Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους Τύραννος (408-443)

ΤΕ. εἰ καὶ τυραννεῖς, ἐξισωτέον τὸ γοῦν
ἴσ᾽ ἀντιλέξαι· τοῦδε γὰρ κἀγὼ κρατῶ.
410 οὐ γάρ τι σοὶ ζῶ δοῦλος, ἀλλὰ Λοξίᾳ·
ὥστ᾽ οὐ Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι.
λέγω δ᾽, ἐπειδὴ καὶ τυφλόν μ᾽ ὠνείδισας·
σὺ καὶ δέδορκας κοὐ βλέπεις ἵν᾽ εἶ κακοῦ,
οὐδ᾽ ἔνθα ναίεις, οὐδ᾽ ὅτων οἰκεῖς μέτα.
415 ἆρ᾽ οἶσθ᾽ ἀφ᾽ ὧν εἶ; καὶ λέληθας ἐχθρὸς ὢν
τοῖς σοῖσιν αὐτοῦ νέρθε κἀπὶ γῆς ἄνω,
καί σ᾽ ἀμφιπλὴξ μητρός τε καὶ τοῦ σοῦ πατρὸς
ἐλᾷ ποτ᾽ ἐκ γῆς τῆσδε δεινόπους ἀρά,
βλέποντα νῦν μὲν ὄρθ᾽, ἔπειτα δὲ σκότον.
420 βοῆς δὲ τῆς σῆς ποῖος οὐκ ἔσται λιμήν,
ποῖος Κιθαιρὼν οὐχὶ σύμφωνος τάχα,
ὅταν καταίσθῃ τὸν ὑμέναιον, ὃν δόμοις
ἄνορμον εἰσέπλευσας, εὐπλοίας τυχών;
ἄλλων δὲ πλῆθος οὐκ ἐπαισθάνῃ κακῶν,
425 ὅσ᾽ ἐξισώσεις σοί τε καὶ τοῖς σοῖς τέκνοις.
πρὸς ταῦτα καὶ Κρέοντα καὶ τοὐμὸν στόμα
προπηλάκιζε. σοῦ γὰρ οὐκ ἔστιν βροτῶν
κάκιον ὅστις ἐκτριβήσεταί ποτε.
ΟΙ. ἦ ταῦτα δῆτ᾽ ἀνεκτὰ πρὸς τούτου κλύειν;
430 οὐκ εἰς ὄλεθρον; οὐχὶ θᾶσσον; οὐ πάλιν
ἄψορρος οἴκων τῶνδ᾽ ἀποστραφεὶς ἄπει;
ΤΕ. οὐδ᾽ ἱκόμην ἔγωγ᾽ ἄν, εἰ σὺ μὴ ᾽κάλεις.
ΟΙ. οὐ γάρ τί σ᾽ ᾔδη μῶρα φωνήσοντ᾽, ἐπεὶ
σχολῇ σ᾽ ἂν οἴκους τοὺς ἐμοὺς ἐστειλάμην.
435ΤΕ. ἡμεῖς τοιοίδ᾽ ἔφυμεν, ὡς μὲν σοὶ δοκεῖ,
μῶροι, γονεῦσι δ᾽, οἵ σ᾽ ἔφυσαν, ἔμφρονες.
ΟΙ. ποίοισι; μεῖνον. τίς δέ μ᾽ ἐκφύει βροτῶν;
ΤΕ. ἥδ᾽ ἡμέρα φύσει σε καὶ διαφθερεῖ.
ΟΙ. ὡς πάντ᾽ ἄγαν αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις.
440 ΤΕ. οὔκουν σὺ ταῦτ᾽ ἄριστος εὑρίσκειν ἔφυς;
ΟΙ. τοιαῦτ᾽ ὀνείδιζ᾽ οἷς ἔμ᾽ εὑρήσεις μέγαν.
ΤΕ. αὕτη γε μέντοι σ᾽ ἡ τύχη διώλεσεν.
ΟΙ. ἀλλ᾽ εἰ πόλιν τήνδ᾽ ἐξέσωσ᾽, οὔ μοι μέλει.

***
ΤΕΙ. Αν και κατέχεις την εξουσία
έχω κι εγώ δικαίωμα εξίσου
με τη σειρά μου να μιλήσω.
Δεν είμαι δούλος σου·
410 είμαι του Φοίβου, του Λοξία δούλος·
του Κρέοντος κηδεμονία δεν χρειάζομαι.
Είμαι τυφλός και χλευάζεις την τύφλα μου.
Σου λέω λοιπόν πως βλέπεις
κι όμως δε βλέπεις,
πως κολυμπάς στη συμφορά.
Δεν ξέρεις πού κατοικείς
και με ποιούς συνοικείς.
Ξέρεις πούθε κρατά η γενιά σου;
Στο πέλαγος της λήθης περιφέρεσαι
κι είσαι των προσφιλών σου εχθρός
των ζωντανών κι όλων των πεθαμένων.
Η φοβερή γοργοπόδαρη διπλή κατάρα
απ᾽ τον πατέρα και τη μάνα σου σταλμένη
από τη χώρα σου θα σ᾽ εξορίσει.
Και δεν θα βλέπεις πλέον φως·
θα πλέεις στο σκοτάδι.
420 Θ᾽ αντιλαλήσουν οι κορφές του Κιθαιρώνα
και τα λιμάνια θ᾽ αντηχήσουν στεναγμούς,
όταν υποπτευθείς σε ποιό γαμήλιο κόλπο
προσάραξες αλίμενο,
όταν σε θάρρεψε το καλοτάξιδο
τ᾽ αγέρι στα πανιά σου.
Δεν υποπτεύεσαι το πλήθος τ᾽ άλλα σου δεινά,
όταν θα εξομοιωθείς με τα παιδιά σου.
Προς το παρόν κάτσε και προπηλάκιζε
το στόμα το δικό μου και τον Κρέοντα.
Άλλος θνητός όπως εσύ
ποτέ του δεν θα λιώσει
στα δόντια της μυλόπετρας παγιδευμένος.
ΟΙΔ. Πώς ν᾽ αντέξει κανείς να τον ακούει;
430 Δε θα πας στο χαμό;
Δε θα χαθείς το γρηγορότερο;
Δε θα γυρίσεις να δω την πλάτη σου;
Δε θα μ᾽ αδειάσεις τη γωνιά;
ΤΕΙ. Με κάλεσες· μονάχος δε θα ᾽ρχόμουν.
ΟΙΔ. Δεν ήξερα πως θα ξεστόμιζες βλακείες
αλλιώς δε θα ᾽στελνα να σε καλέσω.
ΤΕΙ. Ανόητος νομίζεις πως γεννήθηκα
όμως σοφό με νόμιζαν
αυτοί που σε γεννήσανε.
ΟΙΔ. Για ποιούς μιλάς; Στάσου!
Ποιός μ᾽ έφερε στον κόσμο;
ΤΕΙ. Η μέρα τούτη θα σε γεννήσει
και θα σε σβήσει.
ΟΙΔ. Μιλάς μ᾽ αινίγματα θολά και μπερδεμένα.
440 ΤΕΙ. Μα δε γεννήθηκες αινίγματα να λύνεις;
ΟΙΔ. Να μη χλευάζεις το μεγαλείο μου.
ΤΕΙ. Η συγκυρία σε κατέστρεψε κι η τύχη.
ΟΙΔ. Και τί με νοιάζει; Την πόλη την έσωσα.

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, 11. Έννοιες και αρχές

11.12. Η μοίρα, οι θνητοί και οι θεοί

Οι θεοί στον Όμηρο δεν είναι δημιουργοί του κόσμου αλλά μέρος του. Κατ᾽ επέκταση, θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος ότι δεν είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για ό,τι συμβαίνει στον κόσμο, παρότι έτσι κινδυνεύει να βυθιστεί στην αταξία. Κι όμως, η ανατροπή της κοσμικής τάξης αποτρέπεται από την παρουσία της μοίρας. Η λέξη μοῖρα (από το ρήμα μείρομαι «παίρνω ή έχω ως μερίδιο, μοιράζομαι, είναι γραφτό μου»), όπως και η σχεδόν συνώνυμή της αἶσα, σημαίνει κατ᾽ αρχάς το μοιρασμένο τμήμα, τον κλήρο, το μερίδιο που αναλογεί σε κάποιον, όπως είναι τα λάφυρα και η τροφή. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ενέργεια της μοιρασιάς και της μετοχής εντάσσεται και η τιμή. Εξάλλου, τρεις ολύμπιοι θεοί (ο Δίας, ο Ποσειδώνας και ο Άδης) μοίρασαν τον κόσμο σε τρεις «μοίρες», σε τρία δηλαδή τμήματα: ο πρώτος πήρε τον ουρανό, ο δεύτερος τη θάλασσα και ο τρίτος τον κάτω κόσμο, ενώ η γη ανήκει από κοινού σε όλους τους θεούς. Γι᾽ αυτό και ο Ποσειδώνας στην Ιλιάδα αρνείται να υπακούσει στην εντολή του Δία να αποσύρει την υποστήριξη που παρέχει στους Αχαιούς, διακηρύσσοντας ότι, αφού του έλαχε ίσο μερίδιο με του Δία, είναι «ισόμοιρος» και, κατ᾽ επέκταση, «ομότιμος» (Ο 189-193):

Τρεις αδερφοί είμαστε από τον Κρόνο, αυτοί που τους γέννησε η Ρέα, ο Δίας κι εγώ κι ο τρίτος ο Άδης, που βασιλεύει στους νεκρούς. Κι όλα είναι μοιρασμένα στα τρία και καθένας μας πήρε το μερδικό του· και από μια τιμητική εξουσία [ἔμμορε τιμῆς]. Βάλαμε κλήρο και σε μένα έλαχε να ζω πάντοτε στη σταχτιά θάλασσα, στον Άδη έλαχε το μαύρο σκοτάδι και στο Δία ο πλατύς ουρανός στον αιθέρα και στα σύννεφα. Η γη ως τώρα ήταν κοινή ολωνών μας, το ίδιο και ο ψηλός Όλυμπος.

Όλοι πρέπει να μετέχουν στο τμήμα που τους αναλογεί, αλλά και να συμπεριφέρονται με βάση το μερίδιο που τους έχει μοιραστεί. Γι᾽ αυτό, όταν κάποιος πράττει ή εκφράζεται σύμφωνα με το μερίδιο που του αναλογεί (κατὰ μοῖραν ή κατ᾽ αἶσαν), τότε ενεργεί με τάξη, ορθά. Στην αντίθετη περίπτωση ενεργεί λανθασμένα, δίχως τάξη, αταίριαστα και ανάρμοστα (οὐ/οὐδὲ κατὰ μοῖραν, ὑπὲρ μοῖραν ήπαρὰ μοῖραν). Δύο σχετικά παραδείγματα:

Στην Οδύσσεια ανώνυμος ο Οδυσσέας, απολαμβάνοντας τη γενναιόδωρη φιλοξενία των Φαιάκων, παραγγέλλει στον αοιδό Δημόδοκο να του τραγουδήσει την ένδοξη ιστορία με τον δούρειο ίππο· αν, λέει, ο αοιδός διηγηθεί τη σχετική ιστορία βάζοντας τα γεγονότα «στη σωστή σειρά» (κατὰ μοῖραν, θ 496), τότε θα τον ονομάζει θεόπνευστο αοιδό. Στην Ιλιάδα οι Αχαιοί, καθώς ο Πάτροκλος έχει ντυθεί τα όπλα του Αχιλλέα, νικούν τους Τρώες, που απομακρύνονται πανικοβλημένοι από τα πλοία των αντιπάλων τους «άτακτα» (οὐδὲ κατὰ μοῖραν, Π 367).

Οι καταφατικές ή αρνητικές, εμπρόθετες εκφράσεις της μοίρας, παραπέμποντας στο ορθό και στο λάθος με όρους τάξης και αταξίας, λειτουργούν στα ομηρικά έπη ως σήματα συντήρησης και κατοχύρωσης της δεδομένης κατάστασης πραγμάτων. Κατά προέκταση, η μοίρα στον Όμηρο συνδέεται και με το αναγκαίο, το αναπόφευκτο, το μοιραίο, τον θάνατο, οπότε μπορεί να εμφανίζεται και ως δαιμονική ύπαρξη (Μοῖρα), που μεθοδεύει το τέλος των θνητών (Τ 87, Ω 209).

Ο θάνατος εξάλλου εκφράζεται και με τη συνώνυμη προς τη μοῖραν λέξη μόρος. Εφόσον ο άνθρωπος θα ζήσει μόνο κάποιο μέρος της ζωής του, υπόκειται δηλαδή στη μοίρα του θανάτου, είναι μόρσιμος (θνητός). Ο Αχιλλέας χαρακτηρίζεται από τη μητέρα του δυστυχισμένος και ὠκύμορος («βραχύβιος», Α 417), ενώ ο αγνοούμενος Οδυσσέας αποκαλείται από την προστάτιδά του θεά Αθηνά γενναίος αλλά και δύσμορος («δύσμοιρος», α 49), που περιπλανιέται μακριά από φίλους και δικούς.

Όταν κάποιος πράττει κάτι πέρα από το γραφτό του, έξω από αυτό που του ταιριάζει ως θνητού, τότε τον βρίσκει ο θάνατος ὑπὲρ μόρον (πριν από την καθορισμένη ώρα του). Στην αρχή της Οδύσσειας ο Δίας δυο φορές λέει ότι οι θνητοί υποφέρουν ὑπὲρ μόρον και από τις δικές τους ατασθαλίες (α 33-37):

κι όμως οι ίδιοι, κι από φταίξιμο δικό τους, πάσχουν και βασανίζονται,
και πάνω απ᾽ το γραφτό τους [ὑπὲρ μόρον].
Έτσι και τώρα ο Αίγισθος, την ορισμένη μοίρα παραβαίνοντας [ὑπὲρ μόρον],
πήγε να σμίξει με τη νόμιμη γυναίκα ενός Ατρείδη,
κι αυτόν τον σκότωσε στου γυρισμού την ώρα,
γνωρίζοντας τι τιμωρία σκληρή τον περιμένει.


