Κυριακή 20 Ιουλίου 2025

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι

1.3. Είναι ο Θαλής ο πρώτος φιλόσοφος;

Αναφέραμε ήδη ότι η ένταξη του Θαλή στους φιλοσόφους συνδέεται με τις θεωρίες του για το νερό. Για να εξακριβώσουμε το τι μπορεί να είπε ο Θαλής για το νερό είμαστε αναγκασμένοι να στηριχτούμε αποκλειστικά στον Αριστοτέλη. Βέβαια ο Αριστοτέλης γράφει διακόσια πενήντα χρόνια αργότερα χωρίς να έχει στα χέρια του κάποιο κείμενο του Θαλή ή των άμεσων επιγόνων του, και γι᾽ αυτό είναι πολύ επιφυλακτικός όταν μεταφέρει τις απόψεις του. Ας δούμε τι λέει:

Ο Θαλής, ο ιδρυτής αυτής της φιλοσοφίας, λέει ότι η αρχή είναι το νερό (γι᾽ αυτό και υποστήριξε ότι και η Γη επιπλέει στο νερό). Θα πρέπει μάλλον να κατέληξε σ᾽ αυτή την αντίληψη επειδή παρατήρησε ότι η τροφή των πάντων είναι υγρή και ότι η ίδια η θερμότητα γεννιέται και διατηρείται ζωντανή από την υγρασία (αυτό όμως από το οποίο γεννιούνται όλα τα πράγματα, αυτό είναι και η αρχή τους). Αυτή πρέπει να ήταν η προέλευση της αντίληψής του για το νερό, και ακόμη το γεγονός ότι τα σπέρματα όλων των όντων έχουν υγρή φύση, ενώ η αρχή της φύσεως των υγρών πραγμάτων είναι το νερό.
Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά 983b20-27

Κατά τον Αριστοτέλη, λοιπόν, ο Θαλής θα πρέπει να ξεκίνησε από την παρατήρηση ότι η τροφή όλων των όντων αλλά και τα σπέρματα όλων των οργανισμών βρίσκονται σε υγρή μορφή. Αυτό όμως που κάνει τα πράγματα υγρά είναι το νερό. Άρα το νερό αποτελεί προϋπόθεση της ζωής: από το νερό γεννιούνται τα πάντα. Το νερό λοιπόν είναι η αρχή των πάντων, είναι αυτό που ενυπάρχει σε όλα τα πράγματα και διατηρείται σταθερό ενώ όλα τα άλλα μεταβάλλονται. Έχοντας αντιληφθεί τη σημασία του νερού, ο Θαλής υποστήριξε επιπλέον ότι και η Γη ισορροπεί πάνω στο νερό, όπως μια ξύλινη βάρκα επιπλέει πάνω στη θάλασσα.

Ο Αριστοτέλης λοιπόν αποδίδει τρεις θέσεις στον Θαλή:

1η θέση: Τα πάντα γεννιούνται από το νερό.

2η θέση: Το νερό είναι αρχή των πάντων.

3η θέση: Η Γη επιπλέει πάνω στο νερό.

Οι τρεις αυτές θέσεις έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: είναι επιγραμματικές, συνοψίζουν δηλαδή σε μια σύντομη πρόταση πληθώρα πολύπλοκων φυσικών φαινομένων και διαδικασιών. Διέπονται δηλαδή από λεκτική οικονομία, και η οικονομία των λέξεων είναι συνήθως ένδειξη οικονομίας της σκέψης - στη φιλοσοφική γλώσσα αυτό ονομάζεται «αφαίρεση». Ταυτοχρόνως όμως πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι τρεις αυτές θέσεις δεν είναι ισοδύναμες, δεν μας λένε το ίδιο πράγμα. Ούτε η μια προκύπτει κατ᾽ ανάγκην από την άλλη. Μπορεί δηλαδή κάποιος να φτάσει σε μία από αυτές τις θέσεις, χωρίς ποτέ να προχωρήσει στην επόμενη. Αξίζει επομένως τον κόπο να εξετάσουμε την καθεμία ξεχωριστά.

Η πεποίθηση ότι το νερό βρίσκεται στην αφετηρία της ζωής, ότι αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση της ζωής, μπορεί πράγματι να προέκυψε από εμπειρικές παρατηρήσεις. Όποιος ασχολείται με την καλλιέργεια της γης είναι απολύτως εξοικειωμένος με την αναγκαιότητα της ύπαρξης του νερού στη διαδικασία της βλάστησης. Σε περιοχές μάλιστα άνυδρες, όπως είναι ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής γης, η σημασία του νερού είναι λογικό να υπερτονίζεται. Η ύπαρξη ενός ποταμού σε μια περιοχή αποτελούσε πάντοτε σημαντικό πλεονέκτημα, ενώ η συχνότητα της βροχής ήταν το μετεωρολογικό φαινόμενο που βρισκόταν υπό στενή παρακολούθηση. Με λίγη παρατηρητικότητα, μπορεί να αντιληφθεί κανείς τη λειτουργικότητα του υγρού στοιχείου και στη διαδικασία γέννησης και αναπαραγωγής των ζωικών οργανισμών - αρκεί, για παράδειγμα, να παρατηρήσει τον οργασμό της ζωής που συντελείται σε ένα έλος. Η διαπίστωση λοιπόν ότι το νερό διευκολύνει την ανάπτυξη της ζωής προκύπτει από απλά φαινόμενα της καθημερινής ζωής των ανθρώπων. Πόση απόσταση χωρίζει αυτή την κοινή διαπίστωση από τη θέση του Θαλή ότι τα πάντα γεννιούνται από το νερό; Ίσως όχι πολύ μεγάλη, αρκεί βεβαίως κανείς να έχει ήδη συνειδητοποιήσει την ανάγκη να βάλει σε μια χρονολογική, γενεαλογική τάξη τα υπάρχοντα πράγματα. Το να πει κανείς «χωρίς το νερό δεν υπάρχει ζωή» είναι κάτι σημαντικό, αφού προϋποθέτει μια αφαιρετική λειτουργία της σκέψης: εξάγεται ένα γενικό συμπέρασμα από ένα πλήθος διαφορετικών γεγονότων. Το να πει κανείς «τα πάντα γεννιούνται από το νερό» είναι ένα βήμα παραπέρα: το νερό δεν είναι μόνο τροφοδότης της ζωής, αλλά γίνεται και μια κοσμογονική δύναμη, είναι ο πρώτος κρίκος σε μια αλυσίδα γεννήσεων που οδηγεί στη σημερινή πραγματικότητα.

Η κοσμογονία, η τάση δηλαδή να αναχθεί η γέννηση του κόσμου σε μια πρωταρχική δύναμη, σε ένα πρωταρχικό στοιχείο ή υλικό, αποτελεί ουσιαστική πλευρά της πρώιμης φιλοσοφικής σκέψης. Μετά τον Θαλή, ο Αναξίμανδρος θα υποστηρίξει την προτεραιότητα του «απείρου», ο Αναξιμένης του αέρα, ο Ηράκλειτος της φωτιάς. Η κατάδειξη ενός πρωταρχικού υλικού, από το οποίο γεννιούνται όλα τα άλλα πράγματα, προσδίδει στην πραγματικότητα μια στοιχειώδη τάξη και οργάνωση. Η προσπάθεια αυτή των πρώτων φιλοσόφων είναι αναμφίβολα καινοτομική. Θα ήταν ωστόσο λάθος να μην επισημάνουμε ένα σημαντικό προηγούμενο. Όταν ο Ησίοδος συνθέτει την επική του Θεογονία έναν αιώνα πριν από τον Θαλή, επιδιώκει ουσιαστικά κάτι ανάλογο με τους πρώτους φιλοσόφους: θέλει να εναρμονίσει τις διάσπαρτες μυθολογικές διηγήσεις των αρχαίων Ελλήνων σε ένα συνεκτικό πλαίσιο, να βάλει τάξη στο χαοτικό σύμπαν των θεών. Και το επιτυγχάνει ακριβώς μέσω μιας συστηματικής γενεαλογίας, μιας «θεογονίας», η οποία μάλιστα ξεκινά από προσωποποιημένες φυσικές δυνάμεις (το Χάος, η Γη, ο Έρωτας) για να φτάσει χωρίς λογικά χάσματα στο γνωστό Δωδεκάθεο. Θα έλεγε λοιπόν κανείς ότι η φιλοσοφική κοσμογονία αξιοποιεί μια γραμμή σκέψης που προϋπήρχε στην ησιόδεια θεογονία, μεταφέροντας βέβαια το βάρος από τον κόσμο των θεών στον φυσικό κόσμο. Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι η ανθρώπινη σκέψη δεν προχωρά με απότομα και ανεξήγητα άλματα. Ο μύθος προηγείται του λόγου, αποτελεί τη μήτρα από όπου αναδύθηκε ο λόγος. Η μετάβαση από τη μυθική στην ορθολογική σκέψη, η γέννηση της φιλοσοφίας, είναι μια περίπλοκη και αργή διαδικασία, όπου η συνέχεια συνυπάρχει με την τομή και τη ρήξη.

Είναι λοιπόν πολύ πιθανό να διατύπωσε ο Θαλής τη θέση ότι τα πάντα γεννιούνται από το νερό, εγκαινιάζοντας μια κοσμογονική αναζήτηση που είναι τώρα φυσιοκρατική και όχι θεολογική. Στο νερό μπορεί όντως να έφτασε από εμπειρικές παρατηρήσεις, όπως υποθέτει και ο Αριστοτέλης, αφού την προσωπικότητα του Θαλή τη χαρακτηρίζει το πνεύμα της εμπειρικής έρευνας και της επιτόπιας παρατήρησης. Η πεποίθησή του για την πρωταρχική σημασία του νερού θα ενισχύθηκε μάλιστα σημαντικά από την επαφή του με τους ανατολικούς πολιτισμούς. Ήταν οφθαλμοφανές ότι τόσο η Αίγυπτος όσο και η Μεσοποταμία όφειλαν την ευμάρειά τους, αλλά και την επιβίωσή τους, στη σχέση τους με μεγάλους ποταμούς - με τον Νείλο στην μια περίπτωση, με τον Τίγρη και τον Ευφράτη στην άλλη. Η εξάρτηση αυτών των πολιτισμών από το νερό των ποταμών αποτυπώνεται και στους κοσμολογικούς τους μύθους, όπου γίνεται λόγος για την προΰπαρξη αρχέγονων νερών μέσα από τα οποία αναδύεται κάποια στιγμή η ξηρά. Ο Θαλής θα γνώριζε αυτούς τους μύθους, καθώς μάλιστα στα αρχαϊκά χρόνια φαίνονται να αποτελούν μέρος της κοινής κληρονομιάς των λαών της ανατολικής Μεσογείου. Στην Παλαιά Διαθήκη γίνονται αποσπασματικές αναφορές σε αρχέγονα νερά, ενώ και ο Όμηρος σε δύο αινιγματικούς στίχους της Ιλιάδας (Ξ 200, 244) χαρακτηρίζει τον Ωκεανό, το μυθικό δηλαδή ποτάμι που ρέει γύρω από τη Γη, γεννήτορα των θεών και όλων των πραγμάτων.

Ανατολικές ρίζες ίσως να έχει και η αντίληψη του Θαλή ότι η Γη ισορροπεί επιπλέοντας πάνω στο νερό (η 3η θέση που προηγουμένως απομονώσαμε). Φαίνεται ότι στην Ελλάδα μια τέτοια θέση διατυπώνεται για πρώτη φορά, αφού δεν γνωρίζουμε κάποιο μυθολογικό προηγούμενο. Είναι αλήθεια ότι στα ομηρικά έπη δεν θα βρει κανείς μια συστηματική περιγραφή της μορφής του κόσμου. Ωστόσο, από διάσπαρτες αναφορές προκύπτει ότι η Γη ήταν κοινώς αντιληπτή ως ένας εκτεταμένος επίπεδος δίσκος, που περικλείεται από τον κυκλικό Ωκεανό και καλύπτεται από τον συμπαγή θόλο του Ουρανού. Η ακινησία και η σταθερότητα της Γης μάλλον θα πρέπει να είχε εκληφθεί ως αυτονόητο γεγονός που δεν χρειαζόταν εξήγηση. Πάντως βαθιά κάτω από τη Γη εκτεινόταν ο Τάρταρος, και αν η Γη χρειαζόταν ρίζες για να σταθεροποιηθεί, τότε οι ρίζες αυτές θα πρέπει να ξεκινούσαν από τον βαθύ Τάρταρο (Ησίοδος, Θεογονία 728). Στους κοσμολογικούς όμως μύθους της Ανατολής η αντίληψη ότι υπάρχουν νερά κάτω από τη Γη είναι κυρίαρχη. Στην Αίγυπτο η Γη είναι ένας δίσκος που στηρίζεται στα υποχθόνια νερά, ενώ στα βαβυλωνιακά έπη η αρχέγονη θάλασσα διατηρείται και μετά την ανάδυση της Γης για να την στηρίξει, όπως μια σχεδία επιπλέει πάνω στην επιφάνεια του νερού. Υπάρχει επομένως εντυπωσιακή ομοιότητα ανάμεσα στην αντίληψη του Θαλή για τη θέση της Γης και στους ανατολικούς μύθους. Θα μπορούσε βέβαια να υποστηρίξει κανείς ότι η ομοιότητα αυτή είναι συμπτωματική, και ότι ο Θαλής έφτασε στη δική του αντίληψη από τον δρόμο της εμπειρικής έρευνας και της παρατήρησης. Στην περίπτωση όμως αυτή δεν μπορούμε να φανταστούμε ποιο εμπειρικό υλικό θα στήριζε την τολμηρή σύλληψη μιας Γης η οποία επιπλέει πάνω στο νερό. Άρα είναι μάλλον πιο πιθανή η υπόθεση ότι η ιδέα αυτή έχει ανατολική προέλευση.

Ο Θαλής λοιπόν ανέδειξε τη σημασία του νερού, το διαχώρισε από τις άλλες φυσικές δυνάμεις και του απέδωσε κοσμολογική βαρύτητα, αφού, όπως είδαμε, υποστήριξε ότι τα πάντα γεννιούνται από το νερό και ότι το νερό υποβαστάζει την ακίνητη Γη. Απομένει να εξετάσουμε αν έκανε και ένα βήμα παραπέρα: αν δηλαδή θεώρησε ότι το νερό είναι η αρχή των πάντων.

Το βήμα αυτό μοιάζει σε πρώτη ματιά απλό. Έχει άραγε τόσο μεγάλη διαφορά το να πει κανείς ότι το νερό είναι η αφετηρία των πάντων από το να πει ότι το νερό είναι η αρχή των πάντων; Και όμως η διαφορά αποδεικνύεται πολύ μεγάλη. Στην ουσία είναι η διαφορά που χωρίζει την αρχαϊκή σοφία από τη φιλοσοφία.

Όταν ο Αριστοτέλης ισχυρίζεται ότι ο Θαλής είναι ο πρώτος φιλόσοφος γιατί θεώρησε ότι το νερό είναι η αρχή των πάντων, το βάρος του ισχυρισμού του δεν πέφτει στην ανάδειξη της σημασίας του νερού αλλά στη σύλληψη της έννοιας της «αρχής». Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης δεν προβάλλει την ερευνητική διάθεση του Θαλή, τη δημιουργική του σχέση με την ανατολική σοφία, το ορθολογικό πνεύμα, την εφευρετικότητα - όλες αυτές τις αξιοθαύμαστες ικανότητες που έκαναν τον Θαλή να ξεφύγει από τη μυθική σκέψη και να τονίσει την κοσμική δύναμη και τη χρονική προτεραιότητα του νερού. Ο Θαλής δικαιούται μια περίοπτη θέση στην ιστορία της φιλοσοφίας απλώς και μόνο γιατί είχε την πνευματική τόλμη να συλλάβει το νερό ως «αρχή».

Η λέξη «αρχή» ανήκει στο οπλοστάσιο της φιλοσοφίας. Καθιερώνεται από τον Αριστοτέλη και αναδρομικά προβάλλεται και στους παλαιότερους φιλοσόφους. Σημαίνει τη βαθύτερη φύση, την ουσία, το κυρίαρχο στοιχείο, την αυθεντική πραγματικότητα. Στην έννοια της αρχής εμπεριέχεται και η σημασία του χρονικά πρότερου, της αφετηρίας, αυτή όμως η σημασία είναι δευτερεύουσα. «Αρχή» δεν είναι αυτό που προηγείται χρονικά, αλλά αυτό που κυριαρχεί, που αποκαλύπτει, που καθορίζει. Όταν λοιπόν κάποιος διατείνεται ότι το νερό ή οποιαδήποτε άλλη οντότητα είναι η αρχή των πάντων, εννοεί ότι η οντότητα αυτή είναι η αληθινή φύση όλων των πραγμάτων, η ουσία τους, αυτό που βρίσκεται πίσω από τις συνεχείς μεταβολές των πραγμάτων. Εννοεί, με άλλα λόγια, ότι το νερό είναι τα πάντα. Η αρχή επομένως είναι η βαθύτερη πλευρά της πραγματικότητας που παραμένει σταθερή σε έναν κόσμο που αλλάζει διαρκώς. Είναι η θεμελιώδης επινόηση των φιλοσόφων στην προσπάθειά τους να προσδώσουν σταθερότητα, τάξη και νόημα στον κόσμο.

