Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

5.6. Επιλεγόμενα στην Ελληνορωμαϊκή εποχή…

Έχουμε δίκιο να ονομάζουμε Ελληνορωμαϊκή μιαν εποχή όπου, από τη μια οι Ρωμαίοι ως κατακτητές των ελληνικών περιοχών και κυρίαρχοι του κόσμου επιδρούσαν έντονα στην πορεία του Ελληνισμού, από την άλλη ο Ελληνισμός, με την πνευματική του κληρονομιά, με τη γλώσσα του και με τους πολλούς του δασκάλους, μετείχε αποφασιστικά στις εξελίξεις του ρωμαϊκού πολιτισμού. Να το πούμε πιο τολμηρά: τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες ο Ελληνισμός και ο Ρωμαϊσμός συμπορεύονταν.

Πρόχειρη απόδειξη, αν χρειάζεται, για την αλληλεπίδραση και την κοινή πορεία των δύο λαών αποτελεί η παρατήρηση ότι στο συγχρονικό πίνακα η ελληνική πνευματική προκοπή παρουσιάζεται εντονότερη τον 2ο μ.Χ. αιώνα, τότε που την αυτοκρατορία κυβερνούσαν άξιοι αυτοκράτορες: ο Αδριανός, ο Τραϊανός, ο Αντωνίνος ο Ευσεβής και ο Μάρκος Αυρήλιος - οι περισσότεροι ελληνοθρεμμένοι και φιλέλληνες.

Στα θετικά της εποχής ανήκουν οπωσδήποτε η ρωμαϊκή ειρήνη, ο πολιτικά ενιαίος χώρος, που ευνοούσε τις μετακινήσεις και τις κάθε λογής ανταλλαγές, και η συνακόλουθη διασπορά των πολιτισμικών και άλλων δραστηριοτήτων. Όσο και αν αληθινά τα χρόνια εκείνα «όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στη Ρώμη», που φυσικό ήταν και να διεκδικεί σε όλα τη μερίδα του λιονταριού, τα μεγάλα ελληνικά πνευματικά και καλλιτεχνικά κέντρα (η Αθήνα, η Αλεξάνδρεια, η Ρόδος, η Αντιόχεια) διατήρησαν μεγάλο μέρος από τη δυναμική και την ακτινοβολία τους, και δεν ήταν λίγοι οι Ρωμαίοι που τα επισκέπτονταν για να σπουδάσουν.

Οι Ρωμαίοι, όπως και οι άλλοι λαοί της αυτοκρατορίας, ενδιαφέρονταν να γνωρίσουν, θαύμαζαν και τιμούσαν τα ελληνικά πνευματικά επιτεύγματα των περασμένων εποχών. Αντίστοιχα, μέσα στο γενικό κλίμα του κλασικισμού, οι Έλληνες, από τη μια επιδόθηκαν στη φιλολογική μελέτη, τον σχολιασμό και τη διδασκαλία της μεγάλης κληρονομιάς, από την άλλη, στη φιλοδοξία τους να επαναλάβουν, ουσιαστικά να μιμηθούν, το ένδοξο παρελθόν, ανάπτυξαν έντονες επιστροφικές ας τις πούμε τώρα τάσεις, με πρώτο και σπουδαιότερο τον γλωσσικό αττικισμό.

Επιστροφικό από πολλές απόψεις είναι το επικρατέστερο πνευματικό ρεύμα της εποχής, η δεύτερη σοφιστική: στα περασμένα παραπέμπει η αττική γλώσσα και η μουσική της εκφορά, στα περασμένα η χρήση των ρητορικών τρόπων, στα περασμένα οι αλλεπάλληλες αναφορές στον Όμηρο και τους άλλους καταξιωμένους συγγραφείς, στα περασμένα και η συχνή τοποθέτηση της υπόθεσης, π.χ. των πλαστών και ψευδεπίγραφων επιστολών, στο κλασικό περιβάλλον, ιδιαίτερα της Αθήνας, έτσι που ο γλωσσικός αττικισμός να συνοδεύεται από έναν αττικισμό στα πράγματα.

Παράλληλα επιστροφικά φαινόμενα έχουμε και στην ποίηση, όπου άλλοι ακολούθησαν τα ομηρικά και ησιόδεια επικά πρότυπα, άλλοι μιμήθηκαν τους τρόπους παλαιών αναγνωρισμένων λυρικών ποιητών, μερικοί θέλησαν και να τους υποκαταστήσουν κυκλοφορώντας έργα ψευδεπίγραφα, του Ανακρέοντα τάχα, του Φωκυλίδη, ή ακόμα και του μυθικού Ορφέα.

Από την άλλη μεριά, στο διδακτικό πεδίο οι φιλόλογοι φρόντισαν (με τα σχόλια, με τις γραμματικές και με τα λεξικά τους) να προσφέρουν άφθονα βοηθήματα τόσο στους πολλούς, Έλληνες και ξένους, που επιθυμούσαν να γνωρίσουν σε βάθος τα αριστουργήματα της ελληνικής γραμματείας, όσο και σε εκείνους που φιλοδοξούσαν να μιμηθούν τη γλώσσα, το ύφος και άλλα μορφολογικά τους στοιχεία.

Χαρακτηριστικά για την επιστημονική παραγωγή της εποχής είναι και τα πολλά συνθετικά έργα, οι συντάξεις όπως ονομάζονταν, όπου παρουσιάζονταν συγκεντρωμένα και καταταγμένα όλα τα δεδομένα ενός γνωστικού πεδίου όπως η αστρονομία, η φαρμακολογία κ.ά. Οι συγγραφείς τους άλλες φορές συνόψιζαν και παρουσίαζαν σε δική τους διατύπωση τη σχετική γνώση, άλλες φορές ανθολογούσαν, ταχτοποιούσαν και παρουσίαζαν αυτούσιες τις διαπιστώσεις και τις απόψεις των προκατόχων τους. Η ίδια πολυσυλλεκτική τάση εκδηλώνεται και σε μερικά ιδιότυπα έργα όπως οι Δειπνοσοφισταί του Αθηναίου, τα Στρατηγικά του Πολύαινου κ.ά.

Καινούριο λογοτεχνικό είδος που ακμάζει στην Ελληνορωμαϊκή εποχή είναι το μυθιστόρημα, αφηγηματικό είδος που απευθυνόταν, όπως είπαμε, σε ένα όλο και μεγαλύτερο αναγνωστικό κοινό, όπου πια πρέπει να περιλαμβάνονταν και οι γυναίκες (Α. Λέσκι). Πρόκειται βέβαια για το ίδιο κοινό που με τις προτιμήσεις του οδηγούσε τα χρόνια εκείνα πολλούς ιστορικούς να εκθέτουν τα γεγονότα ρητορικά και με συναισθηματικές προεκτάσεις.

Το κοινό των ελληνορωμαϊκών χρόνων παρουσιάζει και γενικότερο ενδιαφέρον. Το μεγάλο πλήθος, όπου ανακατεύονταν οι γλώσσες, τα έθνη, οι θρησκείες και τα πολιτισμικά τους συμφραζόμενα, από τη μια συμμετείχε με ενθουσιασμό στα βάρβαρα ρωμαϊκά θεάματα, από την άλλη συγκεντρωνόταν να ακούσει με προσήλωση τους ρήτορες της δεύτερης σοφιστικής να αγορεύουν στην παλιά και δυσνόητη, αλλά μελωδική, αττική γλώσσα. Οι επιδεικτικές και συμβουλευτικές ομιλίες τους σπάνια αναφέρονταν στην επικαιρότητα· τις περισσότερες φορές αφορούσαν γενικά θέματα ηθικής συμπεριφοράς και βιοσοφίας - θέματα φιλοσοφικά στην εκλαϊκευμένη μορφή τους.

Η εισβολή της ρητορικής στα πρακτικά φιλοσοφικά πεδία και οι γενικότερες τάσεις και συνθήκες της εποχής υπαγόρεψαν, όπως ήταν φυσικό, τις εξελίξεις στην καθαρή φιλοσοφία. Κεντρικό αντικείμενο της διδασκαλίας εξακολούθησε να είναι η βιωτική (Μάρκος Αυρήλιος 7.61), δηλαδή ο σωστός τρόπος ζωής· ωστόσο, σταδιακά τα φιλοσοφικά ενδιαφέροντα και οι προβληματισμοί μετακινήθηκαν από τα καθαυτό βιωτικά θέματα στα πεδία της μεταφυσικής, όπου απώτερος στόχος δεν ήταν τόσο η επίγεια ευδαιμονία, όσο η τελική σωτηρία της ψυχής. Αντίστοιχα, ο ορθολογισμός ως μέθοδος παραχωρούσε όλο και περισσότερο έδαφος στον μυστικισμό, και η φιλοσοφία στην τελευταία της νεοπλατωνική υπόσταση παρουσίαζε, ως εθνικό αντίβαρο στον χριστιανισμό, χαρακτηριστικά θρησκείας.

Η Αρχαία ελληνική γραμματολογία δε μελετά τη γένεση και την εξέλιξη του χριστιανισμού, ούτε τα πρώιμα κείμενα της χριστιανικής γραμματείας. Ωστόσο, ολοκληρώνοντας το κεφάλαιο της Ελληνορωμαϊκής εποχής, είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι αυτήν ακριβώς την περίοδο, στο τεράστιο χωνευτήρι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας δε συνυπάρχουν μόνο, αλλά και διαλέγονται, αλληλοεπηρεάζονται, συγκρούονται ή και συγκλίνουν, τα τρία βασικά κεφάλαια του νεότερου ευρωπαϊκού πολιτισμού: η ελληνική, η ρωμαϊκή και η ιουδαϊκή-χριστιανική πνευματική παράδοση.

Κρόκου βαφές και στοιχειωμένοι μύθοι: η τρυφερότητα κι η βία των χρωματισμών

Πότνια Θηρών και προσφορές κροκοσυλλέκτριας
(Ι) Απ’ τους μινωικούς στους ομηρικούς πέπλους.

Τον κρόκο τον σκεφτόμαστε συνήθως στη σχέση του με τις τελετουργίες της αιγαιακής προϊστορίας. Δεν έχουμε άδικο να γοητευόμαστε με το θέμα. Τονίζουν τη χάρη του οι εικαστικές αναπαραστάσεις της λατρευτικής τάσης που πρόσφατα εύστοχα την είπανε “μινωικό flower-power”. Από τα ανακτορικά ευρήματα μέχρι τα πολυάριθμα ζωγραφισμένα αγγεία ή τα πολύτιμα σφραγιστικά δαχτυλίδια, που απαντούν από την Κρήτη μέχρι τον μυκηναϊκό κόσμο, οι πιο ελκυστικοί συμβολισμοί της γυναικείας σεξουαλικότητας εμβαπτίζονται στον κρόκο. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τον εκστατικό γυναικείο χορό σε λειβάδι, στο χρυσό δαχτυλίδι απ’ τα Ισόπατα. Οι περίφημές τοιχογραφίες της μινωίζουσας Θήρας συμπληρώνουν την εικόνα. Πολλές σκηνές του εικονιστικού διακόσμου στην Ξεστή 3, όπου, απ’ ό,τι φαίνεται, επισφραγιζόταν η επιτυχία της εφηβικής μετάβασης στη βιολογική ωρίμανση, αποτύπωναν ιερές αφηγήσεις διανθισμένες με κρόκους είτε σε πρώτο πλάνο ή και στο βάθος.

Οι σκηνές της Θήρας είναι τόσο εύγλωττες ώστε προσανατολίζουν σε συμπεράσματα που φαίνονται ασφαλή. Οι κοπέλες μυούνταν από μεγαλύτερες σε περιπέτειες στις βουνοπλαγιές, όπου με ζήλο συνέλεγαν τα άνθη. Η εμπειρία ήταν γεμάτη βάσανα. Μια αναπαράσταση πομπής λατρευτριών, με φόντο ορεινό τοπίο κρόκων, περιλαμβάνει μορφή που κοντοστέκεται και σκύβει για να φροντίσει ένα πληγωμένο από τα βράχια πόδι. Την κοπιώδη διαδικασία αποζημίωνε η αφθονία της συλλογής που κατέληγε σε άμεση επαφή με τη θεότητα. Σε χαρακτηριστικό σκηνή τοιχογραφίας κροκοσυλλεκτριών, μια κοπέλα αδειάζει το καλάθι της μπροστά στην Πότνια Θηρών, Ιερή Μητέρα της άγριας φύσης, κοιτώντας την κατά πρόσωπο. Ανταμείβεται με τη ζεστή χαμογελαστή της ματιά. Στη συγκεκριμένη περίσταση, η κοπέλα είναι ντυμένη στα χρώματα του κρόκου. Δημιουργείται η εντύπωση ότι θυσίες κρόκου πρόσφεραν τα κορίτσια όταν πια τα σημάδια της μεστωμένης θηλυκότητας ήταν ορατά στο σώμα τους. Το μάτωμα της σάρκας τους, αναπόφευκτο μέρος της άσκησης στην ορειβασία, επιβραβευόταν από την έλευση των εμμήνων. Σαν σε γητειά συμπαθητικής μαγείας, προσφερόταν ως το συμβολικό τους ισοδύναμο. Ίσως λοιπόν ήταν αυτή η κατεξοχήν φάση που με αφειδία όφειλαν να αντιγυρίσουν στην Πότνια την ευεργεσία της, δίνοντας τόσους κρόκους όσο και το πολυπόθητο αίμα της γυναικείας πληρότητας. Ένα κωνικό ρυτό απ’ το Παλαίκαστρο της Κρήτης μπορεί να προορίζονταν γιια τέτοιες προσφορές. Διακοσμημείται με παράλληλες γιρλάντες κρόκων. Μόνο που τα άνθη έχουν εδώ ζωγραφιστεί αναποδογυρισμένα, με τα πέταλα και τα στίγματα ανάμεσά τους στραμμένα προς τα κάτω, σε ακριβή αποτύπωση όχι μόνο της φοράς, αλλά και της ουσίας της ενστάλαξης.

Από τα κοκκινωπά στίγματα του κρόκου ‒συλλεγμένου το φθινόπωρο με τη δροσιά του πρωινού και στη συνέχεια κοπιωδώς κατεργασμένου μέχρι το τελικό στάδιο της αποξήρανσης‒ κατασκευαζόταν η χρωστική ουσία. Υπολογίζεται ότι από 160.000 άνθη έβγαινε ένα κιλό αποξηραμμένου κρόκου, υλικού πολύτιμου για τις βιοτεχνίες παραγωγής εκλεκτών υφασμάτων, θεραπευτικών βοτάνων, αρωμάτων και θυμιαμάτων. Τα μικρογραφικά ομοιώματα από φαγεντιανή, με γραπτή διακόσμηση ανθέων, που είχαν αφιερωθεί στο Θησαυροφυλάκιο της Κνωσού, προσφέρουν μια σχηματική ιδέα για την πολυτέλεια των κροκοβαφών γυναικείων ενδυμάτων. Σε μεγαλύτερη και λεπτομερέστερη κλίμακα, την απολαμβάνουμε στην τοιχογραφία των λατρευτριών της Ξεστής 3 στη Θήρα. Η νέα που προπορεύεται της μορφής με το πληγωμένο πόδι περιβάλλεται από κροκοβαφή πέπλο διάφανο, αέρινο, διάστικτο με κεντήματα.

Η πιο διάσημη κροκόπεπλος του αρχαίου κόσμου είναι ίσως η ομηρική Ηώ, που μας φέρνει στις κρόκινες ανταύγειες των ιστορικών χρόνων. Κι όσο κι αν, από μεθοδολογική άποψη, δεν ενδείκνυται η διαπίστωση αναλογιών μεταξύ διακριτών χρονολογικών φάσεων και πολιτισμικών πλαισίων, δύσκολα μπορεί κανείς να αντισταθεί στον πειρασμό της παρατήρησης ότι, όπως στην πολυσυζητημένη περίπτωση της μινωικής θηλυκότητας, έτσι και στην πολυτραγουδισμένη ομηρική Αυγή, τα χρώματα του ενδύματος ήταν εκφραστικά του ερωτισμού της. Γιατί, με την εμμονική σταθερότητα των λογοτύπων που χαρακτηρίζουν την επική στιχουργία, αφήνει η Ηώ, κάθε ξημέρωμα, την κλίνη και το αγκάλιασμα του Τιθωνού για να φέρει την ομορφιά των κρόκινων πέπλων της στον κόσμο. Και ξεκινάει ραψωδίες ολόκληρες (πρώτοι στίχοι στην Ιλιάδα Θ και Τ, καθώς και στην Οδύσσεια ε).

(ΙΙ) Τα χρώματα της γοητείας στην αττική δραματουργία: Αριστοφάνης κι Ευριπίδης.

Το φαντασιακό της κλασσικής αρχαιότητας κράτησε το νήμα της ίδιας πάνω κάτω παράδοσης. Η αττική κωμωδία, είδος που σχολίαζε συνήθειες και αντιλήψεις της καθημερινής ζωής των Αθηναίων, εστίαζε συχνά στον κρόκο, και μάλιστα στα “κροκωτά” πολυτελή ενδύματα που ήταν βαμμένα στα χρώματά του. Στους Βατράχους, ο Αριστοφάνης στήνει μια καρικατούρα του Διονύσου, η θηλυπρέπεια του οποίου γίνεται έκδηλη στην ένδυση του με κροκωτό χιτώνα (46). Στις Θεσμοφοριάζουσες, ο κροκωτός ταιριάζει με τον γυναικείο κεφαλόδεσμο, το μυροδοχείο, τον στηθόδεσμο και το κάτοπτρο. Με τέτοια εξάρτυση παρουσιάζεται ο ποιητής Αγάθων στον Ευριπίδη και τον Κηδεστή, για να τους τραγουδήσει την ηδυπαθή του σύνθεση, τη γυναικίσια μελωδία του. Το αποτέλεσμα είναι να ανακαλούνται στο νου του κοινού του οι “πότνιαι Γεννετυλίδες”, αλλά και τα φιλιά που δένουνε γλώσσα με γλώσσα και προκαλούν ερωτικό γαργάλημα στον πισινό (130-3). Και όταν απορεί ο Κηδεστής που ο Αγάθωνας μοιάζει έτσι “γύννις” (στ. 136), εκείνος του απαντάει ότι ο ποιητής πρέπει ντύνεται με ρούχο που να ταιριάζει στην ιδέα του. Αν φτιάχνει δράματα γυναικεία, οφείλει να μετουσιώνει και στο σώμα του τους αντίστοιχους τρόπους (μετουσίαν δεῖ τῶν τρόπων τὸ σῶμ’ ἔχειν, στ. 152).

