Δευτέρα 12 Αυγούστου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Ὄρνιθες (737-768)

Μοῦσα λοχμαία, [στρ.]
τιοτιοτιοτιοτιοτιγξ,
ποικίλη, μεθ᾽ ἧς ἐγὼ
740 νάπαισί ‹τε καὶ› κορυφαῖς ἐν ὀρείαις,
τιοτιοτιοτιγξ,
ἑζόμενος μελίας ἔπι φυλλοκόμου,
τιοτιοτιοτιγξ,
δι᾽ ἐμῆς γένυος ξουθῆς μελέων
745 Πανὶ νόμους ἱεροὺς ἀναφαίνω
σεμνά τε Μητρὶ χορεύματ᾽ ὀρείᾳ,
τοτοτοτοτοτοτοτοτοτιγξ,
ἔνθεν ὡσπερεὶ μέλιττα
Φρύνιχος ἀμβροσίων μελέων ἀπε-
βόσκετο καρπὸν ἀεὶ φέ-
750 ρων γλυκεῖαν ᾠδάν,
τιοτιοτιοτιγξ.

εἰ μετ᾽ ὀρνίθων τις ὑμῶν, ὦ θεαταί, βούλεται
διαπλέκειν ζῶν ἡδέως τὸ λοιπόν, ὡς ἡμᾶς ἴτω.
755 ὅσα γὰρ ἐνθάδ᾽ ἐστὶν αἰσχρὰ τῷ νόμῳ κρατούμενα,
ταῦτα πάντ᾽ ἐστὶν παρ᾽ ἡμῖν τοῖσιν ὄρνισιν καλά.
εἰ γὰρ ἐνθάδ᾽ ἐστὶν αἰσχρὸν τὸν πατέρα τύπτειν νόμῳ,
τοῦτ᾽ ἐκεῖ καλὸν παρ᾽ ἡμῖν ἐστιν, ἤν τις τῷ πατρὶ
προσδραμὼν εἴπῃ πατάξας· «αἶρε πλῆκτρον, εἰ μάχει.»
760 εἰ δὲ τυγχάνει τις ὑμῶν δραπέτης ἐστιγμένος,
ἀτταγᾶς οὗτος παρ᾽ ἡμῖν ποικίλος κεκλήσεται.
εἰ δὲ τυγχάνει τις ὢν Φρὺξ μηδὲν ἧττον Σπινθάρου,
φρυγίλος ὄρνις οὗτος ἔσται, τοῦ Φιλήμονος γένους.
εἰ δὲ δοῦλός ἐστι καὶ Κὰρ ὥσπερ Ἐξηκεστίδης,
765 φυσάτω πάππους παρ᾽ ἡμῖν, καὶ φανοῦνται φράτερες.
εἰ δ᾽ ὁ Πεισίου προδοῦναι τοῖς ἀτίμοις τὰς πύλας
βούλεται, πέρδιξ γενέσθω, τοῦ πατρὸς νεόττιον·
ὡς παρ᾽ ἡμῖν οὐδὲν αἰσχρόν ἐστιν ἐκπερδικίσαι.

***
ΧΟΡ. Ω Μούσα του άλσους
τσιουτσίου τσιουτσίου τσιουτίγξ,
που χίλιους κελαηδάς σκοπούς, μαζί σου εμείς
740 και στων βουνών τις κορυφές και στα βαθιά φαράγγια,
τσιουτσίου τσιουτίγξ,
σε δέντρο φουντωμένο καθισμένα,
τσιουτσίου τσιουτίγξ,
μέσ᾽ απ᾽ τους καστανούς ξεχύνουμε λαιμούς μας
ιερά μελωδικά τραγούδια για τον Πάνα
και σοβαρούς χορευτικούς ρυθμούς για την Κυβέλη,
τοτοτότο τοτοτότο τοτοτίγξ.
Εκείθε σαν τη μέλισσα
ένας ποιητής, ο Φρύνιχος,
750 γευόταν τον καρπό απ᾽ αμβρόσιες μελωδίες
και το τραγούδι που έφερνε γλυκό ηταν σαν το μέλι,
τσιουτσίου τσιουτίγξ.

ΚΟΡ. Αν κανένας σας, θεατές μου, θέλει εδώ κι εμπρός να ζει
με πουλιά, καλοπερνώντας, ας κοπιάσει εδώ σ᾽ εμάς.
Όσα είναι ντροπή αυτού κάτω και παράνομα τα λεν,
στων πουλιών την κοινωνία τα ᾽χουν όλα για όμορφα.
Τον πατέρα σου να δέρνεις το ᾽χει ο κόσμος για ντροπή,
μα σ᾽ εμάς εδώ είν᾽ ωραίο να χτυπήσει το πουλί
το γονιό του κράζοντάς του «σήκω νύχι, αν σου βαστά».
760 Είν᾽ ένας στιγματισμένος κι απ᾽ τον τόπο του σκαστός;
ας κοπιάσει εδώ και θα ᾽ναι κόκορας πιτσιλωτός.
Βούτηξε ένας το ταμείο κι οι άνθρωποι τον κυνηγούν;
όλα τα όρνια εδώ αϊτονύχη τιμημένο θα τον πουν.
Αν κανένας είναι μούλος κι οι γονιοί του είν᾽ άγνωστοι,
και του λένε πως πατέρα δε γνωρίζει και παππού,
ας μας έρθει εδώ και θά ᾽βρει πάπους, πάπιες και παπιά.
Αν αρρώστησε κανένας και δε βρίσκει αυτού γιατρειά,
μπρος, ας έρθει εδώ, περδίκι να τον κάμουν τα πουλιά.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ - ΒΥΒΛΙΣ

ΒΥΒΛΙΣ
(πηγή)
 
Η Βυβλίς και ο Καύνος ήταν τα δίδυμα παιδιά του Κρήτα Μίλητου και της Ειδοθέας, κόρη του βασιλιά Εύρυτου. Τα δίδυμα αδέλφια σε διάφορες εκδοχές εμφανίζονται ερωτευμένα το ένα με το άλλο, άλλοτε ο Καύνος μόνο νιώθει το άνομο πάθος* για την αδελφή του, άλλοτε μόνο η Βυβλίδα.
Στην εκδοχή που θέλει τον Καύνο ερωτευμένο με την αδελφή του, για να πολεμήσει τον έρωτα που ένιωθε, έφυγε σε άλλη χώρα πέρα από τη Μίλητο, συνοίκισε τους σκορπισμένους Ίωνες και έχτισε την πόλη Καύνο. Η Βυβλίδα κρεμάστηκε.
 
Άλλοι πάλι λένε ότι ήταν η Βυβλίδα αυτή που ερωτεύτηκε τον αδελφό της και αυτός, από αποστροφή, κατέφυγε στη χώρα των Λελέγων, όπου έχτισε πόλη με το όνομά του. Η κόρη, μη αντέχοντας τον πόνο της, άρχισε να περιπλανιέται στη Μ. Ασία. Όταν πήγε να γκρεμιστεί από ένα βράχο, οι Νύμφες, νιώθοντας λύπη για το πόνο της, τη μεταμόρφωσαν** σε αστείρευτη πηγή, όπως αστείρευτα ήταν και τα δάκρυα της κοπέλας. Κατά άλλους, η Βυβλίδα κρεμάστηκε από μια βαλανιδιά και από τα δάκρυά της ανέβλυσε η ομώνυμη πηγή Βυβλίδα. Ο Καύνος παντρεύτηκε στη Λυκία τη Νύμφη Προνόη και απέκτησαν τον Αιγιαλέα. Σε ανάμνηση της Βυβλίδας δόθηκε το όνομά της σε δύο πόλεις, στη Βύβλο της Φοινίκης και στη Βύβλο της Καρίας.
 
Οι κυριότερες πηγές του μύθου των δύο αδελφών είναι από νεότερους μυθογράφους, κυρίως τον Παρθένιο και τον Αντωνίνο Λιβεράλι (1ο αι. π.Χ. και 2ο μ.Χ. αντίστοιχα), ενώ ο Οβίδιος*** δίνει μια διαφορετική πλοκή του μύθου στήνοντας μια τραγωδία λόγων, όχι σωμάτων. Πρότυπό του υπήρξε ο έρωτας της Κανάκης για τον αδελφό του Μακαρέα που τροφοδότησε την ελληνιστική ερωτογραφία και την ψυχογραφική έξαρση της εποχής αλλά και τροφοδοτήθηκε από πραγματικά επεισόδια μεταξύ βασιλέων. Ο δέκατος τρίτος Πτολεμαίος παντρεύτηκε την αδελφή του, την έβδομη Κλεοπάτρα, 51 π.Χ., ο Καλιγούλας εκδήλωνε μια ύποπτη φιλαδέλφεια, ενώ ο Νέρων έπαιξε τον ρόλο της Κανάκης, απολαμβάνοντας την ώρα του αιμομικτικού της τοκετού.
-----------------------------
*Καύνιος έρως
 
Ο Αριστοτέλης, μιλώντας για την παθολογία του έρωτα στη Ρητορική δηλώνει:
 
λέγω δὲ ἀφ᾽ ἑαυτοῦ μέν, οἷον εἰ περὶ ἔρωτος εἴη τὸ ἐνθύμημα ὡς σπουδαῖος, ἡ ἔνστασις διχῶς· ἢ γὰρ καθόλου εἰπόντα ὅτι πᾶσα ἔνδεια πονηρόν, ἢ κατὰ μέρος ὅτι οὐκ ἂν ἐλέγετο Καύνιος ἔρως, εἰ μὴ ἦσαν καὶ πονηροὶ ἔρωτες. (Αρ., Ρητ., 1402a36-1402b3).
 
Ο Αριστοτέλης αναφέρεται εδώ στον αιμομικτικό έρωτα του Καύνου για τη δίδυμη αδελφή του, τον οποίο χρησιμοποιεί ως παρά­δειγμα για να δείξει αφενός τα δεινά που μπορεί να προκαλέσει ο έρωτας, αφετέρου για να τονίσει τη διττή πλευρά του, ότι δηλ. μπορεί να αποβεί θετικό πρά­γμα για τη ζωή του ανθρώπου αλλά και αρνητικό.
 
Τέλος, και ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρεται στην παροιμία Καύνιος έρως (=παράνομος, αιμομικτικός έρως).
 
**Η μεταμόρφωση της Βυβλίδος
 
εἰς τὸ πλησίον ὄρος παρελθοῦσα ῥίπτειν ἑαυτὴν ἐπεχείρησε, νύμφαι δὲ κατέσχον οἰκτείρασαι καὶ πολὺν ὕπνον ἐνέβαλον καὶ αὐτὴν ἤλλαξαν ἀπ᾽ ἀνθρώπου εἰς δαίμονα καὶ ὠνόμασαν ἁμαδρυάδα νύμφην Βυβλίδα καὶ ἐποιήσαντο συνδίαιτον ἑταιρίδα. καλεῖται δὲ καὶ τὸ ῥέον ἐκ τῆς πέτρας ἐκείνης ἄχρι νῦν παρὰ τοῖς ἐπιχωρίοις Δάκρυον Βυβλίδος. (Αντ. Λιβ., Μεταμορφώσεων συναγωγή 30.4.2-7)
 
***Βυβλίδα και Καύνος
 
Ας μάθουν της Βυβλίδας τα δεινά, για ν' αγαπάνε φρόνιμα οι γυ­ναίκες
για κείνη τη Βυβλίδα σας μιλώ που πόθησε φριχτά τον αδερφό της.
Δεν ήτανε αγάπη αδελφική - αλλιώτικος ο πόθος της, και λάθος.
Δεν το 'νιωσε στην πρώτη του αρχή· κρυφόκαιγε η φωτιά μες στην καρδιά
της
 
και τα φιλιά που του 'δινε συχνά ποσώς δεν τα λογάριαζε για κρίμα,
μήτε τα χάδια και τις αγκαλιές όπως σφιχτά κρεμιόταν στο λαιμό του.
Τον αγαπούσε - αίμα κι αδερφός, κι όλο μ' αυτό το ψέμα ξεγελιόταν.
Αγάπη που ξεστράτισες μετά… Τώρα, σαν έρθει η ώρα να βρεθούνε,
ντύνεται και στολίζεται γι' αυτόν, θέλει γι' αυτόν να φαίνεται ωραία,
κι αν τύχει άλλη, πιο όμορφη, εκεί ζηλεύει που είναι όμορφη η άλλη.
 