Τώρα γίνεται κατανοητή η απόσταση που χωρίζει αυτή τη συνολική ερμηνεία του κόσμου, τη φιλοσοφική σύλληψη της πραγματικότητας, από την αντίληψη ότι όλα τα πράγματα προέρχονται από ένα πρωταρχικό υλικό. Η γενεαλογική οπτική των πραγμάτων, που ξεκίνησε ως θεογονία με τον Ησίοδο και επεκτάθηκε στο πεδίο της φυσικής πραγματικότητας με τον Θαλή, αποτελεί ένα σημαντικό προστάδιο για τη φιλοσοφική κατανόηση του κόσμου· δεν ισοδυναμεί με τη φιλοσοφική κατανόηση του κόσμου. Για να περάσουμε από τη θέση «τα πάντα γεννιούνται από το νερό» στη θέση «το νερό είναι η αρχή των πάντων» απαιτείται μια επίπονη διαδικασία αφαιρετικής σκέψης, και πρέπει να ομολογήσουμε ότι δεν έχουμε κανένα πειστήριο ότι ο Θαλής διέτρεξε αυτή την απόσταση. Τα στοιχεία μάλιστα που διαθέτουμε για τη ζωή και τη δράση του Θαλή δεν συνηγορούν προς ένα τέτοιο συμπέρασμα. Τα πολλά ταξίδια και οι γνώσεις που αποκόμισε από αυτά δεν θα τον βοήθησαν ιδιαίτερα στην πορεία προς την αφηρημένη σκέψη, αφού τίποτε ανάλογο με τη φιλοσοφία δεν υπήρξε στους πολιτισμούς της Ανατολής. Το φιλοπερίεργο πνεύμα, η εμπειρική έρευνα και η πρακτική δεξιότητα δεν είναι επίσης καθόλου βέβαιο ότι ευνοούν πάντοτε τη φιλοσοφική ανάλυση.

Ο Θαλής δεν διατύπωσε ποτέ την πρόταση «το νερό είναι αρχή των πάντων», αφού η «αρχή» είναι αριστοτελική έννοια, και άρα πολύ μεταγενέστερη. Είναι όμως απίθανο ακόμη και να σκέφτηκε το νερό ως αρχή, υιοθετώντας κάποιο άγνωστο σε μας λεξιλόγιο. Πιο λογική είναι η εκδοχή ότι ο Θαλής αντιπροσωπεύει έναν συνδετικό κρίκο ανάμεσα στον «σοφό» της αρχαϊκής Ελλάδας και στον φιλόσοφο. Ο Αναξίμανδρος, μια γενιά μετά τον Θαλή, πατάει πλέον στο ασφαλές έδαφος της φιλοσοφίας.

Περί Αφροδισίων κι ένα αίνιγμα διττότητας

Τον είχε για εύκολο η ρητορεία τον έπαινο της αρετής. Ένοιωθε πως σ’ αυτόν είχε εξαντλήσει όλα της τα αποθέματα κοινοτοπίας. Όμως, εκεί που η τέχνη έδειχνε πραγματικά τα γράδα της ήταν όταν επιχειρούσε ακροβασίες για να δοξάσει φέρσιμο αλλόκοτο, πρόσωπο διαβόητο, λίγο ώς πολύ στιγματισμένο στο κοινωνικό το θυμικό. Κι έτσι, καθώς πλέον ο 5ος π.Χ. αιώνας έφθινε –πλήρης πολιτικών και λοιπών αδιεξόδων–, για το ρεύμα της σοφιστικής τα κατατόπια τα κακόφημα έγιναν πεδίο προνομιακό στην άσκηση των λόγων των δισσών: σε αμφισβητούμενες δηλαδή, θολές και σκοτεινές υποθέσεις.

Ένα γνωστό παράδειγμα αφορούσε στη διασημότερη μοιχό του μύθου, στο Εγκώμιον που της έπλεξε ο Γοργίας. Σε μια περίφημη αποστροφή του (10), υποστήριξε την υπακοή της Ελένης στη δύναμη των κελευσμάτων του παράνομου έρωτα μ’ αυτά τα επιχειρήματα:

“Οι ένθεοι επωδοί με λόγια είναι αγωγοί της ηδονής και ξόρκια για τη λύπη· σε ό,τι η ψυχή πιστεύει συνταιριάζοντας, θέλγει η ισχύς της επωδού και πείθει και μεταστρέφει με γοητεία. Τέχνες μαγείας και γοητείας αμφιλεγόμενες· φέρνουν σε λάθη την ψυχή κι εξαπατούν τη γνώμη.”

[αἱ γὰρ ἔνθεοι διὰ λόγων ἐπῳδαὶ ἐπαγωγοὶ ἡδονῆς, ἀπαγωγοὶ λύπης γίνονται· συγγινομένη γὰρ τῇ δόξῃ τῆς ψυχῆς ἡ δύναμις τῆς ἐπῳδῆς ἔθελξε καὶ ἔπεισε καὶ μετέστησεν αὐτὴν γοητείᾳ. γοητείας δὲ καὶ μαγείας δισσαὶ τέχναι εὕρηνται, αἵ εἰσι ψυχῆς ἁμαρτήματα καὶ δόξης ἀπατήματα.]

Κι η δοκιμή του Γοργία κατέληγε:

“Ο λόγος μου εξάλειψε την κακή φήμη της γυναίκας κι έμεινα πιστός στις αρχές που έθετα όταν τον ξεκινούσα· προσπάθησα να διαλύσω την αδικία της μομφής και την αμάθεια των εντυπώσεων· και λόγο θέλησα να γράψω, εγκώμιο της Ελένης, δικό μου όμως παιχνίδι.”

Λιγότερο γνωστό σ’ εμάς σήμερα είναι το παίγνιον με το οποίο, κατά τα φαινόμενα, καταπιάστηκε ο σοφιστής Πολυκράτης –εν γένει αντιπαθής στην υστερότερη αρχαιότητα καθώς, μεταξύ άλλων, είχε συγγράψει και κατηγορητήριο εις βάρος του Σωκράτη λίγα χρόνια μετά την καταδίκη του από το αθηναϊκό δικαστήριο. Στον Πολυκράτη απέδωσαν πολλοί μεταγενέστεροι φυλλάδα που καταπιανόταν με την τέχνη του έρωτα, για την ακρίβεια manual του σεξ, που πρωτοκυκλοφόρησε υπό τον τίτλο Περὶ Ἀφροδισίων.

Δεν ήταν μόνο η ακολασία του περιεχομένου που, για τα δεδομένα της εποχής, έφερνε το έργο στην αιχμή της σκανδαλολογίας. Ήταν κι η πλαστοπροσωπία στην υπογραφή του. Φερόταν να το έχει γράψει η Φιλαινίς, εταίρα από τη Σάμο, ασφαλώς για να προκαλείται η εντύπωση γνώσης από τα μέσα και καταστάλαγμα εμπειρίας μιας αυθεντίας πραγματικής. Αντλούμε την πληροφορία από τους Δειπνοσοφιστές του Αθήναιου που καταγράφουν τη φυλλάδα ως των ουκ άνευ για τις συμποτικές πρακτικές, μαζί με τον οδηγό γαστρονομίας του Αρχεστράτου –ήταν κυριολεκτικά απ’ αυτά τα πράγματα που έπρεπε κανείς να αποστηθίζει ώστε να μπορεί να τα μιμείται στα συμπόσια. Λέει, λοιπόν, ο Αθήναιος ότι ο ποιητής Αισχρίων από τη Σάμο αποκατέστησε τη φήμη της Φιλαινίδος, στο επιτύμβιο επίγραμμα που συνέθεσε γι’ αυτήν, κατηγορώντας τον σοφιστή Πολυκράτη της Αθήνας ότι διέβαλε γυναίκα που είχε υπάρξει εξαιρετικά συνετή (ἐπὶ διαβολῇ τῆς ἀνθρώπου σωφρονεστάτης γενομένης, VIII 335a) –στο ίδιο πνεύμα κινείτο και το επιτύμβιο επίγραμμα που σώζεται για την Φιλαινίδα και στην Παλατινή Ανθολογία (7. 450, Διοσκορίδης).

Πάπυρος Οξυρρύγχου (39.2891), του 2ου αιώνα μ.Χ., περιέχει σπαράγματα απ’ το πρωτότυπο κείμενο. Ξεκινά με το όνομα της συντάκτριας, κόρης του Ωκυμένους, με καταγωγή από τη Σάμο, η οποία φέρεται να γράφει “για χάρη αυτών που επιθυμούν να περάσουν τη ζωή τους με μελετημένη ηδονή κι έχουν κοπιάσει για τις τέτοιου είδους απολαύσεις.”

[Τάδε συνέγραψε Φιλαινίς Ὠκυμένους Σαμία τοῖς βουλομένοις μεθ’ ἡδονῆς τὸν βίον διεξαιρεῖσθαι μὴ παρέργως καὶ τοιαῦτα πονεσαμένοις.]

Στη συνέχεια, σώζονται αποσπασματικοί τίτλοι υποενοτήτων με συμβουλές που έχουν συχνά χαριτωμένο ύφος:

Περὶ πειρασμῶν –με οδηγίες προς τους άνδρες να πηγαίνουν στα συμπόσια ακαλλώπιστοι κι αχτένιστοι, γιατί στις γυναίκες δεν αρέσει η εξεζητημένη (ἔπεργος) εμφάνιση.

Περὶ κολακείας –πώς να θέλγουν ευφυώς, αποκαλώντας την κοντή γυναίκα ισόθεη, ή προσφωνώντας την ασχημούλα ως επαφρόδιτη, ή τη μεγαλύτερη σε ηλικία ως θεά με ροδόχροη επιδερμίδα.

Περὶ φιλημάτων.

Αυτά είναι τα αποσπάσματα του αυθεντικού έργου που εμείς σήμερα διαθέτουμε. Δεν υπάρχει αμφιβολία όμως ότι θα περιείχε κι άλλες λεπτομέρειες που έχουν για εμάς χαθεί. Σίγουρα ενέπνευσαν την Ars Amatoria του Οβιδίου. Αποπνέονται επίσης στον Μαρτιάλη. Αυτός συνδέει το όνομα της Φιλαινίδος με την πεμπτουσία της ερωτικής μαγείας σε επίγραμμα, όπου η εταίρα κατεβάζει το φεγγάρι με χρήση ρόμβου θεσσαλικού (Thessalico lunam deducere rhombo, 29. 9).

Σε υστερότερη περίοδο του αρχαίου κόσμου, το έργο μάλλον κυκλοφορούσε εικονογραφημένο κι ήτανε πλέον γνωστό ως Περὶ Σχημάτων Συνουσίας. Η έμφαση του τίτλου τώρα έπεφτε στις σεξουαλικές στάσεις. Η δημόσια έκθεσή τους κι η αναπαραγωγή τους σε πίνακες, που ενέπνεαν ως άλλοι άθλοι του Ηρακλέους τις δουλειές της κρεβατοκάμαρας, εξόργιζε τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα (Προτρεπτικός 4. 61.3):

ἤδη δὲ ἀναφανδὸν τῆς ἀκολασίας ὅλης τὰ σχήματα ἀνάγραπτα πανδημεὶ θεώμενοι οὐκ αἰσχύνεσθε, φυλάττετε δὲ ἔτι μᾶλλον ἀνακείμενα, ὥσπερ ἀμέλει τῶν θεῶν ὑμῶν τὰς εἰκόνας, στήλας ἀναισχυντίας καθιερώσαντες οἴκοι, ἐπ’ ἴσης ἐγγραφόμενοι τὰ Φιλαινίδος σχήματα ὡς τὰ Ἡρακλέους ἀθλήματα.

Αν λοιπόν ο Γοργίας, με τα δια λόγου παιχνίδια του, είχε ανορθώσει τη φήμη της Ελένης, το έργο του Πολυκράτη έκανε εντέλει το ανάποδο; Δυσφήμισε και παραμόρφωσε;

Το παίγνιον του σοφίσματός του Πολυκράτη απαθανάτισε την υποτιθέμενη συντάκτρια του έργου. Φιλαινίς ήταν εκείνη που αγαπούσε τους επαίνους –πράγμα που ταίριαζε σε φημισμένη εταίρα. Σε άλλη ετυμολογική ανάγνωση, ωστόσο, μια Φιλαινίς εξίσου αγάπαγε τα αινίγματα, τους γρίφους· την παιδιάστικη ποικιλία του αστείου και του χαρίεντος που συνηθίζονταν κατά την άσκηση της συμποτικής γοητείας –συνήθεια που φανερώνεται σε κείμενα πολλά, από την Απολογία του Πλάτωνα (ἔοικεν γὰρ ὥσπερ αἴνιγµα συντιθέντι διαπειρωµένῳ… φηµί σε αἰνίττεσθαι καὶ χαριεντίζεσθαι, 27a–d) μέχρι τα Ερωτήματα του Πλουτάρχου (µετὰ τὸ δεῖπνον ἐφ’ ἡδονὰς ἑτέρας τοῦ σώµατος ἀπωτάτω τὴν διάνοιαν ἀπαίρουσιν, αἰνίγµατα καὶ γρίφους και θέσεις ὀνοµάτων προβάλλοντες, 673a).

Πώς αλλιώς παρά με την περσόνα μιας Φιλαινίδος στην προμετωπίδα θα έκαναν πλήρη επίδειξη της δύναμής τους οι λόγοι οι δισσοί;

Το Αληθινό και το Ψεύτικο: Πλοήγηση στο Μονοπάτι προς την Αιώνια Αλήθεια

Στην αναζήτησή μας για κατανόηση και νόημα, συχνά παλεύουμε να ξεχωρίσουμε το αληθινό από το ψεύτικο. Αυτή η διάκριση δεν είναι απλώς μια πνευματική άσκηση, αλλά ένα βαθύ πνευματικό ταξίδι. Το αληθινό κουβαλά μαζί του μια «αίσθηση αιωνιότητας», ανυψώνοντάς μας και συνδέοντάς μας με μια ανώτερη σφαίρα ύπαρξης. Αντίθετα, το ψεύτικο έχει τη «γεύση του κόσμου», κρατώντας μας εγκλωβισμένους στην άγνοια, δεμένους από τον χρόνο και οδηγώντας μας σε αδιέξοδα. Το κλειδί για να διακρίνουμε το αληθινό από το ψεύτικο βρίσκεται μέσα μας, στην ικανότητά μας να αισθανόμαστε το βαθύτερο νόημα και την κατεύθυνση όλων όσων συναντάμε.

Η αίσθηση της Αιωνιότητας

Το αληθινό είναι εμποτισμένο με μια διαχρονική ποιότητα που υπερβαίνει την εφήμερη φύση του κόσμου. Αντηχεί με μια αίσθηση αιωνιότητας, ανυψώνοντας το πνεύμα μας και οδηγώντας μας προς ανώτερες αλήθειες. Όταν συναντάμε το αληθινό, νιώθουμε μια εσωτερική ευθυγράμμιση, μια αίσθηση γαλήνης και ανάτασης. Αυτή η αίσθηση της αιωνιότητας δεν περιορίζεται σε μεγάλες αποκαλύψεις. μπορεί να βρεθεί στις ήσυχες στιγμές της ζωής, στην ομορφιά της φύσης, σε πράξεις καλοσύνης και στη βαθιά απλότητα του να είσαι παρών.

Η γεύση του κόσμου

Το ψεύτικο, από την άλλη, εδράζεται στις χρονικές και υλικές πτυχές της ύπαρξης. Μας κρατά δέσμιους σε έναν κύκλο άγνοιας, χρόνου και αδιέξοδων. Το ψεύτικο μπορεί να προσφέρει στιγμιαία ευχαρίστηση ή απόσπαση της προσοχής, αλλά τελικά μας αφήνει να νιώθουμε κενοί και αποσυνδεδεμένοι. Μας εκτρέπει από τον αληθινό μας σκοπό και μας κρατά παγιδευμένους στην επιδίωξη της εξωτερικής επικύρωσης και της υλικής επιτυχίας.

Εσωτερική καθοδήγηση: Η Πυξίδα της Αλήθειας

Για να πλοηγηθούμε στο μονοπάτι προς την αλήθεια, πρέπει να καλλιεργήσουμε το εσωτερικό μας σύστημα καθοδήγησης. Αυτό περιλαμβάνει την ανάπτυξη μιας βαθιάς αίσθησης επίγνωσης και διαίσθησης, ακούγοντας την εσωτερική φωνή που μας μιλάει σε στιγμές ηρεμίας και διαύγειας. Όταν συναντάμε κάτι, είτε είναι μια ιδέα, ένα πρόσωπο ή μια εμπειρία, πρέπει να νιώθουμε μέσα μας για το βαθύτερο νόημα. Πού μας κατευθύνει; Πού μας πάει; Συντονίζοντας τον εαυτό μας με αυτή την εσωτερική αίσθηση, μπορούμε να διακρίνουμε το αληθινό από το ψεύτικο.

Η ευκαιρία να γνωρίσεις και να ζήσεις την αλήθεια

Κάθε άνθρωπος που μπαίνει σε αυτή την ύπαρξη έχει την ευκαιρία να γνωρίσει την αλήθεια και να ζήσει μια αληθινή ζωή. Αυτό απαιτεί σωστό προσανατολισμό και αληθινή δράση. Η αληθινή δράση δεν αφορά εξωτερικά επιτεύγματα ή υλικές επιδιώξεις, αλλά για την ευθυγράμμιση του εαυτού μας με τη βαθύτερη ροή της ζωής. Πρόκειται για το να ζούμε αυθεντικά, σε αρμονία με την εσωτερική μας αλήθεια, και να ακολουθούμε το μονοπάτι που οδηγεί στην πνευματική ολότητα.