Να σταθούμε λίγο σ’ ετούτη την αριστοφανική αντίληψη του κρόκου ως σωματικής μετουσίωσης των γυναικείων τρόπων και δραμάτων. Στις Νεφέλες, η συνθήκη διευκρινίζεται περαιτέρω. Η φιλήδονη, αριστοκρατικής καταγωγής σύζυγος του Στρεψιάδη, την πρώτη νύχτα του γάμου τους, ευωδιάζει μύρο, κρόκο, γλωσσοπιπιλίσματα, έξοδα, απληστία, Κωλιάδα και Γενετυλλίδα Αφροδίτη (51-52). Στη Λυσιστράτη, όταν η ηρωίδα ξεσηκώνει τις φίλες της για να οργανωθούν και να απομακρύνουν τη σκέψη των αντρών τους απ’ τον πόλεμο, αραδιάζει μια σειρά από γυναικεία όπλα: τα “κροκωτίδια”, τα μύρα, τα γοβάκια, τα κοκκινάδια και τα διαφανή χιτώνια (47-48). Τα “κροκωτίδια” ‒το υποκοριστικό μάλλον παραπέμπει σε κοντή εσθήτα‒ συνιστούν στοιχείο των ων ουκ άνευ. “Τρέχω να βάψω κροκωτό” (στ. 51), είναι η πρώτη αντίδραση της Κλεονίκης. Η βεβαιότητα ότι τα κόλπα αυτά ήταν ακαταμάχητα στο να πλανεύουνε τους άντρες είχε ήδη δοκιμαστεί στις Εκκλησιάζουσες. Εκεί, ακόμη και μια ηλικιωμένη, στην αντιζηλία της με νεώτερες, μπορούσε να κομπάζει για επιτυχίες ερωτικές αρκεί να ήταν ντυμένη κροκωτό, να αλειφόταν με ψιμύθια και να σιγομουρμούριζε λάγνους ιωνικούς σκοπούς. Κι ο πρώτος περαστικός θα υπέκυπτε στη σαγήνη της (878-883). Ακόμη κι όταν παραλλάσσουν το ίδιο περίπου μοτίβο, τα αριστοφανικά στιγμιότυπα είναι απολαυστικά Τραβούν τα πράγματα στα άκρα του γκροτέσκου, αλλά τα ξεκαθαρίζουν. Τα θέλγητρα του κροκωτού κλιμάκωναν τους γυναικείους τρόπους. Τα είχε πρόχειρα στη γκαρνταρόμπα και στην πείρα της η εταίρα.

Στη Λυσιστράτη, ο κροκωτός επανέρχεται, αυτή τη φορά απευθείας σχετισμένος με τα γυναικεία δράματα, και συγκεκριμένα με δρώμενα ιερά, με ιεροπραξίες. Η Κορυφαία του Χορού Γραιών θυμάται σημαντικές τελετουργίες στις οποίες είχε στα νειάτα της συμμετάσχει. Στην ηλικία των επτά, λέει, φρόντιζε τον πέπλο της Αθηνάς στα Αρρηφόρια۰ στην ηλικία των δέκα, ζύμωνε για τη θεά την πίττα۰κι αργότερα, έχοντας κροκωτό, ήτανε αρκουδίτσα στα Βραυρώνια μέχρι, εν τέλει, να υπηρετήσει στις πομπές ως κανηφόρος, μια ολοκληρωμένη ωραία κοπέλα. “ἔχουσα τὸν κροκωτὸν ἄρκτος ἧ Βραυρωνίοις”, λέει ο σχετικός αριστοφανικός στίχος (645). Η φράση μπορεί να σημαίνει ότι το κορίτσι φορούσε κροκωτό ή κι ότι τον κρατούσε. Σε κάθε περίπτωση, παραμένει η πιο ρητή αναφορά του 5ου π.Χ. αιώνα στο έθιμο της αττικής αρκτείας, το οποίο, μεταγενέστερα, προσπάθησαν επιγραμματικά να ορίσουν λεξικογράφοι σαν τον Αρποκρατίωνα. Σύμφωνα με το δικό του λήμμα (ἀρκτεῦσαι), παρθένοι της Αττικής, μέχρι να φτάσουν σε ηλικία γάμου, υπηρετούσαν στον ναό της Αρτέμιδος στη Βραυρώνα σαν αρκουδίτσες, κι έτσι ανάλογα τις ονόμαζαν.

Η σύγχρονη έρευνα έχει διατυπώσει πολλές υποθέσεις πάνω στην αρκτεία, συχνά μάλιστα συνδέοντάς την με θραυσματικές αναπαραστάσεις της αττικής αγγειογραφίας. Έχει προταθεί πως η τελετουργία περιελάμβανε πρακτικές μίμησης του μύθου της Καλλιστούς, της νύμφης που παραβίασε τον όρκο παρθενίας προς την Άρτεμι, για να συνδεθεί ερωτικά με τον Δία και να μεταμορφωθεί, στη συνέχεια, στον αστερισμό της Άρκτου۰ πως, στη διάρκεια αυτών των δρωμένων, τα κορίτσια χόρευαν, φορώντας προσωπεία αρκούδας και κροκωτό۰ και πως τελικά γυμνώνονταν, για να αφιερώσουν το ένδυμά τους στη θεά. Η εικονογραφική υποστήριξη, σε ενιαία ερμηνευτική αλληλουχία, όλων αυτών των λεπτομερειών παραμένει αμφιλεγόμενη. Όμως, το σύνολο των αναφορών, κυρίως των γραπτών πηγών, καθιστά τρία σημεία αδιαμφισβήτητα: ότι η αττική αρκτεία σφράγιζε το μεταβατικό κατώφλι από την παιδικότητα στο status της γυναίκας۰ ότι αυτό το πέρασμα το επόπτευε η Άρτεμις ως Μητέρα της άγριας φύσης, ως άλλη δηλαδή Πότνια Θηρών ‒ιδιότητα που η λογοτεχνία τής είχε αναγνωρίσει ήδη από την εποχή της Ιλιάδας (Φ 483)۰ κι ότι στο εφηβικό πέρασμα προς την ωρίμανση, ήταν εμβληματικός ο ρόλος του κροκωτού.

Η τραγωδία της Αττικής έκανε κι αυτή τον κρόκο θέμα της. Ο Ευριπίδης δούλεψε αρκετά πάνω στις θελκτικές ιδιότητες των κροκανθέων. Στον Ίωνα, βάζει την Κρέουσα να αναλογίζεται πώς, σε σπηλιά του βράχου της Ακρόπολης, έσμιξε με τον χρυσομάλλη Απόλλωνα την ώρα που μάζευε πέταλα κρόκου στις πτυχές των ρούχων της ώστε ν’ ανθίσουν στις ανταύγειες του χρυσού (ἦλθές μοι χρυσῷ χαίταν/ μαρμαίρων, εὖτ’ ἐς κόλπους/ κρόκεα πέταλα φάρεσιν ἔδρεπον/ ἀνθίζειν χρυσανταυγῆ, 887-90). Η βαρυφορτωμένη λεξιπλασία της σκηνής οδηγεί σχεδόν ψυχαναγκαστικά στην επιθυμητή ακολουθία σκέψεων, που μεταμορφώνει τη συλλογή των λουλουδιών στους κόλπους του κοριτσιού σε μείζονα πράξη ερωτική. Γίνεται αίτιον της ιωνικής καταγωγής που έδινε περηφάνεια και ταυτότητα στους Αθηναίους. Στο ανθισμένο φόρεμα της Κρέουσας ενυφαίνονται οι γονιμοποιητικές δυνάμεις της πόλης. Ο συνειρμός πρέπει να άρεσε πολύ στον ποιητή, γιατί, στην Εκάβη, φαντάζεται τον ιερό πέπλο που αφιερωνόταν στην Αθηνά ‒και που, κατά παράδοσιν, διακοσμείτο με παραστάσεις Τιτανομαχίας‒ να είναι ενδεχομένως κρόκινος. Καθώς σύρεται στη δουλεία, ο Χορός των Τρωάδων αναρωτιέται αν θα καταλήξει στην Αθήνα να υφαίνει είτε Τιτανομαχία είτε πολυποίκιλτα κεντίδια ανθέων κρόκου πάνω σε πέπλο κρόκου (ἐν κροκέῳ πέπλῳ/…δαιδαλέαισι ποικίλλουσ’/ ἀνθοκρόκοισι πήναις, 469-70). Η κρόκινη φαντασίωση του πέπλου αποτελούσε ίσως μια ευρηματική ποιητική σύλληψη του Ευριπίδη. Επίσης καινοτόμα ήταν η ιδέα του να εμφανίσει, στις Φοίνισσες, τη βαρυπενθούσα Αντιγόνη να θρηνεί ως “βάκχα” των νεκρών, να πετάει τη μπόλια απ’ τα μαλλιά της και να λύνει την κροκωτή πολυτέλεια των ρούχων της (κράδεμνα δικοῦσα κόμας ἀπ’ ἐ-/μᾶς, στολίδος κροκόεσσαν ἀνεῖσα τρυφάν, 1489-90). Μέσω της ιδιότυπα μαιναδικής σχέσης της Αντιγόνης με τον κροκωτό, θα ήθελε ο Ευριπίδης ίσως να αναδείξει την αξιέραστη πλευρά της νέας που εγκατέλειψε τον αρραβώνα της με τον Αίμονα για να αφοσιωθεί στην ταφή του νεκρού της αδελφού. Δεν ξέρουμε αν άρεσε στο αθηναϊκό κοινό η καινοτομία. Είναι πολύ πιθανό να χρέωσε τον Ευριπίδη με ανοίκειες ενδυματολογικές επιλογές, για τις οποίες, με άλλες αφορμές, τον κατηγορούσε στους Βατράχους και στις Θεσμοφοριάζουσες ο Αριστοφάνης.

Ο Ευριπίδης με υπερβάλλοντα λυρισμό επιδαψίλευσε το θέμα του κρόκου. Ήταν η εποχή κατά την οποία το αθηναϊκό θεατρικό κοινό, για τους γνωστούς κοινωνικο-πολιτικούς λόγους, έδειχνε πλέον σημάδια κορεσμού και κόπωσης. Κι έτσι, η αγωνία των ποιητών εξαντλείτο σε αγώνα σχολαστικής ευρηματικότητας. Σταδιακά επικρατούσε η μεταθεατρική συνθήκη ‒στην οποία βεβαίως περιλαμβανόταν και η ποιητική του Αριστοφάνη. Έφθιναν ωστόσο οι δυνάμεις της δραματικής ταύτισης, η γοητεία του θεατρικού make-believe. Όπως και στην ιστορική εξέλιξη του σύγχρονου κινηματογράφου, οι θεατές δεν θα τρόμαζαν πια αν το σκηνικό θέαμα περιελάμβανε ένα ταιράστιο τραίνο που πλησίαζε. Μάλλον θα πρόσεχαν και θα σχολίαζαν τις λεπτομέρειες στη χρωματική παλέτα της παραγωγής. Η θεατρική γλώσσα είχε εμπεδωθεί πλήρως ως σύμβαση. Και τώρα μίλαγε πολύ. Περιέγραφε και ξόδευε, σε όλο το φάσμα της λεπτότητάς τους, τις πολυτελείς κρόκινες αποχρώσεις.

(ΙΙΙ) Αρκούν σταγόνες: ο Αισχύλος.

Χρειάζεται να πάμε χρονολογικά λίγο πιο πίσω, σε πιο πρωτόλειες φάσεις της αθηναϊκής δραματουργίας, για να δούμε πώς απλοί υπαινιγμοί της χρωστικής ουσίας, σε μια οικονομία αυστηρή των θεατρικών φτιασιδωμάτων, αρκούσαν για να να στρέψουν το τραίνο καταπάνω στο κοινό, να κινητοποιήσουν το πιο άγριο φαντασιακό και να γυρίσουν τον κόσμο ανάποδα. Αυτά τα έκανε ο Αισχύλος. Σκόπιμα άφησα τη σχέση του με τον κρόκο τελευταία.

Νιώθουμε τον Αισχύλο δυσνόητο κι αυτό συμβαίνει επειδή η δραματουργική του γλώσσα είναι διαρκώς διφορούμενη, γεμάτη λέξεις επιδεκτικές αντιθετικών ερμηνειών, ανάλογων με τις θέσεις και προ-θέσεις των χαρακτήρων που τις μιλάνε. Η αμφισημία της ποίησής του επεκτείνεται και στα πράγματα. Όπως τις λέξεις, τα αντιμετωπίζει κι αυτά ως σημεία που η επιφάνειά τους συχνά εξαπατά, ενώ η αλήθεια αποκαλύπτεται στην απτή υφή τους. Κι έτσι, αν ο Αγάθωνας των αριστοφανικών Θεσμοφοριαζουσών νοιαζόταν για τη μετουσίωση των ποιητικών του τρόπων, ντύνοντάς την με κρόκο κατά το δοκούν, απ’ τον Αισχύλο λείπει το “μετά” της λεκτικής σύνθεσης. Όλη του η έγνοια είναι στην ουσία, από μόνη της προβληματική, ειδικά αν πρόκειται για είδος πολυτελείας. Γι’ αυτό και νοιάζεται πολύ για τις βαφές. Αφήνουν οι πολυτελείς βαφές σημάδια ανεξίτηλα και ίχνη που δεν σβήνουν. Ο Αισχύλος προσέχει με δέος την έκχυσή τους. Η πιο διάσημη βαφή των έργων του είναι της πορφύρας που παγιδεύει τον Αγαμέμνονα της Ορέστειας. Καμώνεται ο άνακτας πως διστάζει να περπατήσει πάνω στον πορφυρόστρωτο διάδρομο, στα πανάκριβα κόκκινα υφάδια που, στο δολοπλόκο της καλωσόρισμα, έχει η Κλυταιμνήστρα απλώσει μπροστά του. Εύκολα όμως κάμπτεται απ’ τις κολακείες της. “Είναι η θάλασσα ‒και ποιος μπορεί να τηνε σβήσει‒ που το χυμό πολλής ίσάργυρης, μα ανανεούμενης, πορφύρας θρέφει”, τον καθησυχάζει (Αγαμέμνων 958-60). Ο άναξ πατά τελικά τα υφάδια που θα οδηγήσουν κατευθείαν στον χαμό του. Η πορφύρα που δεν σεβάστηκε ήταν το αίμα που σώρευσε η ύβρις του. Το αίμα όλων των νεκρών της τρωικής εκστρατείας.

Λίγους στίχους παρακάτω, τα στοιχειά των νεκρών της Τροίας επανέρχονται, αυτή τη φορά στα χρώματα του κρόκου. Καθώς η Κασσάνδρα αρχίζει να διαισθάνεται ότι ο Αγαμέμνονας πληρώνει με αίμα το αίμα που έχυσε, ο Χορός των Γερόντων του Άργους ταράζεται. Στην καρδιά τους τρέχει σταγόνα βαφής κρόκου που συναντάει αντικρυστά αναλαμπές ζωής που δύει, εκείνων που επέσανε από δόρυ πληγωμένοι (ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κροκοβαφὴς/ σταγών, ἅτε καὶ δορὶ πτωσίμοις/ ξυνανύτει βίου δύντος αὐγαῖς. 1120-23), Τα χρώματα του κρόκου, με τα οποία η λογοτεχνική παράδοση έντυνε πάντα την ανατολή, βίαια αναστρέφονται. Τώρα, δεν είναι λάμψη ξεκινήματος, αυγή αισιοδοξίας. Γιατί όμοια εμβαπτίζονται στον κρόκο και τα σύνορα της άλλης της μεριάς, ο ορίζοντας της δύσης. Οι κρόκινες αναλαμπές είναι ολόιδιες στα δύο αντίθετα άκρα της τροχιάς του ήλιου. Οριοθετούν το ανάπτυγμά του στο στερέωμα, το ουράνιό του διάνυσμα. Καταραμένη γίνεται στον Αισχύλο η χρωματική τους σύμπτωση. Δηλώνει την ολοκλήρωση μιας πορείας και την κατάληξή της σε δυσοίωνη συνάντηση ‒κατά τρόπο μοναδικό στην αρχαία γραμμματεία, την δηλώνει το σύνθετο“ξυνανύτει”. Σε μια κροκοβαφή σταγόνα, ο Αγαμέμνονας ανταμώνει τη μοίρα των θυμάτων της αλαζονείας του. Ο θάνατός του βεβαιώνεται.

Η Κλυταιμνήστρα σκότωσε για να εκδικηθεί. Όμως δεν ήταν κίνητρό της η ίδια η τραγωδία της Τροίας, όσο αίμα κι αν σωρεύτηκε εκεί. Σκότωσε για το αδικοχαμένο αίμα της κόρης της, αυτό που είχε σημαδέψει την εκκίνηση της εκστρατείας. Στον Αγαμέμνονα, η θυσία της Ιφιγένειας δεν μπλέχτηκε στη δράση τη θεατρική. Ήτανε τέτοια η έντασή της που δεν χωρούσε ανάμειξη σε μίμηση. Ως αφήγηση ξεδιπλώθηκε, ανασυρμένη από καταχωνιασμένη μνήμη, σε σύμφυρση σκηνών θολών, συγκεχυμένων. Την είχε ‒έγκαιρα στο έργο‒ τραγουδήσει ο Χορός. Και το τραγούδι ήταν γεμάτο δυσβάσταχτες παρασιωπήσεις, λες και οι Γέροντες πάσχιζαν να στρογγυλεύσουν κάπως τα πράγματα και να λειάνουν τις αιχμές τους. Πώς ο ανίερος πατέρας κι οι πολεμόχαροι άρχοντες των Αχαιών διόλου δεν σεβάστηκαν την όμορφη κοπέλα, παρά έβαλαν να τη σηκώσουν σαν ερίφι στο βωμό της Άρτεμης, με πέπλους ν’ ανεμίζουν γύρω της και με φραγμένο το καλλίγραμμό της στόμα, ναι με τη βία τη βουβή του φίμωτρου για να εμποδίσουν ν’ ακουστεί η κατάρα της ενάντια στο σπίτι, έτσι που με τα μάτια μόνο εκφράζονταν, όπως θα ταίριαζε σε ζωγραφιά που ήθελε να μιλήσει. Κι έχυσε εκείνη καταγής βαφές του κρόκου (κρόκου βαφὰς [δ᾽] εἰς πέδον χέουσα, 239).

