Πέμπτη 3 Αυγούστου 2023

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα

5. Τα ρήματα σε -εύειν


§ 210. Η σχέση των ρημάτων σε -εύειν με τα ουσιαστικά σε -εύς είναι απόλυτα σαφής: το -εύς δηλώνει κάποιον που ασχολείται με κάτι συστηματικά, επαγγελματικά, το -εύειν ως μετονοματικό την ίδια την ασχολία. Ενεστώτας σύμφωνα με τους φθογγολογικούς κανόνες πρέπει να θεωρηθεί το -είειν, που μαρτυρείται ακόμη μόνο σε τύπους της Ηλείας, όπως φυγαδείοι (= εύοι), κατιαραίων (= καθ-ιερεύων) δίπλα στα φυγαδεύαντι (= -σαντι), κατιαραύσειε (= καθ-ιερεύσειε): από το *ηϜ- ι̯ - ή *-εϜ- ι̯ - προέκυψε το -ει(Ϝ)- όπως από το * ἀϜ ι̯ ετός το αἰ(Ϝ)ετός. Πρβ. καίειν (από το * καϜ ι̯ -): ἔκαυσα. Η εξομοίωση του -είειν : -εῦσαι με το -εύειν : -εῦσαι δεν έχει τίποτα το παράξενο, και πολύ περισσότερο τη στιγμή που βρήκε ισχυρή στήριξη στην πάντα ζωντανή σχέση με το -εύς.

§ 211. Η αναλογική εξάπλωση, που ήδη στον Όμηρο έχει προχωρήσει πολύ, έχει γενικά κάποια ομοιότητα με την εξάπλωση του -οῦν (§ 204). Ο εύκολος χειρισμός και η αρκούντως γενική και παρ' όλα αυτά συγκεκριμένη σημασιολογική σχέση με τη βάση ευνόησαν σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη σε τύπο. Μια ιδιόρρυθμη όμως θέση στο πλαίσιο των μετονοματικών τύπων εξηγεί το γεγονός ότι ακόμη και το -εύς, που υπόκειται, είναι ένα εξαιρετικά ευμεταχείριστο επίθημα: Εφόσον το -εύς και το -εύειν από την αρχή της παράδοσής μας επισυνάπτονται εξίσου εύκολα, θα ήταν παρακινδυνευμένος ισχυρισμός, αν θέλαμε να θεωρήσουμε κάθε -εύς ως την ιστορική βάση του συναφούς -εύειν· το -εύς μπορεί κάλλιστα να έχει σχηματιστεί σε κάποια περίπτωση αναδρομικά από το -εύειν ή ενδέχεται άλλοτε και τα δύο να έχουν γεννηθεί ανεξάρτητα μεταξύ τους. Για τον ίδιο λόγο όμως στην περαιτέρω πλατιά εξάπλωση του -εύειν ξεχωρίζει ιδιαίτερα ένα βοηθητικό στοιχείο, που λειτουργεί μόνο δευτερευόντως στους άλλους τύπους: η δυνατότητα εννοιολογικού συσχετισμού του με δύο ή περισσότερες βάσεις. Καθώς στο ἱππεύς η έννοια ἵππος παρέμενε ακόμη απόλυτα ζωντανή στη συνείδηση, μπόρεσε ν' αναδειχτεί και στο ἱππεύειν σε βάρος του ἱππεύς, του μεσολαβητικού τύπου στην ιστορία του σχηματισμού, και έτσι να παραγάγει νέα ρήματα σε -εύειν από θέματα σε ο.

§ 212. Η ίδια ευκολία παράλειψης έχει συνεπακόλουθο ότι οι δύο σημασιολογικές ομάδες του -εύειν, που διακρίνονται εκ πρώτης όψεως, βασίζονται στην αντίστοιχη συμπεριφορά των ονομάτων σε -εύς: Τα ἀγχιστεύς 'πλησιέστερος συγγενής' και ἀριστεύς 'ο καλύτερος, ο αρχηγός' δηλώνουν κάποιον που έχει χαρακτηριστεί ἄγχιστος ή ἄριστος, κατά συνέπεια τα ἀγχιστεύειν και ἀριστεύειν δηλώνουν την κατοχή της χαρακτηριστικής ιδιότητας των επιθέτων ἄγχιστος ή ἄριστος (ποιοτική σχέση)· αντίθετα σκυτεύς είναι κάποιος που ασχολείται επαγγελματικά με το σκῦτος 'δέρμα', δηλαδή ένας τσαγκάρης, και άρα το σκυτεύειν είναι η δραστηριότητα του σκυτεύς ή η επαγγελματική ενασχόληση με το σκῦτος (δραστική σχέση). Σύμφωνα με αυτά το -εύειν είναι ως προς τη σημασία στενά συγγενικό με το -εῖν (§ 191)· η διαφορά έγκειται στο ότι η δραστική σημασία του -εῖν μάλλον βρίσκεται σε φθίνουσα πορεία από την εποχή του Ομήρου και ότι το -εῖν ενώνεται κατά προτίμηση με σύνθετα, ενώ η συμπεριφορά του -εύειν είναι διαμετρικά αντίθετη [1]. Και τα δύο βασίζονται στο ίδιο γεγονός: Από την παλιά κληρονομημένη αντίθεση φονεύς -ἀνδροφόνος προέκυψαν τα μετονοματικά φονεύειν - ἀνδροφονεῖν· από το πλήθος τέτοιων ζευγαριών γεννήθηκε η αίσθηση πως το -εῖν ήταν ένα χαρακτηριστικό της παραγωγής από σύνθετα (πρβ. § 189 κεξ.), και, καθώς το φονεύειν εύκολα συσχετίστηκε με το αφηρημένο φόνος, ενώ το ἀνδροφόνος δεν είχε την αφηρημένη σημασία 'φόνος αντρών', παρά ως nomen agentis σήμαινε 'φονιάς αντρών', ενισχύθηκε η δραστική σχέση του -εύειν και η ποιοτική του -εῖν.

§ 213. Παραδείγματα παραγωγής από ποικίλα θέματα:

Από θέματα σε ο:δαιτρεύειν 'ασκώ το αξίωμα που έχει ένας δαιτρός (αυτός που κόβει και μοιράζει το κρέας'
ὁδεύειν 'ταξιδεύω' από το ὁδός 'δρόμος, ταξίδι' και πολλά άλλα.

Από θέματα σε ᾱ, και συγκεκριμένα από θηλυκά:

τιτθεύειν 'είμαι τροφός (τίτθη)', θηρεύειν 'κυνηγώ' από το θήρα 'κυνήγι', ἀγορεύειν 'εκφωνώ λόγο στη συνέλευση (ἀγορά), μιλώ' (στον Όμηρο επίσης ἀγορᾶσθαι και ἀγορητής),

και από αρσενικά:

ταμιεύειν 'είμαι διαχειριστής (ταμίας)',
ἱκετεύειν 'είμαι ἱκέτης',
προστατεύειν 'είμαι προστάτης'.

Από άλλα θέματα:

μαντεύεσθαι 'μαντεύω' από το μάντι-ς (πρβ. μαντήιος μαντεία, μαντοσύνη)
ἰχνεύειν 'ανιχνεύω' από το ἴχνος ουδ.,
κολακεύειν 'κολακεύω' από το κολακ- 'κόλακας',
παιδεύειν 'εκπαιδεύω' από το παιδ- 'παιδί',
δραγμεύειν 'μαζεύω δεμάτια (δράγματ-α)',

αλλά πραγματεύεσθαι 'ασχολούμαι' από το πραγματ- 'πράγμα'.

§ 214. Δείγματα στενότερων σημασιολογικών ομάδων, στις οποίες έχουν ενταχθεί νέοι αναλογικοί σχηματισμοί:

'κυνήγι, ενέδρα': θηρεύειν από το θήρα αντί για θηρᾶν κατά το ἀγρεύειν από το <ἀγρεύς> ἄγρα· ύστερα ευρύτερα ἐπιβουλεύειν (ἐπιβουλή), ἐνεδρεύειν (ἔνεδρος 'κάτοικος' και ἐνέδρα), ἰχνεύειν, ὀρνιθεύειν 'πιάνω πουλιά' (: ὀρνιθ- κατά το θηρεύειν: θήρ) κτλ.· και τα φόνος - φονή - φονεύς - φονεύειν ήταν προφανή.

'εξουσία, εποπτεία, φροντίδα· δουλεία, υπηρεσία': Ως πρότυπα προσφέρονταν τα βασιλεύς - βασιλεύειν, βραβεύς 'κριτής σε αγώνες' - βραβεύειν, ἱερεύς - ἱερεύειν, πρυτανεύς - πρυτανεύειν κ.ά.· μιμήσεις είναι π.χ. τα ἀρχεύειν, δουλεύειν, σατραπεύειν, ταμιεύειν, ἠγεμονεύειν, θεραπεύειν (από το θέραψ 'υπηρέτης').

§ 215. Οι διαθέσεις του ρήματος σε -εύειν (επιτελεστικό -εύειν). Πολλά από τα ρήματα σε -εύειν εμφανίζονται επίσης ή μόνο ως αποθετικά. Η μεγαλύτερη ομάδα από αυτά σημαίνει 'συμπεριφέρομαι με κάποιον τρόπο - ζω': ἁγνεύεσθαι 'ζω αγνά' (ἁγνός), πονηρεύεσθαι 'ενεργώ άσχημα, είμαι σε άσχημη κατάσταση' (πονηρός), ἀναιδεύεσθαι 'φέρομαι ξεδιάντροπα' (ἀναιδής), ἀλαζονεύεσθαι 'καυχιέμαι' (ἀλαζών). Γι' αυτή τη σημασία η μέση φωνή ήταν προφανώς περιττή, καθώς το -εύειν από μόνο του εκφράζει ήδη μια δραστηριότητα· επειδή όμως το αποθετικό πολλών άλλων ρημάτων είχε τη δεδομένη χροιά (ὀργίζεσθαι, αἰδεῖσθαι 'φοβάμαι'), μετασχηματίστηκε και το -εύειν σε -εύεσθαι (σχετικά με το -αίνεσθαι, και σχετικά με το -εῖσθαι § 197). Το παλιότερο ενεργητικό διατηρείται ορισμένες φορές στην ίδια λέξη· έτσι το ἁγνεύειν με την έννοια 'είμαι αγνός' μαρτυρείται πολλαπλά, και για το 'είμαι κουτσός, κουτσαίνω' μόνο ο Ιπποκράτης και ο Πλάτωνας χρησιμοποιούν από μία φορά το χωλεύεσθαι, ενώ ο Όμηρος λέει χωλεύειν.