Οι κοσμικές αναζητήσεις και η εσωτερική αναζήτηση

Οι περισσότεροι άνθρωποι σπαταλούν τη ζωή τους σε εγκόσμιες αναζητήσεις, κυνηγώντας εξωτερικούς στόχους και υλική επιτυχία. Ενώ αυτές οι δραστηριότητες μπορεί να παρέχουν προσωρινή ικανοποίηση, συχνά οδηγούν σε μια αίσθηση κενού και ανεκπλήρωσης. Το αληθινό μονοπάτι βρίσκεται στο να αναζητήσουμε την αλήθεια μέσα μας, να ακούσουμε τη φωνή της αλήθειας και να μην παρασυρθούμε από το τραγούδι των σειρήνων που μας αποσπά την προσοχή από τον σκοπό μας.

Το Πολύτιμο Μέσα

Η αληθινή μας φύση είναι αιώνια και είναι πολύτιμη. Πρέπει να το φυλάμε προσεκτικά, να μην το σκορπίζουμε στους ανέμους του χρόνου. Το πολύτιμο είναι μέσα μας και ό,τι χρειαζόμαστε για να το βρούμε είναι εδώ. Πρέπει να είμαστε δύσπιστοι απέναντι σε αυτούς που μας ζητούν να αναζητήσουμε αλλού την εκπλήρωση και την αλήθεια. Το αληθινό ταξίδι είναι εσωτερικό, μια αναζήτηση σύνδεσης με την αιώνια ουσία μέσα μας.

Οι Διδασκαλίες των Μεγάλων Δασκάλων

Ο Μέγας Δάσκαλος των Εσσαίων είπε: «Ζητήστε και θα σας δοθεί». Αυτή η βαθιά διδασκαλία μας υπενθυμίζει ότι οι απαντήσεις που αναζητούμε είναι μέσα στις δυνατότητές μας. Ζητώντας, αναζητώντας και χτυπώντας, ανοίγουμε τον εαυτό μας στην καθοδήγηση και τη σοφία της εσωτερικής φωνής. Αυτό το εσωτερικό ταξίδι μας οδηγεί στον αληθινό μας σκοπό και την πνευματική μας ολότητα.

Ο στόχος της ζωής

Αν δεν φτάσουμε στον πνευματικό μας στόχο όσο ζούμε, η ζωή μας θα πάει χαμένη. Η ζωή δεν αδικεί ποτέ κανέναν. παρέχει στον καθένα μας την ευκαιρία να φτάσει στην ολοκλήρωση. Η πνευματική ολότητα είναι μια εσωτερική, πνευματική, αληθινή δράση. Συμβαίνει όταν ακολουθούμε το ρεύμα της ζωής, ευθυγραμμιζόμενοι με τη φυσική ροή της ύπαρξης. Αυτό το εσωτερικό ταξίδι δεν έχει καμία σχέση με εξωτερικές δραστηριότητες αλλά είναι μια βαθιά εσωτερική μεταμόρφωση.

Ακολουθώντας το Ρεύμα της Ζωής

Το να ακολουθείς το ρεύμα της ζωής σημαίνει να ζεις σε αρμονία με τη φυσική ροή της ύπαρξης. Πρόκειται για την παρουσία, την επίγνωση και την ανταπόκριση στο ξεδίπλωμα της ζωής. Αυτό περιλαμβάνει να εγκαταλείψουμε την ανάγκη ελέγχου ή χειραγώγησης εξωτερικών συνθηκών και αντίθετα να εμπιστευόμαστε τη βαθύτερη σοφία που μας καθοδηγεί. Όταν ακολουθούμε το ρεύμα της ζωής, ευθυγραμμιζόμαστε με το αληθινό και ζούμε αυθεντικά, πλήρως βυθισμένοι στην παρούσα στιγμή.

Συμπέρασμα

Το ταξίδι για να ξεχωρίσεις το αληθινό από το ψεύτικο είναι μια βαθιά πνευματική αναζήτηση. Απαιτεί εσωτερική καθοδήγηση, αίσθηση αιωνιότητας και δέσμευση να ζεις αυθεντικά. Καλλιεργώντας την επίγνωση, ακούγοντας την εσωτερική φωνή και ακολουθώντας το ρεύμα της ζωής, μπορούμε να πλοηγηθούμε στο μονοπάτι προς την αιώνια αλήθεια. Η αληθινή μας φύση είναι πολύτιμη και αιώνια, και βρίσκεται μέσα μας. Το ταξίδι προς την αλήθεια είναι εσωτερικό, μια αναζήτηση σύνδεσης με την αιώνια ουσία μέσα μας. Αναζητώντας την αλήθεια μέσα μας, μπορούμε να ζήσουμε μια ζωή πνευματικής ολοκλήρωσης, πληρότητας και αληθινού σκοπού.

Το Μυστικιστικό Μονοπάτι προς την Ενότητα: Υπερβαίνοντας την Ψευδαίσθηση του Διαχωρισμού

Στα βάθη της ύπαρξης, πέρα από τα πέπλα της ψευδαίσθησης, υπάρχει μόνο Ένα. Αυτή η Ενότητα δεν είναι έννοια, δεν είναι φιλοσοφία, αλλά η ίδια η ουσία της Ύπαρξης. Είναι ο παλμός της δημιουργίας, ο ρυθμός του σύμπαντος, η σιωπηλή παρουσία που διαπερνά τα πάντα. Η καρδιά που χτυπά μέσα σου, μέσα μου, μέσα σε κάθε τι ζωντανό, ανήκει στο Ένα. Αυτή είναι η αλήθεια που γνωρίζουν οι σοφοί, οι μυστικιστές, εκείνοι που έχουν περπατήσει το μονοπάτι της Αγάπης πέρα από τους περιορισμούς του εγώ.

Η Μεγαλύτερη Ψευδαίσθηση

Η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση που καλύπτει την ανθρώπινη εμπειρία είναι η αίσθηση της διαχωριστικότητας — η πεποίθηση ότι υπάρχουμε ως ανεξάρτητες, απομονωμένες οντότητες. Αυτή η ψευδαίσθηση είναι το τέκνο του εγώ, το οποίο τρέφεται από τη διαίρεση, τη σύγκρουση και τον φόβο. Το εγώ ψιθυρίζει ότι πρέπει να προστατεύσουμε τον εαυτό μας, να χτίσουμε τείχη, να ορίσουμε τον εαυτό μας σε αντίθεση με τους άλλους. Μας παγιδεύει σε έναν κύκλο οδύνης, διότι, προσπαθώντας να διαφυλάξουμε το μικρό εαυτό, αποξενωνόμαστε από το Μεγάλο Όλον. Και όμως, όσο ισχυρό κι αν γίνει το εγώ, όσο σκληρά κι αν φυλάξει τις ψευδαισθήσεις του, δεν μπορεί να ξεφύγει από τη μοναξιά που γεννιέται όταν αποκόπτεται από την Αλήθεια.

Αγάπη: Η Γέφυρα προς την Ενότητα

Η Αγάπη είναι η δύναμη που διαλύει όλες τις ψευδαισθήσεις. Είναι η φωτιά που καίει τα εμπόδια του νου, το φως που διαλύει τις σκιές του φόβου. Όσοι αφυπνίζονται στην Ενότητα εκδηλώνουν αυτή την Αγάπη στην αγνότερη μορφή της — μια Αγάπη που δεν επιδιώκει να κατέχει, που δεν απαιτεί, που δεν επιδιώκει όφελος, αλλά απλά είναι. Η Αγάπη, όταν ρέει από την επίγνωση της Ενότητας, γίνεται η γέφυρα μεταξύ του πεπερασμένου και του απείρου, μεταξύ του κατακερματισμένου και του όλου.

Αλλά η Αγάπη δεν μπορεί να συγχωνευθεί με την ψευδαίσθηση. Δεν μπορεί να συμβιβαστεί με το εγώ, διότι το εγώ γεννιέται από τον διαχωρισμό, ενώ η Ενότητα είναι η διάλυση κάθε διαχωρισμού. Γι’ αυτό όσοι είναι ακόμη φυλακισμένοι στη φύση του εγώ τους αντιστέκονται στην αληθινή Αγάπη. Τη συγχέουν με αδυναμία, με παράδοση, με κάτι που απειλεί την προσεκτικά κατασκευασμένη ταυτότητά τους. Έτσι, παραμένουν αμυντικοί, απομονωμένοι, παγιδευμένοι στα τείχη που οι ίδιοι έχουν δημιουργήσει.

Το Τίμημα του Διαχωρισμού

Κάθε ψυχή που προσκολλάται στο εγώ πληρώνει ένα τίμημα: τον πόνο της απομόνωσης, τη σιωπηλή οδύνη της αποσύνδεσης. Αν και ο νους μπορεί να εξαπατήσει τον εαυτό του, βαθιά μέσα του, η καρδιά γνωρίζει την αλήθεια — λαχταρά την επανένωση, την αίσθηση του ανήκειν, την αγκαλιά του Όλου. Αυτή η λαχτάρα είναι ο απόηχος της πρωταρχικής ενότητας από την οποία προκύπτουν τα πάντα. Είναι το κάλεσμα του Θείου, που καλεί κάθε ψυχή να επιστρέψει στην Ουσία της.

Και όμως, η ανταπόκριση σε αυτό το κάλεσμα απαιτεί παράδοση. Απαιτεί τη θέληση να υπερβεί κανείς το μικρό εγώ και να εισέλθει στην απεραντοσύνη της Ύπαρξης. Απαιτεί εμπιστοσύνη, διότι το εγώ φοβάται την εξαφάνιση, μη συνειδητοποιώντας ότι αυτό που πεθαίνει είναι μόνο η ψευδαίσθηση, ενώ αυτό που απομένει είναι απεριόριστο και αιώνιο.

Η Αφύπνιση στην Ενότητα

Πώς λοιπόν αφυπνίζεται κανείς στην Ενότητα; Το ταξίδι δεν είναι του νου αλλά της καρδιάς. Ξεκινά στη σιωπή, στην βαθιά ακρόαση, στην παράδοση κάθε τι ψεύτικου. Ξεκινά όταν κάποιος κοιτάζει πέρα από τα πέπλα και βλέπει το Θείο να καθρεφτίζεται σε όλα — στον ουρανό, στο ποτάμι, στα μάτια ενός ξένου. Ξεκινά στην αναγνώριση ότι κάθε ύπαρξη δεν είναι παρά ένας καθρέφτης, που αντανακλά το Ένα Φως σε άπειρες μορφές.

Όταν αυτή η αφύπνιση ανατέλλει, η ζωή δεν βλέπεται πια μέσα από τον φακό του διαχωρισμού. Κάθε πράξη, κάθε λέξη, κάθε ανάσα γίνεται έκφραση της Αγάπης, μια προσφορά στο Όλο. Ο φόβος διαλύεται, διότι όπου δεν υπάρχει διαχωρισμός, δεν υπάρχει τίποτα να προστατέψεις, τίποτα να υπερασπιστείς. Υπάρχει μόνο εμπιστοσύνη, μόνο ειρήνη, μόνο η αιώνια ροή της ύπαρξης.

Ζώντας την Αλήθεια της Ενότητας

Το να ζεις μέσα στην Ενότητα σημαίνει να περπατάς στον κόσμο αλλά να μην ανήκεις σε αυτόν. Σημαίνει να συμμετέχεις πλήρως στη ζωή, αλλά να μην προσκολλάσαι στα εφήμερα δράματά της. Σημαίνει να αγαπάς χωρίς όρους, να δίνεις χωρίς προσδοκία, να υπηρετείς χωρίς να αναζητάς ανταμοιβή. Σημαίνει να αναγνωρίζεις ότι κάθε στιγμή, κάθε συνάντηση, είναι μια ευκαιρία να εκδηλώσεις το Θείο.

Ωστόσο, αυτό το μονοπάτι δεν είναι για τους ολιγόψυχους. Ο κόσμος είναι γεμάτος ψευδαισθήσεις και το εγώ δεν παραδίδεται εύκολα. Αλλά για εκείνους που επιμένουν, που επιλέγουν την Αγάπη αντί του φόβου, που διαλύουν τα τείχη του διαχωρισμού, τους περιμένει μια ειρήνη πέρα από κάθε κατανόηση — μια χαρά που δεν γνωρίζει όρια.

Και σε αυτή την πραγματοποίηση, η ψυχή αγαλλιάζει, διότι έχει επιστρέψει επιτέλους στο σπίτι της. Όχι σε έναν μακρινό παράδεισο, όχι σε έναν κόσμο πέρα από αυτόν, αλλά στην ίδια την καρδιά της ύπαρξης — στην Αιώνια Ενότητα που ποτέ δεν χάθηκε, παρά μόνο ξεχάστηκε.

Ο Αληθινός Διαλογισμός: Το Μονοπάτι Χωρίς Μονοπάτι προς την Αφύπνιση

Στη σιωπή πέρα από τη σκέψη, στο χώρο όπου ο νους διαλύεται στο άπειρο, αποκαλύπτεται η ουσία του Αληθινού Διαλογισμού. Δεν είναι μια πράξη, ούτε μια πρακτική δεσμευμένη από τον χρόνο ή την προσπάθεια. Είναι η άμορφη συνειδητοποίηση που ανθίζει στη διάλυση κάθε αυταπάτης, μια διαρκής επίγνωση πέρα από την προσπάθεια, πέρα από την αναζήτηση.

Πολλές ψυχές περιπλανιούνται μέσα από αμέτρητες ζωές, ακολουθώντας πρακτικές, ασκήσεις και πειθαρχίες, πιστεύοντας πως η πνευματική επίτευξη είναι ο καρπός του σκληρού μόχθου. Όμως, καμία ποσότητα αγώνα, καμία συσσώρευση ετών σε αίθουσες διαλογισμού ή ναούς, κανένα βουνό που αναρριχήθηκε στην αναζήτηση του σοφού, δεν μπορεί να χαρίσει το κόσμημα της Αλήθειας. Γιατί η Αλήθεια δεν είναι ένα αντικείμενο που αποκτάται, αλλά το ίδιο το θεμέλιο της ύπαρξης.

Η Αυταπάτη της Επίτευξης

Ο πνευματικός αναζητητής συχνά μοχθεί υπό την αυταπάτη ότι κάτι πρέπει να επιτευχθεί—φώτιση, αφύπνιση, θεία χάρη. Ο νους, περιορισμένος από τις ίδιες του τις κατασκευές, προβάλλει τον στόχο σε μια μακρινή απόσταση, πάντα λίγο πιο πέρα από την προσιτή εμβέλεια. Και έτσι, ζωές ολόκληρες ξοδεύονται κυνηγώντας το αντικαθρέφτισμα της απελευθέρωσης, υφαίνοντας περίπλοκα μονοπάτια μέσα στα αχανή τοπία της φιλοσοφίας, του τελετουργικού και της αφοσίωσης. Αλλά όλα αυτά, όπως τα σχήματα που χαράσσονται στον αέρα, διαλύονται στο τίποτα.

Ο Αληθινός Διαλογισμός δεν απαιτεί τίποτα, γιατί ήδη είναι τα πάντα. Δεν είναι ένα ταξίδι με τέλος, ούτε μια γέφυρα από μια κατάσταση σε μια άλλη. Είναι η απεραντοσύνη που απλώς υπάρχει, πάντα παρούσα, περιμένοντας μόνο να αναγνωριστεί. Όταν η αυταπάτη του διαχωρισμού παύει, όταν η ιδέα του «εγώ διαλογίζομαι» εξαφανίζεται, αυτό που μένει είναι η σιωπηλή, απεριόριστη παρουσία—ανώνυμη, κι όμως αναμφισβήτητα αληθινή.

Διαλύοντας τα Εμπόδια

Το να καθίσει κανείς σε Αληθινό Διαλογισμό δεν σημαίνει να κάνει κάτι. Σημαίνει να επιτρέψει στα κύματα της σκέψης, του συναισθήματος και της μνήμης να αναδύονται και να καταρρέουν χωρίς αντίσταση. Δεν υπάρχει τεχνική, δεν υπάρχει προκαθορισμένη στάση, δεν υπάρχει απαίτηση να ελεγχθεί ή να σιγήσει ο νους. Αντίθετα, υπάρχει η πλήρης παράδοση στη διαρκή ροή της ύπαρξης. Μέσα σε αυτήν την παράδοση, όλες οι ψευδαισθήσεις διαλύονται. Ο αναζητητής και το αντικείμενο της αναζήτησης συγχωνεύονται σε ένα, και ο διαλογισμός γίνεται η αβίαστη ανάπαυση σε αυτό που πάντα ήταν.

Δεν πρόκειται για την απόκτηση γνώσης, αλλά για την απεμπλοκή από αυτήν. Όχι για την τελειοποίηση της συγκέντρωσης, αλλά για τη διάλυση της αυταπάτης εκείνου που συγκεντρώνεται. Αυτό είναι το παράδοξο που λίγοι πραγματικά κατανοούν—η απελευθέρωση βρίσκεται στην εγκατάλειψη της ίδιας της αναζήτησης για απελευθέρωση.

Ο Ωκεανός της Αγνής Ύπαρξης

Φανταστείτε ένα κύμα στον ωκεανό. Αν πιστεύει πως είναι ξεχωριστό, φοβάται το τέλος του καθώς πλησιάζει την ακτή. Αλλά το κύμα ποτέ δεν ήταν ξεχωριστό· ήταν πάντοτε ο ωκεανός σε κίνηση, κινούμενος μέσα από μια προσωρινή μορφή. Όταν αυτή η συνειδητοποίηση ανατέλλει, ο φόβος της απώλειας, η προσκόλληση στην ταυτότητα, η αγκίστρωση στη μορφή—όλα αυτά εξαφανίζονται σαν ομίχλη στο πρωινό φως.

