Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Βάκχαι (1352-1392)

ΚΑ. ὦ τέκνον, ὡς ἐς δεινὸν ἤλθομεν κακὸν
‹πάντες›, σύ θ᾽ ἡ τάλαινα σύγγονοί τε σαὶ
ἐγώ θ᾽ ὁ τλήμων· βαρβάρους ἀφίξομαι
1355 γέρων μέτοικος, ἔτι δέ μοὐστὶ θέσφατον
ἐς Ἑλλάδ᾽ ἀγαγεῖν μιγάδα βαρβάρων στρατόν.
καὶ τὴν Ἄρεως παῖδ᾽ Ἁρμονίαν, δάμαρτ᾽ ἐμήν,
δράκων δρακαίνης ‹σχῆμ᾽› ἔχουσαν ἀγρίας
ἄξω ᾽πὶ βωμοὺς καὶ τάφους Ἑλληνικούς,
1360 ἡγούμενος λόγχαισιν· οὐδὲ παύσομαι
κακῶν ὁ τλήμων οὐδὲ τὸν καταιβάτην
Ἀχέροντα πλεύσας ἥσυχος γενήσομαι.
ΑΓ. ὦ πάτερ, ἐγὼ δὲ σοῦ στερεῖσα φεύξομαι.
ΚΑ. τί μ᾽ ἀμφιβάλλεις χερσίν, ὦ τάλαινα παῖ,
1365 ὄρνις ὅπως κηφῆνα πολιόχρων κύκνος;
ΑΓ. ποῖ γὰρ τράπωμαι πατρίδος ἐκβεβλημένη;
ΚΑ. οὐκ οἶδα, τέκνον· σμικρὸς ἐπίκουρος πατήρ.
ΑΓ. χαῖρ᾽, ὦ μέλαθρον, χαῖρ᾽, ὦ πατρία
πόλις· ἐκλείπω σ᾽ ἐπὶ δυστυχίαι
1370 φυγὰς ἐκ θαλάμων.
ΚΑ. στεῖχέ νυν, ὦ παῖ, τὸν Ἀρισταίου
‹ . . . ›.
ΑΓ. στένομαί σε, πάτερ. ΚΑ. †κἀγώ, τέκνον,
καὶ σὰς ἐδάκρυσα κασιγνήτας.†
ΑΓ. †δεινῶς γὰρ τάνδ᾽ αἰκίαν
1375 Διόνυσος ἄναξ
τοὺς σοὺς εἰς οἴκους ἔφερε.†
ΚΑ. καὶ γὰρ ἔπασχεν δεινὰ πρὸς ἡμῶν,
ἀγέραστον ἔχων ὄνομ᾽ ἐν Θήβαις.
ΑΓ. χαῖρε πάτερ μοι. ΚΑ. χαῖρ᾽, ὦ μελέα
1380 θύγατερ· χαλεπῶς ‹δ᾽› ἐς τόδ᾽ ἂν ἥκοις.
ΑΓ. ἄγετ᾽ ὦ πομποί με κασιγνήτας
ἵνα συμφυγάδας ληψόμεθ᾽ οἰκτράς.
ἔλθοιμι δ᾽ ὅπου
μήτε Κιθαιρὼν ‹ἔμ᾽ ἴδοι› μιαρὸς
1385 μήτε Κιθαιρῶν᾽ ὄσσοισιν ἐγώ,
μηδ᾽ ὅθι θύρσου μνῆμ᾽ ἀνάκειται·
βάκχαις δ᾽ ἄλλαισι μέλοιεν.
ΧΟ. πολλαὶ μορφαὶ τῶν δαιμονίων,
πολλὰ δ᾽ ἀέλπτως κραίνουσι θεοί·
1390 καὶ τὰ δοκηθέντ᾽ οὐκ ἐτελέσθη,
τῶν δ᾽ ἀδοκήτων πόρον ηὗρε θεός.
τοιόνδ᾽ ἀπέβη τόδε πρᾶγμα.

***
ΚΑΔΜΟΣ
Παιδί μου, πόσο φοβερό το κακό που μας βρήκε όλους,
εσένα την άμοιρη, τις αδελφές σου
και εμένα το δύσμοιρο.
Θα πάω και θα ζήσω με βαρβάρους,
ξένος και γέροντας.
1355 Είναι γραφτό μου ακόμη
να φέρω στην Ελλάδα στίφη βαρβάρων.
Και την κόρη του Άρη την Αρμονία, τη γυναίκα μου,
μεταμορφωμένη σε άγριο φίδι, φίδι ο ίδιος,
θα την οδηγήσω επάνω σε βωμούς ελληνικούς και τάφους,
αρχηγός λογχοφόρων.
1360 Τα πάθη μου δεν έχουν τέλος.
Ακόμη και όταν ταξιδέψω στον Αχέροντα,
που κατεβάζει στον Άδη,
δεν θα γνωρίσω τη γαλήνη.
ΑΓΑΥΗ
Πατέρα, εγώ θα ζήσω εξόριστη, χωρίς εσένα.
ΚΑΔΜΟΣ
Άμοιρη κόρη μου, γιατί με κλείνεις στην αγκαλιά σου,
1365 όπως ο κύκνος τον άχρηστο γερο-κύκνο με τα κάτασπρα φτερά;
ΑΓΑΥΗ
Πού να πάω διωγμένη από την πατρίδα μου;
ΚΑΔΜΟΣ
Δεν ξέρω, παιδί μου. Αδύναμος βοηθός ο πατέρας σου.
ΑΓΑΥΗ
Χαίρε, σπίτι μου.
Χαίρε και συ, πόλη των πατέρων μου.
Σε αποχωρίζομαι δυστυχισμένη.
1370 Εξορίζομαι από το ίδιο μου το σπίτι.
ΚΑΔΜΟΣ
Πήγαινε, κόρη μου, στου Αρισταίου ...
ΑΓΑΥΗ
Οδύρομαι για σένα, πατέρα.
ΚΑΔΜΟΣ
Κι εγώ, παιδί μου, κλαίω για σένα και τις αδελφές σου.
ΑΓΑΥΗ
1375 Με τρόπο φοβερό ο μέγας Διόνυσος
έφερε στο σπίτι σου αυτή τη φρίκη.
ΚΑΔΜΟΣ
Φοβερά ήσαν και όσα έπαθε από σας·
έμενε ατίμητο το όνομά του στη Θήβα.
ΑΓΑΥΗ
Χαίρε, πατέρα.
ΚΑΔΜΟΣ
1380 Χαίρε, πονεμένη μου κόρη,
αν και τόσο δύσκολο να φθάσεις εκεί που σου εύχομαι.
ΑΓΑΥΗ
Πηγαίνετέ με, φίλες,
να πάρω μαζί μου —θλιβερές συνεξόριστες— τις αδελφές μου.
Και ας πάω εκεί
όπου δεν θα με βλέπει ο μιαρός Κιθαιρώνας
1385 ούτε θα βλέπω εγώ τον Κιθαιρώνα με τα μάτια μου
και όπου κανένας αφιερωμένος θύρσος
δεν θα μου τα θυμίζει.
Ας φροντίσουν γι᾽ αυτά άλλες βάκχες.

ΧΟΡΟΣ
Πολλές μορφές παίρνουν τα θεία.
Πολλά οι θεοί τελούν ανέλπιστα.
1390 Όσα προσδοκήσαμε δεν εκπληρώθηκαν·
στο απροσδόκητο βρίσκουν διέξοδο οι θεοί.
Τέτοιο τέλος έλαβε αυτό που επράχθη.

Μακεδονία εν μύθοις φθεγγομένη: Μύθοι τοπικοί - Θάσος

Ο Απολλόδωρος (2.5.9) παραδίδει ότι ο Ηρακλής κατέλαβε τη Θάσο και ανέθεσε τη διακυβέρνηση του νησιού στους Αλκαίο και Σθένελο, γιους του Ανδρόγεου και εγγονούς του Μίνωα, τους οποίους είχε πάρει μαζί του ως ομήρους από την Πάρο. Αυτή είναι η μυθολογική εκδοχή μιας ιστορικής πραγματικότητας που αιτιολογεί τη λατρεία του ήρωα στο νησί. Αυτή όμως εξηγείται και αλλιώς.

Προτού οι Πάριοι αποικίσουν το νησί της Θάσου, είχαν εγκατασταθεί Φοίνικες, με ηγέτη τον Θάσο, γιο του Φοίνικα ή του Αγήνορα ή και του ίδιου του Ποσειδώνα (Παυσ. 2.14, 6.47). Οι Φοίνικες λάτρευαν ιδιαίτερα τον ήρωα στον τόπο τους πολλές γενιές πριν από την έλευση του Κάδμου στη Θήβα (Αρριανός, 2.16). Προς τιμή του Τύριου Ηρακλή, που στη γλώσσα των Φοινίκων ονομαζόταν Βάαλ-Μελκάρθ και είχε παλαιότατο ναό, θέλησε ο Αλέξανδρος να θυσιάσει. Ο Ηρακλής αυτός, όπως παραδίδει ο Αρριανός δεν ταυτίζεται με τον Αργείο Ηρακλή, τον γιο της Αλκμήνης.
Οι Αιγύπτιοι λάτρευαν άλλον Ηρακλή από αυτόν των Τυρίων ή των Ελλήνων με λατρεία παρόμοια με του Διόνυσου και της Περσεφόνης. (Αρριανός 2.16.3)
Δεν αποκλείεται όμως μια πορεία επικάλυψης των δύο ηρώων, ιδιαίτερα μάλιστα αν λάβουμε υπόψη ότι ο Ηρόδοτος είδε στην Τύρο ναό του Θάσιου Ηρακλή (2.44). Εξάλλου, η παρουσία των Φοινίκων μαρτυρείται στον μυχό του Θερμαϊκού κόλπου από καρικές επιγραφές (γραπτές μαρτυρίες σχετίζουν τους Φοίνικες με τους Κάρες, Θουκυδίδης 1.8).

Συναισθηματικό Λεξικό

Η γνώση των ορίων μας είναι η μεγαλύτερη κατάκτηση, μια σοφία, που την κατανοούμε, μόνο όταν οι αντοχές μας έχουν εξαντληθεί. Κι όμως οι περισσότεροι προκρίνουν να ζουν με δύο αντιθετικές αυταπάτες: πως η θέλησή τους αρκεί, για να επιτύχουν οτιδήποτε ή πως οι συνθήκες έγιναν μοίρα ανίκητη.

Σχεδόν οι μισές μας επιλογές προκαθορίζονται γενετικά, σε τέτοιο σημείο, που κατ΄ επίφαση μόνο αποτελούν συνειδητές, ελεύθερες αποφάσεις. Ένα μεγάλο μέρος των πράξεων είναι αποτέλεσμα του περιβάλλοντος, της κοινωνίας, των συνεξαρτήσεων, των συμπτώσεων, μα κυρίως του τρόπου που προσαρμοζόμαστε σε αυτά.

Στο τέλος απομένει ένα κομμάτι μονάκριβο και πολύτιμο της δικής μας αυτενέργειας, μικρό ποσοστιαία, που μπορεί όμως να προκαλέσει τη μεγαλύτερη αλλαγή.

Σε αυτό εδράζεται η διαφοροποίηση στην προσωπικότητα: Άνθρωποι, που θα αποτολμήσουν το φαινομενικά αδύνατο ή ρακοσυλλέκτες των καιρών, που θα συμβιβαστούν.

Τα πάντα ξεκινούν με την αντίληψη του πεπερασμένου.

