Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2016

ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΒΙΩΝ - Ἐπιτάφιος Ἀδώνιδος (29-67)

Αποτέλεσμα εικόνας για Ἐπιτάφιος ἈδώνιδοςὬλεσε τὸν καλὸν ἄνδρα, σὺν ὤλεσεν ἱερὸν εἶδος.
30Κύπριδι μὲν καλὸν εἶδος ὅτε ζώεσκεν Ἄδωνις·
κάτθανε δ᾽ ἁ μορφὰ σὺν Ἀδώνιδι. «τὰν Κύπριν αἰαῖ»,
ὤρεα πάντα λέγοντι, καὶ αἱ δρύες· «αἲ τὸν Ἄδωνιν»·
καὶ ποταμοὶ κλαίοντι τὰ πένθεα τᾶς Ἀφροδίτας,
καὶ παγαὶ τὸν Ἄδωνιν ἐν ὤρεσι δακρύοντι,
35ἄνθεα δ᾽ ἐξ ὀδύνας ἐρυθαίνεται, ἁ δὲ Κυθήρα
πάντας ἀνὰ κναμώς, ἀνὰ πᾶν νάπος οἰκτρὸν ἀείδει·
«αἰαῖ τὰν Κυθέρειαν, ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις.»
Ἀχὼ δ᾽ ἀντεβόασεν· «ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις.»
Κύπριδος αἰνὸν ἔρωτα τίς οὐκ ἔκλαυσεν ἂν αἰαῖ;
40Ὡς ἴδεν, ὡς ἐνόησεν Ἀδώνιδος ἄσχετον ἕλκος,
ὡς ἴδε φοίνιον αἷμα μαραινομένῳ περὶ μηρῷ,
πάχεας ἀμπετάσασα κινύρετο· «μεῖνον, Ἄδωνι,
δύσποτμε μεῖνον Ἄδωνι, πανύστατον ὥς σε κιχείω,
ὥς σε περιπτύξω καὶ χείλεα χείλεσι μίξω.
45ἔγρεο τυτθόν, Ἄδωνι, τὸ δ᾽ αὖ πύματόν με φίλησον,
τοσσοῦτόν με φίλησον ὅσον ζώει τὸ φίλημα,
ἄχρις ἀποψύχῃς ἐς ἐμὸν στόμα κεἰς ἐμὸν ἧπαρ
πνεῦμα τεὸν ῥεύσῃ, τὸ δέ σευ γλυκὺ φίλτρον ἀμέλξω,
ἐκ δὲ πίω τὸν ἔρωτα. φίλημα δὲ τοῦτο φυλάξω
50ὡς αὐτὸν τὸν Ἄδωνιν, ἐπεὶ σύ με, δύσμορε, φεύγεις,
φεύγεις μακρόν, Ἄδωνι, καὶ ἔρχεαι εἰς Ἀχέροντα
πὰρ στυγνὸν βασιλῆα καὶ ἄγριον, ἁ δὲ τάλαινα
ζώω καὶ θεός ἐμμι καὶ οὐ δύναμαί σε διώκειν.
λάμβανε, Περσεφόνα, τὸν ἐμὸν πόσιν· ἐσσὶ γὰρ αὐτά
55πολλὸν ἐμεῦ κρέσσων, τὸ δὲ πᾶν καλὸν ἐς σὲ καταρρεῖ.
ἐμμὶ δ᾽ ἐγὼ πανάποτμος, ἔχω δ᾽ ἀκόρεστον ἀνίαν
καὶ κλαίω τὸν Ἄδωνιν, ὅ μοι θάνε, καί σε φοβεῦμαι.
θνᾴσκεις, ὦ τριπόθητε, πόθος δέ μοι ὡς ὄναρ ἔπτα,
χήρα δ᾽ ἁ Κυθέρεια, κενοὶ δ᾽ ἀνὰ δώματ᾽ Ἔρωτες.
60σοὶ δ᾽ ἅμα κεστὸς ὄλωλε. τί γάρ, τολμηρέ, κυνάγεις;
καλὸς ἐὼν τί τοσοῦτον ἐμήναο θηρὶ παλαίειν;»
ὧδ᾽ ὀλοφύρατο Κύπρις, ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες·
«αἰαῖ τὰν Κυθέρειαν· ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις.»
Δάκρυον ἁ Παφία τόσσον χέει, ὅσσον Ἄδωνις
65αἷμα χέει· τὰ δὲ πάντα ποτὶ χθονὶ γίνεται ἄνθη.
αἷμα ῥόδον τίκτει, τὰ δὲ δάκρυα τὰν ἀνεμώναν.
αἰάζω τὸν Ἄδωνιν· «ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις.»

***
Τον ώριον άντρα και μαζί τα θεία της χάνει κάλλη.30Αχ όσο ζούσε ο Άδωνης, ήταν ωραία η Κύπρη·χάθηκε αυτός, μαράθηκε μαζί του κι η ομορφιά της.«Μαύρε Άδωνη» λεν τα δεντρά, «μαύρη Κυθέρεια» τα όρη·κλαιν για της Κύπρης τον καημό, κλαιν όλα τα ποτάμια,και για τον Άδωνη οι πηγές στα όρη δάκρυα χύνουν,35και τ᾽ άνθη από τον πόνο τους σκουραίνουν, η Κυθήρηπαντού σε σιάδια και βουνά λέει θλιβερό τραγούδι:«Μαύρη Κυθέρεια, χάθηκε, αχ, ο Άδωνης ο ωραίος.»Κ η Ηχώ αντιβούιξε: «Χάθηκε, αχ, ο Άδωνης ο ωραίος.»Ποιός για τον πικρό έρωτα δε θα ᾽κλαιγε της Κύπρης;
40Ως βλέπει, ως νιώθει αγιάτρευτη πως ήταν η πληγή τουκαι στο μηρί, που ζάρωνε, το μαύρο του αίμα ως βλέπει,απλώνει αυτή τα χέρια της. «Άδωνη,» κράζει «στάσου,νά ᾽ρθω κοντά σου για στερνή φορά, να σ᾽αγκαλιάσω,δύστυχε, και τα χείλια μου στα χείλια σου να βάλω.45Λιγάκι σήκω, για στερνή φορά να με φιλήσεις,όση είναι του φιλιού η ζωή, για τόσο φίλησέ με,ώσπου η ψυχή σου να διαβεί στο στόμα μου, η πνοή σουνα τρέξει εντός μου, τη γλυκιά μαγεία σου να ρουφήξωκι όλο να πιω τον έρωτα. Θα το φυλάξω τούτο,50σα να ᾽σουν ο ίδιος, το φιλί, μια και μακριά μου φεύγεις·φεύγεις και στον Αχέροντα πηγαίνεις, Άδωνή μου,στον κρύο, τον άγριο βασιλιά, κι εγώ θεά ᾽μαι η δόλιακαι ζω, και δεν μπορώ να ᾽ρθω μαζί σου. Περσεφόνη,πάρε τον άντρα μου· είσ᾽ εσύ πιο δυνατή από μένα55κι ό,τι στον κόσμο είν᾽ όμορφο δικό σου ειναι στο τέλος.Κι ο πόνος μου είν᾽ αχόρταγος, κι είμαι άμοιρη, και κλαίωτον Άδωνή μου που έχασα, κι εσένα σε φοβούμαι.Πας, μυριοπόθητε· όνειρο κι ο πόθος μου, και σβήνει·έρμη η Κυθέρεια, κι οι Έρωτες στο σπίτι μου άπραγοι είναι.60Μ᾽ εσένα παν της ζώνης μου τα μάγια. Τα κυνήγιατί τα ᾽θελες, απόκοτε; Γιατί, με τέτοια κάλλη,μανία σού μπήκε με θεριό να πας και να τα βάλεις;»Έτσι τον θρήνησε και κλαιν και οι Έρωτες μαζί της:«Μαύρη Κυθέρεια, χάθηκε, αχ, ο Άδωνης ο ωραίος.»
Όσο αίμα χύνει ο Άδωνης, τόσα η Παφία δάκρυα·65κι όπως στο χώμα πέφτουνε, λουλούδια γίνονται όλα.Απ᾽ το αίμα ρόδο φύτρωσε, απ᾽ τα δάκρυα η ανεμώνη.Θρηνώ τον Άδωνη: «Έσβησε, αχ, ο Άδωνης ο ωραίος.»

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΗΘΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

Αποτέλεσμα εικόνας για  Ο Αριστοτέλης μιλάει για την αρετή Ο Αριστοτέλης μιλάει για την αρετή
 
Νύχτα ακόμη, πολύ προτού φέξει, ξύπνησε εκείνο το πρωί ο Σωκράτης από ένα δυνατό χτύπημα στην εξώθυρα του σπιτιού του, κι όταν οι άνθρωποι του σπιτιού άνοιξαν την πόρτα, όρμησε μέσα, όλος φούρια, ένας νεαρός Αθηναίος, γνωστός του Σωκράτη, ο Ιπποκράτης, ο οποίος δεν άργησε να δείξει το παραξένισμά του που έβρισκε τον Σωκράτη να κοιμάται ακόμη: Πώς μπορούσε, ύ­στερα από το τόσο μεγάλο για την πόλη τους νέο; Είχε ρθει στην Αθήνα ο Πρωταγόρας! Δεν ήταν αυτό ένα πολύ μεγάλο νέο, για να μπορεί κανείς να κοιμάται ήσυχος και αδιάφορος; Ο Σωκράτης ζήτησε να μάθει από τον Ιππο­κράτη τι, στ' αλήθεια, σήμαινε για κείνον το γεγονός αυτό, κι εκείνος του ζήτη­σε τη χάρη, την πιο μεγάλη που θα μπορούσε να του κάνει: να τον συστήσει στον Πρωταγόρα (φιλοξενούνταν στο σπίτι του Κάλλια, του γιου του Ιππόνικου), ώστε να θελήσει ο μεγάλος δάσκαλος να τον δεχτεί για μαθητή του· για λεφτά να μην τον ένοιαζε· ήταν έτοιμος να πληρώσει ό,τι θα του ζητούσε. Ο Σωκράτης προσπάθησε με διάφορες ερωτήσεις να συγκρατήσει την ορμή του νέου: Τι ήταν λοιπόν αυτό το τόσο σημαντικό που μπορούσε να του μάθει ο Πρωταγόρας, έναντι αδρής μάλιστα αμοιβής; Ή - με άλλα λόγια -  Τι θα γι­νόταν ο Ιπποκράτης ύστερα από τη μαθητεία του στον Πρωταγόρα; Τα ερωτή­ματα αποδείχτηκαν πολύ δύσκολα για τον νεαρό Ιπποκράτη: τα πράγματα - ό­πως φάνηκε - δεν ήταν καθόλου ξεκαθαρισμένα μέσα στο μυαλό του. Εν πάση περιπτώσει ο Σωκράτης δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να αρνηθεί στον νεαρό του φίλο τη χάρη που εκείνος, με τόση επιμονή και λαχτάρα, του είχε ζητήσει. Κίνη­σαν λοιπόν για το σπίτι του Κάλλια1. Στον διάλογο του Πρωταγόρας ο Πλάτων, αληθινός μάστορης του λόγου, μας περιγράφει ολοζώντανη τη σκηνή που ο Σω­κράτης και ο νεαρός Ιπποκράτης αντίκρυσαν φτάνοντας στο σπίτι του Κάλλια.

        Εγώ δεν θα επαναλάβω εδώ όλες τις λεπτομέρειες, θα σας θυμίσω μόνο πως στην ερώτηση —κάποια στιγμή— του Σωκράτη προς τον Πρωταγόρα για το τι επρόκειτο να μάθει από αυτόν ο νεαρός, άμα γινόταν μαθητής του, ο Πρωτα­γόρας απάντησε ότι «τό μάθημα ἐστίν εὐβουλία περί τῶν οἰκείων, ὅπως ἄν ἄριστα τήν αὑτοῦ οἰκίαν διοικοῖ, καί περί τῶν τὴς πόλεως, ὅπως τά τῆς πό­λεως δυνατώτατος ἄν εἴη καί πράττειν καί λέγειν» [με δικά μας λόγια: «Από τη διδασκαλία μου κερδίζει κανείς - άρα και ο νεαρός σου φίλος, Σωκράτη - την ικανότητα να σκέφτεται σωστά για τις υποθέσεις του σπιτιού του (πώς να κυβερνά με τον καλύτερο τρόπο το νοικοκυριό του) και για τις υποθέσεις της πολιτείας (πώς να γίνει ένας ασυναγώνιστος πολιτικός και στα έργα και στους λόγους)»].
 
         Η μικρή ιστορία που σας διηγήθηκα μας μεταφέρει κάπου στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ., μια αληθινά ενδιαφέρουσα εποχή, για πολλούς μάλιστα λόγους. Ένας από αυτούς - από τους σημαντικότερους - το ότι ακριβώς εκεί­νη την εποχή άρχισαν να οργανώνονται πάνω σε επιστημονικές - θα λέγαμε ε­μείς σήμερα - βάσεις η αγωγή και η επιστήμη που έχει για θέμα της τις πρά­ξεις των ανθρώπων, η ηθική· γραπτές πραγματείες με αυτό το περιεχόμενο άρ­χισαν τότε να προσφέρονται άφθονες στο πλατύ κοινό, και, φυσικά, πρώτη υ­ποχρέωση των «επιστημών» αυτών ήταν να δηλώνουν με τρόπο σαφή τι τέλος πάντων ήταν σε θέση να προσφέρουν στον άνθρωπο.
 
