Σάββατο 7 Μαΐου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (23.351-23.416)

Μηριόνης δ᾽ ἄρα πέμπτος ἐΰτριχας ὡπλίσαθ᾽ ἵππους.
ἂν δ᾽ ἔβαν ἐς δίφρους, ἐν δὲ κλήρους ἐβάλοντο·
πάλλ᾽ Ἀχιλεύς, ἐκ δὲ κλῆρος θόρε Νεστορίδαο
Ἀντιλόχου· μετὰ τὸν δὲ λάχε κρείων Εὔμηλος·
355 τῷ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ Ἀτρεΐδης, δουρικλειτὸς Μενέλαος,
τῷ δ᾽ ἐπὶ Μηριόνης λάχ᾽ ἐλαυνέμεν· ὕστατος αὖτε
Τυδεΐδης ὄχ᾽ ἄριστος ἐὼν λάχ᾽ ἐλαυνέμεν ἵππους.
στὰν δὲ μεταστοιχί, σήμηνε δὲ τέρματ᾽ Ἀχιλλεὺς
τηλόθεν ἐν λείῳ πεδίῳ· παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν
360 ἀντίθεον Φοίνικα, ὀπάονα πατρὸς ἑοῖο,
ὡς μεμνέῳτο δρόμους καὶ ἀληθείην ἀποείποι.
Οἱ δ᾽ ἅμα πάντες ἐφ᾽ ἵπποιιν μάστιγας ἄειραν,
πέπληγόν θ᾽ ἱμᾶσιν, ὁμόκλησάν τ᾽ ἐπέεσσιν
ἐσσυμένως· οἱ δ᾽ ὦκα διέπρησσον πεδίοιο
365 νόσφι νεῶν ταχέως· ὑπὸ δὲ στέρνοισι κονίη
ἵστατ᾽ ἀειρομένη ὥς τε νέφος ἠὲ θύελλα,
χαῖται δ᾽ ἐρρώοντο μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο.
ἅρματα δ᾽ ἄλλοτε μὲν χθονὶ πίλνατο πουλυβοτείρῃ,
ἄλλοτε δ᾽ ἀΐξασκε μετήορα· τοὶ δ᾽ ἐλατῆρες
370 ἕστασαν ἐν δίφροισι, πάτασσε δὲ θυμὸς ἑκάστου
νίκης ἱεμένων· κέκλοντο δὲ οἷσιν ἕκαστος
ἵπποις, οἱ δὲ πέτοντο κονίοντες πεδίοιο.
Ἀλλ᾽ ὅτε δὴ πύματον τέλεον δρόμον ὠκέες ἵπποι
ἂψ ἐφ᾽ ἁλὸς πολιῆς, τότε δὴ ἀρετή γε ἑκάστου
375 φαίνετ᾽, ἄφαρ δ᾽ ἵπποισι τάθη δρόμος· ὦκα δ᾽ ἔπειτα
αἱ Φηρητιάδαο ποδώκεες ἔκφερον ἵπποι.
τὰς δὲ μετ᾽ ἐξέφερον Διομήδεος ἄρσενες ἵπποι,
Τρώϊοι, οὐδέ τι πολλὸν ἄνευθ᾽ ἔσαν, ἀλλὰ μάλ᾽ ἐγγύς·
αἰεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην,
380 πνοιῇ δ᾽ Εὐμήλοιο μετάφρενον εὐρέε τ᾽ ὤμω
θέρμετ᾽· ἐπ᾽ αὐτῷ γὰρ κεφαλὰς καταθέντε πετέσθην.
καί νύ κεν ἢ παρέλασσ᾽ ἢ ἀμφήριστον ἔθηκεν,
εἰ μὴ Τυδέος υἷϊ κοτέσσατο Φοῖβος Ἀπόλλων,
ὅς ῥά οἱ ἐκ χειρῶν ἔβαλεν μάστιγα φαεινήν.
385 τοῖο δ᾽ ἀπ᾽ ὀφθαλμῶν χύτο δάκρυα χωομένοιο,
οὕνεκα τὰς μὲν ὅρα ἔτι καὶ πολὺ μᾶλλον ἰούσας,
οἱ δέ οἱ ἐβλάφθησαν ἄνευ κέντροιο θέοντες.
οὐδ᾽ ἄρ᾽ Ἀθηναίην ἐλεφηράμενος λάθ᾽ Ἀπόλλων
Τυδεΐδην, μάλα δ᾽ ὦκα μετέσσυτο ποιμένα λαῶν,
390 δῶκε δέ οἱ μάστιγα, μένος δ᾽ ἵπποισιν ἐνῆκεν·
ἡ δὲ μετ᾽ Ἀδμήτου υἱὸν κοτέουσα βεβήκει,
ἵππειον δέ οἱ ἦξε θεὰ ζυγόν· αἱ δέ οἱ ἵπποι
ἀμφὶς ὁδοῦ δραμέτην, ῥυμὸς δ᾽ ἐπὶ γαῖαν ἐλύσθη.
αὐτὸς δ᾽ ἐκ δίφροιο παρὰ τροχὸν ἐξεκυλίσθη,
395 ἀγκῶνάς τε περιδρύφθη στόμα τε ῥῖνάς τε,
θρυλίχθη δὲ μέτωπον ἐπ᾽ ὀφρύσι· τὼ δέ οἱ ὄσσε
δακρυόφι πλῆσθεν, θαλερὴ δέ οἱ ἔσχετο φωνή.
Τυδεΐδης δὲ παρατρέψας ἔχε μώνυχας ἵππους,
πολλὸν τῶν ἄλλων ἐξάλμενος· ἐν γὰρ Ἀθήνη
400 ἵπποις ἧκε μένος καὶ ἐπ᾽ αὐτῷ κῦδος ἔθηκε.
τῷ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ Ἀτρεΐδης εἶχε ξανθὸς Μενέλαος.
Ἀντίλοχος δ᾽ ἵπποισιν ἐκέκλετο πατρὸς ἑοῖο·
«ἔμβητον καὶ σφῶϊ· τιταίνετον ὅττι τάχιστα.
ἤτοι μὲν κείνοισιν ἐριζέμεν οὔ τι κελεύω,
405 Τυδεΐδεω ἵπποισι δαΐφρονος, οἷσιν Ἀθήνη
νῦν ὤρεξε τάχος καὶ ἐπ᾽ αὐτῷ κῦδος ἔθηκεν·
ἵππους δ᾽ Ἀτρεΐδαο κιχάνετε, μηδὲ λίπησθον,
καρπαλίμως, μὴ σφῶϊν ἐλεγχείην καταχεύῃ
Αἴθη θῆλυς ἐοῦσα· τίη λείπεσθε, φέριστοι;
410 ὧδε γὰρ ἐξερέω, καὶ μὴν τετελεσμένον ἔσται·
οὐ σφῶϊν κομιδὴ παρὰ Νέστορι ποιμένι λαῶν
ἔσσεται, αὐτίκα δ᾽ ὔμμε κατακτενεῖ ὀξέϊ χαλκῷ,
αἴ κ᾽ ἀποκηδήσαντε φερώμεθα χεῖρον ἄεθλον.
ἀλλ᾽ ἐφομαρτεῖτον καὶ σπεύδετον ὅττι τάχιστα·
415 ταῦτα δ᾽ ἐγὼν αὐτὸς τεχνήσομαι ἠδὲ νοήσω,
στεινωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύμεναι, οὐδέ με λήσει.»

