Κυριακή 22 Αυγούστου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (939-1013)

ΚΡ. ἐγὼ οὔτ᾽ ἄνανδρον τήνδε τὴν πόλιν νέμων,
940 ὦ τέκνον Αἰγέως, οὔτ᾽ ἄβουλον, ὡς σὺ φῄς,
τοὖργον τόδ᾽ ἐξέπραξα, γιγνώσκων δ᾽ ὅτι
οὐδείς ποτ᾽ αὐτοὺς τῶν ἐμῶν ἂν ἐμπέσοι
ζῆλος ξυναίμων, ὥστ᾽ ἐμοῦ τρέφειν βίᾳ.
ᾔδη δ᾽ ὁθούνεκ᾽ ἄνδρα καὶ πατροκτόνον
945 κἄναγνον οὐ δεξοίατ᾽, οὐδ᾽ ὅτῳ γάμοι
ξυνόντες ηὑρέθησαν ἀνόσιοι τέκνων.
τοιοῦτον αὐτοῖς Ἄρεος εὔβουλον πάγον
ἐγὼ ξυνῄδη χθόνιον ὄνθ᾽, ὃς οὐκ ἐᾷ
τοιούσδ᾽ ἀλήτας τῇδ᾽ ὁμοῦ ναίειν πόλει·
950 ᾧ πίστιν ἴσχων τήνδ᾽ ἐχειρούμην ἄγραν.
καὶ ταῦτ᾽ ἂν οὐκ ἔπρασσον, εἰ μή μοι πικρὰς
αὐτῷ τ᾽ ἀρὰς ἠρᾶτο καὶ τὠμῷ γένει·
ἀνθ᾽ ὧν πεπονθὼς ἠξίουν τάδ᾽ ἀντιδρᾶν.
θυμοῦ γὰρ οὐδὲν γῆράς ἐστιν ἄλλο πλὴν
955 θανεῖν· θανόντων δ᾽ οὐδὲν ἄλγος ἅπτεται.
πρὸς ταῦτα πράξεις οἷον ἂν θέλῃς· ἐπεὶ
ἐρημία με, κεἰ δίκαι᾽ ὅμως λέγω,
σμικρὸν τίθησι· πρὸς δὲ τὰς πράξεις ὅμως,
καὶ τηλικόσδ᾽ ὤν, ἀντιδρᾶν πειράσομαι.
960 ΟΙ. ὦ λῆμ᾽ ἀναιδές, τοῦ καθυβρίζειν δοκεῖς,
πότερον ἐμοῦ γέροντος ἢ σαυτοῦ τόδε;
ὅστις φόνους μοι καὶ γάμους καὶ συμφορὰς
τοῦ σοῦ διῆκας στόματος, ἃς ἐγὼ τάλας
ἤνεγκον ἄκων· θεοῖς γὰρ ἦν οὕτω φίλον,
965 τάχ᾽ ἄν τι μηνίουσιν ἐς γένος πάλαι.
ἐπεὶ καθ᾽ αὑτόν γ᾽ οὐκ ἂν ἐξεύροις ἐμοὶ
ἁμαρτίας ὄνειδος οὐδέν, ἀνθ᾽ ὅτου
τάδ᾽ εἰς ἐμαυτὸν τοὺς ἐμούς θ᾽ ἡμάρτανον.
ἐπεὶ δίδαξον, εἴ τι θέσφατον πατρὶ
970 χρησμοῖσιν ἱκνεῖθ᾽ ὥστε πρὸς παίδων θανεῖν,
πῶς ἂν δικαίως τοῦτ᾽ ὀνειδίζοις ἐμοί,
ὃς οὔτε βλάστας πω γενεθλίους πατρός,
οὐ μητρὸς εἶχον, ἀλλ᾽ ἀγέννητος τότ᾽ ἦ;
εἰ δ᾽ αὖ φανεὶς δύστηνος, ὡς ἐγὼ ᾽φάνην,
975 εἰς χεῖρας ἦλθον πατρὶ καὶ κατέκτανον,
μηδὲν ξυνιεὶς ὧν ἔδρων εἰς οὕς τ᾽ ἔδρων,
πῶς ἂν τό γ᾽ ἆκον πρᾶγμ᾽ ἂν εἰκότως ψέγοις;
μητρὸς δέ, τλῆμον, οὐκ ἐπαισχύνῃ γάμους
οὔσης ὁμαίμου σῆς μ᾽ ἀναγκάζων λέγειν
980 οἵους ἐρῶ τάχ᾽; οὐ γὰρ οὖν σιγήσομαι
σοῦ γ᾽ εἰς τόδ᾽ ἐξελθόντος, ἀνόσιον στόμα.
ἔτικτε γάρ μ᾽ ἔτικτεν, ὤμοι μοι κακῶν,
οὐκ εἰδότ᾽ οὐκ εἰδυῖα, καὶ τεκοῦσά με
αὑτῆς ὄνειδος παῖδας ἐξέφυσέ μοι.
985 ἀλλ᾽ ἓν γὰρ οὖν ἔξοιδα, σὲ μὲν ἑκόντ᾽ ἐμὲ
κείνην τε ταῦτα δυσστομεῖν· ἐγὼ δέ νιν
ἄκων τ᾽ ἔγημα, φθέγγομαί τ᾽ ἄκων τάδε.
ἀλλ᾽ οὐ γὰρ οὔτ᾽ ἐν τοῖσδ᾽ ἀκούσομαι κακὸς
γάμοισιν οὔθ᾽ οὓς αἰὲν ἐμφορεῖς σύ μοι
990 φόνους πατρῴους ἐξονειδίζων πικρῶς.
ἓν γάρ μ᾽ ἄμειψαι μοῦνον ὧν σ᾽ ἀνιστορῶ.
εἴ τίς σε, τὸν δίκαιον, αὐτίκ᾽ ἐνθάδε
κτείνοι παραστάς, πότερα πυνθάνοι᾽ ἂν εἰ
πατήρ σ᾽ ὁ καίνων, ἢ τίνοι᾽ ἂν εὐθέως;
995 δοκῶ μέν, εἴπερ ζῆν φιλεῖς, τὸν αἴτιον
τίνοι᾽ ἄν, οὐδὲ τοὔνδικον περιβλέποις.
τοιαῦτα μέντοι καὐτὸς εἰσέβην κακά,
θεῶν ἀγόντων· οἷς ἐγὼ οὐδὲ τὴν πατρὸς
ψυχὴν ἂν οἶμαι ζῶσαν ἀντειπεῖν ἐμοί.
1000 σὺ δ᾽, εἶ γὰρ οὐ δίκαιος, ἀλλ᾽ ἅπαν καλὸν
λέγειν νομίζων, ῥητὸν ἄρρητόν τ᾽ ἔπος,
τοιαῦτ᾽ ὀνειδίζεις με τῶνδ᾽ ἐναντίον.
καί σοι τὸ Θησέως ὄνομα θωπεῦσαι καλόν,
καὶ τὰς Ἀθήνας ὡς κατῴκηνται καλῶς·
1005 κᾆθ᾽ ὧδ᾽ ἐπαινῶν πολλὰ τοῦδ᾽ ἐκλανθάνῃ,
ὁθούνεκ᾽ εἴ τις γῆ θεοὺς ἐπίσταται
τιμαῖς σεβίζειν, ἥδε τῷδ᾽ ὑπερφέρει·
ἀφ᾽ ἧς σὺ κλέψας τὸν ἱκέτην γέροντ᾽ ἐμὲ
αὐτόν τ᾽ ἐχειροῦ τὰς κόρας τ᾽ οἴχῃ λαβών.
1010 ἀνθ᾽ ὧν ἐγὼ νῦν τάσδε τὰς θεὰς ἐμοὶ
καλῶν ἱκνοῦμαι καὶ κατασκήπτω λιταῖς
ἐλθεῖν ἀρωγοὺς ξυμμάχους θ᾽, ἵν᾽ ἐκμάθῃς
οἵων ὑπ᾽ ἀνδρῶν ἥδε φρουρεῖται πόλις.

***
ΚΡ. Εγώ, του Αιγέα γιε, μήτε την πόλη αυτήν άνανδρη
940 τη λογάριασα μήτε κι αστόχαστα, όπως εσύ το λες,
συντέλεσα το έργο μου. Ποτέ μου δεν φαντάστηκα
πως κάποιους θα τους έπιανε, για συγγενείς δικούς μου,
τόσος και τέτοιος ζήλος, αυτούς να τρέφουν με το έτσι θέλω.
Πίστευα μέσα μου πως ένας πατροκτόνος, αιμομίκτης,
945 δεν θα γινότανε εδώ δεκτός, ένας που βρέθηκε χωμένος
σ᾽ ανίερους γάμους, παιδιού με μάνα.
Είχα εξάλλου επίγνωση ότι στα χώματά σας σύμβουλος στέκει
συνετός ο Άρειος Πάγος, κι αυτός δεν επιτρέπει
στην πόλη να κυκλοφορούν τέτοιοι αλήτες.
950 Σ᾽ αυτόν στηρίχτηκα κι έβαλα χέρι στο θήραμά μου.
Και μολαταύτα δεν θα το τολμούσα, αν αυτός ο άθλιος
δεν έριχνε βαριές κατάρες πάνω μου, σ᾽ εμένα και στο γένος μου.
Μετά από τόση προσβολή, ένιωσα χρέος
ν᾽ αντιδράσω. Γιατί ο θυμός ποτέ του δεν γερνά·
πεθαίνει με τον θάνατο, και μόνο οι πεθαμένοι
955 μένουν αναίσθητοι.
Απέναντι σ᾽ αυτά εσύ θα πράξεις όπως θες.
Όσο για μένα η μοναξιά, κι ας λέω δίκαια πράγματα,
με κάνει αδύναμο. Κι όμως μπροστά σε τέτοιες πράξεις,
παρά τα τόσα χρόνια μου, θα δοκιμάσω κι εγώ ν᾽ αντισταθώ.
960 ΟΙ. Γλώσσα αναίσχυντη, ποιόν καθυβρίζεις τώρα;
εμένα που είμαι γέρος; ή τα δικά σου γηρατειά;
Που βρώμισες το στόμα σου μιλώντας για φόνους και για γάμους,
για συμφορές που τις φορτώθηκα ο ταλαίπωρος χωρίς να φταίω;
Μπορεί και να ᾽ταν θέλημα θεού, αν οι θεοί οργίστηκαν
965 με τη γενιά μου. Όμως σ᾽ εμένα, πάνω μου, όσο κι αν ψάξεις,
δεν θα βρεις ένοχο στίγμα ανάλογο με τα μεγάλα σφάλματα,
όσα με βάρυναν κι έπληξαν τους δικούς μου.
Πες μου ωστόσο για να μάθω· αν ήταν πεπρωμένο του,
αν στον πατέρα μου έφτασε ο χρησμός πως κάποιο
970 απ᾽ τα παιδιά του θα τον σκότωνε, με ποιό δικαίωμα φορτώνεις
πάνω στους ώμους μου αυτό το όνειδος;
Όταν δεν μ᾽ είχε ακόμη σπείρει εκείνος στην κοιλιά της μάνας μου
κι ήμουν αγέννητος; Αλλά, κι όταν γεννήθηκα,
όπως γεννήθηκα, μαύρη μου συμφορά, όταν
975 με τον πατέρα μου ήλθα στα χέρια και τον σκότωσα,
δίχως να ξέρω το τί κάνω, σε ποιόν το κάνω, πώς
μια τέτοια πράξη αθέλητη μπορείς εσύ σε βάρος μου
να την καταλογίζεις; Αλλά και για της μάνας μου τους γάμους,
της αδελφής σου άθλιε, δεν ντρέπεσαι να μ᾽ αναγκάζεις
980 τώρα να μιλήσω; Γιατί θα πω πώς έγιναν, δεν θα κρατήσω πια
το στόμα μου κλειστό, αφού κι εσύ ξεστόμισες
τ᾽ ανόσια λόγια σου.
Με γέννησε, αυτή με γέννησε, αρχή της συμφοράς μου,
δίχως να ξέρει, δίχως να το ξέρω.
Κι αφού στον κόσμο μ᾽ έφερε, μαζί μου φύτεψε παιδιά,
985 όνειδος φοβερό. Απ᾽ όλα αυτά, ένα καλά το ξέρω·
σ᾽ αρέσει να ονειδίζεις τη μάνα μου κι εμένα.
Κι όμως εγώ ζευγάρωσα μαζί της δίχως να το θέλω,
όπως κι αυτά που ομολογώ, άθελα βγαίνουν απ᾽ το στόμα μου.
Γι᾽ αυτό κανείς εδώ δεν θα με κρίνει ένοχο, πιστεύω,
μήτε για τους παλιούς μου γάμους, που εσύ μου ρίχνεις πάντα
κατά πρόσωπο, μήτε και για τον φόνο του πατέρα μου,
990 που λίγο πριν γι᾽ αυτόν πικρά με κατηγόρησες.
Σ᾽ άλλο ερώτημά μου αποκρίσου τώρα· αν προς στιγμή
στεκόταν πλάι σου θέλοντας κάποιος, τον δίκαιο εσένα,
να σκοτώσει, μήπως θα γύρευες να μάθεις πρώτα
αν ο φονιάς είναι ο πατέρας σου; Ή θα τον τιμωρούσες πάραυτα;
995 Αν τη ζωή σου αγαπάς, πιστεύω πως θα σκότωνες
τον ένοχο, δίχως την ώρα εκείνη να σκεφτείς τί λέει το δίκιο.
Λοιπόν σε τέτοια συμφορά της τύχης βούλιαξα κι εγώ,
μπορεί κάποιος θεός να μ᾽ έσπρωξε. Όμως το αισθάνομαι,
δεν θα ᾽λεγε το αντίθετο και του πατέρα μου η ψυχή, αν ζούσε.
1000 Μα τώρα εσύ, άδικος από φυσικού σου, ωραίο νομίζεις είναι
το καθετί να ξεστομίζεις, ρητό κι απόρρητο, κι έτσι μπροστά
σ᾽ αυτούς τολμάς να μ᾽ ονειδίζεις.
Αλλά και του Θησέα τ᾽ όνομα βρίσκεις καλό να κολακέψεις,
και την Αθήνα βέβαια, που πολιτεύεται τόσο σωστά.
1005 Ωστόσο μέσα στους πολλούς επαίνους, ένα σου ξέφυγε·
αν κάποια χώρα υπάρχει που ξέρει τους θεούς να σέβεται
και να τιμά, η πόλη αυτή σ᾽ αυτό πολύ υπερέχει.
Κι όμως πήγες εσύ κρυφά έναν ικέτη γέροντα να κλέψεις,
να βάλεις χέρι σ᾽ εμένα και τις κόρες μου, τις πήρες κιόλας
για να φύγεις.
1010 Αλλά κι εγώ επικαλούμαι τώρα τις θεές του τόπου,
στα γόνατα προσπέφτω και παρακαλώ, πλάι μου να σταθούν,
να με συντρέξουν, ώστε κι εσύ να μάθεις κάποτε
την πόλη αυτή ποιοί την φρουρούν.

