Κυριακή 28 Ιουλίου 2024

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

2.4.Β.iv. Λαϊκά τραγούδια

Ἄλει, μύλα, ἄλει·
καὶ γὰρ Πιττακὸς ἄλει,
μεγάλας Μυτιλήνας βασιλεύων.


Πολύ αργά, στα νεότερα μόνο χρόνια, αναγνωρίστηκε η αξία της ανώνυμης λαϊκής ποιητικής παραγωγής, που βέβαια στην αρχαιότητα κανείς δε σκέφτηκε να την καταγράψει. Έτσι, μόνο από καλή τύχη μάς σώζονται κάποια αρχαιοελληνικά δημοτικά τραγούδια, εργατικά, εθιμικά, λιανοτράγουδα κλπ. (ελάχιστα μπροστά στο μεγάλο πλήθος που σίγουρα υπήρχε), και που η επίδρασή τους, μορφολογική και θεματική, ανιχνεύεται σε μεγάλους ποιητές, στον Όμηρο, στη Σαπφώ κ.ά.

Εργατικό τραγούδι για τον χερόμυλο είναι η προμετωπίδα, και μεταφράζεται:

Άλεθε, μύλε, άλεθε,
γιατί άλεθε κι ο Πιττακός,
ο βασιλιάς της τρανής Μυτιλήνης.


Οι νεότεροι συγγραφείς που παραθέτουν το τραγούδι διευκρινίζουν ότι πραγματικά ο Πιττακός, τύραννος της Μυτιλήνης στα χρόνια του Αλκαίου, δούλευε ο ίδιος τον χερόμυλο, για να γυμναστεί εντατικά σε μικρό χώρο, αλλά και για να ετοιμάσει το φαγητό του!

Εθιμικά τραγούδια σώζονται αρκετά, ανάμεσα τους το χελιδόνισμα, που το τραγουδούσαν τα παιδιά την άνοιξη, γυρίζοντας από σπίτι σε σπίτι, αναγγέλλοντας ότι έφτασε το πρώτο χελιδόνι και μαζεύοντας δώρα. Εθιμικό τραγούδι ήταν και η εἰρεσιώνη, που την τραγουδούσαν πάλι τα παιδιά, όταν το φθινόπωρο κρεμούσαν στις πόρτες κλαρί ελιάς τυλιγμένο με μαλλί (εἶρος) και στολισμένο με καρπούς, για το καλό του χρόνου:

Φέρε σύκα, ειρεσιώνη, και χοντρά ψωμιά,
μες στο κιούπι φέρε μέλι, φέρε λάδι…


Ειδική κατηγορία αποτελούσαν τα σκόλια, λιανοτράγουδα με ποικίλο περιεχόμενο, που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα. Τα τραγουδούσαν με συνοδεία λύρας στα συμπόσια, όταν ερχόταν η ώρα να κρατήσει καθένας με τη σειρά του ένα κλαδί μυρτιάς και να πει ένα τραγουδάκι, από τα γνωστά ή καινούργιο, μακάρι δικό του εκείνης της στιγμής, αυτοσχέδιο.

Έχουμε την τύχη να μας σώζεται μια συλλογή από 25 αττικά σκόλια, τετράστιχα ή δίστιχα τα περισσότερα, σε διάφορα μέτρα. Ο λαϊκός χαρακτήρας είναι σε ορισμένα ολοφάνερος, π.χ.

Μακάρι να γινόμουνα μαλαματένιο γκόλφι,
μια όμορφη να με φορεί, γυναίκα μυαλωμένη
.[1]

Συμβαίνει όμως παρόμοια σκόλια να παραδίδονται και με το όνομα γνωστών ποιητών, του Σιμωνίδη, του Αλκαίου, του Ανακρέοντα κ.ά.
---------------------------
1. Εἴθ᾽ ἄπυρον καλὸν γενοίμην μέγα χρυσίον
και με καλὴ γυνὴ φοροίη καθαρὸν θεμένη νόον (455 Ρ.)·
πρβ. π.χ. το νεοελληνικό
Στα παχουλά σου τα λαιμά, τα γαλακτοπλασμένα,
ήθελα να ᾽μαι μενταγιό με μια χρυσή καδένα.

Ο Ξενοφώντας, οι εξελίξεις στην Ασία και τα παρατράγουδα στην Πελοπόννησο

Όταν πια ο Αγησίλαος εδραίωσε τη βασιλεία του καταστέλλοντας τη συνωμοσία του Κινάδωνα, έφτασαν τα νέα από την Ασία: «κάποιος Ηρώδας από τις Συρακούσες, που βρισκόταν στη Φοινίκη μ’ έναν πλοιοκτήτη, είδε φοινικικά πολεμικά να ‘ναι κιόλας εκεί επανδρωμένα, κάποια να ‘ρχονται από άλλα μέρη και κάποια ν’ αρματώνονται ακόμα, κι άκουσε κι ότι προορίζονταν να φτάσουν συνολικά τα τριακόσια». (3,4,1). Η πληροφορία αυτή έφερε ταραχή στη Σπάρτη. Για ποιο σκοπό συγκεντρώνονταν τόσες ναυτικές δυνάμεις;

Ο Λύσανδρος ήταν βέβαιος ότι ενωμένες οι ελληνικές ναυτικές δυνάμεις θα επικρατούσαν με άνεση εκείνες των Περσών «κι όσο για το πεζικό είχε υπόψη του με ποιον τρόπο σώθηκε εκείνο που είχε εκστρατεύσει μαζί με τον Κύρο· έπεισε λοιπόν τον Αγησίλαο να προτείνει να εκστρατεύσει στην Ασία, αρκεί να του δώσουν τριάντα Σπαρτιάτες, ως δύο χιλιάδες νεοδαμώδεις κι ως έξι χιλιάδες από τις συμμαχικές δυνάμεις». (3,4,2).

Όμως για το Λύσανδρο το ζήτημα είχε και πολιτικές διαστάσεις: «ο Λύσανδρος ήθελε να πάει κι ο ίδιος μαζί με τον Αγησίλαο, ώστε με τη βοήθειά του να φέρει ξανά στην εξουσία τις Δεκαρχίες που είχε εγκαθιδρύσει εκείνος στις πόλεις και που κατήργησαν κατόπιν οι έφοροι, όταν είχαν διατάξει ν’ αποκατασταθούν τα πατροπαράδοτα πολιτεύματα». (3,4,2).

Ο Λύσανδρος φαίνεται να ξέρει καλά τους κανόνες του επεκτατισμού. Οι πόλεις που απελευθερώνονται καλό είναι να ελέγχονται πολιτικά. Να είναι δηλαδή ανά πάσα στιγμή απολύτως διαθέσιμες για οτιδήποτε χρειαστεί. Οι Αθηναίοι, όταν ασκούσαν ηγεμονία, φρόντιζαν ιδιαίτερα γι’ αυτό. Η εντολή των εφόρων για αποκατάσταση των «πατροπαράδοτων πολιτευμάτων» κρίνεται μάλλον αφελής, αφού, αν χανόταν ο πολιτικός έλεγχος των απελευθερωμένων πόλεων, θα ήταν επίφοβη και η επιρροή πάνω σ’ αυτές.

Η τακτική που ακολουθούσαν μέχρι τότε να αφήνουν δικό τους, Λακεδαιμόνιο, αρμοστή ή Δεκαρχίες στις πόλεις που απελευθέρωναν ήταν η επισφράγιση του πολιτικού ελέγχου, δηλαδή της άμεσης επιρροής στα τεκταινόμενα, που όφειλαν να ρυθμίζονται σύμφωνα με τα συμφέροντα της Σπάρτης. Το σίγουρο είναι ότι η επιστροφή στα «πατροπαράδοτα πολιτεύματα», που διέταξαν οι έφοροι, δεν πρέπει να είχε ακολουθηθεί κατά γράμμα κι ότι το πολιτικό τοπίο των ελληνικών πόλεων της Ασίας ήταν μάλλον θολό, αφού ο Ξενοφώντας συμπληρώνει: «τα πολιτικά καθεστώτα των πόλεων ήταν συγκεχυμένα – ούτε δημοκρατικά πολιτεύματα λειτουργούσαν πια όπως τον καιρό των Αθηναίων, ούτε κι οι Δεκαρχίες όπως τον καιρό Λυσάνδρου». (3,4,7).

Τελικά, ο Αγησίλαος δέχτηκε να εκστρατεύσει και, όπως ήταν αναμενόμενο, του έδωσαν όλες τις δυνάμεις που ζήτησε γι’ αυτό το σκοπό. Όταν έφτασε στην Έφεσο δέχτηκε αμέσως απεσταλμένους του Τισσαφέρνη. Ήθελαν να μάθουν τους λόγους για τους οποίους ήρθε. Ο Αγησίλαος δεν έκρυψε τις προθέσεις του: «Να γίνουν ανεξάρτητες οι πόλεις της Ασίας, όπως είναι και στην υπόλοιπη Ελλάδα». (3,4,5).

Ο Τισσαφέρνης πρότεινε ανακωχή για να ενημερώσει το βασιλιά. Μέχρι εκείνος να αποφασίσει, ούτε ο Τισσαφέρνης ούτε ο Αγησίλαος θα προέβαιναν σε εχθροπραξίες. Ήταν όμως φανερό ότι ο Τισσαφέρνης δε θα κρατούσε τις υποσχέσεις του. Αντί να ενημερώσει το βασιλιά, όπως δεσμεύτηκε, ζήτησε ενισχύσεις για να χτυπήσει τον Αγησίλαο: «Ο Αγησίλαος πάλι, αν και τα μάθαινε αυτά, έμεινε μολοντούτο πιστός στην ανακωχή». (3,4,6).

Παρέμεινε στην Έφεσο αδρανής και απομάκρυνε το Λύσανδρο στέλνοντάς τον στον Ελλήσποντο, αφού εκείνος το ζήτησε. Ο Αγησίλαος ήταν φανερά ενοχλημένος από την πολύ υψηλή δημοτικότητά του Λυσάνδρου στην πόλη, που επισκίαζε τον ίδιο: «τον περιτριγύριζε αδιάκοπα» (το Λύσανδρο εννοείται) «και τον κολάκευε ολόκληρο πλήθος, τόσο που ο Αγησίλαος να μοιάζει ιδιώτης κι ο Λύσανδρος βασιλιάς». (3,4,7).

Όμως, και στον Ελλήσποντο ο Λύσανδρος δεν έμεινε καθόλου άπρακτος: «μαθαίνοντας ότι ο Φαρνάβαζος είχε προσβάλει τον Πέρση Σπιθριδάτη, μίλησε με τούτον και τον έπεισε ν’ αυτομολήσει μαζί με τα παιδιά του, τα χρήματα που ‘χε μαζί του και κάπου διακόσιους ιππείς». (3,4,10). Τον έστειλε μάλιστα και στην Έφεσο, γεγονός που χαροποίησε ιδιαίτερα τον Αγησίλαο, καθώς του πρόσφερε πολύτιμες πληροφορίες για την περιοχή και τον τρόπο της διοίκησης του Φαρναβάζου.

Στο μεταξύ, ο Τισσαφέρνης, αφού πήρε τις ενισχύσεις που ζήτησε, άρχισε να προκαλεί ανοιχτά τον Αγησίλαο και να τον απειλεί με πόλεμο αν δεν έφευγε απ’ την Ασία. Η απάντηση του Αγησιλάου ήταν να διατάξει αμέσως εκστρατεία κι έδωσε εντολή στις πόλεις που βρίσκονταν στο δρόμο για την Καρία να φροντίσουν να έχουν πολλά τρόφιμα, για να ανεφοδιάσει το στρατό του: «ο Τισσαφέρνης πίστεψε στ’ αλήθεια ότι ο Αγησίλαος θα ‘βαζε στόχο την Καρία όπου είχε ο ίδιος την έδρα του. Έστειλε λοιπόν όλο το πεζικό του εκεί, ενώ παράλληλα έφερνε από αλλού το ιππικό του στην πεδιάδα του Μαιάνδρου, λογαριάζοντας ότι θα μπορούσε να συντρίψει τους Έλληνες με τους καβαλάρηδές του πριν φτάσουν στα δύσβατα μέρη. Ο Αγησίλαος όμως αντί να βαδίσει προς την Καρία πήρε την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση και κίνησε για τη Φρυγία». (3,4,12).

Ένας επιπλέον λόγος, που ο Τισσαφέρνης πίστεψε πράγματι ότι ο Αγησίλαος θα κατευθυνθεί προς την Καρία, ήταν ότι η περιοχή εκεί δεν προσφερόταν καθόλου στο ιππικό, τομέας που ο ίδιος υπερτερούσε κατάφωρα έναντι του Αγησιλάου. Το πεδίο μάχης που θα εξουδετέρωνε το ιππικό ήταν ό,τι ευνοϊκότερο για τους Σπαρτιάτες, πολύ περισσότερο όταν ήταν η ίδια η έδρα του εχθρού, όπου μια ήττα θα σήμαινε την ολοκληρωτική συντριβή του.

Ο Αγησίλαος όμως είχε άλλα σχέδια. Στο δρόμο για τη Φρυγία προχώρησε ανενόχλητος σπέρνοντας πανικό. Με αιφνιδιαστικές επιθέσεις κυρίευσε πόλεις και μάζεψε λάφυρα. Μια μάχη όμως που αναγκάστηκε να δώσει με το περσικό ιππικό στο Δασκύλειο, του έδωσε να καταλάβει ότι αν δεν συγκροτούσε αξιόμαχο ιππικό δε θα μπορούσε να έχει ιδιαίτερες αξιώσεις για την τελική επικράτηση. Οι απώλειες που είχε, παρότι τελικά νίκησε, του το έδειξαν ξεκάθαρα: «Ξεχώρισε λοιπόν τους πιο πλούσιους απ’ όλες τις πόλεις της περιοχής και τους υποχρέωσε να συντηρούν άλογα. Ταυτόχρονα προκήρυξε πως όποιος προσφέρει ένα άλογο, οπλισμό κι έναν αξιόμαχο στρατιώτη θ’ απαλλαγεί από την υποχρέωση να στρατευτεί ο ίδιος». (3,4,15).

Οι Αθηναίοι ζητούσαν φόρους από τις πόλεις που προστάτευαν. Ο Αγησίλαος ζητάει ιππικό κι όποιος δε θέλει να συνεισφέρει ας έρθει να πολεμήσει ο ίδιος: «μ’ αυτόν τον τρόπο κατάφερε να εκτελεστούν οι διαταγές του πολύ γρήγορα – τόση προθυμία έδειχνε ο καθένας να βρει κάποιον άλλον να σκοτωθεί στη θέση του». (3,4,15).

Εγκλωβισμένες ανάμεσα στην παρουσία του Αγησιλάου και στην περσική επιβολή που διαρκώς επικρέμεται οι ελληνικές πόλεις δε θα μπορούσαν να έχουν πολλές επιλογές. Όποιος έχει λεφτά αγοράζει τον αντικαταστάτη του στον πόλεμο. Όποιος δεν έχει πάει να πολεμήσει. Η Σπάρτη βρήκε τον τρόπο να ασκεί επεκτατισμό χωρίς η ίδια να φθείρεται στο ελάχιστο. Μην ξεχνάμε ότι ολόκληρη η εκστρατεία, πέρα από τον Αγησίλαο και το Λύσανδρο, αφορούσε μόλις τριάντα Σπαρτιάτες. Οι υπόλοιποι ήταν νεοδαμώδεις και σύμμαχοι από τον ελληνικό χώρο. Τώρα καλούνταν και οι ντόπιοι να μπούνε στο παιχνίδι.

Μια τεράστια σπαρτιατική δύναμη χωρίς Σπαρτιάτες. Σαν να μην επρόκειτο για φορολογία η επίταξη στρατιωτικού υλικού. Σαν να είχε ο καθένας τη δυνατότητα να αποφασίσει απολύτως ελεύθερα τη συμμετοχή του στον πόλεμο ή όχι. Πριν ήταν η αθηναϊκή ισχύς που ανάγκασε τους Σπαρτιάτες και τους Πέρσες να συμμαχήσουν. Τώρα η Σπάρτη πρέπει να τελειώσει τους λογαριασμούς της με τους Πέρσες.

Ο Αγησίλαος προετοιμάζεται πυρετωδώς: «συγκέντρωσε όλο τον στρατό στην Έφεσο, και θέλοντας να τον εξασκήσει αθλοθέτησε βραβεία για όποια μονάδα οπλιτών θα ‘χε τα πιο καλογυμνασμένα κορμιά και για όποια μονάδα ιππικού θα ξεχώριζε στην ιππευτική τέχνη· αθλοθέτησε βραβεία και για τους πελταστές και τους τοξότες που θα ‘δειχναν ξεχωριστή επίδοση στις ειδικότητές τους. Ύστερα απ’ αυτό μπορούσε κανένας να δει όλα τα γυμναστήρια γεμάτα άνδρες που γυμνάζονταν, τον ιππόδρομο γεμάτο καβαλάρηδες, τους ακοντιστές και τους τοξότες να ασκούνται… σιδεράδες, μαραγκοί, χαλκουργοί, βυρσοδέψες, ζωγράφοι – όλοι έφτιαχναν πολεμικά όπλα, έτσι που η πόλη έμοιαζε στ’ αλήθεια εργαστήριο πολέμου». (3,4,16-17).

Και σαν να μην έφταναν αυτά: «Επειδή ο Αγησίλαος πίστευε ότι η περιφρόνηση για τον εχθρό δυναμώνει κι αυτή το πολεμικό φρόνημα, πρόσταξε τους διαλαλητές να πουλάνε γυμνούς τους βαρβάρους που αιχμαλώτιζαν οι επιδρομείς: το δέρμα τους ήταν άσπρο καθώς δεν γδύνονταν ποτέ, και τα κορμιά τους μαλθακά κι αγύμναστα καθώς μετακινούνταν πάντα μ’ αμάξια, κι έτσι βλέποντάς τους οι στρατιώτες συμπέραναν ότι πολεμώντας εναντίον τους θα ‘ταν το ίδιο σαν να ‘χαν να χτυπηθούν με γυναίκες». (3,4,19).

Ο Αγησίλαος αποδεικνύεται μαέστρος στην πολεμική προετοιμασία, όπως μαέστρος αποδεικνύεται και στη στρατηγική, όταν για δεύτερη φορά κατάφερε να ξεγελάσει τον Τισσαφέρνη. Έχουμε φτάσει πια στο 395 π. Χ., όταν «ο Λύσανδρος με τους τριάντα Σπαρτιάτες γύρισαν πίσω στην πατρίδα τους και στη θέση τους ήρθε ο Ηριππίδας με άλλους». (3,4,20), στους οποίους ο Αγησίλαος ανήγγειλε αμέσως ότι θα επιτεθούν στην καρδιά της χώρας ακολουθώντας το συντομότερο δρόμο: «Ο Τισσαφέρνης νόμισε ότι ο Αγησίλαος τα ‘λεγε αυτά θέλοντας ξανά να τον ξεγελάσει, ενώ τούτη τη φορά θα εισέβαλλε πραγματικά στην Καρία· έστειλε λοιπόν εκεί το πεζικό, όπως και την προηγούμενη φορά, και τοποθέτησε το ιππικό στην πεδιάδα του Μαιάνδρου». (3,4,21).