***
Πέμπτος τους ίππους έζεψε κατόπι ο Μηριόνης.
Στους θρόνους τότε ανέβηκαν, και τους λαχνούς ερίξαν.
Τους τίναξεν ο Αχιλλεύς, κι εβγήκε του Αντιλόχου
ο πρώτος κλήρος, κι έλαχεν ο δεύτερος του Ευμήλου,
355 κατόπιν ο Μενέλαος ο δοξαστός Ατρείδης,
ο Μηριόνης έπειτα, κι ύστερος ο Τυδείδης,
απ᾽ όλους ο καλύτερος, του αγώνος πήρε κλήρον.
Εις την αράδα εστάθηκαν, και ξέμακρα στο σιάδι
τα τέρματα έδειξ᾽ ο Αχιλλεύς· και τηρητήν πλησίον
360 βάζει τον θείον Φοίνικα, τον φίλον του πατρός του,
για να προσέχει και σωστά να κρίνει τον αγώνα.
Και αφού στους ίππους σήκωσαν τες μάστιγές τους όλοι
με τα λουριά τούς άναφταν και με τα λόγι᾽ ακόμη.
Κι έτρεχαν κείνοι ακράτητοι στο σιάδι από τα πλοία·
365 και κάτω από τα στήθη τους η σκόνη στον αέρα
σηκώνονταν σαν σύννεφον ή μαύρη ανεμοζάλη
και οι χαίτες ετινάζονταν στο φύσημα του ανέμου,
και πότ᾽ εγγίζαν εις την γην τ᾽ αμάξια, πότε επάνω
ψηλά πετιόνταν· και όλοι ορθοί στους θρόνους οι ελατήρες
370 εστέκονταν, κι εσπάραζε της νίκης η λαχτάρα
όλων τα στήθη και καθείς βοούσε στ᾽ άλογά του,
κι εκείνα ως να ᾽σαν φτερωτά την πεδιάδα εσχίζαν.
Και όταν στην άκρην έφθασαν οι ίπποι να γυρίσουν
προς τ᾽ ακρογιάλι εδείχνετο του καθενός η ανδρεία
375 κι οι ίπποι σφόδρα ετάνυσαν καθένας την ορμήν του.
Τότε οι φοράδες έβγαιναν του Ευμήλου απ᾽ όλους πρώτες,
ευθύς κατόπι του Τρωός οι ίπποι του Διομήδη
πετούσαν όχι ξέμακρα, αλλά σιμά του τόσο
που πάντοτε, σου εφαίνετο, τον θρόνον θα πατήσουν,
380 κι η άχνα τους εθέρμαινε τες πλάτες του Ευμήλου,
επάνω του ως απίθωναν αυτοί τες κεφαλές τους·
και θα τον πέρνα ή θα ᾽κανεν αμφίβολην την νίκην
αν του Διομήδη από χολήν που επήρε τότε ο Φοίβος
δεν του πετούσεν έξαφνα την μάστιγ᾽ απ᾽ το χέρι.
385 Και απ᾽ τον θυμόν του εδάκρυσε να βλέπει ο Διομήδης
πως οι φοράδες έμπροσθεν πολύν επαίρναν δρόμον
και οι δικοί του ακέντητοι οπίσω εσπεδισθήκαν.
Αλλ᾽ είδε πως πανούργησεν ο Φοίβος τον Τυδείδην
η Αθηνά, κι έδραμ᾽ ευθύς σιμά στον πολεμάρχον,
390 του απόδωσε την μάστιγα κι εγκάρδιωσε τους ίππους.
Και θυμωμένη τρέχοντας στον Εύμηλον επάνω
τον ζυγόν του ᾽σπασε η θεά· κι εδώ κι εκεί του δρόμου
έφυγαν οι φοράδες του κι ερίξαν το τιμόνι.
Κι εκείνος στον τροχόν σιμά ροβόλησε απ᾽ τον θρόνον,
395 οι αγκώνες του εγδάρθηκαν, η μύτη και το στόμα,
το μέτωπό του εσύντριψε, τα μάτια του όλα δάκρυα
εγέμισαν κι εκόπηκεν η ανδρική φωνή του.
Τότε στον δρόμον έγυρε τους ίππους ο Τυδείδης
και όλους τους άλλους πέρασε πολύ, καθώς τους ίππους
400 του άναφτεν η Αθηνά και του ᾽δινε την νίκην.
Και αυτού κατόπιν ο ξανθός Μενέλαος προχωρούσε.
Κι εφώναξ᾽ ο Αντίλοχος στους ίππους του πατρός του:
«Και σεις πατήσετε γερά, τεντώστε την ορμήν σας·
μ᾽ εκείνους να παλαίσετε δεν λέγω του Τυδείδη
405τους ίππους, που τους έδωκε μεγάλην γρηγοράδα
η Αθηνά, και ηθέλησε να δώσει αυτού την νίκην·
αλλά γοργά προφθάσετε του Αδμήτου το ζευγάρι,
θα ᾽ναι εντροπή σας θηλυκό να γίνει ανώτερό σας
η Αίθη· ακόμη οπίσω της θα μείνετε, ω γενναίοι;
410 Και ιδού τι λέγω φανερά και ο λόγος μου θα γίνει·
δεν θα σας περιποιηθεί στο εξής ο μέγας Νέστωρ,
ο ίδιος αλύπητα θενά σας κόψει, ανίσως
πάρομε οκνηρευόμενοι κατώτερο βραβείον·
αλλά να με συντρέξετε με την ορμήν σας όλην·
415 και ο νους μου θα μηχανευθεί με τρόπον να γλιστρήσω
του δρόμου εκεί στο στένωμα κι έτσι θα μου ξεφύγει».

Η ματαιότητα των ουσιωδών ερώτων

Tι είναι ο έρωτας;

Ο έρωτας είναι μία ιδιότυπη σύνδεση ανάμεσα στη μαγεία και τα πράγματα. Ειδοποιό στοιχείο της είναι μία τρομακτική απαίτηση. Η απαίτηση για προνομιακή (και, συνήθως, αποκλειστική) θέση μέσα στον πόθο και, ευρύτερα, στην ψυχή του άλλου. Δεν υφίσταται έρωτας που να μην εμπεριέχει και μια απαίτηση πόθου – απαίτηση τελικά και σαρκική.

Όμως ο πόθος δεν εξαντλεί το παιχνίδι. Αν είμαι ερωτευμένος, τοποθετώ τον άλλον σε μία τέτοια θέση, που εκπροσωπεί ό,τι κάνει τα πράγματα αγαπητά – και πρώτα-πρώτα, που κάνει αγαπητό εμένα. Γι’ αυτό δεν υπάρχει έρωτας δίχως απαίτηση τρομερή απ’ τον άλλο – δίχως την απαίτηση να με τοποθετήσει και εμένα στην αντίστοιχη θέση μες στη δική του ψυχή. Γι’ αυτό η τόσο ανθρώπινη (κι ανέφικτη όμως για τους ανθρώπους) απαίτηση της αποκλειστικότητας οδηγεί τελικά σε προσδοκίες ουσιαστικά απάνθρωπες.

Σχέση έρωτα – αγάπης

Αυτή η τρομακτική, απάνθρωπη απαίτηση διαφοροποιεί την ερωτική αγάπη από τις άλλες μορφές αγάπης – συγγενική, φιλική, ανθρώπινη, κοσμική, θρησκευτική, μεταφυσική… Κι επειδή απ’ τον έρωτα λείπει το στοιχείο της ανιδιοτέλειας, της απόστασης, της κριτικής ή θεσμικής πλαισίωσης, γι’ αυτό πιστεύω ότι ο έρωτας είναι η μαγεία της φτωχής ψυχής – ή, ηπιότερα ίσως, μια πολύ πρωτόλεια μαγεία για την ψυχή.

Αν έχει νόημα αυτό που θα πω, είμαι υπέρ του έρωτα! Όμως, δεν παύει να βασίζεται σε μια ανυπόστατη απαίτηση (να είναι ο άλλος το παν για μένα κι αντίστροφα) – δηλαδή σε μία μυθοπλασία. Κι όσο πιο μεγάλος και πιο ουσιαστικός είναι ο έρωτας, τόσο πιο πολλές οι αφαιρέσεις και οι αλχημείες που γίνονται ώστε να χωρέσει ο άλλος στο καλούπι της απαίτησής μου – τόσο πιο ακραία η μυθοπλασία. Ο έρωτας είναι και αναπόφευκτος και ουσιώδης. Όμως, η πεμπτουσία του φαινομένου έγκειται στη ματαιότητα των ουσιωδών ερώτων.

Πως επιλέγεται ο άλλος ως αντικείμενο του έρωτα;

Ο άλλος επιλέγεται ως «ανταποκριτής» μου στην ερωτική πρόθεση με πολύ περίεργο κι αποσπασματικό κριτήριο. Συναντώ δηλαδή έναν άνθρωπο, στον οποίο ωστόσο με ελκύει, με συγκινεί, με κάνει να τον ερωτευθώ ένα πάρα πολύ μικρό στοιχείο – συνήθως ανεπίγνωτο και για μένα. Ένα κατά κανόνα λανθάνον γνώρισμα του άλλου – ένα «μυστικό σημάδι», που το αποκόβω από το σύνολο, το αναπλάθω κατά τις φαντασιώσεις μου και, μέσα από μια τέτοια άγρια χειρουργική, κάνω τον φορέα του ν’ αντιπροσωπεύει ό,τι πιο μαγικό για μένα. Είναι ένα στοιχείο που με παραπέμπει στην πρώτη μαγεία των πραγμάτων – αυτών που έζησα ή φαντάστηκα πολύ πολύ πριν, παλιά. Στον έρωτα δεν ενδιαφέρομαι ποτέ για ολόκληρο τον άνθρωπο που επιλέγω. Ενδιαφέρομαι μόνο για το εν λόγω «μυστικό σημάδι», που τον κάνει ξεχωριστό για μένα και τον ενσωματώνει προνομιακά (και αυθαίρετα μάλλον) στο ιδανικό σκηνικό που κυβερνά το νου μου.

Πώς κατασκευάστηκε από το σκηνικό;

Το υλικό του και η λογική του πηγάζουν από τους πρώτους πρώτους έρωτες της ζωής μου – κατά κανόνα, όσους συναντώ και ζω στο οικογενειακό κυρίως περιβάλλον. Κάπου εκεί συνάντησα, κάποτε, μια αίσθηση ανάσας, βλέμματος ή δέρματος, μια χροιά φωνής, μια κάποια μελωδία κινητική, ένα κυμάτισμα μαλλιών, μια φευγαλέα ίσως στιγμή απομεσήμερου… Κάτι που συμπυκνώνει εμβληματικά για μένα το διάχυτο, ρευστό κι εκστατικό στοιχείο της γοητείας και της μαγείας, που με τον καιρό το λέμε «έρωτας».