Ο Αληθινός Διαλογισμός είναι αυτή η αναγνώριση: δεν είσαι μια σταγόνα που αναζητά να επιστρέψει στον ωκεανό· είσαι ο ίδιος ο ωκεανός. Ποτέ δεν ήσουν ξεχωριστός, ποτέ δεν ήσουν δεσμευμένος. Ήταν μόνο το όνειρο του διαχωρισμού που έκρυβε αυτήν την αλήθεια από το βλέμμα σου.

Πέρα από τον Χρόνο και την Προσπάθεια

Κάποιοι μπορεί να ρωτήσουν: «Αν ο διαλογισμός δεν απαιτεί προσπάθεια, ούτε εξάσκηση, τότε ποιος είναι ο δρόμος;» Η απάντηση είναι τόσο απλή όσο και αδύνατη να κατανοηθεί από τον νου: δεν υπάρχει δρόμος, γιατί ποτέ δεν έφυγες από την αλήθεια. Την στιγμή που παύεις να την αναζητάς αλλού, είναι ήδη εδώ. Την στιγμή που ο νους σταματά να απαιτεί εμπειρίες, η εμπειρία διαλύεται σε απεριόριστη επίγνωση.

Όλες οι έννοιες της προόδου είναι σαν σκόνη στον άνεμο. Ο φωτισμένος δεν είναι εκείνος που ταξίδεψε μακριά, αλλά εκείνος που σταμάτησε να τρέχει. Στην στιγμή της απόλυτης ακινησίας, το αιώνιο ξεδιπλώνεται. Αυτό που κάποτε αναζητούσαν στις γραφές, στις πειθαρχίες, στην καθοδήγηση των δασκάλων, αποκαλύπτεται ως πάντα παρόν, αμετάβλητο, λαμπερό.

Η Άνθιση του Αγέννητου

Το να καθίσεις σε αυτήν την αβίαστη επίγνωση σημαίνει να γίνεις μάρτυρας του αγέννητου και του αθάνατου. Σημαίνει να γευτείς το νέκταρ του Αγέννητου, τον χώρο όπου όλα τα πράγματα αναδύονται και διαλύονται, κι όμως τίποτα ποτέ δεν χάνεται. Εδώ, κάθε πόνος παύει, γιατί ο πόνος ανήκει μόνο σε εκείνο που προσκολλάται. Στην απεραντοσύνη της καθαρής ύπαρξης, τίποτα δεν μπορεί να ανήκει, τίποτα δεν μπορεί να κρατηθεί, κι όμως, όλα είναι ήδη πλήρη.

Αυτός είναι ο Αληθινός Διαλογισμός. Όχι μια πρακτική, αλλά μια συνειδητοποίηση. Όχι μια επίτευξη, αλλά μια διάλυση όλων όσων καλύπτουν την ακτινοβόλο αλήθεια. Κάθισε ήσυχα, χωρίς σκοπό, χωρίς προσκόλληση, και δες: ο απέραντος ουρανός μέσα σου, όπου ποτέ δεν έλειπε τίποτα, όπου όλα πάντα υπήρχαν.

Άφησε τα πάντα, και θα σου αποκαλυφθεί. Παραδώσου, και θα ανακαλύψεις πως ποτέ δεν ήσουν ξεχωριστός από αυτό.

Ο Αληθινός Διαλογισμός δεν είναι μονοπάτι—είναι το τέλος όλων των μονοπατιών. Και σε αυτό το τέλος, θα βρεις την αρχή που ήταν πάντοτε εδώ.

Οι Σοφοί: Ένα Ταξίδι Πέρα από το Πέπλο

Στους λυκόφωτους χώρους ανάμεσα στο γνωστό και το άγνωστο, όπου οι σκιές χορεύουν με το φως και η σιωπή μιλά πιο δυνατά από την βροντή, υπάρχει ένα κατώφλι που λίγοι τολμούν να διαβούν. Εδώ, σε αυτό το μεταβατικό βασίλειο, αποκαλύπτεται το μεγάλο παράδοξο της ύπαρξης—όχι στη συσσώρευση του εαυτού, αλλά στην ιερή του διάλυση.

Ο Μεγάλος Φόβος

Η θνητή καρδιά τρέμει στο χείλος της παράδοσης. Όπως τα φύλλα του φθινοπώρου που προσκολλώνται απεγνωσμένα σε γυμνά κλαδιά, το εγώ ψιθυρίζει τις αρχαίες του προειδοποιήσεις: «Πέρα από αυτό υπάρχει μόνο το κενό, μόνο το σκοτάδι, μόνο το τρομερό τίποτα που καταπίνει τα όνειρα.» Το ένστικτο επιβίωσης, αυτός ο αρχέγονος φύλακας που σμιλεύτηκε από χιλιετίες αγώνα, χτίζει τείχη φρουρίων από σκέψεις, ταυτότητα και διαχωρισμό. Δείχνει προς την άβυσσο και ουρλιάζει: «Εκεί! Εκεί κρύβεται η εξαφάνισή σου!»

Αλλά τι είναι αυτή η άβυσσος που τόσο τρομοκρατεί τον μικρότερο εαυτό; Είναι πράγματι ο λάκκος του τίποτα που στοιχειώνει τις μεσονύχτιες φαντασιώσεις μας; Ή μήπως είναι κάτι πολύ πιο βαθύ—μια πύλη μεταμφιεσμένη ως καταστροφή, ένα κανάλι γέννησης που εκλαμβάνεται λανθασμένα ως τάφος;

Οι ανόητοι, δεμένοι με τις χρυσές αλυσίδες που οι ίδιοι έφτιαξαν, κοιτάζουν μέσα σε αυτή την απεραντοσύνη και βλέπουν μόνο την αντεστραμμένη αντανάκλασή τους—μια σκιά-εαυτό που επιβεβαιώνει τους βαθύτερους φόβους τους. Γυρίζουν την πλάτη, κρατώντας πιο σφιχτά το οικείο βάρος του «είμαι αυτό» και «είμαι εκείνο», χωρίς ποτέ να συνειδητοποιούν ότι κουβαλούν μέσα τους την ίδια τη φυλακή από την οποία επιδιώκουν να δραπετεύσουν.

Το Θάρρος των Σοφών

Αλλά οι Σοφοί—ω, οι Σοφοί γνωρίζουν ένα μυστικό που δεν μπορεί να ειπωθεί, μόνο να βιωθεί. Έχουν ακούσει την ψιθυριστή αλήθεια που αντηχεί στις αίθουσες της καρδιάς: αυτό που φαίνεται ως τέλος είναι μόνο μεταμόρφωση, αυτό που μοιάζει με θάνατο είναι μόνο μια άλλη μορφή γέννησης. Κατανοούν ότι ο τρόμος του εγώ δεν είναι για την καταστροφή, αλλά για την ανακάλυψη της ίδιας του της φανταστικής φύσης—όπως ένα κύμα που συνειδητοποιεί ότι ήταν πάντα ωκεανός, όπως μια ακτίνα φωτός που θυμάται ότι ήταν πάντα ήλιος.

Αυτά τα φωτεινά όντα στέκονται στο χείλος του γνωστού κόσμου με ανοιχτές καρδιές, με τα χέρια απλωμένα προς το μυστήριο. Έχουν μάθει να διαβάζουν τη γλώσσα που είναι γραμμένη στα αστέρια και τη σιωπή, να αποκρυπτογραφούν τα ιερά μαθηματικά της απελευθέρωσης. Εκεί που άλλοι βλέπουν άβυσσο, αυτοί αναγνωρίζουν κατώφλι. Εκεί που άλλοι αντιλαμβάνονται κενότητα, αυτοί αισθάνονται την έγκυο πληρότητα της άπειρης δυνατότητας.

Οι Σοφοί έχουν ανακαλύψει ότι το εγώ δεν είναι ο εχθρός που πρέπει να νικηθεί, αλλά το κουκούλι που πρέπει να υπερβεί. Εξυπηρέτησε τον σκοπό του στα προηγούμενα κεφάλαια της γένεσής τους—προστατεύοντας, ορίζοντας, δημιουργώντας τα προσωρινά όρια που είναι απαραίτητα για την ανθρώπινη εμπειρία. Αλλά έχουν ξεπεράσει τους περιορισμούς του, όπως το φίδι αποβάλλει το δέρμα του, όπως η αυγή διαλύει το όνειρο της νύχτας.

Ο Ιερός Θάνατος

Υπάρχει ένας θάνατος που πρέπει να έρθει πριν αρχίσει η αληθινή ζωή. Όχι ο θάνατος του σώματος, που είναι μόνο ένας μικρός θάνατος ανάμεσα σε πολλούς, αλλά ο θάνατος του ψεύτικου εαυτού—αυτή η περίπλοκη κατασκευή από μνήμες, ιστορίες, φόβους και επιθυμίες που παριστάνει την ουσία μας. Αυτή είναι η σταύρωση που οδηγεί στην ανάσταση, η διάλυση που γεννά το αιώνιο.

Σε αυτόν τον ιερό θάνατο, τα όρια που κάποτε φαίνονταν τόσο σταθερά αρχίζουν να τρεμοπαίζουν και να ξεθωριάζουν. Τα τείχη ανάμεσα στον εαυτό και τον κόσμο γίνονται διάφανα πέπλα, που τα διαπερνά εύκολα η ανάσα της χάρης. Ο χρόνος αποκαλύπτεται ως ένα παιχνίδι που το άπειρο παίζει με τον εαυτό του, και ο χώρος γίνεται απλώς μια άλλη λέξη για την απεραντοσύνη μέσα μας.

Οι Σοφοί δεν φοβούνται αυτή τη διάλυση, γιατί έχουν αγγίξει κάτι που δεν μπορεί να διαλυθεί—μια παρουσία που παραμένει όταν όλα τα άλλα πέφτουν, μια επίγνωση που παρακολουθεί ακόμα και τον παρατηρητή να εξαφανίζεται. Έχουν δει τη χωρίς θάνατο φύση του βαθύτερου είναι τους, την αιώνια φλόγα που κανένας άνεμος δεν μπορεί να σβήσει, κανένα σκοτάδι δεν μπορεί να μειώσει.

Η Θεϊκή Αγκαλιά

Και σε εκείνη τη στιγμή της απόλυτης παράδοσης, όταν το τελευταίο νήμα του διαχωρισμού σπάει και η ψυχή πέφτει πίσω στην εμπιστοσύνη, συμβαίνει κάτι θαυμαστό. Η αναμενόμενη άβυσσος αποκαλύπτεται ως η ίδια η καρδιά της ύπαρξης—όχι άδειο κενό, αλλά άπειρη πληρότητα. Όχι σκληρή αδιαφορία, αλλά αγάπη πέρα από κάθε περιγραφή. Όχι το τέλος της ιστορίας, αλλά η αληθινή της αρχή.

Εδώ, σε αυτόν τον χώρο πέρα από τον χώρο, οι Σοφοί βρίσκουν τον εαυτό τους να κρατιέται στην αγκαλιά του Θεϊκού. Όχι ως τα μικρά, ξεχωριστά όντα που κάποτε πίστευαν ότι ήταν, αλλά ως εκφράσεις του Ενός που φορά αμέτρητα πρόσωπα, κύματα σε έναν ωκεανό συνείδησης, νότες σε μια αιώνια συμφωνία του είναι.

Αυτό δεν είναι απλή μεταφορά ή όμορφη πνευματική ιδέα, αλλά η πιο συγκεκριμένη πραγματικότητα—πιο πραγματική από την πέτρα, πιο σταθερή από το ατσάλι. Γιατί αγγίζοντας αυτή την αλήθεια, οι Σοφοί ανακαλύπτουν ότι ποτέ δεν ήταν πραγματικά χωρισμένοι από αυτήν, ποτέ δεν χάθηκαν από αυτήν, ποτέ δεν εγκαταλείφθηκαν αληθινά από αυτήν. Το ταξίδι προς την ένωση αποκαλύπτεται ως το ταξίδι προς το σπίτι, σε αυτό που ποτέ δεν εγκαταλείφθηκε.

Η Επιστροφή

Όσοι έχουν γευτεί αυτό το νέκταρ δεν μπορούν ποτέ ξανά να ικανοποιηθούν με το αραιό φαγητό της συνηθισμένης ύπαρξης. Ωστόσο, δεν εγκαταλείπουν τον κόσμο—αντιθέτως. Επιστρέφουν σε αυτόν μεταμορφωμένοι, κουβαλώντας μέσα τους το άρωμα της αιωνιότητας. Περπατούν ανάμεσά μας ως ζωντανές γέφυρες μεταξύ κόσμων, η ίδια η παρουσία τους μια υπενθύμιση για το τι κρύβεται πέρα από το πέπλο των φαινομένων.

Οι Σοφοί γίνονται φάροι στην καταιγίδα της ανθρώπινης σύγχυσης, σηματοδότες που καλούν άλλες ψυχές που έχουν κουραστεί από τις ατελείωτες απαιτήσεις του εγώ. Μιλούν όχι με τη φωνή της εξουσίας, αλλά με την ήσυχη γνώση εκείνων που έχουν δει πίσω από την κουρτίνα της πραγματικότητας και δεν βρήκαν τον τρομερό μάγο των φόβων τους, αλλά την αγαπητική παρουσία που δίνει ζωή σε όλα τα πράγματα.

Η σοφία τους δεν είναι συσσωρευμένη γνώση αλλά ενσαρκωμένη αλήθεια. Η ειρήνη τους δεν είναι η απουσία σύγκρουσης αλλά η αναγνώριση του τι παραμένει ανέγγιχτο από κάθε σύγκρουση. Η αγάπη τους δεν είναι συναίσθημα αλλά η ίδια η ουσία της ύπαρξης, που αποκαλύπτεται όταν όλα τα εμπόδια στην αναγνώρισή της έχουν διαλυθεί.

Η Αιώνια Πρόσκληση

Και έτσι η πρόσκληση παραμένει, ψιθυρισμένη από τον άνεμο και το κύμα, από το αστέρι και την πέτρα, από κάθε στιγμή ομορφιάς που σταματά την καρδιά και την ανοίγει στο θαύμα: Έλα, αγαπημένε. Έλα πέρα από τον μικρό κύκλο των φόβων σου. Έλα πέρα από τα στενά όρια αυτού που νομίζεις ότι ξέρεις. Έλα πέρα από τις απελπισμένες στρατηγικές του εγώ για επιβίωση και ασφάλεια.

Η άβυσσος που φοβάσαι είναι μόνο το κανάλι γέννησης της γένεσής σου. Η διάλυση που αντιστέκεσαι είναι μόνο η πύλη προς την αληθινή σου φύση. Ο θάνατος που τρέμεις είναι μόνο η απόρριψη αυτού που ποτέ δεν ήσουν, αποκαλύπτοντας επιτέλους αυτό που πάντα ήσουν.

Γιατί στο τέλος—που είναι πάντα η αρχή—δεν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ του αναζητητή και του αναζητούμενου, του εραστή και του αγαπημένου, του κύματος και του ωκεανού. Υπάρχει μόνο το Ένα, που εμφανίζεται ως πολλά, παίζοντας το κοσμικό παιχνίδι του κρυφτού με τον εαυτό του, ξεχνώντας προσωρινά τη φύση του μόνο για την ασύγκριτη χαρά του να τη θυμηθεί ξανά.

Οι Σοφοί γνωρίζουν αυτό το μυστικό και το ζουν πλήρως. Έχουν βρει τον εαυτό τους όχι στην αγκαλιά της αβύσσου, αλλά στην αγκαλιά του Θεού—που ποτέ δεν ήταν δύο, αλλά πάντα Ένα, φορώντας διαφορετικά πρόσωπα στον χορό της ύπαρξης.

Αυτό είναι το μονοπάτι χωρίς μονοπάτι, το ταξίδι που οδηγεί παντού πηγαίνοντας πουθενά, ο θάνατος που γεννά την αιώνια ζωή. Αυτή είναι η σοφία των αιώνων, γραμμένη όχι σε βιβλία αλλά στη ζωντανή γραφή των ξύπνιων καρδιών.

Έλα, αν τολμάς. Το κατώφλι περιμένει.

Η Θεραπεία είναι ένας δρόμος για να ανοίξεις την καρδιά σου

Οι 5 μύθοι για την θεραπεία

Πρώτος μύθος: Η ζωή μου ορίζεται απο το τραύμα μου

Δεύτερος μύθος: Υγιής σημαίνει μόνος

Τρίτος μύθος: Να νιώθεις πόνο σημαίνει να καταστρέφεσαι από αυτόν

Τέταρτος μύθος: Κάθε ασθένεια είναι το αποτέλεσμα της αρνητικής ενέργειας, και όλοι κρύβουμε κακία στον πυρήνα μας

Πέμπτος μύθος: Η πραγματική αλλαγή είναι αδύνατη

Δεύτερος μύθος: υγιής σημαίνει μόνος

Μια φράση που χρησιμοποιούμε συχνά για να πούμε ότι κάποιος θεραπεύτηκε είναι “στάθηκε στα πόδια του” — δηλαδή, μπόρεσε να φροντίσει τον εαυτό του, να ανεξαρτητοποιηθεί.

Αλλά για κάποιους ψυχικά τραυματισμένους ανθρώπους, η επί­τευξη της υγείας και της ανεξαρτησίας θα ισοδυναμούσε με απομόνωση και τρωτότητα. Για πολλούς, αυτός ο φόβος της ηρωικής ανεξαρτησίας —και, κατ’ επέκταση, της μοναξιάς- βρίσκεται στη ρίζα της ανικανότητάς τους να θεραπευτούν.