Η παραδοχή του θνητού, του ατελούς, του εύθραυστου πλάσματος, που προικίστηκε όμως, με την εμβρίθεια να το αποδέχεται και να αγωνίζεται, μάταια να το αλλάξει.

Η τραγικότητα της ύπαρξης είναι η απαρχή της αυτογνωσίας.

Περιγράψτε σε ένα χαρτί τι νιώσατε σήμερα, λέω σε διαλέξεις. Και οι περισσότεροι σιωπούν ενώπιον μιας αδιανόητης ένδειας.

Είτε σα μηχανές δεν αισθάνονται, είτε αγνοούν το λεξιλόγιο των αισθημάτων, είτε δεν έχουν χρόνο να τα αναλύσουν ή, το χειρότερο, φοβούνται να αποκαλυφθούν.

Υπάρχουν και αυτοί, που άγονται από τις ορμές τους, που ανεξέλεγκτα αντιδρούν χωρίς περίσκεψη (και χωρίς αιδώ) στις καταστάσεις, που επαναλαμβάνουν ανεπιτυχή μοτίβα κατάθλιψης, φιληδονίας, εριστικότητας, απάθειας, ευσυγκινησίας, καχυποψίας, δυσπιστίας, ατολμίας, κομφορμισμού, ματαιοδοξίας και υποκρισίας.

Είναι κι εκείνοι, που έρχονται σε επαφή με τους μηχανισμούς άμυνας κι όχι με το πρωτογενές και το αυθόρμητο.

Αλήθεια πόσοι από μας λέμε δεν σε εμπιστεύομαι, υπονοώντας πως ήθελα να σε προβλέπω, να σε χαρτογραφώ και δεν το κατάφερα. Επικαλούνται το σεβασμό και ξεχνούν πως είναι κράμα αγάπης και φόβου, όχι εκτίμησης

Πόσοι κραυγάζουν οδηγείς σαν τρελός, για να μην πουν ότι τρέμουν αν δεν έχουν τον έλεγχο..κραδαίνουν τα σ' αγαπώ, για να δεσμεύσουν, να παρασιτήσουν, να ενοχοποιήσουν, να εξαρτηθούν.

Ωρύονται είσαι γελοίος, αντί να πουν νιώθω πληγωμένη, ανασφαλής, ευάλωτη.

Πόσοι θυμώνουν για την καθυστερημένη επιστροφή της κόρης το Σαββατόβραδο, για να αποφύγουν την ομολογία πως οι νουθεσίες τους δεν έθεσαν φραγμούς, πως ανησυχούν μην πάθει κακό, πως αναπολούν τα χρόνια που ήταν μικρή.

Και πόσοι ακόμα περισσότεροι επικαλούνται έναν φρενήρη τρόπο ζωής, για να μην παραδεχθούν ότι απλώς γερνούν και στάθηκαν αναποτελεσματικοί διαχειριστές του χρόνου, που καλπάζει, που αγνοεί, που χάνεται, που ποτέ δεν είναι αρκετός..

Πόσοι δεν θα υπέμεναν πολλά για μια νέα αρχή, για μια ακόμα ευκαιρία.

Πες αισθάνομαι ενοχή, θλίψη, χαρά, οργή, αγάπη και μιλάς για συναισθήματα.

Πες σκέφτομαι ότι, αισθάνομαι ότι, υπολογίζω και μιλάς με τη λογική.

Κάποιοι θεωρούν πως οι άλλοι ευθύνονται για όσα το θυμικό προστάζει. Με κάνεις να νοιώθω ασήμαντος, σπουδαίος, ανεπαρκής.

Μα τα συναισθήματα πηγάζουν εσωτερικά... Είναι δική μας η υπαιτιότητα και οι συνέπειες και το τίμημα... και πολλοί αγνοούμε πως οι άνθρωποι μπορεί να αισθάνονται διαφορετικά και στις πιο όμοιες περιστάσεις: Στο πένθος άλλοι επιζητούν τη μοναξιά και άλλοι την κοινωνική παραμυθία.

Επιταχύνετε την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων, να το πρώτο βήμα:

Επιβίωση, αυτοεκτίμηση, προσαρμογή, ασφάλεια και προβλεψιμότητα, αυτόνομος ηθικός κώδικας, προσωπική τελείωση.

Ξεχωρίστε τα σημαντικά από τα ασήμαντα. Δείτε πως η επιρροή, η εξουσία, η φήμη είναι εξάρτηση και συγκεκαλυμμένη αδυναμία, ανάγκη για αποδοχή, πείσμα σε πραγματικούς και συμβολικούς γονείς.

Διαχωρίστε το μέσο από το σκοπό. Τα υπέρμετρα υλικά αγαθά δεν προκαλούν ευμάρεια, αλλά μια κίβδηλη αίσθηση ανικανοποίητου. Οι πυκνές σχέσεις δυσχέρεια στην αφοσίωση.

Βάλτε στόχους συναισθηματικούς- πώς θα νιώθω αν επιτύχω αυτό, αν αντιδράσω έτσι, αν αδρανήσω, αν δειλιάσω, αν φανερωθώ..

Προβάρετε συναισθήματα και προκαλέστε τα σε όσους συναναστρέφεστε. Ζητήστε ανατροφοδότηση για το πως εξελίσσονται. Παίξτε με τους ρόλους σας.

Κι όλα αυτά θα είναι οι πρώτες μόνο συλλαβές στο λεξικό του συναισθήματος.

Λιαντίνης: Της γυναίκας το σώμα είναι το μουσικό όργανο

«Της γυναίκας το σώμα είναι το μουσικό όργανο.

Η αρρενωπία του άντρα είναι ο οργανοπαίχτης.

Όσο πιο έμορφη είναι η εικόνα του θηλυκού, να την ειπείς στο μισοφώς αλάβαστρο, να την ειπείς δέρμα δορκάδας τρελαμένο στα μύρα του άνεμου, να την ειπείς αστέρι της βροχής που στάζει αχτίνες, όσο πιο έμορφη είναι η όψη του θηλυκού, σώμα και πρόσωπο και νόηση ένα, τόσο πιο σπάνιο και ακριβό είναι το μουσικό όργανο που ζητά να το παίξει ο καλλιτέχνης του.

Βιολί στραντιβάριους είναι της γυναίκας το σώμα.

Λουδοβίκος Μπετόβεν είναι ο βιολιστής του.

Και η πράξη του έρωτα, το μουσικό γινόμενο που ακούγεται, είναι η Σονάτα Κreutzer.

Η ενάτη σονάτα.»

Δημήτρης Λιαντίνης, Γκέμμα

Τι είναι το κάρμα

Όλοι έχουμε ακούσει το κάρμα. Οι περισσότεροι πιστεύουμε ότι είναι η μοίρα – το πεπρωμένο. Αλλά γνωρίζετε τι σημαίνει ακριβώς και γιατί χρησιμοποιείται αυτός ο όρος;

Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι κάνουμε λάθος. Και αυτή η παρερμηνεία δεν βοηθά κανέναν μας. Όταν καταλάβουμε τι σημαίνει πραγματικά το κάρμα, μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε ως ένα ισχυρό εργαλείο για προσωπική ανάπτυξη.

Η απλή εξήγηση του βουδισμού

Πριν ξεκινήσουμε, χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε το εξής: Το κάρμα δεν έχει καμία σχέση με τη «μοίρα». Αν κάνετε κάτι αρνητικό, δεν σημαίνει ότι κάτι αρνητικό πρέπει να σας συμβεί για να έρθει ισορροπία. Το κάρμα βασίζεται κυρίως στις πράξεις και στις σκέψεις μας σε κάθε στιγμή.

Η λέξη κάρμα σημαίνει δράση και όχι μοίρα. Στον βουδισμό, το κάρμα είναι μια ενέργεια που δημιουργείται από την εμπρόθετη πράξη, μέσω των σκέψεων, των λέξεων και της δράσης. Όλοι δημιουργούμε κάρμα κάθε στιγμή, και το κάρμα που δημιουργούμε μας επηρεάζει κάθε στιγμή.

Είναι συχνό φαινόμενο να σκεφτόμαστε το κάρμα ως κάτι που κάναμε στην προηγούμενη ζωή μας και το οποίο επισφραγίζει τη μοίρα μας σε αυτή τη ζωή, αλλά αυτό δεν υιοθετείται από τον βουδισμό. Το κάρμα είναι μια πράξη, όχι ένα αποτέλεσμα. Το μέλλον μας δεν είναι γραμμένο. Μπορούμε να αλλάξουμε την πορεία της ζωής μας τώρα, αλλάζοντας τις εμπρόθετες πράξεις μας και τα αυτοκαταστροφικά μας μοτίβα.

Γιατί όμως η κοινωνία μας έχει παρερμηνεύσει το κάρμα;

Στην ποπ κουλτούρα, το κάρμα συχνά σημαίνει ότι οι άνθρωποι παίρνουν αυτό που τους αξίζει. Πώς όμως αναπτύχθηκε αυτή η άποψη; Επειδή έχουμε αυτή την διαστρεβλωμένη ιδέα ότι χρειαζόμαστε κάτι έξω από εμάς ώστε να είμαστε ευτυχισμένοι.

Είναι λόγω αυτής της ψευδούς άποψης που επιθυμούμε να μεταμορφώσουμε το κάρμα σε ένα είδος αυτόματου μηχανήματος που βασίζεται στην ηθική και πνευματική μας συμπεριφορά. Όμως, αν μπορέσουμε να αποτινάξουμε αυτή την αντίληψη περί ευτυχίας, θα μπορέσουμε να δούμε ότι το μόνο που χρειαζόμαστε είναι να ζούμε στο εδώ και τώρα με ενσυνειδητότητα και το να εξερευνήσουμε την αληθινή μας φύση.

Το κάρμα είναι απλά μια ενέργεια. Είναι οι εμπρόθετες σκέψεις και πράξεις μας. Η ενέργεια που παράγουμε εδώ και θα μας επηρεάσει και στο μέλλον. Δεν έχει καθόλου να κάνει με επιβράβευση ή τιμωρία.

Οι σκέψεις σε κάνουν να νιώθεις όπως νιώθεις, OXI τα γεγονότα

Όποτε κάνεις μια σκέψη και την πιστεύεις, νιώθεις τη συναισθηματική αντίδραση σ’ αυτή τη σκέψη. Οι σκέψεις σου είναι αυτές που δημιουργούν τα συναισθήματά σου.

Η κατανόηση της σπουδαιότητας αυτού του γεγονότος είναι το πρώτο βήμα για την απόδραση από τη δυστυχία και την κατάθλιψη.

Οι αρνητικές και απαισιόδοξες σκέψεις, άσχετα από το συγκεκριμένο περιεχόμενό τους, είναι η γενεσιουργός αιτία όλων των αρνητικών συναισθημάτων και της ηττοπάθειάς σου. Στην πραγματικότητα είναι αδύνατον, από νευρολογική άποψη, να νιώσεις οτιδήποτε χωρίς προηγουμένως να έχεις κάνει κάποια σκέψη, χωρίς να έχεις κάποιο σημείο αναφοράς.

Προσπάθησε να νιώσεις ενοχές χωρίς πρώτα να έχεις κάνει κάποιες ένοχες σκέψεις. Προσπάθησε να νιώσεις θυμό χωρίς να σκεφτείς κάτι που σε θυμώνει – δεν μπορείς. Για να βιώσεις ένα γεγονός πρέπει να το επεξεργαστείς στο μυαλό σου και ταυτόχρονα να το ερμηνεύσεις δίνοντάς του σημασία και σπουδαιότητα. Η συνειδητοποίηση αυτή έχει τεράστιες επιπτώσεις. Δηλώνει ότι αν νιώθεις δυστυχισμένος, δεν είναι η ζωή σου ή οι περιστάσεις, τα γονίδιά σου ή η αληθινή σου φύση που δημιουργεί τη δυστυχία σου – το μόνο που φταίει είναι η σκέψη σου.