Με τέτοια υλικά και λογικές πλέκεται το σκηνικό – κατά κύριο λόγο, σε ασυνείδητο επίπεδο. Κι αυτό το σκηνικό με οδηγεί, ανεπιγνώτως, να ψάχνω κατοπινά την πρώτη εκείνη και απόλυτη μαγεία που χάθηκε, αλλά σίγουρα την έζησα – και, γι’ αυτό, είμαι απόλυτα βέβαιος ότι μπορεί και απαιτώ να ξαναβρεθεί. Αυτό είναι ο έρωτας. Η βεβαιότητα ότι βρίσκομαι στον κατάλληλο χώρο και ότι συνάντησα τον κατάλληλο άνθρωπο, που διαθέτει εκείνο το «μυστικό σημάδι», το οποίο θα επιτρέψει να ξαναπαιχτεί το παλιό σενάριο, να ξαναβρεθεί το «κάτι-της-μαγείας» που έζησα τότε και με οδηγεί.

Πάνω σ’ αυτό το «μυστικό σημάδι» εστιάζουμε αδιαφορώντας για όλα τα υπόλοιπα – τα οποία στην πορεία εκδηλώνονται και μας ξαφνιάζουν ή μας δυσαρεστούν. Δεν είναι όμως δυνατό να πετάξεις όλα τα άλλα (τα «άχρηστα») και να κρατήσεις μόνο τη λεπτομέρεια – το «μυστικό σημάδι» για σένα. Γι’ αυτό και είναι έργο δυσχερέστατο η «πρακτική διαχείριση» του έρωτα – και, κατά κανόνα, γκρίζα η προοπτική, οι πιθανότητες…

Πεθαίνει ο έρωτας;

Ανάμεσα σε δύο ναι – μέσα σε έναν, ποτέ. Αντίστοιχα, επειδή είμαι πιστός σε μία οπτασία (το «μυστικό σημάδι»), γι’ αυτό κατά κανόνα είμαι άπιστος στις συγκυριακές του ενσαρκώσεις. Ουσιαστικά, είμαστε πάντα ερωτευμένοι με το ίδιο στοιχείο μαγείας, με τον ίδιο «άνθρωπο» – εφόσον στη γλώσσα του έρωτα ο άνθρωπος ορίζεται ως ο φορέας του ίχνους μιας παλιάς ευτυχίας, μιας πρωταρχικής εμπειρίας ικανοποίησης και απόλαυσης. Έτσι, οι άνθρωποι έρχονται και παρέρχονται, όμως ο έρωτάς μας παραμένει.

Πως συνοψίζεται η λογική του έρωτα;

Εκείνη την παλιά και πια ανεύρετη πρωταρχική εμπειρία ικανοποίησης και απόλαυσης, αυτή ζητώ να ξαναβρώ στον έρωτα, με οδηγό μου το έμβλημά της, το «κάτι-της-μαγείας», το «μυστικό σημάδι». Η λογική του έρωτα μου λέει «Θα το ξαναβρείς». Αυτό είναι κάτι απατηλό. Αν έλεγε «Ψάξε μήπως και το ξαναβρείς», τότε θα ήταν πιο συνετό. Κι αν έλεγε «Ψάξε κι ας μην το ξαναβρείς», τότε θα ήταν αληθινά η σοφία – η επίγνωση αυτού που ήδη ονόμασα «η ματαιότητα των ουσιωδών ερώτων».

Το επικίνδυνο πρόσωπο της συμπόνιας

Ο κίνδυνος της συμπόνιας, της συμπόνιας με την έννοια του ρυπαρού οίκτου και όχι της φιλαλληλίας που εξευγενίζει τη ζωή, είναι εξουθενωτικός, ευνουχιστικός, παραμορφωτικός.

Είναι αδύνατον να πιστέψει κανείς πόσο πολλές, στενές σχέσεις βασίζονται σε τούτο το νοσηρό αίσθημα και μόνο, επιβιώνουν μέσα στον δικό του εγκλωβισμό, γι' αυτό και είναι γεμάτες από ακατανόητα σκοτάδια, αρνητικά αισθήματα, συγκρούσεις και αντιφάσεις, παρανοϊκούς διαλόγους.

Κομποδένουν και κουρελιάζουν τη γνώμη μας και την εκτίμησή μας προς τον εαυτό μας, μας μεταβάλλουν στα μάτια μας σε ένα ανεξέλεγκτο, ρευστό πράγμα. Τις σχέσεις αυτές τις διαρρέει ο οίκτος. Όχι η αγάπη, όχι η απολαυστική συνομιλία, όχι ο υγιής θαυμασμός και η γενναία αλληλοστήριξη, αλλά ο γλιστερός, σαν χυμένο βρόμικο λάδι, οίκτος και οι ενοχές που σέρνει μαζί του, αρρωστημένα και παραμορφωμένα τερατώδη μέλη. Έτσι όπως κάποιοι ζητιάνοι, επιδεικνύοντας τους αποτρόπαιους ακρωτηριασμούς τους, μας κάνουν να νιώθουμε ένοχοι επειδή εμείς είμαστε γεροί και καταβάλλουμε το τίμημα που θα εξορκίσει την ατυχία.

Σ' αυτές λοιπόν τις σχέσεις δεν υφίσταται ισοτιμία.

Ο ένας πρέπει να είναι ισχυρός και ο άλλος αδύναμος, ώστε να προσφέρει ο ισχυρός και να απορροφάει, σαν αξεδίψαστη άμμος το νερό, ο διαρκώς αδύναμος. Το δαιμονικό σ' αυτό το ζευγάρωμα είναι ότι στην πραγματικότητα η ισορροπία δυνάμεων είναι εντελώς ανάστροφη. Δυνατός εδώ είναι ο αδύναμος και αδύναμο θύμα ο χαρακτηρισμένος – από τον αδύναμο – ισχυρός. Τον ιστό της αράχνης τον πλέκει και τον τυλίγει ο δήθεν αδύναμος και μια μέρα θα ξυπνήσει ο δήθεν δυνατός, μυγάκι ακινητοποιημένο, αποδυναμωμένο και τυλιγμένο από την κολλώδη ουσία του.

Συμβαίνει συχνά σε ζευγάρια παντρεμένα, αλλά εκεί που κάτι τέτοιο φτάνει το έγκλημα είναι όταν συμβαίνει ανάμεσα σε παιδί και γονιό, παιδί και μάνα τις περισσότερες φορές.

Μια προσωπικότητα, όταν δεν αισθάνεται ισχυρή, ελεύθερη και αξιαγάπητη ώστε να εμπνεύσει αγάπη και αυθεντικούς δεσμούς, θα χρησιμοποιήσει στην πορεία το δόλωμα του οίκτου. Θα προσπαθεί να είναι διαρκώς «αδύναμη», «δυστυχής», «άρρωστη», προκειμένου να κρατήσει κοντά της εκείνους που «είναι υποχρεωμένοι» να μένουν κοντά της και να τη νοιάζονται.

Ένα από τα μεγαλύτερα βασανιστήρια που έχει ανακαλύψει ο άνθρωπος, προκειμένου να δυναστεύει και να εκμεταλλεύεται το συνάνθρωπό του, είναι να του εμπνέει ενοχές.

Όταν αισθανόμαστε ενοχές, κατά βάθος θυμώνουμε με αυτόν που μας τις εμπνέει. Ακόμη και με το γονιό, ακόμη και με τον Θεό, εφόσον οι σχέσεις μαζί τους είναι τσιμεντωμένες με ενοχές. Μπορεί να μη βρίσκουμε το σθένος να απομακρυνθούμε, ωστόσο τους θυμώνουμε διότι μας στερούν ό, τι πολυτιμότερο μας έχει χαριστεί: την ελευθερία μας. Μας κρατούν αλυσοδεμένους πάνω τους και μας ακινητοποιούν με απειλές. Απειλές όχι εναντίον μας – αυτές θα ήταν πιο εύκολο να τις αντιμετωπίσουμε – αλλά εναντίον του κακόμοιρου του εαυτού τους. Κυρίως: «Με βασανίζεις...» ή «Είσαι αχάριστος, αναίσθητος», ή «Θα με αρρωστήσεις, θα με πεθάνεις», ή «Εγώ για σένα θυσιάστηκα».

Μόνο από τον εαυτό μας κινδυνεύουμε, μόνο εκεί στο βυθό του βρίσκεται η Κόλαση και ο Παράδεισός μας, γι' αυτό και προς τα εκεί, προς τα μέσα, αξίζει να οδοιπορούμε. Κάθε δρόμος, και ο πιο μακρινός, και ο πιο φιλόδοξος πνευματικά, από εκεί περνάει. Από εκεί περνάει ακόμη και η απάρνηση του εαυτού όταν την αποφασίσουμε.