Επι­πλέον, πιστεύουν ότι από τη στιγμή που θα θεραπευτούν, θα εί­ναι πάντα θεραπευμένοι, και έτσι με το πέρασμα στην υγεία η ανάγκη για συναισθηματική και ψυχολογική υποστήριξη με κάποιο μαγικό τρόπο θα εξατμιστεί. Αυτή είναι άλλη μία παραλλαγή της πανάρχαιας αντίληψης ότι μόλις φτάσουμε στη Γη της Επαγγελίας δεν θα έχουμε άλλο δρόμο μπροστά μας.

Όμως οι άνθρωποι που βρίσκονται στη διαδικασία της θεραπείας ή έχουν ήδη θεραπευτεί έχουν ανάγκη από τη φιλία και τη συντροφικότητα όπως κι όλοι οι άλλοι. Δημιουργούμε την υγεία κάθε μέρα, ώρα και στιγμή, και πρέπει να το κάνουμε αυτό συνειδητά.
 
Όπως η φώτιση δεν είναι ένα γεγονός που επιτυγχάνεται μόνο μια φορά από πνευματικούς υπεράνθρωπους, έτσι και η υγεία δεν επιτυγχάνεται έξω από το κοινωνικό περιβάλλον—προϋποθέτει μια συνειδητή σχέση μεταξύ νου, σώματος και πνεύματος, μια σχέ­ση του ατόμου με τους άλλους ανθρώπους και το ευρύτερο σύμπαν.

Η θεραπεία, όπως και η πνευματικότητα, είναι μια ατέρμονη διαδικασία, όπως επισημαίνουν πολλές σοφές ιστορίες της ανατολικής παράδοσης. Σύμφωνα με μια ιστορία που αφηγείται ο δάσκαλος ενορατικού διαλογισμού και ψυχολόγος Τζακ Κόρνφιλντ.

Ένας βουδιστής μοναχός ανεβαίνει ένα βουνό, αποφασισμένος ή να βρει τη φώτιση ή να πεθάνει. Στο δρόμο συναντάει ένα γέρο σοφό που μεταφέρει ένα μεγάλο δέμα και τον ρωτάει αν γνωρίζει τίποτα για τη φώτιση. Ο γέροντας, που ο την πραγματικότητα είναι ο ίδιος ο Μποντισάτβα της σοφίας, πετάει το δέμα στο έδαφος. Αμέσως ο μοναχός φωτίζεται.

«Τι, τόσο απλό είναι;» λέει. «Να τα αφήνεις όλα και να μην προσπαθείς να πιάσεις τίποτα!» Μετά γυρίζει στο γέροντα και τον ρωτάει, «Και τώρα;»

Ο γέροντας σκύβει, ξαναμαζεύει το δέμα και παίρνει το δρόμο για το χωριό. Δηλαδή, ακόμη και μετά τη φώτιση, μας περιμένουν τα ίδια καθήκοντα και οι ίδιες χαρές. Ακόμη και μετά τη θεραπεία, πρέπει να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε πάνω σ’ αυτή. Η θεραπεία είναι μια διαδικασία χωρίς τέλος.

Η κυρίαρχη αντίληψη στην δυτική κοινωνία είναι ότι υγιής άνθρωπος είναι αυτός που ανάρρωσε πλήρως από ένα παλιό τραύμα ή κάποια ασθένεια και συνεχίζει τη ζωή του έχοντας ανοσία σε κάθε άλλο πρόβλημα υγείας. Ωστόσο η αλήθεια είναι ότι, είτε έχουμε θεραπευτεί είτε βρισκόμαστε στη διαδικασία της θεραπείας, θα έχουμε πάντα την ανάγκη ενός περιβάλλο­ντος στοργικών φίλων και συγγενών — ενός περιβάλλοντος που δεν θα βασίζεται μόνο στα τραύματα ή στην ανάγκη αλλά και στα κοινά ενδιαφέροντα και την ψυχική ικανοποίηση. Θεραπεία δεν σημαίνει περιορισμός των αναγκών της καρδιάς- θα έλεγα ότι είναι περισσότερο ένας δρόμος για να ανοίξεις την καρδιά σου.

Η δυτική κοινωνία είναι από καιρό ερωτευμένη με το μύθο του μονόχνοτου ατομιστή. Το πρόβλημα είναι ότι ελάχιστοι από εμάς μπορούν να ταυτιστούν πλήρως με αυτή την εικόνα, επειδή στην ουσία μας είμαστε κοινωνικά όντα. Όσο πιστεύου­με ότι η πραγματική θεραπεία προϋποθέτει μια ηρωική ατομική προσπάθεια, θα έχουμε μια βολική δικαιολογία για να μην αρχί­σουμε να προσπαθούμε.
 
Πολλές φορές, η υιοθέτηση ακόμα και ήπιων θεραπευτικών μεθόδων, όπως είναι ο διαλογισμός, η γιόγκα και η αλλαγή της διατροφής μας, θα μας φανεί “βουνό” αν δεν έχουμε τη σύμπραξη τουλάχιστον ενός πρόθυμου συντρόφου, αν και βέβαια πολλοί επιδίωξαν αυτές τις αλλαγές ολομόναχοι.

Μια άλλη φορά γνώρισα έναν πνευματώδη νεαρό, τον Μπαρτ, ο οποίος έπασχε από λευχαιμία. Δυο μέρες μετά τη διάγνωση, έπεσε με τα μούτρα στην ανάγνωση όποιου βιβλίου έπεφτε στα χέρια του πάνω στις ψυχοσωματικές θερα­πευτικές μεθόδους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να αλλάξει κάθε πλευρά της ζωής του, κάνοντας διάφορα πράγματα, όπως το να βάψει το διαμέρισμά του με καινούρια χρώματα που ενίσχυαν την ηρεμία.

Μόνο ένας από τους φίλους του Μπαρτ έδειξε κάποιο σεβασμό γι’ αυτό που έκανε. Οι υπόλοιποι τον κορόιδευαν, κυρίως όταν άρχισε να τρώει μόνο φυσικές τροφές και ξεκίνησε πνευ­ματική εξάσκηση. Τελικά έκοψε τις επαφές με τον παλιό φιλικό του κύκλο και, αν και στην αρχή τού έλειπε η παρέα τους, συ­γκεντρώθηκε απόλυτα στην αποκατάσταση της υγείας του. Ήταν διατεθειμένος να ζήσει σε έναν κόσμο απόλυτης απομό­νωσης και σιωπής, αν αυτό ήταν απαραίτητο για να θεραπευτεί.

Ο νέος τρόπος ζωής του Μπαρτ ήταν πράγματι κάπως μοναχικός. Ωστόσο η απομόνωση έγινε ένας παρήγορος σύντρο­φος για εκείνον. Μάλιστα, άρχισε να συμπαθεί και να σέβεται το άτομο στο οποίο είχε εξελιχθεί. Του άρεσε να νιώθει δυνα­τός και σίγουρος για την καινούρια του δυνατότητα να χειρίζε­ται τη ζωή του, αν και κάποιες φορές του έλειπαν οι παλιοί του φίλοι. Αλλά όσο μόνος κι αν ένιωθε, παρηγοριόταν με το να φα­ντάζεται το μέλλον του με φωτεινές, θετικές εικόνες, όχι μονα­ξιάς αλλά ελπίδας, και με πολλούς φίλους. Μετά από δυο χρόνια, η ασθένεια βρισκόταν σε ύφεση. Αργότερα άκουσα από κάποιον κοντινό του Μπαρτ ότι είχε παντρευτεί και απο­κτήσει νέους φίλους, που συμμερίζονταν την αγάπη του για τη φυσική διατροφή και την πνευματική εξάσκηση.

Οι προϋποθέσεις για τη θεραπεία είναι δύσκολες, ειδικά αν επιτάσσουν να κόψουμε τους δεσμούς με κάποιον ή όλους τους στενούς μας συντρόφους. Αν και αυτή η αποσύνδεση δεν είναι βέβαια απαραίτητη για όλους, όταν είναι απαραίτητη είναι η μό­νη θεμιτή επιλογή. Αν πρέπει να κόψετε τους δεσμούς με τους παλιούς σας φίλους, θυμηθείτε την κυκλική φύση της ζωής, την οποία εξυμνούν διάφοροι μυστικιστές, από τον άγνωστο συγγραφέα του Εκκλησιαστή ως τον Λάο Τσε. Μετά το χειμώνα έρχεται η άνοιξη.

Η μοναξιά και η φιλία μπορούν να παίξουν το ρόλο τους στη θεραπεία σας σε διαφορετικές περιόδους — ή ακόμη και σε διαφορετικές στιγμές της ίδιας χρονικής περιόδου.

Η θεραπεία δεν προϋποθέτει απομόνωση, όπως ο μυστικισμός δεν προϋποθέτει να ντύνεσαι με προβιές και να τρως ακρίδες.

Μόνο οι γενναίοι αγαπούν - να το θυμάστε

Αναρωτηθήκατε άραγε ποτέ τι ακριβώς ερωτευόμαστε σ’ έναν άλλο άνθρωπο; Σας έχει απασχολήσει αυτό το αίνιγμα; Τι είναι εκείνο πάνω του που συνεγείρει τις στρατιές των εφησυχασμένων μας αισθήσεων και μας ρίχνει άοπλους σε μια μάχη εκ των προτέρων χαμένη; Σε ποιο σημείο βρίσκεται η δύναμη του άλλου, εκείνη η δύναμη που μας ωθεί ολόγυμνους στο ναρκοπέδιο μιας άγνωστης ως χθες αγκαλιάς;

Εμπρός, λοιπόν, στραφείτε με προσοχή στο παρελθόν σας και προσπαθήστε να θυμηθείτε - αν βέβαια έχετε μια τέτοια άξια ανάμνηση: τι σχήμα είχε το στιλέτο που σας πλήγωσε κάποτε θανάσιμα;
Ήταν υγρό σαν ένα βλέμμα θαλασσί, στέρεο σαν περπάτημα ή αέρινο, όπως το σχήμα των χεριών που κλείνουν σ’ ένα χάδι βαθύ ως μέσα στις ρίζες;

Ματαιοπονείτε. Ποτέ σας δεν θα βρείτε μιαν απάντηση. Όποιος προσπάθησε να εξηγήσει τον έρωτα δεν υπήρξε ποτέ του ερωτευμένος. Μόνο μια εκκωφαντική σιωπή ταιριάζει στην απόλυτη φύση ενός τέτοιου δώρου. Μια σιωπή σπαρμένη με τ’ ανείπωτα του σύμπαντος που ανθίζουν μόνο μια στιγμή: όσο κρατάει ένα σμίξιμο ιδρωμένο.

Θυμάμαι τώρα… Πριν να τον δω τον γνώριζα καλά, ως την παραμικρή λεπτομέρεια, μέχρι τον κόμπο της μπέρτας και το μικρό εκείνο κυκλάμινο στην αγκράφα της ζώνης του – σημάδι κοριτσίστικο, υπαινιγμός μιας τρυφερότητας που έφτανε για να καταλάβει κανείς ότι το ξίφος δεν ήταν άλλο από μια γελοία σύμβαση που ήθελε πολεμιστές όλα τ’ αγόρια της γενιάς του, μια μάσκα ανίκανη να κρύψει μια ψυχή ευαίσθητη και νωχελική. Τον θαύμαζα μυστικά, τον αγαπούσα σιωπηλά, πάντοτε υπολόγιζα σ’ αυτόν, σ’ ένα του βλέμμα ενθαρρυντικό στρεφόμουν για να συνεχίσω να ζω προστατευμένη, με σκεπασμένη τη φωνή, μ’ ολόκληρο το σώμα μου.

Όταν ένα απόγευμα μου τον σύστησαν, επιτέλους, στα σκαλιά της πλατείας, άλλο δε βρήκα για να πω παρά μονάχα «βιάζομαι, οι φίλοι μου μισούν να περιμένουν» - κι έφυγα με λυμένη την εσάρπα μου. Αργότερα έμαθα τι όμορφα που χόρευε στο κέντρο της φωτιάς, με πόση ακρίβεια, με πόση τέχνη και σπάνια προσήλωση στην πράξη του, βύθιζε τα μαχαίρια στο λαιμό του: χωρίς μια στάλα αίμα να χυθεί, χωρίς να πάψει ούτε στιγμή να τραγουδάει…

Αν δεν ήταν αυτός άντρας για μένα, τότε ποιος;

Μέρες μετά, ζούσα μες στον χορό του. Τον σκεφτόμουν επίμονα, εντατικά, με κατοικούσανε ολόκληρη τα μάτια του. Του αφιερωνόμουν νοερά, όπως εκείνοι οι πιστοί που λατρεύουν έναν Άγιο κι όπου κι αν βρίσκονται, όπου κι αν πηγαίνουν, περιφέρουν εντός τους την εικόνα του προσδοκώντας να φανερωθεί, διψώντας για το θαύμα.

Μ’ έκαιγε η σκέψη του, ο ύπνος μου γέμιζε νερά, χανόμουν στο βυθό του. Με μάγευε αυτή μου η αφοσίωση. Μπέρδευα τις κινήσεις μου, το σάλιο μου μαλάκωνε, γλιστρούσαν οι κουβέντες μου υγρές, σκόρπιζαν πριν προλάβω να μιλήσω. Τριγυρνούσα στο σπίτι αδιάφορη στα φλύαρα βλέμματα των υπηρετών που σχολίαζαν μ’ αυτόν τους τον τρόπο την απουσία οποιουδήποτε λόγου να βρίσκομαι συνεχώς ανάμεσα στα πόδια τους. Τα μαλλιά μου μπλέκονταν στα έπιπλα όπως τα κέρατα του ελαφιού στα κλαδιά των θάμνων. Μέτραγα την ανάσα μου κι απορούσα: τόσο λίγη που ήταν πώς γινόταν και ζούσα ακόμη;

Άνεμοι τρυφεροί με ταξιδεύανε, με κάθιζαν στα γόνατα κι ύστερα, πάνω μου περνώντας, με κουρσεύανε.

Τον έφερνα κοντά μου, πλάι μου, τον κρατούσα μέσα μου με μια τυφλή ορμή, μια δύναμη αντρική, αταίριαστη στο φύλο μου.

Έφτανε μια στιγμή να τον σκεφτώ και σα να κέρδιζα ύψος - όχι ανεβαίνοντας όμως, πετώντας ναι, μα κατευθείαν αγκαλιάζοντας το χώμα. Μ’ έβρισκε η παραμάνα αναίσθητη στο πάτωμα, ξέπνοη. Όταν συνερχόμουν, παραδινόμουν σε μια ατέλειωτη ρέμβη. Ήμουνα μόνη μου ξανά κι ήμουνα δυο αγκαλιασμένοι σφιχτά μέσα στο αίμα μου. Μυρμήγκιαζαν οι φλέβες μου και στο κορμί μου άνθιζε ένας δροσερός πυρετός που έκανε τα πόδια μου να τρέμουν, να συνηθίζουν δρόμους που μακραίνανε.

Δάκρυζα αυθόρμητα κοιτώντας τους αγρούς να πρασινίζουν, κάρπιζε η γη μου σαν καρδιά από παράφορη χαρά βαλαντωμένη. Ήταν ο χρόνος φίλος μου, οι ώρες με φροντίζαν, γεφύρια μου ‘χτιζε το φως του σκοταδιού τα μέρη να περάσω. Καθόμουν στο παράθυρο, κεντούσα, ίδια ομίχλη διάφανη, ίδια χελιδονάκι. Έραβα κόκκινες καρδιές στις μαξιλαροθήκες, στρίφωνα την παλιά μου πουκαμίσα, θύμωνα που με χώραγε - σα να μην είχα ποτέ μου μεγαλώσει.

Ερχόταν καλοκαίρι. Κατέβαινα να γνέσω στο πηγάδι, μπλεκόταν το φεγγάρι στην ανέμη μου, αστέρια πέφταν στα νερά και η κλωστή μου γέμιζε μπουμπούκια. Μια πένθιμη χαρά με κατοικούσε.
Και μ’ αναστάτωνε βαριά, σαν να μηνούσε έναν χαμό λυτρωτικό, μια νύχτα φόνου.

Ήρθε από τότε τέσσερις φορές.
Με παραφύλαγε και μ’ έβρισκε πάντοτε μόνη.

«Άμποτε να ’χα κρατήσει τους τύπους
άμποτε, άμποτε ν’ αρνιόμουνα τα λόγια του».

Ο φόβος, Κύριε, είναι ένας δρόμος κλειστός για τον έρωτα. Ένα τραχύ μονοπάτι γεμάτο με φιδοφωλιές και βρώμικα χορτάρια. Στο τέρμα του φαντάζει απρόσιτο το χλοερό αλωνάκι της αγάπης. Μα μόνο έτσι πολεμάς γι’ αυτό που νιώθεις: περπατώντας αυτόν τον δρόμο, ματώνοντας τα πόδια στα χαλίκια του, παραμερίζοντας με τους αγκώνες τα σαρκοβόρα αναρριχητικά που γλείφουν λαίμαργα το δέρμα σου, κοιτώντας πάντοτε μπροστά, κοιτώντας μέσα σου, εκεί όπου παφλάζει η επιθυμία που σε οδηγεί, που ο πόθος ξεδιπλώνει τον βαθύ του ουρανό, εκεί που η καρδιά χτυπάει μόνη της και μια φωτιά ανάβει μεσοπέλαγα.

