Παρασκευή 17 Μαρτίου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΛΥΣΙΑΣ - Ὑπὲρ τοῦ Ἐρατοσθένους φόνου ἀπολογία (29-36)

[29] Οὐκ ἠμφεσβήτει, ὦ ἄνδρες, ἀλλ᾽ ὡμολόγει ἀδικεῖν, καὶ ὅπως μὲν μὴ ἀποθάνῃ ἠντεβόλει καὶ ἱκέτευεν, ἀποτίνειν δ᾽ ἕτοιμος ἦν χρήματα. ἐγὼ δὲ τῷ μὲν ἐκείνου τιμήματι οὐ συνεχώρουν, τὸν δὲ τῆς πόλεως νόμον ἠξίουν εἶναι κυριώτερον, καὶ ταύτην ἔλαβον τὴν δίκην, ἣν ὑμεῖς δικαιοτάτην εἶναι ἡγησάμενοι τοῖς τὰ τοιαῦτα ἐπιτηδεύουσιν ἐτάξατε. Καί μοι ἀνάβητε τούτων μάρτυρες.

[30] Ἀνάγνωθι δέ μοι καὶ τοῦτον τὸν νόμον ‹τὸν› ἐκ τῆς στήλης τῆς ἐξ Ἀρείου πάγου.
Ἀκούετε, ὦ ἄνδρες, ὅτι αὐτῷ τῷ δικαστηρίῳ τῷ ἐξ Ἀρείου πάγου, ᾧ καὶ πάτριόν ἐστι καὶ ἐφ᾽ ἡμῶν ἀποδέδοται τοῦ φόνου τὰς δίκας δικάζειν, διαρρήδην εἴρηται τούτου μὴ καταγιγνώσκειν φόνον, ὃς ἂν ἐπὶ δάμαρτι τῇ ἑαυτοῦ μοιχὸν λαβὼν ταύτην τὴν τιμωρίαν ποιήσηται.

[31] καὶ οὕτω σφόδρα ὁ νομοθέτης ἐπὶ ταῖς γαμεταῖς γυναιξὶ δίκαια ταῦτα ἡγήσατο εἶναι, ὥστε καὶ ἐπὶ ταῖς παλλακαῖς ταῖς ἐλάττονος ἀξίαις τὴν αὐτὴν δίκην ἐπέθηκε. καίτοι δῆλον ὅτι, εἴ τινα εἶχε ταύτης μείζω τιμωρίαν ἐπὶ ταῖς γαμεταῖς, ἐποίησεν ἄν· νῦν δὲ οὐχ οἷός τε ὢν ταύτης ἰσχυροτέραν ἐπ᾽ ἐκείναις ἐξευρεῖν, τὴν αὐτὴν καὶ ἐπὶ ταῖς παλλακαῖς ἠξίωσε γίγνεσθαι. Ἀνάγνωθι δέ μοι καὶ τοῦτον τὸν νόμον.

[32] Ἀκούετε, ὦ ἄνδρες, ὅτι κελεύει, ἐάν τις ἄνθρωπον ἐλεύθερον ἢ παῖδα αἰσχύνῃ βίᾳ, διπλῆν τὴν βλάβην ὀφείλειν· ἐὰν δὲ γυναῖκα, ἐφ᾽ αἷσπερ ἀποκτείνειν ἔξεστιν, ἐν τοῖς αὐτοῖς ἐνέχεσθαι· οὕτως, ὦ ἄνδρες, τοὺς βιαζομένους ἐλάττονος ζημίας ἀξίους ἡγήσατο εἶναι ἢ τοὺς πείθοντας· τῶν μὲν γὰρ θάνατον κατέγνω, τοῖς δὲ διπλῆν ἐποίησε τὴν βλάβην,

[33] ἡγούμενος τοὺς μὲν διαπραττομένους βίᾳ ὑπὸ τῶν βιασθέντων μισεῖσθαι, τοὺς δὲ πείσαντας οὕτως αὐτῶν τὰς ψυχὰς διαφθείρειν, ὥστ᾽ οἰκειοτέρας αὑτοῖς ποιεῖν τὰς ἀλλοτρίας γυναῖκας ἢ τοῖς ἀνδράσι, καὶ πᾶσαν ἐπ᾽ ἐκείνοις τὴν οἰκίαν γεγονέναι, καὶ τοὺς παῖδας ἀδήλους εἶναι ὁποτέρων τυγχάνουσιν ὄντες, τῶν ἀνδρῶν ἢ τῶν μοιχῶν. ἀνθ᾽ ὧν ὁ τὸν νόμον τιθεὶς θάνατον αὐτοῖς ἐποίησε τὴν ζημίαν.

[34] Ἐμοῦ τοίνυν, ὦ ἄνδρες, οἱ μὲν νόμοι οὐ μόνον ἀπεγνωκότες εἰσὶ μὴ ἀδικεῖν, ἀλλὰ καὶ κεκελευκότες ταύτην τὴν δίκην λαμβάνειν· ἐν ὑμῖν δ᾽ ἐστὶ πότερον χρὴ τούτους ἰσχυροὺς ἢ μηδενὸς ἀξίους εἶναι.

[35] ἐγὼ μὲν γὰρ οἶμαι πάσας τὰς πόλεις διὰ τοῦτο τοὺς νόμους τίθεσθαι, ἵνα περὶ ὧν ἂν πραγμάτων ἀπορῶμεν, παρὰ τούτους ἐλθόντες σκεψώμεθα ὅ τι ἡμῖν ποιητέον ἐστίν. οὗτοι τοίνυν περὶ τῶν τοιούτων τοῖς ἀδικουμένοις τοιαύτην δίκην λαμβάνειν παρακελεύονται.

[36] οἷς ὑμᾶς ἀξιῶ τὴν αὐτὴν γνώμην ἔχειν· εἰ δὲ μή, τοιαύτην ἄδειαν τοῖς μοιχοῖς ποιήσετε, ὥστε καὶ τοὺς κλέπτας ἐπαρεῖτε φάσκειν μοιχοὺς εἶναι, εὖ εἰδότας ὅτι, ἐὰν ταύτην τὴν αἰτίαν περὶ ἑαυτῶν λέγωσι καὶ ἐπὶ τούτῳ φάσκωσιν εἰς τὰς ἀλλοτρίας οἰκίας εἰσιέναι, οὐδεὶς αὐτῶν ἅψεται. πάντες γὰρ εἴσονται ὅτι τοὺς μὲν νόμους τῆς μοιχείας χαίρειν ἐᾶν δεῖ, τὴν δὲ ψῆφον τὴν ὑμετέραν δεδιέναι· αὕτη γάρ ἐστι πάντων τῶν ἐν τῇ πόλει κυριωτάτη.

***
[29] Δεν αμφισβήτησε, συμπολίτες, την ενοχή του· απεναντίας, την παραδέχτηκε. Και για να αποφύγει βέβαια τον θάνατο, με εκλιπαρούσε και με ικέτευε, ενώ προσφέρθηκε να μου καταβάλει ένα ποσό ως αποζημίωση. Εγώ όμως αρνήθηκα να αποδεχθώ την πρότασή του, έκρινα ότι πρέπει να τεθεί σε ανώτερη μοίρα ο νόμος της πόλης και του επέβαλα την τιμωρία που εσείς ορίσατε για όσους φέρονται με αυτό τον τρόπο, θεωρώντας από την πλευρά σας ότι είναι απολύτως δίκαιη. Ανεβείτε, παρακαλώ, στο βήμα οι μάρτυρες γι᾽ αυτά που λέω.

[30] Διάβασε, παρακαλώ, και αυτόν τον νόμο από τη στήλη στον Άρειο πάγο.
Ακούσατε, συμπολίτες, ότι το ίδιο το δικαστήριο του Αρείου πάγου, στο οποίο ανέκαθεν ανήκει και επί των ημερών μας επαναβεβαιώθηκε η αρμοδιότητα να εκδικάζει τις υποθέσεις φόνου, έχει ρητώς αποφανθεί ότι δεν πρέπει να καταλογίζεται φόνος σε εκείνον που θα συλλάβει επ᾽ αυτοφώρω μοιχό με τη γυναίκα του και θα του επιβάλει τη συγκεκριμένη τιμωρία.

[31] Και ο νομοθέτης εθεώρησε τη ρύθμιση αυτή τόσο δίκαιη προκειμένου για τις νόμιμες συζύγους, ώστε προέβλεψε την ίδια ποινή και για τις παλλακίδες, των οποίων η θέση είναι σαφώς υποδεέστερη. Είναι ωστόσο προφανές ότι, αν διέθετε ποινή βαρύτερη προκειμένου για τις νόμιμες συζύγους, θα την επέβαλλε· τώρα όμως, επειδή του ήταν αδύνατον να βρει για την περίπτωση εκείνων ποινή αυστηρότερη από αυτή, έκρινε ορθό να επιβάλλεται η ίδια και στην περίπτωση των παλλακίδων. Διάβασε, παρακαλώ, και αυτόν τον νόμο.

[32] Ακούσατε, συμπολίτες, τί επιτάσσει ο νόμος· εάν κάποιος ατιμάσει με τη βία άνδρα ελεύθερο ή αγόρι, να καταβάλλει εις το διπλάσιον το σχετικό πρόστιμο· εάν βιάσει γυναίκα, εφόσον αυτή ανήκει σε μια από τις περιπτώσεις στις οποίες επιτρέπεται ο φόνος του δράστη, να υπόκειται στην ίδια τιμωρία. Ο νομοθέτης δηλαδή, συμπολίτες, έκρινε ότι αρμόζει ελαφρότερη ποινή σε αυτούς που βιάζουν από ό,τι σε αυτούς που πείθουν· απόδειξη ότι τους τελευταίους τους καταδικάζει σε θάνατο, ενώ για τους πρώτους εδιπλασίασε απλώς το πρόστιμο·

[33] το σκεπτικό του ήταν ότι όσοι πετυχαίνουν τον σκοπό τους με τη βία μισούνται από τους βιαζόμενους, ενώ αυτοί που πείθουν διαφθείρουν τόσο τις ψυχές των πειθομένων, ώστε να φτάνουν οι γυναίκες των άλλων να αισθάνονται πιο δεμένες με αυτούς παρά με τους άντρες τους, και το σπίτι ολόκληρο να περιέρχεται υπό τον απόλυτο έλεγχό τους, και να είναι άγνωστο με ποιόν από τους δύο είναι τελικά τα παιδιά, με τον άντρα ή με τον μοιχό; Για τους λόγους αυτούς ο νομοθέτης όρισε ως ποινή τον θάνατο.

[34] Εμένα επομένως, συμπολίτες, οι νόμοι όχι μόνο με έχουν αθωώσει, αλλά και με έχουν προστάξει να επιβάλω αυτή την τιμωρία· από σας εξαρτάται αν θα έχουν ισχύ ή θα είναι χωρίς καμιά αξία.

[35] Εγώ πάντως νομίζω ότι όλες οι πόλεις θεσπίζουν τους νόμους για ένα λόγο και μόνο: για να μπορούμε για ζητήματα για τα οποία βρισκόμαστε σε αμηχανία να καταφεύγουμε σ᾽ αυτούς και έπειτα να σταθμίζουμε πώς πρέπει να ενεργήσουμε. Οι νόμοι λοιπόν, προκειμένου για αδικήματα όπως αυτό, προτρέπουν τους παθόντες να επιβάλλουν αυτή την τιμωρία.

[36] Καλώ ως εκ τούτου και εσάς να ευθυγραμμιστείτε με τους νόμους· ειδάλλως, θα εξασφαλίσετε τέτοια ασυλία στους μοιχούς, ώστε θα ξεσηκώσετε και τους κλέφτες και θα δηλώνουν ότι είναι μοιχοί, αφού θα είναι απολύτως βέβαιοι ότι, αν στην περίπτωσή τους προβάλλουν αυτή τη δικαιολογία και ισχυρίζονται ότι αυτός είναι ο λόγος που μπαίνουν στα ξένα σπίτια, δεν πρόκειται να τους αγγίξει κανένας. Γιατί οι πάντες θα γνωρίζουν ότι τους νόμους για τη μοιχεία μπορούν να τους αγνοούν, την ψήφο όμως τη δική σας πρέπει να την φοβούνται, αφού αυτή συνιστά την υπέρτατη εξουσία στην πόλη.

Η δημοκρατία στην αρχαία Αθήνα, και οι κοινωνικές τάξεις

ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Πως επιτυγχάνεται στην αρχαία Αθήνα η λεγόμενη Συμμετοχική ή Άμεση Δημοκρατία
 
Από τις αρχές ήδη του 7ου αι. π.Χ. η βασιλεία καταλύθηκε στα περισσότερα ελληνικά κράτη. Ο Αριστοτέλης, μάλιστα σχετικά με αυτό, έγραψε ότι το καθεστώς της βασιλείας στην αρχαιότητα εξέπεσε για δύο λόγους: είτε γιατί αναπτύχθηκαν ανταγωνισμοί στο εσωτερικό των βασιλικών γενών, είτε γιατί οι κάτοχοι της βασιλικής εξουσίας κυβέρνησαν τυραννικά, παραβαίνοντας τους νόμους.
 
         Τα βασιλευόμενα πολιτεύματα διαδέχτηκαν τα αριστοκρατικά καθεστώτα στα οποία πολιτικά δικαιώματα είχαν μόνο οι ενήλικες ευγενείς και μάλιστα οι πλουσιότεροι. Κριτήριο για την εκλογή στα υψηλά αξιώματα είναι όχι μόνο η καταγωγή αλλά και ο πλούτος. Και τα αριστοκρατικά όμως πολιτεύματα πολύ σύντομα επέδειξαν μια σειρά αδυναμιών οι οποίες συχνά οδήγησαν σε πολιτικές ταραχές. Ο μεγάλος ανταγωνισμός, προκειμένου να εξασφαλισθεί μια από τις λιγοστές θέσεις βουλευτών και αρχόντων - οι οποίες πρόσφεραν στον κατέχοντα τη θέση αυτή, τιμή, επιρροή και επιπλέον οφέλη - οδήγησαν συχνά στη βίαια κατάληψη της εξουσίας και τη μετατροπή των πολιτευμάτων αυτών από αριστοκρατικά σε τυραννικά -; «μοναρχικά».
 
         Τόσο στα βασιλευόμενα όσο και στα αριστοκρατικά ή τυραννικά πολιτεύματα, κυρίαρχη επιδίωξη των κατεχόντων την εξουσία ήταν η προσωπική ωφέλεια και το ατομικό τους συμφέρον, γεγονός που οδήγησε τα μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού σε μια σειρά διεκδικήσεων.
 