§ 216. Τέτοια νεόπλαστα αποθετικά μπορούν από την πλευρά τους να συμμετέχουν στη μοίρα άλλων αποθετικών: από αυτά μπορεί να σχηματιστεί, ιδιαίτερα σε ιωνικό έδαφος και στην Κοινή, ένα ενεργητικό επιτελεστικό, όπως π.χ. από το ἥδεσθαι 'χαίρομαι' ένα ἥδειν 'τέρπω' κατά το παλιό ζευγάρι τέρπειν - τέρπεσθαι· σχετικά με το επιδραστικό -αίνειν πρβ. επίσης. Αν όμως το -εύεσθαι είναι ένας απλός μετασχηματισμός του αμετάβατου -εύειν, υπάρχει περίπτωση η παράδοσή μας να γνωρίζει για το ίδιο ρήμα σε -εύειν τόσο μια αμετάβατη όσο και μια επιτελεστική σημασία· συμβαίνει π.χ. με τα προαναφερθέντα ἁγνεύειν και χωλεύειν, που μερικές φορές σημαίνουν επίσης 'εξαγνίζω, εξιλεώνω' (Αντιφών) και 'παραλύω' (Ιπποκράτης). Η περιορισμένη εξάπλωση του φαινομένου στο -εύειν (διαφορετικά στο -αίνειν) οφείλεται στον οξύ ανταγωνισμό του επιτελεστικού -οῦν (§ 204 · -εύεσθαι = οῦσθαι).

§ 217. Είναι αυτονόητο ότι αυτός δεν ήταν ο μοναδικός τρόπος που το -εύειν μπορούσε να πάρει επιτελεστική ή γενικά μεταβατική σημασία. Ιδίως η αιτιατική του εσωτερικού (σύστοιχου) αντικειμένου στην πιο ευρεία έννοιά της έχει σε κάθε περίπτωση σημαντικό μερίδιο: π.χ. το ἀληθεύειν τι εύκολα μετακινήθηκε από το 'αποδεικνύομαι αληθινός σε μια σχέση' στο 'εκφράζω κάτι σαν αλήθεια, παρουσιάζω ως αληθινό'. Ή πάλι η αιτιατική προέρχεται από συνώνυμα: το νυμφεύειν 'ασχολούμαι με μια νύφη' έγινε ύστερα συνώνυμο του γαμεῖν 'παντρεύομαι' ή του γαμίζειν 'παντρεύω' και συντάχθηκε με αιτιατική. Το φυγαδεύειν φαίνεται να δανείστηκε τη συνηθισμένη σημασία του 'εξορίζω' από το θηρεύειν κτλ. (§ 214)· δεν θα μπορούσαμε ν' αποφασίσουμε αν ο Πολύβιος με τη μοναδική χρήση στην έννοια 'ζω στην εξορία' επαναφέρει το παλιό ή συναντιέται τυχαία με το αναμενόμενο ως κανονικό.
--------------------
[1] Το -εύειν σε σύνθετα (στο έπος μόνο ενεστωτικό θέμα) οφείλει την ύπαρξή του κυρίως στη μετρική ευχρηστία· με το οἰνοχοεύειν αποφεύγει κανείς τη συναίρεση και εξασφαλίζει την ίδια προσωδία με το οἰνοχοῆσαι.

Η Θεωρία του Αιώνιου Τώρα

Η Θεωρία του Αιώνιου Τώρα θέτει ότι η έννοια του χρόνου, όπως την κατανοούμε γενικά, είναι ένα κατασκεύασμα της ανθρώπινης συνείδησης και ότι η μόνη «πραγματική» στιγμή είναι το παρόν, το Εδώ και το Τώρα. Αυτή η θεωρία συνδυάζει πτυχές της μεταφυσικής, της πνευματικής φιλοσοφίας και του υπαρξισμού.

Η Φύση του Χρόνου

Ο χρόνος, σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, είναι ένα γνωστικό εργαλείο που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να κατανοήσουν τον κόσμο. Μας επιτρέπει να ταξινομήσουμε τα γεγονότα, να προβλέψουμε μελλοντικά γεγονότα και να ανακαλέσουμε το παρελθόν. Ωστόσο, δεν είναι θεμελιώδης πτυχή της πραγματικότητας αλλά χαρακτηριστικό της αντίληψής μας.

Η έννοια του Τώρα

Το κεντρικό δόγμα της Θεωρίας του Αιώνιου Τώρα είναι η ιδέα ότι μόνο η παρούσα στιγμή, το Εδώ και το Τώρα, υπάρχει αληθινά. Όλες οι εμπειρίες, όλες οι αντιλήψεις και όλη η ύπαρξη περιέχονται σε αυτήν την παρούσα στιγμή. Είναι μια κατάσταση καθαρής ύπαρξης, χωρίς τη χρονική διάκριση μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος.

Αιωνιότητα στο Τώρα

Η αιωνιότητα, σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι μια άπειρη χρονική διάρκεια. Αντίθετα, είναι η διαχρονική κατάσταση του Εδώ και του Τώρα. Είναι μια κατάσταση ύπαρξης που υπερβαίνει τους περιορισμούς της χρονικής αντίληψης, όπου οτιδήποτε υπάρχει το κάνει σε μια κατάσταση αέναης αμεσότητας.

Η Αιωνιότητα του Εδώ και τώρα

Το Εδώ και τώρα δεν είναι παροδικό. Είναι συνεχές και διαρκές - επομένως, είναι αιώνιο. Ενώ τα περιεχόμενα του Εδώ και τώρα μπορεί να αλλάξουν (τι βλέπουμε, νιώθουμε, σκεφτόμαστε), το ίδιο το πλαίσιο του Εδώ και τώρα δεν αλλάζει ποτέ. Παραμένει σταθερό, παρέχοντας τη σκηνή πάνω στην οποία ξετυλίγεται το παιχνίδι της ύπαρξης.

Ύπαρξη και Αντίληψη

Η αντίληψή μας για την πραγματικότητα περιορίζεται στις ψυχοσωματικές μας εμπειρίες. Κατανοούμε τον κόσμο μέσω των αισθήσεων και των γνωστικών μας διεργασιών, που αναπόφευκτα διαστρεβλώνουν την απόλυτη πραγματικότητα. Σε αυτή τη θεωρία, η αληθινή φύση της ύπαρξης - το Εδώ και το Τώρα - συχνά συγκαλύπτεται από την «ομίχλη» της σχετικής ύπαρξης, τις αισθητηριακές μας εμπειρίες και τις γνωστικές ερμηνείες.

Η ψευδαίσθηση της διαδοχικής ύπαρξης

Η αντίληψη μιας αλληλουχίας γεγονότων, αιτίας και αποτελέσματος, είναι μια ψευδαίσθηση που γεννιέται από τις γνωστικές μας διαδικασίες. Στην πραγματικότητα, όλα τα γεγονότα υπάρχουν ταυτόχρονα μέσα στο Εδώ και τώρα. Αυτή η έννοια αμφισβητεί τη συμβατική κατανόηση του γραμμικού χρόνου και της αιτιότητας.

Ζωή, Θάνατος και το Αιώνιο Τώρα

Η εμπειρία της ζωής και του θανάτου είναι επίσης μέρος της ψευδαίσθησης της διαδοχικής ύπαρξης. Η Θεωρία του Αιώνιου Τώρα βεβαιώνει ότι είμαστε πάντα Εδώ, Τώρα, ανεξάρτητα από τη φυσική κατάσταση ή τη θέση μας στο αντιληπτό χρονοδιάγραμμα.

Η Απόλυτη Ουσία

Η απόλυτη ουσία όλων των πραγμάτων είναι το Εδώ και τώρα. Είναι η πρωταρχική κατάσταση της ύπαρξης, το σκηνικό πάνω στο οποίο διαδραματίζονται όλα τα άλλα φαινόμενα. Όταν απογυμνώνουμε όλες τις μορφές, όλες τις κατασκευές, όλες τις αντιλήψεις, αυτό που μένει είναι το Εδώ και το Τώρα. Είναι η απόλυτη πραγματικότητα, η ουσία από την οποία πηγάζουν όλα τα άλλα.
 
Η Διάλυση της Σχετικής Ύπαρξης

Όταν η ψευδαίσθηση του χρόνου και της σχετικής ύπαρξης διαλύεται, αυτό που μένει είναι το Αιώνιο Τώρα. Αυτή είναι η Υπέρτατη Ουσία, η αληθινή φύση όλων των πραγμάτων και το πλαίσιο της ύπαρξης. Σε αυτή την κατάσταση, όλες οι μορφές και οι δραστηριότητες της ύπαρξης συγχωνεύονται σε μια μοναδική διαχρονική ύπαρξη.

Συμπέρασμα

Η Θεωρία της Αιωνιότητας στο Εδώ και τώρα επαναπλαισιώνει την κατανόησή μας για την ύπαρξη. Υποδηλώνει ότι οι τυπικές μας αντιλήψεις για το χρόνο και την πραγματικότητα είναι κατασκευάσματα που επιβάλλουμε στον κόσμο, παρά εγγενή χαρακτηριστικά του. Αναγνωρίζοντας την αιώνια φύση του Εδώ και τώρα, μπορεί να είμαστε σε θέση να βιώσουμε τη ζωή πληρέστερα, χωρίς να επιβαρύνουμε τις ψευδαισθήσεις του παρελθόντος και του μέλλοντος. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια αυξημένη αίσθηση παρουσίας, ειρήνης και σύνδεσης με τον κόσμο γύρω μας.

Λιαντίνης: Η Συντριπτική Δύναμη της Παράδοσης

Αν έξαφνα συναντήσεις στον δρόμο σου άνθρωπο, κι είναι ανάγκη να καρατάρεις το μέταλλο της ανθρωπιάς του, έχεις ασφαλή μέθοδο να το κάμεις. Είναι η λυδία λίθος που δοκιμάζει το ποιόν του μυαλού και της «ύπαρξης» των ανθρώπων.

