Τετάρτη 24 Αυγούστου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (11.385-11.464)

385 Αὐτὰρ ἐπεὶ ψυχὰς μὲν ἀπεσκέδασ᾽ ἄλλυδις ἄλλῃ
ἁγνὴ Περσεφόνεια γυναικῶν θηλυτεράων,
ἦλθε δ᾽ ἐπὶ ψυχὴ Ἀγαμέμνονος Ἀτρεΐδαο
ἀχνυμένη· περὶ δ᾽ ἄλλαι ἀγηγέραθ᾽, ὅσσοι ἅμ᾽ αὐτῷ
οἴκῳ ἐν Αἰγίσθοιο θάνον καὶ πότμον ἐπέσπον.
390 ἔγνω δ᾽ αἶψ᾽ ἐμὲ κεῖνος, ἐπεὶ πίεν αἷμα κελαινόν·
κλαῖε δ᾽ ὅ γε λιγέως, θαλερὸν κατὰ δάκρυον εἴβων,
πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας ὀρέξασθαι μενεαίνων·
ἀλλ᾽ οὐ γάρ οἱ ἔτ᾽ ἦν ἲς ἔμπεδος οὐδέ τι κῖκυς,
οἵη περ πάρος ἔσκεν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι.
395 τὸν μὲν ἐγὼ δάκρυσα ἰδὼν ἐλέησά τε θυμῷ,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων·
«Ἀτρεΐδη κύδιστε, ἄναξ ἀνδρῶν, Ἀγάμεμνον,
τίς νύ σε κὴρ ἐδάμασσε τανηλεγέος θανάτοιο;
ἠέ σέ γ᾽ ἐν νήεσσι Ποσειδάων ἐδάμασσεν
400 ὄρσας ἀργαλέων ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀϋτμήν,
ἦέ σ᾽ ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ᾽ ἐπὶ χέρσου
βοῦς περιταμνόμενον ἠδ᾽ οἰῶν πώεα καλά,
ἠὲ περὶ πτόλιος μαχεούμενον ἠδὲ γυναικῶν;»
Ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμειβόμενος προσέειπε·
405 «διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
οὔτ᾽ ἐμέ γ᾽ ἐν νήεσσι Ποσειδάων ἐδάμασσεν,
ὄρσας ἀργαλέων ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀϋτμήν,
οὔτε μ᾽ ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ᾽ ἐπὶ χέρσου,
ἀλλά μοι Αἴγισθος τεύξας θάνατόν τε μόρον τε
410 ἔκτα σὺν οὐλομένῃ ἀλόχῳ, οἶκόνδε καλέσσας,
δειπνίσσας, ὥς τίς τε κατέκτανε βοῦν ἐπὶ φάτνῃ.
ὣς θάνον οἰκτίστῳ θανάτῳ· περὶ δ᾽ ἄλλοι ἑταῖροι
νωλεμέως κτείνοντο, σύες ὣς ἀργιόδοντες,
οἵ ῥά τ᾽ ἐν ἀφνειοῦ ἀνδρὸς μέγα δυναμένοιο
415 ἢ γάμῳ ἢ ἐράνῳ ἢ εἰλαπίνῃ τεθαλυίῃ.
ἤδη μὲν πολέων φόνῳ ἀνδρῶν ἀντεβόλησας,
μουνὰξ κτεινομένων καὶ ἐνὶ κρατερῇ ὑσμίνῃ·
ἀλλά κε κεῖνα μάλιστα ἰδὼν ὀλοφύραο θυμῷ,
ὡς ἀμφὶ κρητῆρα τραπέζας τε πληθούσας
420 κείμεθ᾽ ἐνὶ μεγάρῳ, δάπεδον δ᾽ ἅπαν αἵματι θῦεν.
οἰκτροτάτην δ᾽ ἤκουσα ὄπα Πριάμοιο θυγατρός,
Κασσάνδρης, τὴν κτεῖνε Κλυταιμνήστρη δολόμητις
ἀμφ᾽ ἐμοί· αὐτὰρ ἐγὼ ποτὶ γαίῃ χεῖρας ἀείρων
βάλλον ἀποθνῄσκων περὶ φασγάνῳ· ἡ δὲ κυνῶπις
425 νοσφίσατ᾽, οὐδέ μοι ἔτλη ἰόντι περ εἰς Ἀΐδαο
χερσὶ κατ᾽ ὀφθαλμοὺς ἑλέειν σύν τε στόμ᾽ ἐρεῖσαι.
ὣς οὐκ αἰνότερον καὶ κύντερον ἄλλο γυναικὸς
ἥ τις δὴ τοιαῦτα μετὰ φρεσὶν ἔργα βάληται·
οἷον δὴ καὶ κείνη ἐμήσατο ἔργον ἀεικές,
430 κουριδίῳ τεύξασα πόσει φόνον. ἦ τοι ἔφην γε
ἀσπάσιος παίδεσσιν ἰδὲ δμώεσσιν ἐμοῖσιν
οἴκαδ᾽ ἐλεύσεσθαι· ἡ δ᾽ ἔξοχα λυγρὰ ἰδυῖα
οἷ τε κατ᾽ αἶσχος ἔχευε καὶ ἐσσομένῃσιν ὀπίσσω
θηλυτέρῃσι γυναιξί, καὶ ἥ κ᾽ εὐεργὸς ἔῃσιν.»
435 Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
«ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ γόνον Ἀτρέος εὐρύοπα Ζεὺς
ἐκπάγλως ἔχθαιρε γυναικείας διὰ βουλὰς
ἐξ ἀρχῆς· Ἑλένης μὲν ἀπωλόμεθ᾽ εἵνεκα πολλοί,
σοὶ δὲ Κλυταιμνήστρη δόλον ἤρτυε τηλόθ᾽ ἐόντι.»
440 Ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμειβόμενος προσέειπε·
«τῷ νῦν μή ποτε καὶ σὺ γυναικί περ ἤπιος εἶναι·
μηδ᾽ οἱ μῦθον ἅπαντα πιφαυσκέμεν, ὅν κ᾽ ἐῢ εἰδῇς,
ἀλλὰ τὸ μὲν φάσθαι, τὸ δὲ καὶ κεκρυμμένον εἶναι.
ἀλλ᾽ οὐ σοί γ᾽, Ὀδυσεῦ, φόνος ἔσσεται ἔκ γε γυναικός·
445 λίην γὰρ πινυτή τε καὶ εὖ φρεσὶ μήδεα οἶδε
κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρων Πηνελόπεια.
ἦ μέν μιν νύμφην γε νέην κατελείπομεν ἡμεῖς
ἐρχόμενοι πόλεμόνδε· πάϊς δέ οἱ ἦν ἐπὶ μαζῷ
νήπιος, ὅς που νῦν γε μετ᾽ ἀνδρῶν ἵζει ἀριθμῷ,
450 ὄλβιος· ἦ γὰρ τόν γε πατὴρ φίλος ὄψεται ἐλθών,
καὶ κεῖνος πατέρα προσπτύξεται, ἣ θέμις ἐστίν.
ἡ δ᾽ ἐμὴ οὐδέ περ υἷος ἐνιπλησθῆναι ἄκοιτις
ὀφθαλμοῖσιν ἔασε· πάρος δέ με πέφνε καὶ αὐτόν.
ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾽ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσι·
455 κρύβδην, μηδ᾽ ἀναφανδά, φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν
νῆα κατισχέμεναι· ἐπεὶ οὐκέτι πιστὰ γυναιξίν.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον,
εἴ που ἔτι ζώοντος ἀκούετε παιδὸς ἐμοῖο,
ἤ που ἐν Ὀρχομενῷ, ἢ ἐν Πύλῳ ἠμαθόεντι,
460 ἤ που πὰρ Μενελάῳ ἐνὶ Σπάρτῃ εὐρείῃ·
οὐ γάρ πω τέθνηκεν ἐπὶ χθονὶ δῖος Ὀρέστης.»
Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
«Ἀτρεΐδη, τί με ταῦτα διείρεαι; οὐδέ τι οἶδα,
ζώει ὅ γ᾽ ἦ τέθνηκε· κακὸν δ᾽ ἀνεμώλια βάζειν.»