Όπως η ιατρική, η αρχι­τεκτονική και διάφορες άλλες τέχνες (έτσι έλεγαν τότε αυτό περίπου που εμείς σήμερα ονομάζουμε επιστήμες) ήταν σε θέση να δηλώνουν ποια ήταν ακριβώς η συμβολή τους, την ίδια υποχρέωση είχαν και αυτές οι επιστήμες. Έτσι άρχι­σαν τότε να κάνουν την εμφάνιση τους διάφορες λέξεις-όροι, που απαντούσαν σ' αυτό ακριβώς το ερώτημα: «Πού αποβλέπει η ηθική ως επιστήμη; Τι επιδιώ­κει να αποκαλύψει ή να διδάξει στον άνθρωπο;» Την απάντηση του Πρωταγό­ρα την ακούσαμε μόλις πριν από λίγο - τη σχετική, βέβαια, διήγηση τη χρω­στούμε στον Πλάτωνα, φαίνεται όμως πως δεν έχουμε κανέναν λόγο να αμφι­βάλλουμε πως ήταν πράγματι του Πρωταγόρα η λέξη που έβαλε στο στόμα του μεγάλου σοφιστή ο Πλάτων. Ο Πρωταγόρας λοιπόν δίδασκε την εὐβουλίαν -  κι εμείς ακούσαμε πριν από λίγο το περιεχόμενο της διδασκαλίας του, όπως αυτό συνοψιζόταν σ' αυτόν τον όρο. Την ίδια περίπου εποχή ένας άλλος μεγά­λος σοφός, ο Δημόκριτος, χρησιμοποιούσε, αντίθετα, τον όρο ευθυμία, θέλον­τας αυτός να δηλώσει την πιο επιθυμητή για τον άνθρωπο κατάσταση2. Δεν είναι, έμοιαζε να λέει ο Δημόκριτος, οι πράξεις το μεγαλύτερο για τον άνθρωπο αγαθό· στην πραγματικότητα, η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται - πρέπει να σήμαινε η λέξη αυτή του Δημόκριτου - στην ηρεμία του θυμικού, που δεν πρέ­πει να ταράσσεται ούτε από την υπερβολική φιλοδοξία ούτε από τον φόβο μπροστά στα πράγματα που υπάρχουν επάνω ή κάτω από τη γη. Η παράδοση, πάλι, μας πληροφορεί ότι ο Δάμων3, φίλος του Περικλή και δάσκαλος του στη μουσική, μιλούσε - στα ίδια πάντοτε μέσα συμφραζόμενα - για την εὐκοσμίαν, λέξη-όρο με την οποία ο πρώτος αυτός Αθηναίος σοφιστής πρέπει να εννοούσε κυρίως την πειθαρχία του πολίτη, ενώ κάποιος Σωκρατικός, πολεμώντας όλους αυτούς τους όρους, πρέπει να χρησιμοποίησε τον όρο ευτυ­χία4, διακηρύσσοντας - προφανώς - ότι δεν έχει καμιά σημασία ποιες ικανό­τητες έχει ο κάθε άνθρωπος, αφού - στο τέλος - το παν εξαρτάται από την καλή του τύχη.
 
        Είπα να περιδιαβάσουμε κάπως στον χώρο αυτό, για να σας θυμίσω πως εδώ ανήκει και ο όρος εὐδαιμονία, ένας όρος με τον οποίο το μεγάλο τέκνο των Σταγείρων, ο Αριστοτέλης, έκρινε σκοπιμότερο να ονοματίσει το «ἀκρότατον τῶν πρακτῶν ἀγαθῶν», όπως εκείνος είπε, το ύψιστο δηλαδή από τα α­γαθά που πετυχαίνουν με τις πράξεις τους οι άνθρωποι5. Η λέξη, όπως βέβαια δείχνουν τα συστατικά της, σήμαινε αρχικά την εύνοια του δαίμονος, του θεί­ου, βρισκόταν επομένως ο όρος αυτός πολύ κοντά, θα λέγαμε, στον όρο ευτυ­χία, αφού, όπως εκεί (στην ευτυχία), έτσι και εδώ (στην ευδαιμονία) εννοείται κάτι που δεν το πετυχαίνει ο άνθρωπος δι' εαυτού, αλλά κάτι που για να το α­ποκτήσει, πρέπει να το ζητήσει με προσευχή από το θεό. Είμαστε, από την άλ­λη, σε θέση να βεβαιωθούμε πως η λέξη αυτή είχε μια περίεργη σημασιολογική εξέλιξη. Ήδη ο Ηράκλειτος, ο μεγάλος Εφέσιος σοφός που έζησε γύρω στο 500 π.Χ., είχε πει ότι «ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων»6, «δαίμων για τον άνθρωπο δεν εί­ναι παρά ο χαρακτήρας του». Το ίδιο είχε πει και ο Δημόκριτος, αυτός μάλι­στα με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια· εὐδαιμονίη ψυχῆς καί κακοδαιμονίη διαβάζουμε στο απόσπασμα Β 1707, και θέλει να πει: «είναι υπόθεση της ψυχής η ευδαιμονία και η κακοδαιμονία», ενώ σε ένα άλλο απόσπασμα (Β 171)7 δια­βάζουμε ότι ἡ εὐδαιμονίη οὐκ ἐν βοσκήμασιν οἰκεῖ οὐδέ ἐν χρυσῷ· ψυχή οἰκητήριον δαίμονος, που πάει να πει: «η ευδαιμονία δεν κατοικεί = δεν έχει να κάνει με τα πλούσια κοπάδια και με το χρυσάφι· η ψυχή είναι η κατοικία του δαίμονος = με την ψυχή έχει να κάνει ο δαίμων» (ίσως ήθελε να πει: η ευ­δαιμονία και η κακοδαιμονία). Όλα αυτά θέλουν να πουν πως αυτό ακριβώς που ο άνθρωπος περιμένει από τον δαίμονα, από το θείον, το έχει, στην πραγ­ματικότητα, μέσα στον ίδιο τον εαυτό του· με άλλα λόγια: όλοι οι άνθρωποι ε­πιζητούν την ευδαιμονία, μόνο όμως από τις δικές τους πράξεις εξαρτάται αν θα φτάσουν κάποτε ή όχι σ' αυτήν. Όλες λοιπόν αυτές οι ιδέες πρέπει, στο τέ­λος, να έγιναν καθοριστικές για του Αριστοτέλη τη σκέψη· το αποτέλεσμα ήταν ο ορισμός του της ευδαιμονίας όπως τον διαβάζουμε στα Ηθικά του Νικομάχεια8: «ἡ εὐδαιμονία ἐστί ψυχῆς ἐνέργειά τις κατ' ἀρετήν τελείαν». Ενέρ­γεια λοιπόν, κατά τον Αριστοτέλη, η ευδαιμονία του ανθρώπου, όχι κατάστα­ση, και πάντως ενέργεια της ψυχής του, με τους κανόνες της τέλειας αρετής.
 
        Στην πραγματικότητα με τις παρατηρήσεις αυτές φτάσαμε στο κεντρικότε­ρο σημείο της ηθικής διδασκαλίας του Αριστοτέλη: πως το μέσο για την επί­τευξη του ύψιστου για τους ανθρώπους αγαθού - ο ίδιος το έλεγε, είπαμε, εὐδαιμονία - είναι η αρετή. Εύκολα, τότε, αντιλαμβάνεται κανείς γιατί ο προσδιορισμός του περιεχομένου της έννοιας αρετή - αντίστοιχης, από κά­ποια άποψη, προς την έννοια αγαθόν— πρέπει να ήταν η μόνιμη έγνοια του Αριστοτέλη σε όλη τη διάρκεια της φιλοσοφικής - και της διδακτικής - του δραστηριότητας: πώς αλλιώς, πράγματι, να εξηγήσουμε από τη μια το γεγονός ότι για να απαντήσει στο ερώτημα αυτό ο Αριστοτέλης έγραψε τελικά τρία ο­λόκληρα έργα, όχι μάλιστα από τα μικρότερα του (τα Ηθικά μεγάλα, τα Ηθικά Ευδήμια και τα Ηθικά Νικομάχεια - το τελευταίο την εποχή των πιο ώριμων χρόνων του), και από την άλλη το γεγονός ότι και σε άλλα έργα του, με εντε­λώς άλλο περιεχόμενο, δεν παρέλειπε να εκμεταλλεύεται κάθε ευκαιρία που του πρόσφεραν τα θέματα του για να θέτει το ερώτημα που τον απασχολού­σε - μαζί, φυσικά, και για να αναζητεί μιαν ικανοποιητική απάντηση σ' αυτό;
 
Τέτοιου «ευκαιριακού» λόγου παράδειγμα μας προσφέρει, ας πούμε, το έ­κτο κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου της Ρητορικής. Το θέμα που πραγματεύεται εκεί ο Αριστοτέλης είναι το «συμβουλευτικόν γένος των λόγων»· η συζήτηση έχει κάνει φανερό ότι το έργο του συμβουλευτικού ρήτορα είναι η προτροπή και η αποτροπή· αυτό σημαίνει, διδάσκει ο Αριστοτέλης, ότι ο συμβουλευτικός ρήτορας οφείλει να γνωρίζει «περί ποῖα ἀγαθά ἤ κακά» πρέπει να είναι έτοι­μος να δίνει τις συμβουλές του στο ακροατήριο του· αυτό θα δώσει στον Αριστοτέλη την αφορμή να αναζητήσει - για λογαριασμό του ρήτορα, στην πραγ­ματικότητα όμως για να ανταποκριθεί σε μια δική του, μόνιμη λαχτάρα - τον ορισμό του αγαθου9.
 
        Τα Τοπικά, το έργο που κατά τη γνώμη ειδικών μελετητών πρέπει να είναι από τα παλιότερα του αριστοτελικού Corpus, μας προσφέρουν ένα δεύτερο α­νάλογο παράδειγμα: Στο πρώτο κεφάλαιο του τρίτου βιβλίου ο λόγος είναι για τον τόπον «πότερον αἱρετώτερον ἤ βέλτιον δυεῖν ἤ πλειόνων» (= ποιο από δύο ή περισσότερα πράγματα είναι προτιμότερο ή καλύτερο)· η συζήτηση οδη­γεί στην απαρίθμηση διάφορων «βελτιόνων», που είναι, ή πρέπει να είναι, γι αυτό «αἱρετώτερα»· μια ομάδα από αυτά δηλώνονται με την έκφραση «ὅσα οἱ πλείους αἰροῦνται ἤ πάντες ἤ πάντα» (= «όσα προτιμούν οι περισσότεροι ή όλοι ή όλα») - αυτή όμως είναι ή περίπτωση του αγαθόν: ο ορισμός του αγαθόν που ακολουθεί10 είναι στην πραγματικότητα ένα από τα πολλά χωρία των Το­πικών που μπορούν να δείξουν από πόσο παλιά είχε αρχίσει να απασχολεί τον Αριστοτέλη το ερώτημα - μαζί, φυσικά, και η επιθυμία του να δώσει ο ί­διος μια συγκεκριμένη και ικανοποιητική απάντηση σ' αυτό.
 
        Από πολύ νωρίς λοιπόν ο Αριστοτέλης είχε βεβαιωθεί πως μόνο με έναν σαφή και οριστικό καθορισμό του περιεχομένου της έννοιας αγαθόν θα γινό­ταν επιτέλους δυνατό να προσδιορισθεί το περιεχόμενο του «ἀκρότατου τῶν πρακτῶν ἀγαθῶν», της ανθρώπινης ευδαιμονίας, όπως είδαμε παραπάνω11, η οποία, στο κάτω κάτω, αποτελεί τον τελικό πρακτικό στόχο όλων αυτών των θεωρητικών αναζητήσεων. Ακριβώς ο ορισμός του της ευδαιμονίας υποχρέω­σε, είδαμε, τον Αριστοτέλη να αναζητήσει επίμονα, αλλά με πολύ ρεαλισμό12, τον ορισμό της αρετής: στην πραγματικότητα τα Ηθικά Νικομάχεια είναι, σχε­δόν στο σύνολο τους, μια διεξοδικότατη διερεύνηση του ενδιαφέροντος αυτού θέματος.
 
         Η ανάλυση του στα Ηθικά Νικομάχεια αρχίζει με το δεύτερο βιβλίο13, ήδη όμως στο τελευταίο κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου οι αρετές διακρίνονται σε ηθικές και διανοητικές «κατά την διαφοράν» που παρουσιάζουν μεταξύ τους τα μέρη της ψυχής14 (η πρώτη αριστοτελική «διαίρεση» της ψυχής στα μέρη «ἄλογον» και «λόγον ἔχον» οδηγεί στην τελική διάκριση μεταξύ των «μερών» που παίρνουν τελικά τα ονόματα «φυτικόν», «ἐπιθυμητικόν» και «τό κυρίως λόγον ἔχον»15). Των διανοητικών αρετών το κύριο γνώρισμα είναι ότι «τό πλεῖον ἐκ διδασκαλίας ἔχουσι καί τήν γένεσιν καί τήν αὔξησιν» και επομέ­νως η απόκτηση τους προϋποθέτει «ἐμπειρίαν και χρόνον»: είναι φανερός ο πρωταρχικός ρόλος που στην περίπτωση τους ο Αριστοτέλης αναθέτει στον διδάσκοντα. Σε αντίθεση με αυτές οι ηθικές αρετές «περιγίνονται ἐξ ἔθους» (= είναι αποτέλεσμα εθισμού, συνήθειας): είναι φανερό πως στην περίπτωση αυτή το βάρος πέφτει κατά κύριο λόγο στο ίδιο το άτομο που ενδιαφέρεται για την απόκτηση αυτών των αρετών, αφού - σε τελευταία ανάλυση - αυτή εξαρτάται από τη δική του αδιάκοπη άσκηση. Τις λογικές συνέπειες του ορισμού των ηθι­κών αρετών ο Αριστοτέλης θα τις συναγάγει αμέσως από την αρχή: Αν οι ηθι­κές αρετές «περιγίνονται ἐξ ἔθους», τότε: α) «οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται» (= καμιά ηθική αρετή δεν υπάρχει μέσα μας εκ φύσεως, εκ γενετής), αφού «οὐθεν τῶν φύσει ὄντων ἄλλως ἐθίζεται» (= σε κανένα ον δεν μπορούν να αλλάξουν με τη διαδικασία του εθισμού τα φυσικά του χαρα­κτηριστικά) και οι ηθικές αρετές είναι αποτέλεσμα εθισμού· β) μολονότι οι ηθικές αρετές δεν είναι έμφυτες στον άνθρωπο, η απόκτηση τους δεν είναι κάτι αντίθετο προς την ανθρώπινη φύση: στην πραγματικότητα ο άνθρωπος είναι προικισμένος από τη φύση με την ικανότητα να τις δέχεται, μόνο που η έμφυτη αυτή ικανότητα είναι απαραίτητο να συνδυάζεται με την άσκηση: η τελείωση του ανθρώπου στην αρετή γίνεται, λέει ο Αριστοτέλης, «οἷα τοῦ ἔθους». Η α­πόκτηση μιας ηθικής αρετής είναι, επομένως, από κάποια άποψη, κάτι ανάλο­γο με την εκμάθηση των τεχνών: τεχνίτης γίνεται κανείς μόνο αν ασκηθεί με ε­πιμονή στην τέχνη του οἰκοδομοῦντες οἰκοδόμοι γίνονται καί κιθαρίζοντες κιθαρισταί»), με τον ίδιο όμως τρόπο γίνεται κανείς - λέει πάντοτε ο Αριστοτέλης - και δίκαιος ή σώφρων ή ανδρείος. «Πράττοντες», πράγματι, «τά ἐν τοῖς συναλλάγμασι τοῖς πρός τούς ἀνθρώπους γινόμεθα δίκαιοι», ό­πως «πράττοντες τά ἐν τοῖς δεινοῖς καί ἐθιζόμενοι θαρρεῖν γινόμεθα ἀνδρεῖοι» (με δικά μας λόγια: «η καθημερινή, συνεχής και αδιάλειπτη συναλ­λαγή μας με τους ανθρώπους είναι που μας κάνει δίκαιους», όπως ακριβώς «η αδιάλειπτη άσκηση μας να μένουμε θαρραλέοι μπροστά στους κινδύνους μας κάνει ανδρείους». Προσοχή όμως, γιατί με τον ίδιο τρόπο γινόμαστε και άδι­κοι ή δειλοί, «πράττοντες» πάλι «τά ἐν τοῖς συναλλάγμασι τοῖς πρός τούςἀανθρώπους» ή «πράττοντες τά ἐν τοῖς δεινοῖς καί ἐθιζόμενοι» - αυτή τη φορά - «φοβεῖσθαι». Και, φυσικά, το πράγμα δεν είναι καθόλου διαφορετικό - και αυτή τη φορά - από αυτό που γίνεται στις τέχνες· μήπως και εκεί «ἐκ τοῦ κακῶς οἰκοδομεῖν» ή «ἐκ τοῦ κακῶς κιθαρίζειν» δεν είναι που γίνονται, επί­σης, οι κακοί οικοδόμοι και οι κακοί κιθαριστές; Όλα αυτά θα πουν πως οι ι­διότητες που τελικά αποκτούμε - το ίδιο και οι καλές και οι κακές - είναι α­ποτέλεσμα της επανάληψης «ομοίων ενεργειών», είναι απότοκες του «πολλά­κις πράττειν» «ὄντως ἤ ὄντως», πράγμα που δείχνει, βέβαια, ολοκάθαρα τη μεγάλη σημασία που έχει ἡ προαίρεσίς του ατόμου, η ελεύθερη δηλαδή επιλογή του- γιατί μπορεί, βέβαια, να «ὀργιζόμεθα» ή να «φοβούμεθαπροαιρέτως»16, χωρίς δηλαδή να χρειάζεται να λειτουργεί καμία διαδικασία επιλογής (το γιατί θα το ακούσουμε σε λίγο), η αρετή όμως - και η κακία - (και εδώ το γιατί θα το ακούσουμε παρακάτω) είναι αποτέλεσμα επιλογής.
 