Όμως κρατεί το πάθος της κρυφό· όσο κι αν έχει μέσα της καμίνι
την πεθυμιά της δεν την κάνει ευχή - μα το καμίνι μέσα της να καίει.
Δεν την κολάζει ελπίδα πονηρή, δεν είναι τέτοια η τόλμη της - στον ξύπνο.
Ύστερα πάλι σε ύπνο γαληνό, καθώς ο νους της χαλαρώνει, βλέπει
συχνά-πυκνά εκείνο που ποθεί. Μες στ' όνειρο μια νύχτα τα κορμιά τους
είδε να σμίγουν· ένιωσε ντροπή κι ας ήτανε στο λήθαργο πεσμένη.
 
Τινάχτηκε απάνω, σιωπηλά γυρίζαν οι σκηνές μες στο μυαλό της
κι ύστερα πήρε να μονολογεί, αμφίβολη μέσα στη σύγχυσή της:
«Φριχτές εικόνες νύχτας σιωπηλής, αλίμονο, τι θέλετε να πείτε;
Μη σώσουνε και βγουν αληθινά, δεν πρέπουν τέτοια όνειρα σε μένα.
Ωραίος είναι, όπως κι αν τον δεις, μάτι κακό αυτό δε θα τ' αρνιόταν.
Αρέσει· λογικά μπορεί κι εγώ στον έρωτα για κείνον να 'χα πέσει,
κι ο έρωτάς μας θα 'ταν ταιριαστός - πλην είμαστε αδέλφια, αυτό με
βλάφτει.
 
Ξύπνια ποτέ μη μπω σε πειρασμό! Αυτό ζητώ, κι αυτό μονάχα φτάνει!
Μόνο στον ύπνο, αν γίνεται, συχνά να έβλεπα αυτά που μόλις είδα…
Τα φέρνω στο μυαλό μου και μεθώ, κι ας ήταν όλα τόσο φευγαλέα,
κι ας έριξε με φθόνο βιαστική η νύχτα του ονείρου την αυλαία.
 
Ν' άλλαζα όνομα, αν ήταν δυνατό, να μοιραστώ τον έρωτα μαζί σου!
Να με φυλάξουν οι θεοί… Οι θεοί; Που είχαν αδερφές για ερωμένες;
Τη Ρέα, όμαιμή του κι αδερφή, την πήρε για γυναίκα του ο Κρόνος,
ο Ωκεανός επήρε την Τηθύ, του Όλυμπου ο άρχοντας την Ήρα.
 
Ωστόσο, άλλοι οι νόμοι για θεούς, άλλα των ουρανών τα συνοικέσια·
ίσως και να 'ναι λάθος να μετρώ τ' ανθρώπινα με αλλιώτικη μεζούρα.
Ένα απ' τα δυο: ή ξεριζώνω ευθύς την άνομη αγάπη απ' την καρ­διά μου
ή, αν δε βρω τη δύναμη γι' αυτό, να με προκάνει θέλω ο μαύρος χά­ρος
κι εκεί στο ξόδι μου, άψυχο κορμί, να με νεκροφιλήσει ο αδερφός μου.
 
Μα πώς ν' αποφασίσω μοναχή; Να μη γνωρίζει αυτός τι συλλογιέμαι;
Πες πως εγώ το βρίσκω ταιριαστό, αλλά σ' εκείνον φαίνομαι κακούργα…
υπάρχει λύση: γράμμα μυστικό θα πει τον πόνο μου, θα πει τα μυ­στικά
μου».
 
Της φάνηκε πως έκανε καλά, κι οι δισταγμοί αφήκαν το μυαλό της.
Ανάγειρε στην κλίνη το κορμί και στηριγμένη πάνω στον αγκώνα
«ας μάθει», λέει, «πως έχω τρελαθεί· το ν έρωτα μου ας ομολογήσω!
Τραβάω τώρα ίσια στο γκρεμό, φωτιά και λάβρα ό,τι συλλογιέμαι».
 
Γράφει εκείνα που 'χει στο μυαλό. Σαν την ψυχή της έτρεμε το χέρι,
κρατάει τη γραφίδα στο δεξί, τη δέλτο στο άλλο για να γράψει απάνω.
«Σε λαχταρώ και σ' έχω ερωτευτεί, στο χέρι σου η ζωή κι ο θάνα­τός μου.
 
Εσύ θ' αποφασίσεις ποιο απ' τα δυο. Δεν ειν' εχθρός που σε παρα­καλάει,
ικέτιδα στα πόδια σου αυτή που όντας κιόλας πλάι σου γυρεύει
αχώριστα με σένα να ενωθεί και να σφιχτεί απάνω σου δεμένη.
 
Θα 'μαστε αδερφός και αδερφή και θα 'χουμε κρυφό τον έρωτά μας.
Έχω το ελεύθερο μαζί σου να μιλώ, χώρια και μακριά από τούς άλ­λους,
σαν αδερφή σου που είμαι φανερά παίρνεις τις αγκαλιές και τα φιλιά μου».
Τόσα χαμένα λόγια - η γραφή απλώνονταν στο κερωμένο ξύλο,
φτάνοντας ως την άκρη χαμηλά την τελευταία αράδα του μαντάτου.
Παράγγειλε έναν δούλο της να 'ρθει, κι απ' τη ντροπή της ήταν ξα­ναμμένη.
Τρέμοντας τον καλόπιασε «Πιστό, καλό μου παλικάρι, σύρε αμέσως
να δώσεις…» (λίγο κόμπιασε εδώ) «…στον αδερφό μου τούτο εδώ το
γράμμα».
 
Έκανε να τη δώσει, κι η γραφή έπεσε καταγής - κακό σημάδι.
Αψήφησε την κακοσημαδιά, και το 'στειλε. Ο δούλος βρήκε ώρα
και τα φανερωμένα της γραφής επήγε και παράδωσε στον Καύνο.
Σαν αστραπή τον βάρεσε η οργή· μέσα στη σαστιμάρα του εκείνος
το γράμμα διαβασμένο ως τα μισά αφήνοντας το πέταξε μακριά του
κι όρμηξε του τρεμάμενου παιδιού ν' αρπάξει το λαρύγγι με το χέρι:
 
Έφυγε ο δούλος μες στην ταραχή να φέρει το μαντάτο στην κυρά του,
πως έγινε ο Καύνος σα θεριό. Το άκουσε και χλόμιασε η Βυβλίδα -
της πλάκωσε μια ψύχρα την καρδιά και το κορμί της σα παραλυμένο.
κι όμως ορέγεται ξανά τη δοκιμή. Η δυστυχής δοκίμασε τα πάντα,
τα πάντα καταλήξαν στο μηδέν, εκείνος την κρατούσε μακριά του.
 
Στην τρέλα δε φαινόταν τελειωμός, έτσι ο Καύνος σκέφτηκε ν' αφήσει
το αίσχος και μαζί το πατρικό, να χτίσει άλλη πόλη σ' άλλα μέρη.
Λένε πως τότε μες στην ταραχή ξεσάλωσε η κόρη της Μιλήτου·
την έκανε η θλίψη μανιακή, ξέσκιζε ό,τι απάνω της φορούσε
και σα μαινάδα με τον οδυρμό μελάνιαζε τα στήθια και τα μπράτσα.
 
Της σάλεψε, το ξέρουν όλοι πια, κι αυτή ό,τι ανόσιο λαχταρούσε
τ' ομολογάει τώρα όπου σταθεί κι αναζητεί του πρόσφυγα τα χνάρια.
Τώρα που ο Καύνος έφυγε μακριά, πατρίδα σπίτι αδιάφορα για κείνην.
Σαν τις πιστές στον Ίσμαρο ψηλά, όταν τις κρούει ο θύρσος και βακχεύουν
στου τρίτου χρόνου απάνω τη γιορτή, καθώς τιμούν τον Βάκχο συ­ναγμένες,
παρόμοια ολόλυζε κι αυτή γυρνώντας στα χωράφια και τους κάμπους -
μάρτυρες της Βουβάσσου οι κοπελιές. Πορεύτηκε κατόπι σ' άλλα μέρη
τους Λέλεγες περνώντας κι από κει στις χώρες της Λυκίας και τους Κάρες.
Διάβηκε τα νερά των ποταμών, τον Κράγο και τον Λίμυρο, τον Ξάνθο,
κι έφτασε ως τη ράχη του βουνού, της Χίμαιρας μονιά, που 'χει κε­φάλι
από λιοντάρι, του φιδιού ουρά κι ένα κορμί που ανασαίνει φλόγες.
 
Τον γύρεψες σε δάση και βουνά κι αποσταμένη κόπασες, Βυβλίδα.
Σωριάστηκες στο χώμα το σκληρό, με τα μαλλιά της κεφαλής χυμένα,
κρύβεις την όψη μες στις φυλλωσιές που στρώσανε τα δέντρα στο ρουμάνι.
Νύμφες πάσχιζαν κι άλλα ξωτικά με χέρι τρυφερό να σε σηκώσουν,
τον έρωτά σου τούτο τον πικρό πώς να τον γιάνεις όλες σε ορμήνευαν,
κουράγιο δίναν και παρηγοριά - κι ήταν κλειστά τ' αφτιά σου στις
ορμήνειες.
 
Αμίλητη πλαγιάζεις καταγής, κρατείς σφιχτά στα νύχια το χορτάρι
κι από τα μάτια δάκρυ ποταμός την πρασινάδα ολόγυρα νοτίζει.
Μια φλέβα δάκρυ δίχως τελειωμό λένε πως της χάρισαν οι Ναϊάδες,
κι ήταν το δάκρυ δώρο ταιριαστό, αστείρευτο να της κρατεί το κλάμα.
Σαν τις χοντρές σταγόνες ρετσινιού που βγάζει χαρακιά πάνω σε πεύκο,
σαν κατραμιού απόσταγμα παχύ, και σα νερό πρώτα κρουσταλλιασμένο
που λειώνει στου ζέφυρου την πνοή, του ερχομού της άνοιξης σημάδι,
σα χιόνι σε λιακάδα λαμπερή όταν πρωί το βρίσκει η ηλιαχτίδα,
έτσι κυλάει το δάκρυ της στη γη - και μες στο δάκρυ έλιωσε η Βυβλίδα.
Και γένηκε πηγή σε λαγκαδιά που τ' όνομα της κόρης έχει πάρει
και βγάνει ίσαμε σήμερα νερό πλάι σε πυκνό κατάμαυρο πουρνάρι.
(Οβ., Μεταμορφώσεις 9. 454-665)

Να γίνεστε καλύτεροι μαζί

Πολλά έχουν ειπωθεί για το τι ορίζει μια σχέση πραγματικά καλή, μα ίσως η επιτυχία ενός «μαζί» –κι άρα και το αν αξίζει να συνεχίζεται ή όχι– να φαίνεται στην πρόοδο του ίδιου μας του εαυτού κατά τη διάρκειά του. Στα βήματα και την εξέλιξη που παρατηρούμε κοιτάζοντας τον καθρέφτη απέναντί μας. Και λέγοντας «καθρέφτη» να εννοούμε αυτόν που βρίσκεται στα μάτια μας. Αυτόν που διαπερνά την επιφάνεια κι εισχωρεί εις βάθος. Που δε στέκεται στα όσα φαίνονται, αλλά αναζητά την ψυχή, το μυαλό και το πνεύμα.