***
Αφού λοιπόν τις σκόρπισε η Περσεφόνη αγνή,
κάθε ψυχή κι αλλού, τις τρυφερές γυναίκες,
ήλθε του Αγαμέμνονα η ψυχή, γιου του Ατρέα,
λυπημένη· γύρω της συναθροίστηκαν κι άλλες ψυχές, όσοι
στο αρχοντικό του Αιγίσθου έπεσαν μαζί του
κι εκεί τους βρήκε ο θάνατος.
390 Μόλις εκείνος ήπιε από το μαύρο αίμα, αμέσως με αναγνώρισε,
πήρε να κλαίει σπαραχτικά, το δάκρυ του έτρεχε ποτάμι,
απλώνοντας τα χέρια του, ποθούσε να μ᾽ αγγίξει·
όμως δεν μπόρεσε, γιατί του είχε λείψει η δύναμη,
εκείνη η ρώμη που άλλοτε στήριζε τα ευλύγιστά του μέλη.
Κι όπως τον είδα, δάκρυσα, πλημμύρισε η ψυχή μου έλεος,
τον φώναξα με το όνομα και πέταξαν
τα λόγια μου σαν τα πουλιά:
«Ατρείδη τιμημένε, ω Αγαμέμνονα, με τον λαό και τον στρατό σου,
ποια μοίρα να σε δάμασε, ποιος ανελέητος θάνατος;
Μήπως σε τσάκισε ο Ποσειδώνας στα καράβια σου,
400 σ᾽ άρπαξε θύελλα φριχτή, μ᾽ ανέμους φοβερούς;
μήπως σε χάλασαν εχθροί επάνω στη στεριά,
που γύρεψες να κόψεις βόδια, ή όμορφο κοπάδι γιδοπρόβατα;
ή πολεμώντας για μια πόλη τειχισμένη; ή για γυναίκες;»
Έτσι του μίλησα, κι εκείνος μου αποκρίθηκε με το όνομά μου:
«Βλαστάρι του Διός, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,
όχι, μήτε ο Ποσειδώνας στα καράβια μου με τσάκισε,
με θύελλα φριχτή, μ᾽ ανέμους φοβερούς,
μήτε κι εχθροί με χάλασαν κάπου σε μια στεριά·
ο Αίγισθος συντέλεσε τη μοίρα του θανάτου μου,
410 αυτός με σκότωσε, μαζί κι η δολερή γυναίκα μου· ενώ με κάλεσε
στο σπίτι να δειπνήσω, μ᾽ έσφαξε σαν το βόδι στο παχνί.
Εκεί με βρήκε ο θάνατος, οικτρότατος· και γύρω οι σύντροφοί μου
σκοτωμένοι, ένας πάνω στον άλλο, σάμπως γουρούνια μ᾽ άσπρα δόντια
που σφάζονται στο αρχοντικό κάποιου με δύναμη και πλούτη,
σε γάμο, γλέντι συντροφικό, γιορτή μεγάλη.
Είδες εσύ και ξέρεις από φονικό, όπου οι νεκροί σωριάζονται,
μονομαχώντας ένας με τον άλλο ή πολεμώντας σ᾽ άγρια μάχη.
Αν όμως τα ᾽βλεπες εκείνα, τότε θα σπάραζε η καρδιά σου πιο πολύ·
που γύρω στον κρατήρα, σε κατάφορτα τραπέζια, βρεθήκαμε
420 νεκροί μες στο παλάτι, κι άχνιζε στο πάτωμα παντού το αίμα μας ζεστό.
Μα ακόμη πιο σπαραχτική άκουσα τη φωνή της κόρης του Πριάμου,
της Κασσάνδρας, την ώρα που τη σκότωνε πανούργα η Κλυταιμνήστρα
πλάι και πάνω μου· κι εγώ, τα χέρια υψώνοντας, κάτω στο δάπεδο
σφάδαζα και χτυπιόμουν, ώσπου ξεψύχησα με το σπαθί στο στήθος.
Κι όμως εκείνη η σκύλα με παράτησε· δεν θέλησε, καν τη στιγμή
που πήγαινα στον Άδη, τα μάτια να μου τα σφαλίσει με τα χέρια της,
το στόμα να μου κλείσει.
Ω ναι, στον κόσμο τίποτε δεν είναι πιο σκληρό κι απάνθρωπο
απ᾽ τη γυναίκα που έβαλε μες στο μυαλό της τέτοιες πράξεις,
όπως αυτή, που το μελέτησε το ανόσιο έργο,
430 σφάζοντας άντρα που τη στεφανώθηκε. Κι ας έλεγα ο ταλαίπωρος,
θα με απαντήσουν παιδιά και δούλες με αγαλλίαση,
όταν γυρίσω στην πατρίδα μου· εκείνη υφαίνοντας στον νου της
ό,τι μπορούσε πιο φριχτό, βούτηξε η ίδια στην ντροπή, ντρόπιασε
όμως μια για πάντα κι όλο το θηλυκό το γένος, τις μελλούμενες γυναίκες,
έστω κι αν κάποια αποδειχτεί κάποτε φρόνιμη.»
Έτσι μου μίλησε, κι εγώ πήρα τον λόγο λέγοντας:
«Αλίμονο, πόσο το γένος του Ατρέα ο Δίας, που το μάτι του
βλέπει μακριά, το μίσησε εξαρχής θανάσιμα με τις βουλές των γυναικών·
ενώ εμείς αφανιζόμασταν τόσοι για μιαν Ελένη,
εσένα η Κλυταιμνήστρα σ᾽ έπλεκε στον δόλο της, κι ας ήσουνα μακριά.»
440 Στα λόγια μου αποκρίθηκε μ᾽ αυτά τα λόγια:
«Γι᾽ αυτό λοιπόν κι εσύ μην έχεις στη γυναίκα σου μεγάλη εμπιστοσύνη,
να μην της φανερώνεις όλη σου τη σκέψη, ό,τι καλό γεννήσει ο νους σου·
λίγα να ομολογείς, τα πιο πολλά καλύτερα να τα κρατείς κρυφά.
Κι όμως εσένα δεν σ᾽ απειλεί, Οδυσσέα, φόνος απ᾽ τη γυναίκα σου·
είναι, και με το παραπάνω, φρόνιμη, και γνωστικά στοχάζεται
του Ικάριου η κόρη, η συνετή κι έξυπνη Πηνελόπη.
Θυμάμαι, την αφήσαμε νέα και νιόνυμφη, όταν εμείς
κινούσαμε στον πόλεμο· είχε ακόμη στο βυζί τον γιο σου,
νήπιο. Τώρα κι αυτός θα έχει μεγαλώσει, θα κάθεται με τους μεγάλους —
450 καλότυχος, γιατί μπροστά του θα τον βρει ο πατέρας του γυρίζοντας,
αλλά κι εκείνος θα πέσει στην αγκάλη του πατέρα του,
όπως το θέλει η καλή περίσταση. Μόνο εμένα
η γυναίκα μου δεν μ᾽ άφησε να τον χαρούν τα μάτια μου
τον γιο μου· πρόλαβε και με σκότωσε.
Έχω όμως κι άλλο να σου πω, και να το στοχαστείς καλά·
κρυφά, ποτέ στα φανερά να μην αράξεις στη γλυκιά πατρίδα
το καράβι σου, γιατί πιστές γυναίκες δεν υπάρχουν πια.
Και τώρα απάντησέ μου, λέγοντας όλη την αλήθεια·
ανίσως κάπου ζωντανός ακόμη ακούγεται κι ο γιος μου,
ή στον Ορχομενό ή και στην Πύλο την αμμουδερή,
460 μπορεί στη Σπάρτη την ευρύχωρη, στο πλάι του Μενελάου —
λέω πως δεν πέθανε ο Ορέστης μου πάνω στη γη.»
Στο ερώτημά του εγώ ανταπάντησα μ᾽ αυτά τα λόγια:
«Ατρείδη, τέτοια μη ρωτάς· δεν ξέρω αλήθεια τίποτε,
αν ζει εκείνος ή αν πέθανε· κακό όποιος βγάζει από το στόμα του
λόγια του ανέμου.»

Μπέρτολτ Μπρέχτ Η Ανθρώπινη Βλακεία είναι Ακατανίκητη, κυριολεκτικά

«Ποιο είναι το μεγάλο μυστικό του βλάκα;» ρώτησαν κάποτε τον κ. Κόινερ «Αυτό που τον κάνει ακατανίκητο, ανυπέρβλητα κακό και πάντα νικητή;»

– Το μεγάλο μυστικό του βλάκα, χμ, για να σκεφτώ λίγο…

Ε… μάλλον ότι δεν του περνά καν από το μυαλό, δεν διανοείται ότι μπορεί για μια στιγμή να ‘χει άδικο. Κι αν του περάσει μια στάλα υποψίας από το μυαλό, γρήγορα τη διώχνει.

Αυτός βλαξ; Ποτέ των ποτών. Οι άλλοι είναι πάντα. Έτσι γίνεται αδίσταχτα θρασύς, υπέροχα επικίνδυνος, ανυπέρβλητα αλαζονικός και πείθει. Γιατί πάντα υπάρχουν αρκετοί βλάκες για να σχηματίσουν μια πλειοψηφία.

«Άραγε η βλακεία οδηγεί στην κακία ή η κακία οδηγεί στην βλακεία; Τον Ρώτησαν

-Ούτε το ένα ούτε το άλλο .. Απάντησε ο κ Κόινερ. Και τα δυο δεν είναι παρά συμπτώματα. Η βαθύτερη αιτία είναι η δυσανεξία απέναντι σε ένα Απύθμενο εσωτερικό κενό…

Ο βλάξ το υποψιάζεται , αλλά καθώς αδυνατεί να το παραδεχτεί, το απωθεί.

Το παραγεμίζει είτε σωματικά -λαιμαργία- είτε στρεφόμενος προς τον εξωτερικό κόσμο: Με κακία. Προσπαθώντας να επιβάλλει την εξουσία του ελπίζει να ξεχάσει την εσωτερική του κενότητα.. αλλά εκείνη επιστρέφει τα βράδια καθώς ετοιμάζεται να κοιμηθεί… ή τα πρωινά λίγα δευτερόλεπτα πριν ανοίξει τα ματιά του. Φαύλος κύκλος.

«Ποιες δραστηριότητες επιλέγει συνήθως ο Βλάκας;»

-Επειδή είναι ανασφαλής επιλεγεί δραστηριότητες που του δίνουν μια Ψευδαίσθηση παντοδυναμίας.

Καθώς είναι περιορισμένος στην βλακεία του διαθέτει και ορισμένα πλεονεκτήματα: Οργανωτικότητα, επιμονή και υπομονή, Τα καταφέρνει συνήθως να οικειοποιείται δουλειές άλλων.

Εξάλλου διαθέτει και ένα σπάνιο χάρισμα: δεν έχει καθόλου την αίσθηση της ευγνωμοσύνης…

Καθώς επίσης είναι και βλάκας δεν μπορεί να διανοηθεί ότι κάνει κάτι το κακό, καρπούμενος τον πνευματικό ή μη μόχθο, άλλων.

«Ποια Ύπαρξη ενοχλεί περισσότερο τον Βλάκα;»

-Η αλογόμυγα … Γιατί τον βάζει σε υποψίες αυτογνωσίας.

«Ναι κύριε Κόινερ… Αλλά γιατί από την άλλη η αλογόμυγα πάει και κολάι στα μούτρα του Βλάκα;»

– Διότι δεν μπορεί να ανεχτεί την Βλακεία… Αυτή είναι η μοίρα της αλογόμυγας .

«Και γιατί ο Βλάκας παρόλο που είναι πιο δυνατός δεν εξοντώνει την Αλογόμυγα;»

-Γιατί είναι βλάκας και υπερβολικός. Προσπαθεί να την εξοντώσει με κανονιές… Μονό ένας βλάκας θα προσπαθούσε να εξοντώσει μια Αλογόμυγα με κανόνι…-

«Και ποια θα ήταν η λύση;»

Η λύση θα ήταν να έπαυε να είναι βλάκας. Αλλά καθώς αυτό είναι αδύνατον δυστυχώς δεν υπάρχει λύση: Ούτε για τον βλάκα αλλά και ούτε για την αλογόμυγα…

«Και δεν είναι Τραγικό για τον Βλάκα να πρέπει να υποφέρει διαρκώς την ενοχλητική του Αλογόμυγα;»

-Ε όχι και τόσο. Tι να πούνε και όσοι θα πρέπει να υποφέρουνε τον βλάκα;

«Πως είναι δυνατόν ο Βλάξ να μην έχει ΚΑΘΟΛΟΥ την αίσθηση του χιούμορ;»

– Στην ουσία η έκλειψη Χιούμορ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ ΤΟΝ ΒΛΑΚΑ. Διότι , αν είχε στοιχειώδη αίσθηση του Χιούμορ δεν θα έπαιρνε και τον εαυτό του τόσο σοβαρά, οπότε θα έπαυε να ναι και βλάκας.

«Και ποια είναι τα πιο σημαντικά Χαρακτηριστικά της Βλακείας;» Ρώτησαν κάποτε τον κ Κόινερ.

-«Ας τα πάρουμε ένα ένα» απάντησε ο κ Κόινερ.

Πρώτα απ' όλα ο βλάξ δεν έχει καμιά ικανότητα μεταφορικής σκέψης. Τα παίρνει όλα κυριολεκτικά…

Έτσι αδυνατεί να καταλάβει πότε ο συνομιλητής του μεταφέρει μια άποψη άλλων από την άποψη του ιδίου του συνομιλητή του. Δεν μπορεί να αντιληφθεί την εντός εισαγωγικών φράση…

Παράδειγμα, λέει η Βίβλος: ”Ο Άφρων είπε: Δεν υπάρχει Θεός” και λέει ο Άφρων (δηλαδή ο Βλάξ) «Είδατε; Το λέει και η Βίβλος. Δεν υπάρχει Θεός.»

«Δηλαδή τι θέλετε να μας πείτε κ Κόινερ; Ότι υπάρχει Θεός;»

-Αγαπητό μου παιδί. Δεν ξέρω αν υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός. Εκείνο για το οποίο είμαι βέβαιος είναι ότι η Ανθρώπινη Βλακεία είναι ακατανίκητη, κυριολεκτικά!

