Κυριακή 22 Ιουνίου 2025

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

Επιλογικά


Σχεδόν χίλια διακόσια χρόνια κράτησε η εξελικτική πορεία του αρχαιοελληνικού κόσμου, όπως την παρακολουθήσαμε, ξεκινώντας από το κεφαλόβρυσο του Ομήρου, που είχε θησαυρισμένο μέσα του όλον τον πλούτο της προϊστορίας, ως τους τελευταίους εθνικούς διανοούμενους της Ελληνορωμαϊκής εποχής.

Στόχος μας, όπως τον προσδιορίσαμε, ήταν να γνωρίσουμε την ελληνική αρχαιότητα στην πληρότητα, στην ενότητα και στην εξέλιξή της - αλλά σχετικά με την πληρότητα είχαμε εξαρχής επισημάνει την έλλειψη μιας παράλληλης, μακάρι ενσωματωμένης, ιστορίας της αρχαίας τέχνης, που δεν ήταν δυνατό να αναπληρωθεί από τις λίγες σχετικές παρατηρήσεις μας.

Για την ενότητα αφετηρία μας ήταν τα λόγια του Ηρόδοτου όταν μίλησε για «τον Ελληνισμό, που έχει ίδιο αίμα και ίδια γλώσσα», τὸ Ἑλληνικὸν ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον (8.144)· όμως στη συνέχεια, ιδιαίτερα μετά την εκστρατεία του Μεγαλέξανδρου και την εξάπλωση του Ελληνισμού, οδηγός μας στάθηκε και η πολυσήμαντη διαπίστωση του Ισοκράτη ότι «πιο πολύ ονομάζονται Έλληνες όσοι μετέχουν στην παιδεία μας παρά όσοι έχουν την ίδια μ᾽ εμάς φυσική καταγωγή».

Η ακτινοβολία της ελληνικής παιδείας (με τη γενικότερη έννοια) στους ξένους, η εξάπλωση του Ελληνισμού, η κυριαρχία της ελληνικής γλώσσας και η αποφασιστική επίδραση του ελληνικού πολιτισμού στους Ρωμαίους ας μη μας οδηγήσουν να ξεχάσουμε πόσο γόνιμη ήταν και για τους Έλληνες, σε όλες τις εποχές, η επαφή τους με άλλους λαούς. Δεν ξέρουμε ως ποιο σημείο ισχύει αυτό που διαβάζουμε στην Επινομίδα, ότι «στο τέλος οι Έλληνες τα κάνουν ωραιότερα όσα τυχόν παραλάβουν από τους ξένους»·[1] είναι όμως βέβαιο ότι πλήθος πολιτισμικά στοιχεία, ενσωματωμένα στην ελληνική παράδοση, έχουν αρχικά ξενική, τις περισσότερες φορές ανατολική, προέλευση.

Μένει να μιλήσουμε για την εξέλιξη του αρχαίου ελληνικού κόσμου, για το πώς στο πέρασμα του χρόνου τα πολιτισμικά φαινόμενα από τη μια μεταβάλλονταν από την άλλη συνέχιζαν την παράδοση - και μια εικόνα θα μας βοηθήσει.

Σημειώσαμε, μιλώντας για τον ιστορικό Πολύβιο, την άποψη ότι «στις πολιτείες», όπως και στους ζωντανούς οργανισμούς, «υπάρχει μια φυσιολογική αύξηση, μετά από αυτήν η ακμή, έπειτα ο μαρασμός - και όλα είναι πιο ισχυρά την εποχή της ακμής».[2] Αυτό το σχήμα της εξέλιξης κατὰ φύσιν είναι παλιό· έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές για να περιγράψει ιστορικά φαινόμενα, και θα μπορούσαμε με επιτυχία να το αξιοποιήσουμε ως μεταφορική εικόνα στην περιγραφή της ελληνικής αρχαιότητας.

Η Αρχαϊκή εποχή θα προσέχαμε ότι παρουσιάζει πολλά παιδικά και εφηβικά χαρακτηριστικά: τα ζωηρά συναισθήματα, την επαναστατική διάθεση, τη χαρά της ζωής και, το σημαντικότερο, τη βαθμιαία αφύπνιση της προσωπικότητα. Στους κλασικούς αιώνες η ανακάλυψη και η εκμετάλλευση των νοητικών δυνατοτήτων, η έντονη δραστηριότητα και οι μεγάλες επιτυχίες εύκολα παραλληλίζονται με την παραγωγική ηλικία της ακμής. Η Αλεξανδρινή εποχή, με την ευαισθησία, τη σοφία και την εργατικότητά της αντιστοιχεί, θα λέγαμε, στην προχωρημένη ωριμότητα· τέλος, οι ελληνορωμαϊκοί χρόνοι, με την ακινησία, τον μυστικισμό και τη νοσταλγία των περασμένων μεγαλείων, πολύ θυμίζουν τα γεράματα.

Σωστά και χρήσιμα όλα αυτά· έχουν όμως και την αρνητική τους πλευρά. Στην εφαρμογή του, το σχήμα της φυσιολογικής εξέλιξης εισάγει αυτόματα έννοιες αξιολογικές, όπως η ακμή και η παρακμή, η άνοδος και η πτώση, έννοιες που παλαιότερα χρησιμοποιήθηκαν στην ιστοριογραφία αλλά οι σημερινοί επιστήμονες τις αποφεύγουν, γιατί συχνά οδηγούν σε σφαλερές εκτιμήσεις και λάθη.[3] Στην περίπτωσή μας, η «φυσιολογική» θεώρηση της ελληνικής αρχαιότητας εύκολα θα μας ξεγελούσε να υποτιμήσουμε την ποίηση και την τέχνη της Ελληνιστικής εποχής και να παραβλέψουμε ως παρακμιακά τα επιτεύγματα των ελληνορωμαϊκών χρόνων.

Έτσι προτιμήσαμε μιαν άλλη εικόνα, την εικόνα της ετήσιας διαδοχής των εποχών, αντιστοιχώντας την Αρχαϊκή εποχή με την άνοιξη, την Κλασική με το καλοκαίρι, την Ελληνιστική με το φθινόπωρο και την Ελληνορωμαϊκή με τον χειμώνα. Το σχήμα είναι απλό και σε όλους μας οικείο, σχήμα χρονικό όπου μέσα του διαδέχονται η μια την άλλη οι εποχές, καθεμιά με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αλλά χωρίς απότομες αλλαγές, όπως συμβαίνει και στην εξέλιξη του αρχαιοελληνικού κόσμου. Ακόμα, στο σύνολό της η εικόνα του ἐνιαυτοῦ δεν αποτελεί ανεξάρτητη ενότητα, αλλά εντάσσεται σε μιαν αδιάσπαστη ακολουθία όπου η αρχή της συμπίπτει με το τέλος της προηγούμενης και το τέλος της με την αρχή της επόμενης χρονιάς - το ίδιο που συμβαίνει με τις μεγάλες ιστορικές περιόδους, όπως συμβατικά τις ξεχωρίζουμε. Τελευταίο και σημαντικό: οι εποχές του χρόνου είναι ισότιμες, η καθεμιά με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της, η καθεμιά συνεχίζοντας την προηγούμενη και προετοιμάζοντας την επόμενη - όλες απαραίτητες για το γύρισμα της χρονιάς και τη ροή των εξελίξεων.

Υποχρέωσή μας είναι ακόμα να δείξουμε ότι ο παραλληλισμός της πορείας της ελληνικής αρχαιότητας με τον ενιαυτό βασίζεται σε κάποιες πραγματικές αντιστοιχίες και βοηθά να τακτοποιηθούν, αν όχι και να κατανοηθούν, ορισμένα φαινόμενα.

Ύστερα από μια μεγάλη περίοδο ομοιομορφίας και στασιμότητας, εννοώντας τους προϊστορικούς αιώνες της θεόσδοτης βασιλείας και του ηρωικού κώδικα συμπεριφοράς, η Αρχαϊκή εποχή με την πολυχρωμία στην τέχνη, με την τραγουδιστική ποικιλία της λυρικής ποίησης, με το ξύπνημα της προσωπικότητας, με τη διαφοροποίηση των προτιμήσεων, με την απόλαυση της ζωής, τα θαλασσινά ταξίδια και τους ελπιδοφόρους αποικισμούς σίγουρα συγγενεύει σε πολλά με την άνοιξη.

Η καλοκαιρινή διάσταση της Κλασικής εποχής υποστηρίζεται από την εξαιρετική ενεργητικότητα σε κάθε τομέα (στον πολιτικό, στον οικονομικό, στον καλλιτεχνικό, ακόμα και στον πολεμικό), από την έντονη επικοινωνία, τις αλλεπάλληλες γιορταστικές εκδηλώσεις, πάνω απ᾽ όλα από το καλοκαιρινό φως: τον ήλιο που πολεμά τις σκιές, ξεκαθαρίζει τα περιγράμματα και απογυμνώνει την πραγματικότητα, όπως την πραγματικότητα απογύμνωνε και την αλήθεια φανέρωνε το κίνημα του διαφωτισμού, που αναπτύχτηκε τον 5ο και ολοκληρώθηκε τον 4ο π.Χ. αιώνα.

Κυρίαρχο φθινοπωρινό χαρακτηριστικό της Αλεξανδρινής εποχής η λεπταίσθητη ποιητική διάθεση, αλλά και η αφθονία, ο πλούτος και η συνακόλουθη φροντίδα για συγκομιδή και αποθήκευση των αγαθών. Στον τομέα των γραμμάτων, που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα, οι σοφοί δούλεψαν νύχτα μέρα να συγκεντρώσουν τους πνευματικούς καρπούς, να ξεχωρίσουν τους καλύτερους (κανόνες), να τους συντηρήσουν (κριτική αποκατάσταση των κειμένων), να τους συσκευάσουν (εκδόσεις), ακόμα και να τους αποθηκεύσουν στις βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας, της Περγάμου και αλλού.

Τέλος, στον χειμώνα της Ελληνορωμαϊκής εποχής έχουμε από τη μια την εκμετάλλευση ή, καλύτερα, την ανάλωση του αποθηκευμένου πλούτου από τον αττικισμό και τη δεύτερη σοφιστική, από την άλλη την ομοιομορφία και την απραξία που υπαγόρευε η αυστηρή έννομη τάξη της ρωμαϊκής εξουσίας. Τελευταίο και σπουδαιότερο χειμωνιάτικο χαρακτηριστικό, η αργή υπόγεια προετοιμασία για το νέο ξεκίνημα, όπως το σηματοδότησε, στο γύρισμα από τον 1ο π.Χ. στον 1ο μ.Χ. αιώνα, η γέννηση του Χριστού.

Μπορεί να αμφισβητηθεί και αυτό το σχήμα· δεν είναι όμως παρά μια απλή πρόταση· και ο αναγνώστης, έχοντας γνωρίσει μαζί μας τα πράγματα, είναι τώρα σε θέση να εκτιμήσει μόνος ως ποιο σημείο η εικόνα του ενιαυτού ισχύει ως μεταφορά, και ως ποιο σημείο δεν αποτελεί παρά απλό οργανωτικό τέχνασμα.

Χαλεπὸν […] ἄνθρωπον ὄντα μὴ διαμαρτάνειν ἐν πολλοῖς,
τὰ μὲν ὅλως ἀγνοήσαντα, τὰ δὲ κακῶς κρίναντα,
τὰ δὲ ἀμελέστερον γράψαντα
.
Γαληνός[4]
------------------------------
1. Ὅτιπερ ἂν Ἕλληνες βαρβάρων παραλάβωσι, κάλλιον τοῦτο εἰς τέλος ἀπεργάζονται (987d).

2. Παντός, καὶ σώματος καὶ πολιτείας καὶ πράξεως, ἐστί τις αὔξησις κατὰ φύσιν, μετὰ δὲ ταύτην ἀκμή, κἄπειτα φθίσις, κράτιστα δ᾽ αὐτῶν ἐστι πάντα τὰ κατὰ τὴν ἀκμήν (6.51.4).

3. Είναι γνωστά τα έργα Ιστορία της παρακμής και της πτώσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του άγγλου ιστορικού Γίββωνα (1737-1794) και Σκέψεις για τα αίτια του μεγαλείου και της παρακμής των Ρωμαίων του γάλλου φιλόσοφου Μοντεσκιέ (1689-1755), όπου και στα δύο η χιλιόχρονη ιστορία του Βυζαντίου παρουσιάζεται ως η παρακμή και η πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

4. «Δύσκολο ένας άνθρωπος να μη λαθέψει σε πολλά: σε μερικά γιατί το αγνόησε τελείως, σε άλλα γιατί δεν τα έκρινε σωστά, σε άλλα γιατί τα έγραψε ανέμελα» (Περὶ συνθέσεως φαρμάκων 12.34.4-6) - και με χαρά θα δεχτούμε και θα αξιοποιήσουμε στην επόμενη έκδοση τις παρατηρήσεις που θα μας κάνουν οι αναγνώστες, μικροί και μεγάλοι.

Πίνακες

  

Χάρτες

Τα ηροδότεια erotica (Μέρος β΄)

Θεόδωρος Ράλλης, Γυναίκα με πέπλο
Ο Ηρόδοτος και η εθνογραφία του έρωτα

Τα σαγηνευτικότερα υφάδια της ηροδότειας ανθρωπολογίας είναι τα εθνογραφικά, που διαπερνούν τα τέσσερα πρώτα από τα εννέα βιβλία της Ιστορίης. Αφορούν σε έθιμα (νόμους) και στις ιδιαιτερότητες των διαφόρων λαών που υπήχθησαν στην περσική αυτοκρατορία. Στάθηκαν η αιτία για την οποία, από τη συντηρητική του οπτική, ο Πλούταρχος (Ηθικά 857a) απαξίωνε τον Ηρόδοτο ως “φιλοβάρβαρον” που δεν υπηρέτησε σωστά την ελληνικότητα. Αναρωτιέμαι αν κι εμείς τον καταλαβαίνουμε όταν, για παράδειγμα, βιαζόμαστε να του αναγνωρίσουμε ανεκτικότητα απέναντι στην ετερότητα, ενώ στην πραγματικότητα πάμε ‒ηθελημένα ή άθελά μας‒ να τον μεταγλωτίσσουμε με όρους βικτωριανής αποικιοκρατίας. Οι τέτοιου είδους όροι (σαν το tolerance) βάζουνε στενό κορσέ στην ανοιχτοσύνη της ηροδότειας ματιάς. Εκείνην που μπορεί, για παράδειγμα, να ξαποστάσει για λίγο σ’ ένα περί Σκυθών παράθεμα (IV, 75) αντανακλώντας την ηδονή ανδρών κυλινδούμενων κάτω από τέντες, βυθισμένων σε ατμόλουτρα κάνναβης καθώς οι σπόροι της σιγοκαίγονται πάνω στα πυρωμένα λιθάρια۰ ή που γνωρίζει τη λαμπρή θωριά των γυναικών όταν αλείφονται με ευωδίες κυπάρισσου, κέδρου και λιβάνου. Ο Ηρόδοτος βάζει απροκάλυπτα το δάχτυλο στο πιθάρι με το μέλι της γοητείας των εθνών, με όλες τις αισθήσεις ενεργοποιημένες.

Η εθνογραφία αυτή έχει τα ερωτικά της. Κάποιες φορές αφορούν τελετουργίες. Στον Αιγυπτιακό Λόγο, γυναίκες περιφέρουν ανά τις κώμες ανδρικά ομοιώματα (νευρόσπαστα) με μόνο κινούμενο σημείο τον υπερμεγέθη φαλλό, ενώ προστίθεται η διευκρίνιση ότι από εκεί έλκει την καταγωγή της η διονυσιακή φαλλοφορία αφότου εισήχθη στον ελληνικό κόσμο μέσω Φοινίκης, Κάδμου και Μελάμποδος (ΙΙ 48-49).

Ενδιαφέρουσες είναι κι οι δοξασίες περί ιερογαμίας. Οι Χαλδαίοι ιερείς της Βαβυλώνας μαρτυρούν πως το κεντρικό δώμα στον ναό του Βήλου είναι εξοπλισμένο με χρυσό τραπέζι και καλοστρωμένη κλίνη, για να πλαγιάζει εκεί ο θεός με όποια γυναίκα επιλέγει ο ίδιος απ’ τον πληθυσμό (τὴν ἂν ὁ θεὸς ἕληται ἐκ πασέων), όπως εξάλλου συμβαίνει και στη Θήβα της Αιγύπτου ή στα Πάταρα της Λυκίας (Ι 181.5-182.1).