         Παράγοντες που οδήγησαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού σε ρήξη με το υπάρχον καθεστώς με κύριο αίτημα την αλλαγή όσων μέχρι τότε ίσχυαν ήταν: η μη συμμετοχή των υπολοίπων ευγενών στα κοινά, ο αποκλεισμός των πολλών από το σώμα των ενεργών πολιτών, η αδυναμία των τελευταίων να συμμετέχουν στην έκδοση αποφάσεων για θέματα που τους αφορούσαν και που ήταν υποχρεωμένοι να τηρούν, η αλλαγή στην πολεμική οργάνωση - οπλιτική φάλαγγα - η οποία επιπλέον έφερε και μια γενικότερη αλλαγή στην νοοτροπία των «οπλιτών πολιτών» οδηγώντας τους στο να διεκδικήσουν μερίδιο στη λήψη αποφάσεων και ως εκ τούτου συμμετοχή στα κοινά, η επιβολή νόμων πιεστικών και άδικων που οδήγησαν πολλούς μικροϊδιοκτήτες γης στο δανεισμό και εν συνεχεία στη φτώχεια και τη δουλεία[1].
 
Εισαγωγή
 
Οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές, που είχαν ξεκινήσει ήδη από τον 8ο αι. π.Χ. στον ελλαδικό χώρο γενικότερα και στην Αθήνα ειδικότερα, συνδυασμένες με την επιτακτική ανάγκη για κωδικοποίηση του άγραφου -; εθιμικού δικαίου (τέλη 7ου αι. π.Χ) και την ενασχόληση με αυτό εμπνευσμένων ανδρών (ιδιαίτερα από τον 6ο αι. και μετά), συντέλεσαν στην διαμόρφωση και εδραίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος.
 
Τα στοιχεία εκείνα που προσδίδουν δημοκρατικότητα σ'; ένα πολίτευμα στην αρχαία Ελλάδα αφορούν κυρίως: στα δικαιώματα των πολιτών και στον τρόπο λειτουργίας της πολιτείας. Το πολίτευμα που υιοθετήθηκε στην αρχαία Αθήνα παραμένει ένα μοναδικό φαινόμενο άμεσης δημοκρατίας, όπου οι ενεργοί πολίτες, δεν εξέλεγαν αντιπροσώπους για να αποφασίζουν στο όνομά τους, αλλά έπαιρναν οι ίδιοι αποφάσεις νομοθετικού και εκτελεστικού περιεχομένου[2].
 
Η αθηναϊκή δημοκρατία δεν επεδίωξε να εξαλείψει τις κοινωνικές ή οικονομικές ανισότητες (κάτι τέτοιο για τους Αθηναίους θα οδηγούσε μοιραία σε τυραννία). Επέτυχε ωστόσο να εγκαθιδρύσει ένα σύστημα πολιτικής ισότητας το οποίο εξασφάλιζε την κοινωνική γαλήνη και ισορροπία. Επιπλέον και το οποίο δεν στηριζόταν στην αρχή των ίσων δικαιωμάτων (ισομοιρία), αλλά σε τρεις άλλες εξίσου σημαντικές αρχές: την ισονομία, την ισοτιμία, και την ισηγορία. Η βάση αυτής της πολιτικής ισότητας και κατ'; επέκταση της ίδιας της αθηναϊκής δημοκρατίας ήταν η κυριαρχία του δήμου, η οποία εκφραζόταν κυρίως δια μέσου των συνελεύσεων της Εκκλησίας του Δήμου και της Βουλής, των δικαστηρίων και των αρχόντων. Κάθε πολίτης έχει δικαίωμα να διοικεί, να αποφασίζει και να δικάζει. Αυτά είναι τα τρία στοιχεία που δηλώνουν τα πλήρη πολιτικά δικαιώματα.
 
Η ενεργός συμμετοχή του πολίτη στα κοινά ήταν ζωτικής σημασίας, γιατί από αυτήν εξαρτιόταν η λειτουργία του πολιτεύματος, αν και αρχικά, τόσο ο Σόλων όσο και ο Κλεισθένης απέφυγαν να καταστήσουν προσιτά τα ανώτερα αξιώματα σε όλους τους πολίτες. Το περιεχόμενο όμως αυτής της ενεργούς συμμετοχής μεταβαλλόταν όσο η δημοκρατία εξελισσόταν[3].
1. Οι μεταρρυθμίσεις που είχαν ως άμεσο ή έμμεσο αποτέλεσμα τη βαθμιαία αύξηση συμμετοχής των κατώτερων εισοδηματικών τάξεων στα πολιτειακά όργανα της Αθήνας
 
Η θεμελίωση της δημοκρατίας ήταν το αποτέλεσμα πολιτικών μεταρρυθμιστικών μέτρων που έδωσαν την εξουσία σε όλους τους ενήλικες πολίτες - το δήμο - και ανέδειξαν κυρίαρχο πολιτειακό όργανο την Εκκλησία του Δήμου: δηλαδή τη συνέλευση όλων των ενήλικων πολιτών, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης και οικονομικής κατάστασης, αρκεί να ήταν άνδρες ελεύθεροι και να κατάγονταν από γονείς Αθηναίους. Οι γυναίκες, οι δούλοι και οι μέτοικοι δεν συμπεριλαμβάνονται σε αυτούς που κατέχουν το δικαίωμα του πολίτη[4].
 
1.1. Οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα
 
Οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα υπήρξαν η αφετηρία μιας κίνησης που θα έκανε την Αθήνα τον επόμενο αιώνα το πιο δημοκρατικό κράτος της αρχαιότητας καθώς το νομοθετικό του έργο περιλάμβανε μια σειρά μέτρων που είχαν ως άμεσο ή έμμεσο αποτέλεσμα τη βαθμιαία αύξηση συμμετοχής των κατώτερων εισοδηματικών τάξεων στα πολιτειακά όργανα της Αθήνας.
 
Τα πρώτα μέτρα που έλαβε ο Σόλων ήταν η σεισάχθεια (αποτίναξη των βαρών) και η κατάργηση του «δανείζειν επί σώμασι». Και τα δύο μέτρα υπήρξαν εξαιρετικά ριζοσπαστικά για την εποχή καθώς πέραν του ότι έθιγαν κεκτημένα δικαιώματα των αριστοκρατών, οικονομικού χαρακτήρα, ο δε Αθηναίος αγρότης γίνεται πλέον πλήρες μέλος της πολιτικής κοινότητας και ως εκ τούτου ανοίγει ο δρόμος για την πλήρη συμμετοχή του σ'; αυτή, με δεδομένο ότι η κυριότητα της γης που καλλιεργούσε περιήλθε και πάλι στα χέρια του.
 
Στη συνέχεια ρύθμισε τα δικαιώματα και τις φορολογικές υποχρεώσεις των πολιτών ανάλογα με τα εισοδήματα: διαίρεσε τους πολίτες σε τέσσερις εισοδηματικές τάξεις[5] - ανάλογα με το μέγεθος της ετήσιας προσόδου από αγροτικές ή άλλες δραστηριότητες - με βάση τις οποίες ρυθμίζονταν τόσο τα δικαιώματα όσο και οι υποχρεώσεις των πολιτών. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές ενίσχυσαν τους μικρομεσαίους αγρότες, αλλά και όσους ασκούσαν κάποιο επάγγελμα εκτός της γεωργίας και απάλειψαν τα στεγανά της καταγωγής, που εμπόδιζαν αυτούς που πλούτιζαν από κάποιο επάγγελμα να ανέλθουν σε ανώτερες κοινωνικές τάξεις και να αναλάβουν αξιώματα.
 
Επιπλέον έδωσε δικαίωμα στην κατώτερη τάξη, τους θήτες, να συμμετέχουν στην εκκλησία του δήμου, δίνοντας τους βέβαια, μόνο το δικαίωμα του εκλέγειν, όχι του εκλέγεσθαι. Στο εξής, πολίτες λογίζονται όλοι οι ενήλικες άνδρες που κατοικούσαν στην Αττική και ήταν απόγονοι κατοίκων της Αττικής, μελών ιωνικών κοινοτήτων.
 
Άλλα μέτρα που έλαβε και είχαν ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση της λαϊκής συμμετοχής ήταν και τα εξής: μετέφερε στην εκκλησία του δήμου την αρμοδιότητα της εκλογής των αρχόντων, που είχε ως τότε ο Άρειος Πάγος[6], και ίδρυσε ένα νέο βουλευτικό σώμα, τη βουλή των τετρακοσίων στο οποίο μετέφερε τις προβουλευτικές αρμοδιότητες[7] που είχε ως τότε και πάλι ο Άρειος Πάγος.
 
Αν συγκρίνουμε το μέχρι τότε αριστοκρατικό σώμα του Αρείου Πάγου, στο οποίο συμμετείχαν μόνο πεντακοσιομέδιμνοι που είχαν θητεύσει ως άρχοντες και είχαν εκλεγεί από τον ίδιο τον Άρειο Πάγο σύμφωνα με τη διαδικασία που ίσχυε πριν τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα, η βουλή των τετρακοσίων ήταν σαφώς πιο δημοκρατική. Αφενός μεν απαρτίζονταν από 400 εκλεγμένα μέλη, που προέρχονταν και από τις τέσσερις φυλές της Αθήνας, αφετέρου δε επειδή αυτά τα μέλη μπορούσαν να ανήκουν στις δύο ή στις τρεις πρώτες τάξεις[8].
 
Στο χώρο της δικαιοσύνης οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα ήταν επίσης σημαντικές προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού και του ελέγχου της εξουσίας και ως εκ τούτου είχαν ως αποτέλεσμα τη βαθμιαία άμεση ή έμμεση αύξηση της συμμετοχής των κατώτερων εισοδηματικών τάξεων στα πολιτειακά όργανα της Αθήνας. Ο Σόλων έδωσε τη δυνατότητα σε κάθε πολίτη οποιασδήποτε τάξης να καταγγέλλει στον Άρειο Πάγο οποιονδήποτε, ακόμα και άρχοντα, με αγωγή. Επίσης ιδρύοντας την Ηλιαία, ένα λαϊκό δικαστήριο με πολλά μέλη, ως αντίβαρο του Αρείου Πάγου σε θέματα απονομής δικαιοσύνης έδωσε την δυνατότητα σε ένα μεγάλο μέρος των πολιτών να συμμετέχει σ'; αυτή.
 
Ασφαλώς, οι αλλαγές αυτές ήταν πολλές και ριζοσπαστικές, ωστόσο, το πολίτευμα παρέμενε "τιμοκρατικό": στις ανώτατες δημόσιες θέσεις εκλέγονταν μόνο πρόσωπα από τις δύο ανώτερες τάξεις των ευγενών ("πεντακοσιομέδιμνοι" και "ιππείς") ενώ από τις υπόλοιπες δύο τάξεις, οι μεν "ζευγίτες" ήταν εκλόγιμοι μόνο σε κατώτερες αρχές ενώ οι "θήτες" σε καμία. Σε κάθε περίπτωση όμως ένα είναι βέβαιον, ο Σόλωνας διαμόρφωσε τους θεσμούς ή έβαλε τα θεμέλια πάνω στα οποία θα στηρίζονταν και θα εξελίσσονταν το οικοδόμημα της Δημοκρατίας[9].
 
1.2. Οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη
 
Έπειτα από μια αναστολή της δημοκρατικής εξέλιξης με την τυραννία των Πεισιστρατιδών, που κι αυτή στράφηκε κατά της αριστοκρατίας και των γενών, η συμμετοχικότητα των πολιτών και ως εκ τούτου η δημοκρατία τελειοποιείται με τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη. Ο Αριστοτέλης μάλιστα για το συγκεκριμένο θέμα θα πει ότι: από το Σόλωνα «αρχή δημοκρατίας εγένετο», ενώ η πολιτεία του Κλεισθένη «δημοτικωτέρα πολύ του Σόλωνος εγένετο». Με το νέο πολιτειακό σύστημα που εφάρμοσε καταργήθηκαν οι θεσμοί των γενών και των φυλών που αποτελούσαν τη βάση της κοινωνικής διαίρεσης. Η νέα πολιτειακή δομή βασιζόταν στην τοπογραφία[10]. Οι τέσσερις παλαιές φυλές αντικαταστάθηκαν με δέκα τεχνητές φυλές.
 
Ο Κλεισθένης με την αναδιάρθρωση των φυλών μετατοπίζει το πολιτικό κέντρο βάρους στους δήμους οι οποίοι αποκτούν διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια, με δική τους εκκλησία, αιρετές - κληρωτές αρχές, περιουσία, ταμείο και αρχεία. Ενώ λοιπόν παλιότερα η βάση για να διεκδικήσει κάποιος την ιδιότητα του πολίτη ήταν η φρατρία του πατέρα του, μετά τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη η διαδικασία αυτή μεταφέρονταν στο δήμο. Με αυτόν τον τρόπο η αναγνώριση της ιδιότητας του πολίτη στο νέο άνδρα που με την ενηλικίωση του διεκδικούσε, εξαρτιόταν από την ψήφο «του γείτονά του»[11]. Μέσα από αυτούς τους πολίτες των δήμων θα προκριθούν οι καλύτεροι κι απ αυτούς θα κληρωθούν οι πενήντα βουλευτές που θα εκπροσωπούν τις φυλές με αποτέλεσμα η Βουλή να διευρυνθεί (500 μέλη, 50 από κάθε φυλή) και να αναλάβει, σε σύμπραξη με τους άρχοντες, και τη διοίκηση της πολιτείας. Οι βουλευτές οριστικά πλέον εκλέγονται από όλες τις τάξεις εκτός από αυτήν των θυτών.
 
Ένα εξαιρετικά σημαντικό μέτρο που αποδίδεται στον Κλεισθένη και έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την αύξηση συμμετοχής των κατώτερων τάξεων στα πολιτικά πράγματα ήταν η πολιτογράφηση μετοίκων αλλά και απελεύθερων, με αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός κατοίκων της Αττικής να αποκτήσει δικαιώματα αθηναίου πολίτη.
 
