γαμπρός και καλότυχη εγώ
που θα πάω στο Άργος νυφούλα
σ' ενός βασιλιά το κρεβάτι.
Ω! Υμέναιε, Υμέναιε αφέντη.
Εσύ μάνα, με δάκρυ και βόγγους
το νεκρό μου γονιό, τη μυριάκριβη
πατρίδα θρηνείς και στενάζεις
κι εγώ για το γάμο μου
τις λαμπάδες ανάβω, το φως
να φωτίσει, να λάμψει
για τη χάρη σου, Υμέναιε,
για τη χάρη σου, Εκάτη,
σκορπίζω το φως, καθώς είναι
στις παρθένες συνήθεια
που νυφούλες στο γάμο πηγαίνουν.
(Ευρ., Τρ. 308-341)
 
*****Λυκόφρονος Αλεξάνδρα
H Αλεξάνδρα δεν είναι άλλη από την Κασσάνδρα, την κόρη του Πριάμου. H Κασσάνδρα-Αλεξάνδρα φυλακίζεται -προφανώς για να μη χρησμολογεί δημοσίως- την ημέρα που ο Πάρης-Αλέξανδρος ξεκινά το μοιραίο ταξίδι για τη Σπάρτη. H έγκλειστη Κασσάνδρα εκφέρει ένα μακρύ, προφητικό μονόλογο (1474 στ. σε ιαμβικό τρίμετρο). Ο Φύλακας ακούει τα λόγια της και μεταφέρει στον Πρίαμο όσα συγκράτησε από «μια φωνή / που θύμιζε της μαύρης Σφίγγας τη μιλιά». Ακολουθεί η εκτενής προφητεία: αρχίζει από την άλωση της Τροίας, περνά στους Νόστους και στις συνέπειες από την άλωση της Τροίας και περατώνεται με τις συγκρούσεις Ασίας - Ευρώπης (31-1450). Ακολουθεί ο θρήνος της Αλεξάνδρας, επειδή οι προφητείες της δεν γίνονται πιστευτές (1451-1460) και το ποίημα κλείνει με τον επίλογο του Φύλακα (1461-1474).

Η συμπάθεια

Η συμπάθεια είναι ψυχικό φαινόμενο ανάλογο με το φυσικό φαινόμενο του συντονισμού του πομπού με τον δέκτη. Συμπάσχω όταν είμαι σε θέση να συντονιστώ με τα συναισθήματα του άλλου που πάσχει.
 
Σε μια πιο ήπια μορφή μορφή συμπάθειας, δεν συμπάσχω με τον άλλο, απλώς τον συμπαθώ. Που σημαίνει πως νοιώθω γι αυτόν μια διαρκέστερη συμπάθεια, άσχετα απ’ το αν πάσχει ή δεν πάσχει ώστε να εκδηλώσω αυθόρμητα τα συναισθήματά μου εξ επιδράσεως.
 
Το συμπαθώ διαφέρει από το συμπάσχω. Η ενέργεια του ρήματος συμπαθώ είναι ήπια και διαρκής, ενώ η ενέργεια του ρήματος συμπάσχω είναι λιγότερο ή περισσότερο βίαιη και μάλλον περιορισμένου χρόνου. Συμπάσχω με κάποιον που τον δέρνουν, όσο τον δέρνουν. Όμως, αν τον γνωρίσω καλύτερα μετά τον ξυλοδαρμό, που με έκανε να συμπάσχω, ενδέχεται και να τον συμπαθήσω, τώρα που δεν συμπάσχω για κάτι το συγκεκριμένο. Διότι διαπίστωσα πως αξίζει να συμμερίζομαι τα συναισθήματά του και τις ιδέες του με τρόπο διαρκέστερο. Φυσικά, μπορεί κάποτε να πάψω να τον συμπαθώ, με τον ίδιο τρόπο που έπαψα και να συμπάσχω συμμεριζόμενος μόνο ένα συγκεκριμένο πάθημά του.
 
Πάντως και στις δύο περιπτώσεις, και όταν συμπάσχω και όταν συμπαθώ, δεν κάνω τίποτα άλλο απ’ το να προβάλλω τον ψυχισμό μου πάνω στον ψυχισμό του άλλου και, κατά κάποιον τρόπο, να νοιώθω πως μπήκα μέσα του, πως συντονίστηκα περισσότερο ή λιγότερο καλά στο μήκος κύματος στο οποίο εκείνος εκπέμπει.
 
Για να συμβεί κάτι τέτοιο, πρέπει να εκπληρώνονται δύο προϋποθέσεις, όπως σε κάθε σύστημα επικοινωνίας: Ο πομπός να εκπέμπει και ο δέκτης να είναι σε θέση να συλλάβει το σήμα που ο πομπός εκπέμπει. Για κείνον που δεν έχει τηλεοπτικό δέκτη, δεν έχει νόημα η ύπαρξη του τηλεοπτικού πομπού. Ομοίως δεν έχει νόημα η ύπαρξη του τηλεοπτικού πομπού και όταν το σήμα που εκπέμπει φτάνει ασθενές στον δέκτη μου, ή όταν ο δέκτης είναι χαλασμένος.
 
Η τέχνη είναι ένα σύστημα επικοινωνίας, στο οποίο όχι μόνο πρέπει να λειτουργεί και ο πομπός (το έργο τέχνης) και ο δέκτης (ο θεατής, ο ακροατής, ο αναγνώστης), αλλά ο δέκτης πρέπει απαραιτήτως να είναι σε θέση να συντονιστεί με τον πομπό. Κακός συντονισμός σημαίνει κακή λήψη και κακή λήψη σημαίνει κακή επικοινωνία. Σε μια κακή λήψη μπορεί να φταίει, βέβαια, ο πομπός, αλλά είναι πιο συνηθισμένο να φταίει ο δέκτης.
 
Πριν, λοιπόν, αποφανθούμε για την αξία και την ποιότητα του εκπεμπόμενου σήματος από το έργο τέχνης, πρέπει να κάνουμε ένα τσεκάπ στον δέκτη μας, δηλαδή στον εαυτό μας νοούμενο σαν αποδέκτη του αισθητικού, ή του όποιου άλλου μηνύματος του έργου τέχνης. Είτε φταίει είτε δε φταίει ο καλλιτέχης για το γεγονός πως δεν μπορέσαμε να συντονιστούμε μαζί του, εμείς πάντως φταίμε σίγουρα όταν ο δέκτης μας είναι σκουριασμένος, αραχνιασμένος ή πολύ παλαιός τεχνολογίας ώστε να μπορεί να συλλαμβάνει και σήματα πιο πολύπλοκα.
 
Ο Άλλος δε φταίει πάντα. Και εν πάση περιπτώσει, πριν αποφανθούμε, και προκειμένου να αποφανθούμε αν φταίει ο Αλλος, πρέπει πρώτα να δούμε αν φταίμε εμείς. Όπως και νάναι, στην τέχνη ο κάθε δέκτης μπορεί να ψάξει να βρει τον πομπό που εκπέμπει στο μήκος κύματος που έχει προεπιλέξει. Βέβαια, δεν είναι λογικό ο δέκτης να συλλαμβάνει κατ’ επιλογήν το ένα, το προσαρμοσμένο σ’ αυτόν σήμα. Αλλά εν πάση περιπτώσει αν το σήμα δεν είναι κατάλληλο για τον δικό μου δέκτη δε σημαίνει πως φταίει κατ’ ανάγκην το σήμα. Βέβαια, υπάρχει τέχνη για όλα τα γούστα. Αλλά ας μην ξεχνάμε αυτό που είχε πει ο Γκυστάβ Φλωμπέρ:
 
Τα μεγαλοφυή έργα χρειάζονται μεγαλοφυές κοινό. Για το λιγότερο μεγαλοφυές κοινό, υπάρχει πάντα μια τέχνη προσαρμοσμένη στα μέτρα του. Άλλωστε, είναι τόσοι πολλοί οι κακοί καλλιτέχνες, που θα μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες για τέχνη, ή για ό,τι ο καθένας πιστεύει πως είναι τέχνη, ενός τεράστιου πλήθους ανθρώπων. Το αισθητικό γεγονός είναι απ’ τη φύση του δημοκρατικό. Αλλά το πράγμα αρχίζει να γίνεται αυταρχικό όταν οι χυδαίοι προσπαθούν να επιβάλουν τη χυδαία τέχνη σε ανθρώπους που πασχίζουν να γλυτώσουν απ’ τη χυδαιότητα.
 
Το αντίθετο είναι απολύτως αδύνατο: Κανείς δεν μπορεί να επιβάλει ένα δύσκολο ή πολύπλοκο έργο τέχνης σε άνθρωπο με ευαισθησίες ακατάλληλες για κάτι τέτοιο. Συνεπώς, η μάζα είναι προφυλαγμένη απ’ τη δικτατορία της ελίτ. Η ελίτ όμως δεν είναι προφυλαγμένη απ’ τη δικτατορία της μάζας, όταν αυτή διεκδικεί, και συνήθως επιβάλλει με τον όγκο της, τα δικαιώματά της επί της τέχνης. Αν η παραγωγή έργων τέχνης καθορίζονταν με δημοψήφισμα, είναι βέβαιο πως η τέχνη θα είχε εξαφανιστεί. Και εν πάση περιπτώσει, θα είχε χαθεί σίγουρα ο παιδαγωγικός της χαρακτήρας.
 
Διότι στην παιδαγωγική το ζητούμενο δεν είναι να κατέβει ο δάσκαλος στο επίπεδο του μαθητή και να καθηλωθεί εκεί, αλλά να ανέβει ο μαθητής στο επίπεδο του δασκάλου και να τον ξεπεράσει. Και επειδή ο καλλιτέχνης δεν είναι κυρίως ειπείν δάσκαλος, δεν έχει καμιά απολύτως «δημοκρατική» υποχρέωση να κατεβεί μέχρι ενός επιπέδου, όπως λεν οι καλόβολοι. Ποιος θα μπορούσε να καθορίσει το επίπεδο κάτω του οποίου το κατέβασμα δε γίνεται κατρακύλα στα ερέβη του μη αισθητικού;
 
Δεν υπάρχει πιο αστείος εγωισμός απ’ αυτόν του αφελούς που περνάει τον εαυτό του για δημοκράτη, όταν παίρνει τις δικές του δυνατότητες για επαφή με το έργο τέχνης σα μέτρο για το κατέβασμα της τέχνης στο επίπεδο του λαού, λέει.

ΒΑΡΒΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ (1745 - 1825)

Ο ΠΕΙΡΑΤΗΣ - ΤΟ ΧΑΒΙΑΡΙ - Ο ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ

Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ

Όλοι έχουμε συνδέσει το όνομα τον Βαρβάκη με την ίδρυση του Σχολείου που φέρνει τ' όνομά του, πολλοί όμως το σχετίζουν με τη "Βαρβάκειον Αγορά", επειδή συνέβη να δημιουργηθεί απέναντι οπό τη Σχολή και στη συνέχεια να καταλάβει το χώρο του Βαρβακείου κτιρίου, όταν το 1944 καταστράφηκε. Τέλος το όνομά του συνδέθηκε, φυσικά με το Βαρβάκειον Ίδρυμα. Έτσι πέρασε ως Ευεργέτης στη σνείδηση των δεκάδων χιλιάδων μαθητών της Βαρβακείου Σχολής, που φοίτησαν και αποφοίτησαν, μέσα στα 140 χρόνια της λειτουργίας της. Ο Βαρβάκης, όμως παρέμενε άγνωστος. Τίποτε, ή σχεδόν τίποτε, δεν γνωρίζαμε...
 
Η ζωή και οι αγώνες για την Ελευθερία της Πατρίδας, η κοινωνική του δραστηριότητα, η προσφορά του στην Παιδεία του Γένους, η συμμετοχή του στην επανάσταση του '21, ως φιλικός, αγνοούνται. Αυτό είναι άδικο. Η προσωπικότητα του Βαρβάκη είναι σίγουρα πολύ σημαντικότερη και αξιοσπούδαστη από το να εξεταστεί μόνον ως πλούσιος Ευεργέτης. Ο Βαρβάκης γεννήθηκε στα Ψαρά. Το έτος, που είδε το φως πρέπει να τοποθετηθεί γύρω στο 1745. Ο πατέρας του ονομαζόταν Ανδρέας κι ήταν γιος του Λεοντή (το όνομα του Παππού του Βαρβάκη) και η μάνα του ή Μαρού, είναι άγνωστο το πατρώνυμό της. 

Το παρανόμι "Βαρβάκης" ο Γιάννης το απόκτησε σε μικρή ηλικία επειδή είχε μεγάλα βλοσυρά μάτια και ορμητικότητα, όπως εκείνα τα πoυλιά, κάτι ανάμεσα σε γεράκι και κουκουβάγια, που λέγονrαι βαρβάκια και, φαίνεται, ήταν άφθονα στο νησί. Οι συνομήλικοί τoυ, λοιπόν του έδωσαν αυτό το όνομα. "Βαρβάκι", με το oποίο έγινε γνωστός στην Ιστορία. Πουθενά δεν υπάρχει το επώνυμο Λεοντής ή Λεοντίδης, ούτε στο "υπόμνημα της Νήσου Ψαρών" Toυ Κωνσταντίνου Νικοδήμου, ούτε στο Αρχείον των Ψαρών, που εκδόθηκε από τον Βασίλη Σφυρόερα στη σειρά: Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας της Ακαδημίας Αθηνών.

Γράμματα δε γνώριζε πολλά, όπως όλοι σχεδόν της εποχής του θαλασσόβιοι Ψαριανοί, αργότερα όμως ασκήθηκε περισσότερο για να μπορέσει να διαβάζει και να γράψει καλύτερα. Δεν ήταν όμως ούτε οκτώ χρονών, όταν ο πατέρας του ο καπετάν Ανδρέας άρχισε να του μαθαίνει τη ναυτική τέχνη. Στα δεκαεπτά του χρόνια ο Γιάννης έπαιρνε μέρος με τον πατέρα του και τον αδελφό του σε επιδρομές εναντίον Τουρκικών εμπορικών καραβιών. Στα είκοσι ή εικοσιδύο χρονών ήταν καπετάνιος δικού του καραβιού, μιας "σακολέβα". Έκανε εμπόριο και διακρίθηκε ως εμποροπλοίαρχος. 

Πολύ πριν από την κάθοδο των Ρώσων στο Αιγαίο το 1770, πολλοί Έλληνες καπεταναίοι από τα νησιά επιδόθηκαν σε καταδρομές εναντίον των Τoύρκων. Οι Ψαριανοί που είχαν συνηθίσει στην πειρατεία δεν έμειναν αργοί. Ονομαστός ως κουρσάρος έγινε κι ο Βαρβάκης, καθώς έπαιρνε, όπως είδαμε, μέρος σε επιδρομές κατά των πλοίων των Οθωμανών. Σύμφωνα μάλιστα, με νεότερες Ρωσικές πηγές ο Βαρβάκης, αuτός ο νέος αποφασιστικός Έλληνας υπήρξε ο "αεικίνητος κουρσάρος", τον οποίον οι Τούρκοι θεωρούσαν ως τον πιο τρομερό πειρατή στο Αιγαίο. Με τις παράτολμες επιθέσεις, λοιπόν, έγινε ξακουστός σ' όλο το Αρχιπέλαγος. 

Ο Σουλτάνος επικήρυξε το κεφάλι του με χίλια πιάστρα (νόμισμα της Αιγύπτου και της Τουρκίας), δηλαδή με μεγάλο ποσό. Τον κυνηγούσαν πολλοί κι από παντού. Τέλος, βγήκε μεγάλη ναυτική δύναμη με διοικητή τον Καπουδάν-Πασά να τον συλλάβει. Έφθασε στα Ψαρά και ο Πασάς απαίτησε να παραδώσουν τους αρχηγούς των καταδρομέων και μάλιστα τον Βαρβάκη, αλλιώς, απείλησε, θα κάψει το νησί. Μόνο το μεγάλο ρουσφέτι έσωσε τους Ψαριανούς από την καταστροφή.

Ο Βαρβάκης, όταν έμαθε από συμπατριώτες του ναυτικούς πως ο πατέρας του καπετάν Ανδρέας ήταν άρρωστος βαριά, δεν αποφάσιζε να πάει στο νησί από φόβο μήπως προκαλέσει την οργή των εχθρών ενάντια στους ανθρώπους του νησιού. Εκεί, στα τέλη του Νοέμβρη του 1769, το αποφάσισε και με φουρτούνα έφτασε στο νησί. Νύχτα επισκέφτηκε το πατρικό του σπίτι. Ο πατέρας του εδώ και μήνες ήταν κατάκοιτος, αλλά, μόλις είδε το γιο του μπροστά του, ζωντάνεψε και τα μάτια του έλαμψαν. 

Ο καπετάν Γιάννης ζήτησε από τον πατέρα του να τον συμβουλεύσει τι να κάνει κι εκείνος του σύστησε να πάρει ότι περιουσία είχε σε χρυσό και να φτιάξει καινούργιο καράβι, να βρει πιστό και άξιο πλήρωμα και να σπεύσει να ενωθεί με το Ρωσικό στόλο. Στην απορία του γιου του για ποιο Ρωσικό στόλο μιλάει, ο γέρο-Ανδρέας του είπε πως από δικό του άνθρωπο πληροφορήθηκε ότι οι Ρώσοι ήδη πέρασαν το Γιβραλτάρ και σύντομα η μοίρα του στόλου τους θα βρισκόταν στα Ελληνικά νερά. Και είχε πει την αλήθεια. Σύντομα τα Ρωσικά καράβια με ναύαρχο τον  Γκριγχόρι Αντρέγιεβιτς Σπυρίντωφ έφθασε στις δυτικές ακτές της Πελοποννήσου.

Η εξέγερση των Ελλήνων, που ονομάστηκε: τα "Ορλοφικά" από τους επικεφαλής της στρατιωτικής επιχείρησης, ευvοούμεvους της αυτοκράτειρας Αικατερίνης της Β', κόμητες Αλέξη και Θεόδωρο Ορλώφ, είχε αρχίσει. Ο Βαρβάκης, σύμφωνα με τα έγγραφα του Ορλώφ και του Σπυρίντωφ ήλθε στο Ναβαρίνο, ύστερα από την κατάληψη του Μυστρά, και παρουσιάστηκε στο ναύαρχο. Ο Σπυρίντωφ δέχτηκε με χαρά τον Ψαριανό καπετάνιο να ενταχθεί μαζΙ με το εικοσακάνονο καράβι του (σεμπέκιον) και το πλήρωμά του στις Ρωσικές δυνάμεις. Έτσι ο Βαρβάκης συμμετείχε στην πολιορκία του κάστρου του Ναβαρίνου, που έπεσε στις 10 Απριλίου 1770.

Ο Ρώσος ναύαρχος αντιλήφθηκε πώς ο νέος εθελοντής γνώριζε άριστα τις Ελληνικές θάλασσες και είχε μεγάλη πολεμική πείρα σε καταδρομές και τον δέχτηκε ως θείο δώρο. Τον έκανε πιλότο του και τον έστειλε με αποστολή να μάθει πού βρίσκεται ο Οθωμανικός στόλος. Ο Βαρβάκης ως πιλότος του ναυάρχου ψάχνει να βρει που κρύβονται τα Τουρκικά καράβια. Ανακαλύπτει να βρίσκονται ανάμεσα στη Χίο και τον Τσεσμέ. Ειδοποιούνται ο Σπυρίντωφ και ο Ορλώφ. Ο Βαρβάκης συμμετέχει στη ναυμαχία με το καράβι του και μαθαίνουμε από το ημερολόγιο καταστρώματος του Σπυρίντωφ και του Γκρέυγ πως η ναυαρχίδα "Ευστάθιος" σώθηκε από την ξαφνική επέμβαση ενός μικρού Ελληνικού πλοίου με είκοσι κανόνια, ήταν το καράβι του καπετάν Γιάννη του Ψαριανού.

Τέλος, τη νύχτα της 26ης lουνiου 1770 άρχισε η ξακουστή ναυμαχία του Τσεσμέ. Ο Βαρβάκης, αφού μετέτρεψε το καράβι του σε πυρπολικό, το οδήγησε και το κόλλησε σ΄ ένα μεγάλο Τουρκικό ντελίνι, πιθανόν τη ναυαρχίδα, άναψε ο ίδιος το δαυλό το φιτίλι, και τίναξε το μεγάλο καράβι στον αέρα. Από την έκρηξη τινάχτηκε κι αυτός κι έπεσε στην θάλασσα. Οι Ρώσοι ναύτες έσπευσαν και τον μάζεψαν τραυματισμένο. Ο ναύαρχος Σπυρίντωφ τον ονόμασε Ήρωα του Τσεσμέ" και με το όνομα αυτό έγινε γνωστός στο Αστραχάν. Ο Αλέξης Ορλώφ ωςΑαυτοκράτορας εκπρόσωπος στην επιχείρηση ανέφερε με επίσημο έγγραφο την ηρωική πράξη του Βαρβάκη στην Αικατερίνη Β', η οποία με διάταγμά της τον ονόμασε υπολοχαγό του Ρωσικoύ στρατού.


Ο Βαρβάκης μετά την καταστροφή του Τουρκικού στόλcυ και του δικού του καραβιού ήλθε στο νησί του. Τότε ναυπήγησε μεγαλύτερο κοράβι στον ταρσανά (ναυπηγεlο) των Ψαρών, το οποίο εξόπλισε με 26 κανόνια, το καράβι αυτό δεν πρόλαβε να το ρίξει στον αγώνα  Καθώς η Αικατερίνη Β' έκλεισε ειρήνη με τους Τoύρκoυς στο Κιουτσούκ - Καιναρτζή (1774). Έτσι, το καράβι αυτό μετατράπηκε σε εμπορικό και με αυτό ο Ψαριανός άρχισε τα ταξίδια στο Λιβόρνο και σ' άλλα λιμάνια της Δύσης. Κάποτε αποφάσισε να πλεύσει από τα Ψαρά στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας.

Έπρεπε όμως να περάσει από την Κωνσταντινούπολη. Σκοπός του βασικά ήταν να ζητήσει από το Ρωσικό Προξενείο την άδεια να υψώσει στο καράβι του τη Ρώσικη σημαία, σύμφωνα με τη συνθήκη του 1774, που προέβλεπε ελεύθερη ναυσιπλοΐα από τη Μεσόγειο προς τον Εύξεινο Πόντο και αντίστροφα για τα Ελληνικά καράβια που θα είχαν Ρωσική σημαία. Έφθασε στην Πόλη, όμως το μέγεθος του καραβιού τον πρόδωσε, δεν έμοιαζε με συνηθισμένο εμπορικό πλοίο. Ζήτησαν να μάθουν ποιος ήταν ο καπετάνιος του. Όταν έμαθαν ποιος ήταν έσπευσαν να τον συλλάβουν. 