Γι' αυτό θυμώνουμε όταν μας εμποδίζουν το μόνο δημιουργικό ταξίδι ζωής: να βρούμε τον εαυτό μας.

Υπάρχουν άνθρωποι κομήτες και άνθρωποι αστέρια

Θα συναντήσεις λογιών λογιών ανθρώπους στη ζωή σου.

Κι αρκετοί ανάμεσά τους θα διεκδικήσουν μια θέση στις στιγμές σου.

Ο καθένας με τον δικό του τρόπο.

Κάποιοι μπορεί και να μην είναι σίγουροι γιατί θέλουν να το κάνουν, αλλά θα το προσπαθήσουν.

Κάποιοι άλλοι το μόνο που ξέρουν είναι πως κάτι ξεχώρισαν σε σένα και θέλουν να προσδιορίσουν αυτό το «κάτι».

Ο χρόνος θα κρίνει σε ποια ομάδα ανθρώπων ανήκουν όλοι αυτοί που θα σε περιτριγυρίσουν.

Βλέπεις, υπάρχουν οι άνθρωποι – κομήτες.

Αυτοί που εισβάλλουν στη ζωή σου με μια συναισθηματική υπερβολή και ένα υπερβολικό ενδιαφέρον, όπως τα παιδιά που ανακαλύπτουν ένα καινούριο παιχνίδι. Κομήτες που θα σβήσουν πολύ γρήγορα, όπως το παιδί βαριέται γρήγορα κάθε καινούριο του παιχνίδι.

Οι άνθρωποι κομήτες είναι περιστασιακοί, θορυβώδεις, αναξιόπιστοι, συναισθηματικά ανώριμοι. Όχι απαραίτητα όλα αυτά μαζί, αλλά σε πιθανούς συνδυασμούς.

Υπάρχουν όμως και οι άνθρωποι – αστέρια.

Αυτοί που φωτίζουν διακριτικά, αλλά σταθερά τα βήματα, τις προσπάθειες, τις χαρές και τους φόβους σου.

Άνθρωποι που σε επέλεξαν γι’ αυτό που πραγματικά είσαι κι όχι γι’ αυτό που νομίζουν πως είσαι.

Άνθρωποι που νιώθουν περήφανοι να στέκονται δίπλα σου, που απολαμβάνουν το φως και ανέχονται τα σκοτάδια σου.

Άνθρωποι που ξέρουν να αναγνωρίζουν την αυθεντική συναισθηματική έκφραση και να εκτιμούν την αυθεντική ανθρώπινη παρουσία.

Αυτούς τους ανθρώπους – αστέρια να τους αγαπάμε και να τους προσέχουμε λίγο περισσότερο. Γιατί έχουμε ανάγκη το δικό τους φως κάθε φορά που ένας κομήτης σβήνοντας θα σκοτεινιάζει για λίγο τα γύρω ή τα μέσα μας.

Κι όσο για μας τους ίδιους, δεν έχουμε παρά να επιλέξουμε τι άνθρωπος θα θέλαμε να είμαστε. Κομήτης ή αστέρι.

Η μελέτη της άλγεβρας και της γεωμετρίας αποτελούν άσκηση ευκινησίας και ευκαμψίας για το πνεύμα

Αυτό που θα ήθελα να σας δείξω είναι ότι οι γερές σπουδές του λυκείου, αναπτύσσοντας όλες τις δυνάμεις της νόησης, της δίνουν την ευκαμψία και την ελαστικότητα εκείνη που μας προετοιμάζουν για να γνωρίσουμε τους ανθρώπους καθώς σιγά σιγά προχωρούν, θα μπορέσουν μια μέρα να γίνουν η μαγιά που μετατρέπει την απλή καλή προαίρεση σε χάρη και την καλοσύνη σε ευγένεια.

Ο Καρτέσιος μας λέει κάπου ότι «θα ήταν παιδαριώδες να ασχολούμαστε με αριθμούς και σχήματα αν επιδιώκαμε να μην προχωρήσουμε πέρα από τέτοια άνευ σημασίας πράγματα . Εντούτοις, ασχολήθηκε με τα μαθηματικά , όπως ξέρετε, όλη του την ζωή. Κι αυτό, διότι η άλγεβρα και η γεωμετρία ήταν γι’ αυτόν κάτι άλλο από την μελέτη των αριθμών και των σχημάτων.

Έβλεπε σ’ αυτά μια άσκηση ευκαμψίας, ευκινησίας για το πνεύμα αντλούσε απ’ αυτά δυνάμεις για να φιλοσοφεί σχετικά με τους ανθρώπους και τα πράγματα. Και πράγματι, δεν είναι άραγε αξιοθαύμαστο που οι μεγάλοι μοραλιστές του 17ου αιώνα, αυτοί που εισχώρησαν περισσότερο στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, ο Πασκάλ, ο Καρτέσιος, ο Μαλμπράνς, υπήρξαν συγχρόνως και εξαίρετοι μαθηματικοί. Η μελέτη των μαθηματικών, που καθιστά το πνεύμα απόμακρο, ακόμα και αφηρημένο όταν το απορροφά, του προσδίδει, αν την μετριάσουμε και με άλλες φροντίδες, κάτι το οξυδερκές και το διεισδυτικό .

Αυτή είναι ιδέα που κατευθύνει την επιστημονική διδασκαλία στο λύκειο. Ζητούμενο δεν είναι τόσο το να μάθετε τις ιδιότητες των γραμμών και των πολυωνύμων όσο το να αποκτήσετε την συνήθεια να σκέφτεστε λογικά σχετικά με τα πιο απλά και τα πιο αφηρημένα αντικείμενα , να κάνετε λεπτές διακρίσεις και να εξάγετε από ένα δεδομένο όλα όσα περιέχει. Δεν είναι άραγε αυτό μια καλή προετοιμασία για την κατανόηση της ζωής εν γένει και του ανθρώπου ιδιαίτερα;

Ακριβώς δε στον ίδιο τον άνθρωπο είναι που στρέφονται ευθέως οι θεωρητικές σπουδές. Φιλόσοφοι, ιστορικοί ή ποιητές, όλοι όσοι έχουν γράψει έργα που διαρκούν στον χρόνο, δεν είχαν άλλο σκοπό από το να περιγράψουν τον άνθρωπο ως προς το πώς σκέφτεται, αισθάνεται ή πράττει. Τις αναλυτικές ικανότητες που η επιστήμη αναπτύσσει μέσα μας, η θεωρητική γραμματεία τις εφαρμόζει στο αντικείμενο που μας ενδιαφέρει περισσότερο, στην γνώση της ανθρωπότητας Η διδασκαλία των γραμμάτων είναι άρα η κατ’ εξοχήν πρακτική διδασκαλία . Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο που να μας προετοιμάζει να γνωρίσουμε αυτούς που μας περιβάλλουν, να κρίνουμε σχετικά με το τι αξίζουν, να διακρίνουμε αν αξίζουν το να προσπαθήσουμε να μας αγαπήσουν και πώς θα το καταφέρουμε αυτό.

ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ: Είναι ο τρόπος ζωής, κατά τον οποίο σέβεται κανείς τον εαυτό του, δεν τον ταπεινώνει

Αξιοπρέπεια: Είναι «ο τρόπος ζωής, κατά τον οποίο σέβεται κανείς τον εαυτό του, δεν τον ταπεινώνει, ώστε να κερδίζει τον σεβασμό των άλλων, δεν πέφτει σε μικρότητες. Η υπερηφάνεια με ευγένεια ήθους». Αυτά αναγράφει το λεξικό.

Στην Αρχαία Ελλάδα δεν υπάρχει ακριβές αντίστοιχο της ρωμαϊκής έννοιας αξιοπρέπεια [dignitas]. Μια πολιτική έννοια με ουσιώδη γνωρίσματα την ευγενή καταγωγή, το δημόσιο λειτούργημα και την κοινωνική προσφορά. Ένας βαθμός ιερότητας την συγκαθόριζε την αξιοπρέπεια και το κύρος του Ρωμαίου αξιωματούχου, ως πρόσωπο. “Sanctus senatus” [Ιερά Σύγκλητος]. Όχι μόνον προνόμιο, αλλά δεσμευτική επιταγή για αυτοπειθαρχία και γενναιοδωρία. Μια αίσθηση ανωτερότητας, «υψηλό φρόνημα». Μεγαλοψυχία.

Η αξιοπρέπεια δεν έρχεται σε αντίθεση προς την ανθρωπιά αλλά την εμπεριέχει. Ο Κικέρων θεωρεί την αυτογνωσία, ως γνώση του προορισμού του ανθρώπου, βασική προϋπόθεση για την πραγμάτωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Θεολογικά ο άνθρωπος θεωρήθηκε, ως εάν εικόνα του Θεού, καθόσον ως πνευματικό ον αποπνέει την αξιοπρέπεια του Δημιουργού του. Βασίζεται στην ελεύθερη βούλησή του [αυτεξούσιο] ως προσώπου, που έχει την ιδιαίτερη δεκτικότητα του θείου. Έτσι η αξιοπρέπεια καθίσταται αθάνατη, καθόσον ως ουσία βασίζεται στην αιώνια τάξη, ανεξάρτητα από τον πεπερασμένο φορέα.