Ο οστρακισμός ήταν επίσης ένα προληπτικό μέτρο (ο Αριστοτέλης το αποδίδει στον Κλεισθένη) στο οποίο δικαίωμα συμμετοχής είχαν όλοι οι Αθηναίοι πολίτες και εφαρμόζονταν ως εξής: επάνω σε ένα όστρακο (κομμάτι από σπασμένο αγγείο) γράφονταν το όνομα όποιου θεωρούνταν επικίνδυνο για το πολίτευμα. Αν οι ψήφοι (τα όστρακα) έφθαναν τις 6.000, τότε ο άνθρωπος αυτός εξοριζόταν από την Αθήνα. Με αυτόν τον τρόπο ο Κλεισθένης έδινε σ'; όλο το λαό το δικαίωμα να υποδεικνύει τον άνθρωπο που έπρεπε να απομακρυνθεί, επειδή θεωρούνταν επικίνδυνος για την πολιτική ειρήνη.
 
Οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη εξασφάλισαν στους πολίτες ισονομία και ισηγορία και ουσιαστική συμμετοχή αυτών στα κοινά καθώς το νέο σύστημα οργάνωσης που υιοθέτησε μετέφερε τις περισσότερες εξουσίες στο δήμο - λαό[12].
 
1.3. Οι μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη
 
Έναν αιώνα σχεδόν μετά τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα ο Εφιάλτης, πολιτικός της αρχαίας Αθήνας θα αγωνιστεί και θα επιτύχει τον περιορισμό της εξουσίας - του μόνου ανεξέλεγκτου, ισόβιου αλλά και αριστοκρατικού λειτουργήματος, της μόνης ίσως εξαίρεσης στην, κατά τα άλλα, δημοκρατική δομή της πολιτείας - του Αρείου Πάγου (462 π.Χ.) που απαρτιζόταν από ισόβια μέλη των δύο ανωτέρων κοινωνικών τάξεων και είχε τεράστιο κύρος με απροσδιόριστες και εκτεταμένες εξουσίες. Προκειμένου να επιτύχει κάτι τέτοιο, προέβη στις ακόλουθες μεταρρυθμίσεις:
 
Μετέφερε πολιτικές, ελεγκτικές και δικαστικές αρμοδιότητες του Αρείου Πάγου στην εκκλησία του δήμου, τη βουλή και τα λαϊκά δικαστήρια της Ηλιαίας. Ο Άρειος Πάγος διατήρησε μόνο αρμοδιότητες που αφορούσαν θρησκευτικά θέματα. Με αυτό τον τρόπο η εξουσία πέρασε ολοκληρωτικά στο δήμο δηλαδή στον κάθε πολίτη.
 
Μια άλλη μεταρρύθμιση που συχνά αποδίδεται στον Εφιάλτη, είναι η περίφημη "γραφή παρανόμων". Το μέτρο αυτό έδινε το δικαίωμα σε κάθε πολίτη, να εναντιωθεί σε μια απόφαση που έκρινε ότι ήταν αντίθετη προς τους νόμους της πόλης. Με το μέτρο αυτό η δημοκρατία ολοκληρώνεται. Γίνεται "άκρακτος" και ο λαός γίνεται κυρίαρχος σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής ζωής. Χωρίς την έγκρισή του τίποτε δεν μπορεί να γίνει.
 
Μετά τη δολοφονία του Εφιάλτη (πιθανόν εξαιτίας των μεταρρυθμίσεών του, ο Περικλής θα αναλάβει να ενισχύσει τη δημοκρατία με όσους θεσμούς ακόμη χρειάζεται, για την εύρυθμη λειτουργία της[13].
 
1.4. Οι μεταρρυθμίσεις του Περικλή
 
Ο Περικλής από πολύ νωρίς αντιλήφθηκε ότι η αθηναϊκή δημοκρατία θα ολοκληρώνονταν όχι με την δημιουργία νέων πολιτειακών οργάνων, αλλά με τη διεύρυνση του σώματος των ενεργών πολιτών. Σύμφωνα με τις μεταρρυθμίσεις του, όλοι πρέπει να συμμετέχουν και να εξυπηρετούν τις θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας: ελευθερία, ισοκρατία, ισοψηφία, ισοτιμία, ισονομία, ισηγορία, από τις οποίες απορρέουν τα πολιτικά δικαιώματα των Αθηναίων. Έτσι για πρώτη φορά:
 
Εισήγαγε τη «μισθοφορά», δηλαδή την πληρωμή μισθού στα μέλη των δικαστηρίων και της Βουλής των 500, μέτρο που σταδιακά εφαρμόστηκε σε όλους τους κληρωτούς άρχοντες. Με το μέτρο της «μισθοφοράς» ο Περικλής διεύρυνε τη δυνατότητα συμμετοχής του λαού στα κοινά και έδωσε τη δυνατότητα ακόμα και στον φτωχότερο πολίτη, να αφιερώσει ένα μέρος του χρόνου του στη δημόσια ζωή της πόλης. Η εκλογή των αρχόντων καθιερώθηκε να γίνεται με κλήρωση και όχι κατ' επιλογήν, ώστε να έχουν πιθανότητα επιτυχίας όλοι οι πολίτες. Από τον Άρειο Πάγο, το προπύργιο των ολιγαρχικών, αφαιρέθηκαν πολλές δικαιοδοσίες και δόθηκαν σε δέκα άλλα δικαστήρια με 500 δικαστές το καθένα, οι οποίοι ορίζονταν με κλήρο. Έδωσε το δικαίωμα να μετέχουν σε όλα τα αξιώματα και οι θήτες, καθώς τόσο τα Μηδικά όσο και η εξάπλωση της Αθήνας στο Αιγαίο στη συνέχεια, άλλαξαν τις κοινωνικές βάσεις της δημοκρατίας του Κλεισθένη, φέρνοντας τους στο πολιτικό προσκήνιο, αφού αυτοί ήταν εκείνοι που κινούσαν το στόλο.
 
Με τις μεταρρυθμίσεις του Περικλή όλοι πλέον είχαν τη δυνατότητα να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην πόλη. Η κοινωνική θέση και η περιουσία έπαψαν να αποτελούν προϋπόθεση για τη συμμετοχή στα κοινά. Κάθε Αθηναίος που είχε γεννηθεί στην Αθήνα και είχε ή μπορούσε να αποκτήσει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη μπορούσε να συμμετέχει στην πολιτική και να καταλάβει κάποιο απ'; τα ανώτατα αξιώματα. Η ισονομία ήταν πλήρης και η ελευθερία των πολιτών περιοριζόταν μόνο από τους νόμους τους οποίους οι ίδιοι είχαν ψηφίσει[14].
 
2. Τα πολιτειακά όργανα μέσω των οποίων επιτυγχάνεται η λαϊκή κυριαρχία στο δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. (Σύνθεση - Δικαιοδοσίες)
 
Το πολίτευμα της Αθήνας άρχισε να χτίζεται με τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα, ο Κλεισθένης το έκανε περισσότερο δημοκρατικό, με την έννοια ότι αυτός που κυβερνά είναι ο δήμος δηλαδή ο λαός. Ο Εφιάλτης και ο Περικλής όμως ήταν αυτοί που τελικά περιόρισαν σημαντικά τις πιθανές βλέψεις των παλαιών αριστοκρατών μέσω της μείωσης των αρμοδιοτήτων των οργάνων στα οποία συμμετείχαν, μεταφέροντας τις αρμοδιότητες αυτές στα όργανα που εξέφραζαν άμεσα τη θέληση του λαού. Με αυτό τον τρόπο η αθηναϊκή δημοκρατία γίνεται άμεση. Ο κάθε πολίτης έχει δικαίωμα να συμμετέχει, να συμφωνεί ή να διαφωνεί, να εκλέγει και να εκλέγεται. Τα πολιτειακά όργανα μέσω των οποίων επιτυγχάνεται αυτή η λαϊκή κυριαρχία και πάνω στα οποία στηρίχθηκε η δημοκρατία είναι βασικά τέσσερα: η Εκκλησία του Δήμου, η Βουλή των πεντακοσίων, η Ηλιαία, και οι 10 στρατηγοί.
 
2.1 Η Εκκλησία του Δήμου.
 
Είναι το κυρίαρχο σώμα της αθηναϊκής δημοκρατίας. Σ' αυτήν έπαιρναν μέρος όλοι οι Αθηναίοι πολίτες που είχαν συμπληρώσει το εικοστό έτος της ηλικίας τους. Η συμμετοχή δεν ήταν υποχρεωτική, όμως κάθε πολίτης μπορούσε να απευθυνθεί, χωρίς περιορισμό, σ'; αυτή και να θέσει ή να συζητήσει θέματα που αφορούσαν το κράτος. Αποκλείονται μόνον όσοι έχουν κηρυχθεί "άτιμοι", έχουν δηλαδή χάσει τα πολιτικά και αστικά τους δικαιώματα. Συνέρχονταν στην Πνύκα, με την ανατολή του ήλιου, τέσσερις φορές σε κάθε πρυτανεία, δηλαδή τριάντα έξι φορές το χρόνο. Οι περισσότερες αποφάσεις της (ψηφίσματα) λαμβάνονταν με χειροτονία.
 
Έχει απεριόριστες δικαιοδοσίες: Ψηφίζει τους νέους νόμους, εκλέγει τους αιρετούς άρχοντες, ασκεί τον έλεγχο της διοίκησης, αποφασίζει για την πολιτογράφηση μετοίκων ή δούλων, επιβάλλει την ποινή της εξορίας και της δήμευσης της περιουσίας, έχει τον κύριο λόγο στα θέματα εξωτερικής πολιτικής αλλά και στα στρατιωτικά ζητήματα (σύναψη συμμαχιών, κήρυξη πολέμου, εκλογή, αποστολή ή επιστροφή πρεσβευτών, εκλογή στρατηγών), ασκεί οικονομική πολιτική (αποφασίζει για το νόμισμα και τις πολιτικές ή στρατιωτικές δαπάνες), αποφασίζει για θέματα της επίσημης θρησκείας (ίδρυση νέων ναών, εισαγωγή της λατρείας ξένων θεοτήτων, μισθός ιερέων και ιερειών, εισαγωγή νέου τελετουργικού στις επίσημες λατρείες). Εν ολίγοις όλες οι αποφάσεις παίρνονται από τον δήμο ακόμη και οι πιο σημαντικές[15].
 
2.2 Η Βουλή των πεντακοσίων.
 
Τα μέλη της εκλέγονταν από τους πολίτες που είχαν συμπληρώσει την ηλικία των 30 ετών. Κάθε χρόνο κληρώνονταν, από τους δήμους καθεμιάς από τις δέκα φυλές, 50 πολίτες ως βουλευτές, με αναλογική αντιστοιχία του αριθμού των βουλευτών στον πληθυσμό κάθε δήμου, άρα 500 συνολικά βουλευτές από όλες τις φυλές, που ασκούν το βουλευτικό αξίωμα για 36 ημέρες. Οι 50 βουλευτές της φυλής, στις 36 ημέρες της αρχής τους ονομάζονται πρυτάνεις και η φυλή τους πρυτανεύουσα, ο δε επικεφαλής τους επιστάτης των πρυτάνεων. Τα καθήκοντά της είναι εκτελεστικά, φροντίζει δηλαδή για την εκτέλεση των αποφάσεων της Εκκλησίας του Δήμου και νομοθετικά, καταρτίζει τα «προβουλεύματα» δηλαδή τα θέματα που θα τεθούν για συζήτηση στην Εκκλησία του Δήμου. Συνερχόταν καθημερινά (εκτός από τις γιορτές), ενώ αν υπήρχε ανάγκη συνεδρίαζε και εκτάκτως.
 
Στη δικαιοδοσία και τα καθήκοντα της βουλής και των πρυτάνεων, ήταν η εποπτεία των πολυάριθμων ειδικών επιτροπών της πολιτείας, η επίβλεψη των αρχόντων και η στενή συνεργασία με τους στρατηγούς και τους άλλους ανώτατους άρχοντες. Ως εκ τούτου: είχε δικαιοδοσία στην εξωτερική πολιτική και τη διπλωματία καθώς και σε θέματα συμμαχιών[16], αλλά και ως γενικός επόπτης των δημοσιονομικών, είχε οικονομικές αρμοδιότητες[17]. Αν και δεν είχε την άμεση παρακολούθηση των στρατιωτικών δυνάμεων, αφού αυτά ήταν ευθύνη των στρατηγών, αναφέρονταν σ'; αυτή όλα τα ζητήματα που σχετίζονταν με τη διατήρηση επαρκών δυνάμεων για την ασφάλεια της πολιτείας. Τέλος στη δικαιοδοσία της ανήκε η πρώτη φάση της δοκιμασίας των εννέα αρχόντων, πλην του γραμματέα των θεσμοθετών. Ο έλεγχος των αρχόντων ήταν μια απ'; τις δικαιοδοσίες της που έδινε μεγάλο κύρος στη Βουλή.
 
Συνοψίζοντας, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι, η Βουλή των 500 ήταν ένα ιδιότυπο νομοπαρασκευαστικό, αλλά και συμβουλευτικό και διοικητικό σώμα, που διαδραμάτιζε σπουδαίο ρόλο στην πολιτική ζωή. Συνεργαζόταν με όλους τους άρχοντες, τις κρατικές επιτροπές και τις στρατιωτικές αρχές, ενεργώντας ως γενικός συντονιστής και επόπτης της κρατικής λειτουργίας και εγγυητής της ενότητας και της συνέχειας στη διοίκηση της πολιτείας[18]
 
2.3 Το λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας.
 
Η Ηλιαία ήταν ένα λαϊκό δικαστήριο δευτέρου βαθμού, εκδίκαζε, δηλαδή, υποθέσεις «κατ’ έφεσιν», εκτός από φόνο, και οι αποφάσεις της είναι τελεσίδικες. Αποτελούνταν από 5000 τακτικά μέλη και 1000 αναπληρωματικά. Κάθε χρόνο από κάθε φυλή επιλέγονταν με κλήρο 500 τακτικά μέλη και 100 αναπληρωματικά. Με νέα κλήρωση, η Ηλιαία χωριζόταν σε 10 τμήματα των 600 δικαστών, κατά τρόπο ώστε οι πολίτες των δέκα φυλών να αντιπροσωπεύονται εξ ίσου σε κάθε τμήμα. Δίκαζε κατά τμήματα, ανάλογα δε με τη σοβαρότητα της υποθέσεως μπορεί να δίκαζαν από 2 έως και 4 τμήματα μαζί. Πρόεδροι των τμημάτων ήταν άρχοντες, που κληρώνονταν στην αρχή του χρόνου και είχαν παράλληλα ως έργο τη μελέτη της υπόθεσης, την προδικασία και την προανάκριση. Μέλος της μπορούσε να γίνει κάθε πολίτης που είχε συμπληρώσει το 30ό έτος της ηλικίας του και δεν εκκρεμούσε εναντίον του κατηγορία. Τα μέλη αυτά ορκίζονταν ότι θα ψηφίζουν κατά τους νόμους και τα ψηφίσματα της Εκκλησίας και της Βουλής ή κατά συνείδηση, όπου δεν υπήρχε νόμος, ότι δεν θα δωροδοκηθούν, ότι θα είναι αμερόληπτοι και ότι η ψήφος τους θα αφορά μόνο το περιεχόμενο της κατηγορίας.
 
