Κυριακή 26 Μαΐου 2024

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

2.4.Β.ii.β. Ωδές

Οι ωδές είναι, τραγούδια γραμμένα σε ποικίλα μέτρα, συχνά οργανωμένα σε στροφές. Ο χωρισμός τους, ανάλογα με το περιεχόμενο, σε ερωτικές, στασιωτικές και συμποτικές καλύπτει μόνο ορισμένες μεγαλύτερες ομάδες. Ουσιαστικά ο ποιητής μπορούσε σε μιαν ωδή να πει οτιδήποτε και με όποιον τρόπο προτιμούσε. Παράδειγμα το έργο της Σαπφώς, όπου δίπλα στις ερωτικές ωδές συναντούμε προσευχές, μυθολογικές διηγήσεις, στοχασμούς, παιδικά τραγουδάκια, ακόμα και πειράγματα.

Οι δύο πιο γνωστοί ποιητές ωδών, η Σαπφώ και ο Αλκαίος, έζησαν τα ίδια περίπου χρόνια στην αιολική Λέσβο, νησί που ήταν «προορισμένο από τη φύση του να γίνει φορέας ιδιαίτερου πολιτισμού. Τα λιόφυτα απλώνονται ως τις κορφές των ψηλών λόφων άφθονες οι φυσικές πηγές ρέουν μέσα στις πεδιάδες, με τα πλατάνια και την πλούσια χλωρίδα. Την άνοιξη το έδαφος καλύπτεται από ανεμώνες, ορχιδέες και αγριοτουλίπες. Οι κάτοικοι του νησιού, προστατευμένοι από τη θάλασσα και με όλα τα αγαθά, ανάπτυξαν μιαν ολοζώντανη και ανεξάρτητη ζωή. Σε περιβάλλον που εξασφάλιζε άνεση και σιγουριά, η κοινωνία της Λέσβου έφτασε στο απόγειο της ακμής της τον 7ο και 6ο αιώνα π.Χ. Την απόδειξη την προσφέρει η εγχώρια ποιητική παραγωγή.»

ΣΑΠΦΩ, (περ. 630-580 π.Χ.)

Οι πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή και τη δράση της Σαπφώς, της δέκατης Μούσας, όπως ονομάστηκε, κυμαίνονται ανάμεσα στην ιστορία και τον θρύλο. Μπορούμε, ωστόσο, να είμαστε βέβαιοι ότι η ποιήτρια ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια, ότι σχετίστηκε με τον Πιττακό και τον Αλκαίο, και ότι για ένα μικρό διάστημα, γύρω στα 600 π.Χ., έζησε εξόριστη για πολιτικούς λόγους στη Σικελία. Την υπόλοιπη ζωή της την πέρασε στη Λέσβο, με τα αδέλφια της, τον άντρα και την κόρη της, και με έναν κύκλο νέων γυναικών που ανάμεσά τους η Σαπφώ κρατούσε τον ρόλο της κορυφαίας.

Τα στοιχεία που έχουμε δε φτάνουν να ορίσουμε με βεβαιότητα τη φύση αυτού του κύκλου, όπου άλλες κοπέλες είχαν έρθει από μακριά, άλλες έφευγαν για να παντρευτούν ή για να προσχωρήσουν σε άλλον ανταγωνιστικό κύκλο. Πρόκειται για θίασο ταγμένο στην υπηρεσία μιας θεότητας, ίσως της Αφροδίτης; Πρόκειται για ένα είδος σχολής, όπου οι μαθήτριες καλλιεργούσαν την ομορφιά, την προσωπικότητα και τις ικανότητές τους στις μουσικές τέχνες; Πρόκειται για μιαν αριστοκρατική ένωση γυναικών ανάλογη με τις αντρικές εταιρείες; Οι λιγοστές μας γνώσεις για την κοινωνία της Λέσβου δε μας επιτρέπουν να αποφασίσουμε, και το ίδιο αινιγματική μάς είναι η πραγματική φύση του έρωτα της Σαπφώς για τις νέες κοπέλες, όπως εκδηλώνεται στο έργο της. Ήταν έλξη ανάλογη με των ανδρών προς τους νέους; Ή μήπως η ποιήτρια εκφράζει απλά και μόνο τον θαυμασμό και το πάθος της για τη γυναικεία ομορφιά, που ξέρουμε ότι στη Λέσβο την πρόσεχαν ιδιαίτερα και την τιμούσαν κάθε χρόνο με καλλιστεῖα;

Κάποιο φως στους προβληματισμούς μας προσφέρει ένα σύντομο απόσπασμα (250 Ρ.) όπου διαβάζουμε: «γιατί δεν επιτρέπεται ν᾽ ακούγεται θρήνος στο σπίτι όσων υπηρετούν τις Μούσες· ούτε και θα μας ταίριαζε κάτι τέτοιο». Αν πραγματικά, όπως παραδίδεται, η Σαπφώ έγραψε αυτούς τους στίχους λίγο πριν πεθάνει ως υποθήκη για την κόρη της, τότε μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι η ποιήτρια, ίσως με μιαν έννοια άγνωστη σε εμάς, θεωρούσε τον εαυτό της και τον χώρο της αφιερωμένο στις Μούσες.

Οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι συγκέντρωσαν το έργο της σε εννέα βιβλία, απ᾽ όπου σήμερα δε σώζονται παρά ελάχιστα (σχεδόν) ολόκληρα τραγούδια, κάποιες στροφές, στίχοι, παπυρικά σπαράγματα, λέξεις - όλα λαμπρά δείγματα γυναικείας ευαισθησίας και εκλεπτυσμένης ποιητικής τέχνης. Ξεχωρίζουν τα επιθαλάμια, χορικά τραγούδια εθιμικά του γάμου, που σε πολλά θυμίζουν τα αντίστοιχα παραδοσιακά νεοελληνικά νυφιάτικα.

Αλλεπάλληλες ήταν οι πολιτικές ταραχές και οι πολιτειακές ανατροπές στα χρόνια της Σαπφώς και του Αλκαίου. Το αριστοκρατικό πολίτευμα που καθιδρύθηκε στη Μυτιλήνη μετά την πτώση των βασιλέων είχε ήδη καταλυθεί δύο φορές από τυράννους, όταν το 590 π.Χ. η πλειοψηφία των πολιτών όρισε αἰσυμνήτην με απεριόριστες εξουσίες τον Πιττακό. Τόσες αλλαγές φυσικό ήταν να έχουν αντίχτυπο όχι μόνο στη ζωή αλλά και στο έργο των λυρικών ποιητών, λιγότερο στη γυναικεία ποίηση της Σαπφώς, περισσότερο στην αντρική ποίηση του Αλκαίου.

ΑΛΚΑΙΟΣ (περ. 625-570 π.Χ.)

Ο Αλκαίος ήταν άνθρωπος της δράσης. Ως αριστοκράτης πήρε ενεργό μέρος σε πολιτικούς αγώνες που τον έφεραν αντιμέτωπο τόσο με τους τυράννους όσο και με τον Πιττακό - και ας είχαν αρχικά συμμαχήσει οι δυο τους εναντίον της τυραννίδας, και ας είχαν πολεμήσει μαζί τους Αθηναίους στο Σίγειο. Αποτέλεσμα ήταν ο ποιητής, για ένα μεγάλο μέρος της ζωής του, να τριγυρίζει εξόριστος, στη Θράκη, στη Λυδία, στην Αίγυπτο και αλλού, ώσπου ο Πιττακός τον αμνήστευσε.

Πολλά τραγούδια του χαρακτηρίζονται στασιωτικά (στάσις = επαναστατικό κίνημα), καθώς εκφράζουν πολιτικές θέσεις και συστήνουν αγωνιστική δράση. Ο Αλκαίος τα έγραφε για να τραγουδηθούν, κρυφά ή φανερά, από τον ίδιο και τους ομοϊδεάτες του, σε κάποιαν αριστοκρατική εταιρεία - και ίσως να ήταν η ανάγκη για συνωμοτική μυστικότητα που οδήγησε έναν ποιητή γνωστό για την αμεσότητα της έκφρασης και τη λιτότητα των ποιητικών του μέσων να χρησιμοποιήσει συχνά σε αυτά τα τραγούδια εικόνες αλληγορικές. Εδώ πρωτοσυναντούμε, για παράδειγμα, την τόσο συνηθισμένη αργότερα αλληγορία της πόλης που κλυδωνίζεται σαν καράβι στην τρικυμία.

Το έργο του Αλκαίου, συγκεντρωμένο από τους αλεξανδρινούς σε δέκα βιβλία, περιλάμβανε ακόμα ύμνους, ερωτικά, μυθολογικά και μια σειρά από συμποτικά, τραγούδια του κρασιού, που είναι, όπως έγραψε, φαρμάκων ἄριστον. Απ᾽ όλα αυτά μάς σώζονται ελάχιστα (σχεδόν) ολόκληρα τραγούδια και αρκετά αποσπάσματα, τα περισσότερα παπυρικά.

Τα συμπόσια ήτανε πάντα[1] ευκαιρία για τους άρχοντες να διασκεδάσουν, να φάνε και να πιουν όσο τραβά η καρδιά τους, να κουβεντιάσουν, να ανταλλάξουν πειράγματα, να ακούσουν και να πουν τραγούδια, να χαρούν με τις αυλητρίδες και τις εταίρες της συντροφιάς. Νωρίς, μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα της ξεγνοιασιάς, της χαλάρωσης και του ερωτισμού, σχηματίστηκε μια ειδική κατηγορία τραγουδιών, τα συμποτικά. Κυριότερος εκπρόσωπος του είδους στα αρχαϊκά χρόνια ο Ανακρέων.

ΑΝΑΚΡΕΩΝ (περ. 570-490 π.Χ.)

Μεθυσμένος από έρωτα.
Απόσπ. 312 Ρ.

Ο Ανακρέων γεννήθηκε στην Τέω της Μικρασίας· όμως γύρω στα 540 π.Χ., όταν οι Πέρσες επιτέθηκαν στην Ιωνία, οι κάτοικοι της Τέω μετανάστεψαν και εγκαταστάθηκαν στα Άβδηρα της Θράκης. Ο ποιητής τούς ακολούθησε, αλλά ήταν ήδη αρκετά διάσημος ώστε γρήγορα να βρεθεί προσκαλεσμένος στην αυλή του Πολυκράτη, στη Σάμο. Μετά τον θάνατο του τυράννου, το 523 π.Χ., ο Ανακρέοντας εξακολούθησε να ζει ως αυλικός ποιητής, προσκαλεσμένος από τον Ίππαρχο, στην Αθήνα. Το άγαλμά του έστεκε αργότερα στην Ακρόπολη και τον παρίστανε μεθυσμένο, να τραγουδά.

Οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι συγκέντρωσαν το έργο του σε τρία βιβλία με ωδές, ένα με ελεγείες και ένα με ιάμβους. Με καλοδιαλεγμένες λέξεις και εικόνες, ο Ανακρέων τραγούδησε πάνω απ᾽ όλα τον έρωτα και το κρασί· ωστόσο, στα αποσπάσματα που μας έχουν σωθεί συναντούμε και ύμνους και θρήνους και τραγούδια με κοροϊδευτικό περιεχόμενο. Με όλα αυτά, και καθώς τα έργα του είναι γραμμένα σε ιωνική διάλεκτο, ο Ανακρέων πρέπει να τοποθετηθεί κάπου ανάμεσα στους ποιητές των ωδών και τους ιαμβογράφους.
------------------------
1. Ας θυμηθούμε και τα ομηρικά συμπόσια, θεών και ανθρώπων, καθώς και τα λόγια του Οδυσσέα στον Αλκίνοο, όταν του λέει ότι οι χαρές των συμποσίων είναι το κάλλιστον, το «ωραιότερο», στη ζωή (ι 11).

Ο Ξενοφώντας και η πτώση της Αθήνας

Μετά την κατάρρευση των Αθηναίων στους Αιγός Ποταμούς ο Λύσανδρος δεν είχε άλλη σκέψη από την πόλη της Αθήνας. Η πολιορκία και η τελική κυρίευσή της ήταν η μοιραία κατάληξη των εξελίξεων και η ολοκληρωτική επικράτηση της Σπάρτης.

Εξάλλου, δεν υπήρχε πλέον πόλη που να δηλώνει σύμμαχος των Αθηναίων εκτός από τη Σάμο: «ο Λύσανδρος ήρθε με διακόσια πλοία από τον Ελλήσποντο στη Λέσβο, όπου έβαλε τάξη στη Μυτιλήνη και στις άλλες πόλεις του νησιού. Έστειλε και τον Ετεόνικο με δέκα πλοία στα μέρη της Θράκης, κι αυτός κατόρθωσε ολόκληρη η περιοχή να πάρει το μέρος των Λακεδαιμονίων. Άλλωστε ευθύς μετά τη ναυμαχία εγκατέλειψε τους Αθηναίους κι όλη η υπόλοιπη Ελλάδα, εκτός από τη Σάμο, όπου ο λαός έσφαξε τους αφέντες και κατέλαβε την εξουσία στην πόλη». (2,2,5-6).

Ούτε στο Βυζάντιο ούτε στην Καλχηδόνα συνάντησε ο Λύσανδρος την παραμικρή αντίσταση. Τα πράγματα είχαν ξεκαθαρίσει οριστικά· στο συμμαχικό χάρτη υπήρχαν μόνο οι Λακεδαιμόνιοι και η πολιορκία της Αθήνας ήταν η τελευταία πράξη. Γι’ αυτό και ο Λύσανδρος, όπου συναντούσε αθηναϊκές φρουρές τις άφηνε να φύγουν με την προϋπόθεση ότι θα πήγαιναν στην Αθήνα και πουθενά αλλού: «Στην Αθήνα έστελνε ο Λύσανδρος τις αθηναϊκές φρουρές, καθώς κι όσους άλλους Αθηναίους έβρισκε – δεν εγγυόταν ασφάλεια παρά μόνο σ’ αυτούς που ταξίδευαν για κει, κι όχι γι’ αλλού, με τη σκέψη ότι όσο περισσότεροι μαζεύονταν στην πόλη και στον Πειραιά, τόσο γρηγορότερα θα τους τέλειωναν τα τρόφιμα». (2,2,2).

Ο Λύσανδρος δε χάνει καθόλου χρόνο είτε με άσκοπες κινήσεις εντυπωσιασμού είτε με επίδειξη δύναμης είτε με περιττές θριαμβολογίες. Λειτουργεί αυστηρά, μεθοδικά, απολύτως οργανωμένα, ολοκληρώνοντας το σχέδιό του βήμα – βήμα, όπως οφείλει να κάνει ένας στρατηγός. Τώρα, αυτό που έχει στο μυαλό του είναι να συγκεντρώσει όλα τα ποντίκια στη φάκα. Όσο περισσότεροι μαζευτούν στην πόλη της Αθήνας, τόσο καλύτερα για εκείνον.

Από την άλλη μεριά, οι Αθηναίοι βρίσκονται σε πανικό: «Νύχτα έφερε η “Πάραλος” την είδηση της συμφοράς στην Αθήνα, και θρήνος σύρθηκε από τον Πειραιά στα Μακρά Τείχη και στην πόλη καθώς το μήνυμα περνούσε από στόμα σε στόμα, έτσι που κανένας δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα – δεν έκλαιγαν μονάχα τους νεκρούς τους αλλά πιο πολύ τη δική τους μοίρα, πιστεύοντας ότι θα πάθαιναν τα ίδια που είχαν κάνει κι αυτοί στους Μηλίους, στους Ιστιαιείς, στους Σκιωναίους, στους Τορωναίους, στους Αιγινήτες και σε πολλούς άλλους Έλληνες». (2,2,3).

Κι εδώ βέβαια, δεν πρέπει να γίνει λόγος για τα γνωστά φιλοσπαρτιατικά αισθήματα του Ξενοφώντα, αλλά για το ότι πράγματι οι Αθηναίοι, όντας κυρίαρχοι, διέπραξαν εγκλήματα, τα οποία τώρα καλούνται να πληρώσουν. Η περίπτωση της Μήλου, που περιγράφεται έξοχα στο πέμπτο βιβλίο του Θουκυδίδη, είναι από τις πιο χαρακτηριστικές. Η επιβολή, το αίσθημα του ανίκητου και η διάθεση του παραδειγματισμού προς όλους όσοι σκέφτονται να «αυθαδιάσουν» δεν μπορούν παρά να γεννήσουν το ανελέητο. Κι αυτός είναι ο κυνισμός της ισχύος, που νιώθει ότι δεν έχει ανάγκη από τίποτε. Δεν υπάρχει ισχύς που να μην προβεί σε εγκλήματα πολέμου. Είναι αναπόφευκτα· την κατοχυρώνουν. Κατόπιν αυτών οι «διαπραγματεύσεις» γίνονται ευκολότερες. Οι «σύμμαχοι» θα δυσκολευτούν να φέρουν αντιρρήσεις. Εξάλλου, και το δίκαιο η ισχύς θα το καθορίσει.

Το βέβαιο είναι ότι στην παρούσα φάση ούτε οι Αθηναίοι είχαν καιρό για χάσιμο: «Την άλλη μέρα ωστόσο συγκάλεσαν τη Συνέλευση, κι εκεί αποφάσισαν να φράξουν τα λιμάνια τους εκτός από ένα, να επισκευάσουν τα τείχη, να εγκαταστήσουν σκοπιές και γενικά να ετοιμάσουν την πόλη για πολιορκία». (2,2,4).

Όταν όμως ο Λύσανδρος έφτασε στην Αίγινα κι έδωσε πίσω την πόλη στους Αιγινήτες, όπως έκανε και στη Μήλο, κι όταν άρχισε να λεηλατεί τη Σαλαμίνα, για να αγκυροβολήσει στον Πειραιά, τα πράγματα έσφιξαν πολύ στην Αθήνα: «Οι Αθηναίοι πολιορκημένοι κι από στεριά κι από θάλασσα, βρέθηκαν σε πολύ στενόχωρη θέση: μήτε καράβια είχαν, μήτε συμμάχους, μήτε τρόφιμα, και πίστευαν ότι τίποτε δεν τους έσωζε σαν έλειψαν ολότελα τα τρόφιμα έστειλαν πρεσβεία στον Άγι με την πρόταση να γίνουν σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων, κρατώντας όμως τα Τείχη και τον Πειραιά – μ’ αυτούς τους όρους ήταν έτοιμοι να κάνουν συνθήκη». (2,2,10-11).