Ο Βαρβάκης παρά τρίχα γλίτωσε τη σύλληψη, το καράβι του όμως κατασχέθηκε και ρυμουλκήθηκε στο ναύσταθμο. Έμεινε λοιπόν χωρίς πλοίο και χωρίς προστασία. Τότε κατέφυγε στη Ρωσική πρεσβεία και ζήτησε άσυλο. Ο Ρώσος επιτετραμένος Νικολάι Βασίλιεβιτς Ρέπνιν, καθώς δεv είχε πληρεξουσιότητα να δίνει στους Έλληνες Ρωσική υπηκοότητα, αναγκάστηκε να τον κρύψει στο σπίτι του. Σε λίγες μέρες τον φυγάδευσε με Ρωσικό καράβι για τη Νότια Ρωσία. Το Ρωσικό πλοίο έφτασε στο λιμάνι Χατζήμπεη, Τουρκικό παραθαλάσσιο οχυρό το οποίο είχε ήδη περάσει στα χέρια των Ρώσων. 

Σ' αυτό τον τόπο θα ιδρυθεί το 1794 η πόλη της Οδησσού. Εκεί έμεναν αρκετοί Έλληνες, οι οποίοι φιλοξένησαν τον Ψαριανό καπετάνιο. Από το λιμάνι αυτό ξεκίνησε ο Βαρβάκης να πάει στην Αγία Πετρούπολη πεζός, άλλο μέσο δεν υπήρχε. Όταν κάποτε έφθασε στην πρωτεύουσα, προσπάθησε να δει την Αυτοκράτειρα. Έλεγε το όνομά του, αλλά για τους φρουρούς του Τσαρσκοϊ Σέλο (Θερινό Ανάκτορο), το όναμά του δεν τους έλεγε τίποτε, πηγαινοερχόταν χωρίς αποτέλεσμα. Τέλος αγανακτισμένος, σύμφωνα με την αφήγηση του ιδίου, σ' ένα καφενέ που μαζεύονταν κυρίως Έλληνες, άρχισε να καταφέρεται μεγαλόφωνα εναντίον της Αυτοκράτειρος, που είχε υπηρετήσει. 

Τότε γνωρίστηκε μ' έναν άνθρωπο μεγαλοπρεπή, που γνώριζε Ελληνικά. Ζήτησε να μάθει γιατί ήταν αγανακτισμένος κι όταν πληφopήθηκε την αιτία, τον παρηγόρησε, και τον προέτρεψε να ξαναπάει. Με πολύ δισταγμό πήγε, αλλά αυτήν τη φορά τον δέχθηκαν. Και τότε δίπλα στην Αικατερίνη βρισκόταν ο άνθρωπος του Καφενείου ήταν ο Γρηγόρι Αλεξάνδροβιτς Ποτέμκιν, ευνούμενος της Αυτοκράτειρας, στρατάρχης της Αυτοκρατορίας και σύμβουλος και λίγο αργότερα γενικός Διοικητής της Νότιας (Νέας) Ρωσίας. 

Αυτός συνηγόρησε υπέρ του Βαρβάκη, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα την απόφαση της Βασίλισσας της 21ης Οκτωβρίου 1772, με την οποία ο Έλληνας καπετάνιος, ο ήρωας του Τσεσμέ, εντασόταν στο Ρωσικό στρατό με τον βαθμό του υπολοχαγού. Η Αυτοκράτειρα του πρόσφερε, ακόμη, χίλια τσερβόντσι (που ισοδυναμούσαν με δέκα χιλιάδες ρούβλια) και ένα διάταγμα, με το οποίο του παραχωρούσε δικαιώματα αλιείας και εμπορίας ψαριών στην Κασπία θάλασσα, χωρίς δασμούς. Έτσι αναχώρησε για το Αστραχάνιον.

Η επιλογή του Αστραχάν δεν ήταν τυχαία. Ο ίδιος ο Βαρβάκης το ήθελε, καθώς είχε ακούσει πολλά γι΄αυτήν την ανεκμετάλλευτη περιοχή από τον ναύαρχο Σπυρίντοφ, ο οποίος μετά την αποπεράτωση των σπουδών του στη βασιλική Ναυτική Σχολή το 1728 τοποθετήθηκε στο Αστραχάν και άρχισε την υπηρεσία του στην Κασπία θάλασσα. Μια δεύτερη δυνατή ώθηση δόθηκε από τον ίδιο τον Ποτέμκιν, ο οποίος διέκρινε τι μπορούσε να προσφέρει αυτός ο αποφασιστικός Έλληνας εκεί.

Εγκαταστάθηκε, λοιπόν, στο Αστραχάν. Ο χρόνος εγκατάστασής του εκεί, σύμφωνα με επίσημα έγγραφα. πρέπει vα τοποθετηθεί μεταξύ του τέλους του 1776 και τις αρχές του 1777. Αρχικό ο Βαρβάκης τοποθέτησε τα χρήματα, που έλαβε από την Αυτοκράτειρα, στην παραγωγή και εκμετάλλευση οινοπνεύματος (κυρίως ρακί), πράγμα αναγκαίο για την περιοχή. Το εμπόριο του ρακιού σύντομα έγινε κερδοφόρο. Δεν πέρασε, όμως, πολύς χρόνος και αντιλήφθηκε πως η αλιεία ήταν ασύγκριτα επικερδέστερη από την κατασκευή και εμπορία του οινοπνεύματος και στράφηκε ουσιαστικά σ' αυτήν.

Μέσα σε πολύ λίγο χρόνο, με όπλα τη νοημοσύνη του και τη δραστηριότητά του, κέρδισε πολλά. Οργάνωσε σε καλύτερη βάση τις επιχειρήσεις του.Πρώτα αγόρασε ένα ιδιαίτερα μεγάλο και πλούσιο ψαρότοπο, τον Ικριάνογε", πoυ βρισκόταν μέσα στα παραποτάμια του Βόλγα, κοντά στις εκβολές του στην Κασπία. Αγόρασε, ακόμη, και τρία νησιά, ως δική του ιδιοκτησία, που βρίσκονταν στην Κασπία Θάλασσα. Είχε και δικά του τέσσερα καράβια. Επειδή το ψάρι ήταν άφθονο και η συντήρησή του, για να πουλιέται φρέσκο, ήταν πολύ δύσκολη. επιδόθηκε στην κατασκευή διαφόρων ταριχευτών ειδών (καπνιστών. παστών κ.λ.π.), τα οποία ήταν δυνατόν να γίνουν εμπορεύσιμα σε όλη τη χώρα. 

Η μεγαλύτερη όμως επιτυχία του ήταν ασφαλώς η αvακάλυψη του χαβιαριού) και του τρόπου διατήρησης του. Πώς έγινε αυτό; Κάποια μέρα ο Βαρβάκης, καθώς έκανε την συνήθη περίπατό του στην όχθη του Βόλγα, είδε ένα μουζίκον, καθισμένο στην ακροποταμιά, να τρώγει με βουλιμία μια παράδοξη στη μορφή (το χρώμα της ήταν μαύρο) και άγνωστη σε αυτόν τροφή. Τον πλησίασε και τον ρώτησε τι έτρωγε. Εκείνος απάντησε: ''Ικρά'' (έτσι λέγεται το χαβιάρι Ρωσικά) και του έδωσε να δοκιμάσει. Εκείνος έφαγε και το βρήκε νοστιμότατο έδεσμα. Τότε ρώτησε από που προέρχεται. 


Έμαθε, λοιπόν, πως ο Βόλγας και οι παραπόταμοι του, καθώς και οι γύρω λίμνες, ήταν γεμάτοι από Μπελούγκα, στουργιόνι, μουρούνα, λούτσους και οξύρρυγχους, που οι ωοθήκες τους ήταν γεμάτες με αυτή την εξαίρετη θρεπτική τροφή. Διαπίστωσε, όμως, ότι παρασκευαζόταν σε πολύ μικρές ποσότητες ιδιωτικά, επειδή δεν ήταν εύκολο να συντηρηθεί επί πολύ χρόνο. Το δεύτερο, που ανακάλυψε, αφού δοκίμασε πολλά είδη ξύλων" για κατασκευή μικρών βαρελιών ήταν, πως το καλύτερο ξύλο ήταν της φιλόρας (κοινώς Φλαμουριάς) για την συντήρηση του προϊόντος.

Έτσι άρχισε τη μεγάλη παραγωγή του χαβιαριού και τη διακίνησή του εκτός Ρωσίας. Η εξαγωγή άρχισε πρώτα στην Περσία, ακολούθησε η Τουρκία και ύστερα, στις άλλες χώρες. Έτσι ο εφευρετικός αυτός Έλληνας δημιούργησε μια γερή πρωτοφανέρωτη επιχείρηση παρασκευής, συντήρησης και εξαγωγής χαβιαριού σε όλο τον κόσμο. Το χαβιάρι έγινε πασίγνωστο για τους καλοφαγάδες και το Αστραχάν πλούτιζε καθώς η επιχείρηση αυτή έδινε δουλειά σε τρεις χιλιάδες μισθωτούς εργάτες "ελευθεροσυμφωνητούς".

Ο ίδιος απόκτησε "μεγαλωτάτην περιουσίαν" αλλά και η Ρωσία ανακάλυπτε απρόσμενα μια νέα πλουσιότατη πηγή εσόδων για το κρατικό ταμείο της. Ο Βαρβάκης δεν αρκέστηκε στις οικονομικές επιτυχίες του, στράφηκε και σε άλλες δραστηριότητες, κυρίως κοινωνικές. Τόσο οι ήδη γνωστές Ελληνικές πηγές όσο και οι Ρωσικές που γνωρίσαμε πρόσφατα (1995), φανερώνουν έναν άλλον άνθρωπο εκείνον της Ευεργεσίας. Το όνομά του έγινε πολύ νωρίς γνωστό στη χώρα που τον δέχθηκε, συνδεόμενο με της αγαθοεργίες του. Στις αρχές του 19ου αιώνα επισκέπτεται το Αστραχάν ένας πολύ γνωστός στη Ρωσία της εποχής δημοσιολόγος, ο Νικολάϊ Πογκόντιν. 

Αυτός, λοιπόν, κατέγραψε σ' ολόκληρο βιβλίο "τις καλές πράξεις αυτού του αξιοθαύμαστου ανθρώπου". Το 1818 δημοσιεύεται σε επίσημη εφημερίδα της Αγίας Πετρούπολης εκτενές άρθρο με τίτλο: "Περί Χρονολογίας της Αρετής'' όπου γίνεται λεπτομερής περιγραφή των θεάρεστων και κοινωφελών πράξεων του εναρετώτατου ανδρός, Κυρίου ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ ΒΑΡΒΑΚΗ, τον Αυλικού Συμβούλου και Ιππέως (ιππότου), όστις δικαίως ημπορεί να γένει εις τους χρόνους μας παράδειγμα και υπογραμμός όλων εκείνων, όσοι ευρίσκουσι την αληθή δόξαν και ευτυχίαν των εις το να ευεργετώσι τους πλησίον των, και εις το να συστοίνωσι κοινωφελή καταστήμcτα".

Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται την 1η Αυγούστου 1819 στον "ΛΟΓΙΟΝ ΕΡΜΗΝ" σε μετάφραση ενός ομογενούς με τα στοιχεία "Ιω. Μ...φα, εκ της Ηπείρου, επιτρόπου της εν Νίζνη της μικράς Ρωσίας - Αλεξανδρινής Γραικικής Σχολής". Εκεί, λοιπόν, αναφέρονται χρονολογικά όλες οι αγαθοεργίες, τις οποίες έκανε ο Βαρβάκης από το 1788 έως το 1818 τόσο στο Αστραχάν, όσο και στο Ταγκανρόγκ.

Οι δροστηριότητές του, σύμφωνα με το παραπάνω κείμενο, αρχίζουν δέκα έως δώδεκα χρόνια μετά την εγκατάστασή του στο Αστραχάν, χτίζοντας, εκκλησίες, νοσοκομεία, σχολεία, φτιάχνοντας διώρυγες, κανάλια και γεφύρια, κατασκευάζοντας κατοικίες για τους φτωχούς και ενισχύοντας οικονομικά ακόμη το Ρωσικό στρατό, που πολεμάει εκεί κάτω τους Μουσουλμάνους Τατάρους και Τούρκους. Κι όταν, για λόγους υγείας θα μετοικήσει στο Ταγκανρόγκ, πόλη στην Αζοφική θάλασσα, θα συνεχίσει τις αγαθοεργίες του με ταπεινοφροσύνη.

Ο Ιωάννης Βαρβάκης, αν και δεν αξιώθηκε να σπουδάσει, οι γραμματικές του γνώσεις ήταν περιορισμένες, εντούτοις θα ενδιαφερθεί με θέρμη για την Παιδεία. Ήδη από το Αστραχάν θα φανερώσει την αγάπη του γι' αυτήν. Σ' αυτό συνέβαλαν ιδιαίτερα δύο Έλληνες που γνώρισε στο Αστραχάν ο ένας είναι ο Δημήτριος Αγάθης, αγνώστου καταγωγής. Είχε σπουδάσει στο πανεπιστήμια της Πίζας και της Πάντοβας, γνώριζε πολλές Ευρωπαϊκές γλώσσες, αλλά και ανατολικές. Ο Αγάθης διεύθυνε το Γενικό Ανώτερο Σχολείο τής πόλης του Αστραχάν, όπου δίδασκε: Ελληνικά, Αραβικά και Περσικά.

Στο σπίτι του συγκεντρώνονταν όλοι οι άνθρωποι των γραμμάτων του τόπου. Ο Βαρβάκης ενίσχυε οικονομικά το Σχολείο και πλούτιζε τη βιβλιοθήκη του. Ο άλλος Έλληνας ήταν ο Κερκυραίος Νικηφόρος Θεοτόκης, ο μεγάλος επιστήμονας και Νεοέλληνας Διαφωτιστής (Δάσκαλος του Γένους), ο οποίος τοποθετήθηκε το 1787 ως Αρχιεπίσκοπος Αστραχανίου και Αζαρικής (Σταυρουπόλεως). Ήδη είχε τιμηθεί από την Αικατερίνη και τον ίδιο τον Ποτέμκιν. Ο Θεοτόκης συνδέθηκε στενά με τον Βαρβάκη, ο οποίος συμπαραστάθηκε στο έργο του Αρχιεπισκόπου.

Εκείνη την περίοδο έκανε μεγάλες δωρεές για την ανέγερση Ορθοδόξων Χριστιανικών ναών, που έλειπαν. Είναι, επίσης γνωστή η προσφορά πολλών χιλιάδων ρουβλίων για την ανέγερση του περίφημου καμπαναριού τον καθεδρικό ναό του Ουσπένσκυ, όπως είναι σήμερα γνωστός, και ο οποίος βρίσκεται στο Κρεμλίνο (Κάστρο) του Αστραχάν. Ο Βαρβάκης έκτισε το καμπαναριό ύστερα από τις προτροπές του Αρχιεπισκόπου.

Ο Βαρβάκης βοήθησε με το κύρος που είχε, ως πρόεδρος του Κολεγίου των Ευγενών του τόπου, τους πνευματικούς στόχους του Θεοτόκη οι οποίοι ήταν βασικά δύο, ο πρώτος η επιστροφή στην Ορθόδοξη Εκκλησία των σχιματικών Ρασκόλνικων (παλαιόπιστων) ανθρώπων εξαιρετικά φανατικών και ο δεύτερος, η προσπάθεια προσηλυτισμού των Τατάρων της περιοχής. οι oποίοι ήταν Μουσουλμάνοι το θρήσκευμα. Και οι δύο στόχοι επιτεύχθηκαν, για τη μεταστροφή και επιστροφή των Ρασκόλνικων στοuς κόλπους της Ορθοδοξίας,ο Νικηφόρος μεταχειρίστηκε την κοπιαστική, αλλά τη μόνη αποτελεσματικήν οδόν της διαφώτισης με το γραπτόν και Προφορικό λόγο.


Σώζεται ο πανηγυρικός που εκφώνησε ο Αρχιεπίσκοπος στην πρώτη λειτουργία που έγινε στο μητροπολιτικό ναό του Αστραχάν, όταν πλήθος σχισματικών επέστρεψε στη μητέρα Εκκλησία. Όσον αφορά στην επίτευξη του δεύτερου στόχου σημαντική ήταν η συμβολή του Βαρβάκη, καθώς και οι περισσότεροι εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις του ήταν Τάταροι και είχαν ζήσει το ανεξίθρησκον του ορθόδοξου εργοδότη τους, ο οποίος είχε ήδη φτιάξει για την λατρεία τους, τζαμί, που σώζεται στο νησί που ονομάζεται, "του Βαρβάκη''. Έτσι. προσήλθε στην Ορθόδοξη ποίμνη σημαντικός αριθμός Μωαμεθανών Τατάρων.

Ο Βαρβάκης πρόσφερε μεγάλα ποσά για κοινωνικά έργα σε ολόκληρη τη Ρωσία. Τιμήθηκε από τρεις Τσάρους της Ρωσίας, την Αικατερίνη Β', τον Παύλο Α' και τον Αλέξανδρο Α'. Ξεκίνησε από, υπολοχαγός, προβιβάστηκε σύντομα στο αξίωμα του Μαγιόρου (ταγματάρχη). Το 1807 τιμήθηκε με το "παράσημο του Αγίου Βλαδίμηρου εκχριστιανιστή των Ρώσων. ως τίτλος ευγενείας 4ου βαθμού, με αιτιολογικό την οργάνωση του "Ιδρύματος Φροντίδας των Πτωχών και Αναξιοπαθούντων Ανθρώπων", που ίδρυσε στο Αστραχάν.

Το 1810 τιμήθηκε με το παράσημο της Αγίας Άννας 2ης τάξης, έλαβε τον τίτλο ευγενείας Ναντβόρντι Σπβέτνικ (Ανωτάτου Συμβούλου στο Αυτοκρατορικό Συμβούλιο) και τον ίδιο χρόνο στις 31 Ιουλίου απονεμήθηκε ο τίτλος ευγενείας και στους απογόνους του με δίπλωμα και οικόσημο. Το 1812 του δόθηκε το παράσημο του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκυ "εις ανάμνηση του μεγάλου πατριωτικού πολέμου εναντίον του Ναπολέοντα". Το παpάσημo πρώτης βαθμίδας ευγενείας, ανακήρυσσε τον Ιβάν Αντρέγιεβιτς Βαρβάτσι μέγα πατριώτη της μητέρας Ρωσίας.

Το δίπλωμα, που το συνόδευε, έγραφε για την αδιάσπαστη αφοσίωση και αγάπη προς την πατρίδα και τον Τσάρο, που εκδηλώθηκε με ιδιαίτερα πλούσιες δωρεές, εις αιώνιον ευγνωμοσύνην. Η αιτία που προκάλεσε αυτήν την τιμή ήταν η αποστολή από τον Ιωάννη Βαρβάκη του τεράστιου ποσού του ενάμισι εκατομμυρίου ρουβλίων στον Τσάρο για τις ανάγκες του Ρωσικού στρατού στον πόλεμο εναντίον των Γάλλων. Ο Ακαδημαϊκός Ρώσος Ιστορικός Γκριγκόρι Αρς (Grigory Arch) ονομάζει τον Βαρβάκη: "Μαικήνα Της Ρωσίας".

Ήδη από το Αστραχάν, πολύ νωρίς θα φανερώσει την αγάπη του για την Παιδεία κτίζοντας σχολεία και προσφέροντας όλα τα απαραίτητα για τη σωστή λειτουργία τους, από την πληρωμή των δασκάλων ως την διατροφή και συvτήρηση των σπουδαστών. Πρώτα χτίζει σχολεία στο Αστραχάν. Θα ακολουθήσει το χτίσιμο του Γυμνασίου στο Ταγκανρόγκ, όπου θα μετοικήσει εκεί μετά το 1813. Στέλνει χρήματα (1792) για να χτιστεί Γuμνάσιο στη Xίο, θα περατωθεί το 1798, το οποίο θα εξελιχθεί κυριολεκτικά σε πανεπιστήμιο. Βοηθάει στην ίδρυση Βιβλιοθήκης και στέλνει τακτικά χρήματα στον Αδαμάντιο Κοραή στη Γαλλία για την αγορά βιβλίων.

Ιδρύει ακόμη και Νοσοκομείο στην Χίο. Ενισχύει οικονομικά από το 1817 και ύστερα από την ίδρυση και εδραίωση της Εμπορικής Σχολής της Οδησσού. Οι άνθρωποι που γνώρισαν προσωπικά τον Ιωάννη Βαρβάκη υπολόγιζαν τότε ότι διέθεσε για την πνευματική ανάπτυξη των Ελλήνων 1,5 εκατομμύρια ρούβλια. Ο Ιωάννης Καποδίστριας στα τέλη του 1814 ιδρύει, μαζί με άλλους στην Βιέννη, την Φιλόμουσον Εταιρία, με σκοπό κατά το άρθρο Δ' του καταστατικού της , την καλλιέργεια και τον φωτισμό του Ελληνικού Πνεύματος των νέων την έκδοση χρήσιμων βιβλίων, την βοήθεια ενδεών μαθητών και πολλών άλλων δραστηριοτήτων.

Ο Βαρβάκης πληροφορείται το γεγονός και σπεύδει με θερμό ζήλο να συναριθμηθεi μεταξύ των ευεργετών της Εταιρίας. Και έθεσε, λοιπόν, είκοσι χιλιάδες ρούβλια στη Βασιλική Τράπεζα της Πετρούπολης για να σπουδάζουν με τους τόκους πτωχοί ομογενείς νέοι. Αργότερα θα καταβάλει εις "το εν Μόσχα Βασιλικόν Βάγκον'' 150 χιλιάδες ρούβλια. Ο Καποδίστριας με επιστολή (19 Ιουλίου 1820) ευχαριστεί τον Βαρβάκη για τις προσφορές του και του προτείνει να ιδρυθεί Σχολή σε μια επαρχία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας ή αλλού, για την εκπαίδευση ικανού αριθμού Ελληνοπαίδων που θα προέρχονται από τις φτωχότερες τάξεις των κατοίκων διαφόρων περιοχών της Ελλάδος και ζήτησε από τον Ευεργέτη να θέσει τους όρους του επ' αυτού.

Ο Βαρβάκης απάντησε από το Ταγκονρόγκ, ότι αποδέχεται τις προτάσεις του Καποδίστρια και έδωσε σ' αυτόν πληρεξουσιότητα να διαχειρίζεται τα χρήματα που κατέθεσε. Τέλος, προσθέτει. πως "η επιθυμία του αυτή θα είναι επικυρωμένη και με τη διαθήκη του ώστε να μη μπορεί να την ανατρέψει". Ο Βαρβάκης, πέρα απ' αυτό, στέλνει παντού χρήματα για σχολεία βιβλία και υποτροφίες. Ο Γρηγόριος ο Ε', ο μαρτυρικός Πατριάρχης τρεις μήνες πριν κρεμαστεί, έστειλε το Γενάρη του 1821 το υπογραφέν υπ' αuτού και της Συνόδου σιγίλλιον για να τιμήσει τους Σινασιώτες και τον Βαρβάκη,οι οποίοι ίδρυσαν Αρρεναγωγείον στον Πόντο.

