Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἡρακλῆς Μαινόμενος (140-169)

ΛΥΚΟΣ
140τὸν Ἡράκλειον πατέρα καὶ ξυνάορον,
εἰ χρή μ᾽, ἐρωτῶ· χρὴ δ᾽, ἐπεί γε δεσπότης
ὑμῶν καθέστηχ᾽, ἱστορεῖν ἃ βούλομαι.
τίν᾽ ἐς χρόνον ζητεῖτε μηκῦναι βίον;
τίν᾽ ἐλπίδ᾽ ἀλκήν τ᾽ εἰσορᾶτε μὴ θανεῖν;
145ἦ τὸν παρ᾽ Ἅιδηι πατέρα τῶνδε κείμενον
πιστεύεθ᾽ ἥξειν; ὡς ὑπὲρ τὴν ἀξίαν
τὸ πένθος αἴρεσθ᾽, εἰ θανεῖν ὑμᾶς χρεών,
σὺ μὲν καθ᾽ Ἑλλάδ᾽ ἐκβαλὼν κόμπους κενοὺς
ὡς σύγγαμός σοι Ζεὺς τέκνου τε κοινεών,
150σὺ δ᾽ ὡς ἀρίστου φωτὸς ἐκλήθης δάμαρ.
τί δὴ τὸ σεμνὸν σῶι κατείργασται πόσει,
ὕδραν ἕλειον εἰ διώλεσε κτανὼν
ἢ τὸν Νέμειον θῆρ᾽, ὃν ἐν βρόχοις ἑλὼν
βραχίονός φησ᾽ ἀγχόναισιν ἐξελεῖν;
155τοῖσδ᾽ ἐξαγωνίζεσθε; τῶνδ᾽ ἄρ᾽ οὕνεκα
τοὺς Ἡρακλείους παῖδας οὐ θνήισκειν χρεών;
ὁ δ᾽ ἔσχε δόξαν οὐδὲν ὢν εὐψυχίας
θηρῶν ἐν αἰχμῆι, τἄλλα δ᾽ οὐδὲν ἄλκιμος,
ὃς οὔποτ᾽ ἀσπίδ᾽ ἔσχε πρὸς λαιᾶι χερὶ
160οὐδ᾽ ἦλθε λόγχης ἐγγὺς ἀλλὰ τόξ᾽ ἔχων,
κάκιστον ὅπλον, τῆι φυγῆι πρόχειρος ἦν.
ἀνδρὸς δ᾽ ἔλεγχος οὐχὶ τόξ᾽ εὐψυχίας
ἀλλ᾽ ὃς μένων βλέπει τε κἀντιδέρκεται
δορὸς ταχεῖαν ἄλοκα τάξιν ἐμβεβώς.
165ἔχει δὲ τοὐμὸν οὐκ ἀναίδειαν, γέρον,
ἀλλ᾽ εὐλάβειαν· οἶδα γὰρ κατακτανὼν
Κρέοντα πατέρα τῆσδε καὶ θρόνους ἔχων.
οὔκουν τραφέντων τῶνδε τιμωροὺς ἐμοὶ
χρήιζω λιπέσθαι, τῶν δεδραμένων δίκην.

***
ΧΟΡ. Αλλά κοιτάω τον βασιλιάν αυτής της χώρας,
τον Λύκο, απ᾽ ώρα να περνά όξω απ᾽ το παλάτι.
ΛΥΚΟΣ
140 Γώ τη γυναίκα του Ηρακλή και τον πατέρα
ρωτώ, αν μου το επιτρέπουνε, μα, αφού έχω γίνει
αφέντης σας, μπορώ να λέγ᾽ ό, τι μου αρέσει.
Ως πόσο να μακραίνετε τη ζωή ζητάτε;
Ποιά γλιτωμού δύναμη βλέπετε ή ελπίδα;
ή δα ο πατέρας αυτωνών μεσ᾽ απ᾽ τον Άδη
νά ᾽ρθει πιστεύετε; Τη λύπη σας, ω! πόσο
τη μεγαλώνετε όσο δεν αξίζει, αν πρέπει,
για ν᾽ αποθάνετε, συ λέγοντας μεγάλα
και κούφια λόγια στην Ελλάδα, πως την ίδια
γυναίκα με τον Δία μαζί είχατε, και συ ότι
150 τάχα γυναίκα ειπώθηκες αντρός γενναίου.
Και τί σπουδαίο έχει καταφέρει ο άντρας σου πράγμα,
την ύδρα αν σκότωσε, που μες στον βάλτο ζούσε,
ή το λιοντάρι της Νεμέας, που με τα βρόχια
πιάνοντας το ᾽πνιξε μες στη θηλιά των μπράτσων;
Με τέτοια πολεμάτε; γι᾽ αυτά λοιπόν πρέπει
να μην πεθάνουν του Ηρακλή τα παιδιά τώρα;
Που πήρε δόξ᾽ αυτός (χωρίς να᾽ χει άξιο θάρρος)
στον πόλεμο με τα θεριά, αδύναμος στ᾽ άλλα,
γιατί ποτέ στο αριστερό ασπίδα δεν πήρε
160 ούτε σε λόγχη σίμωσε, μα έχοντας τόξα,
που᾽ ν᾽ το δειλότερ᾽ όπλο, τη φυγή εύκολ᾽ είχε.
Δεν είναι της παλληκαριάς σημείο τα τόξα,
αλλ᾽ όταν κανείς στέκοντας στήθος με στήθος
το γρήγορο του δόρατος κοιτάει αυλάκι.
Δεν δείχνει, ω γέρο, αδιαντροπιά ο τρόπος μου, μόνο
πρόνοια, τι πως σκότωσα της Μεγάρας ξέρω
τον πατέρα, τον Κρέοντα, και πήρα τον θρόνο.
Δεν έχω ανάγκη εκδικητές εγώ ν᾽ αφήσω
των έργων μου, όταν τα παιδιά αυτά μεγαλώσουν.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η τέχνη της αρχαϊκής εποχής

3.3.11. Μια καινούργια φτερωτή θεά: Η Νίκη της Δήλου

Κατά τις πρώτες γαλλικές ανασκαφές στη Δήλο, το 1877, ήρθε στο φως ένα αρχαϊκό άγαλμα γυναικείας φτερωτής μορφής, που χρονολογείται, όπως δείχνει η τεχνοτροπία του, γύρω στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ.. Τα εικονογραφικά χαρακτηριστικά του αγάλματος είναι αξιοπρόσεκτα: τα σκέλη είναι και τα δύο έντονα λυγισμένα, ενώ τα χέρια απλώνονται μακριά από τον κορμό, και στην πλάτη διακρίνεται η αρχή δύο στενόμακρων φτερών που άνοιγαν πίσω από τους ώμους και εξείχαν αρκετά από το σώμα. Η στάση του αγάλματος θυμίζει τις φτερωτές Γοργόνες, που εικονίζονται να πετούν κυνηγώντας τον Περσέα στις αγγειογραφίες του πρώτου μισού του 6ου αιώνα π.Χ. Αλλά το πρόσωπο της μορφής δεν είναι τερατόμορφο· πρόκειται, επομένως, για μια θεά. Στην τέχνη της Ανατολής υπάρχουν φτερωτές θεές που ήταν βεβαίως γνωστές στους Έλληνες καλλιτέχνες· δεν εικονίζονται όμως ποτέ να πετούν. Το ενδιαφέρον είναι ότι το άγαλμα της Δήλου μάς δείχνει μια καινούργια θεότητα, που δεν υπάρχει στη μυθολογία, αλλά είναι μια προσωποποιημένη έννοια: τη Νίκη. Η μορφή αυτή, που παριστάνεται πάντα φτερωτή, είναι μια από τις σπουδαιότερες δημιουργίες της αρχαίας ελληνικής τέχνης, που συνεχίζει να εικονίζεται ως τις μέρες μας. Ακόμη και οι φτερωτοί άγγελοι της χριστιανικής τέχνης κατάγονται από την ελληνική Νίκη.
 
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το άγαλμα της Νίκης από τη Δήλο ήταν στημένο επάνω σε μια βάση, που βρέθηκε κοντά του, και είχε μια έμμετρη επιγραφή, η οποία δυστυχώς δεν σώζεται ακέραια, έχει όμως μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί αναφέρει τα ονόματα δύο καλλιτεχνών γνωστών από αρχαίους συγγραφείς, του Μικκιάδη και του Αρχέρμου. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (Naturalis historia 36.11-12) μας πληροφορεί ότι και οι δύο ήταν γλύπτες με καταγωγή από τη Χίο και ότι ο Μικκιάδης ήταν πατέρας του Αρχέρμου. Οι γιοι του τελευταίου, ο Βούπαλος και ο Άθηνις, διάσημοι γλύπτες και αυτοί, είχαν γίνει στόχος του ιαμβογράφου Ιππώνακτα, που η ακμή του τοποθετείται στην 60ή Ολυμπιάδα (540-536 π.Χ.), γιατί είχαν τολμήσει να τον απεικονίσουν άσχημο (όπως ήταν) και να τον κάνουν έτσι καταγέλαστο στην καλή κοινωνία της εποχής. Έλεγαν μάλιστα ότι τα ποιήματα του Ιππώνακτα ήταν τόσο πικρόχολα, που οδήγησαν τους δύο γλύπτες στην αυτοκτονία· αυτό όμως ο Πλίνιος το θεωρεί υπερβολή. Σημαντική είναι η πληροφορία ότι ο Άρχερμος όπως και οι γιοι του Βούπαλος και Άθηνις είχαν κάνει πολλά γλυπτά σε νησιά του Αιγαίου και ειδικά στη Δήλο, το ιερό νησί των Ιώνων. Από έναν σχολιαστή του Αριστοφάνη μαθαίνουμε ακόμη ότι ο Άρχερμος ήταν ο πρώτος που απεικόνισε τη Νίκη με φτερά. Δεν αποκλείεται λοιπόν το άγαλμα από τη Δήλο (σήμερα στην Αθήνα, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο) να είναι η πρώτη φτερωτή Νίκη της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Το άγαλμα είναι από παριανό μάρμαρο και η επιγραφή είναι γραμμένη στο τοπικό αλφάβητο της Πάρου, λέει όμως ότι οι δύο καλλιτέχνες κατάγονταν από την «πόλη του Μέλανος», δηλαδή από τη Χίο, αφού ο Μέλας ήταν ο μυθικός ιδρυτής της πόλης της Χίου, της πρωτεύουσας του νησιού. Αυτό σημαίνει ότι ο Μικκιάδης και ο Άρχερμος έφυγαν από την πατρίδα τους (δεν ξέρουμε πότε και για ποιον λόγο) και εγκαταστάθηκαν στην Πάρο, το νησί με το καλύτερο μάρμαρο.

Σαμπάλα: Το Μαγικό Βασίλειο του Πνεύματος

Πάνε μερικές χιλιετίες από τότε που ο άνθρωπος εδραίωσε την ύπαρξή του στον πλανήτη Γη, δημιουργώντας πολιτισμούς και Φιλοσοφίες. Όμως πάντοτε, από τις απαρχές της άνθισης του ανθρώπινου είδους, αναζητάμε την Γη της Επαγγελίας, την περιοχή στην οποία η συνείδηση και η ψυχή μας θα βρει το πνευματικό καταφύγιό της. Αυτό το μαγικό ταξίδι που έκαναν άπειροι άνθρωποι εξερευνά την Μυθική Σαμπάλα.

Σαμπάλα: Το Μαγικό Βασίλειο του Πνεύματος

Η Σαμπάλα, πήρε το όνομά της από την Σανσκριτική λέξη που σημαίνει «Ειρηνικό μέρος» ή «Σιωπηλό» Μέρος, και είναι ένας μυθικός παράδεισος που αναφέρεται σε αρχαίες διδαχές, συμπεριλαμβανομένου και του Kalachacra Tantra, αλλά και στις αρχαίες γραφές του πολιτισμού Zhamg Zhung, που προϋπήρχε του Θιβετιανού Βουδισμού. Σύμφωνα με τον θρύλο, πρόκειται για μία Μυθική περιοχή την οποία μπορούν να προσεγγίσουν μονάχα όσοι είναι αγνοί στην καρδιά, ένα μέρος το οποίο αναβλύζει αγάπη και Σοφία, στο οποίο κανείς δεν υποφέρει ή δεν γερνά.

