Μοῦσα λοχμαία, [στρ.]
τιοτιοτιοτιοτιοτιγξ,
ποικίλη, μεθ᾽ ἧς ἐγὼ
740 νάπαισί ‹τε καὶ› κορυφαῖς ἐν ὀρείαις,
τιοτιοτιοτιγξ,
ἑζόμενος μελίας ἔπι φυλλοκόμου,
τιοτιοτιοτιγξ,
δι᾽ ἐμῆς γένυος ξουθῆς μελέων
745 Πανὶ νόμους ἱεροὺς ἀναφαίνω
σεμνά τε Μητρὶ χορεύματ᾽ ὀρείᾳ,
τοτοτοτοτοτοτοτοτοτιγξ,
ἔνθεν ὡσπερεὶ μέλιττα
Φρύνιχος ἀμβροσίων μελέων ἀπε-
βόσκετο καρπὸν ἀεὶ φέ-
750 ρων γλυκεῖαν ᾠδάν,
τιοτιοτιοτιγξ.
εἰ μετ᾽ ὀρνίθων τις ὑμῶν, ὦ θεαταί, βούλεται
διαπλέκειν ζῶν ἡδέως τὸ λοιπόν, ὡς ἡμᾶς ἴτω.
755 ὅσα γὰρ ἐνθάδ᾽ ἐστὶν αἰσχρὰ τῷ νόμῳ κρατούμενα,
ταῦτα πάντ᾽ ἐστὶν παρ᾽ ἡμῖν τοῖσιν ὄρνισιν καλά.
εἰ γὰρ ἐνθάδ᾽ ἐστὶν αἰσχρὸν τὸν πατέρα τύπτειν νόμῳ,
τοῦτ᾽ ἐκεῖ καλὸν παρ᾽ ἡμῖν ἐστιν, ἤν τις τῷ πατρὶ
προσδραμὼν εἴπῃ πατάξας· «αἶρε πλῆκτρον, εἰ μάχει.»
760 εἰ δὲ τυγχάνει τις ὑμῶν δραπέτης ἐστιγμένος,
ἀτταγᾶς οὗτος παρ᾽ ἡμῖν ποικίλος κεκλήσεται.
εἰ δὲ τυγχάνει τις ὢν Φρὺξ μηδὲν ἧττον Σπινθάρου,
φρυγίλος ὄρνις οὗτος ἔσται, τοῦ Φιλήμονος γένους.
εἰ δὲ δοῦλός ἐστι καὶ Κὰρ ὥσπερ Ἐξηκεστίδης,
765 φυσάτω πάππους παρ᾽ ἡμῖν, καὶ φανοῦνται φράτερες.
εἰ δ᾽ ὁ Πεισίου προδοῦναι τοῖς ἀτίμοις τὰς πύλας
βούλεται, πέρδιξ γενέσθω, τοῦ πατρὸς νεόττιον·
ὡς παρ᾽ ἡμῖν οὐδὲν αἰσχρόν ἐστιν ἐκπερδικίσαι.
***
ΧΟΡ. Ω Μούσα του άλσους
τσιουτσίου τσιουτσίου τσιουτίγξ,
που χίλιους κελαηδάς σκοπούς, μαζί σου εμείς
740 και στων βουνών τις κορυφές και στα βαθιά φαράγγια,
τσιουτσίου τσιουτίγξ,
σε δέντρο φουντωμένο καθισμένα,
τσιουτσίου τσιουτίγξ,
μέσ᾽ απ᾽ τους καστανούς ξεχύνουμε λαιμούς μας
ιερά μελωδικά τραγούδια για τον Πάνα
και σοβαρούς χορευτικούς ρυθμούς για την Κυβέλη,
τοτοτότο τοτοτότο τοτοτίγξ.
Εκείθε σαν τη μέλισσα
ένας ποιητής, ο Φρύνιχος,
750 γευόταν τον καρπό απ᾽ αμβρόσιες μελωδίες
και το τραγούδι που έφερνε γλυκό ηταν σαν το μέλι,
τσιουτσίου τσιουτίγξ.
ΚΟΡ. Αν κανένας σας, θεατές μου, θέλει εδώ κι εμπρός να ζει
με πουλιά, καλοπερνώντας, ας κοπιάσει εδώ σ᾽ εμάς.
Όσα είναι ντροπή αυτού κάτω και παράνομα τα λεν,
στων πουλιών την κοινωνία τα ᾽χουν όλα για όμορφα.
Τον πατέρα σου να δέρνεις το ᾽χει ο κόσμος για ντροπή,
μα σ᾽ εμάς εδώ είν᾽ ωραίο να χτυπήσει το πουλί
το γονιό του κράζοντάς του «σήκω νύχι, αν σου βαστά».
760 Είν᾽ ένας στιγματισμένος κι απ᾽ τον τόπο του σκαστός;
ας κοπιάσει εδώ και θα ᾽ναι κόκορας πιτσιλωτός.
Βούτηξε ένας το ταμείο κι οι άνθρωποι τον κυνηγούν;
όλα τα όρνια εδώ αϊτονύχη τιμημένο θα τον πουν.
Αν κανένας είναι μούλος κι οι γονιοί του είν᾽ άγνωστοι,
και του λένε πως πατέρα δε γνωρίζει και παππού,
ας μας έρθει εδώ και θά ᾽βρει πάπους, πάπιες και παπιά.
Αν αρρώστησε κανένας και δε βρίσκει αυτού γιατρειά,
μπρος, ας έρθει εδώ, περδίκι να τον κάμουν τα πουλιά.