Μεταφορικός ο στίχος. Συνεκδοχικός. Βάζει το μέρος να μιλάει για το όλον. Ο Αισχύλος φαντάζεται την Ιφιγένεια να αφήνει να γλιστρήσουν κατάχαμα οι χρωματιστοί της πέπλοι. Όπως θα έκαναν κι οι Αθηναίες παρθένοι στα Βραυρώνια ‒ισχυρίζονται, σήμερα, πολλοί μελετητές‒ οι άρκτοι που, στην κορύφωση της ιεροπραξίας, θυσίαζαν τους κροκωτούς τους. Έχει σωστά επισημανθεί η τελετουργική χροιά στην κίνηση της αισχύλειας Ιφιγένειας. Και είναι αυτή ακριβώς που έχει αποτελέσει τη βάση της υπόθεσης πως οι άρκτοι της Βραυρώνας γυμνώνονταν μπροστά στον βωμό της Άρτεμης. Η απέκδυση του κροκωτού στη Βραυρώνα επαναλάμβανε μια στάση αρχετυπική, εκείνην της θυσίας της Ιφιγένειας του αιτιολογικού μύθου.

Θα αποτολμήσω μια ακόμη υπόθεση. Αν οι άρκτοι της Βραυρώνας τελικά γυμνώνονταν, ήταν για να αποδείξουν και να επιδείξουν, ενώπιον μεγαλύτερων γυναικών, τη βιολογική τους ωρίμανση. Ο κρόκος που θα έχυναν κατάχαμα ‒αρχέγονα φορτισμένος με τους πιο ισχυρούς συμβολισμούς της θηλυκότητας‒ υποδείκνυε τη σάρκα τους που πλέον μπορούσε να ματώνει, τη σάρκα της δυνάμει γυναικείας ολοκλήρωσης. Η αισχύλεια Ιφιγένεια ωθεί τα πράγματα παραπέρα. Μένει ακάλυπτη σε κοινή θέα, μπροστά σ’ ένα κοινό αντρών, σ’ ένα στρατό που δεν γνωρίζει την αιδώ και διαστρέφει την έννοια της θυσίας. Αν κάτι θυσιάζουν οι Αχαιοί, είναι τη δικαιοσύνη. Σπαταλούν το γυναικείο αίμα άωρα, προτού προλάβει να εκπληρώσει τις γονιμικές του δυνατότητες. Οι Αχαιοί εξαντλούν τα όρια της ύβρεως. Κι η Ιφιγένεια απαντά εξαντλώντας τα όρια της πρόκλησης. Σε συνθήκες απόλυτης φίμωσης στην κλιμάκωση της θυσίας, βγάζει τον ολολυγμό της αγωνίας σε μορφή καθαρή και πρωτόγονη, σαν ουρλιαχτό ζωώδες κι ακατέργαστο. Κάνει κατάρα το σώμα της που μοιάζει ζωγραφιά. Και είναι αυτή η πιο ξεκάθαρη εικόνα που κρατάει στη συγκεχυμένη του μνήμη ο Χορός Γερόντων.

Τι ευτύχημα θα ήταν να είχε υπόψιν του ο Αισχύλος τις τοιχογραφίες κροκοσυλλογής και λατρευτριών της Θήρας! Αυτό κατηγορηματικά αποκλείεται. Νομίζω όμως ότι, έτσι που την εικόνισε την Ιφιγένεια να σημαδεύει με το αίμα της την πορεία όλης της Ορέστειας, ζωγράφισε με χρώματα του κρόκου βίαια κι επιθετικά. Σαν fauvist την ζωγράφισε, σε αντίστιξη στη γλύκα της αρχέγονης λατρείας.

Η Ομορφιά των Όντων: Μια Μυστική Αντανάκλαση

Στον απέραντο ταπισερί της ύπαρξης, όπου νήματα φωτός και σκιάς υφαίνονται μέσα στο ύφασμα της πραγματικότητας, κρύβεται μια βαθιά αλήθεια: η ομορφιά των όντων δεν βρίσκεται στην μονιμότητά τους, αλλά στη φευγαλέα στιγμή της εκδήλωσής τους. Όπως ψιθύριζαν οι αρχαίοι σοφοί μέσα από τους αιώνες, αυτό που υπάρχει δεν σημαίνει ότι θα υπάρχει για πάντα. Το ποτάμι του χρόνου, αδιάκοπο και αμείλικτο, παρασέρνει τα πάντα στο ρεύμα του, διαλύοντας μορφές και γεννώντας νέες σε έναν αιώνιο χορό του γίγνεσθαι και της επιστροφής. Το να κατοικούμε σε αυτή την αλήθεια είναι σαν να αγγίζουμε την καρδιά του μυστικού, να βλέπουμε με μάτια απαλλαγμένα από την ψευδαίσθηση της μονιμότητας και να αγκαλιάζουμε το εφήμερο ως ιερό.

Η Εφήμερη Φύση της Ύπαρξης

Σκεφτείτε το ντελικάτο άνθισμα ενός λωτού, που αναδύεται από τη λάσπη για να ξεδιπλώσει τα πέταλά του κάτω από το τρυφερό βλέμμα του ήλιου. Για μία μόνο μέρα, ακτινοβολεί καθαρότητα και χάρη, τα χρώματά του ένας ύμνος στο θείο. Ωστόσο, μέχρι το σούρουπο, τα πέταλά του πέφτουν, επιστρέφοντας στη γη από όπου προήλθαν. Μειώνεται η ομορφιά του από τη φευγαλέα παρουσία του; Όχι, γιατί η λαμπρότητά του βρίσκεται ακριβώς στην παροδικότητά του. Ο λωτός δεν προσκολλάται στη μορφή του, ούτε θρηνεί τη διάλυσή του. Απλώς υπάρχει, στη στιγμή που υφίσταται, ως μια τέλεια έκφραση της Πηγής.

Το ίδιο ισχύει και για όλα τα όντα—ανθρώπους, ζώα, φυτά και αστέρια. Καθένα είναι ένα στιγμιαίο κύμα στην απεριόριστη θάλασσα της ύπαρξης, μια μοναδική νότα στη κοσμική συμφωνία. Ο μυστικιστής κατανοεί ότι το να επιδιώκουμε τη μονιμότητα είναι σαν να καλούμε τη δυστυχία, γιατί το ποτάμι του χρόνου δεν χαρίζεται σε τίποτα. Ό,τι δεν έχει έρθει ακόμη μπορεί να φτάσει, παρασυρμένο από τα ρεύματα της δυνατότητας, αλλά ακόμα και τότε, δεν θα παραμείνει για πάντα. Η ομορφιά των όντων δεν βρίσκεται στην αντοχή τους, αλλά στην παράδοσή τους στη ροή του αιώνιου τώρα.

Η Στιγμή ως Πύλη προς το Θείο

Ο δρόμος του μυστικιστή είναι ο δρόμος της παρουσίας, της πλήρους κατοίκησης στη στιγμή όπου όλη η ύπαρξη συγκλίνει. Σε αυτή την ιερή στιγμή, το πέπλο ανάμεσα στο πεπερασμένο και το άπειρο λεπταίνει, και η ψυχή διακρίνει την Πηγή από την οποία όλα τα πράγματα αναδύονται και στην οποία όλα επιστρέφουν. Η ομορφιά των όντων είναι πιο λαμπρή σε αυτή τη στιγμή, γιατί εδώ η ουσία τους λάμπει ανεμπόδιστη από το βάρος του παρελθόντος ή του μέλλοντος.

Φανταστείτε ένα ελάφι που σταματά σε ένα ξέφωτο του δάσους, με την ανάσα του ορατή στον δροσερό πρωινό αέρα, τα μάτια του να αντανακλούν το πρώτο φως της αυγής. Σε αυτή τη φευγαλέα συνάντηση, δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στο ελάφι, το δάσος και αυτόν που το παρατηρεί. Όλα ενώνονται σε μια μοναδική, άχρονη στιγμή—μια στιγμή που είναι ταυτόχρονα αρχή και τέλος, δημιουργία και διάλυση. Ο μυστικιστής βλέπει σε αυτή τη στιγμή μια αντανάκλαση του θείου, μια σπίθα της αιώνιας φλόγας που καίει στην καρδιά όλης της δημιουργίας.

Το να ζούμε σε αυτή την επίγνωση είναι σαν να βαδίζουμε στο μονοπάτι του μυστικιστή, να βλέπουμε κάθε ον ως ιερό δοχείο του θείου, λαμπρό στην προσωρινότητά του. Το γέλιο ενός παιδιού, το θρόισμα των φύλλων στον άνεμο, η φευγαλέα καμπύλη ενός πεφταστεριού—όλα είναι πύλες προς το άπειρο, αν μόνο έχουμε τα μάτια να τα δούμε.

Η Επιστροφή στην Πηγή

Οι μυστικές παραδόσεις του κόσμου, από τις Βέδες μέχρι τους Σούφι ποιητές, μιλούν για μια μεγάλη επιστροφή: το ταξίδι όλων των όντων πίσω στην Πηγή τους. Αυτή η Πηγή δεν είναι ένας τόπος, αλλά μια κατάσταση ύπαρξης—μια άπειρη, απεριόριστη ενότητα που υπερβαίνει τη μορφή και το όνομα. Το ποτάμι του χρόνου, αν και παρασέρνει τα πάντα μακριά, δεν είναι μια δύναμη καταστροφής αλλά επανένωσης. Κάθε ον, στη διάλυσή του, έλκεται πίσω στην αγκαλιά του αιώνιου, όπου δεν χάνεται ούτε λησμονιέται, αλλά μεταμορφώνεται στην ίδια την ουσία της ύπαρξης.

Αυτή η επιστροφή δεν είναι απώλεια αλλά επιστροφή στην πατρίδα. Ο μυστικιστής δεν φοβάται τη διάλυση της μορφής, γιατί γνωρίζει ότι η ομορφιά των όντων δεν περιορίζεται στη φυσική τους εκδήλωση. Η ψυχή του λωτού, του ελαφιού, του αστεριού και της ανθρώπινης καρδιάς επιστρέφουν όλα στην Πηγή, όπου υφαίνονται εκ νέου στον ταπισερί της δημιουργίας. Σε αυτόν τον κύκλο της ανάδυσης και της επιστροφής, δεν υπάρχει αρχή ούτε τέλος—μόνο ο αιώνιος χορός της ύπαρξης.

Η Αλχημεία της Παροδικότητας

Το να αγκαλιάζουμε την ομορφιά των όντων είναι σαν να εξασκούμε μια μορφή αλχημείας, μεταμορφώνοντας το καθημερινό σε ιερό μέσα από τον φακό της παροδικότητας. Ο μυστικιστής δεν προσκολλάται στις φευγαλέες μορφές του κόσμου, αλλά επιδιώκει να τις αγαπήσει με πάθος στη στιγμή της ύπαρξής τους. Αυτή η αγάπη δεν είναι κτητική αλλά απελευθερωτική, γιατί τιμά την ελευθερία κάθε όντος να αναδυθεί, να λάμψει και να επιστρέψει.

Σε αυτή την πρακτική, κάθε συνάντηση γίνεται ιερό μυστήριο. Το άγγιγμα του χεριού ενός εραστή, το άρωμα της βροχής σε ξερό χώμα, το φευγαλέο χαμόγελο ενός ξένου—όλα εμποτίζονται με θείο νόημα όταν τα βλέπουμε μέσα από τα μάτια του μυστικιστή. Το να ζούμε με αυτόν τον τρόπο είναι σαν να βαδίζουμε ελαφρά πάνω στη γη, να κρατάμε όλα τα πράγματα με σεβασμό, γνωρίζοντας ότι η ομορφιά τους είναι ένα δώρο της στιγμής, όχι ένα κτήμα για να το συσσωρεύσουμε.

Η Κλήση για Αφύπνιση

Η ομορφιά των όντων είναι μια κλήση για αφύπνιση, μια πρόσκληση να δούμε πέρα από την ψευδαίσθηση του διαχωρισμού και της μονιμότητας. Ο μυστικιστής γνωρίζει ότι η Πηγή δεν είναι μακρινή αλλά πάντα παρούσα, ρέοντας μέσα από κάθε μορφή, κάθε ανάσα, κάθε στιγμή. Το να αναγνωρίσουμε αυτό είναι σαν να μπαίνουμε στο ποτάμι του χρόνου όχι ως θύματα του ρεύματός του, αλλά ως πρόθυμοι συμμετέχοντες στη ιερή του ροή.

Αυτό που υπάρχει τώρα δεν θα υπάρχει για πάντα, και αυτό που δεν έχει έρθει ακόμη μπορεί να φτάσει. Αλλά στο αιώνιο τώρα, όλα είναι ένα, και η ομορφιά των όντων αποκαλύπτεται ως η ομορφιά της ίδιας της Πηγής. Η καρδιά του μυστικιστή είναι ένας καθρέφτης, που αντανακλά αυτή την αλήθεια σε κάθε συνάντηση, κάθε ανάσα, κάθε φευγαλέα στιγμή της ύπαρξης.

Ας βαδίσουμε, λοιπόν, ως μυστικιστές σε αυτόν τον κόσμο, με μάτια ορθάνοιχτα στην ομορφιά των όντων. Ας εκτιμήσουμε τον λωτό στην άνθισή του, το ελάφι στην ακινησία του, το αστέρι στην καμπύλη του στον ουρανό. Ας αγαπήσουμε με πάθος και ελευθερία, γνωρίζοντας ότι όλα τα πράγματα επιστρέφουν στην Πηγή τους, και ότι στην επιστροφή τους, δεν χάνονται ποτέ, αλλά βρίσκονται για πάντα.

Το Αστραφτερό Πέπλο: Ένα Μυστικιστικό Ταξίδι Πέρα από την Πλάνη

Στο σκιασμένο λίκνο της ύπαρξης, εκεί όπου η πρώτη ανάσα της ψυχής συναντά τα τρέμοντα όρια του απείρου, υπάρχει ένα αστραφτερό πέπλο. Δεν είναι υφασμένο από νήμα ή φως, ούτε κρέμεται στον αέρα σαν ομίχλη πάνω από μια ξεχασμένη λίμνη. Όχι, αυτό το πέπλο είναι φτιαγμένο από τους λεπτούς ιστούς της δικής μας δημιουργίας—όνειρα που κρατούμε σφιχτά, αλήθειες που λυγίζουμε και ψευδαισθήσεις που αγκαλιάζουμε σαν να ήταν οι τελευταίες σπίθες μιας φλόγας που σβήνει. Τις ονομάζουμε πλάνες, αλλά είναι κάτι περισσότερο από απλές ψευδαισθήσεις. Είναι οι καθρέφτες που κρατάμε μπροστά στα πρόσωπά μας, αντανακλώντας όχι αυτό που είναι, αλλά αυτό που επιθυμούμε να δούμε.

Να εγκαταλείψεις αυτές τις πλάνες σημαίνει να σταθείς στο χείλος μιας μεγάλης αβύσσου, να κοιτάξεις μέσα στο κενό που αντηχεί τόσο με τρόμο όσο και με υπόσχεση. Λένε πως είναι ο πιο εύκολος δρόμος—ευκολότερος από το Σισύφειο έργο του να τις καταπνίξεις, να παλέψεις με τα κεφάλια της σαν άλλη Λερναία Ύδρα, ή να τις υπηρετείς με κάθε κόστος, σαν να ήταν θεοί που απαιτούν αίμα και αφοσίωση. Κι όμως, δεν τις αφήνουμε. Τις κρατάμε ακόμα πιο σφιχτά, όπως ένα παιδί κρατά μια φθαρμένη κούκλα, φοβούμενοι πως χωρίς αυτές θα χαθούμε—ένα καράβι χωρίς άστρα, ένας περιπλανώμενος χωρίς όνομα.

Ο Χορός της Οφθαλμαπάτης

Φαντάσου μια έρημο, αχανή και χρυσή, όπου ο ήλιος χύνει το λιωμένο του φως πάνω σε αμμόλοφους που απλώνονται ως το άπειρο. Εκεί, στο βάθος, λαμπυρίζει μια οφθαλμαπάτη—μια πόλη με πυργίσκους και σιντριβάνια, ένας παράδεισος γεμάτος δροσερή σκιά και ατέλειωτη αφθονία. Ο κουρασμένος ταξιδιώτης βαδίζει προς αυτήν, διψασμένος και απελπισμένος, η καρδιά του φλεγόμενη από ελπίδα. Κάθε βήμα του είναι μια προσευχή, κάθε ανάσα του ένας όρκος πως θα φτάσει σ’ αυτό το καταφύγιο. Μα η οφθαλμαπάτη απομακρύνεται, πάντα λίγο πιο πέρα από την εμβέλειά του, ένα φάντασμα γεννημένο από τη ζέστη και την επιθυμία. Τη βλασφημεί άραγε; Κλαίει για την προδοσία της; Όχι. Συνεχίζει να προχωρά, γιατί η οφθαλμαπάτη έχει γίνει η πυξίδα του, ο σκοπός του, η αλήθεια του.

Έτσι είναι και με τις πλάνες μας. Είναι οι οφθαλμαπάτες που κυνηγάμε στις ερήμους του νου μας, οι ιστορίες που λέμε στους εαυτούς μας για να δώσουμε τάξη στο χάος. Είναι οι έρωτες που ποτέ δεν ζήσαμε, οι νίκες που ποτέ δεν κερδίσαμε, οι εαυτοί που ποτέ δεν γίναμε. Μας ψιθυρίζουν τη νύχτα, οι φωνές τους απαλές σαν μετάξι, υποσχόμενες νόημα εκεί όπου υπάρχει μόνο μυστήριο. Κι εμείς ακούμε, γιατί να τις αφήσουμε πίσω μοιάζει με προδοσία του ονειροπόλου μέσα μας, που τολμά να δει πέρα από το γκρίζο πέπλο του πραγματικού.