Λέγεται πως η Σαμπάλα είναι η Γη των Χιλίων ονομάτων, αφού ονομάζεται και «Απαγορευμένη Γη», « Γη των Λευκών Υδάτων», «Γη των Ζωντανών Θεών» κ.α και πάντοτε περιγράφεται ως ένας παραδεισένιος τόπος. Ο Θρύλος της χρονολογείται χιλιάδες χρόνια πίσω και αναφέρεται σε μία Μυθική Γη της Επαγγελίας, ένα τόπο αγαλλίασης της ψυχής που μπορεί κανείς να βρει σε διάφορες αρχαίες διδαχές. Στις γραφές του Βουδισμού Bön, που είναι ένας από τους αρχαιότερους διαβάζουμε για μία παρόμοια περιοχή που ονομάζεται Olmolungring. Τα Ινδουιστικά κείμενα αναφέρουν την Σαμπάλα ως την τοποθεσία γέννησης του Κάλκι, που ήταν η τελευταία ενσάρκωση του Βισνού ενώ ο Βουδιστικός μύθος της Σαμπάλα είναι μία παραλλαγή του πρώιμου Ινδουιστικού Μύθου.

Η Διπλή σημασία της Σαμπάλα και η Ονειρική Γιόγκα

Η ιδέα μίας τέτοιας πνευματικής υπερβατικής περιοχής όπως η Σαμπάλα, έχει διπλό νόημα αφού τοποθετείται εξωτερικά, ως φυσική τοποθεσία που όμως μπορούν να προσεγγίσουν μονάχα εκείνοι που έχουν το απαραίτητο κάρμα. Η Εναλλακτική ύπαρξη της Σαμπάλα όμως παρατηρείται στην εσωτερική αναζήτηση του ανθρώπου, μέσα από την άνοδο της Πνευματικής Συνειδητότητάς του, καθώς και μέσα από πρακτικές Διαλογισμού και Ονειρικής Γιόγκα.

Η Σαμπάλα επίσης τοποθετείται στην Ονειρική Γεωγραφία ως μία από τους πιο δύσβατους προορισμούς, αναφέροντας στους μύθους των μαγικών περιπλανήσεων πως ο ταξιδευτής θα πρέπει να κοπιάσει πολύ για να την ανακαλύψει, αφού διάφορες φυσικές και όχι μόνο καταστροφές και εμπόδια θα του φράξουν το δρόμο προς την υπέρτατη γαλήνη. Φυσικά οι καταστροφές αυτές είναι μεταφορικά, το δύσβατο ταξίδι προς την πνευματική εξάσκηση και ολοκλήρωση που απαιτείται έτσι ώστε ο ερευνητής του εσωτερικού εαυτού να κατορθώσει να φτάσει σε τέτοια ενεργειακά επίπεδα, έτσι ώστε να προσεγγίσει Αιθερικές Μαγικές τοποθεσίες όπως η Σαμπάλα.

Ο Κόσμος των ονείρων (πέρα από τις τεχνικές διαλογισμού) είναι ένα μονοπάτι που για εκείνον που θα εξερευνήσει επαρκώς οδηγεί σε τέτοιες μυστηριώδεις περιοχές γεμάτες Μαγεία και Γνώση.

Η Κατοικία των θεών και το Κέντρο της Γνώσης

Αν ανατρέξουμε στις υπερβατικές και Μυστικιστικές Διδαχές των πολιτισμών του κόσμου, θα διαπιστώσουμε πως όλες συμφωνούν στο ότι ο πλανήτης μας διαθέτει ζωή, νόηση και θεωρείται ένα ζωντανό σώμα με ενέργεια όπως ακριβώς η δική μας. Σε αυτό το σημείο μπορούμε να σημειώσουμε ένα ακόμη κοινό χαρακτηριστικό των Εσωτερικών διδαχών της Γης, που δεν είναι άλλο από τον Ομφαλό του Κόσμου, το πνευματικό κέντρο της Γης, που συναντάται σε διάφορες παραδόσεις, όπως για παράδειγμα την Ελληνική, με το Μαντείο των Δελφών να θεωρείται το κέντρο του Πλανήτη από όπου πηγάζει η εσωτερική γνώση και τα πεπραγμένα του Σύμπαντος.

Σύμφωνα με τα ίδια θεμελιώδη χαρακτηριστικά ενός τέτοιου ενεργειακού κέντρου, η Ινδουιστική Σαμπάλα λειτουργεί ως ένα γήινο σημείο ενέργειας που συσσωρεύει ολόκληρη την Αστρική Ενέργεια του Σύμπαντος, ενώ το όρος Μερού, λειτουργεί ως το ζωτικό όργανο στο σώμα αυτού του κέντρου, έννοια με την οποία συμφωνεί και η Μαντάμ Μπλαβάτσκυ, ιδρύτρια και Αρχιέρεια της Θεοσοφικής Κοινότητας που είχε αναφέρει πως «Η Καρδιά της Γης χτυπά κάτω από τα πόδια της Ιερής Σαμπάλα».

Φυσικά από την έννοια της Υπέρτατης Περιοχής του πνεύματος δεν θα μπορούσε να λείπει και σύμβολο της ένωσης του Ουρανού και της Γης, του Θείου με το θνητό, του υπερβατικού με το Γήινο, η έννοια του Κοσμικού Όρους που επίσης συναντάμε σε αρκετές εσωτερικές παραδόσεις του κόσμου (Όλυμπος, Kaf/Qaf των Σούφι) της κατοικίας των Θεών όπου όλοι θα ήθελαν να μεταφέρουν το πνεύμα τους στο αέναο ταξίδι της Ψυχής.

Που βρίσκεται (Αν υπάρχει τελικά) η μυθική Σαμπάλα;

Η τοποθεσία της Σαμπάλα έχει γίνει αντικείμενο έρευνας για ερευνητές και μελετητές της Πνευματικής Σοφίας, που ξεκίνησαν εκδρομές και ταξίδια για να αναζητήσουν την Μυθική Γη του Πνεύματος. Ενώ όμως αρκετοί έχουν υποστηρίξει πως ανακάλυψαν την φυσική τοποθεσία της Σαμπάλα, κανείς δεν έχει αποδείξει επαρκώς την πραγματική ύπαρξή της και δεν κατάφερε να υποδείξει που βρίσκεται στον χάρτη. Παρ’ όλα αυτά, οι περισσότερες αναφορές τοποθετούν την Σαμπάλα στα βουνά της Ευρασίας.

Τα Αρχαία κείμενα Zhang Zhung συσχετίζουν την Σαμπάλα με την Κοιλάδα Sutlej στο Παντζάμπ της Ινδίας ή στα όρη των Ιμαλαίων, ενώ οι Μογγόλοι την συσχετίζουν με διάφορες κοιλάδες της Νότιας Σιβηρίας. Στην Λαογραφία της Δημοκρατίας των Αλτάι, το Όρος Belukha παρουσιάζεται ως το κατώφλι προς την Σαμπάλα. Οι σύγχρονοι Μελετητές του Βουδισμού καταλήγουν στο συμπέρασμα πως η Σαμπάλα βρίσκεται στα ανώτερα σημεία των Ιμαλαίων, που ονομάζονται όρη Dhauladhar, ενώ αρκετοί είναι οι θρύλοι που αναφέρουν πως η είσοδος προς την Σαμπάλα είναι κρυμμένη μέσα σε ένα κινούμενο(;) εγκαταλελειμμένο μοναστήρι στο Θιβέτ και φυλάσσεται από μαγικά όντα που είναι γνωστά ως «Οι Φρουροί της Σαμπάλα».

Για αρκετούς το γεγονός πως η Σαμπάλα δεν έχει ανακαλυφθεί ποτέ οφείλεται σε μία απλή εξήγηση: Στην πιθανότητα μία τέτοια Μαγική τοποθεσία να βρίσκεται στα δυσδιάκριτα όρια της φυσικής πραγματικότητας με την Αστρική σφαίρα ύπαρξης, σε ένα σημείο που ενώνεται ο κόσμος μας με ένα άλλο αόρατο κόσμο. Και όσοι αναζητούν τα βαθύτερα μυστήρια της ψυχής, θα αναζητάνε πάντα αυτό το υπερβατικό μονοπάτι, που οδηγεί στην Γη της Γνώσης, στην Τοποθεσία των Χιλίων ονομάτων, εκεί που ο πνευματισμός αναβλύζει ειρήνη και αέναη μάθηση. Μέσα από τις μαγικές διδαχές του κόσμου, από αρχέτυπα σύμβολα που αναγνωρίζονται μέσα στις ονειρικές περιπλανήσεις, αλλά και στις εξερευνήσεις των μακρινών βουνών που ίσως κρύβουν μέσα τους την Μαγική Πολιτεία που αναζητούν οι ονειρευτές και οι ταξιδιώτες του πνεύματος.

Πώς να χρησιμοποιήσουμε υπέρ μας την αρνητική κριτική των άλλων

Σε όλους μας συμβαίνει συχνά να γινόμαστε στόχος των κριτικών κάποιου άλλου: στην οικογένεια, στη δουλειά, μερικές φορές και μεταξύ φίλων. Πώς αντιδράτε όταν κάποιος σας κάνει μια αρνητική κριτική;

Προσωπικά, κάποιες φορές στο παρελθόν αισθανόμουν ενοχλημένος ή θιγμένος, ενώ άλλες πάλι η κριτική με εκνεύριζε ή με λυπούσε (ανάλογα με την περίπτωση και με το άτομο που την ασκούσε). Ως εκ τούτου, φοβόμουν τις κριτικές των άλλων και προσπαθούσα όσο το δυνατόν να τις αποφεύγω. Χρησιμοποιούσα δε όλες τις στρατηγικές (ομολογουμένως όχι και τόσο αποτελεσματικές) για να το πετύχω.

Όταν, ανακάλυψα το έργο του Don Miguel Ruiz «Οι Τέσσερις Συμφωνίες των Τολτέκων», βρήκα εξαιρετικά χρήσιμη τη δεύτερη Συμφωνία («Μην παίρνετε τίποτα προσωπικά» ή «Μην παίρνετε προσωπικά τις αντιδράσεις ή τα λεγόμενα των άλλων»).

Θα μπορούσα λοιπόν να μην είμαι ευαίσθητος απέναντι στις κριτικές! Είχα όμως πρόβλημα να εφαρμόσω αυτή τη συμφωνία στην πράξη. Μέχρι που συνειδητοποίησα ότι αν οι κριτικές των άλλων με άγγιζαν και με πλήγωναν, ήταν επειδή απηχούσαν τις κριτικές που κι εγώ ο ίδιος ασκούσα στον εαυτό μου.

Φανταστείτε δύο συντονισμένα έγχορδα όργανα στο ίδιο δωμάτιο: αν γρατζουνίσω τη χορδή λα του ενός, θα αρχίσει να δονείται και η χορδή του άλλου. Το ίδιο ισχύει για τις κριτικές: αν με πουν ανόητο και προσβληθώ, αυτό σημαίνει ότι ένα μέρος του εαυτού μου θεωρεί επίσης ότι είμαι ανόητος. Άρα, αν αντιδράσω, δεν θα το κάνω εξαιτίας αυτού που λένε οι άλλοι, αλλά κυρίως εξαιτίας των δικών μου κρίσεων απέναντι στον εαυτό μου!

Η απόδειξη; Αν κάποιος με αποκαλέσει τσιγκούνη ή ψηλομύτη, αλλά εγώ δεν κρίνω έτσι τον εαυτό μου, αυτές οι κρίσεις δεν πρόκειται να με αγγίξουν: δεν θα έχω κανένα συναίσθημα σε σχέση με αυτές. Η χορδή, την οποία «γρατζούνισε» κάποιος έξω από μένα, δεν βρίσκει κανένα ισοδύναμο για να ηχήσει μέσα μου.

Με αυτό το σκεπτικό, αντέστρεψα εντελώς τη στρατηγική μου. Αντί να βγαίνω κάθε πρωί από το σπίτι μου λέγοντας «Σήμερα δεν θα πάρω τίποτα προσωπικά, δεν θα αντιδράσω, δεν θα θιγώ καθόλου, θα παραμείνω ήρεμος» (απόφαση που διαρκούσε μόλις μερικά λεπτά, μέχρι η υποτιμητική παρατήρηση ενός συναδέλφου να με κάνει να χάσω κάθε ίχνος ηρεμίας), υιοθέτησα την αντίθετη στάση: «Εμπρός, πάμε! Κάντε με να αντιδράσω, δείξτε μου για ποιο πράγμα εξακολουθώ να ασκώ κριτική εναντίον μου, έτσι ώστε να μπορέσω να απελευθερωθώ πρωτίστως από τον εαυτό μου!»

Υπό αυτό το πρίσμα, οι κριτικές των άλλων δεν θα είναι πλέον βέλη τα οποία φοβόμαστε και από τα οποία πρέπει να προστατευτούμε. Θα είναι πολύτιμες υποδείξεις για το πού υπάρχουν «τρύπες» στην ασπίδα μας, με τη συμβολική έννοια, πού δηλαδή βρίσκουν πρόσφορο έδαφος οι κριτικές των άλλων εναντίον του εαυτού μας.

Φυσικά αυτή η τακτική δεν θα σας εμποδίσει να βρείτε δυσάρεστες τις κρίσεις που απευθύνονται σε εσάς, ειδικά τον πρώτο καιρό. Αλλά να είστε ρεαλιστές. Εκείνη τη στιγμή κινδυνεύετε να πληγωθείτε, να αναστατωθείτε, να εκνευριστείτε, να λυπηθείτε ή να θιγείτε.