Ο παντοδύναμος θεός δεν εννοεί φυσικά ότι οι θνητοί θα μπορούσαν με τις πράξεις τους να αποφύγουν τη μοίρα τους. Υπονοεί μάλλον τη γενική ιδέα ότι σε κρίσιμες στιγμές της ζωής τους οι θνητοί δεν ενεργούν κατάλληλα, όπως θα ήταν λογικά αναμενόμενο και σωστό να πράξουν. Επομένως, η διπλή επανάληψη του ὑπὲρ μόρον στον λόγο του Δία παραπέμπει σ᾽ ένα είδος υπέρβασης του επιτρεπτού ορίου δράσης από την πλευρά των θνητών και του Αιγίσθου. Η παρουσία της μοίρας δεν μειώνει την ελευθερία δράσης των θνητών, αλλά ορίζει το ευρύτερο πλαίσιο της έκτασής της. Οι θνητοί επιλέγουν να πράττουν είτε μέσα είτε έξω από τα επιτρεπόμενα όρια που τους αναλογούν. Έτσι, ο Δίας μπορεί να ισχυρίζεται ότι οι θνητοί υποφέρουν «κι από φταίξιμο δικό τους» όταν τα υπερβαίνουν (ὑπὲρ μόρον).

Οι θνητοί εύκολα και εύλογα αποδίδουν στη μοίρα και στους θεούς (στον Δία κυρίως) τα κρίσιμα περιστατικά της ζωής τους. Στην Οδύσσεια ο Νέστορας υποστηρίζει, σε αντίθεση μάλλον προς τον Δία, ότι την Κλυταιμνήστρα τη δάμασε μοῖρα θεῶν και πρόδωσε τον άντρα της σμίγοντας με τον Αίγισθο (γ 269). Το ίδιο πιστεύει και ο Οδυσσέας για την τιμωρία των «άτιμων» μνηστήρων (χ 413). Η σχεδόν ισότιμη θέση που παίρνουν η μοίρα και οι αθάνατοι στα βάσανα των θνητών ισχύει στον βαθμό που και οι ίδιοι οι θεοί τελικά ακολουθούν, δίχως να μπορούν να αποτρέψουν, γεγονότα που εμφανίζονται ως αναπόφευκτα και αναγκαία να συμβούν. Έτσι η άλωση της Τροίας είναι υποχρεωτικό και προδιαγεγραμμένο σχέδιο, με το οποίο συντάσσονται, όπως συντάσσονται, τόσο ο Δίας με τη βουλή του όσο και οι υπόλοιποι θεοί παίρνοντας το μέρος Αχαιών και Τρώων. Στην Οδύσσεια η οργή του Ποσειδώνα εναντίον του Οδυσσέα, επειδή του τύφλωσε τον γιο του Πολύφημο (α 68-71), συνδυάζεται με την προφητεία του μάντη Αλιθέρση ότι ο πανούργος ήρωας θα γυρίσει σπίτι του μόνος και αγνώριστος τον εικοστό χρόνο, αφότου έφυγαν οι Αχαιοί για το Ίλιο (β 175-176). Όταν αποφασίζεται από τους υπόλοιπους θεούς η απελευθέρωση του Οδυσσέα από τα δεσμά της Καλυψώς, ο Δίας συνδέει την ώρα του νόστου του με τη μοίρα του (ε 41-42):

Είναι της μοίρας του να ξαναδεί δικούς και φίλους,
να φτάσει στο ψηλό παλάτι, το χώμα
να πατήσει της πατρίδας του.


Η τήρηση από τους ολυμπίους του αναπόφευκτου σχεδίου που εξυφαίνει η μοίρα στους θνητούς εξηγεί ακόμη και μερικά τραγικά ή και «άδικα» περιστατικά που συμβαίνουν στη γη. Ο Απόλλωνας στην Ιλιάδα οργίζεται με τον Πάτροκλο που επιχειρεί να περάσει μέσα στο τείχος των Τρώων, επειδή, όπως του λέει, «δεν είναι γραφτό» του να κυριεύσει αυτός την Τροία (Π 708). Στη συνέχεια ο θεός τον ρίχνει στα χέρια του Εύφορβου και ύστερα του Έκτορα. Στο τέλος όμως, ετοιμοθάνατος ο Πάτροκλος, θέλοντας να μειώσει τη νίκη του Έκτορα, αναγνωρίζει την καθοριστική συμβολή που έπαιξαν στον θάνατό του η μοίρα και ο Απόλλωνας, προλέγοντας μάλιστα την ακαταμάχητη μοίρα που περιμένει τον αντίπαλό του (Π 849-854):

Εμένα όμως με σκότωσε η ολέθρια μοίρα και ο γιος της Λητώς, και από τους ανθρώπους ο Εύφορβος. Εσύ είσαι ο τρίτος, που γυρεύεις να μου πάρεις τα όπλα. Κάτι άλλο θα σου πω, και συ βάλε το στο μυαλό σου. Ούτε και συ θα ζήσεις για πολύ, γιατί ο θάνατος και η δυνατή μοίρα σε παραμονεύουν κιόλας και θα σκοτωθείς από το χέρι του Αχιλλέα, του αψεγάδιαστου εγγονού του Αιακού.

Στην Οδύσσεια το ξέσπασμα της οργής του Ποσειδώνα εναντίον των Φαιάκων, που μεταφέρουν ενύπνιο τον εχθρό του θεού στην πατρίδα του (ν 172-174), συμπορεύεται με την προφητεία που δέχτηκαν κάποτε οι άριστοι ναυτικοί, σύμφωνα με την οποία ο συγγενής τους Ποσειδώνας θα συντρίψει οργισμένος το καράβι τους και την πόλη τους θα τη σκεπάσει μέγα βουνό (θ 564-570, ν 172-178).

Το συμπέρασμα είναι ότι οι θεοί συμμετέχουν στην κοσμική τάξη, όπως αυτή έχει διευθετηθεί από τη μοίρα· μπορούν να την καθυστερήσουν προσωρινά με την εμπλοκή τους, όχι όμως και να την αποτρέψουν. Στον κανόνα αυτό υποτάσσεται ακόμη και ο Δίας, η κυρίαρχη βουλή του οποίου ταυτίζεται συχνά με τη μοίρα. Οι δύο αγαπημένοι του θνητοί, ο γιος του Σαρπηδόνας και ο φίλος του Έκτορας, είναι γραφτό τους να πεθάνουν - του λέει πρώτα η Ήρα και ύστερα η Αθηνά (Π 441-443 = Χ 179-181). Έτσι ο παντοδύναμος θεός υποχρεώνεται να δεχτεί το αναπόφευκτο τέλος των δύο ηρώων στο πεδίο της μάχης. Η μοίρα τους είναι αντίθετη ακριβώς από τη βουλή του Δία και συνδέεται με τη θνητότητά τους. Επομένως, όπως η μοίρα των θνητών ελέγχεται από τους θεούς, έτσι και η δύναμη των θεών ελέγχεται από τη μοίρα. Μοίρα και θεοί βρίσκονται σε σχέση αμοιβαίας εξάρτησης.

Μοίρα εξάλλου των θνητών είναι ο θάνατος και των θεών η αθανασία. Οι ολύμπιοι, ενώ μπορούν να τροποποιήσουν (θετικά ή αρνητικά) το μερίδιο των θνητών στις τιμές, είναι αδύνατο με τις παρεμβάσεις τους να αλλάξουν το μοιραίο τέλος τους. Μόνο να τους σώσουν προσωρινά μπορούν, λέει στην Οδύσσεια η Αθηνά στον νεαρό Τηλέμαχο (γ 236-238):

Μόνο που τον κοινό θάνατο των θνητών, αυτόν δεν τον μπορούν
μήτε οι θεοί, ακόμη και σ᾽ εκείνον που αγαπούν, για πάντα ν᾽ αποτρέψουν,
όταν η ώρα φτάνει να γκρεμίσει κάποιον η ολέθρια μοίρα
με το ανελέητο τέλος του θανάτου.


Οι επιφανείς ήρωες στην Ιλιάδα (λ.χ. ο Σαρπηδόνας, ο Αχιλλέας, ο Έκτορας) γνωρίζουν ότι θα τους βρει η μοίρα του θανάτου. Κύριο ωστόσο μέλημά τους είναι το κλέος, ο ένδοξος θάνατος στο πεδίο της μάχης, ώστε να μείνει αλησμόνητη η φήμη τους στις επόμενες γενιές. Με την επίγνωση της διάκρισης ανάμεσα στον «θάνατο του σώματος» και «στην αθανασία του ονόματος» ο Έκτορας, εγκαταλελειμμένος από τον Δία και τον Απόλλωνα, δίνει την τελευταία μάχη του με τον Αχιλλέα, αν και θεωρεί βέβαιη τη συνάντησή του με τη μοίρα του θανάτου (Χ 300-305):

Τώρα πια με πλησίασε ο κακός θάνατος, δεν είναι μακριά, και δεν υπάρχει σωτηρία. Αλήθεια, έτσι άρεσε από καιρό στο Δία και στο γιο του Δία το μακροσαϊτευτή, που πρωτύτερα με προστάτευαν πρόθυμα· τώρα όμως με βρίσκει η Μοίρα. Τουλάχιστο να μην πεθάνω δίχως πόλεμο και δίχως δόξα, μόνο αφού κάνω κάτι μεγάλο, για να το μάθουν και οι κατοπινοί άνθρωποι.

Δε με καταλαβαίνεις ή είναι πρόφαση για να καλύψεις κάτι άλλο;

Δεν είναι λίγες οι φόρες που ένας άνθρωπος στέκεται απέναντί μας και μας ζητά να δείξουμε κατανόηση. Πρόκειται για μια λέξη απλή που ξεστομίζεται με τόση ευκολία από κάποιους που νιώθουν την ελευθερία τους να περιορίζεται. Ουκ ολίγες φορές έχουμε ακούσει από το ταίρι μας τη χαρακτηριστική ατάκα «δε με καταλαβαίνεις». Αλήθεια, ποια ζυγαριά μπορεί να μετρήσει τον βαθμό κατανόησης σε μια σχέση και ποια δόση είναι αρκετή για να νιώθει καθένας ότι τον καταλαβαίνουν;

Φταις πάντα εσύ που δεν τους καταλαβαίνεις ή μήπως για κάποιους η έλλειψη κατανόησης από μέρους σου αποτελεί δικαιολογία και παράλληλα διέξοδο για να ξεφύγουν απ’ τα προβλήματα που προκύπτουν στη σχέση; Πολλές φορές το «δε με καταλαβαίνεις» είναι ένας εύκολος τρόπος να ρίξεις ευθύνες στο ταίρι για μια σχέση που δε σε γεμίζει, να το φέρεις σε θέση να μην έχει άποψη για κάποιο θέμα. Κοινώς πρόκειται για ατάκα που βοηθά να στηθεί ένα καλά σκηνοθετημένο μελόδραμα, στο οποίο το σενάριο περιλαμβάνει μονόλογο και μάλιστα καλά ραμμένο στα μέτρα του ενός.

Δεν είναι καθόλου παράξενο το πρόσωπο που κατηγορείται για έλλειψη κατανόησης να νιώσει άσχημα ή ακόμα και να θυμώσει. Βρίσκεται με τα χέρια δεμένα, ενώ τα όποια επιχειρήματά του δεν αρκούν για ν’ αντικρούσει την άποψη του/της συντρόφου του. Σκέφτεται στιγμές στη σχέση του και στην καθημερινότητα και αναρωτιέται πότε δεν έδειξε κατανόηση. Μήπως όμως όλα αυτά είναι προφάσεις για κάτι άλλο; Δικαιολογημένα το πρόσωπο που δέχεται την κατηγορία «δε με καταλαβαίνεις» πλημμυρίζεται και από απογοήτευση. Νιώθει να γκρεμίζεται σαν χάρτινος πύργος η προσπάθειά του να χτίσει κάτι με τον άνθρωπο που είχε δίπλα του. Νιώθει πως ό,τι έδωσε δεν ήταν αρκετό και πως ζούσε σε μια πλασματική φούσκα, όπου και νόμιζε ότι όλα ήταν ρόδινα.

Ακόμα όμως κι αν κάποιος σου ρίξει ευθύνες για έλλειψη κατανόησης, σπάνια θα σου πει τι ακριβώς θα έπρεπε να είχες καταλάβει και δεν κατάλαβες. Συνήθως θα σου πει κάτι γενικόλογο και μετά θα πρέπει να μαντέψεις τι είχε στο μυαλό του, ώστε να λύσεις τον γρίφο. Οι άνθρωποι σκεφτόμαστε διαφορετικά και δεν αντιμετωπίζουμε τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο. Όλοι κάποιες φορές πιστεύουμε πως σε ένα θέμα έχουμε απόλυτο δίκιο ή πως τα πράγματα είναι ξεκάθαρα για μας και αν κάποιος διαφωνήσει ή δει την κατάσταση από διαφορετική οπτική νιώθουμε πως δε μας καταλαβαίνει.