Φυσικά, ο Άγις τους παρέπεμψε στη σπαρτιατική ηγεσία των πέντε εφόρων, αφού ο ίδιος δεν είχε καμιά δικαιοδοσία να πάρει τέτοιες αποφάσεις. Κι όταν οι απεσταλμένοι έφτασαν στη Σελλασία για να συναντήσουν τους εφόρους πήραν την απάντηση: «να γυρίσουν πίσω από κει που βρίσκονταν, κι αν θέλουν στ’ αλήθεια ειρήνη να βάλουν πιο πολύ μυαλό κι έπειτα να ξανάρθουν». (2,2,13).

Οι Αθηναίοι δεν είναι πλέον σε θέση να θέτουν όρους. Οι διαπραγματεύσεις χρειάζονται να έχεις κάτι, που να μπορείς να το ανταλλάξεις. Αυτός που δεν έχει τίποτα, καλό είναι και να μη ζητάει, αφού οι αξιώσεις του δεν έχουν αντίκρισμα. Οι Σπαρτιάτες δεν μπορούν να πάρουν στα σοβαρά την αθηναϊκή πρεσβεία. Υποδεικνύουν ότι πρέπει να «βάλουν πιο πολύ μυαλό». Θα το κάνουν, όταν πεινάσουν περισσότερο. Δεν υπάρχει λόγος για βιασύνες.

Το αστείο είναι ότι οι Αθηναίοι μάλλον έτρεφαν ελπίδες γι’ αυτή την πρεσβεία. Περίμεναν την απάντηση εναγωνίως. Η απελπισία θολώνει την κρίση. Τα νέα ήταν γι’ αυτούς μια καινούργια συμφορά σαν να επρόκειτο για κάτι αναπάντεχο: «Μόλις οι πρέσβεις γύρισαν πίσω και τ’ ανέφεραν αυτά στην πόλη, απελπίστηκαν όλοι: ο εχθρός είχε σκοπό να τους υποδουλώσει, πίστευαν, και πάντως, ώσπου να στείλουν καινούργιους πρέσβεις, θα πέθαιναν πολλοί από την πείνα. Μολοντούτο κανένας δεν τολμούσε να προτείνει να γκρεμίσουν τα Τείχη· τον Αρχέστρατο, που είπε στη Βουλή ότι το καλύτερο που είχαν να κάνουν ήταν να δεχτούν ειρήνη με τους όρους των Λακεδαιμονίων – και όρος ήταν να γκρεμιστούν τα Μακρά Τείχη σε μήκος δέκα σταδίων το καθένα -, τον φυλάκισαν, και βγήκε ψήφισμα που απαγόρευε να υποβάλλονται τέτοιες προτάσεις». (2,2,14-15).

Κι όταν η απελπισία μετουσιώνει το παράλογο σε ελπίδα, το μόνο που μένει είναι εκείνος που θα το εκμεταλλευτεί. Ο Θηραμένης, ο άνθρωπος που πρωτοστάτησε στο ολιγαρχικό πραξικόπημα του 411 π. Χ. και στην ντροπιαστική εκτέλεση των στρατηγών, επειδή δήθεν εγκατέλειψαν τους ναυαγούς – ενώ ήταν δική του ευθύνη – βρέθηκε ξανά στο προσκήνιο: «Εκεί βρίσκονταν τα πράγματα, όταν ο Θηραμένης είπε στη Συνέλευση ότι αν θελήσουν να τον στείλουν στο Λύσανδρο θα ξέρει, γυρίζοντας, για ποιον λόγο είν’ ανένδοτοι οι Λακεδαιμόνιοι στο ζήτημα των Τειχών – αν το κάνουν με σκοπό να υποδουλώσουν την πόλη ή για να ‘χουν κάποια εγγύηση». (2,2,16).

Στην απελπισία, αυτός που αυτoπροτείνεται ως σωτήρας δε χρειάζεται να δώσει εξηγήσεις. Ούτε καν να καταθέσει τη στρατηγική του. Τι θα έλεγε δηλαδή στο Λύσανδρο και θα έπαιρνε τις πληροφορίες που υποσχόταν; Πώς θα τον έπειθε να του τα εκμυστηρευτεί αυτά; Μήπως ο Λύσανδρος ήταν αφελής και θα μπορούσε να τον ξεγελάσει; Σε τέτοιες στιγμές τα ερωτήματα αυτού του είδους δεν έχουν αξία. Αυτό που προέχει είναι το θράσος του δημαγωγού, που θα μπορέσει να διαχειριστεί επωφελώς (για τον ίδιο) τα αισθήματα του πλήθους. Κι ο Θηραμένης, όπως δείχνει και το παρελθόν, ήταν ειδήμων στη λαϊκή χειραγώγηση: «Όταν τον έστειλαν, έμεινε κοντά στο Λύσανδρο περισσότερο από τρεις μήνες, παραφυλάγοντας την ώρα που οι τροφές θα σώνονταν ολωσδιόλου κι οι Αθηναίοι θα ‘ταν πρόθυμοι να δεχτούν ό,τι τους έλεγαν». (2,2,16).

Ο Θηραμένης δεν έτρεφε καμία αυταπάτη. Οι απόλυτοι κυρίαρχοι θα επέβαλλαν τους όρους που ήθελαν. Οι διαπραγματεύσεις για το γκρέμισμα ή όχι των τειχών δεν είχαν κανένα νόημα. Οι Σπαρτιάτες όχι μόνο θα γκρέμιζαν τα τείχη, αλλά θα καθόριζαν και την πολιτική σκηνή της πόλης κατά πώς ήθελαν. Κι αυτή ήταν η μεγάλη του ευκαιρία. Δίνοντας τα διαπιστευτήριά του στους κατακτητές θα έβγαινε ξεκάθαρα κερδισμένος. Δε θα μπορούσε να βρει συνθήκες πιο ευνοϊκές. Οι Αθηναίοι θα έχουν κρεμάσει πάνω του όλες τους τις ελπίδες και οι Σπαρτιάτες θα ξέρουν ότι μπορούν να βασίζονται σ’ αυτόν.

Το μόνο που έμενε ήταν να διαχειριστεί πειστικά το λαό των Αθηναίων: «Γύρισε λοιπόν τον τέταρτο μήνα κι ανέφερε στη Συνέλευση ότι τάχα ο Λύσανδρος δεν τον άφηνε ως τότε να φύγει, και τώρα του λέει να πάει στη Λακεδαίμονα επειδή δεν έχει ο ίδιος εξουσία ν’ απαντήσει στις ερωτήσεις του, παρά μόνο οι έφοροι. Τότε οι Αθηναίοι τον εκλέξαν να πάει στη Λακεδαίμονα πρέσβης με γενική πληρεξουσιότητα, μαζί μ’ άλλους εννιά». (2,2,17).

Η Συνέλευση που έγινε στη Σελλασία ανάμεσα στους Λακεδαιμονίους και τους άλλους συμμάχους υπήρξε θυελλώδης: «Εκεί διαμαρτυρήθηκαν πολλοί άλλοι Έλληνες, και ιδίως οι Κορίνθιοι και οι Θηβαίοι, λέγοντας ότι δεν πρέπει να κάνουν συνθήκη με τους Αθηναίους, αλλά να τους αφανίσουν». (2,2,19).

Τα πράγματα φαινόταν δύσκολα για την Αθήνα. Αυτό που επικράτησε ήταν η σύνεση των Λακεδαιμονίων: «Οι Λακεδαιμόνιοι όμως δήλωσαν ότι αρνούνται να υποδουλώσουν πόλη ελληνική που τόσες υπηρεσίες είχε προσφέρει τον καιρό του μεγαλύτερου κινδύνου που είχε απειλήσει ποτέ την Ελλάδα». (2,2,20).

Δεν είναι εύκολο να παρασύρει κανείς τους Σπαρτιάτες και η εκδίκηση, που όλοι ζητάν, δεν είναι προϊόν νηφάλιας κρίσης. Οι Σπαρτιάτες θα αποφύγουν αυτό το λάθος δυσαρεστώντας τους συμμάχους. Κι αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο δίδαγμα που προσέφεραν στην ιστορία. Φυσικά, όπως επισημαίνει και ο Ρόδης Ρούφος, ο μεγαλύτερος κίνδυνος «που απείλησε ποτέ την Ελλάδα» είναι οι περσικοί πόλεμοι, όπου η συνεισφορά των Αθηναίων ήταν ανεκτίμητη. Το ότι, προκειμένου να νικήσουν, οι Λακεδαιμόνιοι σύναψαν συμφωνία με τον Πέρση βασιλιά δεν αναφέρθηκε από κανένα· ούτε έγινε λόγος για το περσικό χρήμα, που συνέβαλε στη νίκη. Μετά την επικράτηση δεν έχουν θέση οι δυσάρεστες λεπτομέρειες.

Αυτό που προείχε – και πολύ σωστά – ήταν το ενωτικό κλίμα, τώρα που ο πόλεμος είχε τελειώσει. Κι εδώ δε χρειάζονται υποθέσεις για το τι θα έκαναν οι Αθηναίοι, αν βρίσκονταν στη θέση των Σπαρτιατών, γιατί η ιστορία δε γράφεται από υποθέσεις αλλά από γεγονότα. Και γεγονότα είναι οι όροι που επέβαλλαν οι Σπαρτιάτες προκειμένου να γίνει ειρήνη: «οι Αθηναίοι θα γκρεμίσουν τα Μακρά Τείχη και τα Τείχη του Πειραιά, θα παραδώσουν όλα τους τα πλοία εκτός από δώδεκα, θα φέρουν πίσω τους εξόριστους, θα ‘χουν τους ίδιους εχθρούς και φίλους με τους Λακεδαιμονίους και θα εκστρατεύουν μαζί τους στη στεριά και στη θάλασσα, όπου τους οδηγούν αυτοί». (2,2,20).

Τα χειρότερα είχαν αποφευχθεί. Οι Σπαρτιάτες εμπόδισαν τους συμμάχους να προβούν σε ωμότητες και ο Θηραμένης τους Αθηναίους απ’ το να επιχειρήσουν καμία τρέλα. Ο χρόνος που κύλησε άσκοπα έφερε την έσχατη εξαθλίωση στην πόλη. Υπό αυτές τις συνθήκες όλα είναι διαπραγματεύσιμα: «Καθώς έμπαιναν στην πόλη,» (εννοείται ο Θηραμένης με τους πρέσβεις) «τους περικύκλωσε πλήθος κόσμου, τρέμοντας μην τυχόν γύριζαν άπρακτοι· δεν άντεχαν άλλη αναβολή, τόσο πολλοί ήταν οι θάνατοι από την πείνα. Την άλλη μέρα οι πρέσβεις ανέφεραν τους όρους που έβαζαν οι Λακεδαιμόνιοι για ειρήνη· στ’ όνομα όλων μίλησε ο Θηραμένης, λέγοντας ότι έπρεπε να εισακούσουν τους Λακεδαιμονίους και να γκρεμίσουν τα Τείχη. Μερικοί αντιμίλησαν, η μεγάλη πλειοψηφία όμως τον επιδοκίμασε κι αποφάσισαν να δεχτούν την ειρήνη». (2,2,21-22).

Ο Θηραμένης ήταν αδιαπραγμάτευτα ο μεγάλος νικητής. Το όνειρό του να ηγείται μιας ολιγαρχικής διακυβέρνησης στην Αθήνα ήταν σχεδόν βεβαιότητα. Το 411 π. Χ. οι συνθήκες δεν ήταν ακόμη ώριμες κι αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει. Τώρα όμως πατούσε σε στέρεες βάσεις. Οι Σπαρτιάτες θα ήταν αδύνατο να επιτρέψουν μια δημοκρατική διακυβέρνηση. Θα επέβαλλαν ολιγαρχία και φυσικά θα προτιμούσαν ανθρώπους εμπιστοσύνης. Πολύ περισσότερο όταν οι άνθρωποι αυτοί είχαν και λαϊκή αποδοχή.

Η εγκαθίδρυση της ολιγαρχίας στην πιο παραδοσιακή δημοκρατική δύναμη του αρχαίου κόσμου δεν ήταν και το πιο εύκολο πράγμα. Απαιτούσε την αποδυνάμωση της πόλης και τη βοήθεια από ξένο δάκτυλο. Την πρώτη φορά το επιχείρησε σε μια πολύ δύσκολη στιγμή, μετά τη συμφορά της Σικελίας, προκειμένου να εκμαιεύσει τη βοήθεια των Περσών εκμεταλλευόμενος το διπλό παιχνίδι του Αλκιβιάδη. Τώρα εκμεταλλεύεται την οριστική συμφορά έχοντας πίσω του τις πλάτες της Σπάρτης.

Οι φιλοδοξίες του Θηραμένη δε θα μπορούσαν να υλοποιηθούν χωρίς την αθηναϊκή υποδούλωση. Έναν κόσμο βαθιά δημοκρατικό, παρά τις στρεβλώσεις, δεν μπορείς να τον πείσεις να στραφεί στην ολιγαρχία. Πρέπει να την επιβάλλεις. Από αυτή την άποψη, ο Θηραμένης πρέπει να ήταν ευχαριστημένος με την ήττα. Οι ομοϊδεάτες του είχαν νικήσει και μπορούσε να αναρριχηθεί στην εξουσία με τους όρους που ήθελε. Προς το παρόν, βέβαια, όλοι φαίνονταν ευχαριστημένοι. Η απειλή της εξόντωσης είχε αποφευχθεί και η ασφυκτική πολιορκία λάμβανε τέλος: «βάλθηκαν με πολλή όρεξη να γκρεμίζουν τα Τείχη, στους ήχους αυλού που έπαιζαν κορίτσια – νομίζοντας ότι από κείνη τη μέρα ελευθερωνόταν η Ελλάδα». (2,2,23). Οι Αθηναίοι δεν υποψιάζονταν ακόμη τα δεινά που θα επακολουθούσαν.

Ξενοφώντος, Ελληνικά

Αλήθεια και Σύμβολα

Η Αλήθεια, σαν Βίωση της Πραγματικότητας, σαν Συμβάν, σαν Γεγονός, είναι πέραν όλων των περιγραφών, πέραν όλων των συμβόλων, όλων των λέξεων. Στην πραγματικότητα υπάρχει (καθιερώνεται κι αναγνωρίζεται και γίνεται αποδεκτή) μια τελείως αυθαίρετη σχέση ανάμεσα στην Εμπειρία της Πραγματικότητας και ένα εξωτερικό σύμβολο, μια εξωτερική δραστηριότητα, ή λόγο, ή πράξη. Οι πραγματικά πνευματικοί άνθρωποι Βιώνουν την Πραγματικότητα και Κατανοούν ότι η Αλήθεια (σαν Εμπειρία που είναι, σαν Γεγονός) δεν μεταδίδεται. Ό,τι κι αν πουν δε θα είναι η Αλήθεια αλλά μόνο η περιγραφή της Αλήθειας, δηλαδή μια δραστηριότητα σε ένα τελείως διαφορετικό αντιληπτικό επίπεδο, αυτό της διανόησης. Από την άλλη μεριά οι άνθρωποι που δεν Βιώνουν την Πραγματικότητα αλλά έχουν θεωρίες για την Αλήθεια (φιλοσοφίες, θεολογίες, θρησκευτικές δραστηριότητες, κλπ.) θεωρούν Αλήθεια όχι την Πραγματική Αλήθεια αλλά την περιγραφή της. Παραμένοντας όμως στο σχετικό επίπεδο της δυαδικότητας, του διαχωρισμού, της μονομερούς αντίληψης μέσα από το εγώ, μιας «θέσης», ό,τι κι αν υποστηρίξουν θα είναι μια θέση ανάμεσα σε άλλες παρόμοιες και διαφορετικές. Όσο κι αν αγωνίζονται να αναγάγουν μια σχετική διανοητική θέση σε απόλυτη αλήθεια απλά αποδεικνύουν την άγνοια και την εμμονή τους.

Το ότι η αλήθεια Είναι πέραν όλων των περιγραφών και όλων των συμβόλων ή συμβολικών πράξεων μπορεί να αποδειχτεί. Αλλά βέβαια οι αμαθείς θα εξακολουθούν να θεωρούν μια διανοητική αλήθεια σαν αλήθεια και να χρησιμοποιούν τα (αυθαίρετα) σύμβολα και τις συμβολικές πράξεις σαν να έχουν πραγματικό περιεχόμενο.

Για να το εξηγήσουμε και να το κατανοήσουμε αυτό θα πάρουμε δυο παραδείγματα από την Παγκόσμια Θρησκευτική Παράδοση. Το ένα αφορά τον Βούδα, τον Φωτισμένο. Το άλλο αφορά τον Ιησού, τον «Υιό του Θεού»

Λένε, διηγούνται στα Κείμενα και στην βουδιστική παράδοση, ότι κάποτε ο Βούδας καθόταν μαζί με τους μαθητές του κι όλοι περίμεναν (και σε κάθε ευκαιρία το περίμεναν) να τους αποκαλύψει την Υπέρτατη αλήθεια, για το Ασαμσκρίτα, δηλαδή την Αδημιούργητη Πραγματικότητα, το Νιρβάνα, την Φώτιση, την Τελείωση. Λένε πως ο Βούδας απλά σήκωσε ένα λουλούδι. Αυτή ήταν η Διδασκαλία του. Στην βουδιστική τέχνη έχουν αναπαραστήσει χιλιάδες φορές τον Βούδα να σηκώνει ένα λουλούδι. Αυτή ήταν η διδασκαλία; Τί ήθελε να πει; Λένε ότι μόνο ο Κασυάπα κατάλαβε. Αλλά τι κατάλαβε ο Κασυάπα; Το τι καταλαβαίνει κάποιος εξαρτάται από την πνευματική του εξέλιξη και την διανοητική του κατάσταση. Κι ο Κασυάπα θα μπορούσε να καταλάβει πολλά, ανάλογα με το πνευματικό του επίπεδο. Λένε ότι κατάλαβε την Αλήθεια. Αλλά ποια είναι η Αλήθεια; Λένε ότι ο Βούδας μετέδωσε κάτι, κάποιο μήνυμα κι ότι μόνο ο Κασυάπα κατάλαβε. Αλλά το Μήνυμα που μετέδωσε ο Βούδας σηκώνοντας το λουλούδι, η Αλήθεια που Κατανόησε ο Κασυάπα, έχουν καμιά σχέση με το σήκωμα του λουλουδιού; Συνδέονται πραγματικά ή η σχέση τους είναι τελείως αυθαίρετη και στην ουσία δεν έχουν καμία σχέση; Στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς αυτό το τελευταίο.