Η δυστυχία δεν υπάρχει και δεν θα μπορούσε να υπάρχει από μόνη της. Η δυστυχία είναι το συναίσθημα που συνοδεύει τον αρνητικό τρόπο σκέψης σου για τη ζωή σου. Όταν λείψει αυτός ο τρόπος σκέψης, η δυστυχία δεν μπορεί να υπάρξει.

Δεν λέω ότι δεν υπάρχουν ποτέ βιολογικά αίτια που συνθέτουν μια δυστυχισμένη ή μια καταθλιπτική κατάσταση, ή που προδιαθέτουν κάποιον άνθρωπο για τη δυστυχία ή για την κατάθλιψη. Θεωρώ ότι χωρίς τη σκέψη δεν υπάρχουν καύσιμα για να τροφοδοτήσεις τη φωτιά, δεν υπάρχει τίποτα για να καλλιεργήσει την προδιάθεση ή τα βιολογικά αίτια, έτσι ώστε να προκληθεί μια άρρωστη ψυχική κατάσταση.

Ήρθε η ώρα να γυρίσεις την πλάτη σε όσους παίρνουν τον ήλιο σου για να λάμπουν αυτοί

Και ξαφνικά στην παρέα νιώθεις να σε τυλίγει ένα μαύρο πέπλο κατάθλιψης και δυσφορίας ανεξήγητης.

Πνίγεσαι και κανενός τα χέρια δε σου σφίγγουν το λαιμό! Στεναχωριέσαι και απελπίζεσαι χωρίς να συμβαίνει εκείνη τη στιγμή το πιο τραγικό πράγμα στη ζωή σου.

Το σκηνικό το ίδιο επαναλαμβανόμενο μόνο όταν στην παρέα ή στη σκέψη σου είναι “παρόντα” κάποια άτομα. Ναι, το βρήκες! Αυτά είναι η αιτία που σε εγκαταλείπει η θετική σου σκέψη. “Ρουφούν” με μανία τη θετική σου ενέργεια και σου εκπέμπουν τη δική τους την τοξική!

Παίρνουν από σένα το χαμόγελο, καθετί καλό και λαμπερό που έχεις και σου στέλνουν μιζέρια, κακομοιριά και άρνηση… Δεν προλαβαίνεις να αμυνθείς.

Η επιρροή τους δυνατή και η αντίστασή σου μηδενική.

Τα τοξικά άτομα θα σε πλησιάσουν στην παρέα ζωντανά ή κρυμμένα κάποιες φορές πίσω από ένα ιντερνετικό πληκτρολόγιο. Όχι γιατί θέλουν τη φιλία σου, την καλή σου διάθεση ή να ακούσουν τι έχεις να τους πεις. Το κάνουν για να πουν τα δικά τους. Να σε ελέγξουν αρπάζοντας ό,τι θετικό έχεις και να το αντικαταστήσουν με ό,τι αρνητικό έχουν τα άτομα αυτά.

Απόφυγε τους τοξικούς ανθρώπους. Απομακρύνσου όσο πιο γρήγορα μπορείς! Μην τους κάνεις τη χάρη να σου παίρνουν τον ήλιο σου και να λάμπουν αυτοί.

Γύρισε τους την πλάτη και τα τοξικά τους βέλη θα επιστρέψουν πίσω.. Μην ξεγελιέσαι από το ψεύτικο χαμόγελό τους. Βγάλε τους τοξικούς ανθρώπους από τη ζωή σου!

Η συνάντηση με τον άλλον είναι σαν να διαβάζεις ένα βιβλίο

Κάθε φορά που φέρνω στο μυαλό μου τη λέξη συνάντηση, τη συνδέω με την ιδέα της ανακάλυψης, της δημιουργίας και της διαρκούς αποκάλυψης του εμείς που διευρύνει τη δομή του εγώ.

Χωρίς συνάντηση δεν υπάρχει υγεία. Χωρίς την ύπαρξη ενός ΕΜΕΙΣ, η ζωή μας είναι κενή ακόμη κι αν το σπίτι μας, το σεντούκι και το χρηματοκιβώτιο μας είναι γεμάτα με πανάκριβα αποκτήματα.

Αν κοιτάξουμε γύρω μας, αλλά και μέσα μας, θα αντιληφθούμε το άγχος και την ανησυχία (αν όχι τον φόβο) που προκαλεί μια πιθανή νέα συνάντηση. Γιατί συμβαίνει αυτό; Εν μέρει, γιατί κάθε συνάντηση δημιουργεί ένα κύμα τρυφερότητας, συμπάθειας, αρμονικού ταιριάσματος, αμοιβαίας επίδρασης, επικοινωνίας, και τέλος υπευθυνότητας, δέσμευσης και αφοσίωσης.

Από φόβο, ή λόγω διαφόρων περιορισμών, είναι βέβαιο ότι έχουμε μεγάλη δυσκολία να συναντηθούμε με γνωστούς και αγνώστους…

Το μοντέλο του ζευγαριού ή της οικογένειας που αντέχει στον χρόνο αποτελεί – ολοένα και περισσότερο – την εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Οι φιλίες και οι γάμοι που κρατάνε μια ζωή έχουν γίνει τουλάχιστον «παλιομοδίτικοι» ή «ξεπερασμένοι».

Περιστασιακές συναντήσεις χωρίς προσωπική εμπλοκή και σεξουαλικές συνευρέσεις χωρίς υποχρεώσεις, γίνονται αποδεκτές και δεν εκπλήσσουν κανέναν. Ορισμένοι μάλιστα, επαγγελματίες ή μη, φτάνουν στο σημείο να τις συστήνουν ως ένδειξη μιας – υποτίθεται – πιο ελεύθερης και εξελιγμένης συμπεριφοράς.

Είτε με βοήθεια είτε χωρίς, οι σχέσεις των ζευγαριών είναι ολοένα και πιο συγκρουσιακές, οι σχέσεις γονιών – παιδιών όλο και πιο δύσκολες, οι σχέσεις μεταξύ αδελφών όλο και λιγότερο στενές, και η σχέση με τους συναδέλφους και τους συνεργάτες μας όλο και πιο ανταγωνιστική.

Είναι δική μας ευθύνη να κάνουμε κάτι για ν’ αλλάξει αυτή η κατάσταση για τους απογόνους μας αλλά και για εμάς τους ίδιους.

Το να μάθεις να ζεις μέσα σε μια σχέση είναι δύσκολη δουλειά – μια τέχνη θα μπορούσαμε να πούμε – που απαιτεί λεπτούς χειρισμούς και ειδικές τεχνικές τις οποίες πρώτα διδάσκεσαι, στη συνέχεια επεξεργάζεσαι, και μόνο αργότερα επιχειρείς να εφαρμόσεις με επιτυχία.

Αυτό συμβαίνει, επειδή ο καθένας από μας είναι ένα μεγάλο αίνιγμα. Γι’ αυτό οι σχέσεις μας αποτελούν ένα μυστήριο, διασκεδαστικό ίσως ή δραματικό, αλλά πάντοτε απρόβλεπτο.

Η συνάντηση με τον άλλον είναι σαν να διαβάζεις ένα βιβλίο.

Καλή, μέτρια ή κακή, κάθε συνάντηση με τον άλλον με τρέφει, με βοηθάει, με διδάσκει. Δεν είναι η κακία, η ανεπάρκεια ή η ανικανότητα του άλλου που οδηγεί μια σχέση στην αποτυχία.

Η αποτυχία, αν θέλουμε να τη λέμε έτσι, είναι η έκφραση που χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε ότι ο δεσμός έπαψε να είναι «θρεπτικός», ωφέλιμος και δημιουργικός για τον ένα από τους δύο.

Τα σύνορα του εγώ και η διαφορά του ερωτικού αισθήματος από την αληθινή αγάπη

Η λαθεμένη αντίληψη ότι ο έρωτας είναι ένας τύπος αγάπης είναι τόσο δυνατή, ακριβώς επειδή περιέχει έναν κόκκο αλήθειας.

Η εμπειρία της αληθινής αγάπης έχει και αυτή να κάνει με σύνορα του εγώ, μιας και συνεπάγεται μιαν επέκταση των ορίων μας. Τα όρια μας είναι τα σύνορα του εγώ μας. Όταν επεκτείνουμε τα όριά μας μέσω της αγάπης, το κάνουμε προσπαθώντας, σαν να λέμε, να τεντωθούμε για να φτάσουμε ως το αγαπημένο μας πρόσωπο, του οποίου επιθυμούμε να βοηθήσουμε την ανάπτυξη. Για να είμαστε σε θέση να το κάνουμε πρέπει πρώτα το αντικείμενο της αγάπης μας να γίνει αγαπημένο σε μας: με άλλα λόγια πρέπει να γοητευτούμε απ’ αυτό, να επενδύσουμε τον εαυτό μας σ’ αυτό και να δεσμευτούμε με αυτό το αντικείμενο που είναι έξω από μας, πέρα από τα δικά μας σύνορα. Οι ψυχίατροι ονομάζουν αυτή τη διαδικασία της προσέλκυσης, επένδυσης και δέσμευσης «κάθεξη», και λέμε ότι εμείς «κατέχουμε» το αγαπημένο αντικείμενο. Αλλά όταν κατέχουμε ένα έξω από μας αντικείμενο, ψυχολογικά ενσωματώνουμε επίσης μιαν ιδέα αυτού του αντικειμένου μέσα μας.

Για παράδειγμα, ας πάρουμε έναν άνθρωπο που έχει πάθος την κηπουρική. Είναι ένα πάθος ικανοποιητικό και πολυέξοδο. Ο άνθρωπος αυτός «αγαπά» να καταγίνεται με τον κήπο του. Ο κήπος του σημαίνει πολλά γι’ αυτόν. Αυτός ο άνθρωπος έχει «καθέξει» τον κήπο του. Τον βρίσκει ελκυστικό, έχει «επενδύσει» τον εαυτό του σ’ αυτόν, είναι «δεσμευμένος» με αυτόν – σε τέτοιο βαθμό που μπορεί να πηδάει από το κρεβάτι χαράματα την Κυριακή για να ξαναγυρίσει σ’ αυτόν και ακόμα μπορεί να παραμελήσει τη γυναίκα του γι’ αυτόν. Στη διάρκεια της «κάθεξής» του, και για να καλλιεργήσει τα λουλούδια και τους θάμνους του, μαθαίνει ένα σωρό πράγματα. Αποκτά πολλές γνώσεις σχετικά με την κηπουρική – για τα χώματα, λιπάσματα, για εμφύτευση και κλάδεμα. Και γνωρίζει τον δικό του συγκεκριμένο κήπο: την ιστορία του, τον τύπο των λουλουδιών και των φυτών που έχει, το σχεδιάγραμμά του, τα προβλήματά του και το μέλλον του. Παρά το γεγονός ότι ο κήπος υπάρχει έξω απ’ αυτόν, ωστόσο διαμέσου της κάθεξης έφτασε να υπάρχει μέσα του. Η γνώση που έχει για τον κήπο του και η σημασία που ο κήπος του έχει γι’ αυτόν αποτελούν μέρος του εαυτού του, μέρος της ταυτότητάς του, μέρος της ιστορίας του, μέρος των γνώσεών του. Με το να αγαπά και να κατέχει τον κήπο του, έχει πραγματικά ενσωματώσει τον κήπο μέσα στον εαυτό του και, με αυτή την ενσωμάτωση, ο εαυτός του μεγάλωσε και τα σύνορα του εγώ του επεκτάθηκαν.