Η κατανόηση και η επικοινωνία είναι ζωτικής σημασίας για την πορεία μιας σχέσης. Αν δυο άνθρωποι δεν μπορούν να τα προσφέρουν ο ένας στον άλλον, η βαλίτσα δεν μπορεί να πάει πολύ μακριά. Το ταξίδι τους θα είναι σύντομο και τα εισιτήρια επιστροφής ήδη βγαλμένα. Το πρόβλημα ωστόσο είναι ακόμα μεγαλύτερο όταν ο ένας νιώθει πως ο άλλος δεν τον καταλαβαίνει την ίδια στιγμή που ο άλλος δεν μπορεί να αντιληφθεί τι πάει λάθος, αφού αυτό δείχνει πως υπάρχει και σοβαρό πρόβλημα επικοινωνίας.

Γι’ αυτό τον λόγο όταν ξεστομίζεις τη φράση «δε με καταλαβαίνεις», οφείλεις να σκεφτείς αν όντως ισχύει. Η φράση αυτή θα πρέπει να βασίζεται σε επιχειρήματα κι όχι να αποτελεί απλώς δικαιολογία για να καλύψεις κάτι άλλο. Διαφορετικά, αυτός που πραγματικά δεν καταλαβαίνει είναι εκείνος που αποφεύγει τις ευθύνες του.

Τα τρία λάθη που κάνουμε στην αγάπη

Όχι πως οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η αγάπη δεν είναι κάτι σημαντικό. Διψούν για αυτήν, παρακολουθούν αμέτρητες ταινίες με θέμα ευτυχισμένες ή ατυχείς ιστορίες αγάπης, ακούν εκατοντάδες ανόητα τραγούδια που μιλούν για αγάπη – κι όμως ελάχιστοι είναι αυτοί που υποψιάζονται ότι ίσως υπάρχει κάτι το οποίο θα πρέπει να μάθουν σχετικά με την αγάπη. Αυτή η παράξενη στάση απέναντι στο ζήτημα, βασίζεται σε κάποιες υποθέσεις οι οποίες, είτε καθεμία ξεχωριστά είτε σε συνδυασμό μεταξύ τους, τείνουν να την στηρίζουν.

Πρώτον, οι περισσότεροι άνθρωποι βλέπουν το ζήτημα της αγάπης κυρίως ως πρόβλημα τού πώς να αγαπηθούν παρά τού πώς να αγαπήσουν και αν είναι ικανοί να αγαπήσουν. Κι έτσι, το πρόβλημα τους είναι πως να κάνουν τους άλλους να τους αγαπήσουν, πως να γίνουν αξιαγάπητοι. Για την επιδίωξη αυτού του σκοπού, ακολουθούν πολλά και διάφορα μονοπάτια.

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΔΟΝ ΚΑΜΙΑ ΑΛΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΡΑΣΗ, ΚΑΝΕΝΑ ΑΛΛΟ ΤΟΛΜΗΜΑ, ΠΟΥ ΝΑ ΑΡΧΙΖΕΙ ΜΕ ΤΟΣΟ ΤΕΡΑΣΤΙΕΣ ΕΛΠΙΔΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΚΙ ΟΜΩΣ ΝΑ ΑΠΟΤΥΓΧΑΝΕΙ ΤΟΣΟ ΣΥΧΝΑ ΟΣΟ Ο ΕΡΩΤΑΣ.

Μια δεύτερη υπόθεση, που κρύβεται πίσω από την άποψη πως δεν υπάρχει τίποτα το οποίο θα πρέπει να μάθουμε σχετικά με την αγάπη, είναι ότι το ζήτημα της αγάπης έχει να κάνει με ένα αντικείμενο και όχι με μία ικανότητα. Οι άνθρωποι πιστεύουν πως το να αγαπάς είναι απλό και ότι το δύσκολο είναι να βρεις το σωστό άτομο για να αγαπήσεις – ή για να αγαπηθείς από αυτό. Αυτή η αντίληψη, έχει πολλές από τις αιτίες της ριζωμένες στην εξέλιξη της σύγχρονης κοινωνίας μας.

Το τρίτο σφάλμα, το οποίο οδηγεί στην υπόθεση ότι δεν υπάρχει τίποτα που να πρέπει να μάθουμε σχετικά με την αγάπη, έγκειται στο ότι συγχέουμε την πρωταρχική εμπειρία του «ερωτεύομαι» με τη μόνιμη κατάσταση του «είμαι ερωτευμένος», ή όπως θα λέγαμε με μεγαλύτερη ακρίβεια, του «παραμένω ερωτευμένος». Στην πραγματικότητα, εκλαμβάνουμε την ένταση του ερωτικού μας ξεμυαλίσματος, αυτή την «τρέλα» που νιώθει ο ένας για τον άλλο, ως απόδειξη της δύναμης της αγάπης μας, ενώ στην πραγματικότητα όλα αυτά ίσως δεν αποδεικνύουν παρά το βάθος της μοναξιάς που νιώθαμε προηγουμένως και τίποτα περισσότερο.

Αυτή η αντίληψη – ότι δηλαδή τίποτα δεν είναι πιο εύκολο από το αν αγαπάς – εξακολουθεί να είναι κυρίαρχη, παρά τις συντριπτικές αποδείξεις που υπάρχουν για το αντίθετο. Δεν υπάρχει σχεδόν καμία άλλη ανθρώπινη δράση, κανένα άλλο τόλμημα, που να αρχίζει με τόσο τεράστιες ελπίδες και προσδοκίες κι όμως να αποτυγχάνει τόσο συχνά όσο ο έρωτας.

Σύγχρονος ορισμός της συνείδησης: η ψυχαναλυτική θεώρησή της

Από την εποχή του Καρτέσιου, ελάχιστα ζητήματα έχουν απασχολήσει τους φιλοσόφους τόσο έντονα όσο ο γρίφος της συνείδησης. Το «σκέφτομαι άρα υπάρχω» που ο Καρτέσιος χρησιμοποίησε ως θεμέλιο της φιλοσοφίας του, αποτελούσε άμεση αναγνώριση του κεντρικού ρόλου της συνείδησης που αφορά τόσο την οντολογία (αυτό που υπάρχει) όσο και την επιστημολογία (τι γνωρίζουμε και πώς το γνωρίζουμε).

Ο Σωκράτης στην απολογία του, έδωσε το δικό του ορισμό για την συνείδηση: «Σε μένα λοιπόν αυτό άρχισε να υπάρχει από τότε που ήμουνα παιδί, είναι μια φωνή που ακούω, η οποία, όποτε την ακούω, πάντοτε με αποτρέπει από κάτι που πρόκειται να κάνω και ποτέ δεν με προτρέπει σε τίποτε. Αυτή είναι που με εμποδίζει ν’ ασχοληθώ με την πολιτική. Και μου φαίνεται, ότι κάνει πάρα πολύ καλά που με εμποδίζει γιατί θα είχα αφανιστεί και, ούτε εσάς θα είχα ωφελήσει σε τίποτα ούτε τον εαυτό μου».

Μετά από δυο χιλιετίες περίπου ο Immanuel Kant διατυπώνει την περίφημη φράση του: «ο έναστρος ουρανός πάνω μου και ο ηθικός νόμος μέσα μου» (Kant, 2004).

Ορισμοί της συνείδησης

Οι σημερινές θεωρίες για τα θεμέλια της ανθρώπινης συνείδησης φέρνουν στο προσκήνιο μοναδικά, δυνητικά, προσαρμοστικά χαρακτηριστικά της.

Το American Heritage Dictionary Of The English Language, ορίζει τη συνείδηση ως «αίσθηση της προσωπικής ή συλλογικής ταυτότητας κάποιου, συμπεριλαμβανομένων των στάσεων, πεποιθήσεων και ευαισθησιών που κατέχονται ή θεωρούνται χαρακτηριστικά ενός ατόμου ή μιας ομάδας» και το μυαλό, ως «η ανθρώπινη συνείδηση που προέρχεται από τον εγκέφαλο και εκδηλώνεται ειδικά στη σκέψη, την αντίληψη, το συναίσθημα, τη θέληση, τη μνήμη και τη φαντασία» (Μorris, 1969).

Το American Psychological Association Dictionary of Psychology, ορίζει τη συνείδηση ως:

α) την κατάσταση της συνείδησης σε συμπεριφορικό επίπεδο, με την έννοια της ικανότητας διάκρισης ερεθισμάτων, παρακολούθησης εσωτερικών καταστάσεων, ελέγχου συμπεριφοράς και ανταπόκρισης στο περιβάλλον. Η ενσυνείδητη κατάσταση ως άμεση, ολοφάνερη, θεμελιώδης εμπειρία ζωής

β) την κατάσταση αφύπνισης και της συνειδητής αντίληψης, που συνεπάγεται συνήθως η αφύπνιση «Το να είσαι συνειδητός» δηλαδή να είσαι ξύπνιος, να είσαι σε εγρήγορση ή να είσαι άγρυπνος.

γ) την αυτοσυνείδηση, μια ειδική μορφή ενδοσκοπικής συνείδησης στην οποία το αντικείμενο της συνείδησης είναι ο εαυτός ή κάποια πτυχή του εαυτού. Δεδομένου ότι κάποιος μπορεί να έχει επίγνωση πολλών πραγμάτων (άλλους ανθρώπους, τον εξωτερικό κόσμο κ.λπ.), εκτός από τον εαυτό του, αυτή η χρήση είναι δόκιμη.

δ) την νευροψυχολογική δραστηριότητα. Οι νευροψυχολόγοι βλέπουν τη συνείδηση ως ριζωμένη σε νευρικά συστήματα και οργανικές εγκεφαλικές δομές. Αρκετές τεχνικές απεικόνισης εγκεφάλου, όπως σάρωση EEG και fMRI, έχουν χρησιμοποιηθεί για φυσικές μετρήσεις της εγκεφαλικής δραστηριότητας σε αυτές τις μελέτες (VandenBos, 2007).

Οι νευρικοί συσχετισμοί συνείδησης αφορούν στη σχέση μεταξύ των εμπειριών που αναφέρονται από τα άτομα και της δραστηριότητας που λαμβάνει χώρα ταυτόχρονα στον εγκέφαλό τους π.χ. οι αισθητικές και κινητικές ικανότητες κατά την εγρήγορση οι οποίες περιπλέκονται με την παρεμβολή των μηχανισμών άμυνας που λειτουργούν σαν φίλτρο, το οποίο καθορίζει τι θα μείνει συνειδητό από τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος και τι θα περάσει στο ασυνείδητο.

To ασυνείδητο κατά Freud και Jung

Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεώρηση του Freud το ασυνείδητο και το συνειδητό, αποτελούν το κλειδί για την κατανόηση της συμπεριφοράς της προσωπικότητας. Όρισε την ανθρώπινη συνείδηση σε τρία επίπεδα επίγνωσης: το συνειδητό, προσυνειδητό και το ασυνείδητο. Κάθε ένα από αυτά τα επίπεδα αντιστοιχεί και επικαλύπτεται με τις ιδέες του Freud για το Id-Ego-Superego τα οποία βρίσκονται σε μια δυναμική σχέση μεταξύ τους (Laplanche, & Pontalis, 1986)

Το συνειδητό είναι ένα μικρό κομμάτι του συνόλου το οποίο μπορούμε να έχουμε επίγνωση, ενώ το ασυνείδητο ένα ενεργό σύστημα που περιβάλλει τις αναμνήσεις, σκέψεις σεξουαλικές και καταστροφικές παρορμήσεις που θεωρούνται «ανεπίτρεπτες» από το Ego.

Το ασυνείδητο αποζητά την ικανοποίηση των ενορμήσεων και ασκεί πίεση στο Ego. Η αναχαίτιση των ασυνείδητων επιθυμιών εκ μέρους του, επιτυγχάνεται μέσω της Απώθησης. Παραταύτα το Ιd συνεχίζει να ενεργεί και να επιδρά στη συνειδητή ζωή και να διατηρεί στενούς δεσμούς με την προσωπικότητα (μνήμη, συναίσθημα, φυσική και ψυχική ζωή).

Η Απώθηση είναι ένας μηχανισμός άμυνας του Εγώ - όπως και αρκετοί άλλοι- που απωθεί τις μη αποδεκτές σκέψεις και αναμνήσεις. Χωρίς την απώθηση ένα άτομο ενδέχεται να κάνει ή να λέει οποιαδήποτε ασυνείδητη παρόρμηση ή ζωώδη ορμή, ανεξάρτητα από το πόσο εγωιστική ή ανήθικη είναι. Με την απώθηση αυτές οι επιθυμίες συγκρατούνται στα βάθη του δυναμικού ασυνειδήτου.

Ο Freud έψαξε να βρει μαρτυρίες για την ύπαρξη του ασυνείδητου νου στις παραπραξίες, τις διαλείψεις της συνείδησης, γλωσσικές παραδρομές και στο όνειρο το οποίο διαφυλάσσει τον ύπνο και είναι η «βασιλική οδός» που οδηγεί από το Ασυνείδητο στο Συνειδητό (Laplanche, & Pontalis, 1986)

Στενός φίλος και συνεργάτης του Freud, ο Carl Jung δέχεται το μηχανισμό της «καταπίεσης» και ξεχωρίζει το «ατομικό ασυνείδητο», το οποίο ανάλογα με τις περιστάσεις έρχεται στην επιφάνεια ή κρύβεται και είναι διαφορετικό σε κάθε άτομο γιατί είναι αποτέλεσμα των συσσωρευμένων ατομικών εμπειριών του, από το «συλλογικό ασυνείδητο», το οποίο δεν αποκαλύπτεται ποτέ.