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, 9. Ιλιάδα

9.1. Διὸς βουλή


Ήδη το προοίμιο της Ιλιάδας αναθέτει αποφασιστικό ρόλο στον Δία. Σφηνωμένη η έκφραση Διὸς δ᾽ ἐτελείετο βουλή στο δεύτερο ημιστίχιο του στίχου 5, φαίνεται να κανοναρχεί τα συμφραζόμενά του. Πράγμα που σημαίνει ότι ἔρις και μῆνις, τα δύο συνεχόμενα θέματα της Ιλιάδας, ανάγονται σε απόφαση του Δία. Με τους όρους αυτούς, ο Δίας εμφανίζεται να υποκαθιστά λίγο πολύ τον ποιητή στον προγραμματικό σχεδιασμό του έπους. Ή μήπως, για να δώσει ο ποιητής θεολογικό κύρος στη δική του απόφαση, την υποβάλλει ως βουλή του Δία; Δεν αποκλείεται να ισχύουν και τα δύο. Όπως και αν έχει το πράγμα, η λύση αυτού του διλήμματος (στο οποίο σκόνταψαν αρχαίοι σχολιαστές και νεότεροι φιλόλογοι) υπόκειται στην παρένθετη φράση Διὸς δ᾽ ἐτελείετο βουλή, η οποία για τον λόγο αυτό απαιτεί πιο υποψιασμένη ανάγνωση.

Δύο ερμηνείες έχουν προταθεί για το νόημα της κοινότοπης μάλλον αυτής γνώμης, που υπονοεί γενικότερα ότι όσα συμβαίνουν στους θνητούς είναι θέλημα θεού. Η πρώτη θεωρεί ότι η φράση Διὸς δ᾽ ἐτελείετο βουλή προοικονομεί αυτά που ο ακροατής της Ιλιάδας θα ακούσει (ή θα διαβάσει) στο τελευταίο μέρος της πρώτης ραψωδίας. Εκεί που η Θέτις ανεβαίνει στον Όλυμπο, για να ζητήσει από τον Δία ικανοποίηση της πληγωμένης φιλοτιμίας του γιου της, εξαιτίας της ατιμωτικής συμπεριφοράς του Αγαμέμνονα (Α 493-567). Το αίτημα της Θέτιδας είναι απόλυτο και σκληρό: ο πληγωμένος και οργισμένος Αχιλλέας να παραμείνει εκτός πολέμου, ωσότου οι Αχαιοί φτάσουν στο όριο της ήττας, ώστε μετανοημένοι να τον ικετεύσουν και τότε μόνο να επανέλθει στο πεδίο της μάχης. Σ᾽ αυτή την οριακή ήττα παρακαλείται να συμβάλει ο Δίας. Ο οποίος προς στιγμήν ταλαντεύεται, υπολογίζοντας και τη ζηλότυπη αντίδραση της Ήρας, τελικώς όμως επινεύει: με τα δασιά του φρύδια και την αμβρόσια χαίτη του σαλεύει τον Όλυμπο. Δίχως αμφιβολία ο ποιητής της Ιλιάδας θέλει να δώσει ιδιαίτερο βάρος στη συγκεκριμένη σκηνή. Η παράδοση εξάλλου ισχυρίζεται πως ο Φειδίας είχε ως πρότυπο αυτούς τους ιλιαδικούς στίχους, σμιλεύοντας το περίφημο άγαλμα του θεού, προορισμένο για τον ναό του Δία στην Ολυμπία (Α 528-530).

Αμφίβολο ωστόσο παραμένει αν η μεγαλειώδης αυτή συγκατάνευση του Δία στο συγκεκριμένο αίτημα της Θέτιδας παραπέμπει κατευθείαν στην πρόταση Διὸς δ᾽ ἐτελείετο βουλή του προοιμίου. Αφού δεν πρόκειται για προηγούμενη απόφαση του θεού, αλλά για παρεπόμενη υπόσχεση, η οποία προϋποθέτει τετελεσμένο το θέμα της έριδας και της μήνιδας του Αχιλλέα. Τι συμβαίνει λοιπόν; Προτού αποφασίσουμε, οφείλουμε να δούμε και την άλλη εξήγηση της επίμαχης φράσης του προοιμίου.

Απίθανη παραμένει η ερμηνεία του αρχαίου σχολιαστή που προτείνει την ταύτιση της Διὸς βουλῆς με την εἰμαρμένην. Σοβαρότερη εκείνη που επεξηγεί την απόφαση του ολύμπιου θεού με μια κοσμολογική αιτία, αποτυπωμένη και στο προοίμιο των Κυπρίων του Στασίνου, το οποίο ο σχολιαστής ευτυχώς διέσωσε. Παραφρασμένοι οι επτά στίχοι του λένε: Κάποτε αναρίθμητα, περιπλανώμενα φύλα θνητών επιβάρυναν την ευρύστερνη γη· βλέποντας το καταθλιπτικό της βάρος ο Δίας, την ελέησε· με τον εφευρετικό του νου στοχάστηκε να την ανακουφίσει από το αβάστακτο ανθρώπινο φορτίο· προκάλεσε, λοιπόν, πρώτα τον θηβαϊκό και μετά τον μεγάλο πόλεμο της Τροίας, ανακουφίζοντας με τον τρόπο αυτό το ασήκωτο βάρος της Γης· έτσι συντελέστηκε η βουλή του Δία - Διὸς δ᾽ ἐτελείετο βουλή, σημειώνει το σπαραγμένο απόσπασμα στο δεύτερο ημιστίχιο του έβδομου στίχου του.

Είναι πολύ πιθανό να σχετίζονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στο σημείο αυτό τα δύο προοίμια μεταξύ τους. Γιατί, αν δεχτούμε ότι τα Κύπρια του Στασίνου συντάσσονται μετά την Ιλιάδα (αυτή είναι εξάλλου η επικρατέστερη άποψη), δεν αποκλείεται ο μύθος τους (τα αίτια και τα πρώτα χρόνια του τρωικού πολέμου) να είχε αποτελέσει θέμα ενός αρχαιότερου προφορικού έπους, που το διασκεύασε ο Στασίνος, ενόψει της διάσημης ήδη ομηρικής Ιλιάδας. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο ποιητής της Ιλιάδας θεωρεί γνωστά και δεδομένα τα κύρια πρόσωπα και τα βασικά επεισόδια του τρωικού μύθου και του τρωικού πολέμου. Είναι πιθανόν επομένως να γνώριζε και τη Διὸς βουλήν, όπως την προέβαλε και την εξηγούσε ένα αρχαιότερο προφορικό έπος· να τη δανείστηκε από εκεί και να την προσάρμοσε στο δικό του έπος.

Εξάλλου η αρχαϊκότερη αυτή Διὸς βουλή (η ανακούφιση δηλαδή της γης από το υπέρβαρο ανθρώπινο φορτίο της με τον τρωικό πόλεμο) φαίνεται λογικότερη και πιο πειστική από την ιλιαδική μεταποίησή της· είναι κοσμολογική και προκαθορίζει έναν δεκάχρονο πόλεμο, έναντι της ιλιαδικής παραλλαγής της, που συμπλέκεται με μια ολιγοήμερη σύγκρουση Αχαιών και Τρώων, περιστρεφόμενη γύρω από τον παθολογικό θυμό του Αχιλλέα.

Από την άποψη αυτή μπορούμε να μιλούμε για μεγάλη και μικρή Διὸς βουλήν. Η μεγάλη καλύπτει το σύνολο του τρωικού πολέμου, η μικρή το μερίδιο του ιλιαδικού πολέμου. Ο ποιητής της Ιλιάδας, προβάλλοντας στο προοίμιο του έπους του τη Διὸς βουλήν, παραπέμπει αναδρομικά στον παραδοσιακό τρωικό μύθο και προγραμματικά στον νεότερο, δικό του ιλιαδικό μύθο, στο επίκεντρο του οποίου εντάσσει τη μῆνιν του Αχιλλέα, με τα προηγούμενα και τα παρεπόμενά της. Με άλλα λόγια: η μεγάλη, περιφερειακή βουλή του Δία, που αναφέρεται στον τρωικό πόλεμο, αποτελεί το φόντο, πάνω στο οποίο προβάλλεται η μικρή αλλά κεντρική βουλή, η οποία ρυθμίζει τον μύθο και την πλοκή του ιλιαδικού έπους. Με τον ελιγμό αυτό ο ποιητής της Ιλιάδας αναθέτει στον Δία διπλό ρόλο· τον θέλει να κοιτάζει πίσω μπρος, μακριά και κοντά, γεφυρώντας κάθε τόσο την ενδιάμεση απόσταση. Επανερχόμαστε επομένως στο σχήμα συνεργασίας αοιδού και θεού, προκειμένου μια θεϊκή απόφαση να μεταφραστεί σε εξελισσόμενο έπος, όπου, έτσι κι αλλιώς, η πλοκή έχει μεγαλύτερη σημασία από τον μύθο. Στην πλοκή του έπους εμπλέκει κυρίως ο ποιητής της Ιλιάδας τον Δία. Θα δούμε αμέσως πώς λειτουργεί η ρυθμιστική αυτή παρέμβαση (ένα είδος διαιτησίας) του ολύμπιου θεού, το νήμα της οποίας κρατεί στο χέρι του ο ποιητής, χωρίς εντούτοις να φαίνεται.

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 2. Πάμε θέατρο;

2.2. Το θέατρο και το τσίρκο


Ο ρωμαίος δάσκαλος του Μάριου, ο Στάτιος, είχε δίκιο: οι ρωμαίοι κωμικοί ποιητές σαν τον Πλαύτο είχαν υπόψη τους κάποιες πρόχειρες κωμικές παραστάσεις με καθαρά ιταλικό χαρακτήρα· είναι όμως πιθανό ότι, σαν Ρωμαίος που ήταν, στα μαθήματά του τόνιζε κάπως περισσότερο από όσο έπρεπε την επίδραση τέτοιων παραστάσεων σε λατινικές κωμωδίες σαν κι αυτή που παρακολούθησαν ο Μάριος και ο Νικήρατος. Ο τελευταίος ήξερε καλά τι έλεγε: πράγματι, ένα θεατρικό έργο σαν τη Χύτρα με τον κρυμμένο θησαυρό χρωστούσε πολύ περισσότερα σ᾽ αυτό που ονομάσαμε ελληνική Νέα Κωμωδία παρά στις παλιότερες ιταλικές κωμικές παραστάσεις.