Όμως, ο Αγησίλαος δεν είχε διάθεση για μπλόφες. Εισέβαλλε πραγματικά εκεί που είχε προαναγγείλει και μετά από ανενόχλητη πορεία τριών ημερών πέτυχε συντριπτική νίκη έναντι του εχθρού στον Πακτωλό. Τα πράγματα έγιναν πολύ άσχημα για τον Τισσαφέρνη, που την ίδια στιγμή βρισκόταν στις Σάρδεις. Πολλοί τον κατηγόρησαν για προδοσία: «Ο Βασιλεύς των Περσών κατέληξε και ο ίδιος στο συμπέρασμα ότι ο Τισσαφέρνης έφταιγε για την κακή τροπή των υποθέσεών του κι έστειλε τον Τιθραύστη να του κόψει το κεφάλι». (3,4,25).

Όταν ο Τιθραύστης εκτέλεσε την αποστολή του, ζήτησε από τον Αγησίλαο ανακωχή δεσμευόμενος ότι θα αφήσει ανεξάρτητες τις ελληνικές πόλεις με τον όρο «να του πληρώνουν τον πατροπαράδοτο φόρο». (3,4,25).

Όπως ήταν φυσικό, ο Αγησίλαος ζήτησε χρόνο, για να ενημερώσει την πατρίδα του και να παρθούν οι αποφάσεις. Ως απάντηση σ’ αυτό ο Τιθραύστης πρότεινε: «Ώσπου να μάθεις την απόφαση της πόλης σου, πήγαινε τουλάχιστον στην περιοχή του Φαρναβάζου, μια κι εγώ τιμώρησα τον εχθρό σου». (3,4,26).

Κι όχι μόνο αυτό, αλλά έδωσε και λεφτά στον Αγησίλαο – τριάντα τάλαντα – προκειμένου να διευκολύνει τη μετάβασή του στη Φρυγία. (Την ίδια περίοδο ανακοίνωσαν στον Αγησίλαο ότι θα αναλάβει τη διοίκηση και του ναυτικού με τη σκέψη ότι η ηγεσία όλων των στρατιωτικών δυνάμεων από έναν άνθρωπο θα λειτουργήσει θετικά στο συντονισμό τους. Ο Αγησίλαος, αφού διόρισε ναύαρχο τον Πείσανδρο, που ήταν κουνιάδος του, κατέφυγε και πάλι στη συνδρομή των συμμαχικών πόλεων – αυτών που βρίσκονταν στα παράλια και τα νησιά – από τις οποίες ζήτησε να ετοιμάσουν το γρηγορότερο όσα πολεμικά πλοία θέλει και μπορεί η καθεμιά).

Ο Τιθραύστης θέλει να ξεφορτωθεί με κάθε τρόπο τον Αγησίλαο φορτώνοντας το πρόβλημα στο Φαρνάβαζο. Είναι φανερό ότι οι Πέρσες δε λειτουργούν συλλογικά. Ο ένας προσπαθεί να μεταφέρει τις ευθύνες στον άλλο και να έχει το κεφάλι του ήσυχο. Κι αυτό εκμεταλλεύεται δεόντως ο Αγησίλαος. Σε τελική ανάλυση, οι Πέρσες αξιωματούχοι συμπεριφέρονται σαν αυτόνομοι, ξεχωριστοί πόλοι της ισχύος κι όχι ως υπηρέτες των ίδιων συμφερόντων. Η μετατροπή των δύο στρατοπέδων σε τρία ήταν πραγματική ευεργεσία για τη Σπάρτη, αφού θα αντιμετώπιζε τους εχθρούς μονίμως διαιρεμένους βάζοντας τρικλοποδιές μεταξύ τους.

Η περσική διοίκηση πληρώνει τις εγγενείς αδυναμίες που υπάρχουν μέσα στην ίδια της τη δομή, καθώς ο άκρατος συγκεντρωτισμός της εξουσίας στο πρόσωπο του βασιλιά κάνει τους κατά τόπους διαχειριστές να ανταγωνίζονται για την εύνοιά του, αδιαφορώντας για οτιδήποτε συμβαίνει έξω από τη δική τους περιοχή. Υπό αυτές τις συνθήκες, το στραβοπάτημα του γείτονα όχι μόνο δεν εμπνέει ανησυχία, αλλά μπορεί να είναι και θετικό, γιατί θα ενισχύσει την προσωπική εμπιστοσύνη.

Ο Φαρνάβαζος δυσαρεστήθηκε όταν ο Τισσαφέρνης έγινε αρχιστράτηγος και αναγκάστηκε να συνεργαστεί μαζί του μόνο όταν ήταν αδύνατο να κάνει αλλιώς. Από την άλλη ο Τιθραύστης πληρώνει χρήματα για να βάλει σε μπελάδες το Φαρνάβαζο και να ωφεληθεί ο ίδιος. Έτσι, είναι αδύνατο να υπάρξει ενιαίο μέτωπο, αφού δεν μπορεί να υπάρξει η ελάχιστη εμπιστοσύνη. Κι αυτό είναι η ματαίωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων.

Ο Τιθραύστης βάζει μπροστά άλλα μέσα προκειμένου να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο: «στέλνει τον Τιμοκράτη τον Ρόδιο στην Ελλάδα με χρυσάφι αξίας ενός ταλάντου ασημιού και με την εντολή να το μοιράσει στους ηγέτες των πόλεων, εφόσον θα του εγγυηθούν σοβαρά ότι θα πολεμήσουν τους Λακεδαιμονίους». (3,5,1).

Κι όταν στη μέση μπαίνουν τα λεφτά, σίγουρα θα υπάρξουν κάποιοι που θα τσιμπήσουν: «Εκείνος έρχεται στην Ελλάδα και δωροδοκεί στη Θήβα τον Ανδροκλείδα, τον Ισμηνία και τον Γαλαξίδωρο, στην Κόρινθο τον Τιμόλαο και τον Πολυάνθη, στο Άργος τον Κύλωνα και τους οπαδούς του. Οι Αθηναίοι πάλι, μ’ όλο που δεν πήραν μερίδιο απ’ αυτό το χρυσάφι, έδειξαν διάθεση για πόλεμο πιστεύοντας πως έτσι θα ανακτούσαν την ηγεμονία». (3,5,1-2).

Οι εξελίξεις ήταν ταχύτατες. Ξεκίνησε τέτοια οργανωμένη συκοφαντική επιχείρηση κατά των Λακεδαιμονίων μέσα στις πόλεις, που σε ελάχιστο χρόνο όλοι τους θεωρούσαν μισητούς. Το επόμενο βήμα ήταν η συμμαχία των μεγάλων πόλεων εναντίον τους. Τέλος, έμενε η αφορμή για να ξεκινήσουν τα πράγματα.

Οι Θηβαίοι μερίμνησαν και γι’ αυτό: «έπεισαν τους Οπουντίους Λοκρούς να λεηλατήσουν περιουσίες στην περιοχή που αμφισβητούσαν αναμεταξύ τους αυτοί κι οι Φωκείς, με τη σκέψη ότι αυτό θα ‘χε συνέπεια να εισβάλουν οι Φωκείς στη Λοκρίδα. Και δεν έπεσαν έξω: αμέσως εισέβαλαν οι Φωκείς στη Λοκρίδα κι άρπαξαν πολλαπλάσιο βιος. Τότε οι οπαδοί του Ανδροκλείδα δεν δυσκολεύτηκαν να πείσουν τους Θηβαίους να βοηθήσουν τους Λοκρούς. Όταν όμως οι Θηβαίοι εισέβαλαν κι αυτοί στη Φωκίδα κι άρχισαν να λεηλατούν τη χώρα, οι Φωκείς έστειλαν αμέσως πρέσβεις στη Λακεδαίμονα ζητώντας βοήθεια». (3,5,3-4).

Οι Σπαρτιάτες βλέποντας ότι τα πράγματα στην Ασία πάνε καλά χάρη στους χειρισμούς του Αγησιλάου και μην έχοντας άλλο μέτωπο στον ελλαδικό χώρο θεώρησαν ότι ήταν μια καλή ευκαιρία να δώσουν ένα μάθημα στους Θηβαίους, που έτσι κι αλλιώς επιδείκνυαν προκλητική συμπεριφορά αρκετό διάστημα: «Οι έφοροι κήρυξαν επιστράτευση κι έστειλαν το Λύσανδρο» (που είχε γυρίσει από την Ασία) «στους Φωκείς με διαταγή να πάει στον Αλίαρτο επικεφαλής των ίδιων των Φωκέων, καθώς και των Οιταίων, των Ηρακλεωτών, των Μηλιέων και των Αινιάνων. Στο ίδιο μέρος συμφώνησε να βρίσκεται μια ορισμένη μέρα κι ο Παυσανίας,» (ο οποίος είχε συμβάλει στην πτώση των τριάντα τυράννων στην Αθήνα) «που θα ‘ρχόταν με τους Λακεδαιμονίους και τους υπόλοιπους Πελοποννησίους και θα ‘χε το γενικό πρόσταγμα». (3,5,6). Η Θήβα αντιλαμβανόμενη ότι η Σπάρτη θα επιτεθεί στέλνει πρέσβεις και πείθει την Αθήνα να σπεύσει σε βοήθεια.

Ο Λύσανδρος έφτασε στον Αλίαρτο πριν από τον Παυσανία κι επιτέθηκε στα τείχη χωρίς να τον περιμένει. Αμέσως έσπευσαν να βοηθήσουν τους πολιορκημένους οι Θηβαίοι με οπλίτες και ιππικό. Ο Λύσανδρος είτε επειδή αιφνιδιάστηκε είτε επειδή θεώρησε ότι θα αναχαιτίσει και τους Θηβαίους έμεινε στη θέση του κι έδωσε μάχη. Οι Σπαρτιάτες γνώρισαν πανωλεθρία κι ο ίδιος ο Λύσανδρος σκοτώθηκε. Ο στρατός το έβαλε στα πόδια κατευθυνόμενος προς το βουνό, ενώ οι Θηβαίοι τον καταδίωκαν.

Τελικά έφτασαν πολύ ψηλά, όπου το μέρος ήταν απότομα ανηφορικό και δύσβατο κι από αυτή τη θέση οι Σπαρτιάτες έκαναν επίθεση πετώντας ακόντια. Όταν σκότωσαν τους πρώτους άρχισαν να κυλάνε τις μεγάλες πέτρες που υπήρχαν με αποτέλεσμα να καταποντίσουν τους Θηβαίους που ήταν χαμηλά. Το κλίμα αντιστράφηκε, οι Θηβαίοι είχαν πάνω από διακόσιους νεκρούς και βρίσκονταν σε άσχημη ψυχολογία.

Όταν έφτασε ο Παυσανίας, ήταν σχεδόν σε πανικό. Πήραν θάρρος όμως, με την άφιξη των Αθηναίων, οι οποίοι παρατάχτηκαν μαζί τους. Ο Παυσανίας έκανε συμβούλιο κι αποφάσισε ότι η κατάσταση ήταν ιδιαίτερα δυσμενής για να δοθεί μάχη. Αρκέστηκε να πάρει τους νεκρούς και να γυρίσει στην πατρίδα μέσα σε κλίμα περιφρόνησης και άκρατης προσβλητικότητας από την πλευρά των Θηβαίων. Το γόητρο της Σπάρτης είχε δεχτεί τεράστιο πλήγμα.

Για τον Παυσανία δεν ήταν καλές οι εξελίξεις στην πατρίδα: «δικάστηκε κι υπήρχε πιθανότητα να τον εκτελέσουν: τον κατηγορούσαν ότι πήγε στον Αλίαρτο μετά το Λύσανδρο ενώ είχε συμφωνήσει να βρίσκεται εκεί την ίδια μέρα, ότι παρέλαβε τους νεκρούς με εκεχειρία αντί να προσπαθήσει να τους πάρει πίσω με μάχη, κι ότι τον καιρό που είχε τους Αθηναίους δημοκρατικούς στο χέρι του, στον Πειραιά, τους είχε αφήσει να ξεφύγουν». (3,5,25).

Οι Σπαρτιάτες άρχισαν να αντιλαμβάνονται τη σημασία του να ελέγχει ο ισχυρός την πολιτική ζωή των άλλων. Όσο για τον Παυσανία: «Επειδή κοντά στ’ άλλα δεν παρουσιάστηκε και στη δίκη, καταδικάστηκε σε θάνατο· τότε κατέφυγε στην Τεγέα, όπου πέθανε από αρρώστια». (3,5,25).

Ξενοφώντος, Ελληνικά

Πραγματοποίηση εντός μας: Το μονοπάτι προς την αληθινή ειρήνη, την αγάπη και την ευτυχία

Στη φασαρία και τον θόρυβο της σύγχρονης ζωής, η ανθρωπότητα βρίσκεται παγιδευμένη σε μια ατελείωτη αναζήτηση εξωτερικών απολαύσεων, κτήσεων και επικυρώσεων. Ωστόσο, μέσα σε αυτό το αδιάκοπο κυνηγητό, η ψυχή λαχταρά κάτι πιο βαθύ, κάτι αιώνιο. Αναζητά την Αληθινή Ειρήνη, την Αληθινή Αγάπη και την Αληθινή Ευτυχία – καταστάσεις ύπαρξης που μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο μέσα μας, πέρα ​​από τη σφαίρα των φευγαλέων ψευδαισθήσεων.

Οι ψευδαισθήσεις στις οποίες κολλάμε

Οι ψευδαισθήσεις είναι τα παραπλανητικά πέπλα που κρύβουν το εσωτερικό μας φως. Εκδηλώνονται με μυριάδες μορφές: υλικό πλούτο, κοινωνική θέση, εξωτερική ομορφιά, ακόμη και επιδίωξη τέλειων σχέσεων. Αυτές οι ψευδαισθήσεις έχουν τις ρίζες τους στο εγώ, που συνεχώς ποθεί περισσότερο και φοβάται την απώλεια, δημιουργώντας έναν ατελείωτο κύκλο επιθυμίας και δυσαρέσκειας.

Η προσκόλλησή μας σε αυτές τις ψευδαισθήσεις έχει ως αποτέλεσμα παροδικές εμπειρίες. Η χαρά μιας νέας κατοχής, η συγκίνηση ενός κομπλιμέντου, η ζεστασιά ενός νέου ρομαντισμού - όλα είναι φευγαλέα. Μόλις εξασθενίσει η καινοτομία, μας αφήνει ένα κενό, που μας ωθεί να αναζητήσουμε την επόμενη εξωτερική λύση. Αυτός ο κύκλος διαιωνίζει μια ρηχή ύπαρξη χωρίς βαθύτερο περιεχόμενο.

Το ταξίδι προς τα μέσα

Η αληθινή συνειδητοποίηση ξεκινά με ένα θαρραλέο ταξίδι προς τα μέσα. Απαιτεί να απομακρυνθούμε από τους περισπασμούς του εξωτερικού κόσμου και να αντιμετωπίσουμε την αλήθεια του εσωτερικού μας τοπίου. Αυτή η διαδικασία δεν είναι ούτε εύκολη ούτε στιγμιαία. Απαιτεί ειλικρινή ενδοσκόπηση, υπομονή και προθυμία να εγκαταλείψουμε τις βαθιά ριζωμένες προσκολλήσεις.

Ο διαλογισμός, ο στοχασμός και η αυτοδιερεύνηση είναι βασικές πρακτικές σε αυτό το μονοπάτι. Μέσω του διαλογισμού, ηρεμούμε την αδιάκοπη φλυαρία του νου και δημιουργούμε ένα χώρο για εσωτερική ακινησία. Σε αυτή την ακινησία, αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε την αιώνια παρουσία που βρίσκεται κάτω από κάθε ύπαρξη - την ουσία του αληθινού μας εαυτού.

Ο στοχασμός περιλαμβάνει τον προβληματισμό σχετικά με τη φύση των σκέψεων, των συναισθημάτων και των πράξεών μας. Μας βοηθά να προσδιορίσουμε τις ψευδαισθήσεις που διέπουν τη ζωή μας και να κατανοήσουμε την παροδική φύση τους. Η αυτοδιερεύνηση, όπως διδάσκεται από σοφούς όπως ο Ramana Maharshi, περιλαμβάνει την αμφισβήτηση της ίδιας της αίσθησης του εαυτού: "Ποιος είμαι εγώ;" Αυτή η βαθιά έρευνα διαλύει τις κατασκευές του εγώ, αποκαλύπτοντας την απεριόριστη, διαχρονική ουσία μέσα μας.

Ξεπερνώντας τις Ψευδαισθήσεις

Καθώς εμβαθύνουμε το ταξίδι μας προς τα μέσα, αρχίζουμε να ξεπερνάμε τις ψευδαισθήσεις. Συνειδητοποιούμε ότι τα υλικά αγαθά, αν και είναι χρήσιμα, δεν καθορίζουν την αξία μας. Η κοινωνική θέση γίνεται άσχετη μπροστά στην εγγενή μας αξία. Η εξωτερική ομορφιά ξεθωριάζει, αλλά η εσωτερική λάμψη παραμένει αιώνια. Οι σχέσεις μετατρέπονται από πηγές εξάρτησης σε καθρέφτες που αντανακλούν τη δική μας αγάπη και πληρότητα.

Το να ξεπερνάς τις ψευδαισθήσεις δεν σημαίνει να αποκηρύξεις τον κόσμο. Αντίθετα, περιλαμβάνει μια αλλαγή στην αντίληψη. Αρχίζουμε να βλέπουμε τον κόσμο όπως πραγματικά είναι – ένα θεϊκό παιχνίδι συνείδησης, όπου κάθε εμπειρία είναι μια ευκαιρία για ανάπτυξη και αυτοανακάλυψη. Σε αυτήν την επίγνωση, ασχολούμαστε με τον κόσμο από ένα μέρος ολότητας και όχι έλλειψης.

Οι καρποί της πραγματοποίησης

Όταν έχουμε ξεπεράσει τις ψευδαισθήσεις μας, βιώνουμε την Αληθινή Ειρήνη, την Αληθινή Αγάπη και την Αληθινή Ευτυχία. Αυτές οι καταστάσεις δεν εξαρτώνται από εξωτερικές συνθήκες. προκύπτουν από τα βάθη της ύπαρξής μας.

