Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2023

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια 11. Έννοιες και αρχές

11.13. Η ἄτη


Πώς ερμηνεύουν οι θνητοί πράξεις τους που εξ υστέρου αναγνωρίζονται ως ατιμωτικές για τους άλλους, τους δικούς τους ή τους συντρόφους τους; Η ιδεώδης πάντως ηθική στάση, σύμφωνα με τις εντολές της οποίας οι θνητοί παίρνουν πάνω τους όλη την ευθύνη στην τέλεση μιας ανορθόδοξης πράξης τους, είναι η εξαίρεση παρά ο κανόνας στα ομηρικά έπη. Στις περιπτώσεις, ειδικότερα, όπου ένας ήρωας ή μια ηρωίδα, δρώντας με τη θέλησή τους και όχι υπό καθεστώς εξαναγκασμού, εξηγούν το κίνητρο της πράξης τους, η κατηγορία συχνά μετατοπίζεται έξω από τον εαυτό τους: στους άλλους θνητούς, αλλά και κυρίως στους θεούς, σε κάποιο δαίμονα ή ακόμη και σε ανεξήγητες, υπερφυσικές δυνάμεις. Παράδειγμα τέτοιας δύναμης είναι η ἄτη, η οποία συχνά εμφανίζεται και προσωποποιημένη ως Ἄτη.

Η ἄτη καταρχήν είναι ψυχολογική κατάσταση, που αναφέρεται στο ξαφνικό θόλωμα του νου, σ᾽ ένα είδος πνευματικής τύφλωσης ή σύγχυσης, που σπρώχνει τους θνητούς σε λανθασμένες κρίσεις και πράξεις με καταστροφικές συνέπειες. Γι᾽ αυτό και η σχετική λέξη σημαίνει γενικότερα την αφροσύνη, την πλάνη και τη συμφορά. Ως προσωποποιημένη δύναμη η Ἄτη θεωρείται μεγαλύτερη κόρη του Δία που, σταλμένη από τον πανίσχυρο θεό στους θνητούς, τους βλάπτει με την ακαταμάχητη δύναμη και την ταχύτητά της. Και στις δύο όψεις της παράλογης αυτής δύναμης αναφέρεται ο Αγαμέμνονας στη διάσημη απολογία του προς τον Αχιλλέα.

Μετά τον θάνατο του Πατρόκλου, ο Αχιλλέας εγκαταλείπει τον θυμό του προς τον βασιλιά των Αχαιών, για να στρέψει την εκδικητική του οργή εναντίον του Έκτορα. Από τη δική του μεριά, ο βασιλιάς Αγαμέμνονας, προσφέροντας ξανά αμέτρητη αποζημίωση στον Αχιλλέα, απολογείται δημόσια για την πράξη της αρπαγής της Βρισηίδας από τον αχαιό ήρωα (Τ 86-96):

όμως δεν είμαι εγώ ο αίτιος· είναι ο Δίας και η Μοίρα και η Ερινύα που τριγυρνά μέσα στα σκοτάδια, αυτοί που στη συνέλευση έριξαν το νου μου σε άγρια σκότιση [ἄτην], την ημέρα εκείνη που μοναχός μου πήρα το τιμητικό δώρο του Αχιλλέα. Όμως τι μπορούσα να κάμω; Θεός είναι αυτός που τα τελειώνει όλα, η Άτη, η σεβάσμια κόρη του Δία, που όλους τους τυφλώνει, η καταραμένη. Τα πόδια της είναι απαλά, γιατί δεν πατάει στο χώμα, μόνο περπατά πάνω στα κεφάλια των ανθρώπων, βλάφτοντάς τους, και μπλέκει μέσα στους δυο τον έναν. Κάποτε τυφλώθηκε [ἄσατο] και ο Δίας, αυτός που λένε πως είναι ο πιο δυνατός και από τους ανθρώπους και από τους θεούς.

Όταν ο Αγαμέμνονας λέει ότι δεν είναι ο ίδιος αίτιος, δεν αρνείται την προσωπική του ευθύνη, όταν άρπαξε το τιμητικό δώρο από τον Αχιλλέα· εννοεί ότι δεν πρέπει να κατηγορηθεί ο ίδιος για ό,τι έπραξε, αλλά ο Δίας, η Μοίρα και η Ερινύα. Οι μυστηριώδεις αυτές δυνάμεις τού θόλωσαν τον νου στέλνοντας την ἄτην, αναίτια, με αποτέλεσμα ο ίδιος να αφαιρέσει το τιμητικό δώρο από τον Αχιλλέα. Αν μάλιστα ο ίδιος ο παντοδύναμος θεός νικήθηκε κάποτε από την ακαταμάχητη δύναμη της κόρης του, της Ἄτης, πώς θα μπορούσε να αντιδράσει ένας κατώτερος θνητός;

Με τη στάση του αυτή ο βασιλιάς των Αχαιών ζητάει κατά κάποιον τρόπο μετανιωμένος συγγνώμη, καθώς αναγνωρίζει ότι η πράξη του ήταν ολέθρια. Εξάλλου, προσφέρει αποζημίωση στον Αχιλλέα για τη βλάβη που του προξένησε. Όμως, με το να αποδίδει την ενέργειά του αυτή σε εξωτερικές υπερφυσικές δυνάμεις, ο βασιλιάς των Αχαιών εμφανίζει την πράξη του ως ανεξήγητη, ενώ ο ίδιος παρουσιάζεται ως θύμα των περιστάσεων. Ό,τι έγινε ήταν μοιραίο και αναπόφευκτο να συμβεί, γι᾽ αυτό ο βασιλιάς αξίζει τη συμπάθεια του Αχιλλέα, ο οποίος καλείται να δεχτεί τη συγγνώμη του.

Σε μιαν ανάλογη περίπου μετανιωμένη θέση με του Αγαμέμνονα βρέθηκε κάποτε η Ελένη στην Τροία. Στην Οδύσσεια διηγείται στον Τηλέμαχο, που μαζί με τον φίλο του Πεισίστρατο επισκέπτεται τον Μενέλαο στη Σπάρτη για να μάθει νέα σχετικά με τον πατέρα του, τη διείσδυση του μεταμφιεσμένου Οδυσσέα μέσα στην Τροία. Αφού ο πολύτροπος ήρωας έσφαξε πολλούς εχθρούς, γύρισε στο στρατόπεδο των Αχαιών, γνωρίζοντας πλέον καλά τον τόπο των Τρώων. Αν και η Ελένη ήταν η μόνη που αναγνώρισε τον μεταμφιεσμένο Οδυσσέα, κράτησε το στόμα της κλειστό. Σε αντίθεση μάλιστα προς τις άλλες Τρωαδίτισσες που, βλέποντας την ανελέητη σφαγή των Τρώων, ξέσπασαν σε ολολυγμούς, η ίδια χαιρόταν μέσα της, γιατί είχε, λέει, πλέον αλλάξει γνώμη (δ 259-263):

Τσίριξαν τότε οι άλλες Τρωαδίτισσες· όμως εμένα γέμισε χαρά
η καρδιά μου· γιατί είχα αλλάξει μέσα μου, ήθελα πια
σπίτι μου να γυρίσω μετανιωμένη για την τύφλα μου
[ἄτην], που μου τη φόρτωσε
η Αφροδίτη· όταν με πήρε να με φέρει εδώ, μακριά
απ᾽ τη γλυκιά πατρίδα μου και χωρισμένη από τη θυγατέρα μου,
από την κάμαρή μου, τον νόμιμο άντρα μου.


Όπως ο Αγαμέμνονας, έτσι και η Ελένη, δίχως να αρνείται ρητά την προσωπική της ευθύνη, ομολογεί ότι εγκατέλειψε την πατρίδα και τους δικούς της υπό την επίδραση της ἄτης, που της τη φόρτωσε αυτή τη φορά η θεά Αφροδίτη. Όπως και στην περίπτωση του Αγαμέμνονα, μια σκανδαλώδης ενέργεια, που θα μπορούσε να υποκινήσει την αποδοκιμασία των άλλων, υποβαθμίζεται και, καθώς παρουσιάζεται επιβεβλημένη αναίτια και από ανώτερες υπερφυσικές δυνάμεις στις οποίες δεν μπορεί κανείς να αντισταθεί, απαιτεί την κατανόηση και τη συμπάθεια.

Η απολογητική στάση του Αγαμέμνονα και της Ελένης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και υποκριτική, με την έννοια ότι ο βασιλιάς και η ηρωίδα αναζητούν άλλοθι για ό,τι έπραξαν, και ότι τα όσα υποστηρίζουν αποτελούν προφάσεις «εν αμαρτίαις». Όμως, το γεγονός ότι και τα δύο πρόσωπα αναγνωρίζουν τις καταστροφικές συνέπειες των πράξεών τους και απολογούνται γι᾽ αυτές, δείχνει ότι έχουν συναίσθηση της προσωπικής τους ευθύνης, επειδή μόνον όσοι είναι υπεύθυνοι για τις πράξεις τους μπορούν να αναγνωρίσουν σε ποιες, εξαιρετικές πάντοτε, περιπτώσεις δεν μπόρεσαν να κρατηθούν ελέγχοντας τις δυνάμεις τους.

Εξάλλου, τη συνεργασία των θεών και της ἄτης την επικαλούνται όχι μόνο στους λόγους τους οι θνητοί, αλλά την αναφέρει και ο ποιητής στην Ιλιάδα. Τη στιγμή που ο Απόλλωνας αφοπλίζει χτυπώντας πισώπλατα τον Πάτροκλο, το μυαλό του ήρωα θόλωσε, κυριεύτηκε ξαφνικά από την ἄτην και του παρέλυσαν τα μέλη (Π 805). Εύκολα έτσι ο ήρωας βάλλεται πρώτα από τον Εύφορβο και εξοντώνεται ύστερα από τον Έκτορα. Το ότι αυτή την εξήγηση δίνει για τον θάνατο του Πατρόκλου ο ποιητής σημαίνει ότι θέλει έτσι, και όχι διαφορετικά, να προσληφθεί η έκβαση του δραματικού αυτού επεισοδίου.

Το πώς χρησιμοποιείται βέβαια από τα πρόσωπα των επών η θεόσταλτη ή μη ἄτη είναι υποκειμενικό ζήτημα, το οποίο εκμεταλλεύεται ο ποιητής δημιουργώντας ειρωνικούς υπαινιγμούς και αντιθετικούς παραλληλισμούς. Έτσι, αν η θεόσταλτη από τον Δία ἄτη υποστηρίζει σταθερά την απολογία του Αγαμέμνονα, από τον Αχιλλέα χρησιμοποιείται ως κατηγορία εναντίον του βασιλιά των Αχαιών. Στην πρώτη ιλιαδική ραψωδία, χολωμένος ο ήρωας από την άπληστη συμπεριφορά του βασιλιά των Αχαιών, ζητάει μέσω της μητέρας του Θέτιδας την παρέμβαση του Δία προς βλάβη των Αχαιών, προκειμένου να συνειδητοποιήσει ο Αγαμέμνονας την τύφλωσή του, την ἄτην του, που ατίμασε τον άριστο των Αχαιών (Α 412). Όταν όμως ο Αχιλλέας ακούει τη συγγνώμη του Αγαμέμνονα, καθώς έχει εφαρμοστεί πλέον η ολέθρια βουλή του Δία, συμφωνεί με την απολογητική στάση του και ρίχνει και αυτός το φταίξιμο της εμφυλιακής έριδας στον Δία (Τ 270-273):

Δία πατέρα, αλήθεια μεγάλες συμφορές [ἄτας] δίνεις στους ανθρώπους· αλλιώς ποτέ δε θα άναβε ο γιος του Ατρέα το θυμό βαθιά στα στήθη μου, ούτε και θα έπαιρνε την κόρη με τόσο πείσμα χωρίς να το θέλω εγώ.

Όσο για την ἄτην της Ελένης, φαίνεται ότι η φήμη της έχει φτάσει μέχρι την Ιθάκη. Την επικαλείται ακόμη και η Πηνελόπη, απολογούμενη κατά κάποιον τρόπο στον Οδυσσέα για την ψυχρή υποδοχή που του επεφύλαξε, καθώς, μετά τη μνηστηροφονία, θέλησε να τον δοκιμάσει πρώτα για να τον αποδεχθεί ως σύζυγό της (ψ 222-223):

Ένας θεός την έσπρωξε [την Ελένη] στην άσεμνή της πράξη·
η άτη που τυφλώνει δεν ήταν στην ψυχή της εξαρχής
.

Αν η θεόσταλτη ἄτη της Ελένης την οδήγησε στην προδοσία του συζύγου της Μενελάου, τότε για την Πηνελόπη η κόρη του Δία δεν είναι η ίδια μόνο ένοχη που ξελογιάστηκε και έσμιξε με τον αλλοδαπό Πάρη. Στην ίδια παγίδα θα μπορούσε πάντως να πέσει και η βασίλισσα της Ιθάκης· γι᾽ αυτό και πήρε τα μέτρα της, ζητώντας τα απαραγνώριστα σημάδια από τον Οδυσσέα. Έτσι η ἄτη της Ελένης για ό,τι έπραξε επιστρατεύεται από την Πηνελόπη, για να εξηγήσει στον άντρα της τι θα μπορούσε η ίδια να πράξει, αν δεν ήταν επιφυλακτική και καχύποπτη απέναντι στους ξένους της.

Πρόκλος: Ο μεγάλος Νεοπλατωνικός που σημάδευσε το Μεσαίωνα και την Αναγέννηση

Ο σημαντικότερος φιλόσοφος της νεοπλατωνικής σχολής των Αθηνών κατά τον πέμπτο αιώνα, ακάματος υπομνηματιστής του Πλάτωνα και των Χαλδαϊκών λογίων, θεουργός, ποιητής, μαθηματικός, αστρονόμος και, κυρίως, απαράμιλλος συστηματοποιητής. Τα έργα του καθόρισαν τον τρόπο πρόσληψης της πλατωνικής φιλοσοφίας μέχρι και την Αναγέννηση.

Βίος και έργα

Χάρη στη αγιολογική βιογραφία Πρόκλος ἢ περὶ εὐδαιμονίας που συνέθεσε ο μαθητής του Μαρίνος γνωρίζουμε αρκετά στοιχεία για τη ζωή και την προσωπικότητα του σημαντικότερου εκπροσώπου της νεοπλατωνικής σχολής των Αθηνών κατά τον πέμπτο αιώνα, του Πρόκλου.

Ο Πρόκλος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 412 από γονείς εθνικούς με καταγωγή από τη Λυκία. Μετά από σπουδές ρητορικής, αριστοτελικής λογικής και μαθηματικών στην Αλεξάνδρεια, ο Πρόκλος έφτασε στην Αθήνα, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, για να σπουδάσει φιλοσοφία. Σχολάρχης της νεοπλατωνικής σχολής των Αθηνών ήταν τότε ο Πλούταρχος ο Αθηναίος, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από την προικισμένη φύση του νέου και προθυμοποιήθηκε να του διδάξει το Περί ψυχής του Αριστοτέλη και τον Φαίδωνα του Πλάτωνα. Μετά τον θάνατο του Πλουτάρχου το 432, την ηγεσία της σχολής ανέλαβε ο Συριανός, ο οποίος άσκησε βαθιά και μόνιμη επιρροή στην φιλοσοφική ανέλιξη του Πρόκλου . Από τον Πλούταρχο και τον Συριανό ο Πρόκλος μυήθηκε στην και πείστηκε για την εσωτερική συμφωνία της διδασκαλίας του Ορφέα, του Πυθαγόρα και των Χαλδαϊκών λογίων με την φιλοσοφία του Πλάτωνα. Μετά τον θάνατο του Συριανού το 437, ο Πρόκλος έγινε, σε ηλικία μόλις είκοσι πέντε ετών, ο επικεφαλής της σχολής: εξ ου και το προσωνύμιο διάδοχος (ενν. του Πλάτωνα) που συνοδεύει το όνομά του στα χειρόγραφα των έργων του.

Στην αρχηγία της σχολής ο Πρόκλος έμεινε μέχρι τον θάνατό του το 485. Κατά τη διάρκεια αυτής της πεντηκονταετούς σχεδόν σταδιοδρομίας ο Πρόκλος αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί από την Αθήνα για ένα χρόνο προκειμένου να αποφύγει επιθέσεις χριστιανών (Πρ. 15.14-35).

Στο αυστηρό καθημερινό πρόγραμμα του Πρόκλου περιλαμβάνονταν προσευχές στον ανατέλλοντα, μεσουρανούντα και δύοντα ήλιο, πέντε ή και περισσότερες φιλοσοφικές διαλέξεις, σεμινάρια, συζητήσεις με μαθητές και άλλα μέλη της σχολής, καθώς και συγγραφή επτακοσίων γραμμών υπομνηματιστικού ή συστηματικού κειμένου (Πρ. 22.29-37).

