Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2025

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

4.3. Γράμματα και τέχνες

Διαπιστώσαμε ότι στα αλεξανδρινά χρόνια οι επικράτειες, οι πληθυσμοί, η κλίμακα των επιχειρήσεων και τα κέρδη ήταν τεράστια. Αυτός ο γιγαντισμός, πρωτόγνωρος στα ελληνικά δεδομένα, που ως τότε υποτάσσονταν στο μέτρο, φανερώνεται, θετικά ή αρνητικά, σε ολόκληρη τη φυσιογνωμία της εποχής. Έτσι, τον 3ο π.Χ. αιώνα στήθηκε ο κολοσσός της Ρόδου, 32 μέτρα ψηλός· έτσι, τον 2ο π.Χ. αιώνα οικοδομήθηκε ο βωμός της Περγάμου σε 1250 τετραγωνικά μέτρα· έτσι, ο Ιέρωνας των Συρακουσών σκάρωσε ένα τεράστιο καράβι που χωρούσε μόνο στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας· έτσι και ο ιστορικός Διόδωρος ο Σικελιώτης θέλησε στην Ἱστορικὴ βιβλιοθήκη του να εκθέσει σε σαράντα βιβλία ολόκληρη την παγκόσμια ιστορία από τους προϊστορικούς χρόνους ως τις μέρες του.

Όπως συμβαίνει συχνά, τα ίδια αυτά φαινόμενα (η απεραντοσύνη, η πολυανθρωπία, ο γιγαντισμός) προκάλεσαν αντιδράσεις που γρήγορα οδήγησαν στα αντίθετα: στα ίδια εκείνα χρόνια, η τορευτική μικροτεχνία δημιουργούσε θαυμαστά κοσμήματα, αγαλματάκια, κύπελλα, λύχνους και άλλα μικροαντικείμενα· συχνά οι ποιητές εκφράζονταν με δίστιχα επιγράμματα· οι ιστορικοί, όταν δεν έγραφαν παγκόσμια ιστορία, περιορίζονταν σε μονογραφίες για τον τόπο τους· κουρασμένοι από την πολυκοσμία και την ταραχή των πόλεων, οι αστοί αποζητούσαν την ανοιχτή φύση, τα δάση, τις βουνοπλαγιές, τους αγρούς και τους απονήρευτους ανθρώπους τους. Για πρώτη τώρα φορά ζωγράφοι και γλύπτες απεικόνιζαν με έμφαση το φυσικό περιβάλλον ενώ, αντίστοιχα, στη βουκολική ποίηση παρουσιάζονταν στον οικείο τους χώρο και πρωταγωνιστούσαν οι βοσκοί.

Η στροφή προς την ύπαιθρο και η εξιδανίκευση των κατοίκων της αποτελεί κίνημα φυγής από την πραγματικότητα· όμως αυτό δεν εμποδίζει η εποχή να ευνοεί σε γενικές γραμμές τον ρεαλισμό. Ούτε η αρχαϊκή ούτε η κλασική τέχνη, για διαφορετικούς λόγους η καθεμιά, δεν επιδίωξαν να αποδώσουν τον άνθρωπο και τον γύρω του κόσμο πιστά, ρεαλιστικά, με τις ομορφιές αλλά και με τις ασχήμιες του, στις καλές αλλά και στις κακές του στιγμές. Τώρα οι καλλιτέχνες το επιχειρούν: ρεαλιστική είναι, θα δούμε, η Νέα κωμωδία, ρεαλιστικοί οι μίμοι και άλλα λιγότερο ή περισσότερο ηθογραφικά έργα. Η ίδια τάση διαπιστώνεται και στις εικαστικές τέχνες, όπου ο γεροψαράς, η αγρότισσα με τα καλάθια της, τα παιδιά, αλλά και η κοντοπίθαρη χορεύτρια, η μεθυσμένη γριά με την κρασοκανάτα, ο καμπουράκος, ο δούλος, το αλητόπαιδο, έγιναν αγαπημένα θέματα, όπως και ο πόνος, ο θάνατος του πολεμιστή και άλλα ανάλογα, που ως τότε οι καλλιτέχνες απόφευγαν να τα απεικονίσουν.

Το καταλαβαίνουμε οι καλλιτέχνες της Ελληνιστικής εποχής να επιλέγουν θέματα που ως τότε είχαν μείνει στο περιθώριο. Γενικά, δεν τους ήταν καθόλου εύκολο να συναγωνιστούν τους ξακουστούς τεχνίτες της Κλασικής εποχής. Για να μην καταποντιστούν, μπορούσαν να διαλέξουν ανάμεσα σε δύο δυνατότητες: ή να ακολουθήσουν τα κλασικά πρότυπα, ή να αναζητήσουν θεματικά πεδία και μορφές που οι κλασικοί μαστόροι τα είχαν για κάποιο λόγο παραμελήσει. Οι περισσότεροι προτίμησαν το δεύτερο· δεν έλειψαν όμως και αυτοί που διάλεξαν τον δρόμο της μίμησης, καλλιτέχνες και λογοτέχνες που δε δίσταζαν να αντιγράψουν ή, καλύτερα, να ανακυκλώσουν οτιδήποτε παλιό και πετυχημένο. Έτσι, εμφανίστηκε πρώτη φορά στα ελληνιστικά χρόνια ένα φαινόμενο που αργότερα θα κυριαρχήσει, ο κλασικισμός, δηλαδή η προσπάθεια να δημιουργήσουν οι καλλιτέχνες έργα υψηλής τέχνης ακολουθώντας, περισσότερο ή λιγότερο πιστά, τα κλασικά πρότυπα.

Ο κλασικισμός προϋποθέτει όχι μόνο τον θαυμασμό για τα παλαιότερα έργα αλλά και τη βαθιά γνώση του περιεχομένου και της μορφής τους. Αυτό μας βοηθά να καταλάβουμε ένα ακόμα χαρακτηριστικό της εποχής, το ενδιαφέρον και τη φροντίδα για την πολιτισμική κληρονομιά. Οι διάδοχοι του Μεγαλέξανδρου καλλιέργησαν εντατικά στις αυλές τους τα γράμματα και τις τέχνες, ίδρυσαν μουσεία και βιβλιοθήκες, όπου συγκεντρώθηκε, κατατάχτηκε και μελετήθηκε το σύνολο σχεδόν της προγενέστερης επιστημονικής και λογοτεχνικής παραγωγής. Γύρω τους μαζεύτηκαν, δούλεψαν και ανταμείφτηκαν πλουσιοπάροχα οι περισσότεροι λογοτέχνες, λόγιοι και επιστήμονες της εποχής.

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Τῶν δὲ βασιλείων μέρος ἐστί καὶ τὸ Μουσεῖον, ἔχον περίπατον και ἐξέδραν καὶ οἶκον μέγαν ἐν ᾧ τὸ συσσίτιον τῶν μετεχόντων τοῦ Μουσείου φιλολόγων ἀνδρῶν.[1]
Στράβων, Γεωγραφικά 17.1.8

Το Μουσείο της Αλεξάνδρειας ιδρύθηκε στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. από τον Πτολεμαίο Α' με την καθοδήγηση του Δημητρίου του Φαληρέα. Σκοπός του ήταν να αποτελέσει κέντρο επιστημονικής μελέτης, διδασκαλίας και έρευνας, ικανοποιώντας τις πνευματικές ανησυχίες του βασιλιά και τις εκπαιδευτικές ανάγκες της οικογένειάς του. Στις εγκαταστάσεις που αναφέρει ο Στράβων πρέπει να προσθέσουμε τους χώρους διαμονής των μελών, φυσικά και τη φημισμένη Βιβλιοθήκη,[2] που έφτασε να διαθέτει 700.000 βιβλία. Προϊστάμενοί της ορίστηκαν από τους Πτολεμαίους και υπηρέτησαν σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Ζηνόδοτος, ο Απολλώνιος ο Ρόδιος, ο Ερατοσθένης, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος, ο Αρίσταρχος κ.ά.

Ανάλογα ιδρύματα λειτουργούσαν στο τέμενος της Αθηνάς Πολιάδας στην Πέργαμο, στην αυλή των Αντιγονιδών στην Πέλλα και στο ανάκτορο του Αντιόχου του μεγάλου στην Αντιόχεια. Σημαντικές δημόσιες βιβλιοθήκες, προσαρτημένες σε ιερά τεμένη, σε γυμνάσια, σε ανώτερες σχολές κλπ., υπήρχαν σε πολλές ακόμα πόλεις: στην Αθήνα, στην Κω, στη Ρόδο, στην Έφεσο και αλλού. Σε αυτούς τους προνομιακούς χώρους έζησαν και δούλεψαν οι λόγιοι της Ελληνιστικής εποχής, σε τέτοια «θερμοκήπια» άνθισαν η αλεξανδρινή ποίηση και οι επιστήμες.

Όλες οι βιβλιοθήκες καταστράφικαν από το μένος ενάντια στην γνώση και την αλήθεια, την ζηλοφθονία, μισαλοδοξία, των απολίτιστων και βάρβαρων χριστιανών.
----------------------------
1. «Μέρος του παλατιού είναι και το Μουσείο, που έχει τόπο για περίπατο, οργανωμένο χώρο μαθημάτων και συζητήσεων, και ένα μεγάλο κτίριο όπου ήταν το κοινό εστιατόριο των επιστημόνων μελών του Μουσείου.»

2. Στην πραγματικότητα υπήρχαν δύο βιβλιοθήκες: μία, η μεγαλύτερη, μέσα στο Μουσείο για τους ερευνητές, και μία έξω από τα ανάκτορα, ανοιχτή σε όλους τους πολίτες.

Ο μύθος και το είδωλό του

Αρχαϊκή απεικόνιση του θανάτου του Σαρπηδόνα,
με την ψυχή του νεκρού να φεύγει για τον Άδη
ως είδωλο, μικροσκοπικό του ομοίωμα,
τη στιγμή που τον σηκώνουν ο Ύπνος και ο Θάνατος
Ακούω το τραγούδι, με την έγνοια μου στα όνειρα. Και μου ’ρχεται στο νου ένας τίτλος κειμένου του Artaud. Τον παραφράζω.

Μια ψυχαναλυτική προσέγγιση θα ’λεγε πως τα όνειρα είναι εκδηλώσεις του ανθρώπινου ασυνείδητου. Εμένα όμως το ζήτημα με απασχολεί αλλιώς.

Σε άλλες γλώσσες του κόσμου, οι άνθρωποι τα όνειρα τα έχουνε. Στη γλώσσα που μ’ έχουνε μάθει να σκέφτομαι, από μια ηλικία που η μνήμη αδυνατεί να ανακαλέσει ακριβώς, τα όνειρα τα ΒΛΕΠΩ.

Ονειροφαντασίες, φάσματα, ρέουσες σκιές, φευγαλέες αντανακλάσεις, καλειδοσκοπικούς ιριδισμούς, απροσδιόριστα απεικάσματα. Είδωλα εν τέλει.

Τα έχω δει. Τα είδα. Τα ΒΛΕΠΩ.

Προσφέρονται στην όραση (εν-όραση; δι-όραση;). Στα μάτια μου. Με την πληθωρική βία του χειμάρρου, με θεμελιωδώς ασύντακτους καταιγισμούς, με πολυτροπικότητα θεαματικά παράλογη που εξαντλεί το φαίνεσθαι, ωθώντας το πέρα απ’ τα όριά του.

Και επιπλέον, στη γλώσσα που μ’ έχουνε μάθει να σκέφτομαι, λόγω εκείνης της ανεξιχνίαστης ετυμολογικής συγγένειας ανάμεσα στα ρήματα ὁρῶ (βλέπω) και οἶδα (ξέρω) [ναι, ακριβώς λόγω εκείνης της καταραμένης κοινής τους ρίζας εἰδ-], τα ονειρώδη είδωλα γίνονται μέρος του αισθητηριακού μου κόσμου. Γίνονται μέρος της εμπειρίας μου. Κάνουν χαραγματιές στον νου μου. Βαθιές χαραγματιές…

Αυτή δεν ήταν, άλλωστε, και η αντίληψη σε μύθους αρχετυπικούς;

Στην ομηρική αφήγηση, οι ονειροφαντασίες προέρχονται μεν από περιοχές εξω-ανθρώπινες, εισέρχονται όμως στον κόσμο τον πραγματικό με τη στερεοτυπική μεγαλοπρέπεια υποκριτή σε θέατρο τελετουργικό.

Οι ονειροφαντασίες εισβάλλουν. Απροσδόκητα. Εκεί όπου κανένας δεν τις περιμένει. Ανοίγουν χαραμάδες και κλειδωμένα μάνταλα, αθόρυβα και διακριτικά, χωρίς να γίνουν αντιληπτές από κανέναν. Τίποτα δεν μπορεί να τις σταματήσει. Πλησιάζουν τον κοιμώμενο και μιλάνε απ’ το προσκεφάλι του, έτσι ώστε μόνος εκείνος να μπορεί να τις καταλάβει και να τις ακούσει.

Στην Οδύσσεια ζ, η Αθηνά μεταμορφώνεται σε όνειρο, παίρνοντας τη μορφή μιας φίλης της Ναυσικάς, μπαίνει στην κάμαρη που η κόρη κοιμάται, χωρίς να γίνει αντιληπτή από τις βάγιες που στέκονται φρουροί στην πόρτα, και μαλώνει τη Ναυσικά, προκαθορίζοντας έτσι τις ενέργειες που η κόρη θα κάνει την άλλη μέρα.

Στην Ιλιάδα Β, ο Όνειρος αυτοπροσώπως, παίρνοντας την ειδή του Νέστορα, στέλνεται απ’ τον Δία στη σκηνή όπου ο Αγαμέμνονας κοιμάται και τον επιπλήττει, έτσι ώστε αυτός την άλλη μέρα να πραγματοποιήσει κατά γράμμα τη θεϊκή βούληση. Μάλιστα, πριν ο Όνειρος αποχωρήσει, συμβουλεύει τον Αγαμέμνονα: “Μα εσύ τα λόγια μου κράτα στο νου, μη λάχει/ κι αλησμονιά σε πιάσει, ο ολόγλυκος μόλις σ’ αφήσει γύπνος” [στ. 33-34, μτφρ. Κακριδή και Καζαντζάκη].

Έτσι είναι το όνειρο στον μύθο τον αρχετυπικό. Καμώνεται πως απεχθάνεται τη λήθη. Και είναι, με τον τρόπο αυτό, ως αν να αναδύεται απ’ την κατεξοχήν περιοχή της ενεργούς μνήμης, απ’ το πεδίο του αδιαμφισβήτητου, της αδιάψευστης αλήθειας. Το όνειρο μιλάει πάντα με έμφαση, με έμμονες προστακτικές. Έχει ύφος επιτακτικό, τέτοιο που να μη σηκώνει αντιρρήσεις. Περιχαρακώνει, ορίζει με λεπτομερή ακρίβεια τον χώρο που ελέγχει. Με άλλα λόγια, το όνειρο κυριεύει και αλώνει και μετατρέπει τον άνθρωπο σε έρμαιό του. Δεν επιτρέπει αντιστάσεις. Στερεί τα δικαιώματα. Το δικαίωμα του αντίλογου, του αντεπιχειρήματος, της προετοιμασίας και της άμυνας, των επεξεργασμένων διανοημάτων κι επινοήσεων, των όπλων και των κόλπων κάθε είδους.

Γιατί η προνομιακή σκηνή όπου το όνειρο εμφαίνεται, ο ύπνος, περιγράφεται με δύναμη ακατάλυτη στη μυθική αφήγηση. Ο ομηρικός ύπνος είναι αδιατάρακτος (νήδυμος), χύνεται γύρω στο κορμί (ἀμφιχυθείς), λύνει τα μέλη του (λυσιμελής), λύνει τη μέριμνα του ανθρώπου για προστασία της ψυχής του (λύων μελεδήματα θυμοῦ). Και τόσο κατηγορηματικά επενεργεί που μοιάζει ολόιδιος θάνατος. Γίνεται το διπλό, το παράλληλο του θανάτου, σχεδόν ένα αντίγραφό του, όπως στο αρνητικό του φωτογραφικού φιλμ. Όπως στην Ιλιάδα Π (454-459 και 682), όπου Ύπνος και Θάνατος είναι τα δίδυμα αδέλφια που σηκώνουν απ’ το πεδίο της μάχης τον νεκρό Σαρπηδόνα, ενώ ο Δίας ραντίζει τη γη με αιμάτινη βροχή.

Ο θάνατος κι ο ύπνος έχουν κι άλλη ομοιότητα. Ο Ἅδης, όπως το λέει το όνομά του, είναι βεβαίως ασύλληπτος για την ανθρώπινη όραση και νόηση. Κι όμως, οι ψυχές των νεκρών που τον στοιχειώνουν μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να εμφανιστούν ως εἴδωλα καμόντων, εύθραυστα φαντάσματα, συρρικνωμένες κι εξουθενωμένες εικόνες αυτού που κάποτε ο άνθρωπος υπήρξε. Φευγαλέες υποστάσεις, στερημένες ζωής και νόησης (ἀφραδέες). Ωστόσο, αν καταφέρει ο ζωντανός να έρθει σε επικοινωνία μαζί τους, του μεταφέρουν γνώση προφητική. Έτσι συμβαίνει στην Οδύσσεια ν, όπου ο Οδυσσέας κατεβαίνει στον άλλο κόσμο. Κι έτσι συμβαίνει επίσης στην Ιλιάδα Ψ (65-107), όπου το φάντασμα του Πατρόκλου επισκέπτεται σε ονειρική μορφή τον Αχιλλέα στον ύπνο του.

Ποια γνώση μεταφέρουν, τελικά, τα είδωλα ως φαντάσματα νεκρών που στοιχειώνουν την ανθρώπινη σκέψη; Την αναγνώριση της γλύκας, της ομορφιάς, του μεγαλείου της ζωής, εξισορροπημένη όμως από τη βαθύτερη εκτίμηση του πεπερασμένου της. Αυτήν την αναγνώριση που αναπτύσσει την αιδώ και το δέος, που βάζει ένα μέτρο όταν τυφλωμένοι συμπεριφερόμαστε σαν να είμαστε –γιατί έτσι θα θέλαμε ίσως να πιστεύουμε– άτρωτοι κι αιώνιοι. Αυτήν την επίγνωση που ακόμη-ακόμη τιμωρεί την ανθρώπινη σκληρότητα κι αλαζονεία.

