Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΛΥΣΙΑΣ - Περὶ τοῦ σηκοῦ ἀπολογία (1-11)

[1] Πρότερον μέν, ὦ βουλή, ἐνόμιζον ἐξεῖναι τῷ βουλομένῳ, ἡσυχίαν ἄγοντι, μήτε δίκας ἔχειν μήτε πράγματα· νυνὶ δὲ οὕτως ἀπροσδοκήτως αἰτίαις καὶ πονηροῖς συκοφάνταις περιπέπτωκα, ὥστ᾽ εἴ πως οἷόν τε, δοκεῖ μοι δεῖν καὶ τοὺς μὴ γεγονότας ἤδη δεδιέναι περὶ τῶν μελλόντων ἔσεσθαι· διὰ γὰρ τοὺς τοιούτους οἱ κίνδυνοι [οἱ] κοινοὶ γίγνονται καὶ τοῖς μηδὲν ἀδικοῦσι καὶ τοῖς πολλὰ ἡμαρτηκόσιν.

[2] οὕτω δ᾽ ἄπορος ὁ ἀγών μοι καθέστηκεν, ὥστε ἀπεγράφην τὸ μὲν πρῶτον ἐλάαν ἐκ τῆς γῆς ἀφανίζειν, καὶ πρὸς τοὺς ἐωνημένους τοὺς καρποὺς τῶν μοριῶν πυνθανόμενοι προσῇσαν· ἐπειδὴ δ᾽ ἐκ τούτου τοῦ τρόπου ἀδικοῦντά με οὐδὲν εὑρεῖν ἐδυνήθησαν, νυνί με σηκόν ‹φασιν› ἀφανίζειν, οἰόμενοι ἐμοὶ μὲν ταύτην τὴν αἰτίαν ἀπορωτάτην εἶναι ἀπελέγξαι, αὐτοῖς δὲ ἐξεῖναι μᾶλλον ὅ τι ἂν βούλωνται λέγειν.

[3] καὶ δεῖ με, περὶ ὧν οὗτος ἐπιβεβουλευκὼς ἥκει, ἅμ᾽ ὑμῖν τοῖς διαγνωσομένοις περὶ τοῦ πράγματος ἀκούσαντα καὶ περὶ τῆς πατρίδος καὶ περὶ τῆς οὐσίας ἀγωνίσασθαι. ὅμως δὲ πειράσομαι ἐξ ἀρχῆς ὑμᾶς διδάξαι.

[4] Ἦν μὲν γὰρ τοῦτο Πεισάνδρου τὸ χωρίον, δημευθέντων δὲ τῶν ὄντων ἐκείνου Ἀπολλόδωρος ὁ Μεγαρεὺς δωρεὰν παρὰ τοῦ δήμου λαβὼν τὸν μὲν ἄλλον χρόνον ἐγεώργει, ὀλίγῳ δὲ πρὸ τῶν τριάκοντα Ἀντικλῆς παρ᾽ αὐτοῦ πριάμενος ἐξεμίσθωσεν· ἐγὼ δὲ παρ᾽ Ἀντικλέους εἰρήνης οὔσης ὠνοῦμαι.

[5] ἡγοῦμαι τοίνυν, ὦ βουλή, ἐμὸν ἔργον ἀποδεῖξαι, ὡς, ἐπειδὴ τὸ χωρίον ἐκτησάμην, οὔτ᾽ ἐλάα οὔτε σηκὸς ἐνῆν ἐν αὐτῷ. νομίζω γὰρ τοῦ μὲν προτέρου χρόνου, οὐδ᾽ εἰ πολλαὶ ἐνῆσαν μοριαί, οὐκ ἂν δικαίως ζημιοῦσθαι· εἰ γὰρ μὴ δι᾽ ἡμᾶς εἰσιν ἠφανισμέναι, οὐδὲν προσήκει περὶ τῶν ἀλλοτρίων ἁμαρτημάτων ὡς ἀδικοῦντας κινδυνεύειν.

[6] πάντες γὰρ ἐπίστασθε ὅτι ‹ὁ› πόλεμος καὶ ἄλλων πολλῶν αἴτιος κακῶν γεγένηται, καὶ τὰ μὲν πόρρω ὑπὸ Λακεδαιμονίων ἐτέμνετο, τὰ δ᾽ ἐγγὺς ὑπὸ τῶν φίλων διηρπάζετο· ὥστε πῶς ἂν δικαίως ὑπὲρ τῶν ‹τότε› τῇ πόλει γεγενημένων συμφορῶν ἐγὼ νυνὶ δίκην διδοίην; ἄλλως τε καὶ τοῦτο τὸ χωρίον ἐν τῷ πολέμῳ δημευθὲν ἄπρατον ἦν πλεῖν ἢ τρία ἔτη.

[7] οὐ θαυμαστὸν δ᾽εἰ τότε τὰς μοριὰς ἐξέκοπτον, ἐν ᾧ οὐδὲ τὰ ἡμέτερ᾽ αὐτῶν φυλάττειν ἐδυνάμεθα. ἐπίστασθε δέ, ὦ βουλή, ὅσοι μάλιστα τῶν τοιούτων ἐπιμέλεσθε, πολλὰ ἐν ἐκείνῳ τῷ χρόνῳ δασέα ὄντα ἰδίαις καὶ μοριαῖς ἐλάαις, ὧν νῦν τὰ πολλὰ ἐκκέκοπται καὶ ἡ γῆ ψιλὴ γεγένηται· καὶ τῶν αὐτῶν καὶ ἐν τῇ εἰρήνῃ καὶ ἐν τῷ πολέμῳ κεκτημένων οὐκ ἀξιοῦτε παρ᾽ αὐτῶν, ἑτέρων ἐκκοψάντων, δίκην λαμβάνειν.

[8] καίτοι εἰ τοὺς διὰ παντὸς τοῦ χρόνου γεωργοῦντας τῆς αἰτίας ἀφίετε, ἦ που χρὴ τούς γ᾽ ἐν τῇ εἰρήνῃ πριαμένους ἀφ᾽ ὑμῶν ἀζημίους γενέσθαι.

[9] Ἀλλὰ γάρ, ὦ βουλή, περὶ μὲν τῶν πρότερον γεγενημένων πολλὰ ἔχων εἰπεῖν ἱκανὰ νομίζω τὰ εἰρημένα· ἐπειδὴ δ᾽ ἐγὼ παρέλαβον τὸ χωρίον, πρὶν ἡμέρας πέντε γενέσθαι, ἀπεμίσθωσα Καλλιστράτῳ, ἐπὶ Πυθοδώρου ἄρχοντος·

[10] ὃς δύο ἔτη ἐγεώργησεν, οὔτε ἰδίαν ἐλάαν οὔτε μοριὰν οὔτε σηκὸν παραλαβών. τρίτῳ δὲ ἔτει Δημήτριος οὑτοσὶ ἠργάσατο ἐνιαυτόν· τῷ δὲ τετάρτῳ Ἀλκίᾳ Ἀντισθένους ἀπελευθέρῳ ἐμίσθωσα, ὃς τέθνηκε· κᾆτα τρία ἔτη ὁμοίως καὶ Πρωτέας ἐμισθώσατο. Καί μοι δεῦρ᾽ ἴτε, μάρτυρες.

[11] Ἐπειδὴ τοίνυν ὁ χρόνος οὗτος ἐξήκει, αὐτὸς γεωργῶ. φησὶ δὲ ὁ κατήγορος ἐπὶ Σουνιάδου ἄρχοντος σηκὸν ὑπ᾽ ἐμοῦ ἐκκεκόφθαι. ὑμῖν δὲ μεμαρτυρήκασιν οἱ πρότερον ἐργαζόμενοι καὶ πολλὰ ἔτη παρ᾽ ἐμοῦ μεμισθωμένοι μὴ εἶναι σηκὸν ἐν τῷ χωρίῳ. καίτοι πῶς ἄν τις φανερώτερον ἐξελέγξειε ψευδόμενον τὸν κατήγορον; οὐ γὰρ οἷόν τε, ἃ πρότερον μὴ ἦν, ταῦτα τὸν ὕστερον ἐργαζόμενον ἀφανίζειν.

***
[1] Στο παρελθόν ενόμιζα, μέλη της βουλής, ότι όποιος ήθελε μπορούσε να κοιτάει τη δουλειά του και να μην έχει ούτε δίκες ούτε «περιπέτειες». Τώρα όμως έχω βρεθεί τόσο απροσδόκητα αντιμέτωπος με κατηγορίες και αδίστακτους συκοφάντες, ώστε πιστεύω ότι και αυτοί που δεν έχουν ακόμα γεννηθεί πρέπει, αν γίνεται, να φοβούνται ήδη για όσα πρόκειται να τους συμβούν. Διότι εξαιτίας ανθρώπων όπως αυτοί, οι κίνδυνοι αφορούν εξίσου και τους παντελώς αθώους και εκείνους που έχουν διαπράξει σωρεία αδικημάτων.

[2] Η δίκη αυτή με έχει φέρει σε τόσο μεγάλη αμηχανία, επειδή αρχικά μηνύθηκα διότι ξερίζωσα, λέει, ελιά — πήγαιναν μάλιστα και εύρισκαν εκείνους που είχαν αγοράσει τον καρπό των ιερών ελαιοδένδρων και ζητούσαν πληροφορίες. Επειδή όμως με τον συγκεκριμένο τρόπο δεν κατάφεραν να εντοπίσουν οποιοδήποτε δικό μου αδίκημα, τώρα ισχυρίζονται ότι απομάκρυνα κορμό ιερού ελαιόδενδρου, νομίζοντας ότι θα είναι για μένα εξαιρετικά δύσκολο να αντικρούσω αυτή την κατηγορία, ενώ εκείνοι μπορούν να λένε ό,τι θέλουν.

[3] Και ενώ αυτός βρίσκεται εδώ έχοντας καταστρώσει από καιρό την επίθεσή του, εγώ είμαι υποχρεωμένος, ακούγοντας για τις κατηγορίες την ίδια στιγμή με εσάς που θα αποφασίσετε για την υπόθεση, να αγωνιστώ και για την πατρίδα μου και για την περιουσία μου. Παρά ταύτα, θα προσπαθήσω να σας διαφωτίσω από την αρχή αρχή.

[4] Η έκταση αυτή ανήκε αρχικά στον Πείσανδρο. Όταν δημεύτηκε η περιουσία του, παραχωρήθηκε από τον δήμο ως δωρεά στον Απολλόδωρο από τα Μέγαρα, ο οποίος και την καλλιεργούσε έκτοτε. Λίγο πριν από τους Τριάκοντα, την αγόρασε από αυτόν ο Αντικλής και την εκμίσθωσε. Εγώ την αγόρασα από τον Αντικλή, όταν είχε αποκατασταθεί η ειρήνη.

[5] Θεωρώ λοιπόν υποχρέωσή μου, μέλη της βουλής, να αποδείξω ότι, όταν περιήλθε στην κατοχή μου η έκταση, δεν υπήρχε μέσα ούτε ελιά ούτε κορμός ιερού ελαιόδενδρου. Για το προηγούμενο διάστημα νομίζω πως, ακόμα και αν υπήρχαν μέσα πολλά ιερά ελαιόδενδρα, δεν θα ήταν δίκαιο να τιμωρηθώ. Γιατί αν δεν απομακρύνθηκαν από εμάς, είναι άτοπο να δικαζόμαστε ως ένοχοι για αδικήματα άλλων.

[6] Διότι όλοι σας γνωρίζετε ότι ο πόλεμος ευθύνεται και για πολλά άλλα δεινά, και ότι τις απομακρυσμένες περιοχές τις ρήμαζαν οι Λακεδαιμόνιοι, ενώ τις κοντινές τις λεηλατούσαν οι δικοί μας. Πώς λοιπόν θα ήταν δίκαιο, για τις συμφορές που έπληξαν τότε την πόλη, να τιμωρηθώ τώρα εγώ; Εξάλλου, η έκταση αυτή, που δημεύτηκε τον καιρό του πολέμου, παρέμεινε απούλητη πάνω από τρία χρόνια.

[7] Και δεν είναι απορίας άξιον αν ξερίζωναν τότε τα ιερά ελαιόδενδρα, όταν δεν μπορούσαμε να προστατεύσουμε ούτε καν τις ιδιωτικές μας περιουσίες. Γνωρίζετε άλλωστε, μέλη της βουλής, όσοι ενδιαφέρεστε ιδιαίτερα για τέτοια θέματα, ότι πολλές εκτάσεις εκείνη την εποχή ήταν κατάφυτες και από ιδιωτικά και από ιερά ελαιόδενδρα. Τώρα το μεγαλύτερο μέρος από τις εκτάσεις αυτές έχει αποψιλωθεί και η γη έχει απομείνει γυμνή. Και παρότι τις κατείχαν τα ίδια πρόσωπα και τον καιρό της ειρήνης και τον καιρό του πολέμου, δεν έχετε την απαίτηση να τιμωρήσετε αυτούς, αφού τα ξερίζωσαν άλλοι.

[8] Αν τώρα απαλλάσσετε της ευθύνης εκείνους που καλλιεργούσαν τις εκτάσεις όλο αυτό το διάστημα, σαφέστατα πρέπει να μην τιμωρηθούν από σας αυτοί που τις αγόρασαν τον καιρό της ειρήνης.

[9] Ωστόσο, μέλη της βουλής, αν και θα είχα πολλά να πω γι᾽ αυτά που έγιναν στο παρελθόν, θεωρώ αρκετά όσα έχουν λεχθεί. Όταν λοιπόν παρέλαβα εγώ την έκταση, πριν παρέλθουν πέντε ημέρες, την εκμίσθωσα στον Καλλίστρατο, όταν ήταν επώνυμος άρχων ο Πυθόδωρος.

[10] Αυτός την καλλιέργησε δύο χρόνια, χωρίς να έχει παραλάβει ούτε ιδιωτικό ούτε ιερό ελαιόδενδρο ούτε κορμό ιερού ελαιόδενδρου. Το τρίτο έτος την καλλιέργησε ένα χρόνο ο παρών στη διαδικασία Δημήτριος. Το τέταρτο έτος την εκμίσθωσα στον Αλκία, τον απελεύθερο του Αντισθένη, ο οποίος έχει πεθάνει. Στη συνέχεια την εμίσθωσε τρία χρόνια με παρόμοιους όρους ο Πρωτέας. Περάστε, παρακαλώ, οι μάρτυρες.

[11] Μετά την εκπνοή του χρόνου εκείνου, την καλλιεργώ ο ίδιος. Ισχυρίζεται ο κατήγορος ότι εγώ ξερίζωσα κορμό ιερού ελαιόδενδρου, όταν ήταν επώνυμος άρχων ο Σουνιάδης. Οι άνθρωποι ωστόσο που καλλιεργούσαν παλαιότερα την έκταση και την είχαν πολλά χρόνια μισθώσει από μένα έχουν καταθέσει ενώπιόν σας ότι δεν υπήρχε στο χωράφι κορμός ιερού ελαιόδενδρου. Και πώς θα μπορούσε άραγε να αποδείξει κάποιος σαφέστερα ότι ο κατήγορος ψεύδεται; Γιατί κάτι που δεν υπήρχε προηγουμένως δεν είναι δυνατό να το απομακρύνει αυτός που καλλιεργεί την έκταση αργότερα.

ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΟ

Γιατί αρχαίο ελληνικό, σε αντιπαράθεση με το νεότερο πολιτικό φαντασιακό; Γιατί φαντασιακό; Διότι υποστηρίζω ότι η ανθρώπινη ιστορία, και κατά συνέπεια οι διάφορες μορφές γνωστών κοινωνιών που παρουσιάστηκαν μέσα σ' αυτήν, καθορίζεται ουσιαστικά από τη φαντασιακή δημιουργία. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, φαντασιακό δεν σημαίνει, προφανώς φαντασματικό, πλασματικό ή ειδωλικό. Σημαίνει τοποθέτηση καινούργιων μορφών. Η τοποθέτηση αυτή δεν είναι καθορισμένη αλλά καθοριστική. Πρόκειται για τοποθέτηση χωρίς κίνητρο η οποία δεν μπορεί να εξηγηθεί με τη βοήθεια κάποιου αιτιακού, λειτουργικού ή ακόμα και ορθολογικού σχήματος.
 