        Ας παρακολουθήσουμε όμως από κοντύτερα την προσπάθεια του Αριστο­τέλη να βρει και να δώσει τον ορισμό της αρετής:
 
        Τρία είναι - δέχεται ο Αριστοτέλης - «τά ἐν τῇ ψυχῇ γινόμενα»: τα πάθη, αἱ δυνάμεις και αἱ ἕξεις17. Αφού, επομένως, ένα από αυτά θα πρέπει, κατά τον Αριστοτέλη, να είναι η αρετή (ὡς «ἐν τῇ ψυχῇ γινομένη»), η προσπά­θεια του από δω και πέρα θα είναι να δείξει ότι η αρετή δεν είναι ούτε «πά­θος» ούτε «δύναμη»: στην πραγματικότητα ο ορισμός της αρετής θα δουλευτεί από τον Αριστοτέλη με τη διαδικασία του αποκλεισμού των δύο από τα τρία ενδεχόμενα· στο τέλος, δηλαδή, ο Αριστοτέλης δεν θα χρειαστεί καν να αποδεί­ξει ότι η αρετή είναι «έξη», αφού με τον αποκλεισμό των «παθών» και των «δυνάμεων», μόνο «έξη» θα απομένει να είναι πια η αρετή. Πάθη λοιπόν ονο­μάζει - μας λέει ο Αριστοτέλης - την επιθυμία, την οργή, τον φόβο, το θάρ­ρος, τον φθόνο, τη χαρά, τη φιλία, το μίσος, τον πόθο, τη ζήλεια, την ευσπλα­χνία, γενικά «οἷς ἕπεται ἡδονή ἤ λύπη», όλα δηλαδή όσα ακολουθούνται από ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια. Η συνήθης απόδοση των αριστοτελικών αυτών «παθών» ως «συναισθημάτων» δεν με βρίσκει καθόλου σύμφωνο. Κατά τη γνώμη μου τα αριστοτελικά πάθη (που αλλού χαρακτηρίζονται από τον ίδιο τον Αριστοτέλη ως «άλογες παρορμήσεις της ψυχής»18) δεν είναι - εδώ - πα­ρά καθαρά βιολογικές ιδιότητες του ανθρώπου, ιδιότητες δηλαδή που έχει ο άνθρωπος μόνο ως βιολογικό είδος, θέλω να πω: μόνο και μόνο γιατί είναι άν­θρωπος. Δεν εννοώ διάκριση από τα ζώα· θέλω απλώς να πω ότι τα αριστοτελικά αυτά πάθη δεν χαρακτηρίζουν ακόμη τον άνθρωπο ως καλόν ή κακό: ο άνθρωπος αισθάνεται τα πάθη αυτά επειδή έτσι το όρισε γι' αυτόν η φύση· αυ­τό θα πει ότι ο άνθρωπος χαίρεται ή μισεί, φθονεί ή ευσπλαχνίζεται, φοβάται ή οργίζεται χωρίς ούτε το ένα από αυτά να τον κάνει (ηθικά) καλόν ούτε το άλ­λο (ηθικά) κακόν. Ότι με τα πάθη βρισκόμαστε ακόμη στον χώρο της φυσιολο­γίας, στον χώρο της βιολογίας, όχι λοιπόν ακόμη στον χώρο της ηθικής, φαίνε­ται καθαρότερα στον αριστοτελικό ορισμό των δυνάμεων, του δεύτερου από τα «γινόμενα ἐν τῇ ψυχῇ»: «λέγω δέ δυνάμεις», λέει ο Αριστοτέλης, «καθ' ἅς παθητικοί τούτων (δηλαδή των παθών) λεγόμεθα», για να εξηγήσει ο ίδιος αμέσως μετά: «οἷον καθ' ἅς δυνατοί ἐσμέν ὀργισθῆναι ἤ λυπηθῆναι ἤ ἐλεῆσαι». Δεν φτάνει λοιπόν που η φύση έβαλε στην ψυχή του βιολογικού εί­δους άνθρωπος τα πάθη που μνημονεύθηκαν πιο πάνω· αυτά θα ήταν τελικά ασήμαντα, θα έλεγες: ανύπαρκτα, αν κάθε συγκεκριμένος άνθρωπος, το κάθε συγκεκριμένο άτομο, δεν είχε επίσης προικισθεί από τη φύση με τη δύναμη, τη δυνατότητα μετοχής σ' αυτά· η φύση, επομένως, μας κάνει ικανούς να μετέ­χουμε, με τα δικά του μάλιστα ο καθένας «ποσοστά», στα διάφορα επιμέρους πάθη. Ούτε και από αυτήν, άρα, την άποψη, την άποψη των δυνάμεων, χαρα­κτηρίζονται ακόμη οι άνθρωποι - το κάθε συγκεκριμένο άτομο - καλοί ή κα­κοί. Για τις ιδιότητες αυτές - καλός ή κακός - ο λόγος αρχίζει μόνο από τη στιγμή που ο καθένας μας «ἔχει πως» = κρατά μια ορισμένη στάση απέναντι στα πάθη, από τη στιγμή που «ἔχει εὖ ἤ κακῶς» προς αυτά, από τη στιγμή δη­λαδή που κρατάει σωστή ή όχι σωστή στάση απέναντι στα πάθη. (Να λοιπόν από πού έρχεται η λέξη έξη: από το θέμα του ρήματος έχω). Το ερώτημα, φυσι­κά, που προβάλλει ύστερα από αυτά είναι «Ποια είναι η σωστή και ποια η όχι σωστή στάση απέναντι στα πάθη;». Η απάντηση του Αριστοτέλη έχει τη μορφή: «Κακῶς ἔχομεν πρός τά πάθη», «εἰ ἔχομεν πρός αὐτά σφοδρῶς ἤ ἀνειμένως», μια απάντηση που ολοφάνερα θα οδηγήσει στο λογικό συμπέρα­σμα πως σωστό είναι, επομένως, το αντίθετο του σφοδρῶς και του ἀνειμένως: η λέξη που ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί για την περίπτωση αυτή είναι η λέξη μέσως. Όλα αυτά θα πουν πως αν ο λόγος μας είναι π.χ. για την οργή, λάθος είναι α) να οργιζόμαστε σφοδρά, άγρια, β) να οργιζόμαστε χλια­ρά, «ανειμένα», όπως το λέει ο Αριστοτέλης = χαλαρά· σωστή, επομένως, είναι η μετρημένη, η μέση οργή. Συμπέρασμα: Δεν είναι αρχήθεν λάθος η οργή· ίσα ίσα, η οργή, αλλά στο σωστό μέτρο, στη σωστή δόση, όπως θα λέγαμε εμείς στην τεχνοκρατική σημερινή μας γλώσσας, είναι, αρετή· είναι το δέον · λάθος = κακία είναι η υπερβολική ή η ελλειμματική, η ελλιπής οργή· εξίσου μάλιστα λά­θος = κακία και η μία και η άλλη.
 
Έτσι όμως φτάσαμε στο κεντρικότερο, το κρισιμότερο σημείο της διδασκαλίας του Αριστοτέλη περί αρετής —γιατί είναι κρίσιμο, πράγματι, το ερώτημα «Πώς, αλήθεια, ορίζεται, έστω αναγνωρίζεται αυτό το μέσον,». Στο σημείο αυ­τό σας προτείνω να διαβάσουμε μαζί μια πολύ ενδιαφέρουσα και κατατοπιστι­κή σελίδα από τα Ηθικά Νικομάχεια19:
 
Ἐν παντί δή συνεχεῖ καί διαιρετῷ ἐστί λαβεῖν τό μέν πλεῖον τό δ' ἔλαττον τό δ' ἴσον, καί ταῦτα ἤ κατ' αὐτό τό πρᾶγμα ἤ πρός ἡμᾶς· τό δ ' ἴσον μέσον τι ὑπερ­βολῆς καί ἐλλείψεως, λέγω δέ τοῦ μέν πράγματος μέσον τό ἴσον ἀπέχον ἀφ ' ἑκατέρου τῶν ἄκρων, ὅπερ ἐστίν ἕν καί τό αὐτό πᾶσιν, πρός ἡμᾶς δέ ὅ μήτε πλεονάζει μήτε ἐλλείπει· τοῦτο δ' οὐχ ἕν, οὐδέ ταὐτόν πᾶσιν. οἷον εἰ τά δέκα πολλά τά δέ δύο ὀλίγα, τά ἕξ μέσα λαμβάνουσι κατά τό πρᾶγμα· ἴσῳ γάρ ὑπερέχει τε καί ὑπερέχεται· τοῦτο δέ μέσον ἐστί κατά τήν ἀριθμητικήν ἀναλογίαν. τό δέ πρός ἡμᾶς οὐχ οὕτω ληπτέον· οὐ γάρ εἰ τῳ δέκα μναῖ φαγεῖν πολύ δύο δέ ὀλίγον, ὁ ἀλείπτης ἕξ μνᾶς προστάξει· ἐστί γάρ ἴσως καί τοῦτο πολύ τῷ ληψομένῳ ἤ ὀλίγον· Μίλωνι μέν γάρ ὀλίγον, τῷ δέ ἀρχομένῳ τῶν γυμνασίων πολύ. Ὁμοίως ἐπί δρόμου καί πάλης, οὕτω δή πᾶς ἐπιστήμων τήν ὑπερβολήν μέν καί τήν ἔλλειψιν φεύ­γει, τό δέ μέσον ζητεῖ καί τοῦθ' αἱρεῖται, μέσον δέ οὐ τό τοῦ πράγματος ἀλλά τό πρός ἡμᾶς.
 
        Ας δοκιμάσουμε να ξαναπούμε με δικά μας λόγια το αριστοτελικό αυτό κείμενο:
 
        «Διαιρώντας κάτι που έχει για γνωρίσματα του τη συνέχεια και τη διαιρε­τότητα μπορούμε να έχουμε ή δύο άνισα, μεταξύ τους, μέρη (ένα μικρότερο και ένα μεγαλύτερο) ή δύο ίσα μέρη, κι αυτό ή σε σχέση με το ίδιο το πράγμα20 ή σε σχέση με εμάς21· ίσο θα πεί: κάτι που βρίσκεται ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη. Όταν λέω “μέσον σε σχέση με το πράγμα”, εννοώ “αυτό που απέ­χει εξίσου από καθένα από τα δύο άκρα”· αυτό βέβαια είναι ένα και το ίδιο για όλους· όταν, πάλι, λέω “μέσον σε σχέση με εμάς”, εννοώ «αυτό που δεν είναι ούτε υπερβολικά πολύ ούτε υπερβολικά λίγο», κάτι που, βέβαια, δεν είναι ούτε ένα ούτε το ίδιο για όλους. Παράδειγμα: Αν τα δέκα είναι πολλά και τα δύο λίγα, μέσον εν σχέσει με το πράγμα λέμε πως είναι το έξι, αφού αυτό υπερέχει και υπερέχεται κατά τον ίδιο αριθμό μονάδων. Αυτό, βέβαια, είναι το μέσον ό­πως το διδάσκει η αριθμητική. Το μέσον όμως το σε σχέση με εμάς δεν ορίζεται έτσι· γιατί αν για ένα άτομο είναι πολύ το να φάει δέκα «μερίδες» και λίγο το να φάει δύο, δεν θα πει πως ο προπονητής θα ορίσει έξι «μερίδες», γιατί και αυτή η ποσότητα μπορεί να είναι πολλή γι’ αυτόν που θα τη φάει ή λίγη· λίγη για έναν Μίλωνα, πολλή για τον αρχάριο στη γύμναση· και φυσικά το ίδιο ι­σχύει και στο τρέξιμο, και στην πάλη. Συμπέρασμα: Ο ειδήμονας αποφεύγει την υπερβολή ή την έλλειψη και ψάχνει να βρει το μέσον αυτό είναι η τελική του προτίμηση - φυσικά, όχι το μέσον το σε σχέση με το πράγμα, αλλά το σε σχέση με εμάς».
 