- Πες μου, ξένε, θα τον ρωτήσεις, πιστεύεις σε ζωή μετά θάνατο;

Αν σου αποκριθεί «Ναι, πιστεύω!», τότε το πιο φρόνιμο που έχεις να κάμεις είναι να του δώσεις ένα τάλληρο, να του ειπείς «Καλημέρα», και να φύγεις. Να πάρεις εκείνο τον δρόμο που δε θα ξαναβγεί ποτέ μπροστά σου.

Γιατί η απάντηση που σού ‘δωκε δηλώνει ότι αναζητούσες άνθρωπο και σύντυχες πίθηκο. Πίθηκο κολομπίνο και μακάκο. Ταμαρίνο και μουρίκο, και μυκητή και μπαμπουΐνο. Μετρώ σύμφωνα με την κλίμακα της απόστασης των ποιοτήτων του μέσου αναλογικού[i], όπως μας την έδωκε ο Ηράκλειτος: άχυρο χρυσός αξία, δούλος κύριος βασιλιάς, πίθηκος άνθρωπος-θεός, 1, 10, 100.

Όταν ο Σωκράτης αποχαιρέτησε στη δίκη τους δικαστές με το γνωστό εκείνο «Και τώρα ώρα να πηγαίνουμε· σεις για να ζήσετε, εγώ να πεθάνω· όμως ποιος πάει στο καλύτερο ο θεός μόνο το ξέρει», είχε στο μυαλό του ότι πεθαίνοντας άφηνε πίσω του την εικόνα του δίκαιου ανθρώπου όχι σε πιθήκους αλλά σε ανθρώπους. Την εικόνα του δίκαιου, που σε όλη τη ζωή του τον φώτιζε ο μαύρος ήλιος της μελαγχολίας. Ο ήλιος της γνώσης ότι ζούσε ζωντανός τον θάνατό του.

Το πρόβλημα της πίστης στη ζωή μετά θάνατο στην πιο οξεία μορφή του φανερώνεται στον Νεύτωνα, που ήταν ως το τέλος βαθύς και πιστός χριστιανός. Τον Νεύτωνα, ένα από τα καλύτερα μυαλά που γέννησε το ανθρώπινο γένος.

Η μόνη εξήγηση που χωρεί σε τούτη την αποστομωτική απορία είναι να αναγνωρίσει κανείς τη συντριπτική δύναμη της παράδοσης. Όταν σου μάθουν κάτι επίμονα από τη νηπιακή ηλικία και μέσα στην αταβιστική χαραγή και σφυρηλάτηση για δεκάδες γενεές, τότε η δομή αυτή γίνεται θεμελιώδης στην υφή της ύπαρξης και της ουσίας σου. Η κατατύπωση τούτη στη σκέψη, στον χαρακτήρα, στην κοσμοθεωρία σου, γίνεται κάτι σαν κληρονομικός κώδικας. Δεν ξεριζώνεται με τίποτα. Για να το κατορθώσεις, πρέπει να γδάρεις το ίδιο το μυαλό σου. Όπως ο εκδορέας γδέρνει το δέρμα του ζώου. Θα χρειαστεί, δηλαδή, να ανασκάψεις ολόκληρη την ιστορία και τον πολιτισμό.

Και αυτό δεν το μπόρεσε ο Νεύτων, ή ο Πασκάλ. Και τόσα άλλα σεβαστά ονόματα που έμειναν ως το τέλος χριστιανοί.

Και ακόμη, ειδική επίδοση σε ένα δε σημαίνει γενική επίδοση σε όλα.

Η καθημερινή πρακτική, η πείρα του ανθρώπου μέσα στους αιώνες και η σύνεσή του, σχετικά με τον άλλο κόσμο μας προάγουν σε μια απόκριση που είναι απλή και στέρεη. Δεν υπάρχει ο κάτω κόσμος. Κανείς δεν εκατέβηκε κείθε κάτου. Κανείς δεν ξανανέβηκε από κείθε κάτου.

Όλη η φάμπουλα της νέκυιας, η φήμη δηλαδή, η ιστορία, ο μύθος, η κωμωδία, η τραγωδία, είναι μια ποιητική κατασκευή, που πήγασε από την ανάγκη μας να δώσουμε μια αισθητική διέξοδο στον πόνο που νιώθουμε μπροστά στο αδυσώπητο φαινόμενο του θανάτου.

Ο φόβος και ο πόνος μπροστά στον θάνατο είναι η αιτία που έπλασε ο άνθρωπος τον κάτω κόσμο και τον Άδη. Και πάντα μέσα στη σφαίρα της ποίησης. Στη σφαίρα της θρησκείας όμως η αιτία αυτής της επινόησης, πέρα από τον φόβο και τον πόνο, εκπορεύτηκε κυρίαρχα από το χυδαίο στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Και τέτοιο ονομάζω την ημιμάθεια, τον εγωισμό, και την ανανδρία. Όλα τούτα περιεντυμένα με μια πανούργα υποκρισία, που έδωκε το στίγμα και το χρίσμα της ψευτιάς μέσα στο παγκόσμιο καθεστώς και στις ανθρώπινες κοινωνίες.

Όμως το γεγονός του θανάτου είναι για τον καθένα από μας το ατομικό όριο του απόλυτου. Είναι ο βαθμός μείον 273 όχι στην κλίμακα της θερμότητας, αλλά στην κλίμακα του ανθρωπολογικού Μηδέν. Από τη στιγμή που θα πεθάνω περιέρχομαι αστραπιαία στην ίδια κατάσταση, που βρίσκεται εκείνος που δεν εγεννήθηκε ποτές.

Το επιτύμβιο επίγραμμα του Σαρδανάπαλου έμεινε σαν η μουσική αντίστιξη της περηφάνειας και του θρήνου:

Έχτισα την Ταρσό και την Αγχίαλο
σε μια μέρα. Τώρα δε ζω πιά.

Με πρόσχημα τα καλά έργα οικτίρεις και χλευάζεις το σχήμα του τραγικού και του μάταιου, που σ’ έχει χρηστηριάσει. Εγώ το χαράζω έτσι:

Έγραψα τα Ελληνικά και τη Γκέμμα σε εφτά χρόνους.
Από οργή για τους αιώνες που δε θα υπάρχω.
--------------
[i]Mittlere Proportionale. a:b = b:c

Δημήτρης Λιαντίνης: Νέκυια, Γκέμμα

Μην με αγαπάς μόνο όταν είμαι καλό παιδί, αλλά κι όταν κάνω λάθη

Πολλές φορές, η κούραση και τα άγχη της ημέρας οδηγούν κι εμάς και τα παιδιά να κάνουμε και να λέμε πράγματα που μετά τα μετανιώνουμε, ή βγαίνουμε εκτός ορίων επειδή τα παιδιά φωνάζουν, μιλάνε άσχημα ή δεν προσαρμόζονται στους κανόνες μας.

Την επόμενη φορά που η άσχημη συμπεριφορά τους θα σας βγάλει εκτός ορίων, θυμηθείτε πως το παιδί σας δεν είναι (μόνο) αυτό. Είναι το τρυφερό πλάσμα που εμπιστεύεστε, που σας κάνει περήφανους, που προσπαθεί, που σας αγαπάει περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο και που μερικές φορές κάνει και λάθη.

Και πιστέψτε με, αν μπορούσε να εκφράσει με λόγια όλα αυτά που αισθάνεται, θα σας έλεγε όσα θα διαβάσετε παρακάτω:

Σε παρακαλώ να δεις ΕΜΕΝΑ!

Όχι τις προσδοκίες σου, ούτε την εξιδανικευμένη εκδοχή μου,
όχι ποιος θα είμαι (ή θα πρέπει να είμαι) ως ενήλικας,
ούτε ποιος θα ήθελες να είμαι αλλά ποιος είμαι πραγματικά.

Σε παρακαλώ να δεις ΕΜΕΝΑ!

Όχι το παρελθόν μου, ούτε τη συμπεριφορά μου.
Όχι τα λάθη μου, ούτε αυτούς με τους οποίους με συγκρίνεις.

Σε παρακαλώ να δεις ΕΜΕΝΑ!

Όχι εσένα όταν ήσουνα παιδί, ούτε αυτά που σε θυμώνουν.
Όχι τις ανασφάλειες ή τα προβλήματά μου, ούτε εμένα μόνο όταν είμαι ανυπάκουος.

Σε παρακαλώ να δεις ΕΜΕΝΑ!

Όχι εμένα πιο ήσυχο, πιο υπάκουο, πιο ευγενικό, πιο εξυπηρετικό, αλλά εμένα στο σύνολό μου!
Τις προσπάθειες που κάνω, τους αγώνες που δίνω, αυτά που μαθαίνω,
αλλά και το δικαίωμά μου να κάνω λάθη.

Σε παρακαλώ να δεις ΕΜΕΝΑ!

Δες με και δέξου με. Προσπάθησε να με ακούσεις και να με καταλάβεις.
Και σε παρακαλώ, μην με τιμωρείς απλά επειδή είμαι ΕΓΩ.

Συγγνώμη, αυτή η μικρή πόρνη

Να αφήνετε τους ανθρώπους στην ησυχία τους. Να μην τους εκβιάζετε συναισθήματα, να μην τους εκθειάζετε για να γίνεστε αρεστοί, να μην τους πολύ πλησιάζετε. Να είστε τόσο κοντά όσο αντέχετε.

Δεν χρειάζονται οι άνθρωποι ούτε πολύ παραμύθι, ούτε πολύ δήθεν ενδιαφέρον. Χρειάζονται ειλικρίνεια. Και εφόσον εσείς έχετε τσακωθεί μαζί της μην τολμάτε να κάνετε τους φίλους. Γνωρίζοντας τον κακό σας χαρακτήρα να προσέχετε και να φυλάγεστε.

Κανένας δεν αφήνεται χωρίς την θέληση του. Ξέρει ότι μπορεί να είστε σκάρτοι, όμως σας δίνει ευκαιρίες, όχι γιατί σας πιστεύει απαραίτητα, αλλά γιατί εκείνος δεν είναι ακόμα σκάρτος. Έχει μέσα στην καρδιά του την πίστη και την ελπίδα ότι εσείς ίσως δεν είστε σαν τους άλλους. Στο τέλος ξέρει, δεν πληγώνεται, απλά επιβεβαιώνεται για ακόμα μια φορά.