Οι μορφές, που δημιουργεί κάθε κοινωνία, στήνουν έναν κόσμο, μέσα στον οποίον η δεδομένη κοινωνία εγγράφεται και δίνει στον εαυτό της μια θέση. Μέσω αυτών συγκροτεί ένα σύστημα κανόνων, θεσμών με την ευρύτερη έννοια του όρου, αξιών, προσανατολισμών, και σκοπών τόσο της συλλογικής όσο και της ιδιωτικής ζωής. Στον πυρήνα των μορφών αυτών βρίσκονται κάθε φορά οι κοινωνικές φαντασιακές σημασίες, που δημιουργεί η κοινωνία, και που ενσαρκώνονται μέσα στους θεσμούς της. Ο Θεός είναι μια απ' τις κοινωνικές φαντασιακές σημασίες, όπως επίσης και ο σύγχρονος ορθολογισμός και ούτω καθεξής. Ο απώτερος στόχος της κοινωνικής και ιστορικής έρευνας είναι η στο μέτρο του δυνατού, ανασύσταση και ανάλυση των σημασιών της εκάστοτε υπό μελέτην κοινωνίας.
 
Δεν είναι δυνατόν να σκεφθούμε αυτήν τη δημιουργία σαν έργο ενός ή μερικών συγκεκριμένων ατόμων. Πρόκειται για ανώνυμο και συλλογικό φαντασιακό, για θεσμίζον φαντασιακό, το οποίο, από την άποψη αυτή, θα αποκαλέσουμε θεσμίζουσα εξουσία. Εξουσία που δεν είναι δυνατόν ποτέ να αποσαφηνισθεί ολοκληρωτικά. Ασκείται, παραδείγματος χάριν, από το γεγονός ότι κάθε νεογέννητο σ' έναν κοινωνικό χώρο, υφίσταται μέσω της κοινωνικοποίησής του την επιβολή μιας γλώσσας. Όμως μια γλώσσα δεν είναι ποτέ απλώς μια γλώσσα, είναι και ένας ολόκληρος κόσμος. Υφίσταται επίσης την επιβολή αγωγής και συμπεριφοράς, έλξεων και απωθήσεων κ.λπ. Κρυμμένη σ' έναν μεγάλο βαθμό μέσα στα τρίσβαθα της κοινωνίας η θεσμίζουσα εξουσία δεν μπορεί ποτέ να διαυγασθεί εντελώς. Ταυτόχρονα όμως κάθε κοινωνία θεσμίζει, και δεν μπορεί να ζήσει χωρίς να θεσμίσει, μια ρητή εξουσία, με την οποία και συνδέω την έννοια της πολιτικής. Μ' άλλα λόγια, συγκροτεί τους φορείς που έχουν τη δυνατότητα ρητά και αποτελεσματικά να εκδίδουν κυρώσιμες διαταγές. Γιατί είναι απαραίτητη αυτού του είδους η εξουσία, η οποία και ανήκει στα ελάχιστα καθολικά χαρακτηριστικά του κοινωνικο-ιστορικού; Αυτό μπορεί να το δει κανείς διαπιστώνοντας κατ' αρχήν ότι κάθε κοινωνία οφείλει να συντηρείται, να διατηρείται, να αμύνεται. Διότι κάθε κοινωνία τίθεται διαρκώς υπό αμφισβήτηση κατ' αρχήν από την ανακάλυψη του κόσμου, του κοσμικού υπόβαθρου, που ήταν ήδη διαμορφωμένο πριν από τη δική της κοινωνική σύσταση. Απειλείται από τον ίδιο της τον εαυτό, από το ίδιο της το φαντασιακό που μπορεί να αναδυθεί και να θέσει υπό αμφισβήτηση την υπάρχουσα θέσμιση. Απειλείται επίσης από τις ατομικές παρεκκλίσεις, αποτέλεσμα του γεγονότος ότι στον πυρήνα κάθε ανθρώπινου όντος βρίσκεται μια ιδιαίτερη ατίθαση και αδάμαστη ψυχή. Απειλείται τελικά και μέχρις νεοτέρας διαταγής, από τις άλλες κοινωνίες. Πάνω απ' όλα όμως, κάθε κοινωνία βρίσκεται βυθισμένη σε μιαν ανεξέλεγκτη χρονική διάσταση, σ' ένα μέλλον που πρέπει να κατασκευασθεί και σχετικά με το οποίο δεν υπάρχουν μόνο τεράστιες αβεβαιότητες, αλλά και αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν.
     
Η ρητή εξουσία, αυτή για την οποία εν γένει μιλάμε όταν μιλάμε για εξουσία, αφορά το πολιτικό πεδίο. Και δεν πρόκειται για εξουσία που στηρίζεται στον καταναγκασμό, αν και προφανώς υπάρχει πάντα λίγο-πολύ καταναγκασμός, που όπως γνωρίζουμε μπορεί να φτάσει σε τερατώδεις μορφές. Στηρίζεται κυρίως στην εσωτερίκευση από τα κοινωνικά κατασκευασμένα άτομα των σημασιών που η δεδομένη κοινωνία έχει θεσμίσει. Δεν είναι δυνατόν να στηριχθεί στον καταναγκασμό και μόνο, όπως αποδεικνύεται από το πρόσφατο παράδειγμα της κατάρρευσης των ανατολικών καθεστώτων. Χωρίς μια ελάχιστη αποδοχή των θεσμών, έστω και εκ μέρους ενός τμήματος του πληθυσμού, ο καταναγκασμός είναι ατελέσφορος. Στην περίπτωση των ανατολικών χωρών είδαμε ότι, απ' τη στιγμή που η ιδεολογία την οποία ήθελαν να επιβάλουν στον πληθυσμό άρχισε να ξεφτίζει μέχρις ότου να καταρρεύσει αποκαλύπτοντας την απύθμενη ανιαρότητα της, από τη στιγμή αυτή ο καταναγκασμός ήταν βραχυπρόθεσμα καταδικασμένος μαζί με τα καθεστώτα που τον ασκούσαν - τουλάχιστον σ' έναν κόσμο όπως ο σύγχρονος.
 
Ανάμεσα στις σημασίες εκείνες που ζωογονούν τους θεσμούς μιας κοινωνίας, υπάρχει μια ιδιαίτερα σημαντική: η σημασία η σχετική με την καταγωγή και το θεμέλιο της θέσμισης: δηλαδή τη φύση της θεσμίζουσας εξουσίας, και αυτό που σε ένα πρωθύστερο νεότερο ιδίωμα, ευρωκεντρικό, ή, ακόμα και σινοκεντρικό, θα ονομάζαμε νομιμοποίηση ή νομιμότητά της. Αναφορικά με αυτό πρέπει να γίνεται μια θεμελιώδης διάκριση, όταν ερευνούμε την ιστορία, μεταξύ ετερονόμων κοινωνιών και κοινωνιών όπου ξεπροβάλλει η ιδέα της αυτονομίας. Ονομάζω ετερόνομη κοινωνία την κοινωνία όπου ο νόμος, ο θεσμός, δίνεται από κάποιον άλλον - έτερον. Βέβαια, όπως ξέρουμε, ο νόμος δεν δίνεται ποτέ από κάποιον άλλον και είναι πάντα δημιούργημα της κοινωνίας. Στη συντριπτική πλειοψηφία όμως των περιπτώσεων, η δημιουργία αυτού του θεσμού αποδίδεται σε μιαν αρχή εξωκοινωνική ή που, τέλος πάντων, ξεφεύγει από την εξουσία και την δράση των ανθρώπων. Αμέσως γίνεται φανερό πως, όσο κρατάει, η πεποίθηση αυτή αποτελεί τον καλύτερο τρόπο να εξασφαλιστεί το αιωνόβιο, το ανέγγιχτο του θεσμού. Πως μπορείς να αμφισβητήσεις τον νόμο, όταν ο νόμος έχει δοθεί από τον Θεό, πως μπορείς να λες πως ο νόμος που έδωσε ο Θεός είναι άδικος, όταν η δικαιοσύνη είναι ακριβώς ένα από τα ονόματα του Θεού, όπως και η αλήθεια είναι ακριβώς ένα από τα ονόματα του Θεού, "συ γαρ ει η Αλήθεια, η Δικαιοσύνη και το Φως"; Όμως η πηγή αυτή μπορεί κάλλιστα να είναι διαφορετική από τον Θεό: οι θεοί, οι ιδρυτικοί ήρωες, οι πρόγονοι - ή κάποιες απρόσωπες, αλλ' εξίσου εξωκοινωνικές αρχές, όπως η Φύση, ο Λόγος ή η Ιστορία.
 
Μέσα λοιπόν σ' αυτήν την τεράστια ιστορική μάζα ετερόνομων κοινωνιών, επέρχεται ρήξη σε δύο περιπτώσεις, κι έτσι φτάνουμε στο θέμα μας. Οι δυο αυτές περιπτώσεις αντιπροσωπεύονται από την αρχαία Ελλάδα και από τη Δυτική Ευρώπη ξεκινώντας από την πρώτη Αναγέννηση (11ος-12ος αιώνας), που κακώς οι ιστορικοί εξακολουθούν να την κατατάσσουν στον Μεσαίωνα. Και στις δύο περιπτώσεις βρίσκουμε την απαρχή της αναγνώρισης του γεγονότος ότι πηγή του νόμου είναι η ίδια η κοινωνία, ότι εμείς οι ίδιοι φτιάχνουμε τους νόμους μας. Αυτό συνεπάγεται το άνοιγμα της δυνατότητας να αμφισβητηθεί και να κριθεί η υπάρχουσα θέσμιση της κοινωνίας, η οποία δεν είναι πια ιερή, η εν πάση περιπτώσει δεν είναι ιερή με τον ίδιο τρόπο όπως παλιότερα. Η ρήξη αυτή, που είναι συνάμα μια ιστορική δημιουργία, συνεπιφέρει τη ρήξη της κλειστότητας των σημασιών, της εγκαθιδρυμένης στις ετερόνομες κοινωνίες. Ταυτόχρονα εγκαθιδρύει τη δημοκρατία και τη φιλοσοφία.
 
Γιατί μιλάμε για κλειστότητα των σημασιών; Ο όρος κλειστότητα έχει εδώ το ακριβές νόημα που έχει στα μαθηματικά, στην άλγεβρα. Λέμε πως ένα αλγεβρικό σώμα είναι "κλειστό εν εαυτώ", όταν κάθε αλγεβρική εξίσωση που μπορεί να εγγραφεί μέσα σ' αυτό το σώμα με τα στοιχεία του σώματος έχει λύσεις που είναι και αυτές στοιχεία του ίδιου σώματος. Σε μια κοινωνία όπου υπάρχει κλειστότητα των σημασιών, κανένα ερώτημα που θα μπορούσε να τεθεί μέσα σ' αυτό το σύστημα, μέσα σ' αυτό το μάγμα των σημασιών, δεν στερείται απάντησης μέσα στο ίδιο αυτό μάγμα. Ο νόμος των Προγόνων έχει απάντηση για όλα, η Τορά έχει απάντηση για όλα, το Κοράνι επίσης. Και αν κάποιος ήθελε να προχωρήσει κι άλλο, το ερώτημα θα έπαυε να έχει νόημα στη γλώσσα της προκείμενης κοινωνίας. Η ρήξη όμως αυτής της κλειστότητας είναι συνάμα άνοιγμα του απεριόριστου προβληματισμού. Είναι ένα άλλο όνομα για τη δημιουργία μιας αληθινής φιλοσοφίας, η οποία διαφέρει ολωσδιόλου από την ατέρμονη ερμηνεία των ιερών κειμένων, για παράδειγμα, που μπορεί να είναι εξαιρετικά ευφυής και λεπτή - αλλά σταματάει μπροστά σ' ένα τελικό δεδομένο, που είναι αδιαμφισβήτητο: η Γραφή πρέπει να είναι αληθής, αφού είναι θείας προέλευσης. Ο φιλοσοφικός όμως προβληματισμός δεν σταματά μπροστά σε κάποιο έσχατο και ουδέποτε αμφισβητήσιμο αξίωμα.
 
Το ίδιο ισχύει για τη δημοκρατία. Κατά την αληθινή της σημασία, η δημοκρατία έγκειται στο ότι η κοινωνία δεν σταματά σε μιαν αντίληψη του τι είναι δίκαιο, ίσο ή ελεύθερο, αντίληψη παγωμένη μια για πάντα, αλλά θεσμίζεται με τέτοιον τρόπο, ώστε τα ερωτήματα της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της ισονομίας και της ισότητας να μπορούν να ξανατίθενται πάντοτε μέσα στα πλαίσια της "φυσιολογικής" λειτουργίας της κοινωνίας. Και, σε διάκριση από αυτό που αποκάλεσα προηγουμένως το πολιτικό, δηλαδή αυτό που σχετίζεται, σε κάθε κοινωνία, με τη ρητή εξουσία, πρέπει να πούμε πως η πολιτική -που δεν πρέπει να συγχέεται με τις αυλικές δολοπλοκίες ή τη σωστή διαχείριση της θεσμισμένης εξουσίας, πράγματα που υπάρχουν παντού-, αφορά τη ρητή συνολική θέσμιση της κοινωνίας και τις αποφάσεις που αφορούν το μέλλον της. Και αυτή επίσης δημιουργείται για πρώτη φορά στους δύο αυτούς ιστορικούς χώρους, ως δραστηριότητα διαυγής, ή που θέλει να είναι όσο γίνεται περισσότερο διαυγής, και που ως στόχο της έχει τη ρητή συνολική θέσμιση της κοινωνίας.
 
Θα έλεγα πως μια κοινωνία είναι αυτόνομη, όχι αν απλώς ξέρει ότι φτιάχνει τους νόμους της, αλλά αν είναι και σε θέση να τους αμφισβητήσει. Αντίστοιχα, υποστηρίζω πως ένα άτομο είναι αυτόνομο, αν έχει μπορέσει να εγκαθιδρύσει μια διαφορετική σχέση ανάμεσα στο ασυνείδητό του, το παρελθόν του, τις συνθήκες μέσα στις οποίες ζει, και στον εαυτό του ως στοχαζόμενη και αποφασίζουσα αρχή.
 
Καμιά από τις μέχρι τώρα γνωστές κοινωνίες δεν μας επιτρέπει να μιλήσουμε για αυτόνομη κοινωνία με την πλήρη έννοια του όρου. Μπορούμε όμως να πούμε πως η ιδέα της κοινωνικής και ατομικής αυτονομίας αναδύεται στην αρχαία Ελλάδα και στη Δυτική Ευρώπη. Απ' αυτή την άποψη υπάρχει ένα πολιτικό πλεονέκτημα σ' αυτήν τη μελέτη, στην έρευνα που έχει ως αντικείμενο αυτές τις δύο κοινωνίες, γιατί η διαύγασής τους, ανεξάρτητα από τα άλλα σημεία ενδιαφέροντος -ιστορικά ή φιλοσοφικά με τη στενή έννοια-, μας κάνει να στοχαζόμαστε πολιτικά. Ο στοχασμός που έχει ως αντικείμενό του τη βυζαντινή κοινωνία ή τη ρωσική κοινωνία ως το 1830 ή το 1860, ή την κοινωνία των Αζτέκων, μπορεί να είναι γοητευτικός, αλλά από πολιτική άποψη, (με την έννοια της πολιτικής) δεν μας μαθαίνει τίποτα, ούτε ωθεί τη σκέψη μας να πάει πιο μακριά.
 
Η Ελλάδα, λοιπόν. Ποια Ελλάδα; Εδώ πρέπει να προσέξουμε και να είμαστε ακριβείς, θα έλεγα μάλιστα αυστηροί. Στη δική μου οπτική, η Ελλάδα που έχει σημασία είναι η Ελλάδα που περιλαμβάνεται ανάμεσα στον 8ο και τον 5ο αιώνα. Σ' εκείνη ακριβώς τη φάση η πόλις δημιουργείται, θεσμίζεται και, στις μισές περίπου περιπτώσεις, μετατρέπεται λίγο - πολύ σε δημοκρατική πόλιν. Η φάση αυτή ολοκληρώνεται στα τέλη του 5ου αιώνα· και στον 4ο αιώνα και αργότερα ακόμη συμβαίνουν σημαντικά πράγματα, κυρίως το μέγα παράδοξο ότι ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, δύο απ' τους μεγαλύτερους φιλοσόφους που υπήρξαν ποτέ, ανήκουν στον 4ο αιώνα, αλλά δεν είναι φιλόσοφοι της ελληνικής δημοκρατικής δημιουργίας. Για τον Πλάτωνα θα πω σε λίγο δυο λόγια. Ο Αριστοτέλης είναι διπλά παράδοξος, αφού είναι, υπό μία έννοια, "προγενέστερος" του Πλάτωνα και επίσης είναι, κατά τη γνώμη μου, δημοκρατικός· ακόμη κι ο Αριστοτέλης όμως στοχάζεται πάνω στη δημοκρατία που δεν μπορεί πια να τα καταλάβει πραγματικά, με πιο χτυπητό παράδειγμα την τραγωδία. Γράφει το ιδιοφυές εκείνο κείμενο που λέγεται Ποιητική, το οποίο όμως δεν συλλαμβάνει την ουσία της τραγωδίας.
 