        Είναι φανερό πως με την υποκειμενική, την ξεχωριστή δηλαδή για κάθε συγ­κεκριμένο άτομο μεσότητα που δέχτηκε για την ηθική αρετή, ο Αριστοτέλης έκα­νε την αρετή αυτή υπόθεση προσωπική του καθενός. Ο καθένας, μετά λόγου γνώσεως, αναζητεί για τον εαυτό του το δικό του μέσον και ορίζει ο ίδιος στον εαυτό του τον τρόπο με τον οποίο θα το πετύχει. Η έξις, η τελική κατοχή ενός συγκεκριμένου, αυτό θα πει: ενός μόνιμου και σταθερού τρόπου συμπεριφο­ράς, δεν προϋποθέτει μόνο την επιλογή - την προαίρεσιν - μεταξύ του καλού και του κακού (στην ουσία - όπως είδαμε - μεταξύ της καλής και της κακής χρήσης των «παθών»)· προϋποθέτει και την αποδοχή και αναγνώριση του πό­σο δύσκολο έργο είναι η απόκτηση της αρετής - μια αποδοχή που εφοδιάζει τελικά το άτομο με τη διάθεση για υπομονετική εμμονή στην άσκηση. Όλοι ξέ­ρουμε πόσο δύσκολη είναι στο παιχνίδι της σκοποβολής η επίτευξη του στό­χου, πόσο «ῥᾴδιον» (= εύκολο) είναι «το άποτυχείν του άκοπου» και πόσο «χαλεπόν» (= δύσκολο) «τό ἐπιτυχεῖν», πόσο περισσότερες, επομένως, είναι οι περιπτώσεις αποτυχίας και μόνο μία η περίπτωση της επιτυχίας. Το ίδιο δύ­σκολο είναι και το «σπουδαίον είναι», να είναι κανείς φορέας της αρετής: «έ­νας ο τρόπος για νά 'μαστε καλοί, κακοί όμως είμαστε με χίλιους τόσους τρό­πους»22. Αν λοιπόν έχεις αποφασίσει να «στοχάζεσαι» = να έχεις στόχο σου το μέσον, το πρώτο που πρέπει να κάνεις είναι να «αποχωρείς», να αποφεύγεις αυτό που σε αντιμάχεται περισσότερο· γιατί από τα δύο κακά, που είναι η υ­περβολή και η έλλειψη, το ένα είναι μεγαλύτερος εχθρός σου - εσύ ξέρεις ποιο· αυτό λοιπόν καλύτερα να αποφεύγεις σε μια πρώτη φάση, αφού είναι τόσο δύσκολο να τα βάλεις - συγχρόνως - και με τους δύο εχθρούς σου· με τον λιγό­τερο δυνατό εχθρό σου έχεις περισσότερες ελπίδες να απαλλαγείς από αυτόν - ή, έστω, να μειώσεις στο ελάχιστο τη δύναμη του - ευκολότερα και γρηγο­ρότερα· καλύτερα να δεις τότε πια τι θα κάνεις με τον άλλον, τον δυνατότερο εχθρό σου23. Ο δεύτερος τρόπος για να φτάσεις τελικά, κάποια στιγμή, στο μέ­σον είναι να κοιτάξεις να δεις - το γρηγορότερο - σε τι είσαι από τη φύση σου «εὐκατάφορος», προς ποια δηλαδή πράγματα σε παρασύρει η φυσική ρο­πή σου- όταν κάνεις τις επισημάνσεις σου, τότε «δεῖ ἀφέλκειν εἰς τοὐναντίον» τον εαυτό σου· αυτό δεν κάνουν και όσοι θέλουν να ισιώσουν ένα στραβό δεν­τράκι; τραβώντας το προς την αντίθετη πλευρά καταφέρνουν στο τέλος να το «ορθώσουν». Μη σε ενοχλεί τότε, που άλλοτε γέρνεις (ἀποκλίνεις είναι η λέ­ξη του Αριστοτέλη) προς την πλευρά της υπερβολής και άλλοτε προς την πλευρά της έλλειψης· είναι ο μόνος τρόπος να επιτύχεις κάποτε το μέσον24.
 
       Μένεις, αλήθεια, έκπληκτος από την ανθρωπιά που αποπνέει η σκέψη του Αριστοτέλη. Είναι σαν να σου λέει ο μεγάλος σοφός: «Σημασία έχει τελικά ο στόχος σου· οι αστοχίες σου ώσπου να τον πετύχεις ούτε εσένα τον ίδιο πρέ­πει να αποθαρρύνουν ούτε στους άλλους πρέπει να γίνονται αφορμή για να σε μεμφθούν και να σε ψέξουν». Τόση κατανόηση μακάρι να την είχε ο καθένας μας για τον διπλανό του, ιδίως όμως μακάρι να την είχαν οι γονείς για τα παι­διά τους ή οι δάσκαλοι για τους μαθητές τους. Η «παιδαγωγία» θα είχε τότε σωστότερους στόχους και - προπαντός - πολύ περισσότερο επιτεύξιμους. Για την κοινωνική όμως διάσταση της «αρετής» ο λόγος μας θα είναι και πα­ρακάτω.
 
       Μεσότητα λοιπόν κατά τον Αριστοτέλη η αρετή, μεσότητα μεταξύ υπερβο­λής και ελλείψεως-και: αν η υπερβολή και η έλλειψη αποτελούν πάντοτε λάθος και γι’ αυτό ψέγονται από τους ανθρώπους, το μέσον, η μεσότητα επισύρει τον έπαινο, γιατί είναι το ορθό· το μᾶλλον (= το περισσότερο) και το ἧττον (= το λιγότερο) είναι πάντοτε λάθη, οὐκ εὖ, ενώ το μέσον είναι το άριστον, μια λέξη που και από μόνη της θυμίζει την αρετή25. «Λιγότερο» όμως, αλήθεια, από τι; Και πάλι - από την άλλη - «περισσότερο» από τι; Η απάντηση του Αριστοτέ­λη είναι απλή: «περισσότερο» ή «λιγότερο» από «αυτό που πρέπει», από «το δέον». «Το να οργισθείς», λέει ο Αριστοτέλης, «το να δείξεις φόβο ή θάρρος, να επιθυμήσεις ή να σπλαχνιστείς, γενικά το να χαρείς ή να λυπηθείς τη στιγμή που πρέπει, εν σχέσει με τα πράγματα που πρέπει, εν σχέσει με τους ανθρώπους που πρέπει, για τον λόγο που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει, αυτό είναι το μέσον και το άριστον».
 
       Στην πραγματικότητα η διδασκαλία αυτή του Αριστοτέλη, πως η αρετή εί­ναι μεσότητα μεταξύ υπερβολής και ελλείψεως, υποχρεώνει τον μελετητή να θέσει δύο —κυρίως— ερωτήματα. Το πρώτο αφορά στην πρωτοτυπία της δι­δασκαλίας αυτής· αν όχι, τότε στην ιστορία της. Η αλήθεια είναι πως την αρε­τή δεν την είχε συλλάβει με αυτόν τον τρόπο κανένας πριν από τον Αριστοτέ­λη. Η πλατωνική π.χ. σύλληψη της αρετής και του αγαθού ως ιδέας, απόμα­κρης σε έναν κόσμο νοητό και μεταφυσικό, είχε σχεδόν αφαιρέσει από την αρε­τή τα χαρακτηριστικά μιας ανθρώπινης ιδιότητας και την είχε περιβάλει με χα­ρακτηριστικά θεϊκά ή τουλάχιστον με τα χαρακτηριστικά μιας ιδιότητας που μόνο κατά παραχώρηση ή εύνοια των θεών μπορούσε να γίνει κτήμα του αν­θρώπου. Ας θυμηθούμε επίσης πως στον Όμηρο π.χ., τότε που η λέξη αρετή εί­χε ακόμη τη σημασία γενικά της ικανότητας, της όποιας επιμέρους ικανότητας, ο κιθαρωδός Φήμιος βεβαίωνε (το διαβάζουμε στους στίχους 347-8 της ραψω­δίας χ της Οδύσσειας) πως ήταν κάποιος θεός που έβαλε μέσα στο νου και στην ψυχή του λογής λογής τραγούδια, ενώ στον Πίνδαρο διαβάζουμε (στον έ­νατο, συγκεκριμένα, Ολυμπιόνικο)26: τό δέ φυᾷ κράτιστον ἅπαν· πολλοί δέ διδακταῖς/ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος/ ὤρουσαν ἀρέσθαι (ας το πούμε και με δικά μας λόγια: «απ' όλα το καλύτερο είναι οι χάρες πού 'χει ο άνθρωπος από φυσικού του· πολλοί όμως άνθρωποι ορέχτηκαν να κερδίσουν δόξα με αξιοσύνες διδαχτές»): όλα αυτά θέλουν να πουν πως άνθρωπος που δεν έχει φνάν = κάτι το θεϊκό μέσα του, αλλά θέλει να είναι αγαθός (- ικανός και επιτήδειος σε κάτι) μόνο με ό,τι καταφέρνει ο ίδιος να μάθει, στην ουσία προσπαθεί να οικειοποιηθεί κάτι που δεν του ταιριάζει.
 
       Την τεράστια απόσταση που χωρίζει τον Αριστοτέλη από τις τέτοιας λογής σκέψεις δεν θα την αποδώσουμε, βέβαια, ούτε μόνο στην εντωμεταξύ αλλαγή των περί του θείου αντιλήψεων ούτε μόνο στο ότι ο Αριστοτέλης, άνθρωπος - από τη φύση του - εξίσου της εμπειρίας και της θεωρίας, μελέτησε τα θέμα­τα αυτά έχοντας στόχο του όχι τόσο να κερδίσει ο ίδιος και να μεταβιβάσει ύ­στερα στους άλλους απλές θεωρητικές γνώσεις όσο να γίνει ο πρακτικός οδη­γός τους στις επιμέρους πράξεις τους27· πέρα από όλα αυτά δεν έχουμε αμφιβολία ότι σημαντικότατο ρόλο στη διαμόρφωση των αντιλήψεων του Αριστο­τέλη έπαιξαν οι διδασκαλίες των παλαιότερων στοχαστών, τις οποίες, γνω­στός για τη βουλιμία με την οποία διάβαζε τα έργα τους, ο Αριστοτέλης τις α­φομοίωνε με τρόπο δημιουργικό. Αναφέρομαι κατά πρώτο λόγο στους λεγόμε­νους προσωκρατικούς φιλοσόφους που, ξεκινώντας από την προσπάθεια να ερμηνεύσουν τον κόσμο που περιβάλλει τον άνθρωπο, γρήγορα έφτασαν να συνειδητοποιήσουν ότι οι νόμοι που κυβερνούν τον μακρόκοσμο, τον έναστρο πάνω μας ουρανό και τη γύρω μας φύση, κυβερνούν και τον μικρόκοσμο, τον άνθρωπο. Έφτασαν δηλαδή στο συμπέρασμα πως κάθε ερμηνεία που θα μπο­ρούσε να δοθεί στον πρώτο, θα μπορούσε να βρει και στον δεύτερο απόλυτη ε­φαρμογή, και ότι η μέθοδος που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη διε­ρεύνηση των φαινομένων της φύσης, θα μπορούσε να βρει εφαρμογή και στη διερεύνηση των ανθρώπινων φαινομένων. Έτσι, ας πούμε, διερεύνησαν - οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι - και ερμήνευσαν τα φαινόμενα της υγείας, της αρ­ρώστιας και της ίασης. Οι παλιότεροι Πυθαγόρειοι π.χ. και ο σύγχρονος τους Αλκμαίων ο Κροτωνιάτης δέχονταν ως αρχές των όντων τα ἐναντία, ζευγάρια δηλαδή αντίθετων μεταξύ τους δυνάμεων πιστεύοντας λοιπόν ότι στη βάση του κόσμου βρίσκονται αντιθέσεις, που δένονται όμως τελικά σε μια «τάξη», σε μιαν αρμονία, σ' έναν κόσμο (αυτή τη λέξη, που σήμαινε στολίδι, φαίνεται πως είχε χρησιμοποιήσει ήδη ο Πυθαγόρας για να δηλώσει το Σύμπαν, εξαι­τίας της τάξης και της αρμονίας που το διέπουν), δεν άργησαν να αντιμετωπί­σουν και τον άνθρωπο ως μέρος αυτής της «τάξης», με αποτέλεσμα να αναζη­τήσουν - σ' αυτήν επάνω τη βάση - τους ορισμούς των εννοιών ὑγεία, νόσος, ἴασις. Αυτό που γεννάει και συντηρεί την υγεία - είπαν - είναι η τήρηση του μέτρου και της ἁρμονίας, η ισορροπία (ἰσονομία έλεγε ο Αλκμαίων) των α­ντίθετων δυνάμεων, π.χ. του υγρού και του ξηρού, του ψυχρού και του θερμού, του πικρού και του γλυκού κ.ά. Η αιτία που γεννάει την αρρώστια ήταν, λοι­πόν, για τους φιλοσόφους αυτούς η επικράτηση του ενός από τα ἐναντία (μο­ναρχία ήταν τώρα η λέξη του Αλκμαίωνα)· η ίαση, επομένως, δεν ήταν παρά η αποκατάσταση της ισορροπίας28. Γίνεται, ελπίζω, από όλα αυτά (παρά τη συ­ντομία με την οποία εκτέθηκαν εδώ) φανερή η αρχή της αριστοτελικής διδα­σκαλίας της μεσότητας — με την αποδοχή, βέβαια, ενός σημαντικότατου, προς την ίδια κατεύθυνση, ενδιάμεσου σταθμού, που ήταν η ιπποκρατική ιατρική. Μοιάζει λοιπόν ο Αριστοτέλης απλώς να μετέφερε τους όρους και τις προϋποθέσεις της σωματικής υγείας στην ηθική υγεία του ατόμου με την αναγωγή της έννοιας της μεσότητας σε γενική ηθική αρχή.
 