Δεν έπεσε έξω. Εσείς κολυμπούσατε χωρίς σωσίβιο. Εκείνος πνιγμένος ήταν ξανά και ξανά.
Τι κακό να του κάνει μια ρηχή θάλασσα που τσαλαβουτούσατε;
Εσείς θα μείνετε πάντα στα απόνερα και στα θολά. Εκείνος έχει μάθει στα βαθιά και στα σκούρα νερά να πνίγει τους καημούς του. Εκείνος δεν πνίγεται. Βουτάει στα κρύα νερά και εξαγνίζεται.

Να αφήνετε τους ανθρώπους στην ησυχία τους.
Εάν δεν έχετε καλή σχέση με την αγάπη μην πουλάτε αγάπη. Εάν σας στενεύει η ψυχή σας μην δοκιμάζετε ξένα συναισθήματα πάνω σας και μετά σας περισσεύουν.
Εάν εσείς, έχετε πληγωθει δεν σας φταίει ο άλλος να τον πληγώνεται.
Εάν δεν έχετε συστηθεί με την καρδιά σας δεν είναι ώρα για γνωριμίες.
Πηγαίνετε πιο κει να παίξετε.

Επιτέλους ψάξτε να βρείτε μια αλάνα σκουπιδιών να ρίχνετε μέσα τις αμαρτίες σας.
Αλλά αφήστε ήσυχους κάποιους ανθρώπους που δεν σας έχουν ενοχλήσει.
Δεν σας ζητήσανε να τους πλησιάσετε.
Μην τους χαραμίζετε.
Δεν είναι εύκολο να σας συγχωρούνε συνέχεια.

Έχει και η συγγνώμη πιά, γίνει μια πόρνη, που μπαίνει από στόμα σε στόμα. Το δικό σας. Και εσείς την καλοπληρώνετε.

Κανένας δεν είναι ο εαυτός του, αλλά ο προγραμματισμός του

Έχουμε, άραγε, αντιληφθεί ότι εδώ στον Φυσικό Κόσμο, κανένας άνθρωπος δεν είναι ο Εαυτός του και είναι ο προγραμματισμός του;

Το νευρικό σύστημα είναι, ας πούμε, ο συνδετικός κρίκος, με αυτόν τον προγραμματισμό από το υποσυνείδητο-ασυνείδητο, που δημιουργεί και όλα εκείνα τα αρνητικά συναισθήματα και τις αρνητικές συμπεριφορές…

Ότι κάνεις και ότι σκέφτεσαι, δεν είναι δικό σου…

Δικός σου έγινε μόνο ο φόβος…

Πως μπορεί ένας άνθρωπος να είναι στον φόβο και να είναι ισορροπημένος;
Πως μπορεί να σκέφτεται και να πράττει με Λογική, όταν όλα όσα κάνει και λέει είναι παράλογα;

Όταν μισεί και αγαπάει συγχρόνως…
Όταν θυμώνει ενώ έχει άδικο και σωπαίνει όταν έχει δίκιο;
Όταν δεν ξέρει γιατί νιώθει χάλια;
Όταν κλαίει από τα νεύρα του και όχι από αγάπη;
Όταν δεν έχει κανέναν λόγο να νιώθει ευγνωμοσύνη;

Είναι πολλά που χρειάζεται να επικοινωνήσουμε με τον Εαυτό μας…να τον νιώσουμε λίγο παραπάνω, από τα φαινόμενα που μας προκαλούν δυσφορία…

Συνήθως ο άνθρωπος συνηθίζει την δυσφορία και πορεύεται με αυτήν…Αφού έτσι όλοι, έτσι κι εγώ…

Δεν θα μας πει κανένας την αλήθεια…
Είναι το μόνο που χρειάζεται να ανακαλύψουμε μόνοι μας, μέσα μας…

Και ενώ η αυτογνωσία θεωρείται ένα μεταφυσικό φαινόμενο, τελικά το μεταφυσικό είναι μόνο η πλάνη που έχουμε για τον εαυτό μας, τίποτα άλλο…

Χρειάζεται να σκεφτεί κανείς λίγο, τι ακριβώς είναι ο Θεός και να αναρωτηθεί για την νοημοσύνη του, κάθε φορά που νευριάζει, θυμώνει, μισεί, φοβάται, ενώ δεν βρίσκει τίποτα λογικό μέσα σε όλα αυτά τα συναισθήματα…

Όλα αυτά τα δηλητήρια μέσα στα οποία έμαθε να ζει, ποιος ρωτάει, αν τα χρειάζεται;
Νομίζω κανείς…

Αν δεν καταλάβεις τι ακριβώς χρειάζεσαι για την Ζωή σου, ποτέ δεν θα το ψάξεις…
Θα παίρνεις όσα σου δίνει η ζωή, ανεξάρτητα αν τα χρειάζεσαι ή όχι…

Απλά μάθαμε να μην προσπαθούμε για τίποτα άλλο, παρά μόνο για το πως θα αυτοκαταστεφόμαστε…
Σαν να χρησιμοποιούμε την Δύναμή μας μόνο για να καταστρέφουμε τον Εαυτό μας και τους άλλους, χωρίς κρίση και νοημοσύνη…Όμως η Ουσία δεν καταστρέφεται, απλά Υπάρχει…

Το να συλλογίζεται κανείς έγινε μια υπερανάλυση για τις προθέσεις των άλλων…Να ανακαλύψουμε τα κίνητρα των συμπεριφορών τους, που δεν μας αρέσουν ή μας φοβίζουν ή μας κάνουν να ντρεπόμαστε, ή μας θίγουν…

Αναλύουμε πολύ τους άλλους, γιατί η άποψη του καθενός είναι “εγώ είμαι εγώ”…

Ποιός είμαι εγώ; Εγώ που φοβάμαι, ντρέπομαι, θυμώνω, ζηλεύω και μισώ;

Γιατί να μην είμαι αυτός που Αγαπάει;

Με εμποδίζουν οι άλλοι, να είμαι αυτός που Αγαπάει…

Με εμποδίζουν οι άλλοι να Ζω στον Κόσμο που Θέλω…Γιατί απλά υπάρχουν και με εμποδίζουν…

Όλα είναι επιλογές όμως…Ακόμα και τα εμπόδια…Ο μόνος που τα βάζει στον δρόμο μας, είναι “εγώ ο ίδιος”…

Συνήθως περιμένουμε απαθείς τον σωτήρα, ή κινούμαστε προς αυτόν…
Σπάνια κινούμαστε προς τον Εαυτό μας…

Και ακόμα πιο σπάνια παραδεχόμαστε, ότι η θλίψη που βιώνουμε προέρχεται από την απώλειά του…
Μάθαμε να θλιβόμαστε για όλες τις άλλες απώλειες, εκτός από αυτήν, γιατί «εγώ είμαι εγώ», ανεξάρτητα αν δεν ξέρω ποιος είμαι, αλλά νομίζω πως ξέρω πολύ καλά ποιοι είναι οι άλλοι απέναντί μου…

Εγώ είμαι εγώ…Δεν με ενδιαφέρει να μάθω, γιατί ενώ θέλω αυτό, κάνω το άλλο…
Γιατί ενώ θέλω να Αγαπάω, φοβάμαι…
Ας ξεκινήσουμε από αυτό…

Εύκολα κανείς λέει «δεν φοβάμαι», όμως πολύ δύσκολα λέει «Σ’Αγαπώ»…

ΠΛΑΤΩΝ: Αυτοί που κατόρθωσαν να εγκαταλείψουν τη σπηλιά

Η Αλληγορία του Σπηλαίου παρουσιάζει μιαν άδικη κοινωνία, την κοινωνία του σπηλαίου. Η κοινωνία αυτή είναι άδικη επειδή είναι αποκλεισμένη από την Ιδέα του Καλού. Πρόκειται για μια ολοκληρωτική κοινωνία στην οποία κάποιοι έχουν τον απόλυτο έλεγχο της πραγματικότητας που βιώνουν οι υπόλοιποι. Πρόκειται για μια κοινωνία στην οποία ορισμένοι ελέγχουν την αλήθεια. Προκειμένου να αποκατασταθεί η δικαιοσύνη, η σπηλιά πρέπει να παραμείνει ανοιχτή, ώστε η αλήθεια να είναι προσπελάσιμη σε όλους. 

Οι φυλακισμένοι που είναι σε θέση να εγκαταλείψουν τη σπηλιά, να αντικρίσουν τον ήλιο και να κατανοήσουν ότι είχαν πλανηθεί από τις σκιές απλούς θα μάθουν κάτι για τον εαυτό τους και για τον κόσμο. Ωστόσο είναι εξαιρετικά δύσκολο να εκφράσει κανείς με λέξεις σε τι συνίσταται αυτή η αλήθεια. 

Ο Σωκράτης, για παράδειγμα, είναι ανίκανος να προσφέρει έναν ορισμό της ιδέας του Καλού. Μπορεί μόνο να αναφέρεται σε αυτή μέσω μεταφορών και αλληγοριών, αλλά δεν μπορεί να πει άμεσα σε τι συνίσταται η ιδέα του Καλού.

Είναι προφανές ότι ο φυλακισμένος που εγκατέλειψε τη σπηλιά είναι ικανότερος από τους άλλους να διακρίνει ανάμεσα στις σκιές και την πραγματικότητα. Αυτή ακριβώς η διακριτική ικανότητα είναι που χαρακτηρίζει το φιλόσοφο. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η κοινωνία θα έπρεπε να κυβερνάται από αυτούς που κατόρθωσαν να εγκαταλείψουν τη σπηλιά. 

Ο Πλάτωνας γνώριζε ασφαλώς ότι είναι πιθανότερο η κοινωνία του σπηλαίου να απορρίψει τις συμβουλές όσων κατόρθωσαν να την εγκαταλείπουν. Ακόμη κι τον άκουγαν τα λόγια του φυλακισμένου που επέστρεψε, πώς θα μπορούσαν να καταλάβουν ότι δεν πρόκειται για κάποιον τρελό;

PAUL ANAND: Τελικά ο γάμος φέρνει ευτυχία;

Οι παράγοντες που οδηγούν στην ευτυχία και στην ευζωία μέσα στο σπίτι είναι αμέτρητοι, οπότε, για να περιγράψουμε μερικά από τα σχετικά ζητήματα και τον βαθμό στον οποίο αυτά σχετί ζονται άμεσα με το εισόδημα ή όχι, εξετάζουμε ορισμένες από τις ενδείξεις που αφορούν τρία ζητήματα, και συγκεκριμένα τη συμβίωση στον έγγαμο βίο, τους απογόνους και την ενδοοικογενειακή βία.