Σταδιακά άρχισε να διακρίνεται η αξιοπρέπεια σε δυο μορφές αξίας: στην ηθική που απονέμεται σε εκείνον που εκπληρώνει «τις υποχρεώσεις του ανθρώπου ως άνθρωπος» και στην «τιμητική κοινωνική θέση που χορηγείται λόγω εξαιρετικής προσφοράς».

Η αναγέννηση και η μεταρρύθμιση εξυμνούν την ομορφιά αυτού του Κόσμου και θεωρούν τον άνθρωπο ως ένα εξίσου όμορφο ον. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν βλάπτεται από την ευτέλεια της καταγωγής. Οι άνθρωποι δεν είναι δούλοι αλλά ζηλωτές της φύσης. Η θέση του ανθρώπου, ως στέμματος της δημιουργίας, εξασφαλίζει την ανταμοιβή για την αρετή του με τη θεία χάρη.

Η εξισωτική αντίληψη του φυσικού δικαίου στρέφεται κατά των αξιών στην ιεραρχικά δομημένη κοινωνία των τάξεων.

Ο Καντ θεωρεί τον άνθρωπο αυτοσκοπό και η αυτονομία είναι ο μοναδικός λόγος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Ο Σίλλερ εναποθέτει στον ίδιο τον άνθρωπο την αξιοπρέπεια σε σχέση με τα ειδικά πνευματικά και ηθικά χαρίσματά του.

Τον 19ο αιώνα αρχίζει ο υποβιβασμός της αξιοπρέπειας με την διάδοση των υλιστικών αντιλήψεων [Φόϋρμπαχ και Μαρξ] μέχρι τον χυδαίο υλισμό [1860-1870] και της ωφελιμιστικής –λειτουργικής θεώρησης του ηθικού φαινομένου.

Ο Νίτσε υπογραμμίζει: «ο άνθρωπος έχασε πάρα πολλά από την αξιοπρέπειά του, παρά τις προσπάθειες όσων στη θέση του νεκρού θεού θέτουν την ηθική».

Μια σχετική αναβίωση της αξιοπρέπειας οφείλεται στον αγώνα των νεοκαντιανών κατά των ωφελιμιστικών –ευδαιμονιστικών τάσεων χωρίς να επεκταθεί πολύ.

Παρά την ρητή αναφορά της έννοιας της αξιοπρέπειας στο προοίμιο της Χάρτας των Ηνωμένων Εθνών [26-06-1945] και στη «Γενική διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» [10 Δεκ 1948] η καθολική αναγνώριση της αξιοπρέπειας του ανθρώπου δεν κατάφερε να αποκτήσει σημαντική δεσμευτικότητα, λόγω της αντιφατικής πολλαπλής φιλοσοφικής και πολιτικής χρήσης της.

Μέσα στο κλίμα της μαζικής κοινωνίας και της εμπορευματοποίησης των πάντων, που επικρατεί τις τελευταίες δεκαετίες η έκφραση «ανθρώπινη αξιοπρέπεια» έχει καταστεί μάλλον ένας κενός τόπος μεταξύ πολλών άλλων.

Αληθεύει, ίσως, αυτό που ο Γκαίτε αποφαίνεται: «τώρα ο άνθρωπος ως ποιητής του εαυτού του θα αποκτήσει αυτοσυνείδηση και θα δημιουργήσει μόνος του τις συνθήκες της ζωής του και θα θεμελιώσει μια ανεξάρτητη αξιοπρέπεια».

ΦΙΛΟΤΙΜΟ: Είναι αρετή και συνιστά την κινητήρια δύναμη για επιτεύγματα που εγγίζουν το θαύμα

Το Φιλότιμο [philotimo]: Η έντονη συναίσθηση της τιμής. Η ενσυνείδητη προσπάθεια για ανταπόκριση στο καθήκον.

Συσχετίζεται με την γενναιότητα, τη τιμιότητα, την ευθύτητα, την ευθιξία, τη μεγαλοψυχία, την άμιλλα και την ελληνική λεβεντιά. Έχει ονομασθεί Ελληνικό Φιλότιμο, καθόσον είναι ιδιάζουσα έννοια του Ελληνικού τρόπου σκέψεως και αντίδρασης.

Είναι αρετή και συνιστά την κινητήρια δύναμη για επιτεύγματα που εγγίζουν την έννοια του θαύματος.

Στο ελληνικό φιλότιμο αποδίδονται όλα τα κατορθώματα της φυλής μας και η διαρκής παρουσία- προσφορά της στην Ιστορία της Ανθρωπότητας. Τις τελευταίες δεκαετίες φαίνεται ότι αμβλύνθηκε σημαντικά η έννοια Ελληνικό Φιλότιμο, γιατί πλημμυρίσαμε από την ατομική «ευδαιμονία».

Από που βγήκε η φράση «κοράκιασα από την δίψα;»

Πολλές φορές γνωρίζουμε και χρησιμοποιούμε φράσεις χωρίς να ξέρουμε την προέλευσή τους. Η φράση έχει ταξιδέψει στον χρόνο, έχοντας αποκτήσει έναν συγκεκριμένο νόημα, χωρίς ωστόσο να είναι ξεκάθαρο από που ξεκίνησε. Όπως η φράση «κοράκιασα από την δίψα». Σημαίνει ότι το στόμα μας στέγνωσε εντελώς, κι ότι θα κάναμε τα πάντα για λίγο νερό.

Η προέλευση της φράσης λοιπόν βασίζεται σε έναν αρχαιοελληνικό μύθο. Ναι, τόσο παλιά είναι. Οι κάτοικοι λοιπόν μια μικρής πόλης της αρχαίας Ελλάδας, θέλησαν να προσφέρουν μια θυσία στο θεό Απόλλωνα. Κατά την διάρκεια των θυσιών, χρησιμοποιούσαν νερό από μια πηγή που θεωρούσαν «ιερό». Όμως αυτή η πηγή βρισκόταν ανάμεσα σε δύσβατα φαράγγια και ήταν δύσκολο να την πλησιάσεις.

Ξαφνικά από ένα δέντρο, ακούστηκε η φωνή ενός κόρακα. Πράγμα που εξέπληξε τους κατοίκους. Εκείνος προσφέρθηκε να πάει στην πηγή και να φέρει το «ιερό» νερό. Οι κάτοικοι το θεώρησαν καλή ιδέα, αφού ο κόρακας δεν θα δυσκολευόταν το ίδιο αν πήγαινε πετώντας.

Με τα γαμψά του νύχια, ο κόρακας άρπαξε την υδρία που του έδωσαν και έφυγε για την πηγή. Όταν έφτασε εκεί, είδε δίπλα από την πηγή μια συκιά. Λαίμαργος όπως ήταν, έφαγε μερικά σύκα, αλλά ήταν άγουρα. Αποφάσισε λοιπόν να περιμένει να ωριμάσουν, ξεχνώντας τον αρχικό λόγο που βρισκόταν εκεί.

Πέρασαν δυο μέρες, τα σύκα ωρίμασαν και έφαγε αρκετά. Τότε θυμήθηκε όμως τον πραγματικό λόγο που βρέθηκε εκεί. Προσπάθησε να σκεφτεί μια δικαιολογία. Είδε μπροστά του ένα φίδι. Γέμισε με νερό την υδρία, έπιασε το φίδι με το ράμφος του και ξεκίνησε για το δρόμο της επιστροφής.

Όταν έφτασε οι κάτοικοι τον ρώτησαν γιατί άργησε. Ο κόρακας είπε ότι το φίδι έπινε το νερό από την πηγή και εκείνη είχε αρχίσει να ξεραίνεται. Περίμενε λοιπόν μέχρι το φίδι να αποκοιμηθεί και τότε πήρε το νερό και το φίδι και τα έφερε σε αυτούς. Οι κάτοικοι τον πίστεψαν και σκότωσαν το μεγάλο φίδι με πέτρες και ξύλα.

Όμως το φίδι ήταν του θεού Απόλλωνα. Ο οποίος φυσικά θύμωσε με το ψέμα του κόρακα. Και τον τιμώρησε. Από τότε, κάθε φορά που ο κόρακας πήγαινε να πιει νερό από οποιαδήποτε πηγή, εκείνη στέρευε. Το μαρτύριο της δίψας του κράτησε για πάρα πολύ καιρό, μέχρι που ο θεός τον λυπήθηκε και τον έκανε αστέρι στον ουρανό.

Από τότε λόγω του μαρτυρίου του κόρακα, βγήκε η φράση «κοράκιασα από την δίψα», για κάποιον που διψάει και έχει φτάσει στα όρια του. Και η φράση κατάφερε να ταξιδέψει από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα.