Άμεση συνέπεια των παραπάνω είναι πως οι πηγές μας, όταν στοχαζόμαστε πάνω στην ελληνική πολιτική, δεν μπορούν να είναι οι φιλόσοφοι του 4ου αιώνα και, πάντως, σίγουρα όχι ο Πλάτων, που είναι διαποτισμένος από άσβεστο μίσος για τη δημοκρατία και το δήμο. Συχνότατα θλίβεται κανείς όταν βλέπει νεότερους επιστήμονες, που κατά τα άλλα έχουν συνεισφέρει πολλά στις γνώσεις μας για την Ελλάδα, να ψάχνουν την ελληνική πολιτική σκέψη στον Πλάτωνα. Είναι σαν να ψάχνεις την πολιτική σκέψη της Γαλλικής Επανάστασης στον Σαρλ Μωρράς, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών ως προς το πνευματικό ανάστημα των δύο συγγραφέων. Οπωσδήποτε, ο Πλάτων αφήνει κάποιες στιγμές να διαφανεί η πραγματικότητα της δημοκρατίας, για παράδειγμα στον λόγο του Πρωταγόρα στον ομώνυμο διάλογο, λόγο που εκφράζει θαυμαστά τους τόπους, τους κοινούς δηλαδή τόπους των πεποιθήσεων και της σκέψης των δημοκρατικών του 5ου αιώνα. Βέβαια, τους αφήνει να διαφανούν για να τους ανασκευάσει, αλλ' αυτό δεν έχει σημασία. Πηγές μας δεν μπορούν να είναι άλλες από την πραγματικότητα της πόλεως, πραγματικότητα που εκφράζεται στους νόμους της. Γιατί εκεί, και κυρίως εκεί, υπάρχει μια θεσμισμένη, υλοποιημένη, ενσαρκωμένη πολιτική σκέψη. Επίσης πηγές πρέπει να αναζητηθούν στην πρακτική της πόλεως, στο πνεύμα της. Φυσικά υπάρχουν πάντοτε ζητήματα ερμηνείας. Η πραγματικότητα αυτή φτάνει καμιά φορά ως εμάς με ελάχιστη παραμόρφωση - όπως στην περίπτωση των ίδιων των νόμων - άλλοτε, φθάνει με μια παραμόρφωση που ακόμη δεν έχει υπολογιστεί, όπως στην περίπτωση των ιστορικών, του Ηροδότου και κυρίως του Θουκιδίδη, που, απ' αυτήν τη σκοπιά, είναι απείρως σπουδαιότεροι από τον Πλάτωνα ή άλλους, όπως και στην περίπτωση των τραγικών και των ποιητών εν γένει. Όσο για τις πηγές που αφορούν τον Δυτικό κόσμο, η απίστευτη υπεραφθονία τους αποκλείει κάθε περιγραφή, έστω και συνοπτική.
 
Θα προχωρήσω κάπως σχηματικά και φαινομενικά αυθαίρετα, αντιπαραβάλλοντας, όσο γίνεται πιο περιληπτικά, εκείνα που θεωρώ ως θεμελιώδη θεσμισμένα γνωρίσματα του ελληνικού πολιτικού φαντασιακού αφενός, δηλαδή του φαντασιακού έτσι όπως ενσαρκώνεται στους πολιτικούς θεσμούς, και του νεότερου πολιτικού φαντασιακού αφετέρου.
 
1. Σχέση της κοινότητας με την εξουσία. Βλέπουμε αμέσως την αντίθεση μεταξύ άμεσης δημοκρατίας των Αρχαίων και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας των Νεοτέρων. Μπορεί να μετρήσει κανείς την απόσταση ανάμεσα στις δύο αυτές αντιλήψεις, ξεκινώντας απ' το γεγονός ότι, στην αρχαία Ελλάδα, τουλάχιστον στο δημόσιο δίκαιο, η ιδέα της αντιπροσώπευσης είναι άγνωστη. Αντίθετα στους Νεότερους βρίσκεται στη βάση των πολιτικών συστημάτων, εκτός από τις στιγμές ρήξης (τα εργατικά συμβούλια λόγου χάρη ή τα Σοβιέτ στην αρχική τους μορφή), κατά τις οποίες αρνούνται την εκχώρηση της εξουσίας οι αντιπροσωπευόμενοι στους αντιπροσώπους. Οι εντολοδόχοι, που είναι απαραίτητοι στην κοινότητα, όχι μόνο εκλέγονται αλλά είναι και διαρκώς ανακλητοί. Φυσικά οι Έλληνες, και θα περιοριστώ στην περίπτωση των Αθηναίων, που τη γνωρίζουμε λιγότερο αποσπασματικά, έχουν αξιωματούχους. Αλλά οι αξιωματούχοι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: στους αξιωματούχους που τα καθήκοντά τους προϋποθέτουν κάποια ειδική γνώση και οι οποίοι είναι αιρετοί· και δεδομένου ότι η ίδως όχι αποκλειστική, αλλά πάντως κεντρική δουλειά των ελληνικών πόλεων είναι ο πόλεμος, η σπουδαιότερη ειδική γνώση αφορά τον πόλεμο, άρα οι στρατηγοί είναι αιρετοί. Ένας μεγάλος αριθμός αξιωματούχων, εκ των οποίων πολλοί είναι σημαντικοί, δεν είναι αιρετοί. Παίρνουν το αξίωμα με κλήρωση ή εκ περιτροπής ή μ' ένα σύστημα που συνδυάζει αυτά τα δυο, όπως στην περίπτωση των πρυτάνεων και των επιστατών των πρυτάνεων, οι οποίοι παίζουν τον ρόλο του "προέδρου της Δημοκρατίας" των Αθηναίων για μια μέρα.
 
Εδώ επιβάλλονται δύο παρατηρήσεις. Κατ' αρχήν, υπάρχουν πολλές εμπειρικές δικαιολογήσεις της ιδέας της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στους Νεότερους, πουθενά όμως, στους πολιτικούς φιλοσόφους, πραγματικούς ή υποτιθέμενους, δεν υπάρχει μία, έστω, απόπειρα ορθολογικής θεμελίωσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Υπάρχει μια μεταφυσική της πολιτικής αντιπροσώπευσης, που καθορίζει τα πάντα, χωρίς ποτέ να εκφράζεται ή να διασαφηνίζεται. Ποιο είναι εκείνο το θεολογικό μυστήριο, η αλχημική εκείνη πράξη, που έχει σαν αποτέλεσμα, μια Κυριακή κάθε πέντε ή εφτά χρόνια, η κυριαρχία μας να γίνεται ένα ρευστό που διατρέχει όλη τη χώρα, εισχωρεί στις κάλπες και ξαναβγαίνει το βράδυ στις οθόνες της τηλεόρασης, με την όψη "αντιπροσώπων του λαού" ή του Αντιπροσώπου του λαού, του μονάρχη που φέρει τον τίτλο "πρόεδρος"; Έχουμε εδώ μια πράξη προφανώς υπερφυσική, που ποτέ δεν έγινε προσπάθεια να θεμελιωθεί ή έστω να εξηγηθεί. Απλώς αρκούνται να λένε πως, στις νεότερες συνθήκες, η άμεση δημοκρατία είναι αδύνατη, άρα χρειάζεται μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Γιατί όχι; Έχουμε όμως το δικαίωμα να ζητάμε κάτι παραπάνω και κάτι λιγότερο "εμπειρικό".
 
Ύστερα, το ζήτημα των εκλογών. Όπως λέει ο Φίνλεϋ στο βιβλίο του Η εφεύρεση της πολιτικής, οι Έλληνες ήταν εκείνοι που εφηύραν τις εκλογές, αλλά υπάρχει ένα κεφαλαιώδες σημείο, το οποίο συνήθως περνάει σχετικά απαρατήρητο: για τους Έλληνες, οι εκλογές δεν αντιπροσωπεύουν κάποια δημοκρατική αρχή. Αποτελούν αριστοκρατική αρχή, αυτό δε, στην ελληνική γλώσσα, αποτελεί σχεδόν ταυτολογία. Ταυτολογία είναι και στην πράξη. Όταν εκλέγεις, δεν εκλέγεις ποτέ τους χειρότερους· προσπαθείς να αναδείξεις τους καλύτερους - στα αρχαία ελληνικά τους αρίστους. Βέβαια η λέξη άριστοι έχει πολλές σημασίες: σημαίνει επίσης τους αριστοκράτες, όσους ανήκουν σε μεγάλες και διαπρεπείς οικογένειες. Παρ' όλα αυτά οι άριστοι είναι, με το ένα ή το άλλο κριτήριο, οι καλύτεροι. Κι όταν ο Αριστοτέλης προτείνει στα Πολιτικά του ένα καθεστώς που το θεωρεί μείγμα δημοκρατίας και αριστοκρατίας, το καθεστώς αυτό είναι μείγμα στον βαθμό που περιελάμβανε και εκλογές. Από αυτή την άποψη, το πραγματικό καθεστώς των Αθηναίων αντιστοιχούσε σ' αυτό που ο Αριστοτέλης ονομάζει πολιτεία, καθεστώς που το θεωρεί ως το καλύτερο.
 
2. Στο αθηναϊκό καθεστώς υπάρχει ουσιώδης συμμετοχή του πολιτικού σώματος, υπάρχουν επίσης και νόμοι που διευκολύνουν αυτή την πολιτική συμμετοχή. - Στον νεότερο κόσμο, διαπιστώνουμε την εγκατάλειψη της δημόσιας σφαίρας στα χέρια των ειδικών, των επαγγελματιών της πολιτικής, εγκατάλειψη που διακόπτεται από σπάνιες και βραχύβιες φάσεις πολιτικής έκρηξης, τις επαναστάσεις.

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ

Στον ελληνικό κόσμο σκέψης δεν υπάρχει ρητή θεματοποίηση της δημιουργίας, ιδιαίτερα στον κόσμο της κοινωνίας. Θα μιλήσουμε διά μακρών για τον Επιτάφιο του Περικλή, όπου η ιδέα ότι η Αθήνα είναι δημιούργημα των Αθηναίων στηρίζει όλο το λόγο, χωρίς αυτό να διατυπώνεται ρητά. Βρίσκουμε όμως στον 5ο αιώνα στοιχεία τα οποία, μέσα από το στοχασμό γύρω από την αντίθεση φύσις/νόμος, οδεύουν προς αυτή την κατεύθυνση: στους ιπποκρατικούς, τον Ηρόδοτο, τον Δημόκριτο ή στους σοφιστές.

 Όλα αυτά τα στοιχεία θα καταπνιγούν με την άφιξη του Πλάτωνα και τη μετέπειτα συντριπτική επιρροή του πλατωνισμού. Στον Αριστοτέλη, το ζήτημα είναι πιο πολύπλοκο, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε, παραδείγματος χάριν, από τη σκέψη του για την τέχνη: πρόκειται άραγε για απλή μίμηση της φύσης ή μήπως δημιουργεί κάτι το οποίο δεν υπήρχε πριν;

Ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης δεν είναι πλάστης, ό, τι κι αν λένε. Είναι κάπως σαν το δημιουργό του Πλάτωνα· υπάρχει πάνω από αυτόν ένα κριτήριο προς το οποίο πρέπει να συμμορφώνεται και ο ίδιος. Κατά μία έννοια, ούτε η ύπαρξη του κόσμου είναι αυθαίρετη, δεδομένου ότι είναι φτιαγμένος για τον άνθρωπο. Στη συνέχεια, εμφανίζεται στους θεολόγους του 13ου-14ου αιώνα, όπως οι Duns Scot και Guillaume dOckham, η ιδέα της παντοδυναμίας και της απολύτου ελεύθερης βούλησης του Θεού - ίσως η μόνη πρωτότυπη ιδέα στο πεδίο αυτό μετά τους Έλληνες.

Οι αλήθειες τις οποίες θεωρούμε αιώνιες είναι ταυτοχρόνως θεία δημιουργία και τυχαίες. Ο Θεός θα μπορούσε να είχε θελήσει έναν άλλο κόσμο, όπου δύο και | δύο να κάνουν πέντε. [Αντινομία: οι «αιώνιες αλήθειες» είτε είναι τυχαίες είτε δεν είναι, και ο Θεός δεν είναι πλέον παντοδύναμος.] Αυτή η θεία βούληση επιβάλλει σε κάποια ύλη, την οποία δημιούργησε όπως της άρεσε, τους νόμους οι οποίοι της άρεσαν, και καθορίζεται η ίδια μέσα στην πιο απόλυτη αυθαιρεσία, κυριαρχία και ελευθερία.

Καμία όμως θεολογία δεν μπόρεσε να ακολουθήσει για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα αυτή την οδό· θα επανέλθουν, λοιπόν, σε μια πιο ορθολογική θεολογία και θα υποβάλουν και τον ίδιο : το Θεό σε ορισμένους περιορισμούς.

Ο Ξενοφώντας και ο χάρτης των συμμαχιών

Από τη στιγμή που ο χάρτης της ισχύος έχει αλλάξει καταδεικνύοντας τη Θήβα ως νέο αφεντικό, είναι προφανές ότι θα αλλάξει και ο χάρτης των συμμαχιών, ο οποίος θα προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση. Η Αθηνοσπαρτιατιατική συμμαχία είναι πλέον γεγονός.
 
Το εφήμερο των συμμαχιών δεν είναι τίποτε άλλο από το επίπλαστο των σχέσεων, που από θέση αρχής οφείλουν να λειτουργούν συμφεροντολογικά. Γι’ αυτό και όλα είναι θέμα συσχετισμών. Όταν οι συσχετισμοί αλλάζουν, τότε όλα αλλάζουν. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανατροπή από την αλλαγή στα ηνία της ισχύος. Ο καθένας πρέπει να διαλέξει στρατόπεδο, ώστε να βγει κερδισμένος από τις προκλήσεις της νέας εποχής.
 
Η δυσπιστία, ως μοναδικός σταθερός παράγοντας των διπλωματικών σχέσεων μέσα στο χρόνο, είναι η επισφράγιση της παροδικότητας. Η πίστη αφορά μόνο την περιστασιακά κοινή πλεύση των συμφερόντων. Γι’ αυτό δεν έχει θέση στη διπλωματία. Μόνο ο αφελής μπορεί να δείχνει πίστη. Ο συνετός διερευνά σε βάθος όλες τις προτεινόμενες παραμέτρους αναζητώντας το σημείο εκείνο που προσπαθούν να τον ξεγελάσουν.
 
Οι νέοι σύμμαχοι – μέχρι πρότινος άσπονδοι εχθροί – προσπαθούν να βρουν τους κανόνες της σύμπλευσης, ώστε οι νέες σχέσεις να στηριχθούν πάνω σε στέρεες βάσεις. Να βρουν, δηλαδή, τις συμφωνίες εκείνες που θα ικανοποιήσουν  τη δυσπιστία αφήνοντας ευχαριστημένες και τις δύο πλευρές. Στη νέα συνάντηση των πρέσβεων που έγινε στην Αθήνα το ζήτημα της αρχηγίας των στρατιωτικών δυνάμεων ήταν το πιο σημαντικό.
 
Κι ενώ όλα έδειχναν ότι η Σπάρτη θα αναλάμβανε την αρχηγία στη στεριά και η Αθήνα στη θάλασσα, ο Κηφισόδοτος, αφού πήρε το λόγο, έδωσε νέες διαστάσεις στο θέμα: «Αθηναίοι δεν το καταλαβαίνετε ότι σας ξεγελάνε; Έστω λοιπόν ότι θα διοικείτε στη θάλασσα. Εφόσον η Λακεδαίμων θα πολεμάει μαζί σας, είναι φανερό ότι θα σας στέλνει Λακεδαιμονίους για τριηράρχους, κι ίσως και για πεζοναύτες – αλλά οι ναύτες θα ‘ναι είλωτες ή μισθοφόροι. Αυτούς λοιπόν θα διοικείτε εσείς, Όταν όμως θα σας καλούν οι Λακεδαιμόνιοι σ’ εκστρατεία στεριανή, είναι φανερό ότι θα τους στέλνετε τους οπλίτες και το ιππικό. Έτσι λοιπόν εκείνοι θα διοικούν εσάς τους ίδιους, ενώ σεις θα διοικείτε, από αυτούς, δούλους και δυνάμεις υποδεέστερες». (7,1,12-13).
 
