Παρασκευή 21 Αυγούστου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἱππόλυτος (486-524)

ΦΑ. τοῦτ᾽ ἔσθ᾽ ὃ θνητῶν εὖ πόλεις οἰκουμένας
δόμους τ᾽ ἀπόλλυσ᾽, οἱ καλοὶ λίαν λόγοι·
οὐ γάρ τι τοῖσιν ὠσὶ τερπνὰ χρὴ λέγειν
ἀλλ᾽ ἐξ ὅτου τις εὐκλεὴς γενήσεται.
490 ΤΡ. τί σεμνομυθεῖς; οὐ λόγων εὐσχημόνων
δεῖ σ᾽ ἀλλὰ τἀνδρός. ὡς τάχος διιστέον,
τὸν εὐθὺς ἐξειπόντας ἀμφὶ σοῦ λόγον.
εἰ μὲν γὰρ ἦν σοι μὴ ᾽πὶ συμφοραῖς βίος
τοιαῖσδε, σώφρων δ᾽ οὖσ᾽ ἐτύγχανες γυνή,
495 οὐκ ἄν ποτ᾽ εὐνῆς οὕνεχ᾽ ἡδονῆς τε σῆς
προῆγον ἄν σε δεῦρο· νῦν δ᾽ ἀγὼν μέγας,
σῶσαι βίον σόν, κοὐκ ἐπίφθονον τόδε.
ΦΑ. ὦ δεινὰ λέξασ᾽, οὐχὶ συγκλήισεις στόμα
καὶ μὴ μεθήσεις αὖθις αἰσχίστους λόγους;
500 ΤΡ. αἴσχρ᾽, ἀλλ᾽ ἀμείνω τῶν καλῶν τάδ᾽ ἐστί σοι·
κρεῖσσον δὲ τοὔργον, εἴπερ ἐκσώσει γέ σε,
ἢ τοὔνομ᾽, ὧι σὺ κατθανῆι γαυρουμένη.
ΦΑ. ἆ μή σε πρὸς θεῶν, εὖ λέγεις γὰρ αἰσχρὰ δέ,
πέρα προβῆις τῶνδ᾽· ὡς ὑπείργασμαι μὲν εὖ
505 ψυχὴν ἔρωτι, τἀισχρὰ δ᾽ ἢν λέγηις καλῶς
ἐς τοῦθ᾽ ὃ φεύγω νῦν ἀναλωθήσομαι.
ΤΡ. εἴ τοι δοκεῖ σοι, χρῆν μὲν οὔ σ᾽ ἁμαρτάνειν,
εἰ δ᾽ οὖν, πιθοῦ μοι· δευτέρα γὰρ ἡ χάρις.
ἔστιν κατ᾽ οἴκους φίλτρα μοι θελκτήρια
510 ἔρωτος, ἦλθε δ᾽ ἄρτι μοι γνώμης ἔσω,
ἅ σ᾽ οὔτ᾽ ἐπ᾽ αἰσχροῖς οὔτ᾽ ἐπὶ βλάβηι φρενῶν
παύσει νόσου τῆσδ᾽, ἢν σὺ μὴ γένηι κακή.
[δεῖ δ᾽ ἐξ ἐκείνου δή τι τοῦ ποθουμένου
σημεῖον, ἢ πλόκον τιν᾽ ἢ πέπλων ἄπο,
515 λαβεῖν, συνάψαι τ᾽ ἐκ δυοῖν μίαν χάριν.]
ΦΑ. πότερα δὲ χριστὸν ἢ ποτὸν τὸ φάρμακον;
ΤΡ. οὐκ οἶδ᾽· ὄνασθαι, μὴ μαθεῖν, βούλου, τέκνον.
ΦΑ. δέδοιχ᾽ ὅπως μοι μὴ λίαν φανῆις σοφή.
ΤΡ. πάντ᾽ ἂν φοβηθεῖσ᾽ ἴσθι. δειμαίνεις δὲ τί;
520 ΦΑ. μή μοί τι Θησέως τῶνδε μηνύσηις τόκωι.
ΤΡ. ἔασον, ὦ παῖ· ταῦτ᾽ ἐγὼ θήσω καλῶς.
μόνον σύ μοι, δέσποινα ποντία Κύπρι,
συνεργὸς εἴης· τἄλλα δ᾽ οἷ᾽ ἐγὼ φρονῶ
τοῖς ἔνδον ἡμῖν ἀρκέσει λέξαι φίλοις.

***
ΦΑΙ. Αυτά και πολιτείες καλοκυβέρνητες
και σπιτικά ρημάζουν: τα ομορφόλογα!
Δεν χρειάζεται ν᾽ ακούμε λόγια ευχάριστα,
μα λόγια που μας φέρνουνε τιμή.
490 ΤΡΟ. Άσε τα λόγια τα μεγάλα. Ανώφελα!
Για τον καλό σου ανάγκη να γνοιαστούμε!
Το πώς θα του τα πούμε όσο πιο γρήγορα.
Αν δεν είχες σε τέτοια πάθια μπλέξει
κι ήσουν γυναίκα φρόνιμη, ποτέ μου
δε θα σ᾽ έσπρωχνα εγώ στην αμαρτία.
Ενώ τώρ᾽ αγωνίζομαι να σώσω
τη ζωή σου — και αυτό μού συχωριέται.
ΦΑΙ. Τί λόγια φοβερά! Κλείσε το στόμα!
Και τέτοιες προστυχιές μην ξαναπείς!
500 ΤΡΟ. Ας είναι προστυχιές, μα για καλό σου!
Προτιμότερ᾽ η πράξη που θα σώσει
τη ζωή σου, παρά για μιαν υπόληψη
να πεθάνεις.
ΦΑΙ. Αχ! μη για το Θεό! Σταμάτα! Κι όσο
σωστά να μου τα λες, είναι ντροπή!
Έχει αργαστεί τόσο σκληρά η ψυχή μου
από τον έρωτα, ώστε αν παρασταίνεις
για καλά τις ντροπές, θε να κυλήσω
στο κακό που ζητάω να το ξεφύγω.
ΤΡΟ. Αν σκέφτεσ᾽ έτσι, τότε να μην έσφαλλες!
Αλλ᾽ αν έσφαλες, τότες άκουσέ με.
Μικρή ᾽ναι η χάρη που ζητώ. Στο σπίτι
510 έχω βότανα της αγάπης, τα θυμήθηκα
τώρα δα, που χωρίς να σε ντροπιάζουν
και χωρίς να σου βλάψουν το μυαλό,
θα σωθείς, μοναχά να μην κιοτέψεις!
ΦΑΙ. Είναι αλοιφή το φάρμακο ή πιοτό;
ΤΡΟ. Δεν ξέρω! Κοίτα μόνο που ωφελεί!
ΦΑΙ. Φοβάμαι μήπως με χειροτερέψεις.
ΤΡΟ. Μα τα πάντα φοβάσαι χωρίς λόγο!
ΦΑΙ. Μην τίποτα μηνύσεις στου Θησέα
520 τον υγιό. ΤΡΟ. Μη σε νοιάζει κι όλα εγώ
καλά θα τα βολέψω. Φτάνει εσύ
να με βοηθήσεις, Κύπρη αφέντισσά μου.
Τώρα πάω μέσα να τα κουβεντιάσω
με τις παλατιανές μου φιλενάδες.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η τέχνη της τελευταίας τριακονταετίας του 5ου αιώνα π.Χ.: Ο «πλούσιος ρυθμός»

6.3.4. Επιτύμβια, αναθηματικά και ψηφισματικά ανάγλυφα

Η ολοκλήρωση ή η διακοπή των μεγάλων οικοδομικών έργων στην Ακρόπολη της Αθήνας δημιούργησε νέα δεδομένα στον χώρο της τέχνης γενικότερα, καθώς πολυάριθμοι αρχιτέκτονες, γλύπτες, ζωγράφοι (πρέπει να θυμόμαστε ότι όλα τα αρχαία γλυπτά ήταν χρωματισμένα) και άλλοι ειδικευμένοι τεχνίτες, όχι μόνο Αθηναίοι αλλά και ξένοι, που, σύμφωνα με όσα είπαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, είχαν συρρεύσει στην Αθήνα για να δουλέψουν στην Ακρόπολη και κυρίως στον Παρθενώνα, δεν είχαν πλέον σταθερή απασχόληση και ήταν αναγκασμένοι να αναζητήσουν αλλού εργασία. Αν και, όπως είδαμε πιο πάνω, η κατασκευή ναών και αγαλμάτων σε άλλα δημόσια κτήρια και ιερά της Αθήνας και της Αττικής συνέχισε να προσφέρει εργασία σε αρκετούς από αυτούς, οι υπόλοιποι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να ξενιτευτούν και να δοκιμάσουν την τύχη τους μακριά από την Αττική, ή να στραφούν σε ιδιωτικές παραγγελίες. Προς την τελευταία αυτή κατεύθυνση φαίνεται ότι βοήθησε και το αθηναϊκό κράτος, επιτρέποντας ξανά την κατασκευή μαρμάρινων επιτύμβιων αναγλύφων, που είχαν απαγορευτεί στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., σε μια προσπάθεια να περιοριστεί η επίδειξη του πλούτου και της επιρροής των αριστοκρατικών οικογενειών. Τα νέα επιτύμβια ανάγλυφα, που εμφανίζονται μετά το 430 π.Χ., δεν προβάλλουν την υψηλή κοινωνική θέση των νεκρών, αλλά τους τοποθετούν μέσα στο οικογενειακό ή το φιλικό τους περιβάλλον. Ως προς τη μορφή τα ανάγλυφα αυτά είναι στήλες με τονισμένο τον άξονα του ύψους, που επιστέφονται με κυμάτιο και ταινία, ανθέμιο ή αέτωμα. Με το πέρασμα του χρόνου όμως εμφανίζονται και πληθαίνουν τα παραδείγματα με αρχιτεκτονική πλαισίωση, η οποία αποτελείται από παραστάδες και αέτωμα. Ένα από τα πρωιμότερα αττικά επιτύμβια ανάγλυφα της νέας αυτής κατηγορίας είναι η στήλη του νεαρού Ευφήρου στο Μουσείο του Κεραμεικού, που εικονίζεται ως έφηβος στον δρόμο για το γυμνάσιο με τη στλεγγίδα στο χέρι. Εξαιρετικής ποιότητας έργο των χρόνων γύρω στο 420 π.Χ. είναι μια επιτύμβια στήλη νέου από τη Σαλαμίνα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου εμφανίζονται δύο ζώα με τα οποία ο νεκρός έπαιζε πιθανότατα όσο ζούσε: τον βλέπουμε να απλώνει το χέρι προς ένα κλουβί, στο οποίο υπήρχε ένα πουλί, ενώ επάνω σε έναν μικρό πεσσό κάθεται μια γάτα. Στο οικιακό περιβάλλον μας μεταφέρει η στήλη της Ηγησούς από το νεκροταφείο του Κεραμεικού, που χρονολογείται πιθανότατα γύρω στο 410 π.Χ.: εδώ η νεκρή εικονίζεται καθιστή να κοιτάζει ένα δαχτυλίδι, που το έχει πάρει από μια πυξίδα, την οποία κρατάει ανοιχτή μπροστά της μια νεαρή υπηρέτρια.
 
Μια άλλη κατηγορία γλυπτών που βλέπουμε να εμφανίζονται ολοένα και συχνότερα στην Αττική από το 430 π.Χ. και έπειτα είναι τα αναθηματικά ανάγλυφα. Τα έργα αυτά είναι ορθογώνιοι μαρμάρινοι πίνακες με ανάγλυφες παραστάσεις, που έχουν τονισμένο τον οριζόντιο άξονα και επίστεψη ή πλαισίωση όμοια με των επιτύμβιων αναγλύφων· τοποθετούνταν μέσα στα ιερά, κατά κανόνα επάνω σε ψηλές πεσσόμορφες βάσεις, για να φαίνονται από μακριά. Τα πρότυπα των αναθηματικών αναγλύφων ήταν πιθανότατα ξύλινοι πίνακες με ζωγραφιστές παραστάσεις, από τους οποίους έχουν σωθεί ελάχιστα δείγματα. Και στις δύο περιπτώσεις το θεματολόγιο των παραστάσεων είναι το ίδιο: εικονίζονται οι θεότητες που λατρεύονται στο ιερό, είτε μόνες τους είτε μαζί με τους αναθέτες. Δεν είναι τυχαίο ότι αναθηματικά ανάγλυφα συναντούμε πολύ συχνά σε ιερά ηρώων και θεών της φύσης, προς τους οποίους οι άνθρωποι αισθάνονταν μεγαλύτερη οικειότητα, γιατί πίστευαν ότι ήταν πιο πρόθυμοι να τους συμπαρασταθούν από ό,τι οι θεοί του Ολύμπου, ή θεών ιατρών όπως ο Ασκληπιός. Συχνά οι αναθέτες τέτοιων αναγλύφων είχαν ιδιαίτερη σχέση με το ιερό στο οποίο τα αφιέρωναν.
 
Χαρακτηριστικά είναι δύο ανάγλυφα που βρέθηκαν στην περιοχή του Νέου Φαλήρου, στον δρόμο που οδηγεί από την Αθήνα στον Πειραιά, κοντά στις εκβολές του Κηφισού. Εκεί υπήρχε ένα ιερό αφιερωμένο σε διάφορες θεότητες, ανάμεσα στις οποίες αξίζει να αναφέρουμε τον ποτάμιο θεό Κηφισό, τον Ερμή, τις Νύμφες (που ήταν θεότητες της φύσης και των τρεχούμενων νερών), τον Απόλλωνα και την Άρτεμη. Μαζί λατρευόταν και ένα ζευγάρι τοπικών ηρώων από το γένος των Εχελιδών, ο Έχελος και η Ιασίλη. Το ένα ανάγλυφο, που χρονολογείται γύρω στο 410 π.Χ., το έστησε, σύμφωνα με την επιγραφή που το συνοδεύει, μια γυναίκα με το όνομα Ξενοκράτεια ως δώρο στον Κηφισό, ζητώντας του να φροντίσει την ανατροφή του μικρού γιου της Ξενιάδη. Στην αριστερή πλευρά του αναγλύφου διακρίνονται ο Απόλλων, καθισμένος στον Δελφικό τρίποδα και με τον ομφαλό κάτω από τα πόδια του, και δίπλα του η αδελφή του Άρτεμη. Μπροστά τους, στο πρώτο επίπεδο, βλέπουμε την Ξενοκράτεια, μικρότερη από τις θεϊκές μορφές, με το δεξί χέρι υψωμένο σε στάση προσευχής, και απέναντι της τον Κηφισό, που εικονίζεται ως νεαρός άνδρας. Ανάμεσά τους βλέπουμε τον μικρό Ξενιάδη, που στρέφεται ανυπόμονα προς τον Κηφισό, τραβώντας του το ιμάτιο. Οι υπόλοιπες μορφές του αναγλύφου είναι θεϊκές, αλλά δεν μπορούν να αναγνωριστούν με βεβαιότητα, εκτός από τον ποτάμιο θεό Αχελώο, που εικονίζεται στο δεξί άκρο της παράστασης με σώμα ταύρου και κεφάλι ανθρώπου με κέρατα. Ο Αχελώος, ο μεγαλύτερος ποταμός της Ελλάδας, θεωρούνταν ο πρώτος από τους ποτάμιους θεούς.
 
Το άλλο ανάγλυφο από το ιερό κοντά στις εκβολές του Κηφισού χρονολογείται και αυτό γύρω στο 410 π.Χ., επιστέφεται με αέτωμα και έχει παραστάσεις και στις δύο όψεις, ώστε μπορούμε να το ονομάσουμε αμφίγλυφο. Στη μία όψη εικονίζονται έξι όρθιες μορφές, όλες τους θεότητες που λατρεύονταν στο ιερό. Στα αριστερά βλέπουμε την Άρτεμη, ντυμένη με κοντό χιτώνα που φτάνει ως τα γόνατα, και απέναντι της δύο γενειοφόρους, με ιμάτιο που καλύπτει το κάτω μέρος του σώματός τους. Για την ταυτότητα του πρώτου, που είναι πιθανότατα ένας τοπικός ήρωας, δεν έχουμε στοιχεία· ο δεύτερος όμως είναι ένας ποτάμιος θεός, όπως δείχνουν τα κέρατα ταύρου στο κεφάλι του, και μπορούμε να τον ταυτίσουμε με τον Κηφισό. Στο δεξιό τμήμα του αναγλύφου εικονίζονται τρεις Νύμφες, θεότητες των τρεχούμενων νερών. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι η μορφή του Κηφισού βρίσκεται στο κέντρο της παράστασης και εικονίζεται κατενώπιον, και λειτουργεί ως σύνδεσμος ανάμεσα στις δύο άλλες ομάδες προσώπων, καθώς τείνει το δεξί του χέρι πίσω από το σώμα του ήρωα που διαλέγεται με την Άρτεμη, ενώ στρέφει το κεφάλι προς τη Νύμφη που στέκεται στα αριστερά του. Στην άλλη πλευρά εικονίζεται μια σκηνή απαγωγής: ένας νεαρός άνδρας έχει ανεβάσει επάνω στο τέθριππο άρμα που οδηγεί μια νέα γυναίκα, την οποία κρατάει σφιχτά με το αριστερό του χέρι, ενώ μπροστά στα άλογα βλέπουμε τον γυμνό Ερμή, που στρέφεται προς το ζευγάρι και οδηγεί το άρμα σε έναν ανηφορικό δρόμο. Ο νεαρός απαγωγέας είναι ο τοπικός ήρωας Έχελος, που παίρνει μαζί του την Ιασίλη, αποφασισμένος να την κάνει γυναίκα του. Στο ανάγλυφο αυτό οι θεότητες εμφανίζονται μέσα στο ιερό όπως θα τις φαντάζονταν οι πιστοί που το επισκέπτονταν. Ο αναθέτης λεγόταν Κηφισόδωρος και, όπως δείχνει το όνομά του, η οικογένειά του πρέπει να είχε ιδιαίτερη σχέση με τη λατρεία του Κηφισού.
 