Stephen Hawking: Ζούμε σ' ένα matrix;

ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΜΕΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ συμβούλιο της Μόντσα στην Ιταλία απαγόρευσε στους ιδιοκτήτες κατοικίδιων ζώων να έχουν χρυσόψαρα μέσα σε στρογγυλές γυάλες. Ο εισηγητής του μέτρου εξήγησε ότι είναι άκαρδο να κρατάς ένα χρυσόψαρο σε γυάλα με καμπύλες επιφάνειες, καθώς έτσι το ψάρι, κοιτώντας έξω, θα έχει μια παραμορφωμένη άποψη της πραγματικότητας. Αλλά εμείς πώς ξέρουμε ότι η δική μας εικόνα της πραγματικότητας είναι αληθινή και απαραμόρφωτη;

Άραγε, δεν θα μπορούσαμε να βρισκόμαστε και εμείς στο εσωτερικό μιας μεγάλης γυάλας για «χρυσόψαρα», με αποτέλεσμα την παραμόρφωση και της δικής μας οπτικής από έναν πελώριο φακό; Η εικόνα της πραγματικότητας για ένα χρυσόψαρο διαφέρει από τη δική μας, αλλά πώς είμαστε τόσο σίγουροι ότι εκείνη είναι λιγότερο πραγματική;

Ίσως η οπτική του χρυσόψαρου να απέχει από τη δική μας, ωστόσο θα μπορούσε και αυτό να διατυπώσει επιστημονικούς νόμους που θα διέπουν την κίνηση όσων αντικειμένων παρατηρεί έξω από τη γυάλα του. Για παράδειγμα, ένα αντικείμενο που θα παρατηρούσαμε να κινείται σε ευθεία γραμμή, εξαιτίας της παραμόρφωσης θα φαινόταν στα μάτια του χρυσόψαρου να διαγράφει καμπύλη τροχιά. Παρ’ όλα αυτά, το χρυσόψαρο θα μπορούσε να διατυπώσει επιστημονικούς νόμους βασισμένους στο παραμορφωμένο του σύστημα αναφοράς, οι οποίοι θα ίσχυαν σε κάθε περίπτωση, επιτρέποντάς του να πραγματοποιεί προβλέψεις σχετικά με τη μελλοντική κίνηση αντικειμένων εκτός γυάλας. Οι νόμοι του, βέβαια, θα ήταν περισσότερο περίπλοκοι από τους νόμους στο δικό μας σύστημα αναφοράς, η απλότητα όμως είναι θέμα γούστου. Αν το χρυσόψαρο διατύπωνε μια τέτοια θεωρία, τότε δεν θα είχαμε άλλη επιλογή από το να αποδεχθούμε την οπτική του χρυσόψαρου ως μια έγκυρη απεικόνιση της πραγματικότητας.

‘Ενα άλλο είδος εναλλακτικής πραγματικότητας βρίσκουμε στην ταινία επιστημονικής φαντασίας The Matrix, όπου η ανθρωπότητα ζει, δίχως να το γνωρίζει, σε μια προσομοιωμένη εικονική πραγματικότητα δημιουργημένη από ευφυείς υπολογιστές, προκειμένου οι άνθρωποι να διατηρούνται σε μια κατάσταση μακάριας ικανοποίησης, ενώ οι υπολογιστές τούς στραγγίζουν από τη βιοηλεκτρική τους ενέργεια —ό,τι, τέλος πάντων, σημαίνει αυτό. Μια τέτοια σύλληψη ενδέχεται να μην είναι και τόσο τραβηγμένη, αν λάβουμε υπόψη μας όλους αυτούς που προτιμούν να περνούν την ώρα τους στην προσομοιωμένη πραγματικότητα διαδικτυακών τόπων, όπως το Second Life. Πώς ξέρουμε ότι δεν είμαστε απλώς οι χαρακτήρες μιας υπολογιστικής σαπουνόπερας; Αν ζούσαμε σε έναν συνθετικό φανταστικό κόσμο, τα γεγονότα δεν θα είχαν απαραίτητα καμία λογική ή συνέπεια, ούτε και θα υπάκουαν σε νόμους. Οι εξωγήινοι που θα μας ήλεγχαν μπορεί να το έβρισκαν πιο ενδιαφέρον ή διασκεδαστικό να παρακολουθούν τις αντιδράσεις μας όταν θα βλέπαμε, για παράδειγμα, την πανσέληνο να σκίζεται στη μέση ή καθέναν που ακολουθεί δίαιτα να αναπτύσσει μια ακατάσχετη όρεξη για τούρτες. Αν όμως οι εξωγήινοι επέβαλλαν νόμους με συνέπεια, δεν θα υπήρχε τρόπος να διακρίνουμε το κατά πόσον θα μπορούσε να υπάρχει μια άλλη πραγματικότητα πίσω από την προσομοιωμένη εκδοχή της. Στην περίπτωση αυτή, εύκολα θα χαρακτηρίζαμε τον κόσμο των εξωγήινων «αληθινό» και τον συνθετικό κόσμο «ψεύτικο». Αν όμως τα πλάσματα στον προσομοιωμένο κόσμο —όπως και εμείς— δεν είχαν τη δυνατότητα να παρατηρήσουν από έξω το σύμπαν τους, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να αμφιβάλλουν σχετικά με τις δικές τους απεικονίσεις της πραγματικότητας. Πρόκειται για τη σύγχρονη εκδοχή της ιδέας ότι όλοι είμαστε μυθολογήματα στο όνειρο κάποιου άλλου.

Τα παραπάνω παραδείγματα μας οδηγούν σε ένα συμπέρασμα το οποίο θα αποδειχθεί σημαντικό στο πλαίσιο του βιβλίου: Λεν υπάρχει έννοια της πραγματικότητας ανεξάρτητη από κάποια απεικόνιση ή μια θεωρία. Αντίθετα, εμείς θα υιοθετήσουμε την ιδέα την οποία θα ονομάσουμε «ρεαλισμό κατά το μοντέλο» —δηλαδή, ότι μια φυσική θεωρία ή ένα κοσμοείδωλο δεν είναι παρά ένα μοντέλο (μαθηματικού χαρακτήρα, γενικά) και ένα σύνολο κανόνων που συνδέουν τα στοιχεία του μοντέλου με τις παρατηρήσεις. Αυτό μας προσφέρει ένα πλαίσιο για την ερμηνεία της σύγχρονης επιστήμης.

Από την εποχή του Πλάτωνα και εξής, οι φιλόσοφοι ερίζουν σχετικά με τη φύση της πραγματικότητας. Η κλασική επιστήμη βασίζεται στην πεποίθηση ότι υπάρχει ένας πραγματικός κόσμος έξω από εμάς, με ιδιότητες συγκεκριμένες και ανεξάρτητες από τον παρατηρητή ο οποίος τις συλλαμβάνει. Σύμφωνα με την κλασική επιστήμη, κάποια αντικείμενα υπάρχουν και διαθέτουν φυσικές ιδιότητες (όπως ταχύτητα και μάζα) με καλώς ορισμένες τιμές. Κατά την άποψη αυτή, οι θεωρίες μας συνιστούν απόπειρες περιγραφής των εν λόγω αντικειμένων και των ιδιοτήτων τους, οι δε μετρήσεις και οι αισθητήριες αντιλήψεις μας αντιστοιχούν σε αυτές. Τόσο ο παρατηρητής όσο και το παρατηρούμενο αντικείμενο ανήκουν σε έναν κόσμο με αντικειμενική ύπαρξη, και κάθε διάκριση ανάμεσά τους δεν είναι παρά συμβατική. Με άλλα λόγια, αν δούμε ένα κοπάδι ζέ-βρες να μαλώνουν για μια θέση στο πάρκινγκ, αυτό θα σημαίνει ότι ένα κοπάδι ζέβρες όντως μαλώνουν για μια θέση στο πάρκινγκ. Κάθε άλλος παρατηρητής που θα σταθεί για να κοιτάξει, θα μετρήσει τις ίδιες ιδιότητες· και το κοπάδι θα διαθέτει αυτές τις ιδιότητες είτε αποτελέσει είτε όχι αντικείμενο παρατήρησης. Στη φιλοσοφία, η πεποίθηση αυτή ονομάζεται ρεαλισμός (ή πραγματοκρατία).