       Μιλήσαμε όμως για δύο - κυρίως - ερωτήματα με τα οποία δεν μπορεί παρά να βρεθεί αντιμέτωπος ο μελετητής των περί ηθικής διδασκαλιών του Αριστοτέλη. Καιρός να αναφερθούμε - με συντομία πάλι - και στο δεύτερο. Μνημονεύσαμε πρωτύτερα την απλή, όπως την χαρακτηρίσαμε εκεί, απάντηση του Αριστοτέλη στο ερώτημα: «Αν υπερβολή είναι το μᾶλλον = το περισσότε­ρο και έλλειψη το ἧττον = το λιγότερο, τότε "περισσότερο" ή "λιγότερο" από τι;» Η «απλή» απάντηση του Αριστοτέλη ήταν: «Από αυτό που πρέπει». Η λέ­ξη, βέβαια, του Αριστοτέλη ήταν στην περίπτωση αυτή η ίδια με εκείνην που χρησιμοποιούσε ο κάθε Έλληνας στην εποχή του φιλοσόφου — αλλά και στις παλιότερες εποχές: η λέξη δει. Αλήθεια, τι ακριβώς εννοούμε κι εμείς, όταν χρησιμοποιούμε στον λόγο μας - τόσο συχνά μάλιστα - τη λέξη πρέπει; Τι α­κριβώς π.χ. διδάσκουμε στα παιδιά μας όταν τους υποδεικνύουμε τι πρέπει ή τι δεν πρέπει να κάνουν; Ας αφήσουμε όμως καλύτερα τη δική μας εποχή και ας ξαναγυρίσουμε στους αρχαίους Έλληνες· γι' αυτούς είναι αυτή τη στιγμή ο λόγος μας. θα συμφωνήσετε, ελπίζω, μαζί μου πως φράσεις όπως αυτή του Αριστοτέλη που μας γέννησε την απορία, μας φέρνουν αντιμέτωπους με ένα από τα πιο αγωνιώδη ερωτήματα που ορθώνονται μπροστά στους μελετητές του αρχαίου ελληνικού κόσμου, αφού φράσεις όπως αυτή μοιάζουν να λένε κάτι το πολύ σημαντικό, δίχως ωστόσο να το δηλώνουν, στην πραγματικότη­τα, με τον σαφέστερο που θα επιθυμούσαμε εμείς τρόπο. Τι να εννοεί, αλήθεια, στο αριστοτελικό χωρίο το κρίσιμο αυτό δει, γύρω από το οποίο, σαν γύρω από ένα κέντρο ζωής, οργανώνεται και η σκέψη και ο λόγος που θα την υπηρε­τήσει; Βρισκόμαστε μπροστά σε μια λέξη αθέλητα ή θεληματικά ασαφή, ή μή­πως - αντίθετα - μπροστά σε μια λέξη με δεδομένο το αυτονόητο περιεχόμε­νο της, τουλάχιστο για τον αρχαίο χρήστη ή ακροατή της; Έτσι είχε μιλήσει π.χ. και ο Πλάτων στους Νόμους του: «Όταν οι άνθρωποι συζητούν για νό­μους», λέει ο Πλάτων, «όλη τους σχεδόν η συζήτηση είναι για το τι είναι ἡδύ και τι είναι λυπηρόν και στης πόλης τη ζωή και στων ανθρώπων την προσωπι­κή ζωή· γιατί αυτές είναι πράγματι οι δύο μεγάλες φυσικές πηγές - ο λόγος εί­ναι πάντοτε του Πλάτωνα - και όποιος αντλεί από την πηγή που πρέπει, τη στιγμή που πρέπει και στην ποσότητα που πρέπει, αυτός - μόνο αυτός - είτε είναι απλό άτομο είτε μια πόλη ολόκληρη, έχει την ελπίδα να κερδίσει μια μέ­ρα την ευδαιμονία»29. Ίδιος ήταν ο λόγος και του συγγραφέα του ψευδοπλατωνικού διαλόγου Περί δικαίου : «Κατά τη γνώμη μου», είπε ο άγνωστος μας συγγραφέας, «όλα όσα γίνονται τη στιγμή και με τον τρόπο που πρέπει, είναι δίκαια, ενώ είναι άδικα όσα δεν γίνονται ούτε τη στιγμή ούτε με τον τρόπο που πρέπει»30. Και, φυσικά, ας μη δημιουργηθεί μέσα μας η εντύπωση πως μόνο στον φιλοσοφικό λόγο ήταν συνήθεις οι τέτοιες διατυπώσεις· με ανάλογο τρόπο ήταν π.χ. διατυπωμένος ο λόγος και σ' εκείνη την ανεπανάληπτη σκηνή του σοφόκλειου Οιδίποδα τυράννου, όπου ο τραγικός ήρωας, έτοιμος να βγά­λει με τα ίδια του τα χέρια τα μάτια του, αποχαιρετά το φως του ήλιου31: 
ὦ φῶς, τελευταῖόν σε προσβλέψαιμι νῦν,
ὅστις πέφασμαι φύς τ' ἀφ' ὧν οὐ χρῆν, ξύν οἷς τ'
οὐ χρῆν ὁμιλῶν, οὕς τε μ ' οὐκ ἔδει κτατών
ω φως, στερνή φορά να σ’ αντικρύσω
τώρα που φανερώθηκα πως είμαι
παιδί εκείνων που δεν έπρεπε να ήμουν,
πως ζω με όποιους δεν έπρεπε να ζούσα,
 κι είμαι αυτών που δεν έπρεπε φονιάς32.
        Τι είναι άραγε που δίνει στον Οιδίποδα - τον κάθε Έλληνα - τη βεβαιό­τητα ότι γνωρίζει τι πρέπει και τι δεν πρέπει, ποια πράξη του είναι ορθή και ποια όχι;
 
        Ας μην προχωρήσουμε σε άλλα παραδείγματα, ας ξαναπούμε όμως την απο­ρία μας: Τι ήταν στην πραγματικότητα που έδινε στον αρχαίο Έλληνα τη βεβαι­ότητα πως οι πράξεις του ήταν ορθές; Διέθετε άραγε κριτήρια που να τον βοη­θούσαν να βεβαιώνει κάθε φορά τον εαυτό του για την ορθότητα των πράξεων του; Πώς μπορούσε ο αρχαίος Έλληνας να έχει τη βεβαιότητα ότι αυτό που θε­ωρούσε ο ίδιος σωστό ήταν και για τους άλλους - για όλους τους άλλους συ­μπολίτες του - το σωστό; Γεμάτος ο αρχαίος ελληνικός κόσμος από «πράξεις», «πράξεις» του ατόμου και «πράξεις» της πόλης· και ο αρχαίος Έλληνας έτοι­μος κάθε στιγμή να ασκήσει το κριτικό του έργο, για να επισημάνει το σωστό και το λάθος, το ὀρθόν και την ἁμαρτίαν. Με τι κριτήρια, αλήθεια;
 
        Στον Κρίτωνα του ο Πλάτων παρουσιάζει τους νόμους της πόλης να έρχον­ται προσωποποιημένοι να υποδείξουν στον Σωκράτη ποιο είναι το ορθό που ο­φείλει να πράξει. Στη σκηνή αυτή πρέπει, πιστεύω, να διακρίνουμε ένα βαθύτε­ρο νόημα: Όταν μιλούμε για την προαλεξανδρινή αρχαιότητα, δεν μας διαφεύ­γει ότι ένα από τα κυριότερα γνωρίσματα αυτής της εποχής είναι η πόλις-κράτος, τις πιο πολλές όμως φορές ξεχνούμε ότι εδώ δεν πρόκειται μόνο για ένα διοικητικό, για ένα πολιτειακό, αν θέλετε, μόνο φαινόμενο, αλλά για κάτι ου­σιαστικότερο: η πόλις είναι η συγκεκριμενοποίηση, η συνισταμένη ενός πνεύ­ματος που τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τα διασφαλίζει η συνέχεια, η πα­ράδοση· για τον Έλληνα του 5ου αι. π.Χ. - το ίδιο και για τον Αριστοτέλη - η πόλις είναι το «πνεύμα της κοινότητας», είναι οι άγραφοι παραδοσιακοί κανό­νες συμβιώσεως· αυτοί ακριβώς οι άγραφοι κανόνες παρουσιάζονται μπροστά στον Σωκράτη - ο Πλάτων μας βοηθεί να καταλάβουμε ότι ένας από τους πιο βασικούς κριτές που αποφασίζουν τι οφείλει να πράξει σ' αυτήν ή σ' εκείνη τη συγκεκριμένη περίπτωση το άτομο-πολίτης - αυτό θα πει: η αρχή που αποφα­σίζει τι είναι το ορθό και τι το μη ορθό στην κάθε ξεχωριστή περίπτωση - εί­ναι η πόλις = το «πνεύμα της κοινότητας».
 
        Ένα δεύτερο κριτήριο μας το προσφέρει ο ίδιος ο Αριστοτέλης σε ένα από τα λογικά του έργα, μέσα σε εντελώς τυχαία επομένως για το θέμα μας συμ­φραζόμενα — δεν θα το περιμέναμε ασφαλώς έτσι: Στα Αναλυτικά ύστερα, ό­που ο λόγος είναι για την απόκτηση της γνώσης με τη βοήθεια της απόδειξης και του ορισμού, ο Αριστοτέλης θέτει — πάντα σε σχέση με τους μηχανισμούς του ορισμού και, πάντως, δείγματος χάριν — ένα κρίσιμο για το δικό μας θέ­μα ερώτημα33: «Τι θα έπρεπε να κάνουμε, αν θέλαμε π.χ. να βρούμε τι είναι η μεγαλοψυχία;» «Δεν έχουμε άλλο να κάνουμε», είναι η απάντηση του Αριστο­τέλη, «παρά να φέρουμε στο νου μας μερικούς γνωστούς μας μεγαλόψυχους, ώστε να μπορέσουμε να διαπιστώσουμε ποιο είναι —μέσα στις διαφορές τους— το κοινό χαρακτηριστικό τους που μας υποχρεώνει να τους αποδώσου­με την ιδιότητα του μεγαλόψυχου». Και συνεχίζει: «Μεγαλόψυχοι είναι π.χ. ο Αλκιβιάδης, ο Αχιλλέας ή ο Αίαντας. Ποιο είναι λοιπόν το κοινό χαρακτηρι­στικό τους;» «Το ότι δεν ανέχονταν τις προσβολές»34, επισημαίνει ο φιλόσοφος, και συνεχίζει: «Πραγματικά, ο πρώτος πολέμησε για τον λόγο αυτό, ο άλ­λος κυριεύτηκε από τρομερό θυμό, ο τρίτος έδωσε ο ίδιος τέλος στη ζωή του. Και φυσικά», προσθέτει ο Αριστοτέλης, «θα μπορούσαμε να μνημονεύσουμε και άλλους, τον Λύσανδρο π.χ. ή τον Σωκράτη».
 
       Το συμπέρασμα έρχεται πλέον από μόνο του: Κατά τον Αριστοτέλη, ένα τέ­τοιο κριτήριο ορθότητας των πράξεων του - ένα από αυτά που αναζητούμε - ήταν για τον αρχαίο Έλληνα η παράδοση του τόπου του, η παλαιότερη αλλά και η κοντινότερη· σ' αυτήν μπορούσε να ανατρέχει - σε κάθε περίπτωση της ζωής του - αφού αυτή είχε δημιουργήσει τα πρότυπα, τους άνδρες-φορείς των αρετών, τους σπουδαίους άνδρας, όπως ήταν η αρχαία έκφραση. Είχε ε­πομένως ο αρχαίος Έλληνας - για να προετοιμάσει τις πράξεις του ή για να τις ζυγίσει εκ των υστέρων - πρότυπα και υποδείγματα - και όλα αυτά γεννή­ματα του δικού του τόπου - για να αποφασίζει στην κάθε συγκεκριμένη περί­πτωση αν η πράξη του βρισκόταν ή όχι κοντά στην αρετή που τα πρότυπα του εκπροσωπούσαν.
 
       Θα ήθελα τώρα να σας διαβάσω το τέλος των Ηθικών Νικομαχείων, του ω­ριμότερου, καθώς φαίνεται, όπως είπαμε, από τα ηθικού περιεχομένου έργα του Αριστοτέλη: παραλιπόντων οὖν τῶν προτέρων ἀνερεύνητον τό περί τῆς νομοθεσίας, αὐτούς ἐπισκέψασθαι μᾶλλον βέλτιον ἴσως, καί ὅλως δή περί πολιτείας, ὅπως εἰς δύναμιν ἡ περί τά ἀνθρώπεια φιλοσοφία τελειωθῇ. Πρῶτον μέν οὖν εἴ τι κατά μέρος εἴρηται καλῶς ὑπό τῶν προγενεστέρων πειραθῶμεν ἐπελθεῖν, εἶτα ἐκ τῶν συνηγμένων πολιτειῶν θεωρῆσαι τά ποῖα σώζει καί φθείρει τάς πόλεις καί τά ποῖα ἑκάστας τῶν πολιτειῶν, καί διά τίνας αἰτίας αἵ μέν καλῶς αἵ δέ τοὐναντίον πολιτεύονται, θεωρηθέντων γάρ τούτων τάχ' ἄν μᾶλλον συνίδοιμεν καί ποία πολιτεία ἀρίστη, καί πῶς ἐκά­στη ταχθεῖσα, καί τίσι νόμοις καί ἔθεσι χρωμένη. λέγωμεν οὖν ἀρξάμενοι35.
 
Ας πούμε τώρα και αυτό το κείμενο με δικά μας λόγια: «Αφού οι παλαιότεροι άφησαν ανερεύνητο το θέμα της νομοθεσίας, το καλύτερο είναι ίσως να το εξε­τάσουμε και αυτό εμείς (γενικότερα μάλιστα το θέμα των πολιτευμάτων), ώστε να ολοκληρωθεί, κατά το δυνατόν, η σχετική με τον άνθρωπο και τα ανθρώπι­να πράγματα φιλοσοφία μας. Πρώτη μας προσπάθεια θα είναι να εκθέσουμε ό,τι σωστό είπαν για το θέμα αυτό οι παλαιότεροι· ύστερα, με τη βοήθεια των 'συνταγμάτων' που έχουμε συγκεντρώσει θα ψάξουμε να δούμε τι είναι αυτό που σώζει και τι αυτό που φθείρει τις πολιτείες και τα επιμέρους πολιτεύμα­τα· ακόμη θα ψάξουμε να βρούμε γιατί άλλες πολιτείες κυβερνιούνται σωστά και άλλες το αντίθετο. Όταν θα τα έχουμε εξετάσει όλα αυτά, τότε πια θα κα­τανοήσουμε καλύτερα ποιο είναι το καλύτερο πολίτευμα, ποια είναι τα βασικά συστατικά του καθενός τους, κι ακόμη ποιους νόμους και ποια έθη εφαρμόζει στην πράξη το καθένα τους. Εμπρός λοιπόν, ας ξεκινήσουμε».
 
        Να είναι αυτό το τέλος ενός βιβλίου, είναι ασφαλώς παράδοξο. Να λέει ένα βιβλίο ποιο είναι το επόμενο θέμα του, το επόμενο, θα λέγαμε εμείς, κεφάλαιο του — και αμέσως να τελειώνει! Κάτι παραπάνω: Να λέει πως αρχίζει την πραγμάτευση του εξαγγελθέντος θέματος — και αμέσως ο λόγος να τελειώνει! Για ένα πράγμα πάντως μπορούμε να είμαστε βέβαιοι: στην περίπτωση αυτή δεν έχουμε κανέναν λόγο να σκεφτούμε απώλεια κειμένου, να σκεφτούμε δη­λαδή ότι τα Ηθικά Νικομάχεια έφτασαν ως εμάς κολοβωμένα. Γιατί όλα αυτά τα επιμέρους θέματα που εξαγγέλλονται στο τέλος των Ηθικών Νικομαχείων γίνονται αντικείμενο εξονυχιστικής έρευνας σε ένα άλλο, πασίγνωστο έργο του Αριστοτέλη, στα Πολιτικά — καλύτερα: είναι τα θέματα που πραγματεύονται τα Πολιτικά.
 