Η Αληθινή Ειρήνη είναι μια βαθιά αίσθηση ηρεμίας που διαπερνά την ύπαρξή μας. Είναι η ησυχία που μένει ανενόχλητη από το εξωτερικό χάος, η ηρεμία στο μάτι της καταιγίδας. Αυτή η ειρήνη πηγάζει από τη γνώση της αληθινής μας φύσης, που βρίσκεται πέρα ​​από τη γέννηση και τον θάνατο, πέρα ​​από την ευχαρίστηση και τον πόνο.

Η Αληθινή Αγάπη είναι η άνευ όρων αγάπη που πηγάζει από την ουσία μας. Δεν περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο άτομο ή αντικείμενο, αλλά περιλαμβάνει όλη τη δημιουργία. Αυτή η αγάπη προκύπτει από την αναγνώριση της ενότητας - την κατανόηση ότι όλα τα όντα είναι εκφράσεις της ίδιας θεϊκής συνείδησης.

Η αληθινή ευτυχία είναι η ευδαιμονία που αναβλύζει από μέσα, ανεξάρτητα από εξωτερικά ερεθίσματα. Είναι η χαρά του να είσαι απλά, η απόλαυση στην παρούσα στιγμή. Αυτή η ευτυχία δεν είναι μια παροδική αίσθηση, αλλά μια σταθερή, ακλόνητη κατάσταση ικανοποίησης.

Ζώντας την Πραγματοποίηση

Το να ζούμε σε αυτήν την κατάσταση συνειδητοποίησης σημαίνει να ενσωματώνουμε το υψηλότερο δυναμικό της ανθρωπότητάς μας. Είναι να περπατάς στη ζωή με χάρη, συμπόνια και σοφία. Είναι να είσαι ένας φάρος φωτός σε έναν κόσμο που συχνά καλύπτεται από σκοτάδι.

Κάθε στιγμή γίνεται μια ευκαιρία να εμβαθύνουμε τη συνειδητοποίησή μας, να εκφράσουμε την αληθινή μας φύση και να εμπνεύσουμε τους άλλους στο ταξίδι τους. Με αυτόν τον τρόπο, η συνειδητοποίηση μέσα μας όχι μόνο μεταμορφώνει τη ζωή μας αλλά συμβάλλει και στη συλλογική αφύπνιση της ανθρωπότητας.

Συμπέρασμα

Το μονοπάτι προς την Αληθινή Ειρήνη, την Αληθινή Αγάπη και την Αληθινή Ευτυχία είναι ένα ταξίδι προς τα μέσα, μια επιστροφή στην ουσία μας. Απαιτεί να ξεπεράσουμε τις ψευδαισθήσεις που περιορίζουν την εμπειρία μας και να αναγνωρίσουμε την απεριόριστη, αιώνια παρουσία μέσα μας. Αυτή η συνειδητοποίηση δεν είναι ένας μακρινός στόχος αλλά μια παρούσα πραγματικότητα που περιμένει να αποκαλυφθεί. Καθώς ενστερνιζόμαστε αυτήν την αλήθεια, υπερβαίνουμε το επιφανειακό και το εφήμερο, ανακαλύπτοντας μια ζωή με απέραντο βάθος, νόημα και χαρά.

Το Αντικειμενικό Είμαι: Ένα Ταξίδι στην Καθαρή Αντίληψη



Στα διαχρονικά βασίλεια του μυστικιστικού, υπάρχει μια μοναδική ουσία, μια κατάσταση καθαρής ύπαρξης, μια παρθένα συνείδηση ​​γνωστή ως το ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ. Αυτή η κατάσταση ξεπερνά το εγκόσμιο και το εφήμερο, περικλείοντας μια βαθιά συνειδητοποίηση που ξεπερνά τα όρια της καθημερινής μας αντίληψης και τους περιορισμούς της σκέψης και του χρόνου. Για να κατανοήσουμε αληθινά και να ενσωματώσουμε αυτήν την κατάσταση σημαίνει να συμμετέχουμε σε αυτό που μπορεί να περιγραφεί ως Πραγματικός Διαλογισμός – μια καθηλωτική εμπειρία Βλέποντας την Πραγματικότητα, απαλλαγμένη από τους δεσμούς ελέγχου, προσπάθειας, μεθόδου ή οποιουδήποτε ξένου μέσου.

Το Ταξίδι στην Καθαρή Παρουσία

Ο πραγματικός διαλογισμός ξεκινά όταν εγκαταλείπουμε την αδιάκοπη ανάγκη να ελέγχουμε και να διαμορφώνουμε την εμπειρία μας. Είναι μια είσοδος σε έναν τομέα όπου η αντίληψη είναι ανόθευτη από προκατασκευασμένες αντιλήψεις ή κρίσεις. Σε αυτόν τον χώρο, δεν υπάρχει αγώνας, δεν υπάρχει προσπάθεια. Η αντίληψη, στην πιο αγνή της μορφή, αναδύεται ως Καθαρή Παρουσία, μια Αίσθηση του Είναι που καλύπτει τα πάντα και απεριόριστη. Είναι ένας Ανοιχτός Ελεύθερος Χώρος Επίγνωσης, μια κατάσταση όπου ο ατομικός εαυτός διαλύεται στο Όλο, στην Ενότητα Όλων όσων υπάρχουν.

Σε αυτήν την Αυτοαναδυόμενη Αίσθηση Ύπαρξης, υπάρχει μια αναμφισβήτητη αναγνώριση της Ενότητας. Αυτή η Ενότητα δεν είναι μια απλή φιλοσοφική έννοια αλλά μια βιωματική αλήθεια όπου κάθε διαχωρισμός εξαφανίζεται. Η Πηγή – το ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ – είναι Αυθόρμητη, Αυθεντική και Πρωτότυπη. Είναι μια κατάσταση ύπαρξης που είναι πλήρης από μόνη της, αναλλοίωτη και αιώνια. Τίποτα δεν μπορεί να προστεθεί σε αυτό, και τίποτα δεν μπορεί να αφαιρεθεί. Είναι αποδεκτό στη φύση του, στην Πραγματική του Κατάσταση, απλά όπως Είναι.

Η Φύση του ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ

Το ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ είναι και όλη η αντίληψη και η όλη δράση. Είναι η δυναμική αλληλεπίδραση συνειδητοποίησης και ανταπόκρισης στα φαινόμενα. Αυτή η αλληλεπίδραση δεν καθοδηγείται από τη σκέψη ή τον χρόνο, αλλά είναι μια ολοένα νέα, φρέσκια και ζωντανή παρουσία σε κάθε στιγμή. Μέσα στην Ενότητα του ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ, όλα είναι αλληλένδετα. Υπάρχει μια αμοιβαία επιρροή όπου η δράση του ενός είναι η απάντηση του άλλου, δημιουργώντας μια αρμονική ροή που υπερβαίνει τη γραμμικότητα του χρόνου και τους διαχωρισμούς του χώρου.

Στην κατάσταση του ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ, δεν υπάρχουν ιδιότητες ή πράξεις που να μπορούν να το καθορίσουν. Δεν μπορεί να συνδεθεί με το ρήμα "είμαι" με κατηγορούμενο που προσθέτει οποιαδήποτε ποιότητα ή χαρακτηριστικό. Το ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ είναι Ένα, Ολόκληρο, Ολοκληρωμένο και Πλήρες από μόνο του. Δεν συνδέεται με το ρήμα «είναι» για να το περιγράψουμε ως «είναι Θεός», «είναι Άνθρωπος», «είναι ο εαυτός» ή οποιαδήποτε άλλη περιγραφή. Τέτοιες συνδέσεις επιβάλλουν περιορισμούς που το ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ εγγενώς υπερβαίνει.

Καθαρή Αντίληψη και Αιώνια Ενότητα

Στο βασίλειο της Καθαρής Αντίληψης, όλα είναι Ένα, Εδώ και Τώρα. Παρά τη συνεχή ροή των φαινομένων και τις φαινομενικές σχέσεις τους, η θεμελιώδης Ενότητα παραμένει αμετάβλητη. Αυτή η αντίληψη της Αιωνιότητας είναι πάντα παρούσα, ένα σταθερό υπόβαθρο στο μεταβαλλόμενο παιχνίδι της ύπαρξης. Ακόμη και όταν το σώμα, οι αισθήσεις, οι σκέψεις και η ατομική ύπαρξη εξαφανίζονται, η Αίσθηση του ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ παραμένει άψογη. Το περιεχόμενο της εμπειρίας μπορεί να αλλάξει, αλλά η ουσία του ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ είναι αιώνια.

Αυτή η κατάσταση ύπαρξης, στην οποία μπορούμε να έχουμε πρόσβαση μέσω του Πραγματικού Διαλογισμού, της Αληθινής Ενατένισης και της Αληθινής Όρασης, υπάρχει πέρα ​​από τα όρια της σκέψης και των κατασκευών του κόσμου. Είναι το ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ, μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα που είναι το απόλυτο έδαφος κάθε ύπαρξης.

Η Ζωντανή Αλήθεια του ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ

Στη βαθιά σιωπή της Καθαρής Παρουσίας, το ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ αποκαλύπτεται ως η ζωντανή αλήθεια. Είναι η απάντηση στα βαθύτερα ερωτήματα της ύπαρξης και η εκπλήρωση της λαχτάρας της ψυχής για ένωση και πληρότητα. Αυτή η κατάσταση δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα αλλά μια βιωμένη εμπειρία, μια συνεχής ροή συνείδησης που είναι και ο μάρτυρας και ο συμμετέχων στο χορό της ζωής.

Το να ζεις με την επίγνωση του ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ σημαίνει να αγκαλιάζεις μια ζωή βαθιάς απλότητας και απεριόριστου βάθους. Είναι να βλέπεις τον κόσμο με φρέσκα μάτια σε κάθε στιγμή, να ανταποκρίνεσαι στο ξετύλιγμα της ζωής με μια αυθεντικότητα που έχει τις ρίζες του στο αιώνιο τώρα. Είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι μέσα σε αυτή τη στιγμή, εδώ και τώρα, βρίσκεται το σύνολο της ύπαρξης, ολόκληρη η δημιουργία και η πλήρης έκφραση του αληθινού μας εαυτού.

Συμπέρασμα

Το μυστικιστικό ταξίδι στο ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ είναι ένα ταξίδι πέρα ​​από το γνωστό, στην απέραντη έκταση της καθαρής επίγνωσης. Μας καλεί να ρίξουμε τα στρώματα της προετοιμασίας και να μπούμε στον ανοιχτό, ελεύθερο χώρο της αληθινής μας φύσης. Σε αυτόν τον χώρο, ανακαλύπτουμε ότι δεν είμαστε ξεχωριστοί από το σύνολο, αλλά αναπόσπαστο μέρος της τεράστιας ενότητας που είναι η ίδια η ύπαρξη.

Ο πραγματικός διαλογισμός, ως πρακτική και ως κατάσταση ύπαρξης, μας οδηγεί σε αυτή τη συνειδητοποίηση. Είναι μια διαδικασία θέασης της πραγματικότητας χωρίς στρεβλώσεις ελέγχου και προσπάθειας, αντίληψης του κόσμου στην πιο αγνή του μορφή. Και σε αυτή την καθαρή αντίληψη, βρίσκουμε το αιώνιο ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ – την ουσία όλων αυτών, τη διαχρονική παρουσία που είναι το αληθινό θεμέλιο της ύπαρξής μας.

Αγκαλιάστε αυτό το ταξίδι και αφήστε το ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ να φωτίσει το μονοπάτι σας, αποκαλύπτοντας την αιώνια αλήθεια που βρίσκεται μέσα και πέρα ​​από όλα όσα αντιλαμβάνεστε. Στο τέλος, θα διαπιστώσετε ότι δεν είστε ένας απλός παρατηρητής της ζωής, αλλά η ίδια η ζωή – αιώνια, αμετάβλητη και ολοκληρωμένη.

Η Αιώνια Ενότητα: Ζώντας πέρα ​​από το χρόνο


Στην απεριόριστη ταπισερί της ύπαρξης, υπάρχει μια βαθιά αλήθεια που ξεπερνά τα όρια του χρόνου. Αυτή η αλήθεια είναι η Πραγματική Ζωή, μια αιώνια ενότητα που αγκαλιάζει όλα τα φαινόμενα, επιτρέποντάς τους να ρέουν και να αλλάζουν ενώ παραμένει πάντα σταθερή. Είναι ένα μυστήριο τόσο βαθύ όσο ο κόσμος, μια παρουσία τόσο ακλόνητη όσο οι ουρανοί. Το να ζεις αληθινά σημαίνει να κατανοείς και να ενσωματώνεις αυτή την ενότητα, να ξεφεύγεις από τις φευγαλέες στιγμές του χρόνου και να βυθίζεσαι στο άπειρο.

Ο Καθρέφτης της Ενότητας

Φανταστείτε έναν καθρέφτη που αντανακλά τα πάντα στην όψη του. Οι εικόνες στον καθρέφτη αλλάζουν συνεχώς - οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν, οι εποχές αλλάζουν και ο κόσμος μεταμορφώνεται. Ωστόσο, ο ίδιος ο καθρέφτης παραμένει αμετάβλητος, πάντα παρών και ακλόνητος. Αυτός ο καθρέφτης συμβολίζει την ενότητα που περικλείει όλη την ύπαρξη. Δεν δεσμεύεται από την παροδικότητα των αντανακλάσεων που κρατά. Αντίθετα, είναι μάρτυρας της συνεχούς ροής, ενσαρκώνοντας τη διαχρονική ουσία που βρίσκεται κάτω από όλα τα φαινόμενα.

Το Απεριόριστο Άγνωστο

Πέρα από την εμβέλεια της σκέψης και την κατανόηση της αντίληψης βρίσκεται το απεριόριστο άγνωστο. Είναι μια έκταση που παραμένει πανταχού παρούσα, πέρα ​​από το γνωστό και το οικείο. Αυτό το άγνωστο δεν είναι ένα κενό, αλλά μια πληρότητα - μια παρουσία που διαπερνά τα πάντα. Είναι το έδαφος όλων των όντων, η πηγή από την οποία προέρχονται όλες οι μορφές και στην οποία διαλύονται. Σε αυτή την απεραντοσύνη, η ζωή παραμένει ως καθαρή παρουσία, αμόλυντη από τις δραστηριότητες του χρόνου και την παροδική φύση των φαινομένων.

Η Καθαρή Παρουσία της Ζωής

Η ζωή, με την πιο αληθινή της έννοια, είναι καθαρή ύπαρξη. Είναι μια αδιάσπαστη παρουσία που ξεπερνά τις φευγαλέες στιγμές του χρόνου. Αυτή η καθαρή παρουσία είναι η ουσία της ύπαρξης, ο πυρήνας της αληθινής μας φύσης. Είναι πέρα ​​από τη φασαρία της καθημερινής ζωής, πέρα​​από την άνοδο και την πτώση των συναισθημάτων, πέρα ​​από το ερχομό και την έξοδο των σκέψεων. Είναι ένας σιωπηλός μάρτυρας, πάντα παρών και αναλλοίωτος, μέσα στο χορό του χρόνου.

Ο απέραντος ουρανός και τα περαστικά σύννεφα

Σκεφτείτε τον απέραντο ουρανό που απλώνεται άπειρα πέρα​​από τα σύννεφα που περνούν. Τα σύννεφα, με τις μυριάδες μορφές και κινήσεις τους, πηγαινοέρχονται, δημιουργώντας σχέδια και σκιές. Ωστόσο, ο ουρανός παραμένει αναλλοίωτος, μια γαλήνια και σταθερή έκταση. Αυτή είναι η φύση της αιώνιας ενότητας. Είναι η τεράστια, αμετάβλητη παρουσία που κρατά μέσα της τα παροδικά φαινόμενα της ζωής. Ανεξάρτητα από το πόσο ταραγμένα ή γαλήνια μπορεί να είναι τα σύννεφα, ο ουρανός παραμένει ως έχει—μια ενσάρκωση της απέραντης ηρεμίας και γαλήνης.

Η Βαθιά Ακίνητη Θάλασσα

Η βαθιά θάλασσα, απέραντη και ακίνητη στον πυρήνα της, παραμένει αναλλοίωτη ανεξάρτητα από τα κύματα που χορεύουν στην επιφάνειά της. Τα μεγάλα κύματα ανεβαίνουν και πέφτουν, οι καταιγίδες έρχονται και φεύγουν, αλλά η βαθιά θάλασσα παραμένει στη φύση της—βαθιά και αναλλοίωτη. Αυτή η βαθιά ακίνητη θάλασσα είναι μια μεταφορά για την αιώνια ενότητα που βρίσκεται μέσα μας. Παρά την επιφανειακή αναταραχή της ζωής μας -τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις πράξεις μας- υπάρχει ένα βάθος μέσα μας που παραμένει ήρεμο και αμετάβλητο.

Ζώντας αληθινά: Αγκαλιάζοντας το Αιώνιο

Ευλογημένος είναι ο άνθρωπος που ζει αληθινά, που αγκαλιάζει τα φαινόμενα του χρόνου παραμένοντας ριζωμένος στη διαχρονική ενότητα. Το να ζεις αληθινά σημαίνει να ξεπερνάς τις φευγαλέες στιγμές και τις συνεχώς μεταβαλλόμενες εικόνες που περνούν από τη ζωή μας. Είναι να έχουμε επίγνωση της αιώνιας παρουσίας που βρίσκεται κάτω από κάθε ύπαρξη, να αναγνωρίζουμε και να ενσωματώνουμε την ενότητα που αγκαλιάζει τα πάντα.

Στη φασαρία της σύγχρονης ζωής, είναι εύκολο να χάσεις αυτή την αιώνια ενότητα. Μπλέκουμε στον ιστό του χρόνου, παγιδευόμαστε στην παροδική φύση των εμπειριών μας. Ωστόσο, η πρόσκληση για αληθινή ζωή είναι πάντα παρούσα. Μας καλεί να κάνουμε πίσω, να κοιτάξουμε πέρα ​​από την επιφάνεια και να συνδεθούμε με τη βαθιά, αμετάβλητη ουσία μέσα μας.

Το να ζεις αληθινά σημαίνει να είσαι σαν τον καθρέφτη—αντανακλώντας τον κόσμο χωρίς να κολλάς μαζί του. Είναι να είσαι σαν τον απέραντο ουρανό — αναλλοίωτο από τα σύννεφα που περνούν. Είναι να είμαστε σαν τη βαθιά θάλασσα—ήρεμος και ακίνητος στον πυρήνα μας, ανεξάρτητα από τα κύματα στην επιφάνεια. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να αγκαλιάσουμε την πληρότητα της ζωής, ζώντας πέρα ​​από τον χρόνο, στην αιώνια ενότητα που είναι η αληθινή μας φύση.