Πόσο ελκυστικό, λοιπόν, είναι να ‘μαστε ο άνθρωπος που θα θαυμάζαμε να ‘χαμε απέναντί μας! Κι αντίστοιχα κι εκείνος να ένιωθε υπερήφανος για εμάς. Δυο άνθρωποι ενώνονται για να μοιραστούν συναισθήματα, να δημιουργήσουν όμορφες αναμνήσεις κι εν τέλει να περάσουν καλά μαζί. Να μοιράζονται προβληματισμούς, χαρές, λύπες, ιδέες, απόψεις και γνώσεις. Κι ας σταθούμε στο τελευταίο που συμβάλει και περισσότερο στη βελτίωση και των δύο.

Γνωρίζοντας έναν άνθρωπο και περνώντας αρκετό χρόνο μαζί του, μαθαίνεις τα χόμπι, τις ασχολίες και τα ενδιαφέροντά του. Αν είσαι άσχετος μ’ αυτά, αμέσως γεννιέται η επιθυμία να μάθεις όσα περισσότερα μπορείς, καθώς λίγο το ότι θες να ‘χετε περισσότερα κοινά, λίγο ότι ο παθιασμένος τρόπος που μιλάει γι’ αυτά, ασυναίσθητα, σε ‘χει κάνει να τα ερωτευτείς κι εσύ μαζί του. Κι αν απ’ την άλλη, τυχαίνει να είσαι γνώστης των πραγμάτων, μαθαίνεις απ’ τον άλλον όλες εκείνες τις λεπτομέρειες που σου ‘χαν ξεφύγει, κι αντίστοιχα του επισημαίνεις τα σημεία που έχει κι εκείνος ξεχάσει.

Στην προσπάθειά σου, έτσι, να μάθεις όσα περισσότερα μπορείς για το αντικείμενο του πόθου σου, ποιος θα σε βοηθούσε καλύτερα απ’ αυτόν τον ίδιο; Κι εδώ που τα λέμε, πού θα έβρισκε κι αυτός καλύτερο μαθητούδι από ‘σένα;

Μπαίνει σε πρόγραμμα, την ίδια κιόλας στιγμή, το μάθημα οδήγησης, εκείνο του ποδοσφαίρου, το άλλο των γερμανικών αλλά κι αυτό της μουσικής. Και ξεκινάνε κι οι υποσχέσεις περί βραβεύσεων του μαθητή κι η επιθυμία να γίνεις όσο καλύτερος μπορείς φουντώνει μέρα με τη μέρα, όλο και περισσότερο. Μέχρι ο μαθητής να ξεπεράσει τον ίδιο το δάσκαλο, όσο κι αν χρειαστεί να κοπιάσει.

Δε μας κουράζει, δε μας αγγίζει καμιά βαρεμάρα, καμιά γκρίνια, γιατί το κάνουμε ηθελημένα. Χωρίς καμιά πίεση, χωρίς κανένα άγχος, γεμίζουμε το κεφάλι μας μ’ ένα σωρό πληροφορίες χρήσιμες ή κι όχι κι αποδεικνύουμε στον εαυτό μας πόσο ικανοί είμαστε. Αποδεικνύουμε πόσα πράγματα μπορούμε να καταφέρουμε, όταν ψυχικά είμαστε καλά.

Τόσα ώστε να μάθουμε να παρακολουθούμε ποδόσφαιρο καλύτερα κι απ’ τον μεγαλύτερο φίλαθλο, εμείς που μέχρι προχθές δεν ξέραμε ούτε το κόρνερ. Που μάθαμε παρκάρισμα κι όπισθεν καλύτερο κι από ταξιτζή, που εν τέλει ξεχωρίσαμε ποιες είναι αυτές οι χορδές της κιθάρας, τέλος πάντων! Κι όλα αυτά γιατί ο άνθρωπος που ήταν απέναντί μας ήθελε να εκδηλώσει το ενδιαφέρον του με περισσότερες πράξεις. Ήθελε να υπάρχει κάτι που θα τον θυμίζει, ρε παιδί μου, ακόμη κι αν χωριστούν οι δρόμοι μας στο μέλλον. Ήθελε να ‘ρθει ένα βήμα πιο κοντά σ’ εμάς, κι εμείς αντίστοιχα σε ‘κείνον.

Πόσο όμορφο είναι, τελικά, μέσα από μια σχέση να εξελίσσονται κι οι δυο, παρέα! Να κάνουν τη διαφορά, να μη στέκονται στα όσα φαίνονται, να μην επαναπαύονται στο να περνάνε απλώς καλά. Να δείχνουν την αγάπη τους με πράξεις που δε συνδέονται απαραίτητα με κάτι χειροπιαστό, γιατί για να λέμε και την αλήθεια καμία σχέση δεν έμεινε αξέχαστη από ένα δώρο ή από ένα δείπνο. Μα τον άνθρωπο που σε πήγε ένα βήμα παρακάτω, πάντα τον θυμάσαι!

Η Αγάπη απαιτεί να είμαστε δυνατοί

Αγάπη και ουσιαστική πραγματικότητα του κόσμου μας αποτελούν καθώς φαίνεται δυο μεγάλους αντιθετικούς παράγοντες και δυνάμεις. Από τη μια μεριά, ο άνθρωπος μπορεί να ξέρει ότι μόνον όταν είναι ευπρόσιτος μπορεί αληθινά να προσφέρει και ν’ αποδεχτεί αγάπη. Ταυτόχρονα όμως ξέρει ότι αν αποκαλύψει το πόσο ευπρόσιτος είναι στην καθημερινή ζωή συχνά κινδυνεύει να τον εκμεταλλευτούν, να επωφεληθούν απ’ αυτόν. Νιώθει πως αν κρατήσει σε εφεδρία ένα τμήμα του εαυτού του για να προστατέψει το ευπρόσιτο του, θα δέχεται πάντα από τους άλλους μόνο το μέρος της αγάπης που προσφέρει. Έτσι, η μοναδική πιθανότητα που έχει για μια βαθιά αγάπη είναι να προσφέρει όλα όσα διαθέτει. Όμως, ανακαλύπτει πως αν δίνει όλα όσα έχει συχνά μένει μ’ ελάχιστα ή τίποτα από μέρους των άλλων.

Ξέρει ότι πρέπει να εμπιστεύεται και να πιστεύει στην αγάπη. Ωστόσο, αν εκφράσει την εμπιστοσύνη και την πίστη του, η κοινωνία δε διστάζει να τον εκμεταλλευτεί και να τον θεωρήσει τρελό. Αν έχει ελπίδα στην αγάπη και ξέρει ότι μόνο με την ελπίδα, που μπορεί να κάνει το όνειρο,μιας όλο αγάπη ανθρωπότητας, πραγματικότητα η κοινωνία θα τον γελοιοποιήσει σαν έναν ιδεαλιστή ονειροπόλο. Αν δεν αποζητά την αγάπη σαν μανιακός, θα τον υποπτευτούν ότι είναι ανίκανος, ή ότι έχει «παράξενα γούστα». Ωστόσο, ξέρει ότι την αγάπη δεν την επιδιώκεις, υπάρχει παντού, και το να την αναζητάς είναι αυταπάτη, κοροϊδία. Η αγάπη κι η καθημερινή πρακτική του σημερινού κόσμου μοιάζουν απομακρυσμένες καταστάσεις, μίλια μακριά. Δεν είναι ν’ απορούμε λοιπόν που τόσο πολλοί άνθρωποι δεν έχουν το κουράγιο να προσπαθήσουν να γεφυρώσουν αυτό το χάσμα, γιατί από πρακτικής πλευράς το χάσμα μοιάζει αγεφύρωτο. Ο άνθρωπος έχει την κατανόηση και την παρόρμηση για ωρίμανση μέσα στην αγάπη, αλλά η κοινωνία καθιστά αυτή την παρόρμηση δύσκολη στην πράξη. Η πραγματικότητα της κοινωνίας διαφέρει από την πραγματικότητα της αγάπης. Η δύναμη να πιστεύεις στην αγάπη, χωρίς να κινείσαι σ’ έναν ασφαλή περίγυρο, είναι κάτι περισσότερο απ’ αυτό που μπορούν να δεχτούν οι περισσότεροι άνθρωποι. Έτσι, βρίσκουν ότι είναι πιο εύκολο ν’ αφήσουν την αγάπη κατά μέρος, να τη φυλάξουν μόνο για ειδικούς ανθρώπους, ή για μοναδικές ευκαιρίες και να συμμαχήσουν με την κοινωνία.

Για να μένεις ανοικτός στην αγάπη, να εμπιστεύεσαι και να πιστεύεις στην αγάπη, να έχεις ελπίδες στην αγάπη και να ζεις με την αγάπη, χρειάζεσαι την πιο μεγάλη δύναμη. Αυτός ο όρος τόσο σπάνια βιώνεται μέσα στην πραγματική ζωή, ώστε οι άνθρωποι δεν ξέρουν πώς να συμπεριφερθούν μαζί του, ακόμη κι όταν ανακαλύπτουν ότι τον διαθέτουν. Σταύρωσαν έναν Ιησού, δολοφόνησαν έναν Γκάντι, και δηλητήριασαν ένα Σωκράτη. Η κοινωνία έχει λίγο χώρο για την τιμιότητα, την τρυφερότητα, την καλοσύνη ή το ενδιαφέρον. Όλ’ αυτά θεωρούνται σαν εμπόδια στην «πορεία του κόσμου». Αυτό το φαινόμενο υπήρξε η βάση για σπουδαία φιλολογικά έργα αρχίζοντας από την Πολιτεία του Πλάτωνα και τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφκι, ως τον Αλέξη Ζορμπά του Νίκου Καζαντζάκη και τον Ναζαρηνό του Λιουίς Μπουνιουέλ. Μοιάζει σχεδόν σαν ένα παιχνίδι. Οι άνθρωποι αποζητούν μια φυσιογνωμία για να την εξάρουν. Επιλέγουν προσεχτικά το άτομο αυτό, περνούν λίγο καιρό πεσμένοι στα πόδια του με λατρεία, κι ύστερα βρίσκουν μεγάλη ικανοποίηση σφαγιάζοντάς το. Μοιάζει σα να μη μπορούν ν’ ανεχτούν την τελειότητα σαν να τους αναγκάζει να δουν τον εαυτό τους, σαν να τους παρακινεί ν’ αλλάξουν, – κι όλες αυτές οι σκέψεις είναι τόσο δυσάρεστες κι επίπονες! Είναι πιο εύκολο να μη βλέπουν ούτε να ενδιαφέρονται για τον εαυτό τους, να μην ασχολούνται με την τελειότητα. Έτσι μπορούν να είναι ευχαριστημένοι με τις ατέλειές τους.