Δεν απέρριψε την ερμηνευτική των ονείρων του Freud και υιοθήτησε την θεωρία του περί ενστίκτων που βασίστηκε στη μελέτη του K. Darwin. Η διαπίστωση αυτή οδήγησε τον Jung στην ανάπτυξη της περίφημης θεωρίας των αρχετύπων τα οποία επηρεάζουν το άτομο γιατί εμπεριέχονται και στο ατομικό ασυνείδητο και παρουσιάζονται ως φαντασιώσεις, νευρώσεις και υστερίες (Bennet, 1970).

Αγάπη: Θυσία ή ισοτιμία;

Ακόµα και αυτοί που πιστεύουν ότι θα κατακτούσαν την ευτυχία βρίσκοντας τον κατάλληλο άνθρωπο µπορεί να εγκαταλειφθούν µέσα σε µια δυστυχισµένη σχέση λόγω µιας αίσθησης καθήκοντος προς τους συντρόφους τους, τα παιδιά τους ή το θεσµό του γάµου.

Πιστεύουν, λανθασµένα, ότι η θυσία είναι συνώνυµη µε την αρετή και δεν αντιλαµβάνονται ότι µένοντας για το χατίρι του άλλου θα οδηγηθούν και οι δύο σε απογοήτευση και δυστυχία. Με την πάροδο του χρόνου, αυτός που θυσιάζεται θα δυσφορεί µε το σύντροφό του επειδή του στερεί το νόηµα ή την ευχαρίστηση που θα έβρισκε αλλού.

Ο σύντροφός του, από την άλλη µεριά, θα είναι δυστυχισµένος ξέροντας ότι µένει µαζί του επειδή νιώθει υποχρέωση και όχι επειδή το επιθυμεί, και αυτός µε τη σειρά του θα χάσει οποιοδήποτε νόηµα ή ευχαρίστηση αντλούσε από τη σχέση.

Ακόµα και µέσα σε µια σχέση που οι σύντροφοι αγαπιούνται και θέλουν να είναι µαζί, η ευτυχία µπορεί να υπονοµευτεί από την πεποίθηση ότι η θυσία είναι συνώνυµη της αγάπης -ότι όσο µεγαλύτερη η θυσία, τόσο βαθύτερη η αγάπη.

Είναι σηµαντικό να γνωρίζουµε ότι το να σταθούµε στο πλευρό του συντρόφου μας όταν αυτός µας χρειάζεται δεν αποτελεί θυσία.

Όταν αγαπάµε κάποιον, συχνά αισθανόµαστε ότι βοηθώντας τον βοηθάµε τους εαυτούς µας. Όπως σηµειώνει ο Ναθάνιελ Μπράντεν: «Αυτός είναι ο µεγάλος προσδιορισµός της αγάπης: ότι το ατοµικό µας συµφέρον επεκτείνεται ώστε να συµπεριλάβει το σύντροφό µας».

Όταν αναφέροµαι εδώ στη θυσία, µιλάω για έναν άνθρωπο που απαρνείται κάτι απαραίτητο για την ευτυχία του.

Για παράδειγµα, µια γυναίκα που διαρκώς αφήνει την εργασία που αγαπά και την οποία δεν µπορεί να βρει αλλού προκειµένου να πάρει ο άντρας της μια δουλειά στο εξωτερικό θυσιάζεται - γιατί, αν η εργασία της είναι θεμελιώδης για τον πυρήνα του εαυτού της, αν είναι μέρος του προορισμού της, τότε το να την εγκαταλείψει είναι επιζήμια για την ευτυχία της.

Η ίδια γυναίκα, αν πάρει άδεια µιας εβδομάδας γιατι θελει να βοηθήσει τον άντρα της σε κάποιο έργο του, δε θυσιάζεται απαραίτητα - µπορεί να µη συµβιβάζει την ευτυχία της.

Επιπλέον, επειδή η ευτυχία της είναι συνυφασμένη µε τη δική του, επειδή ο καθένας τους είναι ευτυχέστερος όταν ο άλλος είναι ευτυχισµένος, βοηθώντας τον βοηθά συγχρόνως τον εαυτό της.

Δεν υπάρχει εύκολος τρόπος διάκρισης µεταξύ θυσιαστικών συµπεριφορών, και συνεπώς καταστροφικών για τη µακρόχρονη επιτυχία της σχέσης, και συµπεριφορών που οδηγούν στην ωρίµανση της σχέσης. Ο µόνος τρόπος να ξεχωρίσουµε την επιβλαβή από την ωφέλιµη, είναι αξιολογώντας τη σχέση ως σύνολο στο νόµισµα της ευτυχίας.

Μια σχέση είναι µια συναλλαγή στο υπέρτατο νόµισμα. Όπως κάθε συναλλαγή, όσο πιο επικερδής είναι µια σχέση και για τους δύο, τόσο µεγαλύτερες πιθανότητες έχει να ανθήσει. Όταν ο ένας από τους συντρόφους αδικείται στο υπέρτατο νόµισµα -όταν εκείνη διαρκώς στερείται το νόηµα και την ευχαρίστηση ώστε εκείνος να λαµβάνει µεγαλύτερο µέρος τους- και οι δύο σύντροφοι καταλήγουν σε βάθος χρόνου λιγότερο ευτυχισµένοι. Για να νιώθουμε ευχαριστηµένοι σε µια σχέση, πρέπει να νιώθουµε ότι η συναλλαγή είναι ισότιµη.

Η ψυχολόγος Ελέιν Χάτφιλντ, η οποία µελετά τις σχέσεις, δείχνει ότι δεν αρέσει στους ανθρώπους να «καλοπληρώνονται» ή να «κακοπληρώνονται» σε µια σχέση. Οι άνθρωποι νιώθουν πιο ευχαριστηµένοι, και οι σχέσεις τους έχουν µεγαλύτερες πιθανότητες να ανθήσουν, αν και οι δύο σύντροφοι βλέπουν τη σχέση ως ισότιμη. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι και οι δύο σύντροφοι θα πρέπει να έχουν αντίστοιχους μισθούς. Η ισοτιμία της σχέσης μετατράται στο υπέρτατο νόμισμα. Αν και ο συµβιβασµός είναι ένα µακό και υγιές µέρος οποιασδήποτε σχέσης, αν και σε διαφορετικές φάσεις ο κάθε σύντροφος θα αποποιηθεί µέρος του νοήµατος και της ευχαρίστησής του για το καλό του άλλου, συνολικά η σχέση θα πρέπει να είναι προσοδοφόρα και για τους δύο – και οι δύο θα πρέπει να νιώθουν ευτυχισμένοι που είναι μαζί.

O φόβος πάντα θα σε πηγαίνει πίσω

Φοβάμαι την αγάπη, φοβάμαι μην ξανά πάθω τα ίδια, φοβάμαι μήπως πληγωθώ. Δεν φοβάσαι όμως το να μην ζεις;

Όλοι έχουμε ένα παρελθόν, κάτι μας έχει μείνει από αυτό καλό-κακό. Όμως, που εστιάζουμε αλήθεια; Και γιατί το παρελθόν να μας κάνει άδικους κριτές για το μέλλον ή για το παρόν;

Στην πραγματικότητα είναι στο χέρι μας το πότε θα εμπλακούμε με άλλα πρόσωπα και πως θα τους συμπεριφερθούμε. Όταν λοιπόν μαστίζει ο φόβος μέσα μας, δεν είναι κανένας υποχρεωμένος να είναι το αποκούμπι μας για να ξεπεράσουμε τα κατάλοιπα μας.

Δεν είναι ντροπή να παραδεχτούμε ότι κάτι συμβαίνει μέσα μας το οποίο δεν είναι και τόσο ευχάριστο. Είναι όμως ντροπή το να το σκεπάζουμε με ωραιοποιημένες ‘’κουβέρτες’’ και να παριστάνουμε πως όλα είναι εντάξει.

Ό,τι κάνουμε έχει αντίκτυπο, αν όχι άμεσα, ετεροχρονισμένα, πάντως έχει.

Ύψιστη σημασία έχει το τι πραγματικά θέλω να είμαι.

Χωρισμένος; Ή ελεύθερος για μια καινούρια αρχή και όπου με βγάλει;

Στεναχωρημένος; Ή συνειδητοποιημένος και πιο δυνατός για να συνεχίσω;

Θυμωμένος; Η γαλήνιος να αποδεχτώ μια κατάσταση και να συνεχίσω παρακάτω στη ροή της ζωής;

Εξαρτημένος; ή πραγματικά ελεύθερος;

Να λέω μεγάλα λόγια που δεν μπορώ να πραγματοποιήσω; Ή να μιλάω λιγότερο και να λέω αλήθεια αυτά που μπορώ να υποστηρίξω;

Να ξεκαθαρίζω τις καταστάσεις; Ή να τις αφήνω όπως είναι;

Να διεκδικώ αυτό που θέλω; Ή να το αφήνω να φύγει επειδή κάτι με τρομάζει;

Δεν είμαστε αιώνια με σάρκα και οστά, ζήσε στιγμές, διεκδίκησε, πάλεψε, συνέχισε, σεβάσου τον εαυτό σου και τους άλλους, αγάπησε, δημιούργησε με πάθος, αγκάλιασε, κάνε έρωτα. Όμως μη φοβάσαι, γιατί το μόνο που θα καταφέρεις θα είναι να γυρνάς μονίμως σε έναν φαύλο κύκλο και να δημιουργείς συνέχεια τις ίδιες απογοητεύσεις.

Οι μεγαλύτερες αλλαγές της ζωής, έγιναν αθόρυβα

Τις μεγαλύτερες αλλαγές της ζωής σου, δεν τις συζήτησες με κανέναν. Δεν τις ανακοίνωσες, δεν τις φώναξες, δεν τις παρουσίασες και το κυριότερο δεν τις διαφήμισες.

Έγιναν μέσα από μια έκρηξή σου, την πιο ανύποπτη στιγμή, που ήταν τόσο δυνατή που σε έκανε κομμάτια. Και σου πήρε καιρό να τα μαζέψεις τα κομμάτια. Ήταν πολλά και είχαν σκορπίσει στους πέντε ανέμους. Όμως έκατσες μόνος και τα μάζεψες όλα, με υπομονή.

Τα καθάρισες και τα άπλωσες γύρω σου. Άλλα τα κράτησες, άλλα τα φύλαξες, άλλα τα πέταξες και κάποια από εκείνα που απέμειναν τα έβαλες στην θέση που τους άξιζε να είναι από την αρχή κι εσύ απλά εθελοτυφλούσες.

Θα βρεις και 2-3 το πολύ, που θα μείνουν εκεί που ήταν από την αρχή γιατί είναι εκείνα που ήταν πάντα καθαρά και δεν έσπασαν ποτέ. Είναι εκείνα, που άντεχαν πάντα, τα πάντα..

Και στέκεσαι και πάλι όρθιος. Φαινομενικά ίδιος, φαινομενικά απαράλλαχτος και ουσιαστικά άγνωστος. Τόσο άγνωστος που με κάποιους θα πρέπει να ξανασυστηθείς. Με άλλους πάλι, απλά δεν θα χάσεις το χρόνο σου ξανά όχι για να ξανασυστηθείς αλλά ούτε για να αναπνεύσεις τον ίδιο αέρα..

Θα βρεθούν κι εκείνοι που θα σε ρωτήσουν γεμάτοι περιέργεια “μα τι έπαθες;” κι εσύ το μόνο που θα απαντάς θα είναι η αλήθεια σου.. “τίποτα”. Και είναι όντως η αλήθεια σου αυτό. Βλέπεις δεν έπαθες “κάτι”, απλά άλλαξες. Κι όταν αλλάζεις, ξεβολεύεις.

Ξεβολεύεις εκείνους που στα τεφτέρια τους σε είχαν για δεδομένο.

Ξεβολεύεις εκείνους που νόμιζαν πως σε ήξεραν και πώς ήσουν προβλέψιμος.

Ξεβολεύεις εκείνους που πια δεν χωράνε και θα πρέπει να βρουν καινούριο φυτό για να τραφούν σαν άλλοι κισσοί..

Ξεβολεύεις εκείνους που έμαθαν να τους αγαπάς αδιαπραγμάτευτα, να τους στηρίζεις αδιάκοπα και να τους προστατεύεις βάζοντας τον εαυτό σου δίχτυ ασφαλείας.

Ξεβολεύεις τα ανθρωπάκια που έμαθαν να μην τους χαλάς χατήρι.

Πιο πολύ όμως, ξεβολεύεις τον παλιό σου εαυτό που πια αποχωρεί.
Γιατί πριν βολευτούν οι κισσοί, πριν αράξουν οι κηφήνες, πριν χρησιμοποιηθείς από τους τενεκέδες που ξέρουν να κάνουν μόνο θόρυβο με το κενό τους, τους το είχες επιτρέψει εσύ!

Άρα μην ψάχνεις κανέναν κακό στο παραμύθι.. ο δράκος σου, ήσουν εσύ!

Γι’ αυτό και ήξερες ακριβώς πώς να τον σκοτώσεις. Γιατί και το παραμύθι, και ο δράκος, ήταν δικά σου από την αρχή κι ας τα άφησες να γίνουν… δημοσίας χρήσης! Μόνο που αυτό το παραμύθι, ακριβώς επειδή το γράφεις εσύ, μπορείς να το αλλάξεις όποτε θες, όπως θες, επειδή το θες, χωρίς να απολογηθείς σε κανέναν.

Άφησε χώρο για να έρθουν αυτά που πραγματικά θες

Όλοι έχουμε στο μυαλό μας αυτά που επιθυμούμε στα αλήθεια, ίσως κάποιες φορές πίσω από τις άμυνες ή την πιο σκληρή πραγματικότητα να μην έχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Όμως αυτό που ονειρευόμαστε και αυτό που θέλουμε όσο και να το σκεπάζουμε.. θα αναδύεται στην επιφάνεια!