Βαθιά μέσα σας όμως θα ξέρετε ότι η κριτική εναντίον σας είναι μια μεταμφιεσμένη ευλογία, και ότι έχετε μια ένδειξη και ένα κλειδί για να ξεπεράσετε μια κριτική που ασκείτε οι ίδιοι στον εαυτό σας και να μπορέσετε έτσι να ελευθερωθείτε από αυτήν.

Κάποτε θα έρθει η μέρα όπου κάποιος θα κάνει την ίδια κριτική εναντίον σας, αλλά αυτή θα περάσει χωρίς να σας αγγίξει, χωρίς να σας προκαλέσει κανένα συναίσθημα, χωρίς να έχει οποιονδήποτε αντίκτυπο πάνω σας! Ίσως μάλιστα να χαμογελάσετε ακούγοντάς την.

Την πρώτη φορά που θα σας συμβεί αυτό, θα το βρείτε συναρπαστικό. Κι αυτό γιατί θα έχει επιδιορθωθεί μια τρύπα στην ασπίδα σας και εσείς δε θα είστε πλέον ευάλωτοι από εκείνη την πλευρά.

Κάθε πρόβλημα είναι μια κρυφή ευκαιρία που σε προτρέπει να ωριμάσεις και να ελευθερωθείς

Πρωτοσυνάντησα τον κ. Τσόου, σε ένα διεθνές συνέδριο, στο οποίο ήμαστε και οι δύο ομιλητές. Ο κ. Τσόου μοιάζει εκπληκτικά στον Χοτέι, το Γελαστό Βούδα. Είναι μετρίου αναστήματος, πολύ παχουλός, πολύ χαρούμενος και έχει ένα εκπληκτικά αστραφτερό χαμόγελο στο πολύ στρογγυλό του πρόσωπο. Όταν γελάει, όλο του το σώμα χορεύει και τραντάζεται.

Ο κ. Τσόου είναι ένας προικισμένος ανατολίτης επιχειρηματίας. Όταν μιλάει, δε θέλεις να σταματήσει. Επί δύο ώρες, πρόσφερε στο ακροατήριό του την πιο συναρπαστική ομιλία, περί «Δημιουργικής επίλυσης προβλημάτων».

«Στη χώρα μου», μας είπε, «χρησιμοποιούμε την ίδια λέξη τόσο για το «πρόβλημα» όσο και για την «ευκαιρία». Διδάσκουμε στα παιδιά μας ότι δεν υπάρχουν προβλήματα, επειδή κάθε πρόβλημα είναι, στην πραγματικότητα, μια κρυφή ευκαιρία που σε προτρέπει να ωριμάσεις, να ευημερήσεις και να ελευθερωθείς».

Υπήρχαν άλλα δύο πράγματα που είπε ο κ. Τσόου σχετικά με τη δημιουργική επίλυση προβλημάτων, που αληθινά με εντυπωσίασαν. Το πρώτο ήταν: «Τα προβλήματα συμβαίνουν μόνο σ’εκείνους που τα πιστεύουν» και το δεύτερο: «Δεν υπάρχει πρόβλημα που δεν το θέλεις και δεν υπάρχει πρόβλημα που δεν μπορείς να το λύσεις». Αυτά τα λόγια μου φάνηκαν και προκλητικά και χρήσιμα.

Πιστεύεις στα προβλήματα; Έχεις εκπαιδευτεί να πιστεύεις ότι είναι απαραίτητα, αναπόφευκτα, ένα φυσικό μέρος της ζωής; Μπορείς έστω να συλλάβεις μια ζωή χωρίς αυτά;

Τα προβλήματα είναι ο νούμερο ένα εργοδότης της κοινωνίας, η οποία είναι γεμάτη από… προβληματολόγους: ειδικούς, εμπειρογνώμονες, συμβούλους, διπλωμάτες, ψυχοθεραπευτές και ό,τι άλλο βάλει ο νους σου. Για φαντάσου να μην υπάρχουν προβλήματα!

Τα προβλήματα δεν είναι φυσικά. Είναι ένδειξη εσωτερικής σύγκρουσης. Η δουλειά μου με έχει διδάξει πως κάθε πρόβλημα είναι, σε κάποιο επίπεδο, μια μορφή αυτό-επίθεσης. Τα προβλήματα δίνουν ζωή στις αρνητικές σου σκέψεις, αυξάνουν την πίστη σου στο μόχθο, επιβεβαιώνουν την αίσθηση της αναξιότητας και διεγείρουν περισσότερο φόβο.

Όμως, είναι δυνατόν, να δώσεις στα προβλήματά σου ένα υψηλότερο σκοπό. Όπως λέει ο κ. Τσόου, μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις ως ευκαιρίες «να ωριμάσεις, να ευημερήσεις και να ελευθερωθείς». Από τη στιγμή που θεωρείς ότι κάτι είναι «πρόβλημα», προσδιορίζεις τον εαυτό σου ως θύμα.

Παρατήρησε πώς η αντίληψή σου γεμίζει από φόβο, αμφιβολία και άγχος. Συνειδητά και ασυνείδητα, κάνεις υπερωρίες για να ψάξεις για πόνο, παγίδες και δυστυχισμένο τέλος. Από την άλλη, τη στιγμή που θεωρείς ότι κάτι είναι «ευκαιρία», ανοίγεσαι ξανά στην έμπνευση, στα δώρα, στα μαθήματα, στις νέες επιλογές και στις διεξόδους.

Η λέξη «πρόβλημα», σε πολλές γλώσσες του κόσμου, είναι παραλλαγή της ελληνικής, που σημαίνει «κάτι που προεξέχει», από το «προ-βάλλω». Είναι κάτι που υψώνεται πάνω από το συνηθισμένο επίπεδο της συνειδητότητάς σου και σου ζητάει να το προσέξεις.

Είναι δική σου επιλογή αν θα το δεις σαν εμπόδιο ή σαν ευκαιρία για κάτι δημιουργικό. Από τώρα και στο εξής, εκπαίδευσε το νου σου να πιστεύει ότι δεν υπάρχουν προβλήματα, μόνο ευκαιρίες.

Ησυχία: Ο δρόμος για να αφήσουμε το άγχος πίσω μας

Η ησυχία είναι λιγότερο πολύπλοκη έννοια από ό,τι η ηρεμία, αλλά, για μένα τουλάχιστον, πολύ πιο δύσκολη στην εφαρμογή της. Δεν μπορώ να σου περιγράψω πόσο πολύ αντιστεκόμουν ακόμα και στο να ακούω ανθρώπους να λένε ότι η ησυχία είναι ουσιαστικό μέρος του Ολόψυχου ταξιδιού τους. Κι όμως, άντρες και γυναίκες, μου έλεγαν ξανά και ξανά ότι τους ήταν απαραίτητο να βρίσκουν τρόπους, από το διαλογισμό και την προσευχή μέχρι τον ήρεμο στοχασμό ή κάποιο χρόνο που περνούσαν μόνοι τους, για να ησυχάζουν το σώμα και το νου τους και να νιώθουν λιγότερο αγχωμένοι και πνιγμένοι.

Είμαι βέβαιη ότι η αντίστασή μου σε αυτή την ιδέα προέρχεται από το γεγονός ότι και μόνο η σκέψη του διαλογισμού με αγχώνει. Κάθε φορά που κάθομαι να διαλογιστώ νομίζω ότι κάνω απλώς φιγούρα. Περνάω όλη την ώρα με το να σκέφτομαι ότι πρέπει να μη σκέφτομαι: «Εντάξει, δεν σκέφτομαι τίποτα… δεν σκέφτομαι τίποτα… στοπ! Εντάξει, δεν σκέφτομαι. Δεν σκέφτομαι. Αμάν, πότε τελειώνει αυτό;»

Δεν θέλω να το παραδεχτώ, αλλά η ησυχία μου προκαλούσε κάποτε μεγάλο άγχος. Στο νου μου, ησυχία σήμαινε να κάθεσαι οκλαδόν στο πάτωμα και να εστιάζεσαι σε ένα άπιαστο τίποτα. Καθώς συγκέντρωνα και ανάλυα ιστορίες και συνεντεύξεις, συνειδητοποίησα ότι το σκεπτικό μου ήταν λάθος.

Να λοιπόν ποιος είναι ο ορισμός της ησυχίας, όπως αναδύθηκε από τα στοιχεία μου: Η ησυχία δεν είναι η εστίαση στο τίποτα. Είναι η δημιουργία ενός ξέφωτου. Ησυχία σημαίνει να ανοίγουμε μέσα μας ένα χώρο χωρίς συναισθηματική σαβούρα και να επιτρέπουμε στον εαυτό μας να νιώσει και να σκεφτεί και να ονειρευτεί και να αμφισβητήσει.

Μόλις απαλλαγούμε από τις εικασίες σχετικά με το τι υποτίθεται ότι είναι η ησυχία και βρούμε έναν τρόπο να δημιουργήσουμε ένα ξέφωτο που λειτουργεί για μας, έχουμε πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να ανοιχτούμε και να αντιμετωπίσουμε το επόμενο εμπόδιο πρoς την ηρεμία: το φόβο. Κι ο φόβος αυτός μπορεί να είναι πολύ, πολύ μεγάλος.

Εκτός από το φόβο, ένα άλλο εμπόδιο που μας κρατά μακριά από την ησυχία και την ηρεμία είναι ο τρόπος που έχουμε μάθει από μικροί να σκεφτόμαστε γι’ αυτές τις δύο πρακτικές. Από πολύ νεαρή ηλικία, λαμβάνουμε αντιφατικά μηνύματα σχετικά με την αξία της ηρεμίας και της ησυχίας. Οι γονείς και οι δάσκαλοι φωνάζουν όλη την ώρα «Ηρεμήστε!», «Κάντε ησυχία!», αλλά δεν αποτελούν πρότυπα τέτοιας συμπεριφοράς για να τα ακολουθήσουμε. Έτσι, αντί να θέλουμε να καλλιεργούμε αυτές τις δύο πρακτικές, η ηρεμία δίνει τη θέση της στο διαρκές άγχος και η ησυχία μας εκνευρίζει.

Σ’ έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο πολύπλοκος, όλο και πιο αγχωτικός, χρειαζόμαστε περισσότερο χρόνο για να χαλαρώνουμε και να κάνουμε λιγότερα. Όταν αρχίζουμε να καλλιεργούμε την ηρεμία και την ησυχία, δυσκολευόμαστε, ιδιαίτερα όταν συνειδητοποιούμε πόσο καθορίζουν την καθημερινότητά μας το στρες και το άγχος.

Όσο όμως δυναμώνουμε μέσα από την εξάσκηση, το άγχος χαλαρώνει τη λαβή του πάνω μας και αποκτούμε μεγαλύτερη διαύγεια σχετικά με αυτά που κάνουμε, με το πού πηγαίνουμε και τι είναι αυτό που έχει αληθινό νόημα για εμάς

Η ζωή συμβαίνει όταν δεν κυνηγάμε πια την τελειότητα και αρχίζουμε να απολαμβάνουμε το ταξίδι

Δεν έχω καν πλησιάσει κοντά σε αυτό που θέλω να γίνω. Ορισμένες φορές παραπατώ και πέφτω. Άλλες φορές λερώνω το αγαπημένο μου μπλουζάκι με πρωινό και είναι κάποιες που εβδομάδες που συμβαίνουν μόνο αναποδιές.

Αλλά είναι και εκείνες οι στιγμές που νιώθω αυτό το πάθος στο κάθε μου βήμα. Παρά τα λάθη που κάνω στο δρόμο, νιώθω αυτό το ασταμάτητο χαρακτηριστικό από το οποίο πιάνομαι και συνεχίζω. Και όταν το κάνω, μου αρέσει πραγματικά ο άνθρωπος που γίνομαι, ακόμα κι αν δεν είναι τέλειος.

Υπάρχει αυτή η υπόθεση που όλοι κάνουμε άθελά μας ότι οι επιτυχημένοι άνθρωποι έχουν καταφέρει την τελειότητα. Τελειότητα εδώ σημαίνει ότι η ζωή τους είναι σαν το σενάριο μιας χαρούμενης ταινίας με ευτυχισμένο τέλος. Όμως η αλήθεια είναι ότι δεν βλέπουμε το ταξίδι τους και δεν βλέπουμε ούτε τα παρασκήνια.

Μαθαίνω ότι ταξίδι είναι να αποδέχεσαι ότι ορισμένες φορές η εξέλιξη είναι ένας μακρύς δρόμος. Ένα φεγγάρι για να γίνει πανσέληνος χρειάζεται 29.5 μέρες, μια βελανιδιά χρειάζεται 20 χρόνια για να βγάλει ένα βελανίδι, και όπως κι εσύ, έτσι κι αυτά μεγαλώνουν αργά.