Άλλωστε η επίσημη έναρξη της θεατρικής δραστηριότητας στη Ρώμη έγινε το 240 π.Χ., όταν οι αρχές της πόλης ανέθεσαν σε έναν ελληνικής καταγωγής λόγιο από τον Τάραντα της Κάτω Ιταλίας, τον Λίβιο Ανδρόνικο, να ανεβάσει ελληνικές τραγωδίες - φυσικά σε λατινική μετάφραση. Στα επόμενα εκατό περίπου χρόνια πολλοί και σημαντικοί ρωμαίοι ποιητές καταπιάστηκαν με τη συγγραφή τραγωδιών και κωμωδιών, έχοντας τα μάτια τους σταθερά στραμμένα στο ελληνικό θέατρο. Σε πολλά από αυτά τα λατινικά θεατρικά δημιουργήματα η υπόθεση, οι χαρακτήρες και γενικότερα η σκηνοθεσία παραμένουν ελληνικά ή ελληνικού τύπου. Παρ᾽ όλα αυτά, από την αρχή κιόλας το ρωμαϊκό θεατρικό κοινό έδειξε να έχει μια αρκετά διαφορετική αντίληψη για το σκηνικό θέαμα. 

Ο Νικήρατος το είπε ξεκάθαρα: οι ρωμαίοι θεατές γοητεύονταν πολύ περισσότερο από τα κομμάτια του έργου (μπορούμε να τα ονομάσουμε «λυρικά») που οι ηθοποιοί τα χόρευαν και τα τραγουδούσαν με τη συνοδεία μουσικής. Προφανώς τα διαλογικά μέρη, όπου τα πρόσωπα του δράματος συνομιλούν, προβληματίζονται ή και έρχονται σε αντιπαράθεση, είναι πολύ σημαντικότερα για την κατανόηση της πλοκής του έργου και είναι κυρίως αυτά που φωτίζουν τη σκέψη και την ψυχολογία των χαρακτήρων· απαιτούν όμως μεγαλύτερη συγκέντρωση προσοχής από τη μεριά του θεατή. Ο Στάτιος, ο ρωμαίος δάσκαλος του Μάριου, μπορεί να μας έλεγε ότι το ρωμαϊκό κοινό είχε γενικά την προσοχή του συγκεντρωμένη· ο Νικήρατος, από την άλλη μεριά, ήξερε (κι ας μην το είπε στον Μάριο) ότι με το πέρασμα του χρόνου οι περισσότεροι από τους ρωμαίους θεατές απλώς έκαναν υπομονή περιμένοντας το επόμενο μουσικό κομμάτι· και μάλιστα ορισμένοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να δείξουν ότι δεν διέθεταν ούτε την απαιτούμενη συγκέντρωση ούτε την ελάχιστη υπομονή, και έτσι αντί να παρακολουθούν βαρετούς διάλογους πάνω στη σκηνή άρχιζαν διάλογο ανάμεσά τους.

Άλλωστε υπήρχε και το σχετικό ανέκδοτο - που σίγουρα θα το ήξερε και ο Στάτιος. Παλιά, λέει, όταν πρωτοπαρουσιάστηκαν θεατρικά έργα στη Ρώμη, πολύς κόσμος είχε μαζευτεί σε ένα από εκείνα τα πρόχειρα κατασκευασμένα θέατρα για να δει ένα ελληνικό δράμα· και ενώ η παράσταση είχε αρχίσει, κάποιος φώναξε ότι έξω από το θέατρο είχαν αρχίσει να δίνουν τη δική τους παράσταση κάτι σαλτιμπάγκοι και ακροβάτες, οπότε όλοι όρμησαν προς την έξοδο του θεάτρου - εκτός, ίσως, από καμιά δεκαριά «κουλτουριάρηδες» που θα είχαν όλη την προσοχή τους συγκεντρωμένη στα (μεταφρασμένα) λόγια του Σοφοκλή ή του Ευριπίδη.

ΟΙ ΑΝΙΧΝΕΥΣΙΜΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΨΥΧΙΣΜΟΥ ΣΤΑ ΔΥΟ ΦΥΛΑ

Σ’ αυτή την σκληρή κυνηγετική περίοδο, σμιλεύτηκαν πολλά από τα σύγχρονα πνευματικά μας χαρακτηριστικά… η διαφορά ευφυΐας μεταξύ ανδρών, καθώς και η εγκεφαλική διαφοροποίηση ανδρών και γυναικών, όπου η χρόνια διαφορά ρόλων, έδωσε μια ευδιάκριτη διαφοροποίηση πνευματικότητας.

Συχνά μη έχοντας κάτι καλύτερο να πω, για την ολοφάνερη διαφορετική πνευματική συγκρότηση ανδρών και γυναικών, λέω πως τα δύο αυτά όντα, άνδρας και γυναίκα ανέπτυξαν δύο εντελώς διαφορετικούς τύπους νοημοσύνης, εξωτερικού και εσωτερικού χώρου αντιστοίχως. Θα προσπαθήσω δε, εντελώς περιληπτικά και πρόχειρα, να αφήσω πίσω μου αυτή την δυσδιάκριτη αίσθηση, που δυστυχώς δεν βλέπω πουθενά γραμμένη.

Μ’ αυτή την ομολογουμένως αδέξια προσέγγισή μου, θέλω να πω, πως είναι εκείνες οι πανάρχαιες συνθήκες των διαφορετικών απαιτήσεων στους ρόλους ανδρών και γυναικών, που διαχώρισαν αισθητά τις αντιδράσεις και την πνευματική συγκρότηση των δύο φύλων. Στην πολυχιλιετή κατοίκηση σε σπήλαια ή νομαδικούς συνοικισμούς συμβίωσης, οι διαφορετικοί ρόλοι των δύο φύλων, υπήρξαν καθοριστικοί, για τον μέχρι σήμερα ομολογουμένως διαφορετικό ψυχισμό τους.

Ο γυναικείος ψυχισμός, καθηλωμένος από τον τεράστιο όγκο των απαιτήσεων της μητρότητας, απέκτησε δικά του ιδιαίτερα αισθητήρια και ικανότητες, κυρίως διαχείρισης απαιτήσεων "εσωτερικού χώρου". Ο όρος (λόγω έλλειψης καλύτερου) μπορεί να είναι πρόχειρος και εξαιρετικά αδόκιμος, αλλά θέλει να τονίσει την χρόνια επίδραση στον ψυχισμό ενός άτομου, που σε περιορισμένο χώρο, αντιμετωπίζει καταστάσεις υψηλών απαιτήσεων, όπως η αρμονική συγκατοίκηση, η εξασφάλιση συντρόφου, αλλά και η γέννηση και η ανατροφή παιδιών.

Ως τροφός, ανέπτυξε μηχανισμούς προστασίας των παιδιών της και εξ αυτού οι γυναίκες μέχρι σήμερα διαθέτουν πολλαπλάσια ικανότητα γεύσης και όσφρησης απ’ την αντίστοιχη των ανδρών.

Οι συνεχείς διεκδικήσεις του αναγκαίου ιδιαίτερου δικού της χώρου, από τα υπόλοιπα θηλυκά μέλη της φυλής, την έκαναν αυτό που συχνά είναι και σήμερα, φίλερις, φιλύποπτη και διεκδικητική προς τις υπόλοιπες θηλυκές του ίδιου χώρου. Ιδιότητες άκρως απαραίτητες για την επιβίωση και της δικής της οικογένειας, στα ασφαλή όρια της φυλής.

Η ζωτική εξάρτησή της απ’ τον σύντροφό της, αρσενικό προμηθευτή τροφής, την οδήγησαν επίσης στη συχνή ανίχνευση της συναισθηματικής αντοχής του συντρόφου της. Μια τέχνη που ζει μέσα της ακόμα, δώρο εκείνης της περιόδου και που μόνο μια γυναίκα μπορεί να κατέχει σ’ αυτόν το βαθμό!

Κυρίως οι ανάγκες επιβίωσης των παιδιών της, την προίκισαν μ’ ένα ολόκληρο οπλοστάσιο εξασφάλισης προσοχής, αλλά και έντεχνης ανίχνευσης του βαθμού αφοσίωσης του αρσενικού συντρόφου της! Ανέπτυξε περίτεχνα συναισθηματικά τεχνάσματα και διαμόρφωσε όχι μόνο το ατελείωτο οπλοστάσιο της ιδιαίτερης παιχνιδιάρικης αυταρέσκειάς της, ως αντικείμενο προσοχής του αρσενικού, αλλά και τον ευρηματικό επιθετικό συναισθηματισμό της, που σαν ξαφνικό τεστ αντοχής, πρέπει να υποστεί σε ανύποπτο χρόνο ο αρσενικός, για να της δώσει το καθησυχαστικό μήνυμα του βαθμού της αφοσίωσής του, σ’ αυτήν και τα παιδιά της. Αν ο σύντροφος δεν την ακολουθήσει πρόθυμα και με υπομονή, στους δαιδαλώδεις δρόμους της συναισθηματικής της περιπλάνησης, αυτό θα είναι ένα σοβαρό σήμα κίνδυνου εγκατάλειψης, γι’ αυτήν και τα μελλοντικά πολύτιμα παιδιά της.

Υποθέτουμε λοιπόν, πως οι αναρίθμητες συναισθηματικές εξάρσεις των σημερινών γυναικών, έχουν γεννηθεί τότε, (απόρροια όλων εκείνων των ατελείωτων χιλιετηρίδων), που στόχο και σκοπό τους είχαν την διαρκή επιβεβαίωση της αφοσίωσης του αρσενικού. Πριν φύγει εκείνος για το πολυήμερο κυνήγι του, εκείνη έπρεπε να βρει τρόπο, να του αποσπάσει σοβαρά δείγματα του βαθμού της αφοσίωσής του, για να είναι σίγουρη πως θα τον δει να επιστρέφει ξανά και δεν θα την αφήσει ξεκρέμαστη σε μια σπηλιά να πεθάνει απ’ την πείνα. Έτσι εξασκήθηκε στο να εφευρίσκει οποιαδήποτε αφορμή συναισθηματικού τεστ, που θα την διαβεβαίωνε για τον ασφαλή βαθμό αφοσίωσης του αρσενικού!

Οι άνδρες απορούν ακόμα, που τα λογικά τους επιχειρήματα δεν έχουν ανταπόκριση στην αρχή μιας συζήτησης, αλλά μόνο πολλές βασανιστικές ώρες μετά. Τα ίδια τα επιχειρήματα και οι διαβεβαιώσεις σας, έχουν αποτέλεσμα μετά από πολύωρες επαναλήψεις, γιατί η διαφορετική αυτή ανθρώπινη "φυλή" (σχήμα λόγου χάριν έμφασης) που λέγεται γυναίκα… δεν προσέχει τι λέτε, αλλά πόσην ώρα είστε διαθέσιμος να τα λέτε! Θέλει να δοκιμάσει την υπομονή σας και όχι την λογική σας. Το δεύτερο, είναι πολύ καλύτερο κριτήριο αντοχής μιας σχέσης από το πρώτο!
 
Απ’ την άλλη, ο άνδρας ανέπτυξε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε (ελλείψει καλύτερου όρου) νοημοσύνη εξωτερικού χώρου! Εξ αυτού και η επιβεβαιωμένη, αισθητά καλύτερη αίσθηση προσανατολισμού των ανδρών!
 
Οι αρχαίοι αυτοί κυνηγοί, ένωσαν τις δυνάμεις τους, σχηματίζοντας τις πρώτες οργανωμένες ομάδες "μάχης", καταστρώνοντας σχέδια για το πώς θα καταβάλλουν ευκολότερα και χωρίς απώλειες, τα πανίσχυρα εκείνα ζώα, που θα εξασφάλιζαν την διατροφή και την επιβίωση της φυλής.

Ο σύντροφος στο κυνήγι, ήταν ο άλλος τους εαυτός. Αυτό που σήμερα παρεξηγημένα ονομάζουμε υπερβολική φιλία μεταξύ ανδρών, (ειδικά στην εφηβεία), γεννήθηκε τότε, σαν αναγκαιότητα επιβίωσης στο κυνήγι, που τότε θύμιζε πόλεμο! Η επιβίωση του διπλανού σου, σήμαινε και τη δική σου επιβίωση!
Σύντομοι, σαφέστατοι κώδικες συνεννόησης αναπτύχτηκαν μεταξύ τους. Ψίθυροι, γρυλισμοί ή απλά επιφωνήματα, έπρεπε να έχουν ακριβώς το ίδιο νόημα για όλους. Εδώ τα συναισθηματικά τεστ δεν έχουν νόημα, η απόλυτη υπακοή σε κώδικες ήταν το ζητούμενο. Κυβερνήτης της επιβίωσης η ξεκάθαρη συνεννόηση!

Έτσι, ενώ ο άνδρας αναγκάστηκε να δημιουργήσει μια ξεκάθαρη αντιστοιχία λόγων και έργων, ικανή να αξιοποιήσει την συνολική ομάδα, που θα του εξασφάλιζε την επιβίωση από ένα φονικό αντίπαλο, η γυναίκα ανέπτυξε και χρησιμοποίησε όλα τα εφόδιά της για την δημιουργία δεσμών, αλλά και ανίχνευσης αδυναμιών του τροφοδότη άνδρα.

Το παιχνίδι της θηρευτικής πανουργίας, ήταν λοιπόν αναγκαίο και για τους δύο. Στον άνδρα για την δημιουργία διατροφικών ευκαιριών και στη γυναίκα, για την δημιουργία οικογενειακής ισορροπίας.