Ο Βούδας ήθελε να πει πως η Αλήθεια Είναι τελείως πέρα από όλες τις εξωτερικές δραστηριότητες και πρέπει να την Δούμε Άμεσα, εμείς οι ίδιοι μέσα μας. Δεν μεταδίδεται με εξωτερικές πράξεις και σύμβολα. Θα μπορούσε, αντί να σηκώσει το λουλούδι, να σηκωθεί να φύγει, ή να κάνει οτιδήποτε άλλο, ή να πει «γιατί είστε ανόητοι»; Η Πραγματικότητα Είναι τελείως έξω από όλα αυτά και η σχέση που εγκαθιδρύεται ανάμεσα στην Υπόδειξη της Πραγματικότητας και την εξωτερική πράξη είναι τελείως αυθαίρετη. Δεν πρέπει να μένουμε στην πράξη. Τι σημαίνει λοιπόν το σήκωμα του λουλουδιού; Απολύτως τίποτα, Μετέδωσε κάτι; Όχι. Τι ήταν λοιπόν το σήκωμα του λουλουδιού; Ήταν μια απλή ανθρώπινη εξωτερική πράξη, το σήκωμα του λουλουδιού, τίποτα περισσότερο. Απλά οι άνθρωποι πρέπει να Δουν Αλλού. Κι αυτό που μετέδωσε ο Βούδας ήταν ακριβώς η προτροπή να Κοιτάξουν οι μαθητές Αλλού. Αλλά μόνο ο Κασυάπα το έκανε και για τον Κασυάπα το σήκωμα του λουλουδιού ήταν απλά το σήκωμα ενός λουλουδιού, δεν βρισκόταν εκεί το Μήνυμα. Όμως κάποιοι άλλοι έμειναν στην εξωτερική πράξη και προσπάθησαν να δουν τι σημαίνει αυτό. Ακόμα μέχρι σήμερα υπάρχουν κάποιοι που νομίζουν ότι τ σήκωμα του λουλουδιού μετέδωσε κάτι.

Δείτε τώρα την παγίδα, πως η Γνήσια Εμπειρία του Βούδα, η Γνήσια Διδασκαλία του που λίγοι Κατανοούν, μπορεί να παρεξηγηθεί. Στην Ιστορία του Τσαν (Ζεν στην Ιαπωνία) υπήρξαν πολλοί φωτισμένοι άνθρωποι. Υπήρχαν άνθρωποι που είχαν Γνήσια Εμπειρία κι άνθρωποι που συνελάμβαναν διανοητικά την Αλήθεια. Θυμηθείτε το παράδειγμα του Χούι-Νεγκ και του ανταγωνιστή του στο Μοναστήρι, με την σύνταξη των ποιημάτων για την Αλήθεια (και τον Νου). Όταν ρωτούσαν ένα Δάσκαλο τι είναι Αλήθεια, τι είναι Βούδας, τι είναι Ντάρμα, αν ήταν γνήσιος δάσκαλος μπορούσε να βγάλει τον μαθητή από την διανοητική διαδικασία. Υπήρχαν όμως κι άνθρωποι που πίστευαν πως φωτίστηκαν απλά μιμούμενοι τον Βούδα, κάνοντας κάποια χειρονομία ή κάποια πράξη. Οι άνθρωποι αυτοί δεν Βίωναν την Πραγματικότητα κι έκαναν μια σχετιζόμενη αυθαίρετη πράξη, έκαναν απλά μια αυθαίρετη πράξη νομίζοντας ότι αυτό είναι η Αλήθεια, αυτό είναι η Διδασκαλία, αυτός είναι ο ορθός τρόπος μετάδοσης της Αλήθειας. Ασφαλώς δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτα από μια εξωτερική πράξη που έτσι κι αλλιώς είναι μια εξωτερική πράξη. Αλλά αυτοί οι άνθρωποι που δεν Βιώνουν την Αλήθεια και δεν Κατανοούν βοηθούν κανένα; Οι γνήσιοι δάσκαλοι ξεχωρίζουν από την αποτελεσματικότητά τους, όχι από το όνομα, την φήμη, τους μαθητές. Οι γνήσιοι δάσκαλοι δεν έχουν μαθητές γιατί καθένας είναι δάσκαλος του εαυτού του. Κι οι γνήσιοι δάσκαλοι αυτό αποκαλύπτουν στους μαθητές τους που γρήγορα παίρνουν τον δικό τους δρόμο.

Ας δούμε τώρα την Ιστορία του Ιησού. Εκείνη την Νύχτα λοιπόν, την ώρα του Δείπνου, κάποια στιγμή ο Ιησούς πήρε το ψωμί, το έκοψε και το μοίρασε σε όλους λέγοντας «Αυτό είναι το Σώμα μου, φάτε από αυτό όλοι». Και μετά πήρε το Ποτήρι το κρασί κι είπε «Αυτό είναι το Αίμα μου, πιείτε από αυτό όλοι». Και το ερώτημα είναι: Τι νόημα έχουν όλα αυτά; Η πράξη, τα λόγια κι ο επίλογος «να το κάνετε αυτό σε ανάμνησή μου»; Όντως το ψωμί έγινε Σώμα Θεού; Όντως το κρασί έγινε Αίμα Θεού; Κι ο Ιησούς καθιέρωσε ένα Ιερό Μυστήριο που επαναλαμβάνεται από τότε κάθε Κυριακή στις χριστιανικές εκκλησίες όπου Μυστηριωδώς, με την Βοήθεια του Αγίου Πνεύματος, ο άρτος και ο οίνος γίνεται Σώμα και Αίμα Χριστού κι όποιος μεταλαμβάνει σώζεται; Τίποτα από όλα αυτά δεν συμβαίνει. Ο Ιησούς Ήταν (Είναι) Θεός, Πνεύμα Θεού, Ενότητα των Πάντων, Μια Άλλη Υπαρξιακή Κατάσταση, διαφορετική από την Δημιουργία και τον εξωτερικό κόσμο και όσα συμβαίνουν στον εξωτερικό κόσμο. Αυτό που Υπέδειξε ήταν να Συμμετέχουν οι άνθρωποι σε Αυτήν Ακριβώς την Θεία Κατάσταση, να Έχουν Αληθινή Πνευματική Κοινωνία με τον Θεό, Ζωντανή Άμεση Επαφή με την Θεία Πραγματικότητα. Αυτό Είναι το Αληθινό Σώμα, το Αληθινό Αίμα του Θεού, που Δίνει Αιώνια Ζωή. Οι άνθρωποι πρέπει να Έχουν Εμπειρία της Θείας Ουσίας, Άμεση Πραγματική Επαφή, όπως ακριβώς με τον άρτο και τον οίνο. Η εξωτερική πράξη της κατανάλωσης του άρτου και του οίνου ήταν τελείως αυθαίρετη κι άσχετη από την Εσωτερική Πραγματικότητα. Υπήρχε απλά μια συμβολική αντιστοιχία. Ο Ιησούς Αναφερόταν στην Αληθινή Θεία Κοινωνία κι απλά έδινε ένα αντίστοιχο παράδειγμα στο εξωτερικό επίπεδο. Έτυχε να το πει στο Δείπνο και χρησιμοποίησε σαν σύμβολα αυτά που ήταν μπροστά του. Αν ήταν στους Ελαιώνες ή στην Ακρολιμνιά ή στο Βουνό ίσως έκανε κάτι άλλο. Άλλωστε συχνά ο Ιησούς παρομοίαζε την Θεία Ουσία ή την Βασιλεία των Ουρανών με διάφορα πράγματα ή πράξεις. Κι από εκεί θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η Ίδρυση Μυστηρίων. Ο πραγματικός λόγος που καθιερώθηκε η «θεία μετάληψη» δεν είχε σχέση ούτε με τον Ιησού, ούτε με το Δείπνο. Άλλωστε η «θεία μετάληψη» είναι γνωστή πρακτική και σε άλλες θρησκείες και πηγαίνει πολλές χιλιάδες χρόνια πίσω.

Τελικά όμως τι κατάλαβαν οι άνθρωποι; Τι καθιέρωσαν; Και τι διδάσκουν χρόνια τώρα; Τι μαθαίνουν στα παιδιά τους; Λένε, αν όντως πιστεύεις κι αν όντως δέχεσαι σαν αλήθεια ότι η θεία μετάληψη είναι Θεία Κοινωνία, Ένωση με τον Θεό, τότε συμβαίνει. Έτσι όμως δεν λειτουργεί η Πραγματικότητα αλλά η παιδιάστικη μαγική σκέψη. Παρόλο που καταναλώθηκαν εκατομμύρια τόνοι άρτου και οίνου οι χριστιανοί δεν έγιναν καλύτεροι, δεν Ενώθηκαν με τον Θεό και δεν κέρδισαν την Σωτηρία. Συνεχίζουν την εξωτερική υλική ζωή τους, κάνουν πολέμους, αδικούν, αντιμάχονται και η κοινωνία τους πηγαίνει συνεχώς στο χειρότερο. Αλλά ας πούμε ότι αυτοί δεν είναι γνήσιοι χριστιανοί. Που είναι λοιπόν οι γνήσιοι χριστιανοί; Είναι αυτοί που συχνάζουν στις εκκλησίες; Οι ιερείς; Οι μοναχοί; Όλοι αυτοί Ανυψώθηκαν στον Θεό; Ενώθηκαν με τον Θεό; Έφτασαν στην Θέωση; Ξεπέρασαν το εγώ; Την απάντηση την γνωρίζουμε όλοι. Καθώς λέει ο Σαίξπηρ, «Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανίας». Τι το συζητάμε;

Τελικά βλέπουμε πως η Αλήθεια Είναι Άλλος Διαφορετικός Υπαρξιακός Χώρος που δεν έχει σχέση με την διανόηση, την περιγραφή, τις εξωτερικές πράξεις, τα σύμβολα. Τι είναι λοιπόν ο Αληθινός Βουδισμός; Βουδισμός Είναι Νιρβάνα, Βίωση της Πραγματικότητας, εξάλειψη της προσωπικής ύπαρξης. Δεν είναι θεωρίες, σχολές, διαφωνίες κι όλα αυτά που κάνουν οι άνθρωποι μέσα στην ιστορία. Τι είναι Αληθινός Χριστιανισμός; Είναι Ένωση με τον Θεό, Θέωση, Συμβάν. Όλα τα άλλα, θεολογίες, ορθοδοξίες καθολικισμοί, προτεσταντισμοί, όλα είναι ανθρώπινες κακοδοξίες.

Αλλά, είπαμε και στην αρχή, τι κι αν εμείς τα λέμε; Και ποιος μας δίνει σημασία; Οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να ψάχνουν την αλήθεια έξω, με εξωτερικά μέσα. Δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι η Αλήθεια Είναι Αυτοί οι Ίδιοι, η Αληθινή Φύση που είναι θαμμένη μέσα τους, κάτω από σκέψεις και γνώσεις κι εμπειρίες και δραστηριότητες και πράξεις. Κάποτε θα ξυπνήσουν.

Ο λόγος σαν μέσο

Η Αληθινή Ζωή είναι Εμπειρία, Άμεση Επαφή με τα πράγματα, όσα υπάρχουν, όσα συμβαίνουν. Η Αντίληψη της Πραγματικότητας μπορεί να είναι απλή και καθαρή ή να εμπλουτίζεται σε ερμηνεία, με κίνδυνο όμως να παραποιήσουμε την εικόνα της πραγματικότητας. Η περιγραφή της Αλήθειας δεν είναι η Αλήθεια. Αυτό είναι ολοφάνερο.

Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η σκέψη, ο λόγος (που την εκφράζει), λειτουργούν συμβολικά, είναι σύμβολα της Πραγματικότητας. Υποδεικνύουν βέβαια την Πραγματικότητα, αλλά Μένει κάποιος να Βιώσει το Μήνυμα, το περιεχόμενου του λόγου, για να λειτουργήσει ο λόγος σαν μέσο προς την Αλήθεια.

Ένα μέσο, εξορισμού, δεν είναι παρά ένα βοήθημα μετάβασης. Έχει αξία αν λειτουργεί σαν βοήθημα μετάβασης. Ο ίδιος ο λόγος δεν έχει δική του ανεξάρτητη ύπαρξη, ούτε μπορεί να σταθεί σαν Αλήθεια στην θέση της Αλήθειας, ούτε καν σαν (ιερός) λόγος, σαν κάτι αληθινό. Είναι μόνο Υπόδειξη της Αλήθειας.

Άρα, το να εγκλωβιζόμαστε σε μια αντίληψη, σε μια περιγραφή, σε μια διδασκαλία, σε ένα ιερό κείμενο (που θεωρούμε «λόγο» του Θεού), σε οποιοδήποτε κείμενο νομίζοντας και υποστηρίζοντας ότι είναι η Αλήθεια, κάνουμε ένα χονδροειδές λογικό σφάλμα. Ο λόγος δεν είναι η Αλήθεια, μιλά για την Αλήθεια. Μια Αλήθεια που οφείλουμε, που πρέπει, να Βιώσουμε, για να Είναι Αλήθεια. Πρέπει εμείς οι ίδιοι να Γίνουμε η Αλήθεια για να Κατανοήσουμε την Αλήθεια. Το να μεταχειριζόμαστε μια διδασκαλία, ένα κείμενο, όσο ιερό κι αν το θεωρούν οι άνθρωποι, για να αντλήσουμε διανοητικά επιχειρήματα και να υποστηρίξουμε μια διανοητική θέση σημαίνει ότι δεν καταλάβαμε τίποτα, ότι δεν πέρασε μέσα μας το Αληθινό Μήνυμα και το μόνο που συλλάβαμε κι έχουμε κτήμα μας είναι η διανοητική περιγραφή. Πιστεύουμε, λέμε, διακηρύττουμε αλλά δεν «κάνουμε». Αυτό είναι μια παιδιάστικη συμπεριφορά. Και δυστυχώς οι περισσότεροι άνθρωποι λειτουργούν σε αυτό το επίπεδο.

Ένα Ιερό Κείμενο, κι οι άνθρωποι έχουν, από τα αρχαία χρόνια, πολλά ιερά κείμενα, δεν αυτό καθ’ εαυτό ιερό. Αποκτά όμως αξία όταν μιλά για το Ιερό και μας Οδηγεί στο Ιερό, στην Εμπειρία του Αληθινού, όταν δηλαδή «λειτουργεί» για τον σκοπό για τον οποίο συντάχθηκε κι όταν έχει αποτελέσματα. Με άλλα λόγια, δεν είναι το Κείμενο, αυτό που λέει το κείμενο (ο διανοητικός λόγος) που έχει αξία αλλά η Κατανόηση που αποκομίζουμε εμείς, η Εμπειρία της Αλήθειας. Τότε το κείμενο γίνεται η «σχεδία» που μας περνά από τον κόσμο της άγνοιας στην Αντίπερα Όχθη της Πραγματικότητας.

Πέρα από τις όποιες «χρήσεις» ή ερμηνείες του «ιερού λόγου», αυτό που έχει σημασία είναι το αποτέλεσμα. Αν όντως μας Οδηγεί στην Αλήθεια. Με αυτή την έννοια, βλέποντας μόνο το ουσιαστικό που είναι πέρα από τον λόγο, δεν έχουν σημασία, ούτε ερμηνείες, ούτε διαφορές, ούτε διαμάχες. Σημασία έχει να Περάσει κάποιος στην Αντίπερα Όχθη του ποταμού της άγνοιας, του χρόνου, της εξέλιξης, της τελείωσης, στην Ακτή της Γνώσης της Πραγματικότητας. Σημασία δεν έχει το τι σχήμα έχει η σχεδία ή πως είναι δεμένη (μιλάμε για την μορφοποίηση του κειμένου). Όταν Περάσεις Πέραν η σχεδία εγκαταλείπεται, είναι άχρηστη πιά γιατί ο Σκοπός έχει Επιτευχθεί. Αυτά τα είχε πει ένας Σοφός πριν 2.500 χρόνια στην γη της Ινδίας, αλλά είναι μια Αλήθεια που Ισχύει πάντα και για όλους.

Και σε τελευταία ανάλυση το δίκηο είναι με την Αλήθεια, με την Αληθινή Ζωή, με την Εμπειρία των πραγμάτων, με την άμεση επαφή με όσα υπάρχουν, όσα συμβαίνουν. Γιατί αγωνίζονται οι άνθρωποι να αναδείξουν την δική τους ερμηνεία σαν την απόλυτη αλήθεια; Γιατί οι διαμάχες μεταξύ των θρησκειών; των εκκλησιών; των σχολών; Μήπως δεν Βιώνουν την Αλήθεια, δεν Γνωρίζουν την Αλήθεια, δεν Υπερασπίζονται την Αλήθεια, αλλά προβάλλουν μονάχα τον ανθρώπινο εγωισμό τους, την μονομέρειά τους και την έλλειψη πραγματικής γνώσης; Κι όμως, το περίεργο είναι ότι όλη αυτή η υπόθεση υπηρετείται από λαμπρά πνεύματα, από εξαίρετους διανοούμενους, από ηθικούς ανθρώπους, από ανιδιοτελείς εργάτες της ανθρωπότητας (αν και όχι πάντα) που αναλώνονται να αποδείξουν ότι μόνο το άστρο που βλέπουν αυτοί στον ουρανό είναι το μόνο πραγματικό άστρο, ή ότι μόνο ένας δρόμος (μια ακτίνα) οδηγεί από την περιφέρεια στο κέντρο του κύκλου.

Τελικά, αν είμαστε σοβαροί άνθρωποι και τίμιοι με τον εαυτό μας και τους άλλους, θα πρέπει να αποδεχτούμε την Αλήθεια που είναι Ολοφάνερη μπροστά μας, το Πραγματικό. Η Αλήθεια Είναι Εδώ, Τώρα, Μπροστά μας, σε Αυτό που Υπάρχει, σε Αυτό που Συμβαίνει. Η Αλήθεια δεν βρίσκεται μέσα στις φαντασιώσεις των ανθρώπων. Δεν κυκλοφορεί στην κοινωνία, στις αγορές της κοινωνίας, σαν τα υλικά αγαθά, ούτε διδάσκεται στα πανεπιστήμια, οι στις απόκρυφες σχολές που φτιάχνουν οι άνθρωποι (συνήθως για να ικανοποιήσουν τον εγωισμό τους να κερδίσουν δόξα και χρήματα), ούτε είναι γραμμένη στα βιβλία γιατί αυτό που μεταδίδουν τα βιβλία είναι όχι η Αλήθεια αλλά οι (ελλιπείς) γνώσεις των ανθρώπων για την Αλήθεια. Η Αλήθεια Είναι η Κατανόηση που Κατακτάμε Μέσα μας κι είναι τόσο ολοκληρωμένη όσο είναι το βάθος της Κατανόησής μας. Μέσα μας είναι ο Δρόμος. Μέσα μας είναι το Τέλος του Δρόμου, Μέσα μας Είναι η Αλήθεια, όταν η Αυτογνωσία Ανθίζει και γίνεται το Αμάραντο Λουλούδι της Θεότητας.

ΨΥΧΙΚΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ

Ασχολούμαστε με τον έλεγχο του νου αλλά πολλοί δεν γνωρίζουν τι είναι νους, τι είναι διά­νοια κλπ και ποια σχέση έχουν με την ψυχή. Γι' αυτό δεν θα ήταν άσκοπο να δούμε μερικές από αυτές τις ψυχικές λειτουργίες, και πως σχετίζονται με την ψυχή. Η ψυχή, γενικά, έχει δυο διακριτά μέρη, το ένα είναι η περιφέρειά της που γίνονται όλες αυτές οι ψυχικές λειτουργίες και το άλλο είναι το κέντρο της στο οποίο βρίσκεται αποθηκευμένη όλη η εμπειρία των προηγουμένων ενσαρ­κώσεών της.
 
1. Η περιφέρεια της ψυχής

Η περιφέρεια της ψυχής είναι αυτό το οποίο στον άνθρωπο χαρακτηρίζεται ως Διάνοια της ψυ­χής μέσω της οποίας η ψυχή αποκτά αντίληψη του εξωτερικού κόσμου. Αυτό σημαίνει ότι η διά­νοια ενεργοποιείται όταν η ψυχή είναι ενσαρκωμένη δηλαδή όταν διαθέτει οργανισμό (και συνε­πώς εγκέφαλο) και τότε η ψυχή χαρακτηρίζεται ως πνεύμα. Πνεύμα είναι το αποτέλεσμα της διάνοιας και της ψυχής. Αυτό σημαίνει ότι πνεύμα είναι ψυχή διανοούμενη δη­λαδή ψυχή έχουσα οργανικό μέσο και συνεπώς εγκέφαλο (με τον οποίο η ψυχή συνδέεται άμεσα και συλλειτουργεί με αυτόν). Στην διάνοια η ψυχή συγκεντρώνει πληροφορίες από το περιβάλλον της, τις επεξεργάζεται, εξάγει δικά της συμπεράσματα (ανεξάρτητα αν αυτά είναι αληθή ή ψευδή), κατανοεί τα συμβαίνοντα στο περιβάλλον της και επικοινωνεί με το περιβάλλον της.

Κατά την γέννηση του ανθρώπου η διάνοιά του δεν περιλαμβάνει καμιά πληροφορία είναι δη­λαδή ένας άγραφος χάρτης. Με την πάροδο των ετών και την ανάπτυξη του σώματος, η διάνοια εμπλου­τίζεται με διάφορες πληροφορίες που διαβιβάζουν σ’ αυτήν οι πέντε αισθήσεις αλλά και με εντυ­πώσεις και συμπεράσματα που έχουν προκύψει από την επεξεργασία αυτών των πληροφο­ριών. Αποτέλεσμα αυτού είναι να δημιουργείται ένας «εσωτερικός» κόσμος με πληροφορίες και γνώσεις που έχει αποκτήσει και οι οποίες προέρχονται από το εξωτερικό κοινωνικό και οικογε­νειακό περι­βάλλον που ζει, την εκπαίδευσή του αλλά και τα γεγονότα της ζωής του. Του εσωτερι­κού αυτού κόσμου λαμβάνει άμεση γνώση το ψυχικό κέντρο και έτσι αποκτά συνείδηση του υλι­κού κόσμου που το περιβάλλει. Στην διάνοια συνεπώς συγκεντρώνονται όλες οι εικόνες και γνώ­σεις που αποκτά ο άνθρωπος κατά την διάρκεια της ζωής και οι οποίες αποτελούν το περιεχόμενο αυτής το οποίο αποθηκεύεται στην μνήμη του.

Η Μνήμη είναι το μέρος της διάνοιας στο οποίος συγκεντρώνονται όλες οι πληροφορίες που ο άνθρωπος αποκτά και παραμένουν εκεί συγκεντρωμένες και έτοιμες να ανακληθούν όταν απαιτεί­ται γιατί οι διανοητικές λειτουργίες βασίζονται στο περιεχόμενο της μνήμης. Η μνήμη είναι μία από τις σπουδαιότερες λειτουργίες της διάνοιας γιατί με την μνήμη ο άνθρωπος αποκτά την συναί­σθηση της συνέχειας της ζωής του και με την ανάμνηση των εμπειριών του εξάγει συμπεράσματα για τον τρόπο που θα συμπεριφερθεί. Ο Αριστοτέλης διακρίνει την Μνήμη από την Ανάμνηση και θεωρεί ως μνήμη την φυσική ικανότητα να συγκρατούμε και ανακαλούμε μια πληροφορία (π.χ. μια εικόνα) χωρίς την ανάγκη κάποιας προσπάθειας και ως ανάμνηση την κατόπιν προ­σπάθειας και αναζητήσεως ανάκληση μιας πληροφορίας η οποία συσχετίζεται με προσπάθεια και συλλογι­σμό. Επίσης, κατ’ άλλους, ανάμνηση είναι η εικονιστική και παραστατική δύναμη της ψυχής για γεγονός το οποίο έχει συμβεί στο παρελθόν και υπάρχει μέσα στην μνήμη. Η Μνήμη από μόνη της δεν θα είχε καμιά αξία αν δεν υπήρχε η λεγομένη νόηση και η νοητική λειτουρ­γία της διά­νοιας.

Η Νόηση είναι αποτέλεσμα της λειτουργίας της διάνοιας και περιλαμβάνει το σύνολο των δια­νοητικών λειτουργιών δηλαδή είναι η σκέψη στην ανώτερή της μορφή. Η νόηση δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει αν δεν υπήρχε η Μνήμη. Γενικά, θα μπορούσαμε να ειπούμε, ότι νόηση είναι η ικανότητα να καταλαβαίνουμε (σε διάκριση με τα αισθήματα) ενώ η άσκηση αυτής της ικανότητας είναι η ΔΙΑΝΟΗΣΗ η οποία είναι μια διακεκριμένη λειτουργία αντίληψης που προστίθεται στην ικανότητα να σκεπτόμαστε και η οποία δεν υπάρχει στα ζώα. Η διανοητική λειτουργία βασίζεται στην συγκριτική εξέταση και επεξεργασία εικόνων κλπ προερχομένων από τις αισθήσεις και των αισθημάτων ως και των συνειρμών αυτών που βρίσκονται αποθηκευμένες στην μνήμη και στην εξαγωγή λογικών συμπερασμάτων. Η λειτουργία της διανοήσεως επηρεάζεται και εκ του συ­ναι­σθηματικού κόσμου του κέντρου της ψυχής. Ο Κάντιος θεωρεί ότι η νόηση αν δεν στηρίζεται σε δεδομένα εκ της αισθησιακής εποπτείας τότε καταλήγει σε κρίσεις και γνώσεις κενές από κάθε πραγματικό περιεχόμενο ενώ, αντίθετα, αν η αισθησιακή εποπτεία δεν συνοδεύεται από την νόηση αποβαίνει τυφλή.

Η Λογική είναι αποτέλεσμα της διανοητικής λειτουργίας δια της οποίας ο άνθρωπος εξάγει ορθά συμπεράσματα με την βοήθεια των οποίων αφενός μεν κατανοεί το περιβάλλον του αφετέρου δε αποφασίζει για το τι πρέπει ή δεν πρέπει να πράξει. Η λογική, δηλαδή ο ορθός τρό­πος σκέ­ψεως, προσδίδει στην ανθρώπινη υπόσταση τις δυ­νατότητες για να αντεπεξέλθει στις συνθήκες της ζωής ώστε η ψυχική του ατομικότητα με σταθερότητα να εξελιχθεί. Η λογική τον βοηθά να σκέ­πτεται ορθά και μεθοδικά ώστε ο Λόγος να πα­ρουσιάζει ειρμό και ορ­θότητα και τα πορί­σματά του να εί­ναι σύμφωνα με την πραγ­ματικότητα. Αν λόγω οργανικών βλαβών η διάνοια δεν λειτουργεί φυ­σιολογικά ή οι από τις αισθήσεις μεταβιβαζόμενες παραστάσεις και πληροφορίες είναι λανθα­σμέ­νες τότε η λογική μας δεν μπορεί να λειτουργήσει κανονικά και η ψυχή δεν μπορεί να εξάγει ορθά συμπεράσματα. Επίσης σε άτομα, που λόγω προλήψεων και δεισιδαιμονιών δεν ζουν σύμ­φωνα με τις επιταγές της φύσεως, ή σε άτομα που πα­ρουσιάζουν φαι­νόμενα εκφυλισμού (μέθυσοι, ναρκο­μανείς κλπ) η διανοητική τους λειτουργία δεν είναι κανονική με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εξάγει ορθά συμπεράσματα και το ψυχικό τους κέ­ντρο δεν μπορεί να σχηματίσει σωστές ιδέες για τον κόσμο του περιβάλλοντός του ούτε να πάρει ορθές αποφάσεις για το τι πρέπει ή δεν πρέπει να πράξει.

Η φαντασία είναι η ικανότητα της ανθρώπινης ψυχής να σχηματίζει εποπτικές εικόνες αντικει­μένων οι οποίες υπάρχουν ή και δεν υπάρχουν στην μνήμη. Οι εικόνες αυτές μπορεί να εί­ναι είτε αναπαραστάσεις αντικειμένων ή εποπτικών εικόνων των αισθήσεων οπότε ομιλούμε για αναπα­ραγωγική (ή μνημονική) φαντασία αντικειμένων ή εποπτικών εικόνων που υπάρχουν στην Φύση ή και δεν υπάρχουν αλλά εμφανίζονται ως νέα πρωτότυπα γεγονότα άγνωστα μέχρι τώρα τα οποία η δημιουργική δύναμη της ψυχής τα συνδυάζει κατά τρόπο νέο και μοναδικό ώστε να εμφα­νίζονται νέα γεγονότα ή εικόνες οπότε ομιλούμε για δημιουργική φαντασία. Με την δη­μιουργική φαντασία η ψυχή επιτυγχάνει την καθαρή και απλή αναπαράσταση πρωτοτύπων αντι­κειμένων ή εποπτικών εικόνων ή γεγονότων τα οποία δεν έχουν συμβεί αλλά έχουν την εικονι­στική και παρα­στατική δύναμη γεγονότων τα οποία έχουν συμβεί. Επίσης με την δημιουργική φα­ντασία η συνεί­δηση αναπαριστάνει γεγονότα που είναι δυνατόν να συμβούν, γιατί βρίσκονται μέσα στις διεργα­σίες της Φύσεως, χωρίς όμως να έχουν συμβεί, ως επίσης και γεγονότα που υπερ­βαίνουν τις διερ­γασίες της Φύσεως. Η δημιουργική φαντασία, είναι μια από τις σημαντικότερες ψυχικές λειτουρ­γίες και αποτελεί ένα βασικό στοιχείο το οποίο βοήθησε τον άνθρωπο στην τεχνο­λογική και πολι­τισμική του πρόοδο.

Η ανάμνηση ομοιάζει με την μνημονική φαντασία ενώ διαφέρει από την λειτουργία της δη­μιουρ­γικής φαντασίας γιατί η μεν ανάμνηση αναφέρεται μόνον σε υπαρκτές εικόνες κλπ που προ­έρχο­νται από τις αισθήσεις ως και αισθημάτων και συναισθημάτων που υπάρχουν στην μνήμη ενώ η δημιουργικής φαντασία αναφέρεται σε εικόνες που δεν υπάρχουν στην μνήμη αλλά δημιουργού­νται ή σε συνδυασμό εικόνων που υπάρχουν στην μνήμη ή σε συνδυασμούς τμημάτων εικόνων που υπάρχουν στην μνήμη.

Στο ψυχικό κέντρο συγκεντρώνεται όλη εμπειρία που αποκομίζει η ψυχική ατομικότητα σε κάθε ενσάρκωσή της και είναι ανάλογες της εξελικτικής της βαθμίδας. Στην προκειμένη περί­πτωση θα αναφερθούμε ιδιαίτερα στον άνθρωπο, ο οποίος είναι η πλέον εξελιγμένη βαθμίδα του γήινου πε­ριβάλλοντος.

2. Το ψυχικό κέντρο

Το ψυχικό κέντρο του ανθρώπου αποτελεί το κέντρο του συναισθηματικού και ιδεολογικού του κόσμου, από το οποίο εκδηλώνονται σταδιακά οι Φυσικοί Νόμοι οι οποίοι συνιστούν και την εξε­λικτική του βαθμίδα. Από το ψυχικό κέντρο εκδηλώνονται όλες οι τάσεις που συνιστούν όλες τις ιδιαίτερες εκδηλώσεις της προσωπικότητάς του. Επίσης στο ψυχικό κέντρο έρχονται όλα τα αι­σθήματα προκειμένου να αξιολογηθούν.

Τα αισθήματα είναι ψυχικές καταστάσεις οι οποίες γεννιούνται από την αισθητική λει­τουργία του σώματος και οφείλονται είτε σε μεταβολές του οργανισμού μας είτε σε αντιλήψεις που προέρ­χονται από τις αισθήσεις μας. Τα αισθήματα προκαλούν ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια σε δια­φορε­τικούς βαθμούς εντάσεως. Το αίσθημα θα μπορούσε να διακριθεί σε παραστατικό αίσθημα και σε συγκινησιακό αίσθημα. Το παραστατικό αίσθημα είναι ένα φαινόμενο της αναπαραστατικής συ­νειδήσεως δηλαδή της αναμνή­σεως κα της φαντασίας ενώ το συγκινησιακό αίσθημα είναι φαι­νό­μενο της συναισθηματικής ζωής το οποίο εκδηλώνεται γενικά ως συναίσθημα. Έτσι π.χ. ομι­λούμε γενικά για αίσθημα κρύου (και όχι για συ­ναίσθημα κρύου) ως επίσης ομιλούμε για συναί­σθημα χαράς ή λύπης και όχι για αίσθημα χαράς ή λύπης.

Τα συναισθήματα είναι ψυχικά γεγονότα του περιεχομένου της συνειδήσεως και εκδη­λώνο­νται ως ευαρέσκεια ή δυσαρέσκεια σε διαφόρους βαθμούς εντάσεως και γενικότερα είναι η όλη ψυχική κατάσταση ή εκδήλωση η δημιουργούμενη εκ του εκάστοτε καθολικού περιεχομένου του ψυχικού βίου. Τα συναισθήματα εκδηλώνονται εκ της ανθρώπινης ψυχής, κάθε ψυχής μπορώ να ισχυρισθώ. Οι ψυχικές δυνάμεις για να εκδηλώνονται πρέπει να λαμβάνουν έννοια γνωστική, γιατί χωρίς αυτήν την έννοια δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν συναισθήματα εν ενεργεία. Ποτέ στην αν­θρώπινη φύσει δεν δύναται να υπάρξει και ενεργή συναίσθημα χωρίς περιεχόμενο γνωστικής ιδιό­τητος, αδιάφορο αν η γνωστική του ιδιότητα είναι φωτεινή ή όχι. Δια να κατανοηθεί αυτό αρ­κεί να πούμε ότι τα συναισθήματα χωρίς την γνωστική τους ιδιότητα δεν μπορούν να γίνουν γνω­στά ως συναισθήματα ούτε μπορούμε να υπαγάγουμε τα συναισθήματα στην κατηγορία των ιδεών, γιατί τότε δεν θα ελάμβαναν διαφορετική ονομασία των ιδεών. Θα είχαμε τότε μόνον ιδέας και σύνθεση αυτών σε γνώσεις και όχι συγκεκριμένη κατηγορία συ­ναισθημάτων ως επίσης και αισθη­μάτων τα οποία επίσης οφείλουμε να διακρίνομε αυτών και περί του πως αυτά γίνονται και έρχο­νται εις το Είναι αυτών. (παραδείγματα συναισθημάτων: χαρά-λύπη, φόβος-αφοβία, αισιοδοξία-απαισιοδοξία κλπ σε όλους τους βαθμούς εντάσεώς τους).

Η θέληση είναι ο αρτιότερος Νόμος της ψυχής, εις τον οποίον καταλήγουν όλοι οι άλλοι νό­μοι. Ο νόμος αυτός εκδη­λώνεται ως άρτια νοητική λειτουργία έναντι της οποίας υποχωρούν όλα τα εμπόδια. Πολλοί διακρίνουν την θέληση σε «καλή» και «κακή» θέληση και θεωρούν ως καλή θέ­ληση την σταθερή πρόθεση να πράξουμε το καλό και το δίκαιο και ως κακή θέληση την σταθερή πρόθεση να πράξουμε το κακό. Η θέληση γενικά προϋποθέτει κίνητρα και η μεν κακή θέληση προϋποθέτει υστεροβουλία και εκδηλώνεται όταν μέσα μας κυριαρχούν τα πάθη και ιδιαίτερα ο εγωισμός οπότε η κακή λεγομένη θέληση ταυτίζεται με την ισχυρογνωμοσύνη αυτού που είναι εμποτισμένος από ψευδείς δοξασίες και πάθη ενώ η καλή θέληση προϋποθέτει την απαλλαγή μας από τα πάθη και τις ψευδείς δοξασίες και την εναρμόνισή μας με τους φυσικούς νόμους. Συνεπώς η «καλή» θέληση είναι αυτή η οποία χαρακτηρίστηκε ανωτέρω ως ο αρτιότερος Νόμος της ψυχής.

Όταν εκδηλωθεί ο Νόμος της θελήσεως στην ψυχή του εξελιγμένου ανθρωπίνου πνεύματος δη­μιουργείται αυστηρή προσήλωση στους Φυσικούς Νόμους. Ο άνθρωπος ο οποίος έχει εκδηλώ­σει τον νόμο της θελήσεως ουδέποτε διανοείται να παραβιάσει τους Φυσικούς Νόμους και είναι έτοιμος να αυτοθυσιασθεί προκειμένου να παραμείνει προσηλωμένος προς τους Φυσικούς Νό­μους.