Ο Αχιλλέας προσπάθησε να μιλήσει και ν’ αγκαλιάσει απελπισμένος τον Πάτροκλο, όταν το φάντασμα τού μίλησε: “κι άπλωσε τα χέρια του, μα δεν τον έπιασε, όχι./ Τι κλαψουρίζοντας του εξέφυγε βαθιά η ψυχή στο χώμα/ ίδια καπνός. Ορθός τινάχτηκε τότε ο Αχιλλέας χαμένος,/ τα χέρια εχτύπησε θαυμάζοντας και τέτοια λέει θρηνώντας:/ «Ωχού μου, να λοιπόν που βρίσκεται και μες στον Άδη ακόμα/ ψυχή και διακαμός στον άνθρωπο, κι όμως ζωή καθόλου!/ Τι όλη τη νύχτα αυτή του Πάτροκλου του δόλιου εδώ μπροστά μου/ στεκόταν η ψυχή και μύρουνταν πικρά θρηνολογώντας,/ και το ’να, τ’ άλλο μού παράγγελνε, και του ’μοιαζε περίσσια»” [στ. 99-107]

Ο Αχιλλέας αποκομίζει φρόνηση απ’ την επαφή του με το είδωλο του ακριβού του φίλου. Μετά απ’ την ονειρική του εμπειρία της ραψωδίας Ψ, ο ήρωας αυτός, που διαρκώς κινείται μεταξύ των δυο ακραίων πόλων στον άξονα της συμπεριφοράς, μεταξύ δηλαδή μιας θεϊκής σχεδόν μεγαλοψυχίας και μιας κτηνώδους σχεδόν σκληρότητας, έχει, επιτέλους, γίνει άνθρωπος. Ξέρει, επιτέλους, τι ακριβώς τον περιμένει σύμφωνα μ’ εκείνο το γραφτό του, που διαρκώς το επαναλάμβανε πιο πριν, αψηφώντας το όμως και χωρίς να αναλογίζεται το βάθος του. Τώρα ΞΕΡΕΙ, πραγματικά ξέρει ότι πολύ σύντομα θα πεθάνει κι ο ίδιος στην Τροία. Τώρα μπορεί να προσμετρήσει πώς είναι να πεθαίνεις. Κι αυτός ο θάνατος που, τόσο κατηγορηματικά το είδωλο τού προοιώνισε, τον γλυκαίνει. Τώρα επιτέλους η περίφημη οργή του που αποτελεί το θέμα της Ιλιάδας, αυτή η μῆνις που δίκαια ξεκίνησε να εκφράζεται, αλλά κατέληξε αποτρόπαιη, αυτή η οργή επιτέλους λύνεται. Αμέσως μετά ο Αχιλλέας θα παραδώσει στον Πρίαμο το πτώμα του Έκτορα που τόσο βάναυσα και παράλογα κακοποιούσε κι ατίμαζε. Θα το παραδώσει για ταφή. Όπως ταιριάζει στον νεκρό Έκτορα, τον άνθρωπο και ήρωα. Κι, όταν τελειώνει η Ιλιάδα, είμαστε κι εμείς οι αναγνώστες πλέον σίγουροι: ο ίδιος ο Αχιλλέας θα πεθάνει ως άνθρωπος, και άρα ως ήρωας.

Ίσως τέτοιες σκέψεις είχε στο μυαλό του κι ο Πυθαγόρας, εκείνος ο περίφημος μαθηματικός, όταν, σύμφωνα με μιαν άλλη παράδοση, ασκούσε κατοπτρομαντεία. Έβαζε κόντρα στην πανσέληνο –λέει– έναν καθρέφτη για να λάβει κοσμικά μηνύματα. Κι οι αντικατοπτρισμοί της σελήνης γράφονταν πάνω στην κρυστάλλινη επιφάνεια με το αίμα του.

Η Αληθινή Κατανόηση

Η Κατανόηση, δηλαδή η Βίωση, η Αντίληψη, της Πραγματικότητας, της Ακατασκεύαστης Πραγματικότητας, κι όχι αυτής της πραγματικότητας που κατασκευάζει η σκέψη, σημαίνει αλλαγή «συμπεριφοράς», αλλαγή στον τρόπο δράσης της νόησης. Η «Νόηση» πρέπει να είναι Άμεση, Συνεχής, Στιγμιαία, δηλαδή να λειτουργεί μόνο στην Στιγμή που Ρέει, που είναι ο Μόνος Πραγματικός Χρόνος, κι όχι να αυτοματοποιείται, να βασίζεται στην μνήμη, στην γνώση, στην εμπειρία. Αυτή η «Άμεση Νόηση» είναι η Αληθινή Νόηση του Ανθρώπου, κι η Φυσική Λειτουργία της Νόησης. Αυτό που γνωρίζουν οι άνθρωποι κι ονομάζουν νόηση είναι μια «επεξεργασία», κάτι πρόσθετο στην Νόηση, μια «επινόηση» (κυριολεκτικά), μια «κατασκευή», ένα «δεκανίκι» της Αληθινής Νόησης.

Τότε, όταν Νοούμε Άμεσα, ο Κόσμος είναι νέος, ολοκαίνουργος, ζωντανός, φρέσκος, Κάθε Στιγμή. Τότε η ζωή έχει νόημα, έχει το πλήρες νόημά της, σαν Βίωση της Στιγμής, αυτού που συμβαίνει στην ζωή που ρέει. Ισορροπώντας στην Στιγμή, ζώντας την Συνεχή Εναλλαγή των φαινομένων, Κατανοούμε ότι η Ύπαρξή μας δεν εξαρτάται από τα φαινόμενα (εξωτερικά κι εσωτερικά), Υπάρχει παρά την «Αλλαγή»… Τότε Βιώνουμε την Αιωνιότητα μέσα στην Στιγμή… Είμαστε ουσιαστικά πέρα από τον κοσμικό χρόνο των φαινομένων.

Μια Τέτοια Συνείδηση, Κατανόηση, Αντίληψη, Είναι Αιώνια, Πέρα από τον Χρόνο και την αλλαγή των φαινομένων. Είναι Απέραντη Επίγνωση, γιατί δεν έχει «κέντρο» γνώσης. Είναι Ελευθερία. Η Κατανόηση δεν έρχεται μέσω της σκέψης, δηλαδή της νόησης που στηρίζεται στην εμπειρία, στην γνώση, στην μνήμη, στο παρελθόν, στον χρόνο, σαν συσσώρευση πληροφοριών, γνώσεων. Ο πολυμαθής απλά γνωρίζει πολλά, δεν γνωρίζει με τον σωστό τρόπο, είναι τελείως διαφορετικό. Αυτός που Κατανοεί γνωρίζει το Ουσιώδες, Ζει στον Πραγματικό Χρόνο, Ζει την Πραγματικότητα, Ζει στην Πραγματικότητα, Είναι η Πραγματικότητα.

Αυτός που γνωρίζει πολλά, ακόμα και για την θρησκεία, και για τις πιο βαθιές μεταφυσικές θεωρίες, και για τις πιο προχωρημένες πρακτικές διαλογισμού, έχει απλά πολλές πληροφορίες. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι κατέχει την Αλήθεια, ή ότι μπορεί να διδάξει την Αλήθεια. Γιατί η Αλήθεια είναι «Διαφορετικός Τρόπος Όρασης», «Διαφορετική Χρήση της Νόησης», όχι πληροφορίες, λόγια. Είναι Κάτι που Βιώνεται και Κάτι που πρέπει να Βιώσει Κάποιος, κι όχι απλά να πληροφορηθεί για αυτό. Για αυτό η Αλήθεια παρομοιάζεται με Φως κι η Μετάδοση της Αλήθειας σαν μετάδοση φωτός από ένα Αναμμένο κερί σε ένα άλλο…

Πως γίνεται αυτό; Όχι με διδασκαλία, όχι με εντολές, και πρακτικές, αλλά με άμεση πρακτική απελευθέρωση της μπλοκαρισμένης νόησης… Μιλάμε για Μετάδοση Ζωής. Αυτή είναι η Τέχνη των Σοφών, που λίγοι γνωρίζουν, και που ασφαλώς απευθύνεται σε όσους αντιμετωπίζουν σοβαρά την ζωή, την θρησκεία, και την ύπαρξη στον κόσμο. Δεν είναι κάτι που μπορεί να ειπωθεί δημόσια ή να γίνει αντικείμενο αγοροπωλησίας, όπως κάνουν στις κοσμικές εκκλησίες, στις δήθεν εσωτερικές σχολές, και στα μικρομάγαζα των ιδιοκτητών της «γνώσης».

Η Ομορφιά της Ακινησίας: Αγκαλιάζοντας το Μονοπάτι του Ζεν σε έναν κατακερματισμένο κόσμο

Στον γρήγορο, συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο μας, υπάρχει μια λαχτάρα για κάτι βαθύτερο, κάτι πέρα ​​από τη φασαρία της καθημερινής ζωής - μια επιθυμία να επιστρέψουμε στην απλότητα και την ακινησία της απλής ύπαρξης. Η πρακτική του Ζεν αναδύεται σε αυτόν τον χώρο ως καθοδηγητικό φως, ένα βαθύ μονοπάτι που μας προσκαλεί να ξεκουραστούμε στην παρουσία, να ζήσουμε την ομορφιά της ακινησίας και να αγγίξουμε την ουσία της ίδιας της ζωής.

Το Ζεν, ένας κλάδος του Βουδισμού Μαχαγιάνα, βρίσκει τις ρίζες του στην αρχαία Κίνα ως Ch'an, εξελισσόμενος μέσα από αιώνες επιρροής από τον Ταοϊσμό και τον Ινδικό Βουδισμό προτού ανθίσει στην Ιαπωνία και εξαπλωθεί παγκοσμίως. Όμως, παρά τα ιστορικά και πολιτιστικά του στρώματα, το Ζεν είναι, στην καρδιά του, ένα βιωματικό μονοπάτι που ξεπερνά τις λέξεις, τις ετικέτες ή τα δόγματα. Η εστίασή του είναι στην άμεση, αδιαμεσολάβητη εμπειρία της πραγματικότητας ως έχει - μια πραγματικότητα που, όταν την δει κανείς βαθιά, είναι γεμάτη με θαύμα, αρμονία και διαχρονική ομορφιά.

Το Μονοπάτι προς την Ακινησία

Στο Ζεν, η ακινησία δεν είναι απλώς η απουσία κίνησης. είναι η παρουσία βαθιάς επίγνωσης και αρμονίας με την παρούσα στιγμή. Καθώς μαθαίνουμε να ηρεμούμε το μυαλό, να εγκαθιστούμε σε αυτή την ακινησία, αρχίζουμε να βλέπουμε ότι όλα όσα χρειαζόμαστε, κάθε απάντηση που αναζητούμε, είναι ήδη μέσα. Ο εξωτερικός κόσμος μπορεί να είναι κατακερματισμένος και χαοτικός, ωστόσο το Ζεν μας προσφέρει την ευκαιρία να καλλιεργήσουμε ένα εσωτερικό καταφύγιο, ένα μέρος όπου είμαστε πλήρως στο σπίτι, σε ειρήνη και συνδεδεμένοι με τον ρυθμό της ύπαρξης.

Ένας από τους πιο όμορφους τρόπους με τους οποίους το Ζεν ενθαρρύνει την ακινησία είναι μέσω του διαλογισμού ή του ζαζέν. Στο ζαζέν, καθόμαστε σε σιωπηλή επίγνωση, παρατηρώντας τις σκέψεις, τις αισθήσεις και τα συναισθήματα καθώς προκύπτουν και περνούν, χωρίς προσκόλληση ή αποστροφή. Με τον καιρό, το ανήσυχο μυαλό ηρεμεί, τα όρια μεταξύ του εαυτού και του άλλου μαλακώνουν και αναδύεται μια βαθύτερη κατανόηση της πραγματικότητας. Αυτή η πρακτική του ήσυχου καθίσματος μας υπενθυμίζει ότι κάτω από τον θόρυβο της καθημερινής ζωής κρύβεται ένα ακλόνητο, ακίνητο κέντρο—ένα κέντρο που είναι η ίδια η ουσία αυτού που είμαστε.

Αγκαλιάζοντας την Αβεβαιότητα

Το Ζεν δεν επιδιώκει να δώσει συγκεκριμένες απαντήσεις ή άκαμπτες πεποιθήσεις. Αντίθετα, ενθαρρύνει μια απαλή αγκαλιά της αβεβαιότητας. Η ζωή, όπως διδάσκει το Ζεν, είναι εγγενώς απρόβλεπτη, διαρκώς μεταβαλλόμενη και υπέροχα μυστηριώδης. Για να ζήσουμε σε αρμονία με αυτό το μυστήριο, πρέπει να μάθουμε να απελευθερώνουμε την ανάγκη μας για έλεγχο, να καταλαβαίνουμε την αβεβαιότητα και να βρίσκουμε παρηγοριά στο άγνωστο.

Η παράδοση του Ζεν είναι γνωστή για τη χρήση των κοάν—παράδοξες ερωτήσεις ή δηλώσεις που αψηφούν τη λογική συλλογιστική και καλούν τον ασκούμενο να προχωρήσει πέρα ​​από τη διάνοια στην άμεση εμπειρία. Koans όπως "Τι είναι ο ήχος του ενός χεριού που χτυπάει;" ή «Ποιο ήταν το πρόσωπό σου πριν γεννηθούν οι γονείς σου;» δεν προορίζονται να λυθούν με τη συνηθισμένη έννοια. είναι προσκλήσεις για να πηδήξουμε στο άγνωστο, να διαλύσουμε τα όρια της σκέψης και να βιώσουμε έναν κόσμο πέρα ​​από έννοιες.

Αυτή η αγκαλιά της αβεβαιότητας, του να βλέπεις τον κόσμο χωρίς σταθερές ιδέες ή άκαμπτες πεποιθήσεις, βρίσκεται στην καρδιά του Ζεν. Μας διδάσκει να προσεγγίζουμε κάθε στιγμή, κάθε άτομο, κάθε εμπειρία με ένα «μυαλό αρχαρίου»—ένα μυαλό ανοιχτό, φρέσκο ​​και απαλλαγμένο από προκαταλήψεις. Με αυτόν τον τρόπο, το Ζεν μεταμορφώνει τη σχέση μας με τη ζωή, βοηθώντας μας να δούμε ότι υπάρχει ομορφιά, βάθος και σοφία στο να μην γνωρίζουμε.

Διάλυση ορίων

Μία από τις πιο μυστικιστικές πτυχές του Ζεν είναι η διδασκαλία του για τη μη διπλή φύση της πραγματικότητας - η αντίληψη ότι ο διαχωρισμός μεταξύ του εαυτού και του άλλου, υποκειμένου και αντικειμένου, είναι τελικά μια ψευδαίσθηση. Στο Ζεν, καλούμαστε να δούμε πέρα ​​από αυτές τις δυϊστικές διακρίσεις και να βιώσουμε τη ζωή ως ένα απρόσκοπτο σύνολο.

Όταν κοιτάζουμε βαθιά, μας λέει το Ζεν, βλέπουμε ότι όλα τα όντα είναι αλληλένδετα, ότι η αίσθηση ενός ξεχωριστού εαυτού μας μοιάζει με ένα κύμα που πιστεύει ότι είναι ξεχωριστό από τον ωκεανό. Αυτή η συνειδητοποίηση δεν είναι απλώς διανοητική. είναι μια βαθιά εμπειρία που μας ανοίγει την καρδιά που αλλάζει τον τρόπο που σχετιζόμαστε με τους άλλους και τον κόσμο. Όταν βλέπουμε τον κόσμο ως αλληλένδετο, προκύπτει φυσικά συμπόνια, γιατί συνειδητοποιούμε ότι το να βλάψουμε τον άλλον σημαίνει να βλάψουμε τον εαυτό μας.

Στην πρακτική του Ζεν, ενθαρρυνόμαστε να καλλιεργήσουμε αυτήν την αίσθηση ενότητας μέσω της συνειδητής επίγνωσης και της συμπονετικής δράσης. Είτε πρόκειται για την απλότητα της τελετής τσαγιού, την ησυχία του διαλογισμού ή την προσεκτική φροντίδα ενός κήπου, κάθε πράξη γίνεται ένας τρόπος να αγγίξουμε αυτή τη διασύνδεση, να διαλύσουμε τα όρια που μας χωρίζουν από τον κόσμο γύρω μας.

Ξυπνήστε στις θαυμάσιες περιπλοκές της ζωής

Στην ουσία του, το Ζεν έχει να κάνει με την αφύπνιση - την αφύπνιση στην πληρότητα της ζωής σε κάθε στιγμή. Είναι μια πρόσκληση να δεις τον κόσμο με φρέσκα μάτια, να ζήσεις την κάθε στιγμή σαν να είναι για πρώτη φορά. Στο Ζεν, ακόμη και οι πιο συνηθισμένες εμπειρίες - φαγητό, περπάτημα, αναπνοή - γίνονται ευκαιρίες για διορατικότητα και παρουσία.

Αυτή η πρακτική του «ξυπνήματος» αποτυπώνεται όμορφα στη σεβασμό του Ζεν για τη φύση. Το να περπατήσει κανείς σε ένα δάσος, να παρακολουθήσει την απαλή πτώση των φύλλων του φθινοπώρου, να νιώσει τη ζεστασιά του ηλιακού φωτός στο δέρμα του—κάθε μία από αυτές τις εμπειρίες γίνεται μια πόρτα προς το ιερό. Στη φύση, βρίσκουμε μια αντανάκλαση των διδασκαλιών του Ζεν σχετικά με τη μονιμότητα, την αλληλεξάρτηση και την ομορφιά της απλότητας. Καταλαβαίνουμε ότι ο φυσικός κόσμος, σε όλους τους κύκλους ανάπτυξης και φθοράς του, αντικατοπτρίζει το δικό μας ταξίδι μεταμόρφωσης.