Αν όλα αυτά αληθεύουν, τότε είναι εξηγήσιμο γιατί τα δύο διαφορετικά αυτά φύλα (άνδρας και γυναίκα) σήμερα, δεν μπορούν να υποθέσουν και να αποδεχθούν τα κληρονομημένα αυτά χαρακτηριστικά, που δικαιολογημένα τους διαφοροποιούν. Αντί να αναγνωρίσουν ως λειτουργικά υπαρκτές τις θεμελιώδεις αυτές διαφορές, που η ίδια η φυσική εξέλιξη σμίλεψε μέσα τους, προσπαθούν απεγνωσμένα να βρουν κοινό κώδικα συνεννοήσεων, που δυστυχώς δεν υποστηρίζεται από την κληρονομική αυτή διαφοροποίηση εκατοντάδων χιλιετιών και τις οποίες φυσικά, δεν μπόρεσαν να απαλείψουν οι τελευταίες ελάχιστες χιλιετίες.

Ο άνδρας παραπονιέται για την λογική "ανεπάρκεια" της γυναίκας και η γυναίκα για την έλλειψη συναισθηματικής αντοχής του ανδρός και την υπερβολική προσκόλλησή του στην φιλία. Αμφότεροι αγνοούν, πως τα δύο αυτά φύλα, απ’ την ίδια την μητέρα φύση, είναι σε τεράστιο βαθμό εντελώς διαφορετικά προικισμένα για τον ξεχωριστό τους ρόλο, που οι αμέτρητες χιλιετίες χάραξαν βαθιά στον ψυχισμό τους.

Αν αυτή η καθοριστική διαφορά ήταν γνωστή, τότε πολλά απ’ τα μυστήρια των σχέσεων θα ήταν λυμένα, με τον άνδρα να παραχωρεί ευχαρίστως και με υπομονή, όλες εκείνες τις συχνά υπερβολικές συναισθηματικές διαβεβαιώσεις και την γυναίκα να κατανοεί την σκληρή, συχνά απλοϊκή και ζωώδη λογική του κυνηγού, που ζει ακόμα μέσα στον άνδρα.

Ο άνδρας λοιπόν που γνωρίζει την προέλευση της ασυνήθιστης βουλιμίας της γυναίκας για συναισθηματική κάλυψη, θα την προσφέρει αφειδώς και μάλιστα με θεατρική υπερβολή, γιατί καταλαβαίνει ότι μπροστά του έχει έναν γιγάντιο μηχανισμό μιας αρχαίας πολυμήχανης μητέρας! Ένα εξαιρετικά περίπλοκο ον, που νιώθει μητέρα πολύ πριν αποκτήσει παιδιά και που τις υπερβολικές μητρικές επιφυλάξεις και τις όποιες αντιδράσεις της, σμίλεψαν οι χιλιετίες και όχι μόνο οι πρόσφατες, επιφανειακές πολιτισμικές επιταγές του παρόντος. Δεν έχει λοιπόν και πολύ άδικο ο Όμηρος, όταν βάζει τα λόγια αυτά στο στόμα του σκοτωμένου απ’ την γυναίκα του, Αγαμέμνονα: «Γι αυτό κι εσύ… να μη φανερώνεις, (στη γυναίκα σου) κάθε γνώμη που έχεις στο μυαλό σου, παρά άλλα να της λες κι άλλα όμως να της κρύβεις». Οδύσσεια Λ. 441.

Αντιστοίχως, η γυναίκα που γνωρίζει ότι ο άνδρας είναι φορέας μιας φυσικής ορμής, που του κληροδότησαν οι ατελείωτες γενεές των κυνηγών που κουβαλάει μέσα του, θα έδειχνε κατανόηση στις υπερβολικές ανδρικές φιλίες, αλλά και ευφυή ευελιξία, όταν το άγριο επιθετικό ζώο, βγαίνει από μέσα του ακυβέρνητο. Αντί όμως αυτής της κατανόησης, που θέλει όπως είναι φυσικό, να είμαστε ακόμα η συνισταμένη των πανάρχαιων ψυχικών μας κληροδοτημάτων, υπάρχει η αφελής τάση, να επιδιώκουμε το ένα φύλο να περάσει τους δικούς του αποκλειστικούς κώδικες στο άλλο. Μια εξομοίωση, που συχνά καταστρέφει το ένα από τα δύο φύλα ή οδηγεί στην οριστική αποτυχία και τον αναπόφευκτο χωρισμό.

Σήμερα δυστυχώς, η επίμονη προσπάθεια πλήρους εξίσωσης των δύο φύλων, παραγνωρίζοντας αυτά τα ψυχικά κληροδοτήματα των χιλιετιών, παρασύρει τα ζευγάρια σε μια καταδικασμένη εμμονή εξίσωσης, που παραγνωρίζοντας τον πανάρχαιο διαφορετικό και γονιδιακά κληροδοτημένο ψυχισμό τους, τα οδηγεί σε εσφαλμένη κατανόηση, αδημονία και συχνά σε αποτυχία και δυστυχία.
 
Όλα αυτά που προαναφέραμε, δεν ισχύουν μόνο για τον άνδρα και τη γυναίκα, αλλά δείχνουν και τους φυσικούς μηχανισμούς διαφοροποίησης λαών, φυλών και εθνών, που παρέμειναν προσκολλημένοι στον ρόλο του αδυσώπητου κυνηγού, για πολλές περισσότερες χιλιετίες!

Πραγματικότητα και Συνείδηση

Πραγματικότητα και Συνείδηση

Η Βαθύτερη Αλήθεια σε όλες τις θρησκείες και τα μεγάλα φιλοσοφικά συστήματα είναι η Βίωση της Ύστατης Πραγματικότητας. Η Βίωση της Απόλυτης Πραγματικότητας είναι δυνατή όταν η Συνείδηση (που είναι ένα καθολικό αντιληπτικό όργανο με πολλές λειτουργίες...) Βιώνει Άμεσα το Είναι - κι όχι μέσω της νόησης ή της αισθητηριακής δραστηριότητας. Σε Αυτή την Αντίληψη το Είναι φανερώνεται σαν Αντικειμενικό, Ανεξάρτητο από την Συνείδηση... Είναι Αυτό που Ονομάζουμε Θεό...

Η Σχέση του Αντικειμενικού Είναι (που Είναι η Βάση κάθε ύπαρξης) και της Συνείδησης είναι το σημαντικότερο, το μεγαλύτερο και ουσιαστικότερο πρόβλημα της θρησκείας και της φιλοσοφίας και πρακτικά είναι άλυτο, μολονότι δίνονται διάφορες λύσεις...

Ορισμένες θρησκείες όπως π.χ. ο Βουδισμός ή το Αντβάιτα ταυτίζουν το Αντικειμενικό Είναι με την Συνείδηση και προσεγγίζουν το ζήτημα είτε θετικά είτε αρνητικά. Ο Βουδισμός, όλων των σχολών, αναγνωρίζει μόνο την Αντικειμενική Πραγματικότητα, η Οποία Βιώνεται όταν "σβήσει" η ατομική ύπαρξη (που εκδηλώνεται με τα σκάντας...). Το Αντβάιτα Βεδάντα Ταυτίζει την Αντικειμενική Πραγματικότητα (Βράχμαν) με την Συνείδηση, Αλήθεια που Βιώνεται όταν απορρίπτονται όλες οι κατώτερες λειτουργίες σαν μη αληθινές... Άλλες θρησκείες όπως ο Χριστιανισμός Διαχωρίζει την Αντικειμενική Πραγματικότητα (τον Θεό) από την ατομική ύπαρξη (Συνείδηση) αλλά είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένος να δεχτεί ότι υπάρχει «Σχέση»... Ο Χριστιανισμός μάλιστα θεωρεί τον Θεό Τελείως Υπερβατικό και Ακατάληπτο... Ο Θεός Αποκαλύπτεται από Μόνος Του στον άνθρωπο... Ο άνθρωπος, σαν Συνείδηση («νους» στην ορολογία των «πατέρων») «συναντά» τον Θεό σαν την Αντικειμενική Πραγματικότητα όταν ο «νους» καταστεί «άμορφος» ξεπερνώντας τις κατώτερες και ανώτερες νοητικές λειτουργίες...

Δεν είναι δυνατόν να Θεμελιωθεί Οντολογία, σε καμία φιλοσοφία, αν δεν Σχετιστεί το Αντικειμενικό Είναι με την Συνείδηση. Ακόμα και το Ακατανόητο Μηδέν σαν Θεμέλιο του όντος δεν είναι το οντολογικό τίποτα αλλά μάλλον η Βάση για την γέννηση, την ανάπτυξη, την εξέλιξη, την τελείωση του όντος μέσα στο Μυστήριό Του.

Τελικά, ίσως, το ζητούμενο δεν είναι να υιοθετήσουμε την μία ή την άλλη άποψη (καμία δεν μπορεί να αποδειχθεί), αλλά να Βιώσουμε την Αλήθεια. Η Εμπειρία της Πραγματικότητας, μολονότι περιγράφεται διαφορετικά, Αναφέρεται στην Ίδια Πραγματικότητα... Κι όταν κάποιος Βιώσει Αυτή την Πραγματικότητα καταλαβαίνει ότι δεν έχουν σημασία οι περιγραφές...

Ο Θεός σαν Πραγματικότητα και σαν Ιδέα

Είναι πραγματικά δύσκολο να καταλάβει κάποιος (με νοημοσύνη) πως γίνεται οι άνθρωποι (που ασχολούνται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με την θρησκεία) να μιλούν τόσο πολύ για τον Θεό και να συμπεριφέρονται σαν να Είναι Απών... Ίσως να συμβαίνει αυτό επειδή ο Θεός για αυτούς δεν είναι παρά μία ιδέα μέσα στην διαδικασία της σκέψης τους.

Ο Θεός Είναι ο Ων, ο Ζων, ο Παρών. Είμαστε σε προσωπική σχέση μαζί Του. Είμαστε; ή μήπως είμαστε πολύ απορροφημένοι μέσα στην σκέψη, στην δική μας αντίληψη του κόσμου κι αντιλαμβανόμαστε τον Θεό με τον δικό μας τρόπο; Αυτός όμως είναι όχι ο Ζων Θεός αλλά ένα είδωλο της σκέψης μας. Τελικά μιλάμε για τον Ζώντα Θεό, τον Ανεξάρτητο από την ανθρώπινη σκέψη ή μιλάμε απλά για την αντίληψή μας για τον Θεό; (πράγμα που είναι τελείως διαφορετικό)...

Αν ο Θεός Είναι Παρών, Εδώ, Τώρα, αυτό που χρειάζεται είναι να Τον Προσεγγίσουμε και να Ανυψωθούμε Ως Αυτόν, εγκαταλείποντας τις προσκολλήσεις στον κόσμο και ξεπερνώντας τις διάφορες νοητικές δραστηριότητες που παραμορφώνουν την αντίληψή μας για την Πραγματικότητα... Μόνο με καθαρό νου μπορούμε να ενωθούμε με τον Θεό. Η Ζωή Με Τον Θεό είναι η Αιώνια Ζωή, είναι το Βασίλειό Του.

Αλήθεια ποιος είναι κοντά στον Θεό; Πόσο κοντά είμαστε; Ας σταματήσουμε να μιλάμε κι ας ζήσουμε με τον Θεό. Είναι μία σχέση με το Άπειρο Είναι Μας, μία σχέση που μεταμορφώνει, θεώνει, είναι Ζωή. Αν υπάρχει αυτή η σχέση, πράγμα που είναι ό,τι πιο πολύτιμο υπάρχει, όλα τα άλλα είναι ανοησίες, ο κόσμος όλος, η γνώση, τα υλικά αγαθά, η ζωή η ίδια.

Στην Σφαίρα του Βιώματος αυτό που μας νομιμοποιεί είναι «αυτό που ζούμε», ούτε η ένταξη σε θρησκευτικούς οργανισμούς, ούτε ο ισχυρισμός ότι εκπροσωπούμε τον Θεό από μόνο το γεγονός της ένταξής μας, ούτε οι θεολογίες (λόγια, λόγια, λόγια), ούτε οι εξωτερικές τελετουργίες, ούτε τα ξόρκια, βοηθούν.. Όλα αυτά ανήκουν στο «θέατρο σκιών»...

Παγκόσμιο και Ψυχή

Αν ό,τι ονομάζουμε ψυχή είναι απλά μία λειτουργία ΜΙΑΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΒΑΣΗΣ κι όχι κάτι ανεξάρτητο και σταθερό, τότε, όλες οι θρησκευτικές και φιλοσοφικές αντιλήψεις μας, των δύο τελευταίων χιλιετηρίδων, στον δυτικό κόσμο, καταρρέουν... Ελάχιστοι φιλόσοφοι - που κατηγορήθηκαν σαν πανθεϊστές - και ψυχολόγοι, σαν τον Καρλ Γιούγκ - που κατηγορήθηκε σαν μυστικιστής - διασώζονται...