Σημαίνει ότι τίποτα δεν γίνεται εν μία νυκτί. Και ειλικρινά, νομίζω ότι είναι ευλογία το να μην επιτυγχάνουμε τα πάντα με τη μία στη ζωή μας. Επειδή και η ζωή έχει στάσεις. Η ζωή συμβαίνει στις απογευματινές αγκαλιές, στις μεταμεσονύχτιες συζητήσεις, στα νωχελικά Κυριακάτικα πρωινά.

Η ζωή συμβαίνει όταν σηκώνεσαι, τινάζεις τις στάχτες από πάνω σου και απομακρύνεσαι από το καμένο παρελθόν σου. Η ζωή συμβαίνει στις απλές αλληλεπιδράσεις με τους αγνώστους γύρω σου. Η ζωή επίσης συμβαίνει στην καθημερινή σου εργασία, όπου όλο και παραπονιέσαι για κάτι ή κάποιον.

Νομίζω ότι το ταξίδι σου είναι να ζεις την κάθε μέρα με απόλυτη αυτεπίγνωση. Να αποδέχεσαι τα δυνατά και αδύναμα σημεία σου. Και δεν θα γίνουμε ποτέ τέλειοι και μάλλον η ζωή θα είναι για πάντα ένα χάος. Αλλά το σημαντικό είναι πως πρόκειται για ένα μοναδικό και αξέχαστο ταξίδι.

Πώς το σώμα μας αποθηκεύει τα καταπιεσμένα συναισθήματα

Πραγματικά ξέρουμε τι συμβαίνει στο μυαλό μας; Γνωρίζουμε τον εαυτό μας; Μπορούμε να ελέγξουμε το τι συμβαίνει μέσα μας έτσι ώστε να μην επηρεάζει αρνητικά τους γύρω μας; Ξέρουμε πραγματικά τι αισθανόμαστε και πως νιώθουμε κάθε στιγμή;

Η κατανόηση των καταπιεσμένων συναισθημάτων μας μπορεί να είναι το πιο ισχυρό όπλο που θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε την συμπεριφορά μας.

Από τα τέλη του 20ου αιώνα, η μελέτη της νευροεπιστήμης εστιάζει στην σχέση του εγκεφάλου με τα συναισθήματα μας. Το πώς αισθανόμαστε έχει αποκτήσει την σημασία που πάντα άξιζε. Τα συναισθήματα δεν είναι πλέον απλώς αυτόματες αντιδράσεις. Έχουν αρχίσει να έχουν επιστημονική σημασία.

Έχει προκύψει επίσης μια νέα ιδέα: είναι απαραίτητο να διδάσκουμε στους ανθρώπους πώς να εντοπίζουν, να κατανοούν και να διαχειρίζονται τα συναισθήματα τους προκειμένου να μην κατευθύνεται η συμπεριφορά τους από τα καταπιεσμένα τους συναισθήματα.
«Κάθε καταπιεσμένο συναίσθημα θα αφήσει κρυφά το αποτύπωμα του στην συμπεριφορά μας μέσα από συναισθηματικά μοτίβα που αποφασίζουν για μας».- Elsa Punset
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο σήμερα δίνουμε τόση σημασία στην κατανόηση των καταπιεσμένων συναισθημάτων μας. Με αυτόν τον τρόπο, γνωρίζουμε τον εαυτό μας και προσδιορίζουμε το τι συμβαίνει μέσα μας. Μπορούμε επίσης να διαχειριστούμε τα συναισθήματα μας.

Η κατανόηση των καταπιεσμένων συναισθημάτων μας βοηθά να καταλάβουμε την ταυτότητα μας


Για να ξέρεις τι συμβαίνει μέσα σου πρέπει να γνωρίζεις τον εαυτό σου. Τα καταπιεσμένα συναισθήματα είναι αυτά που δεν θέλουμε να ακούσουμε ή που προσπαθούμε να αγνοήσουμε. Ωστόσο, είναι αυτά που καταλήγουν να κατευθύνουν την συμπεριφορά και την σκέψη μας.
«Αυτό που αρνείσαι, σε υποτάσσει. Όλα όσα συμβαίνουν μέσα μας, αν κατανοηθούν σωστά, μας οδηγούν στον εαυτό μας». –Καρλ Γιούνγκ
Με το να κατανοήσουμε τα συναισθήματα μας μπορούμε να καταλάβουμε γιατί ενεργούμε με διάφορους τρόπους. Ο καθένας φιλτράρει τις καταστάσεις σύμφωνα με τα συναισθήματα του, γι' αυτό όλοι δρουν με διαφορετικούς τρόπους. Οι εμπειρίες μας κάνουν να δούμε τον κόσμο με έναν ιδιαίτερο και μοναδικό τρόπο. Κάθε κατάσταση δημιουργεί διαφορετικά συναισθήματα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η αυτογνωσία μας κάνει να καταλάβουμε το πώς ενεργούμε.

Όταν καταπιέζουμε συναισθήματα όπως ο θυμός, όταν αφήνουμε τον εαυτό μας να παρασυρθεί από αυτόν, όταν δεν του επιτρέπουμε να νιώσει λυπημένος ή όταν δεν ελέγχουμε τον πόνο μας, δίνουμε την θέση μας σε μια ανεξάρτητη λειτουργία συναισθημάτων που δεν διαχειρίζονται. Αυτό συμβαίνει όταν τα συναισθήματα μιλούν από μόνα τους μέσω των πράξεων μας.

Το Πανεπιστήμιο Στάνφορντ διεξήγαγε μια μελέτη για τα συναισθήματα. Αποκάλυψε ότι τα άτομα με τάση να καταπνίγουν τα συναισθήματα τους αντιδρούν με περισσότερη ένταση σε καταστάσεις που προκαλούν ερεθίσματα σε σύγκριση με άλλους που εκφράζουν τα συναισθήματα τους.

Γι' αυτόν τον λόγο είναι επίσης πολύ φυσιολογικό για εκείνα τα άτομα που δεν εκφράζουν τα συναισθήματα τους έχουν περισσότερα σωματικά προβλήματα όπως πονοκεφάλους, δερματικές αντιδράσεις, πόνους στους μύες ή πιο σύνθετες ασθένειες. Τα συναισθήματα τους βρίσκουν διεξόδους για να διοχετευθούν με λιγότερο λειτουργικούς τρόπους.

Η μνήμη του μυαλού και του σώματος


Μερικές φορές αντιμετωπίζουμε καταστάσεις και αντιδρούμε με τρόπους που μας εκπλήσσουν. Αυτό συμβαίνει λόγω των αναμνήσεων μας από εμπειρίες, τις οποίες ενσωματώνουμε είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα. Όταν καταπιέζουμε τα συναισθήματα μας δεν τα επεξεργαζόμαστε. Τους επιτρέπουμε να εισέρχονται στην μνήμη μας χωρίς να το συνειδητοποιούμε.

Η δουλειά μας είναι να γνωρίζουμε τι συμβαίνει και τι νιώθουμε κάθε στιγμή. Αν δεν ξέρουμε πώς να προσδιορίσουμε τα συναισθήματα μας, τότε δεν μπορούμε να τα διαχειριστούμε. Επομένως, το πρώτο βήμα είναι να γνωρίσουμε τα συναισθήματα μας και να τους δώσουμε μια φωνή όταν θέλουν να μιλήσουν. Αν δεν το κάνουμε αυτό, καταλήγουμε να τα καταπιέζουμε τα συναισθήματα μας και τους επιτρέπουμε να ενεργούν αυτόματα.

Όταν ξέρουμε τι αισθανόμαστε, μπορούμε να διαμορφώσουμε τα συναισθήματα μας και προσπαθούμε να τα αφομοιώσουμε. Όταν ακούμε τον εαυτό μας, μπορούμε να κατανοήσουμε και να διαχειριστούμε την συμπεριφορά μας ώστε να ενεργούμε με ολοκληρωμένο και κατανοητό τρόπο. Μόνο τότε δίνουμε φωνή στα καταπιεσμένα συναισθήματα μας και μπορούμε να αρχίσουμε να κατανοούμε την πραγματική μας ταυτότητα.

Η αρετή ανταμείβεται με ευτυχία, ηρεμία, αταραξία

Η καλοσύνη όπως γράφει η Σάρον Λέμπελ στο βιβλίο της Η τέχνη του ζην, είναι μια επιχείρηση ίσων ευκαιριών, διαθέσιμη στον καθένα την κάθε στιγμή – φτωχό ή πλούσιο, μορφωμένο ή απλοϊκό-, δεν είναι αποκλειστική δικαιοδοσία των «επαγγελματιών» του πνεύματος, όπως είναι, υποτίθεται, οι μοναχοί, οι άγιοι ή οι ασκητές. Η αρετή («η αρμονική διάθεση» όπως έλεγε ο Ζήνων) και η ευτυχία είναι προσιτές σε όλους και μάλιστα σε τούτο εδώ τον κόσμο, όχι σ’ ένα φανταστικό επέκεινα. Η στωική σκέψη είναι μια μορφή υλισμού και πραγματισμού.

Ο Επίκτητος πρόβαλε μια αντίληψη της αρετής απλή, συνηθισμένη και καθημερινή στη διατύπωση της. Αντί των πράξεων εντυπωσιασμού και επίδειξης καλοσύνης, ήταν υπέρ μιας ζωής που να τη ζει κανείς σταθερά, σύμφωνα με τη θεία θέληση. Η συνταγή του για την καλή ζωή επικεντρωνόταν σε τρία θέματα: να γίνεις κύριος των επιθυμιών σου, να εκτελείς τα καθήκοντά σου και να να σκέφτεσαι καθαρά για τον εαυτό σου και για τις σχέσεις σου με την ανθρώπινη κοινωνία. Το αληθινό έργο ενός ανθρώπου είναι να μάθει πώς να απαλλάσσει τη ζωή του από τις οδύνες, τους θρήνους, τα «αχ, εγώ ο έρμος», τα «πόσο δυστυχισμένος είμαι», από τις συμφορές και τις αναποδιές.

Ο Δημοσθένης έλεγε ότι δεν μπορεί να αποκτήσει κανείς σταθερή δύναμη με αδικίες, επιορκίες και ψευτιές. Κάποτε έρχεται η στιγμή της αλήθειας. Η αρετή -η καλοσύνη, η ευγένεια, η επιείκεια, το αίσθημα δικαιοσύνης, η ευαισθησία, η σεμνότητα- μοιάζει με εμπόλεμη κατάσταση: πρέπει διαρκώς να επαγρυπνούμε για να κάνουμε το Καλό. Δεν πρέπει να συγχέουμε την αρετή με τη σεμνοτυφία και τον συντηρητισμό, αλλά να την ταυτίσουμε με τη σύνεση, τη δύναμη και τη σωστή αξιοποίηση της καλής τύχης. Βασική αρετή, λέει ο Ζήνων αποτελεί η φρόνηση, από την οποία απορρέουν -σύμφωνα με τον Πλάτωνα- η ανδρεία και η δικαιοσύνη.

Ποιος είναι λοιπόν ο στόχος μας αν όχι η ευτυχία, η ηρεμία και η αταραξία και ποιες οι προϋποθέσεις για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος; Πολλοί θα πουν ότι η αρετή δεν οδηγεί στην επίτευξη του στόχου επειδή η ζωή είναι άδικη και ο κόσμος κακός. Ωστόσο, αυτός είναι μονάχα ένας τρόπος για να βλέπουμε τα πράγματα-  ένας άλλος τρόπος σχετίζεται με τη βαθύτερη ψυχική μας κατάσταση και δεν εξαρτάται από τους κοινωνικούς παράγοντες. Ο ευτυχισμένος, ήρεμος και ατάραχος άνθρωπος έχει κατακτήσει όσα έχει κατακτήσει μέσω του αυτοσεβασμού και μέσω της σοφίας του, όχι μέσω κοινωνικών προνομίων. Σύμφωνα με τους Στωικούς, η αρετή είναι και μέσον και σκοπός.

Το πάθος είναι για τους Στωικούς μια αφύσικη κίνηση της ψυχής, μια ορμή πλεονάζουσα, πού μας παρασύρει σε επικίνδυνες αντιδράσεις για την ηθική ισορροπία και την ευτυχία μας. Ωστόσο η απάθεια δεν ταυτίζεται με την απραξία˙ αντιθέτως, η αδικία δεν συνδέεται πάντοτε με κάποια πράξη- συχνά συνδέεται με την απραξία. Όποιος πράττει σύμφωνα με τις ιδέες του έχει συχνά άδικο -αλλά όποιος δεν πράττει ποτέ έχει πάντοτε άδικο. Ο στωικός φιλόσοφος δεν προτείνει λοιπόν την αποχή από τις διάφορες δραστηριότητες.