Στην Ηλιαία μπορούσε να καταγγείλει κανείς ακόμα και τις αποφάσεις των αρχόντων, αν τις θεωρούσε άδικες και επιζήμιες για την πόλη. Επειδή η δικαστική εργασία ήταν πολλή, αφού η δημοκρατική λειτουργία απαιτούσε να ελέγχονται συνεχώς οι πάντες από τους πάντες, προβλεπόταν δικαστικός μισθός, ώστε να μην αποκλείεται η συμμετοχή των πολιτών που δεν διέθεταν τα οικονομικά μέσα για να απασχολούνται ως δικαστές συνεχώς επί ένα χρόνο[19].
 
2.4 Οι Δέκα στρατηγοί
 
Η στρατηγία προϋπέθετε, κατ' αρχήν, ειδικές γνώσεις και πείρα στα πολεμικά και αργότερα και στα πολιτικά. Για το λόγο αυτό εξαιρέθηκε από το γενικό κανόνα της κλήρωσης και ήταν ένα από τα ελάχιστα αιρετά αξιώματα. Οι δέκα στρατηγοί εκλέγονται από την Εκκλησία του δήμου, ένας από κάθε φυλή, με ετήσια θητεία. Δικαίωμα εκλογής είχαν όλοι οι άνω των 30 ετών Αθηναίοι. Στην αρχή κάθε φυλή έβγαζε ένα στρατηγό, όμως, λόγω των ιδιαιτέρων ικανοτήτων που απαιτούσε η στρατηγία, δόθηκε η δυνατότητα επανεκλογής. Επιδιωκόταν, ασφαλώς, οι στρατηγοί να διαθέτουν στρατιωτικές, πολιτικές και ηγετικές ικανότητες, χωρίς αυτό να αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση. Οι στρατηγοί είναι αρχηγοί του στρατού και του στόλου, διαχειρίζονται την εξωτερική και εσωτερική πολιτική, συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της Βουλής και εισηγούνται θέματα, που συζητούσε το σώμα και κατάρτιζε προβουλεύματα για να τα υποβάλει στην Εκκλησία του δήμου. Γενικά, βρίσκονταν σε στενή επαφή με τη Βουλή και τις επιτροπές της, για θέματα που υπάγονταν στις αρμοδιότητές τους.
 
Όλοι οι στρατηγοί είχαν την ίδια εξουσία. Κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας, τα καθήκοντα καθενός προσδιορίζονταν με κλήρο και άλλαζε καθημερινά ο αρχιστράτηγος. Μόνο η Εκκλησία του δήμου είχε το δικαίωμα να αναθέσει σε ένα συγκεκριμένο στρατηγό το γενικό πρόσταγμα στις επιχειρήσεις μιας εκστρατείας. Σε ορισμένες, μάλιστα. εξαιρετικές περιπτώσεις, ο δήμος χορηγούσε, εντελώς προσωρινά, ειδικά προνόμια σε έναν ή περισσότερους στρατηγούς. Αυτό συνέβαινε κυρίως σε μακρινές εκστρατείες, οπότε έπρεπε, εκ των πραγμάτων, οι στρατηγοί να έχουν τη δυνατότητα να ενεργούν με δική τους πρωτοβουλία, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη συνεννόηση με την Εκκλησία. Σε κάθε περίπτωση, επιστρέφοντας από την εκστρατεία ή στο τέλος της θητείας τους, έδιναν λόγο των πράξεών τους, όπως και όλοι οι άλλοι άρχοντες.
 
Η στρατηγία απέκτησε μεγάλο κύρος και δύναμη στην αθηναϊκή δημοκρατία, διότι ορισμένοι από τους στρατηγούς υπήρξαν και μεγάλες πολιτικές προσωπικότητες, που διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής της Αθήνας. Όπως όμως ήδη αναφέρθηκε, δεν υπήρξε κανένα κρούσμα κατάχρησης εξουσίας από στρατηγό. Και για το λόγο αυτό, ο δήμος δεν δίσταζε να εκλέγει τους στρατηγούς από οποιαδήποτε τάξη (και από τα αριστοκρατικά γένη), αρκεί να διέθεταν τα απαιτούμενα προσόντα[20].
 
3. Ποίοι και πόσοι κατέχουν το αξίωμα του βουλευτή το χρονικό διάστημα 456 - 431 π.Χ.
 
Στο σημείο αυτό, το θέμα που θα μας απασχολήσει είναι: ποιοι και πόσοι ήταν αυτοί που μπορούσαν να γίνουν βουλευτές στην ακμή του δημοκρατικού πολιτεύματος και δη από το 456 π.Χ. μέχρι την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου.
 
Σε σχέση με το πρώτο ερώτημα ποιοι θα μπορούσαν να γίνουν βουλευτές κατά τον 5ο αι. π.Χ., λαμβάνοντας υπόψη, τα ποσοστά των οικονομικών τάξεων μέσα στον σύνολο των πολιτών που υπολογίζονται ως εξής: αυτοαπασχολούμενοι και ημερομίσθιοι 50-55% οι οποίοι ασχολούνται κυρίως με την γεωργία και την κτηνοτροφία, μεσαία στρώματα 40-45% (έμποροι, βιοτέχνες, ναυτικοί) και τέλος ανώτερα στρώματα μόλις 5% (μεγαλοϊδιοκτήτες γης, εφοπλιστές)[21] και με δεδομένο ότι μετά τις μεταρρυθμίσεις του Περικλή όλοι οι πολίτες μπορούν να συμμετέχουν σε όλα τα αξιώματα, θα συμπεραίναμε ότι οι βουλευτές προέρχονταν κατ'; αναλογία από αυτές τις οικονομικές τάξεις. Επιπλέον η από Κλεισθένους ισχύουσα κατανομή των δήμων δίνει τη δυνατότητα συμμετοχής βουλευτών σε κάθε περιοχή της Αττικής.
 
Προκειμένου να απαντηθεί το δεύτερο ερώτημα πόσοι δηλαδή καταλαμβάνουν το βουλευτικό αξίωμα θα πρέπει να λάβουμε κατ'; αρχάς υπόψη ότι ο πληθυσμός των Αθηνών κατά την περίοδο της μεγάλης ακμής, ήταν περίπου 400.000 άτομα. Από αυτά οι 100.000 ήταν μέτοικοι, οι 100.000 δούλοι, 160.000 γυναίκες και παιδιά και 40.000 οι Αθηναίοι πολίτες[22].
 
Έχει ήδη γίνει λεπτομερής αναφορά στο πρώτο μέρος αυτής της εργασίας, ποιοι είχαν δικαίωμα συμμετοχής στη Βουλή των Πεντακοσίων. Γνωρίζοντας όλα αυτά με μια πρώτη ματιά εύκολα θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι στα 25 χρόνια που προηγήθηκαν του Πελοποννησιακού πολέμου, περίπου 12500 πολίτες ανέλαβαν το αξίωμα του βουλευτή (500 βουλευτές Χ 25 έτη).
 
Αν όμως αφαιρέσουμε από τον αριθμό των ενεργών πολιτών αυτούς που δεν έχουν συμπληρώσει το 30ο έτος της ηλικίας τους -; αφού ενεργοί πολίτες λογίζονται όλοι οι άνδρες άνω των 18 ετών (ουσιαστικά 20 ετών αφού από 18-20 λαμβάνουν τη στρατιωτική τους εκπαίδευση), το δε βουλευτικό αξίωμα μπορεί να καταλάβει μόνο κάποιος που έχει συμπληρώσει το 30ο έτος της ηλικίας του τότε εξαιρείται ένα ποσοστό νέων Αθηναίων από το σύνολο των 40.000. Εάν επιμερίσουμε την ηλικία από 18 -; 80 περίπου σε 4 γενιές (4Χ15) ισόποσα για τις 40.000, οι 10000 νέοι έως 30 ετών εξαιρούνται και άρα βουλευτές δύνανται να γίνουν 30.000 Αθηναίοι. Από αυτούς 12500 πολίτες έλαβαν δυνητικά, όπως ανέπτυξα πιο πάνω, το βουλευτικό αξίωμα. Δεν θα υπεισέλθω σε υποθέσεις όπως: α) κάποιοι μπορεί να είχαν κληρωθεί δύο φορές, β) κάποιος απεβίωσε στη διάρκεια της θητείας του και αντικαταστάθηκε, γ) κάποιος για κάποιο λόγο έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα, δ) κάποιος που ήδη έχει κληρωθεί και δεν περνάει το στάδιο της «δοκιμασίας», υποθέσεις οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τον παραπάνω αριθμό των 12.500 βουλευτών.
 
Καταλήγοντας θα λέγαμε ότι το σύνολο των βουλευτών που κατέλαβαν το βουλευτικό θώκο κατά τα 25 χρόνια που προηγήθηκαν του Πελοποννησιακού πολέμου δεν θα πρέπει να ξεπερνούν οπωσδήποτε το ένα τέταρτο του συνόλου των ενεργών πολιτών.
 
Συμπέρασμα
 
Αν και η πολιτική συμμετοχή στην αρχαία Αθήνα ήταν υπόθεση μερικών χιλιάδων ανδρών, αν και ο αθηναϊκός δήμος αποτελούσε μια μειοψηφία του πληθυσμού της Αθήνας, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η αθηναϊκή Δημοκρατία υπήρξε μια άμεση δημοκρατία. Η καθιέρωση της κλήρωσης αντί της εκλογής στα περισσότερα αξιώματα, γεγονός που κάνει τους πολίτες να αισθάνονται ότι δεν είναι μόνο ίσοι μεταξύ τους αλλά έχουν και ίσες ευκαιρίες συμμετοχής στα κοινά, η συνειδητοποίηση του διπλού ρόλου τους στο πολιτικό σύστημα: κυβερνούν αλλά και κυβερνώνται, ελέγχουν και ελέγχονται, διοικούν και διοικούνται, ο μικρός αριθμός αυτών που δικαιούνταν συμμετοχή σ’ αυτό, η παρουσία εμπνευσμένων ανδρών, αλλά και η πολιτική παιδεία που με τα χρόνια δέχονταν οι Αθηναίοι πολίτες ήταν αυτά που επέτρεψαν στην αθηναϊκή δημοκρατία να γίνει και να παραμείνει άμεση.
 ---------------------
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
 
Καλογεροπούλου Αθηνά, «Η Δημοκρατική Μεταρρύθμιση: Εφιάλτης -; Περικλής» στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (εκδ. Γ. Χριστοπούλου), Αθήνα 1980, τ. Γ1.
Καλογεροπούλου Αθηνά, «Η Αθήνα του Περικλέους» στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (εκδ. Γ. Χριστοπούλου), Αθήνα 1980, τ. Γ1.
Κουκουζέλη Α., «Πολιτική και θεωρία της πολιτικής», στο Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000, τ. Β.
Μαστραπά Αντώνη, «Η πόλη κράτος», στο: Ελληνική Ιστορία, Ο Αρχαίος Ελληνικός Κόσμος, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002.
Μήλιος Ανδρέας, «Η έννοια του ελεύθερου πολίτη», στο: Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Αρχαία Ελλάδα Ι: από την Αρχαιότητα έως κα τα μεταβυζαντινά χρόνια, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000, τ. Α.
Μπιργάλιας Νίκος, «Ο αρχαίος δημόσιος βίος, πολιτική ζωή και τάξεις: δικαστική, στρατιωτική και θρησκευτική ζωή», στο: Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Αρχαία Ελλάδα Ι: από την Αρχαιότητα έως κα τα μεταβυζαντινά χρόνια, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000, τ. Α.
Ντόκας Αγησίλαος, Η Αθηναϊκή Δημοκρατία, εκδ. Ι.Δ. Κολλάρου & Σια Α.Ε, Α έκδοση.
Σακελλαρίου Μιχαήλ, «Αθηναϊκή Δημοκρατία, Πολιτειακή Οργάνωση», στο: Ιστορία των Ελλήνων, τ. 3 (Κλασσικοί χρόνοι), επιμ. Νικ. Μπιργάλια εκδ. Δομή.
Σακελλαρίου Μιχαήλ, «Η ακμή του Αρχαϊκού Ελληνισμού», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (εκδ. Γ. Χριστοπούλου), Αθήνα 1980, τ. Β΄.
Ch. G. Starr, Η γέννηση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1991.
Josiah Ober, Μάζες και ελιτ στη Δημοκρατική Αθήνα, μετ. Β. Γ. Σερέτη, εκδ. Πολύτροπον, Αθήνα 2004.
------------------------
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
 