Η ψυχή σαν λειτουργία ΜΙΑΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΒΑΣΗΣ όχι μόνο είναι κάτι συμβατικό αλλά και μπορεί να ελεγχθεί και να μεταβληθεί... Αυτό στο ΟΠΟΙΟ μπορεί να προσανατολιστεί η ψυχή είναι η ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΒΑΣΗ της, το Παγκόσμιο, το Άπειρο, το Μεταφυσικό...

Έτσι μπορεί να θεμελιωθεί μία νέα θρησκευτική αντίληψη που βασίζεται στην προσωπική εμπειρία κι όχι στις ανοησίες που διδάσκουν οι άνθρωποι δύο χιλιάδες χρόνια τώρα...

Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ, ΑΠΕΙΡΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΗ, χωρίς περιορισμούς, χωρίς προσδιορισμούς. Δεν έχει σημασία αν θα ονομάσουμε ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΝΑ, Ασαμκρίτα, Βράχμαν, Ταό, Γου-χσιν, Αγαθόν, Ένα, Έιν-Σοφ, Θεό, Αλλάχ, ή κάπως αλλιώς...

Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ. Το ΕΝΑ, το ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ και η ατομικότητα (το εγώ, το κάθε εγώ...) είναι βαθμίδες αντίληψης, επίγνωσης της ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ κι όχι κάτι εξωτερικό, αντικειμενικό (στην ουσία του). Η ΑΥΤΕΠΙΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ (το αν έχει επίγνωση ότι Είναι το ΕΝΑ ή αν θεωρεί ότι είναι κάτι άλλο) δημιουργεί την αντίληψη της «ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ» για την σχέση με το ΟΛΟΝ και επιβάλλει την δράση που θα Οδηγήσει πίσω στην ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΑΠΕΙΡΗΣ ΦΥΣΗΣ ΤΗΣ.

Όταν η «ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ» δεν έχει ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΑΠΕΙΡΗΣ ΦΥΣΗΣ ΤΗΣ και είναι σε σύγχυση και θεωρεί ότι είναι κάτι διαφορετικό θα πρέπει να βρει τρόπο να ξεπεράσει αυτή την αντίληψη και να φτάσει στην ΠΛΗΡΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ, στην ΑΦΥΠΝΙΣΗ.

Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ και κάθε συνείδηση είναι ΑΥΤΗ Η ΜΙΑ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ. Όλες οι θρησκείες διδάσκουν αυτό το ΜΥΣΤΙΚΟ ΔΕΣΜΟ στην ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ κι όλες οι θρησκείες κηρύσσουν ότι πρέπει η «ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ» να ξεπεράσει την αντίληψη της χωριστικότητάς της από το ΟΛΟΝ, για να αναδυθεί προς το ΟΛΟΝ. Αυτό μπορεί να «επιτευχθεί» εσωτερικά με την ΑΦΥΠΝΙΣΗ, με την μεταβολή της ΕΠΙΓΝΩΣΗΣ, με το ξεπέρασμα της σύγχυσης, του νοητικού αποπροσανατολισμού και του «σφάλματος»... Δεν υπάρχει άλλος δρόμος...

Σε όλες τις θρησκείες, το ντυάνα, το τζνάνα, το γιόγκα, το ζεν, η προσευχή, η θεωρία, δεν έχει άλλο στόχο παρά να μας οδηγήσει στην ΕΠΙΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΤΗΣ ΜΙΑΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ ξεπερνώντας την σύγχυση, την ατομικότητα του διαχωρισμού, την υποκειμενική αυταπάτη. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΑ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ.

Το Νιρβάνα, το Βράχμαν, το Βασίλειο του Θεού, είναι η Εσωτερική Κατάσταση της ΕΠΙΓΝΩΣΗΣ ΤΗΣ ΜΙΑΣ ΦΥΣΗΣ ΤΟΥ ΠΑΝΤΟΣ κι όχι κάτι εξωτερικό, αντικείμενο του νου ή των αισθήσεων...

Πως ο έρωτας πονάει ενώ η αγάπη όχι

Ο πόνος είναι ένδειξη πως είμαστε ζωντανοί· εάν συλλογιστούμε όλες τις στιγμές που έχουμε πονέσει είναι γιατί βρισκόμαστε σε μια κατάσταση ζωντάνιας ή ανάγκης για επιβίωση: η μητέρα όταν γεννά πονάει, το παιδί όταν γεννιέται κλαίει, όταν μεγαλώνει και χτυπάει φωνάζει, την πρώτη φορά που θα κάνει έρωτα θα πονέσει, όταν θα αγχωθεί θα πονέσει. Όλες αυτές οι καταστάσεις παρά τη διαφορετικότητά τους έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: τον πόνο ως διαπιστευτήριο για την ύπαρξή μας. Είναι μια δυνατότητα και μια ικανότητα που έχουμε μάθει πως από τη στιγμή που κινούμαστε μέσα στον κόσμο αποδεικνύουμε στον εαυτό μας περίτρανα πως «μετά-κινούμαστε», πως δε μένουμε στάσιμοι σε ένα μέρος και η ζωή περνάει από μπροστά μας. Έχουμε εξοικειωθεί κοινωνικά και εσωτερικά με τον πόνο, ξέρουμε πως είναι αδύνατο να τον αποφύγουμε, μα θα ήταν ψέμα να λέγαμε πως δεν το προσπαθούμε. Κανείς δε θέλει να πονά· εκτός και εάν είναι ερωτευμένος: τότε θεωρείται απαραίτητος και παραπάνω από υποφερτός.

«Ο έρωτας μονάχα όταν πονάει αξίζει γιατί τότε τον αντιλαμβάνεσαι βαθιά μέσα μας» ακούμε να λένε, να γράφουν και να διακηρύττουν· ο έρωτας πονάει και κανείς δεν τολμάει να το αρνηθεί. Μα πώς θα μπορούσε άλλωστε; Το συναίσθημά μας σωματοποιείται, γίνεται ένα με εμάς και μας καταλαμβάνει σε όλο μας το είναι: άγχος με ιδρωμένες παλάμες, αγωνία με ταχυπαλμίες, προσμονή με το μυαλό μας να βρίσκεται σε έναν συνεχή αποπροσανατολισμό, θέρμη με ένα γλυκό σφίξιμο στο στομάχι. Ο έρωτας συνεχώς πονάει κι εμείς πονάμε μαζί του. Πονάει για εκείνον τον άνθρωπο που περιμένει να εμφανιστεί για να τον αγκαλιάσει, πονάει όταν αποχωρίζεται το φιλί του, πονάει όταν αισθάνεται κενός από την παρουσία του, πονάει όταν από το χάδι έχει μείνει μονάχα η ανάμνησή του, πονάει όταν τα λόγια που επιθυμεί να ακούσει δεν ξετρυπώνουν από τα χείλη του, πονάει όταν τα μάτια λένε λιγότερα από τις λέξεις. Πονάει όταν η επιβεβαίωση δεν έρχεται ποτέ και ο πιο αφόρητος πόνος από όλους είναι η αποχώρηση γιατί ο έρωτας συνεχώς περιμένει κάτι.

Στον έρωτα θα μαλώσουμε, θα κλάψουμε, θα θυμώσουμε, θα λατρέψουμε και θα εξυμνήσουμε, θα ζήσουμε στα υψηλότερα και στα χαμηλότερα επίπεδα της ψυχής μας, θα βρισκόμαστε στα ουράνια και στην κόλαση. Κανείς μας δεν τολμάει να το αρνηθεί μήπως και χάσουμε την ευκαιρία να ζήσουμε τον απόλυτα δικό μας έρωτα, μα γιατί η μοναδική επικύρωσή του να είναι ο πόνος; Γιατί ποτέ δε λέμε πως ο έρωτας είναι ευφορία ή ευχαρίστηση; Η ευδαιμονία που νιώθουμε περιγράφεται ακριβώς με τη λέξη «πόνος», προσθέτοντας το επίθετο γλυκός από μπροστά και τώρα πλέον όλα βγάζουν νόημα· ή μήπως και όχι;

Η υπέρμετρη χαρά που υπάρχει μέσα μας όταν κατοικεί κοντά της ο έρωτας, πάντα θα συνοδεύεται από έναν συναισθηματικό πόνο ο οποίος αδυνατεί να εξαφανιστεί εάν η κατάσταση αυτή δε μετουσιωθεί σε αγάπη. Ας συλλογιστούμε πόσο έχουμε πονέσει για χάρη της; Η τελευταία, προβαλλόμενη ως η ιδανικότερη εκδοχή της ολοκλήρωσης του έρωτα, εκπροσωπείται μονάχα από θετικά συναισθήματα, τα οποία προσφέρουν μεγαλύτερα οφέλη στους ανθρώπους δίχως τον πόνο του έρωτα. Άρα γιατί δεν προσπερνάμε τον έρωτα και να πάμε κατευθείαν στην αγάπη; Το πέρασμα αυτό δεν οφείλεται σε κάποια εσωτερική διάθεση μαζοχισμού από μέρους μας αλλά στον ουσιαστικό ή στον αναγκαστικά δυσάρεστο (θα έλεγε κάποιος απογοητευμένος) δρόμο της συνειδητοποίησης.

Με την ιδέα του «επίπονου έρωτα» έχουμε καταστρέψει και κατασκευάσει άλλες έννοιες, έχουμε μάθει να διακρίνουμε την πραγματικότητα και το ψέμα, έχουμε καταλάβει πως ο έρωτας δεν είναι ανάγκη να συνδέεται πάντα με τον πόνο αλλά ούτε και να εξαρτάται από αυτόν. Σε αυτό το σημείο μεταφέρεται σε μια διαστροφική κατάσταση όπου ο σωματικός πόνος, η ταπείνωση και η απώλεια ή η απόλυτη κυριότητα του ελέγχου κρατούν τα ηνία στη σχέση και γίνονται δυσλειτουργικοί για όλη τη ζωή μας. Από τον γλυκό πόνο που αισθανόμαστε όταν ο άνθρωπός μας μάς αγκαλιάζει με πάθος μέχρι τον τσουχτερό πόνο στο μάγουλο που θα αισθανθούμε άσχημα για τον εαυτό μας, είναι το όριο του έρωτα. Ο γλυκός πόνος μέσα μας όταν μάς ψιθυρίζει πόσο μας αγαπάει, δεν έχει καμία σχέση με τον πόνο που αισθανόμαστε μέσα μας όταν μάς φωνάζει δίχως έλεγχο και αιτία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο έρωτας πονάει, με εμφανώς διαφορετικό τρόπο αλλά η λέξη είναι ίδια. Το περιεχόμενο διαφέρει κι αυτό είναι που κινεί ολόκληρη την κοσμοθεωρία γύρω από τον πόνο του έρωτα. Παρόμοιες καταστάσεις όμως μπορούν να βιωθούν στην αγάπη, άρα κι αυτή πονάει, μα επί της ουσίας καμία από αυτές τις δύο συναισθηματικές καταστάσεις δε θα έπρεπε να πονάει με τον λάθος τρόπο.

Ο έρωτας και η αγάπη μάς κάνουν να παγώνουμε από τον πόνο μονάχα όταν βρισκόμαστε με έναν άνθρωπο ο οποίος είναι συναισθηματικά ασταθής και φοβάται- φοβάται περισσότερο από όλα την εγγύτητα με εμάς. Ο πόνος σε αυτή την περίπτωση μπορεί να φαίνεται κάπως ρομαντικά γλυκός με την προσμονή πως θα αλλάξει συμπεριφορά, γιατί ο έρωτάς μας όλο περιμένει, αλλά πρέπει να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τι θέλουμε να περιμένουμε και τι προσδοκούμε να έρθει σε εμάς. Η βαλίτσα μας θα γεμίσει με όσα επιτρέψουμε εμείς να μπουν μέσα της και κάποιες φορές, ίσως χρειαστεί να την πετάξουμε, να σταθούμε αλλού -ίσως μόνοι μας-, να αναλογιστούμε για λίγο κι έπειτα να περιμένουμε έναν άλλον ή καλύτερα μία άλλη· την ευτυχία!

Σωματοδυσμορφική Διαταραχή

Ξεκινώντας, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε πως η έντονη φοβία για την φαινομενικά ατελή εξωτερική εμφάνιση, έχει όνομα και αποκαλείται δυσμορφοφοβία. Πίσω από αυτήν, κρύβεται μια γενικευμένη αρνητική εικόνα εαυτού η οποία αποτυπώνεται στις συνεχείς επισκέψεις σε πλαστικούς χειρουργούς για διόρθωση εξωτερικών ελαττωμάτων για καθαρά αισθητικούς λόγους.

Σωματοδυσμορφική Διαταραχή

Αυτή η εμμονική ενασχόληση με την εξωτερική εμφάνιση σε τέτοιο σημείο που το άτομο μπορεί να αρνείται να έρθει σε επαφή με κόσμο αν διαπιστώσει πως έχει την παραμικρή ατέλεια, αποτελεί υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις ψυχική ασθένεια ονομαζόμενη Σωματοδυσμορφική Διαταραχή (ΣΔΔ).