τιοτιοτιοτιοτιοτιγξ,
ποικίλη, μεθ᾽ ἧς ἐγὼ
740 νάπαισί ‹τε καὶ› κορυφαῖς ἐν ὀρείαις,
τιοτιοτιοτιγξ,
ἑζόμενος μελίας ἔπι φυλλοκόμου,
τιοτιοτιοτιγξ,
δι᾽ ἐμῆς γένυος ξουθῆς μελέων
745 Πανὶ νόμους ἱεροὺς ἀναφαίνω
σεμνά τε Μητρὶ χορεύματ᾽ ὀρείᾳ,
τοτοτοτοτοτοτοτοτοτιγξ,
ἔνθεν ὡσπερεὶ μέλιττα
Φρύνιχος ἀμβροσίων μελέων ἀπε-
βόσκετο καρπὸν ἀεὶ φέ-
750 ρων γλυκεῖαν ᾠδάν,
τιοτιοτιοτιγξ.
εἰ μετ᾽ ὀρνίθων τις ὑμῶν, ὦ θεαταί, βούλεται
διαπλέκειν ζῶν ἡδέως τὸ λοιπόν, ὡς ἡμᾶς ἴτω.
755 ὅσα γὰρ ἐνθάδ᾽ ἐστὶν αἰσχρὰ τῷ νόμῳ κρατούμενα,
ταῦτα πάντ᾽ ἐστὶν παρ᾽ ἡμῖν τοῖσιν ὄρνισιν καλά.
εἰ γὰρ ἐνθάδ᾽ ἐστὶν αἰσχρὸν τὸν πατέρα τύπτειν νόμῳ,
τοῦτ᾽ ἐκεῖ καλὸν παρ᾽ ἡμῖν ἐστιν, ἤν τις τῷ πατρὶ
προσδραμὼν εἴπῃ πατάξας· «αἶρε πλῆκτρον, εἰ μάχει.»
760 εἰ δὲ τυγχάνει τις ὑμῶν δραπέτης ἐστιγμένος,
ἀτταγᾶς οὗτος παρ᾽ ἡμῖν ποικίλος κεκλήσεται.
εἰ δὲ τυγχάνει τις ὢν Φρὺξ μηδὲν ἧττον Σπινθάρου,
φρυγίλος ὄρνις οὗτος ἔσται, τοῦ Φιλήμονος γένους.
εἰ δὲ δοῦλός ἐστι καὶ Κὰρ ὥσπερ Ἐξηκεστίδης,
765 φυσάτω πάππους παρ᾽ ἡμῖν, καὶ φανοῦνται φράτερες.
εἰ δ᾽ ὁ Πεισίου προδοῦναι τοῖς ἀτίμοις τὰς πύλας
βούλεται, πέρδιξ γενέσθω, τοῦ πατρὸς νεόττιον·
ὡς παρ᾽ ἡμῖν οὐδὲν αἰσχρόν ἐστιν ἐκπερδικίσαι.
***
ΧΟΡ. Ω Μούσα του άλσους
τσιουτσίου τσιουτσίου τσιουτίγξ,
που χίλιους κελαηδάς σκοπούς, μαζί σου εμείς
740 και στων βουνών τις κορυφές και στα βαθιά φαράγγια,
τσιουτσίου τσιουτίγξ,
σε δέντρο φουντωμένο καθισμένα,
τσιουτσίου τσιουτίγξ,
μέσ᾽ απ᾽ τους καστανούς ξεχύνουμε λαιμούς μας
ιερά μελωδικά τραγούδια για τον Πάνα
και σοβαρούς χορευτικούς ρυθμούς για την Κυβέλη,
τοτοτότο τοτοτότο τοτοτίγξ.
Εκείθε σαν τη μέλισσα
ένας ποιητής, ο Φρύνιχος,
750 γευόταν τον καρπό απ᾽ αμβρόσιες μελωδίες
και το τραγούδι που έφερνε γλυκό ηταν σαν το μέλι,
τσιουτσίου τσιουτίγξ.
ΚΟΡ. Αν κανένας σας, θεατές μου, θέλει εδώ κι εμπρός να ζει
με πουλιά, καλοπερνώντας, ας κοπιάσει εδώ σ᾽ εμάς.
Όσα είναι ντροπή αυτού κάτω και παράνομα τα λεν,
στων πουλιών την κοινωνία τα ᾽χουν όλα για όμορφα.
Τον πατέρα σου να δέρνεις το ᾽χει ο κόσμος για ντροπή,
μα σ᾽ εμάς εδώ είν᾽ ωραίο να χτυπήσει το πουλί
το γονιό του κράζοντάς του «σήκω νύχι, αν σου βαστά».
760 Είν᾽ ένας στιγματισμένος κι απ᾽ τον τόπο του σκαστός;
ας κοπιάσει εδώ και θα ᾽ναι κόκορας πιτσιλωτός.
Βούτηξε ένας το ταμείο κι οι άνθρωποι τον κυνηγούν;
όλα τα όρνια εδώ αϊτονύχη τιμημένο θα τον πουν.
Αν κανένας είναι μούλος κι οι γονιοί του είν᾽ άγνωστοι,
και του λένε πως πατέρα δε γνωρίζει και παππού,
ας μας έρθει εδώ και θά ᾽βρει πάπους, πάπιες και παπιά.
Αν αρρώστησε κανένας και δε βρίσκει αυτού γιατρειά,
μπρος, ας έρθει εδώ, περδίκι να τον κάμουν τα πουλιά.