Ο Κηφισόδοτος ξέρει να διαβάζει και τα ψιλά γράμματα, που βρίσκονται πίσω από τις συμφωνίες. Όμως, εδώ δεν έχει σημασία το κατά πόσο έχει δίκιο ή όχι – πιθανώς να έχει – αλλά το μέγεθος της δυσπιστίας, που μετατρέπει τα πάντα σε πεδίο αντιπαλότητας με βάση την αφόρητη καχυποψία: «Υπάρχει πιο ισότιμο σύστημα από την εναλλαγή στην αρχηγία και του ναυτικού και του στρατού ξηράς; Μ’ αυτό τον τρόπο, ό,τι πλεονεκτήματα παρουσιάζει τυχόν η αρχηγία στη θάλασσα, θα τα μοιραστείτε – κι εμείς πάλι το ίδιο στη στεριά». (7,1,14).
 
Η τελική απόφαση να εναλλάσσεται η αρχηγία της στεριάς και της θάλασσας κάθε πέντε μέρες δείχνει ότι η ικανοποίηση της δυσπιστίας τίθεται πάνω από την ίδια τη λειτουργικότητα. Είναι προτιμότερο να αλλάζει η στρατιωτική ηγεσία κάθε πέντε μέρες – πράγμα δυσλειτουργικό, αν όχι παράλογο – παρά να υπάρξει αμοιβαία εμπιστοσύνη σε μια έντιμη συμφωνία. Οι σύμμαχοι χρειάζονται διαρκή επαγρύπνηση. Θα έλεγε κανείς ισάξια με κείνη των εχθρών.
 
Κατόπιν αυτών όλα ήταν έτοιμα για να ξεκινήσουν οι πολεμικές επιχειρήσεις: «Οι δύο πόλεις κι οι σύμμαχοί τους έστειλαν εκστρατευτικό σώμα στην Κόρινθο, κι αποφάσισαν να σταθμεύσει μια μικτή φρουρά στο Όνειο. Γύρω απ’ αυτό λοιπόν κατέλαβαν θέσεις σε διάφορα σημεία – οι Λακεδαιμόνιοι και οι Πελληνείς στο πιο ευπρόσβλητο – για να το υπερασπίσουν απέναντι στους Θηβαίους που είχαν ξεκινήσει μαζί με τους συμμάχους τους». (7,1,15).
 
Οι Θηβαίοι αιφνιδίασαν την πλευρά των Λακεδαιμονίων και των Πελληνών κάνοντας επίθεση τα ξημερώματα. Βρίσκοντάς τους εντελώς απροετοίμαστους δεν ήταν δύσκολο να τους νικήσουν. Όσοι κατάφεραν να σωθούν κατέφυγαν σ’ έναν λόφο που ήταν κοντά. Ο πολέμαρχος των Λακεδαιμονίων, ενώ θα μπορούσε να οργανωθεί εκ νέου και να στρατοπεδεύσει στο λόφο συνεχίζοντας τον αγώνα – είχαν απομείνει αρκετές δυνάμεις και είχαν εξασφαλισμένο ανεφοδιασμό από τις Κεγχρειές σε αντίθεση με τους Θηβαίους που δε βρίσκονταν σε καλό σημείο και είχαν πρόβλημα διαφυγής – προτίμησε να κάνει ανακωχή, η οποία «κατά τη γνώμη των περισσοτέρων, εξυπηρετούσε πιο πολύ τους Θηβαίους παρά τους Λακεδαιμονίους». (7,1,17).
 
Οι Θηβαίοι, μόλις ενώθηκαν με τις συμμαχικές τους δυνάμεις (Αρκάδες, Αργείους, Ηλείους), επιτέθηκαν στη Σικυώνα και την Πελλήνη, λεηλάτησαν την περιοχή της Επιδαύρου κι έφτασαν στην Κόρινθο, όπου τους υποδέχτηκαν με τόξα και ακόντια κάνοντας αδύνατη την πρόσβασή τους στα τείχη. Σκοτώθηκαν πολλοί Θηβαίοι εκεί και τελικά τράπηκαν σε φυγή. Η εξέλιξη αυτή αναπτέρωσε το ηθικό των Λακεδαιμονίων και σαν να μην έφτανε αυτό (σχεδόν αμέσως) ήρθαν και οι ενισχύσεις από τις Συρακούσες περίπου είκοσι πολεμικά και πενήντα ιππείς.
 
Κι ενώ οι Θηβαίοι ρήμαζαν την πεδιάδα της Κορίνθου ανενόχλητοι από το συμμαχικό ιππικό των Αθηναίων και των Κορινθίων, που δίσταζε να επιτεθεί, όρμησαν οι λιγοστοί ιππείς των Συρακουσίων κι ακολουθώντας μια τακτική κλεφτοπολέμου – χτυπούσαν γρήγορα με ακόντια κι απομακρύνονταν – προξένησαν μεγάλες φθορές, ώστε μετά από λίγες μέρες (οι Θηβαίοι) αναχώρησαν για την πατρίδα τους. Οι Συρακούσιοι αμέσως μετά νίκησαν με μάχη τους Σικυωνίους, αφού εισέβαλαν στη γη τους, και κατέλαβαν τη Δέρα με έφοδο. Όταν πια αποφάσισαν να επιστρέψουν στις Συρακούσες, ήταν φανερό ότι η παρουσία τους έγινε ιδιαιτέρως αισθητή προς όλες τις κατευθύνσεις.
 
Όμως, και σε συμμαχικό επίπεδο τα πράγματα δεν πήγαιναν καλύτερα για τους Θηβαίους. Οι Αρκάδες, που ως τότε ήταν πιστοί τους σύμμαχοι, βρήκαν πολύ ενδιαφέροντα τα λόγια του Λυκομήδη, ανθρώπου πλούσιου από τη Μαντινεία και με μεγάλο κύρος εκεί, ο οποίος τους έλεγε ότι έπρεπε να σταματήσουν να παίζουν το ρόλο του υποστηρικτή των ισχυρών, αλλά να διεκδικήσουν την ηγετική θέση που τους αξίζει: «κέντριζε την αλαζονεία των Αρκάδων λέγοντάς τους ότι εκείνοι ήταν οι μόνοι που είχαν την Πελοπόννησο πατρίδα, μια κι ήταν οι μοναδικοί κάτοικοί της που ήταν ντόπιοι, και ότι η φυλή τους ήταν η πιο πολυάνθρωπη στην Ελλάδα και η πιο λεβεντόκορμη». (7,1,23).
 
Το γεγονός ότι αυτοί που απέκτησαν την ηγεμονία (Σπαρτιάτες – Θηβαίοι) είχαν τη βοήθειά τους καταδεικνύει τη σπουδαιότητα της παρουσίας τους. Το μόνο που έμενε ήταν να διεκδικήσουν αυτά που πραγματικά άξιζαν: «Αν έχετε λοιπόν μυαλό, θα πάψετε ν’ ακολουθείτε όποιον σας το ζητάει· γιατί όπως άλλοτε που ακολουθούσατε τους Λακεδαιμονίους εκείνοι δυνάμωσαν, έτσι και τώρα· αν ακολουθείτε τους Θηβαίους στα τυφλά, και δεν απαιτήσετε να ‘χετε σειρά στην αρχηγία, ίσως γρήγορα ν’ ανακαλύψετε πως δεν είναι διαφορετικοί από τους Λακεδαιμονίους». (7,1,24).
 
Κι όπως είναι φυσικό, τα λόγια αυτά είχαν μεγάλη απήχηση στο πλήθος. Εξάλλου, και οι στρατιωτικές επιτυχίες που είχαν με τη διάσωση των Αργείων από την περιοχή της Επιδαύρου (που είχαν εγκλωβιστεί από τις δυνάμεις των Αθηναίων και των Κορινθίων και δε θα διέφευγαν αν δεν παρενέβαιναν οι Αρκάδες) και την επικράτηση στην Ασίνη σε βάρος της σπαρτιατικής φρουράς, τους έκαναν ακόμη πιο επιρρεπείς στις ιδέες του Λυκομήδη: «Φυσικό ήταν, με τούτα η αλλοτινή φιλία των Θηβαίων για τους Αρκάδες να μεταβληθεί σε κρυφή ζήλια». (7,1,26).
 
Δεν είναι όμως μόνο οι Θηβαίοι που δυσφορούν με τους Αρκάδες: «Οι Ηλείοι διεκδικούσαν από τους Αρκάδες τις πόλεις που είχαν αφαιρέσει από την εξουσία τους οι Λακεδαιμόνιοι, διαπίστωναν όμως ότι οι Αρκάδες όχι μόνο δεν έδιναν καμιά σημασία στα διαβήματά τους, αλλά έκαναν ένα σωρό περιποιήσεις στους Τριφυλίους και στους άλλους που είχαν αποστατήσει από την Ηλεία, επειδή έλεγαν πως ήταν Αρκάδες». (7,1,26).
 
Το συμμαχικό πλέγμα των συμφερόντων καθιστά σαφές ότι, αν η καχυποψία ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες υπονομεύει την ενότητα του πρώτου στρατοπέδου, η μεγαλομανία και η υπέρμετρη φιλοδοξία διαλύει εντελώς την ενότητα του δεύτερου. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, όταν ήρθε ο Φιλίσκος, ως απεσταλμένος των Περσών,  προσπαθώντας να συμφιλιώσει τα δύο στρατόπεδα, συνάντησε τέτοια αδιαλλαξία από την πλευρά των Θηβαίων κατά τη συνάντηση που είχαν στους Δελφούς, που αποφάσισε να μισθώσει στρατό και να ταχθεί με το μέρος των Λακεδαιμονίων.
 
Τότε ήταν που έφτασε και πάλι στρατός από τις Συρακούσες προκαλώντας διαφωνία για τον τρόπο που έπρεπε να χρησιμοποιηθεί: «Οι Αθηναίοι υποστήριξαν ότι έπρεπε να πάει ν’ αντιμετωπίσει τους Θηβαίους στη Θεσσαλία, υπερίσχυσε όμως η γνώμη των Λακεδαιμονίων που ήθελαν να πάει στη Λακωνική». (7,1,28). (Ο Ξενοφώντας μεροληπτεί σταθερά σε βάρος των Θηβαίων, καθώς αποκρύπτει τις επιτυχίες που είχαν στη Θεσσαλία μειώνοντας την ισχύ τους. Αυτός είναι και ο λόγος που οι Αθηναίοι προτείνουν να πάει εκεί ο συρακούσιος στρατός, και αυτή είναι και η μοναδική αναφορά πάνω στο θέμα). Τις δυνάμεις των Συρακουσίων τις ανέλαβε ο Αρχίδαμος, που κατέλαβε τις Καρυές (σφάζοντας όλους όσους έπιασε ζωντανούς) και λεηλάτησε την χώρα των Παρρασίων στην Αρκαδία.
 
Όταν κατέφυγε στη Μηλέα, ο Κισσίδας που ήταν ο διοικητής των Συρακουσίων του ανακοίνωσε ότι έπρεπε να γυρίσουν στην πατρίδα τους, καθώς πέρασε το χρονικό διάστημα, που είχαν εντολές να παραμείνουν. Μάζεψε το στρατό του κι αναχώρησε για τη Σπάρτη, αλλά συνάντησε την ενέδρα των Μεσσηνίων που τον περίμεναν σ’ ένα στενό πέρασμα. Ο Αρχίδαμος έσπευσε να τον βοηθήσει και στο δρόμο για τους Ευτρησίους ήρθαν αντιμέτωποι με τους Αρκάδες και τους Αργείους, που επίσης ήθελαν να τους κόψουν το δρόμο.
 
Στη μάχη που έγινε οι Αρκάδες γνώρισαν συντριβή χωρίς προηγούμενο: «όταν μπήκε επικεφαλής ο Αρχίδαμος, λίγοι εχθροί έμειναν στις θέσεις τους ώσπου να φτάσουν σ’ απόσταση δόρατος – κι εκείνοι έπεσαν νεκροί· οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν πάνω στη φυγή τους, άλλοι από το ιππικό κι άλλοι από τους Κέλτες». (7,1,31). Από την πλευρά της η Σπάρτη δεν είχε ούτε ένα νεκρό. Τα νέα έφεραν στην πόλη ενθουσιασμό. Εξίσου όμως χάρηκαν και οι «σύμμαχοι» των Αρκάδων Θηβαίοι, αλλά και οι Ηλείοι.
 
Το βέβαιο είναι ότι οι Θηβαίοι κατάλαβαν ότι, όπως ήταν η κατάσταση, η τελική τους επικράτηση ήταν μάλλον αμφίβολη. Ο συμμαχικός τους χάρτης δεν τους ικανοποιούσε (λογικό άλλωστε) κι αποφάσισαν ότι έπρεπε να κάνουν άνοιγμα σε «νέες» δυνάμεις. Με άλλα λόγια, ήρθε και πάλι η ώρα των Περσών: «Με την πρόφαση ότι κι ο Ευθυκλής ο Λακεδαιμόνιος βρισκόταν κοντά στον Βασιλέα, ζήτησαν τη συνδρομή των συμμάχων τους, κι έτσι ξεκίνησαν για το εσωτερικό της Ασίας ο Πελοπίδας ως αντιπρόσωπος των Θηβαίων, ο Αντίοχος ο παγκρατιαστής ως αντιπρόσωπος των Αρκάδων κι ο Αρχίδαμος ως αντιπρόσωπος των Ηλείων· μαζί τους πήγε κι ένας Αργείος». (7,1,33). (Χαρακτηριστικό της μεροληψίας του Ξενοφώντα σε βάρος των Θηβαίων είναι ότι για πρώτη φορά αναφέρεται το όνομα του Πελοπίδα. Σαν να μην έπαιξε καίριο ρόλο τόσο στην ανατροπή του φιλολακωνικού καθεστώτος στη Θήβα και την απομάκρυνση της σπαρτιατικής φρουράς, όσο και στην ενίσχυση του θηβαϊκού στρατού κυρίως ως επικεφαλής του ιερού λόχου, ο οποίος επίσης αναφέρεται μόνο μία φορά ως “επίλεκτο σώμα των Θηβαίων”. Και δεν είναι τυχαίος και ο χρόνος της αναφοράς. Οι εν λόγω θηβαϊκές διαπραγματεύσεις παρουσιάζονται δεόντως εξευτελιστικά).
 
Το ζήτημα της νέας περσικής εμπλοκής ήταν τόσο σοβαρό, που όταν το έμαθαν οι Αθηναίοι, έστειλαν αμέσως και δικούς τους εκπροσώπους, τον Τιμαγόρα και το Λέοντα: «Όταν έφτασαν οι πρέσβεις, ο Πελοπίδας βρέθηκε σε πολύ πλεονεκτική θέση μπροστά στον Πέρση, γιατί είχε πολλά να πει για τους Θηβαίους: ότι μόνοι απ’ όλους τους Έλληνες πολέμησαν στο πλευρό του Βασιλέως στην Πλάταια· ότι ποτέ, αργότερα, δεν εξεστράτευσαν εναντίον του· ότι ο λόγος που τους είχε κηρύξει τον πόλεμο η Λακεδαίμονα ήταν η άρνησή τους ν’ ακολουθήσουν τον Αγησίλαο στην εκστρατεία του εναντίον του Βασιλέως». (7,1,34). (Και μόνο η αναφορά της προδοτικής συμπεριφοράς της Θήβας κατά τους περσικούς πολέμους κάνει τους Θηβαίους αρκούντως αντιπαθείς. Όχι, βέβαια, ότι δεν είναι έτσι, αλλά το να δίνεται η εντύπωση ότι η μοναδική συμμετοχή του Πελοπίδα στα γεγονότα είναι αυτή η αντιπροσώπευση δεν είναι αντικειμενικό. Ο Ξενοφώντας δε λέει ψέματα, απλώς προτιμά να αποσιωπά ή να υποτιμά αυτά που δεν του αρέσουν. Κι αυτό, βέβαια, είναι μορφή αλλοίωσης).
 