Από την τεράστια συγγραφική παραγωγή του Πρόκλου διαθέτουμε σήμερα περίπου το ένα τρίτο: πέντε υπομνήματα σε πλατωνικούς διαλόγους (στον Αλκιβιάδη [έως το 116b], στον Κρατύλο [έως το 407c, σωζόμενο αποσπασματικά], στον Παρμενίδη [έως το 142a], στην Πολιτεία [διάφορες αυτόνομες μελέτες για θέματα όπως η σχέση φιλοσοφίας και ποίησης, η αλληγορία του σπηλαίου, ο μύθος του Ηρός, κ.λπ.] και στον Τίμαιο [έως το 44d]), ένα υπόμνημα στο πρώτο βιβλίο των Στοιχείων του Ευκλείδη, τέσσερα συστηματικά έργα (Στοιχείωσις θεολογική, Πλατωνική θεολογία, Στοιχείωσις φυσική, Ὑποτύπωσις ἀστονομικῶν ὑποθέσεων), διάφορα μικρά πονήματα (για την πρόνοια, τη μοίρα, το κακό, τη θεουργία, κ.λπ.) και επτά ύμνους σε θεούς. Τα πλατωνικά υπομνήματα του Πρόκλου που έχουν απολεσθεί αφορούσαν τον Γοργία, τον Θεαίτητο, τον Σοφιστή, το Συμπόσιο, τον Φαίδρο, τον Φαίδωνα, και τον Φίληβο. Αξίζει, τέλος, να μνημονευθεί ένα (επίσης χαμένο αλλά, κατά τις μαρτυρίες, ογκωδέστατο) υπόμνημα στα Χαλδαϊκά λόγια.

Τα πλατωνικά υπομνήματα

Ως υπομνηματιστής ο Πρόκλος ακολουθούσε την αρχή του Ιάμβλιχου που έλεγε ότι κάθε πλατωνικός διάλογος διαθέτει ένα και μόνον σκοπόν. Μέσα από αυτό το πρίσμα ο Πρόκλος, σε ηλικία είκοσι οκτώ ετών, ερμήνευσε ολόκληρο τον Τίμαιο, συμπεριλαμβανομένου και του πρώτου περί Ατλαντίδος και ορθής πολιτείας μέρους, ως έργο φυσιολογίας. Στο ίδιο πνεύμα και ακολουθώντας μια πλέον μακρά νεοπλατωνική παράδοση, ο Πρόκλος είδε στον Παρμενίδη την πλήρη αποτύπωση της πλατωνικής θεολογίας (που σήμαινε στην ιδιόλεκτό του θεολογία και μεταφυσική συνάμα). Σύμφωνα με την ερμηνεία που είχε εγκαινιάσει ο Πλούταρχος και επεξεργαστεί ο Συριανός, ο Πρόκλος θεώρησε ότι στο δεύτερο μέρος του διαλόγου οι πέντε πρώτες συναγωγές ισχύουν πραγματικά, καθώς αναφέρονται σε διακριτά επίπεδα ύπαρξης (από το Εν έως ύλη), ενώ οι επόμενες τέσσερις συναγωγές αποτελούν εις άτοπον απαγωγές (Εις Παρμ. 1058.17-1064.14).

Γενικά, στα υπομνήματά του ο Πρόκλος είναι πολύ μεθοδικός. Πριν παρουσιάσει την δική του ερμηνεία εκθέτει τις γνώμες των προγενεστέρων για να καταλήξει στην άποψη του δασκάλου του Συριανού την οποία επικυρώνει με όσα κατάλληλα επιχειρήματα μπορεί να βρει. Στόχος του δεν είναι μόνον η κατάδειξη της δογματικής συνέπειας που διαπερνά όλους τους πλατωνικούς διαλόγους αλλά και η απόλυτη σχέση αυτής της συνεπούς διδασκαλίας με την αλήθεια της πραγματικότητας. Παράλληλα, σταθερό μέλημα του Πρόκλου είναι η κατάδειξη της συμφωνίας που έχουν τα λεγόμενα του Πλάτωνα, αν ερμηνευθούν σωστά, με τις ορφικές θεογονίες, την ομηρική και ησιόδεια θεολογία και τη διδασκαλία των Χαλδαϊκών λογίων.

Τα συστηματικά έργα

Από τα συστηματικά έργα του Πρόκλου ξεχωρίζουν δύο: η Στοιχείωσις θεολογική, που θα μπορούσε ελεύθερα να αποδοθεί ως “Αλφαβητάρι μεταφυσικής”, και η Πλατωνική θεολογία.

Στο πρώτο, πιθανόν νεανικό έργο που αναθεωρήθηκε αργότερα, ο Πρόκλος παρουσιάζει ολόκληρο το μεταφυσικό του σύστημα αρθρωμένο σε 211 προτάσεις, καθεμία από τις οποίες αποδεικνύεται με βάση στοιχειώδη αξιώματα της λογικής. Το έργο είναι δομημένο κατά το πρότυπο των Στοιχείων του Ευκλείδη και θυμίζει μορφικά τη μεταγενέστερη Ηθική του Σπινόζα. Για πρώτη φορά ένας φιλόσοφος της αρχαιότητας συστηματοποίησε με μαθηματικό τρόπο – ή, όπως συνηθίζουμε να λέμε, more geometrico – τη μεταφυσική θεωρία του. Το πρωτότυπο αυτό έργο αποτελεί την καλύτερη εισαγωγή στη φιλοσοφία του Πρόκλου. Αξίζει να παραθέσουμε την πρώτη πρόταση με την απόδειξή της (Στ. Θεολ. 1):

Πρόταση: Κάθε πλήθος μετέχει με κάποιο τρόπο στο ένα. Απόδειξη: Αν το πλήθος δεν μετέχει με κανένα τρόπο στο ένα, τότε ούτε το όλο πλήθος θα είναι ένα ούτε καθένα από τα πολλά από τα οποία αποτελείται, αλλά και το καθένα από αυτά θα είναι πλήθος, και αυτό θα συμβαίνει επ’ άπειρον, και το καθένα από αυτά τα άπειρα θα είναι εκ νέου ένα άπειρο πλήθος. Γιατί, αν το πλήθος δεν μετέχει με κανένα τρόπο σε κανένα ένα, ούτε συνολικά ως όλον ούτε επιμεριστικά με καθένα από τα μέλη του, τότε θα είναι εντελώς άπειρο κατά πάντα. Γιατί, όποιο κι αν πάρεις από τα πολλά, αυτό θα είναι είτε ένα είτε όχι ένα. Και αν δεν είναι ένα, τότε θα είναι είτε πολλά είτε τίποτε. Αλλά, αν το καθένα είναι τίποτε, τότε και το σύνολο θα είναι τίποτε. Κι αν το καθένα είναι πολλά, τότε το καθένα θα αποτελείται από άπειρες φορές άπειρα. Αυτά όμως είναι αδύνατα. Γιατί ούτε κανένα ον αποτελείται από άπειρες φορές άπειρα πράγματα (αφού από το άπειρο δεν υπάρχει κάτι περισσότερο, ενώ το σύνολο είναι περισσότερο από το καθένα μέλος του), ούτε είναι δυνατό να συντεθεί κάτι από το τίποτε. Συνεπώς, κάθε πλήθος μετέχει με κάποιον τρόπο στο ένα.

Η Πλατωνική θεολογία, αντιθέτως, είναι έργο της ωριμότητας και συνοψίζει όλη την υπομνηματιστική εργασία που είχε κάνει ο Πρόκλος στους πλατωνικούς διαλόγους. Στο εκτενέστατο αυτό σύγγραμμα όλες οι εκ πρώτης όψεως ασήμαντες μνείες θεών και δαιμόνων που βρίσκουμε στους πλατωνικούς διαλόγους συντίθενται σε ένα μεγαλειώδες θεολογικό και μεταφυσικό σύστημα απορροής, στο οποίο αυτοτελείς νοητές οντότητες (ενάδες, νόες και ψυχές) ταυτίζονται με παραδοσιακές θεότητες του ελληνισμού και παρουσιάζονται να κατέχουν συγκεκριμένες θέσεις στην πολυεπίπεδη ιεραρχική δομή που παράγεται εσχάτως από την κορυφή του υπερούσιου Ενός. Με τον τρόπο αυτό, η παλαιά μυθολογία των ορφικών, ομηρικών και ησιόδειων θεών εναρμονίζεται με την αφηρημένη περί αρχών σκέψη που ανέπτυξε ο ύστερος νεοπλατωνισμός και το χάσμα μεταξύ παραδοσιακής θρησκείας και θεωρητικής φιλοσοφίας τείνει να γεφυρωθεί ολοσχερώς. Στη φιλόδοξη αυτή σύνθεση του Πρόκλου ενσωματώνονται συνειδητά τόσο οι συμβολικές εικόνες των πυθαγορείων μαθηματικών όσο και οι θεουργικές θεοφάνειες (Πλ. Θεολ. Ι.4, 20.1-20 Saffrey-Westerink):

Αυτοί που μιλούν για τα θεϊκά πράγματα μέσω ενδείξεων (δι᾽ ἐνδείξεως) (1) μιλούν είτε συμβολικά και μυθικά (1.1), είτε μέσω εικόνων (1.2), ενώ από όσους φανερώνουν τις σκέψεις τους χωρίς προκάλυμμα (ἀπαρακαλύπτως) (2), άλλοι εκφράζονται επιστημονικά (κατ᾽ ἐπιστήμην) (2.1) και άλλοι σύμφωνα με την έμπνευση που στέλνουν οι θεοί (κατὰ τὴν ἐκ θεῶν ἐπίνοιαν)(2.2). Ο πρώτος τρόπος, αυτός που προτίθεται να ανακοινώσει τα θεία μέσω συμβόλων (1.1), ανήκει στον Ορφέα και είναι γενικότερα ταιριαστός σε αυτούς που γράφουν τους μύθους των θεών, ενώ ο τρόπος των εικόνων (1.2) ανήκει στον Πυθαγόρα γιατί και τα μαθηματικά οι πυθαγόρειοι τα ανακάλυψαν για να τους υπενθυμίζουν τα θεία και προσπαθούσαν μέσω αυτών ως εικόνων να μεταβαίνουν σ’ εκείνα. Από την άλλη μεριά, ο ένθεος τρόπος (ἐνθεαστικῶς), που εκφαίνει την ίδια την αλήθεια των θεών αυτή καθ᾽εαυτή (2.1), εμφανίζεται κατ᾽ εξοχήν στους πιο τέλειους θεουργούς (παρὰ τοῖς ἀκροτάτοις τῶν τελεστῶν) – γιατί αυτοί δεν θεωρούν σωστό να παρουσιάζουν στους μαθητές τους τις θεϊκές τάξεις ή τις ιδιότητες των θεών μέσω κάποιων παραπετασμάτων (διὰ δή τινων παραπετασμάτων) αλλά εξαγγέλλουν τόσο τις δυνάμεις όσο και τις σειρές των θεών εμπνεόμενοι από τους ίδιους τους θεούς. Ο τρόπος, τέλος, ο επιστημονικός (κατ᾽ ἐπιστήμην) (2.2) βρίσκει το αποκορύφωμά του στη φιλοσοφία του Πλάτωνα.

Η φιλοσοφία του Πρόκλου βασίζεται στις τριαδικές αρχές ιαμβλίχειου νεοπλατωνισμού τις οποίες ο ίδιος συστηματοποιεί και εξελίσσει περαιτέρω. Χαρακτηριστικό είναι το τρίπτυχο “ἀμέθεκτον-μετεχόμενον-μετέχον” με το οποίο ο Πρόκλος θέλει να υπογραμμίσει τόσο την υπερβατικότητα των νοητών υποστάσεων όσο και τον απαθή τρόπο με τον οποίο σχετίζονται αιτιακά με τα αισθητά. Επίσης χαρακτηριστικό είναι το τρίπτυχο “μονή” με το οποίο ο Πρόκλος, ακολουθώντας ουσιαστικά τον Πλωτίνο, δείχνει τη διαλεκτική διαδικασία απομάκρυνσης των αιτιατών από τα αίτιά τους, τη σχετική αυτονόμησή τους, και την επιθυμία τους να επιστρέψουν στις ρίζες της ύπαρξής τους και έτσι να “σωθούν”.

Ιστορική σημασία

Η ιστορική επίδραση του Πρόκλου υπήρξε μεγάλη. Η Στοιχείωσις θεολογική μεταφράστηκε τον ένατο αιώνα στα αραβικά και από τα αραβικά, δύο αιώνες αργότερα, στα λατινικά (υπό τον τίτλο Liber de causis = Περί αιτίων) ως έργο του Αριστοτέλη που δήθεν συμπληρώνει τα Μετά τα Φυσικά. Ενδεδυμένη την αριστοτελική αυθεντία η Στοιχείωσις θεολογική πέρασε στη Δύση και επηρέασε σημαντικά τη σχολαστική θεολογία του Μεσαίωνα.

Από την άλλη μεριά, εμπνεόμενος από το πολυεπίπεδο φιλοσοφικοθεολογικό σύστημα του Πρόκλου ο άγνωστος συντάκτης των λεγόμενων “αρεοπαγιτικών” συγγραμμάτων δημιούργησε για τη χριστιανική θεολογία μια ιεραρχία του νοητού κόσμου αντίστοιχη με αυτήν που κατασκεύασε ο Πρόκλος για τον εθνικό ελληνισμό. Με τον τρόπο αυτό, η διαμεσολαβημένη από τον πρόκλειο νεοπλατωνισμό φιλοσοφία του Πλάτωνα μπολιάστηκε στον κορμό της Ορθόδοξης Ανατολής. Ωστόσο, ο Πρόκλος ήταν και από πρώτο χέρι γνωστός στο Βυζάντιο. Λόγιοι όπως ο Μιχαήλ Ψελλός, ο Νικόλαος Μεθώνης, ο Γεώργιος Παχυμέρης και ο καρδινάλιος Βησσαρίων γνώριζαν άμεσα το έργο του Πρόκλου και επηρεάστηκαν από αυτό.

Αργότερα, οι αναβιωτές του πλατωνισμού στην ιταλική Αναγέννηση θεώρησαν τον Πρόκλο ως αυθεντικό ερμηνευτή της πλατωνικής σκέψης. Μόνον η νεωτερική αυτονόμηση των πλατωνικών διαλόγων από τις ερμηνευτικές διαστρεβλώσεις των επιγόνων οδήγησε σταδιακά στην απαξίωση του Πρόκλου ως ερμηνευτή του Πλάτωνα. Σήμερα, ο Πρόκλος μελετάται περισσότερο ως εμβληματική μορφή της όψιμης αρχαιότητας και ως ιστορική πηγή για τον ύστερο νεοπλατωνισμό παρά ως αυθεντικός εκφραστής της πλατωνικής σκέψης. Η αξία του, ωστόσο, ως αυτόνομου στοχαστή πλέον προβάλλεται. Ο Χέγκελ είχε ήδη θαυμάσει τη διαλεκτική της προόδου και της ἐπιστροφῆς του συστήματός του.