Μπέρτολτ Μπρέχτ, Ιστορίες του κ. Κοϊνερ

Κάναμε τους αδιάφορους, ακόμα και όταν θέλαμε να ουρλιάξουμε

Όλα μπροστά μας είναι.
Ακόμα και αν αρνηθήκαμε να τα δούμε.
Όλα μπροστά μας από την αρχή.
Τίποτα δεν αλλάζει στην πορεία.
Συμπεριφορές άσχημες , αρρωστημένες , ψέματα, άνθρωποι αδιάφοροι.
Και εμείς ως απλοί παρατηρητές, τους δίναμε άλλα ονόματα και άλλες σημασίες. Περίεργες συμπεριφορές, μισές αλήθειες, έντονες καταστάσεις, άνθρωποι πληγωμένοι που φέρονται αλλιώς, λέγαμε.
Ίσως γιατί θέλαμε να τα δοκιμάσουμε, να τα ζήσουμε, να τα διορθώσουμε.
Ίσως γιατί απλά δεν είχαμε κάτι άλλο καλύτερο να τραβήξει την προσοχή μας.
Θαρρείς κλείσαμε για λίγο τα μάτια, φοβούμενοι να δούμε το «θέλω» και το «γιατί».
Και κάπου εκεί, παρέα με τα ελαφρυντικά μας, μπήκαμε στο ρόλο.
Προσποιηθήκαμε τους πρωταγωνιστές, αλλά γίναμε κομπάρσοι.
Με σενάριο λειψό, σε σκηνή που τρίζει.
Μάθαμε να γελάμε, ακόμα και όταν θέλαμε να δακρύσουμε.
Κάναμε τους αδιάφορους, ακόμα και όταν θέλαμε να ουρλιάξουμε.
Κρύψαμε αυτό που νιώθαμε, σαν επίδοξοι κλόουν.
Που πάντα θα φαντάζουμε τρομακτικοί, με αυτό το τεράστιο χαμόγελο και το θλιμμένο βλέμμα.
Χορέψαμε, γλεντήσαμε σε μελωδία που μισήσαμε.
Με μαέστρο παράφρονα και όργανα παράφωνα.
Όλα μπροστά μας είναι, τόσο περίτεχνα κρυμμένα μα και τόσο προφανή ταυτόχρονα.
Το άσπρο και το μαύρο, το καλό και το κακό.
Και μια σταγονίτσα μαύρο έφτασε, να βρέξει και να γκριζάρει το κατάλευκο φόντο των ονείρων μας.
Μη συνηθίσεις.
Κοίτα ξανά.
Λίγο πιο δίπλα στήνεται θέατρο, που μήτε κομπάρσος, μήτε θεατής θα ΄σαι.
Θέατρο σαν παραμύθι, με όμορφους ανθρώπους, αγάπη, ζεστασιά.
Θέατρο με μελωδίες, σαν μεσημέρι βροχερό και όνειρο θερινής νυκτός.
Κοίτα ξανά.
Είσαι εσύ ο μαέστρος, εσύ και ο πρωταγωνιστής.
Δακρύζεις, γελάς, και είσαι αληθινός.
Κοίτα ξανά.
Στον κόσμο αυτό μοιάζεις παιδί. Ένας μικρός θεός που φτιάχνει κάστρα από άμμο, με κύμα χαμηλό.
Κοίτα ξανά.
Κοίτα καλύτερα αυτή τη φορά.
Και αν έκανες και λάθη δεν πειράζει.
Συγχώρα τον εαυτό σου και προχώρα παρακάτω.
Εκεί που το φόντο των ονείρων σου είναι λευκό και πάντα αδιάβροχο.

Η Έννοια της Διάγνωσης, και το Διαγνωστικό Εγχειρίδιο DSM

Η έννοια της διάγνωσης βρίσκεται στον πυρήνα τόσο της Ψυχιατρικής όσο και της Ψυχοθεραπείας, και θεωρείται αναπόσπαστη από την διαδικασία της διαχείρισης ή αντιμετώπισης ψυχικών παθήσεων ή συμπτωμάτων. Παρόμοια, τα διαγνωστικά εγχειρίδια αποτελούνε ‘Βίβλο’ για τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, που καλούνται να ακολουθούν πιστά τις οδηγίες τους, ώστε να προσφέρουν στο μέγιστο. Τόσο όμως η διάγνωση όσο και τα εγχειρίδια στο οποίο βασίζεται έχουν λάβει έντονη κριτική, οδηγώντας σε κεντρικά ερωτήματα, και εν τέλη, σε αβεβαιότητα για τον απαραίτητο χαρακτήρα τους.

Τα κύρια διαγνωστικά εγχειρίδια έχουν κοινή νοοτροπία και είναι το ICD και το DSM (Diagnostic and Statistical Manual), με το δεύτερο να έχει την πιο ευρεία και διαδεδομένη χρήση (ιδιαίτερα στην Ελλάδα, χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά).

Η διάγνωση της ψυχικής πάθησης ή του συμπτώματος βάση του DSM έχει ισχυρά πλεονεκτήματα. Ενισχύει την κατανόηση του επαγγελματία για την κατάσταση του ατόμου, μα και για το τι να περιμένει από την πορεία, και κατευθύνει προς τις πιο ταιριαστές μεθόδους αντιμετώπισης.

Αυτό, οδηγεί σε κατανόηση από την πλευρά του ατόμου, και ελπίδα για πραγματική βελτίωση, ενώ η αναγνώριση σε αντίθεση με προηγούμενη αβεβαιότητα μπορεί να μειώσει το ‘βάρος’ που βιώνει το άτομο, όπου πλέον δεν αισθάνεται πως ‘κάτι τρέχει’ μαζί του, μα γνωρίζει πως υπάρχει μία γνωστή και διαχειρίσιμη πάθηση.

Ταυτόχρονα όμως, η έννοια της διάγνωσης έχει και μειονεκτήματα, τόσο για τον επαγγελματία όσο και για το άτομο. Ο επαγγελματίας είναι πιθανό να οδηγηθεί σε λάθος διάγνωση (ακόμα και έχοντας εμπειρία), ή αυτή να τον περιορίσει, μην επιτρέποντάς του να παρατηρήσει άλλες πτυχές του ατόμου, άλλα συμπτώματα, ή ακόμα και την ύπαρξη άλλης πάθησης (στην περίπτωση συννοσυρότητας- δύο ή περισσότερων παθήσεων μαζί). Επιπλέον, η ονοματοδότηση μέσω της διάγνωσης μπορεί να επιφέρει στίγμα στο άτομο, και χαρακτηρισμό από τον περίγυρο, ιδιαίτερα εάν δεν υπάρχει κατανόηση για το τι σημαίνει η πάθηση (κάτι που μπορεί να έχει επιπτώσεις στον κοινωνικό κύκλο του ατόμου και τις διαπροσωπικές του σχέσεις). Τέλος, η διάγνωση απλουστεύει το άτομο σε ένα σύνολο συμπτωμάτων, και περιορίζει το βίωμα του ίδιου του ανθρώπου (το οποίο, ιδιαίτερα στην περίπτωση ύπαρξης πάθησης, είναι ιδιαίτερα φορτισμένο με συναισθήματα, εμπειρίες), στερώντας από την όλη διαδικασία τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα.

Παρόμοια προνόμια και μειονεκτήματα έχει και το διαγνωστικό εγχειρίδιο, το οποίο αξίζει να σημειωθεί πως περιτριγυρίζεται από έντονες αντιπαραθέσεις, τόσο ως σύνολο όσο και αναφορικά με επιμέρους στοιχεία ή κατηγορίες του. Αδιαμφησβήτητα, διευκολύνει στην κατηγοριοποίηση και την διαδικασία κατανόησης (και διάγνωσης), και την καθοδήγηση προς καταλληλότερους τρόπους αντιμετώπισης (φαρμακευτικά και ψυχοκοινωνικά). Από την άλλη όμως, παρά τις προσπάθειες, οι διαγνωστικές κατηγορίες έχουν ‘θολά’ όρια μεταξύ τους (καθώς ένα άτομο μπορεί να ταιριάζει σε πάνω από μία κατηγορίες, κάποιες περιπτώσεις δεν ταιριάζουν σε καμία, και συχνά τα κοινά μεταξύ τους περιπλέκουν)και αποδίδει στην ψυχική ασθένεια μονόπλευρο αντί για ολιστικό χαρακτήρα (ενώ ετούτη είναι περίπλοκη, με πληθώρα επιρροών και παραγόντων που την επηρεάζουν- σχεδόν αδύνατο να περικλείσουμε όλα ετούτα σε έναν ορισμό ή μία διάγνωση). Ο μεγαλύτερος περιορισμός όμως είναι ο έντονα απρόσωπος χαρακτήρας του DSM, το οποίο δεν λαμβάνει υπόψιν προσωπικές διαφορές (παρά την αναφορά σε αυτές), ούτε το ίδιο το βίωμα του ατόμου, και την ‘βαρύτητα’ αυτού, ενώ υποβαθμίζει το άτομο σε ένα σύνολο συμπτωμάτων, λειτουργώντας ‘ακυρωτικά’ προς τον άνθρωπο.

Τα έντονα θετικά, μα και τα κρίσιμα αρνητικά της έννοιας της διάγνωσης και του DSM προβληματίζουν, με την ‘λύση’ να κρύβεται κάπου στην μέση, και το DSM να έχει χαρακτηριστεί ως ‘απρόσωπο, ατελές, απαραίτητο’!

ΤΟ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ, ΚΑΙ Η ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΒΑΣΗ ΑΥΤΟΥ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΟΥΝ, ΟΧΙ ΟΜΩΣ ΝΑ ΚΑΘΟΡΙΖΟΥΝ.

Έτσι μπορούν να διατηρηθούν τα δομικά πλεονεκτήματα αυτών και ο επιστημονικός τους χαρακτήρας, χωρίς να περιοριστεί η ανθρωπιστική και ανθρωποκεντρική πτυχή, εστιάζοντας στο άτομο και όχι στην πάθηση ή το σύμπτωμα.

ΑΠΟΨΕΙΣΟ άνθρωπος είναι αιχμάλωτος του μυαλού του… Κανενός άλλου!

Υπάρχουν άνθρωποι που είναι σχεδόν πάντα θλιμμένοι, απογοητευμένοι, φοβισμένοι…

Βαθιά ασυνείδητα διακατέχονται από την πεποίθηση ότι τίποτα δεν έχει νόημα στην ζωή τους, παρατηρώντας πως εξελίσσεται το δράμα της.

Αναζητούν διεξόδους και όταν τούτοι δεν καταφέρνουν να τους δείξουν την έξοδο από την δυσαρέσκεια, σε βάθος χρόνου απογοητεύονται ολοένα και περισσότερο, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι δεν φταίνε οι διέξοδοι, αλλά οι προσδοκίες τους.

Υπάρχει πάντα κάτι που θα του επιτρέψουν να τους κλέψει την χαρά και την αγάπη της κάθε στιγμής, πάντα κάτι που θα του επιτρέψουν να τους ανατρέψει προθέσεις και όνειρα…

Γκρινιάζουν για όσα δεν καταφέρνουν, για όσα δεν μπορούν να λάβουν, για όσα είναι οι άλλοι…

Γυρνάνε γύρω γύρω από μια ματαιότητα και έτσι δεν είναι ευχαριστημένοι με τίποτα, μα ούτε βαθιά Ζωντανοί είναι…

Ψάχνουν να βρουν ένα σκοπό, μα αυτός δεν βρίσκεται σχεδόν ποτέ… Και αν βρεθεί δεν καταφέρουν να διατηρήσουν το ενδιαφέρον τους για την Ζωή σε βάθος χρόνου.