Στην τελευταία τριακονταετία του 5ου αιώνα π.Χ., ταυτόχρονα με την επανεμφάνιση των επιτύμβιων αναγλύφων στην Αττική, εμφανίζεται μια νέα κατηγορία αναγλύφων, εκείνα που κοσμούν το επάνω μέρος των μαρμάρινων στηλών στις οποίες χαράσσονταν επιγραφές με το κείμενο σημαντικών ψηφισμάτων, δηλαδή αποφάσεων του Δήμου των Αθηναίων. Η συνήθεια να κοσμούνται οι επιγραφές με ανάγλυφα εξαπλώθηκε και σε άλλες περιοχές, αλλά τα περισσότερα παραδείγματα, και μάλιστα με μεγάλη διαφορά, προέρχονται από την Αττική. Οι παραστάσεις των αναγλύφων αυτών, που τα ονομάζουμε ψηφισματικά, εικονογραφούν με συμβολικό τρόπο το περιεχόμενο του ψηφίσματος. Τέτοιο παράδειγμα είναι το ανάγλυφο που επιστέφει μια στήλη από την Ελευσίνα με ψήφισμα του έτους 421/420 π.Χ. για την κατασκευή γέφυρας στους Ρειτούς, επάνω στην Ιερά Οδό που πήγαινε από την Αθήνα στην Ελευσίνα. Στην αριστερή πλευρά του αναγλύφου εικονίζονται οι δύο θεές της Ελευσίνας, η Δήμητρα και η Κόρη (ή Περσεφόνη) με τις δάδες στα χέρια, και στα δεξιά η Αθηνά, πολιούχος θεά της Αθήνας, με κράνος και δόρυ (που αποδιδόταν με χρώμα). Απέναντι στην Αθηνά στέκεται ένας νέος άνδρας ντυμένος με ιμάτιο, που είναι ο Τριπτόλεμος, ο γιος του μυθικού βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού (βλ. 6.3.3. Μνημειακά ανάγλυφα: Το μεγάλο Ελευσινιακό ανάγλυφο και τα Τρίμορφα ανάγλυφα). Ο Τριπτόλεμος δίνει το δεξί του χέρι στην Αθηνά, ανταλλάσσει δηλαδή μαζί της χαιρετισμό. Με τον συμβολικό αυτό τρόπο δηλώνεται ότι η παραδοσιακά στενή σύνδεση της Αθήνας με την Ελευσίνα έγινε ακόμη στενότερη με την κατασκευή της γέφυρας.
 
Τα ψηφισματικά ανάγλυφα, αν και τις περισσότερες φορές είναι έργα απλά, χωρίς μεγάλες καλλιτεχνικές αξιώσεις, έχουν σημαντική αξία για τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής πλαστικής, επειδή είναι ασφαλώς χρονολογημένα από τα ψηφίσματα που συνοδεύουν. Μας προσφέρεται έτσι η δυνατότητα, βάζοντας τα γλυπτά αυτά σε χρονολογική σειρά, να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της πλαστικής κατά την περίοδο που καλύπτουν, τα χρόνια δηλαδή από το 430 π.Χ. περίπου ως τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Στο Βήμα της Αρετής

Οι Ανθρώπινες Κοινωνίες ήταν πάντα «άδικες»… όσο βαθιά κι αν πηγαίνουμε στην Ιστορία, χιλιάδες χρόνια… Και πάντα αυτές οι «κοινωνίες» ανέτρεφαν «άδικους» ανθρώπους… Ακόμα και σήμερα. Το βλέπουμε παντού. Όπου κι αν κοιτάξουμε, στους λαούς του πλανήτη και στις διαμάχες τους, στις τοπικές κοινωνίες, στις πόλεις, στα χωριά, στις οικογένειες… Παντού, το «άδικο» μάχεται με το «άδικο». Που να δώσεις Δίκαιο; Μπορεί το «άδικο» να δημιουργήσει Δίκαιο; Όχι!

Ποδοπατιέται το (δήθεν) «διεθνές δίκαιο», παραβιάζονται τα (κουρελόχαρτα) «συντάγματα», παραβιάζονται «νόμοι», ψηφίζονται «άδικοι νόμοι» και παράλληλα «νόμοι που αθωώνουν εγκλήματα»… Σου φέρνει ίλιγγο αυτός ο «ξεπεσμός» του ανθρώπου, των κοινωνιών, των αξιών, της αρετής, της νομιμότητας. Κυβερνήσεις παρανομούν, δημόσιοι λειτουργοί παρανομούν… πολιτικά, οικονομικά, θρησκευτικά, εμπορικά, κατεστημένα, σε ένα ξέφρενο χορό παρανομίας… Χορός Τραγωδίας; Μη βλασφημούμε! Η Τραγωδία δημιουργήθηκε σε μια κοινωνία που είχε αξίες (κι ας μην έλειπαν κι εκεί οι αστοχίες) και αναπαρίστανε ένα «κόσμο αξιών». Χορός Κωμωδίας; Μα και στην Κωμωδία υπάρχει «ηθική»… Παραφροσύνη, απανθρωπιά, παλιανθρωπιά… όλοι μαζί, σέρνουμε το χορό… πάνω από το χάος.

Για ποιο κόσμο μιλάμε; Ποιοι παράφρονες κινούν τα νήματα στο πλανήτη; Ποια άνομα συμφέροντα αιματοκυλούν λαούς, ή καταδικάζουν τεράστιους πληθυσμούς σε μαρασμό; Ο πόλεμος δεν γίνεται πιά με όπλα (αν και γίνεται και με αυτά, μερικές φορές) αλλά μέσω διακρατικών συμφωνιών, τραπεζικών συναλλαγών και «νομοσχεδίων εκτρωμάτων» που αντιστρέφουν κάθε έννοια δικαίου, κάνοντας το δίκαιο παράνομο και νομιμοποιώντας την παρανομία. Πόση αηδία για τις ανθρώπινες κοινωνίες να αντέξουμε πιά;

Κι η Ελλάδα! Η Ελλάδα! Η Ελλάδα της Δημοκρατίας!... «Αιδώς Αργείοι»!... Η Ελλάδα της Ανομίας. Υπάρχουν πολλοί που συντάσσονται με αυτή την κατάσταση. Έχουν συμφέροντα. Πολλοί που την εκθειάζουν ή την ανέχονται αυτή την κατάσταση. Όλοι έχουν συμφέροντα. Υπάρχουν κι άλλοι που απορούν, που εξεγείρονται, αλλά δεν είναι στην «εξουσία». Κι αν κάποτε πάρουν την εξουσία, θα κάνουν τα ίδια… Υπάρχει κι ένας ηλίθιος λαός που αιώνες σκλαβιάς (από τους Επίγονους του Αλέξανδρου, τους Ρωμαίους, τους Ανθέλληνες Βυζαντινούς, τους Οθωμανούς και το σύγχρονο Ευρωπαϊκό Σκυλολόι) τον έχουν αποβλακώσει. Παρακολουθεί άβουλα, σε κατάσταση αναισθησίας, το θέατρο με τις μαριονέτες στις «ειδήσεις» κι ενημερώνεται για την πολιτική επικαιρότητα. Κι όλα φαίνονται φυσιολογικά! Όλα φυσιολογικά!

Στην Αρχαία Ελλάδα, τότε που σε τούτη τη γη περπατούσαν αληθινοί άνθρωποι κι όχι ζόμπι, (άβουλα πλάσματα, καταβεβλημένα ψυχολογικά και σωματικά), ήταν αλλιώς τα πράγματα. Υπήρχαν Άνθρωποι Σοφοί. Κι υπήρχαν άνθρωποι που αναζητούσαν τη Σοφία…

Τι έλεγαν λοιπόν εκείνοι οι παλιοί άνθρωποι (με τους οποίους οι σύγχρονοι Έλληνες μοιράζονται ελάχιστα έως τίποτα);

Η Αιώνια Φύση Είναι Αυτή που Γεννά τα Πάντα. Αποτελεί την Βάση της Ύπαρξης, την Ουσία κάθε ύπαρξης. Είναι Αυτό που τα Αγκαλιάζει όλα και τα Ενώνει στην Ουσία της. Μόνο εξωτερικά, στις δραστηριότητές τους διαφοροποιούνται τα όντα. Προερχόμαστε όλοι από Αυτή τη Μια Κοινή Ουσία. Αυτή είναι η Ουσία μας, σε Αυτήν Βασιζόμαστε και σε Αυτήν Επιστρέφουμε…

Αυτή η Αιώνια Ουσία είναι ο Άνθρωπος, όποια μορφή κι αν πάρει εξωτερικά, όποια ζωή κι αν ζήσει. Η Αιώνια Φύση Υφίσταται Πάντα. Αργά ή γρήγορα Εκδηλώνεται, Κυριαρχεί. Το να Γνωρίζουμε την Αληθινή Αιώνια Φύση μας είναι Αληθινή Γνώση, Σοφία. Κι όποιος Γνωρίζει την Αιώνια Φύση του Συμπεριφέρεται Σύμφωνα με Αυτή την Αιώνια Φύση και Πραγματώνει την Αρετή…

Αλήθεια τι είναι Αρετή; Τι δίδασκαν εκείνα τα παλιά χρόνια οι Σοφοί στα Ελληνόπουλα; Ότι η Αρετή δεν είναι μια «γενική έννοια». Έτσι την συλλαμβάνει ο επιπόλαιος νους των αμόρφωτων. Η Αρετή είναι η Δράση της Σοφίας. Άρα η Αρετή είναι όλες οι αρετές μαζί, η πεμπτουσία. Η Αρετή είναι μία, δεν έχει πληθυντικό. Από το Φως αυτής της Πηγαίας Αυθόρμητης Γνήσιας Αρετής Φωτίζονται και παίρνουν ουσία όλες οι άλλες Αρετές, το πλήθος των αρετών. Αυτή η έννοια της αρετής έχει πληθυντικό. Η Δικαιοσύνη, η Υπέρτατη Αρετή, η Ισότητα, η ισονομία, η ισοδικία, η ισοπολιτεία, η ίση συμμετοχή στα αγαθά, κλπ. Προσέξτε! Όλες οι Αρετές πηγάζουν από την βαθιά μεταφυσική έννοια της ισότητας όλων των πλασμάτων. Προερχόμαστε από Μια Ουσία, άρα είμαστε όλοι ίσοι. Σε αυτό τον απλό συλλογισμό στήριξαν οι Αρχαίοι Έλληνες την Θεωρία της Αρετής.

Ήδη, αγαπητοί φίλοι, φτάσαμε πολύ μακριά! Οι Έλληνες μιλούσαν για την Μια Αιώνια Φύση που Γεννά τα πάντα, από την Οποία Προερχόμαστε και με την Οποία, όλοι μας, μα όλοι μας, Μοιραζόμαστε την Ίδια Ουσία. Μιλούσαν για την Γνώση Αυτής της Αιώνιας Φύσης. Μιλούσαν για την Δράση που πηγάζει από αυτή την Γνώση, την Αληθινή Αρετή (που γεννά και ουσιώνει όλες τις Αρετές)… Δηλαδή, δηλαδή, δηλαδή… Προσέξτε το αυτό. Η Ύπαρξη, η Γνώση, η Αρετή, δεν σχετίζονται απλά: Ταυτίζονται μεταξύ τους στην Βίωση, στην Εμπειρία της Ζωής. Η Ύπαρξη, η Γνώση, η Αρετή, είναι Τρεις «υπερνοητικές συλλήψεις» (κι όχι απλές νοητικές έννοιες) που σχετίζονται με το Βίωμα της Ύπαρξης με την Ζωή. Εκφράζουν την Ίδια την Ζωή, την Αληθινή Ζωή. Δεν είναι τρεις Ταυτόσημες έννοιες, αφού ασφαλώς διαφοροποιούνται στην λειτουργία τους, αλλά τρεις Ισοδύναμοι Όροι που Εκφράζουν τη Ζωή. Η Μια Επικαλείται τις άλλες Δύο έννοιες… Έτσι οι προπάπποι των προπάππων των προπάππων… μας δεν ταύτιζαν απλά, αλλά Βίωναν την Βαθιά Μεταφυσική Ενότητα της Οντολογίας, της Γνωσιολογίας και της Ενάρετης Δράσης (της Αρετής, του Αγαθού). Είτε μιλούσες για την Αληθινή Ύπαρξη, είτε μιλούσες για την Αληθινή Γνώση, είτε μιλούσες για την Ζωντανή Αρετή (το Αγαθόν), μιλούσες για την Ίδια Πραγματικότητα…

Τώρα μην πείτε ότι είμαι κακοήθης, αλλά θαρρώ (με το φτωχό μου το μυαλό) ότι από εδώ εμπνεύστηκαν οι ελληνικής παιδείας πατέρες του χριστιανισμού το «τριαδικό δόγμα» τους. Και μην πείτε ότι βλαστημώ! Φέρτε μου έναν χριστιανό, από τον πάπα της Ρώμης μέχρι τον πιο αμόρφωτο ευλαβή, που να Σέβεται (Αληθινά) και να Τιμά (Αληθινά) τον Ιησού. Ψευτοχριστιανοί όλοι τους. Κι αν ερχόταν ο Ιησούς ξανά, θα τους πέταγε ξανά έξω από το Σπίτι του Πατέρα του… Ε! μην πείτε ότι τον βρήκα και κουβεντιάσαμε. Αλλά το γνωρίζω, δεν λέω πως…

Ωραία Εποχή! Τότε! Με όλους αυτούς τους Σοφούς, από τον Μύστη Ορφέα (ναι, ναι, αν δεν σας το είπαν στα χριστιανικά σχολεία, ήταν υπαρκτό πρόσωπο), τον Θείο Πυθαγόρα, τους Τρεις Μεγάλους Σοφούς, τον Παρμενίδη, τον Ηράκλειτο και τον Πλάτωνα, και τόσους άλλους που δεν αναφέρω όχι γιατί δεν ήταν το Ίδιο Μεγάλοι, αλλά κάτι θα έχετε ακούσει, κι ας τους έχουν αιώνες θαμμένους με την ψεύτικη γνώση τους, την ψεύτικη ιστορία τους, τα ψεύτικα λόγια τους… Τι να πεις για τους Σοφιστές, τους Κυνικούς, τους Στωικούς, τους Επικούρειους, τους Σκεπτικιστές, τους Νεοπλατωνικούς!…

Οι σύγχρονοι Έλληνες (οι πιο πολλοί, μην είμαστε κι άδικοι) τους αγνοούν όλους αυτούς τους Σοφούς… Άλλωστε τι γνώριζαν όλοι αυτοί οι ηλίθιοι σοφοί; Ο σύγχρονος Έλληνας κάθεται μπροστά στην τηλεόραση και τα μαθαίνει όλα! Του λένε την αλήθεια, η κυβέρνηση, οι δημόσιοι λειτουργοί, οι τραπεζίτες, οι επιχειρηματίες που κάνουν τις χοντρές δουλειές με το «κοινό» δημόσιο… Κι αν δεν του την πουν αυτοί, γιατί υπάρχουν και κακοί δημοσιογράφοι (βεβαίως υπάρχουν και οι άλλοι οι σοβαροί υπερασπιστές της αλήθειας), μπορούν να την βρουν. Στο «ανεξάρτητο» διαδίκτυο ας πούμε. Εκεί η αλήθεια ρέει ελεύθερη. Προπάντων στις καταγγελτικές ιστοσελίδες… Στην πραγματικότητα οι άνθρωποι όλοι είναι στο μαύρο σκοτάδι! Ακόμα και οι «εχθροί» του συστήματος για το σύστημα δουλεύουν, είναι μέρος του συστήματος, σαν δικλείδα ασφαλείας (ας εκτονωθούν οι ηλίθιοι, το σύστημα κάνει τη δουλειά του).

Τελικά είμαστε όλοι συνένοχοι. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Όλοι εμείς οι καλοί άνθρωποι φτιάξαμε αυτή την ωραία κοινωνία…

Κι εγώ ο ηλίθιος κάθομαι να γράψω, μεταξύ σοβαρού και αστείου, για την Αρετή! Λες κι ενδιαφέρεται κανένας!

Βέβαια, κοιτάξτε, αγαπητοί φίλοι, πόσο ευρηματικό είναι το ανθρώπινο μυαλό. Μπορώ να βρω χιλιάδες δικαιολογίες. Έχω ηθικό καθήκον, (μεγάλη βλακεία είπα). Υπηρετώ την αλήθεια, (ποια αλήθεια; υπάρχει αλήθεια στο χάος;). Για προσωπικούς λόγους, να το παίξω συγγραφέας, (λες και δεν φτάνουν εκατομμύρια βιβλία και λόγια, λόγια, λόγια, που δεν λένε τίποτα). Να μεταχειριστώ τις γνώσεις μου (ποιες γνώσεις;) για να αποκομίσω κάποιο όφελος…

Στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει τίποτα από όλα αυτά… Τίποτα που να έχει σχέση με τον κόσμο, τος ανθρώπους, τη ζωή στη γη… Τελικά δεν έχει σημασία. Απλά Μιλάμε για την Αρετή. Δεν χρειάζεται να έχουμε λόγο να το κάνουμε. Η Ύπαρξη Απλά Υπάρχει! Η Ζωή Απλά Εκδηλώνεται! Εμείς Απλά Ζούμε! Απλά Κάνουμε Ό,τι Κάνουμε… Ευτυχώς που η Ελληνική παιδεία μας (μιλάω για μένα) μας έδωσε το προνόμιο να «είμαστε ηλίθιοι χωρίς τύψεις»…

Μόνο στα όνειρά μας είμαστε αληθινοί

Πάει πολύς καιρός που όχι μόνο δεν κάνω κάτι μα ούτε καν υπάρχω. Μου φαίνεται πως σχεδόν δεν ονειρεύομαι πια.

Οι δρόμοι είναι πια για μένα σκέτοι δρόμοι. Κάνω τη δουλειά του γραφείου συνειδητά και με προσοχή, δεν μπορώ όμως να πω και χωρίς να αφαιρούμαι: από πίσω, αντί να σκέφτομαι, κοιμάμαι - πάντα όμως πίσω απ' τη δουλειά είμαι κάποιος άλλος.