Δεν μπορώ και δεν θέλω, να ξεγελάω τον χρόνο

Μεγαλώνω, ωριμάζω και ναι, γερνάω. Δεν μπορώ να ξεγελάσω τον χρόνο, θα’ναι, σαν να προσπαθώ να ξεγελάσω εμένα.
Μεγαλώνω, ωριμάζω και ναι, γερνάω, μα έχω επιλογές.
Έχω δρόμους και μονοπάτια να διαλέξω, έχω συναισθήματα να αποδεχτώ και να επιλέξω.
Μεγαλώνουμε και καθώς η ίδια η ζωή, μας φέρνει αλλαγές, στο σώμα, στο πρόσωπο, στο δέρμα μας, τις μικρές εκείνες γραμμούλες που αρχίζουν να εμφανίζονται στο πρόσωπό μας,
μας πιάνει μια άρνηση, ότι δεν συμβαίνει σε εμάς και ότι ΑΝ τυχόν ποτέ συμβεί, θα είμαστε η εξαίρεση των πάντων.
Ότι δεν θα πέσει η απόδοσή μας πουθενά και ότι η αντοχή μας σωματικά αλλά και ψυχικά,
θα μένει εκεί άμεμπτη.
Μεγαλώνουμε και δεν έχουμε την δύναμη να παγώσουμε τον χρόνο.
Μεγαλώνουμε και καθώς όλη εκείνη η αίγλη των νιάτων μας προσπερνά, κάτι άλλο μένει..
και λέγεται ουσία.
Όχι, δεν μου ήρθε ξαφνικά να σου μαυρίσω την ψυχούλα εσένα που με διαβάζεις, μα αντίθετα, να σε κάνω να νιώσεις, πόσο τυχερός είσαι που είσαι εδώ στο σήμερα και έχεις επιλογές παρά το γεγονός πως μεγαλώνεις.
Έχεις την επιλογή, να ακολουθείς την ωρίμανσή σου, επιλέγοντας ποιοτικότερο χρόνο με ανθρώπους που αξίζουν τον χρόνο σου, γιατί ναι, το μεγαλύτερο δώρο που μπορούμε να κάνουμε και να μας κάνουν, είναι ο χρόνος.
Ο χρόνος που αφιερώνουμε σε οτιδήποτε κάνουμε.
Έχεις την επιλογή, να επιλέγεις την δημιουργία, το γέλιο, μια αγκαλιά, ένα τραγούδι, έναν ρυθμό, ένα επιτραπέζιο, μια βόλτα, ένα χάδι, μια ταινία και να ωριμάζεις παρέα με αυτά.
Έχεις βέβαια και την επιλογή, να ξενυχτάς μέχρι το πρωί.
Έχεις την επιλογή να επιλέγεις την συντροφικότητα παρέα με κανα δυο καλούς φίλους, ή φοβούμενος το μεγάλωμα να αλλάζεις συντρόφους που θα επιβεβαιώνουν την λάμψη σου ξανά και ξανά.
Έχεις την επιλογή να δίνεις τα χρήματά σου σε botox για να καθυστερήσεις τον χρόνο,
ή σε αδέσποτα που σε μαθαίνουν να αγαπάς.
Έχεις επιλογή να αποδεχτείς την αλλαγή και με την ροή να αφεθείς, ή να κάνεις άρνηση, να προβάλλεις αντίσταση και να κάνεις τον εαυτό σου μόνιμο εχθρό, γιατί σου χαλάει την εικόνα.
Έχεις την επιλογή να ευαισθητοποιείσαι και να γίνεσαι όλο και πιο ανθρώπινος μεγαλώνοντας,
ή να μένεις πεισματικά το τρομερό 2χρονο που κάνεις την ζωή σου δύσκολη με τα τερτίπια σου.
Μεγαλώνουμε λοιπόν, ναι και κάποιοι, δεν είναι καν τυχεροί να το προλάβουν αυτό.
Ας είμαστε συνειδητοί με τις επιλογές μας, τα θέλω μας, τί διαλέγουμε να κάνουμε με τον χρόνο μας που είναι τόσο πολύτιμος.
Πώς πού και με ποιους θέλουμε να περάσουμε αυτόν τον χρόνο, που μπορεί να φέρνει μαζί του ρυτίδες, χαλάρωση και καταστροφή τρόποντινά της εικόνας μας, μα φέρνει επίσης μαζί του αν το επιλέξουμε και αξίες, πλούτο ψυχικό, σοφία, αγάπη για τα όλα όσα ζούμε, ευγνωμοσύνη και καλή καρδιά.
Είναι λίγη και λήγει η ζωή μας, μα είναι στο χέρι μας, να δίνουμε το ομορφότερο νόημα σε κάθε στιγμή, σε κάθε ερμηνεία, σε κάθε ηλικία, σε κάθε πρόκληση, σε κάθε κατάσταση.
Να είμαστε καλά μέσα μας, γιατί αυτό το έρμο το μέσα, φτιάχνει και το έξω μας σε οποιαδήποτε ηλικία.

Θρησκεία και Ψυχιατρική

Πιστεύω ότι αυτοί οι εξαιρετικοί ισχυρισμοί απαιτούν εξαιρετικές αποδείξεις – και λέγοντας αυτό εννοώ αποδείξεις πέραν του απλού βιώματος, το οποίο, όπως γνωρίζουν οι ψυχοθεραπευτές, είναι εύθραυστο, επισφαλές, ευμετάβλητο και εξαιρετικά ευεπηρέαστο.

«Οι εκπληκτικές θεωρίες είναι ότι εσείς, οι χαρές σας, οι λύπες σας, οι αναμνήσεις σας και οι φιλοδοξίες σας, η αίσθηση της ελεύθερης βούλησής σας, δεν είναι στην πραγματικότητα παρά η συμπεριφορά μιας τεράστιας συνάθροισης νευρικών κυττάρων και των μορίων που συνδέονται μ΄αυτά» -Francis Crick

Η θρησκεία είναι μια αλήθεια που εκφράζεται με ψεύδη, αλληγορίες και μύθους - Σοπενάουερ

Αλλά όταν οι κοντόφθαλμοι θρησκευτικοί δάσκαλοι είτε παρανοούν την αλληγορία και τη μεταφορά, θεωρώντας τες ιστορική αλήθεια, είτε επιλέγουν συνειδητά να τις διδάξουν μ’ αυτό τον τρόπο και ν’ αντικαταστήσουν κάθε μορφή λογικής σκέψης με την βιβλική αυθεντία, κινδυνεύουν να μας αποξενώσουν.

Η δυνατότητα για πίστη είναι ισχυρότερη στην παιδική ηλικία.

Συγκρίσεις ανάμεσα στην υπαρξιακή ψυχοθεραπεία και τη θρησκευτική παρηγοριά… Κατά μια έννοια είναι ξαδέρφια, έχουν τους ίδιους προγόνους και τις ίδιες μέριμνες. Μοιράζονται μια κοινή αποστολή: διακονούν την απόγνωση που είναι εγγενής στην ανθρώπινη μοίρα.

Το πένθος μας φέρνει αντιμέτωπους όχι μόνο με την απώλεια αλλά και με την δική μας θνητότητα.

Η σκέψη, το συναίσθημα και η συμπεριφορά του ατόμου γεννιούνται από δυνάμεις που βρίσκονται μέσα του σε σύγκρουση. -Φρόυντ

Αν επιτρέψουμε στον εαυτό μας να παραμερίσει ή να βάλει σε παρένθεση τις καθημερινές έγνοιες της ζωής του και ν’ αναλογιστεί βαθύτερα τη θέση του μέσα στο σύμπαν, τότε αγγίζουμε αναπόφευκτα τις βαθιές δομές της ύπαρξης. Τέσσερις έσχατες έγνοιες, …σχετίζονται πολύ στενά με την ψυχοθεραπεία: ο θάνατος, η μοναξιά, η ανάγκη νοήματος και η ελευθερία.

…και κανένας άνθρωπος δεν είναι άτρωτος στις εγγενείς τραγωδίες της ύπαρξης.

Η θρησκεία ξεπροβάλλει ως θεμελιώδης προσπάθεια του ανθρώπινου γένους να καθησυχάσει το άγχος της ύπαρξης.

Αντί να έχουμε δημιουργηθεί από θεούς, εμείς δημιουργούμε θεούς με την ανακούφισή μας και όπως έχουν τονίσει οι φιλόσοφοι από τις απαρχές του ανθρώπινου λόγου, τους δημιουργούμε καθ’ ομοίωσίν μας.

Ένα από τα κύρια έργα της ζωής μας είναι να επινοήσουμε έναν σκοπό αρκετά στέρεο για να στηρίξει μια ολόκληρη ζωή.

Ακόμα και τώρα τώρα, δεν ξέρω τί θέλω να κάνω όταν μεγαλώσω.

Πολλοί φοβούνται την ανία. Ακόμη και η παραμικρή υποψία ανίας τους στέλνει ξανά πίσω στο παιχνίδι.

Είναι καλύτερα να μην κυνηγά κανείς επί τούτου ένα νόημα για τη ζωή του αλλά να το αφήνει να αναδυθεί μέσα από την αυθεντική και την ουσιαστική συμμετοχή, από την καταβύθιση σε μια ενασχόληση που μας διευρύνει, μας γεμίζει και μας κάνει να υπερβούμε τον εαυτό μας.

Ξέρω πως είμαστε όλοι πλοία που ταξιδεύουμε στο σκοτάδι κι ότι ο καθένας από μας είναι ένα πλοίο μοναχικό, είναι όμως τόσο ανακουφιστικό να βλέπεις τα φώτα των γειτονικών πλοίων να σκαμπανεβάζουν πλάι σου.

Ο Jaspers περιέγραψε ως κύριο όχημα την «οριακή εμπειρία», μια κεραυνοβόλα μη αναστρέψιμη εμπειρία που μετακινεί το άτομο από μια καθημερινή σε μια πιο αυθεντική διάθεση. Απ’ όλες τις πιθανές οριακές εμπειρίες η αντιπαράθεση με το θάνατο είναι η πιο ισχυρή.

Παρόλο που η σωματική διάσταση του θανάτου μας καταστρέφει, η ιδέα του θανάτου μπορεί να μας σώσει.

Η απατηλή πίστη στο υπερφυσικό, όχι η έλλειψη πίστης, είναι που θα μας καταστρέψει.

Εκείνοι που νιώθουν ότι έχουν ζήσει πλούσια τη ζωή τους ότι έχουν εκπληρώσει τις δυνατότητές τους και τον προορισμό τους, βιώνουν λιγότερο πανικό μπροστά στο θάνατο.

Πώς θα γίνετε από «αόρατοι», ανίκητοι!

Στην επαγγελματική σύσκεψη αμέτρητες ιδέες κατακλύζουν τον νου σας, παρόλα αυτά διστάζετε να τις εκφράσετε. «Και αν δεν αρέσουν ή, ακόμη χειρότερα, αν οι προϊστάμενοί μου τις επικρίνουν;» σκέφτεστε και παραμένετε σιωπηλοί. Στις κοινωνικές εκδηλώσεις παρατηρείτε από μια γωνιά τους υπόλοιπους καλεσμένους να διασκεδάζουν με την ψυχή τους. Πόσο θα θέλατε να χορέψετε μαζί τους! Εάν αμέτρητες φορές ευχηθήκατε να μπορούσατε να γίνετε αόρατοι, προκειμένου να χαθείτε ανενόχλητοι μέσα στο πλήθος τότε πιθανότατα να αποτελείτε μέλος μιας μυστικής κοινότητας για την οποία κανείς δεν μιλά, παρά το γεγονός ότι εκπροσωπείται από περίπου τον μισό παγκόσμιο πληθυσμό: της κοινότητας των συνεσταλμένων.

Βγείτε από τη σκιά του εαυτού σας

Πώς θα σας φαινόταν η ιδέα να απεγκλωβιστείτε από τις περιοριστικές σας πεποιθήσεις, πραγματοποιώντας εκείνη την υπέρβαση που θα μεταμορφώσει την ποιότητα της καθημερινότητάς σας; Να βγείτε από τη σκιά του εαυτού σας και να διεκδικήσετε όσα ακριβώς ονειρεύεστε. Δεν σας ζητά να αποτινάξετε κάθε στοιχείο της προσωπικότητά σας αλλά, αντίθετα, σας ενθαρρύνει να αποδεχτείτε όλες τις πλευρές σας, ξεπερνώντας τις πτυχές τις συστολής που σας κρατούν πίσω και αξιοποιώντας τις θετικές εκφάνσεις της. Είστε λοιπόν έτοιμοι να αποκτήσετε όσα αποτελεσματικά εργαλεία θα συμβάλλουν στην αλλαγή σας φυσικά και εύκολα;

Αποκωδικοποιήστε την έννοια της συστολής

Παρότι δεν υπάρχει κάποιος σαφής ορισμός, σε γενικές γραμμές η συστολή ταυτίζεται με την τάση του ατόμου να νιώθει περίεργα και αμήχανα σε καινούργιες και άβολες καταστάσεις, φοβούμενο πως οι τρίτοι το κρίνουν και το παρατηρούν. Προσέξτε όμως: η συστολή δεν συνεπάγεται απαραίτητα χαμηλή αυτοπεποίθηση, καθώς είναι απολύτως πιθανόν να έχετε εμπιστοσύνη στις ικανότητές σας αλλά συγχρόνως να ντρέπεστε να σας δουν ή να σας ακούσουν οι άλλοι.

Ήσασταν όμως πάντοτε λιγάκι πιο συνεσταλμένοι από τους γύρω σας; Πιθανότατα ναι αφού επιστήμονες που παρατήρησαν χαριτωμένα χνουδωτά γατάκια και μικροσκοπικά πιθηκάκια κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η συστολή συνιστά μέρος της προσωπικότητας ενώ σύμφωνα με μελέτη του 2021 που διεξήχθη από την Κάθι Μαντσίνι, στο Πανεπιστήμιο ΜακΜάστερ του Καναδά, το 49% των παιδιών με γονείς που υπέφεραν από κοινωνικό άγχος εκδήλωσαν τελικά κάποιο είδος αγχώδους διαταραχής. Οι ειδικοί συνδέουν τη συστολή με ένα ευαίσθητο νευρικό σύστημα, ευάλωτο σε απειλές και συγκρούσεις, ωστόσο εσείς καθόλου δεν είναι απαραίτητο να προσκολληθείτε στην ταμπέλα των γενετικών σας τάσεων.

Η έμφυτη επιθυμία αυτοσυντήρησης σας στερεί τη ζωή

Ασφαλώς, η συστολή προκαλεί ποικίλες δυσκολίες στην καθημερινότητά σας: O φόβος, οι ανησυχίες και οι αρνητικές σκέψεις συχνά σας καταβάλουν. Πείθετε τον εαυτό σας πως αδυνατείτε να ανταπεξέλθετε σε μια δημόσια ομιλία και έτσι αισθάνεστε την αναπνοή σας κοφτή και τους μύες του κορμιού σας σφιγμένους. Πιθανότατα σας είναι δύσκολο να χαλαρώσετε ενώ η ψιλοκουβέντα σας φαίνεται αλλόκοτη και το φλερτ αμήχανο. Στον χώρο εργασίας σας αποφεύγετε να εκθέτετε τα επιχειρήματά σας, δυσκολεύεστε να διεκδικήσετε μια αύξηση ή μια προαγωγή. Με λίγα λόγια: κρύβεστε συνεχώς, χάνοντας τη μοναδική ευκαιρία να βιώσετε τη ζωή σας στο έπακρο.

Στην πραγματικότητα, βέβαια, η συστολή προέρχεται από την έμφυτη επιθυμία σας για αυτοσυντήρηση. Ενδεχομένως οι γονείς σας να υπήρξαν αυταρχικοί, φιμώνοντάς σας σε κάθε προσπάθεια έκφρασης ή μπορεί η παιδική σας ηλικία να σφραγίστηκε από ένα τραυματικό γεγονός ή μια αρνητική σχολική εμπειρία. Ωστόσο, όσο συνεχίζετε να αναπαράγετε τα μοτίβα του παρελθόντος, το υποσυνείδητο αναλαμβάνει τα ηνία, σαμποτάροντας την επιτυχία σας. Για να το καταλάβετε καλύτερα, σκεφτείτε το υποσυνείδητο ως ένα πεισματάρικο άλογο και τη συνείδησή σας ως έναν αναβάτη. Θέλετε να εκθέσετε τις ιδέες σας στη σύσκεψη, εντούτοις φαντάζεστε πως αποτυγχάνετε παταγωδώς. Και έτσι ο φόβος σας επαληθεύεται!

Εντοπίστε τους συμμάχους σας

Μπορείτε να συνεχίσετε να υποθέτετε πως είστε ανάξιοι των προσδοκιών σας και να κρύβεστε κάτω από τη βολική σας κουβέρτα. Τι συμβαίνει όμως αν διαθέτετε δεξιότητες και ταλέντα που λαχταράτε να μοιραστείτε με τον κόσμο; Σε αυτή την περίπτωση χρειάζεται καταρχάς να κατανοήσετε πως η ζωή δεν συνιστά έναν διαρκή αγώνα. Κάνετε κάθε στιγμή το καλύτερο που μπορείτε και στο τέλος της ημέρας σημασία δεν έχει η δόξα που αποκτάτε αλλά η γνώση πως ό,τι πράττετε επηρεάζει τα άτομα και τα πράγματα που έχουν αληθινή σημασία για εσάς.

Και πώς θα σας φαινόταν αν στο εξής ο στόχος σας δεν αφορούσε τη νίκη αλλά τη συνεργασία με όσους σας ευχαριστεί να περνάτε χρόνο, δουλεύοντας μαζί τους προς έναν κοινό σκοπό; Όταν ο κοινός σκοπός υπερισχύει των ατομικών φιλοδοξιών, τότε ενισχύετε την άνεση και την ασφάλειά σας και συνεπώς αυξάνετε τις πιθανότητές σας να ευδοκιμήσετε. Εντοπίστε λοιπόν τους δικούς σας συμμάχους, που σας φωτίζουν και σας εμψυχώνουν και ανατρέψτε τα δεδομένα.

Αποδεχτείτε τη συστολή σας

Αποδεχτείτε τη συστολή σας. Παρατηρήστε την, διαχειριστείτε την και βρείτε το θάρρος να την εκφράσετε. Φέρτε την στο προσκήνιο και τότε και οι άλλοι θα αντιληφθούν πως δεν είναι οι μόνοι που αισθάνονται έτσι. Εξάλλου, η ευαλωτότητα και η ειλικρίνεια συνιστούν δείγματα γενναιότητας και όχι αδυναμίας. Δείτε τη συστολή σας σαν μια κρυφή πόρτα προς το μεγαλείο και περάστε το κατώφλι της σπηλιάς, για να συνδεθείτε με τα ταλέντα και τα χαρίσματά σας.