Προσπαθούν να γεμίσουν την ζωή τους με παρέες και συναναστροφές, με επιβεβαιώσεις και αποδοχές, μα ούτε αυτές οι «επιτυχίες» τους δημιουργούν μέσα τους την αίσθηση του Αιώνιου.

Τρομάζουν εύκολα… και επικρίνουν ακόμα ευκολότερα. Απομονώνονται μετά…

Δεν επιτρέπουν στον Εαυτό τους να φωτίσει τα σκοτάδια τους και να τα μεταβάλλει στην αιώνια φλόγα του Ζωντανού Πνεύματος, που περιλαμβάνει και δεν απομονώνει…

Παραιτούνται ευκολότερα από όσο είναι διατεθειμένοι να πολεμήσουν, γιατί δεν ξέρουν για ποιο πράγμα αξίζει κανείς να πολεμήσει, όταν όλα γύρω τους έχουν ματαιωθεί… Και απλά περιμένουν να αλλάξει η ζωή τους…

Μερικές φορές ο άνθρωπος θέλει την αλλαγή, αρκεί να μην αλλάξει ο ίδιος…

Αλήθεια, είναι τόσα λίγα αυτά που προκαλούν πραγματική θλίψη… Όλα τα άλλα είναι πληγωμένος εγωισμός και έλλειψη βαθιάς Πίστης στο Αιώνιο…

Οι άνθρωποι, λένε, δεν είναι αιχμάλωτοι της μοίρας, αλλά μόνο αιχμάλωτοι του μυαλού τους.

Αλλά ποιος το συνειδητοποιεί αυτό; Μόνο το ξέρει… όμως είναι διαφορετικό το «γνωρίζω» από το «συνειδητοποιώ»… απέχουν μεταξύ τους μια Αιωνιότητα, ενώ ο νους στριφογυρίζει εκεί γύρω στον χρόνο του πριν και του μετά, γιατί του λείπει η συνειδητή παράδοση στο Αιώνιο Τώρα…

Ο Εαυτός μας έχει Αγάπη για το Κόσμο, από τον οποίο τον κρατάει σε απόσταση ένα «εγώ» που βιώνει απόγνωση, ζώντας μέσα σε έναν απελπισμένο προγραμματισμό. Πως μπορεί να ζει κανείς μισός και να είναι ευτυχισμένος;

Θέλω να τους φωνάξω… καμιά φορά… Ξέρω όμως ότι δεν θα έχει νόημα… Μόνος του το αποφασίζει κανείς να Ζήσει και να ολοκληρωθεί.

Μόνος του θα νιώσει την αλήθεια ότι ολοκλήρωση δεν είναι να κάνεις παιδιά, σπίτια, περιουσίες και να πεθάνεις…

Στο «ιστορικό» του καθενός μας καταγράφεται σαν ολοκλήρωση, το πόσες φορές ήσουν αληθινά Άνθρωπος, το πόσες φορές πολέμησες με την κοσμική ματαιότητα, ευγνωμονώντας την Ζωή και όσα είσαι μέσα σ’ αυτήν, το πόσες φορές συνέπλευσες με την Αρμονία και το πόσες φορές τίμησες την Αιωνιότητά σου.

SENECA: ΤΟ ΠΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΑΤΤΑΛΟΥ

Επιστολές στον Λουκίλιο 108,12-16

Σε αυτό το απόσπασμα από τις Επιστολές στον Λουκίλιο, ο Σενέκας παραθέτει μία μαρτυρία της εκπαίδευσής του στον πρακτικό στωικισμό στη σχολή των Σεστίων, η οποία βασιζόταν στην ηθική αυστηρότητα και την αποφυγή της πολυτέλειας.

Δεν υπάρχει τίποτα πιο εύκολο από το να κατευθύνουμε τα νέα πνεύματα στην αγάπη της τιμιότητας και της δικαιοσύνης. Πειθήνιοι και χωρίς ακόμα να έχουν λερωθεί, αυτοί κατακτώνται από την αλήθεια, αν την εκπροσωπεί ένας άξιος δικηγόρος. Εγώ, τουλάχιστον, όταν άκουγα τον Άτταλο να καταφέρεται εναντίον των ελαττωμάτων, της ακράτειας, των κακών της ζωής, ένιωθα συχνά λύπηση για το ανθρώπινο είδος και θεωρούσα αυτόν τον δάσκαλο υψηλό, ανώτερο απ’ όλα όσα σπουδαία υπάρχουν στη γη. 

Όταν έπλεκε το εγκώμιο της φτώχειας, για να δείξει ότι όλα όσα πυροδοτούν τις ανάγκες μας συνιστούν άχρηστο βάρος που είναι κουραστικό να φέρουμε, συχνά ήθελα να βγω φτωχός από τη σχολή. Όταν άρχιζε να επικρίνει με δριμύτητα τις απολαύσεις, να επαινεί την εγκράτεια, τη λιτότητα στα φαγητά, την καθαρότητα της ψυχής που απέχει όχι μόνο από τις αθέμιτες απολαύσεις, αλλά και από τις επιφανειακές, ήμουν έτοιμος να απαγορεύσω στον εαυτό μου κάθε κρίμα λαιμαργίας και φιληδονίας. 

Από αυτά τα μαθήματα, Λουκίλιε, κάτι μου έχει μείνει. Ήμουν έτοιμος με μεγάλο ζήλο να πραγματοποιήσω όλο του το πρόγραμμα- μετά, όταν γύρισα στην καθημερινή μου ζωή, τήρησα λίγες από τις αρχικές καλές μου προθέσεις. Από εδώ προέρχεται η άρνησή μου σε όλη μου τη ζωή για τα στρείδια και τα μανιτάρια. Δεν είναι φαγητά, χρησιμεύουν μόνο στο να διεγείρει κανείς τον ουρανίσκο του ακόμα και όταν είναι χορτάτος. 

Από εδώ η άρνησή μου σε όλη μου τη ζωή να χρησιμοποιήσω αρώματα, γιατί η καλύτερη μυρωδιά ενός ανθρώπινου σώματος είναι να μην έχει καμία. Δεν πίνω πια κρασί, ούτε κάνω ζεστό μπάνιο: το να ξεμυαλίζουμε το σώμα και να το καταπονούμε με σκληρή δουλειά μού φαίνεται μια άχρηστη απόλαυση.

ΑΙΣΩΠΟΣ: Για δες, όλοι όσοι με συναντούν, με προσκυνούν

Κάποιος για να κουβαλήσει ένα ξύλινο άγαλμα θεού το φόρτωσε σε ένα γαϊδούρι. Καθώς πηγαίνανε, όσοι τους συναντούσαν στο δρόμο, προσκυνούσαν.

Το γαϊδούρι νόμιζε ότι προσκυνάνε το ίδιο: “για δες, όλοι όσοι με συναντούν, με προσκυνούν!”.

Έτσι, τόσο χάρηκε, που άρχισε να χοροπηδάει κ θα έριχνε κάτω το άγαλμα.
Τότε το αφεντικό του του έδωσε ένα ξύλο για να τον επαναφέρει στην τάξη κ του είπε: “επειδή κουβαλάς το άγαλμα ενός θεού, μη θάρρεψες ότι είσαι κ με τους θεούς ομότιμος!”

***
Ὄνῳ τις ἐπιθεὶς ξόανον ἦγε· πολλοὶ δὲ προσεκύνουν τῶν συναντώντων. Ὁ δὲ ὄνος τυφωθείς, νομίζων αὐτὸν προσκυνεῖν τοὺς ἀγροίκους, σκιρτῶν ἤμελλε τὸν θεὸν ῥίψειν. Ἀλλὰ τοῦτον ξύλοις παίων ὁ δεσπότης εἶπεν· Ὄνος εἶ θεὸν φέρων, ἀλλ᾿ οὐ θεοῖς ὑπάρχεις ὁμότιμος.
[Ὅτι] κτηνώδεις ἄνδρας, τοὺς τυφωμένους ἐπ᾿ ἀλλοτρίαις δόξαις ὁ μῦθος ἐλέγχει.

ΑΙΣΩΠΟΣ

Η ψυχοθεραπευτική παρρησία στον Κήπο του Επίκουρου

Στο βιβλίο παρρησίας, ο Φιλόδημος αναφέρει ότι η διδασκαλία των Επικούρειων βασιζόταν στην παρρησία, δηλαδή την ελεύθερη και ειλικρινή έκφραση γνώμης, καθώς και στην ψυχοθεραπεία («την της ψυχής θεραπείαν» Περί παρρησίας ) σε φιλικό περιβάλλον.

Η ελεύθερη έκφραση των ιδεών ήταν ένα αναφαίρετο δικαίωμα κάθε πολίτη σε μια δημοκρατική κοινωνία, όπως εκείνη της κλασικής Αθήνας. Στο λόγο του Περί ειρήνης ο Ισοκράτης αναφέρει ότι ωφέλιμη είναι η ειλικρινής έκφραση λόγου, που τολμά να επιπλήττει το δήμο για κάποιο λάθος και όχι η κολακεία που χαϊδεύει τα αυτιά των πολλών.

Όμως, από την Ελληνιστική εποχή και μετά, η παρρησία περιορίστηκε μόνο στις συζητήσεις μεταξύ φίλων. Για την σχολή των Επικούρειων, για την οποία η φιλία ήταν ο συνεκτικός κρίκος της κοινότητάς τους, η ελευθερία του λόγου είχε πρωταρχική σημασία.

Το περιβάλλον του Κήπου έμοιαζε περισσότερο με οικογένεια Φίλων παρά με σχολή και οι καθηγεμόνες ήταν οι μεγαλύτεροι αδελφοί, που έδειχναν το δρόμο της ευδαιμονίας στους μικρότερους αδελφούς. Σε αντίθεση με άλλες φιλοσοφικές σχολές, οι καθηγητές του Κήπου δεν παρίσταναν τους σοφούς δασκάλους-αυθεντίες όπως συνέβαινε στις σχολές των Πυθαγορείων, των Πλατωνικών και των Στωικών, αλλά αναγνώριζαν ότι είχαν περπατήσει στον ίδιο δρόμο με τους μαθητές τους μέχρι να φτάσουν στην γνώση και στην φρόνηση. Είναι φανερή η αντιστοιχία με την σύγχρονη πρακτική, κατά την οποία ο ψυχολόγος ή ο ψυχίατρος απευθύνεται. σε κάποιο συνάδελφό του για ψυχοθεραπεία πριν αρχίσει να βοηθά τους ασθενείς του.

Η μέριμνα των καθηγητών ήταν να διδάξουν στους μαθητές τα 3 μέρη της Επικούρειας φιλοσοφίας (Κανών, Φυσική, Ηθική) και ταυτόχρονα να τους εκπαιδεύσουν στην πρακτική εφαρμογή της με απώτερο στόχο την ευδαιμονική ζωή. Η εκπαίδευση των μαθητών στην ορθή σκέψη και στην ορθοπραξία γινόταν με ειλικρινή κριτική αντιπαλεύοντας την ανόητη νοοτροπία και την κακή συμπεριφορά, οι οποίες ήταν αποτελέσματα της επίδρασης του κοινωνικού περιβάλλοντος (διαδεδομένες ανόητες απόψεις), αλλά και εγγενών ελαττωμάτων του χαρακτήρα του κάθε ανθρώπου εριστικότατα, κρυψίνοια, ματαιοδοξία κλπ.).