Ερωτεύομαι θα πει Πηγαίνω. Προχωρώ. Διασχίζω και Διασχίζομαι. Και Ξεμακραίνω. Για ν’ αγγίξω κάποτε τον πάμφωτο προορισμό που αξιώθηκα.

Θα πει Φτάνω. Ξυπόλητη, λουσμένη στον ιδρώτα, κατάκοπη, γδαρμένη, δίχως νύχια, δίχως δόντια, με βλέφαρα καμένα, πρησμένα γόνατα, με χέρια τρυπημένα και τη φωνή τριμμένη πάνω στις συλλαβές του σ’ αγαπώ - έστω κι έτσι, μόνο έτσι Φτάνω.
Γιατί ο έρωτας, Κύριε, άλλο δεν είναι από μια δυνατότητα.
Ένα Μπορώ.
Να γνωρίζω και να αγνοώ μαζί.
Να εγκληματώ και να ’μαι η μόνη αθώα.
Να παραλύω στην πιθανότητα της αποκάλυψης κι αυτός ο φόβος, ο Φόβος, Κύριε, να με δυναμώνει.

Μόνο οι γενναίοι αγαπούν - να το θυμάστε. Οι άλλοι απλώς ξεγελούν τα όνειρα. Εγώ ήμουνα στους πρώτους.

Βολταίρος: Ο φανατισμός

Ο φανατισμός είναι για τη δεισιδαιμονία ότι είναι η έξαψη για τον πυρετό, ότι είναι η οργή για το θυμό. Όποιος έχει εκστάσεις, οράματα, όποιος παίρνει τα όνειρά του για πραγματικότητα και τις φαντασιώσεις του για προφητείες, έχει απλώς καταληφθεί από έξαρση. Όποιος όμως υποστηρίζει την τρέλα του με το φόνο είναι ένας φανατικός.

Ο Ζαν Ντιάζ, που είχε αποτραβηχτεί στη Νυρεμβέργη και ήταν βαθιά πεπεισμένος πως ο πάπας ήταν ο Αντίχριστος της Αποκαλύψεως και πως είχε το σημάδι του ζώου, είχε καταληφθεί από έξαρση· ο αδελφός του, Βαρθολομαίος Ντιάζ, που έφυγε από τη Ρώμη για να πάει να σκοτώσει τον αδελφό του, και που πράγματι τον σκότωσε για την Αγάπη του Θεού, ήταν ένας από τους πιο αποτρόπαιους φανατικούς που έπλασε ποτέ η δεισιδαιμονία.

Ο Πολύευκτος πηγαίνει στο ναό σε μία ημέρα τελετής για να ανατρέψει και να σπάσει τα αγάλματα και τις διακοσμήσεις· είναι κι αυτός βεβαίως ένας φανατικός, ίσως λιγότερο φριχτός από τον Ντιάζ, όχι όμως λιγότερο ανόητος. Οι δολοφόνοι του δούκα Φραγκίσκου ντε Γκιζ, του Γουλιέλμου πρίγκιπα της Οράγγης, του βασιλιά Ερρίκου Γ' και του Ερρίκου Δ', ήταν κι αυτοί μανιασμένοι και άρρωστοι από λύσσα, όπως και ο Ντιάζ.

Το πιο αποτρόπαιο παράδειγμα φανατισμού είναι το παράδειγμα των αστών του Παρισιού, που έσπευσαν να δολοφονήσουν, να σφάξουν, να εκπαραθυρώσουν, να κατακρεουργήσουν, τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, τους συμπολίτες τους επειδή δεν πήγαιναν να εκκλησιαστούν.

Υπάρχουν φανατικοί ψύχραιμοι: όπως οι δικαστές, που καταδικάζουν σε θάνατο εκείνους που μοναδικό τους έγκλημα είναι να μη σκέφτονται σαν αυτούς· κι αυτούς τους δικαστές τούς επιβαρύνει ακόμη περισσότερο η ενοχή, αξίζουν ακόμη περισσότερο την κατάρα του ανθρώπινου γένους, επειδή, αφού δεν είχαν καταληφθεί από μανία όπως οι Κλεμάν, οι Σατέλ, οι Ροβιαγιάκ, οι Ζεράρ, οι Νταμιέν, θα έπρεπε να είχαν ακούσει τη λογική.

Όταν ο φανατισμός βλάψει σαν γάγγραινα το μυαλό, η αρρώστια είναι σχεδόν ανίατη. Έχω δει δαιμονισμένους οι οποίοι, μιλώντας για τα θαύματα του αγίου Παρί, βαθμιαίως έφταναν σε παροξυσμό παρά τη θέλησή τους: τα μάτια τους έβγαζαν φλόγες, τα μέλη τους έτρεμαν, η παραφορά αλλοίωνε το πρόσωπό τους και μπορούσαν να σκοτώσουν όποιον τους αντιμιλούσε.

Δεν υπάρχει άλλο αντίδοτο σ’ αυτήν την επιδημική αρρώστια από τη φιλοσοφική σκέψη, η οποία, καθώς μεταδίδεται σιγά σιγά, εξημερώνει τα ανθρώπινα ήθη και προλαβαίνει τις ακρότητες του κακού. Μόλις αυτό το κακό αρχίσει να προοδεύει, καλό θα ήταν να το βάλουμε στα πόδια και να περιμένουμε μέχρι να καθαρίσει ο αέρας. Οι νόμοι και η θρησκεία δεν επαρκούν εναντίον αυτής της πανούκλας των ψυχών η θρησκεία, αντί ν’ αποτελεί γι' αυτές τις ψυχές μια σωτήρια τροφή, γίνεται δηλητήριο στα μολυσμένα ήδη μυαλά. Αυτοί οι άθλιοι έχουν πάντα στο νου τους το παράδειγμα του Αόντ, που δολοφόνησε το βασιλιά Εγκλόν της Ιουδήθ που αποκεφάλισε τον Ολιφέρνη πλαγιάζοντας μαζί του· του Σαμουήλ που κατακρεούργησε το βασιλιά Αγκάγκ. Δεν καταλαβαίνουν πως αυτά τα παραδείγματα μπορεί να ήταν αξιοσέβαστα στην αρχαιότητα, αλλά για μας είναι αποτρόπαια· αντλούν την οργή τους από την ίδια τη θρησκεία, η οποία όμως τα καταδικάζει.

Οι νόμοι στέκονται ακόμη εντελώς αδύναμοι απέναντι σ’ αυτές τις εκρήξεις της οργής· είναι σαν να προσπαθείτε να διαβάσετε μια δικαστική απόφαση σ’ έναν παράφρονα. Αυτοί οι άνθρωποι είναι πεπεισμένοι πως το Αγιο Πνεύμα τους διακατέχει, πως είναι υπεράνω των νόμων, πως η έξαρσή τους είναι ο μόνος νόμος στον οποίο πρέπει να υπακούσουν.

Τι ν’ απαντήσει κανείς σε κάποιον που ισχυρίζεται ότι προτιμά να υπακούει στο Θεό παρά στους ανθρώπους και που συνεπώς είναι σίγουρος ότι θα αξιωθεί την αιώνια ζωή σφάζοντάς σας;

Συνήθως είναι οι απατεώνες που καθοδηγούν τους φανατικούς και τους βάζουν το στιλέτο στο χέρι. Θυμίζουν το Γέρο του Βουνού που, όπως λένε, έδινε σε κάτι ηλίθιους να γευτούν τις χαρές του Παραδείσου· μετά τους έταζε την αιωνιότητα αυτών των απολαύσεων, που μια πρόγευσή τους είχαν πάρει, με την προϋπόθεση ότι θα δολοφονούσαν αυτούς που ο ίδιος θα κατονόμαζε. Μόνο μια θρησκεία στον κόσμο δεν είχε μολύνει ο φανατισμός, και αυτή είναι η θρησκεία των λογίων της Κίνας. Τα δόγματα των φιλοσόφων όχι μόνο είχαν απαλλαγεί από αυτήν την πανούκλα, αλλά ήταν και το αντίδοτο της· διότι η επίδραση της φιλοσοφίας έγκειται στο να γαληνεύει την ψυχή και ο φανατισμός δεν συμβιβάζεται με τη γαλήνη. Και εάν την άγια μας θρησκεία μας την έχει τόσο συχνά διαφθείρει αυτή η καταχθόνια μανία, πρέπει να τα βάλουμε με την τρέλα των ανθρώπων.

«Ο Ίκαρος σαν τα φτερά επήρε Τη χρήση τους αντέστρεψε Σωτήρια τα δέχτηκε Μα το χαμό του βρήκε.» -Μπερτό, επίσκοπος του Σέεζ

To Αιγυπτιακό σύμβολο Ankh (ανκ)

«Η ανώτερη μύηση τελειώνει με την ενσάρκωση της ερώτησης κατά πόσον υπάρχει κάτι που υπάρχει….Ενίοτε εγώ ο ίδιος, που θα έπρεπε να έχω φτάσει στο ανώτερο σκαλοπάτι μύησης, ρωτάω αυτό που είναι επέκεινα του Θεού, αν όλοι αυτοί οι Θεοί και όλα αυτά τα άστρα δεν είναι τίποτα περισσότερο από οπτασίες του εαυτού τους, οι απέραντες λησμονιές της αβύσσου». -Fernando António Nogueira de Seabra Pessôa

Το Ankh - Ανκ είναι ένα από τα σημαντικότερα σύμβολα της αρχαίας Αιγύπτου. Το ονόμαζαν Κλειδί της Ζωής, κλειδί των Μυστηρίων της Φύσης και αντιπροσωπεύει την Αιώνια ζωή. Το χρησιμοποιούσαν για να «ανοίγουν» πόρτες ανάμεσα στον ορατό (ύλη- σταυρός ) και τον αόρατο (πνεύμα-κύκλος) κόσμο.

Αναπαριστά την ανατολή του ήλιου, με την θηλιά στο άνω μέρος να συμβολίζει τον ήλιο που προβάλει πάνω από τον ορίζοντα, ο οποίος αναπαριστάται με την κάθετη στήλη, όπως επίσης και με την πορεία του ήλιου.

Οι οριζόντιες γραμμές αναπαριστούν το συνδυασμό της θηλυκής και αρσενικής ενέργειας και η άνω θηλιά συμβολίζει τον ήλιο στον ορίζοντα συμβολίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την κυκλική ροή του χρόνου, την ταύτιση του σημείου της αρχής και του τέλους στον κύκλο (ουροβόρο) την αναγέννηση.

Υπήρξε το σύμβολο της πνευματικής και σωματικής ανάτασης των ανθρώπων, εκφράζοντας τον πρώτο χαιρετισμό της ημέρας με απλωμένα χέρια και το κεφάλι ψηλά. Οι θεοί συχνά κρατούν ένα Ankh κοντά στα χείλη κάποιου, αυτό σημαίνει την πρόσφορα: «της ανάσας της ζωής», η ανάσα που θα χρειαστεί στην μετέπειτα ζωή…

Όσο για το εξατομικευμένο ανθρώπινο ον, αναφέρεται στη διαφορά ανάμεσα στη φυσική (σταυρός) και την πνευματική (κύκλος) ύπαρξη. Ο κύκλος αντιπροσωπεύει την τελειότητα, τον πνευματικό κόσμο ή την Αιωνιότητα. Ο σταυρός αντιπροσωπεύει το ενσαρκωμένο Πνεύμα ή τον Εκδηλωμένο Κόσμο...

Παρατηρήστε επίσης την ομοιότητα που φέρει το σύμβολο του Ankh προς το γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα, το οποίο γεννά την ζωή..



Επίσης επίσης την ομοιότητα που φέρει και με το αστρολογικό σύμβολο της Αφροδίτης….

Το σύμβολο της Αφροδίτης είναι ένας κύκλος γύρω από ένα σταυρό: ο κύκλος του πνεύματος που επισκιάζει το σταυρό της ύλης -προσωπικότητας

Λήμνος η πυρόεσσα

Στης Λήμνου τα κάστρα του ανέμου και της φωτιάς, όπου η γη ανασαίνει ακόμα απ’ το πρώτο της βρυχηθμό, αναδύεται η ονομασία «Πυρόεσσα»· σκιά μισοσβησμένη, αλλά δυνατή όσο η σπίθα που ξυπνάει στα σπλάχνα της γης. Κι εδώ, στη γη του Ήφαιστου, όπου το μανιασμένο κύλισμα των ρηγμάτων γέννησε ένα νησί φλεγόμενο, οι τεκτονικές ανακατατάξεις υφαίνουν τον μύθο και την ιστορία σε έναν αέναο χορό.

Στο απώτατο παρελθόν, όταν οι πλάκες του Αιγαίου συναντήθηκαν με μανία και υποχώρησαν η μία κάτω από την άλλη, ξέσπασε η πρώτη ηφαιστειακή γέννα της Λήμνου. Λάβα και τέφρα, σαν απέραντη θάλασσα χυμένη στο στερέωμα, σχημάτισαν απόκρημνες κορφές, σπηλιές βαθιές και λιβάδια από πετρώματα περίτεχνα.

Κι έτσι, η Λήμνος απέκτησε τα χαρακτηριστικά της Πυρόεσσας· τόπος πυρός και ιζημάτων, τόπος της αναγέννησης και του καψαλισμένου ψιθύρου του χρόνου. Εκεί, στον καρπό της γης που κάηκε και ξαναγεννήθηκε, ήρθε να κατοικήσει ο Ήφαιστος· θεός της φωτιάς, της σιδηρουργίας, και των αυτόματων τεχνουργημάτων του Ολύμπου· Τον πέταξε ο πατέρας του από τον Όλυμπο, μα δεν νοιάστηκε εδώ στα έγκατα της Λήμνου, ο ήχος της λάβας εσκαγε σαν μελωδία στα αυτιά του.

Στα σπήλαια του νησιού, όπου οι μαύροι βράχοι λάμπουν στο φως του ήλιου σαν υγρό μέταλλο, ο τεχνίτης θεός έστησε τη σφυρήλατη θύμηση του. Κάθε σπινθήρας που πετιέται απ’ το σιδερένιο του σφυρί μοιάζει ξανά να ξυπνά την ηφαίστεια μήτρα· σαν να καλεί τη γη να θυμηθεί το πάθος της.

Η λάβα, όταν ψύχθηκε, άφησε πίσω της σχήματα που μοιάζουν με ρυτίδες στο πρόσωπο των βράχων, εκεί όπου ο χρόνος μοιάζει ανίκητος, ψιθυρίζοντας στα μάτια που γνωρίζουν να δουν ιστορίες από περασμένες εκρήξεις, και μνήμες που χάνονται ανάμεσα σε στρώματα τέφρας και βράχων.

Σε κάθε στίγμα της επιφάνειας, η ιστορία της Λήμνου γράφεται με ανεξίτηλα μελάνια: ορόφωνες στρώσεις, χρώματα βαθιά, σχεδόν σαν αυτή τη σιωπηρή συμφωνία που πλημμυρίζει τις νύχτες της Πυρόεσσας.

Το νησί του θεού της φωτιάς του Ηφαίστου προσκαλεί τον ταξιδιώτη να κατέβει στην καρδιά των σπηλαίων, να ακούσει τον χτύπο της γης σαν σφυγμό προγόνων. Να χαϊδέψει τους τοίχους από ηφαιστειακή πέτρα, να νιώσει τη δόνηση που απέμεινε από εκείνη την πρώτη έκρηξη, όταν ο κόσμος άλλαξε μορφή.

Εκεί, ανάμεσα σε σταλακτίτες μαυρισμένους και σταλαγμίτες λαμπερούς, το παρελθόν συναντά το παρόν· και το μυστήριο του βυθού εγγίζει το φως του ήλιου.

Κλείνοντας τα μάτια, μπορείς να νιώσεις τον ψίθυρο του Ήφαιστου· σαν καυτή ανάσα που σπαράζει τ’ αυτιά σου, σαν υπόσχεση για νέες γέννες φωτιάς κι ομορφιάς. Και τότε, η Πυρόεσσα δεν είναι πια μόνο ονομασία· γίνεται ψυχή, γίνεται τραγούδι, γίνεται το έκστασιο κάλεσμα μιας θεϊκής φλόγας που ούτε ο χρόνος δεν μπορεί να σβήσει.

Η νεκροκεφαλή κριαριού ως αποτροπαϊκό σύμβολο στην αρχαία Ελλάδα.

Αν και δεν πρόκειται για σύγχρονη, λαϊκή εφαρμογή, η πρακτική τοποθέτησης της κεφαλής του κριαριού στην είσοδο, ενός χώρου αντιγράφει —σχεδόν τελετουργικά— την αρχαία πράξη των ιερών τεμενών, όπου τοποθετούσαν κεφαλές νεκρών ζώων ως φρουροί του χώρου, κάτι αντίστοιχο με τις σφίγγες. Άγρυπνοι φρουροί, φυλούν τις πύλες ανάμεσα στο ορατό και το αοράτο, την ζωή και τον θάνατο. Όπως το Κέρβερος ο τρικέφαλος φύλακας του κάτω κόσμου, απέτρεπε αντανακλαστικά το κακό και ο θάνατος να εισέλθουν στον χώρο της ζωής, και της γονιμότητας.

Στην αρχαία ελληνική θρησκευτική πρακτική, η κεφαλή κριαριού δεν αποτελούσε απλώς ένα λείψανο ενός ζώου αλλά σύμβολο έμψυχο, φορέας μνήμης και δύναμης. Λειτουργούσε αποτροπαϊκά, ιδιαίτερα σε χώρους ιερών και τεμενών, σαν άγρυπνο βλέμμα που απέτρεπε το κακό και τις βλαβερές δυνάμεις να εισέλθουν.