Είναι γεγονός ότι ο άνθρωπος δε ζει μέσα σ’ έναν κόσμο όπου όλοι αγαπιούνται. Αν σχετιστεί με τον κόσμο των ανθρώπων είναι το πιο πιθανό ότι θα συναντήσει εγωισμό, σκληρότητα απάτη, εκμετάλλευση και διάθεση για παρασιτικές πράξεις. Αν εξαρτηθεί από τον πραγματικό κόσμο, έξω από τον εαυτό του, για ενίσχυση, θ’ απογοητευτεί και γρήγορα θ’ ανακαλύψει ότι η κοινωνία κι οι άνθρωποι δεν είναι καθόλου τέλειοι. Γιατί η κοινωνία του δημιουργήθηκε από καθόλου τέλειους ανθρώπους. Για να τα βγάλει πέρα μ’ αυτά που ανακαλύπτει και να εξακολουθήσει να ζει μέσα στην αγάπη χρειάζεται μεγάλη δύναμη. Θα επιβιώσει μόνο αν αυτή η δύναμη βρίσκεται μέσα του. Δεν πρέπει να προσφέρει την αγάπη του στον κόσμο, κι αν απορριφθεί να κατηγορεί τον κόσμο για την αναισθησία του. Αν δε βρει καθόλου αγάπη, μπορεί να κατηγορήσει μόνο τον εαυτό του που δεν είχε αγάπη. Πρέπει να έχει την αγάπη εξασφαλισμένη μέσα του. Πρέπει ν’ αφιερώσει τον εαυτό του στην αγάπη, να είναι αποφασιστικός κι ακλόνητος με την αγάπη του.

Δεν πρέπει να είναι σαν τον ανοήτο Αφελή του Βολταίρου και ν’ αναγνωρίζει μόνο καλοσύνη ακόμη κι εκεί που υπάρχει το κακό. Πρέπει να γνωρίζει και το κακό, το μίσος και την απάτη σαν πραγματικά φαινόμενα, αλλά πρέπει να βλέπει την αγάπη σαν μεγαλύτερη δύναμη. Δεν πρέπει ν’ αμφιβάλλει γι’ αυτό, έστω και για μια στιγμή, γιατί τότε χάθηκε. Η μοναδική του σωτηρία είναι ν’ αφιερώσει τον εαυτό του στην αγάπη, με τον ίδιο τρόπο όπως έκανε ο Γκάντι κηρύσσοντας τη μη-βία, όπως ο Σωκράτης με την αλήθεια, όπως ο Ιησούς με την αγάπη. Μόνο τότε θα βρούμε τη δύναμη να καταπολεμήσουμε τις δυνάμεις της αμφιβολίας, της σύγχυσης και της αντίθεσης- Ο άνθρωπος δεν πρέπει να εξαρτιέται από κανέναν κι από τίποτα για ενίσχυση κι εξασφάλιση εκτός από τον εαυτό του. Αυτός ο δρόμος μπορεί να είναι μοναχικός, αλλά θα είναι λιγότερο μοναχικός αν ο άνθρωπος κατανοήσει τα παρακάτω:

Το βασικό του λειτούργημα είναι να βοηθήσει στην αναδίπλωση του αληθινού Εαυτού του.

Ισότιμο μ’ αυτό το λειτούργημα είναι να βοήθα τους άλλους να γίνουν δυνατοί και να τελειοποιηθούν σαν μοναδικά άτομα.

Θα το κάνει αυτό καλύτερα δίνοντας σ’ όλους την ευκαιρία να δείξουν τα αισθήματα τους, να εκφράσουν τις βλέψεις τους και να μοιραστούν τα όνειρά τους.

Πρέπει να βλέπει τις δυνάμεις που χαρακτηρίζονται «κακές» σαν να προέρχονται από άτομα που υποφέρουν και που, όπως ο ίδιος, είναι «ανθρώπινα», ζώντας μέσα στη διαδικασία της προσπάθειας να τελειοποιηθούν σαν «πλάσματα».

Πρέπει να καταπολεμά αυτές τις δυνάμεις του κακού, μέσα από μια δραστήρια αγάπη που βαθιά ασχολείται κι ενδιαφέρεται για την ελεύθερη αναζήτηση της αυτοανακάλυψης του κάθε ατόμου.

Πρέπει να πιστεύει ότι δεν είναι ο κόσμος άσχημος, πικρόχολος και καταστρεπτικός, αλλά είναι έτσι όπως ο άνθρωπος έχει κάνει τον κόσμο να φαίνεται.

Πρέπει να είναι ένα πρότυπο. Όχι πρότυπο τελειότητας – μια κατάσταση που δεν τη φτάνει συχνά ο άνθρωπος – αλλά ένα πρότυπο ανθρώπινου πλάσματος. Γιατί το να είναι ένα καλό ανθρώπινο πλάσμα είναι το σπουδαιότερο που μπορεί να είναι.

Πρέπει να μπορεί να συγχωρεί τον εαυτό του επειδή είναι λιγότερο τέλειος.

Πρέπει να καταλάβει ότι η αλλαγή είναι αναπόφευκτη και πως το να πορεύεται μέσα στην αγάπη και στην αυτο-υλοποίηση, είναι πάντα καλό.

Πρέπει να πειστεί ότι τη συμπεριφορά για να τη μάθει, πρέπει να τη δοκιμάζει. «Ζω σημαίνει κάνω».

Πρέπει να μάθει ότι δεν μπορεί ν’ αγαπηθεί απ’ όλους τους ανθρώπους. Ότι αυτό είναι το ιδανικό. Μέσα στον κόσμο των ανθρώπων, αυτό το ιδανικό δε βρίσκεται συχνά.

Πρέπει να γίνει ο πιο όμορφος καρπός που υπάρχει στον κόσμο, ώριμος, ζουμερός, γλυκός, και να προσφερθεί σε όλους. Αλλά πρέπει και να θυμάται ότι θα υπάρξουν άνθρωποι που δεν τους αρέσουν αυτοί οι καρποί.

Πρέπει να καταλάβει πως αν γίνει ο πιο όμορφος καρπός του κόσμου και σε κάποιον τον οποίο αγαπά δεν αρέσουν αυτοί οι καρποί, έχει την επιλογή ν’ αλλάξει και να γίνει ένας άλλος καρπός. Αλλά πρέπει και να τον προειδοποιήσουμε πως αν γίνει ένας άλλος καρπός θα είναι πάντα δεύτερης ποιότητας. Μόνο ο καρπός που πραγματικά είναι, θα ‘ναι πάντα ο καλύτερος.

Πρέπει να συνειδητοποιήσει πως αν επιλέξει να είναι ένας δεύτερης ποιότητας καρπός, διατρέχει τον κίνδυνο αυτός που αγαπά ν’ ανακαλύψει το δεύτερο της ποιότητας, κι επειδή θέλει μόνο το καλύτερο, να τον απορρίψει. Μπορεί τότε να σπαταλήσει την υπόλοιπη ζωή του προσπαθώντας να γίνει ο καλύτερος άλλος καρπός – πράγμα αδύνατο αφού είναι άλλος – ή μπορεί πάλι να ξαναγίνει αυτό που ήταν.

Πρέπει να προσπαθήσει ν’ αγαπά όλους τους ανθρώπους, έστω κι αν όλοι δεν τον αγαπούν. Δεν αγαπάς για να σ’ αγαπήσουν αγαπάς για χάρη της αγάπης.

Δεν πρέπει ν’ απορρίπτει κανέναν άνθρωπο, γιατί έχει συνειδητοποιήσει ότι είναι τμήμα του κάθε ανθρώπου κι αν απορρίπτει έστω κι έναν άνθρωπο είναι σαν ν’ απορρίπτει τον εαυτό του.

Πρέπει να ξέρει πως αν αγαπά όλους τους ανθρώπους κι απορριφθεί από έναν, δεν πρέπει ν’ αποτραβηχτεί με φόβο, πόνο, απογοήτευση ή θυμό. Δεν είναι λάθος του άλλου. Απλά δεν ήταν έτοιμος γι’ αυτά που του προσφέρονταν. Η αγάπη δεν του προσφέρθηκε με όρους. Έδωσε αγάπη επειδή στάθηκε αρκετά τυχερός ώστε να έχει για να δώσει, επειδή ένιωθε χαρά δίνοντας, και δεν έδωσε μόνο και μόνο επειδή θα ’παίρνε κάτι σαν αντάλλαγμα.

Πρέπει να καταλάβει πως αν κάποιος απόρριψε την αγάπη του, υπάρχουν εκατοντάδες άλλοι που την περιμένουν. Η ιδέα ότι δεν υπάρχει παρά μόνο μια σωστή αγάπη είναι αυταπάτη. Υπάρχουν πολλές σωστές αγάπες.

Αυτές οι σκέψεις θα σας βοηθήσουν ν’ αποκτήσετε δύναμη σαν άτομο που αγαπά, γιατί το ν’ αγαπάς θ’ απαιτήσει να έχεις συνέχεια τη λεπτότητα του πολύ σοφού, την ευελιξία του παιδιού, την ευαισθησία του καλλιτέχνη, την κατανόηση του φιλόσοφου, την ανεκτικότητα του άγιου, την ανεξιθρησκεία του αφοσιωμένου, τη γνώση του λόγιου, και τη γενναιότητα του σίγουρου. Πολλά προτερήματα! Μα όλ’ αυτά θα ωριμάσουν μέσα σ’ αυτόν που επιλέγει ν’ αγαπά, γιατί είναι κιόλας τμήμα του δυναμικού του και θα υλοποιηθούν μέσα από την αγάπη. Το ζήτημα είναι λοιπόν ν’ αγαπάς τον τρόπο με τον οποίο αγαπάς.

Απλώς υπήρξαν για πολύ δεν έζησαν επί πολύ

Ανάμεσα σε άλλα, ο Σενέκας αναφέρει ότι πολλοί θεωρούν πως η ζωή είναι σύντομη, στην πραγματικότητα όμως, όπως τονίζει , εμείς είμαστε εκείνοι που συντομεύουμε το χρόνο της ζωής μας.

Αν, αντίθετα, τον χρησιμοποιήσουμε με περίσκεψη και φειδώ, η ζωή μας θα είναι αρκετά μεγάλη. Η γενική τύφλωση που επικρατεί στους ανθρώπους στο θέμα της αξίας του χρόνου είναι εκπληκτική: Αντιστέκονται σθεναρά εναντίον οποιουδήποτε τολμήσει να τους στερήσει τη γη ή τα χρήματά τους, επιτρέπουν όμως στους άλλους να παραβιάζουν ελεύθερα το χρόνο τους ,που στην ουσία δεν είναι παρά η ίδια η ζωή τους. Γίνονται έτσι σπάταλοι με το μόνο πράγμα όπου θα ήταν απολύτως έντιμη η τσιγκουνιά.

Ο άνθρωπος, λέει ο φιλόσοφος, ζει σαν να επρόκειτο να ζήσει αιώνια` και αναβάλλει διαρκώς την ανάπαυση και την ενασχόληση με τη φιλοσοφία για μετά τα πενήντα ή τα εξήντα χρόνια του ,σαν να είχε εξασφαλισμένο το πόσα ακριβώς χρόνια πρόκειται να ζήσει. Ο σοφός όμως άντρας ποτέ δεν πρόκειται να αφήσει να λαφυραγωγούν τις ώρες του οι άλλοι` και η ζωή του θα είναι μεγάλη, γιατί θα αφιερωθεί στη βελτίωση και στην προαγωγή του ατόμου του.