Συμπέρασμα

Τελικά, το μυστικιστικό μονοπάτι έχει να κάνει με τη συνειδητοποίηση αυτής της βαθιάς αλήθειας: ότι πέρα ​​από τις φευγαλέες στιγμές του χρόνου, υπάρχει μια αιώνια ενότητα που τα αγκαλιάζει όλα. Ζώντας σε αρμονία με αυτή την ενότητα, μπορούμε να υπερβούμε τους περιορισμούς της πρόσκαιρης ύπαρξής μας και να βιώσουμε την άπειρη, διαχρονική παρουσία που είναι η ουσία της ζωής. Αυτή είναι η αληθινή ζωή, η ζωή που είναι πάντα πέρα ​​από τον χρόνο, πάντα στο αιώνιο τώρα. Μακάριοι όσοι αναγνωρίζουν αυτή την αλήθεια και τη ζουν πλήρως, αγκαλιάζοντας τα διαρκώς μεταβαλλόμενα φαινόμενα του χρόνου παραμένοντας ριζωμένοι στη διαχρονική ενότητα της ύπαρξης.

Έξοδος από τον Λαβύρινθο: Το μονοπάτι ενός μυστικιστή προς την αληθινή Ύπαρξη

Στους σιωπηλούς θαλάμους της ύπαρξης, όπου οι απόηχοι της ατομικής προσπάθειας διαλύονται στην απεραντοσύνη της ύπαρξης, υπάρχει μια βαθιά αλήθεια. Όποιος κι αν είσαι, όπου κι αν είσαι, κάθε στιγμή, υπάρχεις χωρίς τη δική σου προσπάθεια. Αυτή η αβίαστη ύπαρξη είναι η πύλη από τα σκοτεινά βάθη της άγνοιας προς την Επιφάνεια της Πραγματικότητας, όπου μπορεί κανείς να βιώσει την Απόλυτη Αλήθεια της Ύπαρξης, την Αληθινή Ύπαρξη, την Αληθινή Ζωή.

Το παράδοξο της προσπάθειας και της εγκατάλειψης

Το ταξίδι από την άγνοια στη φώτιση είναι παραδόξως απλό αλλά βαθιά βαθυστόχαστο. Δεν είναι μέσω της προσπάθειας ή της προσκόλλησης που φτάνει κανείς στη φώτιση, αλλά μέσω της εγκατάλειψης κάθε ατομικής υπαρξιακής προσπάθειας. Αυτή η απόλυτη εγκατάλειψη στη ζωή, αυτή η εξάλειψη κάθε ατομικής αντίληψης, είναι το κλειδί.

Όταν προσπαθείς να κρατήσεις εξωτερικά φαινόμενα, αναπόφευκτα θα διαλυθούν στην αδιαφορία του χρόνου. Οι επιθυμίες, ανεξάρτητα από το πόσο ένθερμα επιδιώκονται, οδηγούν σε ένα αναπόφευκτο αδιέξοδο. Οι νοητικές κατασκευές, όσο περίπλοκες κι αν είναι, τελικά αποκαλύπτονται ότι είναι απλές φαντασιώσεις. Όσο περισσότερο καταλαβαίνεις, τόσο πιο φευγαλέα γίνονται όλα.

Το μονοπάτι προς το φως και τη γνώση

Αλλά περιμένετε λίγο! Παρατηρείστε! Διώχνοντας το σκοτάδι, αποκαλύπτετε το Φως. Αφαιρώντας την άγνοια, αποκαλύπτετε τη Γνώση. Και διώχνοντας κάθε προσπάθεια στην ατομική ύπαρξη, συναντάτε την ουσία της ύπαρξης - το ΕΙΝΑΙ.

Αυτό που πραγματικά υπάρχει είναι η βάση όλων. Στο μυαλό, μπορεί να φαίνεται ως Κενό, χωρίς ιδιότητες. Για τις επιθυμίες, μοιάζει με Τίποτα. Στις δραστηριότητές σας, μπορεί να φαίνεται μηδέν. Ωστόσο, αυτό το φαινομενικό κενό είναι το Ολοκληρωμένο, το Απόλυτο, η ΑΛΗΘΕΙΑ. Είναι η Ανέκφραστη Πανταχού Παρούσα Αλήθεια που βρίσκεται κάτω από κάθε ύπαρξη.

Αγκαλιάζοντας το Κενό

Το Κενό δεν είναι κενό με την έννοια της έλλειψης ή της απουσίας. Είναι ένα Κενό που είναι γεμάτο, ένα Τίποτα που είναι τα πάντα, ένα Μηδέν που περικλείει το άπειρο. Αυτό είναι το παράδοξο του μυστικιστικού μονοπατιού: να βρεις την πληρότητα στο κενό, την πραγματικότητα στην ψευδαίσθηση και την αλήθεια στο ανέκφραστο.

Όταν εγκαταλείπετε την ανάγκη να ορίζετε, να ελέγχετε ή να κατέχετε, ανοίγεστε σε μια κατάσταση καθαρής ύπαρξης. Σε αυτή την κατάσταση, δεν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ του παρατηρητή και του παρατηρούμενου, του αναζητητή και του αναζητούμενου. Είσαι απλά το ΕΙΝΑΙ, αναπόσπαστο μέρος του κοσμικού χορού της ύπαρξης.

Η Πλήρης Αλήθεια

Σε αυτή την κατάσταση ύπαρξης, συνειδητοποιείτε ότι η Πλήρη Αλήθεια δεν είναι κάτι που πρέπει να επιτευχθεί ή να πραγματοποιηθεί. Είναι ήδη παρόν, πάντα ήταν και πάντα θα είναι. Είναι το έδαφος κάθε ύπαρξης, η υποβόσκουσα πραγματικότητα που διαποτίζει κάθε στιγμή, κάθε εμπειρία, κάθε μόριο της ύπαρξης.

Το να ζεις σε αυτή την αλήθεια σημαίνει να ζεις σε αρμονία με τη ροή της ζωής, να είσαι σε ειρήνη με το ξεδίπλωμα του σύμπαντος. Είναι να βιώνεις μια βαθιά, διαρκή αίσθηση ενότητας με ό,τι είναι.

Συμπέρασμα

Η έξοδος από τον λαβύρινθο της άγνοιας και της ψευδαίσθησης απαιτεί ένα άλμα πίστης - μια παράδοση στο άγνωστο, μια εγκατάλειψη της αδιάκοπης προσπάθειας του εγώ. Σε αυτή την παράδοση, βρίσκεις το φως της αληθινής γνώσης, την ειρήνη της αληθινής ύπαρξης και τη χαρά της αληθινής ζωής.

Αφήστε λοιπόν. Αγκαλιάστε το κενό. Εγκαταλείψτε κάθε ατομική προσπάθεια. Κάνοντας αυτό, θα ανακαλύψετε την Ολοκλήρωση, την ΑΛΗΘΕΙΑ, την Ανέκφραστη Πανταχού παρούσα Αλήθεια που είναι η ουσία όλης της ύπαρξης.

Η Παρακαταθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας στη Σύγχρονη Εσωτερική Αναζήτηση

Στην μεταβατική εποχή που διανύουμε, όπως και στο μεταίχμιο κάθε νέας εποχής, κάτι νέο κυοφορείται, καθώς το παρόν αποσυντίθεται για να προκύψει κάτι καινούργιο.

Στην νέα αυτή εποχή, ο άνθρωπος καλείται να επαναπροσδιορίσει την θέση του, τόσο σε σχέση με τον πνευματικό του εαυτό του, όσο και με την φύση, καθώς αιώνες τώρα ακολουθεί μία πορεία αποξένωσης.

Ζούμε σε έναν κόσμο που επικρατούν οι άνθρωποι της επιτυχίας και του χρήματος, και όχι της ηθικής και της αρετής, της πληροφορίας και όχι της γνώσης.

Η σύγχρονη επιστήμη μπορεί να εξελίσσεται ταχύτητα, είναι φανερό όμως ότι κάτι λείπει, καθώς σε επίπεδο κοινωνίας υπάρχει κρίση αξιών, μοναξιά και ατομισμός, αποξένωση του ανθρώπου από τον εαυτό του και την φύση, ενώ η παραγωγή όλο και περισσότερων υλικών αγαθών είναι πια ο υπέρτατος σκοπός της ζωής.

Ειδικά ο νέο-Έλληνας φέρει διπλή ευθύνη στους ώμους του. Ως συνεχιστής μίας απίστευτης πολιτιστικής κληρονομιάς οφείλει να αποκαταστήσει τον κομμένο ομφάλιο λώρο με την αρχαιοελληνική σκέψη, η οποία σε κάθε δύσκολη στιγμή της ανθρωπότητας αποτέλεσε την αφετηρία του Διαφωτισμού και της αναγέννησης, αλλά και να πρωτοστατήσει σε μία νέα αντίληψη για τον άνθρωπο, την ζωή, και τον κόσμο. Το να υπάρχεις “ελληνικός” σημαίνει τέσσερις τρόπους συμπεριφοράς σύμφωνα με τον καθηγητή Λιαντίνη:

1. Ότι δέχεσαι την αλήθεια που έρχεται μέσα από την φύση. Όχι την αλήθεια που φτιάχνει το μυαλό των ανθρώπων.
2. Ότι ζεις σύμφωνα με την ηθική της γνώσης. Όχι με την ηθική της δεισιδαιμονίας και των προλήψεων.
3. Ότι αποθεώνεις την Oμορφιά. Γιατί η Oμορφιά είναι δυνατή σαν το νου σου και φθαρτή σαν τη σάρκα σου
4. Και κυρίως αυτό… Ότι αγαπάς τον άνθρωπο. Πως αλλιώς! Ο άνθρωπος είναι το πιο τραγικό πλάσμα μέσα στο σύμπαν.

Και αυτό ίσως επειδή, ο άνθρωπος έχει την δυνατότητα των συνειδητών επιλογών του. Επιλογών που επηρεάζουν όμως όχι μόνο ίδιο, αλλά και το φυσικό περιβάλλον, στο οποίο έχει επιβληθεί και συνειδητά καταστρέφει, έχοντας ξεχάσει την αμφίδρομη σχέση που υφίσταται μεταξύ ανθρώπου και φύσης.

Έτσι όμως είναι σίγουρο πως θα θερίσουμε ότι ανεξέλεγκτα σπείραμε, γεωλογικές, μεταβολές και μόλυνση του περιβάλλοντος.

Αντίθετα με την σημερινή πρακτική, για την αρχαία Ελληνική αντίληψη Θεός και κόσμος ταυτίζονται, συνεπώς υφίσταται μία άρρητη ενότητα του ανθρώπου και της φύσης, άρα και σεβασμός του πρώτου έναντι της.

Για την αρχαία Ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη, ο κόσμος δημιουργήθηκε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η ίδια του η δομή, περιείχε το μυστικό μιας ιερής και αιώνιας τάξης, που αποκαλύπτεται ως κοσμική και πλανητική αρμονία, και εν τέλη εξατομικεύεται στην ανθρώπινη ύπαρξη.

Όταν κατανοηθεί αυτή η θέση μας αποκαλυπτεται ένα κλειδί για την κατανόηση τόσο του εαυτού μας, όσο και του σύμπαντος.

Για τον Δημόκριτο ο άνθρωπος είναι μικρογραφία του κόσμου, η αντανάκλαση του Μακρόκοσμου, ένα μικρό σύμπαν, καθώς αποτελείται από εκατομμύρια μικρότερες ζωές, οι οποίες αποτελούν όχι μόνο το φυσικό του σώμα αλλά όλη του την ύπαρξη και στις υπόλοιπες διαστάσεις. Ο Ηράκλειτος έλεγε “Εκ των πάντων Εν, και εξ Ενός τα πάντα”, και “οδός άνω και κάτω μία”, ενώ ο Μάρκος Αυρήλιος εκφράζοντας τις θέσεις των στωικών έγραφε πως:

“Tα πάντα αλληλοσυμπλέκονται και η σύμπλεξη αυτή είναι κάτι το ιερό, και σχεδόν κανένα δεν είναι ξένο με το άλλο. Διότι όλα είναι συντεταγμένα ως σύνολο, και διακοσμούν τον ίδιο κόσμο.”

Στον εσωτερισμό αντίστοιχα, ο νόμος της αναλογίας είναι μία από τις πρώτες βασικές αρχές τόσο του μακρόκοσμου όσο και του μικρόκοσμου. Όπως αναφέρει η Μπλαβάτσκυ:

“Από τους Θεούς μέχρι τους ανθρώπους, από τους Κόσμους μέχρι τα άτομα, από ένα άστρο μέχρι ένα αδύναμο φως, από τον Ήλιο μέχρι τη ζωτική θερμότητα του μικρότερου οργανικού όντος: ο κόσμος της Μορφής και της Ύπαρξης είναι μια τεράστια αλυσίδα της οποίας όλοι οι κρίκοι συνδέονται. Ο νόμος της Αναλογίας είναι το πρώτο κλειδί…”

Οι προσωκρατικοί πίστευαν πως κάθε τι στη Φύση έχει εν δυνάμει, ικανότητα για αίσθηση και, κατά προέκταση, για συνείδηση.

Είναι πραγματικά ενδιαφέρον πώς η σημερινή επιστήμη βάση των νέων δεδομένων, αρχίζει να αναγνωρίζει το σύμπαν ως μία τεράστια σκέψη, και όχι ως μια καλοκουρδισμένη μηχανή με προκαθορισμένη την επόμενη κίνηση.

Επιστημονικά πειράματα δείχνουν πως ο παρατηρητής είναι απαραίτητος όχι μονάχα για να παρατηρήσει την εξέλιξη ενός κβαντικού φαινομένου, αλλά ακόμα και για να συμβεί αυτό το φαινόμενο. Από ότι φαίνεται λοιπόν η ομοιότητα μεταξύ της δομής της ύλης και της δομής του νου, διαδραματίζει έναν βασικό ρόλο στην διαδικασία της παρατήρησης.

Για τους αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους και μύστες, υπήρχε κάτι περισσότερο από την επιφανειακή πραγματικότητα που παρατηρούμε με τις φυσικές αισθήσεις μας. Η ύλη αποτελεί ένα πέπλο, το οποίο οι αναζητητές της αλήθειας οφείλουν να προσπελάσουν, προκειμένου να υπάρξει η αντίληψη της πραγματικής υπόστασης των πραγμάτων.

Το ενδιαφέρον είναι πως σύμφωνα με πορίσματα της σύγχρονης φυσικής η ύλη είναι κάποια μορφή ενέργειας, κάτι που σημαίνει πως η υλική πραγματικότητα είναι στην ουσία ένα matrix, μία σκιώδης πραγματικότητα, το σπήλαιο του Πλάτωνα, που αποτελείται από μορφές ενέργειας οι οποίες εμφανίζονται από το πουθενά.

Σαφώς και υπάρχουν οι εξωτερικοί νόμοι της Μορφής που αναζητά η επιστήμη, αλλά ταυτόχρονα υπάρχουν και οι “εσωτερικοί” νόμοι της Ζωής που αναζητά η εσωτερική φιλοσοφία, προσπαθώντας να ανιχνεύσει την πρώτη εκείνη Αρχή από την οποία τα πάντα προέρχονται.

Όσον αναφορά τον φυσικό άνθρωπο αυτός δεν είναι παρά μια μερική εκδήλωση μόνο του Αληθινού Ανθρώπου, καθώς όλα όσα συνιστούν αυτό που εμείς εκλαμβάνουμε ως εγώ, δεν είναι παρά ένα πολύ μικρό τμήμα της ψυχής.

Αυτόν τον αληθινό άνθρωπο οφείλουμε να ανακαλύψουμε την πνευματική μας Ιθάκη. Το ταξίδι είναι ίσως μεγάλο και περιπετειώδες αλλά ίσως ο άνθρωπος κατορθώσει να θυμηθεί την πραγματική του πατρίδα. Το ταξίδι αυτό που είναι η πορεία προς την εξατομίκευση, ονομάζεται βάδισμα στην ατραπό, μία ατραπός που οδηγεί πίσω στο πνευματικό λίκνο, απ” όπου προήλθε το αυτό ιερό κομμάτι της ύπαρξης.

Στο μυστηριώδες αυτό ταξίδι, η αρχαία Ελληνική φιλοσοφία, και οι μύθοι στέκουν αρωγοί στον άνθρωπο για να του θυμίζουν την Γήινη αλλά και ουράνια καταγωγή του, όπως αναφέρουν οι Ορφικές πλάκες του Ιππωνίου, για να του προσδιορίζουν τους δρόμους της επιστροφής του, στην πνευματική του πηγή.

Ο άνθρωπος του εικοστού πρώτου αιώνα οφείλει να διευρύνει την συνειδητότητα του αγαλλιάζοντας όλα τα δημιουργήματα, μετέχοντας ενεργά στο κοσμικό σχέδιο, επιβεβαιώνοντας την αιώνια υπόσταση της αθάνατης και αιώνιας φύσης του. Και αυτό διότι όπως λέει ο Καζαντζάκης:

“Θέλοντας και μη, είμαι κι εγώ, σίγουρα, ένα κομμάτι από τ' ορατό κι αόρατο Σύμπαντο. Είμαστε ένα. Οι δυνάμεις που δουλεύουν εντός μου, οι δυνάμεις που με σπρώχνουν και ζω, οι δυνάμεις που με σπρώχνουν και πεθαίνω είναι, σίγουρα, και δικές του δυνάμεις.”

Ο Ελεύθερος άνθρωπος

Ελεύθερος είναι ο άνθρωπος που εμπιστεύεται και τον εμπιστεύονται. Γιατί όταν εμπιστευόμαστε είμαστε ήσυχοι και χαλαροί χωρίς άγχος και δεύτερες σκέψεις ενώ όταν μας εμπιστεύονται, δεν μας καταπιέζουν, δεν μας υποτιμούν, δεν θωρακίζουν την ελευθερία μας.

Ελεύθερος είναι ο άνθρωπος που σέβεται και τον σέβονται. Γιατί ο σεβασμός είναι μια ελεύθερη έκφραση ανθρώπου προς άνθρωπο. Γιατί όταν σεβόμαστε, σεβόμαστε τον άλλον για αυτό που είναι και του δίνουμε την ελευθερία να είναι ο εαυτός του ενώ όταν μας σέβονται τότε μόνο μπορούμε να πράττουμε και να δρούμε κατά βούληση.

Ελεύθερος είναι ο άνθρωπος που αγαπάει και τον αγαπούν. Γιατί όταν αγαπάμε, προσφέρουμε και δίνουμε τον εαυτό μας από επιλογή ενώ όταν μας αγαπούν εξελισσόμαστε και νοιώθουμε ότι ανήκουμε κάπου.

Ελεύθερος είναι ο άνθρωπος που αξιοποιεί κάθε στιγμή της ζωής του. Γιατί είναι ευτυχισμένος και δημιουργικός κάθε στιγμή είτε πρόκειται για ελεύθερο χρόνο είτε πρόκειται για στιγμές που εργάζεται ή δημιουργεί.