Το Ζεν μας ενθαρρύνει επίσης να κοιτάξουμε προς τα μέσα, να βρούμε τις υπέροχες περιπλοκές της ζωής μέσα μας. Μέσω της αυτοδιερεύνησης και του στοχασμού, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την πολυπλοκότητα των σκέψεων, των συναισθημάτων και των επιθυμιών μας. Ωστόσο, καθώς συνεχίζουμε στο μονοπάτι, ανακαλύπτουμε μια βαθύτερη, πιο ουσιαστική πτυχή της ύπαρξής μας - μια σιωπηλή, ευρύχωρη επίγνωση που είναι πέρα ​​από κάθε αλλαγή και ανέγγιχτη από τις διακυμάνσεις του νου.

Ενσαρκώνοντας την Ειρήνη, την Παρουσία και την Αγάπη

Το ταξίδι στο Ζεν είναι τελικά ένα ταξίδι στην καρδιά – ένα ταξίδι που μας οδηγεί να ενσαρκώσουμε τις ιδιότητες της ειρήνης, της παρουσίας και της αγάπης. Στο Ζεν, η ειρήνη δεν είναι μια παθητική κατάσταση, αλλά μια ενεργητική επιλογή, ένας τρόπος ύπαρξης που προκύπτει από τη βαθιά κατανόηση της πραγματικότητας. Όταν βλέπουμε τη ζωή όπως είναι, χωρίς προσκόλληση ή αποστροφή, βρίσκουμε μια γαλήνη που είναι ανθεκτική, ακλόνητη και διαρκής.

Η παρουσία, επίσης, είναι μια κεντρική πτυχή της πρακτικής του Ζεν. Το να είμαστε παρόντες σημαίνει να είμαστε πλήρως ζωντανοί, να δίνουμε την πλήρη προσοχή μας σε κάθε στιγμή, χωρίς περισπασμούς ή κρίση. Αυτή η παρουσία είναι που μας επιτρέπει να βιώσουμε την ομορφιά της ακινησίας, τον πλούτο της κάθε αναπνοής και το θαύμα της απλής ύπαρξης. Στην παρουσία, συνειδητοποιούμε ότι κάθε στιγμή είναι ένα δώρο, μια ευκαιρία να αφυπνιστούμε στο μυστήριο της ύπαρξης.

Και τέλος, το Ζεν μας οδηγεί στην αγάπη – όχι μια αγάπη που βασίζεται στην προσκόλληση ή την επιθυμία, αλλά μια αγάπη που είναι απεριόριστη, συμπονετική και περιεκτική. Βλέποντας τη διασύνδεση όλων των όντων, αναπτύσσουμε μια φυσική συμπόνια για όλη τη ζωή. Αυτή η αγάπη δεν προορίζεται για λίγους εκλεκτούς. εκτείνεται σε όλα τα όντα, στη γη και στον ίδιο τον ιστό της ύπαρξης.

Περπατώντας στο μονοπάτι του Ζεν

Για όσους επιλέγουν να περπατήσουν στο μονοπάτι του Ζεν, είναι ένα ταξίδι που ξεπερνά το δόγμα, την παράδοση και την πνευματική κατανόηση. Είναι μια πρόσκληση να προχωρήσουμε πέρα ​​από την επιφάνεια των πραγμάτων, να κοιτάξουμε βαθιά στη φύση της πραγματικότητας και να ανακαλύψουμε μια βαθιά αίσθηση ειρήνης και πληρότητας. Είτε μέσω του διαλογισμού, της περισυλλογής ή της ήπιας πρακτικής της επίγνωσης, το Ζεν μας προσφέρει έναν τρόπο να επιστρέψουμε στον εαυτό μας, στην παρούσα στιγμή και στην ομορφιά της ακινησίας.

Σε έναν κόσμο που συχνά αισθάνεται κατακερματισμένος και χαοτικός, το Ζεν μας υπενθυμίζει ότι υπάρχει ένας τόπος ακινησίας μέσα στον καθένα μας—ένας τόπος ενότητας, αγάπης και θαυμασμού. Καθώς ξεκινάμε αυτό το ταξίδι, διαπιστώνουμε ότι η ίδια η ζωή είναι ένα πολύτιμο μυστήριο, ένα μυστήριο που μας καλεί να ξυπνήσουμε, να είμαστε παρόντες και να ζήσουμε με ανοιχτή καρδιά.

Και έτσι, καθώς περπατάμε αυτό το μονοπάτι, ας θυμηθούμε την ομορφιά της ακινησίας, τη χαρά της παρουσίας και τη μεταμορφωτική δύναμη της αγάπης. Ας αγκαλιάσουμε το μυστήριο, ας διαλύσουμε τα όρια και ας αφυπνιστούμε στις υπέροχες περιπλοκές της ζωής. Γιατί σε αυτό το ταξίδι, δεν ανακαλύπτουμε μόνο την ουσία του Ζεν, αλλά την ίδια την ουσία της ίδιας μας της ύπαρξής μας.

Ο Αληθινός Δρόμος των Αρχαίων

Όταν Ζεις στην Πραγματικότητα, Εδώ, Τώρα, δηλαδή σε μια συνεχή ανανεούμενη επαφή με τα πραγματικά συμβαίνοντα, Ζεις ουσιαστικά έξω από τον γραμμικό χρόνο της σκέψης, έξω από το παρελθόν, και το φανταστικό μέλλον.

Αυτό σημαίνει ότι βρίσκεις Εδώ, Τώρα, την πλήρη πραγματικότητα της ζωής. Η ζωή σου ολοκληρώνεται σε Αυτή την Στιγμή που Ρέει Αιώνια. Η ζωή είναι ολοκληρωμένη Εδώ, Τώρα. Η ζωή δεν κατευθύνεται κάπου, δεν έχει παρελθόν, δεν έχει σκοπούς, και μέλλον. Αναβλύζει συνεχώς από την Πηγή της Αιωνιότητας, κι είναι Ολοζώντανη, Φρέσκια, Κάθε Στιγμή, στην Στιγμή που Ρέει Αιώνια, Χωρίς να Αλλοιώνεται… Αυτό σημαίνει, ταυτόχρονα, ότι η ζωή μπορεί να τελειώσει οποτεδήποτε, χωρίς «απώλειες»… υπάρχει απόλυτη αποδοχή του «θανάτου».

Όταν Βρεις, Εδώ, Τώρα, την Πλήρη Εκπλήρωση της ζωής δεν έρχεσαι από πουθενά, Είσαι ο Αιώνιος Άνθρωπος που Διαρκεί. Αυτός είναι ο Δρόμος των Αρχαίων Σοφών, της Ανατολής και της Δύσης.

Όλοι οι Σοφοί, Βρίσκουν, Εδώ, Τώρα, στην Άμεση Επαφή με την Πραγματικότητα, την Διέξοδο από τον κόσμο της σκέψης και τον γραμμικό χρόνο. Σε μια τέτοια εμπειρία ζωής δεν στηρίζεσαι πλέον στο παρελθόν, σε γνώσεις, σε αντιλήψεις, σε δραστηριότητες.

Για να Ζεις στην Στιγμή, στην Αιώνια Στιγμή που Ρέει, έξω από την σκέψη και τον χρόνο, δεν χρειάζεται να πιστέψεις κάτι, δεν χρειάζεται να κάνεις κάποιες συγκεκριμένες τελετουργικές πράξεις ή να ασκήσεις κάποια θρησκευτική πρακτική. Απλά Είσαι Εδώ, Τώρα, Ξύπνιος. Για αυτό η Αληθινή Θρησκεία είναι πέρα από θρησκευτικά δόγματα και τελετουργικές πράξεις και θεατρικές μυήσεις που ασκούνται σε δήθεν εσωτερικές σχολές, πέρα από τεχνικές που διδάσκουν ανίδεοι στα μικρομάγαζα της ψευτοπνευματικότητας. Όλα αυτά είναι διανοητικά σκουπίδια, δεν είναι ο Αληθινός Δρόμος των Αρχαίων.

Πάντοτε Ελεύθερος

Όταν Ζεις στο Χώρο της Πραγματικότητας (αυτού που συμβαίνει, που δεν το κατασκευάζει η σκέψη), όταν δηλαδή έχεις μια άμεση συνεχή ανανεούμενη πραγματική επαφή με αυτό που συμβαίνει, Ζεις στο Τώρα, στο Αληθινό Ακατασκεύαστο Τώρα (όχι στο κατασκευασμένο τώρα της σκέψης). Ζεις Αυτή την Στιγμή που εξελίσσονται τα πράγματα, που είναι ο μόνος Πραγματικός Χρόνος.

Αυτή η Εμπειρία Ζωής, στην Στιγμή που Ρέει είναι έξω από τον χρόνο (τον γραμμικό χρόνο της σκέψης). Σε έφερε εδώ το συλλογικό κι ατομικό παρελθόν αλλά τώρα όλα αυτά χάθηκαν κι είσαι έξω από τον χρόνο. Ισορροπείς στην Στιγμή που είναι η Αιωνιότητα που Ρέει, επειδή συνεχώς ανανεώνεται για πάντα, αφήνοντας πίσω όλα τα φαινόμενα χωρίς να «κρατά» τίποτα.

Ζεις έξω από τον χρόνο επειδή ζεις μόνο αυτό που συμβαίνει. Δεν στηρίζεσαι ούτε στο παρελθόν, ούτε οραματίζεσαι κάποιο μέλλον, ούτε φαντασιώνεσαι ότι υπάρχει κάποια άλλη ζωή. Είσαι Απόλυτα Ελεύθερος από τον γραμμικό χρόνο της σκέψης. Μια τέτοια Εμπειρία Ζωής δεν έχει αποτελέσματα, δεν φτιάχνει κάρμα. Είσαι Ελεύθερος.

Το να Ζεις στην Αιώνια Στιγμή που Ρέει σημαίνει πως ζεις αυτό που συμβαίνει πραγματικά. Μια Κατάσταση Ενοποιημένου Πεδίου Επίγνωσης που Υφίσταται Πάντα και δεν εξαρτάται από άλλα «στοιχεία», ούτε από εξωτερικούς, ούτε από εσωτερικούς παράγοντες. Ακόμα κι αν το σώμα καταρρεύσει και χαθεί για σένα η επαφή με τον εξωτερικό κόσμο, εξακολουθείς να αντικρύζεις το Εσωτερικό Σύμπαν. Ακόμα κι αν Αυτή η Εσωτερική Αντίληψη εξαντληθεί Εσύ Παραμένεις Έξω από Όλα, Ανεξάρτητος κι από την Κίνηση κι από την Ακινησία. Πάντοτε Ελεύθερος.

Στ’ αλήθεια, όλα αυτά είναι βιώματα που έχουν καταγραφεί εδώ και χιλιάδες χρόνια… Κι είναι θαυμαστό, ακόμα και σήμερα, όταν βιώνεις την Αλήθεια, να συναντάς αυτά που βιώνεις μέσα στα Αρχαία Ιερά Κείμενα της Ανθρωπότητας… Καταλαβαίνεις τότε, πως χιλιάδες προηγήθηκαν, χιλιάδες ακολουθούν, ένας «λαός» διαφορετικός από τους ανθρώπους που περπατούν στη γη.

Η χρήση και ο συμβολισμός της ιερής πίπας των Ινδιάνων

 Οι σαμάνοι όλων των λαών χρησιμοποιούσαν φυτά και βότανα για θεραπευτικούς και εξαγνιστικούς σκοπούς, καθώς επίσης και για τις παραισθησιογόνες τους ιδιότητες. Οι αυτόχθονες Ινδιάνοι της Αμερικής επιδίωκαν τις μυσταγωγικές και εκστατικές τους εμπειρίες διαμέσω μίας διαδικασίας που ονόμαζαν «αναζήτηση οράματος». Μετά από μεγάλη περίοδο προετοιμασίας και εξαγνισμού στην «καλύβα του ιδρώτα», ο δόκιμος έμενε μόνος σε ένα βουνό για τέσσερα μερόνυχτα δίχως τροφή και νερό. Κατά την διάρκεια των ημερών αυτών, ο δόκιμος καθόταν μέσα σε ένα μαγικό κύκλο που τον προστάτευε από τα πονηρά πνεύματα, και αναζητούσε το μυστικιστικό του όραμα, ψάλλοντας προσευχές και ιερά τραγούδια.

Μία άλλη πρακτική εκστατικών τελετουργιών των αυτόχθονων Ινδιάνων της Αμερικής, ήταν ο χορός του ήλιου για τέσσερα μερόνυκτα, όπου ο δόκιμος χόρευε εκστατικά γύρω από το δένδρο του Ήλιου, έχοντας τρυπήσει το στέρνο του με ένα αιχμηρό κομμάτι από κλαδί κερασιάς το οποίο ενώνονταν με σχοινί με το δένδρο του Ήλιου ( κάτι σαν το δικό μας γιατανάκι). Δεν έπρεπε να σταματήσει να χορεύει , ακόμα και εάν το ξυλάκι που τον κρατούσε συνδεδεμένο του έσκιζε την σάρκα κατά την διάρκεια του ξέφρενου χορού του. Σε νεαρή ηλικία ο ηγέτης των Σιού Η Μαύρη Άλκη αναφέρει σχετικά με τις εμπειρίες από τα οράματα του:

«Η γαλήνη έρχεται στην ψυχή του ανθρώπου όταν συνειδητοποιήσει την συγγένεια του, την ενότητα του με το Σύμπαν και τις δυνάμεις του. Όταν συνειδητοποιήσει ότι στο κέντρο του σύμπαντος κατοικεί το Γουανάν Τάνκα, και ότι αυτό το κέντρο βρίσκετε στην πραγματικότητα παντού. Βρίσκεται στον καθένα μας. Τιποτα από όσα έχω δει με τα μάτια μου δεν ήταν τόσο καθαρό και φωτεινό όσο αυτό που μου έδειξε το όραμα μου. Και τίποτα από όσα έχω ακούσει με τα αφτιά μου δεν ήταν σαν τα λόγια που άκουσα. Δε χρειάστηκε προσπάθεια για αν θυμάμαι αυτά τα πράγματα. Διατηρήθηκαν στην μνήμη μου αό μόνα τους όλα αυτά τα χρόνια. Κι όσο μεγάλωνα τόσο πιο ξεκάθαρο γινόταν το νόημα που έβγαινε από τις λέξεις. Ακόμα και τώρα όμως ξέρω ότι μου φανερώθηκα περισσότερα από όσα μπορω να πω.  Καθώς στεκόμουν εκεί, είδα περισσότερα από όσα μπορώ να πω και κατάλαβα περισσότερα από όσα είδα. Γιατί έβλεπα κατά έναν ιερό τρόπο τις μορφές των πραγμάτων στην πενυματική τους εκδοχή, και την μορφή όλων των μορφών ως Ένα ως την ενότητα μέσα στην οποία θα έπρεπε να υπάρχουν τα πάντα».
Heȟáka Sápa (Black Elk – Mαύρη Άλκη, Ινδιάνος Σιού, 1863 – 1950)

Ο καπνός ήταν το πιο ιερό βότανο των αυτόχθονων της βόρειας Αμερικής, και χρησιμοποιούταν στις περισσότερες τελετές τους. Η πίπα της ειρήνης όπως την γνωρίζουμε μέσα από τις ταινίες «γουέστερν», ήταν φορτισμένη με μυστικιστικά συμβολική σημασία. Το κάπνισμα κάνει την εκπνοή ορατή, και η αναπνοή είναι η πήγή όλης της ζωής. Όσοι μοιράζονται την πίπα αναγνωρίζουν πως μοιράζονται τον ίδιο αέρα, την ίδια ζωή. Η εισπνοή και εκπνοή του καπνού αντιπορσωπεύει την παλίροια - την πλημμυρίδα και την άμπωτη της ύπαρξης. Ο καπνός εισέρχεται στο σώμα και μετά απελευθερώνεται, μεταφέροντας προσευχές στο μεγάλο πνεύμα, καθώς ανέρχεται πρός τον ουρανό.

Οι περισσότερες φυλές χρησιμοποιούσαν την ιερή πίπα σε τελετουργίες όπως η αναζήτηση του οράματος, η θεραπεία μέσω του ιδρώτα και ο τελετουργικός χορός. Η ιερή πίπα ήταν για τους αυτόχθονες Ινδιάνους, ένα ιδιαίτερα σημαντικό τελετουργικό εργαλείο το οποίο χρησιμοποισαν ως μέσο για την επαφή τους με το Πνεύμα, για να ανακαλύψουν τη θέση τους στον ιστό της δημιουργίας και να εργαστούν θεραπευτικά για τη Μητέρα-Γη και την ανθρώπινη ύπαρξη, επεκτείνοντας στο μέλλον την ελπίδα του ανθρώπου για τα παιδιά του και τον πλανήτη.

Η ιερή πίπα συμβόλιζε μια γέφυρα μεταξύ γης και ουρανού, ορατού και αοράτου, φυσικού και πνευματικού. Η ιεροτελεστία βοηθά ώστε να συνδεθούν οι άνθρωποι με το Μεγάλο Πνεύμα αλλά και με την ιερότητα της Φύσης. Πρόκειται για ένα ιερό σκεύος πλούσιο σε συμβολισμό. Το δοχείο αντιπροσωπεύει τις θηλυκές όψεις του Μεγάλου Πνεύματος, τη Μητέρα-Γη, ενώ το στέλεχος αντιπροσωπεύει τις αρσενικές, τον Πατέρα-Ουρανό. Το εκδηλωμένο πνεύμα που αέναα αλλάζει γίνεται ορατό ως φύση στη Μητέρα-Γη. Το απόλυτο, αμετάβλητο, ανεκδήλωτο αόρατο πνεύμα είναι ο Πατέρας-Ουρανός. Το κοίλο είναι η Γη και το στέλεχος, καθετί που αναπτύσσεται πάνω στη Γη. Το κοίλο από κοκκινόπετρα είναι κόκκινο, συμβολίζοντας το χρώμα της Γης και το χρώμα του αίματος, το αίμα του βούβαλου, το αίμα που χύθηκε στην Πέτρα της Πίπας, και όλο το αίμα που χύθηκε από την ανθρωπότητα διαμέσου των αιώνων.