Η ποιότητα του έγγαμου βίου έχει προσδιοριστεί με βάση ορισμένες θετικές και αρνητικές πλευρές, συμπεριλαμβανομένων της ικανοποίησης, της δέσμευσης, της υποστήριξης, της αλληλεπίδρασης, της συγχώρεσης και της έριδας. Οι ψυχολόγοι έχουν σχολιάσει τον τρόπο με τον οποίο η έρευνα έχει επικεντρωθεί στις δυσκολίες και στα προβλήματα (το επονομαζόμενο ελλειμματικό μοντέλο), αν και έχει προταθεί ότι, για τους γάμους στις Ηνωμένες Πολιτείες, περίπου το 80% βρίσκονται είτε μέτρια είτε ψηλά στην κλίμακα της ευτυχίας στον έγγαμο βίο και παραμένουν έτσι για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι παράγοντες που συνδέονται με την ομάδα υψηλής ποιότητας έγγαμου βίου είναι πολλοί, μεταξύ των οποίων να έχει κανείς λιγότερα παιδιά και, ίσως, όλως περιέργως, η γυναίκα του να εργάζεται πολλές ώρες. Η συμβίωση ανεβάζει την πιθανότητα να είναι κάποιος στην ομάδα μέ σης ευτυχίας στον έγγαμο βίο, ενώ ο γάμος σε μεγαλύτερη ηλικία συνδέεται με την πιθανότητα να είναι στην ομάδα χαμηλότερης ευτυχίας. Επιπλέον, έχει διαπιστωθεί ότι οι άντρες σύζυγοι που απασχολούνται σε μεγαλύτερο βαθμό με τις δουλειές του σπιτιού ή αναφέρουν ισότητα στη λήψη των αποφάσεων έχουν μεγαλύ τερη πιθανότητα να ανήκουν στην ομάδα υψηλότερης ευτυχίας στον έγγαμο βίο – όπως επίσης και αυτοί που δηλώνουν μεγαλύτερη πίστη σε έναν μακροχρόνιο έγγαμο βίο.

Μια αμερικανική μελέτη παντρεμένων ζευγαριών από τον Πολ Αμάτο και τους συνεργάτες του βρήκε, επιπλέον, ότι ύστερα από κάποια χρόνια, όταν η έκταση των αλληλεπιδράσεων στον έγγαμο βίο είχε μειωθεί, η ικανοποίηση ή η δυσαρέσκεια από τον έγγαμο βίο, όπως δείχνουν οι άμεσες αναφορές ή οι σκέψεις και οι πράξεις που σχετίζονται με το διαζύγιο, παρέμενε σχετικά σταθερή: είναι σαφές ότι οι προσδοκίες για δραστηριότητες και η συνεισφορά τους στην ευζωία μπορούν να αλλάξουν δραματικά ακόμη και κατά τα μέσα του έγγαμου βίου. Βρήκαν, επίσης, ότι οι γάμοι στους οποίους οι σύζυγοι συνέκλιναν όσον αφορά την ηλικία, τη φυλή, τη θρησκεία και τις σεξουαλικές προτιμήσεις συνδέονταν με υψηλότερα επίπεδα ικανοποίησης από τον έγγαμο βίο και λιγότερα διαζύγια. Και υπάρχουν ενδείξεις για τη σύνδεση ανάμεσα στην ικανοποίηση από τον έγγαμο βίο και στα ανερχόμενα οικογενειακά εισοδήματα, στο υψηλό ποσοστό συμμετοχής του συζύγου στις δουλειές του σπιτιού και στη μείωση της παραδοσιακής σεξιστικής συμπεριφοράς. Έτσι, λοιπόν, και ενώ το χρήμα έχει τη σημασία του, με έναν θετικό τρόπο, όπως θα υποστήριζαν οι περισσότεροι, το ίδιο αποτέλεσμα επιφέρει μια σειρά άλλων παραγόντων, οι οποίοι δεν είναι τόσο προφανείς ή άμεσα συνδεόμενοι.

Σε πολλές χώρες ολοένα και περισσότεροι γάμοι καταλήγουν σε διαζύγιο, το οποίο, όπως υποδεικνύουν τα στοιχεία, έχει ιδιαίτερα αρνητική επίπτωση στην ικανοποίηση από τη ζωή κατά τον πρώτο χρόνο του έγγαμου βίου, με σημαντική ανάκαμψη που επέρχεται ύστερα από τρία τέσσερα χρόνια. Οι πιο συχνά αναφερόμενες αιτίες διαζυγίου περιλαμβάνουν τα προβλήματα επικοινωνίας, την απλή θλίψη, την ασυμφωνία χαρακτήρων, τη συναισθηματική κακοποίηση, τα οικονομικά προβλήματα και τα σεξουαλικά προβλήματα. Επιπλέον, η παραμονή σε έναν χαμηλής ποιότητας γάμο είναι επιβλαβής για διάφορες ψυχολογικές πλευρές της ποιότητας ζωής, ειδικότερα τη συντροφική υποστήριξη, την απουσία νοήματος στους ρόλους, την αυτοεκτίμηση και το άγχος.

Μερικά από αυτά τα ευρήματα μπορεί να αντανακλούν τα πάνω κάτω και τα πλαγιοκοπήματα της ζωής: οι δύο στους τρεις ανθρώπους που ήταν δυστυχισμένοι από τον έγγαμο βίο τους σε κάποιο χρονικό σημείο αναφέρουν ότι είναι ευτυχισμένοι από αυτόν πέντε χρόνια αργότερα. Ωστόσο, για κάποιους από τους λιγότερο ευτυχείς έγγαμους βίους τα πράγματα μπορεί να μη βελτιωθούν. Αυτοί που είναι δυστυχισμένοι από τον έγγαμο βίο τους έχουν υψηλότερο βαθμό άγχους από άλλους. Κατά κανόνα αυτοί που παίρνουν διαζύγιο και παραμένουν ανύπαντροι έχουν υψηλότερο βαθμό ικανοποίησης από τη ζωή, αυτοεκτίμησης και συνολικής υγείας σε σχέση με αυτούς που ζουν σε έναν δυστυχισμένο γάμο.

Το ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας έχει τεθεί εδώ, όπως και σε άλλες πτυχές της έρευνας σχετικά με την ευζωία: τελικά ο γάμος φέρνει ευτυχία ή οι ευτυχισμένοι άνθρωποι επιλέγουν να παντρευτούν; Αναπόφευκτα, το πιθανότερο είναι να υπάρχουν επιρροές και προς τις δύο κατευθύνσεις, αλλά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μια εργασία των Τζόναθαν Ζίμερμαν και Ρίτσαρντ Ίστερλιν υποδεικνύει ότι η σχέση που υπερισχύει είναι αυτή που προκύπτει από τις καταστάσεις ανάμεσα στον γάμο και στο διαζύγιο και στο πώς αισθανόμαστε, ενώ η προσωπικότητα δείχνει να παίζει, επίσης, σημαντικό ρόλο. Έχει αποδειχθεί, παραδείγματος χάρη, ότι η εξωστρέφεια του συζύγου είναι θετικός παράγοντας για τις εμπειρίες και των δύο συντρόφων, ενώ οι νευρώσεις του ενός ή και των δύο συντρόφων συνδέονται αρνητικά με την ευτυχία και των δύο.

Τα παιδιά συμβάλλουν σημαντικά σε διαφορετικές πτυχές της ποιότητας ζωής των γονέων, αν και ορισμένες μελέτες καταδεινύουν μια μικρή αρνητική συσχέτιση με την ικανοποίηση από τη ζωή. Στον βαθμό που η απόκτηση παιδιών είναι ζήτημα προσωπικής επιλογής, αυτή η διαπίστωση αποτελεί κατά κάποιον τρόπο έκπληξη. Ορισμένα στοιχεία καταδεικνύουν μια μείωση της αλληλεπίδρασης μεταξύ των συντρόφων και δυσαρέσκεια σχετικά με το εισόδημα, και ίσως αυτά, σε κάποιον βαθμό, να εξηγούν το αίνιγμα. Ωστόσο, όταν οι άνθρωποι ερωτώνται για τις εμπειρίες τους με ερωτήσεις που αφορούν την πληρότητα και το άγχος, η ύπαρξη παιδιών συνδέεται θετικά με το πρώτο και αρνητικά με το δεύτερο. Συνεπώς, διάφορες πτυχές των εμπειριών μπορεί να κινούνται προς αντίθετες κατευθύνσεις όσον αφορά ορισμένες σημαντικές επιλογές και δραστηριότητες στη ζωή και το να έχουμε μια πιο εκλεπτυσμένη προσέγγιση στην κατανόηση των εμπειριών μας μπορεί να βοηθήσει στην διασάφηση ορισμένων απρόβλεπτων κατά τα άλλα διαπιστώσεων.

Πέρα από την εκπλήρωση, υπάρχουν ενδείξεις ότι τα παιδιά συμβάλλουν στην ποιότητα ζωής μέσω της επίδρασης που έχουν στα κοινωνικά δίκτυα κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Έχει αποδειχθεί ότι οι άνθρωποι που δεν έχουν παιδιά έχουν, κατά μέσο όρο, μικρότερο αριθμό φιλικών γειτόνων και έμπιστων ανθρώπων στα κοινωνικά τους δίκτυα, αν και υψηλότερο επίπεδο κοινωνικών συναναστροφών εκτός του νοικοκυριού. Ο γάμος (και ενδεχομένως άλλες μόνιμες σχέσεις) επίσης επιδρά στην κοινωνική δικτύωση της υπόλοιπης ζωής. Οι ανύπαντροι άντρες, όπως και οι ανύπαντρες γυναίκες, είναι πιο απομονωμένοι από τους γείτονες και τους φίλους σε σχέση με τους παντρεμένους, αλλά αυτοί που δεν έχουν παντρευτεί ποτέ έχουν περισσότερους κοινωνικούς δεσμούς με φίλους. Μια σχετική διαφορά μεταξύ των φύλων προκύπτει από τη διαπίστωση ότι οι διαζευγμένοι άντρες και εκείνοι που δεν έχουν παντρευτεί ποτέ είναι πιο απομονωμένοι από την οικογένειά τους από τους άντρες που έχουν χηρέψει τέλος, και αξιοσημείωτο ότι υπάρχει σημαντικά μικρότερη διαφορά στην επαφή με την οικογένεια όταν η σύγκριση αφορά γυναίκες που βιώνουν διαφορετικές, καταστάσεις εντός του έγγαμου βίου. Η συμβίωση πριν από τον γάμο είναι πλέον διαδεδομένη σε πολλές χώρες του κόσμου και τα διάφορα μοντέλα συμβίωσης τονίζουν πόσο βοηθά αυτό τους ανθρώπους στην αναζήτηση κατάλληλου συντρόφου.