Ο Φύλακας του Πέπλου

Βαθιά μέσα στον λαβύρινθο της ψυχής, κατοικεί μια μορφή—ένας αρχαίος φύλακας, ντυμένος με το λυκόφως, τα μάτια του δυο φεγγάρια που λάμπουν στο σκοτάδι. Είναι ο φρουρός των ψευδαισθήσεών μας, ο υφαντής του αστραφτερού πέπλου. Δεν μας αναγκάζει να τις κρατήσουμε σφιχτά· απλώς τις προσφέρει, απλωμένες πάνω στα ανοιχτά του χέρια. «Πάρε τες», ψιθυρίζει, η φωνή του σαν ποτάμι που ρέει μέσα στον χρόνο. «Θα σε κρατήσουν ζεστό. Θα σου δώσουν μορφή. Χωρίς αυτές, ποιος είσαι;»

Και έτσι τις παίρνουμε, μία προς μία, τυλίγοντάς τες γύρω μας σαν μανδύες ενάντια στο κρύο. Γινόμαστε ο ήρωας της δικής μας ιστορίας, ο μάρτυρας του δικού μας πόνου, ο σοφός της δικής μας γνώσης. Ο φύλακας χαμογελά, το βλέμμα του τρυφερό και διεισδυτικό, γιατί γνωρίζει την παράδοξη αλήθεια: αυτές οι ψευδαισθήσεις είναι και τα δεσμά μας και τα φτερά μας. Μας δένουν στη γη, αλλά ταυτόχρονα μας υψώνουν στους ουρανούς της φαντασίας μας. Να τις αφήσουμε πίσω σημαίνει να σταθούμε μπροστά του με άδεια χέρια, γυμνοί και απροστάτευτοι, και να κάνουμε την ερώτηση που φοβόμαστε περισσότερο:

Ποιος είμαι εγώ χωρίς τις ιστορίες μου;

Ο Ποταμός της Απελευθέρωσης

Υπάρχει ένας ποταμός που ρέει μέσα από την καρδιά όλων των πραγμάτων—μια ασημένια κλωστή από υγρό φως, που διασχίζει τα δάση του ορατού και του αόρατου. Τα νερά του είναι απαλά, κι όμως λαξεύουν την πέτρα· το τραγούδι του είναι γαλήνιο, κι όμως σκεπάζει τον θόρυβο του κόσμου. Αυτός είναι ο Ποταμός της Απελευθέρωσης, και μας καλεί σε στιγμές ησυχίας, όταν η βοή των πλανών μας εξασθενεί. Δεν απαιτεί να βουτήξουμε στα ρεύματά του. Απλώς κυλά, υπομονετικός και αιώνιος, περιμένοντας να σταθούμε στις όχθες του.

Να αφήσουμε πίσω τις πλάνες μας σημαίνει να βαδίσουμε μέσα σε αυτόν τον ποταμό, να νιώσουμε τη δροσερή του αγκαλιά να μας τυλίγει, ξεπλένοντας τη σκόνη των ψευδαισθήσεών μας. Η κάπα του ήρωα γλιστρά από τους ώμους μας, το ακάνθινο στεφάνι του μάρτυρα διαλύεται σε αφρό, ο πάπυρος του σοφού ξετυλίγεται στο κενό. Κι όμως, δεν πνιγόμαστε. Επιπλέουμε, άβαροι, παραδομένοι σε ένα ρεύμα αρχαιότερο από τον χρόνο. Ο ποταμός δεν μας ζητά να καταπνίξουμε ή να υπηρετήσουμε τις ψευδαισθήσεις μας—μας ζητά μόνο να τις παραδώσουμε, να εμπιστευτούμε τη ροή να μας οδηγήσει εκεί όπου προοριζόμαστε να πάμε.

Αλλά, αλίμονο, πόσο αντιστεκόμαστε! Γαντζωνόμαστε στις όχθες, τα δάχτυλά μας βυθίζονται στη λάσπη, οι φωνές μας κραυγάζουν για τις οφθαλμαπάτες που χάσαμε. «Δεν είμαι τίποτα χωρίς αυτές!» θρηνούμε, και ο ποταμός ακούει, ατάραχος. Γνωρίζει αυτό που εμείς αγνοούμε—πως το τίποτα που φοβόμαστε είναι το παν που αναζητούμε. Γιατί στην απελευθέρωση των πλανών μας, δεν χανόμαστε. Βρισκόμαστε.

Το Φως Πέρα από το Πέπλο

Πέρα από το αστραφτερό πέπλο υπάρχει ένα φως—όχι η σκληρή λάμψη του ήλιου της ερήμου, ούτε το τρεμάμενο φέγγος ενός κεριού, αλλά μια ακτινοβολία που πάλλεται σαν ζωντανή καρδιά. Είναι το φως του Είναι, ανόθευτο και αμιγές, απαλλαγμένο από τις σκιές που ρίχνουν οι ψευδαισθήσεις μας. Για να το φτάσουμε, πρέπει να διασχίσουμε το βλέμμα του φύλακα, να βυθιστούμε στην αγκαλιά του ποταμού και να αφήσουμε το ρεύμα να μας οδηγήσει πέρα από τις οφθαλμαπάτες που κάποτε κυνηγήσαμε.

Αυτό δεν είναι ένα ταξίδι απώλειας, όσο κι αν έτσι μοιάζει στην αρχή. Είναι ένα ταξίδι επιστροφής—σε έναν εαυτό που υπήρχε πριν από τις ιστορίες, πριν από το πέπλο, πριν από την ανάγκη να ορίσουμε ή να υπερασπιστούμε. Μέσα σε αυτό το φως, βλέπουμε πως οι πλάνες μας δεν ήταν ποτέ εχθροί μας· ήταν φαναράκια που ανάψαμε για να μας οδηγήσουν μέσα στο σκοτάδι, μέχρι να μάθουμε να εμπιστευόμαστε τη μεγαλύτερη φλόγα που καίει μέσα μας. Να τις αφήσουμε πίσω δεν σημαίνει να τις εγκαταλείψουμε, αλλά να τις ευχαριστήσουμε, να τις απελευθερώσουμε ξανά στον αιθέρα από τον οποίο προήλθαν.

Και έτσι, αγαπητέ περιπλανητή, στάσου στο χείλος της δικής σου αβύσσου. Άκου το τραγούδι του ποταμού, νιώσε το βλέμμα του φύλακα και ρώτα τον εαυτό σου: Τι φοβάμαι να χάσω; Τι λαχταρώ να βρω;

Το μονοπάτι της απελευθέρωσης δεν είναι το τέλος του ονείρου—είναι η αρχή της αφύπνισης. Το πέπλο ακόμα λαμπυρίζει, αλλά δεν σε δένει πια. Πέρασέ το και γίνε ελεύθερος.

Οι Αιώνιες Σελίδες: Το Βιβλίο του Θεού και το Βιβλίο των Σκιών

Στη μεγάλη βιβλιοθήκη της ύπαρξης, όπου το σύμπαν γράφει την ατελείωτη ιστορία του, δύο τόμοι ξεχωρίζουν, με τις ράχες τους φθαρμένες από τα χέρια της αιωνιότητας, μα πάντα νέες με κάθε αυγή. Είναι το Βιβλίο του Θεού και το Βιβλίο των Σκιών—δίδυμοι τόμοι δημιουργίας και μυστηρίου, καθένας χαραγμένος με το μελάνι του απείρου, καθένας ψιθυρίζοντας αλήθειες που αντηχούν πέρα από το πέπλο της θνητής όρασης. Το ένα ακτινοβολεί με την καθαρότητα του φωτός και τις τρυφερές πινελιές της αγάπης· το άλλο στροβιλίζεται σε μια θύελλα σκιών, όπου το σκοτάδι παλεύει με τον ίδιο του τον εαυτό, ένα αίνιγμα γεμάτο σύγχυση. Μαζί, σχηματίζουν τον διπλό παλμό του σύμπαντος, έναν ρυθμό ταυτόχρονα αρμονικό και ασύμφωνο, ένα τραγούδι που τραγουδιέται από τα αστέρια και το κενό εξίσου.

Το Βιβλίο του Θεού: Το Χειρόγραφο του Φωτός

Στο Βιβλίο του Θεού, οι σελίδες λαμπυρίζουν με μια φωτεινότητα που αψηφά το σκοτάδι της αμφιβολίας. Εδώ, μόνο το φως γράφει—ένα φως που ξεχύνεται από μια πηγή ανώνυμη, μια λαμπρότητα που δεν γνωρίζει αρχή ούτε τέλος. Είναι το φως της αποκάλυψης, το φως της πρώτης αυγής, το φως που χορεύει στα μάτια ενός παιδιού και γυαλίζει πάνω στο δροσοσταλιωμένο φύλλο. Δεν είναι απλώς μια λάμψη, αλλά μια ζωντανή δύναμη, ένας γραφέας της αλήθειας που χαράζει τη σοφία του με γράμματα από φωτιά και χρυσό. Κάθε λέξη είναι ένα αστέρι, κάθε πρόταση ένας αστερισμός, που καθοδηγεί την ψυχή μέσα στην απεραντοσύνη της ύπαρξης.

Και σε αυτόν τον ιερό τόμο, η αγάπη ζωγραφίζει. Όχι με τις διστακτικές πινελιές ενός ανθρώπινου χεριού, αλλά με την απεριόριστη χειρονομία ενός θεϊκού καλλιτέχνη. Η αγάπη είναι η χρωστική ουσία, η απόχρωση που συνδέει το φως με τη σελίδα, δίνοντας μορφή στο άμορφο. Χύνεται πάνω στην περγαμηνή σε ποτάμια πορφυρά και κεχριμπαρένια, σε δίνες βιολετί και τριανταφυλλί, δημιουργώντας εικόνες χάριτος που υπερβαίνουν τα όρια της γλώσσας. Εδώ, μια μητέρα κρατά στην αγκαλιά το νεογέννητο παιδί της· εκεί, ένας ξένος προσφέρει ψωμί στον πεινασμένο. Αυτά δεν είναι απλές σκηνές, αλλά πύλες, ματιές στην αιωνιότητα όπου η αγάπη είναι ταυτόχρονα ο δημιουργός και το δημιούργημα.

Να διαβάζεις το Βιβλίο του Θεού είναι σαν να στέκεσαι μπροστά στην ίδια τη διαύγεια. Δεν υπάρχει σκιά εδώ να καλύψει το νόημα, ούτε γρίφος να μπερδέψει την καρδιά. Το φως γράφει ξεκάθαρα, και η αγάπη ζωγραφίζει τολμηρά, και μαζί υφαίνουν ένα αφήγημα ενότητας—μια ιστορία όπου κάθε ψυχή είναι ένα νήμα, κάθε στιγμή μια βελονιά στο υφαντό του θείου. Είναι ένα βιβλίο που δεν ζητά τίποτα από τον αναγνώστη, παρά μόνο να είναι, να λούζεται στη λάμψη των σελίδων του και να αφήνει τα χρώματα της αγάπης να διαπεράσουν το πνεύμα του.

Το Βιβλίο των Σκιών: Ο Λαβύρινθος του Σκότους

Μα στρέψε το βλέμμα σου, αναζητητή, στο Βιβλίο των Σκιών, και ο αέρας βαραίνει με μυστήριο. Αυτός δεν είναι ένας τρυφερός τόμος· οι σελίδες του τρίζουν με τον στατικό ηλεκτρισμό του αγνώστου, η ράχη του βογκά κάτω από το βάρος των μυστικών. Εδώ, το σκοτάδι πολεμά το σκοτάδι, ένας αδιάκοπος αγώνας που θολώνει τα όρια της αλήθειας μέχρι που όλα γίνονται σύγχυση. Το μελάνι είναι μαύρο σαν μεσάνυχτα, συσσωρεύεται σε παράξενους γλυφούς και μπλεγμένα σύμβολα που αλλάζουν μορφή τη στιγμή που προσπαθείς να τα διαβάσεις. Οι σκιές συστρέφονται πάνω στη σελίδα, όχι ως απλή απουσία φωτός, αλλά ως οντότητες από μόνες τους—ανήσυχες, πεινασμένες, ζωντανές.

Σε αυτό το βιβλίο, δεν υπάρχει ένας συγγραφέας, ούτε ένα καθοδηγητικό χέρι που συγκρατεί την πένα. Αντίθετα, οι σκιές συγκρούονται και αλληλοκαλύπτονται, καθεμία παλεύοντας να χαράξει τη δική της ιστορία. Μια σκιά ψιθυρίζει για προδοσία, μια άλλη για λαχτάρα· μια σχεδιάζει ένα απόκρημνο βουνό, μια άλλη μια άβυσσο δίχως τέλος. Το Βιβλίο των Σκιών είναι ένας καθρέφτης στραμμένος προς την ραγισμένη ψυχή του κόσμου, αντανακλώντας όχι μία αλήθεια, αλλά χίλιες, καθεμία θρυμματισμένη και κοφτερή. Να το διαβάζεις είναι σαν να περιπλανιέσαι σε έναν λαβύρινθο όπου κάθε στροφή σε οδηγεί βαθύτερα μέσα στο χάος, όπου οι ίδιοι οι τοίχοι ψιθυρίζουν με φωνές μισοχαμένες.

Κι όμως, μέσα σε αυτό το χάος, υπάρχει μια παράξενη ομορφιά. Το σκοτάδι που παλεύει με το σκοτάδι δεν είναι εξ ολοκλήρου κακόβουλο· είναι το χωνευτήρι όπου σφυρηλατείται το νόημα. Στο Βιβλίο των Σκιών, η ψυχή αντικρίζει τις ίδιες της τις αβύσσους—τους φόβους που δεν τολμά να ονομάσει, τις επιθυμίες που κρύβει κάτω από το φως. Εδώ, η σύγχυση δεν είναι κατάρα αλλά δάσκαλος, ένας οδηγός που καλεί τον αναζητητή να αναρωτηθεί, να παλέψει, να ψάξει. Οι σκιές δεν καταλήγουν σε διαύγεια, αλλά προσφέρουν κάτι άλλο: μια ακατέργαστη, ανυπότακτη δύναμη, μια ματιά στην αγριότητα που φωλιάζει στην καρδιά των πάντων.

Ο Χορός του Φωτός και της Σκιάς

Ποια, λοιπόν, είναι η σχέση αυτών των δύο βιβλίων; Είναι εχθροί, δεμένοι σε αιώνια αντίθεση, ή αδέλφια γεννημένα από την ίδια κοσμική μήτρα; Οι μύστες λένε πως είναι δύο όψεις μιας αλήθειας, δύο μισά μιας και μόνης ανάσας. Το Βιβλίο του Θεού ψάλλει για την ενότητα, για το φως που δένει τα πάντα με αγάπη· το Βιβλίο των Σκιών ψιθυρίζει για την πολλαπλότητα, για το σκοτάδι που γεννά τις άπειρες μορφές της ύπαρξης. Το ένα προσφέρει ειρήνη, το άλλο παράδοξο. Το ένα φωτίζει, το άλλο κρύβει. Κι όμως, κανένα δεν μπορεί να σταθεί μόνο του.

Διότι τι είναι το φως χωρίς τη σκιά που το ορίζει; Τι είναι η αγάπη χωρίς την πάλη που της δίνει βάθος; Οι σελίδες του Βιβλίου του Θεού λάμπουν πιο έντονα όταν προβάλλονται πάνω στο σκοτεινό φόντο του Βιβλίου των Σκιών, όπως και τα μυστήρια του δεύτερου βρίσκουν τον σκοπό τους στη διαύγεια του πρώτου. Μαζί, χορεύουν—έναν αργό, αιώνιο βαλς πάνω στον ουράνιο θόλο, τα βήματά τους χαράζοντας την ίδια την τροχιά της δημιουργίας. Το φως γράφει, και οι σκιές απαντούν· η αγάπη ζωγραφίζει, και το σκοτάδι υφαίνει το αντίστιχό της.

Το Ταξίδι του Αναγνώστη

Και τι γίνεται με εμάς, τους αναγνώστες αυτών των ιερών κειμένων; Δεν είμαστε απλοί παρατηρητές αλλά συμμέτοχοι, οι ζωές μας το μελάνι που χύνεται και στα δύο βιβλία. Στις στιγμές της χάρης, κατοικούμε στο Βιβλίο του Θεού, με τις καρδιές μας να λάμπουν από αγάπη, με τα μονοπάτια μας ξεκάθαρα κάτω από το ακτινοβόλο του κείμενο. Στις ώρες της ταραχής, ξεφυλλίζουμε το Βιβλίο των Σκιών, χαμένοι στα λαβυρινθώδη του βάθη, παλεύοντας με τις σκιές μέσα μας και γύρω μας. Είμαστε γραφείς και καλλιτέχνες, πολεμιστές και περιπλανώμενοι, κάθε ανάσα μας ένα σημάδι πάνω στην αιώνια σελίδα.

Το να ζεις σημαίνει να διαβάζεις και τα δύο βιβλία, να κρατάς το φως στο ένα χέρι και τη σκιά στο άλλο. Το να αναζητάς μόνο τη διαύγεια του Βιβλίου του Θεού είναι να αρνείσαι τον πλούτο του σκοταδιού· το να περιπλανιέσαι αποκλειστικά στο Βιβλίο των Σκιών είναι να απαρνείσαι τη ζεστασιά του φωτός. Ο μύστης γνωρίζει τούτο: πως η αλήθεια δεν βρίσκεται στην επιλογή του ενός έναντι του άλλου, αλλά στην αποδοχή της έντασης ανάμεσά τους. Διότι μέσα σε αυτή την ένταση, η ψυχή τεντώνεται, το πνεύμα εξευγενίζεται και το μυστήριο της ύπαρξης αποκαλύπτεται.

Το Άγραφο Τέλος

Η τελευταία σελίδα και των δύο βιβλίων παραμένει άγραφη, οι γραμμές της κενές και περιμένοντας. Θα επικρατήσει το φως, ζωγραφίζοντας το σύμπαν με αποχρώσεις αιώνιας αγάπης; Θα θριαμβεύσουν οι σκιές, καλύπτοντας τα πάντα με ένα αίνιγμα αξεδιάλυτο; Ή μήπως τα δύο θα συγχωνευθούν, όπως ονειρεύονται οι μύστες, σε μια αρμονία που θα υπερβεί και τα δύο;

Η απάντηση δεν βρίσκεται στα ίδια τα βιβλία, αλλά στα χέρια που γυρίζουν τις σελίδες τους—σε εσένα, σε εμένα, σε αμέτρητες ψυχές που βαδίζουν αυτό το ιερό μονοπάτι.