Η ΣΔΔ εμφανίζεται με την ίδια συχνότητα σε άντρες και γυναίκες αλλά είναι πολύ δύσκολο να διαγνωσθεί καθώς το άτομο νιώθει ντροπή για τα συμπτώματα του γι' αυτό αρνείται να τα αποκαλύψει.

Συνήθως τα συμπτώματα αφορούν το πρόσωπο π.χ. σημάδια, ουλές, ακμή, υπερβολική τριχοφυΐα, μέγεθος/ σχήμα προσώπου.

Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που τα άτομα με ΣΔΔ απασχολούνται με συμπεριφορές αυτοφροντίδας σε μεγάλο μέρος της ημέρας γεγονός που επιδεινώνει το άγχος τους.

Όλη αυτή η ψυχολογική δυσφορία με τη σειρά της μπορεί να οδηγήσει σε επανειλημμένες νοσηλείες ή σε ακραίες περιπτώσεις σε απόπειρες αυτοκτονίας.

Πλαστικές επεμβάσεις και Σωματοδυσμορφική Διαταραχή

Τα άτομα με αυτή τη διαταραχή, επίσης, δεν αντιλαμβάνονται την εικόνα τους στον καθρέπτη όπως οι άλλοι γύρω τους και προσπαθούν με πολλούς τρόπους να την αλλάξουν.

Γι' αυτό, παρά τις πλαστικές επεμβάσεις, δεν εμφανίζουν υποχώρηση συμπτωμάτων και συνεχίζουν να ανησυχούν σε υπερβολικό και δυσλειτουργικό για την καθημερινότητα τους τρόπο για το είδωλό τους στον καθρέπτη.

Μπορεί βέβαια το πρόβλημα του ατόμου να μην είναι απαραίτητα φανταστικό αλλά να υπάρχει πράγματι μια σωματική ανωμαλία. Ωστόσο, η ανησυχία του ατόμου γι αυτή εκφράζεται πάντα σε υπερβολικό βαθμό. Από την άλλη μεριά η «λύση» που θεωρούν πως βρίσκουν τα άτομα με ΣΔΔ στις χειρουργικές θεραπείες όχι μόνο δεν τους βοηθά να απαλλαγούν από τις ατέλειες αλλά επιδεινώνει την κατάσταση σε τέτοιο σημείο που το άτομο τρέπεται ξανά και ξανά σε νέες ανεπιτυχείς επεμβάσεις.

Έτσι, σχηματίζεται μια επίπλαστη προσωπικότητα που δε θυμίζει σε τίποτα την παλιά και δίνει την λανθασμένη εντύπωση στο άτομο πως μπορεί να έχει μια καλύτερη και πολλά υποσχόμενη ζωή βασισμένη στη νέα εικόνα που έχει φτιάξει.

Πώς αισθάνεται ένα άτομο με Σωματοδυσμορφική Διαταραχή;

Θα λέγαμε μάλιστα πως τα άτομα με ΣΔΔ απεχθάνονται το είδωλό τους στον καθρέπτη και θέλουν μανιωδώς να το αλλάξουν ούτως ώστε να μη θυμίζει σε τίποτα το παλιό.

Θεωρούν μάλιστα πως η πηγή της δυστυχίας τους οφείλεται στην κακή εξωτερική τους εμφάνιση και πως η ποιότητα της ζωής τους εξαρτάται αποκλειστικά από αυτή.

Βλέπουν, πραγματικά το μέλλον πιο ελπιδοφόρο αλλά και τις ευκαιρίες για επαγγελματική και κοινωνική ανέλιξη περισσότερες.

Ζουν συνεχώς υπό την επίδραση σκέψεων όπως «η ζωή μου θα ήταν πολύ καλύτερη αν δεν είχα ένα τόσο μεγάλο ελάττωμα στο πρόσωπο» ή «πώς να αρέσω σε κάποιον αν έχω πάνω μου τόσο λίπος» ή «αν μπορούσα να κάνω ρινοπλαστική οι άλλοι θα με έβλεπαν αλλιώς», συμμετέχοντας έτσι σε έναν φαύλο κύκλο που οι αρνητικές σκέψεις τους εμποδίζουν να αποδεχθούν την εμφάνιση τους και να μπορέσουν να έχουν μια ευτυχισμένη ζωή.

Να τονίσουμε σε αυτό το σημείο ότι στη Σωματοδυσμορφική Διαταραχή δεν μιλάμε απλώς για διόρθωση μικρών ατελειών αλλά για συνεχόμενη και εμμονική ανάγκη ολιστικής αλλαγής χαρακτηριστικών που δημιουργούν τεράστια δυσφορία στο άτομο τόση που το ίδιο απορρίπτει τον εαυτό του και ζει μονίμως με το αίσθημα της αυτολύπησης.

Επιπλέον, τα άτομα με ΣΔΔ είναι ιδιαίτερα καχύποπτα με τους άλλους καθώς μπορεί να παρερμηνεύουν το γέλιο ή την αντίδραση κάποιου ως απάντηση στην άσχημη εμφάνιση τους που δικαιολογημένα γι αυτούς, προκαλεί αντιδράσεις κοροϊδίας και κάνει τους ίδιους δακτυλοδεικτούμενους. Βλέπουν δηλαδή παντού εχθρούς και συνωμότες, κυρίως όταν σπανίως θα παρευρεθούν σε κοινωνικές περιστάσεις.

Συνύπαρξη Σωματοδυσμορφικής Διαταραχής με άλλες ψυχικές διαταραχές

Ωστόσο, οι ψυχολόγοι αλλά και οι έμπειροι επαγγελματίες υγείας γνωρίζουμε πως το άτομο έχει άμεση ανάγκη ψυχολογικής θεραπείας καθώς αυτή η στρεβλωμένη εικόνα του εαυτού μπορεί να είναι σύμπτωμα κατάθλιψης, άγχους, διαταραχών προσωπικότητας κ.α.

Παράλληλα με τη Σωματοδυσμορφική Διαταραχή μπορεί να συνυπάρχουν και άλλες ψυχικές διαταραχές όπως οι Διατροφικές Διαταραχές, η Κατάθλιψη, οι Διαταραχές Προσωπικότητας κ.α.

Πάντως, η έναρξη της διαταραχής υπολογίζεται στην εφηβεία και η πορεία της είναι χρόνια. Αξίζει να σημειωθεί, επιπρόσθετα, πως όλη αυτή η υπερβολική ανησυχία για το σώμα μπορεί να οδηγήσει τα άτομα με ΣΔΔ σε καταναγκαστικές συμπεριφορές.

Για παράδειγμα, το άτομο μπορεί να κάθεται ατελείωτες ώρες μπροστά στον καθρέπτη προσπαθώντας να καλύψει τα φανερά ελαττώματα του, μπορεί να συγκρίνει συνεχώς την εμφάνιση του με αυτή άλλων προσπαθώντας να τους μοιάσει.

Επίσης, σε αυτά τα άτομα διακρίνουμε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές όπως π.χ. τσιμπήματα δέρματος, αποφυγή έντονου φωτισμού, υπερβολικό μακιγιάζ κ.α.

Τέλος, τα άτομα με ΣΔΔ είναι κοινωνικώς απομονωμένα επειδή σαφέστατα τα ίδια το επιδιώκουν. Δεν τολμούν να βγουν από το σπίτι λόγω της υποτιθέμενης αποκρουστικής τους εμφάνισης και δεν έχουν ενεργό κοινωνικό κύκλο.

Ποιοι παράγοντες συντελούν στην εμφάνιση της Σωματοδυσμορφικής Διαταραχής;

Έχει υποστηριχθεί πως πολύ σημαντική επιρροή έχουν τα πολιτισμικά πρότυπα ομορφιάς ιδιαίτερα στους εφήβους τα οποία μάλιστα ευθύνονται σε μεγάλο μέρος και για τις διαταραχές πρόσληψης τροφής. Έτσι, λοιπόν, διαφαίνεται και η δύναμη των ΜΜΕ τα οποία πιέζουν έμμεσα τα παιδιά να μοιάσουν στα πρότυπα που προβάλλονται στην τηλεόραση, τους δημιουργούν αισθήματα κατωτερότητας και τους οδηγούν στην τελειομανία.

Υπάρχει ένας μεγάλος φόβος αρνητικής κριτικής μεταξύ των παιδιών και μια ανάγκη να ενταχθούν σε ομάδες που είναι ιδιαίτερα ελκυστικές στο αντίθετο φύλο. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί στην τυφλή υιοθέτηση των προτύπων που προβάλλονται στα ΜΜΕ και είναι αρεστά από την πλειονότητα. Όσο λιγότερο μοιάζει ο/η έφηβος σε αυτό το πρότυπο τόσο πιθανότερο είναι να απορριφθεί από τους υπόλοιπους.

«Καλύτερα να αρνηθώ εγώ τον εαυτό μου και να γίνω κάτι άλλο παρά να με αρνηθούν οι άλλοι γι αυτό που ήδη είμαι».

Θεραπεία Σωματοδυσμορφικής Διαταραχής

Η θεραπεία που προτείνεται σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η Γνωστικό-Συμπεριφορική και τα αίτια της διαταραχής κυρίως είναι ψυχολογικά.

Αυτό προϋποθέτει την αλλαγή πρώτα των γνωστικών προκαταλήψεων και των λανθασμένων πεποιθήσεων για τον εαυτό και μετά γίνεται προσπάθεια σιγά σιγά να ενισχυθεί η αυτοπεποίθηση του ατόμου. Είναι επίσης απαραίτητη η κοινωνική ενίσχυση του ατόμου.

Πρέπει να κατανοήσει το άτομο πως η εμμονή του με την εξωτερική εμφάνιση είναι απόρροια της ψυχολογικής του ευαλωτότητας δηλαδή της πολύ χαμηλής αυτοπεποίθησης του και όχι ενός αντικειμενικά αποκρουστικού χαρακτηριστικού που πρέπει να επιδιορθώσει.

Ο ρόλος της συμμετοχής των γονέων στη Σωματοδυσμορφική Διαταραχή

Παράλληλα, είναι σημαντική και η υποστήριξη του περιβάλλοντος το οποίο πολλές φορές σε τέτοιες περιπτώσεις είναι υπαίτιο για την εμφάνιση της ΣΔΔ λόγω των πρώιμων τραυματικών εμπειριών αλλά και της κακοποιητικής μεταχείρισης.

Οπωσδήποτε όταν η εμφάνιση της διαταραχής γίνει αντιληπτή στην εφηβεία, χρειάζεται η συμμετοχή και η εκπαίδευση των γονέων ούτως ώστε να μπορέσει το παιδί να βοηθηθεί και να δοθούν ισχυρά κίνητρα κοινωνικοποίησης από τους γονείς και να υιοθετηθούν σωστοί τρόποι ενίσχυσης της αυτοπεποίθησης του.

Άλλωστε ο ρόλος της συμμετοχής των γονέων σε οποιαδήποτε διαταραχή εμφανίσει το ανήλικο άτομο είναι αναντίρρητα βαρυσήμαντος και απαραίτητος για να μπορέσουμε να δούμε τα θετικά αποτελέσματα μιας θεραπευτικής μεθόδου.

Τροποποίηση του αρνητικού εσωτερικού διαλόγου

Το σημαντικότερο όμως από όλα είναι η τροποποίηση του αρνητικού εσωτερικού διαλόγου του ατόμου που πάσχει από ΣΔΔ. Όσο μεγαλύτερο ηλικιακά το άτομο τόσο πιο μακροχρόνια και απαιτητική η διαδικασία αλλαγής δεδομένου του ότι τα παγιωμένα και σταθερά γνωστικά σχήματα χτίζονται στα πρώτα χρόνια της ζωής και μετά μας ακολουθούν δια βίου διαμορφώνοντας τη συμπεριφορά μας.

Έτσι, είναι αρκετά δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο να μπορέσουμε να μεταλαμπαδεύσουμε στο άτομο την ιδέα ότι δεν είναι άσχημο όταν έτσι έχει μάθει να αντιμετωπίζεται από μικρή ηλικία.

Τελικά, το άτομο πρέπει να κατανοήσει πως η εξωτερική εμφάνιση αξιολογείται υποκειμενικά γι αυτό ο κάθε άνθρωπος φαίνεται διαφορετικός και αξιολογεί με διαφορετικά κριτήρια το όμορφο.

Πρωταρχικά, θα πρέπει να είμαστε αρεστοί από τον ίδιο μας τον εαυτό, να νιώθουμε καλά με εμάς δηλαδή. Για να συμβεί αυτό ουσιαστικά θα πρέπει να καλλιεργήσουμε τον εσωτερικό μας εαυτό και να επικεντρωθούμε σε πράγματα, καταστάσεις και ανθρώπους που μας κάνουν χαρούμενους και μας βοηθούν να αποδεχθούμε τον εαυτό μας όπως είναι.