Συχνά, ως εξάρτημα της πίπας απαντάται το δέρμα ενός ζώου, ίσως του λύκου, της αρκούδας, του ελαφιού, αλλά ειδικά του βούβαλου, το οποίο παρείχε αφθονία στους Αυτόχθονες. Άλλα συμβολικά εξαρτήματα είναι τα φτερά του γερακιού ή συχνότερα του αετού, ο οποίος πετά ψηλότερα από οποιοδήποτε άλλο πουλί. Υπάρχουν μερικές φορές τέσσερις ρίγες στο στέλεχος της πίπας, είτε ζωγραφισμένες είτε καμωμένες με χάνδρες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν τον ιερό αριθμό τέσσερα, ειδικά τις τέσσερις κατευθύνσεις. Εάν είναι κίτρινη, κόκκινη, μαύρη και λευκή, μπορεί να αντιπροσωπεύουν τις τέσσερις φυλές.

Η τελετουργία της πίπας απεικονίζει όλη τη γήινη πραγματικότητα. Το κοίλο δοχείο αντιπροσωπεύει τον ορυκτό κόσμο. Το μακρύ στέλεχος και ο καπνός ή το μείγμα καπνίσματος αντιπροσωπεύει τον φυτικό κόσμο. Το δέρμα με τη σειρά του συμβολίζει τον ζωικό κόσμο, και τα φτερά τις φτερωτές υπάρξεις του αέρα. Το δοχείο για το θυμίαμα της φασκομηλιάς είναι συνήθως ένα κογχύλι που αντιπροσωπεύει το βασίλειο της θάλασσας. Όταν καπνίζεται η ιερή πίπα, αντιπροσωπεύονται και τα τέσσερα στοιχεία: το κοίλο δοχείο (γη), ο καιγόμενος καπνός (φωτιά), το σάλιο (νερό), και η αναπνοή (αέρας). Το κάπνισμα της πίπας δημιουργεί μια ιερή αλχημεία, καθώς τα φυσικά αντικείμενα, οι ουσίες και η τελετή είναι καταλυτικά στοιχεία μιας πνευματικής μεταστοιχείωσης.

Πριν το κάπνισμα όλοι οι κάτοχοι της εξαγνίζονται. Αντίστοιχα το κοίλο, το στέλεχος και όλα τα αντικείμενα που θα αγγίξουν την πίπα θυμιατίζονται με θυμίαμα φασκόμηλου. Κατόπιν, κρατώντας χωριστά το στέλεχος από το δοχείο, ψηλά πάνω από το κεφάλι, οι τελετουργοί ζητούν την άδεια να ενωθούν με το Μεγάλο Πνεύμα και τους αρχαίους, με τα πνεύματα του τόπου όπου επιθυμούν να καπνίσουν. Αφού ενωθούν, κοίλο και στέλεχος, η ιερή πίπα γίνεται εργαλείο για τη συγκέντρωση της Πνευματική Ενέργειας. Υπηρετεί σαν κανάλι ή «αγωγός» προς τον Δημιουργό.

Όταν γεμίζεται η πίπα, ο καπνός προσφέρεται στο πάνω, στο κάτω και τις τέσσερις κατευθύνσεις. Ο τελετουργός ζητά την επιστροφή των πνευματικών φυλάκων των τεσσάρων κατευθύνσεων. Όταν ανάβεται η πίπα, ο ιερός καπνός, ως ορατό, σημάδι στέλνει τις προσευχές και τις σκέψεις μας στον Δημιουργό, πάνω στα φτερά των αετών. Αν η ιεροτελεστία γίνει ομαδικά, τότε η πίπα περνά δεξιόστροφα σε κάθε μέλος, μεταφέροντας το κέντρο μαζί της, επειδή η πίπα είναι πάντα το κέντρο του κόσμου.

Ρουφώντας τον ιερό καπνό, ο τελετουργός αντιλαμβάνεται ότι η μοιρασιά της αναπνοής είναι μοιρασιά της ζωής. Το κάπνισμα της πίπας αντιπροσωπεύει και αποδοχή και υπερβατικότητα, παράδοση με κάποιο τρόπο στη Μητέρα-Γη, η οποία διδάσκει αποδοχή της αλλαγής στη φύση, όπως επίσης αρμονία και θρέψη. Όταν ο καπνός εκπνέεται, αντιπροσωπεύει αυτό που είναι να απελευθερωθεί και να κάνει την υπέρβαση. Ο καπνός που ανεβαίνει προς τον Πατέρα-Ουρανό εξυπηρετεί ως ορατή υπενθύμιση απελευθέρωσης από προσκολλήσεις, επιζήμιες σχέσεις και συνήθειες, και αυτοκαταστροφικές επιθυμίες.

Μέσω της εισπνοής και εκπνοής ο τελετουργός βιώνει την αμπώτιδα και την πλημμυρίδα της ζωής και ανοίγει την καρδιά του προς τη Θεϊκή Παρουσία, στους άλλους, τη φύση και τον κόσμο ολόκληρο.

Ιστορικά η ιερη πίπα χρησιμοποιήθηκε για προσευχή, σε συμφωνίες και συνθήκες, για το καλωσόρισμα επισκεπτών, ή για να εξασφαλίζει τη σίγουρη μετακίνηση μεταξύ των φυλών. Επίσης, χρησιμοποιείτο ως επισφράγιση της αλήθειας σε ό,τι λεγόταν σε συναντήσεις ή εμπορικές συναλλαγές.

Ο Μύθος του Ερμαφρόδιτου - αποσυμβολισμός

Ο Ερμαφρόδιτος παρουσιάζεται στην Ελληνική και Ρωμαϊκή μυθολογία και τέχνη ως το ον που έχει ταυτόχρονα τα χαρακτηριστικά και των δύο φύλων.

Η πρωιμότερη αναφορά στον Ερμαφρόδιτο είναι αυτή του Θεοφράστου, τον 4ο αι. π.Χ. Γνωρίζουμε ακόμα τη συγγραφή ομώνυμου δράματος από τον Έλληνα κωμωδιογράφο Ποσείδιππο, που έζησε στο α' μισό του 3ου αι. π.Χ., το οποίο δυστυχώς δε σώζεται.

Όλες οι άλλες λόγιες πηγές που αναφέρονται σε αυτόν είναι μεταγενέστερες. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, στα μέσα του 1ου αι. π.Χ., μας πληροφορεί για την καταγωγή και την ονοματολογία του Ερμαφρόδιτου. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι ήταν γιος του Ερμή και της Αφροδίτης και ότι το όνομά του αποτελεί συνδυασμό των ονομάτων των γονέων του.

Εκτενέστερα ο μύθος του Ερμαφρόδιτου παραδίδεται από το Λατίνο ποιητή του 1ου αι. π.Χ. Οβίδιο. Ο Ερμαφρόδιτος ήταν γιος του Ερμή και της Αφροδίτης τον οποίο ανέθρεψαν οι νύμφες στις σπηλιές του όρους Ίδη της Φρυγίας. Στο πρόσωπό του αντιφέγγιζε η χάρη και η ομορφιά και των δύο γονέων του, από τους οποίους πήρε και το όνομά του. Όταν έγινε δεκαπέντε χρόνων, εγκατέλειψε το βουνό όπου μεγάλωσε για να περιπλανηθεί στη Μικρά Ασία και να γνωρίσει καινούργια μέρη.

Ήταν γιος του Ερμή και της Αφροδίτης τον οποίο ανέθρεψαν οι νύμφες στις σπηλιές του όρους Ίδη της Φρυγίας. Στο πρόσωπό του αντιφέγγιζε η χάρη και η ομορφιά και των δύο γονέων του, από τους οποίους πήρε και το όνομά του. Όταν έγινε δεκαπέντε χρόνων, εγκατέλειψε το βουνό όπου μεγάλωσε για να περιπλανηθεί στη Μικρά Ασία και να γνωρίσει καινούργια μέρη. Πέρασε από πόλεις της Λυκίας, καθώς και από την Καρία, όπου σταμάτησε να ξεκουραστεί σε μια πηγή που ονομαζόταν Σαλμακίς, τα νερά της οποίας σχημάτιζαν λίμνη.

Η ομώνυμη νύμφη της πηγής, η φιλάρεσκη Σαλμακίς, μαγεύτηκε από την ομορφιά του νέου και τον ερωτεύτηκε παράφορα. Ο Ερμαφρόδιτος όμως έμεινε ασυγκίνητος και αδιάφορος μπροστά στο ερωτικό πάθος της. Όταν εκείνη ένιωσε πως οι προσπάθειές της να τον κατακτήσει απέβαιναν μάταιες, προσποιήθηκε την αδιάφορη και απομακρύνθηκε από την πηγή. Ο Ερμαφρόδιτος, νομίζοντας ότι έμεινε μόνος, βούτηξε στο νερό της πηγής. Η Σαλμακίς όμως, που είχε κρυφτεί σε ένα γειτονικό θάμνο και παρακολουθούσε τις κινήσεις του νέου, βλέποντάς τον ανυπεράσπιστο μέσα στο βασίλειό της, βούτηξε και αυτή στην πηγή.

Ο Ερμαφρόδιτος, όσο και αν προσπάθησε, δεν κατάφερε να ξεφύγει από την αγκαλιά της νύμφης, που τυφλωμένη από το πάθος παρακάλεσε τους θεούς να μη χωρίσουν ποτέ οι δυο τους. Οι θεοί πραγματοποίησαν την επιθυμία της και συνένωσαν τα δύο σώματα σε ένα, δημιουργώντας ένα καινούργιο ον με διττή φύση, ούτε ξεκάθαρα γυναικεία ούτε ξεκάθαρα ανδρική. Ο Ερμαφρόδιτος, καθώς ένιωθε το σώμα του να αφομοιώνεται με το θηλυκό, καταράστηκε την πηγή και παρακάλεσε τους γονείς του όποιος άντρας πέφτει στα νερά της να χάνει τον ανδρισμό του και να εκθηλύνεται. Ο Ερμής και η Αφροδίτη εισάκουσαν την παράκληση του γιου τους και έδωσαν στην πηγή τη μυστηριώδη αυτή δύναμη. Ας εξετάσουμε τώρα και την «εσωτερική παράδοση» στην οποία γίνεται συμβολικά αναφορά στο αρχέγονο ερμαφρόδιτο στάδιο τόσο της κοσμογονίας όσο και της «ανθρωπογονίας».

Στην Ορφική Κοσμογονία ο Ηρικαπαίος ή και Ηρικεπαίος ήταν ερμαφρόδιτο ον το οποίο και χαρακτηριζόταν κυρίαρχη πρωτόγονη και ζωοδότης δύναμη του κόσμου. Κατά την κοσμογονία δημιουργήθηκε στην αρχή ο Χρόνος και εξ αυτού η δυάδα Αιθήρ και Χάος, τα οποία μετά του κοσμογονικού Ωού (αυγού) παρήγαγαν την πρώτη θεϊκή τριάδα. Στη συνέχεια από τη γονιμοποίηση του Ωού προήλθαν ο Έρως, ο Φάνης (δηλαδή ο θεός του φωτός) και ο Μήτις (ο θεός της σκέψης, της φρόνησης) που αποτέλεσαν έτσι τη δεύτερη θεϊκή τριάδα.

Στην Ερμητική παράδοση σύμφωνα με τον Ερμή τον Τρισμέγιστο, ο πατέρας Νους του κόσμου ήταν αρσενικοθήλυκος ζωή και φως, από τον οποίο ξεπηδά ο «Λόγος». Ο κόσμος του φωτός είναι το αρχέτυπο του αισθητού κόσμου, ο οποίος δημιουργείται από το κατώτερο μέρος του, ύστερα από απόφαση του Θεού και δια της συμμετοχής του «Λόγου», υιού του Θεού.

Στην συνέχεια ο πατέρας Νους γέννησε έναν άλλο δεύτερο δημιουργό Νου, ο οποίος μέσω του «Λόγου» δημιουργεί τον δικό μας αισθητό κόσμο, που υπακούει στους κανόνες της Ειμαρμένης. Καθήκον του κατώτερου αισθητού κόσμου είναι να μιμείται τον ιδεατό (αρχέτυπο). Ο «Λόγος» με τον 

«Ο Νους-Θεός που είναι αρσενικό-θηλυκός, ζωή και φως μαζί, γέννησε με έναν λόγο, άλλον δημιουργό Νου, ο οποίος είναι Θεός της φωτιάς και του πνεύματος και ο ενιαίος δημιουργός επτά διοικητών που περιέχουν σε κύκλους τον αισθητό κόσμο και η διοίκησή τους καλείται Ειμαρμένη και αμέσως από τα κατώτερα στοιχεία (του Θεού) ξεπήδησε ο Θεϊκός Λόγος στην περιοχή της καθαρής φυσικής δημιουργίας κι ενώθηκε με τον δημιουργό Νου (προς τον οποίον είναι ομοούσιος). Και ο δημιουργός Νους μαζί με τον Λόγο, που περιβάλλει τους κύκλους και τους κάνει να στριφογυρίζουν με κραδασμούς στριφογύρισε τα δικά του δημιουργήματα και τα άφησε να στρέφονται από απροσδιόριστο χρόνο και θα συνεχίσουν να στρέφονται διαρκώς χωρίς τέλος». Λόγοι, Ι 9,10.

Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα» του Θεού. Η δημιουργία του ανθρώπου ξεκινάει με την δημιουργία του ανθρώπου αρχέτυπο, που τον δημιουργεί ο πρωταρχικός Νους κατ’ εικόνα του πατέρα:

«Κι ο πατέρας όλων ο Νους, που είναι ζωή και φως, γέννησε τον άνθρωπο, ίσον με τον εαυτό του, τον οποίον αγάπησε ως γέννημα δικό του. Και ήταν πανέμορφος ο άνθρωπος γιατί είχε την εικόνα του πατέρα του. Επειδή ο Θεός αγάπησε την ίδια του την μορφή, του παρέδωσε όλα τα δημιουργήματα». Λόγοι, Ι 12-15

Η δημιουργία του ανθρώπου γίνεται με την δημιουργία του ανθρώπου –αρχέτυπο, που τον δημιουργεί ο πρωταρχικός Νους κατ’ εικόνα του πατέρα. Στην συνέχεια και ο άνθρωπος συμμετέχει στην δημιουργία. Αρχικά ο άνθρωπος δεν είχε φύλο ήταν αρσενικοθήλυκος κάτι που συναντάμε επίσης στην αρχαιοελληνική γραμματεία τόσο στον Ησίοδο όσο και τον Πλάτωνα.

«Οι ψυχές παιδί μου, Ώρε έχουν όμοια φύση, καθότι προέρχονται από τον ίδιο τόπο, όπου τις πλάθει ο δημιουργός, και δεν είναι ούτε αρσενικές ούτε θηλυκές. Διότι η διάκριση αυτή γίνεται στα σώματα και όχι στα ασώματα.» Από τον Λόγο του Ερμή προς τον Τατ, απόσπασμα 24, 8.

«Όταν επληρώθη η περίοδος, λύθηκε ο δεσμός που συγκρατούσε τα πάντα με την θέληση του Θεού. Έτσι όλα τα ζώα που ήταν αρσενικοθήλυκα κι ο άνθρωπος μαζί, διαλύθηκαν κι άλλα έγιναν αρσενικά κι άλλα θηλυκά. Και τότε ο Θεός είπε άγιο λόγο. Αυξάνεστε και πληθύνεστε όλα τα κτίσματα και τα δημιουργήματα». Ποιμάνδρης Ι, 18.

Ο άνθρωπος - αρχέτυπο διαπερνόντας τους πλανητικούς κύκλους παρουσιάστηκε στην φύση, και εισέρχεται την ύλη. Κάτι όμως που είχε ως συνέπεια την πτώση του, διότι ως Νάρκισσος αγάπησε την μορφή του, την αντανάκλασή του στον υλικό κόσμο, και συνειδητά επέλεξε να κατοικήσει στην άλογη μορφή.

«Και τότε ο άνθρωπος είδε στην κατώτερη φύση την ωραία μορφή του Θεού κι όταν είδε το απέραντο κάλλος κι όλη την ενεργητικότητα των διοικητών να ενώνονται στην μορφή του Θεού, εκείνος μειδίασε από αγάπη, γιατί είδε την υπέροχη μορφή του ανθρώπου να αντανακλάται στο νερό και στην σκιά του πάνω στην γη. Κι αυτός βλέποντας την όμοια με αυτόν μορφή στο νερό την αγάπησε και θέλησε να κατοικήσει σε αυτήν. Κι αμέσως η βουλή έγινε ενέργεια και κατοίκησε στην άλογη μορφή. Και για αυτόν τον λόγο ο άνθρωπος είναι διπλός από όλα τα ζώα της γης: θνητός κατά το σώμα κι αθάνατος στην ουσία του». Λόγοι, Ι 12-15.

Εξαιτίας της πτώσης του ο άνθρωπος έχει διπλή φύση, θνητός ως προς το σώμα και αθάνατος ως προς τη ουσία του. Ο άνθρωπος που έχει επίγνωση της αθάνατης φύσης του, προχωράει προς την γνώση του υπέρτατου αγαθού και την ένωση με τον Θεό, που γίνεται με την ενδοσκόπηση, ενώ ο άνθρωπος που ερωτεύτηκε το σώμα του παραμένει στο σκοτάδι και τον θάνατο. Με τον θάνατο βέβαια δεν καταστρέφεται τίποτα απλώς γίνεται μια διάλυση των υλικών στοιχείων.

«-Δεν παθαίνουν πατέρα, τα ζώα που βρίσκονται μέσα σε αυτό (Θείο) και είναι μέρη του;

-Κράτα τον λόγο σου τέκνο μου, γιατί πλανάσαι στην ονομασία των φαινομένων. Δεν πεθαίνει τίποτα τέκνο μου, αλλά ως σύνθετα σώματα, διαλύονται. Η διάλυση δεν είναι θάνατος, αλλά διάλυση του κράματος. Και διαλύεται όχι για να χαθεί αλλά για να γίνει κάτι νέο. Γιατί ποια είναι η ενέργεια της ζωής: Δεν είναι η κίνηση; Και υπάρχει τίποτα ακίνητο στον κόσμο; Τίποτε, παιδί μου.

-Ούτε η Γη δεν είναι ακίνητη πατέρα κατά την γνώμη σου;

-Όχι παιδί μου. Η γη είναι και πολυκίνητος από μόνη της και στάσιμη. Πόσο γελοίο είναι να λέμε την τροφό των πάντων ακίνητη, αυτή που βλασταίνει και γεννάει τα πάνα.
Είναι αδύνατο να βλασταίνει κάτι δίχως να κινείται.