         Αν τα αναφέρω όλα αυτά, είναι για να αντιληφθούμε με τον πιο άμεσο τρό­πο —ο Αριστοτέλης το λέει σαφώς· το ακούσαμε μόλις τώρα— πως η «πολιτι­κή», όπως θα λέγαμε, «φιλοσοφία» του Αριστοτέλη δεν είναι παρά το δεύτερο κεφάλαιο της «περί τα ανθρώπεια φιλοσοφίας» του- το πρώτο είναι η «ηθική φιλοσοφία»· με άλλη διατύπωση: Ηθικά Νικομάχεια και Πολιτικά πραγματεύ­ονται ενιαίο θέμα: το θέμα της συμπεριφοράς του ανθρώπου. Δεν θα μπούμε, βέβαια, εδώ σε λεπτομέρειες αυτού του θέματος. Αν το ανακινώ, είναι γιατί το θεωρώ απαραίτητο να πούμε πως η λεγόμενη ηθική αρετή είναι στην πραγματι­κότητα (με την ευρύτερη έννοια) πολιτική αρετή · αν η αρχαία ελληνική λέξη πολίτης σήμαινε στην πραγματικότητα συμπολίτης, κι αν τα επίθετα που συ­νόδευαν το ουσιαστικό πολίτης ήταν στην πραγματικότητα το επίθετο αγαθός και το αντίθετο του, τα ίδια δηλαδή που συνόδευαν και το αρχαίο ελληνικό ουσιαστικό ἀνήρ, τη γενική λέξη που σήμαινε το κάθε συγκεκριμένο άτομο, τό­τε όλα όσα είπαμε μόλις τώρα δηλώνουν πως για τον Αριστοτέλη -ας γενικεύσουμε: για τον αρχαίο Έλληνα- δεν ίσχυε η διάκριση μεταξύ ηθικής και πολι­τικής αρετής· με τα ίδια μέσα και για τον ίδιο σκοπό ήταν κανείς ἀγαθός ἀνήρ ή το αντίθετο του και ἀγαθός πολίτης ή το αντίθετο του· με άλλα λόγια: το κάθε συγκεκριμένο άτομο φρόντιζε να κάνει δικές του τις επιμέρους αρετές, για να μπορέσει να λειτουργήσει σωστά ως πολίτης, ως συμπολίτης· δεν την ή­θελε για άλλον λόγο ο αρχαίος Έλληνας τη σωφροσύνη, δεν την ήθελε για άλ­λον λόγο την ανδρεία, δεν την ήθελε για άλλον λόγο την ελευθεριότητα (την ι­διότητα που τον έκανε σωστό στη σχέση του με το χρήμα), δεν την ήθελε για άλλον λόγο την πραότητα, την αλήθεια, την ευτραπελία, τη φιλία, τη δικαιοσύ­νη παρά μόνο για να μπορεί να λειτουργεί σωστά μέσα στην πόλη του. Ἄξιος τῆς πόλεως, ιδού ο στόχος του Έλληνα πολίτη - και, φυσικά, πολύ βαριά η ι­διότητα του ανάξιου πολίτη.
 
        Θα κλείσω την ομιλία μου αυτή θέτοντας ένα ακόμη ερώτημα, που το κρί­νω και αυτό σημαντικό. Εννοώ το ερώτημα αν θα μπορούσαμε, τάχα, να δε­χτούμε ότι ο Αριστοτέλης δημιούργησε ένα σύστημα ηθικής για όλους τους κα­τοίκους της γνωστής στην εποχή του «οικουμένης». Κατά τη γνώμη μου η απάν­τηση στο ερώτημα αυτό δεν θα μπορούσε να μην είναι αρνητική:
 
        Όταν πέθανε ο προστάτης κάποτε του Αριστοτέλη, αργότερα πολύ στενός του φίλος, ο Ερμιάς ο τύραννος του Αταρνέα, ο Αριστοτέλης έγραψε στη μνή­μη του έναν ύμνο· στην πραγματικότητα έγραψε έναν ύμνο στην αρετή, αφού προσωποποίηση της θεωρούσε τον με άγριο τρόπο δολοφονημένο φίλο του. Εδώ θα σας θυμίσω την αρχή αυτού του ύμνου:
Ἀρετά, πολύμοχθε γένει βροτείῳ,
θήραμα κάλλιστον 6ίῳ,
σᾶς πέρι, παρθένε, μορφᾶς
καί θανεῖν ζηλωτός ἐν Ἑλλάδι πότμος36.
Αρετή, πολυβάσανη αγάπη τ' ανθρώπου,
συ καμάρι ακριβό της ζωής,
και να σβήσει για χάρη σου, κόρη, κανείς
είναι μοίρα γλυκιά, ζηλευτή στην Ελλάδα!
            Θα το προσέξατε: η διατύπωση δεν αφήνει καμιά αμφιβολία πως ο Αριστο­τέλης μιλάει για την ελληνική αρετή, θέλω να πω: για την αρετή όπως τη συλ­λαμβάνει ένας Έλληνας: ο λόγος για τον οποίο θυσιάζει κανείς τη ζωή του μπορεί πράγματι να είναι διαφορετικός από τόπο σε τόπο - κι αυτό μπορεί, πράγματι, να οφείλεται σε διάφορους λόγους· εμείς απλώς επισημαίνουμε εδώ την πράγματι, κατά τη γνώμη μου, ελληνοκεντρική αριστοτελική σκέψη και διατύπωση.
 
            Σε ένα από τα χαμένα έργα του Αριστοτέλη, που αποσπάσματα του διασώ­θηκαν σε άλλους αρχαίους συγγραφείς, ο Σταγειρίτης φιλόσοφος φαίνεται πως έδινε συμβουλές στον άλλοτε μαθητή του, τον διάδοχο τότε του μακεδονικού θρόνου, τώρα κυρίαρχο του κόσμου, τον Αλέξανδρο37. (Προτού σας διαβάσω ένα από τα αποσπάσματα αυτά, σας θυμίζω πως η λέξη βάρβαρος είχε αρχική σημασία «ο κάθε μη ελληνόφωνος», «ο κάθε», επομένως, «μη Έλληνας»). Συμβούλευε λοιπόν ο Αριστοτέλης τον Αλέξανδρο «τοῖς μέν Ἕλλησιν ἡγεμονικῶς, τοῖς δέ βαρβάροις δεσποτικῶς χρῆσθαι καί τῶν μέν ὡς φίλων καί οἰκείων ἐπιμελεῖσθαι, τοῖς δέ ὡς ζῴοις ἤ φυτοῖς προσφέρεσθαι» (= «η συμπεριφορά του προς τους Έλληνες να είναι η συμπεριφορά ενός αρχηγού, η συμπεριφορά του όμως προς τους βαρβάρους να είναι συμπεριφορά αφέντη· τους Έλληνες να τους νοιάζεται ως συγγενείς και φίλους, σε όλους όμως τους άλλους να φέρεται σαν να είναι ζώα ή φυτά»). Είναι φανερό πως ο άνθρωπος που μιλάει με αυτόν τον τρόπο, δεν μπορεί να προόριζε και για τους «βαρβά­ρους» (για όλον, δηλαδή, τον υπόλοιπο κόσμο) αρχές και ηθικά αξιώματα που τα δεχόταν ισχυρά για τον ελληνικό κόσμο. (Παρένθεση: Μια και η κουβέντα μας αυτή γίνεται εδώ στις Βρυξέλλες, δεν θα ήταν άσκοπο να προσέξουμε τον τρόπο με τον οποίο ο Αριστοτέλης αισθανόταν πως έπρεπε να μιλήσουν μεταξύ τους δύο Μακεδόνες· στην ουσία αισθανόταν πως μια ολόκληρη άβυσσος τους χώριζε από τον βαρβαρικό, τον υπόλοιπο κόσμο: η ίδια άβυσσος που δεχόταν ο κάθε Έλληνας να τον χωρίζει από ολόκληρο τον μη ελληνικό κόσμο. Ποια λοι­πόν —και αυτή τη φορά— η διαφορά μεταξύ Μακεδόνων και Ελλήνων;)
 
            Τέλος δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να σημειώσουμε ότι άδικα θα ψά­χναμε να βρούμε στα Ηθικά Νικομάχεια οποιονδήποτε απόηχο από το κοσμο­ϊστορικό γεγονός —εντελώς παράδοξο για την εποχή της φαινόμενο— που ή­ταν η ίδρυση από τον Αλέξανδρο μιας απέραντης, σχεδόν αχανούς αυτοκρατορίας: θαρρείς πως το γεγονός αυτό δεν υπέπεσε καν στην προσοχή του Αριστο­τέλη!
 
            Τέτοιου είδους παρατηρήσεις μας οδηγούν με βεβαιότητα στη γνώμη πως η ηθική του Αριστοτέλη δεν είναι (= δεν γράφτηκε για να είναι) μια πανανθρώ­πινη ηθική· βάση της ήταν η ελληνική έννοια «πόλις-κράτος», αυτή που θυμη­θήκαμε - σε άλλα συμφραζόμενα - και λίγο πρωτύτερα στον λόγο μας. Φυσι­κά, η διαπίστωση αυτή, που δίνει έναν ιστορικό προσδιορισμό στη σκέψη του Αριστοτέλη, δεν αφαιρεί τίποτε από τη σημασία που η ηθική διδασκαλία του Αριστοτέλη έχει για τον σημερινό, τον ευρωπαϊκό ιδίως, κόσμο, που διαμορ­φώθηκε με τη βοήθεια όχι λίγων αρχαιοελληνικών ιδεών.
 
            Στα πλαίσια-όρια μιας ομιλίας προσπάθησα να σας παρουσιάσω βασικές έννοιες και κεντρικά σημεία της ηθικής διδασκαλίας του Αριστοτέλη. Κλείνον­τας θα ήθελα να σας θυμίσω ένα από αυτά. «Σημεῖον», είπε ο Αριστοτέλης38   = στοιχείο ελέγχου του πραγματικού χαρακτήρα των ανθρώπινων πράξεων είναι η «ἐπιγινομένη τοῖς ἔργοις ἡδονή ἤ λύπη», το αίσθημα της ευχαρίστησης ή της δυσαρέσκειας που τις ακολουθεί· «σώφρονα π.χ. θα ονομάσουμε», σημειώ­νει ο Αριστοτέλης, «τον άνθρωπο που απέχει από τις σωματικές ηδονές και αυτό του προκαλεί ευχαρίστηση· είναι ακόλαστος τότε» —ο λόγος είναι πάν­τοτε του Αριστοτέλη— «αυτός που απέχοντας από τις σωματικές ηδονές αι­σθάνεται γι' αυτό δυσαρέσκεια»· το ανάλογο στις άλλες περιπτώσεις αρετών και κακιών. «Μήπως δεν το ξέρουμε όλοι», λέει ο Αριστοτέλης, «ὅτι διά τήν ἡδονήν τά φαῦλα πράττομεν, διά δέ τήν λύπην τῶν καλῶν ἀπεχόμεθα«Να γιατί θεωρώ", καταλήγει ο Αριστοτέλης, «ότι σωστότερη παιδεία και αγω­γή είναι αυτή που μας μαθαίνει «χαίρειν τε καί λυπεῖσθαι οἷς δεῖ», να χαιρό­μαστε και να ευχαριστιούμαστε, να λυπούμαστε και να δυσαρεστούμαστε με αυτά που πρέπει». Το μόνο δικό μου σχόλιο ας είναι: Δεν ξέρω, στ' αλήθεια, καλύτερον ορισμό της παιδείας. Δεν είναι κρίμα, τόσο υψηλές συλλήψεις να μένουν στη ζωή μας απλά όνειρα; Κι ίσως - στο τέλος τέλος - να μην είναι και τόσο δύσκολη η πραγματοποίηση τους.
--------------- 
1 Βλ. ολόκληρη τη «διήγηση» από το 310 a 8 εξ
2 Βλ. Diels-Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, απόσπ. Β 3.
3 Βλ. Diels-Kranz, ό.π., [37].
4 Βλ. LSJ, στη λ.
5 Ηθ. Νικομ. 1095 a 16.
6 Βλ. Diels-Kranz, ό.π., απόσπ. Β 119.
7 Βλ. Diels-Kranz, ό.π.
 8 1102 5.
9 Ρητορ. 1362 a 21 εξ.
10Τοπ. 116a 19.
 11 Βλ. παραπάνω σημ. 8.
12 ΗΘ.Νιχομ. 1103 b 26.
13 1103a 14 εξ.
14 1103 a 3.
15 Ηθ. Νιχομ. 1102 a 26 εξ.
16 1106 a 2.
17 ΗΘ.Νικομ. 1095 b 19 εξ.
18 Πβλ. Πολιτικά 1342 a 8, 1312 b 29 και Ηθ. Νικομ. 1179 b 29.
 19 1106 a 26 εξ.
20 Εμείς ίσως θα λέγαμε σήμερα: "με κριτήρια απολύτως αντικειμενικά".
21 Εμείς ίσως θα λέγαμε σήμερα: "με κριτήρια υποκειμενικά".
 22 ΗΘ. Νιχομ. 1106h 29 εξ.
23 Ηθ. Νικομ. 1109 a 30 εξ.
24 Ηθ. Νικομ. 1109 b Ι εξ.
 25 Ηθ. Νικομ. 1106 b 18 εξ.
26 100 εξ.
27 Βλ. παραπάνω σημ. 12.
 28 Βλ. Αριστοτ. Μετά τα φυσικά 986 a 22 εξ. και Diels-Kram, ό.π., απόσπ. 24 Β 4. — Βλ. και Δ. Λυπουρλή, Ιπποκρατική ιατρική, θεσσαλονίκη 1972, σσ. 32-38.
 29 636 d 5 εξ.: νόμων δέ περί διασκοπουμένων ἀνθρώπων ὀλίγου πᾶσά ἐστίν ἡ σκέψις περί τε τάς ἡδονάς καί τάς λύπας ἔν τε πόλεσιν καί ἐν ἰδίοις ἤθεσιν δύο γάρ αὗται πηγαί μεθεῖνται φύσει ῥεῖν, ὧν ὁ μέν ἀρυτόμενος ὅθεν τε δεῖ καί ὁπότε καί ὁπόσον εὐδαιμονεῖ, καί πόλις ὁμοίως καί ἰδιώτης.
30 375 a 4: μέν ἄρα ἐν τῷ δέοντι ἕκαστα τούτων ποιῶν δίκαια ποιεῖ, ὁ δέ μή ἐν τῶ δέοντι ἄδικα.
31 1183-1185.
32 Η μετάφραση είναι του Ι. Ν. Γρυπάρη.
 33 97 b 15-21.
34 97b 19: τό μή ἀνέχεσθαι ὑβριζόμενοι.
 35 1181 b 12 εξ.
 36 Απόσπ. 675 Rose = W. D. Ross, Aristotelis fragmenta selecta, Οξφόρδη 1955, σ. 147.
37 'Αλέξανδρος ή υπέρ αποίκων, απόσπ. 658 Rosé = Ross, ό.π., σ. 63.
 38     ΗΘ.Νίκομ. I104b3ei.

Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΙ ΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ

Αποτέλεσμα εικόνας για Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΙ ΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ Ποιο είναι το πραγματικό νόημα της ζωής; Ποιος είναι ο αληθινός σκοπός της ζωής; Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από την ίδια την ζωή. Η ίδια η ζωή είναι ο σκοπός της. Η ελεύθερη εκδήλωση κι η ροή της ζωής. Η ζωή είναι σαν ένα ποτάμι που ρέει. Όταν ρέει ελεύθερα ξέρει που να πάει, πώς να πάει κι απλά ταξιδεύει. Δεν χρειάζεται τίποτα άλλο.