Απίστευτες οι δυνάμεις των ιερών του έρωτα όπου λατρεύονταν η Αφροδίτη η ονομαζόμενη Ουρανία. Το αρχαιότερο τέτοιο ἱρόν, λέει ο Ηρόδοτος (Ι 105), ήταν της Ασκαλώνος στα παράλια της Συρίας. Από αυτό καταγόταν και εκείνο της Κύπρου, όπως οι ίδιοι οι Κύπριοι παραδέχονταν, αλλά και εκείνο των Κυθήρων το οποίο ίδρυσαν οι συριακής προέλευσης Φοίνικες. Όταν στην Αίγυπτο βασίλευε ο Ψαμμήτιχος, κατά την επιδρομή των Σκυθών στα εδάφη της Συρίας, οι περισσότεροι προσπέρασαν την Ασκαλώνα χωρίς να την λεηλατήσουν. Ορισμένοι, ωστόσο, εισέβαλαν στο ιερό και το σύλησαν. Τους ίδιους και τους απογόνους τους η θεά τούς τιμώρησε με τη γυναικεία αρρώστεια (θήλεαν νοῦσον). Κι από τότε, κάθε επισκέπτης στη χώρα των Σκυθών μπορεί να δει τους ανθρώπους αυτούς, τους οποίους ονομάζουν ἑνάρεας ‒ο Ηρόδοτος εξελληνίζει την αυθεντική λέξη enaree ή enarei της προφορικής λαλιάς. Σε επόμενο βιβλίο (IV 67), η Ιστορίη επανέρχεται στην περίπτωση των εναρών, προσφέροντας διευκρινίσεις και συνδέοντας το θέμα τους με σαμανιστικού τύπου τελετουργίες. Οι ἑνάρεες ήταν ἀνδρόγυνοι και η Αφροδίτη τούς είχε δώσει ένα δώρο ως ισοζύγιο στην κατάρα της: την τέχνη της προφητείας. Την ασκούσαν με τρόπο διαφορετικό ‒κι απ’ ό,τι φαίνεται λεπτότερο‒ από τους υπόλοιπους μάντεις στη Σκυθία. Οι άλλοι έπαιρναν χρησμούς από τις ράβδους της ιτιάς, τις οποίες τύλιγαν και ξετύλιγαν σε μεγάλα δεμάτια κατάχαμα. Ένας ενάρεας όμως χρησιμοποιούσε τον εσωτερικό φλοιό της φλαμουριάς τον οποίο μάλαζε, τυλίγοντάς τον και ξετυλίγοντάς τον με τα δάχτυλα (διαπλέκων ἑν τοῖς δακτύλοισι τοῖς ἑωυτοῦ καὶ διαλύων χρᾷ).

Η ελευθεριότητα των σεξουαλικών ηθών αποτελεί θέμα που συχνά πυκνά απασχολεί την Ιστορίην. Οι Ινδοί σμίγουν μεταξύ τους σε κοινή θέα, όπως και τα ζώα, κι έχουν όλοι το ίδιο χρώμα που μοιάζει με των Αιθιόπων. Ακόμη και το σπέρμα που χύνουν στις γυναίκες δεν είναι άσπρο σαν των άλλων ανθρώπων, αλλά μαύρο σαν το χρώμα τους. Ίδιο σπέρμα βγάζουν κι οι Αιθίοπες (μείξις δὲ τούτων τῶν Ἰνδῶν τῶν κατέλεξα πάντων ἐμφανής ἐστι κατά περ τῶν προβάτων, καὶ τὸ χρῶμα φορέουσι ὅμοιον πάντες καὶ παραπλήσιον Αἰθίοψι. ἡ γονὴ δὲ αὐτῶν, τὴν ἀπίενται ἐς τὰς γυναῖκας, οὐ κατά περ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων ἐστὶ λευκή, ἀλλὰ μέλαινα κατά περ τὸ χρῶμα· τοιαύτην δὲ καὶ Αἰθίοπες ἀπίενται θορήν. ΙΙΙ 101.1-2). Ας μη βιαστούμε να θεωρήσουμε ρατσιστική αυτή την άποψη. Σε άλλο σημείο (ΙΙΙ 38. 4), αναφορικά με το λεγόμενο ανθρωπολογικό πείραμα του Δαρείου πάνω στις αντιλήψεις και τα έθιμα των λαών, ο Ηρόδοτος έχει δείξει τον απόλυτο σεβασμό του σε κάθε ιδιαιτερότητα. Είναι πολύ πιθανό η αντίληψή του για το χρώμα του σπέρματος να αντανακλά τις πεποιθήσεις της αρχαιότητας ότι σε κάθε άνθρωπο υπάρχει ένα εγγενές είδωλον, μικροσκοπικό ομοίωμα δηλαδή της ψυχής και της ζωής του. Η αρχαϊκή αγγειογραφία το εικονίζει συχνά να ελευθερώνεται από το σώμα στον θάνατο. Ενδεχομένως, υπήρχε κι η αντίστροφη αντίληψη ότι αυτό το πανομοιότυπο της ανθρώπινης μορφής το έκλειναν μέσα τους και οι δυνάμεις της γέννησης.

Ο Ηρόδοτος παθιάζεται και με τις πρακτικές κοινογαμίας των λαών. Οι Μασσαγέτες παντρεύονται από μια γυναίκα, αλλά, στη συνέχεια, τις χρησιμοποιούν από κοινού (ἐπίκοινα χρέωνται). Όταν ένας απ’ αυτούς επιθυμήσει μια γυναίκα, κρεμάει μπροστά στην άμαξά της τη φαρέτρα του κι έτσι άφοβα σμίγει μαζί της (Ι 216.1). Οι Νασαμώνες της Λιβύης συνηθίζουν να παντρεύονται πολλές γυναίκες. Όμως τις έχουν όλοι μαζί για να συνευρίσκονται ερωτικά με τρόπο παρόμοιο των Μασσαγετών. Όποιος στήνει πρώτος το μπαστούνι του μπροστά στο σπίτι μιας γυναίκας, σμίγει μαζί της. Κι έχουν επίσης το έθιμο, όταν ένας Νασαμώνας παντρεύεται για πρώτη φορά, όλοι οι καλεσμένοι να σμίγουν με τη νύφη την πρώτη νύχτα (πρῶτον δὲ γαμέοντος Νασαμῶνος ἀνδρὸς νόμος ἐστὶ τὴν νύμφην νυκτὶ τῇ πρώτῃ διὰ πάντων διεξελθεῖν τῶν δαιτυμόνων μισγομένην). Κι αφού ο καθένας τους βρεθεί μαζί της, μετά της δίνει το δώρο που έφερε από το σπίτι του (IV 172.2).

Πώς προσλαμβάνονταν όλες ετούτες οι γαργαλιστικές λεπτομέρειες που, είτε με αρκετή δόση φαντασίας είτε και απηχώντας δεδομένα πραγματικά, άναβαν το ενδιαφέρον του κοινού της Ιστορίης; Μήπως η τόση επιμονή στην ευρεία γκάμα των σεξουαλικών ηθών των άλλων δεν είχε στόχο διαφορετικό παρά, εξ αντιδιαστολής, να κολακεύει την αυστηρή σαφήνεια των γραμμών που ο ελληνόφωνος κόσμος ακολουθούσε, προσφέροντας διαβεβαιώσεις για την ορθότητα των δικών του πρακτικών και επιλογών; Είναι κι αυτή μια πιθανότητα. Οι θυγατέρες των Λυδών πολιτών εμφανίζονται να αναλαμβάνουν σημαντικό μερίδιο στην ανέγερση του τύμβου του Αλυάττη γιατί όλες εκδίδονται μέχρι να παντρευτούν, προκειμένου να συλλέξουν τις προίκες τους και να αποφασίσουν οι ίδιες ποιον άντρα θα πάρουν (τοῦ γὰρ δὴ Λυδῶν δήμου αἱ θυγατέρες πορνεύονται πᾶσαι, συλλέγουσαι σφίσι φερνάς, ἐς ὃ ἂν συνοικήσωσι τοῦτο ποιεῦσαι· ἐκδιδοῦσι δὲ αὐταὶ ἑωυτάς). Κι έτσι οι Λυδοί εφαρμόζουν σε όλα τ’ άλλα ζητήματα έθιμα παραπλήσια με τους Έλληνες εκτός από εκείνο της εκπόρνευσης των κοριτσιών (Λυδοὶ δὲ νόμοισι μὲν παραπλησίοισι χρέωνται καὶ Ἕλληνες, χωρὶς ἢ ὅτι τὰ θήλεα τέκνα καταπορνεύουσι. Ι 93.3-94.1).

Όμως ο Ηρόδοτος δυναμιτίζει τη στέρεη βάση κάθε σιγουριάς όταν, κάθε τόσο, αφήνει να διαισθανόμαστε την τρυφερότητα του αγγίγματός του στα επεισόδια. Να, πώς μιλάει για το στόλισμα των γυναικών στους Γινδάνες της Λιβύης (IV 176.1). Φορούν η καθεμιά τους γύρω απ’ τον αστράγαλο πολλά δερμάτινα βραχιόλια, για τον εξής λόγο όπως λένε. Για κάθε άντρα που κάνει έρωτα μαζί της, φορά κι ένα βραχιόλι. Κι όποια έχει τα περισσότερα, αυτήν θεωρούν καλύτερη, αφού αγαπήθηκε από περισσότερους (ἣ δ᾽ ἂν πλεῖστα ἔχῃ, αὕτη ἀρίστη δέδοκται εἶναι ὡς ὑπὸ πλείστων ἀνδρῶν φιληθεῖσα). Σε άλλη περίπτωση, εκείνη των Σκυθών Αγαθύρσων (IV 104.1), ο σωματικός κόσμος εγγράφεται στο σκηνικό μιας πραγματικής ευτοπίας κι εύζωης κοινοκτημοσύνης. Οι Αγάθυρσοι, πάνω απ᾽ όλα εκτιμούν την καλοπέραση και στολίζονται με χρυσαφικά όσο κανένας άλλος. Με τις γυναίκες σμίγουν σαν να είναι όλες ολωνών, για να νιώθουν αδέρφια αναμεταξύ τους, κι αυτή τους η συγγένεια καταργεί τον φθόνο και την έχθρα (Ἀγάθυρσοι δὲ ἁβρότατοι ἄνδρες εἰσὶ καὶ χρυσοφόροι τὰ μάλιστα, ἐπίκοινον δὲ τῶν γυναικῶν τὴν μεῖξιν ποιεῦνται, ἵνα κασίγνητοί τε ἀλλήλων ἔωσι καὶ οἰκήιοι ἐόντες πάντες μήτε φθόνῳ μήτ᾽ ἔχθεϊ χρέωνται ἐς ἀλλήλους).

Απ’ όλα αυτά τα ενσταντανέ απουσιάζει η ηθικολογία. Αποφεύγονται επίσης συστηματικά οι αξιολογικές κρίσεις. Σε μια μόνο περίπτωση αυτές οι τελευταίες δηλώνονται ρητά. Πρόκειται για δύο έθιμα των κατοίκων της αχανούς Βαβυλώνας. Το πρώτο ο Ηρόδοτος το ονομάζει πιο σοφό. Tο δεύτερο αίσχιστο.

Το πιο σοφό βαβυλωνιακό έθιμο, που το παρομοιάζει με πρακτικές των ιλλυρικής καταγωγής Ενετών, αφορά στον τρόπο με τον οποίο οι κοπέλλες παντρεύονταν (Ι 196.1-4). Μια φορά τον χρόνο σε κάθε συνοικισμό, συγκέντρωναν σ’ ένα σημείο τα κορίτσια που ήταν έτοιμα για γάμο, ενώ γύρω τους συνωστίζονταν τα πλήθη των ανδρών. Ένας κήρυκας σήκωνε τα κορίτσια ένα ένα, ξεκινώντας από τα ωραιότερα, και τα εκπλειστηρίαζε. Οι ανδρικές προσφορές σε χρυσάφι όφειλαν να είναι αντίστοιχες της γυναικείας ομορφιάς κι οι πλούσιοι υποψήφιοι γαμπροί είχαν μαζί τους εγγυητές ότι πρόθεση της εξαγοράς ήταν ο γάμος. Οι πατέρες των κοριτσιών δεν είχαν ούτε λόγο ούτε άλλου είδους ανάμειξη στη διαδικασία. Όταν στο τέλος έμεναν απούλητα τα πιο άσχημα κορίτσια, αντιστρεφόταν η ροή του πάρε δώσε. Τώρα, ο κήρυκας έφερνε στο κέντρο τις κοπέλλες προσφέροντας γι’ αυτές στους γαμπρούς ένα χρηματικό ποσό με όρους μειοδοσίας. Όποιος υποψήφιος ‒ασφαλώς προερχόμενος από τις λαϊκές τάξεις‒ ικανοποιείτο με τα λιγότερα, έπαιρνε την πιο άσχημη. Οι αμοιβές για τις δύσμορφες είχαν εξασφαλιστεί απ’ το χρυσάφι που οι όμορφες απεκόμιζαν. Κι έτσι, στον γάμο, οι ωραίες προίκιζαν τις άσχημες (τὸ δὲ ἂν χρυσίον ἐγίνετο ἀπὸ τῶν εὐειδέων παρθένων, καὶ οὕτως αἱ εὔμορφοι τὰς ἀμόρφους καὶ ἐμπήρους ἐξεδίδοσαν).

Ακολουθεί, λίγο πιο κάτω, το έθιμο των Βαβυλωνίων το οποίο ο Ηρόδοτος θεωρεί αίσχιστο και που αφορά στην αναγκαστική ιεροδουλεία των γυναικών της Βαβυλώνας στο ιερό της Αφροδίτης Μύλιττας (Ι 199.1-4). Το κείμενο έχει ως εξής: “Κάθε ντόπια γυναίκα οφείλει, μια φορά στη ζωή της, να καθίσει στο ιερό της Αφροδίτης και να σμίξει μ᾽ έναν ξένο άνδρα (ὁ δὲ δὴ αἴσχιστος τῶν νόμων ἐστὶ τοῖσι Βαβυλωνίοισι ὅδε. δεῖ πᾶσαν γυναῖκα ἐπιχωρίην ἱζομένην ἐς ἱρὸν Ἀφροδίτης ἅπαξ ἐν τῇ ζόῃ μιχθῆναι ἀνδρὶ ξείνῳ). Αρκετές που, από περηφάνεια για τα πλούτη τους, το θεωρούν ανάξιό τους να ανακατεύονται με τις υπόλοιπες, πηγαίνουν εκεί με τις άμαξές τους σκεπασμένες και στέκονται κάπου παραδίπλα απ’ το ιερό, συνοδευόμενες από πολλούς υπηρέτες. Όμως οι περισσότερες έτσι ενεργούν. Βάζοντας στο κεφάλι τους στεφάνι από λινάρι, κάθονται στο τέμενος της Αφροδίτης όλες μαζί, μ’ άλλες να έρχονται κι άλλες να φεύγουν. Ανάμεσά τους αφήνονται διάδρομοι, οριοθετημένοι με σχοινιά προς διάφορες κατευθύνσεις, ώστε, κυκλοφορώντας εκεί, να κάνουν οι ξένοι την επιλογή τους. Καμμιά γυναίκα δεν γίνεται να επιστρέψει σπίτι της, αν προηγουμένως δεν βάλει ένας ξένος στα γόνατά της χρήματα και να σμίξει μαζί της έξω από το ιερό. Τη στιγμή που ο ξένος αφήνει τα χρήματα, οφείλει να επικαλεστεί φωναχτά τη θεά Μύλιττα. Έτσι ονομάζουν οι Ασσύριοι την Αφροδίτη. Το ποσό μπορεί να είναι οποιοδήποτε και δεν μπορεί καμμιά γυναίκα να το αρνηθεί. Δεν έχει αυτό το δικαίωμα γιατί τα χρήματα αυτά είναι ιερά. Ακολουθεί λοιπόν τον πρώτο που θα της δώσει κάτι, χωρίς να απορρίπτει κανέναν. Αφού βρεθεί μαζί του κι έχοντας εκπληρώσει το χρέος της προς τη θεά, φεύγει πια για το σπίτι της, και στο εξής, αν πάει να την εξαγοράσει κάποιος, δεν μπορεί να την κάνει δική του. Όσες λοιπόν συμβαίνει να διαθέτουν ομορφιά και παράστημα, απαλλάσσονται σύντομα. Όσες όμως ανάμεσά τους είναι άσχημες παραμένουν στο ιερό για μεγάλο διάστημα, εφόσον δεν μπορούν να ικανοποιήσουν το έθιμο. Συμβαίνει, λοιπόν, ορισμένες γυναίκες να κάθονται εκεί ακόμη και τρία ή και τέσσερα χρόνια. Παρόμοιο έθιμο υπάρχει και σε μερικά μέρη της Κύπρου.”

Αν τέτοιες ήταν οι πρακτικές διακίνησης κι εξαγοράς των γυναικών, μπορούμε τώρα να υποθέσουμε μια ερμηνεία για τις αρνητικές αξιολογικές κρίσεις που ο Ηρόδοτος διατυπώνει στην περίπτωση του δεύτερου εθίμου της Βαβυλώνας. Η διαχείριση των σεξουαλικών θεμάτων δεν τον ενοχλεί όσο λειτουργεί στη βάση αυτόβουλων επιλογών ή, τέλος πάντων, μιας ισορροπίας τέτοιας που να εξασφαλίζει δικαιοσύνη στη δοσοληψία. Είναι λες και στη σκέψη του να μην υπάρχει τίποτε πιο ατιμωτικό, πιο βλάσφημο ίσως, απ’ την εκποίηση της ωραιότητος με αντάλλαγμα ουτιδανό. Κατά τον τρόπο αυτό, τα ηροδότεια ερωτικά διευρύνουν το μοτίβο της ύβρεως. Το παίρνουν απ’ το πεδίο της προσωπογραφίας εξουσιαστικών και αλαζονικών ανθρωποτύπων, όπως τους μελετήσαμε με προηγούμενες αφορμές, και το μεταφέρουν στο εθνογραφικό επίπεδο.