Πολλοί άνθρωποι, που τώρα πια έχουν γεράσει, απλώς υπήρξαν για πολύ` δεν έζησαν επί πολύ. Και όμως, παρά την αλόγιστη σπατάλη του πολυτιμότερου πράγματος που έχει ό άνθρωπος, δηλαδή του χρόνου του, μόλις εμφανιστεί έστω και ο παραμικρός κίνδυνος θανάτου, αμέσως αρχίζει να ικετεύει να του δοθεί λίγος ακόμα χρόνος ζωής. Το να μάθει όμως κανείς πώς να ζει και, κυρίως, πώς να πεθαίνει απαιτεί μια ολόκληρη ζωή. Συνήθως η γεροντική ηλικία έρχεται σαν έκπληξη στους ανθρώπους και ο θάνατος τρομοκρατεί όλους όσοι πέρασαν τη ζωή τους υπεραπασχολημένοι με πράγματα που δεν βελτίωναν την ποιότητά τους, ή σπαταλούσαν τη ζωή τους στην τροφή και στις ηδονές.

Ο άνθρωπος λοιπόν θα πρέπει να έχει μπροστά του ένα ικανοποιητικό χρονικό περιθώριο, ώστε να ασχοληθεί με τη φιλοσοφία, η οποία και μόνη είναι ικανή να τον συνδέσει με το παρελθόν και με όλους τους σοφούς, οι οποίοι, χωρίς να του γυρεύουν τίποτα ως αντάλλαγμα, θα φροντίσουν για την καλλιέργειά του εσωτερικού του κόσμου και τον εμπλουτισμό του πνευματικού του ορίζοντα. Ό, τι προσφέρει η φιλοσοφία είναι πέρα από τη φθορά και τη βλάβη που προκαλεί ο χρόνος. Η σοφία των αιώνων θα ανοίξει στον άνθρωπο τους δρόμους της αθανασίας και θα δώσει νόημα στο πέρασμά του από τη γη.

ΣΕΝΕΚΑΣ, Περί της συντομίας της ζωής

Ο τροχός του Ιξίωνα

Στην Ελληνική μυθολογία, ο Ιξίων (Ιξίωνας) ήταν ένας από τους Λαπίθες, βασιλιάς της Θεσσαλίας (με έδρα πιθανόν την Ιωλκό) και γιος του Φλεγύα. Γιος του ήταν ο Πειρίθους. Έλαβε ως σύζυγο τη Δία, θυγατέρα του Δηιονέα ή Δηίονα, υιού του Αιόλου, βασιλέα της Φωκίδας.

Υποσχέθηκε στον πεθερό του ένα πολύτιμο δώρο, αθέτησε όμως την υπόσχεσή του. Ο Δηϊονεύς σε αντίποινα έκλεψε μερικά από τα άλογα του Ιξίωνα. Ο τελευταίος απέκρυψε την οργή του και προσκάλεσε τον πεθερό του σε εορταστικό γεύμα στη Λάρισα. Μόλις έφτασε ο Δηϊονέας, ο Ιξίωνας τον δολοφόνησε, σπρώχνοντάς τον στην πυρά. Με τη φρικτή αυτή πράξη, ο Ιξίωνας παραβίασε τον ιερό για τους Έλληνες νόμο της φιλοξενίας, προστάτης του οποίου ήταν ο Ξένιος Ζεύς. Οι γειτονικοί άρχοντες, προσβεβλημένοι, αρνήθηκαν να του προσφέρουν άσυλο ή να εκτελέσουν τα τελετουργικά που θα του επέτρεπαν να αποκαθαρθεί από την ενοχή του. Έκτοτε, ο Ιξίωνας κηρύχθηκε εκτός νόμου, έζησε ως απόβλητος και τον απέφευγαν οι πάντες. Σκοτώνοντας τον πεθερό του, έγινε ο πρώτος άνθρωπος στην Ελληνική μυθολογία που σκότωνε συγγενή του. Η τιμωρία που επέσειε κάτι τέτοιο ήταν τρομερή.

Κάποτε, ο Ιξίωνας, για να ξεφύγει από τους διώκτες του, κατέφυγε ικέτης σε ναό του Δία. Εκείνος συμπόνεσε τον Ιξίωνα, τον συγχώρεσε και μάλιστα τον ανέβασε στον Όλυμπο και τον κάθισε στο τραπέζι των θεών. Δείχνοντας αγνωμοσύνη, ο Ιξίωνας πόθησε τη θεά Ήρα, σύζυγο του Δία. Ο Δίας το αντιλήφθηκε και, για να δει μέχρι ποιου σημείου έφτανε η αγνωμοσύνη του Ιξίωνα, έδωσε τη μορφή της Ήρας στην Νεφέλη (σύννεφο – θεότητα) και ξεγέλασε τον Ιξίωνα ώστε να ζευγαρώσει μαζί της. Από την ένωση αυτή προήλθε το γένος των Κενταύρων (εξ ου και η ονομασία Ιξιονίδες). Ο Ιξίωνας τότε κεραυνοβολήθηκε και αποβλήθηκε από τον Όλυμπο. Ο Δίας διέταξε τον Ερμή να δέσει τον Ιξίωνα με φίδια σ’ έναν φλεγόμενο τροχό. Έτσι δεμένος, ο Ιξίωνας περιφέρεται αιώνια στον Τάρταρο.

Ο μύθος του Ιξίωνα μνημονεύεται από τον Διόδωρο, τον Πίνδαρο, τον Βιργίλιο (Γεωργικά, 4 και Αινειάδα, 6), καθώς και από τον Οβίδιο στις Μεταμορφώσεις, 12.

Σίσυφος

Ο Σίσυφος ήταν μια πολύ ξεχωριστή προσωπικότητα της ελληνικής μυθολογίας. Ο Σίσυφος ήταν ιδρυτής και βασιλιάς της αρχαίας Εφύρας, που στη συνέχεια ονομάστηκε Κόρινθος.

Όλα άρχισαν όταν ο Δίας αποπλάνησε την Αίγινα. Η Αίγινα ήταν κόρη του ποταμού και θεού Ασωπού. Ο Ασωπός ζήτησε από τον Σίσυφο να του πει τι γνωρίζει και αυτός συμφώνησε αφού ο Ασωπός για αντάλλαγμα του έταξε ότι μια πηγή με νερό θα αναβλύζει ασταμάτητα από την ακρόπολη της πόλης του.

Ο Σίσυφος γνώριζε πολλά για την υπόθεση και τα είπε στον Ασωπό. Στη συνέχεια ο Ασωπός καταδίωξε τον Δία. Αφού ο Δίας γλίτωσε, αποφάσισε να τιμωρήσει το Σίσυφο. Έτσι έστειλε τον Σίσυφο στον Άδη.

Όμως τότε ο Σίσυφος απέδειξε την εξυπνάδα και την πονηριά του καταφέρνοντας να φυλακίσει τον Θάνατο. Τότε όμως έγινε κάτι πρωτοφανές. Ο Θάνατος αδυνατούσε να πάρει τις ψυχές των θανάσιμα τραυματισμένων ανθρώπων και ζώων, ο κόσμος γέμιζε σιγά-σιγά από τραυματισμένα, ακρωτηριασμένα και ανήμπορα έμψυχα όντα. Οι θεοί αναστατώθηκαν και ο Άρης ελευθέρωσε τον Θάνατο από τα δεσμά του, στέλνοντας ξανά τον Σίσυφο στον Άδη.

Πάλι όμως ο Σίσυφος είχε προνοήσει. Είχε πει στη γυναίκα του να μη θάψει το σώμα του. Έτσι ζήτησε από τον Άδη τρεις μέρες για να επιστρέψει στη γη και να φροντίσει το ζήτημα. Ο Άδης δέχτηκε το αίτημα του Σίσυφου, όμως ο τελευταίος δεν επέστρεψε. Έτσι ήρθε η σειρά του Ερμή να τον πάει στον Άδη.

Ο Σίσυφος τιμωρήθηκε για όλη αυτή τη συμπεριφορά. Οι «κριτές των νεκρών» του έβαλαν ως βασανιστήριο να κουβαλάει ένα βράχο στην κορυφή ενός βουνού. Φτάνοντας στην κορυφή, η πέτρα δεν σταθεροποιείτο και έπεφτε από την άλλη. Αυτή η τιμωρία είναι αιώνια για τον «νικητή» του Άδη.

Τάνταλος

Ο Τάνταλος υπήρξε ένα από τα χαρακτηριστικότερα πρόσωπα θείας και αιώνιας καταδίκης στην Ελληνική Μυθολογία, δια του οποίου και στηλιτεύτηκε η αμφισβήτηση προς ό,τι το «θείο» και «ιερό».

Συγκεκριμένα ο Τάνταλος φέρονταν ως Βασιλεύς της Φρυγίας με έδρα την Σίπυλο. Ήταν γιος του Δία ή του Τμώλου και της Πλουτώς, πατέρας της Νιόβης του Πέλοπα και του Βροτέα. Ο Τάνταλος λοιπόν ως γιος της Πλουτούς (=της αφθονίας) έφθασε να θεωρείται φίλος και ομοτράπεζος των Ολυμπίων Θεών όπου εκ της απληστίας του υπέκλεψε νέκταρ και αμβροσία που μετέφερε στ’ ανάκτορό του. Παράλληλα δε προσπάθησε να μεταδώσει μυστικά των Θεών στους ανθρώπους. Εκείνο όμως που αποτέλεσε το φρικαλέο των πράξεών του ήταν που ήθελε να διαπιστώσει αν οι Ολύμπιοι θεοί θα μπορούσαν να εξαπατηθούν! Για τον σκοπό αυτό έφθασε στο σημείο να σφάξει τον πρωτότοκο γιο του και να τον προσφέρει σε γεύμα σ’ αυτούς. Λέγεται πως μόνο η θεά Δήμητρα απορροφημένη στη θλίψη της από την απώλεια της κόρης της Περσεφόνης έφαγε τμήμα από τον βραχίονα του παιδιού, οι δε άλλοι θεοί ανάστησαν τον Πέλοπα, αποκατέστησαν τον ακρωτηριασμό του και τιμώρησαν τον πατέρα του σε αιώνια καταδίκη.

Σύμφωνα με τον Όμηρο η επιβληθείσα θεία και αιώνια καταδίκη του ήταν η ακόλουθη. Αφού κεραυνοβολήθηκε από τον πατέρα των θεών Δία (=θανατώθηκε) κατήλθε στον Άδη όπου κατ’ εντολή των θεών, διατηρουμένων έμβιων αναγκών, τοποθετήθηκε σε λάκκο γεμάτο νερό κάτω ακριβώς από κλώνους δένδρων κατάφορτων με ποικίλους καρπούς (αφθονία). Πεινώντας όμως και διψώντας αφόρητα μόλις άπλωνε το χέρι του να κόψει καρπούς οι κλάδοι ανέρχονταν αμέσως σε μεγάλο ύψος, όταν δε έσκυβε να πιεί νερό αυτό εξαφανιζόταν ή απομακρύνονταν από τα πόδια του.

Η θεία και αιώνια αυτή τιμωρία έμεινε περισσότερο γνωστή ως «μαρτύριο του Ταντάλου».