Γιατί αγαπώ τη λογοτεχνία

Όταν αναρωτιέμαι σήμερα γιατί αγαπώ τη λογοτεχνία, μου έρχεται αυθόρμητα η απάντηση: γιατί με βοηθάει να ζω.

Δεν ζητώ πια από αυτή, όπως κατά την εφηβεία μου, να με γλιτώσει από τα τραύματα που θα μπορούσα να υποστώ κατά τις συναντήσεις μου με πρόσωπα. Αντί να με ανακουφίζει από τις βιωμένες εμπειρίες μου, με κάνει να ανακαλύπτω κόσμους συνεχόμενους με αυτές και μου επιτρέπει να τις κατανοήσω καλύτερα.

Δεν νομίζω ότι είμαι ο μόνος που βλέπει τα πράγματα με αυτόν τον τρόπο. Πιο πυκνή, πιο εύγλωττη από την καθημερινή ζωή, αλλά όχι ριζικά διαφορετική, η λογοτεχνία διευρύνει τον κόσμο μας, μας παροτρύνει να φανταστούμε άλλους τρόπους για να τον προσλαμβάνουμε και να τον οργανώσουμε.

Είμαστε όλοι φτιαγμένοι από αυτά που μας δίνουν οι άλλες ανθρώπινες υπάρξεις: πρώτα οι γονείς μας, ύστερα αυτοί που μας περιβάλλουν. Η λογοτεχνία ανοίγει στο άπειρο αυτή τη δυνατότητα αμοιβαίας επικοινωνίας με τους άλλους, και έτσι μας εμπλουτίζει απεριόριστα. Μας παρέχει αναντικατάστατες εμπειρίες που κάνουν τον πραγματικό κόσμο να αποκτά βαθύτερο νόημα και να γίνεται ομορφότερος.

Πέρα από το να παρέχει μια απλή τέρψη, μια ψυχαγωγία για τα μορφωμένα άτομα, επιτρέπει στον καθένα να ανταποκριθεί καλύτερα στην κλίση του να είναι ανθρώπινος.

Ζήτημα ύψους

Θεωρώ ότι δεν είμαι εκτός πυρήνα αν ισχυριστώ ότι βάσει του Ελληνικού κοσμοειδώλου –σε μια αναγκαστικά πεπλατυσμένη και γενικευμένη θεώρηση- ο ‘κόσμος’ ισορροπεί ή ανισορροπεί μαζί με τον άνθρωπο. Η ατομική ευθύνη είναι ταυτόχρονα και συλλογική, η κοινοτική είναι ταυτόχρονα πολιτική και η πολεμική είναι μαζί και επιβιωτική-ειρηνική. Τούτο, σε μια πρόχειρη συλλογιστική, σημαίνει απλά πως ο μη στρεφόμενος ένδον αλλά ο καλά αγκυρωμένος από την Τάξη και την Ιεραρχία άνθρωπος δεν είχε να φοβηθεί ή να απελπιστεί από τίποτε αφού δεν επρόκειτο για την εξύψωση ή καταποντισμό του ‘εαυτού’ αλλά το προχώρημα, την προαγωγή του Όλου.

Μπορεί να το κατανοήσει ο μετά τον Λοκ άνθρωπος αυτό; Μετά την περίφημη ‘αποδεσμευμένη νόηση’ του ανθρώπου του διαφωτισμού αυτό; Μπορεί ο σημερινός άνθρωπος, όλοι εμείς οι ‘έλλογοι πράκτες’ και δοξολόγοι του εκφρασιοκεντρικού μονισμού να κατανοήσουμε ότι κάποτε ο κάθε ένας, η κάθε μονάδα, το ‘άτομο’ ήταν υπεύθυνο για το Όλο, όχι γιατί εκπαιδεύτηκε, έμαθε και εφαρμόζει στην πράξη αλλά γιατί γεννήθηκε και ζει έτσι και όχι διαφορετικά;

Για να ξεκαθαρίσω το τοπίο, δεν είμαι καθόλου ενάντια στον ‘έλλογο πράκτη’ του υποκειμενιστικού σύμπαντος. Δεν θα είχαμε ούτε επιστήμη ούτε τέχνη, δεν θα είχαμε καμιά θεώρηση αυτονομίας διαφορετικά. Οι άνθρωποι του χθες ζούσαν υπό την απόλυτη ετερονομική αρχή της ‘αλυσίδας’ που ενώνει τα πάντα, από το πετραδάκι στην παραλία ως τον Μέγα Όλυμπο… όμως η αναστροφή του κώνου τείνει πλέον να καθορίσει και τον πάταγο της πτώσης του.

Ο έλλογος και υπεύθυνος πράκτης, ο μετα-μετα μοντέρνος αυτονομημένος και ‘δικαιωματικά’… δικαιωμένος άνθρωπος δεν έχει αναφορές άλλες από τον εαυτό του. Ας σκεφτεί κανείς πόσο τρομακτικό είναι αυτό… το ρίγος είναι αρκετό να δικαιολογήσει την πανούκλα της κατάθλιψης και των κρίσεων πανικού.

Η απάντηση δεν είναι η εκ νέου αναστροφή κανενός κώνου. Η απάντηση, υποχρεωτικά πλέον θα δοθεί πάλι ένδον… εκεί στραφήκαμε κάποτε, από κει ξεχύθηκε η κόλαση, εκεί θα αναζητηθεί η απάντηση…

Ζήτημα ύψους είναι, πράγματι… και βάθους… γιατί μετά τους ψυχαναλυτές μάθαμε ότι έχουμε και ‘εσωτερικό βάθος’… ζήτημα ιλίγγου είναι… και αντοχών να τον αντέξουμε… ποιον; Τον εαυτό μας ίσως που ‘έριξε μπόι’ μεγαλύτερο απ’ όσο του αναλογούσε…

ΥΠΕΡΦΥΣΙΚΑ ΤΕΡΑΤΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΖΑΝ ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ

Στην αρχή του 15ου ειδυλλίου του ο Θεόκριτος παρουσιάζει δυο γυναίκες, οι οποίες προσπαθούν να βγουν από το σπίτι και να διασκεδάσουν στην ετήσια γιορτή του Άδωνη. Τους εμποδίζουν, ωστόσο, οι διαμαρτυρίες ενός παιδιού, το οποίο, όπως όλα τα παιδιά που καταλαβαίνουν ότι πρόκειται να αφεθούν πίσω με τις νταντάδες τους, διαμαρτύρεται έντονα.

Τελικά η απελπισμένη μητέρα λέει απειλητικά στο παιδί της ότι δεν θα το πάρει μαζί της, επειδή κυκλοφορεί έξω η Μορμώ, το άλογο που δαγκώνει. Η αναφορά στη Μορμώ έχει σκοπό να τρομοκρατήσει το παιδί.

Ο αρχαίος σχολιαστής του χωριού υπονοεί ότι η μητέρα υπενθυμίζει στο παιδί πως παρόμοια τρομακτικά πλάσματα παραμονεύουν έξω στο σκοτάδι. Ένας άλλος σχολιαστής εξηγεί πως Μορμώ ήταν το όνομα για ένα φάσμα που σκότωνε παιδιά. Η Μορμώ ταυτίζεται ή παραλληλίζεται συχνά στις πηγές με άλλα παρόμοια όντα, όπως η Λάμια, η Γελλώ και η Έμπουσα. Αυτού του είδους τα όντα κατοικούν στις παρυφές του χώρου της πολιτισμένης κοινωνίας και πολλές φορές αποτελούν ταξινομικά υβρίδια.

Δηλαδή ο τρόμος τον οποίο προξενούν έγκειται στη μη κανονικότητα τους. Αυτό συμβαίνει σε πολλούς πολιτισμούς. Για παράδειγμα ο διαδεδομένος μύθος του λυκανθρώπου: ο λυκάνθρωπος είναι πιο τρομακτικός από έναν κανονικό λύκο ή από έναν φυσιολογικό άνθρωπο, ακριβώς επειδή δεν ανήκει ούτε στη μία, ούτε στην άλλη κατηγορία. Αυτό το πλησίασμα του ζωικού με το ανθρώπινο είναι ανησυχητικό, επειδή υπονοεί ότι μία από τις οργανωτικές αρχές στις οποίες στηρίζεται η κοινωνία και ο πολιτισμός, δηλαδή ο σαφής διαχωρισμός μεταξύ των τάξεων των όντων δεν είναι απόλυτος. Ο οριακός χαρακτήρας αυτών των πλασμάτων φαίνεται επίσης από το γεγονός ότι η εξώπορτα αποτελεί το σημείο στο οποίο συναντώνται, ακριβώς επειδή το κατώφλι δεν ανήκει ακριβώς ούτε στο εσωτερικό, ούτε στο εξωτερικό του σπιτιού. Στην ίδια έννοια του οριακού εμπίπτουν και άλλα χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν αυτές οι οντότητες, όπως το ότι συχνάζουν στα σταυροδρόμια, ότι μπορούν να αλλάζουν μορφή, ότι αντιστρέφουν την φυσιολογική ανθρώπινη συμπεριφορά (π.χ. κανιβαλισμός, ωμοφαγία) κ.ο.κ. Αυτές οι ιστορίες, λοιπόν, περιέχουν μέσα τους το μήνυμα ότι αν επιθυμεί κανείς να διατηρήσει την ταυτότητα του ανθρώπινου όντος και τη συμμετοχή του σε μια κοινωνία, θα πρέπει να προσαρμόσει τη συμπεριφορά του στα γενικά πρότυπα της κοινότητας μέσα στην οποία ζει.

Τα ονόματα Μορμώ, Λάμια, Έμπουσα και Γελλώ, τόσο στον ενικό όσο και στον πληθυντικό, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως κοινά ουσιαστικά, αλλά και ως προσωπικά ονόματα που περιγράφουν μυθολογικά αποκρυσταλλωμένους αντιπροσώπους ομάδων δαιμόνων. Ωστόσο το όνομα της Μορμώς έδωσε και την παραλλαγή Μορμολύκη ή Μορμολύκειο, όπου είναι παρόν ως δεύτερο συνθετικό το όνομα του λύκου, υπονοώντας έτσι τη φύση του λυκάνθρωπου. Από την άλλη η λέξη μορμολύκειο χρησιμοποιείται πολύ συχνά απλώς με τη σημασία του προσωπείου ή ακόμη και ειδικά της θεατρικής μάσκας. Μπορεί να παραβάλει κανείς και την εξέλιξη της λέξης γοργόνειον από τη Γοργώ, που δήλωνε και την ασπίδα, αλλά και το τραγικό προσωπείο.

Όπως η Μορμώ, έτσι και η Έμπουσα απειλεί τα παιδιά, ενώ η Γελλώ αποκαλείται είδωλο της Έμπουσας, γεγονός που σημαίνει ότι τα δύο πλάσματα ταυτίζονται, διότι η Γελλώ θεωρείται ένας τύπος Έμπουσας. Ο ανώνυμος συγγραφέας του βίου του Αισχίνη ισχυρίζεται ότι η μητέρα του ρήτορα συνήθιζε να πηγαίνει σε σκοτεινά μέρη και να τρομάζει γυναίκες και παιδιά και γι’ αυτό το λόγο την αποκαλούσαν Έμπουσα, επειδή η Έμπουσα είναι ένα νυχτερινό φάντασμα. Στην πραγματικότητα αυτή η αναφορά μπορεί να έχει ως αφετηρία το ρόλο της μητέρας του Αισχίνη σε κάποια μυστηριακή λατρεία. Όλα τα παραπάνω πλάσματα υποτίθεται ότι φέρνουν το θάνατο στις γυναίκες που κυοφορούν, στα έμβρυα τους και στα μικρά παιδιά. Ο συνδυασμός είναι λογικός, αφού ο δαίμονας που φέρνει το τέλος της αναπαραγωγής σε κάποιο πρώιμο στάδιο της διαδικασίας μπορεί να το κάνει και σε κάποιο επόμενο. Οι δαίμονες αυτοί και οι δραστηριότητές τους αντιπροσωπεύουν δια της αντίθεσης την παραδοσιακή ελληνική άποψη για το ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος μιας γυναίκας.

Η γυναίκα που σκοτώνει κάποιο παιδί ή εμποδίζει τη γέννησή του εκπροσωπεί το ακριβώς αντίθετο από το σύμβολο της μητέρας που ανατρέφει και γονιμοποιεί τη ζωή. Αποδίδοντας μια τέτοια συμπεριφορά σε δαιμονικά πλάσματα ο μύθος υποδεικνύει ότι δεν είναι φυσιολογική. Ο Ζηνόβιος στις παροιμίες του μας μιλά για τη Γελλώ και την ιστορία της. Μας λέει ότι η Γελλώ ήταν μια κοπέλα, η οποία πέθανε πρόωρα χωρίς να αποκτήσει παιδιά και γι’ αυτό το λόγο το φάντασμά της καταδιώκει τα μικρά παιδιά και φέρνει πρόωρο θάνατο.