Το κριάρι είναι ο αρχηγός του κοπαδιού,.ο οδηγός, ο προστάτης, και ο πάροχος της γονιμότητας. Συνδέεται κυρίως με τον Αρκαδικό θεό Πάνα, και τον Ερμή.

Αρχαιολογικά ευρήματα —ειδώλια, ανάγλυφα και φυλαχτά— μαρτυρούν την παρουσία της από την αρχαϊκή έως την Ελληνιστική εποχή, με πλούσια τελετουργική φόρτιση.

Χαρακτηριστική είναι η μορφή του Ερμή Κριοφόρου, του θεού που φέρει το κριάρι στους ώμους, όντας ο ίδιος ο φορέας της εξιλέωσης. Όπως αναφέρει ο Παυσανίας (9.22.1), στην Τανάγρα, ο Ερμής περιέφερε το κριάρι γύρω από τα τείχη για να αποδιώξει τον λοιμό. Η πράξη δεν ήταν απλώς ιερή —ήταν ένα πέρασμα καθαρτικό, ένα περικύκλωμα της πόλης με σώμα και πνεύμα, μια θυσιαστική χειρονομία που ανέδιδε φως μέσα από το ζώο. Το ίδιο μοτίβο εμφανίζεται και σε γλυπτά και αναθηματικά ανάγλυφα, όπως ο Μοσχοφόρος της Ακρόπολης, όπου η όψη του ζώου στρέφεται εμπρός, σχεδόν ερωτώντας.

Στα ιερά του Ποσειδώνα στον Ισθμό, περιρραντήρια διακοσμημένα με κεφαλές κριαριών επιτελούσαν πράξεις καθαρμού, ενώ σε νεκρικά συμφραζόμενα η προτομή του κριαριού εμφανίζεται συχνά σε κοσμήματα και φυλαχτά —σημάδι προστασίας για την ψυχή του αναχωρούντος. Στην Απολλωνία του Εύξεινου Πόντου, βρέθηκαν χάλκινα ειδώλια κριαριών εντός τελετουργικών συνόλων, αφιερώματα στους αόρατους θεούς, που δέχονταν το ζώο ως γέφυρα ανάμεσα σε κόσμους.

Το κριάρι, ως θυσιαζόμενο ον, στεκόταν στον μεταίχμιο: έφερε στους ώμους του τον κρίκο που ενώνει το θείο και το ανθρώπινο, τη βία και την κάθαρση, τη ζωή και τη μετάβαση. Ήταν δύναμη, ήταν όριο, ήταν φύλακας.

Κι όμως, το αρχέτυπο αυτό δεν έσβησε.

Η ξεχασμένη κεφαλή του κριαριού είσοδο παλιού αγροκτήματος στα Λυχνα της Λήμνου α—σκελετωμένη, σκεπασμένη με λειχήνες, συνεχίζει να φρουρεί, αθόρυβα, σαν παλαιός ιερέας που δεν αποσύρθηκε ποτέ. Παρά την απόσταση χιλιάδων ετών και την αλλαγή θρησκειών και κοσμοαντιλήψεων, ο αρχετυπικός πυρήνας αυτής της πράξης επέζησε.

Μεταδόθηκε ασυνείδητα από γενιά σε γενιά, μέσα από τη μνήμη της γης, των ζώων, των ανθρώπων που ζουν στα όρια του άγριου και του ιερού. Κι έτσι, ακόμη και σήμερα, μια σιωπηλή κεφαλή κριού σε περίφραξη δεν είναι απλώς δείγμα λαϊκής συνήθειας· είναι ψίθυρος αρχαίας γνώσης. Μια σκιά του τεμένους που επιστρέφει, με άλλο σώμα αλλά με το ίδιο βλέμμα.

ΓΝΩΣΗ

Διά να φθάσει η κοινωνία των ανθρώπων να εννοήσει, θεσπίσει και εφαρμόσει στις σχέσεις των ατόμων της τους νόμους της ηθικής Ελευθερίας και της κοινωνικής Δικαιοσύνης και δι’ αυτών εξυπηρετήσει την ηθική, διανοητική και ψυχική τους πρόοδο, πρέπει απαραίτητα να καλλιεργηθούν σημερινά κοινωνικά άτομα σε βαθμόν να εvvoήσoυv τον κοινωνικό τους σκοπό. Στα άτομα αυτά πρέπει να καλλιεργηθούν oι πραγματικές γνώσεις, αυτές oι οποίες προέρχονται από τις λειτουργίες των φυσικών νόμων και από τις φύσεις αυτών τούτων των ανθρωπίνων όντων. Σ’ αυτά πρέπει επίσης να καλλιεργηθούν και τα φυσικά τους συναισθήματα τα οποία γίνονται μέσα στις ψυχές τους διά της συλλειτουργίας αυτών μετά των οργανικών τους φύσεων, διότι οι πραγματικές φυσικές γνώσεις και τα ψυχικά τους συναισθήματα θα τους επιτρέψουν να κατανοήσουν βαθύτερα όχι μόνον τον κοινωνικό τους σκοπό, αλλά και τον ψυχικό τους σκοπό. Η κατανόηση του κοινωνικού και ψυχικού τους σκοπού δεν δύναται μόνον να εναρμονίζει τις σχέσεις τους, αλλά και να εξευγενίζει και την ψυχική και διανοητική τους διάθεση, ούτως ώστε να δύνανται ευχερώς να εννοούν και να αναγνωρίζουν τα φυσικά τους δικαιώματα και να αισθάνονται ότι αυτά πρέπει να εξασφαλίζονται διά κοινωνικών νόμων. Τότε θα αναγνωρίζουν, ότι καθήκον τους είναι το να εξυπηρετείται διά κοινωνικών νόμων η πρόοδος πάντων.

Η κατανόηση του κοινωνικού και ψυχικού σκοπού όλων των κοινωνικών ατόμων είναι η υψίστη εκδήλωση της ανθρώπινης διανοήσεως και εξ αυτής και μόνον προέρχεται η πραγματική έννοια της ηθικής, η οποία πρέπει να διέπει όλες τις σχέσεις των ανθρωπίνων όντων ως πνευματικός κοινωνικός νόμος. Οταν ο νόμος αυτός διέπει τις σχέσεις τους, τότε και χαρακτηρίζονται ως “εν συνειδήσει” ενεργούντα κοινωνικά άτομα τα οποία έχουν και ως σκοπό να γνωρίσουν το έργον της θείας Δημιουργίας, οπόταν και αισθάνονται ως καθήκον τους να συντρέχουν αυτό δια κοινωνικών νόμων στην πνευματική εξέλιξη των νοητικών όντων, διότι αυτός είναι ο σκοπός του έργου της. Οφείλουν επίσης να συντρέχουν και την εξέλιξη των οργανικών φύσεων των πνευματικών όντων διά των οποίων επιτυγχάνεται ο σκοπός της αυτός. Το έργο της Θείας Δημιουργίας έφερε στο ΕΙΝΑΙ τους τα νοητικά όντα και αυτό τα μεταμορφώνει δια να τα προάγει σε Θειοτέρους κόσμους όπως δια της «εν ενεργεία» ζωής τους κατανοούν ευρύτερα και συντρέχουν περισσότερο τους σκοπούς του Θείου αυτού Έργου.

Οταν τα κοινωνικά ανθρώπινα άτομα ευρίσκονται εν συνειδήσει στις ενέργειές τους, όπως εκείνα τα δυναμικώς υπέρτερα αυτών, τότε πραγματικά είναι ηθικά και η διανόησή τους φυσική και τότε μόνον δύνανται να εκτιμούν το έργο της Θείας Δημιουργίας, το συντρέχουν και απολαμβάνουν τους Θείους Καρπούς του. Προς αυτού του είδους συνειδητά στις ενέργειές τους άτομα, τα ανώτερά τους πνεύματα εμπιστεύονται τις αλήθειες της Φύσεως, οι οποίες αλήθειες γνωρίζονται από τους εν ενεργεία νόμους της, καθώς επίσης και εξ εκείνων των νόμων της οργανικής τους φύσεως, όπως και εκ των νόμων εκείνων oι οποίοι λειτουργούν στις φύσεις των πέραν των ανθρωπίνων πνευματικών κόσμων. Αυτές oι αλήθειες προάγουν την διανόηση των ανθρωπίνων όντων και αυτή συλλαμβάνει τα πρότυπα της λειτουργίας των φυσικών καθόλου νόμων και της λειτουργίας των πνευματικών φύσεων και επί τη βάσει αυτών διά κοινωνικών νόμων να ρυθμίζουν και τους όρους της ζωής τους και τους όρους των μεταξύ τους σχέσεων.

Ελέχθη όμως ανωτέρω περί Αληθείας. Αλλά ποία είναι διά τον εν συνειδήσει διανοούμενο άνθρωπον όπως και διά παν άλλο πνευματικόν ον η πραγματική αυτής έννοια; Γιά τον διανοούμενο άνθρωπον αλήθεια είναι “η πραγματική εκείνη γνώση η οποία γίνεται εκ της λειτουργίας της όλης εργαζομένης Φύσεως και εκ των καθέκαστα λειτουργούντων νόμων της, τόσον στις άψυχες μορφές, όσο και στις πνευματικές επί του συνόλου των πνευματικών κόσμων”.

Η απόκτηση της γνώσεως αυτής είναι προορισμένη δι’ όλα τα όντα της Θείας Δημιουργίας. Αυτόν τον σκοπόν έχουν. Η απόκτηση όμως αυτή συντελείται βαθμιαίως και καθ’ όσον αυτά ανελίσσονται δυναμικώς και ως εξ αυτού είναι πάντοτε σχετική. Η απόκτηση της γνώσεως συντελείται διά της εκδηλώσεως των ψυχικών τους δυνάμεων και της εν αρμονία λειτουργίας τους προς τους εν ενεργεία νόμους της φύσεώς τους.

Η γνώση είναι πάντοτε ανάλογη προς την δυναμική κατάσταση των ψυχών και την ικανότητα τής οργανικής τους φύσεως. Εάν η δυναμική κατάσταση της ψυχής και η αρμονική προς τους νόμους της Φύσεως λειτουργία τής οργανικής της φύσεως είναι ικανές, η διανόηση γίνεται ισχυρότερη και διά των ακτίνων της έρχεται σε επαφή προς Κόσμους ανωτέρας πνευματικής φύσεως και τότε αντιλαμβάνεται τις λειτουργίες της, τις ερευνά, καθιστά την γνώση της υπερτέρα και ρυθμίζει τη ζωή της εν τη πραγματική αλήθεια. Η του είδους αυτού γνώση συντρέχει την ανθρωπίνη ψυχή σε πραγματική ανέλιξη και δι’ αυτού του τρόπου αυτή ανέρχεται σε Θειότερο πνευματικό κόσμο και γίνεται πράγματι ελεύθερη από τα δεσμά του ανθρωπίνου περιβάλλοντος. Αυτός είναι ο σκοπός της ανθρωπίνης ψυχής. Να ελευθερωθεί του ανθρωπίνου περιβάλλοντος και να καταστεί δυναμικώς κυρίαρχός του. Πάσα άλλη σχηματιζόμενη γνώση εάν δεν γίνεται επί της βάσεως των εν ενεργεία νόμων της ανθρωπίνης ψυχής και της οργανικής της φύσεως καθώς επίσης και επί της βάσεως τής λειτουργίας των νόμων των πνευματικών φύσεων, πάσα άλλη γνώση η οποία γίνεται επί των ανθρωπίνων διανοιών έξω αυτών των βάσεων και αληθειών είναι άνευ φυσικής αξίας και προορισμένη σε μεταβολή δι’ εξαφανισμού της βάσεως επί της οποίας εστηρίχθη.

Για να γίνει πραγματική εκπαίδευση των κοινωνικών ατόμων προς προαγωγή των ανθρωπίνων σχέσεων και της εν γένει ηθικής αυτών καταστάσεως, πρέπει η εκπαίδευση αυτή να στηριχθεί στην αποκάλυψη της αλήθειας, τι είναι η Φύσις, ποίους σκοπούς πληροί δια των εν ενεργεία νόμων της για να φέρει στο ΕΙΝΑΙ τα νοητικά όντα της, πως δια των αυτών νόμων γίνεται η ψυχή των όντων και ποία είναι η έννοια της συνεργασίας τής ψυχής μετά της οργανικής της φύσεως, πως δι’ αυτής τής συνεργασίας εμφανίζονται τα φαινόμενα των αισθήσεων και πως δια της λειτουργίας των γίνονται oι ιδέες, πρέπει να εκπαιδευτούν ώστε σαφώς να κατανοούν. Να κατανοήσουν ότι οι αισθήσεις δεν έρχονται σε λειτουργίαν εκ νόμων των οργανικών τους φύσεων, αλλά ότι είναι ψυχικές δυνάμεις oι οποίες όμως εξωτερικεύονται σε λειτουργίαν μόνον δι’ οργανικών φύσεων και ότι αυτός ακριβώς είναι ο φυσικός σκοπός της συνθέσεως των οργανισμών. Διά των οργανισμών οι ψυχικές δυνάμεις εξωτερικεύονται σε ενεργείας και δι’ αυτών μεταβάλλονται σε ιδέες, αισθήματα και συναισθήματα. Διά των αυτών οργανισμών αυξάνουν οι ψυχικές δυνάμεις στις δυναμικές τους ενέργειες και προάγονται κατά την διανόησή τους. Σε αυτούς τους οργανισμούς γίνεται η σύνθεση των ιδεών σε γνώσεις και εκδηλούται η δύναμη της παραγωγικής τους αυξήσεως. Πρέπει κατ’ ακολουθίαν να γίνει γνωστό ποίος είναι ο νόμος της παραγωγικής αυξήσεως της γνώσεως. Περί του νόμου όμως αυτού θα ασχοληθούμε αργότερα.

Την κοινωνική εκπαίδευση των ατόμων οφείλουν να την πραγματοποιούν oι άνθρωποι oι οποίοι έχουν μυηθεί στις Αλήθειες της Φύσεως και αυτός είναι ο σκοπός διά τον οποίον οργανώθηκαν τα μυστηριακά συγκροτήματα του παρελθόντος. Πριν όμως προχωρήσουμε θα πρέπει να γίνει γνωστόν ποία είναι η έννοια του φυσικού νόμου.

ΟΙ ΙΣΗΜΕΡΙΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΘΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

Ισημερίες (εκ των λέξεων "ίση" και "ημέρα") ονομάζουμε τα δύο σημεία του ετήσιου κύκλου, κατά τα οποία η παρέκκλιση του άξονα της γης είναι μηδενική προς τον ήλιο, με αποτέλεσμα η διάρκεια της ημέρας και της νύκτας να είναι ίσες. Η Εαρινή Ισημερία συμβαίνει γύρω στις 20 ή 21 Μαρτίου και η Φθινοπωρινή γύρω στις 22 ή 23 Σεπτεμβρίου. Στην θεολογία των Ισημεριών, ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται ως τέλεια "εξισωμένος" κατά την λογικότητα και τον συναισθηματικό του κόσμο, άρα απολύτως ικανός για να πραγματοποιήσει βήμα ψυχικής εξέλιξης.

Η Εαρινή Ισημερία, που σχεδόν ταυτίζεται με την έναρξη του ζωδίου του Κριού (ως αρχή του αστρολογικού έτους), συμβολίζει τον εκμηδενισμό των παθών, τον θάνατο των τιτανικών στοιχείων και την επικράτηση της Αρετής και της απόκτηση της Σοφίας (τον θρίαμβο του πνευματικού φωτός), σηματοδοτεί δε την έναρξη της κυριαρχίας της Θεάς Αθηνάς ("των ζωδίων ο Κριός ανείται της Θεώ", μας τονίζει ο Πρόκλος) και την τέλεση κατά την αρχαιότητα των Μικρών εν ’αγραις Μυστηριών. "Υπάρχουν δυο ισημερίες, έχει όμως μεγαλύτερη σημασία εκείνη που αντιστοιχεί με τον αστερισμό του Κριού, παρά η άλλη του Ζυγού" γράφει ο Ιουλιανός στο "Εις την Μητέρα των Θεών". "Ο Ήλιος έλκει τα πάντα έξω από την γη, τα φέρνει κοντά του και με την ζωογόνο φλόγα και την αξιοθαύμαστη θερμότητα του τα κάνει και βλαστάνουν... και η αρετή ακόμα έλκεται και αυτή από τις ακτίνες του Θεού, από την ορατή και ταυτόχρονα αόρατη ενέργεια του, που ανυψώνει το πλήθος των ψυχών". Στην Εαρινή Ισημερία "πεθαίνει και αναγεννάται" ο Διόνυσος Ζαγρεύς και επίσης "ανέρχεται" η Θεά Περσεφόνη με το ρόδι ανά χείρας, δώρο του Πλούτωνος, σύμβολο της αφθονίας και της γονιμότητας, και έναν σεληνιακό μήνα αργότερα, ο "Ήλιος των ζώντων" ("Γεώργιος") θριαμβεύει μέσω της Ανθείας Θεάς και την καθολική ανάσταση της φύσεως.