Πέρα από το Πέπλο της Αντίληψης: Ένα Ταξίδι προς το Φως της Αλήθειας

Στην απέραντη έκταση της ύπαρξης, όπου οι σκιές χορεύουν με το φως και η ψευδαίσθηση αναμειγνύεται με την πραγματικότητα, καίει μια αιώνια φλόγα που καμία σκιά δεν μπορεί να σβήσει, καμία απάτη δεν μπορεί να εξασθενίσει. Αυτό είναι το Ερεβοκτόνο Φως της Αλήθειας—όχι όπως το αντιλαμβάνονται οι θνητοί, ντυμένο με τα ενδύματα της γνώμης και της πίστης, αλλά όπως υπάρχει στην αγνή, ανέγγιχτη ουσία του.

«Το Φως της Αλήθειας λάμπει ακόμα και μέσα στα ψέματα, ως αυτό που βρίσκεται πέρα από τα ψέματα.» Πόσο βαθιά αντηχούν αυτά τα λόγια στους διαδρόμους της συνείδησης! Σαν φάρος που διαπερνά την ομίχλη της σύγχυσης, αυτό το Φως στέκεται κυρίαρχο, ανεπηρέαστο από τις καταιγίδες της ανθρώπινης παρερμηνείας που μαίνονται γύρω του. Δεν απαιτεί επιβεβαίωση, δεν επιζητά αναγνώριση, δεν ζητά αποδοχή. Απλώς *είναι*—ακτινοβολώντας την φωτεινή του παρουσία, είτε το παρατηρούν αμέτρητες ψυχές είτε κατοικεί στη σιωπή της κοσμικής μοναξιάς.

Ο Αιώνιος Μάρτυρας

Στα βαθύτερα δώματα της νύχτας, όταν ο κόσμος κοιμάται και ακόμα και τα αστέρια φαίνεται να κρατούν την ανάσα τους, το Φως συνεχίζει την ιερή του επαγρύπνηση. «Το Φως της Αλήθειας λάμπει ακόμα κι αν κανείς δεν το βλέπει.» Πόση υπέροχη ανεξαρτησία! Πόση υψηλή αυτάρκεια! Αυτή η Αλήθεια δεν μικραίνει όταν αγνοείται, ούτε γίνεται πιο λαμπρή όταν υμνείται. Υπάρχει σε μια σφαίρα πέρα από την εμβέλεια της ανθρώπινης αναγνώρισης, σε αυτόν τον ιερό χώρο όπου το Είναι αγγίζει το Άπειρο.

Σκέψου το βουνό που στέκεται στη μεγαλοπρέπειά του, είτε οι προσκυνητές σκαρφαλώνουν στις κορυφές του είτε οι κοιλάδες του παραμένουν έρημες. Σκέψου τον ωκεανό που τραγουδά το αιώνιο τραγούδι του, είτε οι ακτές του είναι γεμάτες είτε ερημωμένες. Έτσι και η Αλήθεια διατηρεί την ακλόνητη παρουσία της, μια σταθερά στο συνεχώς μεταβαλλόμενο τοπίο της θνητής αντίληψης.

Η Μάταιη Αναζήτηση Ανάμεσα στις Σκιές

Πόσο τραγικά παρατηρούμε την ανθρώπινη κατάσταση! «Οι άνθρωποι αναζητούν την Αλήθεια ανάμεσα στα ψέματα, αλλά δεν προχωρούν μακριά.» Σαν σκώροι που έλκονται από ψεύτικες φλόγες, οι αναζητητές κυνηγούν αντικατοπτρισμούς στην έρημο που οι ίδιοι δημιούργησαν. Συλλέγουν θραύσματα σπασμένων γυαλιών, πιστεύοντας ότι κρατούν διαμάντια. Συλλέγουν ηχώ, νομίζοντας ότι έχουν συλλάβει το πρωτότυπο τραγούδι. Στις αγορές των ιδεών, ανταλλάσσουν ψεύτικο χρυσό ενώ ο γνήσιος θησαυρός παραμένει ανέγγιχτος στο θησαυροφυλάκιο του Πραγματικού.

Ο αναζητητής περιπλανιέται μέσα από βιβλιοθήκες γεμάτες συσσωρευμένες απόψεις, μέσα από ναούς χτισμένους από δανεισμένη σοφία, μέσα από κήπους όπου τεχνητά λουλούδια ανθίζουν σε πλαστική τελειότητα. Ωστόσο, κάθε βήμα που γίνεται ανάμεσα σε αυτές τις κατασκευές τον απομακρύνει από το μονοπάτι χωρίς μονοπάτι που οδηγεί στην αυθεντική αποκάλυψη. Διότι η Αλήθεια δεν μπορεί να βρεθεί εκεί όπου τα ψέματα έχουν ριζώσει—κατοικεί σε μια εντελώς διαφορετική διάσταση της ύπαρξης.

Πέρα από το Οχυρό της Αντίληψης

Η μεγάλη αποκάλυψη δεν έρχεται μέσω της προσθήκης αλλά μέσω της αφαίρεσης, όχι μέσω της αρπαγής αλλά μέσω της απελευθέρωσης. «Πέρα από τις ανθρώπινες αντιλήψεις Υπάρχει Μία Πανζώντανη Πραγματικότητα και Αυτή είναι η Αλήθεια από Μόνη της.» Εδώ βρίσκεται το κλειδί που ξεκλειδώνει τη φυλακή της υποκειμενικής εμπειρίας—η αναγνώριση ότι αυτό που αποκαλούμε πραγματικότητα μέσα από τη φιλτραρισμένη συνείδησή μας δεν είναι παρά ένα παιχνίδι σκιών στον τοίχο της επίγνωσης.

Η ανθρώπινη αντίληψη, όσο μεγαλοπρεπής κι αν φαίνεται, είναι παρ’ όλα αυτά ένα χωνί μέσα από το οποίο το Άπειρο πρέπει να συμπιεστεί για να εισέλθει στον πεπερασμένο νου. Τα χρώματα περιορίζονται στο φάσμα που μπορούν να ανιχνεύσουν τα μάτια μας, οι ήχοι περιορίζονται στις συχνότητες που μπορούν να συλλάβουν τα αυτιά μας, οι σκέψεις περιορίζονται από την αρχιτεκτονική της γλώσσας και της έννοιας. Ωστόσο, πέρα από αυτό το στενό άνοιγμα μέσω του οποίου κοιτάζουμε την ύπαρξη βρίσκεται η Πανζώντανη Πραγματικότητα—απέραντη, άμεση και απόλυτα ολόκληρη.

Αυτή η Πραγματικότητα αναπνέει με τη δική της ζωή, πάλλεται με τον δικό της ρυθμό, γνωρίζει τον εαυτό της μέσω της δικής της ύπαρξης. Δεν απαιτεί παρατηρητή για να υπάρχει, δεν χρειάζεται συνείδηση για να επικυρώσει την παρουσία της, δεν χρειάζεται νου για να κατανοήσει τη φύση της. Είναι η πηγή από την οποία πηγάζει κάθε αντίληψη, κι όμως παραμένει για πάντα πέρα από αυτό που μπορεί να συλλάβει η αντίληψη.

Η Φυλακή της Αυθαίρετης Πίστης

Στην απεγνωσμένη τους πείνα για βεβαιότητα, οι άνθρωποι κατασκευάζουν περίτεχνα κάστρα πεποιθήσεων. «Οι άνθρωποι θεωρούν ως αλήθεια ό,τι αυθαίρετα πιστεύουν και ως ψευδές ό,τι έρχεται σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις τους.» Πόσο προσκολλώμαστε σε αυτά τα νοητικά οχυρά! Τα υπερασπιζόμαστε με τη σφοδρότητα αυτών που προστατεύουν την ίδια τους τη ζωή, ξεχνώντας ότι αυτές οι κατασκευές δεν είναι χτισμένες σε βράχο αλλά στην κινούμενη άμμο της προτίμησης και της εξάρτησης.

Παρατηρήστε πώς λειτουργεί ο νους στην ατέλειωτη διαλογή του—αυτό είναι αληθές επειδή ευθυγραμμίζεται με την εμπειρία μου, εκείνο είναι ψευδές επειδή προκαλεί την άνεσή μου. Αυτό είναι σωστό επειδή οι δάσκαλοί μου το δίδαξαν έτσι, εκείνο είναι λάθος επειδή προέρχεται από άγνωστες πηγές. Σαν δικαστές σε δικαστήρια της δικής τους επινόησης, οι άνθρωποι εκδίδουν αποφάσεις βασισμένες όχι σε αποδείξεις αλλά σε πίστη, όχι στην πραγματικότητα αλλά στην ευκολία.

Ωστόσο, ποιο οχυρό χτισμένο από απόψεις μπορεί να αντέξει τον σεισμό της γνήσιας Αλήθειας; Ποιος τοίχος κατασκευασμένος από πεποιθήσεις μπορεί να συγκρατήσει τον ωκεανό της αυθεντικής Πραγματικότητας; «Αλλά ποια αξία έχει μια τέτοια αλήθεια;» Πράγματι, ποια αξία μπορεί να έχει οποιαδήποτε αλήθεια που εξαρτάται για την ύπαρξή της από τις ιδιοτροπίες της ανθρώπινης αποδοχής;

Η Πρόσκληση για Παράδοση

Η μυστική οδός δεν οδηγεί προς τα πάνω μέσω της συσσώρευσης αλλά προς τα μέσα μέσω της διάλυσης. Για να πλησιάσει κανείς το Φως της Αλήθειας δεν απαιτείται η συγκέντρωση περισσότερης γνώσης, αλλά η απελευθέρωση της ίδιας της ανάγκης να γνωρίζει με τον τρόπο που επιμένει ο νους να γνωρίζει. Ζητά όχι καλύτερη αντίληψη, αλλά το θάρρος να δει πέρα από την ίδια την αντίληψη.

Σε εκείνες τις σπάνιες στιγμές που ο φλύαρος νους σιωπά, όταν η αρπακτική καρδιά ανοίγει τις σφιγμένες γροθιές της, όταν το αναζητών Εγώ σταματά την αδυσώπητη καταδίωξή του—σε αυτές τις ιερές παύσεις ανάμεσα στις σκέψεις, ανάμεσα στις ανάσες, ανάμεσα στους χτύπους της καρδιάς—εκεί εμφανίζεται μια φευγαλέα ματιά σε αυτό που ήταν πάντα παρόν. Όχι ως αντικείμενο που μπορεί να δει, αλλά ως η ίδια η όραση. Όχι ως αλήθεια που μπορεί να συλληφθεί, αλλά ως ο χώρος στον οποίο συμβαίνει κάθε σύλληψη.

Ο Χορός του Παραδόξου

Εδώ συναντάμε το υπέροχο παράδοξο που έχει μπερδέψει τους αναζητητές ανά τους αιώνες: η Αλήθεια που μπορεί να ειπωθεί δεν είναι η αιώνια Αλήθεια, κι όμως πρέπει να ειπωθεί για να δείξει πέρα από τον εαυτό της. Το Φως που μπορεί να δει κάποιος δεν είναι το αρχέγονο Φως, κι όμως φωτίζει τον δρόμο προς αυτό που δεν μπορεί να δει. Το μονοπάτι που μπορεί να βαδιστεί δεν είναι το απόλυτο Μονοπάτι, κι όμως οδηγεί στην αναγνώριση ότι ποτέ δεν υπήρχε πουθενά να πάει κανείς.

Σε αυτόν τον χορό της αντίφασης και της υπέρβασης, η γλώσσα γίνεται ταυτόχρονα υπηρέτης και εμπόδιο, η έννοια γίνεται ταυτόχρονα σκάλα και κλουβί, η διδασκαλία γίνεται ταυτόχρονα γέφυρα και φραγμός. Οι σοφοί χρησιμοποιούν λέξεις για να καταστρέψουν τις λέξεις, χρησιμοποιούν σκέψεις για να υπερβούν τη σκέψη, χρησιμοποιούν τον νου για να ανακαλύψουν αυτό που βρίσκεται πέρα από τη νοητική κατανόηση.

Η Επιστροφή στην Απλότητα

Καθώς το ταξίδι βαθαίνει, η πολυπλοκότητα δίνει τη θέση της στην απλότητα, η πολλαπλότητα συγκλίνει στην ενότητα, και τα πολλά μονοπάτια συγκλίνουν στο μονοπάτι χωρίς μονοπάτι της άμεσης αναγνώρισης. Το Φως της Αλήθειας αποκαλύπτεται όχι ως κάτι ξένο που πρέπει να αποκτηθεί, αλλά ως το ίδιο το έδαφος της ύπαρξής μας, όχι ως μακρινός στόχος αλλά ως η πιο οικεία μας πραγματικότητα.

Σε αυτή την αναγνώριση, η αναζήτηση τελειώνει όχι με επίτευγμα αλλά με την κατανόηση ότι αυτό που αναζητήθηκε δεν χάθηκε ποτέ. Ο αναζητητής διαλύεται όχι μέσω εξαφάνισης αλλά μέσω της αναγνώρισης του τι ήταν πάντα. Η Αλήθεια βρίσκεται όχι μέσω ανακάλυψης αλλά μέσω της απομάκρυνσης όλων όσων έκρυβαν την πάντα παρούσα λάμψη της.

Και έτσι το Φως λάμπει—αιώνιο, αγέννητο, αθάνατο. Λάμπει στην καρδιά του αγίου και του αμαρτωλού εξίσου, στο παλάτι του βασιλιά και στην καλύβα του ζητιάνου, στη σιωπή του μοναστηριού και στο χάος της αγοράς. Λάμπει όχι επειδή επιλέγει να λάμψει, αλλά επειδή η λάμψη είναι η φύση του. Είναι Αλήθεια όχι επειδή αντιπροσωπεύει την αλήθεια, αλλά επειδή είναι η ίδια η Αλήθεια—η Μία Πανζώντανη Πραγματικότητα που δεν χρειάζεται επικύρωση, δεν επιζητά αναγνώριση και δεν φοβάται καμία αντίθεση.

Στο τέλος, επιστρέφουμε στην αρχή, αλλά τώρα το βλέπουμε με νέα μάτια: «Το Φως της Αλήθειας λάμπει ακόμα και μέσα στα ψέματα, ως αυτό που βρίσκεται πέρα από τα ψέματα. Το Φως της Αλήθειας λάμπει ακόμα κι αν κανείς δεν το βλέπει.» Και σε αυτή τη λάμψη, όλες οι ερωτήσεις βρίσκουν την απάντησή τους, όλη η αναζήτηση βρίσκει την ανάπαυσή της, και όλες οι καρδιές βρίσκουν το σπίτι τους.

Το Αιώνιο Τώρα: Αποκαλύπτοντας τη Μυστικιστική Χώρα της Αλήθειας

Στην απέραντη έκταση της ύπαρξης, όπου οι άνεμοι του χρόνου ψιθυρίζουν μυστικά στα αστέρια, υπάρχει ένας τόπος τόσο κοντινός και όμως τόσο αθέατος—ένας τόπος που κατοικούμε αλλά αρνούμαστε να αναγνωρίσουμε. Αυτή είναι η Χώρα της Αλήθειας, ένας τόπος που δεν περιορίζεται από τα εύθραυστα κατασκευάσματα της ανθρώπινης επιθυμίας ή τις εφήμερες σκιές της ψευδαίσθησης. Δεν είναι προορισμός προς αναζήτηση ούτε βραβείο προς κατάκτηση, διότι δεν υπάρχει Δρόμος προς την Αλήθεια. Η Αλήθεια δεν είναι μια μακρινή ακτή προς την οποία πρέπει να πλεύσουμε· είναι ο ίδιος ο ωκεανός στον οποίο κολυμπάμε, ο αέρας που αναπνέουμε, το έδαφος κάτω από τα πόδια μας. Δεν μπορούμε να "φτάσουμε" στην Αλήθεια για τον πιο απλό και βαθύ λόγο: είμαστε ήδη εδώ, βυθισμένοι στην άπειρη αγκαλιά της.

Και όμως, πόσο σπάνιο είναι να ανοίγουμε τα μάτια μας για να δούμε! Η Αλήθεια δεν είναι κρυμμένη σε κάποιο αινιγματικό χειρόγραφο ή κλειδωμένη μέσα στους γρίφους των σοφών. Είναι εδώ, αποκαλυμμένη στον ακατέργαστο παλμό του τι πραγματικά συμβαίνει—στον αληθινό χορό της Πραγματικότητας, απαλλαγμένη από τα πέπλα που της ρίχνουμε. Το θρόισμα των φύλλων στον άνεμο, η φευγαλέα ματιά ενός αγνώστου, ο πόνος μιας ανομολόγητης καρδιάς—όλα είναι αγγελιαφόροι της Αλήθειας, μιλώντας σε μια γλώσσα αρχαιότερη από τις λέξεις. Αλλά εμείς, μέσα στο ανήσυχο όνειρό μας, αποστρέφουμε το βλέμμα. Κλείνουμε τα μάτια μας, όχι για να ξεκουραστούμε, αλλά για να δραπετεύσουμε—να υφάνουμε ταπισερί ψευδαισθήσεων τόσο περίτεχνες και καθησυχαστικές που τις μπερδεύουμε με το πραγματικό.