Αυτός, όμως, είναι ένας μακρύς δρόμος που χρειάζεται πολύ προσπάθεια και τη συμβολή ενός συνεπιβάτη- αρωγού σε ένα διαφορετικό ψυχοθεραπευτικό ταξίδι αυτογνωσίας.

ΘΑΛΗΣ: ὕ­δωρ τό πᾶν

Ἡ ἀρχαιοελληνική φιλοσοφία ξε­κι­νά­ει, λοι­πόν, μέ μί­α πα­ρά­δο­ξη ἰ­δέ­α πού ἔ­πε­σε σά με­τε­ω­ρί­της — τή φρά­ση: ὕδωρ ἡ ἀρ­χή τοῦ παν­τός. Ἀ­λή­θει­α, εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη, στά σο­βα­ρά, νά στα­μα­τή­σου­με σ’ αὐτή τή φρά­ση; Ναι· γιά τρεῖς λό­γους: πρῶ­τα-πρῶ­τα, πραγ­μα­τεύ­ε­ται τήν προ­έ­λευ­ση τοῦ παν­τός- ἔ­πει­τα, μι­λά­ει χω­ρίς ἀλ­λη­γο­ρί­ες καί μυ­θεύ­μα­τα γιά τό ὕδωρ καί, τέ­λος, πε­ρι­έ­χει —ἐν σπέρμα­τι ἔ­στω— τήν ἰ­δέ­α ὅτι ὅλα εἶναι ἕνα. Μέ τόν πρῶ­το λό­γο ὁ Θαλῆς μπαί­νει —ἔ­στω γιά λί­γο— στήν πε­ρι­ο­χή τῆς θρη­σκεί­ας καί τῆς δει­σι­δαι­μο­νί­ας· μέ τόν δεύ­τε­ρο ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται ὡς φυ­σι­ο­λό­γος, καί μέ τόν τρί­το, ἐν­τέ­λει, ὡς ὁ πρῶ­τος Ἕλ­λην φι­λό­σο­φος.

Ἄν ἔ­λε­γε: «Τό χῶ­μα ἔ­γι­νε ἀ­πό τό ὕδωρ», δέ θἄ­χαμε πα­ρά μι­άν ἐ­πι­στη­μο­νι­κο­φα­νῆ ὑ­πό­θε­ση, ἐ­σφαλ­μέ­νη, πλήν δυ­σκο­λο­α­ναι­ρέ­σι­μη. Μά ἐ­κεῖ­νος προ­χώ­ρη­σε πέ­ρα ἀπ’ τό ἐ­πι­στη­μο­νι­κό. Ἄλ­λω­στε, δι­α­τυ­πώ­νον­τας τήν πε­ρί­φη­μη φρά­ση του γιά τήν ἑ­νι­αί­α προ­έ­λευ­ση τῶν πάν­των, δι­ό­λου δέν ὑ­ψώ­θη­κε πά­νω ἀπ’ τήν «πρω­τό­γο­νη» φυ­σι­ο­λο­γί­α τοῦ και­ροῦ του. Ἔ­κα­νε, τό πο­λύ, ἕνα ἐ­νο­ρα­τι­κό ἅλ­μα! Ἄπ’ τίς πε­νι­χρές καί ἄ­τα­κτες ἐμ­πει­ρι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις του σχε­τι­κά μέ τήν Φύ­ση καί τίς με­τα­μορ­φώ­σεις τοῦ νε­ροῦ (ἀ­κρι­βέ­στε­ρα: τοῦ ὑ­γροῦ στοι­χεί­ου), δέ θά μπο­ροῦ­σε οὔ­τε κα­τά δι­ά­νοι­α νά πα­ρα­γά­γει μί­α τέ­τοια γε­νί­κευ­ση. Ἕ­να με­τα­φυ­σι­κό ἀ­ξί­ω­μα τόν ἐ­σπρωξε ἐ­νορ­μη­τι­κά πρός τά κεῖ, γέν­νη­μα μυ­στι­κῆς ἐ­νό­ρασης πού βρί­σκε­ται στόν πυ­ρῆ­να κά­θε φι­λο­σο­φι­κῆς κο­σμο­θε­ώ­ρη­σης —ἐξ ἄλ­λου, ὅλες τους αὐτό πα­λεύ­ουν νά ἐκ­φρά­σουν ἀρ­τιόο­τε­ρα—, τό δόγ­μα: Ἕν τό πᾶν».

Ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το πό­σο τυ­ραν­νι­κά ἐ­πι­δρᾶ μι­ά τέ­τοια πί­στη σ’ ὅλο τό φά­σμα τῆς Ἐμ­πει­ρί­ας· χά­ρη στό Θα­λῆ μα­θαί­νου­με τί κά­νει ἡ φι­λο­σο­φί­α ὅποτε θέ­λει πά­σῃ θυ­σίᾳ νά φτά­σει στό μα­γι­κό θελ­κτι­κό της σκο­πό, πού ὑ­περ­βαί­νει τούς φραγ­μούς τῆς στε­νῆς ἐμ­πει­ρί­ας: ἀ­λα­φρο­πατών­τας δί­νει ἕνα σάλ­το· μι­ά ἐλ­πί­δα καί μι­ά ὑ­πο­ψί­α φτε­ρώ­νουν τά πό­δια της. Στό κα­τό­πι ἡ «ὑ­πο­λο­γι­στι­κή» δι­ά­νοι­α, δυ­σκί­νη­τη, λα­χα­νι­α­σμέ­νη· ψά­χνει κα­λύ­τε­ρο πά­τη­μα γιά νά φτά­σει κ’ ἐ­τού­τη στό ἴ­διο σα­γη­νευ­τι­κό κά­τι — μά ἡ θεϊ­κή της σύν­τρο­φος τό ἔ­χει κι­ό­λας φτά­σει! Μοιά­ζουν μέ δύ­ο ὁ­δοι­πό­ρους σέ κά­ποιο δά­σος, στήν ὄχθη ἑ­νός χεί­μαρ­ρου πού πα­ρα­σύ­ρει τά πάν­τα στό ἄ­γρι­ο πέ­ρα­σμά του: ὁ ἕνας δί­νει μι­ά καί περ­νά­ει ἀν­τί­πε­ρα, κ’ οἱ πέ­τρες —τά «πα­τή­μα­τά του»— γκρε­μί­ζον­ται στά βά­θη. Ὁ ἄλ­λος στέ­κει ἀ­βο­ή­θη­τος στήν ὄ­χθη, πρέ­πει πρῶ­τα νά στή­σει ἕνα ἔ­ρει­σμα πού θά στη­ρί­ξει τό δύ­σκο­λο καί προ­σε­κτι­κό του βῆ­μα· ἀλ­λά βλέ­πει ὅτι δέ γί­νε­ται, καί κα­νέ­νας θε­ός δέν τόν βο­η­θά­ει νά πε­ρά­σει ἀ­πέ­ναν­τι...

Τί φέρ­νει λοι­πόν τή φι­λο­σο­φι­κή σκέ­ψη τό­σο γρή­γο­ρα στόν ἑ­κά­στο­τε σκο­πό της; Ἄ­ρα­γε μό­νο οἱ ἀ­στρα­πι­αῖ­ες δι­ε­λά­σεις της σέ ἀ­χα­νεῖς ἐ­κτά­σεις τή δι­α­χω­ρί­ζουν ἀπ’ τή σκέ­ψη πού ὑ­πο­λο­γί­ζει καί με­τρᾶ καί σταθ­μί­ζει; Ὄχι· μι­ά πα­ρά­ξενη, ἐ­ξω­λο­γι­κή δύ­να­μη φτε­ρώ­νει τά πό­δια της. Ἡ φαν­τα­σί­α: μέ τά φτε­ρά τῆς ἀ­νυ­ψώ­νεται, πη­δών­τας ἀ­πό δυ­να­τό­τη­τα σέ δυ­να­τό­τη­τα, πού τίς βα­φτί­ζει, προ­σω­ρι­νά, βε­βαι­ό­τη­τες: πε­τών­τας συλ­λαμ­βά­νει κά­πο­τε καί βε­βαι­ό­τη­τες... Ἕ­να με­γα­λο­φυ­ές προ­αί­σθη­μα τήν εἰ­δο­ποι­εῖ, κ’ ἐ­κεί­νη ἀ­πό μα­κρι­ά μαν­τεύ­ει ὅτι ἐκεῖ ὑ­πάρ­χει σί­γου­ρα κά­τι πού ἐ­πι­δέ­χε­ται ἀ­πο­δείξε­ως... Προ­πάν­των, ὅμως, ἡ φαν­τα­σί­α δρᾶ κα­τα­λυ­τι­κά ὅταν μέ σκέ­ψεις-ἀ­στρα­πές φω­τί­ζει ἀ­να­λο­γί­ες: ὁ ἀ­ναστο­χα­σμός κο­μί­ζει ἀρ­γό­τε­ρα τούς κα­νό­νες καί τά στε­ρε­ό­τυ­πά του — ἀν­τι­κα­θι­στᾶ τό ἀ­νά­λο­γο μέ τό ἰ­σο­δύ­να­μο, καί τή θέ­α­ση τοῦ δι­α­δο­χι­κοῦ μέ αἰ­τί­ες κι ἀ­πο­τελέ­σμα­τα. Ἀλλ’ ἀ­κό­μα καί σέ δι­α­φο­ρε­τι­κή πε­ρί­πτω­ση, ὅπως στό Θα­λῆ, ὅπου ἡ Λο­γι­κή καί ἡ ἄ­καμ­πτη ἐμ­πειρι­κή γνώ­ση θέ­λουν, σώ­νει καί κα­λά, νά φτά­σουν μο­νο­μι­ᾶς στό ἀ­ξί­ω­μα «ὅλα εἶ­ναι ὕ­δωρ», συν­τρί­βον­τας ἐν­τέ­λει τ’ ἀν­τι­στύ­λια τοῦ ἐ­πι­στη­μο­νι­κοῦ οἰ­κο­δο­μή­μα­τος — ἀ­κό­μα καί τό­τε, κά­τι μέ­νει· ἐκεῖ ἀ­κρι­βῶς κρύ­βε­ται μι­ά δυ­να­μι­κή προ­δι­ά­θε­ση, μι­ά «ἐλ­πί­δα» γιά μελ­λον­τι­κές γέν­νες...

Ὄ­χι ὅτι ἡ σκέ­ψη, ἀ­κό­μα καί ὑ­πό μορ­φή στε­νῆς, ἀ­δύνα­μης, ἤ ἔ­στω ἀλ­λη­γο­ρι­κῆς ἔκφρα­σης, πε­ρι­κλεί­ει ὑ­ποχρε­ω­τι­κά κά­ποιαν «ἀ­λή­θει­α»· σά νά λέ­γα­με, δη­λα­δή, ὅτι ἕνας ζω­γρά­φος μπρο­στά σ’ ἕναν κα­ταρ­ρά­κτη θἄ­βλε­πε στίς μορ­φές πού σχη­μα­τί­ζον­ται ἕνα «καλ­λι­τε­χνι­κό» παι­γνί­δι τοῦ νε­ροῦ: σώ­μα­τα ἀν­θρώ­πων, ζώ­ων, προ­σω­πεῖ­α, φυ­τά, βρά­χους, νύμ­φες, γέ­ρον­τες —ὅλοι οἱ τύ­ποι τοῦ Ὑ­παρ­κτοῦ— νά δι­α­γρά­φον­ται μπρός του, καί συνεπῶς θἄ­βρι­σκε πώς ναί, ἰ­σχύ­ει τό ἀ­ξί­ω­μα «ὅλα εἶ­ναι ὕ­δωρ»...