Ο Φιλόδημος αναφέρει. ότι ήταν αναμενόμενο οι μαθητές αρχικά να αντιδράσουν στην παρρησία του καθηγητή, επειδή αφενός δεν συναισθάνονταν τα λάθη τους και αφετέρου δεν αναγνώριζαν ποιο ήταν το πραγματικό _όφελος για αυτούς. Σιγά-σιγά όμως, παρατηρούσαν ότι ο καθηγητής μιλούσε με ειλικρίνεια, φρόνηση και φιλικό ενδιαφέρον, και άρχιζαν να αντιλαμβάνονται ότι αναγνωρίζοντας τα λάθη τους γίνονταν ωριμότεροι και αισθάνονταν καλύτερα. Ο κάθε μαθητής δεχόταν ευκολότερα ή δυσκολότερα την νουθεσία ανάλογα με το χαρακτήρα του.

Σύμφωνα με την μαρτυρία του Φιλόδημου, για να είναι αξιόπιστοι οι καθηγητές του Κήπου θα έπρεπε να είναι πάντοτε φιλικοί και όχι ειρωνικοί η κακεντρεχείς, θα έπρεπε να είναι πειστικοί και με το παράδειγμά τους, όχι μόνο με το λόγο τους. Επιπλέον, θα έπρεπε να αναγνωρίζουν και τα δικά τους λάθη όταν τα υποδείκνυαν οι φίλοι τους. Το σημαντικό ήταν να βιώνουν όλοι οι Επικούρειοι την ασφάλεια της φιλίας και να νιώθουν άνετα όταν μοιράζονταν όσα σκέπτονταν ή ένοιωθαν.

Οι νέοι μαθητές του Κήπου (οι κατασκευαζόμενοι) δήλωναν με ελεύθερη βούληση την πρόθεσή τους να πειθαρχούν αφενός στον Επίκουρο και αφετέρου στην παρρησία:

«Με πολλή πεποίθηση θα νουθετήσουμε τους άλλους και τώρα και όταν διαπρέψουμε, όσοι έτσι απότομα γεννηθούμε από τους καθηγητές. Αλλά το ενωτικό και το πιο σημαντικό είναι ότι θα πειθαρχούμε στον Επίκουρο, σύμφωνα με τον οποίο επιλέξαμε να ζούμε, καθώς και στην παρρησία» (Περί παρρησίας ).

Ο σκοπός της ψυχοθεραπευτικής διδασκαλίας στον Κήπο ήταν η συνεχής αυτοκριτική και ειλικρινής κριτική σε φιλικό περιβάλλον για την εξάλειψη των κακιών, που δηλητηρίαζαν την ψυχή των μαθητών. Δινόταν μεγάλη έμφαση στη συμμετοχή όλων σε μια διαδικασία κοινής εκτίμησης και αλληλοδιόρθωσης, που περιλάμβανε τέσσερα σημεία:

α) την αυτοδιόρθωση των μαθητών,
β) την διόρθωση των μαθητών από μαθητές και καθηγητές,
γ) την αναφορά των σφαλμάτων από τους μαθητές στους καθηγητές για να τους συμβουλέψουν και
δ) την διόρθωση των καθηγητών από άλλους καθηγητές.

Φιλόδημος, Περί παρρησίας

Κοσμάς ο Αιτωλός - Ο «άγιος» ανθέλληνας και φιλότουρκος σκοταδιστής καλόγερος

 «Και εγώ αδελφοί μου, όπου αξιώθηκα και εστάθηκα εις αυτόν τον άγιον τόπον τον αποστολικόν, δια την ευσπλαχνίαν του Χριστού μας, εξέταξα πρώτον δια λόγου σας και έμαθα πώς με την χάριν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και Θεού, δεν είσθενε Έλληνες, δεν είσθενε ασεβείς, αιρετικοί, άθεοι, αλλ’ είσθενε ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί…».


«Τριακόσιους χρόνους μετά την Ανάστασιν του Χριστού μας έστειλεν ο Θεός τον άγιον Κωνσταντίνον και εστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν· και το είχαν χριστιανοί το βασίλειον 1150 χρόνους. Ύστερον το εσήκωσεν ο Θεός από τούς χριστιανούς και έφερε τον Τούρκον και του το έδωσε (το Βυζάντιο) δια ιδικόν μας καλόν, και το έχει ο Τούρκος 320 χρόνους. Και διατί έφερεν ο Θεός τον Τούρκον και δεν έφερεν άλλο γένος; Δια ιδικόν μας συμφέρον· διότι τα άλλα έθνη θα μας έβλαπτον εις την πίστιν, ο δε Τούρκος άσπρα (χρήματα) άμα του δώσης κάμνεις ο,τι θέλεις. Και δια να μη κολασθώμεν, το έδωσε του Τούρκου, και τον έχει ο Θεός τον Τούρκον ωσάν σκύλον να μας φυλάει».
Αποσπάσματα από ομιλίες του Κοσμά του Αιτωλού.

Ο Κοσμάς ο Αιτωλός έδρασε στον ελληνικό χώρο υπό την καθοδήγηση των οικουμενικών πατριαρχών Σεραφείμ Β΄ (1757-1761) και Σωφρονίου Β΄ (1774-1780). Το κήρυγμά του δεν είχε καμμία σχέση με την ελληνική παράδοση, το αντίθετο μάλιστα, ονομάστηκε όμως από το ορθόδοξο κατεστημένο ως ο «μεγαλύτερος μετά την άλωση Έλληνας», «Πατέρας του Νεώτερου Ελληνισμού», «Πατροκοσμάς», «Μεγάλος Διδάχος», «Προφήτης του Γένους» κι ανακηρύχτηκε άγιος το 1961.

Η πάλαι ποτέ υπερήφανη Ελλάδα των φιλοσόφων, των ποιητών και των επιστημόνων κατάντησε να θεωρεί σήμερα τον εικονιζόμενο περιφερόμενο μοναχό ως τον «μεγαλύτερο των Ελλήνων» και διδάσκαλο του Γένους, που δίδασκε: «Άκουσε, παιδί μου, να σου ειπώ. Η τελεία αγάπη είναι να πουλήσης όλα σου τα πράγματα, να τα δώσης ελεημοσύνη και να πηγαίνης και εσύ να εύρης κανένα αυθέντη να πουληθής σκλάβος. Και όσα πάρης, να τα δώσης όλα. Να μην κρατήσης ένα άσπρο (νόμισμα). Ημπορείς να το κάμης αυτό, να γίνης τέλειος;».

Ο Κοσμάς γεννήθηκε σ’ ένα χωριό της Αιτωλίας στις αρχές του 18ου αιώνα. Οι απόψεις για τον ακριβή τόπο και χρόνο της γεννήσεώς του διίστανται. Ο πρώτος βιογράφος και σύγχρονός του ήταν ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης. Την πρώτη του στοιχειώδη «μόρφωση» την πήρε από έναν ιεροδιάκονο, τον Γεράσιμο Λίτσικα στη Σιγδίτσα Παρνασσίδας, ενώ στα είκοσί του χρόνια «άρχισε να διδάσκεται τα γραμματικά» από έναν άλλο ιεροδιάκονο, τον Ανανία Δερβισάνο (Κ. Σάθα, «Νεοελληνική Φιλολογία» και «Νέον Μαρτυρολόγιον», σελ. 201.) Μερικά χρόνια αργότερα πήγε στην Αθωνιάδα Σχολή του Αγίου Όρους, όπου έγινε μοναχός κι «έκλαιγε για τις αμαρτίες του δεκαεπτά χρόνους».

Σχετικά με την μόρφωση, που απέκτησε στο Άγιο Όρος, ο ίδιος ο Κοσμάς λέει το εξής ακατανόητο: «Εγώ από το σχολείο έμαθα τα 24 γράμματα, έμαθα και 5-6 Ελληνικά και έμαθα πολλών λογιών γράμματα, εβραϊκά, τουρκικά, φράγκικα» (Χειρόγραφο 29 Φιλοσοφικής Θεσσαλονίκης, σελ. 262.) Από το κήρυγμά του διαφαίνεται, πως είχε μελετήσει την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, τους Πατέρες, τα λειτουργικά βιβλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, απ’ όπου δανείστηκε τα παραδείγματα της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, της αγίας Παρασκευής, των αγίων Ανδρονίκου κι Αθανασίας καθώς και τα Συναξάρια των αγίων. Η «παιδεία» που έλαβε περιελάμβανε λοιπόν όλα αυτά που πρέπει να ξέρει ένας καλός χριστιανός και τίποτε άλλο. Όλα τα παραδείγματα, που ανέφερε στις διδαχές του ήταν παρμένα από την εβραϊκή –χριστιανική– παράδοση κι όχι από την ελληνική. Τα πρόσωπα που μνημόνευε ήταν οι απόστολοι, ο Αβραάμ, άλλες βιβλικές φυσιογνωμίες κ.λ.π.. Ποτέ του δεν έκανε ουδεμία αναφορά στον Πλάτωνα, στον Αριστοτέλη, στους Τραγικούς ή σε ο,τιδήποτε ελληνικό. Αντιθέτως, όποτε μιλούσε για Ελλάδα ή για Έλληνες, εκφραζόταν πάντοτε υποτιμητικά.

Τα κέρδη του Σαββάτου και τα κέρδη της Κυριακής


Αφού έφυγε από το Άγιο Όρος –πιθανότατα το 1760- μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου έλαβε οδηγίες και άδεια από τον πατριάρχη Σεραφείμ Β΄ κι άρχισε την προπαγανδιστική του δράση. Η πρώτη του περιοδεία έγινε στην ηπειρωτική Ελλάδα. Το 1774 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου πήρε νέες οδηγίες και νέα άδεια από τον τότε πατριάρχη Σωφρόνιο Β', για να αρχίσει νέα περιοδεία, αυτή την φορά στα νησιά του Αιγαίου. Από εκεί επέστρεψε στο Άγιο Όρος κι ύστερα από λίγο ξεκίνησε την τρίτη και τελευταία του περιοδεία στην ηπειρωτική Ελλάδα πάλι και στα Ιόνια νησιά. Η αιτία του θανάτου του (1779) παραμένει σκοτεινή, αλλά από πουθενά δεν προκύπτει, ότι οφειλόταν σε τυχόν εθνικό κήρυγμά του ή ιδεολογικούς λόγους. Επισήμως, συνελήφθη και εκτελέστηκε στις 24 Αυγούστου του 1779 στο χωριό Κολικόντασι, κοντά στην πόλη του Βερατίου στην Αλβανία, από τους Τούρκους γιατί τον υποπτεύονταν ως πράκτορα των Ρώσων.