Τελειώνοντας τη σύντομη αυτή παρουσίαση για το βίο και την πολιτεία του Βαρβάκη, η οποία βασίστηκε σ' Ελληνικές και Ρωσικές πηγές, επιθυμώ να πω πως κανένα γραπτό ντοκουμέντο, Δε μπορεί να προκαλέσει εντύπωση τόσον, όσον όταν βιώσεις το σεβασμό και την αγάπη που αισθάνονται, ύστερα από διακόσια χρόνια, οι κάτοικοι του Αστραχάν και του Ταγκανρόγκ για τον ''Έλληνα από το νησί Ψαρά", τοv Βαρβάκη. Η μνήμη του, του "Ήρωα του Τσεσμέ", όπως θέλουν να τον αποκαλούν, είναι ολοζώντανη.

Απλοί άνθρωποι μιλούσαν γι' αυτόν, για το κανάλι και το νοσοκομείο που έφτιαξε γι' αuτούς. Κι αναρωτήθηκα: πώς συνέβη να διατηρηθούν, ιδίως στο Αστραχάν, όλ' αυτά που προέρχονται από τον Έλληνα Ψαριανό Βαρβάκη; Πώς δεν κατεδαφίστηκαν ή δεν αλλοιώθηκαν, όπως συνέβη σε άλλα μνημεία πολλών Ρωσικών πόλεων, μνημεία ακόμη και του Βαρβάκη, όπως π.χ ο ναός της Αγίας Τριάδας που είχε φτιάξει στο Ταγκανρόγκ; Η απορία μου ικανοποιήθηκε από την απάντηση της Διευθύντριας του Ιστορικού Μουσείου του Αστραχάν, κας Καζοκόβα.


Κατά την Οκτωβριανή προλεταριακή Επανάσταση του 1917, κομισάριος της περιοχής υπήρξε ο Σ. Κίροφ. Αυτός δεν επέτρεψε να καταστραφεί μνημείο της πόλης του Αστραχάν, εκκλησιαστικό, κοινωνικό κτλ. που δημιουργήθηκε από τον Βαρβάκη. "Μα γκρεμίζουμε ότι δημιουργήθηκε από τους πλούσιους" έλεγαν πολλοί εκπρόσωποι του Κόμματος. Κι ο Κίροφ απάντησε: O Ιβάν Αντρέγιεβιτς Βαρβάτσι δεν ήταν Πλούσιος, το Αστραχάν ήταν εκείνος, ήταν ο Σοσιαλιστής, με τις πράξεις του, πριν από τους σοσιαλιστές." Έτσι δεν επετράπη να πειραχθεί τίποτε.

Εξάλλου ο λαός του Αστραχάν, όπως και τον Ταγκανρόγκ. τα διατήρησε με σεβασμό, μάλιστα όσα ο χρόνος κατέστρεψε, τώρα ανασατηλώνονται, τα κτίρια και οι δρόμοι λαμβάνουν πάλι το αρχικό τους όνομα: του Βαρβάκη, του Μαυροκορδάτου, του Μαρασλή, των Ελλήνων η Οδός.

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΖΟΦΙΚΗ (18ος - 19ος ΑΙΩΝΑΣ)

Η Περίπτωση του Ταγκανρόγκ 

Το Ταγκανρόγκ βρίσκεται στην άκρη του βόρειου τμήματος του πρώην αρχαιοελληνικού Βασιλείου του Πόντου. Με βάση τις περιγραφές 3 μεγάλων Ελλήνων ιστορικών και γεωγράφων, του Ηροδότου, του Ξενοφώντος και του Στράβωνα σχετικά με την τοποθεσία και τη χρονολογία, αυτές συμπίπτουν με την ύπαρξη αποικίας της Μιλήτου στην περιοχή που έφερε την ονομασία Κρεμνές. Η ακριβής θέση του λιμένος των Κρεμνών στο ακρωτήριο του όρμου του Ταγκανρόγκ ήταν η περιοχή που βρίσκεται σήμερα η ηλιόλουστη παραλία και η παραλία της περιοχής Πουσκίνσκυ.

Η ακμή της Μιλήτου, αποικίας των Ελλήνων στη Μικρά Ασία και ισχυρού μέλους της Ιωνικής Ομοσπονδίας σχετίζεται με τον 5ο αιώνα και των Κρεμνών από τον 7ο έως τον 5ο αιώνα π. Χ. Το 1927 η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως 1 μαρμάρινο βάθρο με Ελληνική επιγραφή και μεγάλο δοχείο Ελληνικής προέλευσης, που χρονολογούνται μεταξύ του 9ου και του 10ου αιώνα μ. Χ. Από αυτό το γεγονός είναι φανερό ότι η Ελληνική κουλτούρα δεν αποσχίστηκε και δεν εξασθένησε, αλλά συνεχίστηκε πολλούς αιώνες μετά την Ρωμαϊκή κατάκτηση και την διάλυση του Βασιλείου του Πόντου.

Η παρουσία των Ελλήνων στην περιοχή της Αζοφικής στην αρχαιότητα και η εγκατάστασή τους στο Ταγκανρόγκ τον 18ο και 19ο αιώνα σηματοδοτεί ένα και μόνο σκοπό : Το ότι οι Έλληνες, με την πρόσκληση στην περιοχή του Αζόφ της Μεγάλης Αικατερίνης Β’, ήταν οι απόγονοι των Ιώνων και μετέπειτα Ποντίων που έζησαν στη Μικρά Ασία και μετά τους διωγμούς των Τούρκων στο Αιγαίο και την Κρήτη κατέφυγαν στα εδάφη της Νέας Ρωσίας. Γι αυτό, υπάρχει και επιβεβαίωση: Οι Έλληνες κατά τη διάρκεια 400 χρόνων σκλαβιάς κάτω από τον Τουρκικό ζυγό και την κατοχή διατήρησαν τη γλώσσα και τη Χριστιανική πίστη τους ως κρυπτοχριστιανοί.

Η ιστορία του δεύτερου Ελληνικού αποικισμού στο ακρωτήρι του Ταγκανρόγκ και στη χερσόνησο Μυούντα αρχίζει με τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1769 - 1774. Οι Έλληνες επλήγησαν σε ξηρά και θάλασσα. Την αποκατάσταση των αποίκων από την Ελλάδα στα εδάφη της νότιας Ρωσίας η Μεγάλη Αικατερίνη τη θεωρούσε λογική και αναγκαία. Ο ιστορικός Φιλέβσκυ έγραψε : «Στο Ταγκανρόγκ εγκαταστάθηκαν κατά προτεραιότητα οι στρατιωτικοί και οι πιο εύποροι, οι οποίοι μπορούσαν να τακτοποιηθούν σε εμπορική απασχόληση». Ο αριθμός των Ελλήνων εμπόρων του Ταγκανρόγκ υπερείχε κατά 2 φορές του αριθμού των Ρώσων.

Οι οικογένειες Ράλλη, Μουσούρη, Σκαραμανγκά, Ροδοκανάκη, Μπεναρδάκη κ.ά. κρατούσαν στα χέρια τους όλο το διεθνές εμπόριο. Δεν είναι καθόλου υπερβολή ότι ο πατέρας του μεγάλου Ρώσου ποιητή Αντόν Τσέχοβ, Πάβελ, αποφάσισε να στείλει τους 2 μεγάλους γιους του να φοιτήσουν στο Ελληνικό Σχολείο. Στο Ταγκανρόγκ έζησαν ο Μαυροκορδάτος, ο Βούλγαρης, ο Κομνηνός, ο Παλαιολόγος κ.ά. Οι άποικοι έδωσαν στην πόλη την ουσία, την τελειότητα και τη μορφή. Επίσης, ο Παουστόβσκυ, κάτοικος της πόλης και διανοούμενος, έγραψε στις αρχές του 20ού αιώνα:

«Στο Ταγκανρόγκ μεταφέρθηκε η κουλτούρα των νησιών του Αιγαίου και γενικά διαμορφώθηκε εδώ ένα εξαιρετικό μείγμα της Ελλάδας, της Ιταλίας και της στέπας του Ζαπορόζε». Για τους Έλληνες μετανάστες στο Ταγκανρόγκ ο φρούραρχος Ντεζεντέρας ίδρυσε 2 οδούς: Την Γκρέτσεσκαγια και την Μάλο - Γκρέτσεσκαγια, οι οποίες περιελάμβαναν ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο.Το 1781 εδώ λειτούργησε η πρώτη Ελληνορθόδοξη εκκλησία των Αγίων Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης. Οι Έλληνες στρατιωτικοί εγκαταστάθηκαν κοντά στον ποταμό Μυούντα και δίπλα στο κάστρο Πάβλοβσκυ.

Σύμφωνα με το Διάταγμα του Γκριγκόρι Πατιόμκιν εκεί συστάθηκαν 2 λόχοι Ελλήνων στρατιωτικών, εκ των οποίων σχηματίστηκε στη συνέχεια ένα Ελληνικό τάγμα, διοικητής του οποίου ορίστηκε ο Αντώνης Δημητριάδης και πρωτοκαπετάνιος ο Δημήτριος Αλφεράκης. Αυτή η περιοχή της πόλης, ως σήμερα φέρει την παλαιά ιστορική ονομασία των 2 Ελληνικών λόχων. Οι Έλληνες ευγενείς και ιδιοκτήτες γης εγκαταστάθηκαν στην περιοχή που οριζόταν ανάμεσα από το λιμάνι του Μυούντα, συγκεκριμένα από την παραλία μέχρι τους ποταμούς Σαμπέκ και Κάμενκι.

Εκεί εγκαταστάθηκαν οι οικογένειες: Αλφεράκη, Χουλιάρα, Ασλάνη, Καραγιάννη, Γεροδόματου, Παλαμά, Σταθά κ.ά. Το 1781 δημιουργήθηκε το Ελληνικό Εμπορικό Επιμελητήριο, πρόεδρος του οποίου ήταν με εκλογή ο Ι. Ρουσσέτης. Αυτός ήταν μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή ο πρώτος Κοινός Οργανισμός μετά τη διενέργεια  εκλογών ανάμεσα στα μέλη του. Στις 20 Ιουλίου 1784 το Εμπορικό Τμήμα μετασχηματίστηκε σε Ελληνικό Μαγκιστράτο. Στις αρχές του 19ου αιώνα το 1/3 του πληθυσμού της πόλης ήταν Έλληνες. Σε διαφορετική χρονική περίοδο την Αρχή της Δημοτικής Διοίκησης ανέλαβαν οι Έλληνες Σ. Βαλιάνος, Κ. Φώτης, Α. Αλφεράκης και Π. Ιορντάνοβ.

Οι Έλληνες έπαιρναν ενεργό μέρος στην οικονομική ανάπτυξη επιδεικνύοντας παράλληλα πλούσια ευεργετική δραστηριότητα. Στην ιστορία του Ταγκανρόγκ έμεινε το όνομα του ήρωα Ι. Βαρβάκη που χρηματοδότησε την ανέγερση του Ελληνικού μοναστηριού και ίδρυσε το πρώτο Δημοτικό Νοσοκομείο και το Ορφανοτροφείο. Ο Γ.Δεπάλδος διέθεσε σημαντικό ποσό για το χτίσιμο της «Σκάλας των Βράχων» και τη δημιουργία του «Οίκου του απόμαχου Ναύτη». Γενικά υπήρχαν Ελληνικές εκκλησίες, σχολεία, θεατρικοί θίασοι και πολλά μονόπρακτα στην Ελληνική γλώσσα.


Μεταξύ των Ελλήνων υπήρχαν ταλαντούχοι μουσικοί, ζωγράφοι, ποιητές, επιστήμονες κλπ. Ο ποιητής Ν. Σέρμπινα, εγγονός Ελληνίδας, ονόμασε τον εαυτό του «Έλληνας του Ταγκανρόγκ». Μεγάλο ρόλο στη μουσική ζωή της πόλης έπαιξε η Ελληνική οικογένεια Αυγερινού. Ο παππούς έγραφε βυζαντινή μουσική και έψελνε στη χορωδία του ναού Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης. Ο εγγονός Νικολάι ήταν γνωστός βιολιστής και πρώτος διευθυντής του Μουσικού Τεχνικού Σχολείου στο Ροστώβ. Ο αδελφός του Α. Αλφεράκη, Σεργκέι, ήταν γνωστός επιστήμονας στον τομέα της Ορνιθολογίας και Ζωολογίας, μέλος της Ρωσικής Αυτοκρατορικής Γεωγραφικής Ένωσης.

Ο Ν. Συνόδη-Ποπόβ πασίγνωστος ζωγράφος με πολλές εκθέσεις στο Παρίσι στις αρχές του 20ού αιώνα. Οι Έλληνες διατηρούσαν Ιταλική όπερα και συμφωνική ορχήστρα, την οποία διηύθυνε ο φημισμένος συνθέτης Β. Σουκ. Πολλά, επίσης, προσέφερε στα μουσικά δρώμενα της πόλης και η οικογένεια των Ιταλών ευγενών Μόλλα. Ο Γκαετάνο Μόλλα ήταν προσκεκλημένος της Εταιρείας Προστασίας των Τεχνών και των Γραμμάτων. Ήταν διευθυντής ορχήστρας στη La scala του Μιλάνο. Μετά την παράσταση που έδωσε στο Ταγκανρόγκ παρέμεινε και έζησε για πάντα εκεί.

Το Ελληνικό δράμα «Νέος Μαίνανδρος» υπό τη διεύθυνση του Ν. Παρασκευόπουλο στη σκηνή του θεάτρου Ταγκανρόγκ παρουσίασε αρχαίο δράμα σε αυθεντική γλώσσα για πρώτη φορά. Ο Πάβελ Φιόντοροβιτς Ιορντάνοβ, γιατρός, έγινε μέλος της Δημοτικής Διοίκησης. Το 1909 έγινε μέλος του Συμβουλίου Εμπορίου και Βιομηχανίας στην Αγία Πετρούπολη και το 1912 μέλος του Κρατικού Συμβουλίου. O Α. Κουϊντζή από το 1860 μέχρι το 1865 εργάστηκε στο μοντάζ φωτογραφίας στο γνωστό φωτοατελιέ του Σ. Ισάκοβιτς. Γνωστό, επίσης, στο Ταγκανρόγκ ήταν το Ελληνικό φωτοατελιέ του Ι. Αντωνόπουλου.

Στις αρχές του 19ου αιώνα στο Ταγκανρόγκ έζησαν οι απόγονοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορικής Δυναστείας των Κομνηνών. Αυτοί έγιναν συγγενείς με τα παιδιά του Ιβάν Αντρέγιεβιτς Βαρβάκη, μυθικού ήρωα της Ελλάδας και ευεργέτη του Ταγκανρόγκ. Ο Ιβάν Αντρέγιεβιτς Βαρβάκης γεννήθηκε το 1732 στα Ψαρά. Το 1770 προσέφερε τις υπηρεσίες του στο Ρωσικό ναυτικό. Πήρε μέρος στον πρώτο Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1769 - 1774. Για τη συμμετοχή του αυτή χορηγήθηκε σ’ αυτόν και τα παιδιά του πολύ αργότερα, το 1820, ο βαθμός του ευγενή. Η κόρη του Μαρία ήταν πρώην σύζυγος του Νικόλαου Κομνηνού.

Τα υπόλοιπα παιδιά ήταν ο Ιβάν, ο Ίγκορ, ο Αντρέι, ο Μάρκ και ο Κοσμά. Το γένος Βαρβάκη είναι εγγεγραμμένο στο 2ο μέρος του βιβλίου μητρώου γέννησης του Κυβερνείου Εκατερίνοσλαβ. Ο Ιβάν Αντρέγιεβιτς ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας και πήρε ενεργό μέρος στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Σε ηλικία 35 ετών ήταν φημισμένος πειρατής και θαλασσόλυκος για το κεφάλι του οποίου ο Σουλτάνος προσέφερε χιλιάδες πιάστρα. Το 1770 ο Βαρβάκης τέθηκε στην υπηρεσία της Ρούσικης αρμάδας υπό τη διοίκηση του ναυάρχου Γ. Σβυρίντοβ και πήρε μέρος στις επιχειρήσεις στο Αιγαίο.

Διακρίθηκε ιδιαίτερα στη ναυμαχία του Τσεσμέ στις 26 Ιουνίου 1770. Ο Ιωάννης Βαρβάκης δώρισε για τη λειτουργία του Νοσοκομείου του Ταγκανρόγκ -σήμερα 2ο Νοσοκομείο- ένα εξοχικό αγρόκτημα, ένα σπίτι, ένα οικόπεδο και μεγάλο χρηματικό ποσό για τη συντήρησή του. Ο συγγραφέας Β. Σλεπτσόβ, που ζούσε στην πόλη γράφει τις εντυπώσεις του : «Ταγκανρόγκ. Ελληνικό βασίλειο. Λίγο μοιάζει με το Κίεβο. Μόνο Έλληνες -όλοι Έλληνες. Διανομείς, ιερείς, δάσκαλοι, κρατικοί υπάλληλοι, καλλιτέχνες- Έλληνες. Οι επιγραφές ελληνικές. Και στη σειρά, ότι ήξερα από μια ελληνική φράση: εμπορική τράπεζα. Είναι τράπεζα. Μου αρέσει» .

Για την ικανοποίηση των πνευματικών σκοπών της Ελληνικής παροικίας, έφτασε εδώ ο ιερομόναχος Γεράσιμος Μπελούτ. Σ’ αυτόν επέτρεψαν να λειτουργεί στην εκκλησία Τρόιτσκαγια. Σε αυτή την εκκλησία βαφτίστηκε ο μετέπειτα δήμαρχος της πόλης Π. Ιορντάνοβ, ενώ εδώ έκαναν τους γάμους τους και βάφτισαν τα παιδιά τους η οικογένεια του Γεράσιμου Δεπάλδου. Αργότερα, οι Έλληνες έχτισαν τη δική τους εκκλησία που χρονολογείται στα 1781 και αφιερώθηκε στους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη.

Η εκκλησία ήταν ξύλινη και βρισκόταν στη θέση που είναι σήμερα ο αριθμός 54 της οδού Γκρέτσεσκαγια . Μεταξύ των ενοριτών του ναού πολλοί ήταν οι επιφανείς δωρητές. Αυτοί ήταν έμποροι, επιχειρηματίες, παιδιά και εγγόνια ναυτικών που συμμετείχαν σε σπουδαίες ναυμαχίες στο Αιγαίο κατά των Τούρκων, όπως ο Ιωάννης Βαρβάκης. Ο Ιβάν Αντρέγιεβιτς Βαρβάκη αφιέρωσε πάνω από 1 εκατομύριο ρούβλια για την ανέγερση εκκλησιών, γεφυριών και καναλιών σε πόλεις της Ρωσίας. Οι Ιταλοί συνθέτες Ιωσήφ, Σέζαρ και Γκαετάνο Μόλλα δωρητές του νοσοκομείου του Ερυθρού Σταυρού της πόλης.

Ο Επαμεινόντ Αλαφούζοβ, ο Αχιλλέας Αλφεράκη που βάφτισε εδώ το γιο του. Ο Αχιλλέας Αλφεράκη έγραψε περισσότερα από 100 ρομάντσα και 2 όπερες στην Αγία Πετρούπολη: «Η λουόμενη κόρη» και «Ο βασιλιάς του δάσους». Ο Μάρκ Σπυριντόνοβιτς Μαγουλά, ένας από τους πρώτους εμπόρους του Ταγκανρόγκ. Ο Δήμαρχος της πόλης Π. Ιορντάνοβ, που έκανε εδώ το γάμο του με τη Μαρία Αλεξάντροβνα Λάκιερ. Ο ιδιοκτήτης γραφείου εξαγωγών Δ. Νεγκρεπόντε, ο ιδιοκτήτης κυλινδρόμυλου και φάμπρικας ζυμαρικών Α. Νομικός. Μέλη της δυναστείας Χανδρή, που κατείχαν το εμπόριο χειροτεχνίας.

Ο Φ. Κοτοπούλη, βοηθός του διευθυντή της κοινοτικής τράπεζας και συγγραφέας. Μέλη της δυναστείας Σκαραμανγκά, οι οποίοι κατείχαν το εμπόριο δέρματος και κεραμιδιών και ήταν ιδιοκτήτες μεγάλου μεριδίου καλλιεργήσιμης γης στην γειτονική επαρχία Μπαχμούτ. Τη Σοβιετική περίοδο αφαιρέθηκαν από την εκκλησία 46 εικόνες με αργυρή επένδυση, 18 αργυρές λαμπάδες, 17 μπριλάντια, 1 σμαράγδι και 37 χρυσά αφιερώματα. Οι Μπολσεβίκοι δεν γκρέμισαν αρχικά το ναό, επειδή θεώρησαν αυτόν ως αφιέρωμα ξένων. Όμως, αργότερα και συγκεκριμένα στις 16 Ιουνίου 1938, ήρθε η στιγμή της διάλυσής του.


Οι κάτοικοι του Ταγκανρόγκ ονόμαζαν την πόλη τους «Πρωτεύουσα του Νότου» της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Αυτό, γιατί ήταν ισχυρό λιμάνι στις ακτές της Αζοφικής θάλασσας με ζωηρή εμπορική κίνηση και ανταλλαγές εμπορευμάτων πολλών ξένων κρατών. Το 1864, στο λιμάνι του Ταγκανρόγκ αγκυροβόλησαν συνολικά 807 πλοία. Από αυτά τα 245 ήταν Ελληνικού νηολογίου, 164 Αγγλικά, 55 Γαλλικά, 28 Ιταλικά, 25 Τουρκικά, 22 των Μέκλενμπουργκ, 12 Νορβηγικά, 2 Βελγικά και 88 άλλων κρατών.

Στο λιμάνι υπήρχαν προξενεία της Ελλάδας, της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Αυστρίας, της Τουρκίας, της Ολλανδίας, της Σουηδίας, της Νορβηγίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Ήταν η εποχή που το λιμάνι του Ταγκανρόγκ ξεπερνούσε σε εμπορική κίνηση και αυτό ακόμη της Οδησσού. Νωρίτερα, το 1806, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία στην πόλη ζούσαν πάνω από 7000 Έλληνες. Από αυτούς 1438 ήταν έμποροι, 191 μικροαστοί και κρατικοί υπάλληλοι και 234 άρχοντες. Οι «γιοι της Ελλάδας» έπαιξαν ενεργό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη, τα πολιτιστικά δρώμενα καθώς και στη διαμόρφωση της αρχιτεκτονικής όψης της πόλης .

Από το δεύτερο όροφο του σπιτιού των Μοϊσέεβ όπου διέμενε η οικογένεια των Τσέχοβ ο μικρός Αντόν έβλεπε καθημερινά το αραξοβόλι των καραβιών. Οι πλούσιοι Έλληνες έχτιζαν πολυτελείς βίλες και επαύλεις. Ιδιαίτερα ξεχώριζε για την αρχιτεκτονική του τελειότητα και τη μεγαλοπρέπειά του το παλάτι της οικογένειας Αλφεράκη: «χρυσοποίκιλτη πλάση, λαμπρή αίθουσα με χορωδία για τους μουσικούς, επιβλητικά πολύφωτα στους τοίχους και μια αίθουσα γεμάτη κάδρα Ιταλών ζωγράφων». Ασυνήθιστο για τη Ρωσική επαρχία ήταν το θέατρο του Ταγκανρόγκ.