Πάει πολύς καιρός που δεν υπάρχω.

Είμαι απολύτως ήσυχος. Κανείς δεν με ξεχωρίζει από αυτόν που είμαι.

Με νιώθω τώρα να αναπνέω σαν να είναι κάτι που επιχειρώ για πρώτη φορά ή με μεγάλη καθυστέρηση.

Αρχίζω να έχω συνείδηση πως έχω συνείδηση. Ίσως αύριο να ξυπνήσω μέσα μου και να ξαναπιάσω την πορεία της ύπαρξής μου από εκεί που την έχω αφήσει.

Δεν ξέρω, αν έτσι, θα είμαι περισσότερο ή λιγότερο ευτυχισμένος. Δεν ξέρω τίποτα.

Σηκώνω το κεφάλι μου του περιπατητή που είμαι, και βλέπω πως πάνω στο λόφο του Φρουρίου, το ηλιοβασίλεμα, από τα νώτα μου, φλέγεται σε δεκάδες παράθυρα, λαμπάδες ψηλές κρύας πυράς. Γύρω από αυτά τα σκληρά φλόγινα μάτια, ο λόφος γλυκαίνει από το τέλος της ημέρας.

Μπορώ τουλάχιστον να αισθάνομαι θλιμμένος και να έχω συνείδηση πως μ' αυτή τη δική μου θλίψη, διασταυρώνεται τώρα -όπως το βλέπω με την ακοή- ο ξαφνικός θόρυβος του τραμ που περνάει, οι φωνές των νεαρών που κουβεντιάζουν, το λησμονημένο βουητό της ζωντανής πόλης.

Πάει πολύς καιρός που δεν είμαι εγώ.

Τίποτα δεν είναι τόσο φορτικό όσο η αγάπη του άλλου - ούτε καν το μίσος του, γιατί το μίσος δεν είναι κάτι το συνεχόμενο όπως η αγάπη: σαν δυσάρεστο συναίσθημα, δημιουργεί σ' όποιον το αισθάνεται την ενστικτώδη τάση να το νιώθει λιγότερο συχνά.

Πάντως, αγάπη και μίσος μας καταπιέζουν το ίδιο: και τα δυο μας ψάχνουν και μας βρίσκουν, δεν μας αφήνουν μόνους ποτέ.

Το ιδανικό θα 'ταν να τα ζω όλα αυτά μέσα από ένα μυθιστόρημα, και στη ζωή μου να αναπαύομαι- να διαβάζω τα συναισθήματά μου και να ζω μόνο την περιφρόνησή μου γι' αυτά.

Για όποιον διαθέτει μια φαντασία υπερευαίσθητη, οι περιπέτειες κάποιου ήρωα ενός μυθιστορήματος εμπνέουν μια προσωπική συναισθηματική κατάσταση επαρκή, αν όχι παραπάνω, γιατί πρόκειται για συναισθήματα που ανήκουν εξίσου στον ήρωα και στον αναγνώστη.

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη περιπέτεια από το να έχεις αγαπήσει τη λαίδη Μάκβεθ, με μια αγάπη αληθινή και άμεση˙ όποιος έχει έτσι αγαπήσει, δεν μπορεί να βρει ανάπαυση, αν δεν παραιτηθεί από κάθε άλλη αγάπη σε τούτη τη ζωή.

Μόνο στα όνειρά μας είμαστε αληθινοί, γιατί όλα τα άλλα, από τη στιγμή που πραγματοποιούνται, ανήκουν στον κόσμο και σ' όλους τους ανθρώπους.

Αν κάποιο όνειρό μου έπαιρνε σάρκα και οστά, θα το ζήλευα, γιατί θα με είχε απατήσει επιτρέποντας στον εαυτό του να πραγματοποιηθεί.

«Έκανα τις επιθυμίες μου πραγματικότητα», λέει ο αδύναμος και ψεύδεται˙ η αλήθεια είναι πως ονειρεύτηκε προφητικά ό,τι πραγματοποίησε η ζωή γι' αυτόν.

Τίποτα δεν πραγματοποιούμε εμείς. Η ζωή μας πετάει στον αέρα σαν πετραδάκια, κι εμείς φωνάζουμε από κει πάνω: «Κοιτάτε πώς κουνιέμαι».

Γι' αυτό ποτέ δεν νιώθω τόσο κοντά στην αλήθεια, τόσο σε βάθος μυημένος, όσο τις λίγες φορές που πάω στο θέατρο ή στο τσίρκο: ξέρω τότε πως επιτέλους παρακολουθώ την ακριβή απομίμηση της ζωής.

Και οι ηθοποιοί, οι παλιάτσοι κι οι ταχυδακτυλουργοί είναι πράγματα σημαντικά και μάταια, όπως είναι ο ήλιος κι η σελήνη, η αγάπη και ο θάνατος, η πανώλη, ο λιμός κι ο πόλεμος για την ανθρωπότητα.

Όλα είναι θέατρο. Κι αν θέλω την αλήθεια, ας ξαναπιάσω τους μύθους μου.

Η επιθυμία αποκτά νόημα όταν είμαι σε θέση να τη μετατρέψω σε πράξη

Αν «είμαι ή δεν είμαι» ευτυχισμένος, το θέμα είναι τι κάνω με τα όνειρά μου.

Γιατί όλοι έχουμε όνειρα: όνειρα δικά μας και όνειρα δανεικά, όνειρα ταπεινά και όνειρα για μεγαλεία, όνειρα επιβεβλημένα και όνειρα ξεχασμένα, όνειρα τρομακτικά και όνειρα συναρπαστικά.

Η ζωή μας είναι γεμάτη όνειρα.

Ωστόσο, άλλο είναι να ονειρεύεσαι κι άλλο να δεις τι θα κάνεις με τα όνειρά σου.

Το όνειρο για το οποίο μιλάμε δεν είναι κάτι μεγάλο: είναι, απλώς, η εικόνα ενός πράγματος που φαίνεται ελκυστικό, επιθυμητό, ή τουλάχιστον φορτισμένο με κάποια ενέργεια δική μας ή ξένη, και η εικόνα αυτή παρουσιάζεται στον κόσμο της φαντασίας.

Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.

Αν αφήσω το όνειρο να με γοητεύσει, αν αρχίσω να σκέφτομαι «τι ωραία που θα ήταν», αυτό το όνειρο μπορεί να μετατραπεί σε φαντασίωση.

Δεν είναι πια το όνειρο που βλέπω όταν κοιμάμαι.

Η φαντασίωση είναι το όνειρο που βλέπω ξύπνιος, που μπορώ να ανακαλώ, να συλλογίζονται, μέχρι και να το μοιράζομαι με κάποιον.

Πράγματι είμαστε γεμάτοι επιθυμίες, αυτές όμως, από μόνες τους δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να συσσωρεύουν μια ποσότητα ενέργειας η οποία είναι απαραίτητη για ν’ αρχίσει η διαδικασία που θα οδηγήσει στη δράση.

Γιατί τι θα γινόταν με τις επιθυμίες αν δεν έφταναν ποτέ στο σημείο να μετατραπούν σε δράση;

Απλώς θα συσσωρεύαμε όλο και περισσότερη εσωτερική ενέργεια, η οποία, μην έχοντας διέξοδο, αργά ή γρήγορα θα ξέσπαγε σε μια πράξη που θα λειτουργούσε σαν υποκατάστατο.

Η επιθυμία δεν είναι τίποτα παραπάνω από την μπαταρία, την τροφή, το καύσιμο για κάθε ενέργειά μου.

Η επιθυμία αποκτά νόημα όταν είμαι σε θέση να τη μετατρέψω σε πράξη.

Για καθετί που κάνω και καθετί που αποφασίζω να μην κάνω με παρακινεί μια επιθυμία, είτε την αναγνωρίζω είτε όχι.

Να βρούμε το δρόμο που μας έταξαν τα όνειρα.

Alice Miller: Όλα τα άλλα εκτός από την αλήθεια

Η απώθηση μιας βίαιης κακοποίησης που συνέβη στην παιδική τους ηλικία οδηγεί πολλούς ανθρώπους στο να καταστρέφουν τη ζωή τους και τις ζωές άλλων. Καίνε σπίτια αλλοδαπών, γίνονται εκδικητικοί και, επιπλέον, όλα αυτά τα ονομάζουν «πατριωτισμό». Έτσι κρύβουν την αλήθεια από τον εαυτό τους για να μη νιώσουν την απελπισία που ένιωθε κάποτε το βασανισμένο παιδί που υπήρξαν.

Κάποιοι άλλοι συνεχίζουν τα μαρτύρια που κάποτε τους επέβαλαν συμμετέχοντας ενεργά σε ομάδες που τα μέλη τους βασανίζουν άλλους ή τον εαυτό τους, σε ομάδες δηλαδή που επιδίδονται σε σαδομαζοχιστικές πρακτικές. Αυτές τις δραστηριότητες τις θεωρούν «απελευθέρωση».

Γυναίκες που τρυπούν τις θηλές τους για να κρεμάσουν κρίκους ποζάρουν μετά σε φωτογραφίες εφημερίδων και δηλώνουν με υπερηφάνεια ότι όχι μόνο δεν ένιωσαν πόνο όταν το έκαναν, αλλά το ευχαριστήθηκαν κιόλας.

Δεν χρειάζεται ν' αμφιβάλλουμε για την αλήθεια των δηλώσεών τους. Χρειάστηκε να μάθουν πολύ νωρίς στη ζωή τους να μη νιώθουν πόνο. Και τι δεν θα έκαναν σήμερα μόνο και μόνο για να μη νιώσουν τον πόνο του μικρού κοριτσιού που, αν και κακοποιήθηκε σεξουαλικά από τον πατέρα του, έπρεπε να φαντάζεται ότι αυτό ήταν διασκεδαστικό.

Μια γυναίκα που κακοποιήθηκε σεξουαλικά όταν ήταν παιδί, αλλά αρνείται αυτή την πραγματικότητα της παιδικής της ηλικίας και έχει μάθει να μη νιώθει πόνο, δραπετεύει διαρκώς από το παρελθόν της χρησιμοποιώντας τις σχέσεις της με τους άντρες, το αλκοόλ, τα ναρκωτικά ή τα επαγγελματικά επιτεύγματα.

Χρειάζεται συνεχώς έντονες συγκινήσεις για να μη νιώθει πλήξη. Δεν επιτρέπει στον εαυτό της ούτε μια στιγμή ηρεμίας, κατά την οποία μπορεί να νιώσει την πυρακτωμένη μοναξιά της εμπειρίας που έζησε ως παιδί, επειδή φοβάται αυτό το συναίσθημα περισσότερο και από τον ίδιο το θάνατο.

Θα συνεχίσει τη φυγή της, εκτός κι αν έχει την τύχη να καταλάβει ότι η αναβίωση και η συνειδητοποίηση των παιδικών συναισθημάτων δεν σκοτώνουν, αλλά απελευθερώνουν. Άλλωστε, αυτό που πολύ συχνά σκοτώνει είναι η άμυνα ενάντια στα συναισθήματα, αντίθετα, η συνειδητή αναβίωσή τους μπορεί να μας αποκαλύψει την αλήθεια.

Η απώθηση του πόνου της παιδικής ηλικίας δεν καθορίζει μόνο τη ζωή του κάθε ατόμου αλλά και τις προκαταλήψεις της κοινωνίας. Αυτό φαίνεται πολύ καθαρά στις βιογραφίες των διασημοτήτων.

Για παράδειγμα, όταν διαβάζουμε τις βιογραφίες διάσημων καλλιτεχνών, έχουμε την εντύπωση ότι η ζωή τους άρχισε περίπου στην εφηβεία.

Πριν από εκείνη την περίοδο λένε συνήθως ότι είχαν μια «ευτυχισμένη», «χαρούμενη » ή «χωρίς προβλήματα» παιδική ηλικία ή ότι η παιδική τους ηλικία ήταν «γεμάτη στερήσεις» ή «γεμάτη ενδιαφέροντα».

Όμως, πώς ακριβώς ήταν η παιδική ηλικία ενός συγκεκριμένου ατόμου δεν φαίνεται να ενδιαφέρει κανέναν - λες και δεν είναι κρυμμένες στην παιδική του ηλικία οι ρίζες ολόκληρης της ζωής του.

Θα ήθελα αυτό να το δείξω πιο καθαρά με ένα απλό παράδειγμα:

Ο Χένρυ Μουρ περιγράφει στα απομνημονεύματά του ότι, όταν ήταν μικρό παιδί, είχε το προνόμιο να κάνει μασάζ στην πλάτη της μητέρας του με κάποιο λάδι για ρευματισμούς για να την ανακουφίζει από τους πόνους.

Διαβάζοντάς τα βρήκα ξαφνικά ένα δικό μου τρόπο πρόσβασης στα γλυπτά του Μουρ. Στις τεράστιες, μισοξαπλωμένες γυναίκες με τα μικρά κεφάλια έβλεπα τη μητέρα μέσα από τα μάτια του μικρού αγοριού, το οποίο, λόγω της προοπτικής, βίωνε το κεφάλι της ως μικρότερο και την πλάτη της ως απίστευτα μεγεθυμένη.

Αυτή η ερμηνεία μπορεί να μην έχει καμιά σημασία για πολλούς κριτικούς τέχνης, αλλά σ' εμένα δείχνει αφενός για πόσο μεγάλο χρονικό διάστημα οι εμπειρίες ενός παιδιού μπορούν να παραμείνουν κρυμμένες στο ασυνείδητό του και αφετέρου με πόσους διαφορετικούς τρόπους μπορούν να εκφραστούν όταν ο ενήλικας νιώσει ότι είναι σε θέση να τις αφήσει να βγουν στην επιφάνεια. Βεβαίως, αυτή η ανάμνηση του Μουρ δεν αφορά ένα τραυματικό γεγονός και έτσι αναδύεται άθικτη.

Αντίθετα, οι τραυματικές εμπειρίες της παιδικής μας ηλικίας παραμένουν στο σκοτάδι.

Στο σκοτάδι

Στο παρελθόν διερωτόμουν αν θα μπορούσαμε ποτέ να συλλάβουμε το μέγεθος της μοναξιάς και της απομόνωσης που ζήσαμε όλοι μας ως παιδιά. Τώρα πια ξέρω ότι αυτό είναι εφικτό.

Εδώ, κατά κύριο λόγο, δεν αναφέρομαι στα παιδιά που εμφανώς δεν τα φρόντιζαν ή τα είχαν πλήρως εγκαταλείψει και τα οποία πάντα το συνειδητοποιούσαν ή τουλάχιστον ενηλικιώθηκαν γνωρίζοντας πως κάπως έτσι ήταν τα πράγματα.

Πέρα από αυτές τις ακραίες περιπτώσεις, υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που ξεκινούν θεραπεία με την πεποίθηση (με την οποία άλλωστε μεγάλωσαν) ότι στην παιδική τους ηλικία ήταν ευτυχισμένοι και προστατευμένοι.

Αυτοί οι ασθενείς είχαν πολλές δυνατότητες και ταλέντα για τα οποία τους επαινούσαν και τους θαύμαζαν, είχαν μάθει να χρησιμοποιούν την τουαλέτα από το πρώτο έτος της ζωής τους και μπορεί ακόμα, όταν ήταν μεταξύ ενάμισι και πέντε ετών, να φρόντιζαν τα μικρότερα αδέλφια τους.

Οι περισσότεροι γύρω μας πιστεύουν ότι αυτοί οι άνθρωποι -τα παιδιά δηλαδή που έκαναν περήφανους τους γονείς τους- θα πρέπει να έχουν μια ισχυρή και σταθερή αυτοπεποίθηση.

Συμβαίνει όμως ακριβώς το αντίθετο. Τα πάνε καλά, συχνά πολύ καλά, σε οτιδήποτε κάνουν, οι άλλοι τους θαυμάζουν και τους ζηλεύουν και είναι επιτυχημένοι όποτε θέλουν να είναι - αλλά πίσω απ' όλα αυτά παραμονεύει η κατάθλιψη, ένα αίσθημα κενού και αποξένωσης από τον ίδιο τους τον εαυτό και μια αίσθηση ότι η ζωή τους δεν έχει κανένα νόημα.

Αυτά τα σκοτεινά συναισθήματα έρχονται στο προσκήνιο κάθε φορά που το ναρκωτικό των ιδεών μεγαλείου τους προδίδει, κάθε φορά που δεν βρίσκονται «στην κορυφή », που δεν είναι οι αναμφισβήτητοι «πρωταγωνιστές» ή που νιώθουν ξαφνικά ότι δεν κατόρθωσαν ν' ανταποκριθούν ικανοποιητικά σε κάποια ιδεατή εικόνα ή σε κάποια πρότυπα.

Τότε βασανίζονται από άγχος ή από βαθιά αισθήματα ενοχής και ντροπής. Γιατί αναστατώνονται όμως τόσο πολύ αυτοί οι ικανοί και προικισμένοι άνθρωποι;

Στην πρώτη συνέντευξη θα πουν στο θεραπευτή τους ότι είχαν γονείς γεμάτους κατανόηση ή ότι έτσι τουλάχιστον ήταν ο ένας από τους δύο.

Αν έχουν επίγνωση του ότι οι άλλοι δεν τους καταλάβαιναν όταν ήταν παιδιά, νιώθουν πως το σφάλμα ήταν δικό τους και πως οφειλόταν στη δική τους ανικανότητα να εκφράζουν με τον κατάλληλο τρόπο τις επιθυμίες και τα συναισθήματά τους.

Οι άνθρωποι αυτοί αφηγούνται τις πρώτες τους αναμνήσεις χωρίς να εκδηλώνουν την παραμικρή συμπάθεια για το παιδί που υπήρξαν κάποτε.

Αυτό δε που είναι αληθινά εκπληκτικό είναι το ότι αυτοί οι ασθενείς όχι μόνο έχουν μια πολύ μεγάλη ικανότητα ενδοσκόπησης, αλλά φαίνεται, ως ένα βαθμό, ότι μπορούν να κατανοούν συναισθηματικά αυτά που συμβαίνουν στους γύρω τους.