Νεοπλατωνισμός και Πλωτίνος

Ο Νεοπλατωνισμός αποτέλεσε την τελευταία αναλαμπή του Αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας. Ιδρυτής του Νεοπλατωνισμού είναι πρακτικά ο Πλωτίνος, αλλά ουσιαστικά ήταν ο δάσκαλος του ο Αμμώνιος Σακκάς, ο οποίος έζησε περίπου το 175 μ.χ έως το 242 μ.Χ, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Το 193 μ.χ ιδρύει και διδάσκει τον Νεοπλατωνισμό ή Εκλεκτισμό.

Ο Αμμώνιος (έτος γενν. Ι75 μ.Χ.) δεν έγραψε όπως και ο Σωκράτης, απολύτως τίποτα η ζωή και η διδασκαλία του περιβάλλονται για τον λόγο αυτό από πυκνό μυστήριο. Όπως μας αναφέρει ο Πορφύριος μετέπειτα μαθητής του Πλωτίνου, οι ίδιοι οι μαθητές του Βρέννιος, Ωριγένης και Πλωτίνος είχαν συμφωνήσει να μην αποκαλύψουν τίποτα για τις διδαχές του. Οι λιγοστές σωζόμενες μαρτυρίες για τον Αμμώνιο περιορίζονται κυρίως στους: Νεμέσιο, Περί φύσεως ανθρώπου και Ιεροκλή, Περί προνοίας, όπως αναφέρεται από τον Φώτιο.

Για την Νεοπλατωνική σχολή του Αμμωνίου, το Εν βρίσκεται στην κορυφή της πυραμίδας όλων των όντων. Είναι άρρητο, διότι τα μόνα πράγματα που μπορούν να αντιληφθούμε είναι αυτά που συνιστούν αποτελέσματα κάποιων αιτίων.
.
Το Εν είναι απολύτως αναίτιο και δεν γίνεται γνωστό ούτε μέσω της καταφατικής, ούτε μέσω της αποφατικής θεολογίας. Ως προς την ύπαρξη του Ενός δεν είναι δυνατό να έχουμε αποδείξεις, αλλά μόνο ενδείξεις. Από το Εν παράγονται η νοητή Μονάς και η νοητή Δυάς.

Η Μονάς είναι η μεταφυσική αρχή της ενότητας, της συνέχειας, της ομοιότητας και της ταυτότητας στο σύμπαν. Αντίθετα, η Δυάς είναι η μεταφυσική αρχή της διαίρεσης, της ετερότητας και του πλήθους στο σύμπαν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η Δυάς είναι και η μεταφυσική αρχή του κακού.

Τέτοια αρχή δεν υπάρχει, διότι ως κακό ορίζεται η εκούσια απομάκρυνση κάποιου ανθρώπου από το αγαθό, το οποίο του είναι γνωστό εκ των προτέρων, αφού διαθέτει κοινές έννοιες δοσμένες από το Δημιουργό. Αμέσως μετά ιεραρχικά ακολουθούν ένα πλήθος κατώτερων Θεοτήτων. O Δημιουργός δεν ανήκει στα εμπειρικά δεδομένα, ούτε γίνεται αντικείμενο παρατήρησης, εν τούτοις είναι δυνατό να γίνει αντιληπτός ως ένα βαθμό, από τον άνθρωπο, δια μέσω των ομοιοτήτων μεταξύ του αισθητού και του νοητού κόσμου.
.
Η τάξη που διέπει το σύμπαν δίνει μια ιδέα για την ύπαρξη του Δημιουργού, που είναι υπεύθυνος γι' αυτήν την τάξη. Στην ουσία, όμως η γνήσια επαφή με το Δημιουργό συντελείται με την ενόραση. Αυτή εξασφαλίζει μια μυστική ένωση με το Δημιουργό, η οποία δεν είναι γνώση με την κυριολεκτική σημασία του όρου.
.
Κυριότεροι των Νεο-Πλατωνιστών ήταν οι: Πλωτίνος, Πορφύριος, Ιάμβλιχος, Ωριγένης, Πλούταρχος ο Αθηναίος, Πρόκλος, Μαρίνος, Ισίδωρος, Στοβαίος, Δαμάσκιος, Σιμπλίκιος, Σαλλούστιος, Θέων ο Αλεξανδρεύς, Υπατία, Συνέσιος, Ιεροκλής, Λογγίνος.
.
Ο Νεοπλατωνισμός επηρέασε την Βυζαντινή σκέψη μέσω του Διονυσίου Αρεοπαγίτη και του Μιχαήλ Ψελλού, γονιμοποίησε τη μεσαιωνική σκέψη μέσω του Αγίου Αυγουστίνου, ενώ επηρέασε και την Ισλαμική φιλοσοφία με την έλευση των Αράβων. Γενικεύοντας (μιας και οι Νεοπλατωνικοί διαφοροποιούνταν μεταξύ τους) θα μπορούσαμε να αναφέρουμε κάποια γενικά χαρακτηριστικά της Νεοπλατωνικής φιλοσοφίας.

Υπάρχει μια πολλαπλότητα σε κοσμικό επίπεδο, η οποία ακολουθεί μία ιεραρχία, όπου τo κάθε επίπεδο εκπορεύεται από το ανώτερό του. Η τελευταία και χαμηλότερη βαθμίδα περιλαμβάνει τον φυσικό κόσμο, ο οποίος υπάρχει στον χρόνο και στον χώρο και είναι αντιληπτός δια των αισθήσεων.

Το ύψιστο επίπεδο του όντος, και μέσω αυτού οτιδήποτε αισθητό υπάρχει, απορρέει από την έσχατη αρχή, που είναι απόλυτα απελευθερωμένη από προσδιορισμούς και περιορισμούς, και υπερβαίνει εντελώς κάθε νοητή πραγματικότητα. Επειδή δεν έχει περιορισμούς, δεν έχει χαρακτηριστικά γνωρίσματα ή προσδιορισμούς είναι άρρητο, μπορεί να ονομαστεί κατ’ υπέρβαση ως «Εν», ή «Αγαθόν» ως πηγή κάθε τελειότητας.

Εφόσον η ανώτατη αυτή αρχή είναι εντελώς απλή και απροσδιόριστη (ή στερείται ιδιαζόντων χαρακτηριστικών), η γνώση του ανθρώπου μπορεί να επιτευχθεί μόνον εάν υψώσει κανείς το πνεύμα του σε μια άμεση ένωση μαζί της, που δεν μπορεί κανείς να την φανταστεί ή να την περιγράψει.

Ο Νεοπλατωνισμός θέλησε να αναδείξει την υπέρτατη αρετή, την οποία αντιπροσωπεύουν άνθρωποι που θεωρήθηκε ότι διέθεταν εξαιρετική ωριμότητα και θεωρητική διαύγεια. Παρά όλα αυτά, συνδύαζαν εκτός από τη διδασκαλία, υπερφυσικά χαρίσματα, όπως την πρόβλεψη του μέλλοντος, διαίσθηση, αιώρηση, μαγικές επικλήσεις και επωδές.

Προσχώρησαν στον πανθεϊσμό και συνέχισαν το παγανιστικό ιδεώδες, αν και αποδέχονται όλοι την προτεραιότητα της μία και μόνης, έστω απροσδιόριστης, πρώτης αρχής του παντός. Από αυτήν την αρχή απορρέει το σύνολο του υπαρκτού σύμφωνα με τις διαβαθμίσεις των υποστάσεων, που μετέχουν, λιγότερο ή περισσότερο, ανάλογα με τη μακρινή ή κοντινή απόσταση τους, στην αρχή δηλαδή στο Αγαθό, τον Θεό ή το Εν.
.
Η προσέγγιση του τελευταίου προϋποθέτει μία λογική προετοιμασία και ένα είδος ενατένισης, που ομοιάζει με την εισχώρηση κατά τις μυστηριακές τελετές, στα άδυτα των αδύτων (Unio Mystica).

Ο Πλωτίνος

Ο Πλωτίνος ( 204- 270 μ.χ) υπήρξε κατά γενική ομολογία ο τελευταίος μεγάλος φιλόσοφος της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας, πριν την επικράτηση του Χριστιανισμού και το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών.

Ο Πλωτίνος είχε έρθει σ΄ επαφή με πολλούς Αλεξανδρινούς φιλοσόφους της εποχής και είχε απογοητευτεί. Κάποια στιγμή ένας φίλος του τον οδήγησε στον Αμμώνιο Σακά, τον οποίο άκουσε ο Πλωτίνος ενώ δίδασκε. Ενθουσιάστηκε και είπε πρός τον φίλο του: «Αυτός είναι που αναζητούσα!». Έμεινε μαζί του 11 χρόνια.

Το 244 μ.χ σε ηλικία 40 χρόνων εγκαθίσταται στη Ρώμη, και ανοίγει την σχολή του στα πρότυπα του φιλόσοφου που θαύμαζε απεριόριστα του Πλάτωνα. Το 254 μ.χ Ο Πλωτίνος σε ηλικία 50 ετών αρχίζει το συγγραφικό του έργο, γράφοντας συνολικά 54 βιβλία. Το 263 μ.χ έρχεται στην σχολή του Πλωτίνου σε ηλικία 30 χρόνων ο Πορφύριος, ο οποίος μετά τον θάνατο του διδασκάλου του, συγκέντρωσε τα συγγράμματα του και τα διαίρεσε σε έξι Eννεάδες. Σήμερα γνωρίζουμε την σκέψη του Πλωτίνου κυρίως μέσα από το έργο «Εννεάδες», του μαθητή του Πορφύριου. ΔΕΣ: Ο Διάλογος του Πλωτίνου και του μαθητή του, Πορφύριου

Πριν περάσουμε στην καταγραφή της ζωής και της σκέψης του Πλωτίνου, είναι σκόπιμο να γίνει αναφορά στην εποχή στην οποία έζησε ο Πλωτίνος, καθώς αυτή ήταν μια από τις πιο ταραγμένες εποχές στην μακρά ιστορία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Η Αλεξάνδρεια ήδη από την εποχή των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου είχε καταστεί το πνευματικό κέντρο όλου του γνωστού τότε κόσμου, με αποτέλεσμα την συσσώρευση γνώσης και την ανάπτυξη ενός θρησκευτικού συγκρητισμού.

Ο συγκρητισμός χαρακτήρισε σε μεγάλο βαθμό την Ελληνιστική θρησκεία, για αυτό και διακρινόταν η τάση προς αναζήτηση μίας μοναδικής και απόλυτης θεότητας που θα αφομοίωνε όλες τις διαφορές και τις ανομοιότητες των πολλαπλών θεοτήτων. Η ανάμειξη των πληθυσμών ευνόησε τη βαθμιαία διάδοση και εξάπλωση της λατρείας ανατολικών θεοτήτων: των αιγυπτιακών Ίσιδος και Σαράπιδος, της μεγάλης Mητέρας των θεών Κυβέλης και του συντρόφου της Άττι, του φρυγικού Μην, των ασσυριακών Ατάργατι, Χαδάδ, Μελκάρτ, Αστάρτης, Σαβάζιου και πολυάριθμων ακόμα..

Στη μεταβατική εποχή του 2ου,3ου,και 4ου αιώνα μ.Χ που εξετάζουμε, ο αρχαίος κόσμος έσβηνε αργά και επώδυνα με την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία να μεταστοιχειώνεται σε κάτι άλλο που ακόμα κανείς δεν ήταν σε θέση να καταλάβει. Η αβεβαιότητα της εποχής επιβεβαιώνεται από τους αυτοκράτορες της. Από τους σχεδόν 30 αυτοκράτορες που ανέβηκαν στον θρόνο της Ρώμης, στο πρώτο μισό του 3ου αιώνα, ένας μόνον πέθανε στο κρεβάτι του και αυτός λόγω του ότι ήταν ήδη πολύ γέρος!

Η αναρχία, η ηθική και η κοινωνική κατάπτωση συνεπικουρούμενη από τις ορδές των βαρβάρων οι οποίοι επέδρασαν διαδοχικά, μετατρέποντας τις άλλοτε ακμάζουσες επαρχίες της αυτοκρατορίας σε κρανίου τόπο, έθεσαν επιτακτικά την ανάγκη αναζήτησης ελπίδας και την στροφή του ατόμου στην μεταφυσική, στην μαγεία και στον μυστικισμό, που υποθάλπεται από την διάχυτη θρησκευτικότητα των όμορων ανατολικών δοξασιών. Τεράστια συνεπώς αποβαίνει η έλξη που ασκούν τα διάφορα οργανωμένα Μυστήρια με τις ποικίλες, πλην όμως συγκλίνουσες τελετουργίες τους της μύησης, του θανάτου, της λύτρωσης και ανάστασης.

Δεν είναι τυχαίο ίσως πως αυτή ακριβώς την εποχή μία νέα θρησκεία ο χριστιανισμός κέρδιζε συνέχεια έδαφος εις βάρος της εθνικής θρησκείας. Να σημειωθεί εδώ ότι όπως συμβαίνει σε όλες τις μεταβατικές περιόδους, οι εθνικοί αντιπροσώπευαν τη συντήρηση, τον παλιό κόσμο που έπρεπε να φύγει από τη μέση για να πάρει τη θέση του ο καινούργιος. Ο καινούργιος κόσμος ήταν οι Χριστιανοί. Από τη μια λοιπόν έχουμε τους εθνικούς που αγωνίζονται να διατηρήσουν τον κόσμο τους όπως τον ήξεραν και από την άλλη τους χριστιανούς που μάχονται να κατεδαφίσουν αυτόν τον κόσμο και να χτίσουν ένα καινούργιο. Είναι μια εποχή μεγάλης αναστάτωσης και σύγκρουσης ιδεών που καλεί τους ανθρώπους να συνταχθούν είτε με τη μία είτε με την άλλη άποψη.

Είναι μία εποχή συνεχών πολέμων, που είχε ως αποτέλεσμα να έχουν πλημμυρίσει τα αστικά κέντρα από εκατοντάδες χιλιάδες ορφανά και δούλους, όπου η ανθρώπινη ζωή έχανε όλο και περισσότερο την αξία της και τα αισθήματα ενοχής είχαν ευρύτατα επικρατήσει.

Τότε ο Χριστιανισμός προσέφερε στους απόκληρους την υποθετική υπόσχεση καλύτερης κληρονομιάς σε έναν άλλο κόσμο. Η Εκκλησία προσέφερε τα απαραίτητα μιας κοινωνικής ασφάλειας. Φρόντιζε τις χήρες και τα ορφανά, τους γέροντες, τους άνεργους και τους αναπήρους, προσέφερε τα έξοδα κηδείας των φτωχών και νοσηλευτικές υπηρεσίες σε εποχές επιδημιών. Αυτό το αποδεικνύουν τα λόγια του Ιουλιανού του «παραβάτη» που αποδίδει την επιτυχία των χριστιανών:

«Στην υποτιθέμενη φιλανθρωπία τους απέναντι στους ξένους, στην υποτιθέμενη αυστηρότητα του τρόπου ζωής τους».

Παρόλα αυτά ο Χριστιανισμός στο πρώτο μισό του 3ου αιώνα, ήταν μια υπόθεση που αφορούσε αποκλειστικά τις αγράμματες λαϊκές μάζες και όχι τους φιλοσόφους. Ακόμα και έτσι όμως σ’ αυτό το ζοφερό κλίμα, η Ελληνική φιλοσοφία που σε μεγάλο βαθμό απηχούσε εποχές σφρίγους και πολιτιστικής ακμής του αρχαίου κόσμου, δεν μπορούσε να γεμίσει τις ψυχές των ανθρώπων και προπαντός, δεν μπορούσε να τους δώσει μια πειστική ερμηνεία για τα πάθη της ζωής, όταν ακόμα και η ίδια η ζωή τους κινδύνευε διαρκώς.

Τελικά η Ελληνική σκέψη πέρασε από μια δημιουργική συνάντηση με τον Χριστιανισμό και υπέστη «βασικές μεταμορφώσεις», που ενώ δεν εξαφανίζουν την ελληνικότητα της την κάνουν όμως να αλλάξει προσανατολισμό, να απόκτηση στοιχεία που δεν τα είχε προηγουμένως.

Ο Πλωτίνος γνώριζε τον Χριστιανισμό, και μάλιστα ψέγει τους γνωστικούς (αίρεση των πρωτοχρστιανών) για έλλειψη ηθικής διδασκαλίας και τους καταλογίζει ηδονισμό. Όπως χαρακτηριστικά δίδασκε τους μαθητές του:

«Το είδος της φιλοσοφίας που αναζητούμε, μαζί με όλα τα άλλα καλά προσφέρει την απλότητα με την καθαρή σκέψη, την σεμνότητα και όχι την αυθάδεια, το θάρρος με την λογική και μετ’ ασφάλειας πολλής και ευλάβειας και πλείστης εποπτείας. Το αντίπαλο των Γνωστικών είναι κτισμένο πάνω σε εντελώς αντίθετες αρχές.» (ΙΙ.9.1468-44)

Ο Πλωτίνος καταγόταν από εύπορη οικογένεια κοπτών της Αιγύπτου, και είχε άριστη μόρφωση. Σε ηλικία 8 ετών λέγεται ότι ήδη φοιτούσε σε γνωστές σχολές και απάγγειλε απ’ έξω αποσπάσματα ποιητών! Φυλετικά δεν ήταν ούτε Έλληνας, ούτε Ρωμαίος, ωστόσο του έδωσαν Ρωμαϊκό όνομα και Ελληνική παιδεία. Θεωρούσε τον εαυτό του επίγονο του Πλάτωνα.

Σκεπτόταν με αφετηρία τα έργα του Πλάτωνα και ουσιαστικά κράτησε από αυτά την αρχική θέση του Πλατωνισμού, η οποία διαχώριζε τον αισθητό κόσμο από τον κόσμο των Ιδεών. Θεωρούσε τον πρώτο κατώτερο και επιζητούσε άμεσα την απελευθέρωση και την αποδέσμευση του ανθρώπου από αυτόν. Η απελευθέρωση από το σώμα και η ομοίωση προς τον θεό αποτέλεσε τον πυρήνα της φιλοσοφίας του Πλωτίνου.