Γιατί να δεχτώ κάτι το οποίο με καλύπτει κατά το ήμισυ; Ενώ υπάρχει αυτό που θα με καλύπτει πραγματικά; Μπορεί να μην έχει κάνει ακόμη την εμφάνιση του, όμως αν έχω χώρο, θα μπορέσει να τρυπώσει στη ζωή μου. Ο ξεκάθαρος στόχος με βοηθάει να είμαι πιο δυνατός και να διεκδικώ με πάθος μέχρι τέλους, ακόμα και την πιο τρελή μου επιθυμία.

Μην κάνετε εκπτώσεις στα ιδανικά σας.

Κάνω μια δουλειά από ανάγκη, χρειάζεται, όμως ως πότε; Εάν αυτή δεν με καλύπτει; Εάν αυτή δεν με γεμίζει και νιώθω πως είμαι μακριά απ’ το στοιχείο μου; Εάν δημιουργείται μέσα μου ένα κενό;

Γιατί έχω αφήσει το όνειρο μου παραγκωνισμένο; Αυτό, που για να είναι το όνειρο μου κάποιος βαθύτερος λόγος υπάρχει. Αυτό, που με θέλει όσο και εγώ, δεν έχει χώρο να κάνει την εμφάνιση του γιατί στην θέση του υπάρχει κάτι άλλο. Και τώρα πια όλη μου η ενέργεια είναι στραμμένη σε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση.

Τα πράγματα πάντα είναι απλοϊκά απλώς έχουμε την τάση να τα κάνουμε σύνθετα.

Ό,τι κυνηγάω με πάθος το διεκδικώ. Πάντα κάτι κερδίζω και κάτι χάνω, όταν όμως έχω πάρει την σωστή απόφαση για εμένα, αυτά που χάνω δεν μου δημιουργούν κανέναν απολύτως προβληματισμό. Εάν γεμίζω τη ζωή και τα κενά μου με κομμάτια ξένα, δεν θα μπορέσει ποτέ να ολοκληρωθεί το παζλ της ψυχής μου με επιτυχία.

Ξέρω πολύ καλά τι θέλω και είμαι πάντα εδώ για να το διεκδικώ και να το περιμένω με την αγκαλιά μου ανοιχτή, τότε θα έχει την πρέπουσα σημασία, τότε θα νιώσω την απόλυτη έξταση. Κι όχι όταν είμαι ΄΄στο περίπου΄΄. Δεν είναι κενό αυτό που νιώθω, δεν βιάζομαι να το γεμίσω, διατηρώ φωτεινό αυτό το μέρος και το προετοιμάζω για να έρθει το κομμάτι του παζλ που θα μου δώσει καύσιμο και κίνηση προς την κατεύθυνση που είμαι προορισμένος να πάω.

Αγαπάω τη ζωή, την εμπιστεύομαι, αγαπάω εμένα και εσένα, διεκδικώ αυτά που θέλω και ποτέ δεν κάνω εκπτώσεις παρά μόνο κάποιες λίγες στιγμές. Γεμίζω τα κενά μου με φως, αφήνω χώρο, όσο πιο πολύ τόσο καλύτερα, δεν φοβάμαι, ξέρω να περιμένω και να διαλέγω αυτό που θέλει το μυαλό και η καρδιά μου. ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ!

Ο μύθος του Χρόνου

Στον τόπο μας κάποτε βασίλευε ο θεός Χρόνος ή Κρόνος. Μαζί του ζούσαν οι κόρες του Ουρανού Γαία και Ρέα. Ο Μέγας αυτός θεός ήταν πολύ μοναχικός και αδρανής. Κρατούσε δε φυλακισμένες στις εφτά αποθήκες κάτω από το όρος Κάλαμος, τις μέρες, τις ώρες, τα δευτερόλεπτα, τις στιγμές, τους μήνες, τις εποχές τους ενιαυτούς. Ο Άχρονος αυτός ερημίτης βαριόταν να ορίσει τις διάρκειες της ώρας, της ημέρας και του ενιαυτού για να αρχίσει η ροή του χρόνου. Έτσι ήταν ο ίδιος το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον, καθώς πριν δεν υπήρχε χρονολογία.

Η Γαία και η Ρέα ζούσαν μαζί του δυστυχισμένες. Τα θεϊκά σώματά τους, άφηναν τον Χρόνο αδιάφορα και επομένως έμειναν στείρα και άγονα.

Κάποια στιγμή κατέφθασε ο θεός Δίας με την αποστολή να θέσει σε λειτουργία τη ροή του Χρόνου. Οι δύο γυναίκες αναγνώρισαν αμέσως τον γυμνό έφηβο με το τηλεσκόπιο που αποβιβάστηκε στο όρος Κάλαμος, τον πλησίασαν και η συνεύρεσή τους προκάλεσε θεϊκό κατακλυσμό. Το γόνιμο σπέρμα του Δία τις απελευθέρωσε. Η Γαία κυοφόρησε τα σύμπαντα, βουνά, ποτάμια, θάλασσες, φυτά, ζώα και ανθρώπους.

Λίγο αργότερα του αποκάλυψαν το φοβερό μυστικό. Μόνο αν έκοβε τον ναρκωμένο φαλλό του Κρόνου θα γινόταν αυτός ο νέος βασιλιά του Χρόνου και των καιρών. Οδηγούμενος από τις δύο ερωμένες ανταποκρίθηκε στην πρόκληση.

Η Ρέα με τα δυνατά ρεύματά της ξώκειλε το μέγα φαλλό, η Γαία του έδωσε το μέγα δρέπανο που γέννησε στα κατάβαθα του σώματός της, και ο Ζεύς με μια γρήγορη κίνηση έκοψε το φαλλό από τη ρίζα και τον έδωσε στους δύο ακολούθους του, να τον κρατούν ορθό , ως τρόπαιο εξουσίας. Μετά την κοπή, οι αποθήκες του Χρόνου άνοιξαν και οι ώρες απελευθερώθηκαν. Ο Ζευς, ως συνεχιστής της δημιουργίας του κόσμου, διέταξε την Αυγή να ανατείλει το φως και τα ρολόγια ήταν έτοιμα να δώσουν τον πρώτο παρθενικό τους χτύπο.

Πρόκειται για μια εκδοχή του μύθου του Χρόνου, που καταδεικνύει την αγωνία του ανθρώπου να εξηγήσει την απόλυτη ευθυγράμμιση της ροής του χρόνου με εκείνη της ζωής. Η διακοπή του χρόνου σημαίνει παύση παντός (σύμπαντος). Και θεωρείται ανέφικτη. Είναι όμως;

Πώς οι εμπειρίες της παιδικής μας ηλικίας επηρεάζουν την αυτοεκτίμησή μας

Υπάρχει ένας βασικός ψυχολογικός μηχανισμός με τον οποίο γεννιόμαστε και ο οποίος στηρίζεται στην αμφισβήτηση του εαυτού με αφορμή κάθε αρνητικό γεγονός.

Η αμφισβήτηση αυτή λειτουργεί σε τελευταία ανάλυση ως κίνητρο για αυτο-βελτίωση. Δηλαδή όταν κάτι δεν πάει καλά και δεν είμαστε σε θέση να το διορθώσουμε άμεσα, υποσυνείδητα ενεργοποιείται ένα μέρος μέσα μας που μας λέει ότι δεν είμαστε εντάξει όπως είμαστε, δεν είμαστε αρκετά άξιοι, δεν είμαστε αρκετά ικανοί κ.λπ.. Το δυσάρεστο συναίσθημα που παράγεται απ’ αυτήν την αυτοαμφισβήτηση, γίνεται το κίνητρο για να διορθώσουμε την αρνητική κατάσταση.

Η αυτοαμφισβήτηση ως μηχανισμός κινητοποίησης του ανθρώπου λειτουργεί εδώ και δεκάδες χιλιάδες χρόνια στον άνθρωπο (από τότε που ανέπτυξε την επίγνωση του εαυτού του) και είναι η ριζική αιτία κάθε είδους ψυχικού πόνου. Αν αναλογιστούμε πόσο πόνο έχει περάσει η ανθρωπότητα μέχρι σήμερα, μπορούμε να καταλάβουμε ότι ο κάθε άνθρωπος, γεννιέται έχοντας μέσα του μία τεράστια ετοιμότητα για αυτοαμφισβήτηση.

Ανάλογα με το πόσο λείπουν καλά πράγματα στην παιδική μας εμπειρία, ο μηχανισμός αυτοαμφισβήτησης ουσιαστικά «ξυπνάει» αρνητικές πεποιθήσεις γύρω από τον εαυτό εγγεγραμμένες στο DNA μας. Πρόκειται για πεποιθήσεις που έχουν κληροδοτηθεί από γενιά σε γενιά (μέσω DNA και μέσω της διαπαιδαγώγησης των παιδιών της εκάστοτε γενιάς από τους γονείς τους). Η συγκεκριμένη μορφή αυτών των πεποιθήσεων ποικίλλει από άτομο σε άτομο γιατί εξαρτάται από το γενεαλογικό δένδρο και την ιστορία των προγόνων του καθενός .

Ας τονίσουμε ότι δεν είναι ανάγκη αυτή η έλλειψη καλών πραγμάτων να γίνει υπό τη μορφή «τραυματικών γεγονότων» της παιδικής ηλικίας για τα οποία έχει γίνει πολύς λόγος στην ψυχολογία• μπορεί να γίνει και υπό τη μορφή μιας γενικής ψυχολογικής ατμόσφαιρας και στάσης απέναντι στο παιδί που διαποτίζει την καθημερινή του ζωή στο σπίτι, ακόμα κι αν λείπουν θορυβώδη, «σημαντικά» τραυματικά γεγονότα.

Στον βαθμό λοιπόν που ένα παιδί- με τρόπο εμφανή ή ύπουλο- δεν πάρει από τους γονείς του αρκετή αγάπη, σεβασμό, φροντίδα και συνθήκες ασφάλειας, θα ενεργοποιηθούν μέσα του πεποιθήσεις για τον εαυτό του όπως «δεν αξίζω να μ’ αγαπούν», «δεν αξίζω να με σέβονται», «δεν μπορώ, δεν είμαι ικανός να έχω αυτά που έχω ανάγκη».

Γι αυτό το γεγονός ευθύνεται ο βασικός μηχανισμός αυτοβελτίωσης μέσω της αυτοαμφισβήτησης για τον οποίο μιλήσαμε στην αρχή, αλλά συνδράμει κι ο εξής καθοριστικός παράγοντας: Ένα παιδί δεν έχει αρκετά ανεπτυγμένη κρίση ώστε να σκεφθεί ότι δεν ευθύνεται το ίδιο για το ότι οι γονείς του δεν του παρέχουν αυτά που έχει ανάγκη κι έτσι δεν υπάρχει καμία άμυνα απέναντι σ’ αυτήν την ενεργοποίηση αρνητικών πεποιθήσεων μέσα του.

Αν π.χ. δεν πάρει αγάπη ή αναγνώριση των ικανοτήτων του, είναι πολύ περίπλοκο να σκεφτεί ότι υπάρχουν λόγοι για τους οποίους οι γονείς του αδυνατούν να του τη δώσουν, ενώ είναι πολύ απλό, αφού οι αρνητικές πεποιθήσεις περιμένουν ήδη έτοιμες μέσα του, να υποθέσει ότι κάποια ανεπάρκειά του ευθύνεται γι αυτήν την έλλειψη.

Άλλωστε τους γονείς του τους βλέπει περίπου σαν θεούς, εκείνοι είναι οι δυνατοί, έχουν πολλά περισσότερα χρόνια σ’ αυτόν τον πρωτόγνωρο κόσμο, ξέρουν τα πάντα και το ίδιο τίποτα, πώς θα μπορούσαν να κάνουν οποιοδήποτε λάθος; Χώρια που το συμφέρει να τους βλέπει σαν αλάθητους και τέλειους, γιατί απ’ αυτούς εξαρτάται η ίδια του ή ύπαρξη• η ιδέα ότι αυτοί που έχουν αναλάβει τη φροντίδα του ίσως να είναι ατελείς, του προκαλεί ανασφάλεια.

Επίσης να τονίσουμε ότι ένα παιδί μπορεί να πάρει πολλή αγάπη, φροντίδα και προσοχή, αλλά και πάλι να ενεργοποιηθούν έντονα αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό του, γιατί πήρε αυτά τα στοιχεία με λάθος τρόπο. Δηλαδή για παράδειγμα, μια υπερβολικά προστατευτική συμπεριφορά που βασίζεται στο φόβο του γονέα, κάνει το παιδί να φοβάται επίσης και να διαμορφώνει έτσι την πεποίθηση ότι είναι πολύ αδύναμο και ευάλωτο μέσα σ’ έναν πολύ επικίνδυνο κόσμο.

Επίσης οι συνεχείς συμβουλές, νουθεσίες και παρεμβολές, όσο και άριστη να είναι η πρόθεση με την οποία δίνονται, του ενεργοποιούν την πεποίθηση ότι δεν μπορεί να βασίζεται στις ικανότητές του (είμαι ανίκανος), δεν έχει τον έλεγχο να κάνει αυτό που το ίδιο θέλει (είμαι ανήμπορος, κάνω αυτό που θέλουν οι άλλοι), δεν έχει την κρίση για να διακρίνει το ωφέλιμο από το βλαβερό (είμαι χαζός, είμαι αμαθής, οι άλλοι μόνο ξέρουν), δεν έχει την αντοχή για να μαθαίνει απ’ τα λάθη του (είμαι ευπαθής, αν κάνω λάθος, καταστράφηκα), πεποιθήσεις όλες πολύ αρνητικές για τον εαυτό.