Αντί να επιτρέπετε σε εσφαλμένες σκέψεις να κυβερνούν το πεπρωμένο σας, αποδεχτείτε πως δεν θα αρέσετε ποτέ σε όλους και στρέψτε την προσοχή σας στα συναρπαστικά εγχειρήματα και τους καλύτερους ανθρώπους που σας περιμένουν εκεί έξω. Καταστρώστε μια λίστα με άτομα ή πράγματα για τα οποία νοιάζεστε. Ποιον ή τι μπορείτε να αποκλείσετε από τη λίστα σας;

Φερθείτε καλά στον εαυτό σας, δημιουργώντας μια αίσθηση άνεσης και ασφάλειας, ικανή να ενδυναμώσει τη σωματική και συναισθηματική σας σιγουριά: φροντίστε να περιβάλλεστε από υποστηρικτικούς ανθρώπους, προτιμήστε ρούχα σε απαλές υφές, μετατρέψτε το σπίτι σας σε γλυκό καταφύγιο, επεκτείνετε τη συνείδησή σας.

Προπονήστε το πανίσχυρο θηρίο μέσα σας

Προπονήστε εκείνο το πανίσχυρο θηρίο που υπάρχει μέσα σας, βοηθώντας σας να γίνετε από αόρατοι ανίκητοι. Γιατί η συστολή συνιστά μια δύναμη που κάνει τη ζωή όχι μόνο πιο δύσκολη αλλά και πιο ενδιαφέρουσα, αφού ισοδυναμεί με τον ίδιο τον αγώνα σας για εξέλιξη. Πώς αισθανθήκατε, για παράδειγμα, όταν επιτέλους αποκτήσατε το θάρρος να μιλήσετε σε μια συνάντηση;

Αγκαλιάσετε το χάος μέσα σας. Αντί να παλεύετε μέσα στον φόβο σας, αναπροσαρμόστε τον. Πείτε στον εαυτό σας «Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά από ενθουσιασμό, όχι από τρόμο» πριν από το ραντεβού σας. Αλλάξτε την ιστορία γύρω από τη συστολή σας, καταγράφοντας τις άπειρες μαγικές σας ικανότητες σε μια λίστα: Σκέφτεστε εις βάθος, διαθέτετε φαντασία, είστε θρύλοι της ακρόασης και πιστοί φίλοι ενώ επιλέγετε την δράση έναντι της φλυαρίας. Δεν είναι υπέροχα όλα τα παραπάνω;

Κάντε ένα βήμα τη φορά, πραγματοποιώντας το δικό σας ήσυχο πραξικόπημα. Μην αφήνετε πλέον τους άλλους να μιλούν για εσάς ή να σας διακόπτουν. Κυνηγήστε τις τολμηρές φιλοδοξίες σας. Ανακαλύψτε τι σας ενθουσιάζει και δεσμευτείτε σε αυτό. Εκφράστε το δυνατά, μοιραστείτε το με αυτούς που εμπιστεύεστε. Έπειτα, σπάστε τον στόχο σας σε μικρότερα κομμάτια και πλημμυρίστε από ευτυχία για κάθε ορόσημο που κατακτάτε.

Άλλωστε, κάθε μικρή σας συνήθεια που επαναλαμβάνεται θα σας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη νέα Ντροπαλή και Δυνατή εκδοχή σας.

Πως λειτουργεί η θετική σκέψη

Η θετική σκέψη είναι μια έννοια ευρέως χρησιμοποιούμενη, που όπως όλες οι έννοιες έχει…κάποια ιδιαίτερη έννοια για τον καθένα μας.

Μερικοί πιστεύουν ότι είναι συνώνυμο της υπεραισιοδοξίας, άλλοι της αισιοδοξίας, άλλοι της πίστης, άλλοι της αυτοπεποίθησης, άλλοι της ουτοπίας, άλλοι της δύναμης κτλ.

Οι περισσότεροι όμως συμφωνούν ότι έχει εκπληκτικά αποτελέσματα στην ζωή μας.

Η θετική μας σκέψη, ως αντίδραση σε ένα συγκεκριμένο γεγονός, μπορεί να είναι διαφορετική για τον καθένα μας, ανάλογα με τον τρόπο σκέψης που έχουμε υιοθετήσει. Για παράδειγμα, όταν ψάχνουμε τα θετικά μιας αρνητικής κατάστασης («ουδέν κακό, αμιγές καλού») καθένας μας μπορεί να αναφέρει διαφορετικά πράγματα. Βρίσκοντας τα στοιχεία που εμείς θεωρούμε θετικά σε μια αρνητική κατάσταση, μπορούμε στην συνέχεια να εστιαστούμε σε αυτά και να δράσουμε αναλόγως. Αν καταφέρουμε να το κάνουμε αυτό, βοηθάμε τον εαυτό μας να ξεπεράσει ευκολότερα την αρνητική κατάσταση, να ξεκολλήσει από το παρελθόν, να αισθανθεί καλύτερα και να δράσει πιο αποτελεσματικά για ένα καλύτερο μέλλον.

Στην ουσία έχοντας θετική σκέψη, ανοίγουμε την πόρτα στα θετικά συναισθήματα, τα οποία μας βοηθούν να διευρύνουμε τον ορίζοντα της σκέψης μας και τις επιλογές μας, με αποτέλεσμα να νιώθουμε δυνατότεροι και να αντιμετωπίζουμε τις καταστάσεις με αποτελεσματικό και θετικό τρόπο, ώστε να έχουμε και θετική έκβαση. Για τον λόγο αυτό ισχύει η ευρέως χρησιμοποιούμενη ρήση: «δεν έχει σημασία τι σου συμβαίνει αλλά πως το αντιμετωπίζεις»!

Για παράδειγμα, η απώλεια της εργασίας μας, μπορεί να αποβεί καταστροφική για μερικούς από μας, οι οποίοι θα βυθιστούμε στην θλίψη και την απογοήτευση και για κάποιους άλλους από εμάς να αποδειχτεί ότι καλύτερο θα μπορούσε να μας συμβεί, καθώς εστιαστήκαμε στα θετικά της κατάστασης και εξερευνήσαμε τις επιλογές μας: να αναδείξουμε τα ταλέντα μας, να πιάσουμε μια καλύτερη δουλειά, να ανοίξουμε μια δική μας δουλειά, ή να κάνουμε οτιδήποτε άλλο θέλαμε, τώρα που είχαμε χρόνο, όπως να έρθουμε πιο κοντά με τα παιδιά μας κτλ. Το γεγονός ήταν το ίδιο για όλους μας : χάσαμε την δουλειά μας. Ο τρόπος όμως που αντιμετωπίσαμε το γεγονός, έκανε την διαφορά. Αυτό που μερικοί μπορεί να ονομάζουμε τύχη, τις περισσότερες φορές οφείλεται στην θετική αντιμετώπιση των καταστάσεων.

Η θετική αντιμετώπιση των καταστάσεων προϋποθέτει την θετική σκέψη. Για να είναι αποτελεσματική η θετική σκέψη πρέπει να συνοδεύεται από θετικά συναισθήματα. Αν η θετική σκέψη, μας προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα, ή αισθανόμαστε ότι μας στρεσάρει το γεγονός ότι πρέπει να βρούμε απαραιτήτως τα θετικά μια άσχημης κατάστασης, τότε η θετική σκέψη δεν λειτουργεί, γιατί πολύ απλά δεν είναι η δική μας σκέψη, αλλά μια επιβαλλόμενη σκέψη.

Η θετική σκέψη για να λειτουργήσει πρέπει να είναι δική μας, ή να την ασπαζόμαστε πλήρως, ώστε να μας δημιουργεί θετικά συναισθήματα. Αν προσπαθούμε να επιβάλλουμε στον εαυτό μας έναν θετικό τρόπο σκέψης, που όμως δεν μας ταιριάζει και δεν μας δημιουργεί θετικά συναισθήματα, τότε η «υποτιθέμενη θετική μας σκέψη», δεν λειτουργεί και το καταλαβαίνουμε, γιατί δεν νιώθουμε θετικά. Έχει παρατηρηθεί ότι η πίεση να σκεφτούμε θετικά μπορεί να φέρει το αντίθετο αποτέλεσμα, αν μας στρεσάρει, γιατί η αποτελεσματικότητα της θετικής σκέψης κρύβεται στην γνησιότητα της! Μόνο η γνήσια, η δική μας θετική σκέψη μπορεί να μας προκαλέσει θετικά συναισθήματα. Η επιβαλλόμενη ή η ψεύτικη θετική σκέψη μπορεί να μας κάνει ακόμη και να αγανακτήσουμε, επειδή δεν καταφέρνουμε τίποτα, όσο «θετικά» και αν σκεφτούμε.

Δεν μπορούμε με τίποτα να κοροϊδέψουμε τον εαυτό μας, με επιφανειακά θετικές σκέψεις, όταν βαθιά μέσα μας έχει ριζώσει η αμφιβολία και το άγχος. Κριτήριο για το αν η θετική σκέψη μας είναι γνήσια και ειλικρινής είναι τα συναισθήματα μας. Όταν νιώθουμε καλά και θετικά, τότε η θετική μας σκέψη είναι γνήσια και θα μας βοηθήσει. Όταν δεν νιώθουμε καλά, τότε η θετική μας σκέψη δεν είναι γνήσια και δεν θα καταφέρει να μας βοηθήσει.

Για το λόγο αυτό, πρέπει πρώτα να εστιαστούμε στον γενικότερο τρόπο σκέψης που έχουμε και να προσπαθήσουμε να τον αλλάξουμε, εάν βλέπουμε ότι δεν φέρνει αποτελέσματα ή είναι σε γενικές γραμμές αρνητικός και στην συνέχεια να προσπαθήσουμε να εστιαστούμε στα θετικά στοιχεία των γεγονότων και να προχωρήσουμε με γνήσια πλέον θετική σκέψη.

Για παράδειγμα, αν πιστεύουμε ότι τα όλα τα σκυλιά είναι επικίνδυνα και θα μας επιτεθούν, τότε δεν είναι δυνατόν συναντώντας ένα σκυλί στον δρόμο μας να σκεφτούμε πραγματικά θετικά για την κατάσταση αυτή! Βαθιά μέσα μας ο φόβος θα καθορίσει την αντίδρασή μας και η θετική σκέψη θα «πάει περίπατο»! Η θετική σκέψη δεν λειτούργησε, γιατί δεν ήταν γνήσια, δεν μας προκάλεσε θετικά συναισθήματα, αλλά φοβόμασταν!

Συμπερασματικά, η θετική σκέψη για να λειτουργήσει θετικά, θα πρέπει να είναι γνήσια. Κριτήριο της γνησιότητας της, είναι τα συναισθήματα μας. Αν λοιπόν δυσκολευόμαστε να σκεφτούμε θετικά για κάτι, ας μην πιέζουμε τον εαυτό μας να το κάνει. Είναι προτιμότερο να ασχοληθούμε με τον γενικότερο τρόπο σκέψη μας για το θέμα και να συλλέξουμε όσο περισσότερα στοιχεία γίνεται για το θέμα αυτό και να δουλέψουμε με τον εαυτό μας, να τον αγαπήσουμε, πριν του επιβάλλουμε την επιφανειακά θετική σκέψη, η οποία δεν συνοδεύεται από θετικά συναισθήματα και αψηφά τα προσωπικά μας όρια.

Η γνήσια θετική σκέψη προκαλεί θετικά συναισθήματα, τα οποία μας βοηθούν να έχουμε θετική γλώσσα σώματος και να δρούμε θετικά, εκπέμποντας θετική ενέργεια, η οποία διαχέεται στο περιβάλλον μας και το επηρεάζει θετικά, με αποτέλεσμα να μας συμβαίνουν θετικά γεγονότα! Τα θετικά γεγονότα καταγράφονται στο υποσυνείδητο μας ως θετικές εμπειρίες με αποτέλεσμα να επηρεάζουν θετικά τον τρόπο σκέψης μας, για παρόμοιες καταστάσεις. Με τον τρόπο αυτό αυξάνεται η αρχική θετική μας σκέψη για τις καταστάσεις αυτές, τα θετικά μας συναισθήματα γίνονται πιο έντονα και βαθιά, με αποτέλεσμα η γλώσσα του σώματος μας να είναι ακόμη πιο θετική και η θετική μας ενέργεια πιο ισχυρή επηρεάζοντας το περιβάλλον όλο και πιο θετικά, επιτυγχάνοντας ακόμη περισσότερα θετικά γεγονότα!

Όσο πιο πολλές φορές καταφέρνουμε κάτι θετικό, τόσο περισσότερο η θετική μας σκέψη δυναμώνει και τα έντονα θετικά συναισθήματα μετατρέπονται σιγά- σιγά σε πίστη στον εαυτό μας, σε αγάπη για τον εαυτό μας και σε δύναμη! Τότε, η θετική ενέργεια μας πλημμυρίζει και νιώθουμε ικανοί να καταφέρουμε τα πάντα! Η γνήσια θετική σκέψη, λοιπόν μας δίνει δύναμη να δράσουμε και ιδέες για να πετύχουμε!

Γιατί κάποιοι μισούν σε τέτοιο βαθμό τον ευεργέτη τους ώστε να επιθυμούν να τον βλάψουν;

Ο Λα Ροσφουκό περιέγραφε τρεις συμπεριφορές που εκδηλώνονται απέναντι στην ευεργεσία. Κάποιοι είναι ευγνώμονες, παρατηρεί ο Γάλλος στοχαστής του 17ου αιώνα, κάποιοι άλλοι είναι αχάριστοι και, τέλος, κάποιοι κάνουν συνειδητά κακό στον ευεργέτη τους ακριβώς επειδή τους ευεργέτησε. Αν οι δύο πρώτες συμπεριφορές είναι συνήθεις, η τρίτη, πιο σπάνια, παρουσιάζει φιλοσοφικό και πολιτικό ενδιαφέρον.

Μπορεί κάποιος να μην αναγνωρίσει την οφειλή του απέναντι στον ευεργέτη του, να μην ανταποδώσει ή να μη θεωρήσει καν ότι έχει ευεργετηθεί. Αλλά γιατί να τον μισήσει σε τέτοιο βαθμό που να προσπαθήσει να τον βλάψει; Γιατί κάποιοι εκλαμβάνουν την καλοσύνη ως προσβολή; Τι είναι αυτό που αντί να κινητοποιήσει μέσα τους τη συμπάθεια και την ευγνωμοσύνη κινητοποιεί τον φθόνο και το μίσος; Ο Λα Ροσφουκό απαντά: η αλαζονεία και η φιλαυτία.

Η λογική της ευεργεσίας, και πολύ περισσότερο της αγαθοεργίας, προϋποθέτει την υλική, κοινωνική ή και ηθική απόσταση ανάμεσα στον ευεργέτη και στον ευεργετούμενο. Η ευεργεσία, όταν δεν είναι απλή εξυπηρέτηση ή χάρη, έχει τη ρίζα της στη γενναιοδωρία, εκπορεύεται από το είναι του ανθρώπου του ικανού για μεγάλα και σημαντικά έργα, τα οποία ελάχιστοι είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν. Προϋποθέτει, εν ολίγοις, ανωτερότητα και ασυμμετρία, κάτι που αποδέχεται ο ευεργετούμενος όταν εκφράζει την ευγνωμοσύνη του. Επομένως, το συναίσθημα αυτό είναι η έμμεση αναγνώριση της ανωτερότητας του άλλου και της άνισης σχέσης ανάμεσα στον γενναιόδωρο και στον αποδέκτη της γενναιοδωρίας. Αυτήν ακριβώς την ανισότητα απορρίπτουν με βδελυγμία όσοι φθονούν και μισούν τον ευεργέτη τους, αποζητώντας την ταπείνωσή του με σκοπό την αποκατάσταση της ισότιμης σχέσης ανάμεσα στους δύο.

Ο δημοκρατικός άνθρωπος, έγραφε ο Τοκβίλ, διακατέχεται από άσβεστο πάθος για ισότητα. Ο εξισωτισμός, χαρακτηριστικό της δημοκρατικής εποχής, βρίσκεται στον αντίποδα της ευγνωμοσύνης, η οποία, θα έλεγε κανείς, είναι ένα βλαβερό συναίσθημα για τη δημοκρατία, εφόσον μέσα της επιβιώνει ο σπόρος της ανισότητας. Σε μια πραγματική δημοκρατία, η αγαθοεργία των πλουσίων, αντί να οδηγήσει στην ευγνωμοσύνη των φτωχών και στην κοινωνική ειρήνη, θα προκαλούσε επανάσταση. Στη δημοκρατική κοινωνία, το ευγενές αυτό συναίσθημα διαποτίζεται αναγκαστικά από το αγοραίο πνεύμα. Γράφει ο Λα Ροσφουκό: «Η ευγνωμοσύνη λειτουργεί όπως η καλή πίστη των εμπόρων: συντηρεί το εμπόριο. Και δεν πληρώνουμε, επειδή είναι δίκαιο να ξεχρεώσουμε, αλλά για να βρούμε πιο εύκολα ανθρώπους για να μας δανείσουν».