Τέκνο μου, ο κόσμος ως σύνολο είναι αμετάβλητος , αλλά τα μέρη του είναι μεταβλητά, ενώ τίποτα δεν είναι φθαρτό και τίποτα δεν χάνετε. Μόνο οι ορισμοί μπερδεύουν τους ανθρώπους. Δεν είναι η γένεση ζωή, αλλά η αίσθηση, ούτε ο θάνατος αλλά λήθη». Λόγοι ΙΒ, 17,18.

Η ψυχή απελευθερώνεται και αναβαίνει περνώντας από τις εφτά σφαίρες αφήνοντας όλα της τα πάθη έως ότου φτάσει στην όγδοη φύση και την ένωση της με τον Θεό.

«Η ασεβής ψυχή μένει στην ίδια ουσία, κολάζεται από αυτήν και ζητάει γήινο σώμα για να εισέλθει. Σε ζώου σώμα δεν χωράει ανθρώπινη ψυχή και η Θέμιδα δεν επιτρέπει η ανθρώπινη ψυχή να εκπέσει σε αλόγου ζώου σώμα. Νόμος του Θεού είναι για να προφυλάσσει την ανθρώπινη ψυχή από μία τέτοια ύβρη». Λόγοι, X, 19.

Σύμφωνα με την «εσωτερική παράδοση» η εξέλιξη του ανθρώπου προχωρά μέσα από Επτά Κοσμικές Περιόδους που αντιστοιχούν σε διαδοχικές «καταστάσεις» από τις οποίες περνά η Γη όσο και τα όντα που ζουν σε αυτή, συνεπώς και ανθρωπότητα από το πνεύμα πρός την Ύλη. (Ο Ησίοδος στο «Έργα και Ημέραι» αναφέρει πως υπήρχαν πέντε έως τώρα γένη της ανθρωπότητας, χαρακτηρίζοντάς τα κατά σειρά φθίνουσας αξίας μετάλλων: Πρώτο είναι το «Χρυσό» Γένος, όπου οι άνθρωποι ζούσαν σαν τους θεούς χωρίς μόχθο, βάσανα και γηρατειά. Δεύτερο το «Αργυρό» Υπερβόρειοι-Ουρανός, τρίτο το «Χάλκινο» Λεμούρειοι-Κρόνος, τέταρτο το Γένος των Ηρώων Άτλαντες-Δίας και πέμπτο το «Σιδερένιο» Γένος, το πιο «άθλιο» απ’ όλα, το δικό μας).

Εμείς βρισκόμαστε τώρα στην τετάρτη Κοσμική Περιόδο. Έχουν προηγηθεί η «Κρόνια», η «Ηλιακή» και η «Σεληνιακή» και θα ακολουθήσει η περίοδος του «Δία», της «Αφροδίτης» και του «Ηφαίστου», κατά τις οποίες η ανθρωπότητα θα γίνεται διαρκώς πνευματικότερη. Οι τρεις προηγούμενες αλυσίδες αντιστοιχούν συμβολικά στην «ορυκτή», «φυτική» και «ζωική» εξέλιξη του ανθρώπου και κατ’ αυτές εμφανίστηκαν διαδοχικά τα στοιχεία Φωτιά, Αέρας και Νερό.

Το πρώτο γένος των ανθρώπων, το κατεξοχήν Θείο ή «Χρυσό» ήταν καθαρά αιθερικό αποτελούμενο από τα αστρικά σώματα των «Σεληνιακών Προγόνων» πάνω στα οποία άρχισε να δομεί η Φύση του υλικό σώμα του ανθρώπου.

Το δεύτερο γένος (Υπερβόρειοι) ήταν άφυλο ενώ το τρίτο (Λεμούρειοι) ερμαφρόδιτο. Στα μέσα περίπου αυτού του τρίτου γένους των Λεμουρείων έγινε ο διαχωρισμός των φύλων ή «η πτώση στη γέννηση» και ο προηγουμένως ερμαφρόδιτος άνθρωπος, ο οποίος πολλαπλασιαζόταν μέχρι τότε μόνο με τη θέλησή του, απέκτησε φύλο και χρειαζόταν πια για την αναπαραγωγή του τη συνεύρεσή του με ένα ον του αντιθέτου φύλου. Στα προηγούμενα γένη ο πολλαπλασιασμός ήταν αγενής (ασεξουαλικός) είτε με τη στερέωση ενός «εκτοπλασματικού» σώματος που πρόβαλλε ο γονέας ή με εκβλάστηση, ή με «ιδρωτογέννηση» ή με άγνωστες σε μας μορφές ωοτοκίας.

Σύμφωνα με αυτή την παράδοση, η τελευταία ερμαφρόδιτη ανθρωπότητα είχε τέσσερα χέρια και δύο πρόσωπα και την ικανότητα της κυκλοτερούς όρασης (μπρος και πίσω). Μπορούμε έτσι να καταλάβουμε τις παράξενες Ινδουιστικές θεότητες με τα τέσσερα χέρια ή την παράδοση για τους Κύκλωπες (=κύκλος + ώψ-μάτι, δηλαδή ετυμολογικά οι έχοντες κυκλοτερή όραση) και τον εκφυλισμό του τρίτου ματιού της «πλάτης» μας μετά τη πτώση των Ερμαφρόδιτων, οπότε αυτό τελικά αποσύρθηκε με τα χρόνια μέσα στο κεφάλι μας και αποτελεί τη σημερινή υπόφυση.

Ας δούμε πως περιγράφει στο Συμπόσιο ο Πλάτωνας το αρχέγονο αυτό όν:

«υπήρχε λοιπόν τότε το ανδρόγυνο, που και στην εμφάνιση και στο όνομα αποτελούσε συνδυασμό του αρσενικού και του θηλυκού" τώρα όμως δεν υφίσταται πια αλλά το όνομα χρησιμεύει σαν βρισιά. Έπειτα ολόκληρο το σώμα κάθε ανθρώπου ήταν στρογγυλό, έχοντας ολόγυρα τη ράχη και τα πλευρά. Χέρια είχε τέσσερα και πόδια ίσα με τα χέρια, και πρόσωπα δύο πάνω από κυκλικό αυχένα, ολόιδια μεταξύ τους. Κεφάλι ένα πάνω από τα δύο πρόσωπα που βρίσκονταν το ένα απέναντι στο άλλο και αυτιά τέσσερα και διπλά γεννητικά όργανα, και όλα τα άλλα όπως θα μπορούσε κανείς από αυτά να εικάσει.

Προχωρούσε λοιπόν και όρθιο όπως και τώρα προς οποιαδήποτε κατεύθυνση ήθελε, αλλά και όταν επιθυμούσε να τρέξει γρήγορα, όπως οι ακροβάτες, που φέρνοντας τα πόδια επάνω κινούνται κυκλικά, έχοντας τότε οχτώ σκέλη, στηριζόταν σ' αυτά και μετακινούνταν γρήγορα κυκλικά. Και ήταν τρία τα γένη και τέτοια, γιατί το αρσενικό γεννήθηκε αρχικά από τον ήλιο, το θηλυκό από τη γη κι εκείνο που μετείχε και των δύο από τη σελήνη, γιατί και η σελήνη μετέχει και των δύο. Ήταν δε κυκλικά, και αυτά και η πορεία τους, γιατί ήταν όμοια με τους γονείς τους και ήταν φοβερά ως προς τη δύναμη και τη σωματική τους αντοχή και είχαν πολύ μεγάλη έπαρση.

Τα έβαλαν μάλιστα και με τους θεούς, και αυτό που λέει ο Όμηρος για τον Εφιάλτη και για τον Ώτο, για εκείνους το λέει, το ότι δηλαδή προσπάθησαν να ανεβούν στον ουρανό για να επιτεθούν στους θεούς. Ο Ζευς τότε και οι άλλοι θεοί σκέφτονταν τι πρέπει να τους κάνουν και δεν έβρισκαν λύση, γιατί δεν μπορούσαν ούτε να τους σκοτώσουν και, όπως τους Γίγαντες, να τους κατακεραυνώσουν για να αφανίσουν το γένος τους (γιατί έτσι οι τιμές προς αυτούς και οι θυσίες των ανθρώπων θα χάνονταν), ούτε όμως και να τους αφήσουν να παρεκτρέπονται.

Τέλος ο Ζευς σκέφτηκε κάτι και τους λέει: Μου φαίνεται, είπε, πως μηχανεύτηκα έναν τρόπο ώστε και να διατηρηθούν οι άνθρωποι και να πάψει ο εκτραχηλισμός τους, αφού θα έχουν γίνει ασθενέστεροι. Τώρα λοιπόν αυτούς, είπε, θα τους κόψω τον καθένα στη μέση, κι έτσι και ασθενέστεροι θα είναι και χρησιμότεροι σ' εμάς, γιατί θα είναι πολυπληθέστεροι. Και θα βαδίζουν όρθιοι πάνω στα δύο σκέλη.

Αν όμως εξακολουθήσουν να παρεκτρέπονται και δεν θελήσουν να ησυχάσουν, και πάλι είπε, θα τους κόψω στα. δύο, ώστε να περπατούν πάνω στο ένα πόδι σα να παίζουν κουτσό. Αφού τα είπε αυτά, έκοψε τους ανθρώπους στη μέση, όπως εκείνοι που κόβουν τα μούσμουλα για να τα ξεράνουν, ή όπως εκείνοι που κόβουν τα αβγά με μια τρίχα. Και όποιον έκοβε, έβαζε τον Απόλλωνα να του γυρίζει το πρόσωπο και τον μισό λαιμό προς την τομή, ώστε βλέποντας το κόψιμό του να γίνει ο άνθρωπος φρονιμότερος και τον έβαζε να γιατρέψει και τα άλλα.

Αυτός λοιπόν του γύριζε το πρόσωπο και, τραβώντας από παντού το δέρμα προς αυτό που λέμε τώρα κοιλιά, όπως τα σουρωτά πουγκιά, το έδενε στη μέση της κοιλιάς αφήνοντας ένα στόμιο, αυτό που λέμε αφαλό. Και τις άλλες ρυτίδες τις πολλές τις λείαινε και διάρθρωνε τα στήθη έχοντας ένα όργανο παρόμοιο μ' εκείνο που χρησιμοποιούν οι τσαγκάρηδες για να λειαίνουν τις ρυτίδες των δερμάτων γύρω από τα καλαπόδια. Άφησε όμως λίγες, αυτές που βρίσκονται γύρω από την κοιλιά και τον αφαλό, για να αποτελούν ανάμνηση του παλιού παθήματος. Επειδή λοιπόν η φύση διχοτομήθηκε, ποθώντας το καθένα το μισό του, πήγαινε μαζί του.

Και τυλίγοντας τα χέρια του ο ένας γύρω από τον άλλον και αγκαλιασμένοι μεταξύ τους, θέλοντας να ξαναενωθούν, πέθαιναν από την πείνα και την απραξία, γιατί δεν ήθελαν να κάνει τίποτα ο ένας χωρίς τον άλλον. Και όποτε πέθαινε το ένα από τα δυο μισά και παρέμενε το άλλο, εκείνο που παρέμενε επιζητούσε άλλο και αγκαλιαζόταν μαζί του, είτε τύχαινε να είναι το ήμισυ μιας ολόκληρης γυναίκας (αυτό που τώρα ονομάζουμε γυναίκα), είτε ενός άντρα, και έτσι χάνονταν. Τους λυπήθηκε όμως ο Ζευς και μηχανεύτηκε κάτι άλλο, μεταθέτοντας τα γεννητικά τους όργανα μπροστά γιατί προηγουμένως τα είχαν κι αυτά προς τα έξω και η γονιμοποίηση και η γέννηση γινόταν όχι επάνω τους αλλά στη γη, όπως και στα τζιτζίκια.

Τα μετέθεσε λοιπόν έτσι αυτά μπροστά και έκανε ώστε μ' αυτά να γίνεται η γονιμοποίηση μέσα τους, με το αρσενικό μέσα στο θηλυκό, ώστε με το αγκάλιασμα, αν τύχει να είναι ανάμεσα σε άντρα και γυναίκα, να γίνεται γονιμοποίηση και να αναπαράγεται το γένος, ή αν είναι άντρας με άντρα, να επέρχεται κορεσμός από τη συνουσία και να υπάρχουν παύσεις, και να στρέφονται στις δουλειές τους και να ασχολούνται με τα διάφορα ζητήματα της ζωής.

Είναι λοιπόν από τόσο παλιά ο έρωτας έμφυτος στους ανθρώπους και τους επαναφέρει στην αρχαία φύση, και επιχειρεί να κάνει από τα δύο ένα, και να γιατρέψει την ανθρώπινη φύση. Ο καθένας λοιπόν από μας είναι κομμάτι ανθρώπου, σαν κομμένος από ένα στα δύο, όπως οι γλώσσες τα ψάρια, κι αναζητεί πάντοτε ο καθένας το κομμάτι που του λείπει».

Θα μπορούσε να πεί κανείς πως και σε Ψυχολογικό επίπεδο η αναζήτηση του άλλου μισού που αναφέρει ο Πλάτωνας, βρίσκει την έκφραση του μέσα από την θεωρία του Carl Jung Animus και Anima. Σύμφωνα με αυτή τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες έχουν μέσα τους στοιχεία και του αντίθετου φύλου. Κάθε άντρας έχει και μια θηλυκή πλευρά και κάθε γυναίκα έχει ασυνείδητα αρσενικά χαρακτηριστικά. Το θηλυκό αρχέτυπο στον άντρα αποκαλείται «Anima», ενώ το αρσενικό αρχέτυπο στη γυναίκα αποκαλείται «Animus».

Καθόλου επίσης τυχαίο πως σύμφωνα με την Ορφική Κοσμογονία ο Ηρικαπαίος ή και Ηρικεπαίος ήταν ερμαφρόδιτο ον το οποίο και χαρακτηριζόταν κυρίαρχη πρωτόγονη και ζωοδότης δύναμη του κόσμου. Κατά την Ορφική κοσμογονία στην αρχή δημιουργήθηκε ο Χρόνος και εξ αυτού η δυάδα Αιθήρ και Χάος, τα οποία μετά του κοσμογονικού Ωού (αυγού) παρήγαγαν την πρώτη θεϊκή τριάδα. Στη συνέχεια από τη γονιμοποίηση του Ωού προήλθαν ο Έρως, ο Φάνης (δηλαδή ο θεός του φωτός) και ο Μήτις (ο θεός της σκέψης, της φρόνησης) που αποτέλεσαν έτσι τη δεύτερη θεϊκή τριάδα..

Λατρεία

Η θεοποίηση καθώς και οι απαρχές της λατρείας των ερμαφρόδιτων όντων προέρχονται από τις ανατολικές θρησκείες, όπου η ερμαφρόδιτη φύση εξέφραζε την ιδέα ενός αρχέγονου όντος το οποίο συνένωνε τα δύο φύλα και είχε τη δύναμη να αυτογονιμοποιείται. Στην Ελλάδα και στη Μικρά Ασία ερμαφρόδιτα χαρακτηριστικά εμφανίζουν κατά περίπτωση γνωστές μεγάλες θεότητες, όπως ο Διόνυσος, ο Ζευς Στράτιος, ο Έρως, η Κυβέλη, η Άγδιστις και η Αφροδίτη, η οποία στην Κύπρο λατρευόταν ως Αφρόδιτος και παριστανόταν ως θηλυκή υπόσταση με γενειάδα και φαλλό.

Στον Ελλαδικό χώρο η λατρεία που Ερμαφρόδιτου πρέπει να εισήχθη στις αρχές του 4ου αι. π.Χ., οι γνώσεις όμως για αυτήν είναι πενιχρές. Δεν έχουμε πληροφορίες για το αν αποτέλεσε μία από τις σημαντικές θεότητες στο ελληνικό πάνθεον ούτε για το είδος των ιδιοτήτων που είχε. Διατυπώθηκε η υπόθεση, καθώς ο Ερμαφρόδιτος ενσάρκωνε την πλήρη ενότητα και αρμονία των δύο φύλων, ότι επρόκειτο πιθανόν για θεότητα άμεσα συνδεδεμένη με τη γονιμότητα και την αναπαραγωγή και λατρευόταν ως προστάτης του γάμου και της σεξουαλικής ένωσης.

Παράλληλα, οι απεικονίσεις του κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο σε ιδιωτικές οικίες, θέατρα, λουτρά και γυμνάσια οδήγησε στο συμπέρασμα ότι πιθανώς είχε αποδοθεί στη θεότητα αποτροπαϊκή ιδιότητα. Επιπλέον οι μορφές του Ερμαφρόδιτου από τερακότα που βρέθηκαν σε ελληνιστικούς τάφους στην Ελλάδα και οι απεικονίσεις του σε ρωμαϊκά ταφικά μνημεία απηχούν ίσως κάποια χθόνια υπόσταση.

Αξιοσημείωτο είναι ότι οι Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς δε φαίνεται να τον συσχετίζουν με τους ανθρώπους που εκ γενετής είχαν αδιευκρίνιστα σεξουαλικά χαρακτηριστικά, οι οποίοι θεωρούνταν μίασμα και δυσοίωνα όντα και γι’ αυτό θανατώνονταν. Από τα λεγόμενα του Θεοφράστου διαφαίνεται ότι ο Ερμαφρόδιτος δεχόταν λατρευτικές τιμές, ενώ ο Αλκίφρων κάνει λόγο για την παρουσία ιερού αφιερωμένου στη θεότητα στο δήμο Αλωπεκής της Αττικής. Δυστυχώς δεν υπάρχουν στοιχεία για ιερά αφιερωμένα στον Ερμαφρόδιτο στη Μικρά Ασία.

Κατά την λατρεία του οι άνδρες ντύνονταν ως γυναίκες και οι γυναίκες ως άνδρες.

Τέχνη

Ο Ερμαφρόδιτος εικονίζεται συχνά στην ελληνιστική και ρωμαϊκή τέχνη σε γλυπτά, τοιχογραφίες και ψηφιδωτά. Φιλολογικές και επιγραφικές μαρτυρίες αναφέρουν γλυπτά έργα με τη μορφή του. Αξιοσημείωτη είναι η μνεία του Πλινίου σε ένα χάλκινο άγαλμα που επονομαζόταν Hermaphroditus nobilis, κατασκευασμένο από το γλύπτη Πολυκλή.