Ελεύθερος είναι ο άνθρωπος που εκτιμά τα καλά που έχει στη ζωή του. Γιατί μόνον έτσι μπορεί να χαίρεται με αυτά που έχει. Ελεύθερος είναι ο άνθρωπος που σκέφτεται ελεύθερα. Γιατί η σκέψη είναι ελεύθερη ακόμα και μέσα σε μια φυλακή.

Ελεύθερος είναι ο άνθρωπος που δημιουργεί και πράττει χωρίς να βλάπτει τον διπλανό του. Γιατί ποτέ αυτός ο άνθρωπος δεν θα κατακλύζεται από τύψεις ή ενοχές.

Ελεύθερος είναι ο άνθρωπος που ποτέ δεν σταματά να μάχεται για την ελευθερία του. Γιατί η ελευθερία αποτελεί ένα από τα υπέρτατα αγαθά. Ελεύθερος είναι ο άνθρωπος που διακατέχεται από αξίες και αρχές και μάχεται για αυτές. Γιατί μέσα από το παράδειγμα του μπορεί ο κόσμος να γίνει καλύτερος. Όταν νοιώθουμε ελεύθεροι, δρούμε ελεύθερα, πράττουμε, ελεύθερα, αγαπάμε ελεύθερα. Γιατί:

«Ευτυχισμένοι είναι οι ελεύθεροι και ελεύθεροι είναι οι γενναίοι» –Θουκυδίδης

Προσπαθώ απαρχής να καταλάβω σε τι κόσμο έχω έρθει

Στην αρχή, ξεκίνησε με το “άστο κάτω αυτό”.

Μετά, ο χώρος μου περιορίστηκε από το “μη εκεί”.

Όταν θέλησα να μάθω, έμαθα το “πολλά ρωτάς”.

Στο σχολείο, μου δίδαξαν το “μάθε αυτό όπως σου το λέω”, και έτσι, ποτέ δεν έμαθα αυτό που ήθελα.

Μεγαλώνοντας κι άλλο, γνώρισα τη ζωή ως “γιατί έτσι πρέπει”, “μη με κάνεις ρεζίλι”, και “τι θα πουν οι γείτονες”.

Πήγα να βγω με χαρά στην καθημερινή συναναστροφή, όπου συνάντησα “το πόσα βγάζεις”, “τι δουλειά κάνεις”, “πόσα είναι τα αποκτήματά σου”.

Τώρα, προσπαθώ απαρχής να καταλάβω σε τι κόσμο έχω έρθει.

Δυσκολεύομαι λίγο, ίσως γιατί δεν με ενδιαφέρουν πια όλα αυτά που μέχρι τώρα έμαθα, ή μάλλον με ενδιαφέρουν αυτά που δεν έμαθα, αλλά περισσότερο από όλα, γιατί τώρα με ορίζουν ως “αδιάφορο”, “κλειστό τύπο”, “αντικοινωνικό” και “περίεργο”.

Ναι, η αλήθεια είναι πως και εγώ περίεργο το βρίσκω το μέχρι πότε, πόσο και γιατί θέλουν να με ορίζουν.

Η αρχή της «κοσμικής συμπάθειας» στην Στωική και Νεοπλατωνική φιλοσοφία

Για τους Στωικούς φιλοσόφους, στο σύμπαν υπάρχουν δυο αρχές: μια ενεργητική, το «ποιούν», που είναι ο θεός, ο οποίος ταυτίζεται µε τον λόγο, και μια παθητική δύναμη, το «πάσχον», που είναι η αδιαμόρφωτη ύλη.

Ο θεός τον οποίο οι Στωικοί φιλόσοφοι τον ταυτίζουν με τον λόγο, είναι ο δημιουργός του κόσμου, καθώς, επενεργώντας πάνω στην ύλη, διαμορφώνει τα διάφορα όντα που συγκροτούν την φυσική πραγματικότητα.

Η σχέση του θεού ή του λόγου µε το σύµπαν δεν είναι υπερβατική, αυτός, δηλαδή, δεν δηµιούργησε τον κόσµο, για να µείνει κατόπιν έξω και πέρα από αυτόν.

Απεναντίας, οι Στωικοί φιλόσοφοι, εισηγούµενοι µια πανθεϊστική αντίληψη, ισχυρίστηκαν ότι ο θεός, ο λόγος διαπερνάει ολόκληρο τον κόσµο και γίνεται ένα µε αυτόν, αποτελώντας έτσι τον συνεκτικό ιστό της πολύµορφης φύσης, την δύναµη εκείνη µέσω της οποίας το κοσµικό σύστηµα διατηρεί την ενότητα του και την συνοχή του.

Χάρις στην δύναμη αυτή της θείας αρχής του λόγου, τον «τόνον» όπως την αποκαλούν οι στωικοί φιλόσοφοι, το σύµπαν από άκρου εις άκρον διέπεται από την αρχή της συµπαθείας, σύμφωνα µε την οποία τα εγκόσµια όντα επιδρούν το ένα πάνω στο άλλο.

Ο κόσμος μοιάζει µ’ έναν τεράστιο έµβιο οργανισμό, του οποίου η λειτουργία του ενός οργάνου δεν είναι ανεξάρτητη από την λειτουργία κάποιου άλλου οργάνου του. Έτσι, καθώς, βάσει της αρχής της συμπαθείας, διαδοχικά το ένα εγκόσμιο ον επηρεάζει το άλλο, είναι δυνατόν να μεταφερθεί η ενέργεια από το πιο μακρινό αστέρι του ουρανού στο πιο τελευταίο πράγμα της γης και να το επηρεάσει.

Η συνεκτικότητα της φύσης, η παρουσία των σωμάτων σε έναν κόσμο πλήρη, που αγνοεί το κενό, η εξομοίωση Θεού και κόσμου, προϋποθέτουν ότι το όλον βρίσκεται σε συμπάθεια με τον εαυτό του, ότι όλα συνεργάζονται, ότι υφίσταται μία παγκόσμια συνάφεια των όντων.

Κύριος εκπρόσωπος της θεωρίας της συμπάθειας είναι ο φιλόσοφος Ποσειδώνιος (π. 135-51 π.Χ.) ο οποίος υπήρξε ίσως η μεγαλύτερη φυσιογνωμία των Ελληνιστικών χρόνων, κερδίζοντας τον θαυμασμό του Γαληνού, του Κικέρωνα, του Πομπήιου, του Στράβωνα κ. ά.

Οι Ποσειδώνιος, ήταν Έλληνας που καταγόταν από την Απάμεια της Συρίας, αλλά ταξίδεψε στην Αίγυπτο, τη Νουβία, τη Μασσαλία, την Ισπανία για να καταλήξει στη Ρόδο, όπου ίδρυσε τη σχολή του. Εκεί, το 78 π.Χ., τον άκουσε ο νεαρός Κικέρωνας και έγινε φίλος και οπαδός του.

Αργότερα την θεωρία της συμπάθειας την συναντούμε και στους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους. Η εκπνευμάτωση και εμψύχωση του σύμπαντος, για το Νεοπλατωνισμό, στηρίζονται στην αλληλεπίδραση των μερών του, τη φυσική «συμπάθεια», η οποία αναφέρεται στην αστρονομική κανονικότητα και ανακύκληση των ρυθμών ζώων, φυτών και ουρανίων σωμάτων. Όπως σε έναν ζωντανό οργανισμό, λέει ο Πλωτίνος, κάθε μέλος είναι αναπόσπαστο μέρος του, έτσι και στον κόσμο όλα βρίσκονται σε συνάφεια και αρμονία.

Για τον ιδρυτή του Νέο πλατωνισμού, Πλωτίνο (3ος αιώνα. μ.χ), κάθε πραγματικότητα δεν είναι μόνο ο εαυτός της, αλλά εν δυνάμει όλες οι άλλες (Εν, Νους Ψυχή , Φύση). Τα διάφορα τμήματα του κόσμου βρίσκονται σε ανταπόκριση, το ένα τμήμα καθρεφτίζει το άλλο, το ένα είναι μέσα στο καθετί. Έτσι σε κάθε τμήμα του αισθητού κόσμου αντανακλώνται οι προηγούμενες υποστάσεις, και ολόκληρος ο αισθητός κόσμος, ώστε κατά οριζόντιο τρόπο κάθε επίπεδο περιλαμβάνει τα υπό

Ο Πρόκλος (5ος αιώνα. μ.χ) αναφέρει (Εις Πλάτωνος πολιτεία) πως οι ιερατικοί άνθρωποι, ξεκινώντας από τη συμπάθεια που πιστεύουν ότι ενυπάρχει σε όλα τα φαινόμενα, τόσο μεταξύ τους όσο και προς τις αφανείς δυνάμεις, και κατανοώντας έτσι ότι τα πάντα ενυπάρχουν στα πάντα, συνέστησαν την ιερατική επιστήμη, επειδή παρατήρησαν με θαυμασμό, ότι τα έσχατα ενυπάρχουν στα πρώτα και τα πρώτα στα έσχατα.

Τα γήινα ενυπάρχουν κατά την αιτία τους στον ουρανό και κατά τρόπο ουράνιο, αλλά και τα ουράνια στη γη με τρόπο γήινο. Το παράδειγμα που δίνει έχει να κάνει με τα ηλιοτρόπια, τα οποία κινούνται μαζί με τον ήλιο και τα σεληνοτρόπια με τη σελήνη, περιφερόμενα, όσο μπορούν, μαζί με τους φωτοδότες του κόσμου.

Επομένως, σύμφωνα πάντα με τον Πρόκλο, τα πάντα προσεύχονταν ανάλογα με την τάξη τους και υμνούσαν τους ηγεμόνες ολόκληρων των σειρών τους, είτε νοητικά, είτε λογικά, είτε φυσικά, είτε αισθητά. Έτσι λοιπόν και το ηλιοτρόπιο κινούνταν σύμφωνα με εκείνο προς το οποίο ήταν συναρτημένο και αν κανείς μπορούσε να το ακούσει να κρούει τον αέρα κατά την περιφορά του, ίσως να αφουγκραζόταν έναν ύμνο να αναπέμπεται με τον ήχο αυτόν προς το βασιλέα του, όσο μπορούσε ένα φυτό να υμνήσει.

Στη γη μπορούσε κανείς να αντικρίσει, με γήινο τρόπο, ήλιους και σελήνες, ενώ στον ουρανό, με ουράνιο τρόπο, τα κάθε λογής φυτά, λίθους και ζώα να ζουν εκεί νοητικά. Ως άλλο παράδειγμα Πρόκλος φέρει το λωτό, ο οποίος κάνει φανερή τη συμπάθεια,καθώς είναι κλειστός πριν από την ανατολή των ακτίνων του ήλιου, ανοίγει σιγά- σιγά με την εμφάνιση του ήλιου, και εκτείνεται όσο το φως του ανυψώνεται, ενώ κλείνει πάλι, όταν εκείνος προχωρεί προς τη δύση του. Και συνεχίζει αναρωτώμενος σε τι διαφέρει όταν οι άνθρωποι υμνούν τον ήλιο ανοίγοντας και κλείνοντας τα σαγόνια ή τα χείλη τους, από τις κινήσεις που κάνει ο λωτός συμπτύσσοντας ή απλώνοντας τα φύλλα του;

Για τον Πρόκλο, δε μπορούμε να ασχοληθούμε με τη συμβολική, αν δε γνωρίζουμε το φιλοσοφικό υπόβαθρο στο οποίο εντάσσονται τα σύμβολα που προτιθέμεθα να μελετήσουμε, ώστε να καταστούμε ικανοί να ενεργοποιήσουμε τις σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ αυτών και του υπεραισθητού κόσμου

Τα τελευταία δηλαδή για τους πολλούς ανθρώπους είναι γελοία, για εκείνους τους λίγους όμως που μπορούν να ανυψωθούν προς το νου αποτελούν έκφανση της ομοιοπάθειας τους προς την πραγματικότητα και βεβαίωση που προκύπτει από τα ίδια τα ιερατικά έργα της σύμφυτης των θείων όντων δύναμης. Πραγματικά οι θεοί ευχαριστούνται στο άκουσμα τέτοιων συμβόλων, ανταποκρίνονται αμέσως σε όσους τους καλούν και φανερώνουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους μέσα από αυτά, καθότι τα θεωρούν σημάδια συγγενικά τους και κατεξοχήν γνώριμα τους.

Τα μυστήρια και οι τελετουργίες επίσης με αυτά εκδηλώνουν τη δημιουργική ενέργεια τους, και μέσα από αυτά προκαλούν, για όσους είναι μυημένοι να βλέπουν, θεάματα τέλεια, γεμάτα εσωτερική ηρεμία και απλόμορφα, για τα οποία ο νέος στην ηλικία και πολύ περισσότερο ο ανώριμος στον χαρακτήρα είναι ανεπίδεκτος».

Με τον Ιάμβλιχο (4ος αιώνα. μχ.), ο νεοπλατωνισμός απομακρύνεται από τον λόγο της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας και στρέφεται προς την ιερουργία. Έτσι, η νεοπλατωνική συμπάθεια αποτέλεσε φορέα εισαγωγής της μαγείας στο χώρο της φιλοσοφίας. Στηριζόμενος στην θεωρία της συμπάθειας και στην πεποίθηση πως καθώς το πλέγμα των κοσμικών δυνάμεων, διαχέεται σε όλα τα επίπεδα του σύμπαντος, παρέχει τη δυνατότητα στους θεουργούς, εφόσον στο πλαίσιο των μαγικών τελετών χρησιμοποιήσουν τα κατάλληλα αντικείμενα, να έλθουν σε επαφή με τις θεότητες που αυτά συμβολίζουν.

Σε αντίθεση με τον Ιάμβλιχο, ο Πλωτίνος πίστευε μεν στα παραφυσικά φαινόμενα, όπως ουσιαστικά όλοι οι σύγχρονοί του, εκτός από τους αποφασισμένους αθεϊστές και υλιστές - σπάνιο είδος τον 3ον αιώνα. μ.Χ. Διέφερε όμως από πολλούς, αφού προσπαθούσε να προσαρμόσει παρόμοια φαινόμενα στην έλλογη, οργανωμένη εικόνα που είχε για τον κόσμο.

Σύμφωνα με τον Πλωτίνο η μαγεία δεν επιδρά στις ανώτερες ψυχές των ανθρώπων και των θεών ενώ ο σοφός είναι ικανός να αντισταθεί σε οποιαδήποτε μαγική προσβολή στον ψυχοφυσικό του οργανισμό με τη δική του ισχυρότερη δραστηριότητα. Έτσι, όταν ο μάγος Ολύμπιος έστρεψε τις μαγικές τέχνες εναντίον του, ο Πλωτίνος κατάφερε να αντιστρέψει τη δύναμη της μαγείας. Στο τέλος, ο Ολύμπιος, επειδή κινδύνεψε πολλές φορές να πάθει ζημιά ο ίδιος, σταμάτησε αυτές τις τεχνικές.

Με παρόμοιο τρόπο εξηγεί τα αποτελέσματα της προσευχής. Η προσευχή στους ουράνιους θεούς δεν μπορεί να αγγίξει το ανώτερο μέρος των ψυχών τους, οι οποίες είναι απορροφημένες στην ενατένιση, και αγνοούν οτιδήποτε συμβαίνει στον αισθητό κόσμο· οδηγεί, ωστόσο, στο να προκαλέσει την αυτόματη ανταπόκριση του κατώτερου μέρους της ψυχής, το οποίο ικανοποιεί την ευχή του προσευχόμενου.

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο μαθητής του Αμέλιος, ο ίδιος πρόσφερε συχνά θυσίες στους θεούς και γι’ αυτό το λόγο έπαιρνε μέρος στις πανάρχαιες τελετές – γιορτές. Όταν κάλεσε το Πλωτίνο σε μία από αυτές εκείνος του απάντησε ότι:

«Οι Θεοί πρέπει να έρχονται σε εμένα και όχι εγώ να πηγαίνω σ’ αυτούς», δείχνοντας έτσι ότι ο μόνος δρόμος της ένωσης με το θείο ξεκινάει πάντα από πάνω προς τα κάτω, και όχι το αντίθετο».

Ψάρια και θαλασσινά… στα δίχτυα της γλώσσας

Με φανατικούς καταναλωτές αλλά και άλλους που δεν τα προτιμούν ιδιαίτερα, τα ψάρια αποτελούν μια κατά τεκμήριο πολύ υγιεινή τροφή, δυστυχώς ραγδαία μειούμενη παγκοσμίως σε ό,τι αφορά τα αλιεύματα ανοιχτής θαλάσσης, τα ονομαζόμενα και «πελαγίσια» (ή και «αλανιάρικα» στην αργκό των αλιέων), σε σχέση με τα εκτρεφόμενα σε μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας.

Επειδή αποτελούσαν ένα από τα βασικά διατροφικά αγαθά των αρχαίων, ήταν φυσικό τα ψάρια να αποκτήσουν την περίοπτη θέση που τους άξιζε και σε επίπεδο συμβολισμών, για παράδειγμα στην αρχαιοελληνική τέχνη (βλέπε την πανέμορφη τοιχογραφία της Σαντορίνης με τον νεαρό ψαρά).

Αλλά και η χριστιανική θρησκεία συνέβαλε στο να εξαπλωθεί ευρέως εικονογραφικά η μορφή του ψαριού. Εκτός από την παλαιοδιαθηκική αφήγηση για το γνωστό κήτος (το οποίο προφανώς ήταν θηλαστικό) που κράτησε στην κοιλιά του τρεις μέρες τον προφήτη Ιωνά, καθοριστικό ρόλο στη διάδοση των σχετικών εικόνων διαδραμάτισε επίσης η επιλογή του Χριστού να επιλέξει απλοϊκούς ψαράδες, με σκοπό αυτοί να γίνουν αλιείς ανθρώπων. Πάμπολλες επίσης οι αναφορές Ευαγγελίων σε ψάρεμα, αλλά και ιχθυοφαγία. Αξίζει να αναφερθεί εν προκειμένω και η ευρέως διαδεδομένη πρωτοχριστιανική παράσταση ΙΧΘΥΣ, με το σχετικό ακρωνύμιο: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ.

Και η μουσική δεν θα μπορούσε να εξαιρέσει τα ψάρια και θαλασσινά από το ρεπερτόριό της: Από το παραδοσιακό «Ξεκινά μια ψαροπούλα» μέχρι τα λαϊκά «Μπαρμπαγιαννακάκης», «Κάτω στο γιαλό στην άμμο κάνουνε τα ψάρια γάμο», «Κι όλο κλαίνε τα καβουράκια», η γκάμα είναι πραγματικά πολύ πλούσια.