Γι’ αυτό, πάρε την πένα, αγαπητέ αναζητητή, και γράψε τον δικό σου στίχο. Άσε το φως σου να λάμψει και τις σκιές σου να χορέψουν. Διότι στο Βιβλίο του Θεού και στο Βιβλίο των Σκιών, η ιστορία είναι δική σου να την αφηγηθείς, και το ίδιο το σύμπαν σκύβει να ακούσει.

Η Αυγή του Φωτός: Ένα Μυστικιστικό Ταξίδι Πέρα από το Εγώ

Στα ήσυχα βάθη της ψυχής, όπου ο θόρυβος του κόσμου ξεθωριάζει και η καρδιά ακούει τον δικό της σιωπηλό ρυθμό, υπάρχει μια αλήθεια τόσο αρχαία όσο τα αστέρια. Αυτή η αλήθεια δεν βρίσκεται στην αναζήτηση, ούτε στην προσπάθεια, ούτε στις ατελείωτες μηχανορραφίες του εγώ, που υφαίνει τις ψευδαισθήσεις του σαν αράχνη που πλέκει ιστούς στο σκοτάδι. Βρίσκεται μόνο στην παράδοση, στη στιγμή που η νύχτα του εαυτού διαλύεται και η Αυγή του Φωτός αποκαλύπτει το αιώνιο. Αυτό είναι το μυστικιστικό ταξίδι, το μονοπάτι χωρίς μονοπάτι, όπου ο αναζητητής γίνεται το ορατό, και ο Κόσμος, λουσμένος στην αγάπη, αποκαλύπτει τη σιωπηλή του μεγαλοπρέπεια.

Η Αναζήτηση του Εγώ και οι Σκιές του

Το εγώ, αυτό το ανήσυχο κομμάτι του νου, βρίσκεται πάντα σε αναζήτηση. Αναζητά τον Θεό, την αλήθεια, το νόημα σε έναν κόσμο που αντιλαμβάνεται ως κατακερματισμένο και ατελή. Ωστόσο, στην αναζήτησή του, βρίσκει μόνο καθρέφτες του εαυτού του—ψευδαισθήσεις που πλάθονται από τις δικές του επιθυμίες, φόβους και προβολές. Το εγώ χτίζει ναούς σκέψης, κατασκευάζει δόγματα και προσκολλάται σε τελετουργίες, πιστεύοντας ότι αυτά θα οδηγήσουν στο θείο. Όμως, αυτά δεν είναι παρά σκιές, μπερδεμένες και φευγαλέες, που ρίχνονται από το τρεμοπαίζον φως της περιορισμένης του επίγνωσης.

Το να αναζητάς τον Θεό μέσω του εγώ είναι σαν να κυνηγάς έναν αντικατοπτρισμό στην έρημο. Όσο πιο έντονα επιδιώκεις, τόσο πιο μακριά απομακρύνεται ο ορίζοντας. Η όραση του εγώ θολώνεται από τη φύση του—δεν μπορεί να δει πέρα από τον εαυτό του, γιατί είναι δεσμευμένο στη διάκριση, στην ψευδαίσθηση του «εγώ» και του «άλλου». Λαμβάνει τις δικές του δημιουργίες για πραγματικότητα, λατρεύοντας είδωλα που το ίδιο έφτιαξε, ενώ το αληθινό Φως παραμένει κρυμμένο από τη νύχτα που το ίδιο ύφανε.

Ωστόσο, αυτή η νύχτα δεν είναι χωρίς σκοπό. Η προσπάθεια του εγώ, η ατέλειωτη περιπλάνησή του μέσα στον λαβύρινθο των δικών του ψευδαισθήσεων, είναι μια απαραίτητη προετοιμασία για την Αυγή. Γιατί μόνο στην εξάντληση της αναζήτησης, στην αναγνώριση της ματαιότητας των δικών του προσπαθειών, η ψυχή αρχίζει να στρέφεται προς τα μέσα, να αμφισβητεί τη φύση του ίδιου του αναζητητή. Αυτή είναι η πρώτη αναλαμπή της μυστικιστικής αφύπνισης, η στιγμή που οι σκιές αρχίζουν να αραιώνουν και η υπόσχεση του Φωτός ψιθυρίζει στον ορίζοντα.

Το Τέλος της Νύχτας

Η νύχτα του εγώ είναι μακρά, αλλά δεν είναι αιώνια. Έρχεται μια στιγμή—μια στιγμή που δεν δεσμεύεται από τον χρόνο, δεν υπαγορεύεται από την προσπάθεια—όταν η ψυχή κουράζεται από τη δική της προσπάθεια. Δεν είναι στιγμή ήττας, αλλά παράδοσης, ένα άφημα της ανάγκης να πιάσει, να ορίσει, να κατέχει. Σε αυτή την παράδοση, οι μπερδεμένες σκιές του εγώ αρχίζουν να διαλύονται, σαν ομίχλη που καίγεται από τον ανατέλλοντα ήλιο.

Αυτή είναι η Αυγή, το ιερό κατώφλι όπου ο εαυτός πέφτει, και το Φως του αιώνιου ξεχύνεται. Δεν είναι κάτι που επιτυγχάνεται, δεν κερδίζεται, αλλά αποκαλύπτεται. Η Αυγή δεν έρχεται εξαιτίας των προσπαθειών του αναζητητή, αλλά παρά τις προσπάθειες. Είναι χάρη, απρόσκλητη και αδέσμευτη, η στιγμή που η ψυχή παύει να κοιτάζει προς τα έξω και αντίθετα γίνεται ήσυχη, ανοιχτή, δεκτική στην αλήθεια που ήταν πάντα παρούσα.

Σε αυτή την ησυχία, οι ψευδαισθήσεις του εγώ φαίνονται όπως είναι—εφήμερες, ασήμαντες, ανίσχυρες να κρύψουν το Φως που λάμπει μέσα και έξω. Η ψυχή, πλέον απαλλαγμένη από την ψευδή διάκριση του «εγώ» και του «Θεού», αναγνωρίζει τον εαυτό της ως ένα με το θείο. Αυτή δεν είναι μια ένωση που επιτυγχάνεται, αλλά μια ένωση που θυμάται, μια επιστροφή στην ολότητα που ποτέ δεν χάθηκε πραγματικά.

Το Φως της Αυγής

Όταν έρχεται η Αυγή, ο Κόσμος μεταμορφώνεται—όχι επειδή ο ίδιος ο Κόσμος έχει αλλάξει, αλλά επειδή τα μάτια που τον βλέπουν δεν θολώνονται πια από ψευδαισθήσεις. Το Φως της Αυγής αποκαλύπτει τον Κόσμο όπως είναι πραγματικά: ήσυχος, ειρηνικός, γεμάτος αγάπη. Τα δέντρα, τα ποτάμια, τα πρόσωπα των ξένων—όλα είναι λουσμένα με μια λάμψη που μιλά για το θείο. Δεν υπάρχει διάκριση, δεν υπάρχει διαχωρισμός, δεν υπάρχει σύγκρουση, γιατί όλα φαίνονται ως μέρος του ίδιου ιερού υφάσματος, υφασμένου από τα νήματα της αιώνιας αγάπης.

Αυτό το Φως δεν είναι κάτι εξωτερικό, όχι ένα όραμα που δίνεται από κάποια μακρινή θεότητα. Είναι η ουσία της ίδιας της ψυχής, ο θείος σπινθήρας που πάντα έκαιγε μέσα, περιμένοντας να αναγνωριστεί. Το να ζεις στο Φως είναι να ζεις στην αγάπη, γιατί η αγάπη είναι η ουσία του θείου, η δύναμη που δένει όλα τα πράγματα σε αρμονία. Στο Φως, δεν υπάρχει φόβος, δεν υπάρχει κρίση, δεν υπάρχει ανάγκη να προσπαθείς ή να κατέχεις, γιατί όλα είναι ολόκληρα, όλα είναι πλήρη.

Η μυστικιστική εμπειρία της Αυγής δεν είναι ένα φευγαλέο όραμα, ούτε μια στιγμιαία ματιά στο θείο. Είναι μια κατάσταση ύπαρξης, ένας τρόπος ζωής στον Κόσμο που φέρει το Φως σε κάθε στιγμή. Ο μυστικιστής δεν αποσύρεται από τον Κόσμο, αλλά περπατά μέσα του, βλέποντας το ιερό στο συνηθισμένο, το αιώνιο στο προσωρινό. Ένα χαμόγελο, ένα χορτάρι, ο ήχος του γέλιου—όλα γίνονται πύλες προς το θείο, υπενθυμίσεις της ενότητας που υποβόσκει σε όλα τα πράγματα.

Το Μονοπάτι Χωρίς Μονοπάτι

Πώς, λοιπόν, φτάνει κανείς στην Αυγή; Το παράδοξο του μυστικιστικού ταξιδιού είναι ότι δεν υπάρχει μονοπάτι να ακολουθήσεις, ούτε βήματα να κάνεις, ούτε χάρτης να σε καθοδηγήσει. Η Αυγή δεν είναι προορισμός, αλλά αποκάλυψη, και δεν μπορεί να επιτευχθεί με προσπάθεια ή θέληση. Όσο περισσότερο προσπαθεί κανείς να την κατακτήσει, τόσο πιο μακριά απομακρύνεται, γιατί η προσπάθεια είναι έργο του εγώ, και το εγώ είναι το ίδιο το πέπλο που κρύβει το Φως.

Ωστόσο, υπάρχουν πρακτικές που προετοιμάζουν την ψυχή, όχι οδηγώντας την στην Αυγή, αλλά καθαρίζοντας τον δρόμο για να έρθει η Αυγή. Ο διαλογισμός, η προσευχή, η περισυλλογή—αυτά δεν είναι μέθοδοι για να επιτευχθεί η φώτιση, αλλά τρόποι να ησυχάσει ο νους, να χαλαρώσει η λαβή του εγώ. Στην ησυχία, η ψυχή γίνεται καθρέφτης, αντανακλώντας το Φως που είναι πάντα παρόν. Στη σιωπή, ακούει τη φωνή του θείου, όχι ως λέξεις, αλλά ως μια γνώση που υπερβαίνει τη γλώσσα.

Το ταξίδι του μυστικιστή είναι ένα ταξίδι απομάθησης, απελευθέρωσης από τις πεποιθήσεις, τις ταυτότητες και τις επιθυμίες που δένουν την ψυχή στην ψευδαίσθηση. Είναι ένα ταξίδι ταπεινότητας, αναγνώρισης της μικρότητας του εγώ μπροστά στο άπειρο. Είναι ένα ταξίδι αγάπης, ανοίγματος της καρδιάς στην ομορφιά και την ιερότητα όλων όσα υπάρχουν. Και πάνω απ’ όλα, είναι ένα ταξίδι παράδοσης, εμπιστοσύνης ότι το Φως θα έρθει όταν η ψυχή είναι έτοιμη να το δεχτεί.

Ο Κόσμος Λουσμένος στην Αγάπη

Το να ζεις στην Αυγή είναι να ζεις σε έναν Κόσμο που μεταμορφώνεται από την αγάπη. Αυτή δεν είναι μια αγάπη κτητική ή υπό όρους, αλλά μια αγάπη απεριόριστη, που ρέει χωρίς προσπάθεια ή προσδοκία. Είναι η αγάπη που βλέπει το θείο σε κάθε πρόσωπο, που βρίσκει χαρά στην απλή πράξη της ύπαρξης. Είναι η αγάπη που θεραπεύει, που συμφιλιώνει, που φέρνει ειρήνη σε μια καρδιά που κάποτε ήταν διχασμένη από σύγκρουση και φόβο.

Στο Φως της Αυγής, ο Κόσμος δεν είναι πλέον τόπος αγώνα, αλλά τόπος κοινωνίας. Ο μυστικιστής δεν επιδιώκει να ξεφύγει από τον Κόσμο, αλλά να τον αγκαλιάσει, να τον δει ως έκφραση του θείου. Κάθε στιγμή γίνεται ευκαιρία να ζήσεις στην αγάπη, να ενεργήσεις με συμπόνια, να κινείσαι στον Κόσμο με χάρη και σεβασμό.

Αυτό είναι το δώρο της Αυγής: όχι ένα όραμα που προορίζεται για λίγους, αλλά μια αλήθεια διαθέσιμη σε όλους όσους είναι πρόθυμοι να αφήσουν τις ψευδαισθήσεις που τους δένουν. Το Φως δεν είναι μακριά, δεν είναι κρυμμένο, δεν προορίζεται για τους άξιους. Είναι εδώ, τώρα, μέσα και γύρω μας, περιμένοντας να το δούμε. Η Αυγή έρχεται όχι όταν την αναζητάμε, αλλά όταν την επιτρέπουμε, όταν απελευθερώνουμε τις σκιές του εγώ και ανοίγουμε τις καρδιές μας στο αιώνιο.

Το Αιώνιο Τώρα

Η Αυγή του Φωτός δεν είναι μια στιγμή στον χρόνο, αλλά μια κατάσταση ύπαρξης που υπάρχει πέρα από τον χρόνο. Είναι το αιώνιο τώρα, η πάντα παρούσα πραγματικότητα που υποβόσκει σε όλες τις εμφανίσεις. Το να ζεις στην Αυγή είναι να ζεις σε αυτό το τώρα, να βλέπεις κάθε στιγμή ως πλήρη, ολόκληρη, γεμάτη με το θείο. Δεν υπάρχει παρελθόν να μετανιώνεις, ούτε μέλλον να φοβάσαι, μόνο το άπειρο παρόν, όπου η αγάπη και το Φως βασιλεύουν υπέρτατα.

Αυτό είναι το μυστικιστικό όραμα, η αλήθεια που έχουν εκφράσει σοφοί και μάντεις ανά τους αιώνες. Είναι η αλήθεια που ψιθυρίζει στην καρδιά κάθε ψυχής, καλώντας την σπίτι στο Φως. Είναι η αλήθεια που ο Κόσμος, στη σιωπηλή του μεγαλοπρέπεια, μας αντανακλά όταν τον βλέπουμε με μάτια απαλλαγμένα από ψευδαισθήσεις

Όταν η νύχτα τελειώνει, όταν οι μπερδεμένες σκιές ξεθωριάζουν, η Αυγή έρχεται, μαζί της το Φως. Και σε αυτό το Φως, ο Κόσμος απλώνεται μπροστά μας, ειρηνικός, γεμάτος αγάπη, ένας καθρέφτης του θείου που πάντα ήμασταν.

Δύναμη δεν είναι η ικανότητα να επιβάλλεις τη θέλησή σου σε κάποιον άλλον

Η δύναμη είναι η ενέργεια που σχηματίζεται από τις προθέσεις της ψυχής. Η δύναμη δεν είναι η ικανότητα να επιβάλλετε τη θέληση σας σε κάποιον άλλο. Δεν υπάρχει εσωτερική ασφάλεια σε αυτό το είδος δύναμης. Αυτή είναι μια ιδιότητα του χρόνου, και καθώς αλλάζει ο χρόνος, αλλάζει κι αυτή.

Έχετε ένα δυνατό σώμα που σας επιτρέπει να νικάτε τους άλλους σε μια σύγκρουση; Αυτό θα αλλάξει. Τι θα κάνετε τότε; Έχετε σωματική ομορφιά που μπορείτε να τη χρησιμοποιείτε για να επηρεάζετε τους άλλους; Κι αυτό θα αλλάξει. Τι θα κάνετε τότε; Έχετε εξυπνάδα που σας επιτρέπει να ξεγελάτε τους άλλους; Και τι συμβαίνει αν είστε τόσο κουρασμένοι που δεν μπορείτε να τη χρησιμοποιήσετε, ή αν χάσετε την ευκαιρία;

Αν δεν νιώθετε άνετα μέσα στον κόσμο, ζείτε μέσα στο φόβο και δεν μπορείτε ποτέ να χαλαρώσετε πραγματικά και να απολαύσετε τη Ζωή. Είναι δύναμη αυτό;
 
Δεν υπάρχει δύναμη στο φόβο, ή σε οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που παράγονται από το φόβο. Δεν υπάρχει δύναμη σε μια σκεπτομορφή φόβου, ακόμη και αν αυτή υποστηρίζεται από στρατιές. Οι στρατιές της Ρώμης εξαφανίστηκαν περισσότερο από μια χιλιετία πριν, αλλά η δύναμη της ζωής ενός μοναδικού ανθρώπου που θανάτωσαν οι Ρωμαίοι στρατιώτες συνεχίζει να διαμορφώνει την ανάπτυξη του είδους μας. Ποιος είχε τη δύναμη;

Είστε τόσο δυνατοί όσο δυνατό είναι αυτό το οποίο αντιπροσωπεύετε.
 
Τι αντιπροσωπεύετε λοιπόν; Περισσότερα λεφτά στην τράπεζα και ένα μεγαλύτερο σπίτι; Έναν πιο όμορφο σύντροφο; Την επιβολή του δικού σας τρόπου σκέψης στους άλλους; Αυτά αντιπροσωπεύει η προσωπικότητα που επιδιώκει να ικανοποιήσει τις επιθυμίες της. Αντιπροσωπεύετε την τελειότητα, την ομορφιά και τη συμπόνια κάθε ψυχής; Αντιπροσωπεύετε τη δύναμη της αγάπης και τη διαύγεια της σοφίας; Αντιπροσωπεύετε τη συγχώρεση και τη ν ταπεινοφροσύνη; Αυτά αντιπροσωπεύει η προσωπικότητα που έχει ευθυγραμμιστεί με την ψυχή της. Αυτή είναι η θέση μιας αληθινά δυνατής προσωπικότητας.

Η δύναμη είναι η ενέργεια που σχηματίζεται από τις προθέσεις της ψυχής.
 