Αυτές οι ανάγκες δεν μπορούν να ικανοποιηθούν παρά μόνο από άλλα ανθρώπινα πλάσματα

ΚΑΛΕΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Κάθε τελική ανάλυση των διαπροσωπικών σχέσεων (π.χ., φιλία, γάμος κ.λπ.) δείχνει (1) ότι οι βασικές ανάγκες μπορούν να ικανοποιηθούν μόνο διαπροσωπικά και (2) ότι η ικανοποίηση αυτών των αναγκών είναι αυτή ακριβώς για την οποία έχουμε πει ότι είναι το βασικό θέραπευτικό «φάρμακο» συγκεκριμένα, η παροχή ασφάλειας, αγάπης, αίσθησης του ανήκειν, αισθήματος αξίας και αυτοσεβασμού.

Κατά την πορεία της ανάλυσης των ανθρώπινων σχέσεων, θα βρεθούμε αναπόφευκτα αντιμέτωποι με την ανάγκη, καθώς και τη δυνατότητα, διαφοροποίnans των καλών σχέσεων από τις ανεπαρκείς. Μια τέτοια διαφοροποίηση μπορεί να γίνει πολύ γόνιμα βάσει του βαθμού ικανοποίησης των βασικών αναγκών που προκαλείται από τις σχέσεις. Μια σχέση φιλίας, γάμος, σχέση γονιού-παιδιού- θα οριζόταν λοιπόν (με περιορισμένο τρόπο) ως ψυχολογικά καλή στο βαθμό που υποστηρίζει βελτιώνει την αίσθηση του ανήκειν, την ασφάλεια και τον αυτοσεβασμό (και, εν τέλει, την αυτοπραγμάτωση) και κακή στο βαθμό που δεν το κάνει.

Αυτές οι ανάγκες δεν μπορούν να ικανοποιηθούν από τα δέντρα, τα βουνά ή έστω και από τους σκύλους. Μόνο από άλλα ανθρώπινα πλάσματα μπορούμε να πάρουμε πλήρως ικανοποιητικό σεβασμό, προστασία και αγάπη, και μόνο σε άλλα ανθρώπινα πλάσματα μπορούμε να τα δώσουμε αυτά στον πληρέστερο βαθμό. Αυτά ακριβώς είναι που δίνουν ο ένας στον άλλον καλοί φίλοι, καλά ζευγάρια, καλοί γονείς και παιδιά, καλοί δάσκαλοι και μαθητές. Αυτή ακριβώς είναι η ικανοποίηση που επιζητούμε από κάθε καλή ανθρώπινη σχέση οποιουδήποτε είδους. Και ακριβώς αυτή η ικανοποίηση αναγκών είναι οι sine qua non προϋποθέσεις για την παραγωγή καλών ανθρώπων, το οποίο, με τη σειρά του, είναι ο τελικός (αν όχι ο άμεσος) στόχος κάθε ψυχοθεραπείας.

ΦΙΛΙΕΣ Ν’ ΑΓΑΠΑΣ ΚΑΙ Ν’ ΑΓΑΠΙΕΣΑΙ

Αν πάρουμε λοιπόν τις καλές φιλίες (μεταξύ συζύγων, γονιού και παιδιού ή γενικά μεταξύ δυο ανθρώπων) σαν πρότυπα για τις καλές διαπροσωπικές σχέσεις και τις εξετάσουμε λίγο πιο προσεκτικά, βρίσκουμε ότι προσφέρουν πολύ περισσότερη ικανοποίηση ακόμη κι από εκείνη για την οποία έχουμε ήδη μιλήσει. Η αμοιβαία ειλικρίνεια, η εμπιστοσύνη, η εντιμότητα και η απουσία αμυντικότητας, μπορούν όλα να θεωρηθούν ότι έχουν, πέρα από την ονομαστική τους αξία, μια πρόσθετη αξία έκφρασης, κάθαρσης, απελευθέρωσης. Μια σωστή σχέση επιτρέπει επίσης την έκφραση ενός υγιούς ποσοστού παθητικότητας, χαλάρωσης, παιδιάστικης και «χαζοχαρούμενης συμπεριφοράς, αφού δεν υπάρχει κίνδυνος, και αφού αγαπιόμαστε και είμαστε σεβαστοί γι’ αυτό που είμαστε και όχι για οποιοδήποτε προσωπείο φοράμε ή για οποιοδήποτε ρόλο παίζουμε μπορούμε να είμαστε όπως πραγματικά είμαστε, αδύναμοι όταν νιώθουμε αδύναμοι, προστατευμένοι όταν νιώθουμε μπερδεμένοι, παιδιά όταν θέλουμε να αποτινάξουμε τις ευθύνες του ενηλίκου. Επιπλέον, μια καλή σχέση βελτιώνει την ενόραση ακόμη και με τη φροϋδική έννοια, γιατί καλός φίλος ή σύζυγος είναι κάποιος που αισθάνεται αρκετά ελεύθερος να προσφέρει το ισοδύναμο των αναλυτικών ερμηνειών για να το εξετάσουμε,

Επίσης, δεν έχουμε ακόμα μιλήσει αρκετά γι’ αυτό που μπορεί επομένως να ονομαστεί εκπαιδευτική αξία μιας καλής ανθρώπινης σχέσης. Επιθυμούμε όχι μόνο να είμαστε ασφαλείς και ν΄ αγαπιόμαστε, αλλά και να γνωρίζουμε όλο και περισσότερα, να ικανοποιούμε την περιέργειά μας, να ξεδιπλώνουμε κάθε περιτύλιγμα και να ξεκλειδώνουμε κάθε πόρτα. Πέρα απ’ αυτό, πρέπει να λάβουμε επίσης υπόψη μας τις βασικά φιλοσοφικές μας παρορμήσεις να δομήσουμε τον κόσμο, να τον καταλάβουμε βαθιά και να τον κάνουμε να έχει νόημα. Παρόλο που μια καλή φιλία ή μια σχέση γονιού-παιδιού θα πρέπει να προσφέρει πολλά σ’ αυτόν τον τομέα, αυτού του είδους η ικανοποίηση επιτυγχάνεται ή πρέπει να επιτυγχάνεται σε έναν ιδιαίτερο βαθμό σε μια καλή θεραπευτική σχέση.

Τέλος, είναι καλό να πούμε δυο λόγια σχετικά με το προφανές (και συνεπώς παραμελημένο) γεγονός ότι το να αγαπάς είναι εξίσου μεγάλη απόλαυση με το να αγαπιέσαι.” Η ανοιχτή παρόρμηση για τρυφερότητα αναστέλλεται εξίσου αυστηρά στον πολιτισμό μας όσο και οι σεξουαλικές και οι εχθρικές παρορμήσεις – ίσως και περισσότερο (Sunric). Η ανοιχτή έκφραση της τρυφερότητας επιτρέπεται σε εξαιρετικά λίγες σχέσεις, ίσως μόνο σε τρεις: στο ζεύγος γονιός-παιδί, στο ζεύγος παππούς/γιαγιά-εγγόνι, και σε παντρεμένα ζευγάρια και ερωτευμένους. Ακόμα και σ’ αυτές τις σχέσεις, ξέρουμε πόσο εύκολα μπορεί να στραγγαλιστεί και να αναμειχθεί με αμηχανία, ενοχή, αμυντικότητα, παίξιμο ρόλου και πάλη για κυριαρχία.

Δεν έχει τονιστεί αρκετά ότι μια καλή σχέση επιτρέπει, καλή και ενθαρρύνει, την ανοιχτή λεκτική έκφραση των παρορμήσεων της αγάπης και της τρυφερότητας. Μόνο σε μια τέτοια σχέση (καθώς και σε διάφορες ομάδες προσωπικής ανάπτυξης») οι παρορμήσεις αυτές θεωρούνται δεδομένες και καθαρίζονται συνειδητά από τις μη υγιείς προσμείξεις τους.

Στωικισμός: Τι σημαίνει ελευθερία;

Η στωική φιλοσοφία ξεκίνησε στην Ελλάδα στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. Οι ιδρυτές της ήταν μετανάστες από την ανατολική Μεσόγειο στην Αθήνα, η οποία δεν ήταν πλέον μία ακμαία δημοκρατία, αλλά ένα κράτος υποτελές στο βασίλειο της Μακεδονίας. Η απώλεια της πολιτικής αυτονομίας εκφραζόταν στη φιλοσοφία στην Αθήνα μέσω μίας εσωστρέφειας στην εστίαση επί των ηθικών ζητημάτων. Ούτε ο στωικισμός ούτε ο επικουρισμός, η άλλη εξέχουσα ελληνιστική σχολή, συνδεόταν στενά με την πολιτική θεωρία όπως είχαν κάνει οι προκάτοχοί τους Πλάτων και Αριστοτέλης. Επίκεντρο του πολιτικού ενδιαφέροντος των νεαρότερων φιλοσόφων δεν ήταν η πολιτική και η νομοθεσία, αλλά η προσωπική ευημερία και αυτοβελτίωση. Αυτή η στροφή προς την ενδοσκόπηση καθίσταται ιδιαίτερα εμφανής από τον τρόπο που η στωική σκέψη αντιμετώπισε εξαρχής την ελευθερία και τη δουλεία ως κυρίαρχους ηθικούς και ψυχολογικούς παρονομαστές παρά ως δείκτες κοινωνικής θέσης.

Σύμφωνα με τον Ζήνωνα, τον πρωταρχικό επικεφαλής της στωικής σχολής, η ελευθερία είναι αποκλειστικό προνόμιο όσων είναι σοφοί, ενώ οι κατώτεροι άνθρωποι, που αποτελούν και την πλειονότητα, δεν είναι μόνο ανόητοι αλλά και δούλοι.

Μία πρώτη αντίδραση σε αυτόν τον ισχυρισμό θα μπορούσε να περιλαμβάνει την έκπληξη απέναντι στον πνευματικό ελιτισμό του και στην αναισθησία του όσον αφορά τη δεινή κατάσταση ανθρώπων που υπήρξαν αρκετά άτυχοι ώστε να υποδουλωθούν με την κυριολεκτική έννοια. Αλλά τώρα σκεφθείτε με πόσο ριζοσπαστικό τρόπο ο ισχυρισμός του Ζήνωνα, σε μια οικονομία που βασιζόταν στη δουλεία, θέτει υπό αμφισβήτηση την αξιολόγηση των ανθρώπων με κριτήριο τον συμβατικό διαχωρισμό δουλεία/ ελευθερία.

Αν η σοφία είναι το αληθινό κριτήριο της ελευθερίας, τότε το κύριο βάρος της δουλείας μετατοπίζεται από έξω προς τα μέσα, από το σωματικό στο πνευματικό επίπεδο, και πηγή ελευθερίας είναι η φιλοσοφία και όχι η χειραφέτηση. Σύμφωνα με αυτή την αδιάλλακτη διδασκαλία, είμαστε υποδουλωμένοι αν αφεθούμε σε οτιδήποτε μπορεί να σταθεί εμπόδιο, είτε επειδή το σώμα μας μας απογοητεύει , είτε επειδή τα πάθη και τα συναισθήματά μας μάς έχουν κυριεύσει είτε επειδή συνδέουμε την ευημερία μας με πράγματα που εξαρτώνται από άλλους – ανθρώπους , περιουσία, δημοτικότητα ή απλώς τύχη.

Στο περίφημο δοκίμιό του “Δύο έννοιες της ελευθερίας”, ο Αϊζάια Μπερλίν διέκρινε μεταξύ της “αρνητικής” έννοιας της ελευθερίας από τον εξαναγκασμό (όπου δεν εμπλέκονται άλλοι) και της “θετικής” έννοιας της ελευθερίας να είμαστε ή να ζούμε όπως επιλέγουμε (αυτοέλεγχος ή αυτοδιάθεση).

Για τον Επίκτητο αυτές οι δύο έννοιες προσεγγίζουν τόσο πολύ η μία την άλλη, ώστε η μία συνεπάγεται την άλλη, όπως μπορούμε να δούμε στο ακόλουθο απόσπασμα:

Κύριος κάποιου είναι όποιος έχει την εξουσία να παρέχει ή να στερεί όσα θέλει ή δεν θέλει ο άλλος. Όποιος λοιπόν θέλει να είναι ελεύθερος, να μην επιθυμεί ή να μην αποφεύγει, ό,τι εξαρτάται από τους άλλους.

Διαφορετικά, θα είναι εξ ανάγκης δούλος. (Εγχειρίδιον 14)

Θα μπορούσαμε να ξαναγράψουμε τη δεύτερη πρόταση κάπως έτσι: “Όποιος επιθυμεί να είναι ελεύθερος από εξαναγκασμό, θα πρέπει να περιορίσει τις επιθυμίες και τις απέχθειές του σε πράγματα στα οποία έχει τον απόλυτο έλεγχο”.

Πώς μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι αυτή η επιλογή είναι καλή για εμάς και για εκείνους τους οποίους συναναστρεφόμαστε; Γιατί να είμαστε αυτόνομοι αντί να ακολουθούμε κάποιο σύστημα πανάρχαιων αρχών; Πώς μπορούμε να ξέρουμε τι θα επιλέξουμε;

Η απάντηση σε αυτές τις ερωτήσεις μας επαναφέρει στη “σοφία” του Ζήνωνα ως την ουσία της ελευθερίας.

Η λέξη σοφία, στη συνήθη χρήση της, μπορεί να καλύπτει οποιοδήποτε είδος γνώσης, που κυμαίνεται από την πρακτική δεξιοτεχνία όπως η ξυλουργική ως την αφηρημένη γνώση όπως η γεωμετρία. Σε όλες τις περιπτώσεις, η σοφία σημαίνει την επιτυχή άσκηση μιας δεξιότητας, και η δεξιότητα που απασχολούσε τον Ζήνωνα και τους στωικούς φιλοσόφους είναι η τέχνη της ζωής.

Μπορούμε να εξηγήσουμε αυτή την τέχνη ως τη γνώση να ζούμε με αρμονία – αρμονία με την ανθρώπινη φύση μας και αρμονία με το κοινωνικό και υλικό περιβάλλον μας.

Το να επιτύχουμε ή να προσπαθήσουμε να επιτύχουμε την κατανόηση είναι έργο της λογικής, και η λογική, σύμφωνα με τον στωικισμό, είναι εκείνο που διακρίνει τους ανθρώπους από τα άλλα ζώα (Διατριβαί 7,8).

Επί τοις παρούσι τον βίον διάπλεκε

«Επί τοις παρούσι τον βίον διάπλεκε» (Ρύθμιζε την ζωή σου σύμφωνα με τις συνθήκες, αρχαίο ρητό).

Από παντού ακούγονται οι σειρήνες της προσαρμογής και της παραίτησης. Τα προβλήματα της ζωής, τα διαφαινόμενα αδιέξοδα κάθε μορφής και η νοοτροπία της ίδιας της κοινωνίας μάς προτρέπουν να υποχωρήσουμε, να παραιτηθούμε και να μην συγκρουστούμε. Όλοι μάς συμβουλεύουν πως ένας μικρός συμβιβασμός και η αναγκαία προσαρμογή στις επιταγές της πραγματικότητας θα μας εξασφαλίσουν ευκολότερα και αποτελεσματικότερα την επιβίωσή μας και ίσως την κοινωνική μας αναγνώριση.

“Αν δεν έχεις τη δύναμη να επιβάλλεις τους δικούς σου όρους στη ζωή, τότε πρέπει να δεχτείς τους όρους που σου προσφέρει αυτή” (Έλιοτ). 

Πόση δύναμη χρειάζεται να αντισταθείς στην παραπάνω προτροπή, που δεν είναι και η μόνη. Δεν χρειάζεται πολύ ο μέσος άνθρωπος για να λιποτακτήσει μπροστά στην προοπτική μιας διαφαινόμενης αποτυχίας και ήττας και μετά να αποπειραθεί να εκλογικεύσει αυτή του την παραίτηση. «Δεν είχα τις αναγκαίες δυνάμεις, ούτε την θέληση να συγκρουστώ με ό,τι με υπερβαίνει».

Αυτή είναι μία από τις πολλές ομολογίες και εξομολογήσεις πολλών ανθρώπων που επιλέγουν την τακτική του ρίψασπη και βολεύονται στην σιγουριά του δοκιμασμένου και στις νίκες εκείνων των μαχών που ποτέ δεν έδωσαν. Γι’ αυτή τους την επιλογή δεν νιώθουν ενοχές, ούτε τύψεις. Τα τυχόν αρνητικά τους συναισθήματα τα απαλύνει το γεγονός πως και η πλειονότητα των ανθρώπων τον ίδιο δρόμο ακολουθεί (κοινωνικός κομφορμισμός).

Η Προσαρμογή

Εξάλλου για πολλούς θεωρείται ικανότητα και ευελιξία η προσαρμογή στην αναγκαιότητα που επιβάλλει η πραγματικότητα και η ζωή. Η κοινωνία επιβραβεύει αυτούς που γνωρίζουν τον τρόπο και τον χρόνο να προσαρμόζονται στις εκάστοτε συνθήκες και στο πλαίσιο που ορίζουν κάποια πρόσωπα. Η κοινωνική ευκαμψία και η προσαρμοστικότητα θεωρούνται ατομικές αρετές και κοινωνικές αξίες.