Ο αρχαίος Έλληνας ζωγράφος Πολύγνωτος σε πίνακά του απεικόνισε αυτό το μαρτύριο. Επίσης διασώθηκε η εικόνα του μαρτυρίου αυτού σε γλυπτή σαρκοφάγο που φυλάσσεται σήμερα στο Μουσείο του Βατικανού στην οποία και συνυπάρχουν τα επίσης μαρτύρια του Σίσυφου και του Ιξίονα. Τέλος το αυτό μαρτύριο φέρεται σε παράσταση σε αγγείο στο Μουσείο του Μονάχο (εικόνα).

Μάθε τώρα στον κατήφορο όσα δεν ήξερες στον ανήφορο

Τον 6ο αιώνα μ.Χ., ο Ρωμαίος φιλόσοφος Σεβερίνο Μποέτσιο γράφει το έργο του: Η Παρηγορία της Φιλοσοφίας. Στο βιβλίο αυτό ο συγγραφέας, από την εξορία όπου βρίσκεται, οργισμένος και θλιμμένος, κατηγορεί την τύχη που τον εγκατέλειψε και επέτρεψε να χάσει «άδικα» όλη τη δύναμη, τη φήμη και τα πλούτη που είχε κάποτε.

Στην αρχή του τέταρτου βιβλίου, η ίδια η τύχη παίρνει τον λόγο και του λέει:

Γιατί με κατηγορείς, Μποέτσιο; Γιατί μου παραπονιέσαι;
Τι σου έκανα; Τι σου πήρα απ’ ό,τι ήταν δικό σου;
Θυμήσου ότι σε βρήκα γυμνό…
Και σ’ έντυσα με τα ΔΙΚΑ ΜΟΥ αγαθά.
 
Σου έδωσα όλα όσα έχεις και σε φρόντισα με αγάπη…
Δεν ήξερες τις συνήθειές μου; Δε διάβασες τα κατορθώματά μου;
Είσαι λοιπόν κι εσύ ένας άνθρωπος, σαν όλους τους ανθρώπους.
Φιλάργυρος, ζήτουλας, καβγατζής και φιλόδοξος.
 
Χαιρόσουν τα καπρίτσια μου και καυχιόσουν σε όλους,
και τώρα που αποφάσισα να μη σου δίνω τόσα,
παραπονιέσαι και απαιτείς αντί να ευγνωμονείς
για όλον τον καιρό που είχες ό,τι δεν σου ανήκε.
 
Μάθε τώρα στον κατήφορο όσα δεν ήξερες στον ανήφορο.
Πως οι τιμές και τα πλούτη δεν σου ανήκαν ποτέ.
Ήταν πάντα σκλάβοι μου, που εγώ τους είχα φέρει.
Και βέβαια, τώρα που φεύγω θα τρέξουν ξωπίσω μου…
και δεν θα μείνουν μαζί σου.

Κράτης ο Θυρεπανοίκτης και Ιππαρχία

Η Κυνική Σχολή φιλοσοφίας είναι πολύ ενδιαφέρουσα έκφανση της αρχαίας σκέψης, γιατί μας πρότεινε ένα τελείως πρωτότυπο τρόπο διαβίωσης και ένα ιδεώδες που είχε ευρύτατη απήχηση και αξιοπρόσεκτη ιστορική διάρκεια. Οι μεγάλες μορφές της Κυνικής Σχολής, ο Αντισθένης, ο Διογένης, ο Κράτης, πάντα θα εντυπωσιάζουν για την προσήλωσή τους στις αρχές που διακήρυτταν, για τη συνέπεια και την ειλικρίνειά τους.

Ο Κράτης ήταν μαθητής του Διογένη και ανέπτυξε ακόμα περισσότερο τη φιλοσοφία της «αυτάρκειας», της απάρνησης των υλικών αγαθών και κάθε περιουσίας, καθώς και της αδιαφορίας προς τις καθιερωμένες αρχές συμπεριφοράς. Η διαφορά του Κράτη προς τον Αντισθένη και τον Διογένη βρίσκεται στο ότι τις απόψεις του τις διατύπωνε με μειλίχιο τρόπο, χωρίς το απότομο ύφος του πρώτου και την προκλητική ειρωνεία του δεύτερου.

Ο Κράτης άκμασε γύρω στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα, ήταν δηλαδή περίπου σύγχρονος με τον Αριστοτέλη και τον Επίκουρο. Γεννήθηκε στη Θήβα και ο πατέρας του Ασκώνδας ήταν πολύ πλούσιος.

Ο Κράτης όμως, από τη στιγμή που ενστερνίστηκε τις απόψεις του Διογένη, μοίρασε το μερίδιο της περιουσίας που κληρονόμησε στους φτωχούς και πέταξε στη θάλασσα, όσα μετρητά είχε (ή σύμφωνα με άλλους συγγράφεις τα κατέθεσε σε έναν τραπεζίτη για να τα δώσει στα παιδιά που θα αποκτούσε, εφ’ όσον όμως δεν θα γίνονταν κι αυτά φιλόσοφοι, γιατί ως φιλόσοφοι δε θα είχαν ανάγκη περιουσίας). Από τότε ζούσε με πολύ πενιχρά μέσα, σαν γνήσιος μαθητής του Διογένη.

Όταν του είπαν πως ο Αλέξανδρος πριν πεθάνει είχε δώσει εντολή να ανοικοδομηθεί η Θήβα, την οποία είχε καταστρέψει εκ θεμελίων δεκαπέντε χρόνια πιο μπροστά, σχολίασε “και λοιπόν; Θα την ξαναχτίσει για να την ισοπεδώσει πάλι κάποιος άλλος Αλέξανδρος;”

Ο Κράτης είχε ένα φίλο, επίσης κυνικό φιλόσοφο, τον Μητροκλή, που καταγόταν από πλούσια οικογένεια της θρακικής πόλης Μαρώνεια. Αδελφή αυτού του Μητροκλή ήταν η Ιππαρχία, η οποία όταν τον γνώρισε τον ερωτεύθηκε, μολονότι ο Κράτης ήταν μάλλον άσχημος και ελαφρώς καμπούρης. Παρ’όλα αυτά στα νιάτα του ήταν πολύ γυναικάς, αλλά από τη στιγμή που μαθήτευσε στον Διογένη και έγινε κυνικός φιλόσοφος, αντιμετώπιζε τις γυναίκες διαφορετικά.

Η Ιππαρχία, που δεν ήταν μόνο πλούσια αλλά και νέα, ωραία και μορφωμένη, γοητεύτηκε από την καλοσύνη και την ψυχική ομορφιά του Κράτη και σχεδόν εκείνη του ζήτησε να παντρευτούν. Όπως ήταν φυσικό οι γονείς της, που σχεδίαζαν να την παντρέψουν με κάποιον της σειράς τους, προσπάθησαν να την αποτρέψουν, περνώντας από τις νουθεσίες στις απειλές, αλλά μάταια. Στο τέλος, στην απελπισία τους ζήτησαν τη βοήθεια του ίδιου του Κράτη.

Πράγματι αυτός συμφώνησε μαζί τους και προσπάθησε να μεταπείσει την Ιππαρχία, εκείνη όμως έμεινε βράχος. Τότε φώναξε την κοπελίτσα στο καλύβι όπου ζούσε, της έδειξε τα ελάχιστα υπάρχοντά του και ύστερα σηκώθηκε έβγαλε τα ρούχα του και της λέει:

“Λοιπόν, αυτός είναι ο γαμπρός και αυτή είναι η περιουσία του. Σκέψου πως τίποτ’ άλλο δε θα βρεις κοντά του”

Η κοπελίτσα όμως τον αγκάλιασε και του είπε πως τον θέλει όπως είναι, και κατόπιν ανακοίνωσε στους γονείς της την απόφαση της.

Από τότε που ζευγάρωσαν, ο παλιός γυναικάς δε γύρισε πια να κοιτάξει άλλη γυναίκα. Δέθηκε με την Ιππαρχία και πέρασαν μαζί όλη τη ζωή τους αγαπημένοι. Η Ιππαρχία του χάρισε ένα γιο, τον Πασικλή, ζούσε το ίδιο φτωχικά μ’ εκείνον και τον ακολουθούσε σε όλες τις δημόσιες εμφανίσεις του, φορώντας τα ίδια απλά ρούχα με αυτόν. Αλλά δεν ήταν απλώς η “καλή σύζυγος, που ζούσε στη σκιά ενός διάσημου φιλοσόφου”. Αποτελεί εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μορφή της φιλοσοφίας, έγινε και η ίδια κυνική φιλόσοφος και μάλιστα διαπρεπής, και της αποδίδονται αρκετές διατριβές, που έχουν όμως χαθεί. Ο Λαέρτιος αναφέρει πολλά γι' αυτήν στο ΣΤ’ Βιβλίο των Βίων του, που είναι αφιερωμένο στους Κυνικούς.

Φαίνεται πως μια τέτοια διατριβή (που άλλοι αποδίδουν στον Κράτη και άλλοι στην ίδια), εξυμνούσε την “πήρα”, δηλαδή τη σακούλα ή τον τορβά, χαρακτηριστικό εξάρτημα όλων των κυνικών φιλοσόφων, που την κρεμούσαν στον ώμο τους και βάζαν μέσα όλη τους την κινητή περιουσία και όσα τρόφιμα τους έδιναν ή βρίσκανε.

Η πήρα είναι σαν μία πόλη ανάμεσα σ’ ατμούς κρασιού,
όμορφη και μακάρια, αν και βρώμικη ολόγυρα,
που τίποτα δεν έχει για να τραβήξει τους άμυαλους,
τους παράσιτους και τους ακόλαστους.
Όλοι αυτοί δε θα βρούνε στην πήρα, ούτε χρήματα ούτε δόξα, ούτε καλοπέραση, ούτε γοφούς πόρνης
θα βρούνε όμως θυμάρι, σκόρδα, σύκα και ψωμί που οι άνθρωποι τα χαίρονται,
αλλά δεν πολεμάνε μεταξύ τους γι’ αυτά.

Μολονότι οι απόψεις όλων των Κυνικών απέναντι στους θεούς τους κατατάσσουν στην κατηγορία των αγνωστικιστών, η Ιππαρχία δεν τα πήγε καλά με έναν διακηρυγμένο άθεο, τον Θεόδωρο, όχι όμως για τις αντιλήψεις του αλλά για τη συμπεριφορά του. Ο Θεόδωρος ήταν θρασύς και ενοχλητικός τύπος, που σχεδόν κανένας σύγχρονός του δε χώνευε, με την Ιππαρχία δε λογομαχούσε συνεχώς. Βέβαια οι αντιπαραθέσεις αυτές ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο μεταξύ φιλοσόφων, κάποτε όμως ο Θεόδωρος άπλωσε το χέρι του και πήγε να σηκώσει το ρούχο της, οπότε η Ιππαρχία τον έδειρε. Δικαιολόγησε την αντίδρασή της λέγοντας:

“Αν έκανε κάτι ο Θεόδωρος και δεν το θεωρούσαν αδικία, τότε δεν θα το θεωρούσαν αδικία αν έκανε το ίδιο και η Ιππαρχία. Αν ο Θεόδωρος απλώνοντας το χέρι του στην Ιππαρχία δεν διέπραξε αδίκημα, τότε ούτε η Ιππαρχία διαπράττει αδίκημα απλώνοντας το χέρι της στον Θεόδωρο”.