Κάποιες περιόδους στο Ταγκανρόγκ περιόδευε Ιταλική όπερα. Ιταλικό θέατρο. Σε μια σεζόν τραγουδούσαν 2 πριμαντόνες - Ζάγκερν και Μπελλάτι. Στον «Οθέλλο» έπαιζαν Σαλβίνι. Περιοδεύοντες θίασοι που άφησαν το όνομα και τη σφραγίδα τους στην πόλη ήταν ηχηρά ονόματα της εποχής: Νικόλο Οφιτσιόζο Σάρτι, Μπερτίνι, Λούππι, Γκαετάνο Μόλλα. Στις 23 Απριλίου 1904 στο Ταγκανρόγκ ο θίασος υπό τη διεύθυνση του Φ. Παφάντη ανέβασε στη σκάλα του θεάτρου το βαριετέ «Αρκούδα» του μεγάλου Ρώσου δραματουργού Α. Τσέχοβ στην Ελληνική γλώσσα.

Οι πιο γνωστοί και πλησιέστεροι φίλοι της οικογένειας Τσέχοβ, των οποίων τα παιδιά είχαν επικοινωνία με τον Αντόν, ήταν οι οικογένειες Ραφαέλο, Σκαραμανγκά, Χατζηχρήστου, Σμυρλή, Μαλαξιανού και Δρόση. Ο Αντόν έβλεπε στους δρόμους Ελληνικές ταμπέλες, έψελνε με τον αδελφό του Νικολάι στο ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, έπαιζε σε παιδικές παραστάσεις θεάτρου και έκανε ντουέτο στο βιολί στο σπίτι των Δρόση, πήγαινε σε κοντσέρτα στο σπίτι των Αλφεράκη κλπ. Ο πατέρας του Πάβελ Γιεγκόροβιτς ήθελε τα παιδιά του να μοιάσουν στους Έλληνες, να επισκεφτούν την Αθήνα και να κάνουν καριέρα στην Ελλάδα ως έμποροι.

Γι αυτό έπρεπε να μάθουν την Ελληνική γλώσσα. Τα έστειλε πρώτα στο Ελληνικό σχολείο και όχι στο Ρωσικό γυμνάσιο όπως συνηθιζόταν. Το σχολείο ήταν εξατάξιο και είχε 6 σειρές θρανίων, μια για κάθε τάξη. Στην αρχή κάθε σειράς καθόταν ένα κοριτσάκι έχοντας δίπλα του την ταμπελίτσα με το γράμμα της τάξης. Στα πίσω καθίσματα ο Αντόσα -χαϊδευτικό του Αντόν- γύρισε και κοίταξε ένα μεγαλόσωμο ζευγάρι συμμαθητών του με απελπισμένα πρόσωπα. Αντόσα, Νικολάι και Φιρκνούλ αλληλοκοιτάχτηκαν. Όλοι τότε γέλασαν. Αμέσως, χωρίς καν να το καταλάβει ο Αντόν δέχτηκε στην πλάτη του το χτύπημα της βέργας. Δίπλα του στεκόταν ο Έλληνας δάσκαλος Βουτσινάς.

Η βέργα ήταν το βασικό μέσο σωφρονισμού και αυτός κατείχε πολύ καλά τη χρήση του. Άρχισε το μάθημα. Ο δάσκαλος γύριζε από θρανίο σε θρανίο, έλεγε μια λέξη μεγαλόφωνα και οι μαθητές επαναλάμβαναν ταυτόχρονα όλοι μαζί. Όσοι δεν κατανοούσαν την σημασία της δεχόταν τη βέργα στους ώμους και τα χέρια. Ο Αντόσα επέστρεφε στο σπίτι κατσουφιασμένος. «Όχι, σε καμιά Αθήνα εγώ δεν πηγαίνω» έλεγε. Ήταν φανερό, ότι δεν μπορούσε να συνηθίσει το σύστημα εκμάθησης που επέβαλε ο δάσκαλός του και η φοίτησή του παρουσίαζε δυσκολίες. Έλληνες ήταν οι βαφτισιμιοί του μεγάλου Ρώσου ποιητή.

Για του λόγου το αληθές, ιδού ένα απόσπασμα από το βιβλίο του καθεδρικού ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου -Ουσπένσκυ- στο Ταγκανρόγκ το 1860. «27 Ιανουαρίου στο Ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου βαφτίστηκε ο Αντόν Τσέχοβ. Αναδεκτοί ήταν ο έμπορος Σπυρίδων Τιτόβ από το Ταγκανρόγκ και η γυναίκα του εμπόρου Δημητρίου Κυρίλλοβ - Σοφιανόπουλο, Ελιζαβέτα Εφίμοβνα Σοφιανόπουλο». Το 1782 πρώτος ιερέας της Ελληνικής εκκλησίας αμέσως μετά την ίδρυσή της ήταν ο Νικήτας Αργυρός, πιθανόν από τη Σαντορίνη. Η εκκλησία βρισκόταν επί της οδού Γκρέτσεσκαγια αρ.54.

Φεύγοντας από το Ταγκανρόγκ η Αυτοκράτειρα Ελιζαβέτα Αλεξέγιεβνα αφιέρωσε στην εκκλησία χρήματα και εκκλησιαστικά σκεύη. Το 1830 πέτρινη κατασκευή αντικατέστησε την ξύλινη. Στην περίοδο του Κριμαϊκού πολέμου έξω από την εκκλησία στρατοπέδευσε μια Αγγλική ύλη ιππικού. Ο νεαρός Αντόν έψελνε εδώ μαζί με τον αδελφό του, όπως προαναφέραμε. Εδώ άκουσε για πρώτη φορά για την ιστορία της μεγάλης Αυτοκρατορικής οικογένειας των Κομνηνών. Σπουδαίο αξιοθέατο της πόλης ήταν και το Ελληνικό μοναστήρι αφιερωμένο στον τσάρο Αλέξανδρο Α'. Υπάρχουν μαρτυρίες των παλαιότερων που λένε:

«Το μοναστήρι ήταν όμορφο. Οι τοίχοι ήταν προστατευτικά καλυμμένοι. Από κάτω ογκώδεις και τελείωναν ψηλότερα με ελαφρείς πυργίσκους. Τις νύχτες με φεγγάρι φαίνονταν σαν να περιστρέφονται» Χτίστηκε με δωρεά του Ιβάν Αντρέγιεβιτς Βαρβάκη και λειτουργούσε με βάση το τυπικό των μοναστηριών της Ιερουσαλήμ. Γι αυτό η οδός που βρισκόταν αρχικά ονομάστηκε Μοναστήρσκυ, μετέπειτα Ιερουσαλήμσκυ και σήμερα Αλεξαντρόβσκαγια. Οι τοίχοι ήταν αγιογραφημένοι με Βυζαντινή αγιογραφία. Ο νεαρός Αντόν πήγαινε εκεί κάθε χρόνο στις 19 Νοεμβρίου - ημέρα του θανάτου του τσάρου Αλεξάνδρου στο ετήσιο μνημόσυνο.


Μαζί μ’ αυτόν και όλοι οι μαθητές του γυμνασίου της οδού Αλεξαντρόβσκαγια. Ο Αντόν, επίσης, παρακολουθούσε μαθήματα κατήχησης στο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, όπου ήταν επίτροπος ο θείος του Μητροφάν Γιεγκόροβιτς. Η θεία του και σύζυγος του Μητροφάν ήταν κόρη του Έλληνα εμπόρου Καμπούρη. Αυτός ο οποίος πρώτος έκανε την πρόταση για να στηθεί το άγαλμα του Μεγάλου Πέτρου στο Ταγκανρόγκ ήταν ο δήμαρχος της πόλης Αχιλλέας Νικολάγιεβιτς Αλφεράκη. Αυτό έγινε πράξη με αφορμή τα 200 χρόνια από την ίδρυση της πόλης το 1698. Το 1893 άρχισε η μελέτη για την κατασκευή του.

Ο επόμενος δήμαρχος, επίσης Ελληνικής καταγωγής, Πάβελ Φιόντοροβιτς Ιορντάνοβ (1857 - 1920) ήταν αυτός που υλοποίησε το σχέδιο και το επιβλητικό άγαλμα στήθηκε στην πόλη το 1898. Το πρώτο φωτο – ατελιέ του Ταγκανρόγκ άνοιξε ο Συμεών Ισάκοβιτς στο σπίτι του Έλληνα Νικόλαου Ψάλτη στην οδό Πετρόβσκαγια αρ.82. Στη θέση του μοντάζ φωτογραφίας εργάστηκε ο γνωστός ζωγράφος Ελληνικής καταγωγής Αρχίπ Κουϊντζή. Από τις πρώτες πολυκλινικές της πόλης βρισκόταν στην οδό Γκρέτσεσκαγια 104. Εκεί, στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα υπήρχε το αρχοντικό του μεγάλου Έλληνα εμπόρου Αλεξόπουλου.

Το 1880 σε αυτό το κτίριο εγκαταστάθηκε ένα πρόχειρο νοσοκομείο για τις ανάγκες της 5ης εφεδρικής ταξιαρχίας πυροβολικού. Στις αρχές του 20ού αιώνα στη θέση μιας παλιάς αποθήκης, εντός του περιβόλου του κτιρίου, χτίστηκε διώροφη κεραμοκατασκευή με μεγάλα μπαλκόνια στην πρόσοψη η οποία ανοικοδομήθηκε πάλι μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο.Το 1902 το κτίριο αποκτήθηκε από τον Επαμεινώντα Νικολάγιεβιτς Αλαφούζοβ και αφιερώθηκε από αυτόν στην Κοινότητα του Ερυθρού Σταυρού Ταγκανρόγκ.

Από το 1915 και μετά εκεί βρισκόταν μόνιμα πολυκλινική όλων των ειδικοτήτων θεραπευτικής και χειρουργικής ιατρικής. Σήμερα, το Ταγκανρόγκ ανήκει στο κρατίδιο του Ροστόβ στο έδαφος της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Έχει έκταση 80 τ.χλμ και πληθυσμό περίπου 250 χιλιάδες κατοίκους.

Η Περίπτωση της Οδησσού 

Ο Ελληνικός ευεργετισμός, αποτελεί φαινόμενο με ιδιαίτερη θέση στην Νεοελληνική περιπέτεια. Η ιδεολογία του, αναπτύχθηκε κατά τον 19ο αιώνα και κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου στους κύκλους του Ελληνισμού της διασποράς, και συνδέεται άμεσα με τη Νεοελληνική εθνογένεση, καθώς δημιούργησε παράδοση στον προεπαναστατικό Ελληνισμό και, στη συνέχεια, συνδέθηκε με τις τύχες του Ελληνικού κράτους - με γενναιοδωρία και επεμβατισμό. Οι Έλληνες πάροικοι, μετά την εγκατάσταση τους στις χώρες υποδοχής, οργανώθηκαν σε αδελφότητες (μετεξέλιξη των οποίων αποτελούν οι κοινότητες) .

Τα μέλη των κοινοτήτων, που άνθισαν στα Βαλκάνια, στη Ρωσία, στην Ευρώπη, στην Αφρική και όπου αλλού μερίμνησαν ποικιλοτρόπως για την καλή τους λειτουργία, θεσμική και κοινωνική. Οι αδελφότητες λοιπόν, αντιπροσώπευαν μια βραχύβια ιστορική μορφή της εθνικοτοπικής σχέσης αλληλεγγύης στις συνθήκες μαζικού εκπατρισμού και επέτυχαν τη διατήρηση των δεσμών με την ιδιαίτερη πατρίδα και το εθνικό κέντρο, μέσω της εγκατάστασης δικτύων μετακίνησης αλλά και αγαθοεργιών.

Όπως ήταν αναμενόμενο, στο εσωτερικό τους είχαν διαμορφωθεί πεδία διάκρισης και αναγνώρισης των ικανότερων μελών, που χρησίμευαν σαν εφαλτήρια για ευρύτερα κοινωνικά και πολιτικά εγχειρήματα. Από τα δραστηριοποιημένα αυτά μέλη των αδελφοτήτων (και, αντιστοίχως, των κοινοτήτων) προέκυψαν και οι ευεργέτες, τα επιφανή δηλαδή εκείνα μέλη τούς, τα οποία, αφού εντάχτηκαν και διακρίθηκαν στο πλαίσιο της παροικίας, διέγραψαν επιτυχημένη προσωπική πορεία και διέθεσαν μεγάλο μέρος της περιουσίας τους προκειμένου να καλύψουν κοινοτικά έως και εθνικά ελλείμματα και ανάγκες.

Από τη συμπύκνωση λοιπόν των λειτουργιών των αδελφοτήτων ή των κοινοτήτων σε ένα πρόσωπο προσδιορίζονται τα χαρακτηριστικά του ευεργέτη. Έτσι αναπτύσσεται η ιδεολογία του ευεργετισμού στην περίοδο αυτή της ιστορικής μετάβασης από την παραδοσιακή κοινωνία, με τις καθολικές συλλογικότητες της, στη νεωτερικότητα, που σημαίνει και τη συναφή διαφοροποίηση και ανάδειξη της ατομικότητας. Θα αναφερθούμε σε τρεις μορφές σπουδαίων Ελλήνων ευεργετών που αναδείχτηκαν και έδρασαν κυρίως μέσα από τις ελληνικές παροικίες της νοτιοδυτικής Ρωσίας και της Ουκρανίας κατά τον 19ο αιώνα.

Πρόκειται για τούς: Ιωάννη Βαρβάκη, Θεόδωρο Ροδοκανάκη και Γρηγόριο Γρ. Μαρασλή. Εν κατακλείδι, μέσα από την επιλογή των τριών αυτών Ελλήνων ευεργετών, και την συνοπτική εξέταση της ζωής και του κοινωνικού έργου που αυτοί επιτέλεσαν, παρατηρούμε ότι υπάρχουν αρκετά κοινά σημεία μεταξύ τους. Τα σημαντικότερα από αυτά τίθενται παρακάτω: Και οι τρεις περιλαμβάνονται στο χρονικό πλαίσιο του 19ου κυρίως αιώνα. Έζησαν δηλαδή σε μια περίοδο κατά την οποία οι παροικίες «άνθιζαν» σε διεθνές επίπεδο.

Επίσης, παρότι ο Λ. Βαρβάκης, ο Κ. Ροδοκανάκης και ο Γ. Μαρασλής δραστηριοποιήθηκαν επιχειρηματικά στις περιοχές της Νότιας Ρωσίας και Ουκρανίας δεν περιορίστηκαν εκεί αλλά ανέπτυξαν ένα ευρύ δίκτυο διεθνών σχέσεων με άλλους Έλληνες και ξένους εμπόρους και επιχειρηματίες. Διακατέχονταν λοιπόν από έντονο κοσμοπολιτισμό. Έχουν ως αφετηρία το κοινοτικό περιβάλλον, αλλά με το πέρασμα του χρόνου αναδεικνύονται ατομικά μέσα από τις δραστηριότητες τους, ως ευεργέτες. Όσον αφορά το έργο τους, προσανατολίζεται σε τρεις κυρίως κατευθύνσεις (τρίπτυχο ευεργετισμού):


Ενισχύουν οικονομικά τη χώρα υποδοχής, την ιδιαίτερη πατρίδα, αλλά και το εθνικό τους κέντρο. Μέσα από το τρίπτυχο αυτό διαφαίνεται καθαρά ότι, οι ευεργέτες τιμούν τη χώρα μέσα από την οποία εξελίχθηκαν οικονομικά, παρόλα αυτά όμως διατηρούν έντονους δεσμούς με τον τόπο καταγωγής τους αλλά και εθνική συνείδηση. Η επιλογή των έργων που χρηματοδοτούν γίνεται με κριτήριο την εξυπηρέτηση των αναγκών της εποχής ( παιδεία, υγεία, εκπλήρωση θρησκευτικών καθηκόντων) κλπ. Χαρακτηριστικό της ποιότητας τους, είναι ότι μερικά από αυτά συνεχίζουν να λειτουργούν μέχρι σήμερα.

Συμπερασματικά, παρατηρούμε ότι το φαινόμενο του ευεργετισμού εξακολουθεί να υπάρχει και στις μέρες μας. Φυσικά, αλλάζοντας μορφή μέσα στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης και αποκτώντας έναν πιο οικουμενικό χαρακτήρα.

Ο ΠΕΙΡΑΤΗΣ - ΚΟΥΡΣΑΡΟΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΟΝ 18ο ΑΙΩΝΑ

Εξετάζοντας την επιχειρηματική δραστηριότητα των Ελλήνων της Διασποράς, την σχέση τους με την Ρωσική Αυτοκρατορία, την κοινωνική και φιλανθρωπική τους δράση όχι μόνο στο τόπο εγκατάστασης αλλά και στην γενέτειρά τους, την Ελλάδα, μεταξύ των Ελλήνων επιχειρηματιών του 19ου αιώνα, ξεχώρισε ο Ψαριανός έμπορος χαβιαριού, Ιωάννης Βαρβάκης.

Θα ασχοληθούμε με τη ζωή και το έργο του «ευεργέτη των Ελλήνων», όπως συναντάται συχνά στην Ελληνική βιβλιογραφία. Αρχικά, θα εντάξουμε την προσωπικότητα αυτή στον αιώνα που έζησε και έδρασε, δίνοντας σε αδρές γραμμές την πολιτική, κοινωνική και οικονομική κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο και την Μαύρη Θάλασσα. Εν συνεχεία, αναφερόμενοι στον Ιωάννη Βαρβάκη, θα εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να διακριθεί και να μεταβεί από το νησί των Ψαρών στην Ρωσία και να αναδειχθεί σε μεγάλο επιχειρηματία.

Πολιτική, Κοινωνία & Οικονομία στην Ανατολική Μεσόγειο, τέλη 18ου - Αρχές 19ου Αιώνα

Από τις αρχές του 18ου αιώνα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, εμφανίζει τα πρώτα στάδια παρακμής, όπου ο άλλοτε συγκεντρωτικός της χαρακτήρας άρχιζε να υποχωρεί και η χαλαρότητα του διοικητικού συστήματος, κατέστη ανασταλτικός παράγοντας για την κυριαρχία της σε στεριά και θάλασσα. Το ζήτημα του διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε ήδη τεθεί την περίοδο εκείνη, από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής.

Οι Οθωμανοί από την άλλη πλευρά, εκτός από την αδυναμία αντιμετώπισης των εχθρικών διαθέσεων των μεγάλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων είχαν επίσης να αντιμετωπίσουν την ολοένα αυξανόμενη δύναμη τοπικών ημιανεξάρτητων ηγεμόνων, που χαρακτηρίζονταν από κυριαρχικές αξιώσεις σε εδάφη της Αυτοκρατορίας που κατείχαν. Ο 18ος αιώνας είναι μια περίοδος αναταραχών για τα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και συγκρότησης εθνικών ταυτοτήτων για ένα μεγάλο αριθμό των υπηκόων της, όπως οι Σέρβοι αρχικά και εν συνεχεία οι Έλληνες.

Στην εξωτερική πολιτική, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, έρχεται να αντιμετωπίσει την αναδυόμενη Ρωσική Αυτοκρατορία, στην οποία έχουν εγκολπωθεί ιδεολογικά ο Πανσλαβισμός και η Ορθοδοξία, δηλαδή, η γλωσσική συγγένεια και η ορθόδοξη κοινότητα πίστης μεταξύ των Ρώσων και ενός σημαντικού τμήματος των Οθωμανών υπηκόων. Με υπόβαθρο αυτήν την ιδεολογία, η Τσαρική εξουσία στέλνει συχνά τα στρατεύματά της να πολεμήσουν στα Βαλκάνια και διασκορπίζει τους πράκτορές της να εξαγοράσουν ληστές και να δημιουργήσουν επαναστατικές εστίες στην Βαλκανική ενδοχώρα.

Έτσι, κατά τη διάρκεια των δύο Ρώσο-Οθωμανικών Πολέμων, 1769 - 1774 και 1787 - 1792, οι Έλληνες πραγματοποίησαν στρατιωτικά κινήματα στην περιοχή τους και έδρασαν στο πλευρό των Ρώσων ως επικουρικά στρατεύματα. Μετά τις συνθήκες του Κιουτσούκ - Καϊναρτζή (1774) και Ιασίου (1792) που σήμαναν το τέλος των Ρώσο-Οθωμανικών πολέμων, οι Ρώσοι κατέλαβαν μόνιμα την περιοχή από τις εκβολές του Δούναβη έως το Κέρτς και το Ταγκανρόγκ (Ταϊγάνιο), δημιουργώντας την «Νέα Ρωσία».

Επιπλέον, τα Ρωσικά πλοία ήταν πλέον ελεύθερα να διεξάγουν εμπόριο στη Μαύρη Θάλασσα και η Ρωσία αναγορεύτηκε προστάτης των ορθοδόξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ταυτόχρονα, οι Ρώσοι ακολούθησαν συγκεκριμένη εποικιστική πολιτική, ευνοώντας την πληθυσμιακή ενδυνάμωση των περιοχών αυτών με την προσέλκυση Ορθοδόξων πληθυσμών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά και από τη Γερμανία, την Ελβετία κ.α. Στην βάση της πολιτικής αυτής ήταν η ίδρυση νέων πόλεων και λιμανιών καθώς και η τόνωση της εμπορικής ζωής της περιοχής.

Η συγκρότηση των Ελληνικών παροικιών καθώς και η οργάνωση των Ελληνικών κοινοτήτων στην περιοχή της Κριμαίας, σχετίζονται άμεσα με την πολιτική εποικισμού, την οποία για λόγους δημογραφικούς, πολεμικούς και οικονομικούς, το Ρωσικό κράτος προάγει και ρυθμίζει με την έκδοση Αυτοκρατορικών διαταγμάτων. Η Νέα Ρωσία που σχηματίζεται από τα τέλη του 18ου αιώνα, εμφανίζεται με χαμηλή πυκνότητα στον πληθυσμό και κρίνεται απαραίτητο από την Ρωσική κυβέρνηση να θωρακιστούν οι νέες επαρχίες του Ρωσικού κράτους με την μετοίκηση τους.

Ξένες εθνότητες αρχίζουν να εισρέουν στις περιοχές αυτές Γερμανοί, Εβραίοι, Ιταλοί, Αρμένιοι, αλλά και Έλληνες των οποίων η διείσδυση επιβάλλεται με ένταση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με την σύναψη διομολογήσεων, όπου εντοπίζονται και τεκμηριώνονται οι προϋποθέσεις και οι όροι διακινήσεως των πληθυσμών τους, στις συνθήκες των Κάρλοβιτς (1699), Πασσάροβιτς (1718) και Κιουτσούκ - Καϊναρτζή (1774). Τα μεταναστευτικά ρεύματα τέθηκαν από την προστασία και την ρύθμιση Αυτοκρατορικών ουκαζιών, όπου τα τελευταία λειτούργησαν ως θέλγητρο για την προσέλκυση και εγκατάσταση ομόδοξων στα νεοπαγή εδάφη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.