 [1] Μιχαήλ Σακελλαρίου, «Η ακμή του Αρχαϊκού Ελληνισμού», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (εκδ. Γ. Χριστοπούλου), Αθήνα 1980, τ. Β΄, σελ. 204-220 και 230-236. και Α. Κουκουζέλη, «Πολιτική και θεωρία της πολιτικής», στο Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000, τ. Β, σελ. 73-88.
 [2] Ανδρέα Μήλιου, «Η έννοια του ελεύθερου πολίτη», στο: Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Αρχαία Ελλάδα Ι: από την Αρχαιότητα έως κα τα μεταβυζαντινά χρόνια, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000, τ. Α, σελ. 23-112.
 [3] Νίκου Μπιργάλια, «Ο αρχαίος δημόσιος βίος, πολιτική ζωή και τάξεις: δικαστική, στρατιωτική και θρησκευτική ζωή», στο: Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Αρχαία Ελλάδα Ι: από την Αρχαιότητα έως κα τα μεταβυζαντινά χρόνια, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000, τ. Α, σελ. 136 και 142.
 [4] Αντώνη Μαστραπά, «Η πόλη κράτος», στο: Ελληνική Ιστορία, Ο Αρχαίος Ελληνικός Κόσμος, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σελ. 87-106 και Ch. G. Starr, Η γέννηση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1991, σελ. 20 και Ανδρέα Μήλιου, ο.π. σελ. 42 -70.
 [5] πεντακοσιομέδιμνοι, τριακοσιομέδιμνοι ή ιππείς, διακοσιομέδιμνοι ή ζευγίται, θήτες με εισόδημα κάτω των διακοσίων μεδίμνων ετησίως
 [6] Σύμφωνα μ'; αυτό το μέτρο, ο δήμος εξέλεγε ένα αριθμό υποψήφιων αρχόντων από την τάξη των πεντακοσιομέδιμνων και στη συνέχεια γινόταν κλήρωση για την ανάδειξη ενός από αυτούς τους υποψηφίους
 [7] δηλ. τη διαδικασία προκαταρκτικής επεξεργασίας των σχεδίων ψηφισμάτων που θα υποβάλλονταν στην εκκλησία του δήμου
 [8] Μιχαήλ Σακελλαρίου, ο.π. σελ. 234. και Νίκου Μπιργάλια, ο.π. σελ. 135
 [9] Νίκου Μπιργάλια, ο.π., σελ.133-136, Ανδρέα Μήλιου, ο.π. σελ. 80-86, Μιχαήλ Σακελλαρίου, ο.π. σελ, 233-236, Αγησίλαου Ντόκα, Η Αθηναϊκή Δημοκρατία, εκδ. Ι.Δ. Κολλάρου & Σια Α.Ε, Α έκδοση, σελ. 12-22 και Ch. G. Starr, Η γέννηση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1991, σελ. 20-23.
 [10]Ο Κλεισθένης απέβλεπε στη διάσπαση των τοπικιστικών παρατάξεων και τον περιορισμό της δυνατότητας επηρεασμού των ασθενέστερων πολιτών από έναν αριστοκράτη αρχηγό η οποία παλαιότερα είχε οδηγήσει σε τυραννικά καθεστώτα. Συγκεκριμένα αμέσως μετά το Σόλωνα εμφανίζονται στην Αττική τρεις παρατάξεις (παράλιοι:ασχολούνταν με το εμπόριο, την αλιεία τη ναυσιπλοία κλπ, οι πεδιακοί: πλούσιοι γαιοκτήμονες ευγενικής ή μη καταγωγής, διάκριοι: αγρότες υποβαθμισμένων περιοχών ή οπλίτες που ζητούσαν αναδασμό της γής), οι οποίες πιθανόν εξέφραζαν τους ανταγωνισμούς τριών αριστοκρατών (Μεγακλή, Λυκούργου, Πεισίστρατου αντίστοιχα) και των οπαδών τους που κατάγονταν απ'; τις περιοχές αυτές, οι οποίοι είχαν ως κύριο στόχο την κατάληψη της εξουσίας και τη διατήρηση των μεταρρυθμίσεων του Σόλωνα ή την καταστρατήγησή τους. Γι' αυτό ο Κλεισθένης χώρισε τις τριττύες ανά δέκα: δέκα «περί το άστυ», δέκα «παράλιες» και δέκα «μεσόγειες», και ύστερα, με κλήρο, δόθηκαν σε κάθε φυλή πάλι τρεις τριττύες, αλλά μία από κάθε τομέα (άστυ, παραλία, μεσογαία).
 [11] Josiah Ober, Μάζες και ελιτ στη Δημοκρατική Αθήνα, μετ. Β. Γ. Σερέτη, εκδ. Πολύτροπον, Αθήνα 2004, σελ. 116.
 [12] Νίκου Μπιργάλια, ο.π, σελ.140-143, Ανδρέα Μήλιου, ο.π. σελ. 82-84, Μιχαήλ Σακελλαρίου, σελ, 265-270, Ch. G. Starr, ο.π., σελ. 28-34 και Αγησίλαου Ντόκα, ο.π., σελ. 22-25.
 [13] Αθηνάς Καλογεροπούλου, «Η Δημοκρατική Μεταρρύθμιση: Εφιάλτης -; Περικλής» στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (εκδ. Γ. Χριστοπούλου), Αθήνα 1980, τ. Γ1, σελ. 52-61, Αθηνάς Καλογεροπούλου, «Η Αθήνα του Περικλέους» στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (εκδ. Γ. Χριστοπούλου), Αθήνα 1980, τ. Γ1, σελ. 82-99, Νίκου Μπιργάλια, ο.π, σελ.146-148, Ανδρέα Μήλιου, ο.π. σελ. 82-84
 [14] Αθηνάς Καλογεροπούλου, «Η Δημοκρατική Μεταρρύθμιση: Εφιάλτης -; Περικλής» στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (εκδ. Γ. Χριστοπούλου), Αθήνα 1980, τ. Γ1, σελ. 52-61, Αθηνάς Καλογεροπούλου, «Η Αθήνα του Περικλέους» στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (εκδ. Γ. Χριστοπούλου), Αθήνα 1980, τ. Γ1, σελ. 82-99, Νίκου Μπιργάλια, ο.π. σελ.146-148, Ανδρέα Μήλιου, ο.π. σελ. 82-84.
 [15] Αθηνάς Καλογεροπούλου, «Η Αθήνα του Περικλέους» ο. π. σελ. 82-99, Νίκου Μπιργάλια, ο.π. σελ.151-164
 [16] δεχόταν πρώτη τους ξένους πρέσβεις και κατόπιν τους παρουσίαζε στην Εκκλησία) εξέταζε πρώτη τα προβλήματα που αναφύονταν με τους συμμάχους και ετοίμαζε προβούλευμα για την Εκκλησία
 [17] προσδιόριζε πριν δώσει προβούλευμα στην Εκκλησία, το ύψος του συμμαχικού φόρου και του φόρου των πόλεων που αποστάτησαν, φρόντιζε για την εξεύρεση πρόσθετων πόρων για τις πολεμικές επιχειρήσεις, ασκούσε τον έλεγχο των "αδυνάτων" (αναπήρων και ατόμων με ειδικές ανάγκες, θα λέγαμε σήμερα, τους οποίους επιδοτούσε για να ζήσουν
 [18] Αθηνάς Καλογεροπούλου, «Η Αθήνα του Περικλέους» ο. π. σελ. 82-99, Νίκου Μπιργάλια, ο.π. σελ.151-164
 [19] Αθηνάς Καλογεροπούλου, «Η Αθήνα του Περικλέους» ο. π. σελ. 82-99, Νίκου Μπιργάλια, ο.π. σελ.151-164
 [20] Αθηνάς Καλογεροπούλου, «Η Αθήνα του Περικλέους» ο. π. σελ. 82-99, Νίκου Μπιργάλια, ο.π. σελ.151-164
 [21] Μιχαήλ Σακελλαρίου, «Αθηναϊκή Δημοκρατία, Πολιτειακή Οργάνωση», στο: Ιστορία των Ελλήνων, τ. 3 (Κλασσικοί χρόνοι), επιμ. Νικ. Μπιργάλια εκδ. Δομή, σελ. 541.
 [22] Ch. G. Starr, Η γέννηση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1991, σελ.62, Νίκου Μπιργάλια, ο.π. σελ. 145, Αθηνάς Καλογεροπούλου, «Η Αθήνα του Περικλέους» ο. π. σελ. 101-102.

ΜΕΤΟΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΟΙ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΜΕΤΟΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΟΙΑ. Μέτοικοι
 
Οι μέτοικοι[1] ήσαν ξένοι μόνιμα εγκατεστημένοι σε μία κοινωνία. Στις κοινωνίες που ανακλώνται στα ομηρικά έπη ο μέτοικος ήταν συνήθως φυγάς. Οι επίσημοι φυγάδες απολάμβαναν την προστασία του βασιλέα ή ενός άλλου ισχυρού παράγοντα. Οι άλλοι ήσαν ουσιαστικά εκτός νόμου, αλλά ανεκτοί. Ήδη ο Σόλων συνειδητοποίησε τη σημασία που θα είχε για την αθηναϊκή οικονομία η αύξηση του ανθρώπινου παραγωγικού δυναμικού με μετοίκους.
 
Έτσι όρισε με ειδικό νόμο ότι θα ήταν δυνατή η πολιτογράφηση μετοίκων δύο κατηγοριών: εκείνων που είχαν εξορισθεί από την πατρίδα τους ισόβια και εκείνων που θα έρχονταν στην Αθήνα με ολόκληρη την οικογένειά τους και με σκοπό να ασκήσουν ένα επάγγελμα. Αρχαίοι σχολιαστές έκριναν ότι μέτοικοι αυτών των κατηγοριών παρείχαν αυτόματα την εγγύηση ότι θα παρέμεναν στην Αθήνα μόνιμα. Η οικονομική ανάπτυξη της Αθήνας μετά τους περσι­κούς πολέμους προσείλκυε διαρκώς μετοίκους, οι οποίοι έβρισκαν εργασία σ’ όλη την κλίμακα των βιοποριστικών ασχολιών, από κωπηλάτες ώς έμποροι ή τραπεζίτες. Οι Αθηναίοι, από την πλευρά τους, ανταποκρίνονταν θετικά στη συρροή μετοίκων, γιατί διαπίστωναν τη χρησιμότητά τους. Η ανταπόκρισή τους δεν έφθασε μέχρι παραχωρήσεως πολιτικών δικαιωμάτων, όπως είχε νομοθετήσει ο Σόλων. Η δημοκρατική Αθήνα έδωσε πολιτικά δικαιώματα σε μετοίκους κατ’ εξαίρεση και με το αιτιολογικό ανταμοιβής για προσφορά στην πόλη υπηρεσιών υψίστης σημασίας.[2] Με λιγότερη δυσκολία αποφάσιζε ο αθηναϊκός Δῆμος να εκφράσει την ευαρέσκειά του με παροχή ἰσοτελείας σ’ ένα μέτοικο, η οποία συνεπαγόταν την απαλλαγή του από πρόσθετα φορολογικά βάρη. Οι Αθηναίοι των κλασσικών χρόνων αφ’ ενός διαπίστωναν διαρκώς ότι η συρροή μετοίκων είχε μια δική της δυναμική και δεν χρειαζόταν να ενισχυθεί με το κίνητρο που είχε χρησιμοποιήσει ο Σόλων και αφ’ ετέρου διακατέχονταν από πνεύμα περιορισμού των πολιτών στα όρια των καθαρόαιμων Αθηναίων.

Το καθεστώς των μετοίκων στη δημοκρατική Αθήνα απαρτίζεται από πλείστα μη πολιτικά δικαιώματα και από υποχρεώσεις που φαίνονταν στους Αθηναίους ως ανταλλάγματα που μπορούσαν να ζητούν από τους μετοίκους έναντι της φιλοξενίας και της άδειας να εργάζονται στην Αθήνα.
 
Ο μετανάστης που θέλει να μείνει μόνιμα στην Αθήνα ως μέτοικος οφείλει να επιλέξει έναν Αθηναίο πολίτη που θα τον εκπροσωπεί ενώπιον των ρχῶν. Αυτός ο πολίτης, που λέγεται προστάτης, δηλώνει αμέσως στο δῆμο του ότι ανέλαβε αυτό το ρόλο για λογαριασμό του τάδε μετοίκου. Η καταχώριση αυτής της δηλώσεως σ’ ειδικό κατάλογο του δήμου θα αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο του γεγονότος ότι ένας Αθηναίος ανέλαβε το ρόλο προστάτη για τον συγκεκριμένο μέτοικο και αυτός θα την επικαλείται κάθε φορά που θα εμφανίζεται ενώπιον διοικητικής ή δικαστικής αρχής. Εάν σε μια τέτοια περίπτωση ή τυχαία διαπιστωθεί ότι ένας μέτοικος δεν έχει προστάτη, αυτός ο μέτοικος υπόκειται σε ποινική δίωξη (γραφήν ἀπροστασίου). Η υποχρέωση των μετοίκων να εκπροσωπούνται από προστάτη ενώπιον των αρχών χαλάρωσε.
 
Ήδη από την αρχή του 4ου αιώνα π.Χ. εμφανίζονται μέτοικοι αυτοπροσώπως ως διάδικοι.
Ο μέτοικος ήταν ελεύθερο άτομο. Κινδύνευε όμως να καταδικασθεί σε δουλεία, αν παρουσιαζόταν ως πολίτης, αν δεν είχε προσλάβει έναν προστάτη, αν δεν εκπλήρωνε τις φορολογικές υποχρεώσεις του. Οι νομιμόφρονες μέτ­οικοι προστατεύονταν ρητά από τον κίνδυνο να απελαθούν. Ο όρκος που έδινε κάθε Αθηναίος, όταν γινόταν μέλος του σώματος των ἡλιαστών, από το οποίο λαμβάνονταν με κλήρο τα μέλη των Δικαστηρίων, περιείχε και την υποχρέωσή του να μην καταδικάσει σ’ απέλαση κανένα μέτοικο αντίθετα με τους νόμους και τα ψηφίσματα του Δήμου.
 
Οι Αθηναίοι έδωσαν στους μετοίκους ακόμη και το δικαίωμα να προσφεύγουν στη δικαιοσύνη σε περίπτωση που υπέστησαν βλάβη από παράνομη ενέργεια κάποιας αρχής. Η προσφυγή μετοίκου κρινόταν από ηλιαστικό Δι­καστήριο όπως και ανάλογη προσφυγή πολίτη.
 
Οι υποθέσεις οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου που αφορούσαν μετοίκους φέρονταν ενώπιον του Πολεμάρχου, ο οποίος ενεργούσε ως ἡγεμών, όπως ο Άρχων για τις αντίστοιχες υποθέσεις που αφορούσαν πολίτες. Ένας μέτοικος ένοχος φόνου ή αναιρέσεως δικαζόταν από ηλια­στικό Δικαστήριο, ενώ ένας Αθηναίος δικαζόταν για φόνο από τον Ἄρειο Πάγο, για αναίρεση από ένα δικαστήριο Ἐφετῶν. Ο ένοχος φόνου ενός μετοίκου δικαζόταν από τους Ἐφέτες στο Παλλάδιον. Αυτές οι διαφορές φαίνονται να ανακλούν την αίσθηση των Αθηναίων ότι οι μέτοικοι δεν ανήκαν στην κοινότητά τους: οι οικογενειακές υποθέσεις των μετοίκων, σκέφθηκαν, έπρεπε να υπαχθούν στη δικαιοδοσία άρχοντος ενδεδειγμένου να ασχολείται με ξένους, και αυτός ήταν ο Πολέμαρχος. Στο κεφάλαιο των εμπορικών δικών όμως οι μέτοικοι δεν αντιμετωπίζονταν διαφορετικά από τους πολίτες. Τούτο, γιατί, αντίθετα με το οικογενειακό, το εμπορικό δίκαιο διαμορφώθηκε μετά την εγκατάσταση πλήθους μετοίκων στην Αττική και αφού οι Αθηναίοι είχαν αποκτήσει επίγνωση του ρόλου των μετοίκων στο εμπόριο και της σημασίας του εμπορίου για την εθνική οικονομία. Εκτός τούτου, το εμπόριο ήταν άσχετο με τη διάκριση ανάμεσα σ’ Αθηναίους και μη Αθηναίους.
 