Αυτό που συμβαίνει λοιπόν στην πορεία μιας πολύχρονης αγάπης, και της επέκτασης των ορίων μας για τις καθέξεις μας, είναι ένα βαθμιαίο αλλά προοδευτικό μεγάλωμα του εαυτού μας, μια ενσωμάτωση μέσα μας του έξω κόσμου και μια ανάπτυξη, ένα άπλωμα και μια λέπτυνση των συνόρων του εγώ μας. Με τον τρόπο αυτό, όσο περισσότερο και μακρύτερα επεκτείνουμε τον εαυτό μας, τόσο περισσότερο αγαπάμε και τόσο πιο αχνό γίνεται το ξεχώρισμα του εαυτού μας από τον κόσμο. Ταυτιζόμαστε με τον κόσμο. Και καθώς τα σύνορα του εγώ μας γίνονται αχνά και άτονα, αρχίζουμε όλο και περισσότερο να βιώνουμε το ίδιο συναίσθημα έκστασης που έχουμε όταν ένα μέρος από τα σύνορα του εγώ μας καταρρέει και «πέφτουμε στα δίχτυα του έρωτα». Μόνο που, αντί να έχουμε συγχωνευτεί προσωρινά και χιμαιρικά με ένα μόνο αγαπημένο αντικείμενο, έχουμε συγχωνευτεί πραγματικά και πιο μόνιμα με ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου. Μια «μυστική ένωση» μπορεί να εδραιωθεί με ολόκληρο τον κόσμο. Το συναίσθημα της έκστασης ή ευδαιμονίας που συντροφεύει αυτή την ένωση, αν και είναι ίσως ηπιότερο και λιγότερο δραματικό από εκείνο που συντροφεύει το ερωτικό αίσθημα, είναι ωστόσο πολύ πιο σταθερό και διαρκές και τελικά πιο ικανοποιητικό. Η διαφορά ακριβώς μεταξύ της κορυφαίας εμπειρίας που χαρακτηρίζεται από το ερωτικό αίσθημα και της εμπειρίας που ο Αβραάμ Μάσλοου ονομάζει «υψιπεδική εμπειρία». Τα ύψη δεν αντικρίζονται ξαφνικά και χάνονται πάλι από τα μάτια μας· κατακτώνται μια για πάντα.

Είναι φανερό και κατανοητό απ’ όλους ότι η σεξουαλική δραστηριότητα και η αγάπη, ενώ μπορεί να επέλθουν ταυτόχρονα, είναι συχνά ασύνδετες μεταξύ τους γιατί είναι στη βάση τους ξεχωριστά φαινόμενα. Η ίδια η σεξουαλική πράξη δεν είναι πράξη αγάπης. Ωστόσο, η εμπειρία της σεξουαλικής σχέσης και ειδικότερα του οργασμού (ακόμα και στον αυνανισμό) είναι μια εμπειρία που συνδέεται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό με το γκρέμισμα των συνόρων του εγώ και την έκσταση που επακολουθεί. Ακριβώς λόγω αυτού του γκρεμίσματος των συνόρων του εγώ, συμβαίνει να ξεφωνίσουμε στην κορύφωση του οργασμού «σ’ αγαπώ» ή «Ω, Θεούλη μου!» σε μια πόρνη για την οποία ύστερα από λίγες στιγμές, όταν τα σύνορα του εγώ θα έχουν ξαναγυρίσει στην προτινή θέση τους, μπορεί να μη νιώθουμε ούτε στάλα τρυφερότητα, αρέσκεια ή συναισθηματικό νιώσιμο.

Με αυτό δε θέλω να πω ότι η έκσταση της εμπειρίας του οργασμού δεν μπορεί να αυξηθεί αν τη μοιράζεσαι με κάποιον που αγαπάς· μπορεί. Αλλά ακόμα και χωρίς έναν αγαπημένο σύντροφο ή οποιονδήποτε σύντροφο, το γκρέμισμα των συνόρων του εγώ που συμβαίνει σε συνάφεια με τον οργασμό, μπορεί να είναι ολικό· για ένα δευτερόλεπτο μπορεί να ξεχάσουμε ολοκληρωτικά ποιοι είμαστε, να μην έχουμε καμιά αίσθηση του εαυτού μας, να χαθούμε από το χρόνο και το χώρο, να είμαστε εκτός εαυτού, να είμαστε συνεπαρμένοι. Μπορούμε να γίνουμε ένα με το σύμπαν. Αλλά μόνο για ένα δευτερόλεπτο.

Περιγράφοντας την παρατεταμένη «ενότητα με το σύμπαν» που είναι συνυφασμένη με την αληθινή αγάπη, σε σύγκριση με την προσωρινή ενότητα του οργασμού, χρησιμοποίησα τις λέξεις «μυστική ενότητα». Μυστικισμός είναι ουσιαστικά η πίστη ότι η πραγματικότητα είναι κάτι ενιαίο. Οι πιο συνεπείς μυστικιστές πιστεύουν ότι η συνηθισμένη αντίληψη του σύμπαντος ότι περικλείνει πλήθος ξέχωρα αντικείμενα – αστέρια, πλανήτες, δέντρα, πουλιά, σπίτια, εμάς τους ίδιους -, όλα χωρισμένα το ένα από το άλλο με σύνορα, είναι μια λαθεμένη αντίληψη, μια ψευδαίσθηση. Σε τούτη τη γενική λαθεμένη αντίληψη, στον κόσμο τούτο της ψευδαίσθησης που οι περισσότεροι λαθεμένα τάχα πιστεύουμε πως είναι πραγματικός, ινδουϊστές και οι βουδιστές δίνουν την ονομασία «Μάγια». Αυτοί και άλλοι μυστικιστές πιστεύουν ότι η αληθινή πραγματικότητα μπορεί να γνωσθεί μόνο με την εμπειρία του ενιαίου μέσω της εγκατάλειψης των συνόρων του εγώ. Είναι αδύνατο να δει κανείς πραγματικά την ενότητα του σύμπαντος όσο εξακολουθεί να βλέπει τον εαυτό του σαν ένα ξεχωριστό αντικείμενο αποσπασμένο και διακρινόμενο από το υπόλοιπο σύμπαν με κάποιον τρόπο, σχήμα ή μορφή. Οι ινδουϊστές και οι βουδιστές θεωρούν συχνά, γι’ αυτό το λόγο, ότι το βρέφος πριν αναπτύξει τα σύνορα του εγώ του, γνωρίζει την πραγματικότητα, ενώ οι ενήλικοι δεν τη γνωρίζουν. Μερικοί μάλιστα προτείνουν την άποψη ότι ο δρόμος προς τη φώτιση ή τη γνώση του ενιαίου της πραγματικότητας απαιτεί να πισωδρομήσουμε ή να κάνουμε τους εαυτούς μας νήπια. Αυτό μπορεί να είναι μια επικίνδυνα δελεαστική διδασκαλία για ορισμένους εφήβους και νέους που δεν είναι προετοιμασμένοι να επωμιστούν ευθύνες ενηλίκων, οι οποίες τους φαίνονται τρομακτικές, συντριπτικές, και απαιτητικές πέρα από τις δυνατότητές τους. «Δεν είμαι υποχρεωμένος να περάσω απ’ όλα αυτά», μπορεί να σκέφτεται ένα τέτοιο άτομο. «Μπορώ να παραιτηθώ από την προσπάθεια να γίνω ένας ενήλικος και να εγκαταλείψω τις απαιτήσεις των ενηλίκων καταφεύγοντας στην αγιότητα». Σχιζοφρένεια όμως, μάλλον, παρά αγιότητα πετυχαίνεις, ενεργώντας με βάση αυτή την υπόθεση.

Οι περισσότεροι μυστικιστές καταλαβαίνουν την αλήθεια που αναπτύξαμε στο τέλος της ανάλυσης του θέματος της πειθαρχίας: ότι δηλαδή πρέπει να κατέχουμε ή να δημιουργούμε κάτι πριν παραιτηθούμε απ’ αυτό, και μολαταύτα να διατηρούμε τα προσόντα μας και τη βιωσιμότητά μας. Το βρέφος χωρίς τα σύνορα του δικού του εγώ μπορεί να είναι σε πιο στενή επαφή με την πραγματικότητα από τους γονείς του, αλλά είναι ανίκανο να επιβιώσει χωρίς τη φροντίδα αυτών των γονέων, και ανίκανο να μεταδώσει τη σοφία του. Ο δρόμος για την αγιότητα περνάει μέσα από την ενηλικιότητα. Δεν υπάρχουν ευκολοδιάβατοι συντομότεροι δρόμοι. Τα σύνορα του εγώ πρέπει πρώτα να σκληρύνουν για να μπορέσουν κατόπι να απαλυνθούν. Μία ταυτότητα πρέπει πρώτα εδραιωθεί για να μπορέσει κατόπι να γίνει υπερβατή. Πρέπει ένας να βρει τον εαυτό του για να μπορέσει κατόπι να τον χάσει. Η προσωρινή απελευθέρωση από τα σύνορα του εγώ που συνδέεται με το ερωτικό αίσθημα, τη σεξουαλική σχέση ή τη χρησιμοποίηση ορισμένων ψυχοδιεγερτικών ναρκωτικών μπορεί να προσφέρει μια γρήγορη ματιά στη Νιρβάνα, αλλά όχι την ίδια τη Νιρβάνα. Η θέση που υποστηρίζει το βιβλίο είναι ότι η Νιρβάνα ή η διαρκής φώτιση ή η αληθινή πνευματική ανάπτυξη μπορούν να επιτευχθούν μόνο μέσω της επίμονης άσκησης της αληθινής αγάπης.

Κοντολογίς, λοιπόν, η προσωρινή απώλεια των συνόρων του εγώ που συνεπάγεται το ερωτικό αίσθημα και η σεξουαλική σχέση, όχι μόνο μας οδηγεί σε δεσμεύσεις με άλλους ανθρώπους με τους οποίους μπορεί να αρχίσει η αληθινή αγάπη, αλλά και μας δίνει μια πρόγευση από (και συνεπώς το κέντρισμα προς) την πιο διαρκή μυστική έκσταση που μπορεί να γίνει δική μας έπειτα από μια ολόκληρη ζωή αγάπης. Από την άποψη αυτή, το ερωτικό αίσθημα, αν και δεν είναι το ίδιο αγάπη, αποτελεί ωστόσο ένα μέρος της μεγάλης και μυστηριακής περιπέτειας της αγάπης.

Ο Αχιλλέας και ο Έκτορας είχαν και οι δύο δίκιο

Πάνω στη δύναμη, στο καλό και στο κακό, στα αιώνια προβλήματα της ανθρώπινης ύπαρξης στοχάζονταν επίσης η Σιμόν Βέιλ και η Ρέιτσελ Μπεσπάλοφ το 1941. Στοχάζονταν διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας ένα παλιό έπος, το οποίο αφηγούνταν έναν πόλεμο μεταξύ Ελλήνων και Τρώων και μια μάχη μεταξύ δύο ηρώων, του Έκτορα και του Αχιλλέα. Την Ιλιάδα. Παλιές ιστορίες, αλλά στην πραγματικότητα εξαιρετικά επίκαιρες, μια και ο πόλεμος, η βία, η δύναμη είναι αδιάκοπα παρόντα στον κόσμο των ανθρώπων. Ο Όμηρος είχε εξηγήσει από πολύ παλιότερα ότι ο κόσμος των ανθρώπων περιστρέφεται γύρω από τη δύναμη. Μόνο που τα έπη του δεν υποκύπτουν σε απλουστεύσεις του τύπου «εμείς εναντίον των άλλων», που γνωρίζουν σήμερα τόση επιτυχία· αποκαλύπτουν μια διαφορετική πραγματικότητα στα ανθρώπινα πράγματα, πιο περίπλοκη, λιγότερο καθησυχαστική, ίσως όμως πιο αληθινή.