Αλλά όταν έρχεται ο άνθρωπος και βάζει μεταφορικά και κυριολεκτικά φράγματα κι αλλάζει κατευθύνσεις στην πορεία των πραγμάτων (νομίζοντας ότι βελτιώνει έτσι την πορεία των πραγμάτων) τότε το αποτέλεσμα είναι μια τεχνητή διαμορφωμένη πραγματικότητα. Εκ των πραγμάτων, είναι καλύτερο αυτό; Η ελευθερία θεωρείται σαν ανεξέλεγκτη πορεία κι η ελεγχόμενη πορεία θεωρείται σαν σωτήρια επέμβαση. Είναι πράγματι έτσι; Μπορεί η ελευθερία να υποκατασταθεί από τον περιορισμό; το περιορισμένο; και να οδηγήσει την πορεία της ζωής και τα πράγματα σε καλύτερες καταστάσεις;

Ο περιορισμός του νου οδηγεί όντως στην αληθινή, ανώτερη, πιο χρήσιμη, γνώση; Ο περιορισμός σε αντιλήψεις και πεποιθήσεις οδηγεί σε καλύτερη ζωή; Ο περιορισμός των δράσεων, ο έλεγχος κι η χειραγώγηση των δραστηριοτήτων μας, οδηγεί σε μια πιο ευτυχισμένη διαβίωση;

Μήπως όλο αυτό το παραμύθι της επέμβασης και παρέμβασης στην ελεύθερη έκφραση της ζωής (σε νοητικό, γνωστικό και πρακτικό επίπεδο) που οι άνθρωποι ονομάζουν περήφανα «πολιτισμό», «κοινωνική ζωή», κλπ., είναι ακριβώς μια παγίδευση του ανθρώπου; Μήπως, πέρα από όλα όσα λένε οι δήθεν ηγέτες του κόσμου, θρησκευτικοί, πολιτικοί, οικονομικοί, κλπ., η πραγματική ζωή δεν είναι στην διαμόρφωση και τους περιορισμούς και στον έλεγχο, αλλά στην Ελευθερία; Στην Αληθινή Ελευθερία, όχι στην αναρχία του εγωισμού, στην ανεξέλεγκτη δράση των εγώ. Στην Ελευθερία από τον εγωισμό, την προκατάληψη, την ανοησία. Στην Αληθινή Έκφραση της Πραγματικής Φύσης του Ανθρώπου, που είναι Ελευθερία Άχρονη κι η Μόνη Πραγματικότητα.

Προφανώς η Ελευθερία για την οποία μιλάμε είναι η Πραγματική Ελευθερία του Ανθρώπου, η Αφύπνιση στην Πραγματικότητα, η Πραγματική Ζωή του Παγκόσμιου Ανθρώπου, που Φωτισμένος από την Κατανόηση της Ενότητας της Ύπαρξης Γνωρίζει Πώς να Δράσει στην ζωή και στην κοινωνία. Αληθινή κοινωνία φτιάχνουν οι Αληθινοί Άνθρωποι, δεν φτιάχνουν τα εγωιστικά ζώα. Τα εγωιστικά ζώα συναθροίζονται απλά κι αποτελούν αγέλες, αγέλες πολιτισμένων ζώων ίσως, αλλά πάντα αγέλες ζώων.

Υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στον έρωτα και την αγάπη;

Η αγάπη και ο έρωτας είναι δύο συναισθήματα που έχουν απασχολήσει είτε λίγο είτε πολύ κάθε άνθρωπο. Είναι δύο έννοιες που έχουν εξυμνηθεί, εξιδανικευθεί και αναφερθεί σε αμέτρητες ταινίες, βιβλία, ποιήματα καθώς και έργα τέχνης. Είναι δύο συναισθήματα που χαρακτηρίζουν αδιαφιλονίκητα κάθε ύπαρξη. Όμως απέχουν μεταξύ τους σε μεγάλο βαθμό, έχουν εντελώς διαφορετική σημασία και πολλές φορές συγχέονται.

Ο έρωτας είναι μία έντονη έλξη προς ένα άλλο πρόσωπο το οποίο χαρακτηρίζεται από την επιθυμία και για τη σαρκική ένωση. Πολλές αντιλήψεις στο διάβα των αιώνων προσπάθησαν να εξηγήσουν τι ακριβώς είναι ο έρωτας, ορισμένοι ψυχολόγοι τον ερμήνευσαν ως ένα εγγενές ένστικτο που συμβάλλει στην αναπαραγωγή, μέσω της επιθυμίας για συνεύρεση. Ως πάθος χαρακτηρίζεται από έντονο εγωισμό, ιδιοτέλεια και εκδικητικότητα. Ο έρωτας επιθυμεί να κυριεύσει την ψυχή του άλλου, ενδιαφέρεται για την ανταποδοτικότητα στη σχέση και πολλές φορές μπορεί να μην έχει ηθικούς δισταγμούς. Ο έρωτας επιθυμεί την κατάκτηση του άλλου με κάθε τρόπο, αγαπάει για να τον αγαπήσουν, δίνει όταν του δίνουν.

Η αγάπη, από την άλλη, είναι ένα συναίσθημα αφοσίωσης και αγνού ενδιαφέροντος που δεν αποσκοπεί στην ανταπόδοση. Στην αγάπη επιθυμείς το καλό του άλλου ακόμα και αν γνωρίζεις ότι δεν υπάρχει ανταποδοτικότητα στα συναισθήματα και τις επιθυμίες, γιατί το εγώ παραμερίζεται, διότι νοιάζεσαι περισσότερο για τον άλλο και τα δικά του θέλω. Η αγάπη χαρακτηρίζεται από τον αλτρουισμό, ενώ ο έρωτας από τον εγωισμό. Στην αγάπη επιθυμείς την ευτυχία του άλλου ανεξάρτητα από τα συναισθήματα που έχει ο άλλος για σένα, ενώ ο έρωτας αποσκοπεί στην καθαρή κτίση και απόκτηση του άλλου με κάθε κόστος.

Σε πολλά ζευγάρια παρατηρούμε ότι μετά από πολλά χρόνια συμβίωσης το συναίσθημα του έρωτα μετουσιώνεται σε αγάπη. Και αυτό διότι ο έρωτας είναι ένα πάθος περισσότερο το οποίο δε διαρκεί αιωνίως και με την πάροδο του χρόνου μπορεί ανάμεσα σε ένα ζευγάρι να μην υπάρχει πια με την ίδια θέρμη ή και να έχει ξεθωριάσει. Και αυτό συμβαίνει διότι μέσα στα χρόνια, με την ωρίμανση και την εξέλιξη της σχέσης, πλέον νοιώθεις περισσότερο αγάπη για τον άλλον άνθρωπο, έχεις μπει στη διαδικασία να κάνεις υποχωρήσεις , κάτι που τον πρώτο καιρό του έρωτα δεν υφίσταται. Με την πάροδο του χρόνου έχεις μάθει πια τον άλλο άνθρωπο και τον έχεις αγαπήσει, δεν είσαι πια στην αμείλικτη και άκαμπτη θέση του έρωτα ‘’αγάπα με για να σε αγαπήσω’’.

Για να υπάρξει συνύπαρξη και των δύο αυτών συναισθημάτων πρέπει να υπάρξει πάροδος πολλών χρόνων, επεξεργασίας και συμβίωσης με τον άλλο. Αν, πραγματικά, μπορεί να υπάρξει μία συνύπαρξη και των δύο, τότε αυτό θα είναι ιδανικό και αξιοθαύμαστο.

Έχουμε αυτό που κάποτε σκεφτόμασταν

Αποτέλεσμα εικόνας για Ο Στοχασμός και η Τέχνη του Λησμονείν «Δεν πρέπει να καταστρέφουμε αυτά που έχουμε και να επιθυμούμε αυτά που δεν έχουμε, αλλά να θυμόμαστε πως ό,τι έχουμε ήταν αυτό που κάποτε ευχόμασταν» Επίκουρος

Είμαστε αυτό που σκεφτόμαστε. Γινόμαστε αυτό που πιστεύουμε. Η ζωή μας είναι αυτό που οραματιζόμαστε. Η ζωή μας είναι αυτό που αποφασίζουμε. Μπορούμε να αλλάξουμε τη ζωή μας αλλάζοντας τις σκέψεις μας. Οι σκέψεις και τα λόγια μας είναι πανίσχυρα. Ανάλογα με τις σκέψεις που κάνουμε και τα λόγια που λέμε, πλάθουμε τη ζωή μας. Μόνο εμείς έχουμε τον απόλυτο έλεγχο των σκέψεων και των λόγων μας. Επειδή μόνο εμείς ορίζουμε τη σκέψη μας. Αυτός είναι ο λόγος που είμαστε δυνατοί. Είμαστε θύματα μονάχα των σκέψεών μας.

Αν η ζωή σου δεν εξελίσσεται ομαλά, είναι ώρα να εξετάσεις τη στάση και τις σκέψεις σου, επειδή μόνο έτσι θα βρεις το κλειδί για να πάρεις στα χέρια σου τον έλεγχο της ζωής σου και να αλλάξεις το πεπρωμένο σου. αποφάσισε πια είναι η ζωή που επιθυμείς, οραματίσου την, επιβεβαίωσέ την, αποφάσισέ το, προσηλώσου, πίστεψε και θα βρεθείς να ζεις τη ζωή αυτή πολύ πιο σύντομα απ’ όσο φαντάστηκες ποτέ. Ο κόσμος είναι απλά μια εκδήλωση των σκέψεων που επιλέγουμε.

Επικεντρώσου στην αρρώστια, στη φτώχια και στη δυστυχία και οι εμπειρίες σου θα είναι αυτόματα ανάλογες.

Άλλαξε τον προσανατολισμό σου και εστιάσου στις χαρές της ζωής, σε όσα ήδη έχεις, στα οφέλη της ζωής, στην καλή σου υγεία και στην αφθονία του σύμπαντος – και αμέσως όλα αυτά θα εμφανιστούν στη ζωή σου.

Τι κάνουμε όταν είμαστε αντιμέτωποι με ανθρώπους που θέλουν να μας χειραγωγήσουν, να μας χρησιμοποιήσουν ή να μας ελέγξουν;

Αποτέλεσμα εικόνας για Ο Στοχασμός και η Τέχνη του Λησμονείν Είναι αδύνατο να βελτιωθεί ο κόσμος, αν δεν βελτιωθούν οι άνθρωποι που κατοικούν σ' αυτόν. Πλάτων

Αυτοί οι άνθρωποι είναι ξεκομμένοι από την Ύπαρξη, κι έτσι προσπαθούν ασυνείδητα να πάρουν ενέργεια και δύναμη από σένα. Είναι αλήθεια ότι ένα μη συνειδητό άτομο προσπαθεί να χρησιμοποιήσει ή να χειραγωγήσει άλλους, αλλά είναι εξίσου αλήθεια ότι μόνο ένα μη συνειδητό άτομο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και να χειραγωγηθεί. Αν αντιστέκεσαι ή μάχεσαι στην ασυνείδητη συμπεριφορά στους άλλους, γίνεσαι και ο ίδιος μη συνειδητός.

Παράδοση, όμως, δε σημαίνει ότι επιτρέπεις στον εαυτό σου να χρησιμοποιείται από μη συνειδητούς ανθρώπους. Σε καμιά περίπτωση. Είναι απόλυτα δυνατόν να πεις σε κάποιον «ΟΧΙ», ξεκάθαρα και σταθερά, ή να φύγεις από μια κατάσταση, και ταυτόχρονα να μην έχεις καμιά εσωτερική αντίσταση. Όταν λες «όχι» σε έναν άνθρωπο ή σε μια κατάσταση, άφησέ το αυτό να παρέλθει όχι από αντίδραση αλλά από ενόραση, από μια ξεκάθαρη συνειδητοποίηση του τι είναι καλό ή όχι για σένα εκείνη τη στιγμή. Ας είναι ένα μη αντιδραστικό «όχι», ένα «όχι» υψηλής ποιότητας, ένα «όχι» απαλλαγμένο από κάθε αρνητικότητα, που δε δημιουργεί άλλο πόνο.

Αν δεν μπορείς να παραδοθείς, ανάλαβε δράση αμέσως: μίλα ή κάνε κάτι που θα φέρει κάποια αλλαγή στην κατάσταση-ή απομακρύνσου από αυτή. Πάρε την ευθύνη της ζωής σου. Μη ρυπαίνεις την πανέμορφη, αστραφτερή σου εσωτερική Ύπαρξη και τη Γη με αρνητικότητα. Μη δίνεις στη δυστυχία και σε οποιαδήποτε μορφή της τόπο κατοικίας μέσα σου.

Οι σχέσεις μας αλλάζουν με την παράδοση.
Αν δεν μπορείς ποτέ να δεχτείς αυτό που υπάρχει, είναι επόμενο ότι δεν μπορείς να δεχτείς κανέναν άνθρωπο όπως είναι. Κρίνεις, κατακρίνεις, κολλάς ετικέτες, απορρίπτεις ή επιχειρείς να αλλάξεις τους άλλους. Επιπλέον, αν κάνεις συνεχώς το Τώρα μέσο για κάθε σκοπό στο μέλλον, τότε κάνεις επίσης και κάθε άνθρωπο που συναντάς ή με τον οποίο σχετίζεσαι μέσο για έναν σκοπό. Η σχέση ή ο άνθρωπος έχει τότε δευτερεύουσα σημασία για σένα ή καμιά απολύτως.

Όταν εμπλέκεσαι σε μια λογομαχία ή σε κάποια σύγκρουση με το σύντροφό σου ή με κάποιον κοντινό σου άνθρωπο ξεκίνα παρατηρώντας πόσο αμυντικός γίνεσαι καθώς η θέση σου δέχεται επίθεση, ή νιώσε τη βία της δικής σου επιθετικότητας καθώς επιτίθεσαι στη θέση του άλλου. Παρατήρησε την προσκόλληση σου στη δική του άποψη, στη δική σου γνώμη. Νιώσε τη νοητική και τη συναισθηματική ενέργεια πίσω από την ανάγκη σου να έχεις δίκιο και να βγάλεις τον άλλο λάθος.
Αυτή είναι η ενέργεια του εγωικού νου. Την κάνεις συνειδητή αναγνωρίζοντας τη, νιώθοντάς την όσο πληρέστερα μπορείς. Τότε, κάποια μέρα, στη μέση μια λογομαχίας, θα συνειδητοποιήσεις ξαφνικά ότι έχεις επιλογή και μπορείς να αποφασίσεις να απαραιτηθείς από την αντίδρασή σου-μόνο και μόνο για να δεις τι θα συμβεί. Παραδίνεσαι.