Οι μέτοικοι αποκλείονταν από την ιδιοκτησία ακινήτων, αγροτικών και αστικών (ἔγκτησις γῆς και οἰκίας). Όλοι οι άλλοι παραγωγικοί κλάδοι ανοίγονταν μπροστά τους χωρίς περιορισμούς. Οι μέτοικοι μπορούσαν να εργάζονται ως μισθωτοί, ως αυτοαπασχολούμενοι, ως ιδιοκτήτες εργαστηρίων, ως τραπεζίτες και να πλουτούν ανεμπόδιστα. Οι πιο ονομαστοί τραπεζίτες στην Αθήνα του 4ου αιώνα π.Χ. ήσαν μέτοικοι.
 
Οι εύποροι μέτοικοι καλούνταν, όπως οι Αθηναίοι πολίτες, να αναλάβουν λειτουργίες και να πληρώσουν εἰσφορά. Επί πλέον όλοι οι μέτοικοι κατέβαλλαν ένα ειδικό τέλος, το μετοίκιον, 12 δραχμές οι άν­δρες και 6 δραχμές οι εργαζόμενες γυναίκες που ζούσαν μόνες. Όσοι μέτοικοι εμπορεύονταν στην αγορά πλήρωναν ένα επίσης ειδικό τέλος, το ξενικόν. Φυσικά, οι μέτοικοι δεν ελάμβαναν μισθούς, ούτε άλλες παροχές από το κράτος. Οι πλούσιοι μέτοικοι είχαν κοινωνική θέση όμοια με εκείνη των πλουσίων πολιτών· αλλά στα κλιμάκια των μετρίων εισοδημάτων οι μέτοικοι μειονεκτού­σαν σε σύγκριση με τους πολίτες, αφού από τη μία μεριά πλήρωναν το μετοίκιον και το ξενικόν, και από την άλλη μεριά δεν εισέπρατταν μισθούς και θεωρικά. Κέρδιζαν όμως πολύ περισσότερα από όσα θα μπορούσαν, αν είχαν μείνει στις φτωχές πατρίδες τους.
 
Οι μέτοικοι υπηρετούσαν στον αθηναϊκό στρατό. Κανονικά χρησιμοποιούνταν σε συνοριακές φρουρές και σ’ οχυρά μέσα στην Αττική. Αλλά το 424 π.Χ., σ’ ώρα υψίστης ανάγκης, όταν οι Αθηναίοι εκστράτευσαν με όλες τις δυνάμεις τους εναντίον των Βοιωτών, πήραν μαζί τους όχι μόνον τους στρατευσίμους μετοίκους, αλλά και ξένους που δεν είχαν το καθεστώς μετοίκων.
 
Οι μέτοικοι τελούσαν ελεύθερα τις θρησκευτικές τελετές των πατρίδων τους και συνάμα μπορούσαν να μετέχουν σ’ εορτές της πόλεως, ακόμη και στην πομπή των Παναθηναίων. Επί πλέον απολάμβαναν εξ ίσου με τους πολίτες το δικαίωμα να ζουν όπως θέλουν, το δικαίωμα να συνεταιρίζονται και το δικαίωμα να εκφράζουν τη γνώμη τους. Σχετικά με το τελευταίο δικαίωμα πρέπει να σημειωθεί η έκταση που προσέλαβε επί δημοκρατίας η πνευματική δραστηριότητα αλλοδαπών διανοουμένων στην Αθήνα και η επίδρασή τους στην αθηναϊκή πνευματική ζωή, από τους σοφιστές.
 
Σε προηγμένες κοινωνίες της εποχής μας εμφανίζονται φαινόμενα αντιδράσεων προς την παρουσία ξένων μεταναστών αφ’ ότου ενοχληθεί ο εντόπιος πληθυσμός από την αύξηση του αριθμού τους και την επίταση του ανταγωνισμού τους στην αγορά εργασίας και τις αυτόνομες παραγωγικές δραστηριότητες. Στην Αθήνα ο αριθμός των μετοίκων και η συμμετοχή τους στην απόλαυση εισοδήματος από ημερομίσθια ή αυτοαπασχόληση ή επιχειρήσεις έφθασαν σε πολύ υψηλά ποσοστά. Το 431 π.Χ. στρατεύονταν ως οπλίτες 13.000 πολίτες και 3.000 μέτοικοι (βλ. σελ. 49), δηλαδή στη μεσαία οικονομική τάξη υπήρχαν 23 μέτοικοι για κάθε 100 πολίτες. Σ’ ανώτερο οικονομικό επίπεδο οι μέτοικοι μονοπωλούσαν τον ιδιωτικό τραπεζικό τομέα και μέτοι­κος ήταν ο Κέφαλος, ιδιοκτήτης ενός από τα μεγαλύτερα εργαστήρια (βλ. σελ. 30, 36-37). Παρά ταύτα δεν υπήρξαν εκδηλώσεις ξενηλασίας ή απλώς ξενοφοβίας. Αντίθετα, οι πολίτες εκτιμούσαν την οικονομική σημασία της παρουσίας μετοίκων στην πόλη τους. Ήδη περί το 430 π.Χ. ένας ολιγαρχικός κριτικός διατύπωνε τη γνώμη ότι η Αθήνα χρειαζόταν τους μετοίκους ως εργατική δύναμη στα πολλά εργαστήριά της και ως κωπηλάτες και έτσι ο ίδιος δικαιολογούσε το γεγονός ότι απολάμβαναν ελευθερία λόγου ίση με εκείνη των πολιτών (Ξενοφών «ρήτωρ», Ἀθηναίων Πολιτεία, I, 12). Κατά τον Συμμαχικό πόλεμο των ετών 357-355 π.Χ. πολλοί μέτοικοι έφυγαν από την Αθήνα. Τότε ο Ισοκράτης στο λόγο του Περί τῆς εἰρήνης εξέφρασε λύπη για τούτο το γεγονός και την ελπίδα ότι ανάμεσα στα άλλα αγαθά που θα έφερνε η λήξη αυτού του πολέμου θα ήταν η επιστροφή των μετοίκων. Και ο Ξενοφών, στο έργο του Πόροι, εξήρε την οικονομική σημασία των μετοίκων, επειδή πλήρωναν φόρους και δεν εισέπρατταν μισθούς, και πρότεινε μέτρα για να προελκυσθούν και πάλι μέτοικοι: να τους δοθεί δικαίωμα αποκτήσεως αστικών ακινήτων και να απαλλαγούν από στρατιωτικές υποχρεώσεις, οι οποίες τους ζημίωναν, ενώ δεν ανέβαζαν το ποιοτικό επίπεδο του αθηναϊκού στρατού.
 
Οι μέτοικοι δεν ενεργούσαν ως χωριστή κοινωνική ομάδα, επειδή οι δικαιακές μειονεξίες τους απέναντι στους πολίτες δεν ήσαν ζωτικής σημασίας γι’ αυτούς και επειδή κάθε μέτοικος φιλοδοξούσε, για λογαριασμό του, να γίνει μια μέρα πολίτης. Οι μέτοικοι είχαν κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένοι από το δημοκρατικό πολίτευμα. Ωστόσο, με το να μην είναι πολίτες, δεν συνέβαλλαν πολιτικά στη στήριξή του.
 
  Β. Απελεύθεροι
 Οι απελεύθεροι ήσαν τέως δούλοι, είτε δημόσιοι είτε ιδιωτικοί. Δημόσιοι δούλοι απελευθερώθηκαν σπάνια, με απόφαση του Δήμου. Η απελευθέρωση ιδιωτικού δούλου ήταν καθαρά ιδιωτική υπόθεση. Πήγαζε από τη βούληση του δουλοκτήτη και αφορούσε ένα κτήμα του. Το κράτος δεν μετείχε στη σχετική πράξη. Απλώς την αντιμετώπιζε όπως κάθε ιδιωτική συμφωνία.
 
Από τη στιγμή που ένας δούλος απελευθερωνόταν, για το κράτος ήταν ένας μέτοικος. Απέναντι στο κράτος είχε υποχρεώσεις και δικαιώματα μετοίκου. Ενώ όμως το κράτος προστάτευε την ελευθερία των μετοίκων που έφθαναν στην Αττική ελεύθεροι, δεν έκανε το ίδιο για την ελευθερία ενός απελευθέρου, αν ο τέως κύριος του ζητούσε δικαστικά την ακύρωση της συμφωνίας λόγω παραβάσεως κάποιου όρου της από τον απελεύθερο. Συνηθισμένοι όροι των απελευθερωτικών πράξεων υποχρέωναν τον απελεύθερο να αποζημιώσει τον τέως κύριο του με χρηματικά ποσά και παροχές υπηρεσιών και, ως μέτοικος πλέον, να τον έχει ως προστάτη. Ο απελεύθερος που παραβίαζε τις υποχρεώσεις του διωκόταν (δίκη ἀποστασίου). Τα υπάρχοντα απελευθέρου που πέθαινε άτεκνος κληρονομούνταν όχι από συγγενείς, αλλά από τον τέως κύριο του.
 
Δεν έχουμε μαρτυρίες για διακρίσεις ή προκαταλήψεις εις βάρος απελευθέρων λόγω του γεγονότος ότι ήσαν τέως δούλοι. Αντίθετα, έχουμε πληροφορίες για πέντε απελεύθερους που έγιναν ιδιοκτήτες τραπεζών και άλλων επιχειρήσεων. Δύο από αυτούς, ο Πασίων και ο Φορμίων, είχαν θεαματική σταδιοδρομία και ανήκουν στα σπάνια δείγματα μετοίκων που τους δόθηκαν πολιτικά δικαιώματα
-------------------
[1] Βλ. Επιλογή Βιβλιογραφίας 3.1.3.
[2] Απόφαση ομαδικής πολιτογραφήσεως μετοίκων μετά την ήττα των Αθηναίων από τον Φίλιππο στη Χαιρώνεια, το 338 π.Χ., δεν εκτελέσθηκε (βλ. σελ. 125).
 

ΜΕΤΟΙΚΟΙ 

  α. Ταυτότητα, υποχρεώσεις, οικονομική κατάσταση, θέση στην αθηναϊκή κοινωνία:
 
 Οι ελεύθεροι κάτοικοι των Αθηνών, που δεν ανήκαν στο σώμα των Αθηναίων αστών, αλλά διέμεναν μόνιμα στην πόλη, αποτελούσαν την κατηγορία των μετοίκων. H πλειοψηφία των μετοίκων απαρτιζόταν από ξένους, οι οποίοι, εκμεταλλευόμενοι την οικονομική άνθηση της Aθήναs, έρχονταν για να κερδίσουν χρήματα, κατά κανόνα ασχολούμενοι με εμπορικές δραστηριότητες. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι πηγές δεν αντιπαραθέτουν στους μετοίκους τους πολίτες, αλλά τους αστούς. Ένας μικρός μόνο αριθμός μετοίκων προερχόταν από πρώην δούλους, που μετά την απελευθέρωσή τους επέλεξαν να παραμείνουν στην Αθήνα.
 
Οι μέτοικοι δεν είχαν το δικαίωμα απόκτησης γης και οικίας, το οποίο η πόλη παρείχε μόνο σε ξένους, σε ανταπόδοση των ευεργεσιών τους. Επιπλέον, ήταν υποχρεωμένοι στην καταβολή ενός ετήσιου φόρου αξίας 12 δραχμών για τους άνδρες και 6 δραχμών για τις γυναίκες. Το λεγόμενο μετοίκιο δεν ήταν ιδιαίτερα επαχθής φόρος, καθώς αντιστοιχούσε στο ημερομίσθιο ενός εργάτη. Σε περίπτωση όμως μη καταβολής του μετοικίου, ο μέτοικος κινδύνευε να περιπέσει σε δουλεία. Τον ίδιο κίνδυνο αντιμετώπιζαν, τουλάχιστον έως τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ., οι μέτοικοι που δεν είχαν ορίσει προστάτη, δηλαδή έναν Αθηναίο πολίτη, ο οποίος πιστοποιούσε κατά κάποιον τρόπο την καταλληλότητα του ξένου να γίνει μόνιμος κάτοικος Αθηνών και του εξασφάλιζε το δικαίωμα της προσφυγής στο αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο προΐστατο ο πολέμαρχος. Οι πλουσιότεροι μέτοικοι -όπως και οι πλουσιότεροι Αθηναίοι πολίτες- ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν έναν επιπλέον φόρο, την εισφορά, όταν κρίσιμες περιστάσεις, όπως ο πόλεμος, το απαιτούσαν.
 
Οι μέτοικοι αποτελούσαν, σε ένα σημαντικό ποσοστό τους, ένα οικονομικά εύρωστο στρώμα της αθηναϊκής κοινωνίας, καθώς ήταν αυτοί που κατά κύριο λόγο αναλάμβαναν κάποιες ιδιαίτερα προσοδοφόρες χρηματιστικές δραστηριότητες, όπως το εμπόριο, τη βιοτεχνία και τις τραπεζικές επιχειρήσεις. Στο σύνολο, ωστόσο, των μετοίκων συναντάμε και κάποιους με αρκετά μικρότερη οικονομική επιφάνεια, όπως, για παράδειγμα, εργάτες στην οικοδόμηση δημόσιων κτιρίων (Ερέχθειο, 409/8 και 408/7 π.Χ., Ελευσίνα 329/8 π.Χ.), μάγειρους και κηπουρούς.
 
Λόγω των προαναφερθέντων δραστηριοτήτων τους, το σημαντικότερο πο­σοστό των μετοίκων διέμενε στους δήμους του άστεως και στους γειτονικούς δήμους. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα (επιγραφές από επιτύμβιες στήλες), δήμοι, όπως η Μελίτη, στα βορειοδυτικά των Αθηνών, και ο Πειραιάς είχαν τα υψηλότερα ποσοστά συγκέντρωσης μετοίκων κατά την κλασική περίοδο.
 