Διότι στον Όμηρο υπάρχει μεν η δύναμη, αλλά δεν περιβάλλεται από καμία αίγλη. Τίποτε άλλο δεν υπάρχει να αφυπνιστεί εκτός από την αυταπάτη εκείνου που θαρρεί πως μπορεί να ελέγξει τη δύναμη και, αναπόφευκτα, γίνεται έρμαιό της. Όλοι ανεξαιρέτως μέσα στο έπος ισχυρίζονται ότι υπηρετούν το δίκιο και θεωρούν ότι έχουν κάθε δικαίωμα να επιβάλουν τη θέλησή τους. Το αποτέλεσμα όμως είναι πάντοτε διαφορετικό από τις προσδοκίες, οι συνέπειες οδυνηρές. Ο Αγαμέμνονας πιστεύει ότι μπορεί να υποτάξει τον Αχιλλέα και γίνεται εντέλει μάρτυρας της ήττας του στρατού του· ο Αχιλλέας, προκειμένου να ταπεινώσει τον Αγαμέμνονα, προκαλεί τον θάνατο του πιο αγαπημένου φίλου του· ο Πάτροκλος και ο Έκτορας υπερβαίνουν τα όρια και το πληρώνουν με τη ζωή τους. Αυτή τη μεθυσμένη δύναμη όλοι πιστεύουν πως την κατέχουν, αλλά κανένας δεν την κατέχει στ’ αλήθεια· «τι ο Άρης σε χάρες είναι αµάθητος, κι όποιος χτυπάει χτυπά τον». Νικητές και νικημένοι μοιάζουν. Η δύναμη είναι μια αυταπάτη.

Η υπόθεση είναι γνωστή και θα επαναλαμβάνεται επ’ αόριστον στην ανθρώπινη Ιστορία. Ο Όμηρος την τραγουδά με άπειρη συμπόνια και ενσυναίσθηση. Και καλά κάνει, διότι αυτοί οι ήρωες που όλα τα κάνουν σε βαθμό υπερβολής – τρώνε σαν κτήνη, σκοτώνουν χωρίς οίκτο, χύνουν ποταμούς δακρύων, τσακώνονται σαν μωρά παιδιά, διοικούν μιλιούνια στρατιωτών – είναι εντέλει σαν εμάς: όπως κι εμείς, αντιμετωπίζουν δύσκολες καταστάσεις, παλεύουν, φροντίζουν για τους αγαπημένους τους, αγανακτούν με την αδικία. Έλληνες ή Τρώες, είναι άνθρωποι που υποφέρουν και αγωνίζονται: άλλοτε κερδίζουν και άλλοτε χάνουν κυνηγώντας τα πάθη τους, εκτεθειμένοι στις αντιφάσεις της ύπαρξης. Σφάλλουν επειδή ζουν. Η Ιλιάδα ή το ποίημα της δύναμης (αυτός είναι ο τίτλος του δοκιμίου της Σιμόν Βέιλ) είναι ένας στοχασμός πάνω σε αυτό το μίγμα μεγαλείου και δυστυχίας που είναι σε τελική ανάλυση ο άνθρωπος.

Έτσι, χωρίς να κρίνει, ο Όμηρος δίνει το μάθημά του. Δίκαια και συμφέροντα, επιθυμίες και ιδέες διαπλέκονται αδιάκοπα μέχρι που γίνονται ένα αξεδιάλυτο κουβάρι. Ο Αχιλλέας και ο Αγαμέμνονας είχαν και οι δύο δίκιο και άδικο ταυτόχρονα. Είναι μεγάλος ο πειρασμός, και συνάμα τόσο ανθρώπινος, να οχυρωθούμε πίσω από τις πεποιθήσεις μας απορρίπτοντας οποιαδήποτε αναμέτρηση με άλλες απόψεις, επιλέγοντας τον δρόμο της σύγκρουσης. Προτού γίνει η μεγάλη έκρηξη, μήπως θα ήταν καλύτερα να ελέγξουμε αν θα μπορούσαμε να απενεργοποιήσουμε τον μηχανισμό ανάφλεξης;

Βρισκόμαστε ακόμα στα ρηχά. Για να κατανοήσουμε το βαθύτερο μήνυμα της Ιλιάδας πρέπει να παρακολουθήσουμε την ιστορία του Αχιλλέα, του πιο σπουδαίου, του πιο ωραίου, του πιο δυνατού ήρωα. Αυτό που διακρίνει τον Αχιλλέα είναι η διαύγεια με την οποία αντιμετωπίζει τη μαύρη τρύπα της Ιλιάδας, τη μεγαλύτερη πηγή άγχους στη ζωή των ανθρώπων. Ο πυρήνας του ποιήματος δεν είναι ούτε η δύναμη ούτε η σύγκρουση: είναι ο θάνατος.

Ο Τρωικός πόλεμος διήρκεσε δέκα χρόνια· η αφήγηση της Ιλιάδας καλύπτει περίπου πενήντα μέρες. Όλο το ζουμί όμως βρίσκεται στις δυο τρεις μέρες που ακολουθούν τον θάνατο του Πατρόκλου, όταν ο Αχιλλέας απαρνείται τα πάντα για να αφοσιωθεί στην αναζήτηση του έσχατου νοήματος των πραγμάτων, για να αναμετρηθεί με το παράλογο της ανθρώπινης κατάστασης. Αίφνης ο θάνατος αποκαλύπτεται ως αυτό που πραγματικά είναι: ένα σκάνδαλο, το οποίο καταλύει και την παραμικρή αξία της ανθρώπινης ύπαρξης, κάθε μεμονωμένου ανθρώπινου όντος και της ανθρωπότητας στο σύνολό της. Εφήμερα πλάσματα, που τη μια μέρα εμφανίζονται και την άλλη εξαφανίζονται, απορροφώμενα σε μια διαδικασία αέναου μετασχηματισμού. «Καθώς των φύλλων, απαράλλαχτη κι η φύτρα των ανθρώπων». Τι νόημα έχουν όλα αυτά;

Κανένα νόημα, αυτή είναι η απάντηση του Αχιλλέα, μια ολέθρια μήνις που δεν έχει πλέον τίποτα ανθρώπινο. Αν λοιπόν τίποτα δεν έχει νόημα, όλα πρέπει να καταστραφούν. Άνετα θα μπορούσε κάποιος να ανακηρύξει τον Αχιλλέα στον πρώτο μηδενιστή. Οπωσδήποτε η σκοτεινή πλευρά του Νταρθ Βέιντερ, με την ταπεινή φιλοδοξία του να κατακτήσει το σύμπαν, ωχριά μπροστά σε τόση ριζοσπαστικότητα. Το ποίημα εισέρχεται σε ονειρική διάσταση, μεταμορφώνεται σε εφιάλτη. Ο Αχιλλέας σκοτώνει όποιον βρεθεί στο διάβα του, παλεύει με ένα ποτάμι ξέχειλο από πτώματα, διαμελίζει τη σορό του Έκτορα.

Όταν όμως ο Αχιλλέας αγγίζει το έσχατο σημείο της απελπισίας, τότε καταλαβαίνει. Τον επισκέπτεται στη σκηνή του ο Πρίαμος, ο βασιλιάς της Τροίας, ο πατέρας του Έκτορα. Εκλιπαρεί τον φονιά του γιου του να του παραδώσει τη σορό για να μπορέσει να τη θάψει. Μπροστά σε μια τέτοια χειρονομία, ο Αχιλλέας κατακτά μια νέα συνειδητοποίηση της ανθρώπινης κατάστασης. Μια ταφική τελετή είναι η απόπειρά μας να δώσουμε ανθρώπινο νόημα και αξία στη βάναυση πραγματικότητα ενός σώματος που αποσυντίθεται. Αυτό επιθυμεί ο Πρίαμος, και ο Αχιλλέας καταφέρνει τελικά να αποδεχτεί το γεγονός και της δικής του θνητότητας. Ο κόσμος γύρω μας δεν έχει πιθανότατα κανένα απολύτως νόημα, είναι ένας τυφλός μηχανισμός που καταπίνει και καταστρέφει τα πάντα. Οι άνθρωποι δεν θα νικήσουν τον θάνατο. Μπορούν όμως να δώσουν ανθρώπινη αξία στη ζωή τους. Να δημιουργήσουν. Αυτή δεν είναι η αιώνια μάχη ανάμεσα στη φύση και στον πολιτισμό; Ο Αχιλλέας και ο Πρίαμος θρηνούν μαζί· αλληλοκοιτάζονται, αλληλοθαυμάζονται: αναγνωρίζουν ο ένας στο πρόσωπο του άλλου τον μακρινό πατέρα και τον χαμένο γιο αντίστοιχα. Ανακαλύπτουν ότι είναι άνθρωποι μέσα σε έναν κόσμο αδιάφορο. Είναι δύσκολο να φανταστούμε πιο συγκλονιστική σκηνή. Να αναγνωρίσεις ότι είσαι άνθρωπος κι εσύ ανάμεσα στους ανθρώπους, να μάθεις να ζεις μαζί τους.

Το ποίημα πιάνει την ιστορία από το τέλος. Ο Αχιλλέας κηρύσσει ανακωχή για την ταφή. Έπειτα ο πόλεμος θα συνεχιστεί: είναι ανώφελο να τρέφουμε αυταπάτες, οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Ο ποιητής της δύναμης έδειξε όμως και κάτι ακόμη. «Ο Όμηρος δεν υμνεί τον θρίαμβο της νικηφόρας δύναμης, αλλά την ανθρώπινη αντοχή μέσα στη συμφορά»: ιδού, διά στόματος Ρέιτσελ Μπεσπάλοφ, το τελευταίο μάθημα του ποιητή. Σε μια γωνιά της σκηνής, στα πόδια του Αχιλλέα, κείτεται η καινούργια ολόλαμπρη ασπίδα του: πιο πέρα ένα ποτάμι ρέει ορμητικό· στη μέση βρίσκεται μια πόλη, κάποιον γάμο γιορτάζουν, κάτι παιδιά χορεύουν.

Η «αναπνοή» εξηγεί την αντιστρέψιμη αλλαγή στη σκουρότητα που προκαλείται από το φως σε ορισμένα υλικά

Ορισμένα υλικά υφίστανται αναστρέψιμη αλλαγή στο χρώμα ή στη διαφάνειά τους όταν εκτίθενται σε φως. Αυτό το φαινόμενο, αποκαλούμενο φωτοχρωμισμός, χρησιμοποιείται για να κατασκευάζονται γυαλιά που σκοτεινιάζουν στο ηλιακό φως. Το 2011, οι επιστήμονες ανακάλυψαν τον φωτοχρωμισμό σε ένα σπάνιο υλικό που περιέχεται στη Γη το οξυ-υδρίδιο του υττρίου (YHO), ο μηχανισμός όμως πίσω από αυτό το σπάνιο παράδειγμα του φωτο-επαγόμενου σκότους παρέμενε κρυμμένος. Τώρα, ο José Montero από το Πανεπιστήμιο της Uppsala στη Σουηδία, και οι συνάδελφοί του δείχνουν πώς το YHO «εκπνέει» το οξυγόνο κάτω από φωτισμό, οδηγώντας το να αλλάζει από διαφανές σε μαύρο.