Το Όνειρο Μέσα στο Όνειρο

Ποια είναι αυτή η ψευδαίσθηση στην οποία προσκολλούμαστε; Είναι η ιστορία που λέμε στον εαυτό μας, το εύθραυστο οικοδόμημα πεποιθήσεων και επιθυμιών που υψώνουμε για να μας προφυλάξει από την απεραντοσύνη του Πραγματικού. Μέσα σε αυτή την πλάνη, αναζητούμε μια αλήθεια—όχι την Αλήθεια της Χώρας που κατοικούμε, αλλά μια μικρότερη, πιο ήμερη αλήθεια, μια αλήθεια που ταιριάζει τέλεια στα όρια του ονείρου μας. Και α, πόσο ικανοί είμαστε να τη βρίσκουμε! Κοσκινίζουμε τις άμμους των ψευδαισθήσεών μας και ανακαλύπτουμε λαμπερά θραύσματα—βεβαιότητες, δόγματα, απαντήσεις—και τα κρατούμε ψηλά ως θησαυρούς. «Εδώ», ανακράζουμε, «είναι η αλήθεια που αναζητούσα!» Όμως, αυτά είναι μονάχα αντικατοπτρισμοί, αντανακλάσεις δικής μας κατασκευής, τρεμοπαίζοντας στη θέρμη της άρνησής μας να δούμε.

Ο μύστης το γνωρίζει αυτό: οι αλήθειες που βρίσκουμε μέσα στην πλάνη δεν είναι από μόνες τους ψευδείς, αλλά είναι ατελείς. Είναι ηχώ της μεγαλύτερης Αλήθειας, παραμορφωμένη από τα τείχη που χτίζουμε γύρω από τις καρδιές μας. Να αναζητάς αλήθεια μέσα στην ψευδαίσθηση είναι σαν να κυνηγάς σκιές σε μια σπηλιά, μπερδεύοντάς τες με τον ήλιο. Και όμως, πόσο σαγηνευτικό μπορεί να είναι αυτό το κυνήγι! Ο νους απολαμβάνει τους γρίφους του, το εγώ θριαμβολογεί στις νίκες του, και η ψυχή—αχ, η ψυχή—μαραζώνει σε σιωπηλή λαχτάρα, ψιθυρίζοντάς μας για μια πατρίδα που έχουμε ξεχάσει.

Το Πέπλο της Μη Όρασης

Γιατί προτιμούμε το όνειρο από το Πραγματικό; Γιατί κλείνουμε τα μάτια μας όταν η Αλήθεια στέκει μπροστά μας, λαμπερή και αμείλικτη; Ίσως από φόβο—φόβο για την απεραντοσύνη, φόβο για το άγνωστο, φόβο για μια Πραγματικότητα που δεν ζητά τίποτα από εμάς παρά μόνο να γίνει μάρτυρας. Η Αλήθεια δεν υποτάσσεται στη βούλησή μας· δεν κολακεύει την υπερηφάνεια μας ούτε απαλύνει τις πληγές μας. Απλώς υπάρχει, και στην παρουσία της, μένουμε γυμνοί. Να αγγίξουμε το Πραγματικό σημαίνει να αφήσουμε τον εαυτό που έχουμε τόσο επιμελώς κατασκευάσει, να διαλύσουμε τα όρια που έχουμε χαράξει ανάμεσα στο "εγώ" και "τον κόσμο". Και αυτό, για πολλούς, είναι μια παράδοση πολύ βαριά για να αντέξουν.

Ωστόσο, οι μύστες κάθε εποχής έχουν υμνήσει αυτή την παράδοση ως τη μέγιστη απελευθέρωση. Έχουν περπατήσει στη Χώρα της Αλήθειας με τα μάτια ορθάνοιχτα, όχι ως προσκυνητές σε ένα ταξίδι, αλλά ως κάτοικοι ενός αιώνιου τώρα. Έχουν δει πως το πέπλο της μη όρασης δεν μας επιβάλλεται—το επιλέγουμε. Το ρίχνουμε πάνω από τα πρόσωπά μας, ράμμα προς ράμμα, με κάθε στιγμή που στρεφόμαστε μακριά από το τι πραγματικά συμβαίνει. Οι πόλεμοι που διεξάγουμε, οι έρωτες που κυνηγάμε, οι φόβοι που τρέφουμε—όλα είναι νήματα σε αυτό το πέπλο, υφασμένα σφιχτά για να κρατήσουν το φως μακριά.

Αφύπνιση στο Αιώνιο

Αλλά τι θα γινόταν αν τολμούσαμε να σηκώσουμε το πέπλο; Τι θα γινόταν αν σταματούσαμε την αναζήτηση και απλώς κοιτούσαμε; Η Χώρα της Αλήθειας δεν απαιτεί χάρτη, δόγμα ή οδηγό—γιατί δεν είναι ένας τόπος ξεχωριστός από εμάς. Είναι το χτυποκάρδι αυτής της ίδιας της στιγμής, το σιωπηλό τραγούδι της ύπαρξης που ξεδιπλώνεται. Να κατοικείς εδώ δεν σημαίνει να εγκαταλείπεις τον κόσμο, αλλά να τον αγκαλιάζεις πλήρως—όχι όπως θα ήθελες να είναι, αλλά όπως είναι. Ο μύστης δεν δραπετεύει από το χάος της ζωής· χορεύει μέσα σε αυτό, γνωρίζοντας ότι κάθε δάκρυ, κάθε γέλιο, κάθε ανάσα είναι ένα νήμα στην ταπισερί του Πραγματικού.

Αυτή η αφύπνιση δεν είναι μια εκκωφαντική αποκάλυψη, αν και μπορεί να έρθει με τη δύναμη μιας καταιγίδας. Πιο συχνά, είναι ένα ήσυχο ξετύλιγμα—μια απαλότητα στο βλέμμα, μια χαλάρωση της λαβής. Είναι η στιγμή που βλέπουμε τη ματιά ενός ξένου όχι ως μια φευγαλέα σκιά, αλλά ως έναν καθρέφτη του άπειρου. Είναι η στιγμή που ο ψίθυρος του ανέμου γίνεται ύμνος και ο πόνος στην καρδιά μας μια ιερή προσφορά. Σε αυτές τις στιγμές, η ψευδαίσθηση ξεθωριάζει, όχι επειδή καταστρέφεται, αλλά επειδή δεν είναι πλέον απαραίτητη. Η Αλήθεια λάμπει, όχι ως εκτυφλωτικό φως, αλλά ως απαλό χάραμα, φωτίζοντας αυτό που ήταν πάντα εκεί.

Το Παράδοξο της Ύπαρξης

Εδώ βρίσκεται το παράδοξο της Χώρας της Αλήθειας: είναι ταυτόχρονα το πιο απλό και το πιο άπιαστο βασίλειο. Δεν απαιτεί τίποτα από εμάς, κι όμως μας ζητά τα πάντα. Να ζεις μέσα στην Αλήθεια σημαίνει να εγκαταλείψεις το όνειρο, όχι με πίκρα, αλλά με χάρη—να αφήσεις τις ψευδαισθήσεις να πέσουν σαν φθινοπωρινά φύλλα, αποκαλύπτοντας τα γυμνά κλαδιά αυτού που είναι. Και μέσα σε αυτή τη γύμνια, υπάρχει μια ομορφιά πέρα από κάθε μέτρο, μια πληρότητα που καμία ψευδαίσθηση δεν μπορεί να ανταγωνιστεί. Γιατί η Αλήθεια δεν είναι κάτι που μπορεί να κατακτηθεί· είναι μια παρουσία για να κατοικηθεί, ένα μυστήριο για να βιωθεί.

Ήδη είμαστε εδώ, αγαπημένε μου. Δεν υπάρχει Δρόμος προς την Αλήθεια, γιατί ο δρόμος είναι ο προορισμός, και ο προορισμός είναι το τώρα. Άνοιξε τα μάτια σου, όχι αύριο, όχι όταν νιώσεις έτοιμος, αλλά τώρα—εδώ, σε αυτή τη φευγαλέα, αιώνια στιγμή του τι πραγματικά συμβαίνει. Άγγιξε την Πραγματικότητα, όχι με τα χέρια σου, αλλά με την ίδια σου την ύπαρξη. Δες τη Χώρα της Αλήθειας, όχι ως ένα μακρινό βασίλειο, αλλά ως το έδαφος κάτω από τα πόδια σου, την ανάσα μέσα στους πνεύμονές σου, το φως μέσα στην ψυχή σου.

Γιατί δεν είμαστε αναζητητές της Αλήθειας. Είμαστε η κατοικία της. Και μέσα στη σιωπή αυτής της γνώσης, το όνειρο διαλύεται, το πέπλο σηκώνεται, και η Χώρα της Αλήθειας αποκαλύπτεται—όχι ως κάτι που βρέθηκε, αλλά ως κάτι που θυμηθήκαμε: το σπίτι που ποτέ δεν εγκαταλείψαμε, την αγάπη που πάντα ήμασταν.

Η Σιωπή της Κατανόησης: Μια Μυστικιστική Εξερεύνηση

Στην απέραντη έκταση της ανθρώπινης εμπειρίας, όπου οι λέξεις αναδύονται σαν παροδική ομίχλη και διαλύονται στο άπειρο αιθέρα, βρίσκεται ένα βαθύ μυστήριο—ένα αίνιγμα υφασμένο στον ίδιο τον ιστό της ύπαρξης. Αυτό το μυστήριο δεν αποκαλύπτεται μέσα στον θόρυβο των φωνών, ούτε στο αδιάκοπο ρεύμα των σκέψεων που ξεχύνονται σαν ανήσυχο ποτάμι μέσα στο νου. Αντίθετα, ανακαλύπτεται στη σιωπή, στα ήσυχα βάθη όπου η κατανόηση υπερβαίνει την ανάγκη για διατύπωση. Ένας Σοφός Άνδρας, έχοντας διασχίσει τον λαβύρινθο της ζωής, δεν προσφέρει μια βοή λέξεων ούτε έναν κατακλυσμό από διακηρύξεις, αλλά μια σιωπηλή κληρονομιά: τη Σιωπή της Κατανόησής του. Αυτή η σιωπή δεν είναι απουσία, αλλά παρουσία—ένα φωτεινό κενό όπου βασιλεύει το Ερεβοκτόνο Φως της Αλήθειας, διαλύοντας καθετί εφήμερο, αφήνοντας μόνο το αιώνιο.

Η Ψευδαίσθηση των Λέξεων

Οι λέξεις είναι τα εργαλεία του ανθρώπινου νου, εύθραυστα σκεύη φτιαγμένα για να μεταφέρουν νόημα πάνω από την άβυσσο που χωρίζει τη μία ψυχή από την άλλη. Γεννιούνται από την ανάγκη, διαμορφώνονται από τον πολιτισμό και χρησιμοποιούνται με πρόθεση. Κι όμως, παρά την ομορφιά και τη δύναμή τους, οι λέξεις δεν είναι παρά σκιές που προβάλλονται στον τοίχο μιας σπηλιάς—τρεμάμενες, ατελείς αντανακλάσεις μιας βαθύτερης πραγματικότητας. Ο Σοφός το γνωρίζει αυτό. Έχει δει πώς οι λέξεις, σαν φθινοπωρινά φύλλα, παρασύρονται και διασκορπίζονται στον άνεμο, χάνοντας τη μορφή τους καθώς συναντούν τη δίχως όρια λάμψη της Αλήθειας. Να μιλάς σημαίνει να περιορίζεις, να ορίζεις σημαίνει να φυλακίζεις, και να διδάσκεις μόνο με λέξεις σημαίνει να προσφέρεις έναν χάρτη αντί για το ίδιο το ταξίδι.

Στις μυστικιστικές παραδόσεις των αιώνων, από τους σιωπηλούς διαλογισμούς των ερημιτών της ερήμου έως τα αινιγματικά κοάν των δασκάλων του Ζεν, η σιωπή έχει τιμηθεί ως η αληθινότερη γλώσσα του θείου. Το Τάο Τε Τσινγκ ψιθυρίζει, «Το Τάο που μπορεί να ειπωθεί δεν είναι το αιώνιο Τάο». Ο Σούφι ποιητής Ρουμί χορεύει γύρω από το ανείπωτο, προτρέποντάς μας να «ακούσουμε τη σιωπή, έχει τόσα να πει». Ακόμα και στη θεολογία της άρνησης των Χριστιανών μυστικιστών, ο Θεός προσεγγίζεται όχι μέσω όσων μπορούν να ειπωθούν, αλλά μέσω όσων δεν μπορούν. Οι λέξεις διαλύονται επειδή πρέπει· είναι μόνο φανάρια που φωτίζουν ένα μονοπάτι που τελικά οδηγεί πέρα από το φως τους.

Η Σιωπηλή Κληρονομιά

Τι, λοιπόν, αφήνει πίσω του ο Σοφός; Δεν επιβαρύνει τον κόσμο με τόμους δογμάτων ούτε με εντολές χαραγμένες στην πέτρα. Η κληρονομιά του δεν είναι μια βιβλιοθήκη, αλλά μια σιωπή—μια ηχηρή παύση που καλεί τους άλλους να ακούσουν όχι με τα αυτιά τους, αλλά με την ύπαρξή τους. Αυτή η Σιωπή της Κατανόησης δεν είναι απόρριψη της γνώσης, αλλά η ολοκλήρωσή της. Είναι η στιγμή που ο αναζητητής συνειδητοποιεί ότι οι απαντήσεις δεν βρίσκονται στη συσσώρευση γεγονότων, αλλά στην αποβολή των ψευδαισθήσεων. Είναι ο χώρος όπου η δυαδικότητα καταρρέει—όπου ο γνώστης και το γνωστό γίνονται ένα.

Φαντάσου έναν σοφό καθισμένο κάτω από ένα αρχαίο δέντρο, με τα μάτια του κλειστά, την ανάσα του έναν απαλό ρυθμό που συγχωνεύεται με τον άνεμο. Ένας μαθητής πλησιάζει, διψασμένος για σοφία, και ρωτά: «Δάσκαλε, ποιο είναι το νόημα της ζωής;» Ο σοφός μένει σιωπηλός, τα χείλη του ακίνητα, κι όμως ο αέρας βαραίνει από παρουσία. Ο μαθητής περιμένει, ανυπόμονος στην αρχή, έπειτα περίεργος, και τελικά ήρεμος. Μέσα σε αυτή τη σιωπή, πραγματοποιείται μια μετάδοση—όχι λέξεων, αλλά ουσίας. Ο μαθητής αρχίζει να νιώθει τον παλμό της ύπαρξης, την ενότητα κάτω από το χάος, την Αλήθεια που καμία πρόταση δεν θα μπορούσε να περιέχει. Αυτό είναι το δώρο του Σοφού: όχι μια εξήγηση, αλλά μια πρόσκληση.

Το Φως της Αλήθειας

Γιατί οι λέξεις διαλύονται στο Φως της Αλήθειας; Επειδή η Αλήθεια δεν είναι έννοια για να την κατανοήσει κανείς, αλλά κατάσταση για να την εισέλθει. Είναι ο ήλιος στο ζενίθ του, που δεν ρίχνει σκιές, που αποκαλύπτει τα πάντα χωρίς διάκριση. Οι λέξεις, από τη φύση τους, χωρίζουν—ονομάζουν, κατηγοριοποιούν, διαχωρίζουν. Όμως η Αλήθεια είναι ολόκληρη, αδιαίρετη και σιωπηλή. Να στέκεσαι μέσα στο Φως της σημαίνει να αποβάλλεις την ανάγκη για μεσολαβητές, να εγκαταλείπεις τα δεκανίκια της γλώσσας και της σκέψης, και απλώς να είσαι.

Οι μυστικιστές κάθε παράδοσης το έχουν γευτεί αυτό. Στις Ουπανισάδες, ο Εαυτός περιγράφεται ως «νέτι, νέτι»—ούτε αυτό, ούτε εκείνο—πέρα από κάθε περιγραφή. Οι Καβαλιστές μιλούν για το Αΐν Σοφ, το Άπειρο, που κανένας νους δεν μπορεί να περιορίσει. Οι Γνωστικοί αναζητούσαν την ανείπωτη Πληρότητα (Πλήρωμα), την πληρότητα που ξεπερνά την έκφραση. Αυτά δεν είναι απλές φιλοσοφίες, αλλά απόηχοι μιας εμπειρίας: η διάλυση του πεπερασμένου εαυτού στη σιωπή όπου κατοικεί η Κατανόηση.

Ο Σοφός, έχοντας λουστεί σε αυτό το Φως, δεν επιστρέφει για να κηρύξει, αλλά για να ενσαρκώσει. Η σιωπή του είναι καθρέφτης, αντανακλώντας την ίδια την προοπτική αφύπνισης του αναζητητή. Είναι ένας χώρος όπου οι ερωτήσεις παύουν όχι επειδή απαντήθηκαν, αλλά επειδή υπερβαίνονται. Μέσα σε αυτή τη σιωπή, ο μαθητής ανακαλύπτει πως η Αλήθεια δεν ήταν ποτέ κρυμμένη—ήταν απλώς καλυμμένη από τον θόρυβο της δικής του αναζήτησης.