Η Λάμια από την άλλη μεριά δεν είναι παρθένος, αλλά ομοίως αποτυγχάνει στο ρόλο της ως γυναίκας-μητέρας, αφού τα παιδιά της πεθαίνουν πρώιμα. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (20.41.3- 5) μας δίνει μια κάπως εκτενή εκδοχή της ιστορίας της: στη Λιβύη υπήρχε ένα βουνό, στη βάση του οποίου βρισκόταν μεγάλη σπηλιά, όπου είχε γεννηθεί η Λάμια, μια βασίλισσα με ασυνήθιστη ομορφιά. Εξαιτίας όμως της σκληρότητας της καρδιάς της η μορφή της σταδιακά απέκτησε ζωώδη χαρακτηριστικά. Διότι όταν όλα τα παιδιά, τα οποία γέννησε, της πέθαναν, θλιμμένη από την ατυχία της και γεμάτη φθόνο για τις άλλες γυναίκες και τα παιδιά τους, έδωσε τη διαταγή να απαχθούν τα νεογέννητα από τις μητέρες τους και να θανατωθούν. Για το μύθο της Μορμώς έχουμε λιγότερες πληροφορίες που μας τις δίνει ο σχολιαστής του Αίλιου Αριστείδη: λέγεται ότι ήταν μία γυναίκα από την Κόρινθο, η οποία ένα βράδυ έφαγε με τη θέλησή της τα παιδιά της και στη συνέχεια έφυγε μακριά. Η ιστορία της μοιάζει με της Λάμιας στο βαθμό που αποτελεί και αυτή το παράδειγμα μιας μητέρας, η οποία απέτυχε στα καθήκοντά της. Η ομοιότητα αυτή επισημαίνεται από τον ίδιο το σχολιαστή, ο οποίος αποκαλεί τη Μορμώ έναν τύπο Λάμιας. Τέτοιες ταυτίσεις και εξισώσεις δεν πρέπει να μας παραξενεύουν, αφού στην πραγματικότητα τα ονόματα αυτών των οντοτήτων δεν είναι τίποτε άλλο παρά επίθετα που περιγράφουν τους κατόχους τους ως τρομακτικούς [Μορμώ. Πβ. μόρμη = χαλεπή, μύρμος = φόβος. Η λέξη μπορεί να προέρχεται από ονοματοποιία και να είναι αναδιπλασιασμένη για εκφραστικούς λόγους. Ο λαϊκός χαρακτήρας της λέξης φαίνεται από τις παραλλαγές Μομβρώ ή Μομμώ] ή καταβροχθίζοντες: Λάμια. Το όνομα της Λάμιας συνδέεται από τον αρχαίο σχολιαστή στους Σφήκες του Αριστοφάνη (1035) με τις λέξεις λαιμός και λαμός, που σημαίνει «χάσμα». Συνεπώς το όνομα Λάμια σημαίνει «αυτή η οποία καταβροχθίζει, καταπίνει». Ο βασιλιάς των κανιβάλων Λαιστρυγόνων ονομάζεται Λάμος. Συνεπώς η λέξη λάμια ξεκίνησε πιθανώς ως ένα ουσιαστικό που δηλώνει κάποιον ο οποίος είναι λαίμαργος και στη συνέχεια μετατράπηκε σε κύριο όνομα, όπως συνέβη και στην περίπτωση άλλων δαιμονικών ονομάτων, αφού για παράδειγμα το όνομα Άρπυιες βγαίνει από το ρήμα αρπάζω οι αρπακτικές).

Η λέξη Γελλώ πιθανότατα συνδέεται με το ρήμα γελώ και το όνομα θα μπορούσε να σημαίνει είτε «αυτή που γελά» είτε «αυτή που αποτελεί αντικείμενο γέλωτα». Παραπέμπει ίσως στο τρομακτικό γέλιο που χαρακτηρίζει τους δαίμονες του παραλόγου ή ίσως να πρόκειται για ευφημισμό. Για την πιθανή σημασία της λέξης Έμπουσα πρέπει να παραβάλουμε το ρήμα ἐμπάζομαι (πβ. κατεμπάζω) που σημαίνει «ενδιαφέρομαι», αλλά η αρχική του σημασία ήταν «γραπώνω, προσκολλώμαι». Σ’ αυτή την περίπτωση ἔμπουσα θα ήταν η θηλυκή μετοχή χαμένου ενεργητικού ρήματος (ἔμπω = αρπάζω). Το ίδιο το ἐμπάζομαι πρέπει να ανάγεται σε ἐν-πάγ-jομαι (πβ. ἐμπαγῆναι, πακτός κ.τ.λ. = μπήγω). Οι οντότητες αυτές περιπλανιούνται ανάμεσα στον Κάτω και τον Πάνω Κόσμο, χωρίς ποτέ να μπορούν να κατακτήσουν ούτε τον έναν ούτε τον άλλον, όπως οι άωροι νεκροί, δηλαδή αυτοί που πέθαναν πρώιμα, χωρίς να εκπληρώσουν το σκοπό τους στη ζωή, όπως λόγου χάρη η Γελλώ. Δεν είναι ούτε εντελώς νεκροί, ούτε εντελώς ζωντανοί. Θεωρείται ότι κρατούν σε ένα βαθμό, αλλά όχι εντελώς την σωματικότητά τους, μολονότι είναι ταυτόχρονα φάσματα, δηλαδή φαντάσματα.

Ως προς τη μορφή τα πλάσματα αυτά συγχέουν τις ανθρώπινες κατηγορίες, αλλά και τη διάκριση ανάμεσα στον άνθρωπο και τα ζώα. Είναι άσχημα και έχουν απεχθείς προσωπικές συνήθειες, για παράδειγμα είναι γεμάτα βρωμιά και μυρίζουν άσχημα. Η Λάμια έχει ταυτόχρονα και αρσενικά γεννητικά όργανα, με αποτέλεσμα να μην είναι ούτε ακριβώς γυναίκα, ούτε ακριβώς άνδρας. Η κοιλιά της είναι μεγάλη και χαλαρή, τα στήθη της κρέμονται τρομακτικά, τα δόντια της είναι κοφτερά και απωθητικά. Η Μορμώ αλλάζει συνεχώς μορφές και η Έμπουσα μεταμορφώνεται σε διάφορα ζώα. Άλλοτε παρουσιάζονται να συνδυάζουν ανθρώπινα και ζωικά χαρακτηριστικά και αποκαλούνται θηρία. Μπορεί να έχουν τα πόδια γαϊδάρου, μοιάζουν με λυκάνθρωπους ή άλογα, έχουν μεγάλα αυτιά και περπατάνε στα τέσσερα ή είναι αρπακτικά πουλιά. Οι θηλυκοί δαίμονες που σκοτώνουν παιδιά γενικά ταυτίζονται με τα νυχτερινά αρπακτικά πουλιά, ενώ έχουμε και μυθικά ανάλογα: οι κόρες του Μινύα σκοτώνουν τα παιδιά τους και μεταμορφώνονται η μία σε νυχτερίδα, η άλλη σε κουκουβάγια και η τρίτη σε κουρούνα.

Και άλλη θηλυκοί δαίμονες έχουν τα χαρακτηριστικά αρπακτικού πουλιού, όπως για παράδειγμα οι Άρπυιες και οι Σειρήνες. Το άλογο από την άλλη συνδέεται με τον Ποσειδώνα ο οποίος μπορεί να εκπροσωπεί την ταραγμένη θάλασσα και τον καταστροφικό σεισμό. Σε ορισμένες περιπτώσεις η Λάμια είναι η μητέρα του θαλασσινού τέρατος Σκύλλα ή κόρη του ίδιου του Ποσειδώνα. Πολλές φορές τόσο η ίδια όσο και η Γελλώ απαντούν κοντά στη θάλασσα. Η Μέδουσα και η Ερινύα παίρνουν τη μορφή φοράδας για να γίνουν ερωμένες του Ποσειδώνα και στη συνέχεια του γεννούν τον Πήγασο και τον Αρείωνα που είναι άλογα. Από την άλλη ορισμένες φορές αυτοί οι δαίμονες παρουσιάζονται ως όμορφες νεαρές γυναίκες με σκοπό να παραπλανήσουν και να αποπλανήσουν τους άντρες. Το γεγονός ότι ορισμένες φορές θεωρείται πως έχουν πόδια γάιδαρου, κατσίκας ή αγελάδας ή ότι έχουν ένα μόνο ζωώδες πόδι ή ότι τα πόδια τους είναι βέβαια ανθρώπινα, αλλά παραδόξως επιμήκη και μεγάλα, υπονοεί μία διεστραμμένη ερωτική συμπεριφορά. Ειδικά ο γάιδαρος, με τον οποίον ταυτίζεται ιδιαίτερα η Έμπουσα, χαρακτηρίζεται στις αρχαίες πηγές από υπερβολική λαγνεία και σεξουαλική ικανότητα. Στην σάτιρα του Λουκιανού μια ομάδα από ναύτες συναντούν όμορφες δαιμονικές γυναίκες με γαϊδουρινά πόδια που σκοπεύουν να τους αποπλανήσουν και στη συνέχεια να τους φάνε καθώς θα κοιμούνται (Αληθής Ιστορία 2.46).

Η ΓΑΤΑ ΩΣ ΙΕΡΟ ΖΩΟ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ και η ΑΙΓΥΠΤΙΑ ΘΕΑ ΜΠΑΑΣΤ ή ΜΠΑΣΤΕΤ

Η Μπαστ ήταν κόρη του θεού ήλιου (Ρα) και διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στην αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία. Ο Ηρόδοτος, ο Έλληνας ιστορικός που ταξίδεψε στην Αίγυπτο τον 5ο π.Χ. αιώνα, μας περιγράφει τον ναό της γάτας – θεάς. Ο ναός της Μπαστ βρισκόταν στο κέντρο της πόλης σε ένα νησί που σχηματιζόταν από δύο διαφορετικά κανάλια που ξεκινούσαν απ’ τον Νείλο και έζωναν τον ναό από τις τρεις πλευρές του. Γύρω απ’ το μεγάλο ιερό υπήρχε ένα άλσος από πανύψηλα δέντρα. Το σχήμα του ναού ήταν τετράγωνο και υπήρχε δρόμος στρωμένος με πέτρα μέχρι την είσοδο πλάτους 400 μέτρων, ενώ τα δέντρα έφταναν στον ουρανό.

Ο Ηρόδοτος αναφέρει επίσης, ότι πολλές επίσημες εορτές προς τιμήν της πραγματοποιούνταν στην Αίγυπτο και ειδικά στη Βούβαστη, όπου κάθε χρόνο την ημέρα της γιορτής της, έρχονταν περίπου 700.000 προσκυνητές, τόσο άνδρες, όσο και γυναίκες. Οι γυναίκες ήταν επιφορτισμένες με τη μουσική, το τραγούδι και το χορό προς τιμήν της θεάς, ενώ μεγάλες θυσίες γίνονταν τότε και καταναλώνονταν τεράστιες ποσότητες κρασιού. Αυτό έχει να κάνει με την αιγυπτιακή δοξασία ότι οι λιονταρίσιες θεές κατευνάζονται με τις γιορτές της μέθης.

Η θεά Bast μερικές φορές απεικονίζεται να κρατά ένα τελετουργικό σείστρο στο ένα χέρι και μια αιγίδα στο άλλο, ή ένα γοργόνιο στολισμένο με κεφάλι λέαινας.

Αργότερα μετετράπη σε θεά γάτα Μπαστέτ και σεληνιακή πλέον θεότητα, πιθανότατα με την επίδραση της ελληνικής θρησκείας, γιατί οι Έλληνες την ταύτισαν με την Αρτέμιδα, σεληνιακή θεότητα, που ήταν αδελφή του Απόλλωνος – ηλίου. Στην ελληνική μυθολογία η Bast είναι γνωστή σαν Αίλουρος.

Είχε κεφάλι γάτας ή λέαινας και σώμα γυναίκας. Άλλοτε εμφανιζόταν σαν πραγματική γάτα (Mau στα αιγυπτιακά) και σπάνια σαν λέαινα, οπότε και ταυτιζόταν με τη Sekhmnet. Και οι δυο θεωρούνταν πανάρχαιες θεές. Στο ιερό της πήγαιναν πάνω από 1.000.000 Αιγύπτιοι να προσκυνήσουν. Στην πόλη της βρέθηκαν πολλά μπρούτζινα αγάλματα και αγαλματίδια. Συνήθως αναπαρίστατο κρατώντας στο ένα χέρι ένα «σείστρο» - ιερό σύμβολο της Ίσιδας, που παράγει θόρυβο, το οποίο έφεραν συνήθως οι ιερείς για να αναγγείλουν τον ερχομό τους και να διώξουν τα κακά πνεύματα -, ενώ στο άλλο χέρι μια ασπίδα με ένα καλάθι κρεμασμένο στον ώμο.