Όμως τα ψάρια και γενικότερα τα θαλασσινά και ιχθυηρά κατέχουν έναν διόλου ασήμαντο ρόλο και στην καθημερινή μας επικοινωνία, καθώς κυρίως ο απλός λαός με τη φαντασία που τον διακρίνει, αλλά και με στόχο πάντα την έντονη εκφραστικότητα, επέλεξε την κατηγορία αυτή για να χαρακτηρίσει με μεταφορικό τρόπο πρόσωπα και καταστάσεις.

Όπως συμβαίνει πάντα στις παρομοιώσεις, χαρακτηριστικές ιδιότητες των παρομοιαζόμενων αντικειμένων τραβούν την προσοχή του μέσου ομιλητή. Αλλά ειδικά στις μεταφορές από το ζωικό βασίλειο, οι μεταφορές έχουν έναν επιπλέον χαρακτήρα: λειτουργούν ως ένα είδος εκφραστικού υπερτονισμού, δίνοντας πάντα έναν πιο ευφημιστικό τόνο στα λεγόμενα. Όπως ακριβώς συμβαίνει στα παραμύθια, μέσω του φαντασιακού απαλύνουν την αρνητική ιδιότητα ή ανυψώνουν τη θετική. Για παράδειγμα, όταν ένας άνθρωπος χαρακτηρίζεται καρχαρίας ή σμέρνα, επειδή ακριβώς δεν μπορεί να είναι κάτι τέτοιο, η μεταφορά είναι μια αποποίηση της ευθύνης του ομιλητή ως προς τον βαθμό πραγματικότητας αυτού που λέει. Από την άλλη όμως, δεν μπορεί να είναι ούτε δελφίνι ή ζαργάνα, και εκεί πάλι η μεταφορά δίνει περιθώριο στη φαντασία να ανεβάσει όσο επιθυμεί τον πήχη της θετικής ιδιότητας. Η φαντασιακή ιδιότητα, δηλαδή, χαμηλώνει ή απογειώνει το επαινούμενο.

Ειδικά στα ψάρια, οι ιδιότητες του σχήματος, της μορφής και της ευελιξίας τραβούν την προσοχή του μέσου ομιλητή ως ανάλογα ανθρώπινων συμπεριφορών, μορφών, ιδιοτήτων. Οδηγούν έτσι σε εκφραστικούς χαρακτηρισμούς, π.χ. της νοητικής αντίληψης (κοκοβιός, ροφός, χάνος), της ηθικής υπόστασης (σμέρνα, καρχαρίας, σουπιά, χέλι), της έλλειψης σθένους (ρέγκα, αθερίνα), και, κυρίως, της μορφής – άλλοτε θετικούς (ζαργάνα, δελφίνι), άλλοτε αρνητικούς (φάλαινα, φώκια).

Όπως πάντα, χωρίς σκοποθεσία εξαντλητικής κάλυψης, θα σταθούμε στα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα μεταφορικών σημασιών για ψάρια και άλλα πλάσματα της θάλασσας:

Ψάρια (γενικά)

αθερίνα: ο ασήμαντος, ο αδύναμος. –Οι δασονόμοι μού έριξαν πρόστιμο επειδή έκοψα ένα κλαδί έλατου, ενώ τους παράνομους υλοτόμους δεν τους λένε τίποτα! –Εμ βέβαια… Κυνηγάνε την αθερίνα κι αφήνουν τους καρχαρίες ανενόχλητους! Με την ίδια σημασία και η λ. μαρίδα (βλ. παρακάτω).

γαύρος (στην ιδιόλεκτο των οπαδών): ο οπαδός του Ολυμπιακού (αθλητικού συλλόγου με έδρα τον Πειραιά). –Οι γαύροι θα έρθουν με 20 πούλμαν.

ζαργάνα: πανέμορφη και καλλίγραμμη γυναίκα. –Ζαργάνα μου εσύ! Πες μου ότι θα με παντρευτείς και θα γίνω χαλί να με πατάς!

καρχαρίας/μεγαλοκαρχαρίας: ο πανίσχυρος, που είναι και ασύδοτος. –Εγώ πλήρωσα πρόστιμο για μια μικρή αποθήκη που έχτισα στο χωριό, ενώ έναν μεγαλοκαρχαρία που έχτισε βίλα μέσα στο δάσος η Πολεοδομία δεν τον ενοχλεί…

κοκοβιός: ο ελαφρόνους, ο αφελής. –Μάνα, εγώ για κοκοβιό τον βλέπω τον γαμπρό μας… –Μια χαρά παιδί είναι! Η αδερφή σου τακτοποιήθηκε! Εσύ να δούμε πότε θα παντρευτείς…

λαβράκι: σημαντικό εύρημα. Λαβράκια έβγαλαν οι έλεγχοι της Οικονομικής Αστυνομίας στη Μύκονο!

μαρίδα:ο ασήμαντος. –Φοβάμαι μη μου βάλουν πρόστιμο γιατί δεν λειτουργεί το POS… –Νίκο, να το φτιάξεις, γιατί βλέπεις ότι με τη μαρίδα ασχολούνται οι εφοριακοί…
ομάδα νεαρών αγοριών, εφήβων. –Θυμάμαι τέλη της δεκαετίας του ’60, την ώρα που σχόλαγε το γυμνάσιο θηλέων, στηνόμασταν έξω απ’ το προαύλιο εμείς η μαρίδα και φλερτάραμε τα κορίτσια.

μελανούρι: μελαχρινή και όμορφη νεαρή γυναίκα (ή άνδρας). –Αυτό το μελανούρι με το κόκκινο μαγιό το είδες; –Λες να μην είδα τέτοιο κορίτσαρο; Αλλά, δυστυχώς, έχει παρέα…

ρέγκα: πολύ αδύνατος (ακριβέστερα: αφυδατωμένος, στεγνός όπως το συγκεκριμένο παστό ψάρι). –Είπαμε να κάνεις δίαιτα, ρε Μήτσο, αλλά εσύ έγινες ρέγκα! Φράση να τον κλαίνε οι ρέγκες για αξιολύπητο άνθρωπο: Ο Μάνθος είναι να τον κλαίν’ οι ρέγκες… Έπιασε τη γυναίκα του με τον υπάλληλό του!

ροφός: αυτός που δεν φαίνεται εύστροφος, ο αποβλακωμένος: –Καλό παιδί φαίνεται ο καινούργιος συνάδελφος, αλλά έχει ένα βλέμμα σα ροφός.

σαρδέλα (στρατιωτική αργκό): σιρίτι, διακριτικό βαθμού υπαξιωματικού. –Ήμουν έφεδρος λοχίας και είχα δυο σαρδέλες στη στολή μου.

σμέρνα: αδίστακτη, μοχθηρή γυναίκα, με δολοφονικά ένστικτα. –Ένα σωρό καλά κορίτσια έχει το νησί μας… Αυτή τη σμέρνα βρήκε να παντρευτεί ο γιος μας;

σπαρίλα: νωχελικότητα, που μοιάζει με αυτή του ψαριού σπάρος. –Πάμε για κάνα καφέ; –Τι καφέ μού λες… Έχω μια σπαρίλα σήμερα… Στις 11 σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι…

τσίρος: πολύ αδύνατος, κάτισχνος. –Αυτός ο τσίρος στη φωτογραφία ποιος είναι; –Ο ανιψιός μου, είναι πιλότος!

χάνος: αποχαυνωμένος. –Ρε, τι κοιτάς σα χάνος; Δεν έχεις ξαναδεί σκουλαρίκια στη μύτη;

ψάρι: η λέξη αυτή είναι πασίγνωστη στους άνδρες, καθώς συνδέεται άρρηκτα με τη στρατιωτική ζωή, κυρίως περασμένων εποχών. Λέξη της αργκό του στρατού, η λέξη αυτή έχει πολλές χρήσεις και παράγωγα. Η βασική είναι η αφωνία του ψαριού, οπότε το ρήμα ψαρώνω σημαίνει «φοβάμαι, μένω άφωνος μπροστά είτε στον ανώτερό μου ιεραρχικά είτε στον αρχαιότερο (παλαιότερο) ως προς την ημερομηνία κατάταξης». –Ρε μην ψαρώνεις/μην είσαι ψαράς! Σιγά… Τι θα σου κάνει ο λοχίας; // –Ψάραξ (αρχαιοφανής, πλαστή λέξη)! Γιατί δεν σφουγγάρισες καλά τον θάλαμο; // –Ψαρούκλα, αναφέρσου! // «Απολύομαι, ψαρούκλες, τα μαλλιά μου κάνω μπούκλες» (στιχούργημα, το λένε οι απολυόμενοι προς τους νεότερους ως προς την κατάταξη στρατιώτες, επειδή οι παλιοί πλέον μπορούν να είναι και ακούρευτοι, «να λουφάρουν μαλλί», όπως λένε).

Θαλάσσια θηλαστικά

Στην υποκατηγορία αυτή, άξια παρατήρησης η χρήση μειωτικών χαρακτηρισμών για υπέρβαρα πρόσωπα που περιορίζονται στις γυναίκες:

δελφίνι: καλλίγραμμος/η κολυμβητής/τρια, κυρίως νεαρής ηλικίας. –Πριν από λίγο μάς έστειλε και φωτογραφίες η Μαρίνα με τα δελφινάκια της! // υδροπτέρυγο σκάφος. –Στην Αίγινα πηγαίνουμε πάντα με το δελφίνι.

δελφίνος: νεαρό δελφίνι. Λέξη με ενδιαφέρουσα ιστορία διότι από το γαλλικό λεξιλόγιο «κολύμπησε» και προς το δικό μας κατά τον εξής τρόπο: Αρχικά η λέξη σήμαινε τον διάδοχο του θρόνου (με παράσταση μάλιστα του εν λόγω θηλαστικού στον βασιλικό θυρεό), ενώ σήμερα χρησιμοποιείται για τους επίδοξους διεκδικητές: Συνεχίζονται οι κόντρες μεταξύ των δελφίνων ενόψει των εκλογών, από τις οποίες θα αναδειχθεί ο νέος αρχηγός του κόμματος.

κήτος: πάρα πολύ χοντρός, υπέρβαρος. –Καλή κοπέλα φαίνεται η νύφη, αλλά είναι χοντρούλα… –Τι χοντρούλα, Ρίτσα μου! Κήτος είναι! Ένα βόδι στην καθισιά της θα τρώει…

όρκα: υπέρβαρη γυναίκα. –Αυτή την όρκα στο απέναντι τραπέζι την έχεις δει; –Ρε συ, αυτή θα φάει και το τραπέζι…

φάλαινα: υπέρβαρη γυναίκα. –Αυτή η παρουσιάστρια τα έχει τα κιλά της πάντως… –Την έχω δει από κοντά! Χωρίς υπερβολή… φάλαινα! // –Αυτή η φάλαινα στη φωτογραφία ποια είναι; –Σε παρακαλώ! Η ξαδέρφη μου είναι…

φώκια: χοντρή γυναίκα. –Βλάκα, άντε να χαθείς… –Φύγε από ’δώ, μωρή φώκια, που βγάζεις και γλώσσα! // -Αχ, Γωγώ μου, δεν σου το είπα… Προχθές είδα και την Ελευθερία, τη συμμαθήτριά μας… Φώκια έγινε!

Λοιπά ιχθυηρά (γλυκού ή αλμυρού νερού)

Μια συναφής κατηγορία σχετική με την πραγμάτευση του θέματός μας είναι και οι λοιποί θαλάσσιοι (ή του γλυκού νερού) οργανισμοί: ιχθυηρά, κεφαλόποδα, μαλάκια, οστρακόδερμα… Οι επιστήμονες χρησιμοποιούν διάφορες ονομασίες, εμείς όμως μένουμε προσηλωμένοι στα της γλώσσας:

αστακός: πάνοπλος. Οι επίδοξοι ληστές εισέβαλαν σαν αστακοί στο χρυσοχοείο, αλλά τράπηκαν σε φυγή όταν ενεργοποιήθηκε ο συναγερμός.

αστερίας (με παρασύνδεση προς τη λ. αστέρι): πάρα πολύ σημαντικός. –Τι γκολάρα έβαλες… Είσαι αστερίας, αγόρι μου!

βατράχι: ο βατραχάνθρωπος, στέλεχος της Διοίκησης Υποβρύχιων Καταστροφών του Πολεμικού Ναυτικού. –Κοίτα με τρόπο στο διπλανό ταμείο… Αυτός εκεί με το καρό πουκάμισο είναι βατράχι, υπηρετεί με τον αδερφό μου.

γαρίδα: (για μάτι) διαρκώς ανοιχτό. –Δεν ξαναπίνω καφέ το απόγευμα! –Χθες ήπια ένα φρέντο και… γαρίδα το μάτι μέχρι το πρωί!

κάβουρας: αυτός που κάνει το αντίθετο απ’ ό,τι οι άλλοι. –Πάλι τα ίδια, σαν τον κάβουρα… Βρε παιδάκι μου, γιατί γράφεις κάτω απ’ τις γραμμές του τετραδίου; (Επίσης και εργαλείο για τεχνικές εργασίες, είδος μακρόστενης τανάλιας).

σουπιά: αυτός που πάντα ξεφεύγει από δύσκολες καταστάσεις (όπως κάνει το γνωστό θαλασσινό, που με το μελάνι που εκκρίνει, καταφέρνει να γίνει αόρατο από τους θηρευτές του). –Α, δεν τον ξέρεις καλά τον Μάρκο… Είναι μια σουπιά αυτός…

στρείδι: αυτός που προσκολλάται σε κάποιον. –Κάθε φορά που βγαίνω βόλτα με την κοπέλα μου, έρχεται κι ο αδερφός της! Συνέχεια δίπλα της, σαν το στρείδι!

χέλι: αυτός που καταφέρνει να σωθεί από δύσκολες γι’ αυτόν καταστάσεις. –Προσπάθησαν να τον συλλάβουν για οικονομικές ατασθαλίες, αλλά αυτός είναι χέλι/γλιστράει σαν χέλι! Είχε γραμμένα όλα τα περιουσιακά του στοιχεία σε συγγενικά πρόσωπα! // η λυγερόκορμη γυναίκα. «Είχε ένα κορμί σα χέλι, χόρευε το τσιφτετέλι» (λαϊκό τραγούδι).

χταπόδι: –Με ξέρεις ότι δεν είμαι άνθρωπος της βίας, αλλά όταν τον άκουσα να βρίζει τα παιδιά μου, τον έπιασα και τον χτύπησα κάτω σα χταπόδι! // ελαστικοί ιμάντες που ενώνονται σε ένα σημείο. –Και πώς θα το κουβαλήσεις το δέμα; –Έχω χταπόδι στη μηχανή.

Άλλες σχετικές λέξεις

γυάλα: μικρό ενυδρείο για διακοσμητικά ψάρια // (μεταφορικά) η έλλειψη επικοινωνίας με τον έξω κόσμο, η αδυναμία κατανόησης της πραγματικότητας. –Ξύπνα, Περικλή! Σε γυάλα ζεις;

δαγκάνα: μηχάνημα που μοιάζει με τη λαβίδα των καρκινοειδών (αστακών, καβουριών κ.λπ.). –Κι εκεί που απολαμβάναμε το παγωτό μας, βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας το όχημα της Τροχαίας με τις δαγκάνες, μεταφέροντας το αυτοκίνητό μας!

λέπι: το παραμικρό ίχνος. –Μετά την ολοκλήρωση των Αγώνων, οι εγκαταστάσεις λεηλατήθηκαν και δεν έμεινε ούτε λέπι.

πλοκάμια: οι διασυνδέσεις. Σύμφωνα με όσα ανακοινώθηκαν σήμερα το μεσημέρι από την ΕΛΑΣ, οι τρεις διαβόητοι κακοποιοί είχαν απλώσει τα πλοκάμια τους σε όλες τις φυλακές της χώρας.

πολυπλόκαμος: αυτός που έχει πολλές και σκοτεινές διασυνδέσεις. Η πολυπλόκαμη οργάνωση που εξαρθρώθηκε χθες, είχε αναπτύξει εγκληματική δράση σε διάφορες χώρες των Βαλκανίων.

ψαρής: γκρίζος (που έχει το χρώμα του ψαριού). –«Καληνύχτα» τής είπα και τη χάιδεψα στα ψαρά της μαλλιά, καθώς θυμήθηκα με νοσταλγία τη χαμένη μας νιότη.

ψαροκόκαλο: το διακοσμητικό σχέδιο που έχει αυτό το σχήμα. –Αυτό το τραπεζομάντηλο με το ψαροκόκαλο το είχε κεντήσει η μακαρίτισσα η νονά μου.

του γλυκού νερού: αυτός που δεν είναι άξιος, σημαντικός. –Ενώ η σύζυγός του είχε καλύψει τους πολέμους στη Σερβία και στη Σομαλία, αυτός είναι δημοσιογράφος του γλυκού νερού! Πολεμικός ανταποκριτής του γραφείου…

Αλιεία

Σημαντικό είναι και το συναφές πεδίο των ιχθυοσυλληπτικών μεθόδων, οι οποίες επίσης προσφέρουν αρκετές μεταφορικές σημασίες στην καθημερινή μας επικοινωνία.

αγκιστρώνω: –Αγκιστρώθηκε (προσκολλήθηκε φορτικά) πάνω μου, ενώ της είχα πει εξαρχής ότι δεν σκέφτομαι τον γάμο. // Σκοπός της κυβέρνησης είναι η απαγκίστρωση (αποδέσμευση) της χώρας από τον λιγνίτη και η στροφή σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

αλιεύω: μαζεύω, επιδίδομαι στην αναζήτηση: –Πριν από λίγο καιρό σκέφτηκα να αλιεύω τα λάθη που έβρισκα σε σχόλια αναγνωστών στο Διαδίκτυο, αλλά μετά εγκατέλειψα την προσπάθεια, αφού είχα συγκεντρώσει εκατοντάδες μέσα σε μια μέρα!

δόλωμα: Με δόλωμα μια καλλονή-μέλος της συμμορίας, οι κακοποιοί κατάφεραν να υπεξαιρέσουν 200.000 ευρώ από τον τραπεζικό λογαριασμό του ηλικιωμένου.

καμάκι: το φλερτ (συνεκδοχικά, αυτός που συστηματικά επιδίδεται στο φλερτ, κυρίως προς τουρίστριες): –Αυτόν τον ξέρω από τότε που υπηρετούσα στη Ρόδο. Πασίγνωστο καμάκι σε όλο το νησί! /

πυροφάνι: (κυριολεκτικά) παραδοσιακή μέθοδος ψαρέματος με λάμπα που εξέχει από τη βάρκα / (μεταφορικά) καψώνι (υπό μορφή χονδροειδέστατου αστείου) προς στρατιώτη που κοιμάται και στου οποίου το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού βάζουν στριφτό χαρτί υγείας, το ανάβουν και… όταν καεί και ξυπνήσει έντρομος ο κοιμώμενος, οι δράστες είναι άφαντοι! –Αυτόν τον καημένο θυμάμαι τον είχαν ταράξει στο πυροφάνι.