Φυσικά, ο Πελοπίδας τόνισε και τα στρατιωτικά επιτεύγματα της Θήβας – κυρίως στα Λεύκτρα – που την έκαναν πρώτη δύναμη. Δεν παρέλειψε ούτε την τελευταία συντριβή των «συμμάχων» Αργείων και Αρκάδων, που ασφαλώς οφειλόταν στο ότι απείχαν από τη μάχη οι Θηβαίοι. Ο Πέρσης βασιλιάς δεν μπορούσε να κρύψει την εύνοιά του για τον Πελοπίδα.
 
Το παράξενο ήταν ότι κι ο Αθηναίος Τιμαγόρας συμφωνούσε και τον δικαίωνε κάνοντας τη θέση της Θήβας ισχυρότερη. Ο άλλος αντιπρόσωπος της Αθήνας, ο Λέων, δεν μπορούσε να κρύψει τη δυσφορία του. (Όταν γύρισαν στην Αθήνα κατήγγειλε τη συμπεριφορά του Τιμαγόρα, ο οποίος εκτελέστηκε). Το μόνο που έμενε ήταν οι όροι της νέας συνθήκης, τους οποίους βεβαίως υπέβαλε ο Πελοπίδας: «ν’ αναγνωρίσουν οι Λακεδαιμόνιοι την ανεξαρτησία της Μεσσήνης, και οι Αθηναίοι να παροπλίσουν το στόλο τους· κι αν δεν συμμορφωθούν μ’ αυτά, να γίνει εκστρατεία εναντίον τους». (7,1,36). Μόνο μετά από παρέμβαση του Λέοντα πρόσθεσαν στο κείμενο της συμφωνίας: «Κι αν οι Αθηναίοι έχουν να προτείνουν όρους δικαιότερους απ’ αυτούς, να πάνε να τους αναπτύξουν στον Βασιλέα». (7,1,37).
 
Τελικά, η συμφωνία αυτή ικανοποίησε μόνο τους Θηβαίους και τους Ηλείους. Ακόμη και οι σύμμαχοι Αρκάδες την απέρριψαν και ο πρέσβης που έστειλαν, ο Αντίοχος «την έκρινε επιζήμια για τους συμπατριώτες του και δε δέχτηκε τα δώρα του» (του Πέρση βασιλιά εννοείται). (7,1,38).
 
Οι Θηβαίοι κάλεσαν διάσκεψη των συμμάχων στη Θήβα και απαίτησαν να ορκιστούν όλοι ότι θα τηρήσουν τη συμφωνία, πράγμα που δεν έγινε δεκτό. Οι αντιπρόσωποι των άλλων πόλεων απάντησαν ότι δεν «τους είχαν στείλει μ’ εντολή να ορκιστούν, αλλά ν’ ακούσουν». (7,1,39). Κι όχι μόνο αυτό αλλά ο πάντα «σύμμαχος» Λυκομήδης, που ήταν εκεί εκπροσωπώντας τους Αρκάδες, «πρόσθεσε ότι ούτε κι η διάσκεψη έπρεπε να είχε συγκληθεί στη Θήβα, παρά εκεί που γινόταν ο πόλεμος». (7,1,39). Κι όταν οι Θηβαίοι τον κατηγόρησαν ότι ενεργεί σε βάρος της συμμαχίας, έφυγε αμέσως αρνούμενος να συνεχίσει να παρευρίσκεται.
 
Οι Θηβαίοι δεν είχαν επιβληθεί αρκετά στους «συμμάχους». Και η αλήθεια είναι ότι ηγεμονία με τέτοιους «συμμάχους» δεν εδραιώνεται. Το ζήτημα ήταν να ευοδωθεί η νέα «συμμαχία» με τους Πέρσες, δηλαδή να ορκιστούν οι πόλεις ότι θα εφαρμόσουν τη συμφωνία. Κι αφού οι «σύμμαχοι» συγκεντρωμένοι αρνήθηκαν να το κάνουν, η επιλογή που έμενε είναι να πιέζουν τις πόλεις μία – μία ξεχωριστά, ώστε να ορκιστούν φοβούμενες την οργή της Περσίας: «Στην Κόρινθο όμως, όπου έφτασαν πρώτοι οι πρέσβεις, οι Κορίνθιοι αρνήθηκαν να υποκύψουν κι αποκρίθηκαν ότι δεν είχαν καμιάν ανάγκη να ορκιστούν οτιδήποτε στον Βασιλέα. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν κι άλλες πόλεις, δίνοντας ανάλογη απάντηση, κι έτσι ναυάγησε εκείνη η προσπάθεια του Πελοπίδα και των Θηβαίων». (7,1,40).
 
Από την πλευρά του ο Επαμεινώνδας (που επίσης αναφέρεται πρώτη φορά) βλέποντας ότι η κατάσταση με τους συμμάχους δεν εμπνέει εμπιστοσύνη «θέλησε να πάρει τους Αχαιούς με το μέρος της Θήβας, για να αναγκάσει τους Αρκάδες και τους άλλους συμμάχους να της δίνουν περισσότερη σημασία». (7,1,41).
 
Αφού προσπέρασε με το στρατό του το Όνειο, το οποίο δε φρουρούταν επαρκώς, εισέβαλε στη γη της Αχαΐας και δέχτηκε να μην αλλάξει το πολίτευμα υποκύπτοντας στις παρακλήσεις της αριστοκρατικής τάξης. Όταν όμως αποχώρησε, κατηγορήθηκε από τους Αρκάδες (που παρέμεναν σύμμαχοι) ότι μ’ αυτή την ενέργεια εξυπηρετούσε περισσότερο τα σπαρτιατικά παρά τα συμμαχικά συμφέροντα. Οι Θηβαίοι προκειμένου να διορθώσουν την κατάσταση έστειλαν στις πόλεις της Αχαΐας αρμοστές, που με τη βοήθεια του λαού εγκαθίδρυσαν δημοκρατίες εξορίζοντας τους ολιγαρχικούς.
 
Οι εξόριστοι όμως οργανώθηκαν, επέστρεψαν δυναμικά κι επειδή ήταν πολυάριθμοι κατάφεραν να ξανακερδίσουν τις πόλεις επαναφέροντας τα ολιγαρχικά καθεστώτα. Κατόπιν αυτών η Αχαΐα έγινε σύμμαχος των Σπαρτιατών φέρνοντας σε ακόμη δυσκολότερη θέση τους Αρκάδες, που πλέον βάλλονταν από «διμέτωπη πίεση». (7,1,43-44).
 
Μια ακόμη συμμαχική προσέγγιση έγινε στη Σικυώνα, όπου ο Εύφρων ήθελε να απεμπλακεί από τη συμμαχία των Λακεδαιμονίων και να περάσει στο άλλο στρατόπεδο παριστάνοντας το δημοκράτη. Οι Αρκάδες θεώρησαν ότι έπρεπε να τον στηρίξουν. Με τη βοήθειά τους εγκαθίδρυσε δημοκρατία την οποία ευτέλισε μέσα σε ελάχιστο χρόνο κατασπαταλώντας το δημόσιο χρήμα και διορίζοντας αρχηγό του μισθοφορικού στρατού το γιό του.
 
Στη συνέχεια δολοφόνησε και εξόρισε όλους τους άλλους άρχοντες – που υποτίθεται ότι είχαν εκλεγεί από το λαό – καθιστώντας τον εαυτό του τύραννο: «Την ανοχή των συμμάχων του την εξαγόραζε ως ένα σημείο με δωροδοκίες, αλλά και με την πρόθυμη συμμετοχή του, μαζί με τους μισθοφόρους του, στις εκστρατείες τους». (7,1,46). Όλοι βολεύονται μέσα στο συμμαχικό παζάρι. Το θέμα είναι να διαλέξει κανείς σωστά και να ξέρει πότε είναι η κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσει. Από κει και πέρα όλα επιτρέπονται.
 
Ξενοφώντος: «Ελληνικά», βιβλίο έβδομο

Η πρώτη απεικόνιση μάγισσας σε σκουπόξυλο και η προέλευση του μύθου


Martin Le Franc,
“Le Champion des Dames” (1451)

Η εικόνα της κακιάς μάγισσας που πετάει πάνω σε σκουπόξυλο είναι γνωστή σε όλους. Από πίνακες του Γκόγια μέχρι παραμύθια παλιά, όπως ο Μάγος του Οζ, και καινούργια, όπως ο Χάρι Πότερ, η εικόνα αυτή μας ακολουθεί από την παιδική ηλικία. Πώς όμως δημιουργήθηκε, και πότε;
 
Η πρώτη γνωστή τέτοια εικόνα βρίσκεται στο περιθώριο μιας σελίδας ενός βιβλίου του 15ου αιώνα. Το βιβλίο γράφτηκε το 1451 από τον Martin Le Franc με τον τίτλο Le Champion des Dames (Ο υπερασπιστής των δεσποινίδων), σε εικονογράφηση Peronet Lamy[1]. Οι δύο γυναίκες που απεικονίζονται, η μία πάνω σε σκούπα και η άλλη σε ξύλο, φοράνε στο κεφάλι ένα ένδυμα που υποδεικνύει ότι ανήκουν στη χριστιανική σέχτα των Βαλντεσιανών (Waldesians), που αργότερα συγχωνεύτηκαν με τους Προτεστάντες. Οι Βαλντεσιανοί, που εμφανίστηκαν το 1173 με την ίδρυση του κινήματος από τον Peter Waldo, πίστευαν πως οποιοσδήποτε μπορούσε να γίνει ιερέας, ακόμα και οι γυναίκες –οπότε οι Καθολικοί είχαν αρκετούς λόγους να τους εναντιωθούν και να τους δαιμονοποιήσουν (στην περίπτωση των δήθεν μαγισσών σχεδόν κυριολεκτικά). Και οι Προτεστάντες οι ίδιοι, βέβαια, δεν απόλαυσαν την καλύτερη υποδοχή από την επικρατούσα, «παραδοσιακή», θρησκεία.
 
Όσον αφορά την επιλογή του σκουπόξυλου, ο Dylan Thuras στο Atlas Obscura γράφει «η σκούπα ήταν σύμβολο της γυναικείας οικιακής ζωής, αλλά η σκούπα ήταν επίσης φαλλική, ώστε το καβάλημά της ήταν σύμβολο της γυναικείας σεξουαλικότητας και της οικογενειακής ζωής που ξεφεύγουν από κάθε έλεγχο». Οι απεικονιζόμενες γυναίκες δεν είναι παραμορφωμένες -όπως συχνά απεικονίζονται έκτοτε οι μάγισσες-, είναι συνηθισμένες στην εμφάνιση· η διαφθορά τους δεν είναι προφανής. Οι παγανιστικές πρακτικές πριν τον 15ο αιώνα συχνά περιλάμβαναν φαλλικά σύμβολα, οπότε εκτός από σεξουαλικό χαρακτήρα η σκούπα κάτω από τα πόδια της μάγισσας αποτελούσε και τεκμήριο πνευματικής κατάπτωσης.
 
Η πρώτη περίπτωση ομολογίας χρήσης σκούπας ως ιπτάμενο όχημα, όμως, έγινε από έναν άντρα, τον Guillame Edelin, το 1453. Το 1456 εμφανίζεται αναφορά σε «αλοιφή για πτήση», η οποία μάλλον χρησιμοποιούνταν για επάλειψη της σκούπας ή της μάγισσας. Όπως γράφει ο Jordanes de Bergamo τον 15ο αιώνα: «Οι χυδαίοι πιστεύουν, και οι μάγισσες ομολογούν, ότι κάποιες μέρες ή νύχτες αλείφουν ένα ραβδί και το καβαλάνε στον καθορισμένο τόπο ή αλείφονται κάτω από τις μασχάλες και σε άλλα τριχωτά σημεία». Το 1477 η Antoine Rose, που κατηγορούταν ως μάγισσα, ομολόγησε πως ο Διάβολος της έδωσε φίλτρο για να πετάει. Έλουζε το ξύλο με αυτό, το έβαζε ανάμεσα στα πόδια της και έλεγε: «Εμπρός, στο όνομα του Διαβόλου, εμπρός!».
Albert Joseph Penot, “Depart pour le Sabbat” (1910)

Εκτός του ότι, προφανώς, οι ομολογίες των γυναικών αυτών ήταν το αποτέλεσμα βασανιστηρίων, πολλές σχετικές πληροφορίες είναι ανεκδοτολογικές και αμφιβόλου εμπιστοσύνης. Παρόλα αυτά, υπάρχει η μαρτυρία ενός γιατρού, του Andres de Laguna, ο οποίος βρήκε στο σπίτι μιας ‘μάγισσας’ φίλτρα που αποτελούνταν από δαιμοναριά (υοσκύαμος), κώνειο, στρύχνο και μανδραγόρα, που προκαλούσαν ύπνο, ή και θάνατο. Κάποιοι χρησιμοποιούσαν τέτοια φίλτρα και, όταν ξυπνούσαν, ανέφεραν πως είχαν βιώσει όλων των ειδών τις απολαύσεις. Τα συμπτώματα όμως ήταν αρκετά δυσάρεστα, και περιλάμβαναν ναυτία, εμετούς και εξανθήματα. Ανακαλύφτηκε πως αν, αντί μέσω κατάποσης, οι ουσίες αυτές λαμβάνονταν από το δέρμα σε μορφή αλοιφής, τα συμπτώματα εξαφανίζονταν. Άρχισαν τότε να αλείφονται σε σημεία όπως στις μασχάλες και στα γεννητικά όργανα, όπου η ουσία είχε την καλύτερη επίδραση, και κάποιες γυναίκες τα άλειφαν πάνω σε αντικείμενα, όπως σκούπες που βρίσκονταν σε κάθε σπίτι, τα οποία μετά έτριβαν στο σώμα τους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Alice Kyteler, η οποία το 1324 καταδικάστηκε για τη δολοφονία του άντρα της (η ίδια δραπέτευσε, για να πάρει στη συνέχεια τη θέση της η υπηρέτριά της). Ερευνώντας την ντουλάπα της Alice βρήκαν ένα κουτί με αλοιφή που άλειφε σε ένα μπαστούνι, με το οποίο βημάτιζε και κάλπαζε παντού.
 
Τα αίτια της κλασικής πλέον εικόνας, λοιπόν, φαίνεται να είναι αποτέλεσμα της αντίδρασης στη γυναικεία σεξουαλικότητα, του φόβου για τη γυναικεία ανεξαρτησία και απόλαυση, της χρήσης παραισθησιογόνων ουσιών και της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας.
-------------------------
[1] Το βιβλίο είναι ποίημα 24.000 στίχων. Αφορά τις πράξεις ευγενών γυναικών της ιστορίας, όπως της Ζαν Ντ’ Αρκ και ασκεί κριτική στον ηδονισμό της αριστοκρατικής τάξης.

Ταπεινό σε θέλει η ζωή, σεβάσου την!