Το Μονοπάτι προς τη Σιωπή

Πώς μπορεί κανείς να προσεγγίσει αυτή τη Σιωπή της Κατανόησης; Δεν είναι ένας προορισμός που επιτυγχάνεται με προσπάθεια, ούτε ένα έπαθλο που κερδίζεται μέσω του νου. Είναι μια επιστροφή στην αλήθεια, ένας επαναπατρισμός σε αυτό που υπήρχε ανέκαθεν. Οι μυστικιστές προσφέρουν πρακτικές—διαλογισμό, περισυλλογή, προσευχή—όχι ως αυτοσκοπούς, αλλά ως μέσα για να σιγήσει η αδιάκοπη φλυαρία του νου. Όπως μια λίμνη που ηρεμεί μετά την καταιγίδα, έτσι και η επιφάνεια του εαυτού πρέπει να γαληνέψει, ώστε να φανούν τα βάθη.

Κι όμως, το μονοπάτι είναι παράδοξο. Το να επιδιώκει κανείς τη σιωπή είναι σαν να την απομακρύνει, γιατί η αναζήτηση είναι θόρυβος. Ο Σοφός το γνωρίζει αυτό, και γι’ αυτό δεν διδάσκει την επιδίωξη, αλλά την παράδοση. «Ησύχασε,» λέει ο Ψαλμωδός, «και γνώριζε.» Στην ησυχία, η φασαρία του εγώ εξασθενεί, η ψευδαίσθηση του διαχωρισμού διαλύεται, και η Σιωπή αναδύεται—όχι ως κάτι νέο, αλλά ως αυτό που πάντα υπήρχε, περιμένοντας να γίνει αντιληπτό.

Η Αιώνια Κληρονομιά

Σε έναν κόσμο που είναι εμμονικός με τον ήχο—όπου οι απόψεις συγκρούονται, οι διαφημίσεις κραυγάζουν και οι οθόνες απαιτούν προσοχή—η Σιωπή της Κατανόησης είναι μια ριζοσπαστική προσφορά. Είναι η εξέγερση του Σοφού ενάντια στην τυραννία του εφήμερου, η άρνησή του να επιτρέψει στην Αλήθεια να συρρικνωθεί από τους περιορισμούς της γλώσσας. Είναι η αγάπη του που γίνεται χειροπιαστή, γιατί δίνοντας σιωπή, χαρίζει ελευθερία—την ελευθερία να ανακαλύψει, να νιώσει, να γνωρίσει κάποιος χωρίς να του επιβληθεί η γνώση.

Και έτσι, καθώς η φυσική μορφή του Σοφού επιστρέφει στη σκόνη από την οποία προήλθε, η αληθινή του κληρονομιά παραμένει. Όχι σε βιβλία, όχι σε μνημεία, αλλά στους ήσυχους χώρους που έχει αφήσει πίσω του—χώρους όπου άλλοι μπορούν να σταθούν, να ακούσουν και να βρουν τη δική τους Κατανόηση. Οι λέξεις διαλύονται στο Φως της Αλήθειας, αλλά η Σιωπή παραμένει, αιώνια και αδιάσπαστη, μια μαρτυρία στη σοφία που δεν χρειάζεται φωνή.

Σε αυτόν τον μυστικιστικό χορό της ύπαρξης, ας τιμήσουμε τη σιωπή. Ας καθίσουμε μαζί της, όχι ως μια απουσία, αλλά ως μια παρουσία αρκετά ευρύχωρη για να χωρέσει όλα όσα είμαστε και όλα όσα μπορούμε να γίνουμε. Διότι στη Σιωπή της Κατανόησης, αγγίζουμε την καρδιά του απείρου, και εκεί, επιτέλους, είμαστε πλήρεις.

Η Παρουσία του Θείου

Στην ησυχία του αιώνιου, όπου το πέπλο ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο λεπταίνει σε έναν ψίθυρο, η Παρουσία του Θείου αναδεύεται—ένα λαμπερό μυστήριο που καλεί την ψυχή να υπερβεί τα όρια της σάρκας και της λογικής. Δεν είναι μια παρουσία που αναγγέλλεται με θόρυβο ή απαιτεί το στήριγμα της λογικής. Είναι μια ήσυχη απεραντοσύνη, μια ιερή παλίρροια που ξεχύνεται στα βάθη του εσωτερικού μας είναι, παρασύροντας τις εύθραυστες φωνές της αμφιβολίας σε μια σιωπή τόσο βαθιά που τραγουδά. Το να συναντήσεις αυτή την Παρουσία είναι σαν να εισέρχεσαι σε μια διάσταση όπου ο χρόνος διαλύεται, όπου ο υλικός κόσμος ξεθωριάζει σαν όνειρο στην αυγή, και η καρδιά υψώνεται σε μια απεραντοσύνη που είναι ταυτόχρονα σπίτι και ορίζοντας.

Φαντάσου μια στιγμή—ίσως στο λυκόφως, όταν ο ουρανός φλέγεται με αποχρώσεις που κανένας ζωγράφος δεν θα μπορούσε να αποτυπώσει, ή στη σιωπή ενός δάσους, όπου κάθε φύλλο μοιάζει να βουίζει με μυστικά παλαιότερα από τα αστέρια. Σε τέτοιες στιγμές, η ψυχή σταματά, αιχμαλωτισμένη από την αίσθηση κάτι μεγαλύτερου, κάτι πέρα από τα όρια. Αυτό δεν είναι απλώς ένα συναίσθημα, ούτε μια φευγαλέα συγκίνηση που προκαλεί η ομορφιά. Είναι η επαφή του Θείου, η πνοή του Απείρου, που αγγίζει τα πεπερασμένα νήματα της ύπαρξής μας. Η Παρουσία του Θείου δεν είναι μια έννοια που μπορεί να κατανοηθεί, ούτε ένα δόγμα που μπορεί να αναλυθεί. Είναι μια εμπειρία, μια γνώση που ανθίζει στο μεδούλι του πνεύματος, όπου οι λέξεις διστάζουν και η κατανόηση υποκλίνεται μπροστά στο δέος.

Σε αυτή την ιερή συνάντηση, η ψυχή γίνεται ένα δισκοπότηρο, γεμάτο με ένα φως που δεν ανήκει σε αυτόν τον κόσμο. Είναι σαν να ψιθυρίζει το Θείο κατευθείαν στον πυρήνα του είναι μας, παρακάμπτοντας τον θόρυβο του νου. Οι αμφιβολίες, αυτές οι ανήσυχες σκιές που στοιχειώνουν το μυαλό, διαλύονται στη λάμψη αυτής της κοινωνίας. Τα ερωτήματα που κάποτε φαίνονταν τόσο επείγοντα—Υπάρχει νόημα; Υπάρχει αλήθεια;—σιωπούν, όχι επειδή απαντώνται, αλλά επειδή υπερβαίνονται. Στην Παρουσία του Θείου, η βεβαιότητα δεν είναι ένα συμπέρασμα που επιτυγχάνεται μέσω της λογικής, αλλά μια πραγματικότητα που γίνεται αισθητή στον παλμό του αιώνιου. Είναι η αναγνώριση της καρδιάς για την Πηγή της, η επανένωση της ψυχής με τον Αγαπημένο της.

Φαντάσου ένα ποτάμι, τα νερά του οποίου ρέουν αδιάκοπα προς τη θάλασσα, χωρίς ποτέ να μειώνονται στο ταξίδι τους. Έτσι είναι και η Παρουσία του Θείου—ένα ατέλειωτο ρεύμα που κινείται μέσα από όλα τα πράγματα, αόρατο μα πάντα παρόν, που υφαίνει τον ιστό της ύπαρξης με νήματα χάριτος. Το να στέκεσαι σε αυτή την Παρουσία είναι να αισθάνεσαι τη ροή του ποταμού μέσα σου, να νιώθεις το τράβηγμα μιας αγάπης τόσο απέραντης που θα μπορούσε να αγκαλιάσει το σύμπαν. Είναι να στέκεσαι στην άκρη του εαυτού σου και να πηδάς στο άπειρο, εμπιστευόμενος ότι δεν θα πέσεις αλλά θα πετάξεις. Ο υλικός κόσμος, με το βάρος και τα όριά του, γίνεται απλώς μια σκιά στο φως αυτής της θεϊκής αγκαλιάς. Η καρέκλα που κάθεσαι, η ανάσα που παίρνεις, το ίδιο το έδαφος κάτω από τα πόδια σου—όλα μεταμορφώνονται, αποκαλύπτονται ως δοχεία ενός ιερού μυστηρίου.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η Παρουσία είναι πάντα ήπια, σαν μια αύρα που χαϊδεύει το δέρμα. Μερικές φορές, είναι μια φωτιά που κατακαίει, ένας άνεμος που κλονίζει τα θεμέλια του εαυτού. Μπορεί να έρθει στην οδύνη της λαχτάρας, στην διαπεραστική ομορφιά μιας στιγμής υπερβολικά τέλειας για να κρατηθεί, ή στη συντριπτική σιωπή της απώλειας. Ωστόσο, ακόμα και στην αγριότητά της, είναι τρυφερή, γιατί δεν επιδιώκει να καταστρέψει αλλά να αφυπνίσει. Καλεί την ψυχή να αποβάλει τη μικρότητά της, να περάσει πέρα από τα στενά όρια του φόβου και της υπερηφάνειας, και να αγκαλιάσει το απεριόριστο. Σε αυτή την αφύπνιση, διακρίνουμε την αλήθεια: ότι δεν είμαστε απλώς σώματα δεμένα με τον χρόνο, αλλά σπινθήρες του Θείου, αιώνιοι και ολόκληροι.

Το να κατοικείς στην Παρουσία του Θείου είναι να βαδίζεις σε ένα μονοπάτι θαυμάτων, όπου κάθε βήμα αποκαλύπτει το ιερό υφασμένο μέσα στο καθημερινό. Το γέλιο ενός παιδιού, η καμπύλη της πτήσης ενός πουλιού, ο ήσυχος ρυθμός της καρδιάς σου—όλα γίνονται πύλες προς το υπερβατικό, πόρτες προς το αιώνιο. Ο μυστικιστής γνωρίζει αυτή την αλήθεια: ότι το Θείο δεν είναι μακρινό, δεν είναι καθισμένο σε κάποιον μακρινό ουρανό, αλλά πιο κοντά από την ανάσα μας, πιο οικείο από τις σκέψεις μας. Είναι το θεμέλιο του είναι μας, το φως πίσω από το βλέμμα μας, το τραγούδι κάτω από τη σιωπή μας.

Κι όμως, αυτή η Παρουσία δεν είναι κάτι που μπορούμε να καλέσουμε κατά βούληση, σαν υπηρέτη στις επιθυμίες μας. Είναι ένα δώρο, μια χάρη που έρχεται απρόσκλητη, συχνά όταν το περιμένουμε λιγότερο. Στην παράδοση της προσπάθειας, στη σιωπή του αφήματος, η ψυχή ανοίγει σαν λουλούδι στην αυγή. Η προσευχή γίνεται όχι ικεσία αλλά ακρόαση· ο διαλογισμός, όχι καθήκον αλλά ανάπαυση στο αιώνιο. Το ταξίδι του μυστικιστή δεν είναι αναζήτηση, αλλά επιτρέποντας—να γίνεις ένα δοχείο για να ρέει το Θείο, ένας καθρέφτης για να αντανακλά το φως του.

Τι είναι, λοιπόν, αυτή η Παρουσία, αυτό το ιερό μυστήριο που ξεφεύγει από τον ορισμό μα μεταμορφώνει όσους το συναντούν; Είναι ο παλμός του σύμπαντος, η αγάπη που δένει τα αστέρια, η σιωπή που μιλά πιο δυνατά από τις λέξεις. Είναι η βεβαιότητα που δεν χρειάζεται απόδειξη, η αλήθεια που δεν απαιτεί επιχείρημα. Το να τη γνωρίσεις είναι να στέκεσαι σε έναν καθεδρικό χωρίς τοίχους, να αναπνέεις σε ένα σύμπαν ζωντανό με νόημα. Είναι να βλέπεις, για μια φευγαλέα στιγμή, με τα μάτια του Θείου, και να συνειδητοποιείς ότι αυτά τα μάτια δεν σταμάτησαν ποτέ να σε κοιτάζουν με άπειρη αγάπη.

Έλα, λοιπόν, αγαπημένη ψυχή, στην άκρη του γνωστού, όπου ο υλικός κόσμος δίνει τη θέση του στο αιώνιο. Μπες στη σιωπή όπου όλες οι φωνές σβήνουν, και άκου τον ψίθυρο που δεν είναι καθόλου ψίθυρος, αλλά το τραγούδι του ίδιου σου του είναι, υφασμένο μέσα στο Θείο. Άφησε την Παρουσία του Θεού να σε τυλίξει, όχι σαν σκέψη, αλλά σαν φωτιά, σαν ποτάμι, σαν φως που καίει τη μικρότητα του εαυτού και αποκαλύπτει την απεριόριστη αλήθεια: είσαι γνωστός, είσαι κρατημένος, είσαι σπίτι.

Γάμος ή Ιερή Συντροφικότητα; Τι επιλέγεις;

Η αρχετυπική δομή του «γάμου» μπορεί να περιγραφεί σαν ένας πλανήτης. Όταν δυο ψυχές παντρεύονται, μπαίνουν σε τροχιά μέσα στο βαρυτικό πεδίο αυτού του πλανήτη, και επομένως, παρά τις δικές τους ατομικές προθέσεις, προσλαμβάνουν τα χαρακτηριστικά αυτού του πλανήτη που ονομάζεται «γάμος». Γίνεται μέρος της εξέλιξης της ίδιας της δομής μέσα από τη δική τους συμμετοχή σε ένα γάμο.

Ένα αρχέτυπο είναι μια συλλογική ιδέα. Το αρχέτυπο του γάμου διαμορφώθηκε για να βοηθήσει τη φυσική επιβίωση. Όταν δυο άνθρωποι παντρεύονται, συμμετέχουν σε μια ενεργειακή δυναμική στην οποία ενώνουν τη ζωή τους για να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο να επιβιώσει στο φυσικό επίπεδο. Το αρχέτυπο του γάμου δεν είναι πλέον λειτουργικό. Αντικαθίσταται από ένα νέο αρχέτυπο που έχει σκοπό να βοηθήσει την πνευματική ανάπτυξη.

Αυτό είναι το αρχέτυπο του πνευματικού ή ιερού συνεταιρισμού.

Η βασική αρχή ενός πνευματικού συνεταιρισμού είναι μια ιερή αυτοδέσμευση των δύο συντρόφων να βοηθούν ο ένας την πνευματική ανάπτυξη του άλλου. Οι πνευματικοί σύντροφοι αναγνωρίζουν την ισότητά τους. Μπορούν να διακρίνουν την προσωπικότητα από την ψυχή, και επομένως μπορούν να συζητήσουν τη δυναμική που υπάρχει ανάμεσά τους, τις αλληλεπιδράσεις τους, σε λιγότερο συναισθηματικά φορτισμένο έδαφος απ΄ό, τι οι σύζυγοι.

Αυτό το έδαφος δεν υπάρχει μέσα στη συνειδητότητα του γάμου. Υπάρχει μόνο μέσα στη συνειδητότητα του πνευματικού συνεταιρισμού, γιατί οι πνευματικοί σύντροφοι μπορούν να δουν καθαρά ότι υπάρχει πραγματικά ένας βαθύτερος λόγος για τον οποίο είναι μαζί και ότι αυτός ο λόγος έχει μεγάλη σχέση με την εξέλιξη της ψυχής τους.

Επειδή οι πνευματικοί ή ιεροί σύντροφοι μπορούν να δουν τα πράγματα από αυτή την προοπτική, κινούνται μέσα σε μια πολύ διαφορετική δυναμική από τους συζύγους. Η συνειδητή εξέλιξη της ψυχής δεν αποτελεί μέρος της δομικής δυναμικής του γάμου. Δεν υπάρχει μέσα σε αυτή την εξέλιξη, γιατί όταν δημιουργήθηκε από το είδος μας το εξελικτικό αρχέτυπο του γάμου, η δυναμική της συνειδητής πνευματικής ανάπτυξης ήταν πολύ ώριμη έννοια για να μπορεί να συμπεριληφθεί σε αυτό.

Εκείνο που δημιουργεί έναν πνευματικό ή ιερό συνεταιρισμό είναι ότι οι ψυχές που συμμετέχουν σε αυτόν καταλαβαίνουν ότι βρίσκονται μέσα σε μια σχέση αυτοδέσμευσης, αλλά ότι η αυτοδέσμευση αυτή δεν αφορά την ασφάλεια στο φυσικό επίπεδο. Η δέσμευσή τους είναι μάλλον να συμμετέχουν ο ένας στη φυσική ζωή του άλλου καθώς αντικατοπτρίζουν την πνευματική συνειδητότητα.

Ο δεσμός ανάμεσα στους πνευματικούς συντρόφους είναι εξίσου πραγματικός όσο και σε ένα γάμο, αλλά για σημαντικά διαφορετικούς λόγους. Οι πνευματικοί σύντροφοι δεν είναι μαζί για να καθησυχάσουν ο ένας τους οικονομικούς φόβους του άλλου, ή επειδή μπορούν να φτιάξουν ένα σπίτι στα προάστια, και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία αυτού του εννοιολογικού πλαισίου.