Ένας άλλος λάθος τρόπος αγάπης των γονιών προς τα παιδιά τους προκύπτει όταν δεν τα αγαπούν γι αυτήν καθ’ αυτήν την ύπαρξή τους, αλλά επειδή είναι πολύ όμορφα, έξυπνα, καλότροπα, καλοί μαθητές, υπάκουα κ.λπ.. Στον βαθμό που ισχύει αυτό, αυτή η αγάπη επίσης γεννά αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό για τον απλούστατο λόγο ότι το παιδί διαμορφώνει την βασική πεποίθηση «δεν αξίζω γι αυτό που είμαι, αξίζω μόνο όσο ικανοποιώ τις επιθυμίες των άλλων για μένα».

Διότι στην παραμικρή απόκλιση απ’ αυτά που περιμένουν οι άλλοι από κείνο, διαισθάνεται την μεγάλη επιδείνωση του συναισθηματικού κλίματος. Μοιάζει με την κατάθλιψη και το άγχος που βασανίζει συχνά τους σταρ του θεάματος οι οποίοι γνωρίζουν κατά βάθος ότι όλος ο θαυμασμός και η αγάπη του κόσμου δεν είναι πράγματι προς το πρόσωπό τους, αλλά είναι κάτι απολύτως εξαρτώμενο από τις επιτυχίες τους και από την μόδα των καιρών.

Έτσι λοιπόν η πρώτη εικόνα που διαμορφώνουμε για τον εαυτό μας εξαρτάται από τις εμπειρίες της παιδικής μας ζωής κι αυτή η εικόνα, διατηρείται και στην ενήλικη ζωή, ουσιαστικά μέχρι να πεθάνουμε, αν δεν την θέσουμε συνειδητά και συστηματικά υπό αμφισβήτηση. Εδώ φυσικά προκύπτει το ερώτημα, γιατί συμβαίνει αυτό;

Δηλαδή, αν ένα παιδί δεν έχει πάρει αγάπη και σεβασμό απ’ τους γονείς του, είναι επόμενο όπως εξηγήσαμε να διαμορφώσει πεποιθήσεις για τον εαυτό του όπως «δεν αξίζω να μ’ αγαπούν και να με σέβονται» και «δεν έχω τη δύναμη να παίρνω αυτό που θέλω (όπως το σημαντικότατο να μ’ αγαπούν και να με σέβονται)». Όμως γιατί οι κατοπινές του εμπειρίες με άλλους ανθρώπους, δεν του αλλάζουν αυτές τις πεποιθήσεις;

Ένας απ’ τους λόγους είναι κατ’ αρχήν ότι οι πρώτες πεποιθήσεις για τον εαυτό έχουν ιδιαίτερη ισχύ αφού ενεργοποιούνται όταν δεν υπάρχει καμία κριτική άμυνα και διαμορφώνουν την πρώτη εντύπωση για το ποιοι είμαστε, που είναι και η πιο δυνατή.

Από κει κι έπειτα αυτές οι καλά θεμελιωμένες πεποιθήσεις επηρεάζουν τις επιλογές μας και την ερμηνεία των γεγονότων της ζωής μας με τέτοιο τρόπο ώστε να αυτο-επιβεβαιώνονται.

Ιστορική και επιστημολογική εξέλιξη της ψυχολογίας

Η εξέλιξη των συστημάτων της ψυχολογίας, αποτέλεσε αναγκαίο μέρος στην ανάπτυξη της διότι συνέβαλε να ορισθεί μεθοδολογικά και να χωροθετηθεί εντός της επιστήμης. Ωστόσο, η ψυχολογική έρευνα συνδέεται στενά με την φιλοσοφία μέσα από την επιστημιολογία και την αναζήτηση της γνώσης.

Φιλοσοφία και Ψυχολογία

Οι ιστορικοί εντοπίζουν στα γραπτά των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, το πρώτο σημαντικό «σώμα» εργασίας στη Δύση, πλούσιο σε ψυχολογική σκέψη. Ο Σωκράτης έβάλε τα θεμέλεια της φιλοσοφικής προσέγγισης της ψυχολογίας, εξέφρασε τον ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό στην πληρότητά του και εγκαινίασε μία διακριτή παράδοση η οποία εξελίχθηκε περαιτέρω από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη.

Ο Πλάτωνας, διατυπώνει τον ψυχοφυσικό δυισμό, την αφθαρσία και διαίρεση της ψυχής: λογικό, συναισθηματικό, αισθησιακά επιθυμητικό. Ο Αριστοτέλης, μαθητής του Πλάτωνα και πατέρας της Ψυχολογίας, επιχειρεί να γεφυρώσει το χάσμα σώματος-ψυχής που άνοιξε ο δάσκαλος του, υποστηρίζοντας ότι η ψυχή δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς το σώμα αλλά και το σώμα δεν είναι παρά το όργανο της ψυχής (Δαφέρμος, 2020).

Αναγέννηση: Εμπειρισμός-Ορθολογισμός

Την περίοδο της Αναγέννησης εντοπίζονται οι απαρχές μιας πιο επιστημονικής θεώρησης της ψυχολογίας. Ο Descartes ήταν ο πρώτος που πρότεινε την αναζήτηση της αλήθειας μέσω της ενδοσκόπησης και της αισθητηριακής εμπειρίας. Με την περίφημη ρήση του «σκέφτομαι αλλά υπάρχω» θέτει και εκείνος το ζήτημα του δυισμού πνεύματος-σώματος και την αλληλεπίδραση τους (Δαφέρμος, 2020).

Η εμπειρική ψυχολογία εμφανίζεται κατά την ίδια εποχή και ο John Locke διατυπώνει την κλασική μορφή του εμπειρισμού: αρχή της γνώσεως είναι η εμπειρία (μέσω αισθήσεων), ο άνθρωπος γεννιέται «tabula rasa».

Τόσο ο εμπειρισμός όσο και ορθολογισμός, διακρίνονταν από σημαντικούς περιορισμούς τους οποίους ανέδειξε ο φιλόσοφος Immanuel Kant, υποστηρίζοντας ότι οι έννοιες δεν προκύπτουν άμεσα από την εμπειρία αλλά παράγονται από τον νου a priori ( Bacon, 2000: Brennan, 2009).

Νεότερη ψυχολογία

Με προάγγελο αυτές τις θεωρίες, η πειραματική ψυχολογία δεν άργησε να κάνει την εμφάνιση της και για πρώτη φορά εισάγεται ο όρος ενέργεια στην ιστορία της ψυχολογίας.

Ο Wilhelm Wundt, κύριος ιδρυτής της πειραματικής ψυχολογίας και εκφραστής του Δομισμού, διατυπώνει την θεωρία με κύριο πυρήνα το γεγονός ότι οι άνθρωποι μπορούν να εστιάσουν την προσοχή τους μόνο σε ότι επιθυμούν. Οι μελέτες του Wundt τον οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η ενδοσκόπηση είναι ένα μέσο μελέτης του νου.

Την αξία της ενδοσκόπησης αναγνώρισε τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά ο Edward B.Titchener της σχολής του Δομισμού, σύντομα όμως θεωρήθηκε αναξιόπιστη.

Μια από τις σημαντικότερες τομές στην ιστορία της ψυχολογίας (19ος αιώνας), αποτέλεσε η Εξελικτική Θεωρία του Charles Darwin. Η προσαρμοστικότητα, η κληρονομικότητα, η φυσική επιλογή και η κοινή καταγωγή των ειδών από έναν κοινό πρόγονο, έθεσε το πλαίσιο για την ανάπτυξη του Λειτουργισμού (Baker & Sperry, 2018)

Ο Λειτουργισμός, εκφράστηκε ως αντίδραση στη γερμανική σχολή του Δομισμού από τον William James, πατέρα της αμερικανικής ψυχολογίας ο οποίος υποστήριξε ότι ο σωστός τρόπος μελέτης των ψυχολογικών φαινομένων είναι μέσω της εξέτασης της προσαρμοστικής τους αξίας και της λειτουργικότητάς τους. Ο Λειτουργισμός σταδιακά απορροφήθηκε από τον Αμερικανικό συμπεριφορισμό (Walker, 1945).

Η επίδραση του Ivan Pavlof και των εξαρτημένων ανακλαστικών υπήρξε καθοριστική στην ανάπτυξη του Συμπεριφορισμού, θεμελιωτής του οποίου υπήρξε ο John Watson. Βασική αρχή της θεωρίας είναι ότι η προσωπικότητα διαμορφώνεται από το περιβάλλον. Η σχέση μεταξύ συμπεριφοράς και των βιολογικών λειτουργιών είναι πάντοτε μια απάντηση σε ένα ερέθισμα στο περιβάλλον.

Οι μεθοδολογική περιορισμοί του Watson οδήγησαν στην ανάπτυξη μιας νέας οπτικής από τον Β.F. Skinner ο οποίος διατύπωσε την Συντελεστική διενεργό εξαρτημένη μάθηση: η συμπεριφορά ενισχύεται από παράγοντες θετικής ενίσχυσης, ή από την απόσυρση παραγόντων αρνητικής ενίσχυσης (Baker & Sperry, 2018)

Στις αρχές του 1900 στην Ευρώπη, εμφανίζεται η Ψυχαναλυτική θεωρία του Sigmoud Freud. Για πρώτη φορά μπαίνει στο μικροσκόπιο το ασυνείδητο, οι ελεύθεροι συνειρμοί, η σημασία της σεξουαλικής επιθυμίας (libido) στο ψυχισμό του ατόμου, τα ψυχοσεξουαλικά στάδια ανάπτυξης, οι θεωρίες προσωπικότητας, η διεργασία του ονείρου. Παρά τις επικρίσεις που δέχθηκε το έργο του Freud, δεν μπορεί να αναιρεθεί η συμβολή της δομής του ψυχικού οργάνου ( Id-Ego-Superego) στον ψυχισμό της ανθρώπινης ύπαρξης,.

Η θεωρία του, αν και ανατρεπτική και αμφιλεγόμενη ιδιαιτέρα στην Αμερική, άσκησε μεγάλη επιρροή σε σημαντικές προσωπικότητες όπως του C.Jung και A. Adler.

Και ενώ η Αμερικάνικη Ψυχολογία κυριαρχούνταν σε μεγάλο βαθμό από τον συμπεριφορισμό, η Ευρωπαϊκή Ψυχολογία, πλην της ψυχανάλυσης, έδινε έμφαση στη διαμόρφωση ολιστικότερων θεωριών όπως της Φαινομενολογίας, Μορφισμού και του Υπαρξισμού. Η «τρίτη δύναμη» της ψυχολογίας, αναδύεται.

Οι ψυχολόγοι της θεωρίας της Μορφής, ο Rogers, o Hebb και πολλοί άλλοι ήταν εκείνοι που άνοιξαν το δρόμο για την «γνωστική επανάσταση». Σημαντική τομή αποτέλεσε η τεχνητή νοημοσύνη του Turing για να αναλυθεί και να συγκριθεί με αυτήν η ανθρώπινη νοημοσύνη.

Η Γνωστική ψυχολογία ρίχνει το βάρος στη μελέτη συγκεκριμένων γνωστικών λειτουργιών (J. Piaget) και μάθηση και νοητικών δεξιοτήτων η οποία μεταβιβάζεται μέσω της γλώσσας.

Σε αντίθεση µε την ατοµοκεντρικές θεωρίες μάθησης, οι κοινωνικοπολιτισμικές θεωρίες βλέπουν τη μαθησιακή δραστηριότητα μόνο μέσα στο κοινωνικό, ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο διαδραματίζεται. Η θεωρία του Lev Vygotsky «οι άνθρωποι μαθαίνουν μέσω των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων» καθώς και του Albert Bandura, «μάθηση μέσω παρατήρησης και μίμησης προτύπων», κρίνονται σημαντικές για τη σύγχρονη Γνωστική, Αναπτυξιακή και Εκπαιδευτική Ψυχολογία (Ferrari, & Robinson, & Yasnitsky, 2010).

Κυνισμός η νέα Οικολογία;

Οι περισσότεροι φιλόσοφοι ζούσαν λιτά. Τα πάντα ήταν περιττά για αυτούς: εδέσματα, ενδύματα, πολυτελείς κατοικίες και ιδιοκτησίες. Σε αντίθεση με τους πολλούς, όπου τα πάντα θεωρούνται απαραίτητα για τον ευ ζην, οι φιλόσοφοι αρκούνταν στα λίγα και το διακήρυτταν με τον βίο τους. Δίχως να έχει δημιουργηθεί ακόμη η ανάγκη για οικολογικό κίνημα, συνειδητοποίησαν νωρίς ότι το να ζουν σε αρμονία με τη φύση, το «κατά φύσιν ζῆν», τους οδηγούσε στην ευδαιμονία.

Αλλά, αν μία φιλοσοφική σχολή μπορεί να διεκδικήσει τον τίτλο του πρώτου περιβαλλοντικού κινήματος, αυτή δεν είναι άλλη από τον Κυνισμό (που όπως και οι περισσότερες έλκει την καταγωγή της από τον Σωκρατικό βίο). Ο Αθηναίος φιλόσοφος πρώτος κατέδειξε ότι για το ευ ζην δεν χρειάζονται πολλά. Το αντίθετο. Το «τίποτε» είναι αρκετό. Αυτός όμως που πραγματικά έζησε σε αρμονία με τη φύση ήταν ο Διογένης ο Κύων, «ο τρελός Σωκράτης» όπως αποκαλούσε τον εαυτό του (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων 6.54). Έζησε, ελεύθερος από συμβάσεις, μια αξιοζήλευτη ζωή, ακόμη και για ένα αυτοκράτορα όπως ο Μέγας Αλέξανδρος, όπως μαρτυρεί το θρυλικό περιστατικό της συνάντησής τους («Αν δεν ήμουν ο Αλέξανδρος, θα ήθελα να ήμουν ο Διογένης» Gnomologium Vaticanum: 743 n. 91).