PAUL ANAND. Ερμηνεύοντας την ΕΥΤΥΧΙΑ

Ο Αριστοτέλης και η έννοια της πολιτικής επιστήμης

Ο Αριστοτέλης στην αρχή του τέταρτου βιβλίου απ’ τα Πολιτικά του ξεκαθαρίζει: «Αναφορικά με όλες γενικά τις τέχνες και τις επιστήμες, όχι τις εξειδικευμένες σε ένα μόνο αντικείμενο, αλλά τις τέλειες που ασχολούνται με μια ολόκληρη κατηγορία αντικειμένων, έργο καθεμιάς από αυτές είναι να ερευνά συστηματικά οτιδήποτε συνδέεται οργανικά με την κατηγορία αυτή». Φυσικά ο όρος τέλειες παραπέμπει στην αριστοτελική τελεολογία κι εννοούνται αυτές οι τέχνες και οι επιστήμες που έχουν φτάσει στην ολοκλήρωσή τους, που εμφανίζονται δηλαδή στην άριστη κατάστασή τους, ως ολότητα, και αφορούν την ενασχόληση με μια ολόκληρη κατηγορία πραγμάτων, αφού η ολοκλήρωση δεν είναι παρά η πληρότητα που επιτρέπει την εξειδικευμένη έρευνα της κατηγορίας ως σύνολο, καθώς έχουν γίνει ήδη αντιληπτοί όλοι οι συσχετισμοί και όλες οι αλληλεπιδράσεις.

Τελικά η πολιτική επιστήμη είναι πρακτική επιστήμη, αφενός γιατί επιδιώκει άμεσες λύσεις για πρακτικά κοινωνικά προβλήματα κι αφετέρου γιατί μόνο στην πράξη μπορεί να επιβεβαιωθεί.

Κι αυτή ακριβώς είναι η βαθύτερη ουσία της συστηματικής έρευνας που αποκτά επιστημονικές διαστάσεις. Η αναζήτηση των τελικών εννοιών που καθορίζουν τη φύση αυτού που μελετάται και η ταυτόχρονη διερεύνηση των αμοιβαίων επιρροών που μπορεί να έχει με το περιβάλλον που σχετίζεται: «Για παράδειγμα έργο της γυμναστικής είναι να ερευνήσει ποιο είδος σωματικής άσκησης ποιο είδος σώματος ωφελεί και ποια άσκηση είναι καλύτερη (γιατί αναγκαστικά στο σώμα που από τη φύση του είναι πολύ ωραίο και προικισμένο, ταιριάζει η άριστη άσκηση). Επίσης ποια άσκηση, μια για όλους, είναι καλύτερη για τους πολλούς (διότι και αυτό είναι έργο της γυμναστικής). Ακόμη, αν κάποιος επιθυμεί να αποκτήσει τη συνήθεια να γυμνάζεται ή τη γνώση για τις αθλητικές ασκήσεις, ενώ δεν τον ευνοούν οι φυσικές του ικανότητες, κυρίως έργο του παιδοτρίβη και του γυμναστή είναι να του διαμορφώσουν τη δυνατότητα αυτή».

Με δυο λόγια ο γυμναστής δεν οφείλει να γνωρίζει μόνο την πρακτική λειτουργία των ασκήσεων πάνω στο σώμα, αλλά να κατέχει κι όλες τις δυνατές επιδράσεις πάνω σε όλων των ειδών τους ασκούμενους. Να είναι δηλαδή σε θέση να προσδιορίσει την καλύτερη άσκηση και με την απόλυτη έννοια, αλλά και με τη σχετική, όταν προσαρμόζεται στις διαφορετικές ανάγκες του κάθε ασκούμενου. Κι αυτή είναι η σχέση της αλληλεπίδρασης στο σύνολό της, αφού άλλη θα είναι η αλληλεπίδραση της άσκησης στον ένα κι άλλη στον άλλο ασκούμενο. Η κατανόηση του βάθους αυτών των ελιγμών είναι το αποτέλεσμα της συστηματικής έρευνας, που μετατρέπει τη γυμναστική σε επιστημονικό πεδίο: «Το ίδιο βλέπουμε ότι συμβαίνει και στην ιατρική, στη ναυπηγική, στη ραπτική και σε κάθε άλλη τέχνη».

Κατά συνέπεια, περνώντας στα πολιτεύματα, για να μιλάμε σε επιστημονική βάση, πρέπει να ξεκαθαριστούν (επίσης) όλες αυτές οι λεπτές αποχρώσεις που τα διαφοροποιούν μεταξύ τους, οι σχέσεις αλληλεπίδρασης που υπάρχουν με την κοινωνία, ο καθορισμός του καλύτερου πολιτεύματος σε απόλυτο βαθμό, αλλά και το κατά συνθήκη καλύτερο ανάλογα με τα κοινωνικά δεδομένα που επικρατούν: «Επομένως είναι φανερό ότι και αναφορικά με το πολίτευμα έργο μιας και της ίδιας επιστήμης είναι να εξετάσει ποιο είναι το άριστο πολίτευμα και με ποιο χαρακτήρα θα απέβαινε ιδανικό, εφόσον κανένας εξωτερικός παράγοντας δε θα του ήταν εμπόδιο». Η οριοθέτηση του ιδανικού πολιτεύματος σε απόλυτο βαθμό δεν αφορά μόνο τον καθορισμό των ορίων που οφείλει να κινηθεί μια επιστημονική μελέτη, αλλά και την πορεία που πρέπει να πάρει μια επιστημονική τοποθέτηση που έχει ως στόχο να προσανατολίσει την κοινωνία προς μια κατεύθυνση. Γιατί η πολιτική επιστήμη δεν πρέπει να σταματά στο επίπεδο της ερμηνείας, αλλά πρέπει να είναι σε θέση να προσφέρει και λύσεις, δηλαδή διεξόδους, όταν αυτό χρειαστεί: «Ποιο πολίτευμα σε ποιους ανθρώπους ταιριάζει (γιατί πολλοί λαοί μπορεί ίσως να μην τύχουν του άριστου πολιτεύματος. Γι’ αυτό και ο καλός νομοθέτης και ο αληθινός πολιτικός οφείλουν να λάβουν υπόψη τους και τους δύο τύπους του πολιτεύματος: και τον απολύτως άριστο και τον άριστο υπό όρους)».

Το πολίτευμα, ως τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας της κοινωνίας σε θεσμικό επίπεδο, νοείται μόνο μέσα στο πλαίσιο της αμφίδρομης αυτής σχέσης. Η πολιτική ωριμότητα του κόσμου, το μορφωτικό επίπεδο, η συνείδηση της ανάγκης για την εφαρμογή των κανόνων, η αντίληψη της δικαιοσύνης, η οικονομική διαστρωμάτωση, με δυο λόγια αυτά που συνθέτουν το κοινωνικό γίγνεσθαι, και που καθορίζουν και την ατομικότητα που οφείλει να ενταχθεί (και που εν πολλοίς σηματοδοτούν τη γενική εικόνα της κοινωνίας, αφού το δρόμο τον χαράσσουν πάντα οι πλειοψηφίες), είναι και οι παράγοντες που θα κρίνουν το καταλληλότερο πολίτευμα για κάθε περίπτωση. Και βέβαια το καταλληλότερο δε σημαίνει ότι είναι το ιδανικό με την απόλυτη έννοια του όρου. Είναι το κατά συνθήκη ιδανικό, το ιδανικό που ταιριάζει στις περιστάσεις.

Κι αυτή η επιλογή είναι η μεγάλη ευθύνη του πολιτικού επιστήμονα που προϋποθέτει τόσο τη βαθιά γνώση όλων των πολιτευμάτων όσο και των συνθηκών που επικρατούν σε κάθε συγκεκριμένη συγκυρία: «Επιπλέον πρέπει να εξετάσει τον τύπο του πολιτεύματος τον βασισμένο σε βέβαιη υπόθεση (γιατί οφείλει να έχει τη δυνατότητα να εξετάζει για το δεδομένο πολίτευμα πώς θα πρωτοεμφανιζόταν και με ποιον τρόπο, αφού εμφανίστηκε, θα μπορούσε να διατηρηθεί για πολύ χρόνο. Εννοώ για παράδειγμα την περίπτωση μιας υποθετικής πόλης η οποία ούτε έχει άριστο πολίτευμα και στερείται και των αναγκαίων προϋποθέσεων γι’ αυτό, ούτε έχει πολίτευμα πρακτικά αποτελεσματικό με τα μέσα που διαθέτει αλλά κάποιο χειρότερο)». Η αναγνώριση ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για το ιδανικό πολίτευμα είναι το ξεκαθάρισμα ότι αυτό δεν απευθύνεται σε κάθε πόλη. Η φράση «ούτε έχει πολίτευμα πρακτικά αποτελεσματικό με τα μέσα που διαθέτει αλλά κάποιο χειρότερο» καταδεικνύει ότι ο πολιτικός και ο νομοθέτης, ως γνώστες της πολιτικής επιστήμης, οφείλουν να προσφέρουν την ιδανικότερη πολιτειακή εκδοχή, σύμφωνα πάντα με τις συνθήκες που επικρατούν. Στην προαναφερθείσα περίπτωση είναι προφανές ότι έχουν αποτύχει.