Ο φωτοχρωματισμός είναι από καιρό γνωστό ότι συμβαίνει σε αλογονούχο άργυρο και ορισμένες οργανικές βαφές. Οι διάφορες ενώσεις αλογονούχου αργύρου, που συχνά χρησιμοποιούνται σε φωτοχρωματικά ματογυάλια, οφείλουν την απόκρισή τους στο φως σε φωτο-απελευθερωμένα ηλεκτρόνια που συνδυάζονται με ιόντα αργύρου. Αυτός ο βασιζόμενος στα ηλεκτρόνια μηχανισμός δεν εξηγεί τον φωτοχρωμισμό στο YHO, έτσι διάφορες ερευνητικές ομάδες έχουν αναζητήσει άλλες εξηγήσεις.

Ο Montero και οι συνάδελφοί του ανακάλυψαν τον αναπνευστικό μηχανισμό τους ενώ μελετούσαν φιλμ YHO σε περιβάλλοντα τόσο αέρα όσο και αερίου αζώτου. Προς μεγάλη έκπληξη, τα φιλμ αποχρωματίζονταν στον αέρα όμως παρέμεναν σκούρα στο άζωτο. Επιπροσθέτως, βρήκαν ότι τα φιλμ έγιναν πιο υδροφοβικά κάτω από έκθεση σε φως – ενώ άλλες μεταλλικές ενώσεις γίνονται πιο υδρόφιλες. Τοποθετώντας τα κομμάτια του puzzle μαζί, η ομάδα συνειδητοποίησε ότι το φως οδηγούσε ένα κλάσμα των ατόμων οξυγόνου να διαχέονται έξω από το πλέγμα του κρυστάλλου του YHO – όπως επιβεβαίωσαν με φασματοσκοπία ακτίνων-Χ. Οι παραγόμενες περιοχές μειωμένου οξυγόνου απορροφούν φως, εξηγώντας την επαγόμενη από το φως σκουρότητα του YHO. Η διαδικασία αντιστρέφεται όταν τα φώτα σβήνουν – και το οξυγόνο επανα-απορροφάται από το υλικό.

Για τις φωτοχρωματικές εφαρμογές, το YHO είναι περισσότερο δυναμικό από τις οργανικές βαφές και περισσότερο συμβατό με τις τεχνολογίες επικάλυψης γυαλιών από ότι οι αλογονούχες ενώσεις του αργύρου. Για αυτό το λόγο, ο Montero και οι συνάδελφοί του προβλέπουν τη χρήση φιλμ YHO σε «έξυπνα» παράθυρα που θα αλλάζουν χρώμα ανάλογα με τον εξωτερικό καιρό.

Ευριπίδης: Τραγωδία και Διαλεκτική

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ: 484-406

Διαλεκτική εσωτερικής και εξωτερικής τραγωδίας του ανθρώπου

§1. Ποιος είναι ο Ευριπίδης; Είναι ο δημιουργικός ποιητής, που παραγνωρίστηκε στην εποχή του, για να αρχίσει αμέσως μετά τον θάνατό του να τυχαίνει καθολικής αναγνώρισης. Συνέβη ό,τι συμβαίνει συνήθως με τα πρωτοπόρα και ρηξικέλευθα μυαλά. Σχεδόν ποτέ δεν αναγνωρίζονται εν ζωή καθ’ όλη τη λάμψη του έργου τους, διότι ο κοινός νους –ήτοι η κοινή γνώμη– κατευθυνόμενος από θεσμικές μετριότητες του εκάστοτε παρόντος, δεν επιτρέπει ή δεν ανέχεται αμφισβήτηση της κυρίαρχης συμβατικότητας. Ο Ευριπίδης έχει να επιδείξει ένα έργο, που ακούει με μεγάλη προσοχή την εποχή του: εισδύει στην επικαιρότητα, τη μεθερμηνεύει στοχαστικά και επιχειρεί να την αναζωογονήσει με μια ποιητική γλώσσα, κατ’ εξοχήν τραγική, ικανή να διαλύει τη μοιρολατρική αντιμετώπιση των πολλαπλών αδιεξόδων της εποχής του και να αίρεται δυναμικά πάνω από τα συντρίμμια. Όσο ζούσε και έγραφε στην Αθήνα, πολεμήθηκε σκληρά, μεταξύ των άλλων, και από τον Αριστοφάνη, που με τη σάτιρά του δεν διασκέδαζε μόνο το αθηναϊκό κοινό, αλλά συγχρόνως το εξοικείωνε και με παραστάσεις, εικόνες, ιδέες εχθρικές σε κάθε πρωτοποριακή σκέψη ή ιδέα. Θυμίζουμε ότι ο Αριστοφάνης, πρώτος και σε ανύποπτο ακόμα χρόνο, συκοφάντησε από σκηνής το Σωκράτη και προετοίμασε την κοινή γνώμη για τη μετέπειτα καταδίκη του σε θάνατο. Με χαιρέκακο τρόπο στάθηκε και απέναντι στον Ευριπίδη. Στα έργα του, για παράδειγμα, Αχαρνείς (425), Θεσμοφοριάζουσες (411), αλλά και στους Βατράχους, γραμμένο μετά τον θάνατο του Ευριπίδη, παρουσιάζει το μεγάλο τραγικό ποιητή ως έναν μοναχικό, αποτραβηγμένο από τον κόσμο, υπερόπτη διανοούμενο, που περνά όλη τη μέρα στο γραφείο του με ονειροπολήσεις και πνευματικές ενατενίσεις. Το αρνητικό εδώ είναι η διόγκωση ή απολυτοποίηση, με σατιρικό τρόπο, μιας υπαρκτής πραγματικότητας: η σκωπτική ανάγνωση της βιοθεωρίας και της αντίστοιχης πρακτικής ζωής του Ευριπίδη ως μιας ανατρεπτικής πραγματικότητας, με δήθεν ολέθρια αποτελέσματα για τον μέσο πάσχοντα πολίτη. Κατηγορήθηκε, στη συνάφεια τούτη, και ως κατασκευαστής, επί σκηνής, διαφωτιστικών μηνυμάτων, που διέδιδαν τις σοφιστικές ιδέες.

§2. Την ισχύουσα σήμερα επιστημονική άποψη, που διαλύει κάθε πλάνη περί χειραγώγησης του ποιητή από τη σοφιστική κίνηση του καιρού του, τη συνοψίζει ουσιωδώς ο A. Lesky: 

«Ο Ευριπίδης δεν είναι ‘‘ο ποιητής του ελληνικού Διαφωτισμού’’, όπως τον ήθελε ο τίτλος του βιβλίου του W. Nestle: vom Mythos zum Logos, δεν ήταν με κανένα τρόπο ο ‘‘κήρυκας’’ ή το ‘‘φερέφωνο’’ της σοφιστικής βιοθεωρίας. Δεν την προσπέρασε όμως αδιάφορος. Ολόκληρο το έργο του μαρτυρεί τη βαθιά αναστάτωση που του δημιουργούσαν οι καινούριες ιδέες, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζει μια εξαιρετικά ποικίλη αντιμετώπισή τους»[1].

Ο ποιητής ήταν πράγματι ανοικτός στις νέες ιδέες της εποχής του, αλλά ούτε για μια στιγμή δεν σκέφτηκε να υποτάξει τη δραματουργική του τέχνη στο έναν ή τον άλλο ιδεολογικό μηχανισμό του καιρού του ή σε υπαγορευμένες έξωθεν δέσμες ιδεών. Η αρχέγονη ιδέα της ποιητικής του δημιουργίας είναι μία και υπό το οδηγητικό νήμα αυτής της ιδέας μπορεί κανείς περαιτέρω να αντλήσει άλλες σημαντικές ιδέες που απηχεί το συνολικό του έργο. Η εν λόγω ιδέα είναι η τραγική ιδέα, η οποία εκφράζει το τραγικό πνεύμα της ζωής αυτής καθεαυτής και συνυφαίνεται με τον τραγικό τρόπο σκέψης του ίδιου του ποιητή για τα πράγματα της ζωής. Η κατανόηση αυτής της ιδέας είναι πάντοτε το ζητούμενο για μια αμερόληπτη, αντικειμενική ερμηνεία των δραμάτων του Ευριπίδη. Δεν μπορεί να εντοπιστεί, έτσι απλά, στο ένα ή άλλο χωρίο, που πιθανόν να εκφράζει καινοτόμες απόψεις, αλλά στο συμφραζόμενο/στα συμφραζόμενα των επί μέρους χωρίων. Τα συμφραζόμενα μπορούν να μεταβάλουν, λιγότερο ή περισσότερο, ή ακόμη και να ανατρέψουν ένα οποιοδήποτε νόημα του ενός ή του άλλου χωρίου. Η δομή των συμφραζομένων συνθέτει μια διαλεκτική πλοκή νοημάτων, αντιθέσεων, ιδεών και σίγουρα αντανακλά, υπό ποιητική μορφή, τις πνευματικές ζυμώσεις της Αθήνας και την πολυπλοκότητα των εκδηλώσεών τους.

§3. Ο Ευριπίδης ήταν πραγματικά ένας στοχαστικός ποιητής, αφιερωμένος πλήρως στην θεατρική αναπαράσταση της τραγικής δράσης, που εμφιλοχωρεί μέσα στην ανθρώπινη φύση ως καταστρεπτικό, κατ’ αρχήν, στοιχείο. Δεν ενδιαφερόταν, σχεδόν καθόλου, για δημόσιες σχέσεις και για ενασχόληση με τη δημόσια ζωή ή με δημόσια αξιώματα. Είχε διακρίνει έγκαιρα το παράλογο σε συνδυασμό με την οντολογική ύπαρξη του ανθρώπου και γενικότερα του κόσμου, αλλά και του κοσμικού γίγνεσθαι. Διάβαζε πολύ –σημειωτέον: ήταν ένας από τους λίγους Αθηναίους με προσωπική βιβλιοθήκη– και προσπαθούσε, μέσα από το παρατηρητήριο ενός θετικά σκεπτικιστή ποιητή, να παραστήσει θεατρικά την πραγματικότητα, έτσι όπως ακριβώς εκτυλίσσεται με τους λογισμούς και παραλογισμούς της. Τη δική του εποχή χαρακτήριζε ένας κυριολεκτικά αχαλίνωτος παραλογισμός, με αποκορύφωμα τον Πελοποννησιακό πόλεμο, τον πιο φονικό εμφύλιο πόλεμο των Ελλήνων, και την προϊούσα κατάρρευση του πολιτικού και αξιακού συστήματος σύμπαντος του Ελληνισμού. Τούτο σημαίνει ότι το έργο του κινείται στο αστερισμό μιας τέτοιας επικαιρότητας και διαδραματίζεται ως μια διαλεκτική συνέχειας και ασυνέχειας. Έτσι βλέπουμε στις τραγωδίες του να παρελαύνουν ανθρώπινες καταστάσεις, οντολογικά τραγικές και υπό την προ-οπτική εμβίωσης του θρηνώδους, του φρικαλέου, γενικώς της συμφοράς ως μιας συνέχειας που ζητεί την υπέρβασή της, δηλαδή την ασυνέχεια. Π.χ. στις Ικέτιδες, ο πόλεμος παρουσιάζεται να γίνεται για τη συμμόρφωση με το ισχύον δίκαιο των Ελλήνων (στ. 526), ενώ συγχρόνως εκτίθεται ο φρικώδης χαρακτήρας του ως πολέμου, τονίζονται οι απαρηγόρητες συμφορές του, αποκαλύπτεται ο παραλογισμός του, όπως πιο αναλυτικά τον αισθητοποιεί επί σκηνής με τις Τρωάδες, αλλά και με τις δέουσες παραλλαγές στην Ελένη. Η προ-οπτική της ασυνέχειας τίθεται έτσι με ρητή αναγκαιότητα. Καθ’ όλη την εκδίπλωση της δραματικής δράσης, τα παθήματα των προσώπων, η ενσαρκωμένη τραγική ενέργεια δεν παριστάνεται ως αρνητικό στοιχείο του ενός ή του άλλου ανθρώπινου χαρακτήρα, αλλά ως στοιχείο σύμφυτο με την ανθρώπινη μοίρα· και τούτο νοούμενο όχι μοιρολατρικά, ως μη δυνάμενο να αποφευχθεί το ένα ή το άλλο πάθημα, αλλά ως σχετιζόμενο με τη μωρία του ανθρώπου ως τέτοιου. Επομένως, η διαλεκτική δραματουργία δεν έχει άλλο προ-ορισμό από το να δειχτεί, με τον πιο σαφή τρόπο, με την πιο τραγική αγνότητα, η εσώτερη τραγωδία των ανθρώπων και των πραγμάτων, με τις αντιδικίες, τις εναντιώσεις, τα φαινομενικά αδιέξοδα και με την αποκάλυψη του ήθους: «το ήθος είναι ο θεός για τον άνθρωπο» (Ηράκλειτος).
-------------------------------
[1] A. Lesky: Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων Β΄ , σ. 403.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ρητορική (1380b-1381b)