Ο Ερμαφρόδιτος εικονίζεται στα έργα τέχνης της Αρχαιότητας γυμνός ή εν μέρει ντυμένος, είτε έχοντας κορμί εφήβου με γυναικεία στήθη και ανδρικά γεννητικά όργανα είτε με ευλύγιστο καλλίγραμμο γυναικείο κορμί και ανδρικά γεννητικά όργανα. Στη γλυπτική ιδιαίτερα διαδεδομένος ήταν ο τύπος του «ανασυρόμενου Ερμαφρόδιτου», που ανασηκώνει τα ιμάτιό του επιδεικνύοντας τα γεννητικά του όργανα.

Περίφημη όμως είναι και η φιγούρα του επονομαζόμενου «κοιμώμενου Ερμαφρόδιτου», έργο της Ελληνιστικής περιόδου που σώζεται σε πολλά ρωμαϊκά αντίγραφα.

Συχνά συναντούμε τον Ερμαφρόδιτο σε γλυπτά συμπλέγματα, είτε μαζί με την Αφροδίτη είτε μαζί με Ερωτιδείς ή τον Πάνα είτε με μορφές του βακχικού θιάσου. Στις τοιχογραφίες της Πομπηίας απεικονίζεται με το Σειληνό, γεγονός που απηχεί μάλλον την παράδοση που συνδέει τα δύο αυτά μυθικά πρόσωπα. Δε γνωρίζουμε έργα τέχνης της Αρχαιότητας τα οποία να απεικονίζουν το μύθο του Ερμαφρόδιτου και της νύμφης Σαλμακίδος που παραδίδει ο Οβίδιος. Αντίθετα, στην Αναγέννηση και σε μεταγενέστερες περιόδους ο μύθος αυτός αποτέλεσε πηγή έμπνευσης πολλών καλλιτεχνών.

Στη Μικρά Ασία βρέθηκε μικρός αριθμός γλυπτών με τη μορφή του Ερμαφρόδιτου. Από τη Σμύρνη προέρχεται ένα άγαλμα του τύπου του «ανασυρόμενου Ερμαφρόδιτου», ενώ δύο μαρμάρινες ερμαϊκές στήλες με τη μορφή του Ερμαφρόδιτου ανακαλύφθηκαν στο Πέργαμον. Στο Πέργαμον βρέθηκε επίσης ένα εξαιρετικό μαρμάρινο άγαλμά του που χρονολογείται στο 2ο αι. π.Χ.

Ο Ερμαφρόδιτος στέκεται ημίγυμνος, με μανδύα ριγμένο στο αριστερό του χέρι και λυγίζοντας το σώμα προς τα πίσω, αποκαλύπτοντας έτσι τα γεννητικά του όργανα. Η στάση παραπέμπει σε αγαλματικούς τύπους της Αφροδίτης, του Διονύσου και του Απόλλωνα. Κάποια τμήματα από γλυπτά συμπλέγματα Ρωμαϊκής εποχής που παρίσταναν τον Ερμαφρόδιτο μαζί με σάτυρο βρέθηκαν στη Σίδη, στη Σμύρνη, καθώς και στην Αντιόχεια της Συρίας, από όπου προέρχονται και σπαράγματα μωσαϊκών που έφεραν και αυτά παράσταση του Ερμαφρόδιτου με σάτυρο.

Πύλες της φωτιάς




Η Μεγαλειότητά του είδε από κοντά με τα ίδια του τα μάτια την εκπληκτική ανδρεία που επέδειξαν οι Σπαρτιάτες, οι Θεσπιείς και οι απελεύθεροι βοηθητικοί και υπηρέτες τους εκείνο το τελευταίο πρωινό που υπερασπίζονταν το πέρασμα. Δε χρειάζεται να επαναλάβω τα γεγονότα της μάχης. Θα αναφέρω μόνο αυτές τις περιπτώσεις και τις στιγμές που ίσως διέφυγαν της προσοχής της Μεγαλειότητάς Του από εκεί που βρισκόταν, απλώς και μόνο, όπως ο ίδιος το ζήτησε, για να ρίξω φως στο χαρακτήρα των Ελλήνων που εκεί αποκαλούσε εχθρό του.

Πρώτος απ’ όλους και αναντίρρητα για λόγους υπεροχής, μόνο ένας μπορεί να είναι, ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Λεωνίδας. Όπως γνωρίζει η Μεγαλειότητά Του, η κύρια δύναμη του περσικού στρατού, που εμφανίστηκε όπως τις δύο προηγούμενες μέρες από το δρόμο της Τραχίνας, άρχισε την επίθεσή της όταν ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά. Η ώρα της επίθεσης ήταν μάλλον κοντά στο μεσημέρι παρά στο πρωί και έγινε πριν κάνουν την εμφάνισή τους οι Δέκα Χιλιάδες στα μετόπισθεν των συμμάχων. Τόση ήταν η περιφρόνηση του Λεωνίδα για το θάνατο, ώστε την περισσότερη ώρα αυτής της ανάπαυλας κοιμόταν. Αν έλεγα λαγοκοιμόταν, θα ήταν πιο ακριβής η περιγραφή, τόσο ξένοιαστος φαινόταν ο βασιλιάς έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος πάνω στη γη. Είχε στρώσει από κάτω το μανδύα του, είχε σταυρώσει τα πόδια στους αστραγάλους και τα χέρια πάνω στο στήθος, ενώ τα ματιά του σκίαζε ένα ψάθινο καπέλο. Το κεφάλι του αναπαυόταν ανέμελα στον ομφαλό της ασπίδας του. Θα μπορούσε να ήταν ένα αγόρι που βοσκούσε τα γίδια του και είχε πάρει έναν υπνάκο μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού.

Τι είναι αυτό που χαρακτηρίζει ένα βασιλιά; Ποιες είναι οι αρετές του; Ποιες αρετές εμπνέει σε αυτούς που τον υπηρετούν; Σίγουρα αυτές, αν τολμήσει να μαντέψει κανείς όσα αναλογίζεται η καρδιά της Μεγαλειότητας Του, είναι οι ερωτήσεις που απασχολούν πιότερο το μυαλό και τη σκέψη του.

Μπορεί η Μεγαλειότητα Του να θυμηθεί τη στιγμή στην πλαγιά πέρα από τα Στενά, τότε που λύγισε πια ο Λεωνίδας, χτυπημένος από μισή δωδεκάδα δόρατα, τυφλωμένος κάτω από την περικεφαλαία του, που είχε κομματιαστεί από το χτύπημα ενός τσεκουριού, με το αριστερό του χέρι άχρηστο και την ασπίδα του να κρέμεται στον ώμο κομματιασμένη, που έπεσε τελικά κάτω από τα χτυπήματα του εχθρού; Μπορεί η Μεγαλειότητά Του να θυμηθεί την αναστάτωση που δημιουργήθηκε μέσα στη σύγχυση της σφαγής όταν μια ομάδα Σπαρτιάτες όρμησε στο στόμα του εχθρού, που κόμπαζε για το κατόρθωμά του, και τον ανάγκασε να υποχωρήσει για να πάρει το σώμα του βασιλιά της; Δε θα αναφερθώ στην πρώτη ούτε στη δεύτερη ή στην τρίτη προσπάθεια, αλλά στην τέταρτη, όταν είχαν απομείνει πια λιγότεροι από εκατό, όμοιοι και ιππείς και απελεύθεροι, να μάχονται με έναν εχθρό που επιτίθετο κατά χιλιάδες.

Θα πω στη Μεγαλειότητά Του τι είναι ένας βασιλιάς.

Ένας βασιλιάς δεν κάθεται στη σκηνή του όταν οι άντρες του αιμορραγούν και πεθαίνουν στο πεδίο της μάχης. Ένας βασιλιάς δε γευματίζει όταν οι άντρες του είναι πεινασμένοι, ούτε κοιμάται όταν φυλούν σκοπιά πάνω στο τείχος. Ένας βασιλιάς δεν επιβάλλει υπακοή και αφοσίωση με το φόβο, ούτε τα εξαγοράζει με χρυσό. Κερδίζει την αγάπη τους με τον ιδρώτα του κορμιού του και τους πόνους που υπομένει για χάρη τους. Και το δυσκολότερο απ' όλα, ένας βασιλιάς σηκώνεται πρώτος και πέφτει τελευταίος. Ένας βασιλιάς δε ζητά από αυτούς που διοικεί να τον υπηρετούν, τους υπηρετεί εκείνος.

Λίγο πριν αρχίσει η τελική μάχη, όταν οι γραμμές του εχθρού που αποτελούνταν από Πέρσες, Μήδους και Σάκες, Βάκτριους και Ιλλυρίους, Αιγύπτιους και Μακεδόνες, ήταν τόσο κοντά ώστε να μπορούσαμε να δούμε τα πρόσωπά τους. Ο Λεωνίδας πήγε στις σειρές των Σπαρτιατών και των Θεσπιέων και μίλησε ιδιαιτέρως με κάθε διοικητή. Όταν σταμάτησε δίπλα στο Διηνέκη, ήμουν αρκετά κοντά για να ακούσω τα λόγια του.

"Τους μισείς Διηνέκη;" ρώτησε ο βασιλιάς με τόνο φιλικό χωρίς να βιάζεται, σαν να συζητούσε, δείχνοντας τους λοχαγούς και τους αξιωματικούς των Περσών, που διακρίνονταν καθαρά πέρα από το ουδενός χωρίον, το ουδέτερο έδαφος.

Ο Διηνέκης απάντησε αμέσως πως δεν τους μισούσε. «Βλέπω πρόσωπα ευγενικά και αριστοκρατικά. Δεν είναι λίγοι αυτοί, νομίζω, που θα τους καλωσόριζε κανείς με ένα χτύπημα στην πλάτη και ένα γέλιο σε οποιοδήποτε φιλικό τραπέζι».

Ο Λεωνίδας ήταν φανερό ότι επιδοκίμασε την απάντηση του αφέντη μου. Τα μάτια του ωστόσο είχαν σκοτεινιάσει από θλίψη.

"Τους λυπάμαι" παραδέχτηκε, δείχνοντας τους γενναίους άντρες του αντιπάλου, που ήταν παραταγμένοι τόσο κοντά. "Και τι δεν θα ’διναν οι ευγενέστεροι από αυτούς να βρίσκονταν εδώ μαζί μας τώρα"

Αυτό σημαίνει βασιλιάς, Μεγαλειότατε. Ένας βασιλιάς δεν αναλώνει την ύπαρξη του σκλαβώνοντας ανθρώπους αλλά με τη συμπεριφορά και το παράδειγμά του, τους ελευθερώνει. Η Μεγαλειότητά Του ίσως αναρωτηθεί, όπως ο Κόκορας και η δέσποινα Αρέτη, γιατί ένας άνθρωπος όπως εγώ, ο οποίος λόγω της θέσης του θα μπορούσε να θεωρηθεί στην καλύτερη περίπτωση υπηρέτης και στη χειρότερη δούλος, γιατί αυτός ο άντρας να πεθάνει για ανθρώπους που δεν ήταν από την ίδια φυλή και πατρίδα. Ξαναθυμάμαι τη ζωή μου και λέω ότι θα έκανα το ίδιο πράγμα όχι μία αλλά εκατό φορές, για το Λεωνίδα, για το Διηνέκη, τον Αλέξανδρο και τον Πολύνεικο, για τον Κόκορα και τον Αυτόχειρα, για την Αρέτη και τη Διομάχη, το Βρύαξη, για τον πατέρα και τη μητέρα μου, για τη γυναίκα και τα παιδιά μου. Εγώ και κάθε άνθρωπος δεν υπήρξαμε ποτέ πιο ελεύθεροι απ’ όταν δηλώσαμε υποταγή σ’ αυτούς τους σκληρούς νόμους που παίρνουν τη ζωή και την ξαναδίνουν πάλι πίσω.

Τα γεγονότα αυτής της μάχης δεν τα θεωρώ σημαντικά, γιατί ο αγώνας με τη βαθύτερη έννοια είχε τελειώσει πριν καν αρχίσει. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Λεωνίδα, είχα κοιμηθεί κι εγώ ακουμπισμένος πάνω στο τείχος μια,δυο. τρεις ώρες, μέχρι ο στρατός της Μεγαλειότητάς Του να κάνει την κίνησή του.

Στον ύπνο μου βρέθηκα ξανά στα βουνά πάνω από την πόλη όπου έζησα τα παιδικά μου χρόνια. Δεν ήμουν πια παιδί αλλά μεγάλος. Ήταν εκεί και η εξαδέλφη μου, κορίτσι ακόμη, και οι σκύλοι μας, ο Τυχερός και η Ευτυχία, όπως ήταν τις μέρες που ακολούθησαν τη λεηλασία του Αστακού. Η Διομάχη κυνηγούσε ένα λαγό και σκαρφάλωνε ξυπόλυτη με εκπληκτική ταχύτητα σε μια πλαγιά που φαινόταν να φτάνει στα ουράνια. Στην κορφή περίμενε ο Βρύαξης, το ίδιο κι ο πατέρας μου και η μητέρα μου: Το ήξερα, αν και δεν μπορούσα να τους δω. Άρχισα να τρέχω κι εγώ με όλη μου τη δύναμη να προφτάσω τη Διομάχη. Αλλά δεν μπορούσα. Όσο γρήγορα κι αν σκαρφάλωνα, εκείνη παρέμενε πάντα ασύλληπτη, πάντα πιο μπροστά. Μου φώναζε χαρούμενα, παιχνιδιάρικα, ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να τρέξω αρκετά γρήγορα για να την πιάσω.

Ξύπνησα απότομα. Είδα τους Πέρσες απέναντι να περιμένουν σε απόσταση μικρότερη από τη βολή ενός βέλους. Ο Λεωνίδας ήταν όρθιος μπροστά. Ο Διηνέκης όπως πάντα δίπλα στην ενωμοτία του, η οποία είχε παραταχθεί σε επτά άντρες πλάτος και τρεις μήκος, περισσότερο απλωμένη και σε μικρότερο βάθος από τις προηγούμενες ημέρες.

Η θέση μου ήταν τρίτος στη δεύτερη γραμμή, για πρώτη φορά στη ζωή μου χωρίς το τόξο μου, αλλά κρατώντας το βαρύ ακόντιο που τελευταία ανήκε στο Δωριέα. Γύρω από τον αριστερό μου βραχίονα, στηριγμένη γερά στον αγκώνα μου, ήταν τυλιγμένη η ντυμένη με ύφασμα ορειχάλκινη χειρίδα, τοποθετημένη πίσω από τη δρύινη και ορειχάλκινη επιφάνεια της ασπίδας που ανήκε στον Αλέξανδρο. Η περικεφαλαία που φορούσα ανήκε στο Λαχίδη και η κυνή από κάτω ήταν του βοηθού του Αρίστωνα, του Δημάδη.

«Τα μάτια σε μένα!» φώναξε ο Διηνέκης και οι άντρες, όπως πάντα, πήραν το βλέμμα τους από τον εχθρό, που είχε παραταχθεί τόσο κοντά στο ουδέτερο έδαφος, που βλέπαμε τις ίριδες κάτω από τα ματόκλαδά τους και τα κενά ανάμεσα στα δόντια τους. Ήταν αμέτρητοι. Τα πνευμόνια μου αναζητούσαν αέρα⸱ ένιωθα το αίμα να χτυπά στα μηλίγγια μου και μπορούσα να διαβάσω τους χτύπους του στις κόγχες των ματιών. Τα μέλη μου είχαν πετρώσει. Δεν ένοιωθα ούτε τα χέρια ούτε τα πόδια μου. Προσευχόμουν με κάθε ίνα του κορμιού μου να βρω απλώς το κουράγιο και να μη λιποθυμήσω. Ο Αυτόχειρας στεκόταν στα αριστερά μου. Ο Διηνέκης ήταν μπροστά.

Τελικά, άρχισε η μάχη, που ήταν σαν την παλίρροια που μέσα της ένιωθε κανείς σαν κύμα κάτω από τις παραξενιές των θεών, περιμένοντας πότε θ αποφασίσουν να ορίσουν την ώρα του τέλους του. Ο χρόνος εξαφανίστηκε. Τα στοιχεία θάμπωναν και συγχωνεύονταν. Θυμάμαι μια επίθεση που έκαναν οι Σπαρτιάτες, αναγκάζοντας ένα μεγάλο αριθμό του εχθρού να πέσει στη θάλασσα, και μια άλλη που έκανε τη φάλαγγα να οπισθοχωρήσει⸱ μοιάζαμε με πλοία δεμένα το ένα με το άλλο από την κουπαστή παρασυρμένα από την καταιγίδα. Θυμάμαι τα πόδια μου. στερεωμένα με όλη μου τη δύναμη πάνω στην καλυμμένη με αίμα και ούρα γη, καθώς πήγαιναν προς τα πίσω, στη θέση τους πριν το σπρώξιμο του αντιπάλου, σαν τις γούνινες σόλες ενός παιδιού που παίζει στο βουνό με το χιόνι.

Είδα τον Αλφεό να αρπάζει ένα περσικό άρμα με το ένα χέρι και να σκοτώνει το στρατηγό, τον υπασπιστή και τους δυο πλαϊνούς φρουρούς. Όταν έπεσε με τρυπημένο το λαιμό από ένα περσικό βέλος, ο Διηνέκης τον έσυρε έξω. Σηκώθηκε και συνέχισε να μάχεται. Είδα τον Πολύνεικο και το Δερκυλίδα να τραβούν το σώμα του Λεωνίδα. Τον έσυραν από τη σκισμένη σπολάδα του με το άοπλο χέρι τους, χτυπώντας τον εχθρό με τις ασπίδες καθώς υποχωρούσαν. Οι Σπαρτιάτες ανασυντάχθηκαν και όρμησαν, υποχώρησαν και έσπασαν, έπειτα ανασυντάχθηκαν ξανά. Σκότωσα έναν Αιγύπτιο με την αιχμή του σπασμένου μου ακοντίου τη στιγμή που έχωνε το δικό του στην κοιλιά μου. Αμέσως μετά, καθώς έπεφτα κάτω από το χτύπημα ενός τσεκουριού, βρέθηκα πάνω στο πτώμα ενός Σπαρτιάτη. Κάτω από την ανοιγμένη περικεφαλαία του αναγνώρισα το πρόσωπο του Αλφεού.