Ο πολιτικός επιστήμονας οφείλει να γνωρίζει ποιο είναι το πολίτευμα που εφαρμόζεται ευκολότερα και με τον πιο σωστό τρόπο στις πόλεις. Ποιο είναι δηλαδή το επικρατές, αυτό που καταφέρνει και επιλύνει όλες τις επιμέρους κοινωνικές διαφορές επιφέροντας τη συνοχή, έστω και με σχετικό τρόπο, στις περισσότερες περιπτώσεις: «Παράλληλα με όλα αυτά τα ζητήματα, ο πολιτικός επιστήμονας οφείλει να γνωρίζει το πολίτευμα που εφαρμόζεται καλύτερα σε όλες γενικά τις πόλεις, με δεδομένο ότι οι περισσότεροι θεωρητικοί αναλυτές των πολιτευμάτων, ακόμα και αν κρίνουν σωστά για τα υπόλοιπα, αστοχούν στα πρακτικώς ωφέλιμα».

Τελικά η πολιτική επιστήμη είναι πρακτική επιστήμη, αφενός γιατί επιδιώκει άμεσες λύσεις για πρακτικά κοινωνικά προβλήματα κι αφετέρου γιατί μόνο στην πράξη μπορεί να επιβεβαιωθεί. Κι αυτός είναι ο λόγος που «δε φτάνει μόνο να εξετάζει κάποιος ποιο είναι το άριστο πολίτευμα, αλλά και ποιο είναι το εφικτό και επίσης ποιο είναι το λειτουργικότερο και το πιο διαδεδομένο σε όλες τις πόλεις γενικά». Είναι πλέον απολύτως σαφές ότι ο καθορισμός του άριστου πολιτεύματος (που βέβαια πρέπει να γίνει) είναι κάτι θεωρητικό, όπως καθετί εξιδανικευμένο. Γι’ αυτό πρέπει να καθορίζονται κι οι άλλοι παράγοντες (εφικτό, λειτουργικότητα, διάδοση), γιατί αυτοί εξασφαλίζουν το πρακτικό κομμάτι που σε τελική ανάλυση θα δώσει και τις λύσεις. Υπό αυτούς τους όρους η έννοια του ιδανικού πολιτεύματος αποκτά ξεκάθαρα υποκειμενική χροιά, αφού το ιδανικό διαμορφώνεται πάντα απ’ τις συνθήκες. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι πολλές, εντελώς διαφορετικές, εκδοχές των πολιτευμάτων είναι εξίσου ιδανικές, αφού εξυπηρετούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις ανάγκες που καλούνται να φέρουν σε πέρας ή, από την άλλη, ότι το ιδανικό πολίτευμα (με την απόλυτη σημασία του όρου) δεν υπάρχει πουθενά, αφού πουθενά δε δημιουργήθηκαν οι συνθήκες που θα μπορούσαν να το στηρίξουν.

Ο Αριστοτέλης προκειμένου να αποδώσει με περισσότερη σαφήνεια αυτό που ο ίδιος θεωρεί ιδανικό θα συμπληρώσει: «Επιβάλλεται όμως να προταθεί μια τέτοια κατεύθυνση πολιτικής οργάνωσης, ώστε εύκολα να γίνεται αποδεκτή με τις δεδομένες συνθήκες και να επιτρέπει την ανανέωση, με αποτέλεσμα η προσπάθεια βελτίωσης του πολιτεύματος να μην είναι κατώτερο έργο από την προσπάθεια της αρχικής συγκρότησής του, όπως ακριβώς η επιμόρφωση σε σχέση με την αρχική κατάρτιση». Η πεποίθηση ότι η πολιτική οργάνωση πρέπει «εύκολα να γίνεται αποδεκτή» έχει να κάνει με την ευχέρεια που έχουν τα πολιτεύματα στο να διαδοθούν, ώστε να υπάρχει μια γενική συνισταμένη της ευκολίας που μπορεί κάποιο πολίτευμα να διαχειριστεί την πλειοψηφία των κοινωνικών αναγκών που προκύπτουν. Η μελέτη όμως του κατά πόσο κάποιο πολίτευμα «επιτρέπει την ανανέωσή» του και μάλιστα η παραδοχή ότι η βελτίωση του πολιτεύματος δεν είναι «κατώτερο έργο από την προσπάθεια της αρχικής συγκρότησής του» καθιστά σαφές ότι τα πολιτεύματα δεν είναι κάτι στατικό, αλλά διαρκώς εξελίσσονται όπως κάθε γνώση που χρειάζεται «επιμόρφωση», η οποία μάλιστα θεωρείται ισάξια «με την αρχική κατάρτιση».

Η αναγνώριση της αναγκαιότητας της εξέλιξης των πολιτευμάτων είναι η συνείδηση της μεταβλητότητας των κοινωνικών δομών, που διαρκώς προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα. Οι αλλαγές που σημειώνονται στις οικονομικές δομές της κοινωνίας, η ανάδειξη νέων τάξεων που διεκδικούν τον πλούτο, η απαίτηση συμμετοχής τους στη διαχείριση της εξουσίας, το αυξανόμενο μορφωτικό επίπεδο, η πρόοδος των τεχνών και των επιστημών και οι συνακόλουθες νομοθετικές ρυθμίσεις που θα περιλάβουν τα νέα δεδομένα, σηματοδοτούν το νέο πολιτικό σκηνικό που πρέπει να εκφραστεί και σε θεσμικό επίπεδο. Οι αέναες κοινωνικές εξελίξεις είναι η ασφαλέστερη υποθήκη των αέναων πολιτικών εξελίξεων. Η κοινωνία που δεν εξελίσσει τις πολιτικές της δομές είναι η κοινωνία που δεν εξελίσσεται σε όλα τα επίπεδα ή, ακόμα χειρότερα, η κοινωνία που κυβερνάται απολυταρχικά. Γιατί μόνο οι σκληρές απολυταρχίες μπορούν να καθηλώσουν τις εξελίξεις είτε εκφοβίζοντας είτε επιβάλλοντας τους «κατάλληλους» ανθρώπους ως ρυθμιστές των νέων δεδομένων.

Όμως, σε τελική ανάλυση, η εξελικτική ορμή των πολιτευμάτων δε θα σταματήσει, αφού καμία απολυταρχία δεν μπόρεσε να παραμείνει στο χρόνο. Η ανατροπή τους είναι σχεδόν νομοτελειακή. Από αυτή την άποψη κάθε κοινωνία κυβερνιέται από την ίδια τη δυναμική της και κάθε πολίτευμα οφείλει να προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα, δηλαδή να μεταλλάσσεται. Το μόνο που μένει είναι οι μεταλλάξεις να κοιτάζουν στο μέλλον κι όχι στο παρελθόν. Γιατί αν βλέπουν στο παρελθόν δε μιλάμε για πρόοδο αλλά για οπισθοδρόμηση: «Γι’ αυτό, επιπλέον προς τα προηγούμενα, οφείλει ο πολιτικός να είναι σε θέση να κάνει διορθώσεις στα υφιστάμενα πολιτεύματα. Κάτι τέτοιο όμως είναι αδύνατον, αν αγνοεί πόσα είδη πολιτευμάτων υπάρχουν».

Η συνείδηση της πολιτειακής οργάνωσης ως προέκταση των κοινωνικών αναγκών, ως δηλαδή απολύτως προσαρμόσιμη συνθήκη προκειμένου να διευθετηθούν τα ζητήματα της πόλης, όπως προκύπτουν από τόπο σε τόπο κι από εποχή σε εποχή, δε σηματοδοτεί μόνο το νομοτελειακό των αλλαγών που θα επέλθουν, αλλά και τη λεπτότητα των αποχρώσεων που μπορεί να σημειωθούν στην πρακτική εφαρμογή του εκάστοτε πολιτεύματος. Από τη στιγμή που οι κοινωνίες θα ήταν αδύνατο να χαρακτηριστούν ολόιδιες, όσο κι αν παρουσιάζουν ομοιότητες, θα ήταν αδύνατο να χαρακτηριστούν ολόιδια και τα πολιτικά συστήματα που ακολουθούνται. Οι ονομασίες των πολιτικών συστημάτων, θα λέγαμε οι κατηγοριοποιήσεις τους, αφορούν περισσότερο τη γενική κατεύθυνση της συλλογιστικής τους και σε καμία περίπτωση την ταύτιση. Η δημοκρατία ασφαλώς και καταδεικνύει την πρόθεση του πολιτεύματος να στρέφεται στη γνώμη της πλειοψηφίας, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι όλες οι δημοκρατίες πραγματώνονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει ότι υπάρχουν πολλοί τύποι δημοκρατίας και ολιγαρχίας: «Σήμερα μερικοί έχουν τη γνώμη ότι μόνο ένας τύπος δημοκρατίας κι ένας τύπος ολιγαρχίας υπάρχει, χωρίς βέβαια αυτό να είναι αλήθεια. Συνεπώς είναι σωστό να μη μας διαφεύγουν οι διαφορές των πολιτευμάτων, πόσες είναι και με ποιους τρόπους συνδυάζονται. Αλλά και με την ίδια προσοχή και σύνεση είναι σωστό να γίνει η εξέταση των άριστων νόμων που αρμόζουν σε κάθε ιδιαίτερο τύπο πολιτεύματος».