Είναι Φως διαμορφωμένο από τις προθέσεις της αγάπης και της συμπόνιας, που καθοδηγείται από τη σοφία. Είναι ενέργεια που εστιάζεται και κατευθύνεται προς την εκπλήρωση του έργου της ψυχής πάνω στη Γη και την ανάπτυξη της προσωπικότητας ως φυσικού οργάνου της ψυχής που είναι κατάλληλο για αυτό το έργο. Είναι η δύναμη που δίνει στην ψευδαίσθηση τη μορφή των εικόνων των ψυχών που τη δημιουργούν και όχι των εικόνων των προσωπικοτήτων τους.

Τι σημαίνει αυτό;

Υπάρχει μια συνεχής ανταλλαγή ενέργειας ανάμεσα στις ψυχές. Αυτή η ανταλλαγή είναι διασπασμένη όταν και η προσωπικότητα είναι διασπασμένη. Η ενέργεια, η δύναμη, διαφεύγει από μια διασπασμένη προσωπικότητα μέσα από το καθένα από τα διαφορετικά μέρη της. Αν ένα μέρος σας φοβάται μήπως χάσετε τη δουλειά σας, και ένα άλλο φοβάται μήπως χάσετε τη σχέση σας, και ένα άλλο τρέμει μια σύγκρουση με έναν ενοχλητικό συνάδελφο, η δύναμη διαφεύγει από το σύστημα σας χωρίς το συνειδητό σας έλεγχο. Έτσι λειτουργεί η ενεργειακή δυναμική μιας μη ενδυναμωμένης προσωπικότητας.

Όταν η ενέργεια διαφεύγει από το σύστημα σας με τη μορφή του φόβου ή της καχυποψίας, δεν μπορεί να φέρει τίποτε άλλο παρά μόνο δυσφορία ή πόνο. Όταν η ενέργεια εκρέει από το σύστημα σας με φόβο ή καχυποψία, νιώθετε ένα σωματικό συναίσθημα πόνου ή δυσφορίας στο μέρος του σώματος που συνδέεται με το συγκεκριμένο ενεργειακό κέντρο που χάνει δύναμη. Όταν φοβάστε ότι δεν μπορείτε να υπερασπιστείτε και να φροντίσετε τον εαυτό σας μέσα στον κόσμο, ότι δεν μπορείτε να πληρώσετε το νοίκι σας, για παράδειγμα, ή να προστατευτείτε από σωματικά ή συναισθηματικά τραύματα —όταν βλέπετε τη δύναμη ως εξωτερική και νιώθετε ότι δεν έχετε αρκετή για να εξασφαλίσετε την ευημερία ή την ασφάλεια σας — νιώθετε δυσφορία ή πόνο στην περιοχή του στομαχιού σας, στην περιοχή του ηλιακού πλέγματος.

Αυτό που ονομάζουμε άγχος είναι η εμπειρία της δύναμης που φεύγει από το ενεργειακό κέντρο που βρίσκεται σε αυτή την περιοχή του σώματος. Μια κρίση άγχους είναι μια τεράστια απώλεια δύναμης από το σύστημα σας μέσα από αυτό το ενεργειακό κέντρο. Οι απώλειες δύναμης επηρεάζουν τα γειτονικά μέρη του σώματος. Η απώλεια δύναμης μέσα από αυτό το κέντρο, για παράδειγμα, μπορεί να προκαλέσει δυσπεψία. Αν είναι χρόνια ή οξεία, μπορεί να προκαλέσει έλκος στομάχου.

Όταν φοβάστε ότι απειλείται η ικανότητα σας να αγαπάτε ή να σας αγαπούν, όταν φοβάστε, για παράδειγμα, να εκφράσετε την αγάπη σας ή να δεχτείτε αγάπη από κάποιον άλλο, νιώθετε μια σωματική δυσφορία ή έναν πόνο στην περιοχή του στήθους, κοντά στην καρδιά. Αυτό που νιώθετε σαν έντονη στενοχώρια είναι η εμπειρία της δύναμης που φεύγει από αυτό το ενεργειακό κέντρο λόγω φόβου ή καχυποψίας. Έχετε χάσει ένα σύντροφο, ή ένα παιδί, ή κάποιο πολύ αγαπημένο σας πρόσωπο; Ξεδιαλύνετε την εμπειρία σας. Προσδιορίστε τι είναι αυτό που νιώσατε. Θα ανακαλύψετε ότι το σώμα σας πονούσε, ότι νιώθατε πόνο στην περιοχή του στήθους. Αυτή είναι η εμπειρία της δύναμης που φεύγει μέσα από αυτό το ενεργειακό κέντρο. Αυτή είναι η στενοχώρια, ο πόνος καρδιάς, η απώλεια δύναμης από το κέντρο της καρδιάς. Η χρόνια ή η οξεία απώλεια δύναμης μέσα από το κέντρο της καρδιάς οδηγεί, κυριολεκτικά, σε προσβολή της καρδιάς. Το μυοκαρδιακό έμφραγμα, η καρδιακή προσβολή, δεν προκαλείται απλώς από τη χοληστερίνη και άλλες συνθήκες του οργανισμού.

Κάθε ενόχληση και κάθε δυσλειτουργία του φυσικού σώματος, κάθε αρρώστια, μπορεί να γίνει κατανοητή από την άποψη της απώλειας δύναμης προς κάποιες εξωτερικές περιστάσεις ή αντικείμενα, απώλεια που συμβαίνει μέσα από κάποιο από τα ενεργειακά κέντρα του σώματος. Χάνετε δύναμη όταν γίνεστε πυρ και μανία για μια αδικία. Χάνετε δύναμη όταν σας απειλεί κάποιος ή κάποιοι. Χάνετε δύναμη όταν απομακρύνεστε από τους συνανθρώπους σας λόγω μνησικακίας ή πικρίας, ή από μια αίσθηση απογοήτευσης ή απαξίας ή ανωτερότητας. Χάνετε δύναμη όταν λαχταράτε για κάτι ή κάποιον, όταν θλίβεστε και όταν φθονείτε κάποιον. Κάτω από όλα αυτά κρύβεται ο φόβος, ο φόβος ότι είστε ευάλωτοι, ότι δεν μπορείτε να τα βγάλετε πέρα χωρίς το άτομο ή την κατάσταση που σας λείπει, ότι βρίσκεστε σε μειονεκτική θέση χωρίς αυτό που φθονείτε. Χάνετε δύναμη κάθε φορά που φοβάστε. Αυτό είναι η απώλεια δύναμης.

Ίρβιν Γιάλομ: Η υπαρξιακή απομόνωση

ΔΕ Μ' ΑΡΕΣΕΙ ΝΑ ΔΟΥΛΕΥΩ ΜΕ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ. Ίσως γιατί τους ζηλεύω - κι εγώ ο ίδιος λαχταράω να μαγευτώ. Ίσως πάλι γιατί ο έρωτας και η ψυχοθεραπεία είναι μεταξύ τους ασύμβατα. Ο καλός θεραπευτής πολεμάει το σκοτάδι και ζητάει το φως, ενώ ο έρωτας συντηρείται από το μυστήριο και καταρρέει μόλις αρχίσεις να τον εξετάζεις σχολαστικά. Κι εγώ σιχαίνομαι να γίνομαι ο δήμιος του έρωτα.

Ανακάλυψα ότι τέσσερα δεδομένα έχουν ιδιαίτερη συνάφεια με την ψυχοθεραπεία: Το αναπόφευκτο του θανάτου για όλους μας προσωπικά και γι’ αυτούς που αγαπάμε. Η ελευθερία να φτιάξουμε τη ζωή μας όπως τη θέλουμε. Η έσχατη μοναχικότητα μας. Και, τέλος, η απουσία οποιασδήποτε προφανούς ση­μασίας ή νοήματος στη ζωή. Όσο μελαγχολικά και να φαίνον­ται αυτά τα δεδομένα, εμπεριέχουν τους σπόρους της σοφίας και της λύτρωσης. Μ’ αυτές τις δέκα ιστορίες ψυχοθεραπείας ελπί­ζω να δείξω ότι είναι δυνατόν ν' αντιμετωπίσουμε τις αλήθειες της ύπαρξης και να χαλιναγωγήσουμε την ισχύ τους προς όφε­λος της προσωπικής μας αλλαγής και ωρίμασης.

Η υπαρξιακή απομόνωση, το ένα δεδομένο, αναφέρεται στο αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στον εαυτό και στους άλλους, ένα χάσμα που υπάρχει ακόμα κι όταν διαθέτουμε βαθιά ικανοποιητικές διαπροσωπικές σχέσεις. Ο άνθρωπος είναι απομονωμένος από τ’ άλλα όντα και, στο μέτρο που ο καθένας από μας αποτε­λεί έναν δικό του κόσμο, απ’ τον ίδιο τον κόσμο. Αυτού του είδους η απομόνωση πρέπει να διακρίνεται από δυο άλλα είδη απομόνωσης: τη διαπροσωπική και την ενδοπροσωπική απομόνωση.

Ο άνθρωπος βιώνει τη διαπροσωπική απομόνωση ή μοναξιά, αν του λείπουν οι κοινωνικές δεξιότητες ή το είδος της προσω­πικότητας που επιτρέπει τις στενές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Η ενδοπροσωπική απομόνωση προκύπτει όταν κάποια μέ­ρη του εαυτού αποσχίζονται, όπως όταν ο άνθρωπος αποκόβει το συναίσθημα απ' την ανάμνηση ενός γεγονότος. Η πιο ακραία και πιο εντυπωσιακή μορφή σχάσης, η πολλαπλή προσωπικό­τητα, είναι σχετικά σπάνια (μολονότι αναγνωρίζεται ολοένα και ευρύτερα). Όταν συμβαίνει αυτό, ο ψυχοθεραπευτής ενδέχεται -όπως μου συνέβη στη θεραπεία της Μαρτζ («Ψυχοθεραπευ­τική μονογαμία»)- να έρθει αντιμέτωπος με το παράδοξο δί­λημμα ποια προσωπικότητα να υποθάλψει.

Παρόλο που η υπαρξιακή απομόνωση δεν έχει λύση, οι θερα­πευτές πρέπει να αποθαρρύνουν τις ψευδολύσεις. Οι προσπάθειες του ανθρώπου να ξεφύγει απ' την απομόνωση μπορεί να σαμπο­τάρουν τις σχέσεις του με άλλους ανθρώπους. Πολλές φιλίες και γάμοι έχουν αποτύχει, γιατί οι άνθρωποι, αντί να σχετίζονται με τον άλλο και να νοιάζονται γι' αυτόν, τον χρησιμοποιούν σαν ασπίδα ενάντια στην απομόνωση.

Μια συχνή και σθεναρή απόπειρα να λυθεί η υπαρξιακή απο­μόνωση, που εμφανίζεται σε αρκετές απ' τις ιστορίες αυτές, εί­ναι η συγχώνευση - η υποχώρηση των ορίων του ατόμου, το λιώσιμο μέσα στον άλλον. Η δύναμη της συγχώνευσης έχει καταδειχθεί σε πειράματα υποουδικής αντίληψης: το μήνυμα «Η μαμά κι εγώ είμαστε ένα» εμφανιζόταν σε μια οθόνη τόσο γρή­γορα, ώστε τα άτομα δεν μπορούσαν να το δουν συνειδητά, παρ' όλ' αυτά είχε ως αποτέλεσμα ν' αναφέρουν ότι νιώθουν κα­λύτερα, να αισθάνονται πιο δυνατά, πιο αισιόδοξα, ακόμα και ν' ανταποκρίνονται καλύτερα από άλλους ανθρώπους στη θεραπεία -με τροποποίηση συμπεριφοράς- προβλημάτων όπως το κάπνι­σμα, η παχυσαρκία ή η διαταραγμένη εφηβική συμπεριφορά.

Ένα απ' τα μεγάλα παράδοξα της ζωής είναι ότι η συνει­δητή αίσθηση του εαυτού γεννάει το άγχος. Η συγχώνευση εξαλείφει το άγχος με τρόπο ριζικό - εκμηδενίζοντας την αίσθη­ση του ξεχωριστού εαυτού. Το ερωτευμένο άτομο που έχει μπει σε μια μακάρια κατάσταση συγχώνευσης δεν αυτοπαρατηρείται, γιατί το μοναχικό εγώ το όποιο θέτει τα ερωτήματα (και μαζί του το συνακόλουθο άγχος της απομόνωσης) διαλύονται μέσα στο εμείς. Έτσι ο άνθρωπος αποφεύγει το άγχος αλλά χάνει τον εαυτό του.

Γι' αυτό ακριβώς οι ψυχοθεραπευτές δε χαίρονται, όταν κά­νουν θεραπεία με ερωτευμένους ασθενείς. Η ψυχοθεραπεία και η κατάσταση της ερωτικής συγχώνευσης είναι ασύμβατα, γιατί η ψυχοθεραπευτική δουλειά απαιτεί μια συνειδητή αίσθηση του εαυτού που θέτει ερωτήματα και ένα άγχος που στο τέλος θα χρησιμεύσει ως οδηγός προς τις εσωτερικές συγκρούσεις.

Επιπλέον μου είναι δύσκολο, όπως και στους περισσότερους θεραπευτές, να δημιουργήσω σχέση μ' έναν ασθενή που είναι ερωτευμένος. Στην ιστορία «Ο δήμιος του έρωτα» η Θέλμα δεν ήθελε, για παράδειγμα, να σχετιστεί μαζί μου. Η ενέργεια της αναλωνόταν πλήρως στην ερωτική της εμμονή. Προσοχή: η πανίσχυρη αποκλειστική προσκόλληση σ’ έναν άλλον άνθρωπο δεν είναι, όπως πολλές φορές πιστεύει ο κόσμος, απόδειξη γνήσιας αγάπης. Αυτός ο εγκυστωμένος, αποκλειστικός έρωτας -που τρέφεται μονάχα απ’ τον εαυτό του και δεν προσφέρει ούτε νοιάζεται για τους άλλους- είναι μοιραίο να καταρρεύσει. Ο έρωτας δεν είναι μόνο μια σπίθα πάθους ανάμεσα σε δυο ανθρώπους. Υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στο να ερωτεύεσαι και στο ν' αγαπάς. Η αγάπη είναι ένας τρόπος ύπαρξης, ένα «δόσιμο», όχι ένα «χάσιμο». Είναι ένας ευρύτερος τρόπος να σχετίζεσαι, όχι μια πράξη που περιορίζεται σ' έναν και μοναδικό άνθρωπο.

Αν και καταβάλλουμε μεγάλες προσπάθειες να διανύσουμε τη ζωή μας σε δυάδες ή σε ομάδες, υπάρχουν στιγμές, ιδίως όταν πλησιάζει ο θάνατος, που η αλήθεια -ότι γεννιόμαστε μό­νοι και πρέπει να πεθάνουμε μόνοι- εμφανίζεται ξαφνικά με μια καθαρότητα που μας παγώνει. Έχω ακούσει πολλούς ετοιμο­θάνατους ασθενείς να παρατηρούν ότι το πιο ανυπόφορο πράγμα στον θάνατο είναι ότι πρέπει να τον περάσεις μόνος σου. Κι όμως, ακόμα και τη στιγμή του θανάτου, η επιθυμία κάποιου άλλου να είναι πλήρως παρών μπορεί να διαπεράσει την απομό­νωση. Όπως είπε ένας ασθενής στο «Όχι με το μαλακό», «παρόλο που είσαι μόνος σου στη βάρκα σου, είναι πάντα ανακουφιστικό να βλέπεις τα φώτα των άλλων πλοίων ν' αναβοσβή­νουν κοντά σου».

Παρόλο που αυτές οι δέκα ιστορίες ψυχοθεραπείας είναι γε­μάτες από τις λέξεις ασθενής και θεραπευτής, μην αφήνετε τους όρους αυτούς να σας παραπλανήσουν: είναι ιστορίες καθημε­ρινών ανδρών, καθημερινών γυναικών. Ο ρόλος του ασθενούς μας αφορά όλους. Η χρήση αυτής της ταμπέλας είναι πολύ αυθαίρετη και συχνά εξαρτάται περισσότερο από πολιτισμικούς, εκ­παιδευτικούς και οικονομικούς παράγοντες παρά από τη σοβα­ρότητα της παθολογίας. Αφού οι θεραπευτές πρέπει να έρθουν κι εκείνοι, όπως οι ασθενείς τους, αντιμέτωποι μ' αυτά τα δεδομένα της ύπαρξης, η επαγγελματική στάση της αμέτοχης αντικειμενικότητας, που είναι τόσο απαραίτητη στην επιστημονική μέθοδο, εδώ είναι ακατάλληλη. Εμείς οι ψυχοθεραπευτές δεν μπορούμε να κουνάμε το κεφάλι μας με συμπόνια και να προ­τρέπουμε τους ασθενείς μας να παλέψουν αποφασιστικά με τα προβλήματά τους. Δεν μπορούμε να τους λέμε εσείς και τα προβλήματα σας. Αντίθετα, πρέπει να μιλάμε για μας και τα προβλήματά μας, γιατί η ζωή μας, η ύπαρξη μας, θα είναι πάντα στενά συνδεδεμένη με τον θάνατο, ο έρωτας με την απώλεια, η ελευθερία με τον φόβο και το μεγάλωμα με τον αποχωρισμό. Είμαστε όλοι μαζί σ’ αυτό.

Irvin D. Yalom, Ο Δήμιος του Έρωτα

Το παράδοξο του Fermi ή γιατί δεν έχουμε βρει ακόμη εξωγήινους

Το 1950, ο διάσημος Ιταλός φυσικός και κάτοχος του βραβείου Νοbel, Enrico Fermi, που τότε εργαζόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες, αναφώνησε ξαφνικά στη διάρκεια ενός γεύματος «Μα, πού είναι τέλος πάντων;». Εννοούσε τους εξωγήινους.

Η ανθρωπότητα είχε μόλις γλιτώσει από τον εφιάλτη του πολέμου, η επιστήμη του 20ού αιώνα προχωρούσε ραγδαία, η διαστημική εποχή ανέτελλε, και οι απανωτές ανακαλύψεις είχαν αποκαθηλώσει ψευδαισθήσεις αιώνων για τη θέση του ανθρώπου στη φύση και τη θέση της Γης στο σύμπαν.