Η Φθινοπωρινή Ισημερία, που σχεδόν ταυτίζεται με την έναρξη του ζωδίου του Ζυγού (του μόνου δωδεκάτου του ζωδιακού κύκλου που απεικονίζεται με άψυχο αντικείμενο, το οποίο όμως είναι σύμβολο της ισορροπίας και της δικαιοσύνης), συμβολίζει την αρχική εκδήλωση της λογικής νοήσεως που καθιστά τον άνθρωπο ικανό να διαπλάσει ηθικό χαρακτήρα και να διαμορφώσει συνείδηση, και σηματοδοτεί την έναρξη της κυριαρχίας του Θεού Ηφαίστου και την τέλεση κατά την αρχαιότητα των Μεγάλων Μυστηρίων της Ελευσίνος. "Και πολύ σωστά. Γιατί τότε ακριβώς πρέπει πάλι να τελέσουμε τα μυστήρια προς τιμή του Θεού (Ηλίου) που απομακρύνεται, για να αποφύγουμε τις καταστροφές που μπορεί να μας προκαλέσει ο θρίαμβος της ανόσιας δύναμης του σκότους... Όταν ο Θεός φεύγει προς την αντιχθόνα ζώνη, τελείται το σπουδαιότερο μέρος των μυστηρίων, που αφορά την διαφύλαξη και την σωτηρία μας" γράφει ο Ιουλιανός στο "Εις την Μητέρα των Θεών". Στην Φθινοπωρινή Ισημερία "κατέρχεται" η Θεά Περσεφόνη, εγκαταλείποντας τον υφήλιο δικό μας κόσμο, και έναν σεληνιακό μήνα αργότερα, ο "Ήλιος των νεκρών" ("Δημήτριος") μεταφέρει δυναμικά ζωή στον κόσμο που φαινομενικά πεθαίνει, προετοιμάζοντας έτσι την μεγάλη επανάνθιση.

Αρχαία σχόλια στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή

Η μορφή της Ηλέκτρας, δρα σωφρονιστικώς και ελεγκτικώς για όσους από μας σήμερα χάνουμε τον προσανατολισμό μας και πολύ εύκολα συμβιβαζόμαστε με πράγματα που αποτελούν κατάφωρες παραβιάσεις του δικαίου και που μειώνουν την προσωπική, κρατική, εθνική μας αξιοπρέπεια. Σε γενικότερες γραμμές, η μελέτη της κλασικής φιλολογίας σήμερα πιο επιτακτική καθώς οι αλήθειες, εγγίζουν όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών όλων των γεωγραφικών περιοχών της γης.

Στη μελέτη αυτή προσπάθησα εν πρώτοις να συγκεντρώσω όλα τα σχόλια που έγραψαν οι φιλόλογοι της ελληνικής Αρχαιότητας, προκειμένου να ερμηνεύσουν και να αναλύσουν την τραγωδία Ηλέκτρα του Σοφοκλή. Στη συνέχεια προσπάθησα να αποκαταστήσω τα σχόλια αυτά στην κατά το δυνατόν αυθεντικότερη μορφή τους. Αυτό το δεύτερο είναι απαραίτητο, διότι τα σχόλια αυτά, όπως και όλα τα άλλα αρχαία κείμενα, υπέστησαν στην πορεία των αντιγραφών μέσα στους αιώνες μεγάλες αλλοιώσεις και παραποιήσεις.

Πολλά μπορεί να πει κανείς ως απάντηση στο ερώτημά σας. Ας περιοριστώ στη βασική διάσταση της σοφόκλειας Ηλέκτρας. Η σημειολογία της είναι ασφαλώς το άτομο που δεν εξαγοράζεται, που δεν αναγνωρίζει στον εαυτό του το δικαίωμα της σιωπής ενώπιον της αδικίας, που δεν φιμώνεται, που είναι ταγμένο να κρατεί ζωντανή την ιερά μνήμη του καθήκοντος, που μάχεται ακατάπαυστα υπέρ της αποκαταστάσεως του δικαίου. Οπωσδήποτε η συνείδηση της Ηλέκτρας δεν αλώνεται. Η μορφή της δρα σωφρονιστικώς και ελεγκτικώς για όσους από μας σήμερα χάνουμε τον προσανατολισμό μας και πολύ εύκολα συμβιβαζόμαστε με πράγματα που αποτελούν κατάφωρες παραβιάσεις του δικαίου και που μειώνουν την προσωπική, κρατική, εθνική μας αξιοπρέπεια.

Η λογοτεχνία της αρχαίας Ελλάδας είναι κλασική. Αυτό σημαίνει ότι η αξία της είναι διαχρονική και δεν αναγνωρίζεται μόνο από τους ανθρώπους μιας μόνον ιστορικής περιόδου. Όσο και αν η διαφορά κοσμοαντίληψης είναι πολύ μεγάλη από εποχή σε εποχή, υπάρχουν αλήθειες της ανθρώπινης ζωής και της ανθρώπινης κατάστασης που παραμένουν αμετάβλητες στην εξέλιξη του χρόνου. Ακριβώς επειδή οι αρχαίοι Έλληνες λογοτέχνες παρουσίασαν αριστοτεχνικά αυτές τις αλήθειες, εγγίζουν όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών όλων των γεωγραφικών περιοχών της γης. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον Σοφοκλή και τη συνήθη δραματική τεχνική του, την περίφημη «τραγική ειρωνεία». Οι μορφές που δημιουργεί (και σκέπτομαι τη στιγμή αυτή τον Οιδίποδα Τύραννο) συχνά αγνοούν την πραγματική κατάσταση των πραγμάτων ή στην καλύτερη περίπτωση διαθέτουν έναν περιορισμένο γνωστικό ορίζοντα. Ενεργούν με βάση τα φαινόμενα και αποδεικνύεται ότι τα φαινόμενα είναι σε διάσταση με τα όντα. Αυτή η ανεπαρκής πληροφόρηση του ήρωα γίνεται αιτία για λανθασμένες ενέργειες ή επιλογές, αν και ο ήρωας έχει τη σιδηρά βεβαιότητα ότι είναι παντογνώστης και έχει την κατάσταση υπό τον πλήρη έλεγχό του. Αυτό οδηγεί συχνά στην καταστροφή του, επιτρέποντας στον θεατή, που αφήνεται από τον δραματουργό να έχει πιο ευρύ γνωστικό ορίζοντα σε σχέση με τον ήρωα, να συνειδητοποιήσει ότι ως άνθρωποι έχουμε σοβαρούς περιορισμούς και επομένως η μετριοπάθεια είναι η κατάλληλη στάση για μας. Πόσοι δεν έχουμε ταυτιστεί με τον Οιδίποδα ενθυμούμενοι ότι και εμείς κάποτε παρανοήσαμε τα δεδομένα και έτσι διαπράξαμε σοβαρά σφάλματα, κάποτε μάλιστα και οικτρότατα.

Κλασική φιλολογία είναι η επιστήμη που μελετά τη γλώσσα και τη λογοτεχνία και γενικά τον πολιτισμό της αρχαίας Ελλάδας και της αρχαίας Ρώμης. Όταν ήμουν μαθητής του γυμνασίου είχα συνειδητοποιήσει ότι τα δύο πιο αγαπημένα μου μαθήματα ήταν τα μαθηματικά και η γραμματική της νέας ελληνικής (αρχαία ελληνικά τότε δεν διδασκόμασταν στο γυμνάσιο, σε αντίθεση με αυτό που γίνεται σήμερα). Μάλιστα, όσον αφορά στα μαθηματικά, είχα λάβει μέρος σε διαγωνισμό της Μαθηματικής Εταιρείας Κύπρου και είχα έλθει τρίτος παγκυπρίως. Όλοι βέβαια απορούσαν πώς ήταν δυνατό μαζί με τα μαθηματικά να θεωρώ ελκυστική και τη γραμματική. Δεν το γνωρίζουν πολλοί, αλλά είναι αλήθεια ότι τα μαθηματικά και η γραμματική, δηλαδή ο μηχανισμός με τον οποίο λειτουργεί μια γλώσσα, κατανοούνται και αναλύονται με το ίδιο είδος διανοητικών δεξιοτήτων. Και αυτό συμβαίνει, επειδή η γλώσσα είναι ένα λογικό κατασκεύασμα. Καθώς τέλειωνα λοιπόν το γυμνάσιο, όφειλα να αποφασίσω αν στο Λύκειο θα εντασσόμουν στην κλασική ή την πρακτική κατεύθυνση. Το δίλημμα ήταν δύσκολο, αλλά τελικά η συμβιβαστική λύση ήταν στο μεν σχολείο να ακολουθήσω την κλασική κατεύθυνση, ώστε να μελετήσω τα θέματα γλώσσας σε μεγαλύτερο βάθος, αλλά παράλληλα, σε επίπεδο φροντιστηρίου τα απογεύματα, να παρακολουθήσω GCΕΑ-levelΡure Μathematics, ώστε να μπορώ να καλλιεργώ το ενδιαφέρον μου για τα μαθηματικά. Στην κλασική κατεύθυνση του λυκείου γνώρισα για πρώτη φορά στη ζωή μου την αρχαία ελληνική γλώσσα και ομολογώ ότι μαγεύτηκα. Τι λογική άρθρωση! Πόση πειθαρχία στη σύνταξη της πρότασης! Από εκείνη τη στιγμή βεβαιώθηκα ότι θέλω να γίνω κλασικός φιλόλογος…

Τα αρχαία ελληνικά είναι ένα συναρπαστικό μάθημα, τόσο διότι η ανάλυση της αρχαίας γλώσσας αποτελεί ένα θαυμάσιο διανοητικό γύμνασμα, όσο και διότι μέσω τούτου έρχεσαι σε επαφή με μια από τις τρεις πιο βασικές συνιστώσες του ευρωπαϊκού πνεύματος. Για μας δε τους Έλληνες όλως ιδιαιτέρως το μάθημα συνιστά και μια πορεία αυτογνωσίας και συνειδητοποίησης των ιστορικών μας ριζών. Δυστυχώς όμως βλέπουμε ότι οι σημερινοί μαθητές απομακρύνονται όλο και περισσότερο από το μάθημα αυτό και δεν φαίνονται να έχουν καν υποψιαστεί την τεράστια αξία του. Και το χειρότερο: η συντριπτική πλειονότητα των φοιτητών που έρχονται στο Πανεπιστήμιο Κύπρου να σπουδάσουν ελληνική φιλολογία, παρακαλώ, έχουν φοβερότατα κενά! Είναι απίστευτη η αμάθειά τους.

Για να αντιληφθείτε το μέγεθος του προβλήματος, σας πληροφορώ ότι από το τρέχον εξάμηνο έχουμε εισαγάγει μάθημα αρχαίων ελληνικών για αρχαρίους το οποίο είναι υποχρεωτικό για όλους τους πρωτοετείς. Το Υπουργείο Παιδείας πρέπει με μεγάλη σοβαρότητα να εξετάσει επιτέλους τι γίνεται με τα αρχαία ελληνικά στη Μέση Εκπαίδευση. Οι δικές μου σκέψεις είναι ότι βέβαια θα ήταν άδικο να αποδώσουμε τις ευθύνες στα παιδιά. Από συζητήσεις που κάνω χρόνια τώρα με τους φοιτητές μου προκύπτει ότι πολλοί φιλόλογοί μας στα σχολεία ενώ δεν έχουν την κατάλληλη κατάρτιση στα αρχαία ελληνικά, διότι μπορεί να ειδικεύτηκαν λ.χ. στην Ιστορία, εντούτοις τα διδάσκουν. Και αυτό έχει τις επιπτώσεις που ανέφερα. Θα παρακαλέσω τους αγαπητούς διευθυντές της Μέσης Εκπαίδευσης να μην αναθέτουν τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών ει μη μόνον σε άτομα με ειδική κατάρτιση στο θέμα. Αλλά και αυτά τα άτομα ακόμη θα πρέπει το κράτος να τα επιμορφώσει, διότι η διδακτική μεθοδολογία έχει προχωρήσει πολύ από τότε που πήραν το πτυχίο τους. Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο αποτυγχάνει το μάθημα είναι τα ακατάλληλα διδακτικά συγγράμματα. Τρίτον, η ακατάλληλη διδακτική μέθοδος, η οποία στηρίζεται σε πληθώρα αφηρημένων εννοιών και μιας αχρείαστα μεγάλης μεταγλώσσας. Τέταρτον, το λανθασμένο μαθητικό κοινό προς το οποίο στρέφουμε τα αρχαία ελληνικά.

Στο σημείο αυτό ενστερνίζομαι απόλυτα τις επιφυλάξεις του Γιώργου Σεφέρη απέναντι στη δυνατότητα του μεταφράσματος να προσεγγίσει το πρωτότυπο έργο. Στην εισαγωγή που προτάσσει λοιπόν της μετάφρασης της Έρημης Χώρας του Τ.S. Εliot, ο Σεφέρης εν έτει 1973 σημειώνει: «εκείνο που έχουμε στις μεταφράσεις ποιημάτων δεν είναι διόλου μια προσέγγιση προς το έργο όπως γράφτηκε, αλλά ο καρπός της επιμειξίας δυο φυσιογνωμιών, που μοιάζει θλιβερά κάποτε με την οικογένεια του μεταφραστή». Είναι πολλοί οι λόγοι για το οποίο ισχύει αυτό, και δεν θα πρέπει ποτέ να στερήσουμε από τους μαθητές μας τη δυνατότητα της προνομιούχου πρόσβασης στον αυθεντικό πρωτότυπο λόγο των αρχαίων συγγραφέων μας, ποιητών και πεζογράφων. Είναι μια απολαυστική εμπειρία.

Η εκπαίδευσή μας θα πρέπει να αξιοποιήσει περισσότερο τον αρχαίο κόσμο και να φέρει τους νέους μας σε στενότερη επαφή με τις διαχρονικές του αξίες. Σκέπτομαι λ.χ. τώρα τις εξής αξίες: τη γλώσσα ως αξία, την κριτική στάση απέναντι στα πράγματα, η οποία εκδηλώνεται μέσω ορθολογικής συζήτησης, και ασφαλώς την πολιτικοποίηση του ανθρώπου, η μετατροπή δηλαδή του ατόμου σε ενεργό πολίτη, με έντονη συμμετοχή στα κοινά πράγματα. Είναι και οι τρεις αξίες άκρως επίκαιρες στην Κύπρο του σήμερα.

Η επιστημονική μελέτη της κυπριακής κατέδειξε σαφώς ότι πρόκειται για μια διάλεκτο της ελληνικής γλώσσας η οποία ως προς την αρχαϊκότητα των χαρακτηριστικών της είναι εφάμιλλη λ.χ. της ποντιακής διαλέκτου. Πολύ καλή γλωσσολογική παρουσίαση του θέματος παρέχει ο καθηγητής Χαράλαμπος Συμεωνίδης σε πρόσφατο σύγγραμμά του. Η ελληνικότητα της κυπριακής όμως προκύπτει και από την ιστορία. Την κυπριακή διάλεκτο την έφεραν μαζί τους οι πρόγονοί μας Έλληνες που έφθασαν τον 12ο αι. π.Χ., μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών ανακτόρων, για μόνιμη εγκατάσταση στην Κύπρο. Και επειδή οι πρώτοι Έλληνες της Κύπρου κατήγοντο από την περιοχή της Αρκαδίας της κεντρικής Πελοποννήσου, η αρχαία κυπριακή διάλεκτος έχει στενότατες ομοιότητες και συγγένειες με την αρχαία αρκαδική διάλεκτο: και οι δύο διάλεκτοι, κυπριακή και αρκαδική, συνανήκουν μαζί με την παμφυλιακή στη λεγόμενη αχαϊκή ομάδα των ελληνικών διαλέκτων.

Η αρχαία κυπριακή ομιλήθηκε για κάπου 1000 χρόνια στην Κύπρο, αλλά την εποχή των ελληνιστικών χρόνων, όπως συνέβη και με τις υπόλοιπες ελληνικές διαλέκτους, υπεχώρησε στην επεκτατική προέλαση της λεγόμενης ελληνιστικής Κοινής, η οποία ήταν ένα κοινό εκφραστικό όργανο που κάλυπτε όλους τους Έλληνες. Αργότερα κατά τον 7ο αι. μ.Χ. άρχισε δειλά-δειλά, όπως πάλι οι άλλες ελληνικές διάλεκτοι, να επανεμφανίζεται ως μεσαιωνική κυπριακή. Η φάση αυτή κάλυψε και την περίοδο της φραγκοκρατίας και ενετοκρατίας. Το 1571 μ.Χ. με την κατάκτηση της νήσου από τους Οθωμανούς άρχεται η νεώτερη και σύγχρονη φάση της Κυπριακής. Πρέπει να πούμε ότι καθ’ όλη την πορεία της η Κυπριακή συμπορεύτηκε και με άλλες ελληνικές διαλέκτους. Η στενή της σχέση με αυτές είναι πολύ ορατή. Αυτό που ονομάσατε επανεκτίμηση της Κυπριακής δεν είναι μια προσπάθεια μελέτης βασιζόμενη σε νέα επιστημονικά δεδομένα. Επιστημονικώς τα πράγματα έχουν όπως σας τα είπα. Αυτό που γίνεται είναι μια προσπάθεια ιδεολογικοποίησης της κυπριακής διαλέκτου. Δηλαδή κάποιοι κύκλοι, συνήθως τους λέμε Νεοκυπρίους, επειδή έπαψαν να αισθάνονται οι ίδιοι Έλληνες κατά παραβίαση των ιστορικών δεδομένων, θεωρούν ότι μπορούν να αποκόψουν την κυπριακή από τον ελληνικό κορμό και να την παρουσιάσουν ως αυτόνομη γλώσσα. Ακολουθούν μεθοδικά μια ορισμένη διαδικασία (τυποποίηση κυπριακής, εισαγωγή της στην εκπαίδευση κ.τ.λ.). Όμως η εκτίμησή μου είναι ότι το ιδεολογικό, αντιεπιστημονικό και ανιστόρητο αυτό πείραμα δεν έχει προοπτική επιτυχίας για πολλούς λόγους.