Ποιος είσαι; Ποια η αξία σου; Ποια η προσφορά, ποιο το έργο σου;
Πες μου. Πες μου εσύ που σήκωσες ένα κεφάλι πέντε μέτρα πάνω από το μπόι σου και μου καμώνεσαι το σπουδαίο.
Γελούν μαζί σου, δεν το βλέπεις; Ψωνίστηκες καημένε.
Μοστράρεσαι σημαντικός. Και μπορεί να είσαι, δε λέω, αλλά άσε αυτή την ταμπέλα να στην κρεμάσουν οι άλλοι, μην την κρεμάς από μόνος σου.
Μην αυτοπροβάλεσαι, προκαλείς.
Γελούν μαζί σου κι εσύ δεν το βλέπεις. Κλείσαν τα μάτια σου, σε τύφλωσαν εκείνες οι επιτύχιες που φορέσαν το όνομά σου.
Τις κέρδισες, δικές σου είναι. Δε στις στερεί κανείς. Δε στις παίρνει κανείς.
Αλλά μην αφήνεις να σε αλλάξουν.
Στη ζωή καλέ μου επιβάλλεται να είσαι ταπεινός.
Επιβάλλεται να κοκκινίζεις κάθε που σηκώνεις τα μάτια.
Να τρέμουν τα πόδια σου.
Να αμφιβάλλεις για σένα και την καλή σου τύχη και να κυνηγάς να γίνεσαι μέρα τη μέρα καλύτερος.
Να σε επευφημούν, να σε επιβραβεύουν κι εσύ να λες ότι δεν έχεις φτάσει ακόμη στο τέρμα.
Δεν αγγίζεται η κορυφή μάγκα μου. Κι όσο κι αν μακρύνεις το καλάμι που κουβαλάς, πάλι δεν τη φτάνεις.
Δεν αγγίζεται η ρουφιάνα ότι κι αν λες, ότι κι αν πιστεύεις. Μοναχά σκαρφαλώνεις ολοένα.
Πέφτεις, σηκώνεσαι, σκουπίζεις λάσπες κι αίματα και συνεχίζεις. Ολοένα ανεβαίνεις, ολοένα προσπαθείς να γίνεις καλύτερος.
Και ταπεινός. Δίχως μεγαλοστομίες κι εκείνες τις μεγάλες ιδέες που τις βάφτισες με το όνομά σου.
Κανείς δεν αγαπά τα ψώνια. Μόνο τα ανέχεται.
Κι εσένα, νομίζω ότι στο ξανάπα, σε περιγελούν.
Γιατί όλα λες ότι τα ξέρεις, μα αγνοείς τις σκέψεις των ανθρώπων για εκείνους που καβάλησαν ένα καλάμι και πορεύονται παρέα του.
Ταπεινός να είσαι. Κι όλα όσα ζήτησες θα έρθουν.
Θα’χεις μυαλό και μάτια ανοιχτά να δεις τις αδυναμίες σου. Θα αναγνωρίσεις τους κόλακες από τους αληθινούς σου φίλους.
Θα αντέξεις τις αλήθειες και θα αναγνωρίσεις τα ψέματα.
Θα γίνεις καλύτερος. Θα γίνεις όπως πρέπει να είσαι… ένας άνθρωπος που ξέρει τι όνειρα κάνει και τα κυνηγά. Ξέρει τις αδυναμίες και τα δυνατά του σημεία. Και περηφανεύεται για τη γνώση των αδυναμιών και για τίποτα άλλο…
Έτσι σε θέλει η ζωή μάγκα μου για να σε αναγνωρίσει μόνη της επιτυχημένο.
Ταπεινό… Μόνο ταπεινό. Όλα τα άλλα, δόξες και παπάρια μάντολες, άστα για τους άλλους. Άφησέ τα για εκείνα τα ανθρωπάκια που δεν έχουν να πιαστούν από τίποτα άλλο.
Δεν έχουν να δείξουν τίποτε άλλο.
Εσύ όμως πρέπει να έχεις… Συνείδηση, αυτογνωσία, σεμνότητα.
Αυτά να έχεις και πίστεψέ με, δε θα χρειάζεσαι τίποτε άλλο…

Ο χορός των ψευδαισθήσεων

Σχετική εικόναΓια όσους πιστεύουν πως οι Έλληνες υπήρξαν οι γεννήτορες όλου του Πλανήτη αλλά και του συνόλου του Γαλαξία, διαβάστε λίγο Πλάτωνα, για να καταλάβετε γιατί οι αρχαίοι Έλληνες διέπρεψαν...

«...ό,τι περ αν Έλληνες Βαρβάρων παραλάβωσι, κάλλιον τούτο εις τέλος απεργάζονται...» Πλάτων Επινομίς Χ (987 de)

Το «μυστικό», των προγόνων μας, δεν ήταν θέμα τόπου, γονιδίων, φανταστικών υπερόπλων, εξωγήινων ή υπογήινων ομάδων, αλλά «τρόπου» και παιδείας. Οι αρχαίοι Έλληνες δανείστηκαν πολλά από άλλους σύγχρονους προς αυτούς πολιτισμούς, με την μόνη διαφορά, πως ότι δανείστηκαν, το τελειοποίησαν στον μέγιστο βαθμό. Ότι δηλαδή γίνεται και σήμερα.

Οι άνθρωποι όχι μόνο δεν αναζητούν πλέον την γνώση, δεν θέλουν και να σκέπτονται. Θέλουν να αναλαμβάνουν άλλοι την ευθύνη για αυτούς. Αυτό είναι και ένα από τα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας. Ότι δηλαδή, μας κυβερνούν άνθρωποι ρηχοί, που νοιάζονται περισσότερο για τα αισθήματα, παρά για τις σκέψεις και τις ιδέες.

Αναζητήστε την γνώση. Προσέξτε όμως ιδιαίτερα τις γνώσεις που βρίσκετε στον αχανή κόσμο του διαδικτύου. Οι γνώσεις με τις οποίες «τρέφετε» τον εγκέφαλο σας, θα καθορίσουν τις σκέψεις και τις δράσεις σας, οι οποίες θα διαμορφώσουν τον χαρακτήρα σας. Η Ελλάδα γέμισε με λαμόγια αεριτζήδες, οι οποίοι παραπλανούν τον κόσμο, στην πιο αδύναμη στιγμή του, με ένα συνονθύλευμα ανοησιών, με περιτύλιγμα τι άλλο, το αρχαίο κλέος.

Η ορθή γνώση διαμορφώνεται από την παιδεία πρωτίστως, από την εκπαίδευση δευτερευόντως, δημιουργώντας ανθρώπους ικανούς, οι οποίοι αναζητούν την γνώση, την έμπνευση, την αρμονία, το κάλλος, έχοντας ως όραμα, ένα καλύτερο κόσμο.

Οι σκέψεις όπως και τα συναισθήματα, δονούν και αποτυπώνονται στο Εθνικό και συλλογικό μας ασυνείδητο. Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε τις σκέψεις, με τους χτύπους ενός τυμπάνου που άλλοτε παρασέρνει τους χορευτές στους δικούς του κραδασμούς δημιουργώντας ρυθμό, έκσταση, ανάταση ψυχής ή εάν είναι εκτός ρυθμού, τους αφήνει εμβρόντητους μέσα στις ψευδαισθήσεις τους, την αναταραχή και τη δυσαρμονία.

Η δύναμη σκέψεων και ιδεών που δημιουργούν θετικές σκέψεις άρα και δράσεις, μπορούν να μας συντονίσουν προς ανώτερες συνειδησιακές καταστάσεις, αλλά και το αντίθετο. Εάν κάποιος συντονίζεται σε μια θετική σκέψη, θα έλκει γύρω του αντίστοιχες σκέψεις φτιάχνοντας ένα πεδίο, ένα πλέγμα αντίστοιχων σκέψεων ωθώντας τον να είναι αυτό ακριβώς που σκέφτεται. Υπάρχει πληθώρα σκέψεων γύρω μας, σκέψεις που ψάχνουν όμοιες τους για να ισχυροποιηθούν, ώστε κάποια στιγμή εάν ξεπεραστεί η κρίσιμη μάζα, να υπάρξει μία κοινωνική μεταστροφή..

O μεγαλύτερος πόλεμος που έχουμε να κερδίσουμε είναι απέναντι στον κακό εαυτό μας. Χρειάζεται ν’ αλλάξουμε τον εαυτό μας για ν’ αλλάξει σταδιακά από τον καθένα μας ο κόσμος. Η μακροκοσμική αλλαγή θα επιτευχθεί μόνο, αν τα επιμέρους μέρη αποφασίσουν να αλλάξουν μικροκοσμικά.

Τι σημαίνει αυτό; Πως θα πρέπει να απαλλαγούμε από τις κακές συνήθειες. Αλλά για να συμβεί αυτό πρέπει να αποκτήσουμε κριτική σκέψη απέναντι στις πράξεις μας, και από εκεί να οδηγηθούμε στις ιδέες και στην νοοτροπία μας.

Mην εμποδίζεις κανέναν να φύγει

Αποτέλεσμα εικόνας για Mην εμποδίζεις κανέναν να φύγειΠερίμενες· μέρες, μήνες, ίσως και κάτι παραπάνω, άλλωστε είναι ανεξάντλητα τα ψυχικά αποθέματα ενός ανθρώπου που ελπίζει. Περίμενες αποφάσεις να παρθούν, καταστάσεις να φτιάξουν, «δεν ξέρω» να γίνουν «δε φοβάμαι» κι υποθέσεις, δικές σου ή τρίτων, να γίνουν βεβαιότητες. Ο καιρός πέρασε, η ζωή προχώρησε κι εσύ έμεινες εκεί μην τύχει κι επιστρέψουν και δε σε βρουν να αναμένεις στωικά στη θέση σου.
Περίμενες να μείνουν στη ζωή σου άνθρωποι που ήταν με τα κλειδιά στο χέρι απ’ τη στιγμή που σε γνώρισαν ή σου τα κουδούνιζαν επιδεικτικά στα μούτρα κάθε φορά που άλλαζε λιγάκι η φορά του ανέμου και δυσκόλευε το πράγμα. Περίμενες και το μόνο που κατάλαβες είναι πως ίσως δεν έπρεπε να περιμένεις τόσο, πως ίσως έπρεπε να τους αρπάξεις τα γαμωκλειδιά απ’ το χέρι και να τους ανοίξεις ο ίδιος την πόρτα διάπλατα για να μη παίζουν με τα νεύρα σου και να μη σου ζαλίζουν την ψυχή οι τάσεις φυγής τους.

Κακό δεν είναι να έχεις υπομονή, να εξηγούμαστε, ήθελε κότσια αυτό που έκανες σε έναν κόσμο που ορίζει τόσο εύκολα βραχυπρόθεσμες ημερομηνίες λήξης. Όφειλες να περιμένεις να ξεκαθαρίσει το τοπίο επειδή οι ανθρώπινοι δεσμοί είναι σύνθετοι και τα ανθρώπινα μυαλά ακόμα περισσότερο. Σε όλες τις σχέσεις υπάρχουν ερωτηματικά, αμφιβολίες, ups and downs κι αν το διαλύαμε χωρίς δεύτερη κουβέντα, όχι απλά δε θα μαθαίναμε τι πάει να πει αγάπη, μα θα πετούσαμε άπαντες σπυριά και μόνο στο άκουσμα του όρου.

Υπάρχει διαφορά όμως ανάμεσα σε έναν άνθρωπο που έχει υπομονή κι εκείνον που ματαιοπονεί και το μεταίχμιο μεταξύ των συγκεκριμένων καταστάσεων έγκειται στην αυτογνωσία. Περιμένεις επειδή όντως είναι μια φάση που χρίζει της αναμονής σου ή απλά σπαταλάς το χρόνο σου για κάτι ανίκανο να σου εξοικονομήσει χαρά, έστω και μελλοντικά; Παλεύεις για να (ξανα)γίνεις ευτυχισμένος δίπλα σε κάποιον ή πολεμάς για να μη σου πάρει κανείς άλλος τον αξιοζήλευτο ρόλο του θύματος;

Επειδή κάπου εκεί, στο «λίγο ακόμα», οφείλεις να αναρωτηθείς για ποιο πράγμα περιμένεις. Ξέρεις, οι άνθρωποι, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, πολλές φορές πολεμάμε για ηλίθια πράγματα· για να μείνουμε σε καταστάσεις που ταΐζουν τον εγωισμό μας με ψέμα, για να διατηρήσουμε τις απογοητεύσεις μας σε υψηλά επίπεδα, για να είμαστε δεδομένοι, για να κοιμάται κάποιος άλλος ήσυχος όσο εμείς ενσαρκώνουμε τόσο οσκαρικά το ρόλο της καβάτζας. Σπάνια όμως πολεμάει κανείς για τον εαυτό του και για το σεβασμό που του αξίζει.

Να τις ακούς τις κρούσεις τους λοιπόν και να τους ανοίγεις εσύ την πόρτα πριν την ανοίξουν μόνοι τους, να τους αφήνεις να φεύγουν για να βλέπεις ποιοι έχουν διάθεση να μείνουν. Ξέρεις, ούτε η καλοσύνη δεν κρατάει κανέναν, ούτε η ομορφιά, ούτε οι ζυγισμένοι χειρισμοί. Δίπλα σου πάντα θα μένουν εκείνοι που δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, εκείνοι που δεν μπορούν να αντιπαραβάλουν την αξία της παρουσίας σου στη ζωή τους δίπλα σε καμία εναλλακτική, ακόμα κι αν είσαι ο πιο παράλογος ή μαλακισμένος άνθρωπος στον πλανήτη. Γι’ αυτό σου λέω, φυλακή μη γίνεσαι για κανέναν, τις πόρτες σου να τις έχεις μόνιμα ξεκλείδωτες, μόνο φρόντισε ν’ ανοίγουν αποκλειστικά από μέσα, να βγαίνει όποιος θέλει μα να μην μπορεί να ξαναμπεί χωρίς την άδειά σου. Φρόντισε λοιπόν τα «φεύγω» τους να είναι δικά τους, τα «καλώς ήρθες» σου όμως να τα ορίζεις εσύ.

Αν είναι εύκολο; Όχι, δεν είναι, μα τίποτα δεν είναι δυσκολότερο από το να επιμένεις εμμονικά σε κάτι που δεν είναι αληθινό, ούτε υπάρχει κατάσταση χειρότερη απ’ το να πιστεύει η καρδιά σου σε θαύματα ενώ οι συγκυρίες και το ένστικτό σου χτυπιούνται για να σου αποδείξουν πως τσάμπα κουράζεσαι. Είναι απαίσιο να φεύγεις από κάπου γνωρίζοντας πως δε θα μπει κανένας στον κόπο να σε σταματήσει κι απαιτεί ψυχικές υπερδυνάμεις το να είσαι βάναυσα ειλικρινής με τον εαυτό σου.

Αξίζει όμως, επειδή καλές οι ελπίδες αλλά σου κλέβουν τον ύπνο. Καλύτερα είναι να κοιμάσαι ήσυχα γνωρίζοντας πως δεν είσαι εκκρεμότητα κανενός και να τα έχεις καλά με τον εαυτό σου ορίζοντάς τον ως μοναδική επιλογή· να τους το κάνεις με λίγα λόγια ξεκάθαρο πως δεν είσαι το «τέλος πάντων» κανενός. Φρόντισε λοιπόν να ορίζεις την έξοδο απ’ τη ζωή σου με φωτεινές σημάνσεις επειδή όποιος σκέφτηκε να βγει από αυτήν είναι ήδη μακριά σου και κανένας δεν πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του τόσο σπουδαίο ώστε να αξίζει να έχει κάποιον άλλον στο περίμενε.

Το πρόβλημά σου τόσο καιρό ήταν πως περίμενες πιστεύοντας πως τα πράγματα θ’ αλλάξουν, μα όπως διαπίστωσες δεν άλλαξαν ποτέ. Φρόντισε από εδώ και πέρα το πρόβλημά τους να είναι πως έφυγαν πιστεύοντας πως θα περιμένεις, μα εσύ κατάφερες να τους διαψεύσεις.

Η αρχή μιας καλής σχέσης: «Συναισθηματικό συμβόλαιο»

Γιατί πολλές ερωτικές σχέσεις, ενώ νιώθουμε να υπόσχονται πολλά, πέφτουν τελικά στο κενό; Γιατί η αρχή μιας καλής γνωριμίας συχνά δεν προχωρά στο επόμενο στάδιο; Ο σημαντικότερος λόγος, συνήθως, είναι η απουσία συναισθηματικού συμβολαίου.

Η λέξη συμβόλαιο ίσως μας φοβίζει γιατί παραπέμπει σε τυπικές διαδικασίες, χαρτιά και υπογραφές. Εδώ, όμως, η λέξη δεν χρησιμοποιείται με αυτή την έννοια αλλά με την έννοια μιας καλής συμφωνίας ανάμεσα στα δύο μέρη μιας ερωτικής γνωριμίας ή και βέβαια οποιουδήποτε άλλου είδους σχέσης. Μάλιστα, αυτή η συμφωνία είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος της άρρητη. Δηλαδή, οι κανόνες δεν θα ειπωθούν αλλά θα είναι μια εσωτερική θέση για τον καθένα. Φοβόμαστε έννοιες όπως κανόνες, όρια, συμφωνία λες και αφαιρούν από τη μαγεία της νέας ερωτικής γνωριμίας. Όταν, όμως, αυτά απουσιάζουν, ακολουθεί απογοήτευση.

Περιμέναμε περισσότερα από το άτομο, τα οποία ποτέ δεν ήρθαν. Θέλαμε εκείνο ή το άλλο αλλά ποτέ δεν το ζητήσαμε ή κυρίως δεν το δείξαμε με τη στάση μας. Ουσιαστικά όσο δεν υπάρχουν μέσα μας, στη στάση μας και στα λόγια μας (όπου χρειάζεται) συναισθηματικοί κανόνες καλής λειτουργίας μιας σχέσης βρίσκουν χώρο και τρυπώνουν οι προσδοκίες. Οι προσδοκίες είναι θολές επιθυμίες και άρα κατά βάση δεν καλύπτονται ποτέ. Νιώθουμε πως το άλλο άτομο δεν μας καταλαβαίνει, πως ενώ μπορεί να κάνει κάτι απλό για να μας χαροποιήσει δεν το κάνει κ.α.