Σύμφωνα με την παράδοση –για σεβασμό της ημέρας της Κυριακής– πρωτοστάτησε στην αλλαγή της ημερομηνίας του παζαριού από Κυριακή που γινόταν σε Σάββατο. «Το κέρδος, οπού γίνεται την Κυριακήν και κάθε άλλην δεσποτικήν εορτήν, είναι αφωρισμένον και κατηραμένον, και βάνομεν φωτιά εις τα οσπίτια μας και καιόμεθα και ψυχικά και σωματικά» (Διδαχή Α2 , 930, Ι. Μενούνου). Η αλλαγή αυτή ζήμιωσε τους Εβραίους εμπόρους, οι οποίοι φέρονται πως δωροδόκησαν τον Κουρτ πασά, που διέταξε τη θανάτωση ή ίσως την απέλασή του. (Μ. Γκιόλια, «Ο Κοσμάς Αιτωλός», σελ. 247.)

Ο Νικόδημος ο Αγιορείτης αποκαλύπτει κάτι πολύ σημαντικό, διαφορετικό από αυτά, που προπαγανδίζονται για τον Κοσμά: «Ο αποστολικός ούτος διδάσκαλος, ποτέ δεν άνοιξε στόμα να ειπή λόγον εναντίον των Εβραίων ούτε εις την Θεσσαλονίκην, ούτε εις Καστορίαν, ούτε εις τα Ιωάννινα, ούτε εις κανένα άλλο μέρος, όπου ήσαν Εβραίοι, αλλά μόνον τους χριστιανούς εδίδασκε να πολιτεύωνται ωσάν χριστιανοί». Αυτό ελέγχεται ως ακριβέστατο και από την τρίτη διδαχή του Κοσμά, στην οποία αναφέρεται: «Όσοι αδικήσατε ή χριστιανούς ή Τούρκους ή Εβραίους, ή Φράγκους, να δώσετε το άδικον οπίσω, διατί είναι κατηραμένον και δεν βλέπετε προκοπήν» (Κ. Σαρδελή, ΙΓ Πάτρια.) Σε όλες τους τις συναλλαγές οι Έλληνες θα έπρεπε να «πηγαίνουν με το σταυρό στο χέρι», έρμαια των αδικιών όλων των άλλων· εισήγαγε έτσι τον αθέμιτο ανταγωνισμό εις βάρος των Ελλήνων.

Η εβραιοχριστιανική «φιλοσοφία» των διδαχών του

Ο Κοσμάς ως κύριο τρόπο δράσης ανάμεσα στους Έλληνες είχε το προπαγανδιστικό κήρυγμα, διδαχή, όπως ονομάστηκε από τους χριστιανούς. Ο λόγος του, που δεν διέθετε μεγάλη ποικιλία, με την πάροδο του χρόνου απέκτησε τυποποιημένη μορφή. Δεν έγραφε, ούτε αποστήθιζε τις ομιλίες του, αλλά κρατούσε ένα «σκελετό» και τροποποιούσε την ομιλία ανάλογα με τις περιστάσεις. Συνήθως επαναλάμβανε 3-4 τύπους διδαχών, τους ίδιους πάντα. Ας εξετάσουμε ενδεικτικά μερικές διδαχές του:

«Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην και πάντα τα εν αυτοίς, λέγει ο προφήτης Μωυσής πεφωτισμένος εκ πνεύματος αγίου εις την αγίαν και ιεράν γραφήν. Τον παλαιόν (καιρόν), χριστιανοί μου, εγίνοντο καλοί οι άνθρωποι».
Μιλάει για τον Αβραάμ και τον Ισαάκ, που εξέδιδαν τις γυναίκες τους, τον Λωτ, που συνευρέθη με τις θυγατέρες του, τη Θάμαρ, που συνευρέθη με τον πεθερό της για ένα δακτυλίδι κ.λ.π..

«Ερευνάτε τας γραφάς, ότι εν αυταίς ευρήσετε ζωήν αιώνιον».
Το «ερευνάτε τας γραφάς» το αντέγραψε από τον Ιησού. Αναφερόμενοι κι οι δύο στις γραφές εννοούσαν την Παλαιά Διαθήκη· η Καινή δεν είχε γραφεί ακόμη. Κανένας τους δεν είπε ερευνάτε τον Όμηρο ή ερευνάτε τον Επίκουρο ή τον Δημόκριτο ή τον Ηράκλειτο κ.τ.λ., το οποίο θα έλεγαν, εάν κήρυτταν κάτι, που να είχε σχέση με τον Ελληνικό Πολιτισμό.

«Καλύτερα, αδελφέ μου, να θανατώσης εκατό ανθρώπους βαπτισμένους, παρά να αφήσης ένα παιδίον αβάπτιστον να αποθάνη» (Παπά-Αρσενίου Βλιαγκόφτη, ΙΓ Πάτρια).

Ο Κοσμάς εναντιωνόταν στους παραδοσιακούς χορούς και στα τραγούδια και δίδασκε: «Ψάλτες να παίρνετε στους γάμους» (Παπά-Θεόδωρου Ζήση, ΙΓ Πάτρια).

«Είναι μεγάλη ευλογία να κάμετε το παιδί σας καλόγηρο» (ως ανωτέρω).
Αρκεί να μην πάρει όπλο και πολεμήσει τους Τούρκους.

Στα κηρύγματά του περιλάμβανε αρκετή μεταφυσική τρομοκρατία: «Ω τι φόβον και τρόμον ηθέλαμεν έχει δια τον Άδην, αν ήτο ν’ ακούαμεν τες ελεεινές φωνές των εκεί κολαζομένων. Ανάμεσα εκεί εις τες φλόγες του Άδου, αναστενάζουσιν οι άθλιοι αμαρτωλοί, κλαίουσι, βρυχώνται χειρότερα από τα ζώα... Τα δάκρυα οπού χύνουσι, τους αυξάνουσι περισσότερον τες φλόγες του Άδου. Και τι ζωή θέλει είσθαι εκείνη του αμαρτωλού να κατακαίεται πάντοτε εις ένα τέτοιον πυρ, όπου σύγκρισιν με άλλο δεν έχει;» («Πατρικαί νουθεσίαι αγ. Κοσμά Αιτωλού», Άγιον Όρος, κεφ. στ.).

Πολυδιαφημισμένη από τους ελληνορθόδοξους είναι η διδαχή: «Είναι προτιμώτερο να έχει κανείς σχολείο στον τόπο του, παρά βρύσες και ποτάμια».

Κανείς τους όμως δεν διαβάζει και τη συνέχεια: «Σκοπός του σχολείου είναι να διδάξει, τι είναι Θεός, τι είναι άγγελοι, δαίμονες, κόλαση, παράδεισος».

Όλα τα σκοτεινά βυζαντινά χρόνια το πατριαρχείο, το οποίο έλεγχε πλήρως την παιδεία των Ελλήνων, επέτρεπε να διδάσκονται μόνο το Ψαλτήρι κι η Οκτώηχος. Για τέτοια σχολεία μιλούσε κι ο Κοσμάς. Ούτε καν σκεφτόταν σχολεία, που θα δίδασκαν επιστήμες, αρχαίους συγγραφείς ή οτιδήποτε άλλο σχετικό. Αυτά κυνηγιώνταν κι έκλειναν -όχι από τους Τούρκους, αλλά- από το πατριαρχείο. (Βλ. «Η ιερά εξέταση του Γρηγορίου Ε΄».) Ο Κοσμάς ήταν σαφής: «Το σχολείο ανοίγει τες εκκλησίες, το σχολείο ανοίγει τα μοναστήρια» (Μητροπολίτη Φλωρίνης Αυγ. Καντιώτη, «Κοσμάς ο Αιτωλός», εκδόσεις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητας «Ο Σταυρός», σελ. 142 και 209).

«Ο Τούρκος δεν βλάπτει την Πίστιν»

Πολλές υπερβολές γράφτηκαν για τον Κοσμά Αιτωλό, προκειμένου να αποκρυβεί η από το πατριαρχείο κατευθυνόμενη αντεθνική του προπαγάνδα και να υποστηριχθεί –ψευδώς– πως δήθεν επιτελούσε εθνικό έργο.

Υποστηρίζεται για παράδειγμα, ότι ο Κοσμάς μύησε πολλούς στην επαναστατική ιδέα κι ανάμεσά τους τον Κατσαντώνη στα 1777 (Φ. Μιχαλόπουλος, «Κοσμάς ο Αιτωλός», σελ. 57, 58, 66). Ο αργότερα ονομαστός Κλέφτης όμως, ήταν τότε νήπιο· γεννήθηκε μεταξύ 1770 και 1773. Το πατριαρχείο ήταν κάθετα αντίθετο με τις επαναστατικές ιδέες, γι’ αυτό και αφόρισε τους επαναστάτες και την Επανάσταση του ’21. Στέλνοντας τον Κοσμά Αιτωλό στην Ελλάδα επεδίωκε με την ανθελληνική, παθητική και χριστιανική μορφή της διδασκαλίας του να σβήνει άμεσα κάθε εμφανιζόμενη ελληνική επαναστατική φλόγα.

Ο Κοσμάς δεν αρκούνταν στη σιωπή, αλλά συμβούλευε καθαρά υποταγή στον Τούρκο κατακτητή. Δεν ήθελε να έχει σχέση με την Ελλάδα, ούτε με καμμία άλλη πατρίδα, τόνιζε πως πατρίδα όλων είναι ο ουρανός και συνιστούσε στους Ρωμιούς να παραμείνουν υποταγμένοι στους Τούρκους, που ήρθαν για να διαφυλαχθεί η ορθόδοξη πίστη από την εκ δυσμών απειλή. Συνιστούσε ακόμα να προσεύχονται οι χριστιανοί, για να φωτίζει ο Θεός τον βασιλιά και τους «ζαπιτάδες», ώστε «να κυβερνούν τον κόσμο με πραότητα και δικαιοσύνη».

«Απολαύστε» αντιεπαναστατικές κι αντεθνικές διδαχές του Κοσμά:

• «Σας λυπάμαι για την περηφάνεια, οπού έχετε. Το ποδάρι μου εδώ δεν θα ξαναπατήση. Και εάν δεν αφήσετε αυτά τα πράγματα που κάνετε, την αυθαιρεσία και ληστεία, θα καταστραφήτε. Σε κείνο το κλαρί, που κρεμάτε τα σπαθιά σας, θά 'ρθη μια μέρα που θα κρεμάσουν οι γύφτοι τα όργανά τους» (ελέχθη στο χωριό Άγιος Δονάτος Σουλίου, από το βιβλίο «Κοσμάς ο Αιτωλός» του Αυγ. Καντιώτη.)

• «Εμείς, χριστιανοί μου, δεν έχομεν εδώ πατρίδα... Δια τούτο και ο Θεός μας έβαλε τον νουν εις το επάνω μέρος, δια να στοχαζώμεθα πάντοτε την ουράνιον βασιλείαν, την αληθινήν πατρίδα μας» (Διδαχή Α , 1, Ι. Μενούνου).

• «Και βαθμοφόροι Τούρκοι μου παρέχουν τώρα την προστασίαν των. Ο καθείς από αυτούς επιζητεί την παρουσίαν του ιερωμένου εις τα χωριά, όπου έχουν τα φέουδά των, διότι ούτος παρακινεί τους Έλληνας να φέρωνται νομοταγώς και να πληρώνουν τα δικαιώματα εις τους φεουδάρχας των» (Κ. Μέρτζιου, «Το εν Βενετία», σελ. 6). Στη διδαχή αυτή φαίνεται καθαρά ο ρόλος του κλήρου κατά την Τουρκοκρατία. Στο χειρόγραφο 12 της Μονής Λευκοπηγής αναγράφεται, ότι ο Κοσμάς παρακίνησε τους οπλοφόρους από τους ακροατές του να παραδώσουν τα όπλα «εις τους ζαπιτάδες» (Φ. Μιχαλόπουλος, «Κοσμάς ο Αιτωλός», σελ. 271).