[IV] Τίνας δὲ φιλοῦσι καὶ μισοῦσι, καὶ διὰ τί, τὴν φιλίαν καὶ τὸ φιλεῖν ὁρισάμενοι λέγωμεν. ἔστω δὴ τὸ φιλεῖν τὸ βούλεσθαί τινι ἃ οἴεται ἀγαθά, ἐκείνου ἕνεκα ἀλλὰ μὴ αὑτοῦ, καὶ τὸ

[1381a] κατὰ δύναμιν πρακτικὸν εἶναι τούτων. φίλος δέ ἐστιν ὁ φιλῶν καὶ ἀντιφιλούμενος· οἴονται δὲ φίλοι εἶναι οἱ οὕτως ἔχειν οἰόμενοι πρὸς ἀλλήλους. τούτων δὲ ὑποκειμένων ἀνάγκη φίλον εἶναι τὸν συνηδόμενον τοῖς ἀγαθοῖς καὶ συναλγοῦντα τοῖς λυπηροῖς μὴ διά τι ἕτερον ἀλλὰ δι᾽ ἐκεῖνον· γιγνομένων γὰρ ὧν βούλονται χαίρουσιν πάντες, τῶν ἐναντίων δὲ λυποῦνται, ὥστε τῆς βουλήσεως σημεῖον αἱ λῦπαι καὶ αἱ ἡδοναί. καὶ οἷς δὴ ταὐτὰ ἀγαθὰ καὶ κακά, καὶ οἱ τοῖς αὐτοῖς φίλοι καὶ οἱ τοῖς αὐτοῖς ἐχθροί· ταὐτὰ γὰρ τούτοις βούλεσθαι ἀνάγκη, ὥστε ἅπερ αὑτῷ καὶ ἄλλῳ βουλόμενος τούτῳ φαίνεται φίλος εἶναι. καὶ τοὺς πεποιηκότας εὖ φιλοῦσιν, ἢ αὐτοὺς ἢ ὧν κήδονται, ἢ εἰ μεγάλα, ἢ εἰ προθύμως, ἢ εἰ ἐν τοιούτοις καιροῖς, καὶ αὐτῶν ἕνεκα, ἢ οὓς ἂν οἴωνται βούλεσθαι ποιεῖν εὖ. καὶ τοὺς τῶν φίλων φίλους καὶ φιλοῦντας οὓς αὐτοὶ φιλοῦσιν. καὶ τοὺς φιλουμένους ὑπὸ τῶν φιλουμένων αὐτοῖς. καὶ τοὺς τοῖς αὐτοῖς ἐχθροὺς καὶ μισοῦντας οὓς αὐτοὶ μισοῦσιν, καὶ τοὺς μισουμένους ὑπὸ τῶν αὐτοῖς μισουμένων· πᾶσιν γὰρ τούτοις τὰ αὐτὰ ἀγαθὰ φαίνεται εἶναι καὶ αὐτοῖς, ὥστε βούλεσθαι τὰ αὐτοῖς ἀγαθά, ὅπερ ἦν τοῦ φίλου. ἔτι τοὺς εὐποιητικοὺς εἰς χρήματα καὶ εἰς σωτηρίαν· διὸ τοὺς ἐλευθερίους καὶ ἀνδρείους τιμῶσι καὶ τοὺς δικαίους· τοιούτους δ᾽ ὑπολαμβάνουσι τοὺς μὴ ἀφ᾽ ἑτέρων ζῶντας· τοιοῦτοι δ᾽ οἱ ἀπὸ τοῦ ἐργάζεσθαι, καὶ τούτων οἱ ἀπὸ γεωργίας, καὶ τῶν ἄλλων οἱ αὐτουργοὶ μάλιστα. καὶ τοὺς σώφρονας, ὅτι οὐκ ἄδικοι. καὶ τοὺς ἀπράγμονας διὰ τὸ αὐτό. καὶ οἷς βουλόμεθα φίλοι εἶναι, ἂν φαίνωνται βουλόμενοι· εἰσὶ δὲ τοιοῦτοι οἵ τ᾽ ἀγαθοὶ κατ᾽ ἀρετὴν καὶ οἱ εὐδόκιμοι ἢ ἐν ἅπασιν ἢ ἐν τοῖς βελτίστοις ἢ ἐν τοῖς θαυμαζομένοις ὑφ᾽ αὑτῶν ἢ ἐν τοῖς θαυμάζουσιν αὐτούς. ἔτι τοὺς ἡδεῖς συνδιαγαγεῖν καὶ συνδιημερεῦσαι· τοιοῦτοι δ᾽ οἱ εὔκολοι καὶ μὴ ἐλεγκτικοὶ τῶν ἁμαρτανομένων καὶ μὴ φιλόνικοι μηδὲ δυσέριδες (πάντες γὰρ οἱ τοιοῦτοι μαχητικοί, οἱ δὲ μαχόμενοι τἀναντία φαίνονται βούλεσθαι), καὶ οἱ ἐπιδέξιοι καὶ τῷ τωθάσαι καὶ τῷ ὑπομεῖναι· ἐπὶ ταὐτὸ γὰρ ἀμφοτέρως σπεύδουσι τῷ πλησίον, δυνάμενοί τε σκώπτεσθαι καὶ ἐμμελῶς σκώπτοντες. καὶ τοὺς ἐπαινοῦντας τὰ ὑπάρχοντα ἀγαθά, καὶ τούτων μάλιστα ἃ φοβοῦνται μὴ ὑπάρχειν

[1381b] αὐτοῖς. καὶ τοὺς καθαρείους περὶ ὄψιν, περὶ ἀμπεχόνην, περὶ ὅλον τὸν βίον. καὶ τοὺς μὴ ὀνειδιστὰς μήτε τῶν ἁμαρτημάτων μήτε τῶν εὐεργετημάτων· ἀμφότεροι γὰρ ἐλεγκτικοί. καὶ τοὺς μὴ μνησικακοῦντας, μηδὲ φυλακτικοὺς τῶν ἐγκλημάτων, ἀλλ᾽ εὐκαταλλάκτους· οἵους γὰρ ἂν ὑπολαμβάνωσιν εἶναι πρὸς τοὺς ἄλλους, καὶ πρὸς αὑτοὺς οἴονται. καὶ τοὺς μὴ κακολόγους μηδὲ εἰδότας μήτε τὰ τῶν πλησίον κακὰ μήτε τὰ αὐτῶν, ἀλλὰ τἀγαθά· ὁ γὰρ ἀγαθὸς ταῦτα δρᾷ. καὶ τοὺς μὴ ἀντιτείνοντας τοῖς ὀργιζομένοις ἢ σπουδάζουσιν· μαχητικοὶ γὰρ οἱ τοιοῦτοι. καὶ τοὺς πρὸς αὐτοὺς σπουδαίως πως ἔχοντας, οἷον θαυμάζοντας αὐτοὺς καὶ σπουδαίους ὑπολαμβάνοντας καὶ χαίροντας αὐτοῖς, καὶ ταῦτα μάλιστα πεπονθότας περὶ ἃ μάλιστα βούλονται αὐτοὶ ἢ θαυμάζεσθαι ἢ σπουδαῖοι δοκεῖν εἶναι ἢ ἡδεῖς. καὶ τοὺς ὁμοίους καὶ ταὐτὰ ἐπιτηδεύοντας, ἐὰν μὴ παρενοχλῶσι μηδ᾽ ἀπὸ ταὐτοῦ ᾖ ὁ βίος· γίγνεται γὰρ οὕτω τὸ «κεραμεὺς κεραμεῖ». καὶ τοὺς τῶν αὐτῶν ἐπιθυμοῦντας, ὧν ἐνδέχεται ἅμα μετέχειν αὐτούς· εἰ δὲ μή, ταὐτὸ καὶ οὕτω συμβαίνει. καὶ πρὸς οὓς οὕτως ἔχουσιν ὥστε μὴ αἰσχύνεσθαι τὰ πρὸς δόξαν, μὴ καταφρονοῦντες. καὶ πρὸς οὓς αἰσχύνονται τὰ πρὸς ἀλήθειαν. καὶ πρὸς οὓς φιλοτιμοῦνται, ἢ ὑφ᾽ ὧν ζηλοῦσθαι βούλονται καὶ μὴ φθονεῖσθαι, τούτους ἢ φιλοῦσιν ἢ βούλονται φίλοι εἶναι. καὶ οἷς ἂν τἀγαθὰ συμπράττωσιν, ἐὰν μὴ μέλλῃ αὐτοῖς ἔσεσθαι μείζω κακά. καὶ οἳ ὁμοίως καὶ τοὺς ἀπόντας καὶ τοὺς παρόντας φιλοῦσιν· διὸ καὶ τοὺς περὶ τοὺς τεθνεῶτας τοιούτους πάντες φιλοῦσιν. καὶ ὅλως τοὺς σφόδρα φιλοφίλους καὶ μὴ ἐγκαταλείποντας· μάλιστα γὰρ φιλοῦσι τῶν ἀγαθῶν τοὺς φιλεῖν ἀγαθούς. καὶ τοὺς μὴ πλαττομένους πρὸς αὐτούς· τοιοῦτοι δὲ οἱ καὶ τὰ φαῦλα τὰ ἑαυτῶν λέγοντες· εἴρηται γὰρ ὅτι πρὸς τοὺς φίλους τὰ πρὸς δόξαν οὐκ αἰσχυνόμεθα· εἰ οὖν ὁ αἰσχυνόμενος μὴ φιλεῖ, ὁ μὴ αἰσχυνόμενος φιλοῦντι ἔοικεν. καὶ τοὺς μὴ φοβερούς, καὶ οὓς θαρροῦμεν· οὐδεὶς γὰρ ὃν φοβεῖται φιλεῖ.