Το συναισθηματικό συμβόλαιο έχει δύο επίπεδα.

Το πρώτο και σημαντικότερο είναι το συμβόλαιο μέσα μας. Αυτό απαιτεί από εμάς μια συνειδητή στάση απέναντι στη ζωή και στις σχέσεις. Με βάση την ιδιοσυγκρασία μου, τις προηγούμενες εμπειρίες μου και τις παροντικές μου ανάγκες τι χρειάζομαι σε μία σχέση για να νιώθω καλά; Είναι σημαντικό σε ένα βαθμό τουλάχιστον (μιας και οι ανθρώπινες επιθυμίες βιώνονται πολλές φορές ως περίπλοκες) να το ξεκαθαρίσουμε στον εσωτερικό μας διάλογο με τον εαυτό. Να γνωρίζουμε ποιες είναι οι συναισθηματικές μας ανάγκες που είναι ζωτικό για εμάς να καλύπτονται σε σημαντικό βαθμό για να υπάρχουμε και να παραμένουμε σε μία ερωτική σχέση.

Αυτή η διαδικασία είναι ταυτόχρονα διαδικασία ξεκαθαρίσματος των αληθινών μας επιθυμιών από τις προσδοκίες αλλά και μία διαδικασία απενοχοποίησης των επιθυμιών. Είναι εντάξει να χρειαζόμαστε μια καλή συναισθηματική βάση πάνω στην οποία θα σταθεί μια νέα σχέση. Φυσικά, με τον καιρό αυτή η συναισθηματική βάση θα εξελίσσεται και θα εμπλουτίζεται. Όμως, ένα μίνιμουμ αυτής, έστω στο επίπεδο της συνειδητής πρόθεσης είναι απαραίτητη εξ’ αρχής. Έτσι είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας και μπορούμε χωρίς (όσο γίνεται) το διαστρεβλωτικό φακό των προσδοκιών μας να καταλάβουμε εάν αυτή η γνωριμία είναι κοντά στον αληθινό εαυτό μας.

Το δεύτερο επίπεδο του συναισθηματικού συμβολαίου έχει να κάνει με τη γενναιότητα του να μοιράζομαι με την άλλη πλευρά, όταν το αισθάνομαι, πως μια συμπεριφορά ή κατάσταση δεν με έκανε να αισθανθώ καλά. Ας μη φοβόμαστε τις λέξεις, ας μη φοβόμαστε ότι θα παρεξηγηθούμε. Άλλωστε ένας άνθρωπος που θα μας παρεξηγούσε γιατί είμαστε ειλικρινείς με τα συναισθήματα μας είναι μάλλον ένα ακατάλληλο ταίρι. Μπορώ να μιλήσω στο ταίρι μου ακόμα κι αν η γνωριμία είναι σε σχετικά αρχικό στάδιο. Μπορώ να πω αισθάνθηκα άβολα με αυτή την κατάσταση, ή αισθάνθηκα ανασφάλεια, ή με στενοχώρησε εκείνη η κουβέντα σου.

Είναι σημαντικό να μοιραζόμαστε τα συναισθήματα δυσαρέσκειας όταν προκύπτουν, χωρίς φόβο, γιατί έτσι τίθενται οι βάσεις, έτσι δίνεται η κατεύθυνση και ορίζεται η ποιότητα της σχέσης. Αντίστοιχα, βέβαια, είναι πολύ σημαντικό να μοιραζόμαστε εξίσου και τα όμορφα συναισθήματα που προκύπτουν. Για παράδειγμα, νιώθω όμορφα μαζί σου ή αυτή σου η κίνηση μου έδωσε πολύ χαρά. Ας είμαστε πρώτα ξεκάθαροι μέσα μας και έπειτα ας τολμάμε να είμαστε όπου χρειάζεται, δίχως υπερβολές, ξεκάθαροι με την άλλη πλευρά. Δε χωράνε παρεξηγήσεις και απογοητεύσεις σε μια ειλικρινή σχέση με τον εαυτό και τον άλλον. Ή κι αν προκύψουν λύνονται με μεγαλύτερη ευκολία.

Όλα όσα δεν είπαμε τη στιγμή που έπρεπε παραμένουν μέσα μας και συσσωρεύονται. Υπάρχει ο σωστός χρόνος να ειπωθούν όλα. Πάντα, βέβαια, με σεβασμό στον εαυτό μας και στον άλλο. Και μην ξεχνάμε σε μια σχέση είμαστε πριν απ’ όλα σύμμαχοι και όχι στρατιώτες σε αντίπαλα στρατόπεδα.

Εσένα, ποιος είναι ο δικός σου ρόλος;

Από μικρά παιδιά, οι άνθρωποι μαθαίνουν να παίζουν κάποιους ρόλους, έτσι ώστε να μπορέσουν να προσαρμοστούν στο θέατρο της κοινωνικής ζωής. Η κοινωνική ομάδα, άλλοτε σωστά και άλλοτε λαθεμένα, αλλά πάντα για να εξυπηρετεί τους δικούς της σκοπούς, δημιουργεί έναν τεράστιο αριθμό ρόλων, ώστε οι άνθρωποι ανάλογα με τις υποκειμενικές τους ανάγκες να υιοθετούν ορισμένους από αυτούς και έτσι να λύνουν κάποια από τα προβλήματά τους.

Για να μπορέσουμε να καταλάβουμε αυτούς τους ρόλους, αξίζει να αναφέρουμε ορισμένους, όπως το ρόλο του άντρα, της γυναίκας, του καλού, του σωτήρα, του δάσκαλου, του θύματος, του γονιού, του υπεύθυνου κλπ. Όταν για παράδειγμα λέμε “ο ρόλος του άντρα” εννοούμε όλες εκείνες τις πεποιθήσεις που έχουν σχέση με τη συμπεριφορά ενός ανθρώπου που γεννήθηκε αρσενικός. Όταν από μικρά παιδιά μας μαθαίνουν πως οι άντρες δεν κλαίνε, δε φοβούνται, είναι δυνατοί, είναι υπεύθυνοι, πρέπει να έχουν την ευθύνη της οικογένειας κτλ.., ανεξάρτητα αν κάποιες από αυτές είναι σωστές και κάποιες άλλες δεν είναι, στην πραγματικότητα απλώς εξυπηρετούν τη συμμετοχή του αρσενικού στις κοινωνικές δομές.

Η αλήθεια είναι βέβαια πως οι άντρες, όπως και οι γυναίκες, και φοβούνται και κλαίνε και ανεύθυνοι είναι και οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να κάνει ή να είναι ένας ατελής άνθρωπος. Ένα βράδυ κάθονται ο σύζυγος με τη σύζυγο και βλέπουν τηλεόραση. Ξαφνικά ακούγεται ένας θόρυβος από την κουζίνα. Αυτόματα σηκώνεται ο άντρας και λέει: “Άσε θα πάω εγώ (ο δυνατός) να δω τι συμβαίνει”. Στην πραγματικότητα έχει φοβηθεί κι εκείνος όπως και η γυναίκα του, όμως ο ρόλος του άντρα, που του έχε γίνει δεύτερη φύση, του υπαγορεύει να πάει να δει αυτός, έστω και αν τρέμει από το φόβο του.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι εκείνων που παίζουν το ρόλο του γονιού. Είναι οι άνθρωποι που θέλουν να μας προστατεύουν και να μας λύνουν τα προβλήματα είτε εμείς έχουμε ανάγκη είτε όχι. Όλοι αυτοί οι ρόλοι υπόκεινται στο φυσικό νόμο της δράσης και της αντίδρασης. Αυτός ο νόμος δημιουργεί στη ζωή μας (μέσα από τους ρόλους που παίζουμε) μια σειρά από γεγονότα που στην πραγματικότητα και αυτά είναι ένα καθρέφτισμα του εαυτού μας.

Αυτός είναι και ο λόγος που συμβαίνουν τα εξής γεγονότα στη ζωή των ανθρώπων: Εκείνοι που παίζουν το ρόλο του θύματος έλκουν στη ζωή τους θύτες (για να μπορούν να είναι θύματα), έλκουν όμως και θύματα (για να μπορούν να κλαίνε μαζί τους τη μοίρα τους). Εκείνοι που παίζουν το ρόλο του υπεύθυνου έλκουν στη ζωή τους ανεύθυνους ή με τη συμπεριφορά τους (τη μεγάλη πίεση) κάνουν τους ανθρώπους γύρω τους να συμπεριφέρονται με ανεύθυνο τρόπο. Εκείνοι που παίζουν το ρόλο του κριτή έλκουν ή επιθετικούς ή αδιάφορους (για να μπορούν να κρίνουν) ή άλλους κριτές για να μπορούν να επιβεβαιώνουν τις κρίσεις τους αλλά και για να αλληλοκρίνονται. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργούν και οι υπόλοιποι ρόλοι.

Γι΄αυτό είναι σημαντικό όταν μας συμβαίνουν διάφορα αρνητικά γεγονότα στη ζωή μας να επιδιώκουμε μέσα από την αυτογνωσία να ανακαλύπτουμε ποιο ρόλο παίζουμε εμείς και έχουμε σαν αποτέλεσμα το συγκεκριμένο γεγονός. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ μας συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι καθρέφτισμα του εσωτερικού μας κόσμου, είτε με τη μορφή μαθήματος είτε με τη μορφή του νόμου της δράσης και της αντίδρασης είτε με το νόμο της έλξης και της επιβεβαίωσης των πεποιθήσεών μας.

Κάθε αποτυχία κρύβει μια «τύχη»

«Να θυμάσαι ότι μερικές φορές το να μην παίρνεις αυτό που θες, είναι μεγάλη τύχη». – Δαλάι Λάμα

Πόσες φορές έχουμε έρθει αντιμέτωποι με την αποτυχία, σε διάφορους τομείς της ζωής μας; Πόσο οικείο μας είναι ένα σκηνικό όπου, για παράδειγμα, έχουμε μόλις πάρει τη δύσκολη απόφαση ν’ ακολουθήσουμε το μονοπάτι που λέγεται «αλλαγή σταδιοδρομίας», μόνο και μόνο για να συναντήσουμε εντέλει «εμπόδια», το ένα μετά το άλλο;

Σε τέτοιες περιπτώσεις έχουμε δύο επιλογές: ή να υιοθετήσουμε τη λίγο πολύ μελοδραματική αντίδραση, μοιρολογώντας για ένα ακόμη όνειρο που γκρεμίστηκε… ή να προσπαθήσουμε ν’ αλλάξουμε τον τρόπο που σκεφτόμαστε και να δούμε την κατάσταση όπως πραγματικά έχει. Να πούμε, δηλαδή, «αυτή τη φορά επιλέγω αλλιώς».

Ύστερα, λοιπόν, απ’ την πρώτη ψυχρολουσία μιας αποτυχίας, πάρτε μια βαθιά ανάσα και προσπαθήστε να επικεντρωθείτε στην αλήθεια των πραγμάτων – πως κάνατε ό,τι καλύτερο μπορούσατε π.χ. για το τάδε πρότζεκτ στη δουλειά σας και πως το τελικό αποτέλεσμα για το οποίο βασανίζεστε ήταν απλά και μόνο αυτό: πέρα από τον έλεγχό σας. Μια τέτοια στιγμή βλέπουμε την αποτυχία με νέο – ή μάλλον, με το σωστό μάτι: ότι δηλαδή έχει ήδη συμβεί, δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε την κατάσταση και πρέπει να την αποδεχτούμε. Όχι να παραδοθούμε σ’ αυτήν∙ να την αποδεχτούμε.

Ακολουθούν 5 τρόποι με τους οποίους μπορεί να εκδηλωθεί αυτή η αλλαγή στο πώς αντιλαμβανόμαστε και αντιδρούμε στην «αποτυχία» και που δείχνουν πως μια «αποτυχία» είναι στην ουσία κάθε άλλο παρά αυτό.

1. Μαθαίνουμε τι ανήκει στον έλεγχό μας – και τι όχι

Με λίγα λόγια, μας δίνεται η ευκαιρία για μιας πρώτης τάξεως αντιπαράθεση με το εγώ μας. Γιατί είναι το εγώ και όχι ο αληθινός εαυτός μας αυτό που απαιτεί να ελέγχει την έκβαση κάθε σχεδίου και προσπάθειάς μας. Είναι σαν να πιστεύουμε ότι μπορούμε (και συνεπώς πρέπει) να κλείσουμε τον ήλιο μες στη χούφτα μας. Προετοιμάζεστε για μια συνέντευξη ή για εξετάσεις; Μπορείτε να ελαχιστοποιήσετε τις πιθανές αναποδιές π.χ. έχοντας μελετήσει σε βάθος και διατηρώντας τον εαυτό σας σε καλή κατάσταση, τόσο σωματική όσο και ψυχολογική. Τα μόνα που βρίσκονται υπό τον έλεγχό μας είναι οι επιλογές και η στάση μας απέναντι στην εκάστοτε συγκυρία.

Από εκεί και πέρα εκτείνεται μονάχα το βασίλειο των απρόβλεπτων, ανεξέλεγκτων εξωτερικών μεταβλητών – αν αποδειχτούν αλλιώτικες από αυτές που θα θέλαμε, η δική μας δουλειά δεν είναι να εκνευριζόμαστε γι’ αυτό∙ δουλειά μας είναι να δρούμε, χωρίς να προσδοκάμε. Έχοντας επίγνωση τι μπορούμε να ορίσουμε και τι όχι, δίνουμε τέλος στους φαύλους κύκλους αυτολύπησης κι αυτοθυματοποίησης. Τότε σταματάμε να θεωρούμε αδικαιολόγητα υπεύθυνους τους άλλους, το σύμπαν, κλπ., αλλά και τον ίδιο μας τον εαυτό – πράγμα που μας φέρνει στο 2…

2. Ενισχύουμε την αυτογνωσία μας

Πάρτε για παράδειγμα μια σχέση που έληξε άσχημα. Το να στενοχωρηθείτε για κάτι τέτοιο είναι φυσικά μέρος της εξίσωσης, αλλά μετά από λίγο θα βρείτε πολύ πιο ενδιαφέρον το να επικεντρωθείτε σε όλ’ αυτά που μπορείτε να μάθετε για τον εαυτό σας, ακριβώς χάρη σ’ αυτήν την εμπειρία. Ποιες είναι οι πραγματικές ανάγκες σας, η αληθινή σας φύση; Τι μπορείτε να αντέξετε και τι όχι; Μόλις μάθετε, πλέον θα μπορείτε να επιλέγετε και καλύτερα∙ και τότε θα έχετε ξεκάθαρο προβάδισμα στο να βιώσετε όποια θετική εμπειρία ονειρεύεστε.
Όσο μεγαλύτερος είναι ο αντίκτυπος μιας αποτυχίας, τόσο πιο ουσιαστικές είναι οι ευκαιρίες που μας δίνονται για να μάθουμε ποιοι πραγματικά είμαστε.

Κάτι τέτοιο βέβαια είναι εφικτό μόνο αν ξεπεράσουμε την απογοήτευση και την παραμονή μας στο στάδιο της απώλειας και περάσουμε το χρόνο μας πιο παραγωγικά, αντιμετωπίζοντας τις αδυναμίες σας. Αυτό περιλαμβάνει και το να διακρίνουμε ποιο ήταν το δικό μας μερίδιο ευθύνης στο αρνητικό αποτέλεσμα και το να αναγνωρίσουμε το λόγο για τον οποίο αναστατωνόμαστε τόσο όταν τα πράγματα δεν πάνε όπως τα σχεδιάσαμε. Φταίει π.χ. η χαμηλή αυτοεκτίμηση; Πάλι δηλαδή ένα εύθραυστο εγώ που έχει μάθει να υπάρχει και ν’ αναπνέει μόνο όποτε κατορθώνετε κάτι συγκεκριμένο; Αν ναι, τότε πείτε του ένα ωραίο αντίο και ανακτήστε τον αληθινό σας εαυτό.