• «Να ρίψετε τ’ άρματα και να ελπίζετε εις τον Θεόν» (Παπά-Αρσενίου Βλιαγκόφτη, ΙΓ Πάτρια).

«Προφητείες» στα όρια της γελοιότητας

 Είναι αδύνατον στον άνθρωπο να πετάξει ένα νόμισμα στον αέρα και να υπολογίσει με ακρίβεια από ποια πλευρά του θα πέσει στη γη κι αυτό, γιατί οι δυνάμεις, που ασκούνται κατά την πορεία του νομίσματος από το χέρι έως την γη είναι άπειρες και διαφορετικές μεταξύ τους. Για τον ίδιο λόγο δεν μπορεί κανείς να «προφητεύσει» τους αριθμούς του λαχείου κ.λ.π.. Αν ο άνθρωπος δεν μπορεί να υπολογίσει από ποια πλευρά θα σταθεί το νόμισμα, πως μπορεί να υπολογίσει τι θα γίνει μετά από πολλά χρόνια; Κι όμως, οι χριστιανοί άγιοι το καταφέρνουν. Πολυδιαφημισμένες είναι στην προκειμένη περίπτωση οι «προφητείες» του Κοσμά του Αιτωλού, ορισμένες όμως από τις οποίες φθάνουν στα όρια της γελοιότητας. Απολαύστε μερικές δειγματοληπτικά:

• «Ή τρεις μέρες, ή τρεις μήνες, ή τρία χρόνια θα βαστάξει.»
Προφητεία είναι αυτή;

• «Θα δείτε σαράντα άλογα να τα δένουν σε ένα παλούκι».

• «Θα βάλουν φόρο στις κότες και στα παράθυρα».

• «Θα 'ρθει ξαφνικά ή το βόιδι στο χωράφι, ή το άλογο στ’ αλώνι».

• «Θα 'ρθει καιρός, που θα φέρει γύρες ο διάβολος με το κολοκύθι του».

• «Ένα ψωμί θα χαθεί το μισό κι ένα ολόκληρο».

• «Να έχετε τρεις θύρες· αν σας πιάσουν τη μια, να φύγετε από την άλλη».
Περισσεύει μία!

• «Θα 'ρθει καιρός, που θα ζωστεί ο τόπος με μια κλωστή».
Οι ελληνορθόδοξοι απολογητές προπαγανδίζουν, ότι έτσι είναι τώρα ο κόσμος με τα καλώδια του τηλέγραφου και των τηλεφώνων. Αυτά δεν υπάρχουν βέβαια, καθ’ ότι βρισκόμαστε στην εποχή των ασύρματων επικοινωνιών και μιλάμε με κινητά μέσω δορυφόρων.

• Υπερήφανοι για την επίσκεψή του στην περιοχή τους το 1775 οι κάτοικοι της Αρναίας Χαλκιδικής ανήγειραν παρεκκλήσι, στο οποίο εντοίχισαν πινακίδα, σύμφωνα με την οποία ο άγιος Κοσμάς έδωσε την προφητεία: «Όλος ο ντουνιάς θα ταραχθεί, αλλά οι ποδιές του Χολομώντα δεν θα ταραχθούν».

Ας εξετάσουμε τώρα τις...«επιστημονικές» γνώσεις του Κοσμά σε θέματα, που δεν χρειαζόταν να κάνει προφητείες:

• «Ο ήλιος και το φεγγάρι και τ’ άστρα είναι κολλημένα εις τον ουρανόν και ο ουρανός γυρίζει μαζί με τον ήλιον... Όπου πηγαίνει ο ήλιος εκεί γίνεται ημέρα» (Χειρόγραφο 12 Λευκοπηγής, σελ. 31).
Σκοτάδι γίνεται εκεί, που διδάσκονται τέτοιες ανοησίες.

• Όταν ο γάμος γίνεται όχι όπως θέλει ο Θεός αλλά ο Διάβολος, τότε πεθαίνει κάποιος από τους συζύγους, «και παιδιά κάμνουν και εκείνα όλα κορίτσια, στραβά, κουτσά, λωλά, αναποδιασμένα». (Έκδοση Αποστολιά, σελ. 74.)
Τα κορίτσια εξομοιώνονται με τα παιδιά με αναπηρίες.

• «Και από τον καιρό οπού έκαμεν ο πανάγαθος Θεός τον κόσμον είναι επτά χιλιάδες και διακόσιοι ογδοήντα οκτώ χρόνοι» (Διδαχή Α2 , 19, Ι. Μενούνου).
Δηλαδή ο Θεός κατασκεύασε τον κόσμο περί την 6η χιλιετία π.Χ.. Τα ίδια πάντως υποστηρίζει κι η επίσημη Εκκλησία σήμερα.

• «Να μην τρώγωμεν οψάρια τες Τετράδες και τες Παρασκευές, ότι είναι μεγάλη αμαρτία, και όποιος τρώγει να ηξεύρη, ότι σταυρώνει τον Χριστόν» (Διδαχή Α2 , 930, Ι. Μενούνου).

• «Πάλιν εσύ, γυναίκα, έχεις περισσότερον χρέος από τον άνδρα να ανατρέφεις τα παιδιά σου και να τα νουθετάς εις τα καλά έργα. Όταν το παιδί σου σηκώνεται το ταχύ από τον ύπνον και ευθύς σου γυρεύει ψωμί, εσύ μη του δώσεις, αλλά επάρε το και πήγαινέ το εις την εικόνα του Χριστού και ειπέ του: Εγώ παιδί μου ψωμί δεν έχω, ο Χριστός μας έχει. Έλα κάμε το σταυρόν σου να τον προσκηνύσωμεν και να τον παρακαλέσωμεν να μας δώσει. Και έτσι συνηθίζει το παιδί από μικρόν εις το καλόν» (Διδαχή Α2 , 935, Ι. Μενούνου).
Χριστιανικές παιδαγωγικές μέθοδοι ψυχολογικής βίας.

Πατροκοσμάς και εκπαίδευση

Γίνεται μεγάλος λόγος για την προσφορά του Κοσμά του Αιτωλού στην ελληνική εκπαίδευση και μέσω αυτής στην υπόθεση της εθνεγερσίας. Ο μύθος αυτός είναι ισάξιος του μύθου της Αγίας Λαύρας (τα γεγονότα της οποίας διαψεύδει ο ίδιος ο Π. Π. Γερμανός αλλά τα θεωρεί αληθή η Εκκλησία). Γιατί ήταν το σχολείο χρήσιμο στους Έλληνες κατά τον Κοσμά; Μήπως για να αποκτήσουν επιτέλους οι ραγιάδες εθνική ταυτότητα; Μήπως για να μάθουν την ιστορία τους και να καταλάβουν ποιοί είναι; Μήπως για να μάθουν την ελληνική γλώσσα ώστε να γνωρίσουν από κοντά την ελληνική σκέψη; Τίποτε απ' αυτά. Όπως ο ίδιος επισημαίνει σε πολλά σημεία των λόγων του, μοναδικός σκοπός του σχολείου είναι η κατανόηση του ευαγγελίου, η γνωριμία με τα μυστήρια της θρησκείας και ο δρόμος προς το μοναστήρι. Αυτή άλλωστε ήταν και η επικρατούσα άποψη του πατριαρχείου αλλά και του Γρηγορίου του Ε'.

Ας δούμε όμως το εκπαιδευτικό όραμα του Κοσμά όπως φαίνεται μέσα από τα δικά του λόγια...

1. Ο ρόλος του σχολείου πρέπει να είναι θρησκευτικός και να προετοιμάζει τον άνθρωπο για το μοναστήρι: «Να μαζευθήτε όλοι να κάμετε ένα σχολείον καλόν, να βάλετε και επιτρόπους να το κυβερνούν, να βάνουν διδάσκαλον να μανθάνουν όλα τα παιδιά γράμματα, πλούσια και πτωχά. Διότι από το σχολείον μανθάνομεν τι είνε Θεός, τι είνε Αγία Τριάς, τι είνε Άγγελοι, δαίμονες, παράδεισος, κόλασις, αρετή, κακία· τι είνε ψυχή, σώμα κ.λ.π. Διότι χωρίς το σχολείον περιπατούμεν εις το σκότος· από το σχολείον ανοίγει το μοναστήριον» (Διδαχή Α΄).

«Και αν δεν σπουδάσης τα ελληνικά, αδελφέ μου, δεν ημπορείς να καταλάβης εκείνα οπού ομολογεί η Εκκλησία μας. Καλύτερον, αδελφέ μου, να έχης ελληνικόν σχολείον εις την χώραν σου, παρά να έχης βρύσες και ποτάμια· και ωσάν μάθης το παιδί σου γράμματα, τότε λέγετε άνθρωπος. Το σχολείον ανοίγει τας εκκλησίας· το σχολείον ανοίγει τα μοναστήρια» (Διδαχή Ε΄).

2. Το σχολείο έχει σαν σκοπό τη γνωριμία με την ορθοδοξία: «Διατί πάντα εις τα σχολεία γυμνάζονται οι άνθρωποι και ηξεύρουν και μανθάνουν το τι εστί ο Θεός, το τι είνε οι άγιοι άγγελοι, τι είνε οι καταραμένοι δαίμονες και το τι είνε η αρετή των δικαίων. Το σχολείον φωτίζει τούς ανθρώπους. Ανοίγουν τα ομάτια των ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών να μανθάνουν τα μυστήρια». (Διδαχή ΣΤ΄).

3. Οποιαδήποτε γνώση εκτός της ορθοδοξίας είναι του Διαβόλου: «Έμαθα και πέντε εξ ελληνικά και έμαθα πολλών λογιών γράμματα, εβραϊκά, τουρκικά, φράγκικα και από όλα τα έθνη, με την χάριν του Χριστού μας και πολλά τα εδιάβασα. Και όλα τα εθνικά κάλπικα τα ηύρα· όλα ευρέματα και σπέρματα του Διαβόλου, και κατά αλήθειαν, αδελφοί μου, τόσον τα εμελέτησα τα γράμματα». (Διδαχή Η΄).

4. Όσο για τις υπόλοιπες γνώσεις...: «Ωσάν εξέπεσεν το πρώτον τάγμα και έγιναν δαίμονες, τότε επρόσταξεν ο πανάγαθος Θεός και έγινεν ο κόσμος ούτος. Και από τον καιρόν οπού έκαμε τον κόσμον είνε 7288 χρόνοι.... Ο ήλιος, η σελήνη και τα άστρα είνε κολλημένα εις τον ουρανόν». (Διδαχή Α΄).