Η πρόσβασή τους όμως στο συναισθηματικό κόσμο της δικής τους παιδικής ηλικίας έχει μπλοκαριστεί, και αυτά που τη χαρακτηρίζουν είναι η έλλειψη σεβασμού, ο καταναγκασμός τους να έχουν τον έλεγχο και να επηρεάζουν τις καταστάσεις, καθώς και η απαίτησή τους να έχουν πάντα επιτυχίες.

Πολύ συχνά φαίνεται να περιφρονούν, να ειρωνεύονται, ακόμα και να περιγελούν και ν' αντιμετωπίζουν με κυνισμό το παιδί που υπήρξαν κάποτε.

Σε γενικές γραμμές δηλαδή τους λείπει εντελώς η πραγματική συναισθηματική κατανόηση ή η σοβαρή εκτίμηση των μεταστροφών της παιδικής τους ηλικίας και, τελικά, δεν αντιλαμβάνονται ούτε στο ελάχιστο τις πραγματικές τους ανάγκες - πέρα από την επιθυμία τους για επιτεύγματα. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν αρνηθεί την πραγματική τους ιστορία σε τέτοιο βαθμό που μπορούν εύκολα να διατηρούν την ψευδαίσθηση ότι η παιδική τους ηλικία ήταν καλή.

Ως βάση για την περιγραφή του ψυχικού κλίματος αυτών των ατόμων θα πρέπει να διατυπώσουμε κάποιες γενικές προϋποθέσεις: Από τις πρώτες μέρες της ζωής του το παιδί έχει μια πρωταρχική ανάγκη να το αναγνωρίζουν και να το σέβονται γι' αυτό που είναι πραγματικά κάθε συγκεκριμένη στιγμή.

Όταν λέμε «γι' αυτό που είναι πραγματικά κάθε συγκεκριμένη στιγμή», αναφερόμαστε στα συναισθήματα και στις αισθητηριακές αντιλήψεις του παιδιού, καθώς και στον τρόπο που εκφράζονται από την πρώτη κιόλας μέρα της ζωής του.

Μέσα σε μια ατμόσφαιρα σεβασμού καί ανεκτικότητας για τα συναισθήματά του το παιδί, στη φάση του αποχωρισμού, θα μπορέσει προοδευτικά ν' αποστασιοποιηθεί από τη συμβιωτική σχέση με τη μητέρα του και να κάνει τα απαραίτητα βήματα προς την κατεύθυνση της εξατομίκευσης και της αυτονομίας.

Αν και οι γονείς έχουν μεγαλώσει μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, τότε μπορούν να παρέχουν πιο εύκολα στο παιδί τους τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την υγιή ανάπτυξή του. Στην περίπτωση αυτή μπορούν να εξασφαλίσουν στο παιδί την προστασία αλλά και τη συναισθηματική σιγουριά που του είναι απαραίτητες προκειμένου να νιώσει εμπιστοσύνη.

Οι γονείς που ως παιδιά δεν έζησαν σε ένα τέτοιο κλίμα είναι και οι ίδιοι στερημένοι και σε όλη τους τη ζωή θα συνεχίζουν ν' αναζητούν εκείνο που δεν μπόρεσαν να τους δώσουν οι δικοί τους γονείς τότε που έπρεπε - την παρουσία ενός ατόμου που θα τους καταλάβαινε, θα τους κατανοούσε και θα τους έπαιρνε στα σοβαρά.

Βεβαίως, η αναζήτηση αυτή δεν μπορεί ποτέ να στεφθεί με απόλυτη επιτυχία γιατί συνδέεται με μια κατάσταση που ανήκει αμετάκλητα στο παρελθόν και, πιο συγκεκριμένα, με την εποχή αμέσως μετά τη γέννηση και με τα πρώτα χρόνια της παιδικής ηλικίας.

Αυτή η ανικανοποίητη και ασυνείδητη (επειδή είναι απωθημένη) ανάγκη μπορεί να εξαναγκάσει ένα άτομο να επιδιώξει την ικανοποίησή της με υποκατάστατους τρόπους εφόσον αγνοεί την απωθημένη ιστορία της ζωής του.

Για κάθε γονέα, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος ικανοποίησης μέσω της υποκατάστασης είναι τα ίδια του τα παιδιά. Το νεογέννητο ή το μικρό παιδί εξαρτάται απόλυτα από τους γονείς του και, εφόσον η φροντίδα τους είναι ουσιαστική για την επιβίωσή του, θα κάνει ό,τι μπορεί για να μην τους χάσει. Από την πρώτη κιόλας μέρα θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που διαθέτει για να το καταφέρει, όπως κάνει ένα μικρό φυτό που στρέφεται προς τον ήλιο για να επιβιώσει.

Στην εικοσαετή ενασχόλησή μου με ανθρώπους που ασχολούνταν επαγγελματικά με την παροχή βοήθειας σε άλλους ανθρώπους έχω συναντήσει συχνά μια συγκεκριμένη ιστορία παιδικής ηλικίας, που προσωπικά θεωρώ πως έχει ιδιαίτερη σημασία:

Υπήρχε μια μητέρα που ήταν κατά βάθος συναισθηματικά ανασφαλής και για την ισορροπία της στηριζόταν σε ένα συγκεκριμένο τρόπο συμπεριφοράς του παιδιού της.

Αυτή η μητέρα μπορούσε να κρύβει την ανασφάλειά της από το παιδί της, αλλά και από οποιονδήποτε άλλο, πίσω από ένα σκληρό, αυταρχικό, ακόμα και δεσποτικό προσωπείο.

Το παιδί είχε μια εκπληκτική ικανότητα ν' αντιλαμβάνεται και ν' ανταποκρίνεται διαισθητικά, δηλαδή ασυνείδητα, σε αυτή την ανάγκη της μητέρας του, ή και των δύο γονέων του, και να υποδύεται το ρόλο που ασυνείδητα του είχαν αναθέσει.

Αυτός ο ρόλος εξασφάλιζε στο παιδί την «αγάπη» των γονέων - αλλά και την εκμετάλλευσή του από τους γονείς του. Το παιδί ένιωθε ότι το είχαν ανάγκη, και η ανάγκη αυτή διασφάλιζε την ύπαρξή του.

Αυτή η ικανότητα προσαρμογής κάποιων παιδιών αναπτύσσεται και τελειοποιείται σταδιακά. Τα παιδιά αυτά αργότερα όχι μόνο συμπεριφέρονται σαν μητέρες στις μητέρες τους (γίνονται δηλαδή έμπιστοι φίλοι, παρηγορητές, σύμβουλοι, υποστηρικτές), αλλά αναλαμβάνουν επίσης, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, την ευθύνη των άλλων αδελφών τους.

Έτσι αναπτύσσουν τελικά μια ειδικού τύπον ευαισθησία στα ασυνείδητα σήματα με τα οποία εκδηλώνονται οι ανάγκες των ανθρώπων γύρω τους. Δεν προκαλεί έκπληξη λοιπόν το ότι συχνά επιλέγουν να γίνουν αργότερα ψυχοθεραπευτές.

Ποιος άλλος, άλλωστε, που δεν θα είχε τέτοιο ιστορικό θα μπορούσε να δείξει τόσο ενδιαφέρον, ώστε να περνά ολόκληρη τη μέρα του προσπαθώντας ν' ανακαλύψει τι συμβαίνει στο ασυνείδητο των άλλων ανθρώπων;

Όμως, η ανάπτυξη και η τελειοποίηση αυτής της ειδικού τύπου ευαισθησίας -που κάποτε βοήθησε το παιδί να επιβιώσει και τώρα επιτρέπει στον ενήλικα ν' ακολουθήσει κάποιο από τα επαγγέλματα που σχετίζονται με την παροχή βοήθειας- εμπεριέχουν επίσης τις ρίζες της συναισθηματικής διαταραχής του.

Αν δηλαδή ένας θεραπευτής δεν έχει συνειδητοποιήσει τη δική του απώθηση, μπορεί να αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει τους ασθενείς του, οι οποίοι εξαρτώνται από αυτόν, ως υποκατάστατα για τις ακάλυπτες ανάγκες του.
 
Alice Miller, Οι φύλακες της παιδικής μας ηλικίας

Καμί: Έχουμε χάσει το φως, τα πρωινά και την αθωότητα εκείνου που συγχωρεί μόνος του τον εαυτό του

Πρόκειται για τον συγκλονιστικό μονόλογο του Γάλλου δικηγόρου Ζαν-Μπατίστ Κλαμάνς, ευχαριστημένου του ίδιου από τον εαυτό του, από τη ζωή και την επιφανειακή ηθική του θωράκιση απέναντι στην ανελέητη ρουτίνα της καθημερινότητας, που συνθλίβει ψυχές και κορμιά άλλων...

Όχι εκείνου, διότι εκείνος έχει αναπτύξει μια θεατρινίστικη προσαρμοστικότητα, που ξεπερνώντας τα όρια του ηθικοφανούς και παθητικού χαμαιλεοντισμού, τον οποίο εκπαιδεύεται ο τυπικός σύγχρονος μέσος δυτικός, καταφεύγει, για να επιβιώσει στο να τρέφει την (μικρο)αστική ματαιοδοξία του με τις συμφορές των άλλων....αυτά ώσπου μια νύχτα, ο τέλειος αυτός τύπος, το πρότυπο έξυπνου, δραστήριου, κυρίως μη ανέντιμου λευκού και χορτασμένου, αφήνει μια γυναίκα να πέσει στα νερά του ποταμού, χωρίς να κάνει τίποτα, αυτός ο μέχρι πρότινος τόσο σπλαχνικός!

Γιατί, πώς, τί του συνέβη; Τί ψυχή είχε χτίσει όλα αυτά τα χρόνια της μεγαλοστομίας του ο κίβδηλος φιλάνθρωπος; Από πού ξεπήδησαν και ποιά εμπόδια στην κρίσιμη στιγμή και δείλιασε; Δείλιασε;

«Ξέρετε τι είναι η γοητεία; Ένας τρόπος να ακούς να σου απαντούν ναι, χωρίς να ‘χεις κάνει καμιά συγκεκριμένη ερώτηση»

«Μόνο που, να, η επιβεβαίωση δεν είναι ποτέ οριστική, πρέπει να την κάνεις πάλι από την αρχή με κάθε πλάσμα. Κάνοντάς την πάλι από την αρχή, σου γίνεται συνήθεια. Σύντομα σου ‘ρχονται τα λόγια χωρίς να τα σκεφτείς, κι ακολουθεί η κίνηση αντανακλαστικά: μια μέρα βρίσκεσαι να παίρνεις, δίχως να ποθείς πραγματικά. Πίστεψε με, για μερικά τουλάχιστον πλάσματα, το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο είναι να μην παίρνεις ό,τι δεν ποθείς»

«Να λοιπόν τι δε μπορεί ν’ ανεχτεί κανείς (εκτός από αυτούς που δεν ζουν, θέλω να πω: τους εγκρατείς). Η μόνη άμυνα βρίσκεται στην κακεντρέχεια. Οι άνθρωποι λοιπόν σπεύδουν να κρίνουν για να μην κριθούν οι ίδιοι. Τι τα θέλετε; Η πλέον φυσική ιδέα στον άνθρωπο, αυτή που του έρχεται αυθόρμητα, σαν από τα βάθη της φύσης του, είναι η ιδέα της αθωότητάς του….

Το ουσιώδες είναι να μείνουν αθώοι, να μην μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτησιν οι έμφυτες αρετές τους, και τα σφάλματά τους, αποκυήματα μιας παροδικής δυστυχίας, να είναι πάντοτε προσωρινά. Σας το ‘πα, το ζήτημα είναι να γλιτώσεις απ' την κρίση. Επειδή είναι δύσκολο να της γλιτώσεις και απαιτεί μεγάλη επιδεξιότητα να καταφέρεις να θαυμάζουν και να συγχωρούν ταυτόχρονα τη φύση σου, επιδιώκουν όλοι να’ ναι πλούσιοι.

Γιατί; Αναρωτιέστε; Για τη δύναμη, φυσικά. Κυρίως όμως γιατί ο πλούτος απαλλάσσει από την άμεση κρίση, σε τραβάει από το πλήθος του μετρό για να σε κλείσει σ ένα νικέλινο αμάξι, σε απομονώνει σε απέραντα φυλαγμένα πάρκα, σε βαγκόνλι, σε καμπίνες πολυτελείας. Ο πλούτος, αγαπητέ μου φίλε, δεν είναι ακόμα η αθώωση, αλλά η αναστολή που ‘ναι πάντα καλό να παίρνεις…»

«Καμιά φορά τα χάνεις, αμφιβάλλεις για το ολοφάνερο, ακόμα κι όταν έχεις ανακαλύψει το μυστικό μιας καλής ζωής. Η λύση μου, φυσικά, δεν είναι η ιδανική. Όταν όμως δεν αγαπάς τη ζωή σου, όταν ξέρεις πως πρέπει να αλλάξεις ζωή, δεν έχεις περιθώρια επιλογής, δεν είναι; Τι να κάνεις για να ‘σαι ένας άλλος; Αδύνατο. Θα ‘πρεπε να μην είσαι πια κανένας, να ξεχάσεις τον εαυτό σου για κάποιον, έστω και για μια φορά. Πώς όμως; Μη με παραφορτώνετε. Είμαι σαν εκείνον το γερό-ζητιάνο που δεν ήθελε ν αφήσει το χέρι μου, μια μέρα έξω σ ένα καφενείο:

«Αχ κύριε» έλεγε, «δεν είναι που ‘σαι κακός, είναι που χάνεις το φως σου».

Ναι, έχουμε χάσει το φως, τα πρωινά, την άγια αθωότητα εκείνου που συγχωρεί μόνος του τον εαυτό του.»
 
Αλμπέρ Καμί, “Πτώση”

Edgar Morin: Τι είναι μία λογική ζωή;

Ας αναρωτηθούμε, λοιπόν: "Τι είναι μία λογική ζωή;"

Δεν υπάρχει κανένα λογικό κριτήριο μίας λογικής ζωής.

Οριακά, μπορούμε να αναρωτηθούμε αν το να τρώμε λογικά, να ζούμε λογικά, να μη ριψοκινδυνεύουμε, να μην παραβιάζουμε ποτέ την ορισμένη δόση, είναι πράγματι ζωή, δηλαδή μήπως η λογική ζωή είναι μία παράφρων ζωή.

Δεν είναι τρέλα να θέλουμε να ξεριζώσουμε την τρέλα μας;

Η ζωή περιλαμβάνει ένα ελάχιστο δαπάνης, ασυδοσίας, "ανάλωσης", παραλογισμού.

Ο Καστοριάδης είχε πει: "Ο άνθρωπος είναι αυτό το τρελό ζώο του οποίου η τρέλα ανακάλυψε τη λογική."
 
Edgar Morin, Έρωτας Ποίηση Σοφία

Oscar Wilde: Καμιά άλλη αλήθεια δε συγκρίνεται με την αλήθεια της θλίψης

Στην πραγματικότητα, ο πόνος φωτίζει την καρδιά σαν αποκάλυψη.

Διακρίνεις πράγματα που δεν έβλεπες προηγουμένως. Προσεγγίζεις ολόκληρη την ιστορία του ανθρωπίνου γένους από μια διαφορετική σκοπιά.

Όλ’ αυτά που διαισθανόμουν για την τέχνη, αμυδρά κι από ένστικτο, τα συνειδητοποιώ τώρα νοητικά και συναισθηματικά με απόλυτη καθαρότητα και ακραία ένταση.

Τώρα καταλαβαίνω πως η θλίψη, όντας η υπέρτατη συγκίνηση που μπορεί να νιώσει ο άνθρωπος, αποτελεί δοκιμασία κι επισφράγισμα κάθε μεγάλης τέχνης.

Μόνιμη επιδίωξη του καλλιτέχνη είναι να φτάσει σ’ εκείνο τον τρόπο ύπαρξης, όπου σώμα και ψυχή ενώνονται σε μιαν αδιαίρετη μονάδα — όπου το εξωτερικό είναι έκφραση του εσωτερικού και η μορφή αποκαλύπτει το περιεχόμενο.

Δεν είναι λίγοι οι δρόμοι που οδηγούν σ αυτή την κατάσταση· οι νέοι και οι τέχνες που ασχολούνται με τους νέους μπορούν να χρησιμεύσουν ως υπόδειγμα σε κάποια δεδομένη στιγμή· η σύγχρονη ζωγραφική τοπίων, που αποδίδει τις εντυπώσεις με λεπτότητα κι ευαισθησία, υποβάλλει την ιδέα ότι στα εξωτερικά αντικείμενα κατοικεί ένα πνεύμα που περιβάλλεται από τη γη, τον αέρα, την ομίχλη και τις πολιτείες· με τις νοσηρές της διαθέσεις, την ατμόσφαιρα, τους τόνους και τα χρώματα πραγματώνει για μας παραστατικά αυτό που είχαν πετύχει με απαράμιλλη πλαστική τελειότητα οι Έλληνες.

Ένα σύνθετο παράδειγμα είναι η μουσική, όπου το περιεχόμενο υποτάσσεται στη μορφή κι αποτελεί μιαν αδιαχώριστη ενότητα.

Απλό παράδειγμα θα ήταν ένα λουλούδι ή ένα παιδί.

Το πληρέστερο πρότυπο όμως τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη είναι η θλίψη.

Πίσω απ’ τη χαρά και το γέλιο μπορεί να κρύβεται μια ιδιοσυγκρασία βάναυση, τραχιά, χωρίς ευαισθησίες.

Πίσω απ’ τη θλίψη όμως υπάρχει πάντα η θλίψη.

Ο πόνος, αντίθετα με την απόλαυση, δεν κρύβεται πίσω από μάσκες.