Ο Ελληνικός πληθυσμός αποτελούνταν αρχικά από στρατιωτικές, χερσαίες και ναυτικές ομάδες, όπου πριν από την ακούσια εγκατάλειψη της γενέτειράς τους, την Πελοπόννησο και τα Ιόνια Νησιά κυρίως, είχαν συμμετάσχει στις επιχειρήσεις των Ρώσων στα Ελληνικά εδάφη, επιδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό το σθένος και τις τεχνικές του φρονήματός τους, τις γνώσεις τους, την εμπειρία του πολέμου στην ξηρά και την θάλασσα. Από τις αρχές του 19ου αιώνα, η προσέλευση των Ελλήνων παροίκων στα εδάφη της Νέας Ρωσίας είχε μαζικό χαρακτήρα.

Σε βαθμό που περιοχές ολόκληρες απαρτίζονταν από τον Ελληνικό πληθυσμό που προήλθε από τις υπό Οθωμανικής κυριαρχίας περιοχές της Βαλκανικής χερσονήσου. Δημιουργούνται επομένως νέες εστίες Ελληνικού πληθυσμού που αναπτύσσουν μια αξιόλογη εμπορική δραστηριότητα. Το Ταϊγάνιο, η Μαριούπολη, η Σεβαστούπολη και η Οδησσός είναι από τα πιο γνωστά Ελληνικά κέντρα που ήκμασαν από τον 19ο αιώνα. Στους αποικιστές παραχωρήθηκε ''πολιτική ελευθερία, ελευθερία θρησκεύματος, απαλλαγή από στρατιωτική υπηρεσία, γη, δικαίωμα εμπορίας, δικαίωμα να ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, να διαθέτουν εργοστάσια και δουλοπάροικους''.

Πέρα από το ενιαίο πνευματικό σύστημα και τα πολιτισμικά όρια που περιέβαλαν τον Ελληνικό και το Ρωσικό λαό, καθοριστική σημασία για την πορεία τους διαδραμάτισε και η εντρύφησή τους στο πνεύμα του Διαφωτισμού. Η Αικατερίνη Β' υποστήριξε αρχικά τις νέες τάσεις και ιδέες, προσπαθώντας να οργανώσει με τη βοήθειά τους, ένα πρόγραμμα "φωτισμένης δεσποτείας". Έτσι, υποστήριξε μερικούς λόγιους Ελληνικής καταγωγής, επηρεασμένοι από τις νέες ιδέες, μεταξύ άλλων οι Ευγένιος Βούλγαρης και Κωνσταντίνος Θεοτόκης.

Ο χαρακτήρας του προσηλυτισμού των υπηκόων από την Ρώσικη πολιτική στόχευε κατά κόρον, στην δημιουργία ευκαιριών ενσωμάτωσής τους στο Τσαρικό διοικητικό σύστημα εντός της Ρωσικής επικράτειας, παρέχοντάς τους, κυρίως εμπορικά προνόμια αλλά και θέσεις στο στρατιωτικό, διπλωματικό, θρησκευτικό και επιστημονικό μηχανισμό. Τα πολιτικά αιτήματα της Ρωσικής ηγεσίας, δηλαδή η επέκταση της Αυτοκρατορίας προς τις νότιες θάλασσες, και των Ελλήνων διανοούμενων και αστών, με την εθνική αφύπνιση και ελευθερία, κρίθηκε απαραίτητη η χρησιμοποίηση των δυνατοτήτων του πολιτισμού της Δύσης.

Ιωάννης Λεοντής - Βαρβάκης η Ζωή στα Ψαρά

Ο Ιωάννης Βαρβάκης γεννήθηκε μεταξύ των ετών 1743 και 1750 στο νησί των Ψαρών. Η επωνυμία Βαρβάκης, δεν ανήκει στην γενεαλογία της οικογένειάς του, αλλά πριν το καθιερώσει ο ίδιος ως επωνυμία, χρησιμοποιούνταν ως παρατσούκλι, δοσμένο από τους συμπατριώτες του ή από τους συντρόφους του στην ναυμαχία του Τσεσμέ. Οι απόψεις διίστανται για το πώς έλαβε την επωνυμία αυτή, καθώς ορισμένοι αναφέρουν ότι το όνομα Βαρβάκης, προήλθε από την ονομασία του αρπακτικού πουλιού, ιέραξ οξύπτερος (βαρβάκειον), αφού ο ίδιος παρουσίαζε ομοιότητα με το πρόσωπο του πουλιού στα μάτια.

Άλλοι προσδίδουν την ονομασία στο πλοίο του, στην ναυμαχία του Τσεσμέ,όπου ήταν γρήγορο όπως το βαρβάκειον και άλλοι θεωρούν ότι προέρχεται από την Ρώσικη λέξη βάρβατσς που σημαίνει δυνατός, ανδρείος. Πατέρας του, ήταν ο Αιγαιοπελαγίτης καραβοκύρης Ανδρέας Λεοντής και η μητέρα του Μαρία ή καλύτερα γνωστή ως Μαρού. Ο ίδιος δεν έλαβε ιδιαίτερη μόρφωση και από τον Αναστάσιο Γούδα πληροφορούμαστε, ότι μέχρι τα δέκα του χρόνια έμαθε βασικά στοιχεία γραμματικής και αριθμητικής κοντά σε κάποιον μορφωμένο ιερέα και εν συνεχεία όντας αυτοδίδακτος, προσπάθησε να λάβει μια στοιχειώδη μόρφωση.

Η επαγγελματική και κοινωνική ωρίμανσή του, σχετίζεται με την μακρόχρονη μαθητεία στην ναυτιλία, το θαλάσσιο εμπόριο και την κερδοφόρο πειρατεία.Το πρώτο του καράβι ναυπηγήθηκε στα Ψαρά, μια «γαλιότα», που χρησιμοποιήθηκε σαν εμπορικό, πειρατικό και καταδρομικό.

Πειρατής και Κουρσάρος

Η ναυτική και εμπορική δραστηριότητα της ανατολικής Ελλάδας, κυρίως των νησιών, αναπτύσσεται και αναδεικνύεται στα μέσα του 18ου αιώνα, αρχικά στα μεγάλα νησιά των Μικρασιατικών παραλίων, την Ύδρα, Σπέτσες, Κάσο, Μύκονο και Ψαρά, νησιά τα οποία, αποτέλεσαν διαμετακομιστικοί σταθμοί, στο εμπόριο σιτηρών.

Οι Ρώσο-Οθωμανικοί πόλεμοι του 1768 - 1774 ,1787 - 1791 και 1806 - 1812, εγκαινιάζουν την περίοδο μιας ανοικτής Βαλκανικής και Μεσογειακής πολιτικής της Ρωσίας και επιτρέπουν στον Έλληνα έμπορο, ο οποίος είναι ευνοούμενος από το θεσμό των Ρωσικών εμπορικών διομολογήσεων, να γίνει πιο ανταγωνιστικός, να φθάσει στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και να συναλλάσσεται εμπορικά με τη νότια Ρωσία, την Ουκρανία αλλά και την Αίγυπτο, να εφοδιάζει με πρώτες ύλες την Κωνσταντινούπολη και να επεκτείνει τα ταξίδια του μέχρι την Αμερική.

Ειδικότερα με την Συνθήκη το Κιουτσούκ - Καϊναρτζή το 1774, αναγνωρίζονταν στη Ρωσία και το δικαίωμα προστασίας των υπόδουλων Χριστιανών της Αυτοκρατορίας και το δικαίωμα να χρησιμοποιούν Ελληνικά πλοία Ρώσικη σημαία και να δραστηριοποιούνται σε όλα τα λιμάνια της Μεσογείου μέχρι το Γιβραλτάρ. Επιπλέον, οι έμποροι αυτοί δραστηριοποιούνταν ως κούρσοι και πειρατές στην υπηρεσία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Εξάλλου, ήδη από τις αρχές του 16ου αιώνα, πειρατές και κούρσοι περιδιάβαιναν ολόκληρη την Μεσόγειο και το Αιγαίο.

Όπου εκτός από τους Οθωμανούς, λάμβαναν ενεργό μέρος και πολλοί Χριστιανοί πειρατές μεταξύ των οποίων και Έλληνες, κυρίως Αιγαιοπελαγίτες, για την εποχή αυτή η πειρατεία αποτελούσε ένα αποτελεσματικό τρόπο σχηματισμού και συσσώρευσης εμπορικού κεφαλαίου.Δεν είναι τυχαίο εξάλλου που ο Κωνσταντίνος Νικόδημος στο «Υπόμνημα της νήσου Ψαρών», αναφέρει ότι το 1770 οι Ψαριανοί είχαν 36 σακολέβες, ενώ μετά τα Ορλωφικά ναυπήγησαν 45 γαλιότες. Ήταν γνωστοί για την πειρατική τους δράση και για τον λόγο αυτό τα Ψαρά αποκαλούνταν και Κιουτσούκ Μάλτα, δηλαδή, νησί των κουρσάρων.


Όσον αφορά τον Ιωάννη Βαρβάκη, με βάση Ρωσικές πηγές του Ιδρύματος Κομνηνού - Βαρβάκη, ήταν σημαντική η συμβολή του τελευταίου σε καταδρομικές αποστολές, καθώς γνώριζε όλα τα κοντινά νησιά και κόλπους.Γνώριζε τους θαλάσσιους δρόμους που ακολουθούσαν τα Οθωμανικά πλοία με εμπορεύματα στην Κωνσταντινούπολη και έτσι τα καταλάμβανε. Είχε την στήριξη από τους Ρώσους ναυτικούς, όμως η Αυτοκράτειρα απαγόρευσε να μοιράζονται οι έπαινοι για την "Αρματωρία", η οποία πολύ έμοιαζε με πειρατεία και ελλόχευε ο κίνδυνος να προκαλέσουν αντιδράσεις από γειτονικές χώρες.

Η Μάχη στο Τσεσμέ

Ορόσημο στο βίο του αποτελεί η ένταξή του στο Ρωσικό σχέδιο επιχειρήσεων στο Αιγαίο και η εθελοντική του κατάταξη στο Ρωσικό στόλο. Με καταδρομικό έλαβε μέρος στη ναυμαχία στο Τσεσμέ τις 26 Ιουνίου 1770 και στη διάρκεια του Ρώσο-Οθωμανικού πολέμου (1768 - 1774) πήρε μέρος σε αρκετές θαλάσσιες επιχειρήσεις και ναυτικές συγκρούσεις. Έδρασε στην πολιορκία της Βηρυτού, στην πολιορκία της Πάτρας, στον κόλπο της Ναυπάκτου ενταγμένος στη δύναμη της μοίρας του Βοϊνόβιτς.

Ο Αλεξέϊ Ορλόφ και ο Γκριγκόρι Ποτέμκιν, διαβεβαίωναν την Αικατερίνη Β' ότι είναι πια απαραίτητο να αρχίσει ο πόλεμος με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και ότι στον πόλεμο αυτό είναι πολύ σημαντική η βοήθεια των Ελλήνων. Μετά από την συγκατάθεση της Αικατερίνης Β', στα νησιά του Αιγαίου στάλθηκαν πράκτορες, ενώ παράλληλα, ο Ρωσικός ναυτικός στόλος άρχισε τις προετοιμασίες για την έξοδό του στις ακτές της Πελοποννήσου. Σύντομα, 500 Ρώσοι στρατιώτες εγκαταστάθηκαν στο φρούριο Ναβαρίνο, όπου τις 10 Απριλίου, παραδόθηκε και έγινε προσωρινά η ναυτική βάση για το Ρωσικό στόλο.

Τις 24 Ιουνίου 1770, χτυπήθηκε ο Οθωμανικός στόλος στο Πορθμείο της Χίου, με αποτέλεσμα η Οθωμανική μοίρα στόλου να καταφύγει στον Τσεσμεϊκό κόλπο, όπου ήταν υπό την προστασία της παράκτιας άμυνας. Όταν οι Ρώσοι πλησίαζαν το Τσεσμέ ήρθαν αντιμέτωποι με ολόκληρο τον ναυτικό στόλο. Για να καταστραφούν τα πλοία αυτά, χρειάζονταν πυρπολικά, τα οποία πλησιάζοντας τα σε κοντινή απόσταση, εκρηγνυόμενα στον αέρα, θα ανατίναζαν και τα δικά τους πλοία. Έτσι λοιπόν, εκλέχτηκαν τέσσερα Ελληνικά πλοία, τα πιο ταχυκίνητα πλοία, μεταξύ αυτών και το καράβι του Βαρβάκη. Ο συγγραφέας της ιστορικής αφήγησης "Τσεσμά", Βλαδίμηρος Σιγκίν αναφέρει:

«Το καράβι του Βαρβάκη μετατράπηκε σε πυρπολικό και αρματώθηκε για το πλήρωμα του υπολοχαγού Ιλίην. Αυτή ήταν η περίοδος όταν ο Έλληνας καπετάνιος χάρισε στον Ρώσο πλοίαρχο ένα αρχαίο στιλέτο, στο οποίο δίπλα με την χειρολαβή, στη λάμα υπήρχε η απεικόνιση του Οκτωακρόνιου (οκτώ άκρες) ορθόδοξου σταυρού και στα Ελληνικά ήταν γραμμένη η λέξη "ελευθερία". Τη μεγαλύτερη επιτυχία είχε το πυρπολικό του Βαρβάκη. Μανουβράροντας είχε την ευκαιρία να πλησιάσει το μεγάλο Τουρκικό πλοίο, συνδέθηκε μ' αυτό και έβαλε φωτιά στο δικό του πυρπολικό.

Άναψε πύρινος πυρσός και σε λίγο ακούστηκε τρομερός θόρυβος και η Τουρκική φρεγάτα έπεσε σε μια από τις πλευρές του πλοίου. Ένα μετά το άλλο άρχισαν να εκρήγνυνται τα Τουρκικά πλοία. Ο Τσεσμαϊκός Όρμος μεταμορφώθηκε σε ένα ηφαίστειο εν ενεργεία. Τεράστια ανταύγεια πάνω από τον όρμο φαινόταν από πολλά χλμ. μακριά. Ο Ιωάννης Βαρβάκης βρισκόταν μέσα σ' αυτή τη φωτιά, ριψοκινδύνεψε τη ζωή του, και τραυματίστηκε βαριά». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, οι Οθωμανοί να αφήσουν τα πλοία τους και την πόλη.

Μετά την επιτυχία της ναυμαχίας στο Τσεσμέ, η Αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β' τον τίμησε με την προαγωγή του στο βαθμό του υπολοχαγού, το 1772. Ο εγγονός του Βαρβάκη ο Μάρκος, έγραφε για τον παππού του: «Μετά την περίφημη νίκη στο Τσεσμέ πράχθηκε στο βαθμό του υπολοχαγού. Μετά τη συνθηκολόγηση με τους Τούρκους, εξέφρασε επιθυμία να φύγει στη Ρωσία και ο Ορλόφ του επέτρεψε να περάσει μέσω της Κωνσταντινούπολης σε κάποιο από τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας και να συνεχίσει να υπηρετεί εκεί.

Όμως, προκειμένου να συλληφθεί ο Βαρβάκης, ο Σουλτάνος προσέφερε μεγάλη αμοιβή. Για το λόγο αυτό, συνελήφθη από τους Τούρκους, και καθώς περίμενε την εκτέλεσή του ήταν έγκλειστος σε κάστρο με επτά πύργους. Ο απεσταλμένος της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη, ο πρίγκιπας Νικολάϊ Ρεπνιν, εξαγόρασε τον Βαρβάκη και τον έκρυψε στο σπίτι του. Αποφάσισε να στείλει τον καπετάνιο μυστικά στη Ρωσία».

Ο ΜΕΓΑΛΕΜΠΟΡΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ ΧΑΒΙΑΡΙΟΥ

Η Μετάβαση στην Ρωσία

Η βοήθεια του Ρεπνίν κατέστη κατασταλτική για την γνωριμία του Βαρβάκη με τον προσωπικό σύμβουλο της Αυτοκράτειρας, Γκριγκόρι Ποτέμκιν. Ο τελευταίος του πρότεινε να μεταβεί στο Αστραχάν, μια πόλη που προορίζονταν να αναδειχθεί σε κόμβο του κεντροασιατικού εμπορίου και ορμητήριο των Ρωσικών εξορμήσεων στα περσικά εδάφη. Έπειτα από την ακρόαση μπροστά στην Αικατερίνη, η ίδια ως επιβράβευση για τη δράση του και για τις υλικές απώλειες που είχε υποστεί εξαιτίας του Ρωσο-Οθωμανικού πολέμου, του πρόσφερε χίλια τσερβόντσι καθώς και το δικαίωμα για δεκαετή αφορολόγητη αλιεία και εμπορία ψαριών στην Κασπία θάλασσα.

Στο Αστραχάν

Το Αστραχάν, είναι πόλη της Ρωσίας και βρίσκεται στο Δέλτα του ποταμού Βόλγα, στις εκβολές του στην Κασπία Θάλασσα. Από τον 17ο αιώνα, η πόλη λειτούργησε ως πύλη της Ρωσίας προς την Ανατολή: στην πόλη είχαν εγκατασταθεί έμποροι από την Αρμενία, την Περσία και την Ινδία, καθιερώνοντας την ως μια πολυεθνική πόλη. Η Αικατερίνη θεωρούσε πως η ένωση της Μαύρης Θάλασσας με την Κασπία και με τη Βόρεια Θάλασσα, καθώς και η διοχέτευση του εμπορίου της Κίνας και των Ανατολικών Ινδιών μέσω της Ταταρίας, θα είχε ως αποτέλεσμα την εξύψωση της Ρωσίας ως ηγεμονίδα δύναμη στα κράτη της Ευρώπης και της Ασίας.


Την εποχή αυτή η Κασπία, είχε αναδειχθεί σε ανερχόμενο εμπορικό κέντρο για τη Ρωσία, καθώς ο πόλεμος της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας και η Αγγλογαλλική σύγκρουση ανάγκασαν πολλές χώρες να στραφούν σε νέους εμπορικούς δρόμους προς την Ινδία μέσω Περσίας, η οποία παρέμενε πολιτικά ασταθής. Με λίγα λόγια, η Ρωσία επιδίωκε να στρέψει το εμπόριο των Ανατολικών Ινδιών μέσω Κασπίας στο Βόλγα και εν συνεχεία στην Πετρούπολη και για τον λόγο αυτό κρίνονταν απαραίτητο να βρεθούν έμπειρα πολεμικά και εμποροναυτικά στελέχη.

Οι ενέργειες του Ιωάννη Βαρβάκη, κυρίως τα πρώτα χρόνια (1776 - 1782) διαμονής του στο Αστραχάν, δεν περιορίστηκαν μόνο στη φροντίδα και οργάνωση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, το κερδοφόρο εμπόριο στην Περσία και τα υποτελή σε αυτήν χανάτα. Ανέλαβε αποστολές που σχετίζονταν με την μυστική διπλωματία και την εμπορική, στρατιωτική και πολιτική κατασκοπεία, κινούμενος με την κάλυψη της έντονης επιχειρηματικής κινητικότητας. Ήδη από το 1778 έπλεε στην Κασπία και ήταν γνώστης των νότιων ακτών της, αλλά και των Περσικών διαλέκτων, ενώ τα εξοπλισμένα με κανόνια εμπορικά πλοία του έμπαιναν στα περισσότερα Περσικά λιμάνια.

Μέσα από τα έγγραφα τα πόλης του Αστραχάν σκιαγραφείται η συνδρομή του στο πολιτικά και οικονομικά δρώμενα της πόλης: (Δημόσιο Αρχείο της περιοχής της Αστραχάν, φ. 594 οπ. 1, Δ 5025).«‘Τον Απρίλιο του 1779, στο λιμάνι του Αστραχάν ετοιμάζεται για την αναχώρηση για την Περσία το δημόσιο πλοιάριο, υπό διοίκηση του Έλληνα καπετάνιου Βαρβάκη. Σ' αυτόν χορηγήθηκαν εμπορεύματα (για να κάνει εμπόριο), έξι πουτία μπαρούτι».(Δημόσιο Αρχείο της Περιοχής της Αστραχάν, φ. 345 οπ. 1, Δ 952).

Συμμετοχή του Ιβάν Αντρέγεβιτς στην αποστολή του Βοϊνόβιτς ήταν πολύ σημαντική, κατάφερε και πάλι να δείξει τον καλό του εαυτό, και ως αποτέλεσμα παίρνει το αξίωμα του ταγματάρχη. Το Δεκέμβριο, 31 του 1782, στην Αγία Πετρούπολη στον κύριο Βαρβάκη χορηγήθηκε ειδική πατέντα που έλεγε για την προαγωγή του σε πόστο του ταγματάρχη. Η πατέντα αυτή υπογράφηκε από την ίδια την αυτοκράτειρα».(ΔΗΠΑ, φ. 476, οπ. 1, Δ. 622). Μεγάλο ρόλο στην μεταφορά των τροφίμων και πολεμοφοδίων έπαιξε ο καπετάνιος Βαρβάκης, 26 Μάιου το 1796, ο αντιναύαρχοςΦεντορόφ Νικολάϊ αναφέρει:

Σχετικά με τα πλοία που είναι υπό διοίκηση του ταγματάρχη Βαρβάκη, έχω την τιμή να σας ειδοποιήσω "Τα δέκα του σκάφη, που ενοικιάστηκαν για μεταφορές των δημοσίων προμηθειών, αναχώρησαν για τις ακτές της Περσίας. Σχετικά με το συμβούλιο που υπέγραψε, έχει την υποχρέωση να μεταφέρει την προμήθεια μέσα σε χρονικό διάστημα, που κανονίστηκε εξ αρχής. Δέκα σκάφη είναι ολόκληρος στολίσκος. Είναι αλήθεια όμως ότι υπό διοίκηση του Βαρβάκη υπήρχαν σκάφη που ανήκαν στον γαμπρό του, τον Νικολάϊ Κομνηνό - έναν έμπορο από τον Ταγκανρόγκ.

Ο Βαρβάκης προσέφερε δωρεάν πέντε από τα ναυτιλιακά του πλοία για τη μεταφορά ψωμιού στο Μπακού και στο Ρεστ. Ο αρχιστράτηγος Παύλος Τσιτσιάνοφ τον ευχαρίστησε και παρακάλεσε τον πολιτικό κυβερνήτη του Αστραχάν, τον πρίγκιπα Γενέσεβ "να προσέξει την ευγενική προσφορά του Ιβάν Αντρέγεβιτς».Όσον αφορά την προσωπική του ζωή ο Ιωάννης Βαρβάκης από το 1789 έλαβε ρωσική υπηκοότητα, τα προνόμια της οποίας απόλαυσε και η πολυμελής οικογένειά του, όπου από τον πρώτο γάμο είχε δύο παιδιά, που είχαν γεννηθεί στα Ψαρά, και ακόμα τρία από δεύτερο γάμο, τα οποία γεννήθηκαν στο Αστραχάν, ενώ από τον τρίτο γάμο δεν είχε παιδιά.