τσιμπώ: δίνω σημασία. Μην τσιμπάς… Δεν πρόκειται να σου κάνει τίποτα!

ψαροκασέλα: κακάσχημη γυναίκα. –Το πρωί είδα την ψαροκασέλα του κουνιάδου μου στο μετρό.

ψαρεύω:προσπαθώ να αποσπάσω μυστικό. –Αυτός προσπαθούσε να με ψαρέψει αν τα έχω με την αδερφή του, αλλά εγώ δεν του είπα απολύτως τίποτα. // επιλέγω. Οι ταξιτζήδες στο λιμάνι ψάρευαν τουρίστες κι εμείς περιμέναμε ώρες μες στη ζέστη.
εντοπίζω. –Πού το ψάρεψες (βρήκες) τόσο παλιό βιβλίο;

Αξίζουν μια ειδική αναφορά οι λέξεις δίχτυ και δίκτυο. Το δίχτυ ασφαλώς αποτέλεσε διαχρονικά ανεξάντλητη πηγή παρομοιώσεων και μεταφορών. Π.χ.

Στα δίχτυα του έρωτα πιάστηκε εδώ και τουλάχιστον ένα μήνα η πασίγνωστη τραγουδίστρια, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του περιοδικού. // Στα δίχτυα της Οικονομικής Αστυνομίας επιχείρηση εμφιάλωσης ποτών που λειτουργούσε χωρίς άδεια και τους προβλεπόμενους κανόνες υγιεινής. // Ο Μέσι θα εκτελέσει το πέναλτι και… με ένα εντυπωσιακό σουτ η μπάλα καταλήγει στα δίχτυα!

Το αξιοπρόσεκτο είναι ότι η λόγια λέξη δίκτυο, αν και πρόκειται για την ίδια λέξη με το δίχτυ, όπως εξελίχθηκε στο διάβα των αιώνων, έδωσε μια διαφοροποίηση της σημασίας, πολύ χαρακτηριστική στην εποχή μας (ειδικά αν σκεφτούμε τη λέξη Διαδίκτυο): «σύνολο διασυνδεόμενων προσώπων, πραγμάτων ή καταστάσεων». Η σημασιολογική διαφάνεια της λέξης φαίνεται αν αναλογιστούμε τα λόγια του αποστόλου Πέτρου προς τον Χριστό («επί δε τω ρήματί σου χαλάσω το δίκτυον») και μια φράση της καθημερινότητάς μας («Αυτός με την ασχετοσύνη του θα μας χαλάσει το δίκτυο», όπως επίσης δίκτυο γνωριμιών/ύδρευσης κ.ο.κ.).

Συναφές και το ρήμα δικτυώνομαι: δημιουργώ διασυνδέσεις. –Αυτός ο νέος συνάδελφος ούτε μια βδομάδα δεν έχει στη δουλειά και ήδη δικτυώθηκε με τα διευθυντικά στελέχη.

Επώνυμα – Τοπωνύμια

Ευρέως διαδεδομένα είναι τα επώνυμα που προέρχονται από το γλωσσικό πεδίο των θαλασσινών και ιχθυηρών (Καβουρίδης, Μπακαλάρος, Σαρδέλης, Μπαρμπουνάκης, Σαλάχας, Τσίρος, Σουπιός, Ψαραδέλης – και σε σύνθετα: Τσιρογιάννης, Ψαραντώνης, Παπαχελάς, Νικοκάβουρας κ.ο.κ.), όπως επίσης και τα τοπωνύμια (Αστακός Αιτωλοακαρνανίας, Καβούρι Αττικής, Καλαμαριά Θεσσαλονίκης, Αγκίστρι Σαρωνικού, Ψαροφάι Πατρών, Πόρτο Χέλι, Ψαρά κ.ά.).

Και ας κλείσουμε με τη γοργόνα, το πλάσμα που δεν είναι ούτε ψάρι, ούτε ανθρώπινο ον, αλλά κάτι ανάμεσα στα δύο, και που, ως δημιούργημα της ποιητικής φαντασίας, έχει δώσει υπέροχες εικόνες και αφηγήσεις: από τη γοργόνα που αναζητά τον Μέγα Αλέξανδρο στα βάθη των ωκεανών ώς τη Μικρή Γοργόνα του παραμυθά Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Εμείς για κλείσιμο αυτού του κειμένου θα επιλέξουμε την αισθαντική εικόνα των γοργόνων του Τ. Σ. Έλιοτ από το θαυμάσιο «Ερωτικό τραγούδι του Άλφρεντ Προύφροκ» (σε αντίστοιχα εξαιρετική μετάφραση του Τ. Καγιαλή).

«Τις είδα που καβάλαγαν της θάλασσας τα κύματα
Χτενίζαν των κυμάτων τα λευκά μαλλιά, που τα τραβούσε η αύρα
Καθώς φυσούσε τα νερά, άσπρα και μαύρα.

Ώρα πολλή σταθήκαμε στα δώματα της θάλασσας
Πλάι σε θαλασσοκόριτσα στεμμένα φύκια καστανέρυθρα ξεχνιόμαστε
Ώσπου ανθρώπινες φωνές μάς αφυπνίζουν, και πνιγόμαστε».

Νίτσε: Οι περιφρονητές του σώματος


«Σ’ αυτούς που το σώμα περιφρονούν θέλω να πω δυο λόγια. Μήτε να πολυδιδαχτούν και μήτε να πολυδιδάξουν πρέπει -φτάνει μονάχα να πουν στο ίδιο τους το σώμα: χαίρε- και τότε θα βουβαθούν.

«Σώμα είμαι και ψυχή» - έτσι μιλάει το παιδί. Και γιατί δε θα ’πρεπε τάχα να μιλάει κανείς σαν τα παιδιά;

Όμως αυτός που ξύπνησε και βλέπει συνειδητά, λέει: Σώμα είμ’ ολόκληρος και τίποτ’ άλλο, κι είναι μια λέξη απλή η ψυχή, για κάτι που έχει σχέση με το σώμα.

Το σώμα είναι ένα μεγάλο λογικό, μια ποικιλία με μια μόνη αίσθηση, ένας πόλεμος και μια ειρήνη, ένα κοπάδι κι ένας βοσκός.

Του σώματός σου όργανο είναι και η μικρή σου λογική, αδερφέ μου που «πνεύμα» την φωνάζεις, ένα μικρό όργανο κι ένα παιχνιδάκι του μεγάλου σου λογικού.

Λες «Εγώ» κι είσαι περήφανος γι’ αυτή τη λέξη. Το πιο μεγάλο όμως -κι αυτό δεν θέλεις να το πιστέψεις- είναι το σώμα σου και το μεγάλο του λογικό! αυτό δε λέει «Εγώ», αυτό δρα σαν «Εγώ».

Ό,τι οι αισθήσεις νιώθουν κι ό,τι το πνεύμα αναγνωρίζει, αυτό δεν αποτελεί τον τελικό σκοπό. Όμως οι αισθήσεις και το πνεύμα πασχίζουν να σε πείσουν ότι αυτό είναι ο σκοπός του παντός: πόσο ματαιόδοξα είναι!

Αισθήσεις και πνεύμα, είν’ όργανα και παιχνιδάκια. Πίσω τους κρύβεται ο «εαυτός». Ο «εαυτός» ερευνάει ακόμα, με τα μάτια των αισθήσεων κι ακούει μετ’ αφτιά του πνεύματος.

Ολοένα ακούει ο «εαυτός» και ψαχουλεύει, ζυγιάζει, εκβιάζει, κατακτάει, ρημάζει. Κυριαρχεί κι είναι όμοια του «Εγώ» κυρίαρχος.

Πίσω από τους στοχασμούς και τα αισθήματά σου, αδερφέ μου, σηκώνεται ένας πιο τρανός αφέντης, ένας άγνωστος σοφός -αυτός ονομάζεται «εαυτός». Κατοικεί στο κορμί σου, είναι το ίδιο το κορμί σου.

Και βρίσκεται πιο πολύ λογικό μέσα στο κορμί σου, παρά μέσα στη σπουδαιότερη σοφία σου. Και ποιος ξέρει τάχα γιατί έχει ανάγκη το κορμί σου τη μεγαλύτερη σοφία σου;

Ο «εαυτός» σου γελάει για το εγώ σου και για τα περήφανα πηδήματά του. «Τι είναι για μένα τούτα τα πηδήματα και τα φτερουγίσματα της σκέψης;» λέει μέσα του: «Ξεστρατίζει το σκοπό μου. Εγώ χειραγωγούμαι από το Εγώ και είμαι των ιδεών ο υποβολέας».

Ο Εαυτός προστάζει το Εγώ: «νιώσε πόνο!» Κι αυτό πονάει και στοχάζεται να μην πονάει πια - κι είν’ αυτό ακριβώς που πρέπει να στοχάζεται.

Ο Εαυτός προστάζει το Εγώ: «νιώσε χαρά!» κι αυτό χαίρεται και στοχάζεται, πώς να χαίρεται πιο πολύ - κι αυτό ακριβώς πρέπει να στοχάζεται.

Στους περιφρονητές του κορμιού θέλω να πω δυο λόγια: Τιμή σ’ αυτούς που περιφρονούν. Τι δημιούργησε όμως την εκτίμηση και την περιφρόνηση, την αξία και τη θέληση;

Ο δημιουργός Εαυτός, δημιούργησε για λογαριασμό του, εκτίμηση και περιφρόνηση, δημιούργησε χαρά και πόνο. Τ ο δημιουργό σώμα, δημιούργησε το πνεύμα, σάμπως χέρι της θέλησής του.

Ακόμα και στη βλακεία σας και στην περιφρόνησή σας, τον Εαυτό σας υπηρετείτε, περιφρονητές του κορμιού. Σας το λέω: Κι ο Εαυτός σας ακόμα θέλει να πεθάνει και ξεμακραίνει από τη ζωή!

Δε μπορεί πια να κάνει αυτό που πολύ θέλει: παραπάνω από τον εαυτό του να δημιουργήσει. Αυτό θέλει πιο πολύ, αυτός είναι ο πόθος του ολάκερος.

Όμως πολύ αργά του είναι κιόλας για κάτι τέτοιο: - κι έτσι ποθεί να δώσει ο εαυτός σας, ω καταφρονητές του κορμιού! Γιατί δε μπορείτε πια να δημιουργήσετε τίποτα πιο πάνω από τον εαυτό σας.

Και τούτος είναι ο λόγος που αγανακτείτε εναντίον του κορμιού και της γης.

Ένας φθόνος ασυνείδητος κρύβεται στη λοξή ματιά της καταφρόνησής σας.

Δεν παίρνω το δρόμο σας, ω καταφρονητές του κορμιού! Δεν είστε για μένα γέφυρα για τον Υπεράνθρωπο!»

Αυτά έλεγε ο Ζαρατούστρας.

Νίτσε, Τάδε έφη Ζαρατούστρας

Η Θρησκεία και η Τέχνη στην αρχαία κοινωνία

Είναι αναγκαίο να αναφερθούμε σε γενικές γραμμές στην θρησκευτική συνείδηση του απλού λαού, μέσα από τα ήθη και την καθημερινή λατρευτική πρακτική. Παράλληλα θα εξετάσουμε την θρησκευτική και κοινωνική διάσταση της τέχνης τους. Από το σύνολο των αρχαιολογικών ευρημάτων, που βρίσκονται διάσπαρτα σε ολόκληρο τον αρχαιοελληνικό κόσμο, μπορούμε να συμπεράνουμε την ευσέβεια και τη μεγάλη θρησκευτικότητα των αρχαίων Ελλήνων. Τα ευρήματα αφορούν ένα τεράστιο πλήθος σπουδαίων και λιγότερο σημαντικών ναών, λατρευτικών κέντρων και μικρών κτιρίων θρησκευτικής σημασίας, σε ιδιωτικούς και δημόσιους χώρους, όπως είναι οι βωμοί ημιθέων και ηρώων, αναθηματικά αγάλματα και στήλες, ειδώλια και προσφερόμενα αγγεία.

Οι Έλληνες έθεταν τη θεία λατρεία στο κέντρο της ιδιωτικής και της δημόσιας κοινωνικής ζωής σε όλες τις ιστορικές περιόδους τους. Συμπεραίνει κανείς πως ο Ελληνικός λαός ήταν αρχαιόθεν βαθύτατα θρησκευόμενος και κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα άλλωστε με τους πολλούς ιερούς ναούς των μεγάλων πόλεων, τα άπειρα εξωκλήσια και τα προσκυνήματα, που η λαϊκή ευσέβεια έχει χτίσει σε όλη την ελληνική ύπαιθρο και τα οποία θα αποτελέσουν κάποτε με τη σειρά τους ιστορικά στοιχεία για τους ερευνητές του μέλλοντος. Όπως και στην εποχή μας, όλη αυτή η θρησκευτική δραστηριότητα απαιτούσε μια πολύπλευρη ικανοποίηση των ποικίλων λατρευτικών αναγκών των ναών και των πιστών. Οι ανάγκες της λατρείας, σε μια εποχή που η αθεΐα αποτελούσε εξαίρεση, αν όχι και ύβρη, έδιναν εργασία σε ένα πλήθος καλλιτεχνών και επαγγελματιών τεχνιτών, όπως σε αρχιτέκτονες, γλύπτες, ζωγράφους, μουσικούς, ποιητές επιγραμμάτων και αναθηματικών επιγραφών, σε αγγειογράφους και αγγειοπλάστες, σε μεταλλουργούς και κοσμηματοποιούς, σε υφαντουργούς, κεραμοποιούς, λιθοξόους, χτίστες, ξυλουργούς και σε πολλούς άλλους, που έπαιζαν κάποιο ρόλο στη λατρευτική πρακτική.

Η βασική αιτία που η θρησκευτική τέχνη και τα έργα της έχαιραν μεγαλύτερου σεβασμού και εκτίμησης από την υποδεέστερη τέχνη, που τα έργα της είχαν ως σκοπό την πλήρωση των καθημερινών αναγκών του πρακτικού βίου, ήταν ο ευρύς κοινωνικός χαρακτήρας της θρησκευτικής τέχνης της εποχής και η επισημότητα με την οποία είχε περιβάλλει την τέχνη η μυθική αντίληψη, που την συνέδεε άμεσα με την θρησκεία. Η ανάθεση πολύ συχνά της κατασκευής τέτοιων έργων λατρείας στους γλύπτες και τους αρχιτέκτονες, όχι μόνο από ιδιώτες, αλλά και από τις πόλεις, αποτελούσε σημαντικό χαρακτηριστικό της αρχαϊκής Ελλάδας. Ο καλλιτέχνης πληρωνόταν για να εκτελέσει ένα έργο που σκοπός του ήταν να εντυπωσιαστούν ή να ευχαριστηθούν οι κοινοί θνητοί ή οι Θεοί. Η αντίληψη «η τέχνη για την τέχνη» θα ήταν αδιανόητη στην εποχή που περιγράφουμε. Για τα έργα της θρησκευτικής τέχνης, ο μέσος πολίτης ένιωθε ένα ιδιαίτερο δέος και περισσότερο προς την αρχιτεκτονική και την γλυπτική, που ήταν τέχνες του χώρου και των τριών διαστάσεων και συνυφασμένες με την Θρησκεία και την έκφραση του θρησκευτικού του συναισθήματος. H γλυπτική στην Ελλάδα όπως και αλλού, στα πρώτα χρόνια της ζωής της, υπήρξε ancilla Religionis[1], πλατειά θρησκευτική, και η κύρια χρήση της ήταν για τη διακόσμηση των ναών και τις λατρευτικές ανάγκες.Τα αρχαϊκότατα ξύλινα ξόανα[2] (Δαιδαλική τέχνη) δημιουργήθηκαν σε μια εποχή που η κατεργασία των μετάλλων δεν ήταν διαδεδομένη. Φτιάχτηκαν για καθαρά λατρευτικούς σκοπούς και φυλάγονταν ως τα ύστερα χρόνια σαν ιερά κειμήλια, θεόσταλτα και διιπετή και αγιασμένα.Τα κάπως προχωρημένα αρχαϊκά του 7ου και 6ου αι, δεν ήταν απλά εικόνες των Θεών, αλλά σώματα που κλείναν μέσα τους την ίδια τη θεότητα, για αυτό αποχτούσαν, σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη και τη δύναμη της κίνησης. Ακόμα κι όταν αργότερα ξεχώρισαν την εικόνα του Θεού από τον ίδιο το Θεό, η εικόνα αυτή είχε σκοπό να δώσει χαρά σε Εκείνον, ήταν άγαλμά[3] του, και βεβαίωνε τον πιστό για την παρουσία του και την προστασία του. Στην κατασκευή της εικόνας μάλιστα πίστευαν, συνεργούσε ο ίδιος ο Θεός, που οδηγούσε τον τεχνίτη στο έργο του[4].

Από τα έργα της θρησκευτικής γλυπτικής κάποια ήταν πιο σημαντικά και πολύτιμα και φυλάσσονταν μέσα στους ναούς, στα θησαυροφυλάκιά τους ή στους γύρω από τους ναούς χώρους και τα άλση. Ήταν λατρευτικά αφιερώματα (τάματα) μεμονωμένων πιστών ή και ολόκληρων πόλεων προς τους Θεούς στους οποίους ήταν αφιερωμένοι οι ναοί. Αυτά ήταν κυρίως μεγάλων διαστάσεων αγάλματα κατασκευασμένα από μέταλλο, κυρίως από χαλκό που ήταν ακριβός, ή από επίσης σημαντικής αξίας μάρμαρα ή από άλλα υλικά όπως το ελεφαντόδοντο. Ανάγλυφα προσφέρονταν και σαν αφιερώματα στα ιερά. Αυτά τα αναθηματικά ανάγλυφα απεικόνιζαν είτε τη μορφή του Θεού, είτε μια σκηνή λατρείας με τη μορφή του δωρητή ανάμεσα στους πιστούς, ενώ σε μερικά από αυτά, όπως τα ανάγλυφα του Κεραμέα από την Ακρόπολη, εικονίζεται μόνο ο δωρητής. Τα καλύτερα αφιερώματα ήταν τοποθετημένα μέσα στο βράχο ή στηρίζονταν πάνω σε στύλους. Γενικά εκτός από το κτίριο του ίδιου του ναού, το μεγαλύτερο μέρος της διακόσμησης στα ιερά της Ελλάδας προέρχονταν από ιδιωτικά αφιερώματα, τα οποία τοποθετούνταν σε περίοπτη θέση, είτε σε αφανή, ανάλογα με την αξία τους, το μέγεθός τους και την κοινωνική ισχύ ή τη δημοτικότητα του δωρητή. Τα μικρά και φθηνότερα, μαζικής παραγωγής και κατώτερης τέχνης πήλινα λατρευτικά ειδώλια, συνήθως κατέληγαν σε μεγάλους λάκκους κοντά στους ναούς, όπου τα έθαβαν σε ποσότητες.