Η αλήθεια στην τέχνη δεν προϋποθέτει αντιστοιχία ανάμεσα στη βασική ιδέα και τη συμπτωματική ύπαρξη δεν είναι ομοιότητα σχήματος και σκιάς, είδωλο της μορφής στο κρύσταλλο του καθρέφτη· δεν είναι ηχώ που επιστρέφει απ΄ τα κοιλώματα του λόφου, ούτε αργυρό πηγάδι στην κοιλάδα, που δείχνει την εικόνα του φεγγαριού στο φεγγάρι και την εικόνα του Ναρκίσσου στο Νάρκισσο.

Η αλήθεια στην τέχνη είναι η ενότητα ενός πράγματος με τον εαυτό του- το εξωτερικό γίνεται έκφραση του εσωτερικού- η ψυχή αποκτά υλική υπόσταση και το σώμα μεταλαβαίνει ψυχικής ουσίας.

Γι’ αυτό το λόγο, καμιά άλλη αλήθεια δε συγκρίνεται με την αλήθεια της θλίψης.

Μερικές φορές μάλιστα, μου φαίνεται πως η θλίψη είναι η μόνη αλήθεια.

Όλα τα υπόλοιπα μοιάζουν με ψευδαισθήσεις, κίβδηλα κατασκευάσματα προορισμένα να τυφλώνουν το μάτι ή να χορταίνουν την επιθυμία.

Από τη θλίψη όμως έχει φτιαχτεί ο κόσμος όλος, και στη γέννηση ενός παιδιού ή ενός άστρου υπάρχει πάντα ο πόνος.

Oscar Wilde, De profundis

Codex Gigas: Το Διαβολικό Βιβλίο

Codex Gigas: Το βιβλίο του Διαβόλου ή ένα ακόμη παλαιό βιβλίο;

Κάποιοι Λόγιοι ανακάλυψαν κάποιες δαιμονικές Απεικονίσεις μέσα σε ένα μυστήριο θρησκευτικό αντικείμενο 500 χρόνια πριν. Και όντως, η ιστορία του Codex Gigas ακούγεται περίπου σαν το σενάριο του Indiana Jones, μόνο που πίσω από τις λέξεις κρύβονται αληθινά αναπάντητα ερωτήματα…

Τι ακριβώς είναι αυτό το παράξενο βιβλίο; Άραγε κάποιος σκοτεινός Μοναχός το δημιούργησε σε συμφωνία με τον διάβολο, όπως εικάζουν μερικοί; Ή ήταν δουλειά κάποιου που απλά ήθελε να παίξει σκοτεινά παιχνίδια με τους αναγνώστες;

Ας δούμε τι είναι αυτό που ανήγαγε το Codex Gigas σε ένα τόσο μεγάλο μυστήριο.

Τι σημαίνει η λέξη Codex;

Το Codex είναι μια συλλογή από σελίδες που αντικαθιστούν τον πάπυρο και ανακαλύφθηκε τον 2ο αιώνα. Η Λέξη Codex μπορεί να μεταφραστεί ως «Κώδικας».

Μιλώντας με ακαδημαικούς όρους, η λέξη Codex αναφέρεται σε κάτι χειρόγραφο, που συχνά εμπεριέχει εικόνες ανάμεσα στο κείμενο ή σε ξεχωριστές σελίδες…

Κοιτώντας μέσα στο Codex Gigas

Μέσα στα περιεχόμενα του Βιβλίου βρίσκουμε μια περίληψη της Λατινικής Βίβλου της εποχής, μαζί με διάφορες σύγχρονες ιστορίες, ιατρικά κείμενα, ένα ημερολόγιο και μερικά ξόρκια…Επίσης βρίσκουμε τη ιστορία της περιοχής της Βοημίας. Η Λέξη γίγας αναφέρεται στο μέγεθος του βιβλίου αυτού, που είναι και το μεγαλύτερο βιβλίο που διασώζεται από τους Μοναχούς του 13ου Αιώνα. Το εν λόγω βιβλίο λέγεται πως βρισκόταν σε κάποιο Μοναστήρι της Τσεχίας (Που την εποχή εκείνη αποκαλούταν Βοημία), όμως το Codex έγινε λεία του Σουηδικού Στρατού έπειτα από τον Τριακονταετή Πόλεμο.

Κάθε μία από τις σελίδες του είναι χειρόγραφη, και το μέγεθός του είναι γύρω στα 92 εκατοστά ύψος, 51 εκατοστά πλάτος και βάρος 75 κιλών. Δέκα σελίδες του περιεχομένου έχουν χαθεί μονάχα με το πέρασμα των αιώνων και τα κείμενά του δεν έχουν αλλοιωθεί στο ελάχιστο.

Το βιβλίο του Σατανά;

Οι παραδόσεις που συνοδεύουν το Codex αναφέρουν πως τω βιβλίο ήταν δημιουργία ενός Μοναχού που το έγραψε μέσα σε μία νύχτα μονάχα. Παραβαίνοντας τους όρους του Μοναστηριού τον καταδίκασαν σε αργό Θάνατο – χτίζοντάς τον σε κάποιο δωμάτιο με τούβλα. Όμως την νύχτα πριν την εκτέλεσή του ο Μοναχός αποφάσισε να γράψει το τελευταίο του βιβλίο, ένα σκοτεινό βιβλίο που γράφτηκε με το δέρμα 160 ζώων. Αφού διαπίστωσε όμως πως θα ήταν αδύνατον να ολοκληρώσει το έργο του προτού τον φυλακίσουν , έκανε μία συμφωνία με τον Εωσφόρο ζητώντας την βοήθειά του για να το ολοκληρώσει, με τον ίδιο τον διάβολο να «υπογράφει» την συμμετοχή του αποτυπώνοντας το προσωπικό του πορτραίτο στην σελίδα 290…

Πρόσφατα το National Geographic υπολόγισε πως θα χρειαζόταν πέντε χρόνια ασταμάτητης εργασίας για να καταφέρει ένα άτομο να επαναδημιουργήσει τα περιεχόμενα του Codex Gigas χειρόγραφα, παραλείποντας τις διακοσμήσεις…

Μία τέτοια εργασία ολοκληρωμένη θα χρειαζόταν τριάντα χρόνια σταθερής προσπάθειας για να ολοκληρωθεί. Μήπως τελικά αυτές οι παραδόσεις συγκλίνουν προς την πραγματικότητα;

Οι λεπτομέρειες της απεικόνισης του Σατανά..

Η Σελίδα που βρίσκεται αμέσως μετά την απεικόνιση του Διαβόλου είναι αφιερωμένη στην αποτροπή των αρνητικών πνευμάτων και των ασθενειών. Στην εν λόγω σελίδα βρίσκονται τρείς επικλήσεις και δύο ξόρκια, που προφανώς τοποθετήθηκαν εκεί ως σημάδια προστασίας από τον διάβολο και όχι ως πραγματική επίκληση, λόγω και της αντιπαράθεσης τους με το περιεχόμενο της προηγούμενης σελίδας, που είναι η απεικόνιση του Δαιμόνιου..

Η έλλειψη περαιτέρω δαιμονικού περιεχομένου φαίνεται να καθορίζει το γεγονός πως η εικόνα του Δαίμονα βρίσκεται εκεί μονάχα ως σύμβολο, όχι ως αντικείμενο λατρείας. Το Codex περιέχει τα συνηθισμένα πράγματα της εποχής..

Που βρίσκεται το Codex σήμερα;

Κάθε μία σελίδα του Codex Gigas είναι διαθέσιμη σε high Resolution σκαναρίσματα online, μα και το ίδιο το Codex Gigas βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Σουηδίας, δίχως να επιδεικνύεται κυρίως λόγω του μεγέθους του μα και της θέλησης να διατηρηθεί στον χρόνο…

Παραισθήσεις: Πώς εξηγούνται αυτές οι «παγίδες του νου»

Υπάρχουν διάφορα είδη παραισθήσεων. Μπορεί να είναι οπτικές, ακουστικές, οσφρητικές, γευστικές ή ακόμα και απτές. Για κάθε αίσθηση, υπάρχει και η αντίστοιχη παραίσθηση. Πρόκειται για «αισθήσεις φαντάσματα» – αντιλήψεις ερεθισμάτων ενώ υπάρχει απουσία πραγματικών εξωτερικών ερεθισμάτων.

Συχνά, όταν σκεφτόμαστε για παραισθήσεις, τις συσχετίζουμε με διαταραχές, όπως σχιζοφρένεια ή με νευρογνωστικές νόσους, όπως η άνοια. Σχετίζονται όμως και με τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, όπως το LSD και το DMT.

Όμως, οι παραισθήσεις δεν οφείλονται πάντα σε ψυχωσικές διαταραχές ή ψυχεδελικά φάρμακα. Ορισμένες φορές, εμφανίζονται φαινομενικά από το πουθενά. Τι εξηγεί λοιπόν τις παραισθήσεις, πόσο συχνές είναι και τι μπορούν να μας μάθουν για τον εαυτό μας;

Πιο συχνές απ’ όσο νομίζουμε

Έρευνα που δημοσιεύτηκε το 2019 στο British Journal of Psychiatry συμπεραίνει ότι οι παραισθήσεις είναι πολύ πιο συχνές απ’ όσο πίστευαν μέχρι πρόσφατα οι επιστήμονες. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν πληροφορίες για την ψυχική υγεία 7.403 ανθρώπων 16 ετών και άνω για 1 ολόκληρο χρόνο. Βρήκαν ότι οι οπτικές και ακουστικές παραισθήσεις ήταν το ίδιο συχνές σε συμμετέχοντες με οριακή προσωπικότητα και σε άτομα που δεν είχαν κάποια ψυχική διαταραχή.

Οι ερευνητές δήλωσαν πως οι παραισθήσεις είναι συχνότερες απ’ όσο συνειδητοποιούμε. Καθώς όμως είναι τρομακτικές εμπειρίες, λίγοι άνθρωποι μιλούν ανοιχτά γι’ αυτές. Η έρευνα αυτή είναι πολύτιμη επειδή μας δείχνει ότι όσοι έχουν παραισθήσεις δεν είναι μόνοι και ότι τα συμπτώματα αυτά δεν σχετίζονται αποκλειστικά και μόνο με κάποια ψυχική διαταραχή. Το ταμπού σπάει. Συμπληρωματικά, μια άλλη έρευνα που δημοσιεύτηκε το 2018 στο JAMA Otolaryngology — Head & Neck Surgery έδειξε ότι οι ακουστικές παραισθήσεις είναι το πιο συνηθισμένο είδος.
Εκπληκτικοί μηχανισμοί

Οι ερευνητές προσπαθούν εδώ και χρόνια να αντιληφθούν πληρέστερα τους βιολογικούς μηχανισμούς πίσω από τα διαφορετικά είδη παραισθήσεων. Το 2019, επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Oregon διεξήγαγαν μία έρευνα σε ποντίκια για να καταλάβουν πώς δημιουργούνται στον εγκέφαλο.

Τα αποτελέσματα ήταν εκπληκτικά. Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι τα ποντίκια που είχαν παραισθήσεις εμφάνιζαν λιγότερα σήματα ανάμεσα στους νευρώνες του οπτικού φλοιού, την περιοχή εκείνη που σχετίζεται με την ερμηνεία των οπτικών πληροφοριών. Παρά την αρχική έκπληξη, οι επιστήμονες δήλωσαν ότι είναι λογικό οι οπτικές παραισθήσεις να εμφανίζονται με αυτό τον τρόπο.

Για να κατανοήσουμε τι συμβαίνει στον κόσμο, χρειάζεται να έχουμε ισορροπία ανάμεσα στη λήψη πληροφοριών και στην ερμηνεία τους. Αν βάλουμε λιγότερο βάρος στο τι συμβαίνει γύρω μας και μετά υπερερμηνεύσουμε, αυτό θα μπορούσε να οδηγεί σε παραισθήσεις.
Τι μας διδάσκουν οι παραισθήσεις

Πολλές από τις παραισθήσεις που βιώνουμε είναι συνηθισμένα είδη. Για παράδειγμα, μια ασαφή αίσθηση ότι ακούσαμε το τηλέφωνο να χτυπά, ενώ τελικά κανείς δεν μας κάλεσε ή η αντίληψη μιας σκιάς πίσω μας ενώ κανείς δεν στέκεται εκεί.

Σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε το 2018 στο World Psychiatry, αναφέρεται ότι οι παραισθήσεις μπορεί να εμφανίζονται λόγω ενός εσφαλμένου συνδυασμού ανάμεσα στις προβλέψεις που κάνει ο εγκέφαλός μας για την αντιλαμβανόμενη πραγματικότητα και την αντικειμενική πραγματικότητα.

Άλλοι επιστήμονες σε άλλο άρθρο τους αναφέρουν πως όταν πλοηγούμαστε στον κόσμο, δεν λαμβάνουμε απλώς παθητικά αισθητηριακά ερεθίσματα μέσω των ματιών και των αυτιών μας. ουσιαστικά χτίζουμε ένα μοντέλο στο νου μας για το τι περιμένουμε να αντιληφθούμε. Όταν τελικά οι προσδοκίες μας δεν πραγματοποιούνται, αυτό ορισμένες φορές μεταφράζεται σε παραίσθηση.

Όμως σημασία έχει πώς ωφελούμαστε τελικά οι άνθρωποι από αυτές τις παραισθήσεις. Σε έρευνα του 2019 δημοσιευμένη στο Psychology and Psychotherapy: Theory, Research and Practice, οι επιστήμονες, αφού εξέτασαν άτομα με ψυχολογικά προβλήματα που βίωναν ακουστικές παραισθήσεις, συμπέραναν ότι ο τρόπος που αυτοί οι άνθρωποι αντιδρούσαν στις φωνές που πίστευαν ότι άκουγαν έκανε σημαντική διαφορά στο πώς αυτές τελικά υποβοηθούσαν ή εμπόδιζαν τα άτομα στην καθημερινότητά τους.

BERTRAND RUSSELL: Ο ΦΟΒΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΓΝΩΜΗΣ

Ελάχιστοι άνθρωποι μπορούν να είναι ευτυχισμένοι, αν γενικά ο τρόπος της ζωής τους κι οι αντιλήψεις τους για τον κόσμο δεν εγκρίνονται απ’ αυτούς, με τους οποίους βρίσκονται σε κοινωνικές σχέσεις και, ειδικότερα, από εκείνους που συναναστρέφονται. Μια ιδιομορφία των σύγχρονων κοινωνιών είναι, ότι χωρίζονται σε ομάδες ή στρώματα, που διαφέρουν αισθητικά μεταξύ τους σε ό,τι αφορά τα ήθη και τις πεποιθήσεις τους. Η ιδιομορφία αυτή που άρχισε με τη Μεταρρύθμιση ή, ίσως, θα μπορούσε κανείς να πει, με την Αναγέννηση, έχει γίνει σήμερα ακόμη πιο έκδηλη. Υπήρχαν τότε διαμαρτυρόμενοι και καθολικοί που δεν είχαν μόνο θεολογικές διαφορές μεταξύ τους, αλλά και πολλές άλλες, σε πιο πρακτικά ζητήματα. Υπήρχαν οι αριστοκράτες, στους οποίους επιτρέπονταν διαφόρων λογιών ενέργειες, που δε γίνονταν ανεκτές απ’ την αστική τάξη. Υπήρχαν έπειτα οι ελευθερόφρονες κι οι ελεύθεροι στοχαστές, που δεν αναγνώριζαν κανένα θρησκευτικό καθήκον.

Εξαιτίας των διάφορων αντιλήψεων, ένα άτομο με ορισμένες προτιμήσεις και πεποιθήσεις μπορεί να βρει τον εαυτό του αποδιοπομπαίο στην ορισμένη κοινωνική τάξη που ζει, ενώ, σε μια άλλη κοινωνική ομάδα θα γινόταν δεκτό σαν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Ένα μεγάλο μέρος απ’ τη δυστυχία, ιδιαίτερα των νέων, γεννιέται μ’ αυτό τον τρόπο. Ένας νέος ή μια νέα αποκτά, κατά κάποιο τρόπο, ιδέες που κυκλοφορούν γύρω τους, αλλά διαπιστώνει ξαφνικά, ότι οι ιδέες αυτές είναι αναθεματισμένες στο δικό του περιβάλλον. Κι οι νέοι εύκολα φαντάζονται, ότι το περιβάλλον που αυτοί γνωρίζουν, αντιπροσωπεύει ολόκληρο τον κόσμο. Δύσκολα μπορούν να πιστέψουν, ότι σ’ έναν άλλο τόπο, σε μιαν άλλη κοινωνική ομάδα, οι αντιλήψεις, που αυτοί δεν μπορούν να ομολογήσουν από φόβο μη θεωρηθούν τρομερά διεφθαρμένοι, θα γίνονταν δεκτές σαν συνηθισμένες κοινοτοπίες της εποχής. Έτσι, πολλοί απ’ αυτούς, αγνοώντας τον κόσμο, υποφέρουν από μια παράλογη και αδικαιολόγητη δυστυχία, που κρατάει κάποτε μονάχα όσο είναι νέοι, μα πολύ συχνά και σ’ όλη τους τη ζωή.

Η απομόνωση αυτή δεν είναι μόνο πηγή στενοχώριας και λύπης. Έχει σαν αποτέλεσμα και μεγάλη σπατάλη ενέργειας από μέρους τους, στην ανώμαλη προσπάθειά τους να διατηρήσουν την πνευματική τους ανεξαρτησία απ’ την τριγύρω εχθρότητα, και ενενήντα εννιά φορές στις εκατό δημιουργεί μια κάποια ατολμία για την παρακολούθηση των ιδεών τους ως τις λογικές τους συνέπειες.