Οι Επιχειρήσεις

Ο Ιωάννης Βαρβάκης, ήταν πολυπράγμων χαρακτήρας, καθώς παράλληλα με την πολιτική δραστηριότητα ασχολήθηκε και διηύθυνε επιχειρηματικές υποθέσεις όπως ενοικίαση αμπελώνων, εμπορία κρασιού και απόσταξη οινοπνευματωδών, την κεραμοποιία, την εκμετάλλευση αλυκών και το εμπόριο αλατιού, την πλοιοκτησία και τις θαλάσσιες - ποτάμιες μεταφορές ως πλοιοκτήτης 10 μεταφορικών πλοίων. Στο ζενίθ της επιχειρηματικής του δραστηριότητας ήταν οι αλιευτικές επιχειρήσεις σε ιδιόκτητους ή παραχωρημένους ή μισθωμένους ιχθυοτόπους, η παραγωγή, συντήρηση, τυποποίηση, εμπορία του χαβιαριού και ταριχευτών ειδών.

Η επιτυχημένη οργάνωση δικτύων εσωτερικού και εξωτερικού εμπορίου (Ρωσία, Τουρκία, Περσία, Μεσόγειος) των προϊόντων αυτών υπήρξε σημαντική πηγή κερδοφορίας. Βέβαια, η περιοχή όπου δραστηριοποιήθηκε γεωμορφολογικά ήταν πρόσφορη για καλλιέργεια και παραγωγή χαβιαριού. Η Κασπία Θάλασσα, είναι η μεγαλύτερη λίμνη της Γης και έχει συνολική επιφάνεια 371 χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα. Εκβάλλει σε αυτήν ο μεγαλύτερος ποταμός της Ευρώπης, ο Βόλγας και μέσα από τη Διώρυγα Βόλγα - Ντον, συνδέεται με την Αζοφική Θάλασσα.

Περιβάλλεται από την Ρωσία, το Καζακστάν, το Αζερμπαϊτζάν, το Τουρκμενιστάν και το Ιράν . Η Κασπία φημίζονταν για την ποικιλία των ψαριών της και κυρίως για το γένος ιχθύων με την ονομασία, Ακιπενσερίδες, που παράγουν το μαύρο χαβιάρι. Επειδή το είδος αυτό έχει μακρύ και μυτερό ρύγχος, στα Ελληνικά είναι γνωστός ως οξύρρυγχος. Το είδος αυτό μπορεί να φθάσει σε μεγάλο βάθος και είναι μακρόβιο(ζει ως και 300 χρόνια). Τα περισσότερα είδη που ζουν στην Κασπία ανεβαίνουν τον Βόλγα και τον Ουράλη μια φορά κάθε τέσσερα με πέντε χρόνια για να γεννήσουν την άνοιξη ή το καλοκαίρι.

Όσον αφορά την παραγωγή του χαβιαριού στις επιχειρήσεις του Βαρβάκη, ο Αλέξανδρος Μάρκου αναφέρει: Το χαβιάρι συλλεγόταν σε πολύ μεγάλες ποσότητες σ' ένα πεντακάθαρο μέρος. Το λίπος και το εξωτερικό μέρος δεν χρησιμοποιούνταν, ενώ το χαβιάρι τοποθετούνταν σε ξύλινο δοχείο, όπου το άλμεναν με το αλάτι καλύτερης ποιότητας και το ανακάτευαν με φαρδιά, ξύλινα πιρούνια. Ύστερα κάποιος με εμπειρία στο αλάτισμα το δοκίμαζε. Όσο λιγότερο αλμυρό είναι το χαβιάρι, τόσο καλύτερης ποιότητας είναι. Έβαζαν το χαβιάρι σε βαρελάκια από φλαμουριά, διαφόρων μεγεθών. Το μεγαλύτερο χωρούσε περίπου 5 πουτία.


Το χαβιάρι που έστελναν στο Ταγκανρόγκ, στην Ελλάδα, στη Βιέννη και στη Μαδρίτη, το αλάτιζαν περισσότερο. Το χαβιάρι του οξύρρυγχου θεωρούνταν το καλύτερο. Το μαύρο χαβιάρι μπορούσε να διατηρηθεί πάρα πολύ καιρό. Περνούσε από ειδική επεξεργασία, ανακατευόταν με ειδικό κουτάλι, ενώ ο ειδικός μάστορας έπαιρνε το χαβιάρι και το συμπίεζε στην παλάμη του. Το χαβιάρι ήταν έτοιμο όταν δεν έβγαζε πια γάλα και είχε γίνει σκληρό. Γέμιζαν με χαβιάρι τους ψάθινους σάκους με χωρητικότητα τριών πουτιών.

Συμπίεζαν τους σάκους με το πιεστήριο και τους έβαζαν στα βαρέλια. Επίσης μια άλλη περιγραφή από τα αρχεία του Ιδρύματος Κομνηνού - Βαρβάκη γίνεται αναφορά στον τρόπο αλίευσης του οξύρρυγχου αλλά και για την επιχειρηματική πρακτική του Βαρβάκη: Για την συλλογή του χαβιαριού ψάρευαν πολλά ψάρια του οξυρρύγχου είδους. Ψάρευαν με σταθερά ή κινούμενα δίχτυα, με το αγκίστρι ή με τις τράτες. Κάπως έτσι περιγράφεται η μέρα 24 Απριλίου του 1798 στις επιχειρήσεις του Βαρβάκη.

Αυτή τη μέρα πιάστηκαν 273 οξύρρυγχοι με βάρος 30 έως και 50 πουτιών η καθεμιά. Ο υπεύθυνος ενημέρωσε τον Βαρβάκη για το συμβάν, μιλώντας γι' αυτό όπως θα μιλούσε για ένα συνηθισμένο γεγονός, άρα τέτοιου είδους ψαρέματα δεν ξάφνιαζαν κανένα. Υπήρχαν περιπτώσεις που στη διάρκεια τριών ημερών ψάρευαν μέχρι και 10.000 κόκκινα ψάρια. Ο Βαρβάκης δεν αγόραζε, αλλά και ενοικίαζε αλιευτικές περιοχές για ψάρεμα. Τον Μάϊο του 1806 ο Βαρβάκης νοίκιασε από τον Μουσταφά - Χαν πλούσιες αλιευτικές περιοχές για 4 χρόνια».

Σε σύντομο χρονικό διάστημα ο Βαρβάκης δημιούργησε περιουσία πολλών εκατομμυρίων και κατέστη ο πιο πλούσιος άνθρωπος στην περιοχή καθώς δεν ασχολούνταν μόνο με την παραγωγή χαβιαριού, αλλά είχε στην κατοχή του αλιευτικές περιοχές, επιχειρήσεις, πλοία και προμήθευε αλάτι και κρασί. Η επιτυχημένη οργάνωση δικτύων εσωτερικού και εξωτερικού εμπορίου στην Ρωσία, Τουρκία, Περσία και την Μεσόγειο, υπήρξε σημαντική πηγή κερδοφορίας.

Η Μετοίκηση στο Ταϊγάνιο και η Επιστροφή στην Ελλάδα

Το 1815, ο Ιωάννης Βαρβάκης μετοίκησε με την οικογένειά του στο Ταϊγάνιο της Αζοφικής. Η εγκατάσταση του Βαρβάκη στο Ταϊγάνιο, ένα από τα σημαντικότερα κέντρα παρουσίας της ελληνικής διασποράς στη νότια Ρωσία, συνδέθηκε με την μετατόπιση του κέντρου βάρους των οικογενειακών επιχειρήσεων, την κατάσταση της υγείας του και τη μύησή του στις δραστηριότητες της Φιλικής Εταιρείας.

Η οικονομική εισφορά του Ιωάννη Βαρβάκη για την υποστήριξη των διαφωτιστικών και εκπαιδευτικών αναγκών της επαναστατημένης Ελλάδας και για την παροχή αναγκαίων εφοδίων σε οπλισμό, πυρομαχικά, εξοπλισμό πλοίων, τροφοδοσία και επισιτισμό των αγωνιζομένων στη Μολδοβλαχία και την Ελλάδα υπήρξε μεγαλειώδης. Ο ίδιος, μετέβη το 1824, στην επαναστατημένη Ελλάδα, όντας ενήμερος για τη διεθνή και εσωτερική κατάσταση, αποσκοπώντας όχι μόνο με ευεργεσίες να στηρίξει τον Αγώνα αλλά και να συμβάλει στη διευθέτηση της εσωτερικής διαμάχης που έλαβε μορφή εμφύλιας πολιτικής και στρατιωτικής σύγκρουσης.

Όμως, η παρέμβασή του στις εξελίξεις με συγκεκριμένη πρόταση υπέρ του Ιωάννη Καποδίστρια δεν βρήκε ανταπόκριση, με αποτέλεσμα όταν ετοιμάστηκε για την επιστροφή του στη Ρωσία, πέθανε εξαιτίας της βεβαρυμμένης υγείας του, τις 12η Ιανουαρίου 1825, σε ηλικία 82 ετών, στη Ζάκυνθο.

Ο Μαικήνας της Ρωσίας

Ο Ιωάννης Βαρβάκης υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής στα κατώτερα πολυεθνικά κοινωνικά στρώματα (Ρώσοι, Αρμένιοι, Τάταροι), τα οποία συνέχιζαν μέχρι και το τέλος του 18ου αιώνα, να εποικίζουν την περιοχή. Μέσω προσωπικών επαφών, επαγγελματικών σχέσεων, κοινωνικών συμβάσεων και πολύπλευρων φιλανθρωπικών παρεμβάσεων ασκούσε σημαντική επιρροή στις πολυπληθείς ομάδες εργατών και χωρικών Ρώσων που ήταν εγκατεστημένοι στο Αστραχάν και την ευρύτερη περιοχή.

Η τακτική απέβη πρόσφορη για την εφαρμογή της πολιτικής προσηλυτισμού που εκπορευόταν από το κράτος και την εκκλησία και ενίσχυσε καταλυτικά τη δράση που είχαν αναλάβει προς αυτή την κατεύθυνση ο αρχιεπίσκοπος Αστραχανίου Νικηφόρος Θεοτόκης. Για τις σπουδαίες ευεργεσίες του έλαβε υψηλές υλικές, συμβολικές ανταμοιβές και τιμητικές κοινωνικές διακρίσεις όπως το 1807: παράσημο του Ισαποστόλου Βλαδίμηρου Δ΄ τάξης, 1810: αυλικός σύμβουλος, 1810: ιππότης του παρασήμου Αγίας Άννας Β' τάξης, κληρονομικό τίτλο ευγενείας και οικόσημο.

Επιδόθηκε στην ανάληψη μιας σειράς από κοινωφελή έργα από τα οποία, έμεινε στην ιστορία ως μαικήνας της Ρωσίας και μεγάλος ευεργέτης της Ελλάδας. Το συνολικό ύψος των χρημάτων που διέθεσε για τη Ρωσία ανέρχεται στα 3.500.000 ρούβλια. Στην περιοχή του Αστραχάν, εκτός από τις δωρεές σε φιλανθρωπικά ιδρύματα, εκκλησίες και σχολεία, τελειοποίησε την πλωτή γέφυρα της πόλης. Μέσα από την "Астраханские губернские ведомости", πληροφορούμαστε ότι:

«Ο στόχος του Πέτρου Ι πραγματοποιήθηκε. Πεδινές και ελώδεις περιοχές της πόλης έχουν στεγνώσει χάρη στη διώρυγα η οποία προσφέρει νερό στους κατοίκους και διευκολύνει τη μεταφορά τροφίμων και εφοδίων στο κέντρο της πόλης. Το μάκρος της διώρυγας είναι πάνω από 3 χιλιόμετρα ενώ το φάρδος της είναι 43 μέτρα. Από τις δύο πλευρές της διώρυγας είναι προκυμαία. Κατά το μήκος της όχθης έχουν φυτέψει φλαμουριές τις οποίες έφεραν ειδικά από το Σαράτοβ. Σημαντικά πρόσωπα κάνουν βόλτες στην όχθη στις άμαξές τους. Το χειμώνα διοργανώνονται διαγωνισμοί με έλκηθρα. Το καλοκαίρι οι κάτοικοι των γύρω περιοχών, πουλάνε διάφορα από τις βάρκες τους. Υπάρχουν πολλά ωραία μέρη για ψάρεμα, για ξεκούραση και για μπάνιο».


Η διώρυγα είχε μήκος περισσότερο από 3,5 βέρτσια και πλάτος 20 σαζίνες που αντιστοιχούν σε 42 μέτρα. Ο Βαρβάκης στα εγκαίνια την ονόμασε Αστραχάνσκι Κανάλ (Κανάλι του Αστραχάν), αλλά οι πολίτες για να αποδώσουν την ευγνωμοσύνη τους στον ίδιο, την μετονόμασαν σε Βαρβατσίγιεβσκι Κάναλ. Όσον αφορά την Ελλάδα ένα από τα μεγαλύτερα κληροδοτήματα του Ιωάννη Βαρβάκη υπήρξε η ανέγερση στην Αθήνα του Βαρβάκειου Λυκείου και η Βαρβάκειος Αγορά. Το συνολικό ύψος των χρημάτων που διέθεσε για την Ελλάδα υπολογίζεται περίπου στα 1.500.000 ρούβλια.

Ο ΒΑΡΒΑΚΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΧΑΒΙΑΡΙ

Και είναι μάλλον ειρωνικό ότι κάποτε, πολύ προτού το εμπόριο χαβιαριού τον μετατρέψει σε έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Ευρώπης, πολύ προτού κερδίσει τον τίτλο του εθνικού ευεργέτη όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Ρωσίας, ο Ιωάννης Βαρβάκης υπήρξε ο ίδιος αρπακτικό: δρούσε στο Αιγαίο ως πειρατής. Αφετηρία μιας συναρπαστικής, έντονης και θυελλώδους ζωής. Η πρώτη του δουλειά ήταν πλοιοκτήτης που λεηλατούσε το Αιγαίο. Ώσπου το 1770 κατετάγη εθελοντής στο Ρωσικό ναυτικό, όπου υπό τη διοίκηση του ναυάρχου Ορλόφ έλαβε μέρος στο Ρωσικό σχέδιο για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον Τουρκικό ζυγό. 

«Εκλαμπρώταται Κώμητα», ήταν οι πρώτες λέξεις σε μια επιστολή που απηύθυνε στον Ιωάννη Καποδίστρια τον Ιούνιο του 1818. Ο Βαρβάκης εξέφραζε την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι ο μετέπειτα κυβερνήτης της Ελλάδας αποδέχθηκε μια δωρεά «εις Ρωσσικά Νωμήσματα χαρτίου ρουμβλία ήκωση χιλιάδας», τα οποία προορίζονταν για την ενίσχυση ενός ορφανοτροφείου στη Μόσχα όπου φοιτούσαν Ελληνόπαιδες. Κλείνοντας την επιστολή του, ο ζάπλουτος ευεργέτης χαρακτήριζε τον εαυτό «ταπινό και υπόχρεο δούλο» του Καποδίστρια. Υπέγραφε, δε, ως «Ηωάνις Βαρβάκις».

Για τους αποδέκτες της οικονομικής βοήθειας που μοίραζε παντού χωρίς δεύτερη σκέψη, το ότι ο μέγας Βαρβάκης δεν ήταν σε θέση να γράψει σωστά ούτε το όνομά του ήταν κάτι ασήμαντο. Αρκεί που έγραφε σωστά τις εντολές πληρωμής. Εξάλλου, για τα δεδομένα της περιόδου, το να είναι κανείς εγγράμματος μόνο αυτονόητο δεν ήταν, ιδιαίτερα μάλιστα για έναν πρώην πειρατή όπως ο Ιβάν Αντρέγιεβιτς Μπαρμπάτσι - όπως έγινε γνωστός στη Ρωσία. Ωστόσο εξίσου παράδοξο ήταν το ότι ένας πρώην πειρατής απολάμβανε τόσο μεγάλης εκτίμησης από την πανίσχυρη Αυτοκράτειρα της Ρωσίας, την Αικατερίνη τη Μεγάλη, ώστε να του επιτρέπεται να συσσωρεύει ανενόχλητος αμύθητο πλούτο επί Ρωσικού εδάφους.

Πουλώντας χαβιάρι, το δικό του μαύρο χρυσάφι, σε όλη την Ευρώπη, ο Ιωάννης Βαρβάκης έγινε μεγιστάνας, ένας δισεκατομμυριούχος κατά τη σημερινή φρασεολογία. Για να δοθεί μια τάξη μεγέθους, στο τέλος του18ου - αρχές 19ου αιώνα, η κατασκευή μιας ξύλινης γέφυρας ανάμεσα στις δύο όχθες ενός παραπόταμου του Βόλγα κόστιζε 3.000 ρούβλια. Όταν ο Βαρβάκης αποφάσισε να ενισχύσει τον Ρωσικό στρατό, πρόσφερε με μεγάλη προθυμία 1.500.000 ρούβλια. Και, προφανώς, δεν χρεοκόπησε, εφόσον απέμειναν αρκετά στο ταμείο του ώστε να συνεισφέρει επίσης στην Ελληνική Επανάσταση του 1821.

Ένας Πειρατής Γεννιέται

Σαν αυθεντικός νησιώτης της εποχής, σε ηλικία των 15 ετών ξεκινάει η ασχολία του με τη ναυτική ζωή ως ακόλουθος στον καράβι του πατέρα του. Έπειτα από δύο χρόνια αποκτά τη δικό του γαλιότα την οποία ονομάζει «Άγιος Ανδρέας». Αρχικά ασχολείται με το εμπόριο όμως έπειτα αρχίζει η δράση του ως πειρατής, κουρσεύοντας Τούρκικα πλοία μαζί με τον αδερφό του Γεώργιο. Το πλοίο του διέθετε πυροβόλα και το πλήρωμα ήταν εξοπλισμένο με πολεμοφόδια. Την περίοδο του Ρωσοτουρκικού πολέμου και με τη βοήθεια των Ρωσων, ξεκινάει η εξέγερσή των Ελλήνων της Πελοποννήσου, των νησιών του Αιγαίου και των δυτικών ακτών της Μικράς Ασίας.

Η επιχείρηση αυτή έμεινε γνωστή ως Ορλωφικά. Ο Ιωάννης Βαρβάκης με την παρότρυνση του πατέρα του ξοδεύει όλη του την περιουσία για να μετατρέψει τη γαλιότα σε πολεμικό πλοίο με 29 κανόνια. Εντάσσει το πλοίο του στη ρώσικη δύναμη μετά από συνάντησή του με τον αντιναύαρχο Αλέξιο Ορλώφ για να πέσει στη μάχη εναντίον των Τούρκων. Τη νύχτα της 26ης Ιουνίου 1770 ο Βαρβάκης με τον τίτλο του υποπλοίαρχου του ρώσικου ναυτικού, παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της ναυμαχίας του Τσεμσέ. Εκεί αναδεικνύεται ήρωας μιας και δέ διστάζει να κάψει το πλοίο του προκειμένου να επιτύχει την καταστροφή της Τούρκικης αρμάδας.

Από τις Φυλακές στην Αγία Πετρούπολη 

Αφετηρία τα Ψαρά. Πρώτη στάση η Κωνσταντινούπολη. Καρδιά όμως η Ρωσία και περιοχές όπως η Οδησσός, η Αγία Πετρούπολη και, κυρίως, το Αστραχάν. Μετά την υπηρεσία του στο Ρωσικό ναυτικό ο Βαρβάκης έκανε εμπόριο ως ναυτικός υπό Ρωσική σημαία. Στον Βόσπορο συνελήφθη από τους Τούρκους και φυλακίστηκε στα χειρότερα μπουντρούμια της Πόλης. Δραπέτευσε και κατέφυγε στη Ρωσία. Έφτασε περπατώντας στην Οδησσό, πόλη που έμελλε να εξελιχθεί σε σπουδαίο κόμβο των Ελλήνων της Διασποράς.

Η βαθιά επιθυμία του να συναντήσει την Αικατερίνη την Μεγάλη τον ώθησε να ξεκινήσει το μεγάλο ταξίδι του προς την Αγία Πετρούπολη. Τα κατάφερε. Γοήτευσε την Αυτοκράτειρα, έγινε προστατευόμενός της. Του προτάθηκε να εγκατασταθεί στο Αστραχάν, όπου το όνομά του, Ιβάν Αντρέιβιτς Βαρβάτσι, συζητείται ακόμη. Ένας από τους βασικούς συμβούλους του Σμαραγδή, ο Αλεξάντρ Μάρκοφ, κάτοικος Αστραχάν, αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο για τον Βαρβάκη επειδή άκουγε το όνομά του διαρκώς και παντού: Καμπαναριό Βαρβάκη, Διώρυγα Βαρβάκη, Κανάλι Βαρβάτσι, εκκλησία Βαρβάκη...

Το Ταξίδι στη Ρωσία και το Χαβιάρι 

Μετά τη λήξη του Τρίτου Ρωσσοτουρκικού πολέμου (1768 - 1774) και την υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ - Καϊναρτζή ο Βαρβάκης επέστρεψε στα Ψαρά,και συνέχισε την εμπορική και πειρατική του δραστηριότητα. Όντας επικηρυγμένος από τους Οθωμανούς έβαλε πλώρη για την Κωνσταντινούπολη, χωρίς να υπολογίζει το πόσο εχθρικό ήταν το περιβάλλον εκεί για αυτόν. Το πλοίο του κατασχέθηκε, ο ίδιος βρέθηκε μπλεγμένος με τις αρχές και εκδιώχθηκε.


Χωρίς δραχμή στην τσέπη, αποφάσισε να ζητήσει ακρόαση από την Αικατερίνη - κάτω από δυσμενείς συνθήκες, αφού αυτό σήμαινε να περπατήσει απόσταση 5.000 χιλιόμετρων μέχρι την Αγία Πετρούπολη. Εκεί συνάντησε τον Ποτέμκιν, εραστή της Αικατερίνης, ο οποίος μεσολάβησε ώστε η Τσαρίνα να τον δεχθεί. Η Αικατερίνη αποδείχθηκε ιδιαίτερα γενναιόδωρη δίνοντάς του ένα πουγκί με 10.000 χρυσά ρούβλια και μια άδεια απεριόριστης και αφορολόγητης αλιείας στην Κασπία. Από την Αγία Πετρούπολη κίνησε για το Αστραχάν, χωρίς την παραμικρή ιδέα για το πώς θα μπορούσε να αξιοποιήσει την άδεια αλιείας.

Κι αντί να ασχοληθεί με το ψάρεμα αγόρασε ένα αποστακτήριο, με στόχο να φτιάχνει κρασί από τα γλυκά σταφύλια της στέπας. Τότε ήταν που γνωρίστηκε με έναν έμπορο από το Αστραχάν, τον Πιοτόρ Σεμιόνοβιτς Σαπόζνικοφ, ο οποίος τον προέτρεψε να ασχοληθεί με την αλιεία. Ικανός να κτίζει μεγάλα, αξιόπλοα και προηγμένα καράβια και να ξανοίγεται στη θάλασσα, ο Βαρβάκης ήταν εκτός συναγωνισμού απέναντι στους μικρομεσαίους παράκτιους Ρώσους ψαράδες. Στη βόρεια Κασπία η «επιχείρηση αλιεία» απέδωσε καρπούς. Τα πλοία του Βαρβάκη φορτώνονταν με οξύρρυγχους, λευκούς σολομούς, μεγάλους λούτσους κι άλλα πολύτιμα ψάρια.