“Ην δε ικανός αρμόσασθαι και τόπω και χρόνω και προσώπω, και πάσαν περίστασιν αρμοδίως υποκρίνασθαι”(Διογένης Λαέρτιος, Ήταν ικανός να προσαρμόζεται και στο μέρος και στο χρόνο και στο πρόσωπο και σε κάθε περίσταση να υποκρίνεται κατάλληλα).

Ωστόσο και ενάντια στην παραπάνω στάση και βιοθεωρία, υπάρχει και η άποψη πως η παραίτηση, ο συμβιβασμός και η προσαρμογή άνευ όρων στα δεδομένα της ζωής και του κοινωνικού συστήματος υποδηλώνει δειλία και μία ιδεολογική και κοινωνική αποβιταμίνωση του υποκειμένου. Πολλοί θεωρούν πως η τάση-επιλογή του ανθρώπου να βαδίζει παράλληλα και σύμφωνα με τους όρους του συνηθισμένου, του δοκιμασμένου και του κοινωνικά αναγκαίου-επιβαλλόμενου οδηγεί στην νέκρωση και στην απονεύρωση κάθε δημιουργικής δύναμης.

Η αναλογία αυτής της στάσης ζωής με τα νεκρά ψάρια είναι εμφανής και άκρως διδακτική. Το γνωστό σύνθημα “Μόνο τα νεκρά ψάρια πάνε με το ρεύμα” είναι δηλωτικό της απαξίωσης και της αρνητικής αξιολόγησης της προσαρμογής και της παραίτησης ως ατομικών και κοινωνικών συμπεριφορών. Η άκριτη και απόλυτη συμμόρφωση στους κανόνες της κοινωνίας συνοδεύεται από μία παραχάραξη της ιδιαιτερότητας του υποκειμένου που εξαντλείται στις προσπάθειές του να πετύχει το μέγιστο βαθμό προσαρμογής και όχι το επιθυμητό επίπεδο ολοκλήρωσής του.

“Δεν είναι δείγμα υγείας να είσαι καλά προσαρμοσμένος σε μια βαθιά άρρωστη κοινωνία” (Krishnamurti).

Ενάντια στο ρεύμα

Η κοινωνία και ο πολιτισμός εξελίσσονται μόνον από εκείνους που τολμούν να βαδίσουν ενάντια στο ρεύμα και στις βολικές συνήθειες. Ο αγώνας και η αγωνία να αρέσουμε στους άλλους –ως αναγκαία προϋπόθεση της επιβίωσής μας- στο τέλος ούτε τον κόσμο αλλάζει, ούτε και τον εαυτό μας διευκολύνει να εξωτερικεύσει τις δημιουργικές του δυνάμεις. Οι άλλοι θέλουν να μάς βλέπουν συνοδοιπόρους τους στην ακινησία και στην λατρεία του δοκιμασμένου. Έτσι, όμως, ο κόσμος και η κοινωνία βαλτώνουν παραπέμποντας σε αγέλη ομοιόμορφων και απρόσωπων όντων που αδυνατούν να υπερβούν την μετριότητά τους.

“Η συνεχής προσαρμογή με σκοπό να ταιριάζουμε στις επιθυμίες των άλλων, σκοτώνει την Τελειότητα “(Κομφούκιος).

Ωστόσο, αιώνες τώρα, το ερώτημα για την επιθυμητή στάση ζωής παραμένει αναπάντητο, αφού τόσο οι μεγάλοι διανοητές όσο και η λαϊκή σοφία μάς προτρέπουν –συμβουλεύουν διαφορετική στάση ζωής. Η κεκτημένη εμπειρία και τα προσωπικά βιώματα του καθενός καθορίζουν και την γενικότερη στάση μας απέναντι στο δίλημμα: “Προσαρμογή και μία πορεία σύμφωνα με το ρεύμα ή αντίσταση και ενάντια στο ρεύμα”;

“Κατά πως είναι οι καιροί, έτσι και να αρμενίζεις” (Παροιμία) // “Ευτυχία είναι να λικνίζεσαι με το ρεύμα” (Kινέζικη παροιμία).

Η Αλήθεια περί του πρακτέου

Οι παραπάνω παροιμίες, ως απόσταγμα της βιωμένης εμπειρίας των ανθρώπων, κρύβουν μία αλήθεια που ωστόσο δεν είναι αποδεκτή από πολλούς. Κι αυτό γιατί επωάζει τον συντηρητισμό ως προσωπική στάση και κοινωνική συμπεριφορά. Μία στάση και συμπεριφορά, όμως, που δυσκολεύουν την εξέλιξη και την αλλαγή που συνιστούν την κοσμοποιό δύναμη – αρχή του πολιτισμού και του σύμπαντος. Ίσως ο Τζέφερσον ακολουθώντας την Αριστοτελική μεσότητα να μάς συμβουλεύει σωστά.

“ Σε ό,τι αφορά τον τρόπο, πήγαινε με το ρεύμα. Σε ό,τι αφορά τις αρχές, μείνε ακλόνητος σαν βράχος”.

Ίσως-ίσως η μεγάλη αλήθεια της ζωής να κρύβεται στην θέση του Δαρβίνου ως προϊόν έρευνας και επιστημονικής μελέτης:

«Δεν είναι τα πιο δυνατά είδη που επιβιώνουν ή τα πιο έξυπνα, αλλά αυτά που ανταποκρίνονται καλύτερα στις αλλαγές».

Δεν λείπουν, βέβαια, από την ζωή κι εκείνοι οι άνθρωποι που άλλοτε από ιδιοσυγκρασία κι άλλοτε “εκ πεποιθήσεως” βαδίζουν ενάντια στο ρεύμα ακολουθώντας την τακτική της Πέστροφας και κάποιων άλλων ψαριών, όπως του Σολομού, του Κυπρίνου κι άλλων. Είναι οι τολμηροί και οι αντισυστημικοί που αψηφώντας κινδύνους και προβλήματα κάνουν σημαία τους την ανατροπή και τον αντικομφορμισμό. Είναι εκείνοι που δεν αρέσκονται στην θαλπωρή της άνεσης,της σιγουριάς και της ασφάλειας και με εργαλεία την φαντασία και την αδάμαστη τόλμη προκαλούν την ήττα, την αποτυχία και ίσως τον θάνατο. Είναι αυτοί που δεν χωράνε στα στενά πλαίσια του γνωστού μας “ανθρωπάκου”, όπως εύστοχα τον περιέγραψε ο Βίλχελμ Ράιχ.

Ο Νευρωτικός Νους

Ένα μικρό παιδί ήθελε να παίξει στην παραλία με την άμμο. Η μητέρα του, είπε “Όχι! Η άμμος είναι υγρή και θα λερώσεις τα ρούχα σου!”

Ύστερα το παιδί, ήθελε να πάει κοντά στη θάλασσα. Η μητέρα είπε “Όχι, αποκλείεται! Γλιστράει και μπορεί να πέσεις!”

Έπειτα, το παιδί ήθελε να τρέξει στο δρόμο και η μητέρα του είπε “Όχι! Μπορεί να χαθείς στον κόσμο!”

Κατόπιν το παιδί ζήτησε παγωτό, γιατί κάποιος πουλούσε εκεί κοντά. Η μητέρα είπε “Όχι! Γιατί πάντα δημιουργεί προβλήματα στο λαιμό και είναι κακό για την υγεία!”

Κι ύστερα είπε η μητέρα σε κάποιον που στεκόταν εκεί κοντά “Έχεις ξαναδεί πιο νευρωτικό παιδί;”!

Όταν ένα μικρό παιδί γεννιέται, είναι σχεδόν αδύνατον να σκεφτεί κανείς ότι θα μπορέσει να μείνει υγιές, επειδή όλοι γύρω του είναι τρελοί και θα το αναγκάσουν να γίνει όπως αυτοί. Θα σκοτώσουν την ελευθερία του και θα του δημιουργήσουν το αίσθημα ότι κάνει πάντα λάθος. Αναγκάζεται σιγά σιγά να αισθάνεται ότι έχει άδικο. Αυτό δημιουργεί στο παιδί μια καταδίκη, μια αυτοκαταδίκη. Ό,τι και να προτείνει. Ό,τι και να κάνει,του λένε “Όχι!”.

Ο νευρωτικός νους δεν μπορεί να πει “ναι” γιατί ο νευρωτικός νους δεν δίνει ελευθερία στον ίδιο του τον εαυτό.

Μια κριτική ματιά στην τεχνητή νοημοσύνη

Η καθηγήτρια Μαρίζα Σούμαν επέτρεψε σε εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης να σχεδιάσει το μάθημά της χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση. Εν συνεχεία ζήτησε από τις μαθήτριές της να το παρακολουθήσουν και να το αξιολογήσουν.

Η εκπαιδευτικός Μαρίζα Σούμαν μαθαίνει στις μαθήτριές της, στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης, τα πλεονεκτήματα αλλά και τις παγίδες του CHATGPT, του νέου εργαλείου τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ). Στόχος είναι να αναπτύξει στην τάξη μια κριτική θεώρηση της ΑΙ και όχι μια άνευ όρων υιοθέτηση των ευκολιών της.

Πρωτοποριακή μέθοδο διδασκαλίας έχει επιλέξει καθηγήτρια μέσης εκπαίδευσης πληροφορικής σε πρότυπο γυμνάσιο θηλέων του Μπρονξ της Νέας Υόρκης, ζητώντας από τις μαθήτριές της να εξετάσουν τις αδυναμίες των συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης. Στο πείραμά της η καθηγήτρια Μαρίζα Σούμαν επέτρεψε σε εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης, το τσατμπότ CHATGPT, σχεδιασμένο για να προσφέρει απαντήσεις σε ερωτήσεις χρηστών, να σχεδιάσει το μάθημα χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση. Ο αλγόριθμος του CHATGPT θα αποφάσιζε την ύλη της ημέρας και θα δημιουργούσε σχέδιο μαθήματος με θέμα τη φορητότητα στην τεχνολογία.

«Δεν με νοιάζει αν δεν μάθετε τίποτα σήμερα για τα τεχνολογικά μέσα που φοριούνται (wearable technology). Θέλω να αξιολογήσουμε το CHATGPT. Στόχος είναι να αποφασίσετε αν το μάθημα ήταν αποτελεσματικό ή όχι», είπε η κ. Σούμαν. Σε όλες τις ΗΠΑ, σχολεία και πανεπιστήμια προσπαθούν να διαχειρισθούν το φαινόμενο των «τσατμπότ», τις εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης, ικανές για αυτόνομη δημιουργία κειμένων και εικόνων που μοιάζουν σαν να έχουν γίνει από ανθρώπινο χέρι.

Παρότι πολλά εκπαιδευτικά ιδρύματα σπεύδουν να απαγορεύσουν τα τσατμπότ, θεωρώντας ότι μπορούν να αξιοποιηθούν σαν «σκονάκια» σε εξετάσεις, εκπαιδευτικοί όπως η κ. Σούμαν προτιμούν να εκμεταλλευθούν την τεχνολογική αιχμή προκειμένου να εντοπίσουν ενδεχόμενες παρενέργειες των νέων μέσων. 

Η κ. Σούμαν λέει ότι φιλοδοξεί να εκπαιδεύσει τη νέα γενιά δημιουργών και καταναλωτών στην κριτική αντιμετώπιση της πληροφορικής. Η προσέγγιση αυτή θεωρεί ότι η κριτική μελέτη των αλγορίθμων είναι εξίσου –αν όχι περισσότερο– σημαντική από τη γνώση προγραμματισμού υπολογιστών.

Η διεύθυνση δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Νέας Υόρκης, η μεγαλύτερη στις ΗΠΑ με 900.000 μαθητές, εκπαιδεύει καθηγητές πληροφορικής για να βοηθούν τους μαθητές να αναγνωρίζουν τις προκαταλήψεις της τεχνητής νοημοσύνης και τους κινδύνους που αυτές παρουσιάζουν. Ενα από τα μαθήματα περιλαμβάνει συζήτηση για τις αστοχίες αλγορίθμων αναγνώρισης προσώπου, οι οποίοι είναι πολύ πιο ακριβείς στην αναγνώριση προσώπων λευκών από ό,τι μαύρων.

Πολλά σχολεία διδάσκουν πως ισχυρά συστήματα τεχνητής νοημοσύνης είναι ικανά να παράγουν ψευδείς ειδήσεις, όπως ρεαλιστικά βίντεο, με γνωστά πολιτικά πρόσωπα να κάνουν δηλώσεις τις οποίες ουδέποτε έκαναν. Η κατανόηση των ικανοτήτων τέτοιων αλγορίθμων είναι αναγκαία για τους ενεργούς πολίτες του μέλλοντος, επισημαίνουν οι εμπλεκόμενοι εκπαιδευτικοί. «Είναι κρίσιμο οι μαθητές να καταλαβαίνουν τη λειτουργία των συστημάτων αυτών, καθώς οι αλγόριθμοι αυτοί μαθαίνουν από την ψηφιακή συμπεριφορά των νέων. Πολλές αποφάσεις λαμβάνονται από την τεχνητή νοημοσύνη για λογαριασμό των νέων, χωρίς οι ίδιοι να το γνωρίζουν», λέει η ερευνητής του ΜΙΤ, Κέιτ Μορ.

Σε ένα από τα μαθήματα της κ. Σούμαν, οι μαθήτριες καλούνται να διαπιστώσουν πειραματικά πώς δημοφιλείς αλγόριθμοι –σχεδιασμένοι συχνά από λευκούς ή Ασιάτες άνδρες– έχουν δυσκολία να αναγνωρίσουν πρόσωπα Αφροαμερικανών. Η δυσλειτουργία αυτή έχει οδηγήσει στη σύλληψη πολλών αθώων μαύρων κατοίκων του Μπρονξ.

Στο πείραμα της κ. Σούμαν, ο αλγόριθμος αναγνώρισης προσώπου της Amazon αποφάνθηκε με σιγουριά 76,5% ότι η Οπρα Γουίνφρεϊ ήταν άνδρας. Το αντίστοιχο σύστημα της Microsoft αποφάσισε ότι η Μισέλ Ομπάμα ήταν «νεαρός Αφροαμερικανός που φοράει μαύρη μπλούζα», ενώ το σύστημα της IBM ενημέρωσε τους χρήστες –με βεβαιότητα 89%– ότι φωτογραφία της τενίστριας Σερίνα Ουίλιαμς απεικόνιζε άνδρα.

Στόχος του μαθήματος είναι να συνειδητοποιήσουν τα παιδιά ότι οι αλγόριθμοι της πληροφορικής μπορεί να είναι ελαττωματικοί, όπως τα αυτοκίνητα και κάθε άλλο ανθρώπινο κατασκεύασμα, ωθώντας τους νέους σε αμφισβήτηση των προβληματικών τεχνολογικών μέσων.

Απλή παρουσίαση

Το μάθημα που επινόησε και σχεδίασε το τσατμπότ CHATGPT με θέμα τη φορητή τεχνολογία, όπως τα ψηφιακά συνδεδεμένα ρολόγια χειρός smartwatches, ήταν εντυπωσιακά λεπτομερές και σχολαστικό, με εναρκτήρια συζήτηση, ανάγνωση πηγών για τη φορητή τεχνολογία, ασκήσεις και επίλογο. Η κ. Σούμαν ζήτησε από τις μαθήτριές της να ακολουθήσουν το πρόγραμμα του CHATGPT για 20 λεπτά, σαν να επρόκειτο για πραγματική διδακτική ώρα.

Στο τέλος του μαθήματος, τα κορίτσια στέναζαν από πλήξη και σχολίαζαν ότι το μάθημα του αλγορίθμου ήταν απλοϊκό, επαναληπτικό και θύμιζε παρουσίαση διαφημιστικής εταιρείας. Η τάξη κατέληξε ομόφωνα ότι το μάθημα της κ. Σούμαν είναι κλάσεις ανώτερο από αυτό του τσατμπότ. «Πιστεύετε ότι οι καθηγητές σας πρέπει να χρησιμοποιούν CHATGPT;» ρώτησε η κ. Σούμαν. Όλες οι μαθήτριες απάντησαν με ένα ζωηρό «όχι».

Εκπαιδευτικοί ενθαρρύνουν τους μαθητές τους να αμφισβητούν την αυθεντία των αλγορίθμων.

Ο Αριστοτέλης, η νομική και ηθική φιλία, οι ασύμμετρες φιλίες και ο έρωτας

Η ταξινόμηση των σχέσεων σε ισότιμες και σε ανισότιμες-ανισοβαρείς συνεπάγεται και τον αντίστοιχο διαχωρισμό στις αρχές του δικαίου που θα τις πλαισιώσει. Τις ανισότιμες σχέσεις τις ορίζει το αναλογικό δίκαιο και τις ισότιμες το αριθμητικό.