Σε ηλικία 39 ετών αποφάσισε να καταταχθεί στις λεγεώνες του τότε αυτοκράτορα Γορδιανού, ο οποίος ετοιμάζονταν να επιστρατεύσει στα βάθη της Περσίας. Προφανώς, ο στόχος του δεν ήταν να διακριθεί ως καλός στρατιώτης της Ρώμης αλλά να μάθει όσο το δυνατόν περισσότερα για τις ανατολικές φιλοσοφίες. Ο μαθητής του Πορφύριος αναφέρει γενικά ότι διακατεχόταν από μία ενθουσιώδη έφεση για τη βαρβαρική φιλοσοφία.

Ακόμη, ο ίδιος αναφέρει, ότι επηρεάστηκε από τους Ινδούς, όταν ταξίδεψε μαζί με τον αυτοκράτορα Γορδιανό Γ’ στην εκστρατεία του. Ατυχώς ο Γορδιανος δολοφονήθηκε ο στρατός του διαλύθηκε και ο Πλωτίνος έμεινε για κάποιο χρονικό δίαστημα στα βάθη της Ανατολίας. Αργότερα ταξίδεψε στην αιώνια πόλη την Ρώμη.

Σε ηλικία 40 ετών ανοίγει φιλοσοφική σχολή στη Ρώμη, όπου δίδαξε για 25 χρόνια. Τον παρουσιάζουν σαν ευφυή ομιλητή, ενθουσιώδη και μεταδοτικό. Γνώριζε σε βάθος τους χαρακτήρες των ανθρώπων, ήταν ευγενικός, γαλήνιος και πάντα στη διάθεση των μαθητών του που τους δίδασκε πώς να ξεχωρίζουν την φιλοσοφία από την σοφιστική.

Η γοητευτική προσωπικότητα του Πλωτίνου, οι βαθιές γνώσεις του και ο πρωτότυπος τρόπος διδασκαλίας του, εντυπωσίασαν την ρωμαϊκή αριστοκρατία. Με τη διδασκαλία του ο Πλωτίνος προσέλκυε ολόκληρες οικογένειες. Ετοιμοθάνατες γυναίκες παρέδιδαν τα παιδιά τους στη φροντίδα του δασκάλου, που βρέθηκε να προστατεύει πολλά παιδιά (ανάμεσα στους θαυμαστές του ήταν κι ο αυτοκράτορας Γαληνός και η γυναίκα του) ανα­λαμβάνοντας ταυτόχρονα το ρόλο του κηδεμόνα, του δάσκαλου της φιλοσοφίας και του έμπιστου φίλου.

Εκμεταλλευόμενος τη συμπάθεια του αυτοκρατορικού ζεύγους, τους πρότεινε να ανοικοδομήσουν μια κατεστραμμένη πόλη στην Καμπανία (κάποτε πόλη των φιλοσόφων) η οποία θα ονομαζόταν Πλατωνόπολις και θα διοικείτε με βάση τους πλατωνικούς νόμους. Επενέβησαν όμως αλλά πρόσωπα του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος από φθόνο ή απλώς από κακεντρέχεια, μοχθηρία ή κάποια άλλη αιτία και ματαίωσαν το σχέδιο.

Ο τρόπος διδασκαλίας του χαρακτηριζόταν από ειλικρίνεια και αμεσότητα, χωρίς δογματισμούς, γι΄ αυτό οι μαθητές του ονομάστηκαν «Φιλαλήθεις».

Κάθε καινούργιος μαθητής, που κρίνονταν άξιος αποδοχής από το δάσκαλο, μυούνταν στις φιλοσοφικές ιδέες της σχολής του από τους παλαιότερους μαθητές γνωστοί μαθητές του ήταν ο Αμμέλιος που έμεινε 24 χρόνια κοντά του, ο συγκλητικός Ρογατιανός που εγκατέλειψε τα αξιώματα και την περιουσία του για να ζήσει σύμφωνα με τη φιλοσοφία και ο Πορφύριος που ασχολήθηκε με τη συλλογή και τη συγγραφή των έργων του Πλωτίνου αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο του. Οι Εννεάδες αποτελούν ένα κατόρθωμα του Πορφυρίου, καθώς δίχως αυτόν δεν θα γνωρίζαμε σήμερα τίποτα από την φιλοσοφία του Πλωτίνου.

Ο Πορφύριος αναφέρει πως ο Πλωτίνος αντελήφθη κάποτε ότι ήταν έτοιμος να βάλει τέλος στη ζωή του. Ο Δάσκαλος του τον βοήθησε να κατανοήσει τον εαυτό του και κατόπιν τον παρακίνησε να φύγει για ένα μεγάλο ταξίδι. Ο Πορφύριος αφηγείται πως η παρέμβαση αυτή του έσωσε κυριολεκτικά τη ζωή και τον βοήθησε να ξαναβρεί το χαμένο νόημα της.

Σύμφωνα με τα λόγια του Πορφύριου, «ζωγράφισε το πορτραίτο ενός από τους πιο ασυνήθιστους ανθρώπους της εποχής του, ενός ανθρώπου που αφιέρωσε τη ζωή του στην υπηρεσία των άλλων και ταυτόχρονα στον κόσμο του πνεύματος». Οπως σημειώνει ο Πορφύριος στο έργο του, «όταν μιλούσε, η νόηση φανερωνόταν μέχρι το πρόσωπό του, λάμποντας με το φως της. Ηταν πάντα θελκτικός στην όψη, όμως τότε γινόταν ακόμη πιο ωραίος στη θέαση. Ένας λεπτός ιδρώτας τον κάλυπτε και η πραότητα του έλαμπε από μέσα του ενώ, όταν απαντούσε στις ερωτήσεις που του υποβάλλονταν, έδειχνε την προσήνεια και την πνευματική του ρώμη».

Ο Πορφύριος αναφέρει πως ο Πλωτίνος δεν προκαλούσε ποτέ συζήτηση γύρω από το θέμα των προγόνων του, των γονέων του ή για τον τόπο της γέννησής του. Σύμφωνα με τον Πορφύριο, αυτό οφειλόταν κυρίως στην ασκητική αποστροφή του για τη σωματική του υπόσταση. Μόνο κρυφά μπορούσαν να φιλοτεχνήσουν ένα πορτραίτο του Πλωτίνου. Η απάντησή του, όταν του ζήτησε ο μαθητής του Αμέλιος να καθίσει μπροστά σε έναν ζωγράφο, βασίσθηκε στην πλατωνική αρχή «είδωλο ενός ειδώλου»:

«Δεν αρκεί που κουβαλάμε το είδωλο με το οποίο η φύση μας έχει περιβάλει αλλά έχεις την απαίτηση να δεχθώ ν’ αφήσω πίσω μου και ένα ανθεκτικότερο στον χρόνο είδωλο του ειδώλου, σαν να πρόκειται για κάτι αξιοθέατο»;

Γι' αυτό τον λόγο ο Αμέλιος συνεννοήθηκε με τον ζωγράφο και φίλο του Καρτέριο, να αποτυπώσει τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του Πλωτίνου, κατά τη διάρκεια των διαλέξεων του. Κατόπιν, φιλοτέχνησε από μνήμης ένα πρώτο σχέδιο και με τη βοήθεια του Αμέλιου προέκυψε εν αγνοία του Πλωτίνου ένα άψογο πορτραίτο.

Μας πληροφορεί επίσης πως (αφότου έγινε μέλος του κύκλου το 263), ο δάσκαλός του χρησιμοποιούσε ποικίλα γραπτά, όπως αυτά του Πλάτωνα και των περιπατητικών, του Νουμήνιου ή του Αλεξάνδρου, ως βάση για να παρουσιάσει τη δική του πραγματεία και διατριβή. Ο Πλωτίνος κατέγραψε τους στοχασμούς του μετά το 253, μέσα σε 16 χρόνια, σε μια σειρά δυσανάγνωστων χειρογράφων, που ουσιαστικά χρειαζόντουσαν αποκρυπτογράφηση για να αναγνωσθούν. Όταν έγραφε κάτι διαλογιζόμενος τις πραμάτειες του, τις έγραφε χωρίς διακοπή σαν να αντέγραφε βιβλίο, μη επανερχόμενος ποτέ να τις ξαναδιαβάσει ίσως λόγω της κακής του όρασης.

Ήταν επίσης γραμμένα με αλληγορικό τρόπο και αινιγματική διατύπωση, έτσι ώστε δεν μπορούν να κατανοηθούν από τον απλό , μη μυημένο αναγνώστη.

Ο Πορφύριος χώρισε το έργο του Πλωτίνου, σε έξι ενότητες, κάθε μια εκ των οποίων περιέχει εννέα πραμάτειες. Γι αυτό και το ονόμασε Εννεάδες. Η επιλογή του αριθμού εννέα, ως βάση της δομής του έργου του Πλωτίνου, μάλλον δεν ήταν τυχαία. Το εννέα είναι το τετράγωνο του τρία και κατά την Πυθαγόρεια αριθμολογία, κατέχει τη θέση του «τέλειου αριθμού», εφόσον τετραγωνίζει, άρα «ολοκληρώνει» τον τριαδικό αριθμό του πλήρους ανθρώπου [Νους, Ψυχη, Σωμα].

Ένα μέρος της ανεκτίμητης αξίας του Πλωτινικού έργου είναι το ότι εμπεριέχει και σηματοδοτεί εκ νέου, τις κυριότερες στοχαστικές ανακαλύψεις των μεγάλων σχολών σκέψης της αρχαιότητας, από τους Πυθαγόρειους έως τους Στωικούς.

Εν – Νους – Ψυχή,

Ουσιαστικά στις Εννεάδες επανεισάγονται οι έννοιες του «Είναι» και του «Γίγνεσθαι», της Ενότητας και της Διαλεκτικής, ο δυϊσμος του Πλάτωνα και η γνωσιοθεωρία των σοφιστών, η κριτική ανάλυση των Στωϊκων και η ατομική θεωρια του Δημόκριτου και παράλληλα ενοποιούνται και εναρμονίζονται σε ένα στοχαστικό Όλον, εντός του οποίου επαναβρίσκει η κάθε μια την αρμονική της θέση.

Στην πρώτη Εννεάδα περιλαμβάνονται τα λεγάμενα ηθικά θέματα, ενώ η δεύτερη και η τρίτη περιλαμβάνουν πραγματείες για τη φυσική φιλοσοφία και την κοσμολογία, για τις οποίες παρέχονται κάποιες ορθολογικές εξηγήσεις στην τρίτη Εννεάδα. Ο Δημήτρης Βελισσαρόπουλος, στο έργο του «Ελληνες και Ινδοί» σημειώνει πως τα υπομνήματα τα οποία προσέθεσε, οφείλονται στις παρακλήσεις των φίλων του, που ζητούσαν διευκρινίσεις σε διάφορα σημεία.

Η τέταρτη Εννεάδα αναφέρεται στην ψυχή ενώ η πέμπτη στον Νου. Ακολουθεί η έκτη, στην οποία περιέχονται θέματα για τους αριθμούς, περί του Ενός και περί των γενών του Οντος. Η θεματική ενότητα της πρώτης, τέταρτης και πέμπτης Εννεάδας είναι κατά κάποιο τρόπο αξιολογότερη από τις υπόλοιπες, αλλά και σε αυτές η προσδοκία μιας συστηματικής πραγμάτευσης εμφανίζεται απατηλή.
.
Πυρήνας της Πλωτινικής φιλοσοφίας, είναι οι τρεις οντολογικές βαθμίδες του Όντος, Εν – Νους – Ψυχή. Οι τρεις υποστάσεις αυτές υποστάσεις δημιουργούν τις κατώτερες πραγματικότητες, ακτινοβολώντας από το ανώτερο στο κατώτερο, ως μία αναγκαστική συνέπεια της ίδιας του της ύπαρξης.

Το Εν είναι άνευ σχήματος, μορφής τέλειο και υπερπλήρες, αποτελώντας την αρχή κάθε πράγματος. Το Εν δεν έχει ιδιότητες αλλά εντός της συνθήκης της ύπαρξης απορρέει από αυτό ο Νούς και επειδή το Εν διατηρείται αναλλοίωτο και είναι πέραν από οποιασδήποτε μεταβολής. Δεν είναι η ζωή αλλά η ζωή είναι αποτύπωμα του Ενός, με τον ίδιο τρόπο που οι πατημασιές είναι το αποτύπωμα του στο ανθρώπινου περάσματος πάνω στην άμμο. Τα όντα όχι μόνο προέρχονται από ένα μοναδικό Ον, αλλά και επιστρέφουν σε αυτό, δεχόμενος το «Από το Ένα στα πολλά και από τα πολλά στο Ένα».

Το Εν από την υπερπληρότητα του γίνεται πολλά, δίχως να χάνει τον εαυτό του, και τα πολλά τείνουν από την φύση τους στο Εν. Η κίνηση του όντος από το Εν στα πολλά και από τα πολλά στο Εν , εκφράζει μία νέα αντίληψη του Ηρακλείτειου «οδός πάνω και κάτω μία», δηλαδή του διπλού δρόμου, όπου πραγματώνεται η γέννηση.

Η ιεραρχία των υποστάσεων μπορεί να παρασταθεί με μία λαμπερή φωτιά – η οποία συμβολίζει το Έν – και η οποία καίει στην κορυφή ενός βουνού τη νύχτα φωτίζοντας τον χώρο σε μία ορισμένη απόσταση τριγύρω. Όσο απομακρυνόμαστε από την πηγή του φωτός τόσο πιο αδύναμος γίνεται ο φωτισμός. Ώσπου φτάνουμε σε μία περιοχή όπου η φωταύγεια είναι αμυδρή. Το μέρος που παραμένει στο σκοτάδι συμβολίζει για τον Πλωτίνο την άμορφη ύλη. Η Ψυχή προσδίδει κάλλος και αγαθότητα στον υλικό κόσμο αντανακλώντας την υπόσταση του Νου.

Ο Νους απορρέει από τον Εν όπως το ψύχος από μιαν αιώνια νιφάδα χιονιού. Πως το Εν γεννά τον Νου; To EΝ στραφόμενο προς τον εαυτό του έχει ένα όραμα., και το όραμα αυτό είναι ο Νους. Ο Νους έχει την ιδιότητα να μερίζεται, κάτι που δεν έχει το ΕΝ, προς το οποίο είναι στραμμένο το βλέμμα του. Παρά την δυνατότητα να μερισθεί, στο Νου υπάρχει ενότητα αν και είναι ο δημιουργός των πάντων από το επίπεδο του, με τις νοητές ουσίες - αρχέτυπα τις Πλατωνικές ιδέες που δίνουν την μορφή. Ο Νους είναι η άμεση πηγή τής Κοσμικής ψυχής , και ο πρόδρομος του ρόλου της.

Την ψυχή την γεννά ο Νους με την ίδια διαδικασίια που το ΕΝ γεννά το ΝΟΥ, ως αποτέλεσμα της ανάγκης του ανώτερου και τελειότερου να παράγει. Τοποθετεί την κοσμική ψυχή ως μια ουσία που βρίσκεται ενδιάμεσα στο νου και στον αισθητό κόσμο- ύλη φύση, λέγοντας ότι είναι εκείνο που υπάρχει ανάμεσα στα αισθητά και σ` εκείνη την απολύτως αδιαίρετη φύση και φέρει σε ένωση αυτές τις δύο άκρως αντίθετες φύσεις. Αυτό το πραγματοποιεί γιατί μπορεί να μετέχει και στις δύο φύσεις, χάριν στο γεγονός ότι μπορεί να είναι συγχρόνως διαιρετή και αδιαίρετη.

Συνεχίζει αναπτύσσοντας τα χαρακτηριστικά που έχει η ψυχή όντας «μεριστή» ουσία μέσα στον κόσμο των σωμάτων και όντας «αμέριστη» μέσα στην ουσία απ` όπου κατάγεται. Η ψυχή, λοιπόν, ενώ πρωταρχικά είναι «αμέριστη» ουσία γίνεται «μεριστή» με την έλευση της στα σώματα, αφού αυτά δεν μπορούν να τη δεχτούν χωρίς μερισμό. Με αυτόν τον τρόπο είναι πάνω από αυτά, κοντά σε αυτά και μέσα σε αυτά. Όταν τα σώματα διαιρούνται, διαιρείται και εκείνη αλλά συνεχίζει να αποτελεί ένα Όλον σε κάθε ένα διαιρεμένο μέρος, παρόλο που γίνεται πολλά παραμένει πάντα το ίδιο.

Με την πολλαπλή της ενότητα η ψυχή χορηγεί ζωή σε όλα τα μέρη, ενώ με την αδιαίρετη ενότητά της τα κατευθύνει με φρόνηση. Συγχρόνως με την παρουσία της στον αισθητό κόσμο, μπορεί να βρίσκεται και κοντά σ` εκείνη την απόλυτα αδιαίρετη ουσία, που της προσδίδει τον αδιαίρετο χαρακτήρα και από την οποία κατάγεται, όντας η συνέχειά της και έχοντας το έναυσμα από εκείνη σπεύδει από τη μία προς την άλλη φύση και εγκαθιστά τον εαυτό της στο μέσο των δύο.
.
Παρομοιάζει τις ψυχές με το φως του ήλιου το οποίο προερχόμενο από μία μοναδική πηγή, όταν φτάσει στη γη χωρίζεται και φωτίζει κάθε σπίτι αλλά ουσιαστικά δεν διαιρείται αλλά εξακολουθεί να είναι ένα.

Συμπερασματικά οδηγούμαστε στο γεγονός του ότι η ψυχή του παντός διατηρεί πάντοτε την υπερβατική της θέση, ως το σημείο της ψυχής που είναι πάντοτε αδιαίρετο και αχώριστο, που δεν σχετίζεται με στροφή προς τα πράγμα τα του εδώ κόσμου. Ενώ οι δικές μας (επιμέρους ατομικές) ψυχές έρχονται κάτω, διότι το δικό τους μέρος είναι προσδιορισμένο στην περιοχή αυτή, και έτσι έλκονται και στρέφονται προς το στοιχείο που χρειάζεται τη φροντίδα τους κατά ένα μέρος, ενώ το υπόλοιπο της ψυχής μας, που έχει την ίδια μορφή όπως το ανώτερο μέρος της ψυχής του παντός παραμένει στο νοητό κόσμο.