Ο Κράτης μοίραζε τις μέρες του μεταξύ Θήβας και Αθήνας, και γρήγορα έγινε τόσο αγαπητός στον κόσμο, ώστε στο τέλος έμπαινε απρόσκλητος σε όποιο σπίτι διάλεγε, για να δει πώς ζούσαν οι άνθρωποι που κατοικούσαν σ’ αυτό και να τους δώσει συμβουλές, που τις θεωρούσαν τόσο πολύτιμες, ώστε πολλοί γράψανε στην πόρτα του σπιτιού τους είσοδος Κράτητι, αγαθώ δαίμονι και τον ονόμασαν «Θυρεπανοίκτη».

Πέθανε σε βαθιά γεράματα και τον έθαψαν με μεγάλες τιμές στη Θήβα.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, Βίοι Φιλοσόφων- Βιβλίο Στ’ 85-93 και 96-98

Αόρατη Χείρα

Κάθε άτομο προσπαθεί να χρησιμοποιεί τα χρήματά του με τέτοιον τρόπο, ώστε να του αποδίδουν την μεγαλύτερη δυνατή αξία. Κάθε άτομο αναγκαστικά εργάζεται για να καταστήσει τα ετήσια έσοδα της κοινωνίας όσο περισσότερα μπορεί. Γενικά δεν επιδιώκει να προωθήσει το κοινό συμφέρον, ούτε γνωρίζει πόσο πολύ το προάγει… Προτιμώντας την υποστήριξη της δικής του εργατικότητας παρά της ξένης, επιδιώκει μονάχα την δική του ασφάλεια και κατευθύνοντας αυτή την εργατικότητα κατά τέτοιο τρόπο ώστε το προϊόν της να έχει την μεγαλύτερη δυνατή αξία, επιδιώκει μονάχα το δικό του συμφέρον, και σε αυτήν όπως και άλλες περιπτώσεις, καθοδηγείται από ένα αόρατο χέρι για να επιδιώξει έναν σκοπό που δεν αποτελούσε μέρος των προθέσεών του.

Επιδιώκοντας το δικό του συμφέρον συχνά προωθεί αυτό της κοινωνίας πιο αποτελεσματικά απ’ ό,τι όταν πραγματικά επιδιώκει να το προωθήσει. Ποτέ δεν είδα να γίνεται καλό από όσους επικαλέστηκαν το εμπόριο για το κοινό καλό. Είναι πράγματι μια επιτήδευση, όχι πολύ συχνή στους εμπόρους και πολύ λίγα λόγια αρκούν στο να τους αποθαρρύνουν από αυτήν.

Δεν περιμένουμε το δείπνο μας από την καλοσύνη του κρεοπώλη, του ζυθοποιού ή του αρτοποιού, αλλά από την έγνοια που έχουν για το δικό τους συμφέρον. Απευθυνόμαστε στην φιλαυτία τους, όχι στην ανθρωπιά τους και ποτέ δεν τους μιλάμε για τις ανάγκες μας αλλά για τα πλεονεκτήματά τους.

Οι άνθρωποι μπορεί να ζήσουν μαζί σε μια κοινωνία με κάποιο ανεκτό βαθμό ασφάλειας, αν και δεν υπάρχει κάποιος δημόσιος δικαστής να τους προστατεύσει από την αδικία αυτών των παθών. Αλλά η πλεονεξία και η φιλοδοξία των πλουσίων και των φτωχών το μίσος για την εργασία και η αγάπη για την παρούσα ευκολία και ευχαρίστηση, είναι τα πάθη που παρακινούν στο να εισβάλουν στην περιουσία, πάθη πολύ πιο σταθερά στη λειτουργία τους και πολύ πιο παγκόσμια στην επιρροή τους. Όπου υπάρχει μεγάλη περιουσία, υπάρχει μεγάλη ανισότητα. Για κάθε πολύ πλούσιο άνθρωπο πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον πεντακόσιοι φτωχοί, και η ευημερία των λίγων προϋποθέτει την ένδεια των πολλών.
 
Η ευημερία του πλουσίου διεγείρει την αγανάκτηση των φτωχών, που συχνά οδηγούνται από την ανέχεια και παρακινούνται από τον φθόνο, να εισβάλουν στην περιουσία του. Μόνο κάτω από την προστασία του δικαστή ο ιδιοκτήτης μιας πολύτιμης περιουσίας, που έχει αποκτηθεί με την εργασία πολλών ετών, ή ίσως πολλών γενεών, μπορεί να κοιμηθεί έστω και μια νύχτα ασφαλής. Πάντα περικυκλώνεται από άγνωστους εχθρούς, τους οποίους αν και ποτέ δεν προκάλεσε, δεν μπορεί να κατευνάσει και από την αδικία των οποίων μπορεί να προστατευθεί μόνο μέσω της ισχύος του δημόσιου δικαστού, που είναι πάντα εναργής, ώστε να την τιμωρήσει.

Οπότε, η απόκτηση πολύτιμης και σημαντικής περιουσίας απαιτεί την εγκαθίδρυση της δημόσιας διοίκησης. Όπου δεν υπάρχει περιουσία, ή τουλάχιστον καμία που να ξεπερνά την αμοιβή δυο ή τριών ημερών εργασίας, η δημόσια διοίκηση δεν χρειάζεται. Η δημόσια διοίκηση προϋποθέτει κάποια υποταγή. Αλλά όπως η ανάγκη της δημόσιας διοίκησης σταδιακά αυξάνεται με την απόκτηση πολύτιμης περιουσίας, έτσι και οι κύριοι λόγοι που φυσικά εισάγουν την ιδέα της υποταγής σταδιακά μεγαλώνουν με την αύξηση της πολυτίμου ιδιοκτησίας

Άτομα κατώτερου πλούτου ενώνονται για να υπερασπίσουν αυτούς του ανώτερου πλούτου στην κατοχή του, ώστε αυτοί με τον ανώτερο πλούτο να συνασπιστούν για να τους υπερασπιστούν στην απόκτηση του δικού τους. Όλοι οι μικρότεροι βοσκοί αισθάνονται ότι η ασφάλεια των κοπαδιών τους εξαρτάται από την ασφάλεια των μεγαλοβοσκών. Ότι η διατήρηση της μικρότερης εξουσίας τους εξαρτάται από την διατήρηση της δικής του μεγαλύτερης εξουσίας, και η εξουσία του να κρατά τους κατώτερους τους σε υποταγή προς αυτούς εξαρτάται από την υποταγή τους σε αυτόν. Απαρτίζουν ένα είδος μικρών ευγενών, που ενδιαφέρονται να προφυλάσσουν την περιουσία και να προστατεύουν την εξουσία του μικρού τους άρχοντα, έτσι ώστε αυτός να μπορεί να υπερασπίζεται την περιουσία τους και να υποστηρίζει την εξουσία τους. Η δημόσια διοίκηση στο βαθμό που έχει καθιδρυθεί για την ασφάλεια της περιουσίας, στην πραγματικότητα έχει καθιδρυθεί για την προστασία των πλουσίων από τους φτωχούς ή αυτών που έχουν κάποια περιουσία απ’ αυτούς που δεν έχουν καθόλου. -Adam Smith 1776/1991: Ο πλούτος των εθνών

Το Αόρατο Χέρι είναι μια μεταφορά που χρησιμοποίησε ο Άνταμ Σμιθ για να περιγράψει την αρχή της πεφωτισμένης ιδιοτέλειας. Σήμερα αυτή η αρχή συνδέεται με τον ψυχολογικό εγωισμό. Στον «Πλούτο των Εθνών», ο Άνταμ Σμιθ αναφέρει ότι, μέσα στο σύστημα, ένα άτομο που δρα για το προσωπικό του συμφέρον τείνει να προωθεί και το συμφέρον της κοινότητας του. Αυτήν την αρχή την απέδωσε στον κοινωνικό μηχανισμό που αποκαλούσε Αόρατη Χείρα.

Ο Σμιθ χρησιμοποιεί την μεταφορά μέσα στο πλαίσιο ενός επιχειρήματος ενάντια στον προστατευτισμό και την κυβερνητική ρύθμιση των αγορών, αλλά βασίζεται σε γενικές αρχές που αναπτύχθηκαν από τους Mandeville, Butler, Shaftesbury, και Francis Hutcheson. Γενικά, ο όρος “Αόρατο Χέρι” μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάθε ατομική δράση που έχει απροσχεδίαστες, ακούσιες συνέπειες, ιδιαίτερα εκείνες που παρουσιάζονται από δράσεις μη ενορχηστρωμένες από κάποιο κεντρικό έλεγχο και που εμφανίζουν στην κοινότητα ένα παρατηρήσιμο αποτέλεσμα που ακολουθεί κάποια πρότυπα.

Η Έρευνα για την Φύση και τα Αίτια του Πλούτου των Εθνών είναι το μεγαλύτερο έργο του Σκωτσέζου οικονομολόγου Άνταμ Σμιθ, το οποίο δημοσιεύτηκε στις 9 Μαρτίου, 1776 κατά την διάρκεια του Σκωτσέζικου Διαφωτισμού. Πρόκειται για έναν οξυδερκή γραπτό απολογισμό της πολιτικής οικονομίας στην αυγή της Βιομηχανικής Επανάστασης και θεωρείται ευρέως το πρώτο σύγχρονο έργο στο πεδίο των οικονομικών. Το έργο είναι επίσης η πρώτη περιεκτική υπεράσπιση των πολιτικών ελεύθερης αγοράς όπως δηλώνει και η χρήση του όρου «αόρατο χέρι».

Διαιρείται σε πέντε βιβλία και δύο τόμους. «Ο Πλούτος των Εθνών» γράφτηκε για τον μέσο μορφωμένο αναγνώστη του 18ου αιώνα παρά για εμπειρογνώμονες και μαθηματικούς. Ο Άνταμ Σμιθ αναπτύσσει στο έργο αυτό που αποτελεί την βάση των οικονομικών της ελεύθερης αγοράς, τρεις κύριες έννοιες: καταμερισμός εργασίας, επιδίωξη ατομικού συμφέροντος και ελευθερία του εμπορίου.

Ο Σμιθ όρισε την «αμοιβαία συμπάθεια» ως την βάση των ηθικών συναισθημάτων. Βάσισε την ερμηνεία του όχι σε μία ειδική «ηθική αίσθηση», όπως είχαν κάνει ο 3ος Λόρδος Shaftesbury και ο Hutcheson, ούτε ως ωφέλεια όπως ο Χιουμ, αλλά στην αμοιβαία συμπάθεια, έναν όρο ο οποίος περιγράφεται καλύτερα στην σύγχρονη γλώσσα με τον όρο συναισθηματική ταύτιση, δηλαδή με την ικανότητα να αναγνωρίζει κανείς τα συναισθήματα τα οποία εκφράζει κάποιος άλλος.