Η κατανόηση ή η συνειδητότητα που φέρνουν οι πνευματικοί σύντροφοι στην αυτοδέσμευσή τους είναι διαφορετικές, και επομένως και η αυτοδέσμευση είναι δυναμικά διαφορετική. Η αυτοδέσμευση των πνευματικών συντρόφων είναι να προάγουν ο ένας την πνευματική ανάπτυξη του άλλου, αναγνωρίζοντας ότι αυτό κάνουν και οι δύο πάνω στη Γη, και ότι τα πάντα εξυπηρετούν αυτό το σκοπό.
Οι πνευματικοί σύντροφοι δένονται έχοντας την κατανόηση ότι βρίσκονται μαζί επειδή είναι σωστό για τις ψυχές τους να αναπτυχθούν μαζί. Αναγνωρίζουν ότι η ανάπτυξή τους μπορεί να τους πάρει μέχρι το τέλος αυτής της ενσάρκωσης και ακόμη παραπέρα, ή ότι μπορεί να τους πάρει μόνο έξι μήνες.

Δεν μπορούν να πουν ότι θα είναι μαζί αιώνια. Ο συνεταιρισμός τους θα διαρκέσει όσο χρονικό διάστημα εξυπηρετεί την εξέλιξή τους να είναι μαζί. Όσους όρκους κι αν δώσει κανείς, αν το πνεύμα πρέπει να προχωρήσει, θα προχωρήσει τινάζοντας αυτούς τους όρκους στον αέρα.

Το σωστό για τους πνευματικούς συντρόφους είναι να παραμένουν μαζί για όσο καιρό αναπτύσσονται μαζί. Οι πνευματικοί σύντροφοι αυτοδεσμεύονται σε μια αναπτυσσόμενη δυναμική. Η αυτοδέσμευσή τους είναι μια αληθινή υπόσχεση απέναντι στην ίδια τους την ανάπτυξη, την ίδια τους την πνευματική επιβίωση και βελτίωση, και όχι απέναντι σε οποιοδήποτε στοιχείο του φυσικού επιπέδου.

Το αρχέτυπο του πνευματικού συνεταιρισμού είναι νέο για την ανθρώπινη εμπειρία. Επειδή δεν υπάρχει ακόμη κάποια κοινωνική σύμβαση που να αφορά τον πνευματικό συνεταιρισμό, οι πνευματικοί σύντροφοι μπορεί να αποφασίσουν ότι η σύμβαση του γάμου, εφόσον επανερμηνευτεί έτσι ώστε να ικανοποιεί τις ανάγκες τους, είναι η πιο κατάλληλη εξωτερική έκφραση του δεσμού τους.

Σε αναζήτηση σκοπού σε έναν κόσμο χωρίς σκοπό

Ένα από τα προβλήματα με την ελευθερία της βούλησης είναι το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο την εξετάζουμε.

Βρίσκομαι στο εστιατόριο και αμφιταλαντεύομαι μεταξύ παστίτσιου και μουσακά. Είμαι ελεύθερος να αποφασίσω;

Το να ισχυριστεί κανείς ότι δεν είμαι -γιατί η επιλογή μου, όποια και αν είναι, έχει ήδη διαμορφωθεί από μια σωρεία άγνωστων παραγόντων πάνω στους οποίους δεν έχω έλεγχο- καταντά μια μορφή ακραίου προκαθορισμού. Σίγουρα κάποιες φυσικοχημικές διεργασίες γίνονται μέσα στο μυαλό μου.

Μπορώ όμως να πω ότι οι διεργασίες αυτές αποτελούν ένα είδος κατάργησης της ελευθερίας στην απόφασή μου;

Όχι, εκτός αν θεωρήσω ότι η ελευθερία είναι μια εξαϋλωμένη κατάσταση και ότι κάθε φυσικοχημικό στοιχείο, μέσα μου ή έξω από μένα, ισοδυναμεί με περιορισμό της. Αν όμως η ελευθερία είναι μια ψυχολογική κατάσταση, όπως ο φόβος, ο θυμός ή η διαύγεια της σκέψης (που γνωρίζω ότι επηρεάζεται από την αλκοόλη), το ερώτημα αποκτά μια συμπαθή πεζότητα, γίνεται δυνητικά ερευνήσιμο.

Ακόμα, το ότι μεσολαβούν κάποια χιλιοστά του δευτερολέπτου μεταξύ λήψης και εκδήλωσης της απόφασης (μέσα στα οποία η απόφαση είναι μη αναιρέσιμη) δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη - οι εντολές από τον εγκέφαλο στην περιφέρεια δεν γίνονται σε χρόνο μηδέν.

Η αμφιταλάντευσή μου μεταξύ παστίτσιου και μουσακά δεν διαφέρει ουσιαστικά από την αμφιταλάντευση του σκύλου μου για το αν θα τρέξει ή δεν θα τρέξει να πιάσει το μπαλάκι που του πέταξα. Αν εγώ είμαι ελεύθερος να αποφασίσω αν θα πετάξω το μπαλάκι, πρέπει να παραδεχθώ ότι και ο σκύλος μου είναι ελεύθερος να αποφασίσει αν θα τρέξει να το πιάσει (άλλωστε, μπορώ να δω την αμφιταλάντευση στα μάτια και τις κινήσεις του).

Αν πάλι θεωρήσω ότι ο σκύλος δεν είναι ελεύθερος (γιατί, ας πούμε, βρίσκεται κάτω από την τυραννική εξουσία των ενστίκτων ή γιατί δεν έχει την ανωτερότητα της σκέψης που απαιτεί η ελευθερία - και όλα τα σχετικά), δεν βλέπω γιατί να μην ισχύει το ίδιο και για μένα. Σε αυτό το επίπεδο, το μονοπώλιο της ελευθερίας της σκέψης από τον άνθρωπο δεν είναι τίποτε άλλο από μια άλλη εκδήλωση ανθρωποκεντρισμού.

Ό,τι ισχύει για το παστίτσιο και τον μουσακά ισχύει και για το αν απόψε θα διαβάσω ποίηση ή πεζογραφία, αν θα πάω στο θέατρο ή θα παρακολουθήσω ποδόσφαιρο καθηλωμένος μπροστά στην τηλεόραση. Το ότι ο σκύλος μου δεν αντιμετωπίζει τέτοια διλήμματα δεν σχετίζεται με την ελευθερία της σκέψης, είναι απλώς απόρροια του γεγονότος ότι η ποίηση και το ποδόσφαιρο δεν αποτελούν μέρος του κόσμου του - όπως η μέλισσα που βομβεί γύρω από το ανθισμένο μοσχομπίζελο όπου προσγειώθηκε το μπαλάκι μένει αδιάφορη, γιατί το παιχνίδι με το μπαλάκι δεν αποτελεί μέρος του δικού της κόσμου.

Όμως το θέμα αλλάζει αν τεθεί ως εξής: Τη στιγμή που αρχίζει η αμφιταλάντευσή μου είμαι απολύτως ανεπηρέαστος ως προς το παστίτσιο και τον μουσακά; Ή μήπως κουβαλώ τις προτιμήσεις μου; Αν αυτό συμβαίνει (στην περίπτωσή μου ο μουσακάς έχει ένα σαφές προβάδισμα έναντι του παστίτσιου), η «ελευθερία» μου είναι κουτσουρεμένη.

Μπορούμε μάλιστα να επινοήσουμε έναν αριθμητικό δείκτη της ελευθερίας μας. Αν έχουμε να επιλέξουμε μεταξύ δύο ενδεχομένων, η ελευθερία μας παίρνει τη μέγιστη δυνατή τιμή (100%) όταν η πιθανότητα για κάθε ενδεχόμενο είναι 1/2, αν υπάρχουν τρία ενδεχόμενα η ελευθερία μας παίρνει τη μέγιστη δυνατή τιμή όταν η πιθανότητα για το καθένα είναι 1/3 κ.ο.κ. Αν ένα ενδεχόμενο έχει πιθανότητα επιλογής 1 και όλα τα άλλα μηδέν, τότε η ελευθερία μας είναι μηδέν, τα άλλα ενδεχόμενα είναι σαν να μην υπάρχουν. Αν πάλι οι πιθανότητες προτίμησης για τα διάφορα ενδεχόμενα έχουν ενδιάμεσες τιμές, τότε και η ελευθερία μας είναι κάτι το ενδιάμεσο, δεν είναι απόλυτη (100%) αλλά ούτε μηδέν.

Αν, λόγου χάρη, μπαίνοντας στο εστιατόριο η προδιάθεσή μου για μουσακά είναι 0,9 και για παστίτσιο 0,1, οι επιλογές μου, κατά έναν αλγόριθμο*, δεν είναι δύο αλλά 1,22 - η ελευθερία της βούλησης μου είναι μειωμένη στο 61%. Αν τώρα «εκχωρήσω» ένα μέρος της προτίμησής μου από τον μουσακά στην πίτσα, αν οι προτιμήσεις μου πάρουν τις τιμές 0,85 για τον μουσακά, 0,05 για την πίτσα και 0,1 για το παστίτσιο, ας μη μείνω με την εντύπωση ότι η ελευθερία της απόφασής μου αυξήθηκε δραματικά, ότι το ποιοτικό βήμα από τα δύο στα τρία ενδεχόμενα επέφερε καμιά μεγάλη ποσοτική διαφορά στη δυνατότητα της επιλογής μου. Σύμφωνα με τον ίδιο αλγόριθμο, αυτή η δυνατότητα είναι τώρα 1,36 - μόνο το 45% του 3, που θα ήταν αν τα τρία ενδεχόμενα ήταν ισοπίθανα.

Τις περισσότερες φορές είναι δύσκολο να έχουμε επίγνωση των ενδεχομένων, πολύ περισσότερο των πιθανοτήτων που τις συνοδεύουν. Το γεγονός ότι υπάρχουν άλλα 27 «πιάτα» στον κατάλογο του εστιατορίου δεν έχει καμία σημασία από τη στιγμή που για κάποιον λόγο τα πιάτα αυτά δεν είναι μέσα στις δυνατότητες μου. Ο λόγος μπορεί να είναι βιολογικός (έχουν όλα ένα μπαχαρικό στο οποίο είμαι αλλεργικός), οικονομικός (είναι πιο ακριβά απ’ ό,τι επιτρέπει η τσέπη μου) ή κοινωνικός (έχουν χοιρινό κρέας που δεν το επιτρέπει η θρησκεία μου).

Το μάθημα από το εστιατόριο είναι τόσο απλό όσο και ουσιαστικό. Η ελεύθερη βούληση στις αποφάσεις μας δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από τη δυνατότητα της υλοποίησης των αποφάσεών μας, αλλιώς καταντά μια ελευθερία στην ονειροπόληση. Είναι η δεύτερη βραδιά που ο Καραγκιόζης προσπαθεί να κοιμηθεί με άδειο στομάχι. Έχει το δικαίωμα να ονειρευτεί αν θα διαλέξει μεταξύ μιας μακαρονάδας με σάλτσα ή με τυρί ή με κιμά. Άλλο όμως η ελευθερία στο όνειρο και άλλο η ελευθερία στις αποφάσεις. Η τελευταία υπόκειται σε περιορισμούς γιατί άπτεται του πραγματικού κόσμου.

Οι περιορισμοί είναι όλων των ειδών. Πρώτα είναι οι βιολογικοί, που όμως στη συνέχεια αποκτούν κοινωνική δύναμη. Δεν είχα επιλογή για το χρώμα το ματιών μου. Αυτό καθορίστηκε τη στιγμή που το σπερματοζωάριο του πατέρα μου μπήκε στο ωάριο της μητέρας μου. Επομένως, ήδη από αυτή την πρώτη στιγμή, η ελευθερία μου ως προς το χρώμα των ματιών μου έπεσε στο μηδέν.

Συμβαίνει τώρα να ζω σε έναν κόσμο όπου το χρώμα των ματιών συνδέεται με τη γοητεία που το ένα φύλο ασκεί στο άλλο, που σημαίνει ότι η επιρροή μου στο αντίθετο φύλο τελεί υπό περιορισμούς, οι δυνατότητές μου (= η ελευθερία μου) είναι περιορισμένες από το χρώμα των ματιών μου (όχι βέβαια στο μηδέν, όπως συνέβη με το χρώμα των ματιών μου).

Συμβαίνει ακόμα να ζω σε έναν κόσμο όπου η επιρροή μου στο αντίθετο φύλο έχει επιπτώσεις για ένα σωρό άλλες προοπτικές (οικογενειακή ευτυχία, κτλ.), και αυτό με κάνει να συμπεράνω ότι και γι’ αυτές τις προοπτικές η ελευθερία μου είναι περιορισμένη (αν και σε μικρότερο βαθμό απ’ ό,τι η γοητεία μου). Μπορείτε να συνεχίσετε για όσο θέλετε: επειδή ζω σε έναν κόσμο όπου η οικογενειακή ευτυχία...

Μετά τη σύντηξη του σπερματοζωαρίου με το ωάριο, και κάποια στιγμή μετά τη γέννηση, έρχεται η εντολή «μάθε να μιλάς». Ο εξωτερικός κόσμος αποφασίζει 100% για το ποια θα είναι η μητρική μας γλώσσα. Και ό,τι ισχύει για τη γλώσσα ισχύει για τη θρησκεία, για τις κοινωνικές μας έξεις, για τα «πιστεύω» μας. Και όλο αυτό το διαρκώς ογκούμενο κοινωνικό πλέγμα (πέστε το εφόδιο, πέστε το φορτίο - η επιλογή της λέξης είναι δική σας) περιορίζει συνεχώς τις επιλογές μας, περιορίζει την ελευθερία μας: στον επαγγελματικό προσανατολισμό, στην επιλογή συντρόφου, στις πολιτικές προτιμήσεις μας.

Ας μην κατηγορούμε γι’ αυτό τα γονίδια. Ασφαλώς τα γονίδια δεν μας επιτρέπουν να γεννηθούμε σε ένα σταυροδρόμι με χίλιες κατευθύνσεις, αλλά ούτε μας βάζουν σε μια στενωπό από την οποία δεν μπορούμε να ξεφύγουμε. Μάλλον μας βάζουν σε έναν φαρδύ αυτοκινητόδρομο. Έρχεται μετά το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον και μας ωθεί προς την Α ή τη Β έξοδο, σ’ έναν μικρότερο αυτοκινητόδρομο απ’ όπου πάλι παρόμοιοι παράγοντες μας ωθούν προς τη Γ ή Δ έξοδο, μέχρι που φτάνουμε εκεί που είμαστε. Κάθε φορά που παίρνουμε μια έξοδο, θυσιάζουμε ένα μεγάλο μέρος της ελευθερίας μας. Οι δρόμοι που θα ήταν στη διάθεσή μας αν παίρναμε την έξοδο Β αντί της Α είναι για μας δρόμοι χαμένοι.

Τίποτε το ιδιαίτερο σε όλα αυτά, τίποτε που δεν γνωρίζατε πριν ανοίξετε το βιβλίο. Εκτός, ίσως, από το εξής. Ακούμε πολλά για τον γενετικό ή, γενικότερα, τον βιολογικό προκαθορισμό, αλλά πολύ λίγα για τον κοινωνικό προκαθορισμό. Μάλιστα ο ίδιος ο όρος «κοινωνικός προκαθορισμός» μας ξενίζει. Και όμως, το χωριό που γεννήθηκα «προκαθόρισε» τη μητρική μου γλώσσα. Λίγο αργότερα ήρθε ο προκαθορισμός της θρησκείας· με έβαλε σ’ ένα κανάλι σκέψης και συμπεριφοράς. Νέοι προκαθορισμοί κλειδώνουν ο ένας μετά τον άλλο και όλοι μαζί συνθέτουν αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε κοινωνικό προκαθορισμό.

Όσο πιο κοινωνικό είναι ένα είδος τόσο πιο μεγάλο είναι το μερίδιο του κοινωνικού προκαθορισμού σε σχέση με τον βιολογικό. Στον άνθρωπο, όπου η βιολογική συνιστώσα ωχριά μπροστά στην κοινωνική, είναι κυρίως οι κοινωνικές συνθήκες που καθορίζουν την πορεία μας, που περιορίζουν και τελικά εκμηδενίζουν την ελευθερία μας.

Παρ’ όλα αυτά έχουμε την εντύπωση ότι, ενώ είμαστε αδύναμοι μπροστά στον βιολογικό προκαθορισμό, μπορούμε να αποτρέψουμε και να ανατρέψουμε τον κοινωνικό προκαθορισμό. Πρόκειται για μια θεωρητική δυνατότητα που σπάνια γίνεται πραγματικότητα.

Τείνουμε να υποεκτιμούμε το πόσο βαθιά ριζώνουν οι αντιλήψεις που σχηματίζουμε στην πορεία της ζωής μας -δεν είναι τυχαίο ότι τις αποκαλούμε πεποιθήσεις- και, φυσικά, όσο πιο νωρίς σχηματίζονται τόσο πιο βαθιά πάνε οι ρίζες τους. Τα δεσμά των κοινωνικών καταβολών δε διαφέρουν πολύ σε ακαμψία από τα δεσμά των βιολογικών καταβολών. Η ιδέα ότι μπορούμε να τα καταλύσουμε είναι ουσιαστικά μια αυταπάτη.

Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Μια από τις λύσεις στο πρόβλημα της επιβίωσης που συναρμολόγησε η φυσική επιλογή και την κωδικοποίησε στο DNA μας είναι η όραση. Το αποτέλεσμα είναι να γεννιόμαστε με μάτια. Η ίδια διαδικασία (μπορούμε, αν θέλετε, να την πούμε κοινωνιο-βιολογική), ανταποκρινόμενη στο ίδιο πρόβλημα, συναρμολόγησε την ικανότητα της ομιλίας, την ανάγκη του θρησκεύεσθαι και άλλες συναφείς ιδιότητες. Και όπως τα μάτια παίρνουν αναγκαστικά ένα χρώμα (μαύρα, καστανά, γαλάζια), έτσι και η ομιλία και η θρησκεία πρέπει να πάρουν συγκεκριμένες μορφές (ελληνική, χριστιανισμός, κτλ.).

Συνήθως είμαστε ικανοποιημένοι που τα πράγματα πάνε όπως τα φέρνει η φύση -είτε μιλούμε για το βιολογικό είτε για το κοινωνικό της πρόσωπο. Μπορεί μάλιστα να είμαστε υπερήφανοι που τα πράγματα πάνε έτσι γιατί αυτός, νομίζουμε, είναι ο σωστός δρόμος (θυμηθείτε την πλάνη του ιδιοκεντρισμού). Μάλιστα παίρνουμε μέτρα να μην ξεφύγουν από αυτό τον δρόμο τα παιδιά μας, κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τους δώσουμε την πρέπουσα «αγωγή». Η ιδέα ότι η αγωγή μπορεί να ενέχει έναν μεγάλο βαθμό περιορισμού της ελευθερίας τους σπάνια είναι μέρος των ανησυχιών μας.

Ας το παραδεχθούμε: η ελευθερία της βούλησής μας είναι πολύ πιο περιορισμένη από ό,τι θέλουμε να πιστεύουμε· αντιπροσωπεύει ένα πολύ μικρό μέρος του δυνητικού φάσματος της ελευθερίας που ανοίγεται μπροστά μας τη στιγμή που γεννιόμαστε. Η ιδέα περί ελευθερίας της βούλησης έχει όλα τα γνωρίσματα μιας δαρβινικής πλάνης.
---------------------------
*Ο αλγόριθμος είναι Ε = 1 /Σp2, όπου p είναι η πιθανότητα κάθε προτίμησης και Σ είναι το άθροισμα για όλες τις προτιμήσεις. Στο πρώτο παράδειγμα έχουμε μ, = 0,9 και μ2= 0,1 (Ε = 1,219), στο δεύτερο μ, = 0,85, μ, = 0,05 και μ3 = 0,1 (Ε = 1,360).

Οι συμβουλές του Φιλόδημου στους μαθητές του για τον θυμό

Ο Φιλόδημος με γλαφυρότητα περιγράφει την Φυσιολογία του θυμού αρχικά με τις σωματικές αλλαγές και εκφράσεις του οργισμένου ατόμου, αλλά και τις βλαβερές συνέπειες που ακολουθούν στον ανθρώπινο οργανισμό επιφέροντας μερικές φορές ακόμη και τον Θάνατο.

Ο θυµός ως σύνθετο φαινόµενο, περιλαµβάνει το ερέθισµα σε Πολλαπλά επίπεδα, µέχρι αυτό να φτάσει στο κατώφλι της αντιληπτικότητας.

Πρώτα δηµιουργείται ένα υποκειµενικό συναίσθηµα, ως πρωτογενής παράγοντας από κάποια εµπειρία. Ύστερα, γίνεται η σύνδεση µεταξύ συναισθήµατος και εµπειρίας και τέλος γίνεται η τελική επεξεργασία της συναισθηµατικής εµπειρίας από την αποθήκευση των µνηµών που ήδη υπάρχουν στο μυαλό μας.

Κάποιες φορές μπορεί να είναι μη εξαρτημένο όπως μπορούμε να παρατηρήσουμε στη θυµωµένη αντίδραση ενός βρέφους, ή εξαρτηµένο όταν κάποιος για παράδειγµα απαντά με θυμό σε ένα εξωτερικό ερέθισμα που έχει σχέση με την προσωπικότητά του, την αυταξία του, και συνήθως συνοδεύεται από σφοδρή επιθυμία για εκδίκηση.

Συχνά θεωρείται ο θυµός µέρος της Κατάθλιψης και της Ανησυχίας ή γίνεται κατάθλιψη, όταν στρέφεται εσωτερικά. Η κατάθλιψη είναι μία διαταραχή που επηρεάζει τη διάθεση, τις σκέψεις και συνήθως συνοδεύεται από σωματικές ενοχλήσεις. Επηρεάζει τις διατροφικές συνήθειες του ατόμου, τον ύπνο του, τον τρόπο που βλέπει τον εαυτό του και τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται και αντιλαμβάνεται.

Η κατάθλιψη δεν είναι το ίδιο με το φυσιολογικό, καταθλιπτικό συναίσθημα που περνά γρήγορα και έχει μικρότερη ένταση. Στην κατάθλιψη το καταθλιπτικό συναίσθημα έχει μεγάλη ένταση, διαρκεί περισσότερο και οδηγεί σε έκπτωση της λειτουργικότητας του ατόμου σε πολλούς τομείς της ζωής του.

Η Θλίψη περιγράφεται ως Ψυχικός πόνος, όπως και η Λύπη, η Στεναχώρια, που είναι μεν κομμάτια του θυμού, αλλά φυσιολογικά συναισθήματα που συνήθως αναδύονται ως συνέπεια ψυχοτραυματικών και στρεσογόννων γεγονότων της ζωής.

Ο Θυμός και η Εχθρότητα ενεργοποιούν άµεσα την κατάσταση ετοιµότητας για µάχη, όπου οι αντίστοιχες ορµόνες επιταχύνουν τους ρυθµούς της καρδιάς και την αναπνοή και οδηγούν σε έκρηξη ενέργειας, αυξάνοντας την αρτηριακή πίεση. Η εξωτερική έκφραση του θυµού ακολουθείται από βιολογικές αλλαγές στο σώµα και µπορεί να διαγνωστεί στις εκφράσεις του προσώπου, στη γλώσσα του σώµατος και στις φυσιολογικές ανταποκρίσεις, γιατί κυρίως ο θυµός προβάλλεται στο πρόσωπο και στο µυοσκελετικό σύστηµα.

Ο Φιλόδημος φέρεται να περιγράφει ένα τρόπο κλιμάκωσης του θυμού ο οποίος είναι βαθμιαίος, εκδηλώνεται δηλαδή σταδιακά και με διαφορετικούς τρόπους. Αν προσπαθήσουμε να τον προσεγγίσουμε η πρώτη βαθµίδα είναι ο ύπουλος θυµός, η δεύτερη βαθµίδα είναι η αδιαφορία. Ακολουθούν οι επικρίσεις και οι ταπεινώσεις, στην τέταρτη έρχονται οι βρισιές, οι φωνές και τα ουρλιαχτά, σηµάδια πως έχει χαθεί ο έλεγχος του θυµού.

Αμέσως μετά οι απαιτήσεις και οι απειλές, είναι το σηµείο, όπου αρχίζουν να «ανάβουν τα αίµατα» κυριολεκτικά. Στην επόμενη βαθµίδα λαµβάνει χώρα ο έντονος θυµός, η σωµατική βία (σπρωξιές, κλοτσιές, χαστούκια κ.α), όπου εμποδίζεται η ελεύθερη κίνηση κάποιου άλλου και οδηγεί στην ανεξέλεγκτη βία.

Στην τελευταία βαθµίδα επικρατεί τυφλή οργή και τρόµος, όπου ο νεοφλοιός έχει κατεβάσει τις ασφάλειές του στις συνειδητές σκέψεις: «ή θα επικρατήσω, ή θα αφανιστώ».

Το πρώτο όργανο το οποίο πλήττεται από τις νευροχηµικές ουσίες που παράγει ο θυµός- όπως και το άγχος- είναι ο Ιππόκαμπος, ζωτικής σηµασίας για το σχηµατισµό της µνήµης και τον έλεγχο των συναισθηµάτων. Κατεξοχήν όµως, τα συναισθήµατα του θυµού συνδέονται άµεσα µε την αµυγδαλή, διπλή εγκεφαλική δοµή σε σχήµα αµυγδάλου, που ανήκει στο µεταιχµιακό σύστηµα.

Η Αμυγδαλή αναγνωρίζει και διαχειρίζεται τα συναισθήµατα, κυρίως συναισθήµατα θυµού, ανησυχίας και λύπης. Στην συνέχεια ο εγκέφαλος διακλαδώνει αίµα µακριά από το έντερο και προς τους µυς και ετοιµάζεται για «φυσική χρήση βίας», το πρόσωπο κοκκινίζει, οι µύες των φρυδιών κινούνται προς έσω και κάτω και oι οφθαλµοί έχουν ένα συγκλίνον άγριο βλέµµα. Τα ρουθούνια κυρτώνουν και το σαγόνι σφίγγεται. Οι κινήσεις γίνονται ασταθείς, το αίµα εκτρέπεται από το συκώτι και κατευθύνεται προς τα άκρα, προετοιµάζοντας το σώμα για επίθεση. Η αναπνοή επίσης αυξάνεται, οι πνεύµονες εκτείνονται µε οξυγόνο, που στέλνεται στους µυς και το δέρµα ιδρώνει. Η µυϊκή ένταση δίνει την αίσθηση της αυτο-ασφάλειας.

Η παρόρµηση για επίθεση συνοδεύει αυτήν την υποκειµενική αίσθηση δύναµης (από το εγχειρίδιο: The Ciba Collection of medical illustrations, Nervous System, vol.1, p. 164, Netter F., 1977).

Οι συμβουλές του Φιλόδημου προς τους μαθητές του είναι να προσέχουνε τα λόγια τους και την Παρορμητικότητά τους, να μην είναι περίεργοι και αδιάκριτοι με κάποιον που είναι θυμωμένος, να είναι πρόθυμοι να τον ακούνε έστω και αν η ιστορία του είναι Ανόητη, εφόσον δεν τους προσβάλει. Η καλύτερη αντίδραση είναι απλά να μείνουνε ήρεμοι, γνωρίζοντας ότι ο οργισμένος ομιλούντας είναι εκτός εαυτού και δεν πρόκειται να βρούνε το δίκιο τους αν επιχειρήσουνε να τον συνετίσουνε.

Και ο σοφός έχει αισθήματα. Έτσι θα εχθρεύεται, από ό,τι μας λέει ο Φιλόδημος, σε ακραίο βαθμό αυτόν που του έκανε κακό και θα τον μισεί. Επειδή θα τον έχει βλάψει σε μεγάλο βαθμό. Όμως δεν θα ταραχθεί. Διότι θα θεωρήσει την οργή ως στιγμιαία. Και φυσικά δεν θα επιδιώξει εκδίκηση. Διότι η εκδίκηση κατά τον σοφό είναι γνώρισμα κατώτερου ανθρώπου. Και επιπλέον, ότι η εκδίκηση στρέφεται ενάντια στον εκδικητή.

Το "Περί Οργής" του Φιλόδημου αναφέρεται στο συναίσθημα του φόβου, του μένους, και της οργής.

Θεός Ερμής, ο «αγγελιοφόρος των θεών» και ψυχοπομπός (ετυμολογία)

Το όνομα τού θεού Ερμή, που απαντάται ήδη κατά τους Μυκηναϊκούς χρόνους, προήλθε πιθανόν από τη λέξη έρμα «σωρός από πέτρες» (οι πέτρες που σωρεύονταν πάνω από τους τάφους θεωρούνταν χαρακτηριστικό τού Ερμή ως ψυχοπομπού).

Από το όνομα τού Ερμή πλάστηκε η λέξη ἑρμηνεύς «ο διερμηνέας, ο μεταφραστής», αφού ο Ερμής εθεωρείτο μεσολαβητής μεταξύ θεών και ανθρώπων και εξηγητής τής βούλησης των θεών. Από το ἑρμηνεύς παρήχθη το ερμηνεύω με τα παράγωγα (ερμηνεία, ερμηνευτής, ερμηνευτικός, ερμήνευμα, ερμηνεύσιμος κ.ά.) και τα σύνθετά του (διερμηνεύω, μεθερμηνεύω, παρερμηνεύω κ.ά.).

Τον αιγυπτιακό θεό Θωθ οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι αποκαλούσαν Ερμή Τρισμέγιστο, λόγω των ιδιοτήτων του (εύρεση τής γραφής και των τεχνών) που αποδίδονταν στον Ερμή. Σ’ αυτόν τον Τρισμέγιστο Ερμή, με τις πνευματικές όσο και αποκρυφιστικές ιδιότητες, απέδωσαν την τέχνη τους οι αλχημιστές τού Μεσαίωνα, οι οποίοι ονομάστηκαν γι’ αυτό Ερμητικοί (Hermetici).

Οι ίδιοι μάλιστα σφάλιζαν τα δοχεία τους με τα πολύτιμα υλικά που χρησιμοποιούσαν εφαρμόζοντας μια ιδιαίτερη τεχνική που δεν επέτρεπε να ανοίξουν εύκολα.Από αυτή την τεχνική προήλθε το ερμητικός «ο καλά κλεισμένος, σφαλισμένος, στεγανός».

Σύμφωνα με τον Πλάτωνα (στον «Κρατύλο») το Ερμής, προέρχεται από το ρήμα το «είρω» (αναγγέλλω), « ερέα»ς και (κατά πλεονασμό του μ) Ερμέας, Ερμής με συναίρεση, ή κατ' άλλους από το έρυμα, δηλαδή το λόγο καθώς, ως γνωστόν, ήταν ο αγγελιοφόρος των θεών, αλλά και γενικότερα ο θεός του λόγου, της επικοινωνίας, της νόησης, της ομιλίας, της ευφράδειας.

Ο Ερμής κρατούσε το κηρύκειο το οποίο σχηµατιζόταν από λεπτή ράβδο δάφνης ή ελιάς. Γύρω-γύρω περιτυλίσσονταν δύο φίδια, που τα κεφάλια τους συναντιώνταν αντικρυστά. Λίγο πιο πάνω, στην κορυφή της ράβδου, υπήρχαν δύο φτερούγες. Για αποσυμβολισμό του κηρυκείου «ανοίξτε» τον σύνδεσμο εδώ.

Η Αλίκη Μπέιλη αναφέρει ότι στην εσωτερική αστρολογία:

«Ο Ερμής αναπτύσσει τον ταχύ και ενορατικό νου που ερμηνεύει την εμπειρία, συμβάλει στην ανάπτυξη της ενόρασης και συσχετίζει τον εσωτερικό πνευματικό άνθρωπο με τον εξωτερικό άνθρωπο με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η μελλοντική ενότητα του σκοπού, του σχεδίου και της προσπάθειας. Ο Ερμής επιφέρει εκείνες τις αλλαγές στη νοητική αντίληψη, που επιτρέπουν στην ανθρωπότητα να δράσει τελικά ως μεσολαβητής ανάμεσα στους ανώτερους κόσμους και στα τρία κατώτερα βασίλεια στη φύση».

Σε άλλο σημείο τέλος αναφέρει:

«Ο Ερμής φωτίζει το νου και μεσολαβεί ανάμεσα στην ψυχή και την προσωπικότητα, όντας ο αγγελιαφόρος των θεών».

Η σοφία και ο κώδικας ηθικής των ιθαγενών Αμερικανών

Ακολουθεί μια πρωτότυπη μορφή διαλόγου ανάμεσα σε έναν υποτιθέμενο δυτικό ανθρωπολόγο και το Μαύρο Ελάφι*, θεραπευτή των Σιού Λακότα (υπαρκτό πρόσωπο). Στον δυτικό ανθρωπολόγο έδωσα συμβολικά και ειρωνικά το όνομα John Wayne!

Τοπίο: Πεδιάδες της Νότιας Ντακότα, αρχές 20ού αιώνα. Ο ήλιος δύει πίσω από τον ορίζοντα, βάφοντας τον ουρανό με πορφυρές αποχρώσεις. Ο ανθρωπολόγος John Wayne, με τετράδιο και γυαλιά, κάθεται αντικριστά με τον Μαύρο Ελάφι, ηλικιωμένο πια αλλά διαυγές βλέμμα, που τρέφει βαθιά γαλήνη, παρά τις κακουχίες και τις ταλαιπωρίες που έχει υποστεί ο λαός του από τους πολιτισμένους εποίκους και κατακτητές της Αμερικής, στο όνομα του πολιτισμού,βκαι της θρησκείας της αγάπης.

John Wayne:

Μαύρο Ελάφι, θα ήθελα να σε ρωτήσω για κάτι που πάντα με εντυπωσίαζε στον τρόπο ζωής σας. Ποιο είναι το θεμέλιο της ηθικής σας, του τρόπου ζωής σας;

Μαύρο Ελάφι:

Η ζωή μας δεν στηρίζεται σε νόμους γραμμένους με μελάνι πάνω σε χαρτί. Στηρίζεται σε έναν βαθύ σεβασμό προς ό,τι αναπνέει και ό,τι δεν μιλά. Ο κόσμος για εμάς δεν είναι “κτήμα”, αλλά συγγένεια. Ο άνεμος είναι αδελφός. Το νερό είναι μητέρα. Η Γη, για εμάς, είναι το Σώμα του Μεγάλου Μυστηρίου· και το κάθε τι επάνω της, έχει πνεύμα.