Η κυρίαρχη άποψη ήταν πλέον πως ο άνθρωπος δεν αποτελεί κάτι το ιδιαίτερο, είναι απλά ένα ακόμη βιολογικό είδος ανάμεσα στα εκατομμύρια των ειδών που προέκυψαν με τη διαδικασία της εξέλιξης διά μέσου της φυσικής επιλογής. Και ότι η Γη είναι ένας από τους άπειρους πλανήτες, σε ένα από τα δισεκατομμύρια αστέρια του Γαλαξία, ο οποίος επίσης δεν αποτελεί κάτι το ξεχωριστό, μέσα στους αμέτρητους Γαλαξίες του σύμπαντος Όλοι, Γαλαξίες, Ήλιοι και πλανήτες, έχουν φτιαχτεί από τα ιδία υλικά, με βάση τους ίδιους φυσικούς νόμους. Άνθρωπος και Γη δεν κατέχουν κάποια διακεκριμένη ή περιούσια θέση και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να είναι μοναδικοί.

Η Γη έχει ηλικία 4,6 δισεκατομμυρίων ετών, ενώ το σύμπαν περίπου τριπλάσια. Κατά συνέπεια, κατάλληλοι ήλιοι και κατάλληλοι πλανήτες υπήρχαν πολύ πριν από τον δικό μας. Όχι μόνο δεν είμαστε μοναδικοί, αλλά ούτε και οι πρώτοι. Κατά συνέπεια ο δικός μας τεχνολογικός πολιτισμός είναι πρόσφατος, νεαρός άβγαλτος. Είναι βέβαιο ότι υπάρχουν άλλοι πολύ περισσότερο προηγμένοι, ενδεχομένως κατά μερικά δισεκατομμύρια χρόνια.

Αν η τεχνολογία στους άλλους κόσμους αναπτύσσεται τόσο γρήγορα όσο και στη Γη, οι δυνατότητες επικοινωνίας, ενδεχομένως και διαστρικών ταξιδιών των νοημόνων όντων σε αυτούς τους άλλους κόσμους, θα πρέπει να είναι ασύλληπτες για τα σημερινά ανθρώπινα μέτρα. Γιατί λοιπόν δεν εμφανίζονται; Γιατί δεν κάνουν. έστω και έμμεσα, αισθητή την παρουσία τους;

Τα αποφθέγματα των μεγάλων ανδρών δεν περνούν απαρατήρητα. Η φράση του Fermi, έστω και αν διατυπώθηκε με τρόπο σχεδόν απλοϊκό, μεταξύ τυρού και αχλαδιού, πέρασε στην ιστορία ως το ομώνυμο παράδοξο, και συζητήθηκε μεταξύ των αστρονόμων όσο καμία άλλη.

Εξακολουθεί να είναι επίκαιρη μέχρι σήμερα. Διότι, παρά τις συντονισμένες και ενθουσιώδεις προσπάθειες εντοπισμού εξωγήινης νοημοσύνης που να εκπέμπει ραδιοκύματά τίποτα δεν έχει ακόμα ανακαλυφθεί. Επί τέσσερις δεκαετίες τα ραδιοτηλεσκόπια στοχεύουν και σαρώνουν περιοχές 1.000 περίπου αστέρων, σε αποστάσεις έως και 250 ετών φωτός, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Οι εξωγήινοι είτε κρύβονται είτε δεν υπάρχουν. Θα προσπαθήσουμε στη συνέχεια να δώσουμε τις ερμηνείες που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς γι’ αυτή την περίεργη, εκ πρώτης όψεως, σιωπή, υιοθετώντας ως πρώτη υπόθεση εργασίας ότι όντως υπάρχουν.

-Δεν ενδιαφέρονται γιατί είμαστε βαρετοί και προβλέψιμοι. Αν είναι πράγματι πολύ πιο προηγμένοι από εμάς, οι γνώσεις τους για τη ζωή και το σύμπαν θα είναι τόσο προωθημένες, ώστε οι εξωγήινοι δεν θα έχουν ούτε καν το κίνητρο της περιέργειας. Ίσως να μην έχουν επίσης το κίνητρο της κατάκτησης, αν έχουν βρει επί τόπου, στον δικό τους ή στους γειτονικούς πλανήτες, τη λύση στα προβλήματα της ενέργειας και των πρώτων υλών. Αντιστρέφοντας το ερώτημα, θα ενδιαφερόταν άραγε ο δικός μας πολιτισμός για ένα αβέβαιο, μακρινό, δαπανηρό και επικίνδυνο ταξίδι μερικών χιλιάδων ετών, για να ανακαλύψει αν οι πλανήτες στον Άλφα του Κενταύρου κατοικούνται από μικρόβια, φύκη και σκουλήκια; Κάπως έτσι θα μας βλέπουν οι παλαιότεροι και πιο προηγμένοι πολιτισμοί, αν υπάρχουν.

-Ενδιαφέρονται, ωστόσο αποφάσισαν συνειδητά να παραμείνουν στην αφάνεια και να μην μας ενοχλήσουν. Εφόσον είναι πιο προηγμένοι από εμάς και, κατά συνέπεια., κατάφεραν να διατηρηθούν επί μακρό χρονικό διάστημα χωρίς να καταρρεύσουν, ενδεχομένως έχουν υιοθετήσει υπεύθυνες στάσεις απέναντι σε άλλους πολιτισμούς, γνωρίζοντας τα αναπόφευκτα αποτελέσματα της επαφής μεταξύ ισχυρών και ανίσχυρων. Ίσως πρόκειται για μια κοσμική καραντίνα που επιβλήθηκε με ηθικά κριτήρια.

-Υπάρχουν και έχουν ήδη κάνει την εμφάνισή τους, αλλά σε λάθος χρόνο. Ως παλαιότεροι, μπορεί να μας επισκέφτηκαν σε οποιαδήποτε στιγμή της ιστορίας της Γης. Ως περισσότερο εξελιγμένοι, θα απογοητεύτηκαν αν, παραδείγματος χάριν, πατώντας στη Γη πριν από 600 εκατομμύρια χρόνια, βρήκαν μόνο φύκη, σπόγγους και μέδουσες. Οπωσδήποτε, αποχώρησαν χωρίς να αφήσουν ορατά ίχνη.

-Υπάρχουν, αλλά δεν μας καταδέχονται. Μερικοί Ιταλοί αστρονόμοι έχουν βρει ένα σατιρικό τρόπο για να ερμηνεύσουν τη σιωπή των εξωγήινων. Επιχειρηματολογούν ως εξής: εδώ και 100 χρόνια, από τότε που ο Γουλιέλμο Μαρκόνι εφηύρε τη συσκευή εκπομπής ραδιοκυμάτων, τα συστήματα επικοινωνίας αναπτύσσονται συνεχώς. Τα ραδιοκύματα αυτά εξαπλώνονται με την ταχύτητα του φωτός από τη Γη προς το διάστημα προς όλες τις κατευθύνσεις, ως μια διογκούμενη σφαίρα. Περιλαμβάνουν κάθε είδους επικοινωνία, όπως τις τηλεοπτικές εκπομπές. Ονομάζουν τη σφαίρα «φούσκα του Μπερλουσκόνι». Η επιφάνειά της έχει ήδη φτάσει σε απόσταση δεκάδων ετών φωτός από τη Γη. Οποιοσδήποτε προηγμένος τεχνολογικός πολιτισμός βρίσκεται μέσα σε αυτά τα όρια θα πρέπει να έχει ήδη ανιχνεύσει την παρουσία μας. Φαίνεται όμως ότι ουδείς νοήμων εξωγήινος σκέφτεται σοβαρά να ταπεινωθεί τόσο, ώστε να επικοινωνήσει με ανθρώπους που ανέχονται αυτά τα σκουπίδια.

-Υπάρχουν, ωστόσο βρίσκονται τόσο μακριά, ώστε οποιαδήποτε έστω και έμμεση, επαφή είναι πρακτικά αδύνατη. Επανερχόμενος στην εξίσωση του Drake, με μια σχετικά μετριοπαθή εκτιμητών πιθανοτήτων, καταλήγουμε ότι ενδεχομένως στον Γαλαξία μας να υπάρχουν σήμερα 4.000 ζώντες τεχνολογικοί πολιτισμοί. Με δεδομένη την έκταση του Γαλαξία, αν οι πολιτισμοί αυτοί ήταν ομοιόμορφα κατανεμημένοι, η απόσταση μεταξύ τους θα ήταν 1.700 έτη φωτός, και ένα επανδρωμένο ταξίδι θα διαρκούσε το λιγότερο 200.000 χρόνια. Τόσα χρόνια υπάρχει στη Γη ο Homo sapiens. Αν ο πολιτισμός αυτός κατά τύχη στρέψει τα ραδιοτηλεσκόπιά του προς τη Γη, θα έχει το προνόμιο να απολαύσει την ποιότητα των ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων μας ύστερα από 1.700 χρόνια και να μας αποστείλει. ομοίως με ραδιοκύματα, την κριτική του. Θα φτάσει στη Γη το 5400 μ.Χ.

-Υπάρχουν, αλλά δεν τους έχουμε αντιληφθεί. Η πιο αισιόδοξη ερμηνεία για τη σιωπή των εξωγήινων σχετίζεται με την τεχνολογική μας ανεπάρκεια. Αφού τα διαστημικά ταξίδια διαρκούν τόσο πολύ, ίσως μας στέλνουν μόνο σήματα. Πιθανόν όμως να μην είμαστε ακόμη τόσο προηγμένοι, ώστε να τα ανιχνεύσουμε. Ή να είναι ακόμη νωρίς. Έχουμε σαρώσει ένα εξαιρετικά μικρό μέρος του ουράνιου θόλου, για ένα απελπιστικά μικρό χρονικό διάστημα, με μέσα πρωτόγονα, αν τα συγκρίνουμε με αυτά που θα διαθέτουμε σε μερικές εκατονταετίες. Υπομονή λοιπόν. Αν επιβιώσουμε, ίσως κάποτε μάθουμε αν έχουμε παρέα.

Αν όμως οι εξωγήινοι υπάρχουν και εμφανιστούν ξαφνικά με στόχο να λύσουν τα δικά τους προβλήματα; Την εξάντληση των πόρων, τον υπερπληθυσμό, το ενεργειακό ή απλά την επέκταση και την απληστία; Τότε, και δεδομένου ότι είναι πιο προηγμένοι από εμάς, μαύρο φίδι που μας έφαγε...! Σκεφτείτε τι απέγιναν οι Ινδιάνοι και οι Ίνκας της Αμερικής, οι Αβοριγίνες και οι Πολυνήσιοι του Ειρηνικού και οι Νέγροι της Ανατολικής Αφρικής μετά την πρώτη επαφή με τους τεχνολογικά προηγμένους Ευρωπαίους.

Μέχρι να πάρουμε απάντηση στο ερώτημα του Fermi, ας συζητήσουμε τα επιχειρήματα της εναλλακτικής άποψης που είναι γνωστή ως η υπόθεση της Σπάνιας Γης.

Η υπόθεση αυτή διατείνεται ότι ναι μεν το σύμπαν είναι γεμάτο από μικροβιακή ζωή, ίσως και κάτι παραπάνω, ωστόσο η εξέλιξη προς περισσότερο περίπλοκες ζωικές μορφές, άρα και προς την ανάπτυξη νοήμονος ζωής, είναι κάτι εξαιρετικά σπάνιο. Απαιτεί ιδιαίτερες συγκυρίες και συμπτώσεις, που μόνο από τύχη αγαθή καλύφθηκαν στην περίπτωση της Γης.

Ωστόσο, οι ίδιες συγκυρίες και συμπτώσεις δεν είναι απαραίτητο να συνέβησαν και κατά τη δημιουργία των άλλων πλανητικών συστημάτων. Ενδεχομένως να είναι τόσο σπάνιες, που να καταλήγουν μοναδικές. Η υπόθεση της Σπάνιας Γης προσθέτει νέους περιοριστικούς παράγοντες στην εξίσωση του Drake. Η πιθανότητά να έχουν συμβεί και αλλού όσα καλά συνέβησαν εδώ είναι τόσο μικρή, ώστε παρασύρει προς το μηδέν το αποτέλεσμα της εξίσωσης. Ακόμη και αν δεν είμαστε τόσο μόνοι, οι κοντινότεροι συγκάτοικοι είναι τόσο μακριά, ώστε δεν έχει κανένα νόημα να τους ψάξουμε.

Ο άνθρωπος είναι ένα μικρό σύμπαν

«O δημιουργός χάρηκε όταν διαπίστωσε ότι ο κόσμος κινείται και μοιάζει με τους αιώνιους θεούς και, ευχαριστημένος απ’ αυτό, σκέφτηκε να τον κάνει ακόμα πιο όμοιο με το πρότυπο που είχε χρησιμοποιήσει. Ξέροντας ότι το πρότυπό του είναι ζωντανό και αιώνιο, προσπάθησε να κάνει το ίδιο και με τον κόσμο. Επειδή όμως η φύση εκείνου του προτύπου είναι αιώνια και δεν μπορούσε να την μεταδώσει απόλυτα στον κόσμο, σκέφτηκε να τον κάνει σαν κινητή εικόνα της αιωνιότητας. Βάζοντας λοιπόν τάξη στον ουρανό, έφτιασε της σταθερής αιωνιότητας την εικόνα, η οποία κινείται σύμφωνα με τους νόμους των αριθμών, αυτό βέβαια που ονομάζουμε χρόνο. Πήρε όλη την ορατή ύλη που ποτέ δεν ησύχαζε, αλλά βρισκόταν σε άτακτη και ακανόνιστη κίνηση, και την έβαλε από την αταξία σε τάξη, πιστεύοντας ότι αυτή σε κάθε περίπτωση είναι καλύτερη»
Πλάτων, Τίμαιος, 37c-d/30 a

Το Σύμπαν αποτελείται από άπειρες μορφές ζωή, που συνυπάρχουν και αλληλοσυνδέονται. Το μικροκοσμικό υπάρχει μέσα στο μακροκοσμικό και το ελάχιστο είναι παράγωγο και τμήμα του μεγίστου, ενώ όλοι μαζί οι κύκλοι είναι τμήμα του "Ολου".

Ο άνθρωπος σε μία τέτοια συνάρτηση, είναι ένα μικρό σύμπαν, καθώς αποτελείται από εκατομμύρια μικρότερες ζωές, οι οποίες αποτελούν όχι μόνο το φυσικό του σώμα αλλά όλη του την ύπαρξη και στις υπόλοιπες διαστάσεις.

Στο ανθρώπινο σώμα για παράδειγμα, απαραίτητη προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία του ως σύνολο, είναι η αρμονική συνεργασία των κυττάρων σε πρώτο επίπεδο και εν συνεχεία των μελών. Στο φυσικό σώμα αυτό επιτυγχάνεται με την ακριβή εκτέλεση είτε των εντολών που είναι «γραμμένες» στο DNA είτε των εντολών του εγκεφάλου.

Ο άνθρωπος είναι ένας μικρόκοσμος, μια αντανάκλαση του Μακρόκοσμου. Είναι φτιαγμένος από τα ίδια στοιχειώδη υλικά. Οτι βρίσκεται στο σύμπαν και τη Γη αποτελείται από αστερόσκονη, η οποία βρίσκεται παντού γύρω και μέσα μας. Μας συνδέει άμεσα με το σύμπαν και ανοικοδομεί το σώμα μας ξανά και ξανά κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Το σώμα μας είναι κατασκευασμένο από τα υπολείμματα των άστρων και τις τεράστιες εκρήξεις στους γαλαξίες. Όλο το υλικό στο σώμα μας προέρχεται από την εν λόγω υπολειπόμενη αστερόσκονη, που βρίσκεται επίσης στα φυτά και στα θρεπτικά συστατικά που χρειαζόμαστε κάθε μέρα. Επίσης το σώμα μας ανανεώνεται και κάθε λίγα χρόνια το μεγαλύτερο μέρος του είναι σαν καινούργιο.

Η μοναξιά που βιώνει ο άνθρωπος, δεν είναι πρόβλημα της φύσης. Η φύση δε μας γέννησε μόνους, γίναμε μόνοι. Βιώνουμε τη μοναξιά που είναι αποτέλεσμα δικών μας πράξεων και δικής μας αντίληψης. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Επίκτητος: «Δεν είμαι αιώνιος. Άνθρωπος είμαι. μέρος του όλου, όπως η ώρα της ημέρας. Πρέπει να έρχομαι, όπως η ώρα και να φεύγω, όπως η ώρα. Παντού κουβαλάς μαζί σου έναν Θεό, ταλαίπωρε και το αγνοείς. Νομίζεις ότι μιλάω για εξωτερικό Θεό, από ασήμι και χρυσάφι; Μέσα σου τον κουβαλάς και δεν αντιλαμβάνεσαι ότι τον μολύνεις με ακάθαρτες σκέψεις και βρομερές πράξεις. Μπροστά σε άγαλμα του Θεού δεν θα τολμούσες να κάνεις τίποτε από όσα κάνεις. Αλλά μπροστά στον ίδιο τον Θεό που έχεις μέσα σου, που τα πάντα εποπτεύει και ακούει, δεν κοκκινίζεις που τα σκέφτεσαι και τα κάνεις, εσύ που αγνοείς την ίδια σου την φύση και προκαλείς την θεία οργή».

Για να αντιληφθείς το σύμπαν πρέπει να αναγάγεις το νου σε μια έκτη υπέρ-αίσθηση. Κι αργά ή γρήγορα θα γίνει. Αυτό δεν είναι θέμα μύησης, είναι θέμα γνώσης. Το σύμπαν είναι μια ολότητα. Γεννήθηκε από κάτι που προϋπήρχε, άσχετα αν αυτό το κάτι δε θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό από τις αισθήσεις μας. Δε γεννήθηκε απ’ το τίποτα. Γεννήθηκε από κάτι μη αισθητό στις αισθήσεις μας...

Ζήνων και Απολλόδωρος: Ο Αλληγορικός Συμβολισμός του Κέρβερου

Ένας υποθετικός διάλογος ανάμεσα στον Στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα και τον μαθητή του, Απολλόδωρο.