«Οι ανταγωνιστικές αγορές του σήμερα, είτε το παραδεχόμαστε είτε όχι, καθοδηγούνται από μια διεθνή έκδοση του ΑΟΡΑΤΟΥ ΧΕΡΙΟΥ του Adam Smith, η οποία είναι ακαταμάχητα σκοτεινή». -Alan Greenspan

«Έχουμε στους ώμους μας μια ευθύνη, η οποία ποτέ δεν άγγιξε τον άνθρωπο πάνω στην Γη. Γι’ αυτό, η Ηθική πρέπει να ξαναθεμελιωθεί. Χρειαζόμαστε μια Οικολογική Ηθική». -Hans Jonas 1992: Φιλοσοφικές έρευνες και μεταφυσικές εικασίες.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ἠθικὰ Νικομάχεια (1094a-1094b)

ΒΙΒΛΙΟ Α: Ποιο είναι το αγαθό για τον άνθρωπο;

[1094a] [I] Πᾶσα τέχνη καὶ πᾶσα μέθοδος, ὁμοίως δὲ πρᾶξίς τε καὶ προαίρεσις, ἀγαθοῦ τινὸς ἐφίεσθαι δοκεῖ· διὸ καλῶς ἀπεφήναντο τἀγαθόν, οὗ πάντ᾽ ἐφίεται. διαφορὰ δέ τις φαίνεται τῶν τελῶν· τὰ μὲν γάρ εἰσιν ἐνέργειαι, τὰ δὲ παρ᾽ αὐτὰς ἔργα τινά. ὧν δ᾽ εἰσὶ τέλη τινὰ παρὰ τὰς πράξεις, ἐν τούτοις βελτίω πέφυκε τῶν ἐνεργειῶν τὰ ἔργα. πολλῶν δὲ πράξεων οὐσῶν καὶ τεχνῶν καὶ ἐπιστημῶν πολλὰ γίνεται καὶ τὰ τέλη· ἰατρικῆς μὲν γὰρ ὑγίεια, ναυπηγικῆς δὲ πλοῖον, στρατηγικῆς δὲ νίκη, οἰκονομικῆς δὲ πλοῦτος. ὅσαι δ᾽ εἰσὶ τῶν τοιούτων ὑπὸ μίαν τινὰ δύναμιν, καθάπερ ὑπὸ τὴν ἱππικὴν χαλινοποιικὴ καὶ ὅσαι ἄλλαι τῶν ἱππικῶν ὀργάνων εἰσίν, αὕτη δὲ καὶ πᾶσα πολεμικὴ πρᾶξις ὑπὸ τὴν στρατηγικήν, κατὰ τὸν αὐτὸν δὴ τρόπον ἄλλαι ὑφ᾽ ἑτέρας· ἐν ἁπάσαις δὲ τὰ τῶν ἀρχιτεκτονικῶν τέλη πάντων ἐστὶν αἱρετώτερα τῶν ὑπ᾽ αὐτά· τούτων γὰρ χάριν κἀκεῖνα διώκεται. διαφέρει δ᾽ οὐδὲν τὰς ἐνεργείας αὐτὰς εἶναι τὰ τέλη τῶν πράξεων ἢ παρὰ ταύτας ἄλλο τι, καθάπερ ἐπὶ τῶν λεχθεισῶν ἐπιστημῶν.

[II] Εἰ δή τι τέλος ἐστὶ τῶν πρακτῶν ὃ δι᾽ αὑτὸ βουλόμεθα, τἆλλα δὲ διὰ τοῦτο, καὶ μὴ πάντα δι᾽ ἕτερον αἱρούμεθα (πρόεισι γὰρ οὕτω γ᾽ εἰς ἄπειρον, ὥστ᾽ εἶναι κενὴν καὶ ματαίαν τὴν ὄρεξιν), δῆλον ὡς τοῦτ᾽ ἂν εἴη τἀγαθὸν καὶ τὸ ἄριστον. ἆρ᾽ οὖν καὶ πρὸς τὸν βίον ἡ γνῶσις αὐτοῦ μεγάλην ἔχει ῥοπήν, καὶ καθάπερ τοξόται σκοπὸν ἔχοντες μᾶλλον ἂν τυγχάνοιμεν τοῦ δέοντος; εἰ δ᾽ οὕτω, πειρατέον τύπῳ γε περιλαβεῖν αὐτὸ τί ποτ᾽ ἐστὶ καὶ τίνος τῶν ἐπιστημῶν ἢ δυνάμεων. δόξειε δ᾽ ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ᾽ ἡ πολιτικὴ φαίνεται· τίνας γὰρ εἶναι χρεὼν τῶν ἐπιστημῶν ἐν ταῖς πόλεσι,

[1094b] καὶ ποίας ἑκάστους μανθάνειν καὶ μέχρι τίνος, αὕτη διατάσσει· ὁρῶμεν δὲ καὶ τὰς ἐντιμοτάτας τῶν δυνάμεων ὑπὸ ταύτην οὔσας, οἷον στρατηγικὴν οἰκονομικὴν ῥητορικήν· χρωμένης δὲ ταύτης ταῖς λοιπαῖς [πρακτικαῖς] τῶν ἐπιστημῶν, ἔτι δὲ νομοθετούσης τί δεῖ πράττειν καὶ τίνων ἀπέχεσθαι, τὸ ταύτης τέλος περιέχοι ἂν τὰ τῶν ἄλλων, ὥστε τοῦτ᾽ ἂν εἴη τἀνθρώπινον ἀγαθόν. εἰ γὰρ καὶ ταὐτόν ἐστιν ἑνὶ καὶ πόλει, μεῖζόν γε καὶ τελειότερον τὸ τῆς πόλεως φαίνεται καὶ λαβεῖν καὶ σῴζειν· ἀγαπητὸν μὲν γὰρ καὶ ἑνὶ μόνῳ, κάλλιον δὲ καὶ θειότερον ἔθνει καὶ πόλεσιν. ἡ μὲν οὖν μέθοδος τούτων ἐφίεται, πολιτική τις οὖσα.

***
[1094a] [1] Κάθε τεχνική δεξιότητα και κάθε γνωστική δραστηριότητα, παρόμοια και κάθε πράξη και κάθε διαδικασία επιλογής και προτίμησης έχει για στόχο της —κατά την παραδοχή όλων— κάποιο αγαθό. Σωστά, επομένως, είπαν για το αγαθό πως είναι αυτό που αποτελεί τον στόχο όλων των πραγμάτων.

Υπάρχει, ωστόσο, μια διαφορά των μεν από τα δε από την άποψη των τελών: στη μια περίπτωση έχουμε ενέργειες καθεαυτές, ενώ στην άλλη το αποτέλεσμα των ενεργειών, δηλαδή κάποια συγκεκριμένα έργα. Όπου, πάντως, πέρα από τις πράξεις υπάρχουν και τέλη, στις περιπτώσεις αυτές τα έργα έχουν, φυσικά, μεγαλύτερη αξία από τις ενέργειες.

Δεδομένου, τώρα, ότι υπάρχουν πολλών ειδών πράξεις και πολλών ειδών τέχνες και επιστήμες, δεν μπορεί παρά να είναι πολλά και τα τέλη· το τέλος π.χ. της ιατρικής είναι η υγεία, της ναυπηγικής το πλοίο, της στρατηγικής η νίκη, της διαχείρισης του σπιτικού ο πλούτος.

Όπου λοιπόν αυτού του είδους τέχνες/επιστήμες κατατάσσονται κάτω από μιαν ορισμένη τέχνη/επιστήμη (η χαλινοποιητική, π.χ., κατατάσσεται κάτω από την ιππευτική τέχνη — το ίδιο και όλες οι άλλες τέχνες, όσες κατασκευάζουν ιππευτικά εργαλεία· η ιππευτική πάλι τέχνη —μαζί και κάθε πολεμική πράξη— κατατάσσεται κάτω από τη στρατηγική τέχνη, και με τον ίδιο τρόπο άλλες τέχνες/επιστήμες κατατάσσονται κάτω από μιαν άλλη τέχνη/επιστήμη), σε όλες αυτές τις περιπτώσεις τα τέλη των υπερ-κείμενων τεχνών/επιστημών πρέπει να θεωρούνται (άρα και να επιλέγονται ως) μεγαλύτερης αξίας από τα τέλη των υπο-κείμενων τεχνών/επιστημών· ο λόγος είναι ότι τα τέλη των υπο-κείμενων τεχνών/επιστημών τα επιδιώκουμε ενόψει των τελών των υπερ-κείμενων τεχνών/επιστημών.

Φυσικά, είναι τελείως αδιάφορο αν τα τέλη των πράξεων είναι οι ίδιες οι ενέργειες ή κάτι άλλο πέρα από αυτές, όπως στις περιπτώσεις των τεχνών/επιστημών για τις οποίες μιλήσαμε.

[2] Αν λοιπόν πράγματι υπάρχει κάποιο τέλος σε όλες τις πράξεις μας, ένα τέλος που το θέλουμε γι᾽ αυτό το ίδιο και όλα τα άλλα για χάρη του, και αν δεν επιδιώκουμε το καθετί για χάρη κάποιου άλλου πράγματος (γιατί τότε θα φτάναμε, βέβαια, στο άπειρο, με αποτέλεσμα η επιθυμία και η προσπάθειά μας να είναι κενή περιεχομένου και μάταιη), είναι φανερό ότι αυτό το τέλος είναι το αγαθό, και μάλιστα το υπέρτατο αγαθό. Δεν θα πρέπει τότε να πούμε ότι η γνώση αυτού του υπέρτατου αγαθού έχει μια ιδιαίτερη βαρύτητα για τη ζωή μας, και ότι σαν τοξότες που έχουμε τον συγκεκριμένο στόχο, πετυχαίνουμε και εμείς μέσω αυτού ευκολότερα και αποτελεσματικότερα το πρέπον;

Αν έτσι έχει το πράγμα, τότε πρέπει να προσπαθήσουμε να συλλάβουμε, τουλάχιστο στα βασικά του στοιχεία, την ουσία αυτού του υπέρτατου αγαθού, και ακόμη ποιάς επιστήμης ή ποιάς πρακτικής δεξιότητας αποτελεί αντικείμενο.

Όλοι, λέω, θα συμφωνήσουν ότι αποτελεί αντικείμενο της κυριότερης τέχνης/επιστήμης, αυτής που είναι η πρώτη στην ιεραρχική σειρά των τεχνών/επιστημών. Αυτού του είδους τέχνη/επιστήμη φαίνεται πως είναι η πολιτική, αφού αυτή ορίζει ποιές τέχνες/επιστήμες πρέπει να καλλιεργούνται σε μια πόλη,

[1094b] με ποιές πρέπει να ασχολείται ο κάθε επιμέρους πολίτης και ως ποιό βαθμό· βλέπουμε επίσης ότι από τις διάφορες τέχνες/επιστήμες, αυτές που συγκεντρώνουν επάνω τους την πιο μεγάλη εκτίμηση του κόσμου, είναι υπο-κείμενες σ᾽ αυτήν, π.χ. η στρατηγική, η οικιακή διαχείριση, η ρητορική.

Δεδομένου επίσης ότι η πολιτική κάνει χρήση των υπόλοιπων «πρακτικών» τεχνών/επιστημών, και δεδομένου ότι η πολιτική ορίζει με τους νόμους της τί πρέπει να κάνουμε και τί όχι, το τέλος της πρέπει, σκέφτομαι, να περιέχει τα τέλη όλων των άλλων τεχνών/επιστημών. Συμπέρασμα: αυτό το τέλος θα πρέπει να είναι το αγαθό για τον άνθρωπο. Ακόμη και αν αυτό είναι έτσι το ίδιο για το άτομο και για την πόλη, το τέλος/αγαθό της πόλης εμφανίζεται, βέβαια, σαν κάτι το σημαντικότερο και τελειότερο και για να το επιδιώξει κανείς και για να το διαφυλάξει: δεν είναι καθόλου λίγο να το επιδιώξει και να το πετύχει και ένα μόνο άτομο, για ένα ολόκληρο όμως έθνος και για ολόκληρες πόλεις το πράγμα είναι πιο ωραίο και πιο θεάρεστο.

Αυτοί λοιπόν είναι οι στόχοι της έρευνας και της πραγματείας μας αυτής — και φυσικά έτσι βρισκόμαστε, κατά κάποιον τρόπο, στον χώρο της πολιτικής.