Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

Η ασπίδα του Αχιλλέα» στην ομηρική Ιλιάδα

H «ασπίδα του Αχιλλέα» είναι η ασπίδα που χρησιμοποίησε ο Αχιλλέας για να πολεμήσει τον Έκτορα. Ο Ομηρος αφιερώνει στην ασπίδα του Αχιλλέα τουλάχιστον 134 στίχους στην Ιλιάδα, το απόσπασμα της οποίας είχαν ονομάσει οι αρχαίοι «οπλοποιία». Στο έπος, ο Αχιλλέας έχει χάσει την πανοπλία του, μετά το δανεισμό της στον σύντροφό του, τον Πάτροκλο. Ο Πάτροκλος έχει σκοτωθεί στη μάχη από τον Έκτορα ο οποίος πήρε τα όπλα του ως λάφυρα. Η μητέρα του Αχιλλέα, η Θέτις ζητάει από το θεό Ήφαιστο να σφυρηλατήσει μια καινούργια πανοπλία για τον γιο της.
O Αχιλλέας, γιος του Πηλέα και της Νηρηίδας Θέτιδας, ήταν ο πιο ικανός και άξιος πολεμιστής από τους Αχαιούς ήρωες. Η προσπάθεια της μητέρας του να τον κρατήσει μακριά από τον πόλεμο, στέλνοντάς τον στη Σκύρο, αποδείχτηκε άκαρπη. Αν και δεν είχε δεσμευτεί με όρκο, ο Αχιλλέας αποφασίζει να ακολουθήσει τους Αχαιούς στον πόλεμο, έχοντας επίγνωση των ικανοτήτων του, του ιδιαίτερου ρόλου που θα παίξει ο ίδιος στη διεξαγωγή του πολέμου, καθώς και του γεγονότος ότι, εξαιτίας της απόφασης αυτής, θα βρει κατά πάσα πιθανότητα πρόωρο θάνατο.
Για την κατασκευή της ασπίδας του Αχιλλέα επιστράτευσαν και ο Ήφαιστος και ο Όμηρος όλη τους την τέχνη. Η ασπίδα του Αχιλλέα είναι ένας ύμνος στην τεχνολογία, μια ποιητική παρουσίαση του πλέον περίφημου σε τέχνη έργου της ομηρικής εποχής.
H περιγραφή του έργου:
Και φτιάχνει πρώτα μια τρανή και στιβαρή ασπίδα παντού στολίζοντάς τη. Και βάζει γύρω της λαμπρό τρίφυλλο μεταλλικό στεφάνι, όπου δένει το λουρί το ασημένιο. Πέντε μετάλλου στρώματα έχει η ασπίδα. Σκαλίζει πάνω της πολλά στολίδια, με τη σοφή των δυο χεριών του τέχνη. Στη μια μέρα φτιάχνει τη γη, τον ουρανό στην άλλη, αλλού τη θάλασσα και τον ακούραστο ήλιο και τη σελήνη ολόγεμη. Σ’ άλλη μεριά τα ζώδια όλα φτιάχνει, τα άστρα που στεφανώνουν τον ουρανό. Τις Πλειάδες και τις Υάδες και το δυνατό Ωρίωνα παραφυλάει και μόνο αυτή μες στα νερά του Ωκεανού δε λούζεται.
Φτιάχνει και δυο όμορφες πόλεις θνητών ανθρώπων. Στη μια γάμοι γίνονται, συμπόσια μεγάλα, νύφες προβάλλουν από τα σπίτια τους και οι λαμπαδηφόροι από την πόλη περνούν κι αντιλαλούν τραγούδια, γαμήλια, πολλά. Νέοι χορευτές στριφογυρνούν κι ανάμεσα τους κιθάρες και αυλοί παίζουν. Οι γυναίκες μπροστά στην πόρτα στέκονται και θαυμάζουν. Κόσμος συρρέει στην αγορά, όπου καβγάς θεριεύει. Δυο άντρες εκεί μαλώνουνε για την εξαγορά ενός άντρα σκοτωμένου. Ο ένας λέει πως τα έχει όλα ξεπληρώσει και βεβαιώνει το λαό ενώ ο άλλος ισχυρίζεται πως τίποτα δεν πήρε. Και οι δυο τέλος θέλουν στο δικαστή να πάνε, απόφαση να βγάλει. Οι άνθρωποι γύρω και τους δυο τους επιδοκιμάζουν και τους υποστηρίζουν. Οι κήρυκες τον κόσμο συγκρατούσαν και οι γέροντες κάθονται πάνω σε λαξεμένους λίθους, μέσα στον κύκλο τον ιερό, στα χέρια τους κρατώντας τα ραβδιά των μεγαλόφωνων κηρύκων.