Όσο δελεαστική και αν μας φαίνεται η οπτική του ρεαλισμού, θα δούμε αργότερα ότι οι γνώσεις μας στη σύγχρονη φυσική καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την υπεράσπισή του. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τις αρχές της κβαντικής φυσικής, η οποία αποτελεί μια ακριβή περιγραφή της Φύσης, τα σωματίδια δεν διαθέτουν συγκεκριμένη θέση ή ταχύτητα, εκτός αν, και μέχρι να, μετρηθούν οι ποσότητες αυτές από κάποιον παρατηρητή. Κατά συνέπεια, δεν είναι σωστό να λέμε ότι μια μέτρηση μας δίνει συγκεκριμένο αποτέλεσμα, διότι η ποσότητα που μετράται έχει την εκάστοτε τιμή κατά τη χρονική στιγμή της μέτρησης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, ακόμη και μεμονωμένα αντικείμενα δεν διαθέτουν καν ανεξάρτητη ύπαρξη, αλλά μάλλον υφίστανται ως μέρος ενός συνόλου πολλών τέτοιων αντικειμένων. Και αν αποδειχθεί σωστή μια θεωρία ονόματι ολογραφική αρχή, τότε εμείς και ο τετραδιάστατος κόσμος μας ενδέχεται να αποτελούμε σκιές πάνω στο σύνορο ενός μεγαλύτερου, πενταδιάστατου χωροχρόνου. Στην περίπτωση αυτή, η θέση μας στο Σύμπαν είναι κυριολεκτικά ανάλογη με εκείνη του χρυσόψαρου.

Οι «σκληροί» ρεαλιστές ισχυρίζονται συχνά πως απόδειξη ότι οι επιστημονικές θεωρίες αναπαριστούν την πραγματικότητα είναι η επιτυχία τους. Και όμως, διαφορετικές θεωρίες μπορούν να περιγράφουν με επιτυχία το ίδιο φαινόμενο μέσω διακριτών εννοιολογικών πλαισίων. Μάλιστα, πολλές επιστημονικές θεωρίες που είχαν αποδειχθεί επιτυχημένες αντικαταστάθηκαν από άλλες, εξίσου επιτυχημένες θεωρίες, οι οποίες βασίζονταν σε εντελώς νέες έννοιες για την πραγματικότητα.

Παραδοσιακά, οι αντίπαλοι του ρεαλισμού ονομάζονται αντιρεαλιστές. Οι αντιρεαλιστές αποδέχονται τη διάκριση μεταξύ εμπειρικής και θεωρητικής γνώσης. Κατά κανόνα, υποστηρίζουν ότι η παρατήρηση και το πείραμα έχουν ένα νόημα, αλλά οι θεωρίες δεν είναι τίποτα περισσότερο από χρήσιμα εργαλεία, τα οποία επ’ ουδενί δεν ενσωματώνουν βαθύτερες αλήθειες που υπόκεινται των παρατηρούμενων φαινομένων. Ορισμένοι αντιρεαλιστές φτάνουν στο σημείο να περιορίζουν την εμβέλεια της επιστήμης μόνο σε οντότητες που μπορούν να παρατηρηθούν. Αυτός ήταν και ο λόγος που, τον δέκατο ένατο αιώνα, πολλοί απέρριψαν την ιδέα των ατόμων, με το σκεπτικό ότι ποτέ μας δεν θα καταφέρναμε να δούμε μια τέτοια οντότητα. Ο George Berkeley (1685-1753); μάλιστα, έφτασε στο σημείο να πει ότι τίποτα δεν υπάρχει πέρα από τον νου και τις ιδέες του. Όταν κάποιος παρατήρησε στον δρα Samuel Johnson (1709 -1784); άγγλο συγγραφέα και λεξικογράφο, ότι ο ισχυρισμός του Berkeley μάλλον δεν μπορούσε να καταρριφθεί, λέγεται ότι η απάντηση του Johnson ήταν να πλησιάσει μια πέτρα και να την κλοτσήσει, αναφωνώντας: «Μόλις τον κατέρριψα». Φυσικά, ο πόνος που ένιωσε ο δρ Johnson στο πόδι του ήταν επίσης μια ιδέα στον νου του, οπότε στην πραγματικότητα δεν κατέρριψε τις ιδέες του Berkeley. Η ενέργεια του, όμως, φωτίζει την άποψη του φιλοσόφου David Hume (1711 -1776), ο οποίος είχε γράψει ότι, αν και δεν υπάρχει ορθολογική βάση για την πίστη στην αντικειμενική πραγματικότητα, δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να συμπεριφερόμαστε σαν αυτή να ήταν αληθινή.

Χώκινς, Το μεγάλο σχέδιο

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

11.3.1. Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς: «Μαζί με τον Όμηρο, οι μεγαλύτεροι αφηγητές της υδρογείου»

Ο 17ος αιώνας είναι η εποχή του Ρούμπενς. Ο Ρούμπενς (1577-1640), ένας ξεχωριστός, κοσμοπολίτης ζωγράφος στη Φλάνδρα (στην καθολική περιοχή των Κάτω Χωρών), η τέλεια έκφραση του μπαρόκ, με χαρακτηριστική θεατρικότητα και μνημειακότητα, πληθωρικός στη σύνθεση και στο χρώμα, με έντονα αισθησιακά γυμνά (αποθεώνει το γυναικείο γυμνό), ήξερε να ενσωματώνει την παράδοση στο προσωπικό του ύφος. 

Ήταν ένας από τους πιο παραγωγικούς ζωγράφους όλων των εποχών, απέκτησε μεγάλη φήμη και πλούτο, και ως διπλωμάτης βοήθησε τη Φλάνδρα στην Ιταλία και την Ισπανία. Δημιούργησε πλήθος μυθολογικών επινοήσεων, όχι μόνο γιατί ως ζωγράφος ήταν εξαιρετικά ευρηματικός, αλλά γιατί ήταν τέλειος γνώστης των κλασικών πηγών, ο κατεξοχήν πεπαιδευμένος ζωγράφος (pictor doctus) της εποχής του. Διάλεγε όπως και άλλοι ζωγράφοι του 17ου αιώνα ελκυστικά μυθολογικά θέματα ή θέματα με ηθικοπλαστικό περιεχόμενο από την κλασική εποχή, γιατί πίστευε βαθιά ότι τα έργα ζωγραφικής των Ελλήνων ήταν τα ωραιότερα που δημιουργήθηκαν ποτέ. 

Μελέτησε αρχαία κλασικά αγάλματα, τα οποία έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο έργο του. Εδώ όμως η χρήση των αρχαίων προτύπων είναι διαφορετική. Δεν είναι το μέσο για να δημιουργήσει το δικό του έργο, αλλά περισσότερο αποτελούν ένα είδος λόγιας φιλολογικής παραπομπής σε σημαντικά αρχαία πρωτότυπα, και νιώθει περήφανος να το κάνει αισθητό. 

Έτσι, χρησιμοποιεί τον Λαοκόοντα π.χ. για τη μορφή του Χριστού στο έργο της ιταλικής του περιόδου Στέφανος εξ ακανθών (1602· Grasse, Νοσοκομείο) ή τον Απόλλωνα Belvedere στη σειρά για τη Μαρία των Μεδίκων. Στους Τέσσερις φιλοσόφους (1611/1612) το τοπίο με τμήμα από τον Παλατίνο λόφο της Ρώμης και η μαρμάρινη προτομή σε κόγχη που πίστευαν ότι εικονίζει τον Σενέκα είναι έμμεσες αναφορές στην αρχαιομάθεια των εικονιζόμενων. 

Ο Ρούμπενς φιλοδοξούσε να αναδημιουργήσει χαμένους πίνακες του Απελλή, του Ζεύξη και άλλων συναδέλφων του της κλασικής εποχής και έτσι σαν νέος Απελλής έφτιαξε την Ανακάλυψη του Αχιλλέα ανάμεσα στις κόρες του Λυκομήδη, την Αμαζονομαχία, το Συμπόσιο της Αφροδίτης κ.ά. Αν εξαιρέσει κανείς τις μεγάλες σειρές μυθολογικών του θεμάτων, όπως τη σειρά για τη Μαρία των Μεδίκων και άλλες αντίστοιχες παραγγελίες, υπάρχουν γύρω στα εκατό ακόμη αυτόνομα ζωγραφικά του έργα με μυθολογικές σκηνές, χωρίς να υπολογίζονται αλληγορίες κτλ. Για την παραγωγή του αυτή ο Φριντλέντερ συγκρίνει τον Ρούμπενς με τον Όμηρο: «οι δύο μεγαλύτεροι αφηγητές της υδρογείου».