Όσον αφορά τις επιμέρους (ατομικές) ψυχές, ο Πλωτίνος υποστηρίζει πως αυτές σύμφωνα με τη διάθεση που έχουν λάβει από τον νου χωρίζονται σε διάφορα είδη, έτσι διάκεινται ανάλογα με τη μορφή η οποία έρχεται προς αυτές από τον νου. Κάθε ψυχή επομένως κατέρχεται προς ένα σώμα, έτοιμο σύμφωνα με την ομοιότητά του προς τη διάθεση της ψυχής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αν μία ψυχή ομοιώθηκε σε άνθρωπο, εκδηλώνεται στον αισθητό κόσμο ανθρώπινο σώμα-μορφή και άλλες ψυχές σε διάφορα είδη ζώων.

Μας επισημαίνει λοιπόν ότι οι επιμέρους ψυχές δεν απευθύνονται αποκλειστικά και μόνο σε ανθρώπους αλλά και σε άλλες μορφές ζωής, δεδομένου του ότι υπάρχουν διάφορα είδη ψυχών. Είναι φανερό πως ο Πλωτίνος πίστευε όπως και ο Πλάτων, πως η ανθρώπινη ψυχή ερχόταν από ψηλά και εμπεριείχε συγκεκριμένες «πληροφορίες» (δυνάμεις) από τον κόσμο των ιδεών. Όταν βυθίζεται στον υλικό κόσμο, έναν κόσμο όχι τόσο του «είναι» όσο του «γίγνεσθαι», η ψυχή μπερδεύεται, ταράζεται και παρεμποδίζεται από το γεγονός ότι είναι ενσώματη ( Έννεάς 4, 1.8′ 4 I 4)·

Οι ψυχές των ανθρώπων καθώς και οι άλλες επιμέρους ψυχές, αντίθετα από την ψυχή του παντός, δεν ποιούν το σώμα του οποίου λαμβάνουν τη φροντίδα και διαμέσου του οποίου εκδηλώνονται, αλλά ελκύονται προς τον ίδιο δημιουργημένο κόσμο (από την ψυχή του παντός) αισθητό κόσμο και κατεβαίνουν προς τα σώματα μέσα στα οποία λαμβάνουν γένεση, ορμώμενες άνωθεν από τη λογική τους αρχή, την ενωμένη με τον νου, χωρίς ωστόσο να απομακρύνονται από αυτήν.

Είναι, περιγράφει ο Πλωτίνος, σαν το κεφάλι τους να στηρίζεται επάνω από τον «ουρανό» ενώ το μεσαίο μέρος τους αναγκάζεται να φροντίσει αυτό στο οποίο έφτασαν και οι άκρες τους είναι ενωμένες με αυτό.

Με την κάθοδό τους στο σύμπαν, οι (ατομικές) ψυχές δεν λειτουργούν ξέχωρα από αυτό αλλά έρχονται σε συμφωνία με αυτό, εναρμονίζονται με τους νόμους του και ακολουθούν την κυκλική του κίνηση Όπως και το σύμπαν δρα σε συμφωνία με τα νοητά όντα και ακολουθεί τους νόμους που ο νους ορίζει σ’ αυτό δια μέσου της ψυχής του παντός. Όλα μέσα στο σύμπαν συμβαίνουν βάση ενός προδιαγεγραμμένου σχεδίου από τον νου.

Τίποτα δεν είναι τυχαίο υπάρχει μία καθορισμένη τάξη, ένας αναπόδραστος νόμος, που υποχρεώνει το κάθε τι να γεννάται και να εκδηλώνεται στη σωστή χρονική στιγμή. Έτσι κάθε ψυχή έχει τον δικό της χρόνο που όταν αυτός έρχεται, εκείνη καλείται, κατεβαίνει και εισδύει στο κατάλληλο σώμα. Κάθε είδος (ψυχής) έχει τη δική του «μοίρα» και χρονική στιγμή.

Όταν οι ψυχές ξεκινούν την κάθοδό τους προς τον αισθητό κόσμο πηγαίνουν πρώτα στον «ουρανό» όπου εκεί προσλαμβάνουν σώμα. Αφού προσλάβουν σώμα προχωρούν μέσω αυτού προς τα σώματα με περισσότερη γεώδη σύσταση έως το σημείο που μπορούν να εκταθούν σε μήκος . Ο Πλωτίνος αναφέρεται στον «ουρανό», λέγοντας ότι είναι το ανώτερο πεδίο του αισθητού κόσμου και θεωρεί τη γη ως το τελευταίο (κατώτερο) από τα πεδία του.

Τα ουράνια μέρη είναι αυτά που εμψυχώνονται πρώτα και επίσης αυτά, κατά τον Πλωτίνο, έχουν την ικανότητα να μετέχουν της ψυχής και να την συνακολουθούν στο έργο της. Οι ψυχές φωτίζουν τον ουρανό, δίνοντάς του το μεγαλύτερο και πρώτο μέρος του εαυτού τους, φωτίζουν επίσης και τον υπόλοιπο κόσμο (τα ενδιάμεσα πεδία;) με τα δευτερεύοντα μέρη τους. Αυτές οι ψυχές που κατεβαίνουν περισσότερο, ρίχνουν και το φως τους χαμηλότερα, δεν είναι καλό όμως για αυτές να προχωρήσουν πολύ, επισημαίνει ο Πλωτίνος.
.
Μερικές από τις ψυχές έρχονται από τον ουρανό προς τα κατώτερα σώματα, ωστόσο ανά κάποια χρονικά διαστήματα ελευθερώνονται απ’ αυτά και μπορούν έτσι, ομοίως και αυτές, να βρίσκονται εντός της λογικής αρχής όπως και η ψυχή του παντός, η οποία ποτέ δε στρέφεται προς τον αισθητό κόσμο. Από το ένα χρονικό διάστημα στο άλλο, επιστρέφουν στην ίδια κατάσταση, σε μια διαδοχική σειρά καθορισμένων ζωών. Εκτελώντας την πορεία τους μέσα σε αυτές τις ζωές, ολοκληρώνονται σύμφωνα με μία και μοναδική λογική αρχή.

Υπάρχουν και κάποιες ψυχές όπου με την κάθοδό τους σε κατώτερα σώματα εγκλωβίζονται όλο και περισσότερο μέσα στην ύλη, με αποτέλεσμα να «βαρύνουν» και να βυθιστούν στη λήθη, να χάσουν την επαφή τους δηλαδή με το ανώτερο μέρος τους τη λογική τους αρχή, να χάσουν τον εαυτό τους, το είναι τους, έλκοντας ακόμη περισσότερο αυτό που βαραίνει επάνω τους (την υλική μορφή). Καταλήγουν με αυτόν τον τρόπο, να εισέρχονται από το ένα σώμα στο άλλο, χωρίς καμιά ανάπαυλα.

Με τον καιρό γίνονται διαφορετικές και στρέφονται ολοένα και περισσότερο «σ’ αυτό που τους ανήκει» (στη σωματική μορφή) και έρμαια πια καταλαμβάνονται από τα δεσμά που μόνες τους έδεσαν λίγο-λίγο μ’ αυτά τον εαυτό τους. Ανήμπορες να αναστρέψουν με οποιοδήποτε τρόπο την κατάσταση αυτή, αφήνονται στη φροντίδα της φύσης.

«Αρχή του κακού στις ψυχές είναι η τόλμη, η γέννεση, η πρώτη ετερότητης και η βούληση να ανήκουν στον εαυτόν τους. Απολαμβάνουν την ανεξαρτησία των κινήσεων τους και πορεύονται σε δρόμο που είναι αντίθετος πτος τον Θεό σαν παιδιά αποσπασθέντα από τον πατέρα τους και ανατράφονται μακριά του, που αγνοούν τόσο τον εαυτόν τους όσο και Εκείνον.» (V.1.1.1-10)

Στο αντίθετο άκρο όμως υπάρχουν και οι ψυχές που ενώ υπόκεινται στη μοίρα του υλικού κόσμου, με τον ερχομό τους σε κατώτερα σώματα, δεν παύουν να ανήκουν στον εαυτό τους. Δέχονται να υπομείνουν όλα όσα είναι αναγκαία, μπορούν όμως ταυτόχρονα να ανήκουν στον εαυτό τους σε όλα όσα είναι δικά τους έργα, ζώντας σύμφωνα με μιαν άλλη νομοθεσία, την νομοθεσία που διέπει όλα τα όντα, που εις γνώσιν τους παρέχουν τον εαυτό τους σε αυτόν τον θεσμό.

Ο θεσμός αυτός είναι φτιαγμένος από όλες τις εδώ λογικές αρχές και αιτίες και από τα έργα των ψυχών, καθώς και από τους νόμους που προέρχονται από τον νοητό κόσμο. Έτσι μπορούν να τελούν κάθε τους έργο, μέσα σ’ αυτές, έξω από αυτές και γύρω από αυτές με πλήρη αρμονία και απόλυτη επίγνωση.

Η Φύση, αποτελεί γέννημα της Ψυχής, (η Ψυχή είναι γέννημα του Νου, ο Νους είναι γέννημα του Ενός), και γεννάει τον φυσικό μας κόσμο. Σε ένα τέτοιο οντολογικό και κοσμολογικό πλαίσιο ο κόσμος για τον Πλωτίνο είναι ένα έμψυχο ζωντανό ον που περιέχει όλα τα ζωντανά όντα και αντλεί την ύπαρξή του από την Ψυχή, τον Νου και το έσχατο Ένα. Ο άνθρωπος στο ιεραρχικό σύστημα του Πλωτίνου διατηρεί μία ανωτερότητα σε σχέση με τον υπόλοιπο ζωικό, φυτικό και ορυκτό κόσμο.

Η 'Υλη είναι η κατώτερη βαθμίδα στην κλίμακα της οντολογικής ιεραρχίας, γι' αυτό και η πιο υποχθόνια και σκοτεινή, λόγω της μακρινής απόστασής της από το Εν. Η ύπαρξή της συνίσταται στη διείσδυση της ψυχής μέσα της. Συνεπώς, πριν συμβεί αυτό, η ύλη είναι ανύπαρκτη, είναι μη ον. Όταν λοιπόν η δημιουργική ψυχή εισέρχεται μέσα της, αποκτώντας ταυτόχρονα μορφή, η ύλη δεν χάνει ουσιαστικά την ιδιότητά της, όπως δεν χάνει την ιδιότητά του το θήλυ, όταν λαμβάνει τον σπόρο του άρρενος.
.
Η κάθοδος της ψυχής προς το σώμα, δηλαδή την ύλη, σηματοδοτεί την είσοδό της στον αισθητό κόσμο. Παρά την «πτώση» της ύλης ο Πλωτίνος δεν απορρίπτει τον εξωτερικό μας κόσμο, δέχεται πως είναι ωραίος και εκθειάζει μάλιστα το κάλλος του. Δεν είναι περίεργο λοιπόν ότι στην Εννεάδα ΙΙΙ.2.3.1-15 21-5 & ΙΙΙ 2.17.66-89 λέει τα εξής:

«Λάθος θα ήταν να μεμφόμαστε τον κόσμο αυτό και να λέμε ότι δεν είναι ο ωραιότερος και ο τελειότερος μεταξύ των ενσωμάτων όντων. Ούτε πρέπει να κατηγορούμε εκείνον που είναι η αιτία της υπαρξεως του, δηλαδή το Πρώτον, αφού ο κόσμος υπάχει κατ’ ανάγκην και δεν είναι προιόν μίας λελογισμένης προθέσεως. Ένα ανώτερο Ον δημιουργεί εκ φύσεως ένα ομοειδές προς αυτό το ίδιο. Αλλά και αν ήταν προιόν λελογισμένης σκέψεως, ο Δημιουργός του δεν θα είχε κανένα λόγο να αισχύνεται. Το έργο του συνθέτει ένα δημιουργημα ‘πάγκαλον και αυτάρκες και φίλον αυτώ’, ενωμένο σε όλα του τα μέρη, μεγάλα ή μικρά, το κάθε ένα από τα οποία πρέπει να ατενίζουμε σε συσχετσμό με το Όλονενώ το όλον λαμβάνεται υπ’ όψη χωρίς τις μικρολεπτομέρεις του. Αν δεν λαμβάνουμε υπ’ όψη το όλον θα ήταν σαν να  παίρναμε μία τρίχα κάποιου ή ένα δάκτυλο και να αγνοούσαμε τον ‘πάντα άνθρωπο’, και τον Θείον θέαμα που παρουσίαζει. Τότε θα ακούγαμε να λέγει ο κόσμος ως δημιουργημα: Εμένα με έκαμε ο Θεός και προέλθων από αυτόν είμαι τέλειος. Περικλείω εντός μου όλα τα έμψυχα όντα, είμαι αυτάρκης και ουδενός έχω ανάγκη, επειδή περιέχω πάντα τα όντα, φυτά, ζώα, και πάντα τα γεννητά. 'Εχω εντός μου πολλούς Θεούς, λαούς, ολόκληρους διαμόνων, και καλές ψυχές, καθώς και ανθρώπους των οποίων η αρετή συνθέτει την ευδαιμονία.

Ο κόσμος αυτός είναι ωραίος διότι κάθε Ον δεν είναι μία άψυχη πέτρα αλλά προσφέρει τη φωνή του για να συμβάλει στην αρμονική ενότητα του. Φωνή του κάθε όντος είναι η ζωή του που μπορεί να είναι σύντομη, μέτρια ή ατελής. Ο αυλός όμως του Πανός δεν δίδει μία και μόνο φωνή. Δίδει και ελαφρές και αμυδρές που συντελούν εν τούτοις στην αρμονία του συνολικού ήχου που βγαίνει από αυτόν. Διότι η αρμονία κατανέμεται σε άνισα μέρη και οι ήχοι που συμβάλουν στην παραγωγή της αποτελείται από όλες τις άλλες.
.
Ετσι λοιπόν ναι μεν ο λόγος του Συμπαντος είναι ένας και αυτός, όμως δεν κατανέμεται σε ίσα μέρη. Έτσι συμβαίνει και στον αυλό του Πανός ή σε άλλα μουσικά όργανα, όπου υπάρχουν σύριγγες διαφόρου μεγέθους, η κάθε μία από τις οποίες έχει τη θέση της και δίδει τον αντίστοιχο ήχο, σε συνάρτηση με την θέση άλλων...»

Θεμελιώδης πεποίθηση του Πλωτίνου ήταν ότι ο άνθρωπος φέρει μέσα του το Θείο και αξίζει, εφόσον αποκτά επίγνωση αυτού, να προσπαθεί να το συμφιλιώνει με το θείο του σύμπαντος. Όντας ο τελευταίος διανοητής της αρχαιότητας, ο Πλωτίνος επιδίδεται στη ζήτηση του πραγματικού εαυτού και σαν τον γλύπτη, που προσπαθεί να αποτυπώσει σε ένα κομμάτι πέτρα τη μορφή που θα φέρει στο φως την αυθεντική, την ιδεατή ομορφιά, δηλαδή το νοητό κάλλος, επιχειρεί μέσα στο έργο του να φιλοτεχνήσει την πνευματική άσκηση της ψυχής. Αναφέρει σχετικά:

«Γύρισε μέσα σου και δες. Αν δεν βλέπεις ακόμη τον εαυτό σου την ομορφιά, πράξε όπως ο γλύπτης που επιθυμεί να δημιουργήσει ένα ωραίο άγαλμα: αφαιρεί, ξύνει λειαίνει, καθαρίζει, μέχρι να φανεί πάνω στο άγαλμα ένα όμορφο πρόσωπο. Κι εσύ, λοιπόν, όπως αυτός, αφαίρεσε το περιττό, ίσιωσε το στρεβλό, φώτισε ό,τι σκοτεινό και μην παύεις να ‘λαξεύεις’ το δικό σου ‘άγαλμα’ έως ότου αστράψει πάνω του η θεϊκή λάμψη της αρετής, έως ότου δεις ‘τη Σωφροσύνη να έχει ανέβει στο ιερό της βάθρο’… Εσύ έγινες αυτό; Εσύ αυτό το είδες;… Αν βλέπεις ότι, ναι, αυτό έγινες, ότι ήδη έγινες αυτό που είδες, πάρε θάρρος και εμπιστέψου τον εαυτό σου, αφού ανέβηκες ως εδώ, δεν χρειάζεσαι πια οδηγό, κράτα το βλέμμα σου σταθερό και κοίτα!» (Ι 6, 9, 7.)

Η ύλη του αγάλματος σχηματίζεται σιγά-σιγά με αυτό που βλέπει ο γλύπτης, αφ’ ης στιγμής άγαλμα και γλύπτης γίνουν ένα, μιας ψυχής οι δυο, το άγαλμα πια ταυτίζεται με το ίδιο το θέαμα, η ομορφιά δεν είναι παρά μια κατάσταση απόλυτης απλότητας, καθαρό φως.

Ο προορισμός του ανθρώπου θα ήταν να ανέβει εκ νέου το επικλινές της παρακμής, να αναζητήσει την οδό της επιστροφής, και να γίνει όσον το δυνατόν όμοιος με το Εν, με τον Θεόν. Μια τέτοια ομοίωση ή ακόμα μια ένωση με τον Θεό δεν είναι μια απλή θεωρητική βούληση, καθώς όλοι έχουμε μέσα μας κάτι που μοιάζει με το Έν, συνεπώς μπορούμε να το συλλάβουμε με αιφνίδια ενόραση.

«Καθώς παραδεχόμαστε ότι κάθε Θείο και όντως ον έχει μια αγαθή και έμφρονα ζωή, πρέπει μετά από αυτό να εξετάσουμε τη συνέχεια, αρχίζοντας από την ψυχή μας και βρίσκοντας ποια είναι η φύση της... να την εξετάσει αφαιρώντας ή μάλλον ο αφαιρώντας δει τον εαυτό του και ας πιστέψει ότι είναι αθάνατος, όταν θεαθεί τον εαυτό του ερχόμενο στο νοητό και καθαρό κόσμο. Πράγματι, θα δει έναν νου που βλέπει όχι κάτι αισθητό ούτε κάτι από τα θνητά πράγματα, αλλά κατανοεί το αιώνιο μέσω του αιώνιου στοιχείου του, και όλα τα πράγματα στην περιοχή του νοητού, κόσμος νοητός ο ίδιος και φωτισμένος, καταυγάζεται από την αλήθεια που προέρχεται από το αγαθό, αυτήν που στέλνει λάμψεις αλήθειας σε όλα τα νοητά. Έτσι πολλές φορές θα θεωρήσει ότι είναι σωστό αυτό που λέγεται: «Χαίρετε, εγώ είμαι για σας ένας αθάνατος θεός» που έχει ανέβει προς την περιοχή του θείου και έχει ατενίσει την ομοιότητα με αυτό. Εάν όμως η κάθαρση μας οδηγεί σε γνώση του άριστου, τότε αναφαίνονται και οι επιστήμες που βρίσκονται στο ενδιάμεσο, εκείνες βέβαια που είναι πραγματικές επιστήμες. Διότι, φυσικά, όχι με το να τρέχει έξω η ψυχή «βλέπει την σωφροσύνη και την δικαιοσύνη» αλλά αυτήν καθαυτήν, στην κατανόηση του εαυτού της και αυτού που ήταν προηγουμένως,βλέποντάς τα σαν αγάλματα εγκατεστημένα σε αυτήν, έχοντάς τα καθαρίσει από τη σκουριά του χρόνου που τα είχε σκεπάσει…»

Η ανάβαση προς το ΑΓΑΘΟΝ παρομοιάζεται με μια μυητική διαδικασία κάθαρσης, όπου αφαιρούμε τα «ενδύματα», τα «σώματά» μας και βρισκόμαστε «γυμνοί» μπροστά του και αντιλαμβανόμαστε ότι είμαστε ΑΥΤΟ.