Δεν εννοώ να παραιτηθείς από την αντίδραση μόνο λεκτικά, λέγοντας «εντάξει, έχεις δίκιο», με μια έκφραση στο πρόσωπο σου που λέει «είμαι υπεράνω όλης αυτής της παιδιάστικης ασυνειδησίας.» αυτό δείχνει την αντίσταση σε ένα άλλο επίπεδο, με τον εγωικό νου ακόμα στα ηνία, να διεκδικεί την ανωτερότητά του. Μιλάω για παραίτηση από ολόκληρο το νοητικό-συναισθηματικό ενεργειακό πεδίο μέσα σου που μάχεται για εξουσία.

Το εγώ είναι πονηρό και έτσι πρέπει να επαγρυπνείς διαρκώς, να είσαι έντονα παρών και ολότελα ειλικρινής με τον εαυτό σου, για να δεις αν έχεις αληθινά εγκαταλείψει την ταύτισή σου με μια νοητική θέση κι αν έχεις ελευθερωθεί έτσι από το νου σου. Αν ξαφνικά νιώσεις πολύ ανάλαφρος, ξεκάθαρος και βαθιά γαλήνιος, αυτό είναι αλάθητο σημάδι ότι έχεις πραγματικά παραδοθεί. Παρατήρησε τότε τι συμβαίνει στη νοητική θέση του άλλου, καθώς δεν την ενεργοποιείς πια με την αντίστασή σου. Όταν η ταύτιση με νοητικές θέσεις έχει βγει από τη μέση, τότε αρχίζει η αληθινή επικοινωνία.

Το Εγώ πιστεύει ότι η δύναμή του βρίσκεται στην αντίσταση σου, ενώ, στην πραγματικότητα, η αντίστασή σε ξεκόβει από την Ύπαρξη, το μόνο μέρος αληθινής δύναμης. Η αντίσταση είναι αδυναμία και φόβος που μασκαρεύεται σε δύναμη. Αυτό που το εγώ βλέπει σαν αδυναμία είναι η Ύπαρξή σου, στην καθαρότητα, την αθωότητα και τη δύναμή της. Αυτό που βλέπει σα δύναμη είναι αδυναμία. Έτσι, το εγώ λειτουργεί διαρκώς με την αντίσταση και παίζει κίβδηλους ρόλους για να καλύψει την «αδυναμία» σου, που στην πραγματικότητα είναι η δύναμή σου.

Στην παράδοση , δε χρειάζεσαι πια τις άμυνες του εγώ και τις ψεύτικες μάσκες. Γίνεσαι πολύ απλός, πολύ αληθινός. «Αυτό είναι επικίνδυνο», λέει το εγώ. «Θα πληγωθείς. Θα γίνεις τρωτός» αυτό που το Εγώ δε γνωρίζει, φυσικά, είναι ότι μόνο μέσα από την παραίτηση από την αντίσταση, μόνο με το να γίνεις «τρωτός» μπορείς να ανακαλύψεις πόσο αληθινά και ουσιαστικά άτρωτος είσαι.

Ο Στοχασμός και η Τέχνη του Λησμονείν

Αποτέλεσμα εικόνας για Ο Στοχασμός και η Τέχνη του Λησμονείν Η σπατάλη του στοχασμού
Ο στοχασμός είναι ουσία η οποία δεν πρέπει να σπαταλάται, διότι η σπατάλη της επιφέρει μείωση όχι μόνο του διανοητικού σθένους αλλά και της σωματικής ρώμης.

Η μέριμνα για το αύριο είναι σπατάλη στοχασμού και ελαττώνει την ελκτική δύναμη της διανοίας.

Όπως το κρίνο του αγρού, αμέριμνο για το αύριο, έλκει προς τον εαυτό του όλα τα αναγκαία για ευδαίμονα και έκλαμπρο βίο, έτσι και ο ανθρώπινος νούς αν συνεκέντρωνε τους στοχασμούς του στα πράγματα της ημέρας, χωρίς να τυρβάζει, χωρίς να αδημονεί για το αύριο και χωρίς να φοβάται το μέλλον, θα προσέλκυε στον εαυτό του πάντα τα χρεώδη προς ευδαίμονα και έκλαμπρο βίο.

Οι ανάγκες του σήμερα είναι οι μόνες πραγματικές ανάγκες. ‘Εχεις ανάγκη του σημερινού γεύματος.

Του αυριανού γεύματος δεν έχεις σήμερα ανάγκη. Τι σπαταλάς τις δυνάμεις σου μεριμνώντας για την αυριανή σου ανάγκη? Δες το κρίνο του αγρού. Δεν αδημονεί ούτε επιδίδεται σε έργα και σχέδια για να αποθηκεύσει περίσσευμα ύδατος ή αέρος ή ηλιόφωτος για το αύριο εκ φόβου μη του λείψουν αύριο αυτά τα χρειώδη.

Εάν έπραττε έτσι θα σπαταλούσε τις ελκτικές ικμάδες του στην προσπάθεια αποταμιεύσεως και δεν θα καθίστατο ποτέ τέλειο κρίνο που υπερτερεί σε πλούτο
και απο αυτόν τον Σολομώντα όταν ευρισκετο σε όλη του την δόξα.
Δεν είναι μεταφορική έκφραση αυτό, είναι νόμος του βίου.

Η ελκτική δύναμη της διάνοιας η οποία κατοικεί στον άνθρωπο, κατοικεί και στο
κρίνο και αν την σπαταλάς στην μέριμνα για να αναγκαία εκτός των αναγκών της ημέρας, αποκόπτεις απο τον εαυτόν σου τις αρτηρίες μέσω των οποίων το Σύμπαν προμυθοποιείται να σου προμηθεύση κάθε τι το χρειώδες προς εξαφάλισιν της αυξήσεώς σου, της υγείας σου, της ισχύος σου και της ευπορίας σου κάθε μέρα”.

Ο Στοχασμός και η Τέχνη του Λησμονείν
Η κόπωση είναι ειδοποίηση ότι έχεις ανέλθει σε νέο στάδιο και ότι μέχρι να έρθει η στιγμή της νέας δράσης σου πρέπει να αναπαυθείς σαν να μην είχες άλλο μέλημα στον κόσμο. Αν παραβλέψεις την ειδοποίηση αυτή, το σώμα σου θα φθαρεί και στο τέλος θα εγκαταλειφθεί ως άχρηστο από το πνεύμα.

Το σώμα σου δια του χρόνου γίνεται δυσκίνητο όχι τόσο εξαιτίας υλικών αλλοιώσεων όσο από τις ιδέες τις οποίες βαθμηδόν απορροφά το πνεύμα σου.

 Μετά την ηλικία των 18 ή 29, αρχίζουν οι μέριμνες του βίου, η συγχρώτιση με διάνοιες παλαιού ρυθμού που ενεργούν μηχανικά. Η παιδική φαιδρότητα βαθμηδόν εκλείπει, και μαζί με αυτή και η παιδική ελαστικότητα του σώματος. Και τα δύο όμως αυτά στοιχεία είναι δυνατόν να διατηρηθούν συμβιβαζόμενα με την ωριμότητα της ηλικίας, αν φροντίζεις το πνεύμα σου να αποκτά νωπές ιδέες και όχι εώλους.

Ότι απορροφά το πνεύμα σου κρυσταλλώνεται στο αίμα σου και διαπλάθει το σώμα σου. «Τον άνθρωπο τα βάσανα γηράζουν, και όχι ο χρόνος». Για αυτό το λόγο είναι ανάγκη περιοδικά να θέτονται κατά μέρος τα βάσανα λησμονούμενα παντελώς επί μια μέρα έτσι ώστε να ανοίγει μια οπή δια της οποίας να εισέρχεται το πνεύμα της φαιδρότητας και του αειθαλούς.

Δύνασαι να τηρείς το πνεύμα σου αειθαλές και ακμαίο, αν ζητάς γαλήνια από την Υπέρτατη Σοφία να σε οδηγεί μακριά από τις νοσηρές ιδέες οι οποίες συνήθως εισορμούν στον νου σου χωρίς να το ξέρεις και να σε οδηγεί στις σφαίρες των υγιών ιδεών, των ιδεών της συμμετρικής ισχύος, της φαιδρότητας, της ευδοκίας, της καλαισθησίας.

Η ύλη χωρίς το πνεύμα εξασθενεί και γηράσκει κατά φυσικό νόμο. Αλλά κατά φυσικό επίσης νόμο η ύλη οδηγούμενη από το πνεύμα της ζωής διηνεκώς αναβιώνει και ενισχύεται.

Οι άνθρωποι δεν ζητούν να άγονται από το πνεύμα και επομένως επικρατεί ο νόμος του γήρατος. Τα ζώα δεν έχουν την νόηση να ζητούν, οι άνθρωποι δεν έχουν το θάρρος.

Το Λησμονείν
Το σώμα χρησιμοποιείται από το πνεύμα όπως το πριόνι από τον ξυλουργό. Το πνεύμα εργάζεται διηνεκώς, και την εργασία του αποτελούν οι στοχασμοί του. Κάθε στοχασμός είναι ουσία που ακτινοβολεί από το πνεύμα. Είναι φανερό ότι μετά από χιλιάδες τέτοιες ακτινοβολήσεις το πνεύμα έχει ανάγκη από ανάπαυση.

Εντεύθεν ο ύπνος. Διαρκούντος του ύπνου το πνεύμα περισυλλέγει τις ακτινοβοληθείσες ικμάδες του και αφού αναζωογονηθεί λαμβάνει πάλι κατοχή του σώματος και αρχίζει εκ νέου την εργασία του. Δια του ύπνου το πνεύμα συγκεντρώνει τις δυνάμεις του.

Το απαιτούμενο πράγματι για την συγκέντρωση των πνευματικών δυνάμεων είναι η άκρα αδράνεια του σώματος και όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός της επιτυγχανόμενης σωματικής αδράνειας τόσο μικρότερος είναι ο απαιτούμενος χρόνος υπνώσεως.

Πολλές φορές το πνεύμα συναντά δυσκολία στην προσπάθειά του να περισυλλέξει τις δυνάμεις του, και αποτέλεσμα αυτής της δυσκολίας είναι η αϋπνία. Το πνεύμα προσπαθεί να αφήσει το σώμα σε αδράνεια και δεν δύναται. Εντεύθεν η αϋπνία. Όσο διαρκούσε η ημέρα σκόρπισε πολύ τους στοχασμούς του και δυσκολεύεται να τους περισυλλέξει.

Μόλις το σώμα περιέλθει σε αδράνεια απέρχεται σε άλλους ορίζοντες και συλλέγει εντυπώσεις Εντεύθεν τα όνειρα.

Το πνεύμα σου έχει τις αισθήσεις του όπως και το σώμα σου, αλλά ελλείψει χρήσεως τα πνευματικά αισθητήρια αμβλύνθηκαν. Εντεύθεν όταν κοιμάσαι και το πνεύμα σου εισάγεται σε άλλες σφαίρες δεν ωφελείται όσο έπρεπε, και μάλιστα αδημονεί. Είναι ανάγκη να προετοιμαστεί γι αυτό πριν αφήσει την διαμονή του στο σώμα ειδάλλως θα είναι ξένο στον πνευματικό κόσμο. Ο άριστος τρόπος της προπαρασκευής είναι να θυμάσαι ακράδαντα ότι είσαι πνεύμα, όχι σώμα. Ιδίως η ενθύμηση αυτή να είναι ζωηρή την στιγμή που πέφτεις για ύπνο.

Αυτή η ενθύμηση είναι σαν τηλεγράφημα που στέλνεις προς αυτούς που κατοικούν στον πνευματικό κόσμο για να σε περιμένουν και να σε υποδεχτούν σαν ίσο τους. Αλλιώς θα πλανηθείς σε ειδεχθείς κόσμους κατωτέρων όντων. Αλλά η ενθύμηση ότι είσαι πνεύμα, απαύγασμα της θείας ουσίας, σε εισάγει σε κόσμους ζωής και κάλλους.

Κάθε στοχασμός είναι ουσία την οποία ο άνθρωπος απορροφά με εκών άκων. Σε συμφέρει άρα απείρως να είναι εκλεκτής φύσεως. Η ευδοκίμηση και ευδαιμονία του βίου εξαρτάται κυρίως από αυτή τη χημική σύμμειξη. Συνταυτίσου με τα βιονομικά κέντρα, όχι με τα οικονομικά αν θέλεις να έχεις κάθε αγαθό στην ζωή σου. Ή, κατά την φράση του Χριστού, «ζήτα πρώτον την βασιλείας του Θεού, και τα αγαθά του βίου θα σου επιδαψιλευθούν αυτομάτως».

Η επιστήμη του μέλλοντος θ’ αναγνωρίσει τον στοχασμό ως χημική ουσία, και το ποιόν αυτού εξαρτάται από τα στοιχεία που προσκολλώνται σε αυτόν. Τα στοιχεία της αδημονίας, του άλγους, του μίσους, του φθόνου εκφαυλίζουν την ποιότητα του στοχασμού και εντεύθεν εκφυλλίζουν τον οργανισμό και φυσιολογικώς και φυσιογνωμικώς. Υγεία και κάλλος ουδέποτε συμβιβάζονται με φαύλους ή απαίσιους στοχασμούς.

Ο έχων την τέχνη να λησμονεί, έχει την τέχνη να απομακρύνει από τους στοχασμούς του τα στοιχεία που τους εκφαυλίζουν, – απαισιοδοξία, σκαιότητα.

Θυμό, μελαγχολία, φθόνο, ραδιουργία, μνησικακία, σκωπτικότητα, χαιρεκακία, δυσμένεια είτε στον λόγο είτε σε δράση, είτε σε διανόηση.

Όταν κινδυνεύεις να περιπέσεις σε αυτά, ζήτα γαλήνια τα αντίθετα, και η ελκτική δύναμη της διάνοιάς σου θα τα φέρει.

 Ένας αποτελεσματικός τρόπος να ζητάς κάτι νοερά είναι να βλέπεις τον εαυτό σου με την φαντασία σου, να έχει ήδη το ζητούμενο. Η τέχνη του Λησμονείν είναι πολύτιμη για την επιδίωξη οιουδήποτε πράγματος.

Πρέπει συχνά να λησμονείς το επιδιωκόμενο αν θέλεις αυτό να έρθει προθυμότερα.

Η ποινή της παραβάσεως είναι στενότης ορίζοντος, μονομανία, ψύχωσις. Είναι έλλειψη κρίσης να προσκολλάται κάποιος σε μια ιδέα, παραφροσύνη δε να θέλει όλοι οι άλλοι ν’ ακολουθήσουν την ιδέα στην οποία έχει προσκολληθεί.

Λόγια σοφά και διαχρονικά, λέω εγώ.
Λόγια αγάπης, που περιέχουν το μυστικό της ευτυχίας.
Τελικά, τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά απ’ ό,τι νομίζουμε και έχουμε διδαχθεί.