Για τον Αριστοτέλη ο βασικότερος παράγοντας διαφοροποίησης των κοινωνιών, και κατ’ επέκταση των πολιτευμάτων, είναι η ποικιλομορφία των κοινωνικών δομών που αναπόφευκτα εμπεριέχει και την ταξική διαστρωμάτωση: «Η ύπαρξη περισσότερων από ένα πολιτευμάτων οφείλεται στην ύπαρξη αριθμητικά περισσότερων μερών σε κάθε πόλη. Αρχικά βλέπουμε ότι όλες οι πόλεις αποτελούνται από οικογένειες. Έπειτα πάλι από αυτό το πλήθος αναγκαστικά άλλοι είναι εύποροι, άλλοι άποροι και άλλοι μέσοι. Η τάξη των ευπόρων οπλοφορεί, ενώ των απόρων όχι. Βλέπουμε ακόμη ότι υπάρχει ο δήμος των γεωργών, των εμπόρων και των τεχνιτών. Το ίδιο και οι κοινωνικά ανώτερες τάξεις διαφέρουν στον πλούτο και στο μέγεθος της περιουσίας. Παράλληλα με τις διαφορές του πλούτου, υπάρχουν ακόμη οι διαφορές της καταγωγής και της αρετής». Το πολίτευμα ως τρόπος διαχείρισης της συνύπαρξης όλων αυτών των στοιχείων, ώστε να προκύψει αρμονικό σύνολο, δε θα μπορούσε παρά να προσαρμοστεί στις ανάγκες που ανακύπτουν απ’ το κοινωνικό συνταίριασμα: «Συνεπώς φαίνεται ότι υποχρεωτικά τα πολιτεύματα είναι περισσότερα, καθώς διαφέρουν μεταξύ τους ειδολογικά, ακριβώς γιατί και τα μέρη αυτά διαφέρουν μεταξύ τους ειδολογικά». Κι αυτός ακριβώς είναι και ο ορισμός του πολιτεύματος: «Διότι πολίτευμα είναι η οργάνωση των εξουσιών και σε αυτές έχουν μερίδιο όλοι οι πολίτες ή ανάλογα με την πολιτική δύναμη αυτών που μετέχουν ή σύμφωνα με κάποια ισότητα κοινή σ’ αυτούς. Εννοώ δηλαδή στην πρώτη περίπτωση τη δύναμη των φτωχών ή των πλουσίων και στη δεύτερη περίπτωση κάποια κοινή ισότητα ανάμεσα και στους δύο». Και το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα: «Επομένως υποχρεωτικά τα πολιτεύματα είναι τόσα, όσοι βέβαια τρόποι οργάνωσης των μερών της πόλης υπάρχουν σύμφωνα με την υπεροχή τους και τις διαφορές τους».

Έχοντας υπόψη ότι τα ορθά πολιτεύματα (βασιλεία, αριστοκρατία, πολιτεία) γνωρίζουν και τις αντίστοιχες στρεβλώσεις τους (τυραννία, ολιγαρχία, δημοκρατία) μπορεί να γίνει απολύτως κατανοητή η αναλογία που επικαλείται ο Αριστοτέλης προκειμένου να γίνει απόλυτα σαφής: «Μάλιστα υποστηρίζεται ότι, όπως δύο είναι οι άνεμοι, οι βόρειοι και οι νότιοι, ενώ οι άλλοι παρεκβάσεις τους, κατά τον ίδιο τρόπο δύο είναι και τα πολιτεύματα, η δημοκρατία και η ολιγαρχία. Η αριστοκρατία θεωρείται είδος της ολιγαρχίας, με τη λογική ότι είναι κάποια ολιγαρχία, και το πολίτευμα με το όνομα πολιτεία θεωρείται είδος της δημοκρατίας, όπως ακριβώς στους ανέμους ο ζέφυρος (δυτικός άνεμος) εκλαμβάνεται ως είδος του βοριά, ενώ ο νοτιοανατολικός άνεμος ως είδος του νοτιά. Αυτές είναι οι συνήθεις απόψεις για τα πολιτεύματα».

Η αναγνώριση της αναγκαιότητας της εξέλιξης των πολιτευμάτων είναι η συνείδηση της μεταβλητότητας των κοινωνικών δομών, που διαρκώς προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα.

Κι αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος του πολιτικού επιστήμονα. Να μελετήσει τα πολιτεύματα και να διαχωρίσει με σαφήνεια τις λεπτές τους αποχρώσεις. Να καθορίσει τις υγιείς πολιτειακές εκδοχές από τις στρεβλώσεις. Να καταδείξει την ανεπάρκεια που μπορεί να έχουν οι γενικές ταμπέλες των πολιτευμάτων διαφωτίζοντας τις προσμίξεις που γίνονται σ’ αυτά και που διαμορφώνουν τα διάφορα είδη τους. Με άλλα λόγια να εντοπίσει τα στοιχεία της ολιγαρχίας που μπορεί να υπάρχουν μέσα στα δημοκρατικά πολιτεύματα και το αντίστροφο. Γιατί δε φτάνει να λέμε ότι στη Σπάρτη υπήρχε ολιγαρχικό πολίτευμα, αφού ο θεσμός των εφόρων ήταν στοιχείο δημοκρατίας. Κι ούτε μπορούμε να λέμε ότι το πολίτευμα της Σπάρτης ήταν το ίδιο με κείνο της Καρχηδόνας. Το απόλυτο ξεκαθάρισμα των στοιχείων αυτών είναι η μοναδική εγγύηση για την ορθή κρίση των πολιτευμάτων. Δε φτάνει να λέμε ότι έχουμε δημοκρατία, αλλά και τι λογής δημοκρατία έχουμε, αφού διαρκώς πρέπει να παρακολουθούμε μην τυχόν παρεισφρέουν στοιχεία ολιγαρχικά και τη στρεβλώνουν. Το ξεκαθάρισμα των εννοιών είναι το ξεκαθάρισμα της πολιτικής σκέψης και η σύγχυση των εννοιών είναι η σύγχυση της πολιτικής σκέψης. Μόνο έτσι μπορούμε να κρίνουμε ορθά και το πολιτικό έργο των ανθρώπων που ασκούν την εξουσία, αφού μόνο έτσι μπορούμε να κρίνουμε ποιος υπηρετεί τα συμφέροντα της ολιγαρχίας και ποιος της δημοκρατίας, άσχετα με τη γενική ταμπέλα του υπάρχοντος πολιτεύματος: «Όμως εμείς εγκυρότερα και καλύτερα διακρίναμε τα πολιτεύματα, υποστηρίζοντας ότι υπάρχουν δύο ή μόνο ένα σωστά συντεταγμένο πολίτευμα και τα υπόλοιπα πολιτεύματα είναι παρεκβάσεις τους, άλλα παρεκβάσεις του σωστά συνδυασμένου πολιτεύματος και άλλα παρεκβάσεις του άριστου πολιτεύματος. Παρεκβάσεις ολιγαρχικές από τη μια, περισσότερο πιεστικές και δεσποτικές, δημοκρατικές από την άλλη, ήπιες και μετριοπαθείς».

Αριστοτέλης, Πολιτικά

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

ΞΕΝ ΛακΠολ 10.4–10.6

Άσκηση στις αρετές του δημόσιου βίου

Ο Ξενοφώντας εξέθεσε τον αξιοθαύμαστο τρόπο με τον οποίο ο Λυκούργος πέτυχε να θεωρούν οι πολίτες προτιμότερο τον ένδοξο θάνατο από την επονείδιστη ζωή και εξασφάλισε την άσκηση των πολιτών στην αρετή μέχρι τη γεροντική ηλικία. Παρακάτω παρατίθεται απόσπασμα από το κεφάλαιο που αφορά την άσκηση των Σπαρτιατών στις αρετές του δημόσιου βίου και ιδίως στην καλοκαγαθία.


[10.4] Τόδε γε μὴν τοῦ Λυκούργου πῶς οὐ μεγάλως ἄξιον
ἀγασθῆναι; ὃς ἐπειδὴ κατέμαθεν ὅτι ὅπου οἱ βουλόμενοι
ἐπιμελοῦνται τῆς ἀρετῆς οὐχ ἱκανοί εἰσι τὰς πατρίδας
αὔξειν, [ἐκεῖνος] ἐν τῇ Σπάρτῃ ἠνάγκασε δημοσίᾳ πάντας
πάσας ἀσκεῖν τὰς ἀρετάς. ὥσπερ οὖν [οἱ ἰδιῶται] τῶν
ἰδιωτῶν διαφέρουσιν ἀρετῇ οἱ ἀσκοῦντες τῶν ἀμελούντων,
οὕτω καὶ ἡ Σπάρτη εἰκότως πασῶν τῶν πόλεων ἀρετῇ
διαφέρει, μόνη δημοσίᾳ ἐπιτηδεύουσα τὴν καλοκἀγαθίαν.
[10.5] οὐ γὰρ κἀκεῖνο καλόν, τὸ τῶν ἄλλων πόλεων κολαζουσῶν
ἤν τίς τι ἕτερος ἕτερον ἀδικῇ, ἐκεῖνον ζημίας μὴ ἐλάττους
ἐπιθεῖναι εἴ τις φανερὸς εἴη ἀμελῶν τοῦ ὡς βέλτιστος
εἶναι; [10.6] ἐνόμιζε γάρ, ὡς ἔοικεν, ὑπὸ μὲν τῶν ἀνδραποδι-
ζομένων τινὰς ἢ ἀποστερούντων τι ἢ κλεπτόντων τοὺς
βλαπτομένους μόνον ἀδικεῖσθαι, ὑπὸ δὲ τῶν κακῶν καὶ
ἀνάνδρων ὅλας τὰς πόλεις προδίδοσθαι. ὥστε εἰκότως
ἔμοιγε δοκεῖ τούτοις μεγίστας ζημίας ἐπιθεῖναι.

***
Πώς δε να μη θαυμάση κανείς και εις τούτο πολύ τον Λυκούργον, ο οποίος, επειδή παρετήρησεν ότι όσοι θέλουν να γυμνασθούν εις την αρετήν δεν είναι ικανοί να εργασθούν και δια το μεγαλείον της πατρίδος των, ηνάγκασεν όλους εις την Σπάρτην εις όλας να γυμνάζωνται τας αρετάς; Όπως λοιπόν οι γυμναζόμενοι ιδιώται διαφέρουν κατά την ανδρείαν από τους μη γυμναζομένους, ομοίως και η Σπάρτη φυσικά όλων των πόλεων κατά την αρετήν διαφέρει, επειδή μόνη αυτή έχει την καλοκαγαθίαν δημόσιον γύμνασμα. Μήπως δε δεν είναι ωραίον και εκείνο ότι, ενώ αι άλλαι πόλεις τιμωρούν δια τα αδικήματα των ανθρώπων προς τους ομοίους των, εκείνος όχι ολιγώτερον ετιμώρησεν όσους φανερά αμελούν καλύτεροι να γίνωνται; Διότι, φαίνεται, ενόμιζεν ότι όσοι μεν άλλους υποδουλώνουν ή αφαιρούν ή κλέπτουν κάτι, αδικούν μόνον τους πάσχοντας ταύτα, ενώ οι δειλοί και οι άνανδροι ολοκλήρους προδίδουν τας πόλεις, ώστε φυσικόν νομίζω ότι εις αυτούς μεγάλας τιμωρίας επέβαλεν.