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΑΡΙΣΤ Πολ 1279b11–1280a6

(ΑΡΙΣΤ Πολ 1279a22–1281a10: Τα είδη των πολιτευμάτων) 

Πόσο ορθοί είναι οι ορισμοί των πολιτευμάτων; – Η ουσιαστική διαφορά ολιγαρχίας–δημοκρατίας

Δεῖ δὲ μικρῷ διὰ μακροτέρων εἰπεῖν τίς ἑκάστη τούτων
τῶν πολιτειῶν ἐστιν· καὶ γὰρ ἔχει τινὰς ἀπορίας, τῷ δὲ
περὶ ἑκάστην μέθοδον φιλοσοφοῦντι καὶ μὴ μόνον ἀποβλέ-
ποντι πρὸς τὸ πράττειν οἰκεῖόν ἐστι τὸ μὴ παρορᾶν μηδέ
(15) τι καταλείπειν, ἀλλὰ δηλοῦν τὴν περὶ ἕκαστον ἀλήθειαν.
ἔστι δὲ τυραννὶς μὲν μοναρχία, καθάπερ εἴρηται, δεσπο-
τικὴ τῆς πολιτικῆς κοινωνίας, ὀλιγαρχία δ’ ὅταν ὦσι κύ-
ριοι τῆς πολιτείας οἱ τὰς οὐσίας ἔχοντες, δημοκρατία δὲ
τοὐναντίον ὅταν οἱ μὴ κεκτημένοι πλῆθος οὐσίας ἀλλ’ ἄποροι.
(20) πρώτη δ’ ἀπορία πρὸς τὸν διορισμόν ἐστιν. εἰ γὰρ εἶεν οἱ
πλείους, ὄντες εὔποροι, κύριοι τῆς πόλεως, δημοκρατία δ’ ἐστὶν
ὅταν ᾖ κύριον τὸ πλῆθος —ὁμοίως δὲ πάλιν κἂν εἴ που συμ-
βαίνει τοὺς ἀπόρους ἐλάττους μὲν εἶναι τῶν εὐπόρων, κρείττους
δ’ ὄντας κυρίους εἶναι τῆς πολιτείας, ὅπου δ’ ὀλίγον κύριον
(25) πλῆθος, ὀλιγαρχίαν εἶναί φασιν— οὐκ ἂν καλῶς δόξειεν
διωρίσθαι περὶ τῶν πολιτειῶν. ἀλλὰ μὴν κἄν τις συνθεὶς
τῇ μὲν εὐπορίᾳ τὴν ὀλιγότητα τῇ δ’ ἀπορίᾳ τὸ πλῆθος
οὕτω προσαγορεύῃ τὰς πολιτείας, ὀλιγαρχίαν μὲν ἐν ᾗ τὰς
ἀρχὰς ἔχουσιν οἱ εὔποροι, ὀλίγοι τὸ πλῆθος ὄντες, δημο-
(30) κρατίαν δὲ ἐν ᾗ οἱ ἄποροι, πολλοὶ τὸ πλῆθος ὄντες, ἄλλην
ἀπορίαν ἔχει. τίνας γὰρ ἐροῦμεν τὰς ἄρτι λεχθείσας πολι-
τείας, τὴν ἐν ᾗ πλείους <οἱ> εὔποροι καὶ ἐν ᾗ ἐλάττους οἱ
ἄποροι, κύριοι δ’ ἑκάτεροι τῶν πολιτειῶν, εἴπερ μηδεμία
ἄλλη πολιτεία παρὰ τὰς εἰρημένας ἔστιν; ἔοικε τοίνυν ὁ
(35) λόγος ποιεῖν δῆλον ὅτι τὸ μὲν ὀλίγους ἢ πολλοὺς εἶναι κυ-
ρίους συμβεβηκός ἐστιν, τὸ μὲν ταῖς ὀλιγαρχίαις τὸ δὲ ταῖς
δημοκρατίαις, διὰ τὸ τοὺς μὲν εὐπόρους ὀλίγους, πολλοὺς δ’
εἶναι τοὺς ἀπόρους πανταχοῦ (διὸ καὶ οὐ συμβαίνει τὰς ῥη-
θείσας αἰτίας <αἰτίας> γίνεσθαι διαφορᾶς), ᾧ δὲ διαφέρουσιν ἥ τε
(40) δημοκρατία καὶ ἡ ὀλιγαρχία ἀλλήλων πενία καὶ πλοῦτός
[1280a] ἐστιν, καὶ ἀναγκαῖον μέν, ὅπου ἂν ἄρχωσι διὰ πλοῦτον, ἄν
τ’ ἐλάττους ἄν τε πλείους, εἶναι ταύτην ὀλιγαρχίαν, ὅπου δ’
οἱ ἄποροι, δημοκρατίαν, ἀλλὰ συμβαίνει, καθάπερ εἴπο-
μεν, τοὺς μὲν ὀλίγους εἶναι τοὺς δὲ πολλούς. εὐποροῦσι
(5) μὲν γὰρ ὀλίγοι, τῆς δὲ ἐλευθερίας μετέχουσι πάντες· δι’ ἃς
αἰτίας ἀμφισβητοῦσιν ἀμφότεροι τῆς πολιτείας.

***
Πρέπει όμως εκτενέστερον πως να πραγματευθώμεν το ζήτημα, οποίον κατ' ουσίαν είναι έκαστον των πολιτευμάτων τούτων· διότι το ζήτημα ανακυκλοί αρκετάς απορίας, ο περί οιονδήποτε δε θέμα φιλοσοφών και μη αποβλέπων μόνον εις την πρακτικήν άποψιν τούτου, οφείλει να μη παραβλέπη τι μηδέ (15) τι να καταλείπη, αλλά να δηλοί πάσαν την περί έκαστον αλήθειαν. Είναι λοιπόν, κατά τα προειρημένα, τυραννίς μεν μοναρχία δεσποτικώς κυβερνώσα την πολιτικήν κοινωνίαν, ολιγαρχία δε το πολίτευμα καθ' ο την κυρίαρχον εξουσίαν της πόλεως ασκούν οι πλούσιοι, δημοκρατία δε τουναντίον το πολίτευμα καθ' ο την κυρίαρχον εξουσίαν ασκούν ουχί οι μεγάλην διαθέτοντες περιουσίαν, αλλ' οι άποροι. (20) Η πρώτη δε δυσκολία έγκειται εις τον ορισμόν. Διότι εάν οι πλείονες των πολιτών εύποροι όντες κατέχουν την κυρίαρχον εξουσίαν, το πολίτευμα θα ήτο 'δημοκρατία', εφ' όσον πρόκειται περί 'δημοκρατίας' όταν κυρίαρχον είναι το πλήθος· ομοίως δε πάλιν εάν που ήθελε συμβή οι άποροι, ολιγώτεροι μεν όντες των ευπόρων, ισχυρότεροι όμως, να κατέχουν την κυρίαρχον εξουσίαν, το πολίτευμα θα ήτο 'ολιγαρχία', (25) καθ' όσον περί 'ολιγαρχίας' ισχυρίζονται ότι πρόκειται εκεί, όπου οι ολίγοι κατέχουν την κυρίαρχον εξουσίαν· άλλ ούτω θα απεδεικνύετο ότι δεν διεκρίθησαν ορθώς τα πολιτεύματα. Αλλά και εις ην περίπτωσιν συνενών τις την ευπορίαν με την ολιγότητα και την απορίαν με την πληθύν, ήθελε προσαγορεύσει ως ανωτέρω τα πολιτεύματα, ολιγαρχίαν μεν το πολίτευμα εν ω την κυρίαρχον εξουσίαν έχουν οι εύποροι ολίγοι το πλήθος όντες, (30) δημοκρατίαν δε το πολίτευμα εν ω άρχουν οι άποροι, πολλοί το πλήθος όντες, άλλη προβάλλεται δυσκολία: Πώς δηλαδή θα αποκαλέσωμεν τα άρτι μνημονευθέντα πολιτεύματα, εκείνο καθ' ο πλείονες είναι οι εύποροι και εκείνο καθ' ο ολιγώτεροι είναι οι άποροι, εκάτεροι δε εν εκατέρα των πολιτειών τούτων ασκούν την κυρίαρχον εξουσίαν, εάν ουδέν άλλο πολίτευμα παρά τα ειρημένα υπάρχει; Η έκβασις λοιπόν του (35) λόγου καθιστά πως φανερόν ότι το διακριτικόν της ολιγότητος ή της πληθύος των ασκούντων την κυρίαρχον εξουσίαν είναι κατά συμβεβηκός, συμπίπτει δε το πρώτον εν ταις ολιγαρχίαις το δε δεύτερον εν ταις δημοκρατίαις, λόγω του ότι συμβαίνει απανταχού οι μεν εύποροι να είναι ολίγοι, πολλοί δε οι άποροι· (διό και τα σημεία ταύτα δεν είναι γνωρίσματα ουσιώδους διαφοράς). Εκείνο όθεν καθ' ο πράγματι διαφέρουν αλλήλων η (40) δημοκρατία και η ολιγαρχία είναι η π ε ν ί α και ο π λ ο ύ τ ο ς· [1280a] και ανάγκη, όπου μεν άρχουν βάσει του πλούτου, είτε ολίγοι είτε πλείονες είναι οι άρχοντες ούτοι, να είναι το πολίτευμα τούτο ολιγαρχία, όπου δε άρχουν οι άποροι δημοκρατία· αλλ' επισυμβαίνει, ως είπομεν, οι μεν εύποροι (5) να είναι ολίγοι, οι δε άποροι πολλοί, και ενώ ολίγοι ευπορούν, της ελευθερίας ως πολίται μετέχουν πάντες, πλούτος δε και ελευθερία είναι τα σημεία περί τα οποία διεξάγεται ο των δύο τάξεων αγών διά την κατάληψιν της εξουσίας.