Η προσέγγιση του Θείου για τον Πλωτίνο είναι νοητική και όχι σωματική όπως σε ορισμένες ανατολικές θρησκείες, ή μυσταγωγική όπως σε ορισμένους μυστικούς. Δεν επιβάλλει ούτε ασκήσεις αναπνοής, ούτε ομφαλοσκοπία, ούτε επαναλήψεις ιερών ονομάτων και καμία τελετουργία δεν απαιτείται για να προκαλέσει την εμπειρία.

Για τον Πλωτίνο αυτή η εμπειρία είναι φυσικό γεγονός και όχι υπερφυσική χάρη, όπως συμβαίνει στον Χριστιανισμό και στον Μουσουλμανισμό. Η φιλοσοφία -και όχι οι διάφορες μυστηριακές θρη­σκείες- είναι το μέσον για να απελευθερωθεί κανείς από την καταπίεση του υλικού κόσμου των ανθρώπων -που προσλαμβάνε­ται ως ένας κόσμος καταστροφής, βασάνων, πολέμου και πείνας, αρρώστιας και θανάτου-, αλλά επίσης και ως ένας κόσμος όπου λάμπει η αλήθεια και όπου οι φθαρτές εικόνες αποκαλύπτουν τα ιδεώδη αρχέτυπα τους.

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο μαθητής του Αμέλιος, ο ίδιος πρόσφερε συχνά θυσίες στους θεούς και γι’ αυτό το λόγο έπαιρνε μέρος στις πανάρχαιες τελετές – γιορτές. Όταν κάλεσε το Πλωτίνο σε μία από αυτές εκείνος του απάντησε ότι: «Οι Θεοί πρέπει να έρχονται σε εμένα και όχι εγώ να πηγαίνω σ’ αυτούς», δείχνοντας έτσι ότι ο μόνος δρόμος της ένωσης με το θείο ξεκινάει πάντα από πάνω προς τα κάτω και όχι το αντίθετο.

Οι μαγικές επίσης τελετές όπως προαναφέρθηκε ήταν αρκετά διαδεδομένες την εποχή του, ο Πλωτίνος όμως δεν άφηνε τον ανώτερο εαυτό να επηρεαστεί από αυτές. Σύμφωνα με τον Πλωτίνο η μαγεία δεν επιδρά στις ανώτερες ψυχές των ανθρώπων και των θεών ενώ ο σοφός είναι ικανός να αντισταθεί σε οποιαδήποτε μαγική προσβολή στον ψυχοφυσικό του οργανισμό με τη δική του ισχυρότερη δραστηριότητα. Έτσι, όταν ο μάγος Ολύμπιος έστρεψε τις μαγικές τέχνες εναντίον του, ο Πλωτίνος κατάφερε να αντιστρέψει τη δύναμη της μαγείας. Στο τέλος, ο Ολύμπιος, επειδή κινδύνεψε πολλές φορές να πάθει ζημιά ο ίδιος, σταμάτησε αυτές τις τεχνικές.

Άλλο περιστατικό αναφέρει ότι ένας Αιγύπτιος ιερέας που επισκέφτηκε τη Ρώμη, θέλησε για να δείξει τη σοφία του , κάνοντας να παρουσιαστεί ο δαίμονας που προστάτευε τον Πλωτίνο. Εκείνος δέχτηκε και κατόπιν μίας ειδικής τελετουργίας που έγινε στο Ισείο (το πιο καθαρό μέρος που βρήκε στη Ρώμη) εμφανίστηκε ένας θεός που δεν άνηκε στο γένος των δαιμόνων. Τότε ο ιερέας αναφώνησε: «Είσαι μακάριος γιατί έχεις προστάτη θεό και όχι κατώτερα όντα».
.
Ίσως για αυτό οι σύγχρονοί του απέδιδαν σε αυτόν ανώτερες υπερφυσικές ή ψυχολογικές ικανότητες, όπως φαίνεται από την ανακάλυψη του ενόχου μίας κλοπής. Επρόκειτο για έναν δούλο της χήρας Χιόνης, η οποία ζούσε μαζί του και της οποίας είχε χαθεί το πολύτιμο περιδέραιο.

Η μυστικιστική προσέγγιση του Θείου

Η θέα του Απολύτου και μέσω αυτής η ένωση με το θείο είναι ο ύψιστος σκοπός της ανθρώπινης ζωής, είναι ο σκοπός που συμπίπτει με την τέλεια ευδαιμονία.Όπως ο οφθαλμός οράται τα αισθητά αντικείμενα μόνο μέσω του νου, έτσι και η ψυχή βλέπει τα αντικείμενα μόνο μέσω του φωτός που εκπορεύονται από το Εν.

Η μυστική έκσταση. Η ταύτιση της ψυχής με το Εν σημαίνει μετάβαση από τον αισθητό κόσμο στον υπεραισθητό , από το νοητό στον υπερνοητό. Η ψυχή, ο νους, οι ιδέες ταυτίζονται με το Εν. Όλα κατάγονται απ΄ αυτό και ανάγονται σ΄ αυτό.

Στον Πλωτίνο, οι μυστικιστικές καταστάσεις αποτελούν την κορύφωση, ενός φιλοσοφικού στοχασμού. Η απόκτηση των αρετών είναι μια βαθμίδα, ένα στάδιο φυγής από την περιοχή του αισθητού κόσμου. Η μυστική ένωση και η θέωση μπορούν να πραγματοποιηθούν όταν η ψυχή είναι απλή και καθαρή, και φωτίζεται. Η θέα του Αγαθού και η μυστική ένωση με το θείο προϋποθέτει μακρόχρονη άσκηση και κάθαρση της ψυχής.
.
Απαραίτητη προϋπόθεση των εκστατικών καταστάσεων αποτελεί η ηθική τελείωση, η σταδιακή αποξένωση του ανθρώπου από κάθε υλική ατέλεια, δηλαδή η τελείωση που αποκτάται μέσω της ασκητικής ζωής. Για τον Πλωτίνο η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την βαθμιαία άνοδο του ανθρώπου από τον υλικό κόσμο σε εκείνον των Ιδεών και από εκεί στην ύπαρξη του Εν, το οποίο βρίσκεται πάνω από κάθε ιδιότητα και κατηγορία. Από αυτό το Εν ως θεϊκή αρχή και υπέρ ύπαρξη, προέρχεται το πάν μέσω απορροιών, ο Νους και η ύλη ως Φύση.

To ταξίδι της ανθρώπινης ψυχής κατά τον Πλωτίνο, είναι ένα «εις εαυτόν» εσωτερικό ταξίδι, καθώς η ψυχή «ήξει ουκ εις άλλα, αλλά εις εαυτόν». «Πάντα είσω», τα πάντα είναι μέσα μας, αναφέρει χαρακτηριστικά ο Πλωτίνος. Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει να απομακρυνθούμε από όλα τα εξωτερικά, στραμμένοι ολοκληρωτικά προς τα μέσα.Καμία κλίση προς τα έξω, το σύνολο των πραγμάτων πρέπει να αγνοηθεί. Η ψυχή τότε δεν θα δει τον θεό να εμφανίζεται ξαφνικά μέσα της, διότι δεν υπάρχει τίποτα πια που να τους χωρίζει, καθώς τότε δεν υπάρχουν δύο. Ο ορών είναι ένα με το ορώμενο, δεν είναι όραμα αλλά ένωση. Και τότε η ψυχή δεν έχει πια συνείδηση πως βρίσκεται μέσα σε ένα σώμα, ούτε πως ο εαυτός της έχει κάποια ταυτότητα. ( Πλωτ. Εννεάδ. VI 9.10.20, vi, ix, 11,38 & vi 7,34,12, VI 9.11.5)

Σύμφωνα με τον Πορφύριο ( Βίος Πλωτ. 23,7) η μυστικιστική προσέγγιση του Θείου από τον Πλωτίνο, επιτεύχθηκε μέσω του διαλογισμού και των μεθόδων που υποδεικνύει ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο. Η μέθοδος ανάβασης προς το θείο συνεπώς αφορά μία νοητική και όχι σωματική προσπάθεια, δίχως ειδικές τελετουργίες και επαναλήψεις ιερών ονομάτων. Στις επιστολές ο Πλάτωνας (Ζ Επιστ. 341 c-d ) αποκαλύπτει πως:

«Η γνώση της ουσίας του όντος έρχεται σαν αποτέλεσμα του συνεχούς στοχασμού – διαλογισμού σχετικά με το θέμα και της επικοινωνίας με αυτό, ώσπου ξαφνικά, ξεπηδά όπως η φωτιά που ανάβει από τον σπινθήρα. Έτσι γεννιέται στην ψυχή και τρέφει ή ίδιο τον εαυτό της.»

Η μυστική ένωση είναι πληρότητα θείας ευδοκίας και υπαρξιακής ευδαιμονίας. Υπάρχει μια ξαφνική τελεσιουργία όπου Ψυχή και Αγαθό γίνονται Ένα. Η μυστική βίωση στους κόλπους του Είναι, του Υπέρτατου Αγαθού του αμήχανου Κάλλους και του Πρώτου, αποτελεί τον αφανισμό του ανθρωπίνου όντος. Ο Πλωτίνος περιγράφει το αίσθημα της «μυστικιστικής ένωσης» (το οποίο κατόρθωσε μόνο τέσσερις φορές στην ζωή του σύμφωνα με τον μαθητή του Πορφύριο) με το Θείο, το Εν (Εννεάδες IV .8.1.1-11):

«Πολλάκις αφυπνισθείς από την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν μέσα στο σώμα μου και εισελθών στον ίδιο τον εαυτό μου, αποξενώνομαι από κάθε τι άλλο. Μέσα στο εσώτερο είναι μου βλέπω μία θαυμάσια ομορφιά, που με πείθει για την υπέροχη μοίρα που με αναμένει. Η δραστηριότητα του πνεύματος μου βρίσκεται στο ύψιστο σημείο. Είναι ένα με τον Θεό, εδράζομαι σε αυτόν ευρισκόμενος υπεράνω κάθε νοητού. Έπειτα όμως, από την ανάπαυση μου σε αυτόν, αφού κατεβώ στον χώρο του λογισμού και η ψυχή μου επανεισέλθει στο σώμα, απορώ πως "πότε και νύν" ήταν δυνατόν να κατέλθω, και πως η ψυχή μπορούσε να εισέλθει στο σώμα, αφού είναι αυτή που μου αποκαλύφθηκε (κατά την έκσταση μου)».

Η ψυχή εισέρχεται στα άδυτα του θείου κάλλους και έμπλεος ευδαιμονίας Θεϊκής εξίσταται των ανθρώπινων εμπαιγμάτων και ενώνεται με το Αρχέγονο Όν. Όταν η θέα, το θεάσθαι έχει ολοκληρωθεί αρχίζει η ιεροτελεστία της μυστικής ένωσης.Στην κατάσταση της έκστασης ο Πλωτίνος αναφέρει πως πλημμύριζε από ένα μεταφυσικό φως, όπως λέει:

«Δεν είναι γνωστό από πού ήρθε το φως, από έξω ή από μέσα», και όταν έπαυσε να βλέπει το φως εξηγεί: «Ήταν λοιπόν μέσα και ωστόσο όχι μέσα. Δεν πρέπει να ερωτηθεί από πού ήρθε: δεν υπάρχει ένα ‘από πού’, επειδή ούτε ήρθε ούτε έφυγε, αλλά εμφανίστηκε και εξαφανίστηκε. Για αυτό δεν είναι ανάγκη να το εξαναγκάσει, αλλά πρέπει να περιμένει σιωπηλός έως ότου εμφανιστεί και να προετοιμαστεί για να το δει, όπως το βλέμμα περιμένει την ανατολή του ήλιου».

Για τον Πλωτίνο αυτή η εμπειρία είναι φυσικό γεγονός και όχι υπερφυσική χάρη, όπως συμβαίνει π.χ στον Χριστιανισμό. Και αυτό διότι για τον Πλωτίνο ο άνθρωπος δεν αποτελεί μία τυχαία υπόσταση της απορροής ακτινοβολίας του Εν, αλλά ένα πλάσμα με ελεύθερη βούληση, ικανό να επιστρέψει στην πηγή του και πηγή των πάντων το ΕΝ. Ο προορισμός του ανθρώπου είναι αναζητήσει το Θείο, και να γίνει όσον το δυνατόν όμοιος με το Εν, με τον Θεό. Μια τέτοια ομοίωση ή ακόμα μια ένωση με τον Θεό δεν είναι μια απλή θεωρητική βούληση, καθώς όλοι έχουμε μέσα μας κάτι που μοιάζει με το Έν, συνεπώς μπορούμε να το συλλάβουμε με αιφνίδια ενόραση καθώς όπως αναφέρει (Εννεάδες ΙΙΙ, 8, 9):

«Διότι κάτι από αυτό (το Έν) υπάρχει μέσα μας. Και μάλιστα δεν υπάρχει τόπος όπου αυτό να μην υπάρχει, σε όσα μπορούν να συμμετέχουν τούτου. Διότι οπουδήποτε κι αν θέσεις αυτό που είναι ικανό να το συλλάβει μπορείς εκεί να συλλάβεις το πανταχού παρόν. Είναι σαν μία φωνή που γεμίζει έναν κενό χώρο. Κάθε άνθρωπος που θα στήσει αυτί σε ένα οποιοδήποτε σημείο αυτού του χώρου, θα συλλάβει την φωνή ολόκληρη, κι όμως όχι ολόκληρη».

Για τον Πλωτίνο ο άνθρωπος οφείλει να δώσει την μάχη στον παρόντα χρόνο, όχι μόνο μετά θάνατον με μία απλή βίωση των αρετών, με στόχο λίγες μόνο εκστατικές καταστάσεις της συνείδησης (όσο ο Πορφύριος βρισκόταν κοντά του ο δάσκαλός του έφτασε τέσσερις φορές στην έκσταση, ενώ ο ίδιος ο Πορφύριος μόνο μία, σε ηλικία εξήντα οκτώ ετών).

Μετά τον θάνατο του Πλωτίνου το 270, ο μαθητής του Αμέλιος ρώτησε τον Απόλλωνα πού βρισκόταν η ψυχή του Πλωτίνου. Τότε ο θεός απάντησε δίνοντας έναν χρησμό υπό τη μορφή ποιήματος. Σε γενικές γραμμές αυτός ανέφερε πως η ψυχή του μεγάλου φιλοσόφου κατοικεί σε ένα μέρος όπου ισχύουν δίκαιοι νόμοι, και παραμένει αγνή και αμόλυντη. Μολονότι ο Πλωτίνος προσπάθησε πολλές φορές κατά τη γήινη ζωή του (όσο δηλαδή η ψυχή του ζούσε μέσα στο σώμα του) να αντιταχθεί «στην άγρια ταραχή, στις τρικυμίας τη ζάλη», συχνά του φανερωνόταν το όραμα της κατοικίας των μακαρίων, ένα όραμα που έπρεπε να αποτελέσει τον τελικό του στόχο.

Το όραμά του αυτό λοιπόν δεν μπορούσε να το σβήσει η ανηθικότητα και η απανθρωπιά της σαρκικής ζωής. Ο Πλωτίνος, όμως, συνέχισε ο Απόλλων, είχε απαλλαγεί πια από τη διαφθορά και η ψυχή του έδρευε σε έναν τόπο ιερό, μαζί με αυτές του Πλάτωνα, του Πυθαγόρα, του Αιακού, του Δία, του Μίνωα και του αδελφού του Ραδάμανθυ. Ο ύμνος προς τιμήν του Πλωτίνου τελείωνε με μια προσφώνηση στις Μούσες να τελειώσουν το τραγούδι τους, αφού αυτός ό,τι είχε να πει με τη χρυσή του λύρα για την άφθαρτη και ευτυχισμένη ψυχή του φιλοσόφου το είχε ολοκληρώσει.

Πέθανε το 270 μ.Χ. έχοντας ζήσει έως τα 66 του χρόνια. Δεν είχε αποκαλύψει σε κανέναν πότε ακριβώς είχε γεννηθεί, ούτε την ημέρα των γενεθλίων του, επειδή δεν ήθελε κανείς να κάνει θυσίες ή γεύματα για τα γενέθλιά του, παρόλο που στα παραδοσιακά γενέθλια του Πλάτωνα και του Σωκράτη τελούσε θυσίες και παρέθετε γεύμα στους συντρόφους του.

Ο Ευστόχιος ιατρός και μαθητής του, περιγράφει τις τελευταίες στιγμές του Πλωτίνου. Ο ίδιος ο Ευστόχιος είχε αργήσει, να έλθει για να περιποιηθεί τον δάσκαλο του. Όταν τελικώς έφτασε ο Πλωτίνος του είπε: «Σε περίμενα πολύ, Αγωνίζομαι πολύ να επιστρέψω τον Θεό που βρίσκεται μέσα σας στο Θείον που βρίσκεται μέσα σε όλα». Μόλις είπε τα λόγια αυτά ένα φίδι σύρθηκε κάτω από το κρεββάτι που ήταν ξαπλωμένος και χάθηκε μέσα σε μία τρύπα και χάθηκε. Την ίδια στιγμή ο Πλωτίνος πέθανε.

Μετά τον Πλωτίνο οι νεοπλατωνικοί στράφηκαν σε θεουργικές πρακτικές επηρεασμένες από την Αίγυπτο – Βαβυλωνιακή μυστηριακή μαγική παράδοση, για την επίτευξη της ένωσης με το Θείο.