Αυτό ήταν το εκπαιδευτικό όραμα του Κοσμά του Αιτωλού. Να ανοίξουν σχολεία όπου οι χριστιανοί (όχι οι «μιαροί» Έλληνες) να μαθαίνουν ελληνικά ώστε να καταλαβαίνουν το ευαγγέλιο (περί ιστορίας ουδείς λόγος), να μάθουν την ορθόδοξη πίστη και να προετοιμαστούν για το μοναστήρι. Το σχολείο αντιμετωπίζεται από τον Κοσμά σαν απαραίτητη προϋπόθεση για την προώθηση της ορθοδοξίας και όχι του έθνους, έννοια η οποία απουσιάζει παντελώς από τις διδαχές του. Για τον Κοσμά η εκπαίδευση είναι ένα εργαλείο κατήχησης στην ορθοδοξία και τίποτε παραπάνω.

Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει είναι το εξής: Από ποιό σημείο των διδαχών του Κοσμά του Αιτωλού προκύπτει ο εθνικός ρόλος της εκπαίδευσης;
Απάντηση δεύτερη: Από πουθενά...

Εν κατακλείδι το κήρυγμα του Κοσμά του Αιτωλού δεν έχει καμία σχέση ούτε με το έθνος, ούτε με ανεξαρτησίες, ούτε με επαναστάσεις ούτε με τέτοια άλλα «αιρετικά» ζητήματα. Δεν τον ενδιέφερε η αποτίναξη της δουλείας την οποία θεωρούσε ο ίδιος «θεόσταλτη» και «προς το συμφέρον μας», επειδή δεν πείραξε την πίστη μας αλλά μάλλον τον απασχολούσαν περισσότερο να μην ξυρίζονται οι άντρες: «Και εγώ βλέπω εδώ και είνε εξήντα και ογδοήντα χρονών γέροντες, και ακόμη ξυρίζονται. Δεν το εντρέπεσθε να ξυρίζεσθε; Δεν ήξευρεν ο Θεός οπού έδωκε τα γένεια;» (Διδαχή Α΄).

Αυτό είναι το «εθνικό» έργο του Κοσμά του Αιτωλού που τον επέβαλλε η μυθοπλασία της εκκλησίας (μαζί με πάμπολλους άλλους) σαν «εθνικό ήρωα»...

***
Μνημεία ανθελληνισμού και τουρκοφιλίας σύμφωνα με την πολιτική του πατριαρχείου, σκοταδιστική χριστιανική προπαγάνδα και καλογερικές ανοησίες ήταν τα κηρύγματα του περιφερόμενου καλόγερου, του Κοσμά Αιτωλού. Κι όμως οι αποπροσανατολισμένοι Νεοέλληνες πιστεύουν, ότι επιτέλεσε σημαντικό εθνικό έργο και τον θεωρούν μέγα Έλληνα και μέγα διδάσκαλο του Γένους.

Η εθνική μας αφασία σε όλο της το μεγαλείο...

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΠΡΟΣ ΒΟΙΩΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ

ΔΗΜ 39.34–36

Παραινέσεις για αλλαγή της συμπεριφοράς του Βοιωτού

Ο Μαντίας, πατέρας του Μαντίθεου, είχε αναγκαστεί να υιοθετήσει τον Βοιωτό. Ο Μαντίθεος κατηγορεί στην παρούσα δίκη τον δεύτερο ότι, επωφελούμενος από το γεγονός ότι ο Μαντίας είχε πεθάνει πριν γίνει η εγγραφή τους στους καταλόγους των εφήβων, είχε ιδιοποιηθεί το όνομα "Μαντίθεος", γεγονός που επέφερε σύγχυση σχετικά με την ταυτότητά τους και προκαλούσε προβλήματα νομικής και οικονομικής φύσεως.


[34] Ἀλλ’, ὦ χαλεπώτατε Βοιωτέ, μάλιστα μὲν ὧν πράττεις
πάντων παῦσαι, εἰ δ’ ἄρα μὴ βούλει, ἐκεῖνό γε πρὸς Διὸς
πείθου· παῦσαι μὲν σαυτῷ παρέχων πράγματα, παῦσαι δ’
ἐμὲ συκοφαντῶν, ἀγάπα δ’ ὅτι σοι πόλις, οὐσία, πατὴρ
γέγονεν. οὐδεὶς ἀπελαύνει σ’ ἀπὸ τούτων, οὔκουν ἔγωγε.
ἀλλ’ ἂν μέν, ὥσπερ εἶναι φὴς ἀδελφός, καὶ τὰ ἔργ’ ἀδελφοῦ
ποιῇς, δόξεις εἶναι συγγενής, ἂν δ’ ἐπιβουλεύῃς, δικάζῃ,
φθονῇς, βλασφημῇς, δόξεις εἰς ἀλλότρι’ ἐμπεσὼν ὡς οὐ
προσήκουσιν οὕτω χρῆσθαι. [35] ἐπεὶ ἔγωγ’ οὐδ’ εἰ τὰ μάλισθ’ ὁ
πατὴρ ὄντα σ’ ἑαυτοῦ μὴ ἐποιεῖτ’ ἀδικῶ. οὐ γὰρ ἐμοὶ προσ-
ῆκεν εἰδέναι, τίνες εἰσὶν υἱεῖς ἐκείνου, ἀλλ’ ἐκείνῳ δεῖξαι,
τίν’ ἐμοὶ νομιστέον ἔστ’ ἀδελφόν. ὃν μὲν τοίνυν οὐκ
ἐποιεῖτό σε χρόνον, οὐδ’ ἐγὼ προσήκονθ’ ἡγούμην, ἐπειδὴ δ’
ἐποιήσατο, κἀγὼ νομίζω. τί τούτου σημεῖον; τῶν πατρῴων
ἔχεις τὸ μέρος μετὰ τὴν τοῦ πατρὸς τελευτήν· ἱερῶν, ὁσίων
μετέχεις· ἀπάγει σ’ οὐδεὶς ἀπὸ τούτων. τί βούλει; ἂν δὲ
φῇ δεινὰ πάσχειν καὶ κλάῃ καὶ ὀδύρηται καὶ κατηγορῇ ἐμοῦ,
ἃ μὲν ἂν λέγῃ, μὴ πιστεύετε (οὐ γὰρ δίκαιον μὴ περὶ τού-
των ὄντος τοῦ λόγου νυνί), ἐκεῖνο δ’ ὑπολαμβάνετε, ὅτι οὐ-
δὲν ἔστ’ αὐτῷ ἧττον δίκην λαμβάνειν Βοιωτῷ κληθέντι. [36] τί
οὖν φιλονικεῖς; μηδαμῶς· μὴ ἔχ’ οὕτω πρὸς ἡμᾶς ἐθελέ-
χθρως· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ πρὸς σέ, ἐπεὶ καὶ νῦν, ἵνα μηδὲ τοῦτο
λάθῃ σε, ὑπὲρ σοῦ λέγω μᾶλλον, ἀξιῶν μὴ ταὐτὸν ἔχειν
ὄνομ’ ἡμᾶς. εἰ γὰρ μηδὲν ἄλλο, ἀνάγκη τὸν ἀκούσαντ’
ἐρέσθαι πότερος, δύ’ ἂν ὦσιν Μαντίθεοι Μαντίου. οὐκοῦν,
ὃν ἠναγκάσθη ποιήσασθαι, σὲ ἂν λέγῃ, ἐρεῖ. τί οὖν ἐπι-
θυμεῖς τούτων; ἀνάγνωθι δέ μοι λαβὼν δύο ταυτασὶ μαρ-
τυρίας, ὡς ἐμοὶ Μαντίθεον καὶ τούτῳ Βοιωτὸν ὁ πατὴρ
ὄνομ’ ἔθετο.

***
[34] Αλλ', ω αναίσθητε Βοιωτέ, προ πάντων μεν να παύσης την τακτικήν σου αυτήν, εάν δε δεν θέλης να πεισθής εις τίποτε άλλο, να πεισθής εις το εξής τουλάχιστον, δι' όνομα του Διός: να παύσης μεν παρέχων ενοχλήσεις εις σε τον ίδιον, να παύσης δε συκοφαντών εμέ, να είσαι δε ευχαριστημένος ότι απέκτησες πόλιν, περιουσίαν, πατέρα. Κανείς δεν θέλει να σε εκδιώξη εκ τούτων, πολύ δε ολιγώτερον εγώ. Αλλ' εάν μεν, όπως ισχυρίζεσαι ότι είσαι αδελφός, εκτελής και τα έργα του αδελφού, θα φανής ότι είσαι συγγενής, εάν δε έχεις κακάς διαθέσεις προς εμέ, αν κινής δίκας εναντίον μου, αν με φθονής, αν με δυσφημής, θα φανής ότι εισήλθες εις οικογένειαν, η οποία δεν είναι ιδική σου και εις την οποίαν η διαγωγή σου είναι διαγωγή ξένου. [35] Διότι εις το τέλος, και αν ήσο αναμφισβητήτως υιός του πατρός μου και ηρνείτο ούτος να σε αναγνωρίση, δεν θα έπταιον εγώ διά τούτο. Διότι δεν είναι ιδικόν μου έργον να γνωρίζω ποίος είναι υιός του, αλλ' εκείνος έπρεπε να μάθη εις εμέ ποίον έπρεπε να θεωρώ ως αδελφόν. Καθ' όλον μεν λοιπόν τον χρόνον, κατά τον οποίον δεν σε ανεγνώριζεν ως υιόν του, ούτε εγώ σε εθεώρουν ως συγγενή· αφού δε σε υιοθέτησε, και εγώ σε θεωρώ ως αδελφόν. Ποία είναι η απόδειξις τούτου; Ότι έχεις μέρος της πατρικής κληρονομίας μετά τον θάνατον του πατρός μου, μετέχεις των ιερών και οσίων και κανείς δεν σε εκδιώκει εκ τούτων. Τι ζητείς; Αν δε λέγει ότι πάσχει φοβερά και κλαίει και οδύρεται και με κατηγορεί, δι' όσα μεν λέγει, μη τα πιστεύετε (διότι δεν είναι δίκαιον να ομιλή περί τούτων και αφού δεν πρόκειται ακόμη περί τούτων), αλλ' εκείνο λάβετε υπ' όψιν σας, ότι καθόλου ολιγώτερον δεν έχει το δικαίωμα να με διώξη δικαστικώς με το όνομα του Βοιωτού. [36] Διατί λοιπόν αγαπάς τας έριδας; Παύσε τας αντιρρήσεις σου· μη δεικνύης τόσην έχθραν προς ημάς, διότι ούτε εγώ σε εχθρεύομαι, διότι και τώρα, ίνα μηδέ τούτο διαφεύγη την προσοχήν σου, μάλλον διά το συμφέρον σου ομιλώ, έχων την αξίωσιν να μη έχης το ίδιον όνομα με εμέ. Διότι, και αν δεν υπήρχεν άλλη ενόχλησις, όταν είναι δύο υιοί του Μαντίου με το όνομα Μαντίθεος και ακούση τις το όνομα τούτο, θα ερωτήση ποίος εκ των δύο είναι. Λοιπόν, αν ομιλή περί σου, θα είπη προς διάκρισιν «εκείνον που υιοθέτησε διά της βίας». Διατί λοιπόν επιζητείς τας διακρίσεις αυτάς; Πάρε, γραμματεύ, και διάβασε αυτάς εδώ τας δύο μαρτυρίας, από τας οποίας φαίνεται, ότι ο πατήρ μου εμέ μεν ωνόμασε Μαντίθεον, τούτον δε Βοιωτόν.