Είναι λίγοι αυτοί που κλείνουν μέσα τους δύναμη. Για όλους σχεδόν τους ανθρώπους, είναι απαραίτητο ένα περιβάλλον, με κατανόηση, για να είναι ευτυχισμένοι. Για τους περισσότερους, βέβαια, το περιβάλλον, όπου τυχαίνει να ζουν, δείχνει κατανόηση, γιατί καθώς ποτίζονται με τις δικές του συνήθειες και προκαταλήψεις από μικροί, εύκολα και ενστικτωδώς προσαρμόζονται στις πεποιθήσεις, που επικρατούν σ’ αυτό. Για μια μεγάλη μειονότητα όμως, στην οποία ανήκουν όλοι όσοι έχουν κάποια πνευματική ή καλλιτεχνική αξία, ο τρόπος αυτός της προσαρμογής είναι αδύνατος. Ένα άτομο, ας πούμε, γεννημένο σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, βρίσκεται από τα πρώτα του βήματα περιτριγυρισμένο από εχθρότητα προς καθετί που του είναι απαραίτητο, για ν’ ανέβει πνευματικά. Αν αισθάνεται την επιθυμία να διαβάζει σοβαρά βιβλία, τ’ άλλα παιδιά τον περιφρονούν κι οι δάσκαλοι του λένε πως τέτοια βιβλία δεν τον ωφελούν. Αν ενδιαφέρεται για την τέχνη, οι συνομήλικοί του τον θεωρούν ονειροπαρμένο κι οι μεγαλύτεροί του τον χαρακτηρίζουν ανήθικο. Αν δείχνει την προτίμησή του σε μια ορισμένη σταδιοδρομία, αξιοπρεπή βέβαια, αλλά όχι συνηθισμένη στον κύκλο που ανήκει, του λένε πως σηκώνει ψηλά τη μύτη του κι ότι αυτό που ήταν αρκετά καλό για τον πατέρα του, πρέπει να είναι αρκετά καλό και για τον ίδιο. Αν δείξει διάθεση για να κριτικάρει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις ή τις πολιτικές αντιλήψεις των γονιών του, τότε είναι που τραβάει τα πιο μεγάλα βάσανα.

Για όλους αυτούς τους λόγους, η εφηβική ηλικία είναι για τους περισσότερους νέους με κάποια ιδιαίτερη αξία, μια περίοδος μεγάλης δυστυχίας. Για τους πιο απλοϊκούς τους συντρόφους, μπορεί να είναι περίοδος χαράς κι ευχαριστήσεων, αλλά για τους εαυτούς τους χρειάζονται κάτι το σοβαρότερο, κάτι που δεν μπορούν να το βρουν ούτε ανάμεσα στους συνομήλικούς τους, ούτε ανάμεσα στους μεγαλύτερούς τους, σ’ αυτή την κοινωνική ομάδα, που η τύχη τους θέλησε να γεννηθούν. Αν αυτοί οι νέοι παν σ’ ένα πανεπιστήμιο, ανακαλύπτουν συνήθως ομόφρονές τους και χαίρονται λίγα χρόνια μεγάλης ευτυχίας. Αν μάλιστα είναι τυχεροί, μπορεί, τελειώνοντας το πανεπιστήμιο, να πετύχουν καμιά δουλειά, που τους δίνει ακόμη τη δυνατότητα να κάνουν συντροφιά με ομόφρονές τους. ‘Ένας έξυπνος άνθρωπος, που ζει σε μια πόλη μεγάλη, όπως το Λονδίνο ή η Νέα Υόρκη, μπορεί γενικά να βρει μια ομάδα με την ίδια πνευματικότητα, μέσα στην οποία δεν είναι υποχρεωμένος να κάνει συμβιβασμούς ή να υποκρίνεται. Αν όμως η δουλειά του τον υποχρεώνει να ζει σε μια μικρότερη περιοχή, κι ακόμα περισσότερο αν χρειάζεται να διατηρήσει την εκτίμηση του κόσμου, που τον περιτριγυρίζει, όπως συμβαίνει μ’ ένα γιατρό ή μ’ ένα δικηγόρο, θα βρεθεί ίσως, σ’ όλη του τη ζωή, αναγκασμένος να κρύβει τις πραγματικές του προτιμήσεις και πεποιθήσεις απ’ τους περισσότερους ανθρώπους, που θα συναναστρέφεται καθημερινά. Αυτό είναι αληθινό ειδικότερα στην Αμερική, που είναι μια τόσο εκτεταμένη χώρα. Στις πιο απίθανες περιοχές, στο βορρά, στο νότο, σ’ ανατολή και δύση, βρίσκει κανείς άτομα κλεισμένα στον εαυτό τους, που ξέρουν απ’ τα βιβλία, ότι υπάρχουν τόποι όπου δε θα ένοιωθαν τόση μοναξιά, μα δεν έχουν την τύχη να ζουν σ’ αυτούς τούς τόπους και που πολύ σπάνια βρίσκουν την ευκαιρία μιας ευχάριστης φιλικής κουβέντας με κάποιον ομόφρονά τούς.

Για να μπορέσουν να φτάσουν την ευτυχία αυτή, πρέπει να βρεθεί τρόπος να περιορίσουν ή να ξεφύγουν απ’ την τυραννία της κοινής γνώμης. Πρέπει τα μέλη της πνευματικής αυτής μειονότητας να κατορθώσουν να γνωριστούν μεταξύ τους και να χαίρονται ο ένας τον άλλον τη συντροφιά. Σε αναρίθμητες περιπτώσεις, μια αδικαιολόγητη δειλία κάνει την κατάσταση χειρότερη απ’ όσο θα ‘πρεπε να είναι. Η κοινή γνώμη είναι πάντα πιο τυραννική απέναντι σ’ αυτούς που φανερά τη φοβούνται, παρά σ’ όσους αδιαφορούν γι’ αυτή. Ένας σκύλος γαβγίζει πιο δυνατά και δαγκώνει πιο πρόθυμα, όταν τον φοβούνται παρά όταν τον περιφρονούν· και το ανθρώπινο κοπάδι διατηρεί ακόμη κάτι απ’ το χαρακτηριστικό αυτό του σκύλου. Αν του δείξεις πως τον φοβάσαι, θα σε κυνηγήσει για καλά, ενώ αν του δείξεις αδιαφορία θ’ αρχίσει ν’ αμφιβάλλει για τη δύναμή του και θα σ’ αφήσει ήσυχο στο τέλος. Δε μιλώ, φυσικά, για την έσχατη περιφρόνηση κι αδιαφορία. Δε μιλώ για εξτρεμισμούς, αλλά για πολύ ήπια ξεγλιστρήματα απ’ τα «ειωθότα», όπως, είναι να αμελείς το ντύσιμό σου, να μην ανήκεις σε κάποιο θρησκευτικό δόγμα ή να μη διαβάζεις βιβλία που κινούν το γενικό ενδιαφέρον.

Στην εποχή μας, που η ψυχανάλυση έχει τόση πέραση, έχει επικρατήσει η συνήθεια, όταν ένας νέος βρίσκεται σε δυσαρμονία με το περιβάλλον του, να αποδίδουμε τη δυσαρμονία αυτή σε κάποια ψυχολογική διαταραχή. Όμως αυτή, κατά τη γνώμη μου, είναι μια αντίληψη απόλυτα σφαλερή. Υποθέστε λόγου χάριν, ότι ένας νεαρός έχει γονείς που χαρακτηρίζουν τη θεωρία της εξελίξεως για χυδαία και κακοήθη. Στην περίπτωση αυτή, δε χρειάζεται και πολλή εξυπνάδα εκ μέρους του για να τον κάνει να ‘ρθει σε σύγκρουση με τους γονείς του. Το να βρίσκεται κανείς σε δυσαρμονία με το περιβάλλον του, είναι φυσικά, μια ατυχία, αλλά όχι πάντα τόσο μεγάλη, ώστε να πρέπει να την αποφύγει με κάθε θυσία. Όταν το περιβάλλον αποδείχνεται ηλίθιο, γεμάτο προκαταλήψεις ή βάρβαρο, το να βρίσκεσαι σε αντίθεση μ’ αυτό, αποτελεί απόδειξη της δικής σου αξίας. Κι ως ένα βαθμό, τα παραπάνω χαρακτηριστικά υπάρχουν, λίγο-πολύ, σε κάθε περιβάλλον.

Ο Γαλιλέος και ο Κέπλερ είχαν «επικίνδυνες σκέψεις» (όπως τις χαρακτηρίζουν μερικοί) και τέτοιες σκέψεις έχουν κι οι πιο έξυπνοι άνθρωποι της εποχής μας. Δεν ωφελεί σε τέτοιες περιπτώσεις να είναι το κοινωνικό συναίσθημα τόσο ανεπτυγμένο, ώστε να κάνει τους τέτοιας ολκής ανθρώπους να φοβούνται την κοινωνική εχθρότητα που θα ξεσήκωνε η γνώμη τους. Θα ‘ταν προτιμότερο να βρισκόταν τρόπος να γίνει η έχθρα αυτή όσο μπορεί πιο ασήμαντη και ανώδυνη.

ΜΠ. ΡΑΣΣΕΛ, Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ

Διογένης ο Κυνικός: Ψάχνω για έναν τίμιο άνθρωπο

Κάποτε εμφανίστηκε μπροστά στον Αντισθένη ένας τραπεζίτης, παρακαλώντας τον να τον δεχθεί ως μαθητή του. Ο Αντισθένης, φυσικά, αρνήθηκε να διδάξει έναν τραπεζίτη. Ο τραπεζίτης επέμενε για πολύ καιρό. Ο Αντισθένης αποφάσισε να τον δεχθεί μόνον, όταν τον είδε να είναι ντυμένος με κουρέλια, να κοιμάται στο χώμα και στις λάσπες, και να περιπλανιέται ζητιανεύοντας μαζί με άλλους ζητιάνους. Τον πλησίασε, εκείνος ζητιάνεψε λίγη αρετή, κι ο Αντισθένης τον δέχθηκε. Ο ζητιάνος είχε το όνομα Διογένης.

Ο Διογένης, πριν γίνει Κυνικός φιλόσοφος ήταν τοκογλύφος κι έκανε τον παραχαράκτη. Από αυτό το κατάντημα και τον ξεπεσμό, ένοιωθε μίσος στους γύρω του και περιφρονούσε την κοινωνία και τους θεσμούς της. Ήταν με δυο λέξεις αρνητής και σαρκαστής των πάντων. Έλεγε, πως δεν ήθελε να είναι γιατρός της άρρωστης κοινωνίας, παρά ένας δαγκωνιάρης σκύλος. Ακόμα και το κύριo σύγγραμμά του το τιτλοφόρησε «Πάνθηρ».

Έμεινε γνωστός ως Διογένης ο Κυνικός.

Ο Διογένης (412-323 π.κ.ε.) ο Σινωπεύς, είχε παντού εχθρούς ή φίλους που διασκέδαζαν μαζί του εμπαίζοντάς τον, εξορίστηκε από την πατρίδα του, πουλήθηκε ως δούλος, κέρδισε την ελευθερία του, γνώρισε όλες τις πτυχές της ζωής αφού έγινε από τραπεζίτης μέχρι ζητιάνος και από φιλόσοφος μέχρι σκύλος (ζώντας σκυλίσια ζωή), στο τέλος κοιμόταν μέσα σε ένα μεγάλο πιθάρι. Δήλωνε ότι ήταν εναντίον του πολιτισμού, αφού «οι άνθρωποι είναι ζώα και τα ζώα δεν έχουν πολιτισμό, έχουν μόνο φυσικές ανάγκες, αλλά ας γίνουν τα ζώα πρώτα άνθρωποι κι έπειτα ας κάνουν και πολιτισμό, πράγμα δύσκολο, αφού μέχρι στιγμής δεν υπάρχει πουθενά, εκτός κι αν μιλάμε για χρήματα, για πόλεμο και για θεάματα».

Πολλοί γελούσαν μαζί του επειδή κοιμόταν στο πιθάρι του, κι εκείνος γελούσε μαζί τους επειδή δεν χωρούσαν στο πιθάρι γιατί ήταν χονδροί. «Η φιλοσοφία δεν έχει σπίτι», έλεγε, «γιατί είναι τόσο μεγάλη που δεν χωράει σε κανένα σπίτι και μπορεί να έχει σαν στέγη της μόνο τον ουρανό». Ήταν ο πρώτος που, μιλώντας για τον εαυτό του, χρησιμοποίησε τον όρο «Κοσμοπολίτης».

Ο Διογένης πήγε στο Κυνόσαργες και άκουσε τη διδασκαλία του Αντισθένη, δεν ακολούθησε όμως τον δάσκαλό του. Έχουμε μάλιστα μία μαρτυρία, που μας λέει, πως ο Διογένης έλεγε για τον Αντισθένη, πως είναι «μια τρομπέτα, που δεν άκουε τον εαυτό της» (Δίων Χρυσ., V, ΙΙΙ, 2) εννοώντας, πως ο δάσκαλός του άλλα δίδασκε και άλλα έκανε. Σαν ξεπεσμένος τοκογλύφος που ήταν, που δεν είχε πού την κεφαλήν κλίναι, δεν μπορούσε να μένει ευχαριστημένος με τα Αντισθενικά διδάγματα.

Ο Διογένης δεν είχε σπίτι, αρνιόταν οποιαδήποτε υποταγή στους νόμους και δεν αναγνώριζε καμία πατρίδα. Κάποιος είχε βάλει μια πινακίδα στην πόρτα του σπιτιού του που έγραφε «Μηδέν εισίτω κακόν» (κανένα κακό να μην εισέλθει στο σπίτι), κι όταν το είδε ο Διογένης του είπε «Ο ουν κύριος της οικίας που εισέλθη;» (Κι ο κύριος του σπιτιού από πού θα εισέλθει;).

Δεν άφηνε κανέναν ανόητο χωρίς να τον πειράξει. Έχοντας διαπιστώσει ότι ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα ζώο, ο Διογένης έκανε την ανάγκη του δημοσίως και έλεγε ότι απολύτως καμία σωματική ανάγκη δεν θα έπρεπε να θεωρείται ανήθικη ή πρόστυχη, αφού η φύση τη δημιουργεί.

Ο Διογένης, επίσης, αυνανιζόταν δημοσίως κατά προτίμηση στην αγορά. Ο Διογένης Λαέρτιος μας διηγείται ότι ο Διογένης ο Κυνικός κάποτε αυνανιζόταν στην αγορά κι όταν οι άλλοι τον κατέκριναν εκείνος είπε: «Είθε και την κοιλίαν ην παρατρίψαντα και μη πεινήν» (μακάρι να τρίβαμε έτσι και την κοιλιά μας και να μην πεινούσαμε ποτέ).

Μερικές φορές οι Αθηναίοι καλούσαν στα συμπόσια τον Διογένη για να γελάσουν, τον έβαζαν να κάθεται απόμερα σε μια γωνιά και του πετούσαν αποφάγια και κόκαλα σαν να ήταν σκύλος, και γι’ αυτό εκείνος έπειτα πήγαινε και τους κατουρούσε σαν σκύλος, ώσπου τελικά σταμάτησαν να τον καλούν.

Έλεγε ότι μπορούσε να κυβερνήσει εύκολα όχι μόνο οποιονδήποτε άνθρωπο αλλά και ένα έθνος ολόκληρο, αλλά δεν το έκανε γιατί δεν ήθελε σκοτούρες ή γιατί προτιμούσε να τεμπελιάζει.

Σε ένα από τα πολλά ταξίδια του τον έπιασαν οι πειρατές και τον πούλησαν για σκλάβο σε έναν πλούσιο Κορίνθιο, ο οποίος τον ρώτησε τι ήξερε να κάνει καλύτερα. Κι ο Διογένης αποκρίθηκε: «Να κυβερνώ τους ανθρώπους». Ο Κορίνθιος του εμπιστεύθηκε τα παιδιά του και έπειτα τον οίκο του και όλες του τις υποθέσεις. Τον αποκαλούσε «η μεγαλοφυία του σπιτιού μου».

Όταν ο Διογένης του είπε ότι ήταν εγωιστικό και ανήθικο να κρατά μια τόσο υπέρμετρη μεγαλοφυΐα μόνο για τον εαυτό του ενώ μπορούσε όλος ο κόσμος να ωφεληθεί από αυτήν, εκείνος του χάρισε την ελευθερία του.

Μια εποχή, ο Διογένης συνήθιζε να κυκλοφορεί μέρα-νύχτα κρατώντας ένα φανάρι, κι όταν τον ρωτούσαν γιατί το έκανε αυτό, έλεγε «ψάχνω για έναν τίμιο άνθρωπο», θεωρούσε ότι σχεδόν όλοι οι άνθρωποι δεν ήταν παρά όρθια ζώα κι ότι το πιο σπάνιο πράγμα στον κόσμο ήταν ένας αληθινά τίμιος άνθρωπος.

Έκανε συχνά τέτοια πράγματα, θα' λεγε κανείς ότι ήταν κάτι σαν διδακτικό σώου, ίσως για να μεταδώσει κάτι με νόημα. Πολλές φορές όταν ο κόσμος έφευγε από ένα θέαμα που είχε τελειώσει, τότε πήγαινε αυτός να μπει στον χώρο του θεάματος, κι όταν τον ρωτούσαν γιατί το έκανε αυτό, έλεγε «επειδή δεν υπάρχει τίποτε να δω, αλλά εγώ, σε αντίθεση με εσάς, το γνωρίζω».

Μερικές φορές καθόταν και ζητιάνευε από τα αγάλματα των θεών, με μεγάλη επιμονή. Όταν τον ρωτούσαν γιατί έκανε αυτό το τρελό πράγμα, έλεγε ότι «εκπαιδευόταν στην αποτυχία».

Στην Αθήνα ο Διογένης έδωσε μια πολύ μεγάλη ώθηση στον Αστεϊσμό. Χρησιμοποιούσε το λογοπαίγνιο ως «Κύνας» (σκυλί) «δαγκώνοντας τους φίλους για να τους διορθώσει» Καθόταν και διάβαζε όλες εκείνες τις αναθηματικές επιγραφές που απόθεταν οι πιστοί στους ναούς γιατί είχαν σωθεί χάρη σε κάποιον θεό, και έλεγε κουνώντας το κεφάλι: «Κι όμως, θα ήταν πολύ περισσότερες αν και εκείνοι που δεν είχαν σωθεί, είχαν κάνει αφιερώσεις».

Κάποτε, όπως αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος, συναντώντας μια γυναίκα που προσκυνούσε καταγής με ευλάβεια μια ιερή εικόνα, ο Διογένης της είπε: «Πρόσεξε, γιατί με τόσους θεούς που κυκλοφορούν, μπορεί να υπάρχει και κάποιος από πίσω σου και να του δείχνεις τα πισινά σου».