John Wayne:

Μιλάτε για κάτι πιο εσωτερικό, πιο βιωματικό, απ’ ό,τι εμείς αποκαλούμε "ηθική". Δεν βασίζεται σε φόβο της τιμωρίας;

Μαύρο Ελάφι:

Όχι. Η τιμωρία, όπως την εννοείτε, ανήκει σε κόσμους όπου το Ένα έχει διαχωριστεί. Εμείς μαθαίνουμε από παιδιά να βλέπουμε τον εαυτό μας ως κρίκο μιας ιερής αλυσίδας. Το παιδί δεν το "διδάσκεις" να σέβεται το ελάφι· μεγαλώνει μέσα στη συνείδηση ότι το ελάφι του χαρίζει τη ζωή του για να τραφεί. Το σέβεται, το ευχαριστεί, το φροντίζει. Εσείς δεν φοβάστε μόνο την θεϊκή τιμωρία σε αυτή την ζωή, αλλά και στον θάνατο. Μια τέτοια ζωή δεν αξίζει να την ζεις.

John Wayne:

Ορισμένοι από τους ανθρώπους μας στο παρελθόν αλλά και σήμερα σάς χαρακτήρισαν "άγριους", χωρίς πολιτισμό.

Μαύρο Ελάφι (χαμογελα):

Άγριος είναι αυτός που παίρνει χωρίς να δίνει. Αυτός που σκοτώνει περισσότερα από όσα χρειάζεται. Που δεν κοιτά πίσω όταν κόβει το δέντρο, ούτε ακούει το ποτάμι όταν στερεύει. Ο πολιτισμός σας μας έβλεπε σαν να μη σκεφτόμαστε, μα εμείς δεν σταματούσαμε ποτέ να ακούμε.

John Wayne:

Να ακούτε τι;

Μαύρο Ελάφι:

Τη Σιωπή. Όταν ο άνθρωπος σωπά, τότε μιλά η Γη. Όταν εστιάζεις στην καρδιά, τότε μπορείς να ακούσεις τους προγόνους και τα ζώα και τα σύννεφα. Η σιωπή είναι η πρώτη διδασκαλία μας. Από εκεί γεννιέται η ευγένεια, η εγκράτεια, ο σεβασμός, η προσευχή.

John Wayne:

Και το Μεγάλο Πνεύμα; Είναι ένας Θεός όπως περίπου τον ξέρουμε και εμείς;

Μαύρο Ελάφι:

Το Μεγάλο Μυστήριο δεν μπορείς να το ονομάσεις. Είναι σε κάθε φύλλο και σε κάθε άνθρωπο. Δεν κατοικεί σε ναούς χτισμένους από πέτρα, αλλά σε φωλιές πουλιών και στις καμπύλες των λόφων. Δεν χρειάζεται πίστη· χρειάζεται παρουσία. Δεν έρχεται να σε σώσει· σου υπενθυμίζει ότι είσαι ήδη ενωμένος με όλα.

John Wayne (με σκεπτικό βλέμμα):

Ίσως γι' αυτό δεν καταλάβαμε ποτέ τον τρόπο σας. Εμείς ήρθαμε να κατακτήσουμε, να “πολιτισμικοποιήσουμε”, να μεταμορφώσουμε τη φύση αντί να τη σεβαστούμε.

Μαύρο Ελάφι:

Και καταστρέψατε ό,τι δεν σας υπάκουσε. Πιστέψατε πως η αξία μετριέται με γη, με χρυσό, με δύναμη. Μα δεν μπορώ να σας θυμώσω πια. Το πνεύμα σας ήταν πεινασμένο, κι όταν πεινάς ξεχνάς ποιος είσαι. Ίσως κάποτε θυμηθείτε ξανά.

Το Μαύρο Ελάφι σιωπά, σηκώνει το βλέμμα ψηλά, σαν να καλεί την ψυχή του να αφηγηθεί την πιο ιερρή του εμπειρία.

Θα σου εξομολογηθώ ένα όραμα, μου John Wayne.Το ιερό μου όραμα, κατά την διάρκεια της ιερής okipa τελετής μύησης μου.

Ήμουν δεκαεπτά χρονών όταν με κάλεσαν τα Πνεύματα. Ήταν άνοιξη, και το χορτάρι μύριζε ακόμη χιόνι. Νήστεψα τέσσερις ημέρες, ξαπλωμένος πάνω σε τούφες φασκόμηλου. Οι γέροντες μου έδωσαν το καθαρτήριο κάλεσμα:

"Το πνεύμα σε ζητά, παιδί της πεδιάδας".

Και τότε ήρθε η στιγμή του χορού — όχι του χορού της χαράς, αλλά του Χορού της Προσφοράς. Οι άκρες του στήθους μου τρυπήθηκαν με κόκαλα βίσωνα. Οι γάντζοι μπήκαν βαθιά, μέχρι να νιώσω το αίμα να ζεσταίνει το δέρμα μου. Δεν έβγαλα άχνα. Ήξερα πως δεν ήμουν πια παιδί.

Με ανύψωσαν, John. Όχι με τιμές, αλλά με σχοινιά. Κρεμάστηκα από την οροφή του ιερού tepee, όπως ο ήλιος κρέμεται στον ουρανό. Ο καπνός από την φωτιά και το νερό κάλυπτε όλη την σκηνή. Ο πόνος δεν ήταν πόνος. Ήταν πέρασμα. Και μέσα στο μεδούλι του, είδα άλογα με φτερά, είδα τον Κύκλο να περιστρέφεται, είδα τη Γη να με μιλά και να με μαθαίνει.

Δεν το έκανα για να δείξω δύναμη. Το έκανα για να προσφέρω. Η ζωή μου ανήκε στον λαό μου και στον Μεγάλο Πνεύμα. Το αίμα μου, σαν νερό στην άνυδρη γη, ήταν ευλογία.

Αυτά δεν μπορείς να τα μετρήσεις με το μέτρο του δικού σου πολιτισμού, John. Εσείς βασανίζετε για τιμωρία. Εμείς προσφέρουμε για ενότητα.

John Wayne (σοκαρισμένος):

Μα... Μα αυτό είναι σκληρότητα, δεν είναι; Πώς μπορεί ένα παιδί να υποστεί τέτοια βάσανα και να το αποκαλεί όραμα;

Μαύρο Ελάφι:

Εσείς βλέπετε το σώμα μόνο σαν σάρκα. Εμείς το βλέπουμε σαν πύλη. Μέσα από τον πόνο ξεδιπλώνεται η δύναμη της ψυχής. Το σώμα μπορεί να υποφέρει, αλλά το πνεύμα χορεύει με τα άστρα. Αυτό που ονομάζεις "βασανιστήριο", για μας είναι γέννηση.

Εσείς μαθαίνετε με βιβλία. Εμείς μαθαίνουμε με αίμα, γη, άνεμο και σιωπή.

Τότε λοιπόν John , μετά από τέσσερις ημέρες κλεισμένος και κρεμασμένος στην tepee μου (σκηνή), στο ψηλότερο βουνό με σύντροφό την φωτιά και τούς ανέμους, είδα πράγματα που ξεπερνούν κάθε λέξη. Είδα τα πνευματικά σχήματα όλων των πραγμάτων—το σχήμα κάθε μορφής—όπως πρέπει να είναι όταν όλα τα πλάσματα ενωμένα μοιράζονται μία ύπαρξη.

Το στεφάνι του λαού μου ήταν ένα από τα πολλά στεφάνια που έπλεκαν κύκλο, πλατύ σαν φως μέρας και αστεριών. Στο κέντρο αυτού του κύκλου φύτρωνε ένα πανίσχυρο ανθισμένο δέντρο, καταφύγιο για όλα τα παιδιά της μίας Μάνας και του ενός Πατέρα. Και τότε κατάλαβα· το είδα· ήξερα ότι ήταν ιερό.

John Wayne (συγκλονισμένος):

Αυτό που υπάρχει μέσα σε όλα τα πράγματα…

Μαύρο Ελάφι:

Ναι. Όλα είναι δημιουργήματα του Μεγάλου Πνεύματος. Και Αυτό—το Μεγάλο Πνεύμα—δεν είναι μόνο μέσα στα δέντρα, στα χόρτα, στα ποτάμια, στα βουνά, στα ζώα· αλλά είναι πάνω από όλα τα πράγματα και τους ανθρώπους.

Όταν το κατανοήσεις βαθιά στην καρδιά σου—όχι με το νου, αλλά με όλη την ύπαρξη—τότε θα σεβαστείς, θα αγαπήσεις και θα ζήσεις όπως Εκείνο θέλει..

Σχόλιο:

Ο Ευρωπαϊκός ορθολογισμός και η αποικιοκρατική κοσμοαντίληψη αντιμετώπισαν τους αυτόχθονες λαούς της Αμερικής ως “κατώτερους”, ελλείψει γραπτής γλώσσας, θεσμών εξουσίας και Χριστιανικής πίστης. Η αδυναμία κατανόησης ενός κόσμου θεμελιωμένου στη σχέση, στην πνευματική ενότητα με το φυσικό περιβάλλον και στη σιωπή που διηγείται τα μυστικά του σύμπαντος, οδήγησε σε ένα πολιτισμικό έγκλημα: την εξόντωση λαών που πολέμησαν με ευγνωμοσύνη και όραμα και όχι με ξίφη. Ο “πολιτισμός” αποκάλυψε την πνευματική του κενότητα, ενώ η “άγρια” σοφία των ιθαγενών παρέμεινε φωτεινό μονοπάτι για όποιον έχει μάτια να δει.
------------------------
*Black Elk, Μαύρο Ελάφι θεραπευτής Ινδιάνος Σιού Λακότα (1863 – 1950).

Περί φυτικού βασιλείου στην αρχαία Ελληνική τέχνη. Φειδίας και Εύδοξος

Πρωτότυπο δοκίμιο, υπο την μορφή διαλόγου, μεταξύ του Φειδία και του νεαρού μαθητή του, Εύδοξου, για τη σημασία του φυτικού βασιλείου στην τέχνη

Ο φυσικός κόσμος και ιδιαίτερα το φυτικό βασίλειο κατείχαν κεντρική θέση στην καλλιτεχνική και αρχιτεκτονική έκφραση της αρχαίας Ελλάδας. Τα φυτά, με τη συμμετρία, τη χάρη και τη ζωτικότητά τους, ενέπνευσαν μοτίβα και διακοσμητικά στοιχεία, όπως τα κιονόκρανα των κορινθιακών κιόνων που μιμούνταν τα φύλλα ακάνθου. Η φύση δεν θεωρούνταν απλώς πηγή υλικών αλλά και σύμβολο αρμονίας και τάξης, έννοιες που ήταν θεμελιώδεις στην αισθητική και τη φιλοσοφία της εποχής. Μέσα από αυτή τη σύνδεση, οι αρχαίοι Έλληνες εξέφρασαν τον σεβασμό τους για τη φύση, ενσωματώνοντάς την στην τέχνη τους ως φορέα κάλλους και σοφίας.

Στο εργαστήρι του Φειδία, ο μεγάλος γλύπτης και ο μαθητής του Εύδοξος συζητούν πλάι σε ένα άγαλμα θεάς, στην κορώνα της οποίας κεφαλή της οποίας διαγράφονται ανάγλυφα φύλλα ακανθού.

- Φειδίας: Εύδοξε, παρατήρησε πώς η λεπτομέρεια αυτών των φύλλων ακανθού διακοσμεί το άνω μέρος της βάσης του κίονα. Δεν είναι απλώς διακοσμητικό μοτίβο∙ είναι σύμβολο ζωής, πάθους και αναγέννησης.

- Εύδοξος: Δάσκαλε, γιατί επέλεξες την άκανθο και όχι κάποιο άλλο φυτό;

- Φειδίας: Η άκανθος, γιος της Ελληνικής γης, συνοδεύει τον κόσμο από τα πολύ παλαιά χρόνια. Η ευθυγράμμιση των φύλλων της στα κιονόκρανα, όπως στο περίφημο κορινθιακό Ρυθμό, αποδεικνύει πόσο βαθιά ενσωματώθηκε στην αρχιτεκτονική και τις τέχνες μας. Μέσα από τη στυλιζαρισμένη μορφή της, δηλώνεται η αρμονία ανάμεσα στη φύση και τον άνθρωπο.

- Εύδοξος: Δάσκαλε, μου είχες πει πως κάθε φυτό αφηγείται και μια ιστορία θεών και ηρώων. Πώς συνδέεται αυτό με την τέχνη μας;

- Φειδίας: Κάθε άνθος, κάθε φύλλο, κάθε καρπός βρίσκει τη ρίζα του σε μύθους και τελετές. Στα Ελευσίνια Μυστήρια, για παράδειγμα, ύμνησαν τη Δήμητρα πίνοντας τον κυκεώνα αρωματισμένο με φλισκούνι και θυμάρι. Μέσα σ’ αυτόν, η θεά ανέπνεε ξανά τη ζωοδότρα ενέργεια της γης, και οι μυημένοι ανανέωναν την πίστη τους στον κύκλο της βλάστησης.

- Εύδοξος: Και οι παπαρούνες; Γιατί θεωρούνταν ιερό φυτό της Δήμητρας;

- Φειδίας: Η μυθολογία μας λέει πως όταν ο Άδης απήγαγε την Περσεφόνη, η Δήμητρα της έδωσε χυμό παπαρούνας για να απαλύνει τη θλίψη της. Έτσι, η κόκκινη παπαρούνα συνδέθηκε με τον ύπνο και τον θάνατο, αλλά και με τη λύτρωση από τον πόνο. Στην τέχνη μας, οι νύμφες και οι θεοί απεικονίζονται συχνά κρατώντας παπαρούνες, υπενθυμίζοντας τη διπλή φύση της ζωής και του θανάτου.

- Εύδοξος: Μήπως με αυτό τον συλλογισμό και στα Ανθεστήρια, τα λουλούδια αλληγορούν ένα μήνυμα αναγέννησης;

- Φειδίας: Ακριβώς. Τρεις μέρες γιορτής, αρχίζοντας στις 26 Φεβρουαρίου, αφιερωμένες στον Διόνυσο. Ονομάστηκαν από τα «άνθη» που ξεπρόβαλλαν τότε, κι οι μικροί Αθηναίοι περιφέρονταν με στεφάνια από γαρύφαλλα και κισσό. Το στεφάνι ήταν ύμνος στην ωραιότητα και τη θεία ευωδιά, ενώ ο κισσός θύμιζε τη θεϊκή μανία του Διονύσου.

- Εύδοξος: Γιατί προτιμούμε κάποια συγκεκριμένα δέντρα ως ιερά; Και τι ρόλο διαδραματίζουν;

- Φειδίας: Τα δέντρα οριοθετούν ένα ιερό χώρο. Η ελιά της Ακρόπολης, είναι το σύμβολο αθάνατης δύναμης για τους Αθηναίους. Στη Δήλο ο φοίνικας θεωρείται ιερός διότι ήταν το στήριγμα της Λητώς όταν γέννησε την Άρτεμη και τον Απόλλωνα, ενώ δρυς το ιερό δέντρο του Διός καθώς προσελκύει τον κεραυνό αλλά και διότι από τα αρχαία χρόνια στην Δωδώνη η βελανιδιά αποτελούσε την μυστική φωνή του μαντείου αρχικά της η Γαίας και στην συνέχεια του Δία..

- Εύδοξος: Δάσκαλε, πώς συνδυάζεις όλα αυτά στο έργο σου;

- Φειδίας: Κάθε ύλη έχει πνοή. Όταν κόβω τα φύλλα της αμυγδαλιάς για ένα άγαλμα θεάς, φέρνω μαζί μου το χρώμα της άνοιξης. Όταν χαράζω το μοτίβο της ίριδας, θυμάμαι πως οι θεες ξεπρόβαλλαν ανάμεσα σε λουλούδια. Μετά, σε μια ασπίδα, σκαλίζω τον κοττινο της ελιάς, για να δώσω θάρρος στον πολεμιστή που θα τη φορέσει. Έτσι, η τέχνη μου δεν είναι απλώς τέχνη∙ είναι ζωντανή φύση, μεταμορφωμένη σε μάρμαρο.

- Εύδοξος: Καταλαβαίνω καλύτερα τώρα. Η τέχνη είναι ένας μυστικός κήπος, όπου θεοί και άνθρωποι συνομιλούν μέσω των φυτών.

- Φειδίας: Ακριβώς, Εύδοξε. Όταν αγγίζεις ένα ανάγλυφο φύλλο ή ένα άνθος σε ένα άγαλμα, νιώθεις τον παλμό της γης. Και καταλαβαίνεις πως η φύση, το φυτό, το άνθος, είναι δώρα των θεών και γέφυρες ανάμεσα στη θνητότητα και το αθάνατο.

Το φως του ήλιου πέφτει αργά πάνω στα ημιτελή μάρμαρα, ενώ οι δυο τους συνεχίζουν να χαράσσουν τα “φύλλα” της τέχνης τους, φέρνοντας στον κόσμο τη ζωτικότητα του φυτικού βασιλείου.