Στην ουσία, το δίκαιο αποτελεί πραγμάτωση της ισοτιμίας που πρέπει να εκφραστεί είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο. Στις ισότιμες σχέσεις η απλή αριθμητική εκδοχή του δικαίου είναι επαρκής, αφού μεταξύ ίσων μοιράζονται όλα επακριβώς. Στις ανισότιμες σχέσεις, όμως, η ακριβής μοιρασιά αποτελεί αδικία, αφού αυτός που έχει προσφέρει τα περισσότερα παίρνει τα ίδια με τους άλλους που δε συνεισέφεραν τόσο. Στην περίπτωση αυτή το αναλογικό δίκαιο θα αποδώσει στον καθένα το μερίδιο που αξίζει σύμφωνα με το μέγεθος της προσφοράς του, το οποίο δεν είναι το ίδιο για όλους, όπως στην περίπτωση του αριθμητικού δικαίου.

Ο Αριστοτέλης διευκρινίζει: «Άλλοτε η ισότητα πραγματώνεται βάσει αριθμού, άλλοτε βάσει λόγου» (1242b 15-16). Και θα εξηγήσει: «Αν οι συνέταιροι εισέφεραν ίσο χρηματικό ποσό, αριθμητικά ίσο θα είναι και το κέρδος τους· αν όχι ίσο, αναλογική θα είναι η μετοχή τους στα κέρδη» (1242b 16-18).

Η αντίληψη αυτή του δικαίου μπορεί να ορίζει επαρκώς τις πολιτικές σχέσεις της χρησιμοθηρικής φιλίας (συναλλαγές), αλλά δεν μπορεί να εφαρμοστεί με τον ίδιο απόλυτο τρόπο όταν πρόκειται για τη φιλία που αφορά τις σχέσεις συγγένειας ή τις διαπροσωπικές σχέσεις, όπου κι αυτές μπορούν να είναι ανισοβαρείς (σχέσεις πατέρα παιδιών) και ισότιμες-συντροφικές (αδερφικές σχέσεις): «Στην ανισοβαρή φιλία, όμως, ο κατώτερος αποδίδει το αντιστρόφως ανάλογο, στο πλαίσιο μιας αντιδιαμετρικής σχέσης. Θεωρείται ότι με αυτόν τον τρόπο αμβλύνεται η υπεροχή του ανώτερου, και η φιλία και κοινωνική σχέση διέπεται από τη λογική της φορολογίας» (1242b 18-21).

Η απόλυτη ακρίβεια του αριθμητικού δικαίου είναι αδύνατο να εφαρμοστεί σε τέτοιες περιπτώσεις, αφού είναι αδύνατο να αποδοθεί με τρόπο απολύτως χειροπιαστό η διαφορά της αξίας, ώστε να εκφραστεί με απόλυτα αριθμητικά δεδομένα. Εξάλλου, στις φιλικές σχέσεις κάτι τέτοιο δε θα ήταν ούτε επιθυμητό (πέρα από αδύνατο), αφού κανείς δε θα ήθελε να μετρήσει το μέγεθος της υπεροχής ανάμεσα σε αγαπημένα πρόσωπα υποβιβάζοντας τις σχέσεις σε συναλλαγές.

Αυτό που μένει είναι μια αναλογική απόδοση σεβασμού, που ασφαλώς δεν αποδίδει με τρόπο απόλυτο το μέγεθος της ανισότητας («αμβλύνεται η υπεροχή του ανώτερου») σύμφωνα «με τη λογική της φορολογίας». Έτσι προκύπτει μια νέα προβληματική: «Συνεπώς, σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να βρεθεί ένα μέτρο ισότητας πέρα από τον αριθμό και να προκύψει αναλογία» (1242b 22).

Η απόδοση της τιμής θα παίξει ακριβώς αυτό το ρόλο: «Και αυτό δεν είναι άλλο από την τιμή, που εκ φύσεως αρμόζει να αποδίδεται εκ μέρους του αρχομένου τόσο στον άρχοντα όσο και στο θεό. Διότι πρέπει με κάποιο τρόπο να εξισωθούν το κέρδος του ενός με την τιμή του άλλου» (1242b 23-25).

Κι εδώ ο όρος άρχων-αρχόμενος δεν πρέπει να εκληφθεί με την τρέχουσα πολιτική έννοια, αλλά με την πολιτική αναλογία που αποδίδει ο Αριστοτέλης στις σχέσεις. Ο άντρας έχει αριστοκρατική σχέση με τη γυναίκα, δεσποτική με το δούλο και βασιλική με τα παιδιά. Οι σχέσεις αυτές ορίζονται από τη φύση και προσομοιάζουν με εκείνες του ευεργέτη και του ευεργετούμενου.

Οι αντίστοιχες σχέσεις στην πολιτική τους έκφραση είναι καθαρά ισότιμες κι απολύτως χρησιμοθηρικές, αφού έχουν να κάνουν με την αμοιβαία εξυπηρέτηση συμφερόντων: «Οπωσδήποτε βασισμένη στην ισότητα είναι η φιλία η πολιτική, η οποία ανάγεται στη χρησιμότητα. Και όπως ακριβώς οι πόλεις είναι φιλικές ως χρήσιμες η μία με την άλλη, με τον ίδιο τρόπο και οι πολίτες» (1242b 25-29).

Για να συμπληρωθεί: «Συναντάται και σ’ αυτήν την περίπτωση» (εννοείται της πολιτικής φιλίας) «το ζεύγος άρχων-αρχόμενος, πλην όμως όχι αυτό που επιβάλλει η φύση ούτε και το άλλο όπου ο ένας είναι βασιλιάς, αλλά το εκ περιτροπής· και στόχος της εξουσίας στο συγκεκριμένο ζεύγος δεν είναι η ευεργεσία του άλλου, όπως την παρέχει ο θεός, αλλά η παροχή ίσων αγαθών και υπηρεσιών. Σίγουρα, με αυτόν τον τρόπο η πολιτική φιλία αποβλέπει στην ισότητα» (1242b 32-37).

Οι σχέσεις ευεργεσίας (ανθρώπου-θεού) που διέπουν τον πατέρα με τα παιδιά δεν έχουν καμία σχέση με την πολιτική φιλίας, που παρουσιάζεται αποκλειστικά ως αμοιβαία επωφελώς σχέση δούναι-λαβείν. Κι αυτός είναι ο ορισμός της χρησιμοθηρικής φιλίας: «Δύο είναι τα είδη της φιλίας που ανάγεται στη χρησιμότητα, η νομική και η ηθική» (1242b 37-38).

Η νομική φιλία έχει να κάνει με τον καθορισμό των σχέσεων της πολιτικής-χρησιμοθηρικής φιλίας, ενώ η ηθική σχετίζεται με τη συντροφική φιλία: «Όταν, λοιπόν, η πολιτική αυτή φιλία βασίζεται σε μια δημόσια σύμβαση, τότε είναι νομική φιλία. Ενώ όταν οι φίλοι βασίζονται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη, η φιλία τους θέλει να είναι ηθική και συντροφική» (1242b 43-45). Ο διαχωρισμός των δύο αυτών εκδοχών φιλίας πρέπει να είναι απολύτως ξεκάθαρος: «Άλλο η φιλία που βασίζεται στη χρησιμότητα, άλλο στην αρετή» (1242b 47-48).

Τα προβλήματα ξεκινούν όταν αρχίζουν να συγχέονται οι σχέσεις και δεν αποδίδεται με σαφήνεια το είδος της συναναστροφής: «Αυτοί, όμως, θέλουν να τα έχουν και τα δύο ταυτόχρονα, και βασίζουν από τη μία τη σχέση τους στη χρησιμότητα, την κάνουν από την άλλη φιλία ηθική, οπότε με το σκεπτικό ότι έχουν εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλο δεν τη δένουν νομικά» (1242b 48-49 και 1242a 1-2).

Με δυο λόγια, όταν οι σχέσεις της χρησιμότητας δεν κατοχυρώνονται νομικά, αλλά διαμορφώνονται από την εμπιστοσύνη (σαν να επρόκειτο για ηθική φιλία) θα επέλθουν παρεξηγήσεις που θα τις διαλύσουν. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι οι άνθρωποι πολλές φορές έχουν την τάση να θεωρούν ηθικές τις καθαρά χρησιμοθηρικές σχέσεις που συνάπτουν αμελώντας τη νομική τους κατοχύρωση.

Άλλοτε πάλι, ενώ έχουν ηθικές-συντροφικές σχέσεις, αποφασίζουν να συνάψουν και πολιτικές (π.χ. συνεταιρίζονται σε μια επιχείρηση) και θεωρώντας ότι η πρότερη ηθική τους φιλία αποτελεί εγγύηση που καθιστά άχρηστη τη νομική κατοχύρωση των νέων σχέσεων, τις παραμελούν αφήνοντας τις συμφωνίες ασαφείς και ευάλωτες. Κατά κανόνα οι σχέσεις αυτές ναυαγούν καταδεικνύοντας ότι η πρότερη ηθική φιλία δεν ήταν τόσο δυνατή, ώστε να στηρίξει και την πολιτική που ακολούθησε ή ότι η φύση της ηθικής φιλίας είναι εντελώς διαφορετική με την πολιτική, ώστε είναι αδύνατο να αποτελέσει η μία εχέγγυο της άλλης. Ο διαχωρισμός των σχέσεων και η νομικά κατοχυρωμένη σαφήνεια του πλαισίου συνεργασίας σε κάθε περίπτωση λειτουργεί προστατευτικά.

Ο Αριστοτέλης σημειώνει: «Έτσι, ορισμένοι είναι στην αρχή φίλοι ηθικοί, καθώς βασίζονται στην αρετή· όταν όμως συμβεί κάτι που αντιτίθεται στο συμφέρον τους, βγαίνει στο φως η διαφορά τους. Διότι οι πολλοί επιζητούν το καλό και το ωραίο ως μια πολυτέλεια δίπλα σε όλα τα άλλα που έχουν· έτσι κάνουν και με τη φιλία την ωραία. Είναι προφανές ότι πρέπει να γίνει η διάλυση των συγκεκριμένων φιλικών σχέσεων» (1243a 43-45 και 1243b 1-3).

Για την απόδοση δικαίου σε μη νομικές φιλικές σχέσεις τα πράγματα δεν είναι εύκολα: «Σε μια τέτοια φιλία οι αντεγκλήσεις προκαλούν έκπληξη, πώς είναι δυνατόν ο ένας να κατηγορεί και ο άλλος να κατηγορείται, όταν έχουν εμπιστευτεί ο ένας τον άλλο με βάση το ήθος του και όχι νομικές διατάξεις. Και ακόμη παραπέρα, προκύπτει πρόβλημα για το πώς θα αποδοθεί δικαιοσύνη: άραγε με κριτήριο την αξία του πράγματος που προκάλεσε τη διένεξη ή μήπως με κριτήριο τη σημασία του για τον ένα που βλάπτεται;» (1243a 14-20).

Το ακαθόριστο της έλλειψης νομικού πλαισίου επιτρέπει στην κάθε πλευρά να εστιάζει όπου θέλει: «Ο ένας έχει την απαίτηση να ευεργετηθεί αντίστοιχα προς τις μεγάλες υπηρεσίες του, που βοήθησε έναν φίλο τονίζει το πόσο σημαντική ήταν η βοήθειά του και πόσο ωφέλησε το φίλο του, αλλά παραθεωρεί το πόσο εύκολη ήταν από τη μεριά του η συγκεκριμένη παρέμβαση. Ο άλλος αντίστροφα: στέκεται στο πόσο εύκολο ήταν για το φίλο του, και παραθεωρεί το πόσο σημαντικό για τον ίδιο» (1243a 25-29).

Όμως, το πράγμα μπορεί να τεθεί κι αντιστρόφως: «Κάποιος μπαίνει σε κίνδυνο για να προσφέρει στο φίλο του ένα ασήμαντο χρηματικό ποσό· τότε αυτός τονίζει το μέγα μέγεθος του κινδύνου, ενώ ο φίλος το μικρό μέγεθος των χρημάτων, σαν ένας που δανείστηκε και τώρα επιστρέφει τα χρήματα. Αλλά στα χρήματα ακριβώς εντοπίζεται η διένεξη· ο ένας δίνει αξία στη σημασία που είχαν τη συγκεκριμένη στιγμή που τα έδωσε, ο άλλος μένει στην τωρινή τους αξία» (1243a 32-37).

Σε τελική ανάλυση, οι σχέσεις που καταλήγουν σε τέτοια παρατράγουδα είναι σαφέστατα χρησιμοθηρικές, που λόγω παρανοήσεως θεωρήθηκαν ηθικές. Οι αληθινά ηθικές φιλίες δεν μπορεί να αντιμετωπίζουν τέτοια προβλήματα. Η χρήση της αρετής προασπίζει τις σχέσεις αποδίδοντας το δίκαιο με τον ιδανικότερο τρόπο: «Γενικώς στη φιλία που συστήνεται λόγω χρησιμότητας παρατηρούνται περισσότερες διενέξεις συγκριτικά με τα άλλα δύο είδη φιλίας (η αρετή, από τη μία, είναι ασυμβίβαστη με τέτοιες διενέξεις, ενώ οι φίλοι λόγω ηδονής άνετα χωρίζουν τους δρόμους τους όταν δώσουν και πάρουν αυτό που θέλουν· αντιθέτως, οι φίλοι λόγω χρησιμότητας δε διαλύουν αμέσως τη σχέση τους, εκτός αν συνδέονται νομικά και εταιρικά)» (1243a 2-7).

Ο Αριστοτέλης θα φτάσει στον τελικό διαχωρισμό της πολιτικής και της ηθικής φιλίας: «Συμπέρασμα: η πολιτική φιλία επικεντρώνεται στη συμφωνία των φίλων και στο αντικείμενο αυτής της συμφωνίας, ενώ η ηθική στην προαίρεση των φίλων» (1243a 38-39).

Κατ’ επέκταση: «Εάν πρόκειται για ηθικούς φίλους, το μόνο που πρέπει να κοιτούμε είναι η ισότητα των προθέσεών τους, και το να μην απαιτήσει ο ένας τίποτε περισσότερο από τον άλλο. Εάν πρόκειται για φίλους λόγω χρησιμότητας και για πολιτικούς φίλους, να κοιτούμε τι θα συνέφερε και τους δυο εάν λειτουργούσαν κοινή συναινέσει» (1243b 3-6).

Το ότι η φιλία της ηθικής αφορά την προαίρεση των φίλων κι όχι το πλαίσιο κάποιας συμφωνίας καθιστά σαφές ότι η σχέση αυτή δεν έχει να κάνει με την ισότιμη ανταπόδοση των συναλλαγών, όπως συμβαίνει στο χρησιμοθηρικό-πολιτικό επίπεδο των σχέσεων. Η ηθική φιλία έχει να κάνει με την ανιδιοτελή προσφορά στο επίπεδο του δυνατού, που δε χρειάζεται ούτε να μετρηθεί ούτε να αξιολογηθεί, αφού και τα δύο μέρη κατανοούν πλήρως ότι το επίπεδο και η ποιότητα της σχέσης τίθεται υπεράνω κάθε ανταλλακτικής αξίας.

Ο Αριστοτέλης προσθέτει: «Όσο για την ηθική αρετή, που βασίζεται στην προαίρεση των φίλων, είναι προφανές ότι αν κάποιος δέχτηκε μια μεγάλη ευεργεσία από το φίλο του και δεν μπορεί να την ανταποδώσει πλήρως αλλά όσο μπορεί, δεν υπάρχει πρόβλημα. Και ο θεός ακόμα δείχνει την ίδια ανοχή και δέχεται τις θυσίες των ανθρώπων, όσο μπορεί ο καθένας» (1243b 12-16).

Από κει και πέρα, υπάρχουν και κάποιες φιλίες που τις χαρακτηρίζονται ασύμμετρες: «Πολλές διενέξεις προκύπτουν στις ασύμμετρες φιλίες, όπου είναι δύσκολο να διαγνωσθεί το δίκαιο. Δεν είναι κάτι απλό το να αποτιμηθούν με ενιαίο μέτρο σχέσεις ασύμμετρες, όπως οι ερωτικές. Ο ένας κυνηγάει τον άλλο για την ηδονή και θέλει να συζεί μ’ αυτόν, ενώ ο δεύτερος τον πρώτο ως, κατά περίσταση, χρήσιμο. Και όταν περάσει ο έρωτας, αλλάζει ο ένας και μαζί του και ο άλλος, και τότε κάθονται και υπολογίζουν τα πάντα και ερίζουν…» (1243b 18-25).

Το ότι οι ερωτικές σχέσεις παρουσιάζονται ως περίπτωση που μονάχα ο ένας αποβλέπει στην ηδονή (ο άλλος στη χρησιμότητα) αποτελεί μάλλον υποτιμητική οπτική. Η απόρριψη του αμοιβαίου έρωτα τον υποβιβάζει σε ανταλλακτική σχέση, όπου ο ένας βολεύεται (χωρίς να εισπράττει ηδονή) κι ο άλλος αντλεί ευχαρίστηση.

Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για μια διασταύρωση της χρησιμοθηρικής φιλίας με εκείνη της ευχαρίστησης. Το δεδομένο ότι κάποτε ο έρωτας περνάει αφήνοντας πάντα υπολογισμούς και καυγάδες καταδεικνύει αδιαπραγμάτευτο μηδενισμό.