3. Έχουμε την ευκαιρία να μάθουμε τη σημασία της ενσυνειδητότητας

Με τον όρο ενσυνειδητότητα («grounding», «mindfulness») εννοούμε την ικανότητά μας να είμαστε πλήρως παρόντες σε ό,τι βιώνουμε εδώ και τώρα. Το εδώ και το τώρα είναι τα μόνα που έχουμε πραγματικά. Γι’ αυτό αναπνεύστε, παραμείνετε θετικοί και δώστε προτεραιότητα σ’ όσα έχουν πραγματικά σημασία. Μην προβάλετε πράγματα και γεγονότα του παρελθόντος σας σ’ ένα μέλλον το οποίο είναι ακόμα αδιαμόρφωτο. Το να συνεχίζετε να τιμωρείτε τον εαυτό σας για κάτι που έχει ήδη συμβεί ή να το μετατρέπετε στην πεποίθηση ότι πρόκειται να επαναλαμβάνεται αυτούσιο και να σας ακολουθεί για πάντα από δω και στο εξής, σας εμποδίζει από το να εστιάζετε στο παρόν, τη μόνη στιγμή του χρόνου η οποία είναι στον έλεγχό σας.

Αυτή η συνειδητοποίηση μας οδηγεί επίσης στο να διαπιστώνουμε πως αυτό που κάνει μια αποτυχία να πονά περισσότερο είναι το να επενδύουμε όλη μας την ενέργεια και όλες μας τις ελπίδες σ’ ένα μόνο σχέδιο, και σε βάρος άλλων τομέων της ζωής μας ακόμη. Η ζωή, όμως, συμβαίνει ταυτόχρονα, σε όλους αυτούς τους τομείς και δεν πρέπει να παραμελούμε κανέναν. Στο τέλος και σχεδόν μ’ ένα μαγικό τρόπο θα συνειδητοποιήσετε ότι όταν είστε πραγματικά παρόντες, είστε και πιο ευπροσάρμοστοι κι έτοιμοι να πλεύσετε με κάθε άνεμο.

4. Συνειδητοποιούμε πως σημασία έχει το ταξίδι

Αυτό ισχύει τόσο για τα σχέδιά μας που έχουν θετική έκβαση όσο και για εκείνα που αποτυγχάνουν. Μετανιώνετε για όλους εκείνους τους ανθρώπους που γνωρίσατε, τα πράγματα που μάθατε και την ανάπτυξη που βιώσατε κατά τη διάρκεια ενός τέτοιου ταξιδιού, ακόμα κι αν δεν σας οδήγησε εκεί που θέλατε; Τίποτα δεν είναι χάσιμο χρόνου, ενέργειας, κ.λπ., τίποτα δεν είναι χωρίς νόημα.

«Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτήν δεν θα ‘βγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
δη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.»
~ Ιθάκη, Κ. Καβάφης

5. Συνειδητοποιούμε πως το ότι κάτι δεν ήταν τελικά για μας σημαίνει ότι κάτι ακόμα καλύτερο μας περιμένει

Ή αλλιώς, μαθαίνουμε να εμπιστευόμαστε τη διαίσθησή μας, το Σύμπαν, τη δύναμη της θετικότητας, πείτε το όπως θέλετε. Όταν τα πράγματα αρχίζουν σιγά σιγά να μπαίνουν στη θέση τους μετά από μια «αποτυχία», συνειδητοποιούμε πως στην ουσία μας προστάτευσε από το να προχωρήσουμε με κάτι που ενδεχομένως π.χ. να μας οδηγούσε στο απόλυτο σκοτάδι.

Σημασία βέβαια έχει πάντα αυτό: μην ξοδέψετε πολύ, αν όχι καθόλου, χρόνο μοιρολογώντας μπροστά σε μια κλειστή πόρτα κι έτσι δεν δείτε το παράθυρο που έχει ανοίξει για σας λίγο παραπέρα. Κι αν είστε αποφασισμένοι να συνεχίσετε την ανασκόπηση, τουλάχιστον σκεφτείτε κάπως έτσι: έχετε περάσει ώρες ατέλειωτες να ψάχνετε τι έφταιξε και ένα όνειρο πήγε «χαμένο», μόνο και μόνο για να διαπιστώσετε αργότερα ότι αν είχε πραγματοποιηθεί τη στιγμή που το επιθυμούσατε, δε θα είχατε ακολουθήσει τις υπέροχες διαδρομές που καταλήξατε να κάνετε; Ακριβώς επειδή αυτό το όνειρο δεν έγινε πραγματικότητα;

Κι αν αυτή τη στιγμή ζείτε στον απόηχο μιας ακόμη «αποτυχίας», να ξέρετε ότι έτσι θα έχουν τα πράγματα κι αυτήν τη φορά. Το παλιό, καλό «όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο» είναι παλιό και καλό για κάποιο λόγο.

Πολιτιστικές εκφράσεις της θλίψης μέσα από την τέχνη

«Η τέχνη είναι το υψηλότερο μέσο που βοηθάει τους ανθρώπους να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον. Τίποτε δεν μας ενώνει καλύτερα από μια κοινή καλλιτεχνική συγκίνηση» -Γιώργος Σεφέρης
 
Ο αγαπημένος μου καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης και ζωγράφος Γιώργος Πανουτσόπουλος, έλεγε ότι η τέχνη είναι η επαφή της αίσθησης και των συναισθημάτων του ανθρώπου για την φύση και τον κόσμο σε μια τροποποίηση προς το εξαίσιο ή το τραγικό και συνέχιζε λέγοντας πως ο καλλιτέχνης τροποποιεί, μεταμορφώνει το αντικείμενο που θέλει όπως ο ίδιος επιθυμεί. Συμπληρωματικά, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι η τέχνη, λοιπόν, ικανοποιεί την πνευματική ανάγκη του ανθρώπου για ελευθερία, τον εξυψώνει σε πνευματικές σφαίρες, του ανοίγει νέους ορίζοντες, τον μορφώνει προκαλώντας του αισθητική συγκίνηση. Πάνω απ΄ όλα όμως, η τέχνη είναι επικοινωνία, είναι πέρα από τη γλώσσα, τη θρησκεία, τη φυλή, την κοινωνική τάξη και γι΄ αυτό το λόγο επηρεάζει κάθε ψυχή και φέρνει κοντά λαούς και πολιτισμούς.
 
Όπως είναι φυσικό, ο καλλιτέχνης δέχεται πνευματικά ερεθίσματα από την εποχή του και τα εκφράζει με το δικό του τρόπο. Η εποχή που ζει κάθε καλλιτέχνης του «δίνει» τους προβληματισμούς της και τα κίνητρα για να μπορέσει ο ίδιος να εκφραστεί. Την αρχή για κάθε έργο του την δίνει η εποχή και αυτός με τη σειρά του εμβαθύνει στον τρόπο ζωής μιας εποχής, προβληματίζει, ενεργοποιεί, εκφράζει το άγχος, την αγωνία της κοινωνίας που ζει. Όπως πολύ χαρακτηριστικά το τοποθετεί ο Σεφέρης «ο δεσμός του καλλιτέχνη με την εποχή του δεν είναι μόνο διανοητικός, ούτε συναισθηματικός, είναι καθαρά βιολογικός ομφάλιος λώρος ο μεγάλος καλλιτέχνης δεν είναι της εποχής του, είναι η εποχή του». Μέσω του καλλιτέχνη και γενικότερα μέσω της τέχνης ενός λαού, διεισδύουμε στην εποχή του, γνωρίζουμε τα προβλήματα, τον πλούτο, την παιδεία, την θρησκεία, τις προκαταλήψεις, τις κοινωνικές δομές. Ο Κάρολος Κουν (2000) έλεγε ότι: «Κάθε έργο τέχνης είναι, είτε το θέλει είτε όχι, μια προσωπική έκφραση του καλλιτέχνη. Ο καλλιτέχνης ζει και δέχεται τους ερεθισμούς γι’ αυτήν την έκφραση από το περιβάλλον του, και σήμερα με τα πλατιά μέσα ενημέρωσης και επικοινωνίας και από το διεθνή χώρο». Η τέχνη για τον καλλιτέχνη είναι τρόπος ζωής, καταφύγιο απ’ την καθημερινότητα, έκφραση του συναισθηματικού του κόσμου. Ο ίδιος διασώζει σημαντικά στοιχεία εποχής και τα αφήνει κληρονομιά στους μεταγενέστερους ώστε βλέποντας τα να μπορέσουν να κατανοήσουν τα γεγονότα. Ο ίδιος αφήνει το στίγμα του στην εποχή του, άρα ο καλλιτέχνης επηρεάζει και επηρεάζεται από την εποχή του.
 
Αν και η εμπειρία του θανάτου είναι καθολική, το πώς μια κοινωνία αντιλαμβάνεται το θάνατο, αναπόφευκτα επηρεάζει τον τρόπο έκφρασής της. Τόσο η τέχνη όσο και η θλίψη ορίζονται πολιτιστικά. Η έκφραση του πένθους είναι διαφορετική όταν βασίζεται όχι μόνο στις συνθήκες του θανάτου του αγαπημένου προσώπου, αλλά και ως αποτέλεσμα της δομής μιας κοινωνίας για τις κοινωνικές σχέσεις, τις πεποιθήσεις της για το θάνατο και τη μετά θάνατον ζωή, και τους κανόνες για την έκφραση του συναισθήματος (Klass and Goss, 1998). Ως εκ τούτου, η «κανονική» έκφραση της θλίψης είναι διαφορετική σε κάθε κοινωνία. Δεδομένου ότι η τέχνη είναι μόνο μια έκφανση της πολιτιστικής έκφρασης, υπάρχουν επίσης πολλές παραλλαγές για το πώς ο θάνατος παρουσιάζεται και εκφράζεται μέσω των εικαστικών τεχνών. Η τέχνη μπορεί να προσφέρει μια οπτική έκφραση της θλίψης μέσα σε ένα πολιτισμικό πλαίσιο.
 
Ένα ενδεικτικό χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ζωγράφος Φρίντα Κάλο η οποία ήταν μόλις δεκαοκτώ ετών, όταν το λεωφορείο που επέβαινε συγκρούστηκε με ένα τραμ προκαλώντας ένα τραγικό ατύχημα. Μετά από μια εκτεταμένη παραμονή στο νοσοκομείο, η Κάλο ακινητοποιήθηκε στο σπίτι σε γύψο για εννέα μήνες. Σε μια προσπάθεια να την παρηγορήσoυν, οι γονείς της, της έδωσαν μια σειρά από χρώματα και ειδικό καβαλέτο για να χωρέσει το κρεβάτι της. Μετά από αυτό, τοποθέτησαν έναν καθρέφτη στον ουρανό του κρεβατιού, έτσι ώστε να μπορεί να χρησιμοποιήσει την αντανάκλασή της και τον εσώτερο προβληματισμό της ως πρότυπο για την εικόνα της και ως μέσο σχεδίασης (Burrus, 2008). Αντανακλώντας την εικόνα της κάτω από τον καθρέφτη, η καλλιτέχνης αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει την εικόνα του εαυτού της, την ταυτότητά της και τη θνησιμότητα της σε καθημερινή βάση (Burrus 2008). Η Κάλο είχε να αντιμετωπίσει τον μακροπρόθεσμο πόνο που προέκυψε από το ατύχημα, καθώς και το συναισθηματικό πόνο της απώλειας αρκετών από τα μέλη της οικογένειας της κατά τη σύντομη διάρκεια της ζωής της. Στην πραγματικότητα, το σύνολο του έργου της Κάλο μπορεί να αναγνωστεί στο πλαίσιο της σωματικής, ψυχολογικής, συναισθηματικής ταλαιπωρίας. Η ίδια η καλλιτέχνης παρατήρησε: «Η ζωγραφική μου εμπεριέχει το μήνυμα του πόνου…η ζωγραφική ολοκληρώθηκε από τη ζωή» (Burrus, 2008). Η απεικόνιση των εργασιών της Κάλο ήταν στενά συνδεδεμένη με τη σωματική, συναισθηματική και ψυχολογική κατάστασή της. Παρά το σουρεαλιστικό στυλ της, η Κάλο επέμεινε ότι αυτό που ζωγράφιζε ήταν «μόνο η δική της πραγματικότητα» (Burrus, 2008). Οι γραφικές απεικονίσεις της Κάλο του θανάτου και της θλίψης προέρχονται από ένα πολιτιστικό υπόβαθρο που περιλαμβάνει επίσης το θάνατο ως «κυριολεκτική πραγματικότητα» της (Burrus, 2008). Συγγραφείς, διανοούμενοι και καλλιτέχνες από το Μεξικό συχνά προσωποποιούν τον θάνατο, προκειμένου να εκφράσουν την εξοικείωση με την παρουσία του. Η Μεξικανική κουλτούρα του παρελθόντος και του παρόντος είναι γεμάτη με έργα τέχνης που απευθύνονται ρητά στο θέμα του θανάτου. Πολλοί Μεξικάνοι θεωρούν ως κάτι «παιχνιδιάρικο» την οικειότητα με το θάνατο αλλά και παραδόξως ως ένα σημάδι του Μεξικού (Lomnitz, 2005). Ως Μεξικανή εθνικίστρια, η Κάλο ήταν γοητευμένη από τις ιδιαιτερότητες και τις εικόνες της κληρονομιάς της. Το έργο της Κάλο ήταν εμπνευσμένο από την τέχνη του Μεξικού, κληρονομιά της και καθοδηγείτο από την προσωπική εμπειρία του θανάτου και της απώλειας.
 
Ένας άλλος σημαντικός σύγχρονος καλλιτέχνης ο Motoi Yamamoto γεννήθηκε στην Onomichi, στη Χιροσίμα το 1966. Αφού έχασε την αδελφή του από καρκίνο του εγκεφάλου, το 1994, ο Yamamoto, δήλωσε, «Ήθελα να κάνω κάτι για να υπενθυμίσω τις αναμνήσεις της αδελφής μου» (Reynolds, 2012). Η χρήση του αλατιού από τον Γιαμαμότο είναι η πιο στενά συνδεδεμένη ιαπωνική παράδοση του πένθος, όπου συγκρίνει το αλάτι με τις στάχτες (Truitner, 2012) Το λευκό είναι το χρώμα τόσο της καθαρότητας όσο και της θλίψης στην ιαπωνική κουλτούρα (Truitner and Truitner, 2008; Sloan, 2012). Οι στάχτες είναι εξαιρετικά σημαντικές και συμβολικές για τους πενθούντες σε μια οικογένεια. Στην Ιαπωνία, το 99% των οικογενειών επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν την αποτέφρωση, μία βουδιστική τελετουργική διαδικασία (Sitar, 2012). Η ιαπωνική κουλτούρα είναι ένα περίπλοκο μείγμα πολιτιστικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων που διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο θάνατος. Ο Yamamoto έχει κάνει μια ποικιλία σχεδίων εργασίας άλατος ως ένα τρόπο για να ενσαρκώσει ισχυρά και βαθιά τις μνήμες της αδελφής του. Σύμφωνα με τον Reynolds (2012), τα σχέδια του Yamamoto ποικίλλουν από τοποθεσία σε τοποθεσία, καθώς ο καλλιτέχνης προσαρμόζει κάθε εγκατάσταση στο συγκεκριμένο χώρο, με τις ιδιότητες των συγκεκριμένων σημάτων του αλατιού, και σε περιβαλλοντικούς παράγοντες όπως η υγρασία και ο αέρας. Τόσο η καλλιτεχνική διαδικασία του Yamamoto όσο και το προϊόν του αντανακλούν την πολιτιστική κατανόηση του για τον συνεχή κύκλο του θανάτου και της αναγέννησης.
 
Οι καλλιτέχνες ζουν, θρηνούν, και δημιουργούν μέσα σε κοινωνικές κατασκευές. Το πένθος είναι μια καθολική εμπειρία μετά το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου, αλλά η θλίψη και το πένθος δεν εκδηλώνονται το ίδιο σε όλους τους πολιτισμούς. Οι πεποιθήσεις ενός πολιτισμού, οι παραδόσεις και οι κανόνες επηρεάζουν την αντίληψη του θανάτου, τη δυνατότητα μιας μετά θάνατον ζωής, την εμπειρία της θλίψης, και τις εορτές ή την διαδικασία του πένθους. Η θλίψη εξωτερικεύεται και οπτικά συλλαμβάνεται μέσα από ένα πολιτιστικό φακό. Υπάρχουν καθολικές αλήθειες για την εμπειρία της απώλειας, αλλά υπάρχουν και πολιτιστικά πρότυπα που επηρεάζουν την έκφραση της θλίψης. Το πολιτιστικό πλαίσιο για το πένθος διαφέρει από πολιτισμό σε πολιτισμό και δεν είναι πάντα ευεργετικό για τους πενθούντες. Πιστεύω ότι η θλίψη και η τέχνη μπορούν και μας συνδέουν με αυτό που είναι ουσιαστικό για την ανθρώπινη εμπειρία της απώλειας.