Ο Αυτόχειρας με έβγαλε από τον αγώνα. Τελικά, οι Δέκα Χιλιάδες φάνηκαν. Προχωρούσαν σε παράταξη μάχης για να ολοκληρώσουν την κυκλωτική τους κίνηση. Όσοι Σπαρτιάτες και Θεσπιείς είχαν απομείνει υποχώρησαν από την πεδιάδα, τα Στενά, για να ορμήσουν στις εισόδους του τείχους με κατεύθυνση το γήλοφο.

Οι σύμμαχοι ήταν τόσο λίγοι, τα όπλα τους τόσο λιγοστά και σπασμένα που οι Πέρσες τόλμησαν να επιτεθούν με το Ιππικό, όπως γίνεται σε μια φυγή. Ο Αυτόχειρας έπεσε. Του κόπηκε το ένα πόδι.. «Βάλε με στην πλάτη σου!" πρόσταξε χωρίς να πει τίποτα άλλο, ήξερα τι εννοούσε. Άκουγα τα βέλη ακόμη και τα δόρατα που καρφώνονταν στη ζωντανή ακόμα σάρκα του, προστατεύοντας με έτσι όπως τον είχα από πάνω μου.

Είδα το Διηνέκη ζωντανό ακόμα να πετά ένα σπασμένο ξίφος και να ορμά στο έδαφος για να βρει άλλο. Ο Πολύνεικος με προσπέρασε κουβαλώντας τον Τελαμώνα. που κούτσαινε πλάι του. Το μισό πρόσωπο του δρομέα ήταν παραμορφωμένο, το αίμα πεταγόταν σαν βρύση από το σπασμένο του κόκαλο. «Στο σωρό!» φώναξε, εννοώντας τα εφεδρικά όπλα που είχε διατάξει ο Λεωνίδας να τοποθετήσουν πίσω από το τείχος. Ένιωσα το τοίχωμα της κοιλιάς μου να σχίζεται και τα έντερά μου να χύνονται έξω. Ο Αυτόχειρας κρεμόταν άψυχος πάνω στην πλάτη μου. Γύρισα προς τα πίσω, προς τα Στενά. Χιλιάδες Πέρσες και Μήδοι τοξότες εκσφενδόνιζαν βέλη ενάντια στους Σπαρτιάτες και στους Θεσπιείς, που υποχωρούσαν. Όσοι έφτασαν στο σωρό με τα όπλα κομματιάστηκαν σαν σημαιούλες στο δυνατό αγέρα.

Οι υπερασπιστές έτρεξαν στο γήλοφο που πάνω του βρισκόταν ο τελευταίος σωρός με τα όπλα. Δεν ήταν περισσότερα από εξήντα. Ο Δερκυλίδας, που πράγμα περίεργο, δεν είχε τραυματιστεί, σχημάτισε με όσους είχαν επιβιώσει ένα κυκλικό μέτωπο. Βρήκα μια λωρίδα και την έδεσα γύρω από την κοιλιά μου για να βάλω τα σπλάχνα μου μέσα. Για μια στιγμή ξαφνιάστηκα από την ομορφιά της ημέρας. Για μια φορά η καταχνιά δε σκοτείνιαζε το πέρασμα. Άνετα μπορούσε να διακρίνει κανείς τους βράχους πάνω στα βουνά πέρα από τα Στενά, και να εντοπίσει τα ίχνη του κυνηγιού στις πλαγιές, στροφή τη στροφή.

Είδα το Διηνέκη να παραπατά κάτω από το χτύπημα ενός τσεκουριού αλλά δεν είχα τη δύναμη να τον βοηθήσω Μήδοι και Πέρσες, Βάκτριοι και Σάκες δεν είχαν ξεχυθεί στο τείχος, αλλά το χαλούσαν σαν φρενιασμένοι. Πέρα στο βάθος έβλεπα άλογα. Οι αξιωματικοί του εχθρού δε χρειαζόταν πια να μαστιγώνουν τους άντρες τους για να προχωρήσουν Πάνω από τις σπασμένες πέτρες του τείχους περνούσαν με θόρυβο οι καβαλάρηδες του ιππικού της Μεγαλειότητάς Του, ακολουθούμενοι από τα άρματα των στρατηγών του.

Οι Αθάνατοι παρατάχθηκαν γύρω από το γήλοφο τώρα, εξαπολύοντας πυρωμένα βέλη με μαύρη αιχμή εναντίον των Σπαρτιατών και των Θεσπιέων, που είχαν ζαρώσει πίσω από το αδύνατο καταφύγιο των σπασμένων και ανοιγμένων ασπίδων τους. Ο Δερκυλίδας οδήγησε την επίθεση εναντίον τους. Τον είδα να πέφτει και το Διηνέκη να πολεμά δίπλα του. Δεν είχαν ούτε ασπίδες ούτε όπλα, απ’ ό,τι μπορούσα να δω. Έπεσαν όχι σαν ήρωες του Ομήρου που συντρίφτηκαν με τρόπο εντυπωσιακό μέσα στα καβούκια των πανοπλιών τους αλλά σαν αρχηγοί που ολοκληρώνουν την τελευταία και πιο βρόμικη δουλειά τους.

Ο εχθρός στεκόταν απρόσιτος, προστατευμένος από τα ισχυρά όπλα βολής του, αλλά οι Σπαρτιάτες κατάφεραν κατά κάποιο τρόπο να τον πλησιάσουν. Πολεμούσαν χωρίς ασπίδες, μόνο με σπαθιά, κι έπειτα με νύχια και με δόντια. Ο Πολύνεικος όρμησε σε έναν αξιωματικό. Ο δρομέας είχε ακόμα τα πόδια του. Διέσχισε τόσο γρήγορα την απόσταση από τα ριζά του λοφίσκου, που τα χέρια του βρήκαν το λαιμό του αντιπάλου, έστω κι αν εκείνη τη στιγμή μια καταιγίδα από περσικό ατσάλι κομμάτιαζε την πλάτη του.

Οι τελευταίοι που απόμειναν πάνω στο γήλοφο συγκεντρώθηκαν τώρα κάτω από την αρχηγία του Διθύραμβου, και τα δυο του χέρια είχαν σπάσει από τα πυρά του εχθρού και κρέμονταν άχρηστα στα πλευρά του, αν και ήταν κατατρυπημένος από βέλη, ήθελε να σχηματίσει ένα μέτωπο για την τελική επίθεση. Άρματα και Πέρσες ιππείς άρχισαν να τρέχουν φύρδην μίγδην ανάμεσα στους Σπαρτιάτες. Μια στρατιωτική άμαξα που είχε πάρει φωτιά κύλησε πάνω από τα δυο μου πόδια. Μπροστά στους υπερασπιστές οι Αθάνατοι, που είχαν κυκλώσει το γήλοφο, παρέταξαν μια σειρά τοξότες.

Τα βέλη τους βρόντησαν πάνω στους άοπλους και τσακισμένους πολεμιστές. Από πίσω άλλοι τοξότες έριχναν τις βολές τους πάνω από τα κεφάλια των συντρόφων τους στους τελευταίους ζωντανούς. Ράχες και κοιλίες ήταν γεμάτες φτερωτά βέλη. Οι κομματιασμένοι άντρες, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένοι έμοιαζαν με σωρούς από ορειχάλκινα και κόκκινα κουρέλια.

Το αυτί μου μπόρεσε ν’ ακούσει τις διαταγές της Μεγαλειότητάς Του, τόσο κοντά πέρασε το άρμα του . Φώναζε μήπως στην άγνωστη γλώσσα του στους άντρες του να σταματήσουν να ρίχνουν, να πιάσουν αιχμαλώτους τους τελευταίους ζωντανούς υπερασπιστές; Μήπως αυτοί στους οποίους φώναζε ήταν οι ναυτικοί της Αίγυπτου, που καπετάνιος τους ήταν ο Ψαμμίτιχος, οι οποίοι διέδωσαν τη διαταγή του μονάρχη τους και όρμησαν να χαρίσουν στους Σπαρτιάτες και στους Θεσπιείς που μπορούσαν να πλησιάσουν το ύστατο δώρο του θανάτου;

Σαν τη χαλαζοθύελλα που άκαιρα από τα όρη κατεβαίνει κι εκσφενδονίζει από τον ουρανό τις παγωμένες σφαίρες της στου γεωργού τα νιόβγαλτα γεννήματα, έτσι ακριβώς τα βέλη μυριάδων Περσών κεραυνοβόλησαν τους Σπαρτιάτες και τους Θεσπιείς. Τώρα ο γεωργός εκτιμά τη δεινή του θέση απ' το κατώφλι της πόρτας, τη δυνατή βροχή στα κεραμίδια της στέγης, ακούγοντας και παρακολουθώντας τις παγωμένες σφαίρες να πέφτουν με θόρυβο και να αναπηδούν πάνω στις πέτρες του δρόμου. Πως να αντέξουνε τα βλαστάρια του κριθαριού; Εδώ κι εκεί επιβιώνει κάποιο σαν από θαύμα και κρατά ακόμα το κεφαλάκι του ορθό. Αλλά ο καλλιεργητής γνωρίζει ότι αυτή η καλοσύνη δεν μπορεί να βαστάξει. Γυρίζει αλλού το πρόσωπο από υπακοή στους νόμους των θεών, ενώ κάτω από την καταιγίδα το τελευταίο κοτσάνι τσακίζεται και πέφτει, νικημένο από την αξεπέραστη σφοδρή επίθεση του ουρανού.

Η φλόγα από το σύμπαν

Πώς κατάφερε η ζωή να δαμάσει τη φλόγα που έφτασε στη Γη από το σύμπαν

Η καύση της τροφής θέτει σε λειτουργία μικροσκοπικούς μοριακούς κινητήρες που βρίσκονται μέσα στα μιτοχόνδρια, τα αναπνευστικά όργανα των κυττάρων μας. Οι μοριακοί αυτοί κινητήρες παράγουν μια χημικά δραστική ουσία χάρη στην οποία μεταφέρεται όπου χρειάζεται στον οργανισμό μας η ηλιακή ενέργεια που δεσμεύεται από τα φυτά.

Πριν από 4,5 δισεκατομμύρια χρόνια ένα καινούργιο ουράνιο σώμα έπαιρνε μορφή από τα αέρια και τη σκόνη του γαλαξία μας. Τα υλικά αυτά είχαν τόσο υψηλές θερμοκρασίες, ώστε να προκληθεί σύντηξη ατομικών πυρήνων και απελευθέρωση τεράστιων ποσοτήτων ενέργειας υπό μορφή θερμότητας και φωτός. Έτσι γεννήθηκε ο Ήλιος. Η ύλη από την οποία σχηματίστηκε περιείχε τη στάχτη των αστεριών που πριν από δισεκατομμύρια χρόνια είχαν σβήσει ή εκραγεί, εκτοξεύοντας τα θραύσματά τους στα βάθη του σύμπαντος. Κατά τη διάρκεια της γέννησης του Ήλιου, ένα μέρος της κοσμικής ύλης τράβηξε τον δικό του δρόμο και, αφού συμπυκνώθηκε, σχημάτισε τους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος. Σε έναν απ’ αυτούς εμφανίστηκε σύντομα ζωή.

Τούτος ο πλανήτης ήταν η Γη μας και οι πρώτες μορφές ζωής που εμφανίστηκαν πάνω του έπαιρναν την ενέργεια που χρειάζονταν για να ζήσουν πιθανόν από τη διάσπαση οργανικών ουσιών.Κάπως έτσι κάνουν σήμερα τα κύτταρα ζύμης, τα οποία παράγουν από τη ζάχαρη οινόπνευμα (αλκοόλη) και διοξείδιο του άνθρακα. Η αλκοολική ζύμωση παράγει μεν μικρές ποσότητες ενέργειας, δεν απαιτεί όμως οξυγόνο, το οποίο δεν υπήρχε στην ατμόσφαιρα της νεαρής Γης.

Όταν, με την πάροδο του χρόνου, άρχισαν να εξαντλούνται οι απαραίτητες για την αλκοολική ζύμωση ουσίες, εμφανίστηκε ένα νέο είδος οργανισμού, το οποίο είχε την ικανότητα να «τρέφεται» από το φως του Ήλιου, αξιοποιώντας έτσι την ανεξάντλητη ενέργεια των ατόμων του ηλιακού φωτός.

Aυτοί οι φωτοτροφικοί οργανισμοί παρήγαν, κατά τη νικηφόρα προέλασή τους, οξυγόνο από τα μόρια νερού, προκαλώντας έτσι μία από τις μεγαλύτερες οικολογικές καταστροφές του πλανήτη μας: το οξυγόνο είναι τοξική ουσία, καθώς με την οξείδωση καταστρέφει πολλά από τα δομικά συστατικά των κυττάρων μας. Η ανεξάντλητη ευρηματικότητα της φύσης κατάφερε, ωστόσο, να φέρει στο προσκήνιο νέους οργανισμούς. Αυτοί μπορούσαν όχι μόνο να προστατευθούν από το θανατηφόρο αέριο, αλλά και να μάθουν τελικά να το χρησιμοποιούν προς όφελός τους, καίγοντας με τη βοήθειά του τα υπολείμματα άλλων οργανισμών προκειμένου να εξασφαλίζουν την απαραίτητη ενέργεια για να ζήσουν. Η ζωή είχε ανακαλύψει την κυτταρική αναπνοή και είχε έτσι καταφέρει να δαμάσει τη φωτιά

­Αυτή η φωτιά εντούτοις δεν ήταν καμιά τρομαχτική πυρκαγιά κατά την οποία ηλεκτρόνια (αρνητικά φορτισμένα σωματίδια) μεταπηδούσαν από το υλικό καύσης κατευθείαν στο οξυγόνο. Ήταν μια φωτιά χαλιναγωγημένη που ανάγκαζε τα ηλεκτρόνια στην πορεία τους προς το οξυγόνο να περνούν μέσα από μια αλυσίδα πρωτεϊνών και να παράγουν χρήσιμο έργο αντί για φλόγες.

Οι κυτταρικές «φωτίτσες» που άρχισαν έτσι να τρεμοσβήνουν παντού πάνω στον πλανήτη μας ήταν παιδιά του Ήλιου: το υλικό καύσης και το οξυγόνο ήταν στην πραγματικότητα αποθηκευμένη ηλιακή ενέργεια. Παρ’ όλα αυτά, δεν κατάφεραν όλοι οι οργανισμοί να υιοθετήσουν τον μηχανισμό της κυτταρικής αναπνοής, με αποτέλεσμα οι μορφές που δεν μπορούσαν να «αναπνεύσουν» να αρχίσουν να προσεταιρίζονται όσες είχαν την ικανότητα να το κάνουν, να τις χρησιμοποιούν ως εργοστάσια παραγωγής της δικής τους ενέργειας και, σε αντάλλαγμα, να τους προσφέρουν ένα περιβάλλον αυξημένης προστασίας και καλύτερης διαφύλαξης του γενετικού τους υλικού.

Φαίνεται πως οι ξένοι εργάτες που προσέφεραν την αναπνοή τους στα κύτταρα που δεν ανέπνεαν ήταν πολύ ευχαριστημένοι με τη νέα κατάσταση και προσαρμόστηκαν τόσο καλά στο ασφαλές περιβάλλον του οικοδεσπότη τους, που σύντομα δεν μπορούσαν πια να ζήσουν χωρίς αυτόν. Ως εκ τούτου έγιναν τα αναπνευστικά όργανα του κυττάρου-οικοδεσπότη και είναι σήμερα εκείνα τα οργανίδια του κυττάρου που ονομάζουμε μιτοχόνδρια.

Αναλαμβάνοντας με το πέρασμα του χρόνου ολοένα περισσότερες από τις λειτουργίες του «κυτταρικού γίγνεσθαι» του κυττάρου-οικοδεσπότη (ξενιστή), κατόρθωσαν να του γίνουν τόσο απαραίτητα, ώστε ούτε κι εκείνος να μπορεί πλέον να ζήσει χωρίς αυτά. Από τούτη τη συμβίωση δημιουργήθηκε ένα νέο είδος κυττάρου που διέθετε «εργοστάσια» παραγωγής ενέργειας και γενετικό υλικό προερχόμενο από δύο διαφορετικούς οργανισμούς.

Τώρα πια η φύση είχε στη διάθεσή της το δομικό υλικό που της ήταν απαραίτητο για να μπορέσει να δημιουργήσει πιο σύνθετους οργανισμούς, όπως τα φυτά, τα ζώα και τους ανθρώπους. Καθένα από τα 10.000 δισεκατομμύρια κύτταρα του οργανισμού μου προέρχεται από τη συνένωση των δύο αυτών μορφών αρχέγονων αερόβιων και αναερόβιων κυττάρων, από τα οποία πριν από 1,5 δισεκατομμύριο χρόνια προέκυψε το «σύγχρονο» κύτταρο.

Το σύγχρονο κύτταρο είναι περίπου 1.000 φορές μεγαλύτερο από το κύτταρο ενός βακτηρίου, έχει ιδιαίτερα περίπλοκη εσωτερική δομή, με πολλά χωριστά τμήματα, και οι ενεργειακές του απαιτήσεις είναι τόσο μεγάλες που σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσαν να καλυφθούν από τα πενιχρά ποσά ενέργειας που παρήγε η ζυμωτική δράση των αρχέγονων κυττάρων. Γι’ αυτό, τα σύγχρονα κύτταρα προμηθεύονται το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας που χρειάζονται για να ζήσουν από τα μιτοχόνδριά τους.

Ο Σέλευκος, ο Διδυμαίος Απόλλων και οι… δραχμές

Ο Σέλευκος, ένας από τους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ήταν ο ιδρυτής της δυναστείας των Σελευκιδών.

Στα 288 ή 287 π.Χ. επισκέφθηκε τη Μίλητο της Μικράς Ασίας ως προσκυνητής στο ναό του Διδυμαίου Απόλλωνος.