Το ενδεχόμενο να μην αναφέρει την περίπτωση της αμοιβαίας ερωτικής έλξης-ηδονής με το σκεπτικό ότι οι σχέσεις της ευχαρίστησης έχουν ήδη αναφερθεί ως εύθραυστες και περιστασιακές («οι φίλοι λόγω ηδονής άνετα χωρίζουν τους δρόμους τους όταν δώσουν και πάρουν αυτό που θέλουν» 1243a 4-5) δεν αλλάζει την απαισιόδοξη οπτική του έρωτα ως κάτι φθαρτό και συγκυριακό. Το βέβαιο είναι ότι ο Αριστοτέλης στα παραδείγματα που φέρνει για να αποσαφηνίσει την έννοια της ασύμμετρης φιλίας επικαλείται τις σχέσεις των καλλιτεχνών με το κοινό, του γιατρού με τον ασθενή, του μαθητή με το δάσκαλο.

Συγκεκριμένα αναφέρει: «όπως ο Πύθων και ο Παμμενής, ή όπως γενικώς δάσκαλος και μαθητής (η γνώση και τα χρήματα δεν μετριούνται με μέτρο ενιαίο), ή όπως ο Ηρόδικος ο ιατρός με κάποιον που του έδωσε μικρή αμοιβή, και ο τραγουδιστής με την κιθάρα και ο βασιλιάς» (1243b 25-31). Με άλλα λόγια, ως ασύμμετρη φιλία ορίζεται εκείνη η χρησιμοθηρική σχέση που η προσφορά του ενός είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, ώστε να αποδοθεί με ακρίβεια η ανταλλακτική της αξία.

Στις σχέσεις αυτού του είδους είναι πολύ συχνό να υπάρχουν διαμαρτυρίες, αφού εύκολα μπορεί κάποιος να νιώσει ότι τον αδικούν. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να καθοριστεί ένα ενιαίο μέτρο που θα περιλαμβάνει κι αυτού του είδους τις υπηρεσίες εκτιμώντας το χρηματικό αντίκρισμα που πρέπει να έχουν: «Οπωσδήποτε επιβάλλεται και πάλι να χρησιμοποιηθεί ενιαίο μέτρο, πλην όμως όχι ένας συγκεκριμένος όρος αλλά μια συγκεκριμένη αναλογία· μέσω της αναλογίας πρέπει να αποτιμήσουμε τη σχέση, όπως ακριβώς αποτιμάται και μια σχέση στην κοινωνία. Πώς θα συστήσουν κοινωνία ο τεχνίτης του δέρματος με τον γεωργό, αν δεν εξισωθούν τα έργα τους μέσω κάποιας αναλογίας;» (1243b 36-37).

Για να ολοκληρώσει: «Και στις ασύμμετρες, λοιπόν, σχέσεις μια τέτοια αναλογία λειτουργεί ως μέτρο· π.χ. εάν ο ένας ζητάει από τον άλλο σοφία, και ο άλλος υπόσχεται λεφτά, μέτρο γίνεται η αναλογία σοφία-πλούτος, και έτσι προκύπτει τι θα δώσει ο ένας στον άλλο. Διότι εάν ο ένας έδωσε στον άλλο το μισό από το δικό του αγαθό που είναι το λιγότερο άξιο από τα δύο ανταλλασσόμενα, και ο άλλος δεν έδωσε ούτε καν το ελάχιστο ποσό από το σπουδαίο δικό του αγαθό, είναι προφανές ότι ο δεύτερος αδικεί τον πρώτο» (1243b 37-46).

Οι λόγοι που ο έρωτας συγκαταλέγεται σε αυτού του είδους τις σχέσεις δε διευκρινίζονται. Προφανώς λόγω της δυσκολίας στην αποτίμηση της προσφοράς του. Και βέβαια εδώ δε γίνεται λόγος για την καθαρά εμπορική εκδοχή του, όπου ο έρωτας πουλιέται κι αγοράζεται, γιατί σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει ούτε επιθυμία για συμβίωση (όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης) ούτε το πέρασμα του χρόνου, ώστε ο έρωτας να περάσει και να αρχίσουν οι διενέξεις.

Ο έρωτας προφανώς δεν ανήκει στην κατηγορία των ασύμμετρων φιλιών. Είναι μια κατηγορία μόνος του… ή δεν ανήκει στις φιλίες…

Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΛΥΣΙΑΣ, ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΟΙΣ ΚΟΡΙΝΘΙΩΝ ΒΟΗΘΟΙΣ

ΛΥΣ 2.20–26

(ΛΥΣ 2.20–47: Τα πολεμικά κατορθώματα των Αθηναίων κατά τους περσικούς πολέμους) Η μάχη του Μαραθώνα

Ο ρήτορας, ακολουθώντας τη συνήθη δομή ενός επιτάφιου λόγου, εξύμνησε την αυτοχθονία των Αθηναίων και την επιλογή τους να καταλύσουν τη βασιλεία και να εγκαθιδρύσουν το πολίτευμα της δημοκρατίας. Και συνεχίζει:

[20] Καὶ γάρ τοι καὶ φύντες καλῶς καὶ γνόντες ὅμοια,
πολλὰ μὲν καλὰ καὶ θαυμαστὰ οἱ πρόγονοι τῶν ἐνθάδε
κειμένων εἰργάσαντο, ἀείμνηστα δὲ καὶ μεγάλα καὶ παντα-
χοῦ οἱ ἐξ ἐκείνων γεγονότες τρόπαια διὰ τὴν αὑτῶν ἀρετὴν
κατέλιπον. μόνοι γὰρ ὑπὲρ ἁπάσης τῆς Ἑλλάδος πρὸς
πολλὰς μυριάδας τῶν βαρβάρων διεκινδύνευσαν. [21] ὁ γὰρ τῆς
Ἀσίας βασιλεὺς οὐκ ἀγαπῶν τοῖς ὑπάρχουσιν ἀγαθοῖς,
ἀλλ’ ἐλπίζων καὶ τὴν Εὐρώπην δουλώσεσθαι, ἔστειλε πεν-
τήκοντα μυριάδας στρατιάν. ἡγησάμενοι δέ, εἰ τήνδε τὴν
πόλιν ἢ ἑκοῦσαν φίλην ποιήσαιντο ἢ ἄκουσαν καταστρέ-
ψαιντο, ῥᾳδίως τῶν πολλῶν Ἑλλήνων ἄρξειν, ἀπέβησαν
εἰς Μαραθῶνα, νομίσαντες οὕτως ἂν ἐρημοτάτους εἶναι
συμμάχων [τοὺς Ἕλληνας], εἰ ἔτι στασιαζούσης τῆς Ἑλ-
λάδος ᾧ τινι χρὴ τρόπῳ τοὺς ἐπιόντας ἀμύνασθαι, τὸν
κίνδυνον ποιήσαιντο. [22] ἔτι δ’ αὐτοῖς ἐκ τῶν προτέρων ἔργων
περὶ τῆς πόλεως τοιαύτη δόξα παρειστήκει, ὡς εἰ μὲν
πρότερον ἐπ’ ἄλλην πόλιν ἴασιν, ἐκείνοις καὶ Ἀθηναίοις
πολεμήσουσι· προθύμως γὰρ τοῖς ἀδικουμένοις ἥξουσι βοη-
θήσοντες· εἰ δ’ ἐνθάδε πρῶτον ἀφίξονται, οὐδένας ἄλλους
τῶν Ἑλλήνων τολμήσειν ἑτέρους σῴζοντας φανερὰν ἔχθραν
πρὸς ἐκείνους ὑπὲρ αὐτῶν καταθέσθαι. [23] οἱ μὲν τοίνυν ταῦτα
διενοοῦντο· οἱ δ’ ἡμέτεροι πρόγονοι οὐ λογισμῷ εἰδότες
τοὺς ἐν τῷ πολέμῳ κινδύνους, ἀλλὰ νομίζοντες τὸν εὐκλεᾶ
θάνατον ἀθάνατον περὶ τῶν ἀγαθῶν καταλείπειν λόγον,
οὐκ ἐφοβήθησαν τὸ πλῆθος τῶν ἐναντίων, ἀλλὰ τῇ αὑτῶν
ἀρετῇ μᾶλλον ἐπίστευσαν. καὶ αἰσχυνόμενοι ὅτι ἦσαν οἱ
βάρβαροι αὐτῶν ἐν τῇ χώρᾳ, οὐκ ἀνέμειναν πυθέσθαι οὐδὲ
βοηθῆσαι τοὺς συμμάχους, οὐδ’ ᾠήθησαν δεῖν ἑτέροις τῆς
σωτηρίας χάριν εἰδέναι, ἀλλὰ σφίσιν αὐτοῖς τοὺς ἄλλους
Ἕλληνας. [24] ταῦτα μιᾷ γνώμῃ πάντες γνόντες ἀπήντων ὀλί-
γοι πρὸς πολλούς· ἐνόμιζον γὰρ ἀποθανεῖν μὲν αὐτοῖς μετὰ
πάντων προσήκειν, ἀγαθοὺς δ’ εἶναι μετ’ ὀλίγων, καὶ τὰς
μὲν ψυχὰς ἀλλοτρίας διὰ τὸν θάνατον κεκτῆσθαι, τὴν δ’ ἐκ
τῶν κινδύνων μνήμην ἰδίαν καταλείψειν. ἠξίουν δέ, οὓς
μὴ μόνοι νικῷεν, οὐδ’ ἂν μετὰ τῶν συμμάχων δύνασθαι·
καὶ ἡττηθέντες μὲν ὀλίγῳ τῶν ἄλλων προαπολεῖσθαι, νι-
κήσαντες δὲ καὶ τοὺς ἄλλους ἐλευθερώσειν. [25] ἄνδρες δ’ ἀγα-
θοὶ γενόμενοι, καὶ τῶν μὲν σωμάτων ἀφειδήσαντες, ὑπὲρ
δὲ τῆς ἀρετῆς οὐ φιλοψυχήσαντες, καὶ μᾶλλον τοὺς παρ’
αὑτοῖς νόμους αἰσχυνόμενοι ἢ τὸν πρὸς τοὺς πολεμίους
κίνδυνον φοβούμενοι, ἔστησαν μὲν τρόπαιον ὑπὲρ τῆς Ἑλ-
λάδος τῶν βαρβάρων ἐν τῇ αὑτῶν, ὑπὲρ χρημάτων εἰς τὴν
ἀλλοτρίαν ἐμβαλόντων, παρὰ τοὺς ὅρους τῆς χώρας, [26] οὕτω
δὲ διὰ ταχέων τὸν κίνδυνον ἐποιήσαντο, ὥστε οἱ αὐτοὶ τοῖς
ἄλλοις ἀπήγγειλαν τήν τ’ ἐνθάδε ἄφιξιν τῶν βαρβάρων καὶ
τὴν νίκην τῶν προγόνων. καὶ γάρ τοι οὐδεὶς τῶν ἄλλων
ἔδεισεν ὑπὲρ τοῦ μέλλοντος κινδύνου, ἀλλ’ ἀκούσαντες ὑπὲρ
τῆς αὑτῶν ἐλευθερίας ἥσθησαν. ὥστε οὐδὲν θαυμαστόν,
πάλαι τῶν ἔργων γεγενημένων, ὥσπερ καινῶν ὄντων ἔτι
καὶ νῦν τὴν ἀρετὴν αὐτῶν ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων ζηλοῦσθαι.

***
Και βέβαια ευγενή έχοντες την καταγωγήν και σύμφωνα μ' αυτήν ορθώς κρίναντες πολλά μεν καλά και άξια θαυμασμού οι πρόγονοι των εδώ ταφέντων διέπραξαν, αλησμόνητα δε και μεγάλα τρόπαια πανταχού κατέλιπον οι απόγονοι εξαιτίας της ανδρείας των. Διότι πρώτοι μεν χάριν ολοκλήρου της Ελλάδος εναντίον πολλών μυριάδων βαρβαρικού στρατού επολέμησαν· ο βασιλεύς δηλαδή της Ασίας μη αρκούμενος εις τα αγαθά που είχε, αλλά ελπίζων ότι θα υποδουλώση και την Ευρώπην, έστειλε στρατιάν πεντήκοντα μυριάδων. Νομίσαντες δε (οι Πέρσαι) ότι, εάν την πόλιν ταύτην ή εκουσίως την κάμουν φιλικήν τους, ή διά της βίας την καταστρέψουν, ευκόλως θα κυριαρχήσουν όλων των Ελλήνων, απεβιβάσθησαν εις τον Μαραθώνα, επειδή ενόμισαν ότι κατ' αυτόν τον τρόπον θα ήσαν οι πρόγονοί μας εντελώς άνευ συμμάχων, εάν τους επετίθεντο όταν ακόμη διεφώνουν οι Έλληνες κατά ποίον τρόπον πρέπει να αποκρούσουν τους επερχομένους. Ακόμη δε και αυτοί (οι Πέρσαι) τοιαύτην ιδέαν είχον περί της πόλεώς μας κρίνοντες από τα προηγούμενα έργα της, ότι δηλαδή εάν μεν πρωτύτερα επιτεθούν εναντίον άλλης πόλεως, θα πολεμήσουν εναντίον της πόλεως ταύτης και των Αθηναίων· διότι προθύμως θα σπεύσουν (οι Αθηναίοι) να βοηθήσουν τους αδικουμένους· εάν δε θα έλθουν εδώ πρώτον (είχον την ιδέαν οι Πέρσαι) ότι ουδεμία άλλη ελληνική πόλις θα τολμήση βοηθούσα τους Αθηναίους να επιδείξη φανεράν έχθραν προς εκείνους (τους Πέρσας) αγωνιζομένη υπέρ των Αθηνών. Οι μεν Πέρσαι λοιπόν ταύτα εσκέπτοντο· οι δε πρόγονοί μας μη λογαριάσαντες τους κινδύνους του πολέμου, αλλά νομίζοντες ότι ο ένδοξος θάνατος αφήνει διά τους γενναίους αθάνατον φήμην, δεν εφοβήθησαν το πλήθος των εχθρών, αλλά τουναντίον είχον πεποίθησιν εις την ανδρείαν των. Και επειδή εντρέποντο, διότι οι βάρβαροι ευρίσκοντο εις την χώραν των, δεν ανέμενον να πληροφορηθούν οι άλλοι Έλληνες (την απόβασιν των Περσών), ουδέ ανέμενον να έλθουν οι σύμμαχοι προς βοήθειάν τους, ουδέ ενόμισαν πως πρέπει να γνωρίζουν χάριν εις άλλους διά την σωτηρίαν τους, αλλ' ότι πρέπει οι άλλοι Έλληνες να γνωρίζουν εις αυτούς χάριν (διά την ιδικήν των σωτηρίαν). Ταύτα με μια καρδιά όλοι αποφασίσαντες αντέστησαν ολίγοι κατά πολλών· διότι εφρόνουν ότι κανών μεν είναι εις αυτούς να αποθάνουν μαζί με όλους, ίδιον δε είναι εις τους γενναίους να είναι μεταξύ των ολίγων, και (εφρόνουν) ότι η ζωή τους δεν τους ανήκει εξαιτίας του θανάτου, ότι δε θα αφήσουν ιδικήν των την εκ των κινδύνων φήμην. Ενόμιζον δε ότι, όπως δεν θα ενίκων μόνοι, ούτε μαζί με τους συμμάχους δύνανται να νικήσουν· και αν μεν νικηθούν, ενόμιζον ότι ολίγον προ των συμμάχων θα καταστραφούν, εάν δε νικήσουν, ότι και τους άλλους θα ελευθερώσουν. Δειχθέντες δε γενναίοι, χωρίς να λυπηθούν την ζωήν των και χωρίς να λιποψυχήσουν και περισσότερον σεβόμενοι τους νόμους των παρά φοβούμενοι τον εκ μέρους των εχθρών κίνδυνον, έστησαν μεν τρόπαιον χάριν ολοκλήρου της Ελλάδος εις την μεθόριον του Κράτους από τα όπλα των βαρβάρων, οίτινες εισέβαλον εις ξένην χώραν διά να αρπάσουν πράγματα μη ανήκοντα εις αυτούς, τόσον δε ταχέως διεξήγαγον τον αγώνα (διεκινδύνευσαν), ώστε οι ίδιοι αγγελιαφόροι ανήγγειλαν εις τους άλλους την ενταύθα άφιξιν των βαρβάρων και την νίκην των προγόνων μας. Και βέβαια ουδείς από τους άλλους Έλληνας εφοβήθη διά τον μέλλοντα κίνδυνον, αλλά πληροφορηθέντες όλοι (την νίκην του Μαραθώνος) εχάρησαν διά την ελευθερίαν των· ώστε ουδόλως είναι παράδοξον, αν και προ πολλού έχει πραχθή το έργον, όλοι οι άνθρωποι να επαινούν την ανδρείαν αυτών (των προγόνων μας), ωσάν το έργον των να ήτο λίαν πρόσφατον.