Αν και αποτελούσαν μια ιδιαίτερη -νομικά καθορισμένη- κοινωνική ομάδα, χωρίς το δικαίωμα της άμεσης συμμετοχής της στις πολιτικές διαδικασίες, οι μέτοικοι συμμετείχαν ενεργά στην κοινωνική ζωή της Αθήνας. Ανέπτυσσαν φιλικές σχέσεις με Αθηναίους πολίτες, οργάνωναν συμπόσια, συμμετείχαν στις γιορτές της πόλης, αλλά και συνέβαλλαν οι ίδιοι στην ίδρυση βωμών ή ακόμα και στην ανέγερση κτηριακών εγκαταστάσεων, όπως συνέβη στον Πειραιά. H συχνότητα τιμητικών ψηφισμάτων για μετοίκους από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. είναι ενδεικτική για την αύξηση των χορηγιών από μέρους τους και για την αναγνώριση της προσφοράς τους από την πόλη».
 
β. Μέτοικοι και πολιτικά δικαιώματα:
 
«Οι Αθηναίοι ήσαν φειδωλοί στην πολιτογράφηση αλλοδαπών και καχύποπτοι απέναντι στο ενδεχόμενο να παρεισφρήσουν ανάμεσά τους άτομα που δεν ήσαν πολίτες. Τέτοια άτομα έτειναν να εμφανισθούν ως πολίτες με παράνομες μεθοδεύσεις, επειδή αυτή η ιδιότητα συνεπέφερε ζηλευτά πολιτικά δικαιώματα, οικονομικά οφέλη από μισθούς και από κοινωνικά μέτρα καθώς και ηθικά πλεονεκτήματα. Οι νόμιμοι Αθηναίοι πολίτες αντιδρούσαν και για λόγους αρχής και επειδή δυσφορούσαν με την ιδέα ότι παράνομοι πολίτες, οι λεγόμενοι παρέγγραπτοι, θα επηρέαζαν με τη ψήφο τους αποφάσεις του Δήμου, θα επιβάρυναν τα οικονομικά του κράτους και θα γίνονταν άρχοντες…».
 
«…Οι μέτοικοι που γίνονταν πολίτες, με ειδική για το άτομό τους απόφαση του Δήμου, εγγράφονταν σ’ ένα δήμο και μία φρατρία και αποκτούσαν όλα τα δικαιώματα των εκ καταγωγής πολιτών πλην της ασκήσεως δημοσίων αξιωμάτων».
 
 γ. Μέτοικοι: δικαιώματα και υποχρεώσεις:
 
 «Εκτός από το δικαίωμα της προσαγωγής στα δικαστήρια, οι μέτοικοι είχαν λίγα δικαιώματα και πολλές υποχρεώσεις. Δεν είχαν κανένα πολιτικό δικαίωμα, δεν είχαν δικαίωμα σε κανενός είδους οικονομική παροχή που απολάμβαναν οι πολίτες. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, δεν μπορούσαν να κατέχουν ούτε γη, ούτε σπίτι στην Αττική (εκτός από την περίπτωση του ιδιαίτερου προνομίου της ένκτησης), ούτε (εκτός από την περίπτωση ειδικής άδειας) τους επιτρεπόταν η εξόρυξη μετάλλου στα μεταλλεία αργύρου. Ο γάμος ανάμεσα σε έναν/μία μέτοικο και έναν/μία Αθηναίο/α δεν είχε καμία υπόσταση, ενώ η συγκατοίκηση ενός μετοίκου με μια Αθηναία αντιμετωπιζόταν πιο αυστηρά απ’ ό, τι αυτή ενός Αθηναίου με μία μέτοικο. Αντίστοιχα, η τιμωρία για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως ήταν λιγότερο αυστηρή αν το θύμα ήταν μέτοικος. Οι μέτοικοι ήταν δυνατόν να μαρτυρήσουν με βασανιστήρια. Υποχρεώνονταν, επίσης, σε στρατιωτική θητεία και σε φόρους».
 
 δ. Μέτοικοι: λειτουργίες και στρατιωτικές υποχρεώσεις:
 
 «Ο αποκλεισμός (ενν. των μετοίκων από κάποιες λειτουργίες) γίνεται απόλυτος, όταν πρόκειται για λειτουργίες στρατιωτικού χαρακτήρα, εφόσον η στρατιωτική υπηρεσία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων από τις απαρχές της ύπαρξης της πόλης-κράτους (ενν. της Αθήνας). Αλλά και η συμμετοχή των μετοίκων στην άμυνα της πόλης παραμένει εντελώς δευτερεύουσα: αποκλεισμένοι από τον θεσμό της εφηβείας, στη διάρκεια του οποίου λάμβανε χώρα η στρατιωτική εκπαίδευση, αλλά και από το ιππικό, χρησιμοποιούνται κάποιες φορές στο βαρύ πεζικό, τουλάχιστον, κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, ενώ, κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα, χρησιμοποιούνται πιο συχνά στα ελαφρά σώματα, χωριστά (ενν. από τους πολίτες), και κυρίως στη θάλασσα, καθώς, λόγω της συχνής συμμετοχής τους στο ναυτικό εμπόριο, έχουν συχνά εξαιρετικές ικανότητες στη ναυσιπλοΐα. Μάχονται, λοιπόν, συνήθως, πλάι-πλάι με τους πιο φτωχούς πολίτες ή μαζί με τους επικουρικούς, απ’ όπου προέκυψε και το συχνά απονεμημένο προνόμιο κατά τον 4ο αιώνα να μάχονται «μαζί» με τους Αθηναίους, πράγμα που σημαίνει την ενσωμάτωσή τους στην οπλιτική φάλαγγα και την επιστράτευσή τους μαζί με τους πολίτες, και όχι μαζί με τους μισθοφόρους».
 
ε. Ομαδικές πολιτογραφήσεις ξένων – μετοίκων:
 
Ι. Η Αθηναϊκή δημοκρατία
 
 «Η χορήγηση πολιτικών δικαιωμάτων σε αλλοδαπούς αποφασιζόταν από τον ίδιο το Δήμο. Έτσι έγιναν και οι δύο ομαδικές πολιτογραφήσεις, των Πλαταιέων, το 427, και των Σαμίων, το 405 π.Χ., και οι ατομικές πολιτογραφήσεις ελάχιστων μετοίκων. Οι Αθηναίοι έδωσαν στους Πλαταιείς που κατέφυγαν στην Αθήνα μετά την κατάληψη της πόλεώς τους από τους Θηβαίους περιορισμένα πολιτικά δικαιώματα, εξαιρώντας από αυτά την ανάδειξη σε αξιώματα και ιερωσύνες. Προηγουμένως, ελέγχθηκαν από ηλιαστικά Δικαστήρια οι Πλαταιείς ατομικώς για να διαπιστωθεί αν όντως είχαν πολιτικά δικαιώματα στην πατρίδα τους. Η πολιτογράφηση των Σαμίων υπήρξε συμβολική, αφού αυτοί όχι μόνο δεν μετακινήθηκαν στην Αθήνα, αλλά και διατηρήθηκαν ως χωριστή κρατική οντότητα, με δικούς της νόμους και δικές της αρχές».
 
 «Οι Αθηναίοι προχωρούσαν και σε ομαδικές πολιτογραφήσεις σκοπιμότητας. Παραχώρησαν πολιτικά δικαιώματα στους Βυζάντιους που παρέδωσαν την πόλη τους στον Αλκιβιάδη, καθώς και στους ξένους, τους μετοίκους και τους δούλους που, όπως σημειώθηκε, ανταποκρίθηκαν στο γενικό προσκλητήριο τις παραμονές της ναυμαχίας στις Αργινούσες. Στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών του 5ου αιώνα πολιτογράφησαν ολόκληρους πληθυσμούς. Το 427 τους Πλαταιείς. Το 405 τους Σαμίους. Το τελευταίο μισό του 4ου αιώνα (και πάντως πριν το 330 που απαγγέλθηκε ο Κατ’ Αθηνογένους λόγος του Υπερείδη) πολιτογράφησαν όσους Τροιζήνιους είχαν διωχθεί από την πόλη τους».
 
 στ. Γιατί οι Αθηναίοι δεν αποφάσιζαν συχνά πολιτογραφήσεις μετοίκων τον 5ο αιώνα π.Χ.:
 
 «Αφ’ ότου η ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη άρχισε να συνοδεύεται από οικονομικά οφέλη, όπως η παροχή μισθού στους άρχοντες, στους βουλευτές και στους δικάζοντες ηλιαστές, η γεωργική αποκατάσταση ακτημόνων σ’ εδάφη αποσπώμενα από την κυριαρχία ηττημένων πόλεων, η παροχή συντάξεως σε θύματα πολέμου και σ’ αναπήρους και η ευκαιριακή διανομή δημητριακών σε πένητες, δημιουργήθηκε μεταξύ των Αθηναίων ισχυρότατη τάση προς περιορισμό του αριθμού των πολιτών. Αυτή η τάση εκδηλώθηκε όχι μόνον εναντίον των μετοίκων που ήθελαν να γίνουν πολίτες, αλλά και εναντίον μιας κατηγορίας πολιτών, των μητρόξενων, δηλαδή των γιων Αθηναίων πατέρων και νομίμων συζύγων τους ξένης καταγωγής. Οι μητρόξενοι εξομοιώθηκαν με νόθους το έτος 451 π.Χ. με ψήφισμα που ίσχυσε αναδρομικά και δεν καταργήθηκε ποτέ. Γα τους μετοίκους δεν χρειάστηκε νομοθετική ρύθμιση ούτε τότε, ούτε αργότερα, αφού αρκούσε το γεγονός ότι ο Δήμος δεν πολιτογραφούσε μετοίκους παρά για λόγους εξαιρετικών υπηρεσιών προς την πόλη».
 
«Η οικονομική ανάπτυξη της Αθήνας μετά τους Περσικούς Πολέμους προσείλκυε διαρκώς μετοίκους, οι οποίοι έβρισκαν εργασία σ’ όλη την κλίμακα των βιοποριστικών ασχολιών, από κωπηλάτες ως έμποροι ή τραπεζίτες. Οι Αθηναίοι, από την πλευρά τους, ανταποκρίνονταν θετικά στη συρροή μετοίκων, γιατί διαπίστωναν τη χρησιμότητά τους. Η ανταπόκρισή τους δεν έφθασε μέχρι παραχωρήσεως πολιτικών δικαιωμάτων, όπως είχε νομοθετήσει ο Σόλων. Η δημοκρατική Αθήνα έδωσε πολιτικά δικαιώματα σε μετοίκους κατ’ εξαίρεση και με το αιτιολογικό ανταμοιβής για προσφορά στην πόλη υπηρεσιών υψίστης σημασίας. Με λιγότερη δυσκολία αποφάσιζε ο αθηναϊκός δήμος να εκφράσει την ευαρέσκειά του με παροχή ισοτελείας σ’ ένα μέτοικο, η οποία συνεπαγόταν την απαλλαγή του από πρόσθετα φορολογικά βάρη. Οι Αθηναίοι των κλασικών χρόνων αφ’ ενός διαπίστωναν διαρκώς ότι η συρροή μετοίκων είχε μια δική της δυναμική και δεν χρειαζόταν να ενισχυθεί με το κίνητρο που είχε χρησιμοποιήσει ο Σόλων και αφ’ ετέρου διακατέχονταν από πνεύμα περιορισμού των πολιτών στα όρια των καθαρόαιμων Αθηναίων».
 
  Οι μέτοικοι που συνέβαλαν στην αποκατάσταση της δημοκρατίας το 403 π.Χ.:
 
 «Εν τω μεταξύ οι δημοκρατικοί που κατείχαν τον Πειραιά ενισχύονταν με νέες προσχωρήσεις, πολιτών και μη, αφού μάλιστα είχαν αποφασίσει να δοθούν, μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, πολιτικά δικαιώματα στους μετοίκους και σ’ άλλους ξένους που θα συνέβαλλαν σε τούτο το έργο».
 
«Ενώ οι δημοκρατικοί και οι μετριοπαθείς ολιγαρχικοί (ενν. μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 403 π.Χ.) συμφωνούσαν ως προς τη συμπεριφορά που έπρεπε να ακολουθήσουν απέναντι στους κοινούς διώκτες τους κατά το παρελθόν και συνεργάζονταν για την αποκατάσταση ομαλού πολιτικού βίου, ανταγωνίζονταν προκειμένου να ενισχύσουν το πολιτικό βάρος τους και διχάζονταν ως προς τον προσανατολισμό του πολιτεύματος. Οι ολιγαρχικοί παρακώλυσαν την αναχώρηση πολλών άκρων ολιγαρχικών από την Αθήνα, με τη σκέψη ότι στο μέλλον αυτοί θα ψήφιζαν τις προτάσεις των μετριοπαθών ολιγαρχικών και θα καταψήφιζαν μαζί με αυτούς τα δημοκρατικά νομοσχέδια. Ολιγαρχικός πολιτικός πρότεινε να αποκλεισθούν όσοι δεν κατείχαν γη. Αν γινόταν τούτο, θα έπαυαν να είναι ενεργοί πολίτες πολλοί Αθηναίοι, μεταξύ των οποίων αρκετοί εύποροι ιδιοκτήτες εργαστηρίων, έμποροι, εργολάβοι. Αυτή η πρόταση αποκρούστηκε. Από την πλευρά τους οι δημοκρατικοί επιδίωξαν να χορηγηθούν πολιτικά δικαιώματα σ’ όλους τους μη Αθηναίους -μετοίκους, άλλους ξένους, ίσως και δούλους- που είχαν συμπολεμήσει μαζί με τους αντιτυραννικούς. Έπειτα από αντιδράσεις, τελικά εγκρίθηκε ένα ψήφισμα που περιόρισε το ευεργέτημα της πολιτογραφήσεως στους μετοίκους».
 
ΙΙ. Ελλήνων θέσμια. Πολιτειακές δομές και πολιτειακές λειτουργίες στην αρχαία Ελλάδα
 
 «Οι προτάσεις μαζικών πολιτογραφήσεων ωστόσο, ακόμη και όταν εξυπηρετούσαν λόγους εθνικού συμφέροντος, προκαλούσαν πολλές και έντονες αντιδράσεις με αποτέλεσμα να μην ευδοκιμούν πάντα. Το 403 ο Θρασύβουλος του Λύκου πρότεινε την απονομή πολιτικών δικαιωμάτων στους μέτοικους και τους απελεύθερους (και την απόδοση της ελευθερίας στους δούλους) που τον ακολούθησαν στη Φυλή και στον Πειραιά και τον βοήθησαν να ανατρέψει τους ολιγαρχικούς. Η πρότασή του ψηφίστηκε από την εκκλησία και άρχισε να εφαρμόζεται. Οι πιο συντηρητικοί όμως που συμφωνούσαν να τιμηθούν, όχι όμως και να πολιτογραφηθούν, όσοι συνέβαλαν στην αποκατάσταση της δημοκρατίας, αντέδρασαν. Ο Αρχίνος προσέβαλε το ψήφισμα ως απροβούλευτο και, επομένως, παράνομο και κατάφερε να το ακυρώσει. Ο Θρασύβουλος επανήλθε αργότερα και πέτυχε τη μερική υλοποίηση της πρότασής του».
 