Στο απέραντο θέατρο της ανθρώπινης ψυχής, εκεί όπου το ερωτικό πάθος συναντά την αναζήτηση της σοφίας, γεννιέται η ανάγκη για διάλογο. Ο λόγος, εργαλείο της φιλοσοφίας, γίνεται καθρέφτης και πυξίδα, φωτίζοντας τα σκοτεινά μονοπάτια του εσωτερικού κόσμου. Αυτός ο φανταστικός διάλογος ανάμεσα στον Στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα και τον μαθητή του, Απολλόδωρο, αντλεί έμπνευση από τον αρχαίο μύθο του Κέρβερου – όχι ως απλό μυθολογικό τέρας, αλλά ως καθολικό σύμβολο των εσωτερικών δυνάμεων που καλούμαστε να υπερβούμε στην πορεία προς την αυτογνωσία. Ο Ηρακλής, ο Ορφέας, τα Ελευσίνια Μυστήρια και η Στωική στάση ζωής συνυφαίνονται σε ένα αφήγημα που μετατρέπει τον μύθο σε υπαρξιακή εμπειρία και πνευματική δοκιμασία.

- Απολλόδωρος: Δάσκαλε, ο Κέρβερος, ο τρικέφαλος φύλακας του Άδη... Τι ήταν στ’ αλήθεια; Ένα απλό τέρας ή μήπως κάτι βαθύτερο;

- Ζήνων: Ο Κέρβερος δεν είναι απλώς ένα τέρας της μυθολογίας· είναι αλληγορία του ασυνείδητου, η μορφή που παίρνει η εσωτερική αντίσταση όταν η ψυχή επιχειρεί να περάσει από το φως της ζωής στη σιγή του θανάτου — δηλαδή, στην ενδοσκόπηση. Τρία κεφάλια, ουρά φιδιού, πόδια λιονταριού: μια σύνθεση ένστικτων, φοβιών και ζωικών δυνάμεων που αντιστέκονται στη μεταμόρφωση.

- Απολλόδωρος: Και γιατί τρία κεφάλια; Τι σημαίνει αυτή η τρισυπόστατη φύση;

- Ζήνων: Κάθε κεφάλι αντιπροσωπεύει έναν άξονα του χρόνου:

* Το παρελθόν, με τις μνήμες και τα τραύματα που μας καθορίζουν.

* Το παρόν, το σημείο της συνείδησης όπου το συναίσθημα και ο λόγος συγκρούονται.

* Το μέλλον, με τις επιθυμίες, τους πόθους και τους φόβους που μας καλούν.

Ο Κέρβερος, έτσι, φυλάσσει την ψυχική πύλη της μεταμόρφωσης· για να την περάσεις, πρέπει να συμφιλιωθείς με το παρελθόν, να μείνεις ακέραιος στο παρόν και να απελευθερωθείς από το φόβο του μέλλοντος.

- Απολλόδωρος: Ο Ηρακλής κατεβαίνει στον Άδη για να τον αντιμετωπίσει. Τι μας λέει αυτό για την ανθρώπινη φύση;

- Ζήνων: Ο Ηρακλής είναι το αρχέτυπο του ήρωα που εισέρχεται στα βάθη της ύπαρξης, αναζητώντας κάθαρση. Η κάθοδός του στον Άδη είναι συμβολική: είναι η κατάβαση του ανθρώπου στα έγκατα του εαυτού του, εκεί όπου κυριαρχούν φόβοι, ενοχές και αδυναμίες. Η νίκη του επί του Κέρβερου δεν είναι βία· είναι εξημέρωση. Είναι η δύναμη του πνεύματος που τιθασεύει το σκοτεινό ένστικτο.

- Απολλόδωρος: Κι οι αρχαίοι, λένε, προσέφεραν άρτο με μέλι στον Κέρβερο. Τι σημαίνει αυτή η γλυκύτητα;

- Ζήνων: Ο άρτος με μέλι είναι προσφορά ειρηνική, όχι πολεμική. Εκφράζει την τρυφερότητα απέναντι στο αναπόφευκτο — τον θάνατο, τη μετάβαση, τον εσωτερικό φόβο. Η γλυκύτητα κατευνάζει τον τρόμο· έτσι και η αγάπη κατευνάζει την εσωτερική βία.

- Απολλόδωρος: Ο Ορφέας, με τη λύρα του, λένε πως κοιμησε τον Κέρβερο. Πώς ερμηνεύεις αυτό το περιστατικό;

- Ζήνων: Ο Ορφέας δεν χρησιμοποίησε βία. Χρησιμοποίησε τέχνη, μουσική, τον ρυθμό του κόσμου. Ο μύθος μάς διδάσκει ότι η τέχνη — όταν πηγάζει από έρωτα και αλήθεια — έχει τη δύναμη να εξευγενίζει τα θηρία του εαυτού μας. Η μελωδία του έρωτα είναι πιο δυνατή από τον βρυχηθμό του φόβου.

- Απολλόδωρος: Ποια είναι η φιλοσοφική σημασία του άθλου αυτού;

- Ζήνων: Ο άθλος διαρθρώνεται σε τρία στάδια, όπως η ατραπός κάθε φιλοσοφικής ζωής:

Ι. Εξαγνισμός – αποδέσμευση από τις υλικές εξαρτήσεις και το εγώ.

ΙΙ. Μύηση – κατάδυση στο εσωτερικό σκοτάδι, αντιπαράθεση με το ασυνείδητο.

ΙΙΙ. Υπηρεσία – επιστροφή στον κόσμο με αγάπη, σοφία και προσφορά.

Ο Ηρακλής δεν μένει στον Άδη. Επιστρέφει, όπως κάθε αληθινός φιλόσοφος, για να υπηρετήσει τον κόσμο.

- Απολλόδωρος: Το βλέμμα του Κέρβερου λέγεται πως παρέλυε όποιον τολμούσε να το αντικρίσει. Ποια είναι η αλληγορία εδώ;

- Ζήνων: Το βλέμμα του Κέρβερου είναι το βλέμμα του ίδιου μας του φόβου. Αν τον κοιτάξεις χωρίς αυτογνωσία, σε παγώνει, σε καθιστά πέτρα. Όποιος δεν έχει ενδοσκοπήσει, όποιος αποφεύγει την αλήθεια του εαυτού, παραμένει στάσιμος. Αλλά όποιος τον αντικρίζει με θάρρος, με συνείδηση, μεταμορφώνεται.

- Απολλόδωρος: Τελικά, γιατί η νίκη επί του Κέρβερου θεωρείται νίκη ενάντια στις υλικές επιθυμίες;

- Ζήνων: Γιατί ο Κέρβερος είναι οι τριπλοί φύλακες της ψυχής:

Η σάρκα, που επιθυμεί.Ο νους, που αμφιβάλλει. Το συναίσθημα, που φοβάται.

Όταν τα τρία αυτά εξισορροπηθούν, ο φιλόσοφος εισέρχεται στον εσωτερικό του ναό — εκεί που κατοικεί ο θείος δαίμων, η εσώτερη φλόγα της ύπαρξης. Μόνον τότε μπορεί να αγαπήσει αληθινά και να υπηρετήσει χωρίς εγωισμό.

- Απολλόδωρος: Σε ευχαριστώ, Δάσκαλε. Δεν νιώθω πια φόβο για τον Κέρβερο. Τον βλέπω πια ως φρουρό μιας μύησης που οφείλω να περάσω.

- Ζήνων: Κάθε μύθος είναι καθρέφτης της ψυχής. Ο δρόμος της φιλοσοφίας είναι μια κατάβαση που γίνεται άνοδος. Ξεκίνα, λοιπόν, την περιπέτεια του έρωτα, της σοφίας και της αυτογνωσίας. Ο Κέρβερος σε περιμένει — όχι για να σε εμποδίσει, αλλά για να σε μεταμορφώσει.!

Ο Ψίθυρος της Σοφίας: Ο Δίας, Αθηνά και η Γλαύκα

Η πλάση ολόκληρη είχε βυθισθεί στο σκότος. Τα σύννεφα μαύρα και απειλητικά ήταν φορτωμένα από τη θεϊκή οργή, οι κεραυνοί χαράκωναν τους ουρανούς με μανία. Στον θρόνο του ο παντοδύναμος Δίας υπέφερε από αφόρητους πονοκεφάλους. Ενας πονοκέφαλος με αιτία: Ο Ζεύς, είχε καταπιεί τη Μήτιδα, θεά της σοφίας, ως προληπτικό μέτρο από φόβο μή γεννήσει αγόρι που θα ανατρέψει τη βασιλεία του, όπως εκείνος έκανε στον Κρόνο.

— Ω τι συμφορά! Αναφώνησε ο πατέρας των Θεών. Φαίνεται ότι τελικά η σοφία είναι ένα ανυπόφορο προσόν!

— Γιατί με κατάπιες, μεγάλε Δία; Ακούστηκε υπόκωφα η φωνή της Μήτιδας, της θεάς της σοφίας. Η φωνή της λεπτή και υπόκουφη προερχόταν από το εσωτερικό της γαστεός του Διός, καθώς βίωνε τον παράδοξο εγκλωβισμό της.

— Φοβήθηκα την προφητεία, Μήτιδα. Προβλέφθηκε πως θα γεννήσεις μια κόρη και μετά έναν γιο που θα με ανατρέψει, ομολογεί ο Δίας, τρέμοντας από την ενοχή.

— Η απόφαση σου αυτή θα γίνει η δική σου τιμωρία. Μην ξεχνάς άναξ των θεών πως κανείς δεν ξεφεύγει απο την ανάγκη, ούτε καν εσύ! Όσο πιο βαθιά θάψεις τη γνώση, τόσο πιο ισχυρή θα γίνει η κόρη που φέρεις μέσα σου.

Αίφνης, μια σκιά πέρασε πάνω από τον θρόνο του Ολύμπου. Η Θέμιδα, η θεά της δικαιοσύνης, πλησίασε τον Δία:

— Ζητάς να λάβεις ξένη δύναμη δίχως αντίτιμο; Τιμωρείς δίχως λόγο; ρώτησε σθεναρά. Κάθε πράξη έχει συνέπειες, πόσο μάλλον η κατάκτηση στην υπέρτατη σοφίας, ακόμα και για τον βασιλιά των θέων.

— Βαριά ευθύνη με συνθλίβει, παραδέχτηκε ο Δίας.

Η Θέμις ξεφύσησε, με φανερή αγανάκτηση:

— Τότε άκουσε με. Ό,τι γεννιέται από πόνο, θα φέρει αντιστάσεις. Προετοιμάσου για την ημέρα που η γέννα της σοφίας θα σε συγκλονίσει περισσότερο από τον ίδιο τον πόνο.

Ο Δίας κούνησε το κεφάλι, βυθισμένος στην ενοχή του. Η Μήτις, είχε ήδη υφάνει το νήμα της μοίρας. Από τότε ο Δίας κατέκτησε τη σοφία όλου του κόσμου, των φανερών αλλά και των «αθέατων πραγμάτων», ακόμα και για τους θεούς. Όμως για μια τέτοια γνώση υπάρχει πάντα ένα βαρύ τίμημα. Η ευθύνη και η σοφία προκαλούν πόνους σαν αυτούς του τοκετού: αόρατοι αλλά ατελείωτοι, που μαστιγώνουν το κρανίο του βασιλιά των θεών.

Σε απόγνωση από την απρόοπτη μοίρα, ο όχι όπως αποδείχθηκε και τόσο παντοδύναμος Δίας έστειλε τον αγγελιοφόρο Ερμή στη Λήμνο να καλέσει τον κουτσό και κακομούτσουνο γιο του, τον Ήφαιστο, θεό της φωτιάς, της μεταλλουργίας και μέγα τεχνίτη, να έρθει από τη Λήμνο στον Όλυμπο και να δώσει λύσει σ το πρόβλημα του. Στη Λήμνο ο Ήφαιστος ζούσε ευτυχισμένος, περιτριγυρισμένος από λάβα και χαλκό. Ο Ερμής, λαχανιασμένος, του μετέφερε το διάταγμα:

— Ήφαιστε, άφησε τις λαβίδες, και πάρε τη σφύρα σου. Ο Δίας σε καλεί στον Όλυμπο.

— Χα! Πήγαινε εσύ να του πεις κρασί να μεθύσι να του περάσουν όλα, γέλασε ο Ήφαιστος. Ωραία η Λήμνος, καμιά όρεξη για θεία σπέκουλα.

— Να ξέρεις, του σφύριξε δήθεν αμέριμνα ο αγγελιοφόρος θεών και ανθρώπων Ερμής, πως ο Δίας εξαγριώθηκε και απειλεί, αν παρακούσεις να αφανίσει τη Λήμνο από τον χάρτη, και να σε φυλακίσει στην Αίτνα, στη λάβα και τη φωτιά. Αναγκασμένος, ο Ήφαιστος ανέβηκε στον Όλυμπο. Βρήκε τον πατέρα του στο θρόνο του, να χτυπιέται από τους πόνους.

— Πατέρα, σε χαιρετώ. Ήρθα αμέσως μόλις άκουσα την προσταγή σου, είπε με βαρύ χαμόγελο.

— Κόψε τις μπούρδες, κουτσάλογο, και κάνε κάτι να σωθώ από τους πονοκεφάλους! Χτύπα με στο κεφάλι με την σφύρα να βρει διέξοδο η συσσωρευμένη σοφία μου, να σωθώ να ανακουφιστώ, δεν αντέχω άλλο πια!

— Όχι, πατέρα, δεν μπορώ, είπε ο Ήφαιστος, και ας ήθελε να εκδικηθεί τον Δία, επειδή τον είχε πετάξει από τον Όλυμπο, με αποτέλεσμα να μείνει κουτσός. Δεν τον ήθελε γιατί είχε πάρει το μέρος της μάνας του Ήρας σε ενα από τους συχνούς καυγάδες τους. Εκτός αυτού ήταν κακομούτσουνος, και δούλευε με τα χέρια! Που έχει ακουστεί αυτό, είχε πει ο Δίας, Θεός και μάλιστα γιός μου άσχημος, κουτσός και μαυριδερός!!! Τις σκέψεις του διέκοψε η απειλητική κραυγή του Δία!!

— Κάντο το τώρα! ούρλιαξε ο Δίας.!

Σκοτείνιασε ο τόπος. Αστραπές και βροντές γέμισαν τον ουρανό. Τρόμαξε ο Ήφαιστος, ύψωσε τη σφύρα, και «Κρακ!» — άνοιξε στα δύο το κρανίο του πατέρα του. Από το άνοιγμα ξεχύθηκε ένα φως: και στην συνέχεια μια θεά ολόλαμπρη, πάνοπλη. Η Αθηνά, γεννημένη από το κεφάλι του Δία, κρατούσε δόρυ και ασπίδα, η ενσάρκωση της σοφίας και της στρατηγικής. Ο Δίας ανακουφίστηκε αμέσως. Η Αθηνά, κληρονόμησε τη σοφία της Μήτιδας, αλλά και τη δύναμη του πατέρα της.

Γνώριζε όλες τις τέχνες, θεά της σοφίας, των τεχνών και των γραμμάτων, της έμπνευσης, της ενδοσκόπησης και της αυτογνωσίας, αλλά και θεά του πολέμου. Όχι όμως του παρορμητικού ηρωικού πολέμου, ο οποίος ανήκει στην δικαιοδοσία του πολεμοχαρούς Άρη, αλλά της στρατηγικής και του σχεδιασμού. Η θεά γεννήθηκε πάνοπλη αλληγορώντας πως η νόηση και η σοφία είναι το μεγαλύτερο όπλο των ανθρώπων, μετά το δώρο του Προμηθέα στην ανθρωπότητα.

Μόλις ξεπετάχτηκε, ένιωσε κάτι να της γραπώνεται ξαφνικά στον ώμο της. Κοίταξε ξαφνιασμένη και είδε μία κουκουβάγια να την κοιτά με τα μεγάλα της μάτια.

— Εσύ θα γίνεις το σύμβολο της σοφίας, ψιθύρισε η Αθηνά στην γλαύκα. Όπως εσύ μπορείς και γυρίζεις το κεφάλι προς όλες τις κατευθύνσεις ώστε να βλέπεις παντού, ακόμα και στο σκοτάδι, έτσι και αυτός που θα χρησιμοποιεί τις αρετές που εγώ εκπροσωπώ θα μπορεί να βλέπει, να σχεδιάζει και να προβλέπει όχι μόνο το παρόν, αλλά το παρελθόν και το μέλλον.

Όπως εσύ πετάς μόνο το βράδυ, μακριά από τον θόρυβο της ημέρας, όσοι ζητούν να ανασηκωθούν τα πέπλα των δώρων της σοφίας μου πρέπει να το κάνουν σε μέρος ήσυχο, με τα βλέφαρα κλειστά, ώστε να «ανοίξουν τα μάτια της ψυχής» για να δουν την αθέατη πλευρά των πραγμάτων. Κι όπου υπάρχει πιο ήσυχο μέρος από το εσωτερικό του ανθρώπου; Όσοι κοιτάξουν προς τα «μέσα» δεν θα μείνουν ποτέ ξανά «απ’ έξω».

Αν ο άνθρωπος βρει την ευτυχία, αν βάλει σε τάξη στον εαυτό του, τότε θα βάλει τάξη και στον κόσμο γύρω του. Για αυτό, στην πόλη που θα προστατεύω αργότερα, θα βρίσκεσαι παντού και θα σε τιμούν οι κάτοικοί της, ώστε όλοι να θυμούνται πως ο νους είναι ο μέγας «μεγαποιητής», και πως στο νου δεν υπάρχει σκότος, αλλά μόνο αμάθεια.

Ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται μέσα στο μυαλό του ανθρώπου. Για αυτόν τον λόγο πρέπει να μάθει να βλέπει τα πράγματα «φωτισμένα» σωστά. Πίσω από κάθε συμπαντικό νόμο κρύβεται η αρμονία ή ανάγκη, ο σκοπός, και το χαλινάρι της ψυχής για τον άνθρωπο είναι ο νους.

Αν οι άνθρωποι ακούσουν τον λόγο μου και με τιμήσουν ανάλογα, τότε η φιλοσοφία, οι τέχνες και η προστασία μου θα είναι συμπαραστάτες τους. Όταν υπάρχουν ικανοί στρατηγοί στο πεδίο της μάχης, θα πετάς από πάνω τους και αυτοί θα κερδίζουν τις μάχες. Φύγε τώρα, καλή μου γλαύκα, να συναντήσεις το πεπρωμένο σου…!

Και η γλαύκα πέταξε για την πόλη που αργότερα ονομάστηκε Αθήνα…!