Αυτή η αντίληψη αξιολόγησης της τέχνης, βάσει των ειδών, των μορφών και του υλικού της, προσδιόριζε κατά συνέπεια και τα κριτήρια της αξία της, αλλά και την διάκριση των καλλιτεχνών, σύμφωνα, όχι μόνο με την καλλιτεχνική τους ικανότητα, αλλά επίσης και από το σκοπό για τον οποίο το έργο τους ήταν προορισμένο να χρησιμοποιηθεί. Για το λόγο αυτό γράφει ο G. Richter[5] πως: «για τον Έλληνα γλύπτη, ο υπέρτατος σκοπός του ήταν να ενσαρκώσει το όραμά του της θεότητας σ΄ένα άγαλμα μεγάλου ναού». Ενώ για τον Er. Rohde [6]: «Ακόμα και τα έργα που δε φαίνονται να έχουν άμεσα θρησκευτικό χαρακτήρα, αγάλματα των νικητών αθλητών, αναθηματικοί ανδριάντες, επιτάφια ανάγλυφα κ.λ.π, στην πραγματικότητα είχαν στενή σχέση με τη θρησκεία και ήταν έκφραση της πίστης του Ελληνικού λαού στη συμπαράσταση των θεών του στους αγώνες του, ή θεραπεία των νεκρών». Ποιά ήταν όμως τα βασικά χαρακτηριστικά της αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας, οι τρόποι άσκησης της λατρείας και οι κυριότερες θρησκευτικές εορτές των αρχαίων Ελλήνων, που καθόριζαν τη θρησκευτική τους πραγματικότητα θα μας απασχολήσει στη συνέχεια.

Η λατρεία των χθόνιων θεοτήτων κυριαρχούσε στο κοσμοείδωλο των ανθρώπων της προϊστορικής εποχής. Αργότερα με την επικράτηση του Ολύμπιου Πανθέου, δημιουργείται σαφής αντίθεση ανάμεσα στις ολύμπιες θεότητες, που εγκωμιάζουν τα ομηρικά και ησιόδεια έπη, και στις χθόνιες θεότητες, που αντιπροσωπεύουν τις αντιλήψεις των προϊστορικών χρόνων. Από τη μια, επικρατεί η αρχή της αποτροπής μέσω της προσφοράς, «σου δίνω, για να σε αποτρέψω» (do ut abeas) που σχετίζεται με τις παλαιές χθόνιες θεότητες, ενώ για τις νέες ολύμπιες θεότητες, επικρατεί η ομηρική αρχή της ανταπόδοσης «σου δίνω, για να μου δώσεις»[7] (do ut des). Όμως η πίστη στο επίσημο δωδεκάθεο του Ολύμπου, που εκφράζει την υψηλή «θεοσέβεια» της θρησκευτικής ζωής των αρχαίων Ελλήνων, συνυπήρχε με την αρχική αντίληψη της «δεισιδαιμονίας» που παρέμενε ζωντανή σε όλο το διάστημα της προϊστορικής και της ιστορικής περιόδου.

Η δεισιδαιμονία αυτή, που εκφραζόταν με την άσκηση των πρακτικών της μαγείας, αποδεικνύει τη διαχρονική σύνδεση με την πρωτόγονη μαγική αντίληψη και ταυτόχρονα την τεράστια συνειδησιακή διαφορά της από την επίσημη θρησκεία του δωδεκάθεου. Η οπισθοδρόμηση αυτή κάνει την C. Alexander[8] να αναρωτιέται: «Τα μεγάλα αριστουργήματα της Αρχαίας Ελλάδας είναι κληρονομιά μας, αλλά είναι αμφίβολο αν ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να κατανοήσει πλήρως το υπόβαθρό τους. Πώς μπορούμε στον 20ο αι., να εννοήσουμε τις μαγγανείες της Μήδειας, τη χρήση μαγικών ομοιωμάτων ή την επίκληση χθόνιων πνευμάτων; Ωστόσο, αυτές οι πρακτικές και οι δοξασίες ήταν συστατικά στοιχεία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού όσο και η περίφημη έννοια της δημοκρατίας ή τα αισθητικά ιδεώδη». Έτσι οι παλιές συνήθειες, που φαινομενικά έρχονται σε αντίθεση με τη φήμη της πόλης ως κέντρου φιλοσοφίας και γραμμάτων, κρατούσαν γερά και στην Αθήνα, όπου πλήθος μαγικών επωδών, χαραγμένων πάνω σε μολύβδινα αντικείμενα, αν κι έχουν ανακαλυφθεί σε όλη την Ελλάδα, οι περισσότερες των κλασικών χρόνων έχουν βρεθεί, ωστόσο, στην πόλη αυτή[9]. Η προσφυγή, λοιπόν, στη μαγεία και τα ξόρκια συνέχιζε να είναι τρέχουσα πρακτική. Εκτός από τα νεκροταφεία, άλλα μέρη που προσφέρονταν για μάγια ήταν τα πηγάδια και τα ιερά. Ευρήματα, όπως ομοιώματα εκείνων που ήθελαν να προσβάλουν σύμφωνα με την προϊστορική μαγική αντίληψη, και πινακίδες κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα μαγικών επωδών, από ερωτικά ξόρκια μέχρι κατάρες που τις αγόραζαν αγγειοπλάστες, ιδιοκτήτες καπηλειών και μαγαζάτορες για να κάνουν ζημιά στους ανταγωνιστές τους. Σύμφωνα με τον Καναδό αρχαιολόγο D. Jordan[10]: «Οι περισσότερες επωδές που βρέθηκαν στρέφονται εναντίον αντιδίκων», καθώς καμιά άλλη κοινωνία δεν υπήρξε πιο διάσημη για τη δικομανία της από την κλασική Αθήνα.

Η οικιακή λατρεία αποτελούσε ένα σημαντικό μέρος της λατρείας. Το κεντρικό της σημείο ήταν η Εστία, πάνω στην οποία απόθεταν μερικά τεμάχια φαγητού κατά τα γεύματα για τους θεούς, ενώ στο τέλος του γεύματος έχυναν λίγες σταγόνες κρασιού. Το κελάρι προστατευόταν από τους δικούς του θεούς και η αυλή από τον Εύκρειο Δία. Έξω από την πόρτα στεκόταν η λίθινη στήλη του Αγυϊέα Απόλλωνα και η τριπλή μορφή της Εκάτης που απομάκρυνε κάθε κακό.

Σημαντική ήταν ακόμα η λατρεία των νεκρών, δηλαδή των προγόνων, που ένωνε τους ζωντανούς με τα μέλη της φυλής που είχαν φύγει. Ο νεκρός ήταν ιερός, κατά τον Πλούταρχο «και γαρ όσιον τους μεθεστώτας ιερούς νομίζειν», πράγμα που δείχνει την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη της μετά θάνατον ζωής στη θρησκευτική αντίληψη των αρχαίων[11]. Ήταν ιερό καθήκον να φέρνουν προσφορές στους τάφους, σπονδές, χόες και δώρα από τροφές. Υποχρεωτικό ήταν και το καθήκον της ταφής του νεκρού σώματος.

Πολλές συνήθειες, ιεροτελεστίες εξαγνισμού και μερικά γεύματα έπρεπε να τηρηθούν σ΄ ένα σπίτι που πενθούσε και γενικά η φροντίδα των νεκρών είχε ανατεθεί στις γυναίκες. Η λατρεία των γυναικείων θεοτήτων που συνδέονταν με την ευφορία της γης κατείχε ένα σημαντικό μέρος από το καθημερινό τυπικό της αρχαιοελληνικής λατρείας. Κορυφαία και αρχέγονη θεότητα με αντίστοιχες ιδιότητες είναι η Γη που θεωρείτο μητέρα των αθανάτων θεών και των θνητών ανθρώπων. Ανάμεσα στα θεϊκά παιδιά της συγκαταλέγεται και η Δήμητρα.

Η Ελληνική θρησκεία ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την κοινότητα και τα μέρη που την αποτελούσαν, πολιτεία, φυλή και οικογένεια. Οι θρησκευτικές δραστηριότητες καθόριζαν τη ζωή των πολιτών. Το θρησκευτικό κέντρο της Πολιτείας ήταν η Εστία, στην αίθουσα του Συμβουλίου της Πολιτείας από την οποία οι άποικοι, που πήγαιναν να θεμελιώσουν νέες πόλεις μακριά, έπαιρναν τη φλόγα για την Εστία της δικής τους πόλης. Οι θεοί που προστάτευαν την φυλή και την πόλη, προστάτευαν επίσης και τα μέλη και έδειχναν την καλοσύνη τους σ΄αυτά. Η πίστη προς τους θεούς έδενε μαζί τα μέλη της φυλής και της πολιτείας σ΄ένα αναπόσπαστο κομμάτι. Το ιερό ή ο ναός ιδρυόταν σ΄ένα σημείο που θεωρείτο ιερό και η θεότητα έπαιρνε την ανάλογη ονομασία και συχνά λατρευόταν σ΄ένα μόνο σημείο. Η κάθε φυλή, η κάθε πολιτεία, ο κάθε τόπος, ακόμα και η κάθε οικογένεια είχε τον δικό της θεό ή τους θεούς προστάτες και πίστευαν ότι πραγματικά ο θεός είχε εγκατασταθεί στο ιερό μέρος που ήταν αφιερωμένο στο όνομά του. Σε αυτή την αφθονία των τόπων λατρείας μεγάλη συμμετοχή είχαν και οι πολυάριθμοι τοπικοί ήρωες στους οποίους αφιέρωναν βωμούς. Οι ήρωες βοηθούσαν τους δικούς τους και κανέναν άλλο.

Οι τελετουργικές θυσίες ήταν επίσης το κυριότερο συστατικό της δημόσιας ιδιωτικής λατρείας των αρχαίων Ελλήνων, γι΄ αυτό ο βωμός δεν έλειπε ποτέ, γιατί η θυσία ενός ζώου ήταν η κεντρική τελετή της Ελληνικής θρησκείας. Στον βωμό καίγονταν τα μέρη του ζώου που προορίζονταν για τους θεούς και εκείνοι που συμμετείχαν έψηναν τα δικά τους μερίδια στη φωτιά πάνω σ΄ αυτόν. Η τελετή της θυσίας ήταν ένα από κοινού γεύμα, που ένωνε θεούς και ανθρώπους σ΄έναν άρρηκτο δεσμό. Το γεύμα ήταν για αυτό το λόγο ιερό. Ως θυσία εθεωρείτο επίσης η προσφορά των πρώτων καρπών (απαρχή), η αφιέρωση (ευχή), το συμπόσιο (λοιβή, σπονδή), η προσευχή (ευχή, λιταί) που συνδέονταν κυρίως με μια σπονδή ή κάποια μικρή προσφορά. Η Πολιτεία είχε καθιερώσει μαζικές θυσίες με σκοπό να προσφέρει στους πολίτες της ένα πανηγύρι με κρέας και μια γιορτή, ξοδεύοντας υπέρογκα ποσά.

Οι πανηγύρεις ήταν οι πιο εμφανείς εκδηλώσεις συλλογικής άσκησης της λατρείας, αλλά ο καθένας μπορούσε ελεύθερα, άν ήθελε, να προσφέρει στους θεούς θυσίες, ύμνους και προσευχές. Μέσα στο ναό, εμπρός από το άγαλμα του θεού, βρισκόταν συνήθως ένα τραπέζι, όπου ο καθένας μπορούσε να πλησιάσει το θεό και να του προσφέρει αναίμακτες θυσίες και προσφορές, γλυκά και φρούτα. Η πρακτική του αφιερώματος ή αναθήματος (τίθη), δηλαδή να υπόσχεται σαν τάμα ένα δώρο, κάνοντας μια ευχή και να το προσφέρει στο θεό, ήταν γνωστό και στην αρχαία Ελλάδα. Όμως εκείνος που πλησίαζε στους θεούς για να τους προσφέρει μια θυσία, να τους κάνει μια αίτηση ή να επισκεφτεί τον ιερό τους τόπο, θα έπρεπε να ήταν ελεύθερος από κάθε μίανση, να ήταν τελετουργικά αγνός. Γι΄αυτό, στην αρχή της θυσίας, πραγματοποιούσαν διάφορους εξαγνισμούς στην είσοδο του ναού με ραντισμούς νερού, πριν εισέλθει κανείς στον ιερό χώρο. Η μίανση καθαριζόταν με νερό σαν τη βρωμιά. Αν χρειαζόταν ένας καλύτερος εξαγνισμός για μεγαλύτερες ενοχές, όπως από ενοχή αίματος, τότε θυσιαζόταν ένα γουρουνάκι που το αίμα του χρησίμευε ως κάθαρση.

Τέλος, ενδεικτικό της θρησκευτικότητας των αρχαίων Ελλήνων είναι το γεγονός πως οι μάντεις συνόδευαν πάντα τους στρατούς στις εκστρατείες, ενώ συμβουλεύονταν οπωσδήποτε το Μαντείο των Δελφών πριν ξεκινήσουν κάτι σημαντικό. Η αρχαία ελληνική ιστορία βρίθει από παραδείγματα θρησκευτικότητας. Οι Σπαρτιάτες ανέβαλλαν την άφιξή τους στο Μαραθώνα λόγω της εορτής των Καρνείων, ενώ η μάχη στις Πλαταιές καθυστέρησε για αρκετές ημέρες και από τις δύο πλευρές, των Ελλήνων και των Περσών, εξαιτίας ενός χρησμού του Μαντείου. Στην Αθήνα και αλλού, ο Άρχων-Βασιλιάς ήταν συχνά προϊστάμενος των θρησκευτικών τελετών. Ακόμα και οι μεγάλοι πανελλήνιοι αθλητικοί αγώνες, που διεξάγονταν προς τιμή των θεών στους χώρους γύρω από τα ιερά τους ήταν κατά βάση θρησκευτικοί. Τέτοιοι ήταν οι αγώνες στην Ολυμπία κάθε τέσσερα χρόνια χάριν του Ολυμπίου Διός, στα Νέμεα κάθε δύο χρόνια χάριν του Δία πάλι, και ήταν συνδεδεμένοι με ταφικούς αγώνες όπου οι ελλανοδίκες φορούσαν πένθιμο ένδυμα, στα Πύθεια χάριν του Απόλλωνα, κάθε οκτώ στη αρχή και έπειτα κάθε τέσσερα χρόνια, και στα Ίσθμια κάθε δύο χρόνια χάριν του Ποσειδώνα.

Παρόμοια διοργανώνονταν και καλλιτεχνικοί αγώνες, μουσικοί και θεατρικοί, τα έπαθλα των οποίων αφιερώνονταν στους θεούς. Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς και τις γιορτές που λάμβαναν χώρα καθόλο το έτος, μπορεί να έχει μια επαρκή εικόνα της έντονης θρησκευτικής δραστηριότητας των αρχαίων Ελλήνων. Οι πιο σημαντικές γιορτές των Αθηναίων και άλλων Ελλήνων ήταν τα Ελευσίνια, τα Παναθήναια, τα Ανθεστήρια, τα Θαργήλια, τα Σκιροφόρια, τα Πυανέψια, τα Θεσμοφόρια, κ.α. Οι ναοί αποτελούσαν άσυλο για τους καταδιωκόμενους και τους δούλους, ενώ συχνή ήταν ακόμα η αναφορά στους θεούς στην καθομιλουμένη γλώσσα και η επίκλησή τους ως εγγυητές των συνθηκών και των όρκων στην καθημερινή ζωή, με εκφράσεις όπως «Νή Δία» ή «Μα Δία». Τα συμπόσια επίσης άρχιζαν πάντα με σπονδές στους θεούς.
-----------------------------
[1] «Υπηρέτρια της θρησκείας»

[2] Από το ρήμα «ξέω», το ξύσιμο του ξύλου.

[3] Από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «αγάλλομαι» = Χαίρομαι. Επειδή μόνο ο Θεός εννοείται σαν υποκείμενο του αγάλλεσθαι πήρε τη σημασία κάθε όμορφου πράγματος που κάνει το Θεό να χαίρεται, κάθε αφιέρωμα σε εκείνον.

[4] Βλ.: ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ «Ο Πλάτων και η Τέχνη». Εκδ. Νεφέλη. Αθήνα-1986, σ. 135,148-156, CH. PICARD «La sculpture antique. Des origines a Phidias». Paris 1923, σ.233, Χ.Ι. ΚΑΡΟΥΖΟΥ, »Περικαλλές άγαλμα» σ. 6 κ.π, σ. 19κ.β, 20 κ.γ.

[5] G. RICHTER: «The sculpture ahd skulptors of the Greeks» London 1930, σ. 29.

[6] ERWIN ROHDE: «Psyche». Tubingen 1925.

[7] ΟΜΗΡΟΣ: ΙΛ. Α.40, ΑΙΣΧ: «Χοηφόροι», στ. 255-257, επίσης στο χορό των γυναικών στο δράμα «Επτά επί Θήβας».

[8] CAROLINE ALEXANDER -NATIONAL GEOGRAPHIC: «Αρχαία Ελλάδα-Μεγαλείο και Δόξα, μέρος 2ο», σ. 8. Τευχ. Φεβρ. 2000.

[9] Ο Πλάτων καταδικάζει στην «Πολιτεία» τους μάγους, που εκαλούντο Ορφεοτελεστές, ως αγύρτες και μάντεις που: «μπαινοβγαίνουν στα σπίτια των πλουσίων και τους πείθουν πως έχουν από θεία παραχώρηση τη δύναμη…αν θέλουν να βλάψουν κανένα τους εχθρό…αυτοί με κάτι μαγικά ξόρκια και μ΄άλλες μαγγανείες τα καταφέρνουν να τους εξυπηρετούν οι θεοί». «Πολιτεία», Βιβλίο Β΄, Διάλογος Σωκράτη-Γλαύκωνος.

[10] DAVID JORDAN: NATIONAL GEOGRAPHIC: «Αρχαία Ελλάδα-Μεγαλείο και Δόξα, μέρος 2ο». Τευχ. Φεβρ. 2000.

[11] Συχνή είναι η εμφάνιση των ψυχών των νεκρών στις αρχαίες τραγωδίες: Ο Δαρείος στους «Πέρσες» του Αισχύλου, ο Αγαμέμνων στην ομώνυμη τραγωδία, η Κλυταιμνήστρα στις «Ευμενίδες» και κατά συνέπεια σε νεώτερα θεατρικά έργα όπως στον «Άμλετ» του Σαίξπηρ, στον «Δον Ζουάν» του Μολιέρου κ.αλ.