***
[4] Ας πούμε τώρα ποιούς αγαπούν οι άνθρωποι και θέλουν να τους έχουν φίλους τους και ποιούς μισούν, καθώς και για ποιόν λόγο — αφού όμως πρώτα δώσουμε τον ορισμό της φιλίας και της αγάπης. Ας δεχτούμε λοιπόν ότι αγαπώ κάποιον και θέλω να τον έχω φίλο μου θα πει θέλω γι᾽ αυτόν καθετί που το θεωρώ καλό, όχι για να κερδίσω κάτι ο ίδιος, αλλά αποκλειστικά για χάρη εκείνου·

[1381a] κάνω μάλιστα και ό,τι μπορώ για να αποκτήσει αυτά τα καλά εκείνος. Φίλος είναι το πρόσωπο που αγαπά με τον τρόπο που είπαμε και αγαπιέται με τον ίδιο τρόπο: όσοι πιστεύουν ότι η σχέση τους είναι αυτού του είδους, θεωρούν ότι είναι φίλοι. Με όλα αυτά να τα έχουμε δεχτεί, καταλήγουμε πια —υποχρεωτικά— στο ότι φίλος είναι αυτός που χαίρεται με τα καλά και λυπάται με τα δυσάρεστα που συμβαίνουν στον φίλο του — και αυτό όχι για κανέναν άλλο λόγο παρά μόνο για χάρη εκείνου. Αλήθεια, δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη χαίρεται όταν πραγματοποιούνται όλα όσα επιθυμεί και να μη λυπάται όταν του συμβαίνουν τα αντίθετα· αυτό θα πει ότι σημάδι αυτού που επιθυμούμε είναι, κάθε φορά, οι λύπες και οι χαρές μας. Φίλοι γίνονται επίσης αυτοί που ό,τι θεωρεί καλό ο ένας, το θεωρεί καλό και ο άλλος· και ό,τι θεωρεί κακό ο ένας, το θεωρεί κακό και ο άλλος. Επίσης αυτοί που έχουν τους ίδιους φίλους και τους ίδιους εχθρούς· ο λόγος είναι ότι αναγκαστικά οι άνθρωποι αυτοί έχουν τις ίδιες επιθυμίες, και φυσικά όποιος επιθυμεί για τον άλλο αυτά που επιθυμεί για τον ίδιο τον εαυτό του, δεν μπορεί παρά να είναι φίλος αυτού του ανθρώπου. Αγαπούν επίσης οι άνθρωποι και κάνουν φίλους τους αυτούς από τους οποίους έχουν ευεργετηθεί, ή οι ίδιοι ή αυτοί για τους οποίους οι ίδιοι ενδιαφέρονται, και αν το καλό που τους έγινε ήταν μεγάλο, ή έγινε με προθυμία, ή κάτω από ορισμένες συνθήκες, και πάντως αποκλειστικά για χάρη τους — και αυτούς όμως για τους οποίους πιστεύουν πως έχουν τη θέληση να τους ευεργετήσουν. Φίλους τους κάνουν επίσης οι άνθρωποι τους φίλους των φίλων τους, καθώς και αυτούς που αγαπούν όσους αγαπούν και οι ίδιοι· επίσης όσους έχουν κερδίσει την αγάπη εκείνων που έχουν κερδίσει τη δική τους αγάπη. Με τον ίδιο τρόπο: φίλους τους κάνουν αυτούς που έχουν γίνει μισητοί σ᾽ αυτούς στους οποίους έγιναν μισητοί και οι ίδιοι, αυτούς που μισούν όσους μισούν και οι ίδιοι, τέλος αυτούς που μισούνται από αυτούς που μισούν οι ίδιοι: είναι φανερό ότι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις οι άνθρωποι αυτοί πιστεύουν ότι καλά είναι τα ίδια ακριβώς που θεωρούν καλά και οι ίδιοι, και έτσι επιθυμούν αυτά που είναι καλά για τους ίδιους· αυτό δεν ήταν το κύριο γνώρισμα του φίλου; Αγαπούν επίσης οι άνθρωποι και κάνουν φίλους τους αυτούς που έχουν τη θέληση και τη δύναμη να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους άλλους, είτε σε χρήμα είτε για να τους σώσουν· αυτός είναι ο λόγος που τιμούν τους γενναιόδωρους, τους ανδρείους και τους δίκαιους (δίκαιους θεωρούν οι άνθρωποι αυτούς που δεν ζουν σε βάρος άλλων· τέτοιοι είναι όσοι κερδίζουν τη ζωή τους από τη δουλειά τους· αυτή είναι, κατά κύριο λόγο, η περίπτωση των γεωργών και, από όλους τους άλλους, η περίπτωση αυτών που ασκούν χειρωνακτικά επαγγέλματα). Αυτούς, επίσης, που μπορούν να ελέγχουν τον εαυτό τους — γιατί αυτοί δεν μπορούν να είναι άδικοι. Για τον ίδιο λόγο και αυτούς που δεν ανακατεύονται στις ξένες υποθέσεις. Αγαπούμε επίσης και κάνουμε φίλους μας αυτούς με τους οποίους επιθυμούμε να γίνουμε φίλοι (αν δείχνουν καθαρά ότι το επιθυμούν και αυτοί)· τέτοιοι είναι οι ενάρετοι άνθρωποι και αυτοί που έχουν καλό όνομα — είτε ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους, είτε ανάμεσα στους πιο διαλεχτούς, είτε ανάμεσα σε αυτούς που θαυμάζουμε, είτε ανάμεσα σε αυτούς που μας θαυμάζουν. Επίσης αυτούς που είναι μια ευχαρίστηση να περνάς παρέα τη μέρα σου μαζί τους· τέτοιοι είναι οι βολικοί άνθρωποι, αυτοί που δεν ζητούν να ελέγχουν τα σφάλματα των άλλων, αυτοί που δεν τα βάζουν με όλους και δεν τσακώνονται με όλους (όσοι τα κάνουν όλα αυτά είναι άνθρωποι εριστικοί, και οι εριστικοί άνθρωποι φαίνεται να έχουν επιθυμίες αντίθετες με τις δικές μας)· τέτοιοι είναι επίσης οι άνθρωποι που ξέρουν να πειράζουν, αλλά και να δέχονται το πείραγμα: και των δύο αυτών κατηγοριών τα άτομα στοχεύουν στο ίδιο πράγμα, αφού έχουν τη δύναμη και να δέχονται το πείραγμα και να πειράζουν τους άλλους με χάρη. Αγαπούμε επίσης και κάνουμε φίλους μας αυτούς που επαινούν τις καλές μας ιδιότητες, ιδίως εκείνες που φοβούμαστε

[1381b] πως δεν τις έχουμε. Όπως και αυτούς που έχουν καθαρή εξωτερική εμφάνιση, καθαρά ρούχα, καθαρό γενικά τρόπο ζωής. Αυτούς, επίσης, που δεν σπεύδουν να κάνουν τα σφάλματά μας ή τις ευεργεσίες που μας έχουν κάνει αφορμή για να μας ψέξουν: και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για ανθρώπους που τους αρέσει να ελέγχουν και να επικρίνουν τους άλλους. Αγαπούν, επίσης, οι άνθρωποι και κάνουν φίλους τους αυτούς που δεν μνησικακούν και δεν φυλάγουν μέσα τους παράπονα για το κακό που τους έχει γίνει, αλλά έχουν εύκολη τη συμφιλίωση: όπως τους βλέπουν να συμπεριφέρονται στους άλλους, ίδιοι, λένε, θα είναι και σ᾽ αυτούς. Επίσης αυτούς που δεν κακολογούν ούτε καταγράφουν τις ελλείψεις —των αλλωνών ή των φίλων τους— αλλά μόνο τα καλά τους: έτσι κάνουν οι καλοί άνθρωποι. Επίσης αυτούς που δεν αντιμιλούν στον θυμωμένο ή στον σοβαρά απασχολημένο με κάτι: όσοι δεν συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο είναι άνθρωποι εριστικοί. Επίσης αυτούς που τους δείχνουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αισθήματα σεβασμού και ευλάβειας· που τους θαυμάζουν, λ.χ., ή τους θεωρούν καλούς ανθρώπους και ευχαριστιούνται μαζί τους· και μάλιστα όταν τους δείχνουν τέτοια αισθήματα για πράγματα για τα οποία οι ίδιοι επιθυμούν να τους θαυμάζουν οι άλλοι ή να τους θεωρούν καλούς ή ευχάριστους ανθρώπους. Κάνουν επίσης φίλους τους αυτούς που τους μοιάζουν και έχουν τις ίδιες με αυτούς ασχολίες — φτάνει να μη γίνονται ενοχλητικοί στους ίδιους και να μη κερδίζουν με τον ίδιο τρόπο τη ζωή τους· γιατί τότε γίνεται αυτό που λέμε «ο κανατάς μισεί τον κανατά». Επίσης αυτούς με τους οποίους έχουν τις ίδιες επιθυμίες — με τον όρο, βέβαια, ότι μπορούν να τις ικανοποιήσουν και οι δύο· αλλιώς θα συμβεί ό,τι και στην προηγούμενη περίπτωση. Επίσης αυτούς με τους οποίους έχουν τέτοιου είδους σχέσεις, ώστε να μη ντρέπονται να κάνουν μπροστά τους πράγματα που δεν συνάδουν με το καλό όνομα — με τον όρο, φυσικά, ότι η διαγωγή αυτή δεν οφείλεται σε περιφρόνηση. Επίσης αυτούς μπροστά στους οποίους ντρέπονται να κάνουν πράγματα που είναι πράγματι κακά. Αυτούς επίσης με τους οποίους έχουν τη φιλοδοξία να αναμετριούνται, ή αυτούς των οποίων θέλουν να προκαλούν τη ζηλοτυπία, όχι όμως τον φθόνο: όλους αυτούς ή τους αγαπούν ή θέλουν να τους έχουν φίλους τους. Επίσης αυτούς που οι ίδιοι είναι πρόθυμοι να τους βοηθήσουν να πετύχουν κάτι καλό — φτάνει να μη προκύψουν για τους ίδιους κακά μεγαλύτερα από το καλό που θα κερδίσουν εκείνοι. Επίσης αυτούς που όποιον αγαπούν, τον αγαπούν το ίδιο παρόντα ή απόντα· νά γιατί όλοι αγαπούν και θέλουν φίλους τους αυτούς που δείχνουν τέτοιου είδους αισθήματα απέναντι σε πρόσωπα που έχουν πια πεθάνει. Γενικά αυτούς που αγαπούν πάρα πολύ τους φίλους τους και δεν τους εγκαταλείπουν στις δύσκολες στιγμές τους· ο λόγος είναι ότι από όλους τους καλούς οι άνθρωποι αγαπούν πολύ περισσότερο αυτούς που είναι καλοί φίλοι. Επίσης αυτούς που δεν υποκρίνονται μπροστά τους· τέτοιοι είναι οι άνθρωποι που δεν διστάζουν να τους μιλούν και για τα ελαττώματά τους· το είπαμε πιο πριν: μπροστά στους φίλους μας δεν ντρεπόμαστε να κάνουμε πράγματα που δεν συνάδουν με το καλό όνομα· αν λοιπόν αυτός που ντρέπεται δεν είναι φίλος, θα πρέπει λογικά να είναι φίλος αυτός που δεν ντρέπεται. Επίσης αυτούς που δεν μας προκαλούν κανέναν φόβο, αλλ᾽, ίσα ίσα, ένα αίσθημα ασφάλειας· ποιός, αλήθεια, αγαπάει και θέλει για φίλο του έναν άνθρωπο που του προκαλεί φόβο;