Ο ναός του Απόλλωνος ήταν έξω από την πόλη, στην περιοχή που πήρε το όνομα ‘Δίδυμα’, λόγω των ναών της Αρτέμιδος και του Απόλλωνος που ήταν δίδυμα αδέλφια.

Ο Σέλευκος ο Α΄ο επονομαζόμενος Νικάτωρ, που καταγότανε από την Ορεστίδα της Μακεδονίας ήταν πιστός στις παραδόσεις και ευσεβής προσκυνητής του ξακουστού μαντείου του Απόλλωνος των Διδύμων.

Το μαντείο αυτό ανταγωνιζότανε τον καιρό εκείνο το άλλο ισχυρό και πάγνωστο μαντείο του Δελφικού Απόλλωνα, στους Δελφούς, στην δυτικά του αιγαίου χώρα.

Η επιγραφή που βρέθηκε στην τοποθεσία Διδυμαίον ή Δίδυμα, όπου βρισκόταν το αρχαίο ιερό και μαντείο, έδωσε ιδιαίτερο βάθος και χρώμα στη λατρεία του Θεού από τους Μακεδόνες βασιλείς.

Η επιγραφή λέγει συγκεκριμένα:

‘όλα αυτά που είναι γραμμένα στην επιστολή τα αφιερώνουν οι βασιλείς Σέλευκος και Αντίοχος.’
Επί λέξει: «τάδε ἀνέθηκαν βασιλεῖς Σέλευκος καὶ Ἀντίοχος τὰ ἐν τῆι ἐπιστολῆι γεγραμμένα».

Ένα σημαντικό κομμάτι αυτής της επιγραφής είναι η επιστολή του ιδίου του Μακεδόνα βασιλιά που είναι χαρακτηριστικός το τρόπος έκφρασής του. Το αρχαίο κείμενο της επιγραφής παρατίθεται δίπλα:

«Στείλαμε στο ιερό του Απόλλωνος που βρίσκεται στους Διδύμους τη μεγάλη τη λυχνία με τα αργυρά και χρυσά ποτήρια ως αφιέρωμα στους Σωτήρες θεούς (εννοεί και την Αρτέμιδα) τα οποία είναι γεμάτα με μύρο πολίου, όπως είναι, άλλωστε, χαραγμένα πάνω σε αυτά.

»Όταν, λοιπόν, εσείς (οι ιερείς) παραλάβετε αυτά με το καλό, να τα αποδώσετε στο ιερό να προσφέρετε στο θεό και να ευχηθείτε για την υγεία μας και στην ευτυχία των κατοίκων της πόλης όπως επιθυμώ εγώ αλλά και εσείς.

»Να αποδεχθείτε αυτά τα οποία στέλνω γεμάτα με πολιάνθη (μύρο του αρωματικού φυτού πολίου) και να κάνετε θυσία χρησιμοποιώντας τα.

»Να επιμεληθείτε εσείς οι ίδιοι, τα χρυσά και ασημένια αφιερώματα, ώστε όλα να γίνουν έτσι καθώς λεπτομερώς σας τα γράφω.

»Και το κάνω αυτό για να ξέρετε πόσα είναι και τι το καθένα.

»Έρρωσσθε. (Να έχετε υγεία!)

Θα κάνουμε μια σύντομη αναφορά στα αφιερώματα των Μακεδόνων Βασιλέων που, ασυνήθιστα, συνοδεύονται και με την αξία της εποχής εκείνης.

Έτσι έχουμε:

1.Μία φιάλη σε σχήμα καρυδιού με σχέδιο της Αγαθής Τύχης που έχει αξία διακοσίων σαράντα επτά δραχμών.
2. Μία άλλη φιάλη ίδια αλλά με σχέδιο της Οσίριδος που έχει αξία εκατόν ενενήντα δραχμές.
3. Μία άλλη φιάλη ίδια, αλλά με σχέδιο της Λητούς, που έχει αξία εκατόν ενενήντα οκτώ δραχμές και τρεις οβολούς.
4. Μία άλλη φιάλη σε σχήμα ακτίνας με σχέδιο της Εκάτης, που έχει αξία εκατόν δέκα τρείς δραχμές.
5. Ένα ζευγάρι ‘παλίμποτα’ ποτήρια (το λεγόμενο αμφικύπελλο που ήταν πάνω και κάτω κοίλο) που έχει τραγέλαφη προτομή και σκαλισμένο το όνομα “Ἀπόλλωνος”, αξίας τριακόσιες δέκα οκτώ δραχμές και τρεις οβολούς.
6. Ένα άλλο ποτήρι πολίμποτο με την προτομή ελαφιού και σκαλισμένο το όνομα “Ἀρτέμιδος”, αξίας εκατόν εξήντα μία δραχμές.
7. Ένα κέρας στο οποίο επιγράφεται “Διὶ Σωτῆρι”, αξίας εκατόν εβδομήντα τρεις δραχμές και τρεις οβολούς.
8. Ένα κύπελλο οίνου (οινοχόα) των θεών Σωτήρων, αξίας τριακοσίων ογδόντα έξι.
9.Ένας ψυκτήρας ποτού, βαρβαρικού σχεδιασμού επικολλημένος με επτά πολύτιμα πετράδια σε σχήμα καρυδιού και φέρει την επιγραφή “Σωτείρας” και είναι αξίας τριακόσιες εβδομήντα δύο δραχμές.
10. Χρυσός μαζόνομος (κυκλικός δίσκος) που έχει αξία χίλιες ογδόντα οκτώ δραχμές.
11. Άλλος ένας χρυσός, αξίας τρεις χιλιάδες διακόσιες σαράντα οκτώ δραχμές και τρεις οβολούς.
12. Έναν σκύφο ασημένιο (τελετουργικό ποτήρι) τρυπητό με ζώδια (;) με κρεμαστή λαβή που έχει αξία τριακόσιες ογδόντα δραχμές.
13. Ένας ψυκτήρας, μεγάλου μεγέθους, ασημένιος, με δύο όψεις που έχει αξία εννιά χιλιάδες δραχμές.
14. Ένα λιβανωτό αξίας δέκα ταλάντων, μια σμύρνη (μύρρα) ενός ταλάντου, μία κασία δύο μνών, ένα κιννάμωμο (κανέλλα) δύο μνών και κόστος (αρωματική ρίζα) δύο μνών.
15. Μία μεγάλη χάλκινη λυχνία Ε.
“Μαζί με όλα αυτά”, γράφει ο Σέλευκος, “και για θυσία στο θεό, φέρνω χίλια ιερεία (σφάγεια) και δώδεκα βόδια”.

Ο ναός της Αρτέμιδας στην Έφεσο

Ο ναός της Αρτέμιδος βρισκόταν στην Έφεσο (Ιωνία) περιοχή στη δυτική ακτή της Μικράς Ασίας, της σημερινής Τουρκίας. Αποκαλείται και Αρτεμίσιο και κατασκευάστηκε το 440 π.Χ. Θεωρείται ένα από τα Επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι χρειάστηκαν 120 χρόνια για να αποπερατωθεί ενώ είχε αρχικά ξεκινήσει από τον βασιλιά της Λυδίας, Κροίσο. Η λατρεία της θεάς στην πόλη, ξεκίνησε από τις Αφρικανές Αμαζόνες, πιθανά την Σμύρνα ή Μυρίνα, όταν κατέλαβαν την Έφεσο και έστησαν εκεί το πρώτο ξόανο και έκαναν θυσίες και χορούς. Ο Παυσανίας λέει πως η λατρεία της Εφεσίας Αρτέμιδος ιδρύθηκε από αυτόχθονες Μικρασιάτες, τον Κόρησο και τον γιο του τοπικού ποταμού Καΰστρου, τον Έφεσο, πριν τις Αμαζόνες, και φυσικά πολύ πριν την έλευση των Ιώνων. Σήμερα τα απομεινάρια δεν θυμίζουν σε τίποτα τον μεγαλοπρεπή ναό που υπήρχε. 

Ο ναός κτίστηκε από μάρμαρο και ασβεστόλιθο, υλικά που μεταφέρθηκαν από γειτονικούς λόφους. Κάπου120 μαρμάρινοι κίονες υποστήριζαν το κύριο τμήμα του ναού. Σύμφωνα με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, για τα 4 χάλκινα αγάλματα αμαζόνων που κοσμούσαν το αέτωμα πραγματοποιήθηκε καλλιτεχνικός διαγωνισμός στη γλυπτική τέχνη, στον οποίο πήραν μέρος κάποιοι από τους μεγαλύτερους γλύπτες της εποχής: ο Κρησίλας, ο Φράδμωνας, ο Κίδωνας, ο Φειδίας και ο Πολύκλειτος. Ο τελευταίος ήταν ο νικητής, ενώ φαίνεται ότι ο Πραξιτέλης φιλοτέχνησε αγάλματα για τον βωμό του ναού.

Κάθε κίονας είχε ύψος 20 μέτρα. Οι τεράστιοι ογκόλιθοι μεταφέρθηκαν εκεί με τροχαλίες και συνδέθηκαν με μεταλλικούς πείρους. Μετά την ολοκλήρωση της οροφής καλλιτέχνες διακόσμησαν το κτίριο με υπέροχες γλυπτές παραστάσεις. Στη μέση του ναού υπήρχε το μαρμάρινο άγαλμα της Άρτεμης.

Ο ναός υπήρξε από τους μεγαλύτερους του κλασικού κόσμου, πολύ μεγαλύτερος από τον Παρθενώνα που χτίστηκε αργότερα στην Αθήνα. Η βάση των θεμελίων του είχε μήκος 131 μέτρα και πλάτος 79 μ. Το 356 π.Χ. ο ναός καταστράφηκε από πυρκαγιά.

Η λαμπρότητα του οικοδομήματος ήταν, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράδοξο, η αιτία της καταστροφής του. Ο Ηρόστρατος, ένας ασήμαντος «ξένος», όπως περιγράφεται, ενδεχομένως δούλος, σίγουρα πάντως χαμηλής κοινωνικής καταγωγής, βλέπει την ευκαιρία να περάσει στην αθανασία. Πυρπολεί τον ναό και γίνεται ο διασημότερος, ίσως, εμπρηστής στην ιστορία.

Η επόμενη μέρα της μεγάλης φωτιάς βρίσκει τον ναό, παρά τις απέλπιδες προσπάθειες για τη σωτηρία του, σχεδόν κατεστραμμένο και τους Εφέσιους σοκαρισμένους. Αναζητούν με μανία τον ένοχο και δεν θα αργήσουν να τον εντοπίσουν: ο Ηρόστρατος όχι μόνο δεν κρύβεται αλλά καυχιέται για την πράξη του.

Συλλαμβάνεται, ανακρίνεται, βασανίζεται και εν τέλει ομολογεί το ταπεινό(;) κίνητρο της πράξης του: θέλει να γίνει διάσημος, να γραφτεί το όνομά του στην ιστορία. Ο μακρινός –κατά κάποιους– μαθητής του Ηράκλειτου θα εκτελεστεί, οι Εφέσιοι όμως δεν θα αρκεστούν σε αυτό: απαγορεύουν οποιαδήποτε αναφορά στο όνομά του στο μέλλον, το σβήνουν ακόμα και από τα επίσημα αρχεία της πόλης, προσπαθώντας να εξαφανίσουν κάθε ίχνος του φιλόδοξου καταστροφέα.

Δύο –τι άλλο;– ιστορικοί είναι εκείνοι που θα τολμήσουν να διασώσουν το όνομά του: αρχικά ο Θεόπομπος στο έργο του «Ελληνικά» και μετέπειτα ο Στράβων. «Ο Χερσίφρων ήταν ο αρχιτέκτονας του ναού της Αρτέμιδος και αργότερα κάποιος άλλος τον διεύρυνε, αλλά όταν ο Ηρόστρατος έβαλε φωτιά σε αυτόν, οι κάτοικοι έχτισαν έναν ωραιότερο ναό. Συγκέντρωσαν για τον σκοπό αυτό τα κοσμήματα των γυναικών, τις εισφορές από την ιδιωτική περιουσία και τα χρήματα που προέκυψαν από την πώληση κιόνων του παλιού ναού. Αποδεικτικά στοιχεία βρίσκονται στα διατάγματα εκείνης της εποχής», αναφέρει ο δεύτερος. [Στράβων, Γεωγραφικά, (ΙΔ΄.1.22)]

Ο Ηρόστρατος όχι μόνο κατάφερε να μείνει το όνομά του αθάνατο, αλλά μέχρι σήμερα «ηροστράτειο δόξα» χαρακτηρίζουμε τη φήμη που αποκτά κάποιος χάρη σε μια καταστροφική πράξη, ενώ «ηροστράτειο» λέμε το μάταιο έργο – ανάλογους χαρακτηρισμούς συναντάμε στα γερμανικά και τα αγγλικά.

Την ημέρα που οι φλόγες περικύκλωναν το λαμπρό κτίσμα και κατέστρεφαν τον καρπό του μόχθου πλήθους ανθρώπων, κάνοντας τους Πέρσες να μιλάνε για κακό οιωνό, στη Μακεδονία η Ολυμπιάδα έφερνε στον κόσμο τον Μέγα Αλέξανδρο.

«Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε στις έξι του Εκατομβαιώνα, που οι Μακεδόνες ονομάζουν Λώο, την ημέρα που κάηκε ο Ναός της Αρτέμιδος στην Έφεσο. Παίρνοντας αφορμή από αυτό το γεγονός ο Ηγησίας από τη Μαγνησία είχε πει μια εξυπνάδα ικανή με την κρυάδα της να σβήσει την πυρκαγιά εκείνη· είπε δηλαδή ότι ήταν αναμενόμενο να καεί ο ναός, αφού η Άρτεμις ασχολούνταν με τη γέννηση του Αλέξανδρου» θα γράψει οργισμένος ο Πλούταρχος. [Πλούταρχος, Ἀλέξανδρος (3.5 -3. 6)]

 Αργότερα, ο Αλέξανδρος επισκέφτηκε την Έφεσο και έδωσε διαταγής να οικοδομηθεί και πάλι ο ναός, στην ίδια θέση. 

Όπως διασώζει ο Στράβων, ο Αλέξανδρος προσφέρθηκε το 334 π.Χ. να ολοκληρώσει την ανέγερση του νέου ναού, που οι Εφέσιοι είχαν ξεκινήσει πάνω στα ερείπια του πυρπολημένου, με την οικονομική βοήθεια και των γειτονικών πόλεων. Η απάντηση που έλαβε ήταν αρνητική, καθώς οι κάτοικοι της πόλης δεν ήθελαν στον ναό τους το όνομα ενός ξένου, αλλά κολακευτική: δεν πρέπει ένας θεός να χτίζει ναό για έναν άλλο θεό.

Ο ναός του Αλέξανδρου επέζησε μέχρι τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Με το πέρασμα του χρόνου η λάσπη κατέκλυσε το λιμάνι της Εφέσου και η πόλη κατάντησε ασήμαντη! Οι Γότθοι λεηλάτησαν τον 263 μ.Χ. Η Έφεσος θα παρακμάσει, το ίδιο και η λατρεία της θεάς, παρά τη μέρει αναστήλωση του Αρτεμισίου. Ο Χριστιανισμός κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος και ο Ι. Χρυσόστομοςπίστευε πως είχε την αποστολή να εξαφανίσει τις αρχαίες θρησκείες. Σήκωσε λοιπόν πόλεμο «κατά αγαλμάτων» και ανθρώπων. «Ανέσπασεν εκ βάθρων» τους αρχαίους ναούς της Παλαιστίνης, χρηματοδοτούμενους από πλούσια θρησκόληπτα χηρευάμενα γύναια της Πόλης και χρησιμοποιώντας «ασκητάς πυρπολούμενους από ζήλον θεού», εξοπλισμένους με αυτοκρατορική διαταγή (Θεοδώρητος, 5, 29). Φρόντισε να τους αφιονίσει γράφοντας για τους εθνικούς, πως είναι στιγματισμένοι, χειρότεροι κι από τα γουρούνια που πασαλείφονται με περιττώματα και πως τους αξίζει λιθοβολισμόςΤο 401 διέταξε την ολοκλήρωση της καταστροφής του περίφημου ναού της Αρτέμιδος στην Έφεσο (Θεοδώρητος, Εκκλ. Ιστορία, P.G., τ.83), ενός από τα 7 θαύματα του αρχαίου κόσμου, συνεχίζοντας το έργο που είχαν ξεκινήσει το 263 μ.Χ. οι Γότθοι. Δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα χωρίς τη βοήθεια της αμαρτωλής κοσμικής Εξουσίας, την οποία αργότερα έλεγξε σαν κλασσικός παπάς.

Ο Παιώνιος και ο Δημήτριος, οι νέοι αρχιτέκτονες –ο Στράβωνας προσθέτει και τον Χειροκράτη, ενώ ο Βιτρούβιος τον Δεινοκράτη– θα καταφέρουν να κατασκευάσουν έναν ναό ακόμα λαμπρότερο από τον προγενέστερο.

Το θέαμα του θαύματος ήταν τόσο εντυπωσιακό που ο Αντίπατρος αναφέρει χαρακτηριστικά: “Έχω αντικρίσει την εντυπωσιακή Βαβυλώνα με τους Κρεμαστούς της Κήπους, το άγαλμα του Δία, τον Κολοσσό της Ρόδου, την Μεγάλη Πυραμίδα και το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, αλλά όταν είδα το σπίτι της Αρτέμιδος να φτάνει ως τα σύννεφα, τα υπόλοιπα αριστουργήματα έχασαν την λάμψη τους και τότε αναφώνησα: Εκτός από τον Όλυμπο, ο Ήλιος ποτέ δεν κοίταξε κάτι τόσο τεράστιο

Σήμερα ότι απομένει από το ναό στη Έφεσο είναι λίγοι ογκόλιθοι των θεμελίων και ένας μόνο αναστηλωμένος κίονας.

Η Έφεσος βρίσκεται 50 χιλιόμετρα νοτίως της Σμύρνης. Ο Αντίπατρος το διάλεξε όπως και τα άλλα θαύματατου αρχαίου κόσμου γιατί ήταν μέρος του μεγαλείου των Αρχαίων Ελλήνων και της Ελληνιστικής περιόδου, αλλά και κομμάτι της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.