Σε ένα από τα ταξίδια του δοκίμασε χαβιάρι που τον φίλεψαν Ρώσοι χωρικοί. Έχοντας στο μυαλό του το πάθος των Ελλήνων για το αυγοτάραχο, κατάλαβε αμέσως με ποιον τρόπο θα μπορούσε να βγάλει πολλά χρήματα από την άδεια της Αικατερίνης - εξάγοντας χαβιάρι. Όμως αντιμετώπιζε κι εκείνος το ίδιο πρόβλημα που φρέναρε τους Ιταλούς εμπόρους αρκετούς αιώνες νωρίτερα: αυτό το τόσο ευαίσθητο έδεσμα ήταν αδύνατον να ταξιδέψει για καιρό μέσα στα ξύλινα κασόνια της εποχής - όσο καλά παστωμένο κι αν ήταν. Η λύση βρέθηκε.

Ήταν κιβώτια από ξύλα φλαμουριάς τα οποία δεν προκαλούσαν αλλοιώσεις στα πολύτιμα αυγά, ήταν απόλυτα στεγανά κι έτσι διατηρούσαν σε πολύ καλή κατάσταση το φορτίο που πάνω σε καμήλες ή φορτωμένο σε ιστιοφόρα ταξίδευε τον Βόλγα για να φτάσει από το Αστραχάν στην Ελλάδα. Μέχρι το 1788 η επιχείρηση του Βαρβάκη έκανε χρυσές δουλειές και απασχολούσε περισσότερους από 3.000 εργάτες για την επεξεργασία και το πακετάρισμα των αυγών του οξύρρυγχου. Από το 1812 βρέθηκε στο Ταγκανρόγκ.

Και από το 1815 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Ταϊγάνι, όπου μετέφερε όλη σχεδόν την κινητή περιουσία του, για να βρίσκεται κοντά στην Οδησσό κέντρο της Φιλικής Εταιρίας της οποίας υπήρξε ηγετικό μέλος και χρηματοδότης. Είναι ο μόνος που στα έγγραφά της αποκαλείται με το όνομά του. Είχε δώσει εν τω μεταξύ μέρος από την τεράστια περιουσία του για κοινωφελή έργα στη Ρωσία (νοσοκομεία, γέφυρες, διώρυγες) επίσης χρηματοδότησε την ανέγερση διδακτηρίου στη Σινασό, την παλιά Ναζιανζό, πατρίδα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και γι' αυτό παρασημοφορήθηκε από τον Τσάρο και του δόθηκε και τίτλος ευγένειας με το επίθετο Κομνηνός Βαρβάκης.

Ο Εραστής - Κλειδί

Στην πραγματικότητα, όμως, ο Βαρβάκης όφειλε ουσιαστικά στον Ποτέμκιν την εκπληκτική του επιτυχία - κατά το ένα μέρος της τουλάχιστον. Ο Ποτέμκιν ήταν μια πανίσχυρη προσωπικότητα και κυρίαρχος στην αυλή της Μεγάλης Αικατερίνης, ανεξαρτήτως του εκάστοτε επίσημου στρατιωτικού ή πολιτικού του αξιώματος. Η Αυτοκράτειρα πασών των Ρωσιών τον εμπιστευόταν τυφλά, πιθανώς διότι η εξαιρετική διάνοια του Ποτέμκιν της ήταν εξίσου χρήσιμη με τα -ιδιαίτερα πλούσια κατά τον θρύλο- σωματικά του προσόντα. Και μολονότι ο αληθινός πρίγκιπας, ο Γκριγκόρι Ποτέμκιν ήταν αρκετά γοητευτικός ώστε να γίνει ο πιο αγαπημένος από τους εραστές της μεγαλειοτάτης.

Δεν θα μάθουμε ποτέ τι ήταν αυτό που διέκρινε ο Ποτέμκιν στον χαρακτήρα του Βαρβάκη, που έπεισε τον Ρώσο πολιτικό να τον εμπιστευτεί τόσο ώστε να εισηγηθεί υπέρ του στην Αικατερίνη. Αρχικά η Αυτοκράτειρα είχε αρνηθεί δύο φορές να παραχωρήσει έστω μερικά λεπτά από τον χρόνο της σε μια γνωριμία με τον ταλαίπωρο Έλληνα που χτυπούσε επίμονα την πόρτα του παλατιού της. Ωστόσο, χάρη στη μεσολάβηση του Ποτέμκιν, η Αικατερίνη όχι μόνο δέχτηκε σε ακρόαση τον Βαρβάκη, αλλά υποτίθεται ότι εξετίμησε ιδιαίτερα την εντιμότητα και την ειλικρίνειά του.

Την επόμενη ημέρα τού παραχώρησε το δικαίωμα της αφορολόγητης εκμετάλλευσης των αλιευμάτων στην Κασπία Θάλασσα. Διέταξε επίσης τον θησαυροφύλακα να δώσει στον Ιωάννη Βαρβάκη 10.000 ρούβλια για τα πρώτα του έξοδα. Επρόκειτο για ένα ποσόν κάθε άλλο παρά αμελητέο, αντιθέτως ήταν ένα σεβαστό αρχικό κεφάλαιο για τις επιχειρήσεις που θα ανέπτυσσε ο Βαρβάκης στο Αστραχάν, εκεί όπου θα ανακάλυπτε το δικό του χρυσωρυχείο, κρυμμένο στις ωοθήκες των οξυρρύγχων.
 
Η Τσαρίνα και ο Σοσιαλισμός

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κασπία Θάλασσα ο Ιωάννης Βαρβάκης ασχολήθηκε με την αλιεία και κατόρθωσε να γίνει ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Ευρώπης. Ο λόγος ήταν το χαβιάρι, ο λαϊκός και ως τότε περιφρονημένος τοπικός μεζές. Όταν το δοκίμασε, αντιλήφθηκε αμέσως πόσο περιζήτητο θα μπορούσε να γίνει αυτό το έδεσμα. Το πρόβλημα που έπρεπε να λύσει ήταν η συσκευασία για τη μεταφορά του. Ως τότε το χαβιάρι συντηρούνταν σε σπηλιές, σε σταθερή θερμοκρασία 5 - 7 βαθμών Κελσίου (η λέξη χαβιάρι προέρχεται από την αγγλική «cave», που σημαίνει σπηλιά). Η μεταφορά του δεν μπορούσε να γίνει πέραν των μηνών του χειμώνα, γιατί χαλούσε.

Ο Βαρβάκης ανακάλυψε την ιδανική συσκευασία: βαρελάκια από ξύλο φλαμουριάς (το οποίο είναι μη πορώδες), μέσα στα οποία τοποθετούσε ένα βότανο που ποτέ δεν αποκάλυψε ποιο ήταν. Κάπως έτσι το χαβιάρι ταξίδεψε στον κόσμο. Ο Βαρβάκης παρουσίασε την ανακάλυψή του στην Αικατερίνη τη Μεγάλη και εκείνη του παραχώρησε την παγκόσμια διανομή του. Αν όμως είναι για κάτι λατρευτός ακόμη και σήμερα στο Αστραχάν, οφείλεται στην άρνησή του να πάρει δουλοπάροικους - κάτι που μπορούσε να κάνει, καθ΄ ότι ευγενής και τιτλούχος.Ζήτησε να γίνουν συνεταιρισμοί,έτσι ώστε να δοθεί εργασία στον κόσμο. Ήταν ένας σοσιαλιστής πριν καν υπάρξει ο σοσιαλισμός. 


Το Αστραχάν της Κασπίας

Ταυτόχρονα με την εγκατάσταση του Βαρβάκη στο Αστραχάν της Κασπίας, στο νότιο τμήμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, ο πρίγκιπας Ποτέμκιν αναλάμβανε να δημιουργήσει τη λεγόμενη Νέα Ρωσία, εποικίζοντας περιοχές όπως αυτή στην οποία έστειλε τον Βαρβάκη. Εάν ο Έλληνας κατάφερνε να αξιοποιήσει την ευκαιρία που του είχε δοθεί, το κέρδος δεν θα ήταν μόνο δικό του, εφόσον θα υπογράμμιζε τη διορατικότητα και τη σωστή κρίση του Ποτέμκιν. Τελικά ο Βαρβάκης ξεπέρασε κάθε προσδοκία, έγινε κροίσος χάρη στο εμπόριο του χαβιαριού και ταυτόχρονα μεγάλος ευεργέτης των κατοίκων του Αστραχάν, φροντίζοντας όμως πάντα να διατηρεί άριστες σχέσεις με το παλάτι.

Παραδόξως, όσο και εάν συναισθανόταν τη δύναμή του, η οποία διαρκώς αυξανόταν σε ευθεία αναλογία με τα πλούτη του, ο Ιωάννης Βαρβάκης ουδέποτε αναμίχθηκε άμεσα στην πολιτική. Αυτό είναι μια καταφανής αντίφαση, καθώς ένας άνθρωπος που είχε ριζοσπαστικές αντιλήψεις, π.χ., για την εκμετάλλευση της αλιείας, διαθέτοντας και την απαιτούμενη πυγμή για να τις εφαρμόσει, παρέμενε ιδεολογικά αθώος, σχεδόν αφελής. Ένα γεγονός που τον συγκλόνισε και τον έκανε να θέσει τον εαυτό του και την περιουσία του στην υπηρεσία του Ελληνικού ξεσηκωμού ήταν η βάναυση εκτέλεση του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε' από τους Τούρκους, το Πάσχα του 1821.

Το ότι ο θρησκευτικός ηγέτης των Χριστιανών ήταν μέγας πολέμιος της πνευματικής αφύπνισης των Ελλήνων και προέκρινε τον παθητικό ραγιαδισμό αντί της επανάστασης, δεν προβλημάτισε καθόλου τον Βαρβάκη. Ενώ είχε ήδη συνδεθεί με τη Φιλική Εταιρία και την προετοιμασία της Επανάστασης, την επόμενη της κηδείας του Γρηγορίου Ε', έστειλε στο Πατριαρχείο 100.000 ρούβλια. Μια ισόποση δωρεά θα έκανε μερικούς μήνες αργότερα στους εξεγερμένους Έλληνες. Παράλληλα ναύλωνε το ένα καράβι μετά το άλλο με προορισμό την Ελλάδα, φορτώνοντας οτιδήποτε χρειάζονταν οι συμπατριώτες του, από σιτηρά έως πολεμοφόδια.

Μια τόσο περιπετειώδης ζωή όπως αυτή του Ιωάννη Βαρβάκη εύκολα χαρακτηρίζεται «μυθιστορηματική». Και όχι εντελώς άδικα, μια και περιέχει ηρωισμό, κίνδυνο, χρήμα, δόξα, ισχύ, αγωνία, νοσταλγία, απογοήτευση, αρρώστια, θάνατο - τα πάντα. Ο Ιωάννης Βαρβάκης δεν είχε σκοτεινές πλευρές, οι πηγές δεν κάνουν τον παραμικρό υπαινιγμό σε ενδεχόμενα ελαττώματα του χαρακτήρα του, λες και ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο για έναν αμόρφωτο, εμπειρικό ναυτικό που έφτασε ξυπόλυτος στην Αγία Πετρούπολη, μέσα σε λίγα χρόνια να γίνει ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Ευρώπης. 
 
Ένας Αντι - Ήρωας

Γύρω από τον Βαρβάκη υποτίθεται πως δεν υπήρξε ίντριγκα, μοχθηρία, ακολασία και αμαρτία, έστω μια κάποια ανθρώπινη αδυναμία. Εάν υποθέσουμε ότι η αμαρτωλή φάση της ζωής του Βαρβάκη ήταν η δράση του ως πειρατή κατά τα νεανικά του χρόνια, το υπόλοιπο του βίου του ήταν απελπιστικά ενάρετο: πακτωλοί χρημάτων έρρεαν στο θησαυροφυλάκιό του όσο η Ευρώπη απολάμβανε το χαβιάρι του Αστραχάν. Ενώ ο ίδιος έχτιζε εκκλησίες, σχολεία, νοσοκομεία και χρηματοδοτούσε δημόσια έργα που ακόμη και οι ίδιοι οι τσάροι της Ρωσίας αποτύγχαναν συστηματικά να ολοκληρώσουν.

Και αντίθετα απ' ό,τι ισχυρίζονται πολλοί, ο Βαρβάκης δεν αποξήραινε έλη για να κατακτήσει την καρδιά μιας γυναίκας. Η μανία του να σκορπά τα ρούβλια, τα γρόσια και τα τάλιρα για κοινωφελείς σκοπούς στη Ρωσία και την Ελλάδα παραμένει ανεξήγητη - και εντελώς αταίριαστη με τη νοοτροπία κάποιου που υπήρξε ληστής των θαλασσών. Ποιο ήταν το πραγματικό του κίνητρο; Γιατί φερόταν στην περιουσία του σαν να είχε τύψεις που τη δημιούργησε, σαν να μην ήταν δική του;

Οι κάτοικοι του Αστραχάν -και όχι μόνο- εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να πίνουν νερό στο όνομά του, αυτό όμως ελάχιστα θα συγκλόνιζε τους θεατές μιας βιογραφικής ταινίας. Οι αγαθοί και καλοπροαίρετοι ήρωες σπάνια είναι συναρπαστικοί, ιδιαίτερα υπό τη σύγχρονη οπτική του σήμερα που απεχθάνεται τους μονοσήμαντους και ευανάγνωστους χαρακτήρες. Ακριβώς όπως στην πραγματική ζωή γίνεται όλο και λιγότερο πειστική η απουσία υστεροβουλίας: κάθε δωρεά είναι αυτομάτως ύποπτη, θεωρείται προπέτασμα καπνού για να καλυφθούν ανομίες, υποτίθεται πως πάντα υπάρχει μια κάποια λερωμένη φωλιά που χρειάζεται μια καλά διαφημισμένη φιλανθρωπία για να κουκουλωθεί.

Με μια παρόμοια δόση καλλιτεχνικής αυθαιρεσίας, ο Βαρβάκης θα μπορούσε να διασταυρώνεται σήμερα με έναν πολιτικό ηγέτη, όπως ακριβώς συνέβη το 1824 στο Ναύπλιο. Ο 80χρονος ευεργέτης, ο οποίος είχε καταθέσει στο ταμείο του Αγώνα ένα τεράστιο κομμάτι της περιουσίας του, είχε «τολμήσει» τότε να προτείνει στους επαναστάτες τον Ιωάννη Καποδίστρια ως κυβερνήτη της Ελλάδας. Η απάντηση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου ήταν: «Ώστε ήλθες με τα ρούβλια σου να μας πείσεις να δεχθούμε τον Ρώσο υπουργό για κυβερνήτη;». Ο Βαρβάκης κατάλαβε.

Αποσύρθηκε στη Ζάκυνθο και απλώς πέθανε μόνος - και δύσκολα θα υπέθετε κάποιος ότι έφυγε ικανοποιημένος. Παρόλα αυτά, πρόλαβε να συντάξει τη διαθήκη του, με την οποία κληροδοτούσε επιπλέον 300.000 ρούβλια στο Ελληνικό έθνος. Ο Ιωάννης Βαρβάκης δεν επέτρεψε στην καχυποψία και την έχθρα με τους Έλληνες πολιτικούς να νικήσουν τη μεγαλοψυχία και τον πατριωτισμό του. Οι επίγονοί του, δηλαδή οι επίδοξοι «μεγάλοι ευεργέτες» της σημερινής Ελλάδας, πιθανότατα, θα είχαν λιποψυχήσει πολύ νωρίτερα.

Η Δράση στην Ελλάδα

Εκτός από τη φιλανθρωπική του δράση στη Ρωσία ο Ιωάννης Βαρβάκης προσφέρει πάρα πολλά και στον απελευθερωτικό αγώνα της Ελλάδας. Εξοπλίζει τους στρατιώτες του Αλέξανδρου Υψηλάντη και εξαγοράζει την ελευθερία πολλών Ελλήνων αιχμαλώτων. Παρά το δουλεμπόριο που επικρατούσε στη Ρωσία εκείνη την εποχή, ο ίδιος δε δεχόταν να έχει κανένα σκλάβο στην κατοχή του. Στη διαθήκη του κληροδοτεί 1.000.000 ρούβλια για την ίδρυση του Βαρβάκειου Λυκείου και με δική του δωρεά κατασκευάζεται στο κέντρο της πρωτεύουσας η κλειστή αγορά της Αθήνας, η σημερινή Βαρβάκειος Αγορά.


Μεγάλο μέρος της περιουσίας του το αφήνει στο Ελληνικό δημόσιο για κοινωφελή έργα. Μετά την καταστροφή των Ψαρών στο ολοκαύτωμα της Ολόμαυρης Ράχης του 1824,ο Βαρβάκης επιστρέφει στην Ελλάδα και εγκαθίσταται στη Ζάκυνθο όπου και παραμένει μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 10 Ιανουαρίου 1825. Για το μεγάλο έργο του και τις αμέτρητες αγαθοεργίες του στη Ρωσία του απονεμήθηκε το Αυτοκρατορικό δίπλωμα και οικόσημο ως ισόβιος και κληρονομικός τίτλος ευγενείας.

Ο Εθνικός Ευεργέτης

Όταν ο Βαρβάκης ήρθε σε επαφή με τον Τσάρο Παύλο, γνώρισε τον Ιωάννη Καποδίστρια, τότε υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας. Όπως φαίνεται από τη μεταξύ τους αλληλογραφία, ο Καποδίστριας μύησε τον Βαρβάκη στην ιδέα της αφύπνισης, της παιδείας και της εξέγερσης του υπόδουλου Ελληνισμού. Ο Βαρβάκης συμμετείχε στην τρίτη βαθμίδα της Φιλικής Εταιρείας και ποτέ δεν χρησιμοποίησε ψευδώνυμο. Το 1815 μετακόμισε στην πόλη Ταγκαρόγκ με πρόσχημα λόγους υγείας. Στην πραγματικότητα μπορούσε να διευθύνει από εκεί καλύτερα τη μεταφορά των όπλων προς την Ελλάδα, γιατί από το Αστραχάν δεν είχε την κατάλληλη πρόσβαση.

Εκεί έχτισε το σχολείο στο οποίο αργότερα θα μαθήτευε ο Άντον Τσέχοφ. Εκεί όμως άρχισαν και τα μεγάλα προβλήματα της ζωής του. Η σχέση με την κόρη του Μαρία δεν υπήρξε ποτέ καλή, ενώ ο γιος του Στεπάν Ιβάνοβιτς αποστρατεύθηκε ως διοικητής Λιμενικού, ως ασθενής εκ νόσου περιέργου ψυχής. Το 1824 επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου τον υποδέχθηκαν ως σωτήρα. Όχι για πολύ. Όταν ξεκίνησε ο εμφύλιος διχασμός μετά την προσωρινή κυβέρνηση του Ναυπλίου, ο Βαρβάκης προσπάθησε να επιφέρει συμφιλίωση αλλά κανένας δεν τον δέχτηκε, εκτός από τον Κολοκοτρώνη.

Το Φιλανθρωπικό Έργο του

Έχοντας στο μυαλό του τη γενναιοδωρία της Ρωσίας, παραχωρεί μεγάλο μέρος της περιουσίας του για κοινωφελή έργα στην περιοχή του όπως, νοσοκομεία, διώρυγες, γέφυρες και χαρίζει τα χρήματα για την ανέγερση διδακτηρίου στη Σινασό. Για τις υπηρεσίες του παρασημοφορείται με τον τίτλο ευγενείας από τον Τσάρο Αλέξανδρο Α’ και παίρνει το επίθετο Κομνηνός Βαρβάκης. Το 1812 μετακόμιζει στην πόλη Ταγκαρόγκ (Ταϊγάνι), όπου ανθούσε μια μεγάλη Ελληνική κοινότητα. Διαθέτει 600.000 ρούβλια για την ανέγερση του μοναστηριού, όπου εψάλη η νεκρώσιμος ακολουθία για τον Τσάρο Αλέξανδρο Α’.

Εκτός από τη φιλανθρωπική του δράση στη Ρωσία ο Ιωάννης Βαρβάκης προσφέρει πάρα πολλά και στον απελευθερωτικό αγώνα της Ελλάδας. Εξοπλίζει τους στρατιώτες του Αλέξανδρου Υψηλάντη και εξαγοράζει την ελευθερία πολλών Ελλήνων αιχμαλώτων.

Το ''Βαρβάκειον Λύκειον''

Επτακόσιες χιλιάδες ρούβλια ήταν το ποσό που κληροδότησε ο Ι. Βαρβάκης στην Ελληνική πολιτεία για την ανέγερση διδακτηρίου κατάλληλου να στεγάσει το Βαρβάκειο Λύκειο. Η Ελληνική κυβέρνηση όμως καθυστέρησε αρκετά την υλοποίηση του ονείρου του. Άφησε να περάσουν δεκαοκτώ χρόνια μέχρι να αποφασίσει την οικοδόμηση του σχολικού κτηρίου που θα έφερε το όνομά του. Αλλά κι αυτή η απόφαση, που πάρθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1843, ανακλήθηκε δεκατρία χρόνια αργότερα, όταν η θέση που είχε επιλεγεί για την ανέγερση του κτηρίου κρίθηκε ακατάλληλη.

Τελικά, με βασιλικό διάταγμα της 9ης Ιουνίου 1856, καθορίσθηκε ως ο πλέον κατάλληλος ένας νέος χώρος, ένα οικόπεδο στο κέντρο της Αθήνας που οριζόταν από τις οδούς Αθηνάς, Σωκράτους, Αρμοδίου και Αριστογείτονος. Η θεμελίωση του κτηρίου πραγματοποιήθηκε στις 21 Απριλίου 1857 με την παρουσία του βασιλιά Όθωνα. Την εκπόνηση των σχεδίων και την επίβλεψη του έργου ανέλαβε ο αρχιτέκτονας Παναγιώτης Κάλκος, ο οποίος κατόρθωσε, το 1859, να δημιουργήσει ένα εντυπωσιακό νεοκλασικό κτίσμα.

Στο κτίσμα αυτό πρωτολειτούργησαν το 1860 ένα «Ελληνικόν Σχολείον» (κατώτερο δευτεροβάθμιο) και ένα «Κλασσικόν Γυμνάσιον» (ανώτερο δευτεροβάθμιο), με τρεις και τέσσερις τάξεις αντιστοίχως, που ονομάστηκαν «Βαρβάκεια». Το 1880 το Κλασικό Γυμνάσιο και το Ελληνικό Σχολείο χωρίστηκαν σε δύο μέρη και έτσι δημιουργήθηκε το Α΄ και Β΄ Βαρβάκειο Γυμνάσιο, καθώς και το Α΄ και το Β΄ Ελληνικό Σχολείο και τα δύο κλασικής κατεύθυνσης. Στις 6 Οκτωβρίου 1886 ιδρύθηκε, με βασιλικό διάταγμα, το «Βαρβάκειον Λύκειον», ένα νέου τύπου σχολείο που ακολουθούσε το πρότυπο των γερμανικών Realgymnasien, δηλαδή των Πραγματικών (Πρακτικών) Γυμνασίων.