Κυρίως ήταν η θεά της μαγείας, καλοσύνης, χαράς, χορού και γονιμότητας. Μάθαινε στους ανθρώπους πώς να έχουν θετική και «ανάλαφρη» στάση στη ζωή τους. Η γιορτή της ήταν το πρώτο δεκαήμερο του Μαΐου, το έτος τότε άρχιζε τον Μάιο. Οι άνθρωποι ντύνονταν σαν γάτες και έκαναν παρελάσεις στις οποίες η Bast πρωταγωνιστούσε σαν βασίλισσα όλων των γάτων.

Οι γάτες στην αρχαία Αίγυπτο ετύγχαναν ιδιαίτερου σεβασμού και προστασίας και συχνά φορούσαν χρυσά κοσμήματα. Στο ναό στο Per-Bast βρέθηκαν μερικές μουμιοποιημένες γάτες θαμμένες δίπλα τους ιδιοκτήτες τους. Περισσότερες δε από 300.000 μουμιοποιημένες γάτες ανακαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφές. Η κατάσταση της γάτας στην Αίγυπτο ήταν περίπου ισοδύναμη με κείνη της αγελάδας στην σύγχρονη Ινδία. Ο θάνατος μιας γάτας έφερνε μεγάλο πένθος στην οικογένεια που ξύριζε τα φρύδια της σε ένδειξη πένθους και την έθαβε με ιδιαίτερες τιμές. Επειδή οι κατοικίδιες γάτες είναι τρυφερές και προστατευτικές με τα παιδιά τους, η θεά Bast θεωρήθηκε επίσης μια καλή μητέρα και μερικές φορές απεικονίζεται με πολλά γατάκια. Οι μητέρες φορούσαν επίσης στα παιδιά τους ένα φυλαχτό που δείχνει τη θεά με τα γατάκια της, ο αριθμός των οποίων είχε σχέση με τον επιθυμητό αριθμό παιδιών από τη μητέρα. Το να σκοτώσεις ή έστω απλά να ενοχλήσεις γάτα κατατασσόταν στα αποτρόπαια εγκλήματα και μέγιστη ιεροσυλία. Σε κάθε ναό βρίσκονταν ένας μεγάλος αριθμός από γάτες, όπου τις τάιζαν και φρόντιζαν με τρόπο τελετουργικό. Όλες οι αδέσποτες γάτες ήταν άξιες σεβασμού και αλίμονο σε εκείνον που δεν θα τάιζε την αδέσποτη που θα εμφανιζόταν στην αυλή του. Οι γάτες των σπιτιών θεωρούνταν θεϊκή εύνοια για την οικογένεια, μοιραζόταν γενναιόδωρα η τροφή μαζί τους και μετά τον θάνατό τους ακολουθούσε επικήδεια τελετή με μέγιστες τιμές. Οι σαρκοφάγοι για τις νεκρές γάτες υπήρξαν αριστουργήματα τέχνης και το νεκρό σώμα ταριχευόταν από ιερείς.

Για την Ελληνορωμαϊκή θρησκεία, η γάτα είναι το ιερό ζώο αλλά και σύμβολο της σεληνιακής θεάς Ντιάνα. Το ίδιο ισχύει και για την αντίστοιχη σεληνιακή θεά της Κέλτικης θρησκείας, την Κεριντουέν, όπου οι γάτες εκτελούν επίσης και τις προσταγές της στη Γη. Στη Σκανδιναβική θρησκεία, το άρμα της θεάς Φρέγια το σέρνουν γάτες και χαίρουν την προστασία και αγάπη της.

Για όλη την Ευρώπη, από την αρχαιότητα μέχρι ακόμα και σήμερα, η γάτα σχετίζεται με τις μάγισσες. Δεν νοείται μάγισσα χωρίς γάτα, και λόγω αυτής της παράδοσης, κατά τη διάρκεια των Χρόνων της Φωτιάς («Κυνήγι των Μαγισσών» του Μεσαίωνα), η ύπαρξη γάτας στο σπίτι ήταν αποδεικτικό πως η κάτοικος είναι μάγισσα.

Στην Περσία υπάρχει ο θρύλος της δημιουργίας της περσικής γάτας, ως ανταμοιβής στον ήρωα Ρουστούμ από μάγο τη ζωή του οποίου είχε σώσει (σημειώνεται ότι τις γάτες λέγεται ότι αγαπούσε ιδιαίτερα και ο Μωάμεθ, που είχε τη Μουέζα). Στην Κίνα, η θεά Λι-Σου (σχετιζόταν με τη γεωργία) συχνά απεικονιζόταν ως γάτα, ενώ ένας αρχαίος μύθος έλεγε ότι οι θεοί όρισαν τις γάτες ως επιστάτες του κόσμου, δίνοντάς τους μάλιστα τη δύναμη της ομιλίας – αλλά οι γάτες προτιμούσαν να τεμπελιάζουν και να παίζουν, και το είπαν στους θεούς, παραχωρώντας την ομιλία στους ανθρώπους. Οι άνθρωποι όμως, δεν μπορούσαν να καταλάβουν τους θεούς, οπότε και οι γάτες διατήρησαν ένα σημαντικό καθήκον, το να κρατούν τον χρόνο, διατηρώντας έτσι την τάξη. Στην Ιαπωνία η γάτα εκπροσωπεί το έλεος και την καλή τύχη, καθώς κάποια στιγμή, σύμφωνα με τον θρύλο, έσωσε τη ζωή ενός αυτοκράτορα.

Φίλες και φίλοι, ο Πλούταρχος μας λέει πως στην Αίγυπτο οι γάτες ζούσαν μια θεϊκή ζωή. Η κόρη του ματιού τους μεταβάλλεται ανάλογα με το ύψος του ήλιου πάνω από τον ορίζονταν, αποτελούν πάνω στη γη τη ζωντανή απεικόνιση του Ήλιου. Η ίριδά τους διαστέλλεται στην πανσέληνο και συστέλλεται όταν το φεγγάρι μικραίνει. Λέγεται πως ο Ερρίκος ο Γ΄(κακός βασιλιάς), στο άκουσμα και μόνο της γάτας καταλαμβανόταν από σπασμούς, ενώ ο Λένιν έπαιρνε τις σοβαρότερες αποφάσεις του χαϊδεύοντας μια γάτα.

Από τον μαύρο γάτο του Πόε ως τον Μααλούντ-γάτο του Ζαν Γκρενιέ, αυτή η περιπλανώμενη ράτσα, για την οποία η δουλειά είναι σκλαβιά, ράτσα ελεύθερη, ανεξάρτητη, της οποίας τα ερωτικά γλέντια είναι διάσημα, δίνει άρωμα στην παγκόσμια ζωή! Και…πείτε μου στα αλήθεια, υπάρχει άραγε ζωή καλύτερη από της γάτας…να κάνεις ό,τι θέλεις, όποτε θέλεις, για όσο θέλεις;

Heidegger: τι είναι αλήθεια;

Martin Heidegger: 1889-1976

Αλήθεια: διαλεκτική συγκάλυψης και αποκάλυψης

§1

Ο Χάιντεγκερ συζητά την αλήθεια λαμβάνοντας ως αφετηρία την αρχαία ελληνική λέξη: ἀλήθεια. Σε τούτη τη λέξη/έννοια εκφράζεται, για πρώτη φορά στην ιστορία του δυτικού στοχασμού η αρχέγονη ουσία της αλήθειας, η οποία βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με τον παραδοσιακό προσδιορισμό της αλήθειας ως συμφωνίας του πράγματος και της νόησης:

«Ας αφήσουμε κατά μέρος για λίγο τον ορισμό της ουσίας της αλήθειας, που έχουμε συζητήσει και που, όπως προέκυψε, είναι συνήθης προ πολλού και ας ρωτήσουμε τώρα, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη αυτό τον συνήθη ορισμό, πώς έγινε αντιληπτή η αλήθεια κατά την απαρχή της δυτικής φιλοσοφίας, δηλ. πώς οι Έλληνες κατανοούσαν ό,τι αποκαλούμε “αλήθεια”. Ποια λέξη είχαν γι’ αυτό; Η ελληνική λέξη για την αλήθεια … είναι ἀλήθεια, εκκάλυψη, αποκάλυψη. Κάτι το αληθές είναι κάτι το ἀληθές, το εκκαλυμμένο. Τι συνάγουμε, πρωτίστως, απ’ αυτή τη λέξη;

     Βρίσκουμε δυο πράγματα:

     1. Οι Έλληνες κατανοούσαν αυτό, που αποκαλούμε αληθές, ως το εκ-καλυμμένο, το ά-κρυπτο, όχι πια καλυμμένο, όχι πια κρυμμένο· ως αυτό, που είναι χωρίς κάλυψη, χωρίς κρυπτότητα, επομένως αυτό που έχει αποσπαστεί βιαίως από την κρυπτότητα, που έχει, κατά κάποιο τρόπο, αρπαχθεί απ’ αυτήν. Για τους Έλληνες λοιπόν το αληθές είναι κάτι που αυτό καθαυτό δεν έχει πια ένα Άλλο, δηλ. κρυπτότητα, έχει ελευθερωθεί από τούτη. Όθεν, η ελληνική έκφραση για την αλήθεια, τόσο κατά τη σημασιολογική της δομή όσο και κατά τη μορφολογική της τοιαύτη, έχει ένα θεμελιωδώς άλλο περιεχόμενο απ’ ό,τι η γερμανική λέξη “Wahrheit” [=αλήθεια] όσο επίσης και απ’ ό,τι η λατινική έκφραση “veritas”…

   2. Η σημασία της ελληνικής λέξης για την αλήθεια δεν έχει καμιά σχέση με την απόφανση και με εκείνη τη συνάφεια του πράγματος, με τους όρους της οποίας εξηγείται συνήθως η ουσία της αλήθειας, δηλ. με τη συμφωνία και την ορθότητα» (GA 34, 10-11).

§2

Ο Χάιντεγκερ, κατ’ αυτό τον τρόπο, επιχειρεί να αναζητήσει την ουσία της αλήθειας πέρα από οποιεσδήποτε θεωρητικές επινοήσεις ή αντίστοιχες αποφάνσεις, όπως έχουν κατοχυρωθεί μέσα στην ιστοριογραφία της υπό συζήτηση έννοιας, γι’ αυτό κατευθύνει το ερευνητικό του βλέμμα προς ένα κατ’ εξοχήν πρακτικό επίπεδο· πρακτικό, με την έννοια του προσβάσιμου σε ό,τι μας αποκαλύπτει η δομή της ελληνικής λέξης: ἀλήθεια: το στερητικό α συν τη λέξη: λήθη. Η έννοια της αλήθειας λοιπόν, ως εκκάλυψη ή ακρυπτότητα, προχωρεί πολύ πέρα από την καθιερωμένη αντίληψη και συσχετίζεται με την απόκρυψη, τη λήθη. Ο γερμανός φιλόσοφος επανερμηνεύει την αλληγορία του Πλάτωνος ως τη διαμάχη ανάμεσα στις δυο οντότητες της αλήθειας. Ο ελληνικός όρος της αλήθειας εκφράζει την ιδέα της αλήθειας ως κρυπτότητας, ενώ η αλήθεια μπορεί να κατανοηθεί μόνο ως ακρυπτότητα. Στην αλληγορία του σπηλαίου κεντρική θέση κατέχει η παιδεία, η καλλιέργεια της ψυχής, εν είδει αντιστροφής της τελευταίας προς τον νοητό κόσμο της αλήθειας. Η σύλληψη της αλήθειας ως αποκάλυψης δεν εξαφανίζεται στον Πλάτωνα, καθώς η ουσία της εδώ είναι παρούσα ως απομάκρυνση από την κρυπτότητα, από τη συγκάλυψη, ως αγώνας/πόλεμος με τη συγκάλυψη, όπως μαρτυρεί η κάθοδος του φιλοσόφου, του ελεύθερου ανθρώπου στο σπήλαιο, δίνοντας αφορμή στη διαμάχη, στη διαπάλη ανάμεσα στους δεσμώτες και τον φιλόσοφο-άνθρωπο, που έχει απελευθερωθεί από τις σκιές του σπηλαίου, από το σκότος της αισθητής πραγματικότητας. Η παιδεία για τον Πλάτωνα αποτελεί εκείνη τη νικηφόρα σταθερά, που επιτρέπει να ξεπεραστεί η απόκρυψη. Η συγκάλυψη απειλεί αδιάκοπα, ασταμάτητα την αποκάλυψη. Στη συνάφεια τούτη το σπήλαιο, την αρχέγονη μη-αλήθεια, από την οποία εκκινεί η εκδίπλωση της αλήθειας και ενάντια στην οποία στρέφεται.