  ΙΙΙ. Η περίπτωση του Λυσία:
 
 «Μέτοικοι όπως ο Λυσίας συναναστρέφονταν την αθηναϊκή αριστοκρατία. Ο Κέφαλος, ο πατέρας του, σικελικής καταγωγής, ήταν φίλος του Περικλή και τα παιδιά του, όπως μας πληροφορούν οι πλατωνικοί διάλογοι, σύχναζαν στους σοφιστικούς κύκλους. Παρ’ όλ’ αυτά, η κατηγορία από τη μεριά των Τριάκοντα, σύμφωνα με την οποία, η πλειοψηφία των μετοίκων ήταν εχθρική προς το πολίτευμά τους, σίγουρα, δεν ήταν χωρίς έρεισμα. Σε στιγμές κρίσης, μέτοικοι, πλούσιοι ή φτωχοί, βρίσκονταν αντιμέτωποι με την υπεροψία των ολιγαρχικών. Ο Λυσίας ήταν μαζί με τους δημοκρατικούς του Θρασύβουλου, όπως οι οικοδόμοι, οι αρτοποιοί, οι κηπουροί, οι βαφείς, που ο δήμος αποζημίωσε μετά την κρίση.
 
Ακόμα και σε περίοδο δημοκρατίας, η εξομοίωση των μετοίκων με τους πολίτες, η ενσωμάτωσή τους στο πολιτικό σώμα, έβρισκε πολύ ισχυρή αντίσταση. Ο Λυσίας, αν και είχε μεγάλη φήμη ως ρήτορας και συγγραφέας (για την οποία ο Πλάτωνας στο Φαίδρο, καταθέτει λαμπρή μαρτυρία), δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τα εμπόδια. Παρά τις προτάσεις του Θρασύβουλου, που προσβλήθηκαν ως παράνομες κατά τη διαδικασία, δεν έγινε ποτέ πολίτης της Αθήνας. Δεν απόλαυσε παρά μόνον το προνόμιο της ισοτέλειας (ίσοι φόροι με τους Αθηναίους πολίτες), δηλαδή, την απαλλαγή από το μετοίκιο.
 
Χωρίς να παραθέσει το όνομα του Λυσία, ο Αριστοτέλης εγκρίνει την αυστηρή πολιτική του Αρχίνου, όταν αυτός προσέβαλε το ψήφισμα του Θρασύβουλου: Και εις τούτο φαίνεται ότι επολιτεύθη εξαίρετα ο Αρχίνος και κατόπιν όταν κατήγγειλε επί παρανομία τον Θρασύβουλον, διά την πρότασίν του, με την οποία εκείνος παρείχε πολιτικά δικαιώματα εις όλους τους επιστρέψαντας μαζί του από τον Πειραιά, εκ των οποίων μερικοί ήσαν πασίγνωστοι ως δούλοι….»1. Στα μάτια των Αθηναίων του τέλους του 5ου αιώνα, την άποψη των οποίων ο Αριστοτέλης απηχεί, η μεγάλη μάζα των μετοίκων παραμένει ύποπτη και περιφρονημένη: μπορεί να είναι κανείς σίγουρος ότι πρόκειται για πραγματικά ελεύθερους; Η παραπάνω υποψία, είτε είναι βάσιμη, είτε όχι, είναι δηλωτική της διαχωριστικής γραμμής που υπήρχε ανάμεσα σε ελεύθερους και δούλους, καθώς και ανάμεσα στους πολίτες και στους μη πολίτες».
----------------------
  1. Αριστοτέλους, Αθηναίων Πολιτεία

Είμαστε αυτό που μας βγάζει το απέναντί μας

Ναι, είπαμε, να είσαι ο εαυτός σου. Αλλά. Είναι και το τι εαυτό, μαγικά και αβίαστα, σου βγάζει ο κάθε ένας άνθρωπος ξεχωριστά.

Είναι απίστευτο το πώς αλλάζει, πώς διαφοροποιείται ο εαυτός μας, πώς παίρνει άλλη μορφή, άλλο αέρα, άλλη ιδιότητα (κι ας μην το συνειδητοποιούμε εκείνη τη στιγμή) κάθε φορά που βρίσκεται πλάι μας, απέναντί μας, εντός, εκτός και επί τα αυτά μας, ο κάθε ένας άλλος άνθρωπος που «έπρεπε» να συναντηθεί με τον εαυτό μας.

Δεν σας έτυχε φορές-φορές να βιώσετε έναν απρόσμενα όμορφο εαυτό, όντας δίπλα από κάποιο άτομο; Και να πείτε το all-time-classic: “it feels like home”; Υπέρτατο συναίσθημα. Σας έτυχε να νιώθετε πως «αυτός ο άνθρωπος, μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι»; Και πως ο άλλος, μου προκαλεί τέτοια νύστα, που από το πολύ χασμουρητό κοντεύει να μετακινηθεί η άνω γνάθος;

Σας έτυχε. Σίγουρα σας έτυχε.
Υπάρχουν κι αυτοί, που σου ξυπνούν κάτι ένστικτα, από κείνα που ήταν πολύ καλά κλειδωμένα μέσα σου. Αυτοί, που σου γεννούν κάτι συναισθήματα, που ούτε εσύ ο ίδιος καλά-καλά δεν ήξερες ότι υπήρχαν.

Άλλοι πάλι, σε κάνουν να παλαβώνεις από ασφάλεια και θαυμασμό, να περνάς κάθε φορά και καλύτερα, και να λες, «τώρα κατανοώ τι εννοούν στα αεροπλάνα με το «προσδεθείτε, ξαπλώστε πίσω στο κάθισμα και απολαύστε»! Αλλά ακόμη και μόνοι μας όταν είμαστε, πάντοτε θα στέκεται απέναντι μας το γύρω μας. Κι αυτό το γύρω μας, ερέθισμα και πρόκληση είναι για τον εαυτό μας. Η φύση, η ύλη, όλα αυτά που έφτιαξαν η ανώτερη και η εγκόσμια δύναμη.

Η θάλασσα, η καταιγίδα, ο πρωινός ήλιος, το σούρουπο, το φεγγάρι της νύκτας. Πανταχού παρόντες, σε μια προσπάθεια να κάνουν κάθε εαυτό ομορφότερο. Εμένα πάντως, όταν ο εαυτός μου βρεθεί αντιμέτωπος με εκείνο το απογευματινό ηλιοβασίλεμα, είναι στα καλύτερά του! Να είσαι ο εαυτός σου λοιπόν. Ή μάλλον καλύτερα, να είσαι ο καλύτερος εαυτός που σου βγάζει, το κάθε απέναντί σου.

Να το αφήσεις ή να προσπαθήσεις;

Αποτέλεσμα εικόνας για Να το αφήσεις ή να προσπαθήσεις;Πόσο δύσκολο είναι ένα δίλημμα; Και, πόσο ακόμα δυσκολότερο φαντάζει όταν νιώθετε ότι δεν μπορείτε να πάρετε εξ' ολοκλήρου εσείς την απόφαση, αλλά αυτή χρειάζεται να μοιραστεί με κάποιον άλλον; Είναι καλύτερα ή χειρότερα;

Ας τα πάρουμε από την αρχή. Αρχικά, λοιπόν, χρειάζεται να δείτε όλες τις πτυχές του προβλήματος που σας διχάζει. Να ξεκαθαρίσετε μέσα σας ποια είναι τα θετικά, ποια τα αρνητικά και τι θα αναμένετε εσείς τόσο από τον εαυτό σας όσο και από το αποτέλεσμα όταν πάρετε την απόφαση. Χρειάζεται, δηλαδή, να εστιάσετε στις πραγματικές σας ανάγκες και όχι σε αυτές που νομίζετε ότι έχετε τώρα, αλλά, στην ουσία, είναι παροδικές. Όταν δείτε τι πραγματικά θέλετε, τότε θα είστε πιο κοντά στο να δείτε αν σας καλύπτουν κάποια πράγματα που σας προσφέρονται.

Αφού συνειδητοποιήσετε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της παρούσας κατάστασης, καθώς και της κατάστασης που θα προκληθεί με την απόφασή σας, μετά προχωράτε στο επόμενο βήμα. Κάντε στον εαυτό σας την εξής ερώτηση, 'θα είμαι ευτυχισμένη-ος με την απόφαση που θα πάρω;'. Μην βιαστείτε να απαντήσετε. Το σημαντικό είναι να πάρετε τον χρόνο σας για να είστε σίγουροι για αυτό που θα επιλέξετε. Ο χρόνος πάντα βοηθάει, εκτός, βέβαια, αν η απόφαση χρειάζεται να παρθεί άμεσα. Όπως και να 'χει, όμως, προσπαθήστε τον χρόνο που έχετε στη διάθεσή σας να τον εκμεταλλευτείτε προς όφελος σας για να σκεφτείτε. Να σκέφτεστε σοφά και λογικά, να μην το παρακάνετε με την σκέψη γιατί το αποτέλεσμα δεν θα σας ωφελήσει αλλά, μάλλον, θα σας κουράσει. Το κυριότερο είναι να έχετε καθαρό μυαλό.

Σκεφτείτε τι είχατε και τι θα έχετε από εδώ και πέρα. Σας φτάνει; Και αν σας φτάνει, σας αξίζει; Από τη μεριά σας και σε ότι αφορά το μέρος που μπορείτε να το αποφασίσετε μόνοι σας, σκεφτείτε όλα τα παραπάνω. Και αν έχετε να κάνετε και άλλα που νομίζετε ότι θα σας βοηθήσουν, τότε κάντε το! Ακόμα και αν χρειαστεί να συμβουλευτείτε κάποιο ή κάποια άτομα, πάλι κάντε το! Κάντε ότι νομίζετε ότι θα σας βοηθήσει, προσπαθώντας όσο μπορείτε να είναι δική σας η απόφαση στο τέλος γιατί εσείς θα τη ζείτε.

Όσον αφορά το άτομο το οποίο χρειάζεται να λάβετε έντονα υπόψιν σας για να πάρετε την απόφαση, εκείνο δηλαδή που παίζει τον πιο ουσιαστικό ρόλο στην επιλογή που θα κάνετε, ελέγξτε τη συμπεριφορά και τις κινήσεις του. Είναι αρκετά αυτά που κάνει για να σας πείσουν; Μήπως χρειάζεστε να κάνει περισσότερα ή να σας βοηθήσει περισσότερο με κάποιον άλλο τρόπο; Υποδείξετε του τον τρόπο, αν γίνεται. Αν πάλι όχι, δώστε του να καταλάβει ότι περιμένετε περισσότερα. Είναι πολύ σημαντική η στάση του, καθώς αφορά την απόφαση που θα πάρετε.

Σκεφτείτε το όσες φορές χρειάζεστε, ρωτήστε ξανά τον εαυτό σας αν σας καλύπτει. Η επιλογή που θα κάνετε δεν θα είναι ούτε σωστή ούτε λάθος, θα είναι δική σας. Και οφείλετε να το καταλάβετε αυτό προτού δράσετε, γιατί αφού γίνει ότι γίνει δεν θα έχετε να κατηγορήσετε κανέναν άλλο παρά τον εαυτό σας. Χρειάζεται να είστε προετοιμασμένοι για όλα, είτε αυτό θα είναι επιτυχία ή αποτυχία.

Η βασανιστική πλήξη ενός πνευματικά αμβλυμμένου

Ιδιαίτερα η υγεία βαρύνει τόσο πιο πολύ σε σχέση με όλα τα εξωτερικά αγαθά, που πραγματικά ένας υγιής ζητιάνος είναι πιο ευτυχισμένος από έναν άρρωστο βασιλιά. Μια ήρεμη και χαρωπή ιδιοσυγκρασία που απορρέει από απόλυτη υγεία και ευτυχή εσωτερική οργάνωση, ένα καθαρό, ζωηρό, διεισδυτικό, με σωστή αντίληψη των πραγμάτων μυαλό, μια μετρημένη, ήπια βούληση και συνείδηση – αυτά είναι προτερήματα που κανένα αξίωμα και κανένας πλούτος δεν μπορεί ν’ αντικαταστήσει. Γιατί αυτό που είναι κανείς για τον εαυτό του, αυτό που τον συνοδεύει στη μοναξιά και που κανένας δεν μπορεί να του το δώσει ή να του το πάρει, είναι γι' αυτόν ουσιαστικότερο απ’ όλα όσα έχει ή επίσης, από το πώς μπορεί να είναι στα μάτια των άλλων.

Ένας άνθρωπος με πλούσιο πνεύμα σε πλήρη μοναξιά ψυχαγωγείται θαυμάσια με τις δικές του σκέψεις, ενατενίσεις και φαντασίες, ενώ η συνεχής εναλλαγή από παρέες, θεάματα, γιορταστικές εκδηλώσεις, εκδρομές δεν μπορεί να αποτρέψει τη βασανιστική πλήξη ενός πνευματικά αμβλυμμένου. Ένας καλός, μετριοπαθής, ήπιος χαρακτήρας μπορεί να είναι ευχαριστημένος υπό συνθήκες φτώχειας, ενώ ένας άπληστος, φθονερός και κακός δεν είναι ευχαριστημένος μέσα σε όλα τα πλούτη. Ακόμα, για κάποιον που έχει διαρκώς την απόλαυση μιας εξαιρετικής, πνευματικά σημαντικής ατομικότητας, οι περισσότερες των γενικά επιδιωκόμενων απολαύσεων είναι εντελώς περιττές, και μάλιστα μόνο ενοχλητικές και βαρετές.

Γι’ αυτό ο Οράτιος λέει:
Μάρμαρο, ελεφαντόδοντο, πολύτιμα κοσμήματα, τυρρηνικά αγάλματα και εικόνες,
ασημικά κι ενδύματα δαρμένα με πορφύρα από τη Γαιτουλία,
πολλοί στερούνται τέτοια και μερικοί για τέτοια δεν ρωτούν.
Epistulae 2, 2, 180-182

Και ο Σωκράτης, βλέποντας κάποια πολυτελή εμπορεύματα που ήταν απλωμένα για πούλημα, είπε: «Πόσα πράγματα λοιπόν υπάρχουν που δεν τα έχω ανάγκη!»

ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ, Το ασήμαντο αιώνια επαινούν