Καθοριστικό ρόλο στην ίδρυσή του έπαιξε ο τότε πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης, ο οποίος είχε αντιληφθεί πως η πραγματοποίηση δημόσιων κοινωφελών έργων στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος απαιτούσε εγχώριο δυναμικό με επιστημονική και τεχνολογική επάρκεια. Την ιδέα του Τρικούπη για την ίδρυση μιας τέτοιας σχολής, της οποίας βασικός σκοπός θα ήταν η προετοιμασία των νέων για τη μετέπειτα φοίτησή τους στη Σχολή των Βιομηχανικών Τεχνών (το σημερινό Πολυτεχνείο) και τις Στρατιωτικές Σχολές, την υλοποίησε ο διευθυντής και οργανωτής του Πολυτεχνείου Αναστάσιος Θεοφιλάς.


Το καινούργιο Λύκειο ήταν επτατάξιο (με ενωμένες τις τρεις τάξεις του Ελληνικού σχολείου και τις τέσσερις του Γυμνασίου), στεγάστηκε αρχικά σ’ ένα μεγάλο κτήριο επί της οδού Βουλής 7 και τα μαθήματά του ξεκίνησαν στο τέλος Οκτωβρίου 1886. Πολύ σύντομα, η φήμη του σχολείου, που διέθετε ειδικό εργαστήριο εφοδιασμένο με όργανα Φυσικής και Χημείας, συλλογές ορυκτών κτλ., ξεπέρασε τα όρια όχι μόνον της πρωτεύουσας αλλά και της χώρας με αποτέλεσμα να συρρέουν σ’ αυτό νέοι από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό.

Στην οδό Βουλής το Βαρβάκειο (Πρακτικό) Λύκειο έμεινε για 25 ολόκληρα χρόνια, καθώς στο κεντρικό κτίριο της οδού Αθηνάς στεγάζονταν ήδη τα τέσσερα κλασικά δευτεροβάθμια σχολεία και οι προσπάθειες να βρεθεί άλλος χώρος στέγασης σε διάφορα σημεία της πρωτεύουσας δεν καρποφόρησαν. Τελικά, το 1911, αποφασίστηκε η μετακίνηση του Α΄ Βαρβακείου (Κλασικού ) Γυμνασίου στο Παγκράτι (ως Ζ΄ Γυμνάσιο Αθηνών) και του Β΄ Βαρβακείου (Κλασικού ) Γυμνασίου στα Πατήσια (ως Η΄ Γυμνάσιο Αθηνών), οπότε το Βαρβάκειο (Πρακτικό) Λύκειο εγκαταστάθηκε στο φυσικό του χώρο, στο διδακτήριο, δηλαδή, που είχε κτιστεί με χρήματα προερχόμενα από το κληροδότημα του Βαρβάκη.

Το 1915 το κτήριο της οδού Αθηνάς επιτάχθηκε, αρχικά από τον στρατό και αργότερα από τη Χωροφυλακή. Έτσι, οι μαθητές του Βαρβακείου Πρακτικού Λυκείου φιλοξενήθηκαν στα κτήρια άλλων αθηναϊκών σχολείων έως το 1919, οπότε ο καθηγητής Σχεδίου Ζαν Ζακ Πικ, μέλος επιτροπής Γάλλων καθηγητών που τους είχε καλέσει ο πρωθυπουργός Βενιζέλος για να υποβάλλουν προτάσεις σχετικά τη βελτίωση του προγράμματος σπουδών στα πρακτικά λύκεια, πέτυχε την επαναφορά του σχολείου στο κτήριο της οδού Αθηνάς.

Τον Ιανουάριο του 1921 το Βαρβάκειο Πρακτικό Λύκειο προσαρτήθηκε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης, το οποίο -ήδη συνδεδεμένο από το 1910 με ένα πρότυπο Ελληνικό σχολείο και ένα πρότυπο κλασικό γυμνάσιο- προσέφερε την παιδαγωγική κατάρτιση που έλειπε από τους υπηρετούντες στα αντίστοιχα σχολεία. Έτσι, το Βαρβάκειο Λύκειο ονομάστηκε και εκείνο Πρότυπο και, επειδή στεγαζόταν πλέον στην οδό Αθηνάς απ’ όπου είχαν στο μεταξύ αποχωρήσει και τα δύο Ελληνικά σχολεία, φιλοξένησε στο κτίριό του το Διδασκαλείο μαζί με τα δύο δικά του πρότυπα σχολεία.

Το 1929 σημειώθηκαν αλλαγές στη δομή της Ελληνικής εκπαίδευσης. Αντί των τριών επάλληλων κύκλων σπουδών (τετρατάξιο Δημοτικό σχολείο, τριτάξιο Ελληνικό σχολείο και τετρατάξιο γυμνάσιο) δημιουργήθηκαν δύο, ένα εξατάξιο Δημοτικό σχολείο και ένα εξατάξιο γυμνάσιο. Τότε, καταργήθηκε το Πρότυπο (Κλασικό) Ελληνικό Σχολείο, το Πρότυπο (Κλασικό) Γυμνάσιο έγινε εξαετές και οι τέσσερις τάξεις του Προτύπου (Πρακτικού) Βαρβακείου Λυκείου πήραν την ονομασία Γ’, Δ’, Ε΄ και ΣΤ’. Το 1930 πάλι, όταν ιδρύθηκαν με νόμο οι Σχολές Μέσης Εκπαίδευσης.

Οι οποίες ήταν μεν εξατάξιες αλλά είχαν τις τέσσερις ανώτερες τάξεις διαιρεμένες σε δύο τμήματα (κλασικό-πρακτικό), τα χωριστά πρότυπα γυμνάσια ενώθηκαν και δημιουργήθηκε η «Βαρβάκειος Πρότυπος Σχολή Μέσης Εκπαιδεύσεως». Η Βαρβάκειος Πρότυπος Σχολή λειτούργησε κανονικά έως την έναρξη του πολέμου. Κατά τη διάρκειά του, η λειτουργία του σχολείου διακόπηκε. Κι ενώ όλοι οι μαθητές περίμεναν να τελειώσει ο πόλεμος για να επιστρέψουν στα θρανία του κτηρίου της οδού Αθηνάς, μια πυρκαγιά, που εκδηλώθηκε στις 28 και 29 Δεκεμβρίου 1944, κατέστρεψε όλα τα ξύλινα μέρη και την υλικοτεχνική υποδομή του σχολείου.

Στις φλόγες χάθηκαν όλο το υλικό των βιβλιοθηκών και των εργαστηρίων, τα αρχεία των προτύπων σχολείων, καθώς και τα αρχεία του Διδασκαλείου. Χάθηκε όμως και το νεοκλασικό κτήριο, το οποίο, μολονότι πολλοί ειδικοί είχαν αποφανθεί πως θα μπορούσε να επισκευασθεί, κατεδαφίστηκε τελικά το 1955. Το Διδασκαλείο και η Βαρβάκειος σχολή επαναλειτούργησαν στις αρχές του 1945 τις μεταμεσημβρινές ώρες. Αρχικά φιλοξενήθηκαν και τα δύο στα κτήρια του Δ΄ και του Θ΄ Γυμνασίου Αθηνών, στην οδό Μέτωνος και την πλατεία Κουμουνδούρου αντιστοίχως.

Ενώ το επόμενο σχολικό έτος μόνο το σχολείο μετακινήθηκε στο διδακτήριο του Α΄ και Γ΄ Δημοτικού σχολείου Αθηνών, στην οδό Κωλέττη, πάντοτε με απογευματινό ωράριο λειτουργίας. Το 1957 παραχωρήθηκε από το κράτος ένα οικόπεδο στο Ψυχικό, στη συμβολή των οδών Μουσών και Παπαδιαμάντη, για την δημιουργία του νέου κτηρίου της Βαρβακείου Σχολής, όπου, το 1982, εγκαταστάθηκε πραγματικά το σχολείο.

Τρία χρόνια αργότερα, με τον νόμο 1566, η δευτεροβάθμια εκπαίδευση χωρίστηκε σε δύο ανεξάρτητες βαθμίδες (γυμνάσιο-λύκειο), τα πρότυπα καταργήθηκαν και τη θέση πήραν τα πειραματικά σχολεία. Έτσι, από τη «Βαρβάκειο Πρότυπο Σχολή Μέσης Εκπαιδεύσεως» προέκυψαν το Βαρβάκειο Πειραματικό Γυμνάσιο και το Γενικό Πειραματικό Λύκειο της Βαρβακείου Σχολής, τα οποία συνεχίζουν σήμερα την πορεία τους μέσα στο Αθηναϊκό εκπαιδευτικό γίγνεσθαι.

Η ''Βαρβάκειος Αγορά'' 

Δημιουργήθηκε χάρη στον εθνικό ευεργέτη Ιωάννη Βαρβάκη και αποτελεί τον πιο αληθινό -και αποκαρδιωτικό συχνά- δείκτη της ευημερίας της χώρας. Καθώς παραδοσιακά τις εορταστικές μέρες κατακλύζεται από πολίτες για τις αγορές τους, ανατρέχουμε στην ιστορία της. Το 1874 ο Δήμος της Αθήνας είχε ήδη συνειδητοποιήσει την ανάγκη να αποκτήσει τη δική του Δημοτική Αγορά, με τον δήμαρχο Παναγή Κυριακό να είναι αποφασισμένος για την ανέγερσή της. Μέχρι τότε λειτουργούσε σε παράγκες στις παρυφές της αρχαίας αγοράς, στο τέρμα της σημερινής οδού Αιόλου, στη Ρωμαϊκή αγορά και στο Γυμνάσιο του Αδριανού.


Το βασιλικό διάταγμα που όριζε τον τόπο ανέγερσης εξεδόθη το 1876 ενώ με τη δωρεά του Βαρβάκη ξεκίνησαν οι εργασίες το 1878, όμως οι καθυστερήσεις ήταν τεράστιες. Βρισκόμαστε εκείνη την εποχή στο χώρο που βρίσκεται ανατολικά της Βαρβακείου όπως την ξέρουμε σήμερα, οι εργασίες προχωρούν, όμως μια πυρκαγιά έρχεται να προκαλέσει αναστάτωση και περισσότερες καθυστερήσεις. Συγκεκριμένα, στις 8 και 9 Αυγούστου 1884 καταστράφηκαν οι παράγκες της παλαιότερης Αγοράς (της περιόδου της Τουρκοκρατίας) που λειτουργούσε ακόμη τότε στα ανατολικά της Βιβλιοθήκης του Αδριανού.

Η ανάγκη να επισπευσθούν οι εργασίες ήταν επιτακτική και έτσι άρχισαν να επιταχύνονται οι εργασίες στην οδό Αθηνάς, Η Νέα Αγορά ολοκληρώθηκε και παραδόθηκε στην πόλη το 1886 ενώ υποβλήθηκε και σε ανακαίνιση μεταξύ των ετών 1979 - 1996. Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά το σεισμό του 1880 βρέθηκε σε βάθος 60 εκατοστών άγαλμα της θεάς Αθηνάς, πάνω σε βάθρο. Θεωρείται ότι η Αθηνά του Βαρβακείου είναι πιστό σε σμίκρυνση αντίγραφο της χρυσελεφάντινης Αθηνάς του Παρθενώνα, λαξεμένη κατά τους Ρωμαϊκούς πολέμους.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ο Ιωάννης Βαρβάκης (1745 ή 1750-1825) ήταν Mέγας εθνικός ευεργέτης από τα Ψαρά. Ο Βαρβάκης γεννήθηκε στα Ψαρά στις 24 Ιουνίου 1745 ή 1750 και ήταν γιος του Ανδρέα Λεοντή (Λεοντίδη) και της Μαρώς Μόρου. Στα Ψαρά υπήρχαν και υπάρχουν πολλά πουλιά τα οποία έχουν μεγάλα και αυστηρά μάτια και ανήκουν σε είδος γερακιού Ιέραξ ο οξύπτερος. Τα πουλιά αυτά οι Ψαριανοί τα ονόμαζαν και τα ονομάζουν Βαρβάκια. Οι συνομήλικοί του, βλέποντας τα μεγάλα και πολύ αυστηρά του μάτια, καθώς και την ορμητικότητα που τον χαρακτήριζε τον φώναζαν Βαρβάκι. Φαίνεται ότι η προσωνυμία του άρεσε και την διατήρησε ως επώνυμο.

Έτσι πέρασε στην ιστορία με το όνομα Βαρβάκης και το επώνυμο του έγινε τίτλος ευγενείας στην Τσαρική Ρωσία. Ο πατέρας του ήταν σπουδαίος καραβοκύρης. Ο μικρός Γιάννης ήταν γύρω στα οκτώ όταν ο πατέρας του άρχισε να του μαθαίνει τα της ναυτιλίας και στα δέκα του ήξερε κιόλας να πυροβολεί με πιστόλι τουφέκι και να χρησιμοποιεί το κανόνι του καραβιού. Στα 15 τον έβαλε ο πατέρας του παρτσινέβελο δηλαδή μεριδιούχο στο πλοίο του και στα 18 του ναυπήγησε την πρώτη γαλιότα. Στράφηκε στην πειρατεία οπως το σύνολο των Ψαριανών.

Κατά το Ρωσοτουρκικό πόλεμο πήρε μέρος σαν κυβερνήτης πυρπολικού, ενώ ήταν ήδη πλοίαρχος εμπορικού πλοίου. Κατά τα Ορλωφικά (1770), ήταν ένας από τους Έλληνες Ορθοδόξους που συντάχθηκε με τα στρατεύματα της Αικατερίνης Β' ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Ψαριανός πλοιοκτήτης εκποίησε ολόκληρη την περιουσία του για να εξοπλίσει με κανόνια και να επανδρώσει με στρατιώτες ένα από τα πλοία του, που θα έπεφτε στη μάχη ενάντια στους Τούρκους. Εκείνος θα ήταν ο καπετάνιος. Όμως δεν πρόλαβε να αναλάβει δράση.

Ο Σουλτάνος υπέγραψε ειρήνη, παραχωρώντας στη Ρωσία τις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Ο Βαρβάκης, όπως και οι περισσότεροι Έλληνες που πολέμησαν στο πλευρό των Ρώσων στο Αιγαίο, από το 1770 έως το 1774, έτσι κι αυτός ξέμεινε, αναγκασμένος να τα βγάλει πέρα μόνος του με τους Οθωμανούς. Εκεί κατόρθωσε να πάρει μια μικρή αποζημίωση για ένα πυρπολικό του που καταστράφηκε στον Τσεσμέ. Μετά τη λήξη του Τρίτου Ρωσοτουρκικού πολέμου (1676 - 1878) και την υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ - Καϊναρτζή ο Βαρβάκης επέστρεψε στα Ψαρά,και συνέχισε την εμπορική και πειρατική του δραστηριότητα.

Όντας επικηρυγμένος από τους Οθωμανούς έβαλε πλώρη για την Κωνσταντινούπολη, χωρίς να υπολογίζει το πόσο εχθρικό ήταν το περιβάλλον εκεί για αυτόν. Το πλοίο του κατασχέθηκε, ο ίδιος βρέθηκε μπλεγμένος με τις αρχές και εκδιώχθηκε. Χωρίς δραχμή στην τσέπη, αποφάσισε να ζητήσει ακρόαση από την Αικατερίνη - κάτω από δυσμενείς συνθήκες, αφού αυτό σήμαινε να περπατήσει απόσταση 5.000 χιλιόμετρων μέχρι την Αγία Πετρούπολη. Εκεί συνάντησε τον Ποτέμκιν, εραστή της Αικατερίνης, ο οποίος μεσολάβησε ώστε η Τσαρίνα να τον δεχθεί.

Η Αικατερίνη αποδείχθηκε ιδιαίτερα γενναιόδωρη δίνοντάς του ένα πουγκί με 10.000 χρυσά ρούβλια και μια άδεια απεριόριστης και αφορολόγητης αλιείας στην Κασπία. Από την Αγία Πετρούπολη κίνησε για το Αστραχάν, χωρίς την παραμικρή ιδέα για το πώς θα μπορούσε να αξιοποιήσει την άδεια αλιείας. Κι αντί να ασχοληθεί με το ψάρεμα αγόρασε ένα αποστακτήριο, με στόχο να φτιάχνει κρασί από τα γλυκά σταφύλια της στέπας. Τότε ήταν που γνωρίστηκε με έναν έμπορο από το Αστραχάν, τον Πιοτόρ Σεμιόνοβιτς Σαπόζνικοφ, ο οποίος τον προέτρεψε να ασχοληθεί με την αλιεία.

Ικανός να κτίζει μεγάλα, αξιόπλοα και προηγμένα καράβια και να ξανοίγεται στη θάλασσα, ο Βαρβάκης ήταν εκτός συναγωνισμού απέναντι στους μικρομεσαίους παράκτιους Ρώσους ψαράδες. Στη βόρεια Κασπία η «επιχείρηση αλιεία» απέδωσε καρπούς. Τα πλοία του Βαρβάκη φορτώνονταν με οξύρρυγχους, λευκούς σολομούς, μεγάλους λούτσους κι άλλα πολύτιμα ψάρια. Σε ένα από τα ταξίδια του δοκίμασε χαβιάρι που τον φίλεψαν Ρώσοι χωρικοί. Έχοντας στο μυαλό του το πάθος των Ελλήνων για το αυγοτάραχο, κατάλαβε αμέσως με ποιον τρόπο θα μπορούσε να βγάλει πολλά χρήματα από την άδεια της Αικατερίνης - εξάγοντας χαβιάρι.

Όμως αντιμετώπιζε κι εκείνος το ίδιο πρόβλημα που φρέναρε τους Ιταλούς εμπόρους αρκετούς αιώνες νωρίτερα: αυτό το τόσο ευαίσθητο έδεσμα ήταν αδύνατον να ταξιδέψει για καιρό μέσα στα ξύλινα κασόνια της εποχής - όσο καλά παστωμένο κι αν ήταν. Η λύση βρέθηκε. Ήταν κιβώτια από ξύλα φλαμουριάς τα οποία δεν προκαλούσαν αλλοιώσεις στα πολύτιμα αυγά, ήταν απόλυτα στεγανά κι έτσι διατηρούσαν σε πολύ καλή κατάσταση το φορτίο που πάνω σε καμήλες ή φορτωμένο σε ιστιοφόρα ταξίδευε τον Βόλγα για να φτάσει από το Αστραχάν στην Ελλάδα.


Μέχρι το 1788 η επιχείρηση του Βαρβάκη έκανε χρυσές δουλειές και απασχολούσε περισσότερους από 3.000 εργάτες για την επεξεργασία και το πακετάρισμα των αυγών του οξύρρυγχου. Από το 1812 βρέθηκε στο Ταγκανρόγκ. Και από το 1815 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Ταϊγάνι, όπου μετέφερε όλη σχεδόν την κινητή περιουσία του,για να βρίσκεται κοντά στην Οδησσό κέντρο της Φιλικής Εταιρίας της οποίας υπήρξε ηγετικό μέλος και χρηματοδότης. Είναι ο μόνος που στα έγγραφά της αποκαλείται με το όνομά του.

Είχε δώσει εν τω μεταξύ μέρος από την τεράστια περιουσία του για κοινωφελή έργα στη Ρωσία (νοσοκομεία, γέφυρες, διώρυγες) επίσης χρηματοδότησε την ανέγερση διδακτηρίου στη Σινασό, την παλιά Ναζιανζό, πατρίδα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και γι' αυτό παρασημοφορήθηκε από τον Τσάρο και του δόθηκε και τίτλος ευγένειας με το επίθετο Κομνηνός Βαρβάκης. Ο Ιωάννης Βαρβάκης πρόσφερε πάρα πολλά στον Αγώνα πριν και κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης. Αρχικά βοήθησε με πάρα πολλούς τρόπους τις ελληνικές κοινότητες στη Ρωσία και ιδιαίτερα την κοινότητα της πόλης που έμενε.

Από την Τσαρική κυβέρνηση μαζί με το παράσημο είχε ανακηρυχτεί αρχηγός των ευγενών του Αστραχάν. Αυτός ο τίτλος, εκτός από την περιουσία του, συντέλεσε, ώστε να έχει μεγάλη επιρροή στους κύκλους των Ρώσων ευγενών. Ο Βαρβάκης με έξοδα δικά του εξόπλισε τους ομογενείς που πολεμούσαν με τον Αλέξανδρου Υψηλάντη. Επίσης μέσω του Πατριαρχείου κατάφερε να εξαγοράσει πάρα πολλούς Έλληνες αιχμαλώτους. Ο Βαρβάκης πάνω απ' όλο βοήθησε τον αγώνα των Ψαριανών, των συμπατριωτών του. Έστειλε τρόφιμα και διάφορα άλλα εφόδια. Μετά την καταστροφή των Ψαρών, το 1824, ήρθε στην Ελλάδα, για να βοηθήσει με κάθε μέσο τους πρόσφυγες.

Ενώ επέστρεφε το 1825 στη Ρωσία (μέσω Τεργέστης) πέθανε στο λοιμοκαθαρτήριο της Ζακύνθου. Στη διαθήκη του άφησε 1.000.000 ρούβλια κληροδότημα για την ίδρυση του Βαρβακείου Λυκείου, και το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στο ελληνικό Δημόσιο για κοινωφελείς σκοπούς. Κατέθεσε τα χρήματα που χρειάστηκαν για την ανέγερσή του σε Ρωσική τράπεζα και το 1857 άρχισε το κτίριο της Βαρβακείου Σχολής, με σχέδια και επίβλεψη του Παναγιώτη Κάλκου. Άρχισε να κτίζεται, για να ολοκληρωθεί το 1859.

Με δική του δωρεά κατασκευάστηκε η κλειστή αγορά της Αθήνας (Βαρβάκειος Αγορά), ενώ επίσης χρηματοδότησε την ανέγερση διδακτηρίου στη Σινασό Καππαδοκίας, την παλιά Ναζιανζό, πατρίδα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Το Βαρβάκειο Λύκειο κτίστηκε κοντά στη σημερινή οδό Αθηνάς. Ιδρύθηκε το 1857 και από το 1886 και μετά λειτούργησε σαν Πρακτικό Λύκειο, αφιερωμένο σχεδόν αποκλειστικά στη σπουδή των θετικών επιστημών. Ήταν το μοναδικό Λύκειο του είδους του στη χώρα για πολλά χρόνια. Το παλιό κτίριο καταστράφηκε στα Δεκεμβριανά (1944). Σήμερα λειτουργεί γυμνάσιο και λύκειο με το όνομα «Βαρβάκειος Σχολή» σε νέο κτίριο στα όρια του Δήμου Αθηναίων και δήμου Παλαιού Ψυχικού.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ


(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)