Ο Αριστοτέλης που, μεταξύ άλλων, είχε για δάσκαλό του και τον Διογένη, παρότρυνε τον μαθητή του Αλέξανδρο τον Μακεδόνα να επισκεφθεί τον Κυνικό σοφό. Έτσι, κάποτε ο βασιλιάς Αλέξανδρος παρουσιάστηκε μπροστά στον Διογένη, ο οποίος ήταν ξαπλωμένος στο έδαφος και λιαζόταν ευχαριστημένος. Ο Αλέξανδρος τον ρώτησε τι θα ήθελε να του δώσει. Ο Διογένης του έδωσε τη θρυλική απάντηση: «Κάνε πιο πέρα γιατί μου κρύβεις τον ήλιο. Μη μου στερείς αυτό που δεν μπορείς να μου δώσεις.» Ο Αλέξανδρος είπε πως, αν δεν ήταν ο Αλέξανδρος, θα ήθελε να είναι ο Διογένης. Λέγεται ότι πέθαναν την ίδια μέρα, ο ένας βασιλιάς και φτωχός, ο άλλος ζητιάνος και πλούσιος.

Επίσης δεν αναγνώριζε τους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς, καθώς και τον θεσμό του γάμου. Τους αρχηγούς του δήμου τους αποκαλούσε «όχλου διακόνους». Πίστευε πως η πολιτεία δεν χρειάζεται, ούτε και η οικογένεια. Οι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, θα παντρεύονται, χωρίς να εξαναγκάζονται να ζουν κάτω από ορισμένες βιοτικές συνθήκες. Τα παιδιά που θα γεννιούνται από τους τέτοιους ελεύθερους γάμους, θα ανατρέφονται από το κοινό και δε θα ξέρουν ποιοι είναι οι γονείς τους. Έτσι θα πραγματοποιηθεί η αδελφοσύνη και η ισότητα (Διογ. Λαέρτ., VI, 80).

Ακόμα, δεν έδινε καμιά σημασία στην αντίθεση του δουλικού και ελεύθερου βίου. Μια που γι’ αυτόν η πολιτειακή οργάνωση ήταν ένας αντιφυσικός θεσμός, τη δουλεία δεν την αναγνώριζε ως νόμιμη κατάσταση, αφού μάλιστα αρνείτο και το θεσμό της ιδιοκτησίας. Φυσικά, έχοντας τέτοιες αντιλήψεις, ούτε για τη δουλειά ενδιαφέρονταν, ούτε δίδασκε τον μόχθο, όπως ο Αντισθένης.

Σε κάποιον που τον κατηγορούσε ότι πήγαινε και χωνόταν σε μέρη ακάθαρτα, ο Διογένης απάντησε: «Και ο ήλιος μπαίνει στα αποχωρητήρια αλλά δεν λερώνεται».

Να αγαπάς τον εαυτό σου και να μην τον θυσιάζεις

Να αγαπάς τον εαυτό σου…

Να τον αγαπάς τον εαυτό σου και να τον φροντίζεις γιατί μόνο αυτόν έχεις.

Αυτός σε κάνει χαρούμενο, αυτός σε ρίχνει και σε ανεβάζει. Και μην τον υποτιμάς για τις στιγμές που φάνηκες αδύναμος. Μόνο εσένα έχεις. Και στα εύκολα και στα δύσκολα.

Σε εκείνες τις στιγμές που κανένα χέρι δεν μοιάζει ιδανικό να σε ζεστάνει και κάθε αγκαλιά μοιάζει ξένη, αδιάφορη. Μην τον στενοχωρείς τον εαυτό σου, πρόσφερε όλα όσα του αξίζουν. Και μην κολλάς σε άτομα που για κάποιο λόγο δεν είναι στη ζωή σου. Μην περιμένεις πως όλα θα αλλάξουν και θα έρθουν συγνώμες στα πόδια σου. Κανείς δεν σώθηκε από μια συγνώμη, μια λέξη που έχουν βαλθεί να σπιλώνουν την αξία της.

Να τον αγαπάς τον εαυτό σου και να τον προστατεύεις.

Μάθε να του αφιερώνεις χρόνο, να μένετε και λίγο μόνοι. Κουράζει το πλήθος, ο συνωστισμός στη ζωή σου. Να μάθεις να αναπνέεις, χωρίς να χρειάζεσαι οξυγόνο από άλλους. Μην ζεις παθητικά, παρασιτικά ούτε εις βάρος άλλων.

Και αν κάτι σου στράβωσε, θα είχε τους λόγους του. Κλείσε το μάτι και ρίξε ένα χαμόγελο.

Να ζεις για σένα, για τις όμορφες μέρες που θα έρθουν και για εκείνα τα χαμόγελα που τόσο αγαπάς στους άλλους. Να αναζητάς την αλήθεια, ναι! Και να ψάχνεις το φως στους άλλους. Να νιώθεις ελεύθερος και να ξεδιπλώνεις κομμάτια του εαυτού σου εν καιρώ, βήμα-βήμα, σελίδα- σελίδα.

Να αγαπάς αυτό που είσαι, έτσι όπως είσαι και έτσι θα μάθουν να σ ’αγαπούν και οι άλλοι.

Και αυτοί που αξίζουν θα είναι συνοδοιπόροι, φίλοι, σύντροφοι στη ζωή σου. Θα μείνουν δίπλα σου, θα σου κρατούν το χέρι στα πιο όμορφα, στα πιο ευφάνταστα γεγονότα της ζωής σου. Θα γελούν μαζί σου, γιατί δεν θα μπορούν να κάνουν και αλλιώς. Και όταν θα πέφτεις, θα σου χαμογελούν και θα σου ξαναχαμογελούν μέχρι να νιώσεις πως στην καταιγίδα σου, δεν είσαι μόνος, είναι δίπλα σου.

Αυτοί που σε ξεχώρισαν, σε έμαθαν, σε χάιδεψαν τρυφερά, σου έδωσαν όσα χρειάστηκες, χωρίς να ζητήσεις. Αυτοί που σ’ αγάπησαν στις μαύρες και τις όμορφες μέρες σου, είναι αυτοί που επέλεξαν να είναι δίπλα σου, γιατί τους χάρισες και εσύ ένα κομμάτι ζωή. Έγινες ένα ξεχωριστό χρώμα στην παλέτα της ζωής τους. Έμεινες στην καθημερινότητα τους και μοιράστηκες ενδόμυχα λόγια. Λόγια που σας ένωσαν, βρήκατε κάτι κοινό και χτίσατε πάνω σε αυτό. Μια φιλία, έναν έρωτα, ένα αγνό συναίσθημα.

Να τον αγαπάς τον εαυτό σου και να μην τον χάνεις.

Προσπάθησε να μην ξοδεύεσαι, να μην αναλώνεσαι και όταν δίνεσαι πάντα να κρατάς κάτι για σένα. Το «πολύ» κουράζει, εξαντλεί, φοβίζει. Μοιράζει πνιγμένες ανασφάλειες, κρυμμένους φόβους, λόγια που ψάχνουν να ακουστούν από χείλη που ποτέ δεν τόλμησαν. Άνοιξε την ψυχή σου εκεί που ξέρεις πως δεν θα χαθείς. Κι αν κάνεις πως χάνεσαι, πιάσου από σένα. Τον εαυτό σου να τον έχεις ψηλά, να τον αγαπάς και να μην τον πληγώνεις.

Και μην ξεχνάς...

Οι άνθρωποι που αξίζει να βρίσκονται στη ζωή μας, είναι εκείνοι που μας αποδεικνύουν ότι μας χρειάζονται και εκείνοι στη δική τους ζωή.

Βρέθηκε άγνωστο είδος ανθρώπου - Η σκοτεινή ιστορία των εξαφανισμένων φυλών

Υπάρχει μια πραγματικότητα σε ότι αφορά την εξέλιξη του Ανθρώπου και από που προήλθε: Ακόμα δεν γνωρίζουμε τίποτα.

Ούτε πόσα είδη ανθρώπων υπήρξαν ούτε γιατί πολλά από αυτά εξαφανίστηκαν ή «ενσωματαώθηκαν» στο σημερινό είδος. Υπάρχουν τελικά, ολόκληρες εξαφανισμένς ανθρώπινες φυλές.

Από την στιγμή που δεν υπάρχουν ιστορικές, γραπτές καταγραφές, το τι πραγματικά έγινε σε εκείνα τα χρόνια θα είναι πάντα υποθετικό.

Ανθρώπινες φυλές εξαφανίστηκαν λόγω, συγκρούσεων με άλλες φυλές; Λόγω ασθένειας; Λόγω αποτυχίας εξέλιξης; Λόγω απίθανων παραγόντων (υπάρχει μια θεωρία ότι... εξωγήινα υπερ-όντα έχουν βάλει το «χεράκι» τους στο ανθρώπινο DNA διότι αναζητούσαν εργάτες);

Το 1976 σε ένα υπόγειο σπήλαιο στα όρη Αταπουέρκα της βόρειας Ισπανίας εντοπίστηκαν ανθρώπινα απολιθώματα δεκάδων χιλιάδων ετών.

Τα επόμενα χρόνια οι ανασκαφές εκεί έφεραν στο φως περίπου επτά χιλιάδες απολιθώματα ανθρώπων που ζούσαν πριν από δεκάδες χιλιάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες έτη.

Η επιστημονική κοινότητα έχει βαφτίσει το σπήλαιο «Η χαράδρα των οστών» (Sima de los Huesos) και η τελευταία έρευνα που έγινε εκεί αποκάλυψε 17 κρανία τα οποία σύμφωνα με τις πρώτες μελέτες ανήκουν σε ένα άγνωστο μέχρι σήμερα είδος παλαιοανθρώπων το οποίο έζησε στην Ευρώπη και αποτελεί μάλιστα πρόγονο των Νεάντερταλ. Η ανακάλυψη ρίχνει νέο φως στην εξέλιξη όχι μόνο των Νεάντερταλ αλλά και του ανθρώπινου γένους γενικότερα.

Τι γνωρίζουμε ή καλύτερα τι λέμε ότι γνωρίζουμε

Η κρατούσα θεωρία αναφέρει ότι ο σύγχρονος άνθρωπος (Homo sapiens) είναι το μόνο εν ζωή είδος του γένους Homo, στο οποίο ανήκουν οι άνθρωποι.

Τα πρώτα είδη Homo πιστεύεται ότι έκαναν την εμφάνιση τους στην Αφρική πριν από περίπου δύο εκατομμύρια έτη. Πριν από περίπου 500-400 χιλιάδες έτη κάποια αρχαϊκά ανθρώπων θεωρείται ότι διαχωρίστηκαν από άλλα είδη ανθρωπιδών που ζούσαν την ίδια περίοδο στην Αφρική και τις ανατολικές περιοχές της Ασίας.

Αυτά τα αρχαϊκά είδη ανθρώπων εγκαταστάθηκαν τελικά σε περιοχές της Ευρασίας. Η εξέλιξή τους οδήγησε στην εμφάνιση των Νεάντερταλ, οι οποίοι εξαπλώθηκαν στην Ευρώπη και την Ασία πριν από περίπου 350 χιλιάδες έτη και εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς πριν από περίπου 40 χιλιάδες έτη.

Ο σύγχρονος άνθρωπος έκανε την εμφάνιση του πριν από 200-100 χιλιάδες έτη στην Αφρική και γρήγορα μετανάστευσε σε Ευρώπη και Ασία. Οι Νεάντερταλ θεωρούνται οι κοντινότεροι συγγενείς του. Εχει διαπιστωθεί ότι υπήρξε πρόσμιξη σύγχρονων ανθρώπων και Νεάντερταλ και αν και έχουν αναπτυχθεί διάφορες θεωρίες σχετικά με την εξαφάνιση των τελευταίων πολλοί ειδικοί πιστεύουν ότι τελικά ο σύγχρονος άνθρωπος εξώθησε σε εξαφάνιση τους Νεάντερταλ.

Για πολλά χρόνια η εικόνα που υπήρχε για τους Νεάντερταλ ήταν ότι επρόκειτο για ιδιαίτερα σωματώδη άτομα αλλά με περιορισμένες νοητικές ικανότητες. Τα τελευταία χρόνια σειρά ευρημάτων έχουν ανατρέψει αυτή την εικόνα αφού φαίνεται ότι οι Νέαντερταλ ήταν πολύ πιο έξυπνοι και ικανοί από όσο πιστεύαμε.

Ο άγνωστος πρόγονος

Ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή παλαιοανθρωπολογίας Χουάν- Λουίς Αρσουάγκα του Πανεπιστημίου Κομπλουτένσε της Μαδρίτης πραγματοποίησαν νέες ανασκαφές στη Χαράδρα των Οστών. Ανακάλυψαν 17 κρανία και πολυάριθμα οστά από 28 σκελετούς. Σύμφωνα με τους ερευνητές τα κρανία αυτά ανήκουν σε έναν «χαμένο κρίκο» μεταξύ των Νεάντερταλ και ενός πιο πρωτόγονου είδους το οποίο προηγήθηκε και μένει τώρα να προσδιοριστεί.

Οι ερευνητές εκτιμούν ότι αυτό το αρχαιότερο προγονικό είδος ζούσε στην Ευρώπη πριν από ένα εκατομμύρια χρόνια και θα έπρεπε να ονομαστεί Homo antecessor. Πιθανώς από αυτό το άγνωστο είδος ξεπήδησαν πριν από περίπου 500.000 χρόνια τόσο οι Νεάντερταλ, όσο και ο σύγχρονος άνθρωπος.

Οι συγκρούσεις

Η μελέτη των απολιθωμάτων αποκαλύπτει συνεχείς μάχες επιβίωσης και εξουσίας ανάμεσα σε διαφορετικά «βασίλεια» και φυλές, γεγονός που, μεταξύ άλλων, φαίνεται ότι είχε ως συνέπεια ορισμένοι πρόγονοι των Νεάντερταλ να εξελίξουν ορισμένα χρήσιμα χαρακτηριστικά του προσώπου τους πιο γρήγορα από άλλους.

«Ένα σενάριο όπως αυτό της σειράς “Games of Thrones” πιθανότατα περιγράφει την εξέλιξη των ανθρωπιδών στην Ευρασία και την Αφρική κατά το Μέσο Πλειστόκαινο. Όπως και στη διάσημη σειρά, ποτέ δεν υπήρξε ένα ενωμένο και ενιαίο ευρωπαϊκό “βασίλειο” εκείνη την εποχή, αλλά ένας αριθμός “οίκων” που ζούσαν σε διαφορετικές περιοχές και συχνά ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για τη γη. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η ανθρώπινη εξέλιξη δεν ήταν μια βαθμιαία και αργή διαδικασία όλου του πληθυσμού με τον ίδιο ρυθμό σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο» αναφέρει ο Αρσουάγκα.

Τα χαρακτηριστικά

Η ανάλυση των κρανίων δείχνει ότι τα μεγάλα σαγόνια με τα γερά δόντια ήταν το πρώτο χαρακτηριστικό που ξεχώρισε σε αυτούς τους προ- Νεάντερταλ, καθώς τα χρησιμοποιούσαν ως εργαλείο ή «τρίτο χέρι» όπως αναφέρουν οι ερευνητές. Τα κρανία τους όμως ήσαν μικρά, καθώς δεν είχαν αναπτυχθεί ακόμη τα ογκώδη κρανία των κατοπινών Νεάντερταλ.

Τα κρανία ανήκουν σχεδόν όλα σε νεαρά άτομα και ανακύπτει το ερώτημα του πώς αυτά πέθαναν αφού δεν φαίνεται η αιτία να ήταν κάποια φυσική ή γεωλογική καταστροφή όπως και του γιατί βρέθηκαν όλα μαζί στον πάτο του σπηλαίου. Οι επιστήμονες αναζητούν τώρα να βρουν έναν τρόπο ώστε να τους κατατάξουν στο ανθρώπινο γενεαλογικό δέντρο. H ανακάλυψη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Science».

Η ανθρώπινη Ιστορία των χρόνων της «αυγής» της Ανθρωπότητας έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον ακριβώς γιατί κυριολεκτικά δεν ξέρουμε τι απέγιναν οι παλιές φυλές.

H. Arendt: Αλήθεια και πολιτική

Χάνα Άρεντ: 1906-1975

Η εξουσία των διαχωρισμών

§1

Η Άρεντ, αυτή η προικισμένη μαθήτρια του Heidegger, ανήκει στην κατηγορία των διανοητών που πρεσβεύουν πως η σύγχρονη κοινωνία έχει χάσει την πρακτική της δύναμη, γιατί στερείται τη δυνατότητα του θεωρείν και του πράττειν, έτσι όπως αυτή η δυνατότητα ενυπάρχει στο πνεύμα της ελληνικής ή κλασικής παράδοσης: δηλ. ως δυνατότητα αρμονικής συνύπαρξης πολιτικής πράξης (Vita activa) και θεωρητικής σκέψης (Vita contemplative). Μια τέτοια αρμονική συνύπαρξη καθιδρύει στον άμεσο βίο των ανθρώπων μια θαυμαστή ισορροπία δημόσιου και ιδιωτικού συμφέροντος και αποτρέπει την εξουσία του διαχωρισμού. Αποτρέπει δηλαδή, από τη μια πλευρά, τη θεωρία να εργάζεται για τη δική της εξουσία και, μέσω των τραπεζορητόρων της πολιτικής εξουσίας, να επιβάλλεται ως προπαγανδιστική ιδεολογία. Όταν συμβαίνει αυτό, ο άνθρωπος που κερδίζει το ψωμί του με τον ιδρώτα του προσώπου του, εμποδίζεται να ανυψωθεί σε πνευματικό ον, ώστε να κατανοεί την κατάστασή του και να νοηματοδοτεί τις πράξεις του. Απλώς προστίθεται στη στρατιά των δουλοπάροικων της μαζικής κοινωνίας. Από την άλλη πλευρά, αποτρέπει την εκάστοτε ανορθολογική πολιτική από την επιθυμία να υψώνει τη δική της εξουσία σε αρχή του κόσμου και να εγκλωβίζει τους ανθρώπους στις συμπληγάδες ενός ισοπεδωτικού πρακτικισμού. Έτσι αποκαλύπτει και την επικινδυνότητα εφαρμογής μιας τέτοιας πολιτικής. Υπ’ αυτό το πνεύμα κατανοείται πιο ευκρινώς και ο ρόλος σεσημασμένων προπαγανδιστών της χρεωκοπημένης –όσο και ανάλγητης– πολιτικής εξουσίας της σημερινής Ελλάδας: αυτοί οι σεσημασμένοι κυκλοφορούν βιβλία-συνεντεύξεις ενάντια, υποτίθεται, στην κυριαρχούσα λογική της παράνοιας, αλλά στην πράξη προσβλέπουν στο να επιβάλλουν, με τη συναίνεση ή τη συνενοχή των πολιτών, αυτή την παράνοια –πολιτική, οικονομική, ιδεολογική– ως τη μόνη διέξοδο. Θεωρία και πράξη εδώ γίνονται οι άγρυπνοι φρουροί της απόγνωσης των ανθρώπων.