Το δαχτυλίδι του Γύγη και η δικαιοσύνη

Ο Σωκράτης σε ένα διάλογο της Πολιτείας με τον Γλαύκωνα, αδερφό του Πλάτωνα, ισχυρίστηκε ότι η δικαιοσύνη πρέπει να επιδιώκεται όχι μόνο διότι αποφέρει οφέλη, αλλά και γιατί ως προς την ουσία της είναι κάτι καλό. Τότε του διηγήθηκε την ιστορία για κάποιον Γύγη...
Ο Γύγης ήταν πρόγονος του Λυδού. Ήταν βοσκός στην υπηρεσία του βασιλιά της Λυδίας και μια φορά, ύστερα από μια μεγάλη μπόρα και σεισμό, σκίστηκε η γη κ' έγινε ένα χάσμα στο μέρος ακριβώς που έβοσκε. Αυτός από περιέργεια κατέβηκε μέσα, όπου βλέπει, καθώς διηγούνται, και άλλα θαυμάσια πράγματα κ' ένα άλογο, που είχε στα πλευρά του κάτι παραθυράκια· σκύφτει λοιπόν και βλέπει μέσα από κει ένα νεκρό, μα, καθώς φαίνονταν, πολύ μεγαλύτερο από συνηθισμένο άνθρωπο και που τίποτε άλλο δε φορούσε παρά ένα χρυσό δαχτυλίδι στο χέρι, που του το πήρε και βγήκε έξω.
Όταν κατόπι μαζευτήκανε οι βοσκοί, όπως συνήθιζαν κάθε μήνα, να δώσουν αναφορά στο βασιλέα για τα κοπάδια του, ήρθε και κείνος με το δαχτυλίδι στο χέρι· καθώς λοιπόν κάθονταν με τους άλλους, έτυχε να στρέψη την πέτρα του δαχτυλιδιού από το μέσα μέρος κι αμέσως έγινε άφαντος στους άλλους, που βρίσκονταν εκεί κι άρχισαν να μιλούν γι' αυτόν σα να ήταν φευγάτος. Εκείνος παραξενεύτηκε και ψηλαφητά γύρισε πάλι το δαχτυλίδι προς το έξω μέρος, κι αμέσως έγινε φανερός.
Κι αφού το παρατήρησε αυτό, ξαναδοκίμαζε το δαχτυλίδι, αν έχη πραγματικώς αυτή τη δύναμη, όταν το στρέφη από τη μέσα μεριά να χάνεται από τα μάτια των άλλων, και όταν προς τα έξω να παρουσιάζεται πάλι· αφού το βεβαιώθηκε ενήργησε να πάη κι αυτός με τους άλλους βοσκούς, που ήταν να δώσουν τους λογαριασμούς στο βασιλέα, και κει τα κατάφερε να τα ψήση με τη βασίλισσα κι αφού μαζί οι δυο των σκοτώνουν το βασιλιά, παίρνει, αυτός το θρόνο.
Αν λοιπόν υπήρχαν δυο τέτοια δαχτυλίδια και φορούσε το ένα ο δίκαιος και το άλλο ο άδικος, κανείς δε θα βρίσκονταν, καθώς ήθελε φανή, με τόσο ατσαλένιο χαρακτήρα, που να διατηρηθή στη δικαιοσύνη και να έχη τη γενναιότητα να το κρατήση και να μη βάλη το χέρι του στα αγαθά των άλλων, ενώ θα είχε την εξουσία κι από την αγορά να παίρνη ό,τι ήθελε και μέσα στα ξένα σπίτια να μπαίνη και να έρχεται σε σχέσεις μ' οποίον ήθελε, και να σκοτώνη τον ένα και να γλυτώνη τον άλλο από τη φυλακή, κι όλα τα πάντα να κάνη σα θεός μέσα στους ανθρώπους. Και γενικά τίποτα διαφορετικό δε θα 'κανε από τον άλλο τον άδικο, αλλά κ' οι δυο τους τον ίδιο το δρόμο θα 'παιρναν.
Τίποτα λοιπόν δε θα μπορούσε να αποδείξη καλύτερ' απ' αυτό το παράδειγμα, πως κανείς δεν είναι δίκαιος από ευχαρίστησή του, μα από ανάγκη, επειδή δεν είναι πράγμα αφ' εαυτού του καλό, κι που κανείς νομίζει πως είναι ικανός να αδική, αδικεί. Γιατί κάθε άνθρωπος πιστεύει, και πολύ δίκαια, καθώς θα πουν όσοι υποστηρίζουν αυτό το λόγο, πως πολύ περισσότερο τον ωφελεί η αδικία παρά η δικαιοσύνη· κι αν κανείς, που έπαιρνε τέτοια εξουσία, δε θα 'θελε ποτέ ν' αδικήση μηδέ να βάλη χέρι σε ξένο πράγμα, θα τον περνούσαν για τον πιο κακομοιριασμένο και ανόητο όλοι όσοι έχουν αίσθηση· το πολύ να τον επαινούν στα φανερά και να γελούν έτσι ο ένας τον άλλο, από φόβο μην πάθουν τίποτα κι οι ίδιοι.
Πλάτων, Πολιτεία (Βιβλίο Β) 359d-360d