Τι χρειάζεται ένας άνθρωπος τελικά; Ο Διογένης δεν είχε τίποτε στην κατοχή του. Ή μάλλον είχε: ένα κύπελο για να πίνει νερό. Μόλις όμως είδε ένα παιδί να πίνει νερό με τα χέρια, το πέταξε (θα μπορούσε να το χαρίσει;) λέγοντας: «παιδίον με νενίκηκεν εὐτελείᾳ» (ένα παιδί με νίκησε στη λιτότητα). Φαίνεται μάλιστα ότι τα παιδιά ήταν καλοί σύμβουλοι για τον ίδιο, γιατί βλέποντας στη συνέχεια ένα άλλο να τρώει τις φακές του, δίχως πιάτο, σε μια κοιλότητα του ψωμιού του, πέταξε και την κούπα που είχε για να τρώει ως περιττή (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων 6.37). Ο Διογένης άσκησε τον εαυτό του να μην επιθυμεί τίποτε, να είναι αυτάρκης ζώντας αρμονικά με τη φύση. Για τον λόγο αυτό, ασκούσε τον εαυτό του σωματικά και ψυχικά:

«Τίποτε απολύτως στη ζωή, έλεγε, δεν κατορθώνεται χωρίς άσκηση, αυτή όμως είναι δυνατή να κερδίσει τα πάντα. Πρέπει λοιπόν αντί για τους άχρηστους κόπους οι άνθρωποι να προτιμούν τους κατά φύσιν για να ζουν με ευδαιμονία (ζῆν εὐδαιμόνως), αλλά εξαιτίας της τρέλας τους ζουν δυστυχισμένοι. Γιατί ακόμη και η καταφρόνηση της ηδονής είναι πολύ ηδονική, όταν συνηθίζουμε σ’ αυτήν. Και όπως αυτοί που συνηθίζουν να ζουν με απολαύσεις (ἡδέως ζῆν) με αηδία περνούν στην αντίθετη κατάσταση, έτσι και εκείνοι που έχουν ασκηθεί στον αντίθετο τρόπο ζωής είναι ηδονικό να καταφρονούν τις ηδονές. Αυτά υποστήριζε και βέβαια τα τηρούσε. Όντως παραχαράσσοντας τις ισχύουσες αξίες, με το να μην αναγνωρίζει στις συμβάσεις το κύρος των φυσικών νόμων. Και έλεγε ότι διάγει τον ίδιο βίο με τον Ηρακλή, θέτοντας πάνω από όλα την ελευθερία.»

Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων 6.71

Δεν είναι εύκολο να είσαι ελεύθερος. Το πρώτο βήμα όμως είναι να μην χρειάζεσαι τα περιττά, δηλαδή όσα δεν έχεις. Ο πολιτισμός των πολλών ανέκαθεν ζητούσε περισσότερα, θυσιάζοντας την «άχρηστη» φύση. Ακόμη και την εποχή του Διογένη, οι περισσότεροι καθόριζαν τις επιθυμίες τους με βάση τη γνώμη των άλλων. Το πιο πιθανό είναι ότι, αν υπήρχε η σημερινή τεχνολογία τότε, τα αποτελέσματα θα ήταν παρόμοια με τα σημερινά.

Η πολυτέλεια όμως δεν προσφέρει ευτυχία. Μόνο επιζητεί περισσότερα, καθώς ποτέ δεν είναι αρκετή. Η ματαιοδοξία δεν ικανοποιείται ούτε με την απόκτηση του κόσμου όλου. Η ανθρώπινη απληστία, με τη συνδρομή της τεχνολογίας, κατέστρεψε τη φύση για χάρη της παροντικής απόλαυσης του ανθρώπου, που ποτέ δεν κατόρθωσε να ζήσει λιτά. Για να ευτυχήσει πρέπει να τα έχει όλα. Όλοι θέλουν να τα έχουν όλα. Ρούχα, τηλέφωνα, σπίτια, αυτοκίνητα ποτέ δεν είναι αρκετά και καταλήγουν ο σκοπός της ζωής των σημερινών ανθρώπων, που δεν κατανοούν ότι η ζωή τους έχει ένα τέλος. Ταυτόχρονα με τη ζωή τους, ωστόσο, και η φύση (η μόνη γνωστή ζωή στο σύμπαν) ολισθαίνει προς μία ανυπολόγιστη καταστροφή.

Σίγουρα, ο Κυνισμός σήμερα δεν θα μπορούσε να έχει την ασκητική μορφή της αρχαιότητας. Οι αρχές του όμως είναι δυνατό να προσφέρουν τη λύση στο οικολογικό πρόβλημα, κατασκεύασμα της ανθρώπινης απληστίας, που έχει επιβληθεί έξωθεν. Ο Διογένης πέθανε αφήνοντας το μηδενικό αποτύπωμα της σωματικής του ύπαρξης. Είναι καιρός να αποδεχτούμε το αποτύπωμα της πνευματικής του διδασκαλίας για το μέλλον του κόσμου. Τώρα, που δεν είναι αργά. Ή όχι;

Διαφορετικά είδη ενοχών

Δεν υπάρχει άνθρωπος σ’ αυτόν τον πλανήτη που να μην ένιωσε ενοχές κάποια στιγμή. Το τι είναι και πώς προκύπτουν έχει απασχολήσει ουκ ολίγους επιστήμονες κι ιδίως στον τομέα της ψυχολογίας, αφού αυτές συνδέονται άμεσα με τη συμπεριφορά του ατόμου. Κανείς λοιπόν νιώθει ένοχος όταν θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο για μια άδικη, επιλήψιμη ή αρνητική συμπεριφορά του, χωρίς αυτό απαραίτητα ν’ ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Το εν λόγω αίσθημα προκύπτει και συνδέεται άρρηκτα με την προσωπική ηθική, η οποία συγκροτείται από γονεϊκές, κοινωνικές, πολιτισμικές και θρησκευτικές επιρροές, με αποτέλεσμα όλα τα παραπάνω να δημιουργούν έξι βασικά είδη ενοχών.

Ενοχή γονέα προς παιδί

Θα έλεγε κανείς ότι από εδώ ξεκινά η δημιουργία των ενοχών, αφού τα πρώτα άτομα που γαλουχούν ένα παιδί είναι οι γονείς του. Αναλογιστείτε πόσες φορές, όταν κάναμε κάποια αταξία, ζημιά ή δεν ανταποκριθήκαμε στις προσδοκίες των γονέων μας, ακούσαμε φράσεις του τύπου «Είσαι κακό παιδί» οι οποίες ενίοτε συνοδεύονταν με λόγια τύπου: «Ο Αϊ-Βασίλης δε θα σου φέρει δώρο». Δεν κρινόταν λοιπόν η πράξη μας τη δεδομένη χρονική στιγμή, αλλά ο χαρακτήρας μας, οδηγώντας μας αυτόματα στο να συνδέουμε το είναι και την ύπαρξή μας με μεμονωμένα περιστατικά, βγάζοντας συμπέρασμα για την ποιότητά μας.

Ενοχή παιδιού προς γονέα

Δεδομένης της ύπαρξης της προηγούμενης κατηγορίας κι εφ’ όσον τα παιδιά είναι εξαίρετοι μιμητές των ενηλίκων, χρησιμοποιούν πολύ συχνά τις ενοχές απέναντι στους γονείς τους, χωρίς ασφαλώς να γνωρίζουν ακριβώς τον μηχανισμό λειτουργίας τους, παρά μόνο το ότι αυξάνουν κατά πολύ την πιθανότητα να κερδίσουν αυτό που θέλουν. Στηρίζουν τα επιχειρήματά τους στην έλλειψη συναισθήματος από την πλευρά τον γονέων, όποτε γίνονται αποδέκτες μιας οποιασδήποτε άρνησης.

Κοινωνική

Αυτό το είδος ενοχής εμφανίζεται σε μετέπειτα στάδια της ζωής μας, όταν αποκτούμε πλέον κοινωνική ζωή, κάνοντας τους πρώτους μας φίλους ή πηγαίνοντας σχολείο. Ασφαλώς μας ακολουθεί σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας, από εκείνο το κομβικό σημείο κι έπειτα. Μας δημιουργούν ενοχές αν δεν αποδίδουμε τα βέλτιστα στο σχολείο, εάν δεν έχουμε την πρέπουσα συμπεριφορά, πάντα σύμφωνα με γνώμονα την οπτική των γονιών αλλά και του περίγυρου, αφού πάντα μας απασχολούσε το «Τι θα πει ο κόσμος»; Μας ποτίζουν λοιπόν συνεχώς με την ανησυχία για το πώς μας βλέπουν οι άλλοι, εμάς αλλά και τις πράξεις μας, δημιουργώντας μας ένα μόνιμο άγχος ν’ αντεπεξέλθουμε στις προσδοκίες όλων των υπολοίπων εκτός από τις δικές μας.

Σχεσιακή

Η ενοχή έχει λανθασμένα συνδεθεί με το ενδιαφέρον, οπότε θέτω το εξής ερώτημα. Σε ποιου είδους σχέση αποζητάμε περισσότερο την προσοχή και το ενδιαφέρον, ίσως και περισσότερο απ’ ό,τι τα παιδιά προς τους γονείς; Στις ερωτικές ασφαλώς και γι’ αυτόν τον λόγο οι ενοχές είτε προκύπτουν είτε χρησιμοποιούνται ως μέσο εκπλήρωσης των θέλω μας. Κάποιες φορές γίνεται χαριτωμένα όπως «Αν μ’ αγαπάς τότε κάνε αυτό». Κάποιες φορές πάλι δείχνουμε από την αρχή το ανασφαλές μας πρόσωπο, χωρίς να τις καλύπτουμε πίσω από νάζια, όπως όταν υπενθυμίζουμε στον σύντροφό μας παρελθοντικά λάθη, προκειμένου να πετύχουμε αυτό που θέλουμε τη δεδομένη χρονική στιγμή.

Σεξουαλικότητας

Η συγκεκριμένη κατηγορία ίσως είναι κι η δυσκολότερη στο να ξεπεραστεί, αφού στηρίζεται σε κατάλοιπα πολλών χρόνων, στερεοτύπων και ταμπού, ενώ η κυριότερη βάση της είναι η θρησκεία. Έχουν καθιερωθεί λοιπόν με τα χρόνια συγκεκριμένες νόρμες για την ανθρώπινη σεξουαλικότητα κι οτιδήποτε ξεφεύγει από τα στενά όρια των παραπάνω, αμέσως δεν είναι κι αποδεκτό. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, υπάρχουν καλές κι ηθικές εκφράσεις της σεξουαλικότητας κι αντίστοιχα κακές κι ανήθικες. Έτσι ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων βλέπει τις επιθυμίες του με ένα αίσθημα ενοχής, ενώ τις κρατάει κρυφές από το περιβάλλον του με τον φόβο ότι θα κριθεί αυστηρά γι’ αυτές.

Αυτοεπιβαλλόμενη

Κάθε άνθρωπος, σύμφωνα με τα βιώματά του, έχει αναπτύξει έναν προσωπικό κώδικα δεοντολογίας, ηθικής κι αξιών τα οποία δε συνάδουν απαραίτητα με τις επιθυμίες του, όπως είναι αντιληπτό. Πολλές φορές λοιπόν όλοι μας, όταν πιστεύουμε και νιώθουμε ότι έχουμε ξεφύγει των παραπάνω, ότι παραστρατούμε από το σύνολο των αξιών μας, νιώθουμε ενοχές. Μόνο που αυτή τη φορά δεν τις νιώθουμε επειδή κάποιος άλλος μας οδήγησε σ’ αυτό το αίσθημα, αλλά επειδή εμείς ουσιαστικά στραφήκαμε εναντίον του εαυτού μας. Πρέπει να κατανοήσουμε όμως ότι η αυτοκριτική κι η αυτοβελτίωση απέχει μίλια από το αυτομαστίγωμα.

Εσύ πόσες εντόπισες στον εαυτό σου;

Magna Carta και συνταγματικοί θεσμοί

Τον Ιούνιο του 1215 υποχρεώθηκε ο βασιλεύς της Αγγλίας Ιωάννης ο «Ακτήμων» (ονομάσθηκε έτσι, γιατί δεν κληρονόμησε γη στην Γαλλία, όπως οι προηγούμενοι βασιλείς) να υπογράψει την περίφημη Magna Carta

Ο βασιλεύς Ιωάννης είχε αφορισθεί και κηρυχθεί έκπτωτος από τον ισχυρό Πάπα Ιννοκέντιο τον Γ΄, αλλά ύστερα, παραχωρώντας του την Αγγλία συμβολικά και παίρνοντας την πίσω από τα χέρια του ως παπικό φέουδο, είχε την έντονη υποστήριξή του. Όπως αναγκάσθηκε, ο ατίθασος αυτός βασιλιάς που δεν πίστευε σε τίποτε, να υποχωρήσει στον Πάπα, έτσι υποχρεώθηκε, στο 1215, ν’ αποφύγει να δώσει μάχη με την οργανωμένη δύναμη των ευγενών της χώρας του και να υπογράψει, στην τοποθεσία Runnimede (κοντά στο Ουίνδσορ) - που έγινε περίφημη εφ’ ότου μνημονεύτηκε στο ιστορικό έγγραφο -, την Magna Carta.