§2

Η επικράτηση της εξουσίας των διαχωρισμών έχει ως άμεση συνέπεια τη μεταποίηση της προσδοκώμενης κοινωνίας των ελεύθερων πολιτών σε μια ολοκληρωτική κοινωνία των ιδιωτών. Η τελευταία τούτη είναι μια αλυσοδεμένη κοινωνία, όσο κι αν οι πολιτικοί της «εκπρόσωποι» την εκθειάζουν ως την πιο δημοκρατική. Ο πολίτης υπάρχει μόνο ως ιδιώτης με μοναδική μέριμνα την ατομική «βίωση» με τον τρόπο της επιβίωσης: πρόκειται για μια κατάσταση, όπου ο καθένας κυνηγά τα ποικίλου είδους αποκτήματα, τις πρόχειρες απολαύσεις και εν τέλει την εφήμερη ηδονή. Προφανώς, εφαρμοστικό παράδειγμα αυτού του ηδονιστικού τρόπου ζωής αποτελεί πρωτίστως το πολιτικό προσωπικό. Η ιδιώτευση του πολίτη αποτελεί σαφή υποβιβασμό της ζωής σε ένα σχήμα μόχθου, το οποίο επιζητεί τη θεραπεία του στην προαναφερθείσα ηδονική κατάσταση. Η κατάσταση τούτη δεν έχει τίποτα το κοινό με την πραγματική ευδαιμονία του ανθρώπου· απεναντίας βεβαιώνει μια καταναλωτική δραστηριότητα του κατακερματισμένου ατόμου, η οποία προορίζεται να εξορίζει τις πραγματικές του δυνατότητες. Τότε συμβαίνει να ανάγει ο καθένας σε θρησκεία του, σε σκοπό ζωής, τις ιδιωτικές του βλέψεις, προκειμένου ανάλογα: ή να καλύπτει τις υλικές του ανάγκες ή να συσσωρεύει κεφάλαιο. Αντιστοίχως και η είσοδος στην πολιτική συνδέεται με την υπηρέτηση του ιδιωτικού συμφέροντος. Καθώς κυριαρχεί ο υπέρτατος «νόμος» του ιδιωτικού συμφέροντος, για τον ωφελιμιστή πολιτικό προέχει το ατομικό του συμφέρον. Έτσι το γενικό τοπίο του πολιτικού και της πολιτικής αντιστοίχως είναι ένας κόσμος του ψεύδους και του ολέθρου: καθώς ο πολιτικός δεν είναι σε θέση να καλλιεργεί στοιχειωδώς την αίσθηση του καλού και του ωραίου, ψεύδεται ασύστολα και με μια απίστευτη ανυπαρξία λογισμού απεργάζεται την καταστροφή. Όταν μέσα σ’ αυτόν τον συσσωρευμένο σωρό ψευδών βρεθεί κάποιος να υψώσει φωνή αληθείας, ήδη έχει κάνει ένα πρώτο βήμα για την αλλαγή του κόσμου. Μια τέτοια φωνή αντλεί το νόημά της από την ενδημία της μέσα στο θεωρείν, από τη θητεία της μέσα στην στοχαστική πράξη. Εάν αυτή η φωνή εγκατασταθεί μέσα στην καθεύδουσα μαζική κοινωνία, τότε η τελευταία θα πάψει να επιθυμεί συνεχώς τον ύπνο της.  

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (341d-342e)

[341d] Οὐδὲν οἶμαι τοῦτο ὑπολογιστέον, ὅτι πλεῖ ἐν τῇ νηί, οὐδ᾽ ἐστὶν κλητέος ναύτης· οὐ γὰρ κατὰ τὸ πλεῖν κυβερνήτης καλεῖται, ἀλλὰ κατὰ τὴν τέχνην καὶ τὴν τῶν ναυτῶν ἀρχήν.
Ἀληθῆ, ἔφη.
Οὐκοῦν ἑκάστῳ τούτων ἔστιν τι συμφέρον;
Πάνυ γε.
Οὐ καὶ ἡ τέχνη, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐπὶ τούτῳ πέφυκεν, ἐπὶ τῷ τὸ συμφέρον ἑκάστῳ ζητεῖν τε καὶ ἐκπορίζειν;
Ἐπὶ τούτῳ, ἔφη.
Ἆρ᾽ οὖν καὶ ἑκάστῃ τῶν τεχνῶν ἔστιν τι συμφέρον ἄλλο ἢ ὅτι μάλιστα τελέαν εἶναι;
[341e] Πῶς τοῦτο ἐρωτᾷς;
Ὥσπερ, ἔφην ἐγώ, εἴ με ἔροιο εἰ ἐξαρκεῖ σώματι εἶναι σώματι ἢ προσδεῖταί τινος, εἴποιμ᾽ ἂν ὅτι «Παντάπασι μὲν οὖν προσδεῖται. διὰ ταῦτα καὶ ἡ τέχνη ἐστὶν ἡ ἰατρικὴ νῦν ηὑρημένη, ὅτι σῶμά ἐστιν πονηρὸν καὶ οὐκ ἐξαρκεῖ αὐτῷ τοιούτῳ εἶναι. τούτῳ οὖν ὅπως ἐκπορίζῃ τὰ συμφέροντα, ἐπὶ τούτῳ παρεσκευάσθη ἡ τέχνη.» ἦ ὀρθῶς σοι δοκῶ, ἔφην, ἂν εἰπεῖν οὕτω λέγων, ἢ οὔ;
Ὀρθῶς, ἔφη.
[342a] Τί δὲ δή; αὐτὴ ἡ ἰατρική ἐστιν πονηρά, ἢ ἄλλη τις τέχνη ἔσθ᾽ ὅτι προσδεῖταί τινος ἀρετῆς —ὥσπερ ὀφθαλμοὶ ὄψεως καὶ ὦτα ἀκοῆς καὶ διὰ ταῦτα ἐπ᾽ αὐτοῖς δεῖ τινος τέχνης τῆς τὸ συμφέρον εἰς αὐτὰ ταῦτα σκεψομένης τε καὶ ἐκποριούσης— ἆρα καὶ ἐν αὐτῇ τῇ τέχνῃ ἔνι τις πονηρία, καὶ δεῖ ἑκάστῃ τέχνῃ ἄλλης τέχνης ἥτις αὐτῇ τὸ συμφέρον σκέψεται, καὶ τῇ σκοπουμένῃ ἑτέρας αὖ τοιαύτης, καὶ τοῦτ᾽ ἔστιν ἀπέραντον; [342b] ἢ αὐτὴ αὑτῇ τὸ συμφέρον σκέψεται; ἢ οὔτε αὑτῆς οὔτε ἄλλης προσδεῖται ἐπὶ τὴν αὑτῆς πονηρίαν τὸ συμφέρον σκοπεῖν· οὔτε γὰρ πονηρία οὔτε ἁμαρτία οὐδεμία οὐδεμιᾷ τέχνῃ πάρεστιν, οὐδὲ προσήκει τέχνῃ ἄλλῳ τὸ συμφέρον ζητεῖν ἢ ἐκείνῳ οὗ τέχνη ἐστίν, αὐτὴ δὲ ἀβλαβὴς καὶ ἀκέραιός ἐστιν ὀρθὴ οὖσα, ἕωσπερ ἂν ᾖ ἑκάστη ἀκριβὴς ὅλη ἥπερ ἐστίν; καὶ σκόπει ἐκείνῳ τῷ ἀκριβεῖ λόγῳ· οὕτως ἢ ἄλλως ἔχει;
Οὕτως, ἔφη, φαίνεται.
[342c] Οὐκ ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἰατρικὴ ἰατρικῇ τὸ συμφέρον σκοπεῖ ἀλλὰ σώματι.
Ναί, ἔφη.
Οὐδὲ ἱππικὴ ἱππικῇ ἀλλ᾽ ἵπποις· οὐδὲ ἄλλη τέχνη οὐδεμία ἑαυτῇ —οὐδὲ γὰρ προσδεῖται— ἀλλ᾽ ἐκείνῳ οὗ τέχνη ἐστίν.
Φαίνεται, ἔφη, οὕτως.
Ἀλλὰ μήν, ὦ Θρασύμαχε, ἄρχουσί γε αἱ τέχναι καὶ κρατοῦσιν ἐκείνου οὗπέρ εἰσιν τέχναι.
Συνεχώρησεν ἐνταῦθα καὶ μάλα μόγις.
Οὐκ ἄρα ἐπιστήμη γε οὐδεμία τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον σκοπεῖ οὐδ᾽ ἐπιτάττει, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἥττονός τε καὶ ἀρχομένου [342d] ὑπὸ ἑαυτῆς.
Συνωμολόγησε μὲν καὶ ταῦτα τελευτῶν, ἐπεχείρει δὲ περὶ αὐτὰ μάχεσθαι· ἐπειδὴ δὲ ὡμολόγησεν, Ἄλλο τι οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὐδὲ ἰατρὸς οὐδείς, καθ᾽ ὅσον ἰατρός, τὸ τῷ ἰατρῷ συμφέρον σκοπεῖ οὐδ᾽ ἐπιτάττει, ἀλλὰ τὸ τῷ κάμνοντι; ὡμολόγηται γὰρ ὁ ἀκριβὴς ἰατρὸς σωμάτων εἶναι ἄρχων ἀλλ᾽ οὐ χρηματιστής. ἢ οὐχ ὡμολόγηται;
Συνέφη.
Οὐκοῦν καὶ ὁ κυβερνήτης ὁ ἀκριβὴς ναυτῶν εἶναι ἄρχων ἀλλ᾽ οὐ ναύτης;
[342e] Ὡμολόγηται.
Οὐκ ἄρα ὅ γε τοιοῦτος κυβερνήτης τε καὶ ἄρχων τὸ τῷ κυβερνήτῃ συμφέρον σκέψεταί τε καὶ προστάξει, ἀλλὰ τὸ τῷ ναύτῃ τε καὶ ἀρχομένῳ.
Συνέφησε μόγις.
Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Θρασύμαχε, οὐδὲ ἄλλος οὐδεὶς ἐν οὐδεμιᾷ ἀρχῇ, καθ᾽ ὅσον ἄρχων ἐστίν, τὸ αὑτῷ συμφέρον σκοπεῖ οὐδ᾽ ἐπιτάττει, ἀλλὰ τὸ τῷ ἀρχομένῳ καὶ ᾧ ἂν αὐτὸς δημιουργῇ, καὶ πρὸς ἐκεῖνο βλέπων καὶ τὸ ἐκείνῳ συμφέρον καὶ πρέπον, καὶ λέγει ἃ λέγει καὶ ποιεῖ ἃ ποιεῖ ἅπαντα.

***
[341d] Ούτε πρέπει, νομίζω, να λάβομε υπόψη πως ταξιδεύει μέσα στο ίδιο πλοίο και πρέπει γι᾽ αυτό να ονομαστεί ναύτης· επειδή κυβερνήτης ονομάζεται όχι γιατί ταξιδεύει, αλλά από την τέχνη του κι από την εξουσία που έχει επάνω στους ναύτες.
Είναι αλήθεια.
Και δεν υπάρχει για τον καθένα απ᾽ αυτούς κάτι που να του είναι συμφέρον;
Υπάρχει βέβαια.
Και ο σκοπός της τέχνης του καθενός δεν είναι αυτός: να ζητά και να παρέχει στον καθένα αυτό το συμφέρον του;
Μάλιστα αυτός είναι.
Και μήπως άραγε άλλο τίποτε είναι το συμφέρον κάθε τέχνης, παρά να ζητά να γίνεται όσο μπορεί πιο τέλεια;
[341e] Τί εννοείς μ᾽ αυτή σου την ερώτηση;
Νά, όπως, παραδείγματος χάριν, αν μ᾽ ερωτούσες: είναι αρκετό στο σώμα να είναι σώμα ή έχει ανάγκη κι από κάποιο άλλο πράγμα, θα σου απαντούσα ότι και παραέχει μάλιστα· και γι᾽ αυτό ακριβώς βρέθηκε η ιατρική τέχνη, γιατί το σώμα καμιά φορά αρρωσταίνει και δεν τη σηκώνει αυτή την κατάσταση· για να του παρέχει λοιπόν εκείνα που του συμφέρουν, βρέθηκε γι᾽ αυτό το σκοπό η τέχνη αυτή. Θα ᾽χα λοιπόν δίκιο να σου απαντούσα έτσι, ή όχι;
Θα είχες.
[342a] Τώρα σε ρωτώ· αυτή η ιατρική, ή όποια άλλη τέχνη, είναι αφ᾽ εαυτού της ελαττωματική και έχει ανάγκη από κανένα άλλο πράγμα ή από καμιάν άλλη ιδιότητα, καθώς τα μάτια έχουν ανάγκη από την όραση και τ᾽ αυτιά από την ακοή, και γι᾽ αυτό χρειάζονται κάποιαν άλλη τέχνη που να εξετάζει τί είναι εκείνο που τους χρειάζεται και να τους το παρέχει; Έχει λοιπόν κι αυτή η τέχνη κάποια έλλειψη και χρειάζεται κάθε τέχνη μιαν άλλη, που να εξετάζει το συμφέρον της, και πάλι αυτή η τελευταία κάποιαν άλλη τέτοια, κι έτσι δίχως τελειωμό; [342b] Ή αυτή η ίδια θα είναι αρκετή να φροντίζει για το δικό της συμφέρον; Ή ούτε του εαυτού της ούτε κανενός άλλου δεν έχει ανάγκη για να φροντίζει τί της συμφέρει στις ελλείψεις της, επειδή δεν υπάρχει καμιά έλλειψη ούτε ελάττωμα σε καμιά τέχνη, και ούτε ταιριάζει στην τέχνη να ζητά το συμφέρον κανενός άλλου πράγματος, παρά μόνον εκείνου που του είναι τέχνη, και η ίδια μένει πάντα αβλαβής, ακεραία και τελεία, ενόσω τουλάχιστο διατηρεί απείραχτη τη φυσική της υπόσταση; Και σκέψου, μ᾽ όλην εκείνη την ακριβολογία, αυτό είναι το σωστό ή μήπως τίποτε διαφορετικό;
Αυτό είναι.
[342c] Δεν επιδιώκει λοιπόν η ιατρική, είπα εγώ, το συμφέρον της ιατρικής, αλλά το συμφέρον του σώματος.
Ναι.
Ούτε η ιππευτική της ιππευτικής, αλλά των ίππων· ούτε καμιά άλλη τέχνη το δικό της το συμφέρον, γιατί ούτε έχει ανάγκη, αλλά εκείνου που του είναι τέχνη.
Έτσι φαίνεται.
Αλλ᾽ όμως, Θρασύμαχε, εξουσιάζουν οι τέχνες και είναι ανώτερες από κείνο που του είναι τέχνες;
Εσυμφώνησε και σ᾽ αυτό, αν και με κάποια δυσκολία.
Καμιά λοιπόν επιστήμη δεν αποβλέπει στο συμφέρον του ισχυροτέρου, ούτε το επιβάλλει αυτό, αλλ᾽ απεναντίας στο συμφέρον εκείνου που είναι ο ασθενέστερος και [342d] που τον έχει στην εξουσία της.
Έμεινε στο τέλος σύμφωνος και σ᾽ αυτό, αν και προσπάθησε να φέρει κάποιες αντιρρήσεις.
Έτσι λοιπόν, εξακολούθησα εγώ, κανείς γιατρός, όσο είναι πραγματικός γιατρός, δεν αποβλέπει στο δικό του το συμφέρον, ούτε το επιβάλλει αυτό, μα στο συμφέρον του αρρώστου· γιατί παραδεχτήκαμε πως ο αληθινός ο γιατρός έχει στη δικαιοδοσία του τα σώματα και δεν είναι χρηματιστής έξαφνα· δεν το παραδεχτήκαμε αλήθεια;
Μάλιστα.
Επίσης και ο κυβερνήτης ο πραγματικός, πως είναι αρχηγός των ναυτών κι όχι ναύτης.
[342e] Κι αυτό το παραδεχτήκαμε.
Δε θα κοιτάξει λοιπόν ούτε θα προστάξει ένας τέτοιος κυβερνήτης και αρχηγός εκείνο που συμφέρει στον κυβερνήτη και στον αρχηγό, μα εκείνο που συμφέρει σ᾽ αυτόν που τον έχει στην εξουσία του, δηλαδή στο ναύτη.
Εσυμφώνησε μόλις και μετά βίας.
Επομένως, Θρασύμαχε, κάθε ένας που είναι αρχηγός, και όσο είναι τέτοιος, δεν αποβλέπει ούτε επιβάλλει το δικό του το συμφέρον, αλλά το συμφέρον του υποτακτικού, εκείνου που τον έχει στην εξουσία του· και καθώς έχει πάντα εμπρός στα μάτια του τί του συμφέρει και τί του χρειάζεται, κανονίζει σύμφωνα με αυτό όλες του τις πράξεις και όλους του τους λόγους.