§3

Ωστόσο, ο Πλάτων εκθέτει την εξής αντίληψη για την αλήθεια: η αποκάλυψη υπόκειται στο ζυγό της Ιδέας. Το πράγμα δεν εμφανίζεται από μόνο του μέσα στην εξωτερική απόσυρση, στη συγκάλυψη, στην απόκρυψη· απεναντίας, η αποκάλυψή του εξαρτάται από την προηγούμενη αποκάλυψη της Ιδέας, που συνιστά την ουσία, την quiditas. Η Ιδέα γίνεται το a priori, ο όρος της μη-απόκρυψης του όντος. Εάν το σπήλαιο συνεχίσει να αποτελεί το νεύμα προς την αλήθεια ως αποκάλυψη, η ανάβαση από το σπήλαιο σηματοδοτεί την ορθότητα. Η αλήθεια έτσι δεν είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του Είναι, αλλά της γνώσης, του αληθούς λόγου που πραγματώνει μια ομοίωση, μια ομοιότητα που μιμείται τη δομή του πράγματος. Στον Αριστοτέλη βρίσκουμε την ίδια ένταση μεταξύ δύο αντιλήψεων της αλήθειας, γιατί μερικές φορές ισχυρίζεται ότι η αλήθεια είναι στα πράγματα, μερικές φορές είναι στην κρίση. Η αλήθεια, ως ενότητα της συγκάλυψης και της αποκάλυψης, είναι η συγκάλυψη που εγγυάται στο Είναι την αποκάλυψή του. Συλλαμβάνεται έτσι ως διαύγαση ενός κόσμου της παρουσίας και παρουσίασης των όντων μέσα στη σκέψη και την ομιλία, που εκδηλώνονται από την αρχή υπό την προοπτική της ομοίωσης και της συμφωνίας, ήτοι ως συμφωνία της παράστασης και αυτού που είναι παρόν.

ΠΛΑΤΩΝ: Κρίτων (43a-44b)

Εισαγωγή: Επίσκεψη του Κρίτωνα στον Σωκράτη στη φυλακή

[43a] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Τί τηνικάδε ἀφῖξαι, ὦ Κρίτων; ἢ οὐ πρῲ ἔτι ἐστίν;
ΚΡΙΤΩΝ. Πάνυ μὲν οὖν.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Πηνίκα μάλιστα;
ΚΡΙΤΩΝ. Ὄρθρος βαθύς.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Θαυμάζω ὅπως ἠθέλησέ σοι ὁ τοῦ δεσμωτηρίου φύλαξ ὑπακοῦσαι.
ΚΡΙΤΩΝ. Συνήθης ἤδη μοί ἐστιν, ὦ Σώκρατες, διὰ τὸ πολλάκις δεῦρο φοιτᾶν, καί τι καὶ εὐεργέτηται ὑπ᾽ ἐμοῦ.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἄρτι δὲ ἥκεις ἢ πάλαι;
ΚΡΙΤΩΝ. Ἐπιεικῶς πάλαι.
[43b] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Εἶτα πῶς οὐκ εὐθὺς ἐπήγειράς με, ἀλλὰ σιγῇ παρακάθησαι;
ΚΡΙΤΩΝ. Οὐ μὰ τὸν Δία, ὦ Σώκρατες, οὐδ᾽ ἂν αὐτὸς ἤθελον ἐν τοσαύτῃ τε ἀγρυπνίᾳ καὶ λύπῃ εἶναι, ἀλλὰ καὶ σοῦ πάλαι θαυμάζω αἰσθανόμενος ὡς ἡδέως καθεύδεις· καὶ ἐπίτηδές σε οὐκ ἤγειρον ἵνα ὡς ἥδιστα διάγῃς. καὶ πολλάκις μὲν δή σε καὶ πρότερον ἐν παντὶ τῷ βίῳ ηὐδαιμόνισα τοῦ τρόπου, πολὺ δὲ μάλιστα ἐν τῇ νῦν παρεστώσῃ συμφορᾷ, ὡς ῥᾳδίως αὐτὴν καὶ πρᾴως φέρεις.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Καὶ γὰρ ἄν, ὦ Κρίτων, πλημμελὲς εἴη ἀγανακτεῖν τηλικοῦτον ὄντα εἰ δεῖ ἤδη τελευτᾶν.
[43c] ΚΡΙΤΩΝ. Καὶ ἄλλοι, ὦ Σώκρατες, τηλικοῦτοι ἐν τοιαύταις συμφοραῖς ἁλίσκονται, ἀλλ᾽ οὐδὲν αὐτοὺς ἐπιλύεται ἡ ἡλικία τὸ μὴ οὐχὶ ἀγανακτεῖν τῇ παρούσῃ τύχῃ.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἔστι ταῦτα. ἀλλὰ τί δὴ οὕτω πρῲ ἀφῖξαι;
ΚΡΙΤΩΝ. Ἀγγελίαν, ὦ Σώκρατες, φέρων χαλεπήν, οὐ σοί, ὡς ἐμοὶ φαίνεται, ἀλλ᾽ ἐμοὶ καὶ τοῖς σοῖς ἐπιτηδείοις πᾶσιν καὶ χαλεπὴν καὶ βαρεῖαν, ἣν ἐγώ, ὡς ἐμοὶ δοκῶ, ἐν τοῖς βαρύτατ᾽ ἂν ἐνέγκαιμι.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Τίνα ταύτην; ἢ τὸ πλοῖον ἀφῖκται ἐκ Δήλου, οὗ δεῖ [43d] ἀφικομένου τεθνάναι με;
ΚΡΙΤΩΝ. Οὔτοι δὴ ἀφῖκται, ἀλλὰ δοκεῖν μέν μοι ἥξει τήμερον ἐξ ὧν ἀπαγγέλλουσιν ἥκοντές τινες ἀπὸ Σουνίου καὶ καταλιπόντες ἐκεῖ αὐτό. δῆλον οὖν ἐκ τούτων [τῶν ἀγγέλων] ὅτι ἥξει τήμερον, καὶ ἀνάγκη δὴ εἰς αὔριον ἔσται, ὦ Σώκρατες, τὸν βίον σε τελευτᾶν.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἀλλ᾽, ὦ Κρίτων, τύχῃ ἀγαθῇ, εἰ ταύτῃ τοῖς θεοῖς φίλον, ταύτῃ ἔστω· οὐ μέντοι οἶμαι ἥξειν αὐτὸ τήμερον.
[44a] ΚΡΙΤΩΝ. Πόθεν τοῦτο τεκμαίρῃ;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἐγώ σοι ἐρῶ. τῇ γάρ που ὑστεραίᾳ δεῖ με ἀποθνῄσκειν ἢ ᾗ ἂν ἔλθῃ τὸ πλοῖον.
ΚΡΙΤΩΝ. Φασί γέ τοι δὴ οἱ τούτων κύριοι.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Οὐ τοίνυν τῆς ἐπιούσης ἡμέρας οἶμαι αὐτὸ ἥξειν ἀλλὰ τῆς ἑτέρας. τεκμαίρομαι δὲ ἔκ τινος ἐνυπνίου ὃ ἑώρακα ὀλίγον πρότερον ταύτης τῆς νυκτός· καὶ κινδυνεύεις ἐν καιρῷ τινι οὐκ ἐγεῖραί με.
ΚΡΙΤΩΝ. Ἦν δὲ δὴ τί τὸ ἐνύπνιον;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἐδόκει τίς μοι γυνὴ προσελθοῦσα καλὴ καὶ εὐειδής, [44b] λευκὰ ἱμάτια ἔχουσα, καλέσαι με καὶ εἰπεῖν· «Ὦ Σώκρατες,
ἤματί κεν τριτάτῳ Φθίην ἐρίβωλον ἵκοιο.»
ΚΡΙΤΩΝ. Ἄτοπον τὸ ἐνύπνιον, ὦ Σώκρατες.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἐναργὲς μὲν οὖν, ὥς γέ μοι δοκεῖ, ὦ Κρίτων.

***
Ο ΚΡΙΤΩΝ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΤΟΝ ΣΩΚΡΑΤΗ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ

[43a] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Γιατί έχεις έρθει τέτοια ώρα, Κρίτων; Μήπως δεν είναι πια πολύ πρωί;
ΚΡΙΤΩΝ. Είναι πολύ πρωί ακόμη.
ΣΩ. Τί ώρα πάνω-κάτω;
ΚΡ. Βαθιά χαράματα.
ΣΩ. Απορώ πώς θέλησε να σου ανοίξει ο φύλακας.
ΚΡ. Γνώριμος πια μου είναι, Σωκράτη, τόσο συχνά που έρχομαι εδώ· έπειτα έχει πάρει από μένα και κάποιο φιλοδώρημα.
ΣΩ. Τώρα ήρθες ή έχεις πολλή ώρα εδώ;
ΚΡ. Έχω πολλή ώρα.
[43b] ΣΩ. Και πώς δεν με ξύπνησες αμέσως μόλις ήρθες, αλλά κάθεσαι κοντά μου χωρίς να μιλάς;
ΚΡ. Μά τον Δία, Σωκράτη, ούτε κι εγώ ο ίδιος θα ήθελα να βρίσκομαι σε τόσο μεγάλη αγρύπνια και λύπη· αλλά και με σένα, ώρα πολλή τώρα, παραξενεύομαι βλέποντας πόσο γλυκιά κοιμάσαι· κι επίτηδες δεν ήθελα να σε ξυπνήσω, για να περνάς την ώρα σου, όσο γίνεται, πιο ευχάριστα. Κι αλήθεια, σ᾽ όλη σου τη ζωή πολλές φορές ως τώρα σε καλοτύχησα για τον χαρακτήρα σου· μα πιο πολύ σε καλοτυχίζω τώρα, σ᾽ αυτή εδώ τη συμφορά, που τόσο καρτερικά και ήρεμα την υπομένεις.
ΣΩ. Μα θα ήταν πραγματικά ανάρμοστο, Κρίτων, ν᾽ αγανακτώ σε τόσο μεγάλη ηλικία, γιατί ήρθε τώρα η ώρα να πεθάνω.
[43c] ΚΡ. Κι άλλοι, Σωκράτη, στην ηλικία σου πέφτουν σε τέτοιες συμφορές, όμως τα χρόνια δεν τους εμποδίζουν καθόλου ν᾽ αγανακτούν με την τύχη που τους βρίσκει.
ΣΩ. Σωστά είν᾽ αυτά. Μα πες μου, γιατί έχεις έρθει τόσο πρωί;
ΚΡ. Γιατί φέρνω είδηση, Σωκράτη, θλιβερή, όχι για σένα, το βλέπω καθαρά, αλλά για μένα και για όλους τους φίλους σου, θλιβερή και αβάσταχτη, τέτοια που, το ξέρω καλά, δεν θα μπορούσε να την αντέξει η ψυχή μου.
ΣΩ. Και ποιά είναι αυτή η είδηση; Μήπως έχει φτάσει το πλοίο από τη Δήλο και [43d] μια κι έφτασε αυτό, εγώ πρέπει να πεθάνω;
ΚΡ. Δεν έχει φτάσει βέβαια ακόμη, μου φαίνεται όμως πως θα έρθει σήμερα απ᾽ όσα είπαν μερικοί που ήρθαν από το Σούνιο και το άφησαν εκεί. Είναι λοιπόν φανερό απ᾽ αυτές τις ειδήσεις ότι θα φτάσει σήμερα και θα είναι ανάγκη βέβαια, Σωκράτη, αύριο να θανατωθείς.

ΣΩ. Αλλά, Κρίτων, η ώρα η καλή. Αν έτσι το θέλουν οι θεοί, έτσι ας γίνει. Δεν νομίζω όμως ότι το πλοίο θα έρθει σήμερα.
[44a] ΚΡ. Από πού το συμπεραίνεις;
ΣΩ. Θα σου ειπώ· νομίζω πως είναι ορισμένο να πεθάνω την άλλη μέρα από κείνη που θα έρθει το πλοίο.
ΚΡ. Έτσι βέβαια λένε εκείνοι που είναι αρμόδιοι γι᾽ αυτές τις υποθέσεις.
ΣΩ. Λοιπόν, δεν νομίζω πως θα έρθει την ημέρα που ξημερώνει σε λίγο αλλά την άλλη. Κι αυτό το συμπεραίνω από κάποιο όνειρο που είδα εδώ και λίγη ώρα αυτή τη νύχτα. Και φαίνεται πως είναι ευτύχημα που εκείνη την ώρα δεν με ξύπνησες.
ΚΡ. Και ποιό ήταν τ᾽ όνειρό σου;
ΣΩ. Μου φάνηκε πως μια γυναίκα καλοπλασμένη κι όμορφη, [44b] λευκοφορεμένη, με πλησίασε, με φώναξε με τ᾽ όνομά μου και μου είπε: «Σωκράτη,
την τρίτη μέρα θα φτάσεις στην εύφορη Φθία».
ΚΡ. Παράξενο το όνειρό σου, Σωκράτη.
ΣΩ. Κι όμως, ολοφάνερο, όπως μου φαίνεται, Κρίτων.