Δεν είναι, βέβαια, το έγγραφο αυτό ούτε σύνταγμα, ούτε παραχωρητήριο πολιτικών ή άλλων δικαιωμάτων στο λαό γενικά. Είναι μια πράξη συμβιβασμού με τους ισχυρούς του βασιλείου. Ωστόσο, έγινε η αφετηρία των πολιτικών εκείνων εξελίξεων που οδήγησαν στο θεσμό της συνταγματικής βασιλείας, καθώς και στη διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου που από τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση ως τις μέρες μας συγκινούν το πνεύμα των δημοκρατικών ηγετών του κόσμου και την καρδιά των καταπιεσμένων. Με τη Magna Carta (στο άρθρο 14 προβλέπεται ν’ απαρτίζουν το γενικό συμβούλιο του κράτους, αρμόδιο να επιβάλλει φόρους, οι αρχιεπίσκοποι, οι επίσκοποι, οι ηγούμενοι, οι κόμιτες και οι μεγαλύτεροι βαρώνοι) γεννήθηκε η Βουλή των Λόρδων και με διάφορα άλλα άρθρα (36, 39, 40, 41) θεσπίζονται βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, όπως το να μη συλλαμβάνεται κανένας «ελεύθερος» Άγγλος ή να φυλακίζεται ή να χάνει την περιουσία του ή να εξορίζεται χωρίς απόφαση των ομότιμων του ή χωρίς να τηρηθούν οι νόμοι, καθώς και το δικαίωμα των εμπόρων, φυσικά και των ξένων, να μπαίνουν, να κινούνται ελεύθερα στην Αγγλία, και να φεύγουν «σώοι και αβλαβείς».

Στα τέλη του αιώνα, που η πρώτη του δεκαπενταετία έκλεισε με το περίφημο αυτό έγγραφο, σημειώθηκε και το πρώτο βήμα προς την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Ο όρος δεν ταιριάζει, βέβαια, διόλου με ότι έγινε τότε. Ωστόσο, μπορούμε κάλλιστα να τον χρησιμοποιήσουμε, αν σκεφθούμε που οδήγησε η πρόσκλησή που, στριμωγμένος απ’ όλες τις μεριές (πολεμούσε την ώρα εκείνη με τους Σκώτους, τους Ουαλλούς και τους Γάλλους), σκέφθηκε ν’ απευθύνει ο Εδουάρδος ο Α΄ σ’ όλες τις πόλεις και κώμες της Αγγλίας, για να στείλουν από δύο η καθεμιά «κοινούς» πολίτες (commons) στο Μέγα Συμβούλιο του 1295 που έχει μείνει στην ιστορία ως το «Model Parliament».

Τα πολιτικά αυτά συμβάντα στην Αγγλία του ΙΓ΄ αιώνα ήταν αποφασιστικά για την εξέλιξη, ειδικότερα των αγγλοσαξονικών συνταγματικών ιδεών και θεσμών. Έμμεσα, όμως, επηρέασαν και την ηπειρωτική Ευρώπη από τη στιγμή που ο Μοντεσκιέ, στον ΙΗ΄ αιώνα, αρύσθηκε τις βασικές έννοιες της πολιτικής θεωρίας του από την Αγγλία.

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (6.6.1-6.6.6)

[6.6.1] Αὐτὸς δὲ ἀναλαβὼν τοὺς ὑπασπιστάς τε καὶ τοὺς τοξότας καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας καὶ τῶν πεζεταίρων καλουμένων τὴν Πείθωνος τάξιν καὶ τοὺς ἱπποτοξότας τε πάντας καὶ τῶν ἱππέων τῶν ἑταίρων τοὺς ἡμίσεας διὰ γῆς ἀνύδρου ὡς ἐπὶ Μαλλοὺς ἦγεν, ἔθνος Ἰνδικὸν Ἰνδῶν τῶν αὐτονόμων. [6.6.2] καὶ τῇ μὲν πρώτῃ κατεστρατοπέδευσε πρὸς ὕδατι οὐ πολλῷ, ὃ δὴ ἀπεῖχε τοῦ Ἀκεσίνου ποταμοῦ σταδίους ἐς ἑκατόν· δειπνοποιησάμενος δὲ καὶ ἀναπαύσας τὴν στρατιὰν οὐ πολὺν χρόνον παραγγέλλει ὅ τι τις ἔχοι ἄγγος ἐμπλῆσαι ὕδατος. διελθὼν δὲ τῆς τε ἡμέρας τὸ ἔτι ὑπολ‹ε›ιπόμενον καὶ τὴν νύκτα ὅλην ἐς τετρακοσίους μάλιστα σταδίους ἅμα ἡμέρᾳ πρὸς πόλιν ἀφίκετο, ἐς ἣν ξυμπεφεύγεσαν πολλοὶ τῶν Μαλλῶν. [6.6.3] οἱ δὲ οὔποτ᾽ ἂν οἰηθέντες διὰ τῆς ἀνύδρου ἐλθεῖν ἐπὶ σφᾶς Ἀλέξανδρον ἔξω τε τῆς πόλεως οἱ πολλοὶ καὶ ἄνοπλοι ἦσαν· ἐφ᾽ ὅτῳ καὶ δῆλος ἐγένετο ταύτην ἀγαγὼν Ἀλέξανδρος, ἣν ὅτι αὐτῷ ἀγαγεῖν χαλεπὸν ἦν, ἐπὶ τῷδε οὐδὲ τοῖς πολεμίοις ὅτι ἄξει πιστὸν ἐφαίνετο. τούτοις μὲν δὴ οὐ προσδοκήσασιν ἐπιπεσὼν τοὺς μὲν πολλοὺς ἀπέκτεινεν αὐτῶν οὐδὲ ἐς ἀλκὴν οἷα δὴ ἀνόπλους τραπέντας· τῶν δὲ ἄλλων εἰς τὴν πόλιν κατειληθέντων κύκλῳ περιστήσας τῷ τείχει τοὺς ἱππέας, ὅτι μήπω ἡ φάλαγξ τῶν πεζῶν ἠκολουθήκει αὐτῷ, ἀντὶ χάρακος ἐχρήσατο τῇ ἵππῳ. [6.6.4] ὡς δὲ τάχιστα οἱ πεζοὶ ἀφίκοντο, Περδίκκαν μὲν τήν τε αὑτοῦ ἱππαρχίαν ἔχοντα καὶ τὴν Κλείτου καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας πρὸς ἄλλην πόλιν ἐκπέμπει τῶν Μαλλῶν, οἷ ξυμπεφευγότες ἦσαν πολλοὶ τῶν ταύτῃ Ἰνδῶν, φυλάσσειν τοὺς ἐν τῇ πόλει κελεύσας, ἔργου δὲ μὴ ἔχεσθαι ἔστ᾽ ἂν ἀφίκηται αὐτός, ὡς μηδὲ ἀπὸ ταύτης τῆς πόλεως διαφυγόντας τινὰς αὐτῶν ἀγγέλους γενέσθαι τοῖς ἄλλοις βαρβάροις ὅτι προσάγει ἤδη Ἀλέξανδρος· αὐτὸς δὲ προσέβαλλεν τῷ τείχει. [6.6.5] οἱ δὲ βάρβαροι τὸ μὲν τεῖχος ἐκλείπουσιν, ὡς οὐκ ἂν διαφυλάξαντες αὐτὸ ἔτι, πολλῶν ἐν τῇ καταλήψει τεθνηκότων, τῶν δὲ καὶ ἀπὸ τραυμάτων ἀπομάχων γεγενημένων· ἐς δὲ τὴν ἄκραν ξυμφυγόντες χρόνον μέν τινα ἠμύνοντο ἐξ ὑπερδεξίου τε χωρίου καὶ χαλεποῦ ἐς προσβολήν, προσκειμένων δὲ πάντοθεν εὐρώστως τῶν Μακεδόνων καὶ αὐτοῦ Ἀλεξάνδρου ἄλλοτε ἄλλῃ ἐπιφαινομένου τῷ ἔργῳ ἥ τε ἄκρα κατὰ κράτος ἑάλω καὶ οἱ ξυμφυγόντες ἐς αὐτὴν πάντες ἀπέθανον· ἦσαν δὲ ἐς δισχιλίους.
[6.6.6] Περδίκκας δὲ ἐς τὴν πόλιν ἐφ᾽ ἥντινα ἐστάλη ἀφικόμενος τὴν μὲν πόλιν ἐρήμην καταλαμβάνει, μαθὼν δὲ ὅτι οὐ πρὸ πολλοῦ πεφεύγεσαν ἐξ αὐτῆς οἱ ἐνοικοῦντες δρόμῳ ἤλαυνε κατὰ στίβον τῶν φευγόντων· οἱ δὲ ψιλοὶ ὡς τάχους ποδῶν εἶχον αὐτῷ ἐφείποντο. καταλαβὼν δὲ τῶν φευγόντων κατέκοψεν ὅσοι γε μὴ ἔφθασαν ἐς τὰ ἕλη ξυμφυγόντες.

***
[6.6.1] Ο ίδιος παρέλαβε τους υπασπιστές, τους τοξότες, τους Αγριάνες και τη φάλαγγα του Πείθωνα από τους λεγόμενους πεζεταίρους και όλους τους ιπποτοξότες και από τους εταίρους ιππείς τους μισούς και βάδισε μέσα από μια άνυδρη χώρα εναντίον των Μαλλών, έναν ινδικό λαό που ανήκε στους αυτόνομους Ινδούς. [6.6.2] Την πρώτη μέρα στρατοπέδευσε κοντά σε ένα μικρό ρυάκι που απείχε εκατό περίπου σταδίους από τον Ακεσίνη ποταμό. Αφού έβαλε τους στρατιώτες του να δειπνήσουν και να ξεκουρασθούν, τους διέταξε να γεμίσουν με νερό τα αγγεία που ο καθένας είχε μαζί του. Κατά το υπόλοιπο διάστημα της μέρας και όλη τη νύχτα βάδισε τετρακόσιους περίπου σταδίους και τα ξημερώματα έφθασε σε μια πόλη, στην οποία είχαν καταφύγει πολλοί Μαλλοί. [6.6.3] Αυτοί, επειδή νόμιζαν ότι ποτέ δεν θα ερχόταν εναντίον τους ο Αλέξανδρος περνώντας μέσα από άνυδρη χώρα, ήταν οι περισσότεροι και έξω από την πόλη και άοπλοι. Όπως είναι φανερό, για τον λόγο που βάδισε ο Αλέξανδρος από τον δρόμο εκείνο, από τον οποίο ήταν δύσκολο να περάσει, για τον ίδιο λόγο ούτε και οι εχθροί φάνηκαν να πιστεύουν ότι θα οδηγούσε τον στρατό του από αυτόν. Επειδή, λοιπόν, επιτέθηκε ο Αλέξανδρος σε εχθρούς που δεν τον περίμεναν, σκότωσε τους περισσότερους από αυτούς που ούτε πρόβαλαν αντίσταση, αφού ήταν άοπλοι. Οι υπόλοιποι κλείσθηκαν στην πόλη τους και ο Αλέξανδρος τοποθετώντας γύρω από αυτήν το ιππικό του το χρησιμοποίησε αντί για περίφραγμα, επειδή δεν είχε έρθει ακόμη η φάλαγγα των πεζών του. [6.6.4] Μόλις όμως έφθασαν οι πεζοί, απέστειλε αμέσως τον Περδίκκα με τη δική του ιππαρχία, με την ιππαρχία του Κλείτου και με τους Αγριάνες σε άλλη πόλη των Μαλλών, όπου είχαν καταφύγει πολλοί από τους Ινδούς της περιοχής εκείνης. Τον διέταξε να κρατεί αποκλεισμένους τους Ινδούς που βρίσκονταν στην πόλη και να μην αρχίσει εναντίον τους επιχειρήσεις μέχρις ότου φθάσει ο ίδιος, έτσι ώστε να μη διαφύγουν από την πόλη αυτή μερικοί και αναγγείλουν στους άλλους βάρβαρους ότι πλησίαζε πλέον ο Αλέξανδρος. Ο ίδιος άρχισε τις επιθέσεις κατά του τείχους. [6.6.5] Οι βάρβαροι όμως εγκατέλειψαν το τείχος, επειδή νόμιζαν ότι δεν θα μπορούσαν πια να το κρατήσουν, εφόσον πολλοί από αυτούς είχαν σκοτωθεί κατά την επίθεση των Μακεδόνων, ενώ άλλοι είχαν γίνει ανίκανοι για μάχη εξαιτίας των τραυμάτων τους. Κατέφυγαν στην ακρόπολη και αμύνονταν για ένα χρονικό διάστημα από κάποια ψηλή τοποθεσία που ήταν σχεδόν απρόσβλητη. Επειδή όμως οι Μακεδόνες διενεργούσαν από παντού ισχυρές επιθέσεις και επειδή ο ίδιος ο Αλέξανδρος παρουσιαζόταν πότε εδώ και πότε εκεί κατά την επιχείρηση, κυριεύθηκε με επίθεση η ακρόπολη και σκοτώθηκαν όλοι όσοι είχαν καταφύγει σε αυτήν, περίπου δύο χιλιάδες.
[6.6.6] Όταν ο Περδίκκας έφθασε στην πόλη, εναντίον της οποίας είχε αποσταλεί, την βρήκε έρημη. Επειδή όμως πληροφορήθηκε ότι οι κάτοικοί της την είχαν εγκαταλείψει πριν από λίγο, άρχισε να τρέχει ακολουθώντας τα ίχνη των φυγάδων. Ακολουθούσαν οι ελαφρά οπλισμένοι με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα των ποδιών τους. Τους πρόφθασε και κατέσφαξε από τους φυγάδες όσους δεν πρόλαβαν να καταφύγουν στα έλη.