Ὁ Θαλῆς δέν ἐκ­φρά­στη­κε μυ­θι­κά ἤ ἀλ­λη­γο­ρι­κά —ἐ­δῶ βρί­σκε­ται ἡ ἀ­ξία τῆς ἰ­δέ­ας του, πα­ρά τό ἀ­να­πόδει­κτό της!—, γι’ αὐτό δά καί ξε­χώ­ρι­σε τό­σο ἀ­προσ­δό­κη­τα ἀ­νά­με­σα στούς κα­τε­ξο­χήν ἀν­τι­ρε­α­λι­στές ἀρ­χαί­ους Ἕλ­λη­νες. Αὐτοί πί­στευ­αν μο­νά­χα σέ μι­άν «ἀν­τι­κειμε­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα» ἀν­θρώ­πων καί θε­ῶν· ὅλη ἡ Φύ­ση ἦ­ταν γι’ αὐτούς ἕνα ἔν­δυ­μα, μί­α μα­σκα­ρά­τα, τό πε­δί­ο με­τα­μόρ­φω­σης θε­ῶν-ἀνθρώπων. Ὁ ἄνθρω­πος ἦ­ταν Ἀ­λή­θει­α καί πυ­ρή­νας τῶν πραγ­μά­των, κι ὅλα τά ἄλ­λα μο­νά­χα φαί­νε­σθαι κι ἀ­πα­τη­λό παι­χνί­δι. Ὡς ἐκ τού­του, δέ μπο­ροῦ­σαν εὔ­κο­λα νά νο­ή­σουν τίς ἰ­δέ­ες ὡς ἰ­δέ­ες· κ’ ἐνῶ οἱ νε­ώ­τε­ροι, ἄ­κρως ἀν­τί­θε­τοι, ἀ­νά­γουν «τι­μη­τι­κά» τό Προ­σω­πι­κό στή σφαῖ­ρα τῶν ἀ­φη­ρη­μέ­νων ἐν­νοι­ῶν, ἐκεῖ­νοι ἔ­χυ­ναν πάν­τα κά­θε­τι ἀ­φη­ρη­μέ­νο στό κα­λού­πι κά­ποιου προ­σώ­που. Βέ­βαι­α, ὁ [Θαλῆς εἶ­πε: «Δέν εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος ἡ “ἀν­τι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα” τοῦ Σύμπαν­τος, ἀλ­λά τό ὕ­δωρ»· πί­στευ­ε, δη­λα­δή, στό νε­ρό, καί, κα­τά τοῦ­το, ἀ­νοι­γό­ταν σι­γά-σι­γά πρός στή Φύ­ση. Ὡς μα­θη­μα­τι­κός κι ἀ­στρο­νό­μος, ἀ­πο­στρέ­φον­ταν κά­θε­τι μυ­θι­κό καί ἀλ­λη­γο­ρι­κό· ἀ­κό­μα κι ἄν δέν «προ­σγει­ώ­θη­κε» ἐν­τέ­λει στήν κα­θα­ρά ἀ­φη­ρη­μέ­νη ἰ­δέ­α: «ἕν τό πᾶν», μέ­νον­τας σ’ ἕναν «φυ­σι­ο­κρα­τι­κό» ὁ­ρι­σμό: «ὕ­δωρ τό πᾶν», ἐν τού­τοις ἦ­ταν μι­ά πα­ρά­ξε­νη καί σπά­νι­α πε­ρί­πτω­ση ἀ­νά­με­σα στούς Ἕλ­λη­νες τῆς ἐ­πο­χῆς του. Οἱ τό­σο ἰ­δι­ό­τυ­ποι Ὀρ­φι­κοί τόν ξε­περ­νοῦ­σαν ἴ­σως στήν ἀ­φη­ρη­μέ­νη καί δί­χως εἰ­κό­νες σκέ­ψη· ἐκ­φρα­στι­κά, ὅμως, δέν προ­χώ­ρη­σαν πέ­ρα ἀπ’ τήν ἀλ­λη­γο­ρί­α.

Ἀ­κό­μη κι ὁ Φε­ρε­κύ­δης ὁ Σύ­ρι­ος, σύγ­χρο­νός του Θα­λῆ καί πο­λύ κον­τι­νός σέ τό­σες ἀ­πό­ψεις τοῦ πε­ρί Φύ­σης, αἰ­ω­ρεῖ­ται στήν ἐν­δι­ά­με­ση πε­ρι­ο­χή μύ­θου κι ἀλ­λη­γο­ρί­ας· φτά­νει, λ.χ., νά πα­ρο­μοι­ά­σει, τή γῆ μέ μί­α φτε­ρω­τή βε­λα­νι­διά πού πλα­νι­έ­ται στόν ἀ­έ­ρα μέ φτε­ροῦ­γες ἁ­πλω­μέ­νες, ἐνῶ ὁ Ζεύς, ἔχον­τας κα­τα­τρο­πώ­σει τόν Κρό­νο, πε­ρι­βάλ­λε­ται ἀ­πό ἕναν με­γα­λο­πρε­πῆ γιορ­τι­νό μαν­δύ­α στόν ὁ­ποῖον ἔ­χει κεν­τή­σει μέ τό χέ­ρι του τίς στε­ριές, τίς θά­λασ­σες καί τά πο­τά­μι­α.

Ἀ­πέ­ναν­τι σ’ ἕνα τέ­τοιο φι­λο­σο­φεῖν, βου­τηγ­μέ­νο στά σκο­τά­δια τῆς ἀλ­λη­γο­ρί­ας, πε­ρί­που ἔ­ξω ἀπ’ τή σφαῖ­ρα τοῦ ὁ­ρα­τοῦ, ὁ Θαλῆς ἄρ­χι­σε μέ δη­μι­ουρ­γι­κή ὁρ­μή νά βυ­θο­σκο­πεῖ τή Φύ­ση δί­χως τίς μυ­θο­πλα­σί­ες τῆς φαν­τα­σί­ας. Κι ἄν ἀ­κο­λού­θη­σε τό μο­νο­πά­τι τῆς ἐ­πι­στή­μης πρός ὅ,τι ἀ­πο­δεί­ξι­μο, σύν­το­μα τό ὑ­περ­πή­δη­σε — τυ­πι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του φι­λο­σο­φι­κοῦ νοῦ... Ἡ ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κή λέ­ξη «σο­φός» μᾶς πη­γαί­νει ἐ­τυ­μο­λο­γι­κά στό sapio: δο­κι­μά­ζω· sapiens: ὁ δο­κι­μά­ζων· σίσ­υφος: ὁ ἄν­θρω­πος πού ἔ­χει ἐ­ξαι­ρε­τι­κά λε­πτή γευ­στι­κή ἱ­κα­νό­τη­τα. Μι­ά ὀ­ξύ­τη­τα ἀν­τί­λη­ψης καί δι­ά­κρι­σης πραγ­μά­των συ­νι­στᾶ, λοι­πόν, τή λέ­ξη φι­λό­σο­φος, στήν πρώ­τη του δι­ά­στα­ση κα­τά τό <κοι­νό> γλωσ­σι­κό αἰ­σθη­τή­ρι­ο. Δέν εἶν’ αὐτό πού λέ­με «ξύ­πνιος» ὑ­πό τήν ἔν­νοι­α ἐ­κεί­νου πού ξέ­ρει νά προ­ω­θεῖ τ’ ἀ­το­μι­κά του συμ­φέ­ρον­τα. Πό­σα καί πό­σα θαυ­μα­στά καί σπά­νι­α, καί δύ­σκο­λα καί θεῖ­α δέ γνω­ρί­ζει ὁ Θαλῆς κι ὁ Ἀ­να­ξα­γό­ρας, γρά­φει κά­που ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, μά κι ἀνώφελα, ἀφοῦ δέ νοι­ά­στη­κε κα­νείς τους γιά τ’ ἀν­θρώ­πι­να ἀ­γα­θά... Αὐτή ἀ­κρι­βῶς ἡ ἐ­κλο­γή καί το ξε­διά­λεγ­μα τοῦ σπά­νι­ου, τοῦ θαυ­μά­σι­ου, τοῦ δύ­σκο­λου καί τοῦ θεί­ου δι­α­κρί­νει τή φι­λο­σο­φί­α ἀπ’ τήν Ἐ­πι­στή­μη· ἡ τά­ση πρός τό ἀ­νω­φε­λές τήν ἀ­πο­μα­κρύ­νει ἀπ’ τήν κοι­νή «ἐ­ξυ­πνά­δα».

Ἡ Ἐ­πι­στή­μη ἐ­φορ­μᾶ μέ τυ­φλό πά­θος —χω­ρίς νά ξε­δι­α­λέ­γει ἤ νά δι­α­θέ­τει λε­πτό γοῦ­στο— πρός ὅ,τι μπορεῖ νά γνω­ρί­σει, ἔ­χον­τας τήν ἰ­δέ­α πώς αὐτή ὅλα θά τά βρεῖ, πά­ση θυ­σί­α! Ἀν­τί­θε­τα, ἡ φι­λο­σο­φί­α ρέ­πει πρός ὅ,τι ἀ­ξί­ζει νά γνω­ρί­σει κα­νείς — κυ­νη­γά­ει τά με­γά­λα κι ἄξια. Μά τοῦ­τα εἶ­ναι ἔν­νοι­ες εὐ­με­τά­βλη­τες: ἄλ­λα ἐ­κτι­μᾶ ἡ Ἠ­θι­κή, ἄλ­λα ἡ Αἰ­σθη­τι­κή· ὁ­πό­τε, πρώ­τη-πρώ­τη δου­λειά τῆς φι­λο­σο­φί­ας εἶ­ναι νά ὁ­ρί­σει τί ἐ­στί με­γά­λο. Ξε­κι­νά­ει λοι­πόν ὡς νο­μο­θέ­της —δη­λα­δή «ὀ­νο­μα­το­θέ­της»— καί λέ­ει: «Α ὐ τ ό εἶ­ναι με­γά­λο», ὑ­ψώ­νον­τας ἔ­τσι τόν ἄν­θρω­πο πά­νω ἀπ’ τήν τυ­φλή του φι­λο­μά­θει­α. Ὁ­ρί­ζον­τας τό Με­γά­λο, ἡ φι­λο­σο­φί­α χα­λι­να­γω­γεῖ τήν ἀ­συγ­κρά­τη­τη ὁρ­μή του καί, κυ­ρί­ως, τοῦ πα­ρου­σιά­ζει τήν ἀ­νώτα­τη γνώ­ση —τή γνώ­ση τῆς πεμ­πτου­σί­ας τῶν πραγ­μά­τω­ν— ὡς κά­τι προ­σπε­λά­σι­μο, πού ἤδη τό ψαύ­ει! Ὅ­ταν λέ­ει λοι­πόν ὁ [Θαλῆς: «ὕ­δωρ τό πᾶν», ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­νασκιρ­τεῖ, δέ σέρ­νε­ται πιά κα­τα­γῆς ὡς φο­ρέ­ας τῶν εἰ­δι­κῶν Ἐ­πι­στη­μῶν, σά λα­γω­νι­κό νά ἰ­χνη­λα­τεῖ τυ­φλά «γνώ­σεις», πα­ρά «ἰ­δε­ά­ζε­ται» ποῦ βρί­σκε­ται ὁ ὕ­στα­τος τῶν πραγμά­των δε­σμός, ὑ­περ­βαί­νον­τας τή συμ­βα­τι­κό­τη­τα τῶν κα­τώ­τε­ρων γνω­στι­κῶν συλ­λή­ψε­ων.

Ὅ φι­λό­σο­φος πα­λεύ­ει ν’ ἀ­φουγ­κρα­στεῖ μέ­σα του ὅλο τό ἠ­χη­τι­κό φά­σμα τοῦ Σύμ­παν­τος καί νά τό ἀ­να­με­ταδώ­σει μέ ἔν­νοι­ες· ἐνῶ ἀ­φή­νε­ται κά­πο­τε στά θέλ­γη­τρα τῆς θέ­α­σης σάν τόν ζω­γρά­φο, ἐνῶ κυ­ρι­εύ­ε­ται ἀπ’ τή συμ­πό­νια τοῦ θρή­σκου, τήν πε­ρι­έρ­γει­α τοῦ ἐ­πι­στή­μο­να πού ἐ­ρευ­νᾶ σκο­πούς κ’ αἰ­τι­ώ­δεις σχέ­σεις· ἐνῶ νοι­ώ­θει ταυ­τό­χρο­να νά δι­α­στέλ­λε­ται ὡς τά ὅρια τοῦ μα­κρό­κο­σμου, μπο­ρεῖ, πα­ρα­τα­ΰ­τα, καί πα­ρα­τη­ρεῖ νη­φά­λι­α καί ψυ­χρά τόν ἑ­αυ­τό του ὡς ἀν­τι­φέγ­γι­σμα τοῦ Συμ­παν­το­ς — θυ­μί­ζει τή νη­φα­λι­ό­τη­τα τοῦ δρα­μα­τουρ­γοῦ, πού ἐν­δύ­εται ἄλ­λες μορ­φές, μι­λά­ει μές ἀπ’ αὐτές, με­του­σι­ω­νό­μενος σέ στί­χους. Ὅ,­τι εἶν’ ὁ στί­χος γιά τόν ποι­η­τή, εἶ­ναι κ’ ἡ δι­α­λε­κτι­κή σκέ­ψη γιά τό φι­λό­σο­φο: πρός α ὐ τ ή ν ἁ­πλώ­νει τά χέ­ρια, προ­σπα­θών­τας νά συγ­κρα­τή­σει —νά πα­γι­ώ­σει— τό μα­γι­κό συ­ναί­σθη­μα πού νοι­ώ­θει. Κι ὅπως γιά τό δρα­μα­τουρ­γό ἡ λέ­ξη κι ὁ στί­χος εἶ­ναι μο­νά­χα ἕνα τραύ­λι­σμα μί­ας ξέ­νης γλώσ­σας, μέ τήν ὁ­ποία πα­λεύ­ει νά ἐκ­φρά­σει τί βί­ω­σε καί τί εἶ­δε, ἔ­τσι κ’ ἡ ἔκ­φρα­ση κά­θε βα­θι­ᾶς φι­λο­σο­φι­κῆς δι­αί­σθη­σης, μές ἀπ’ τή δι­α­λε­κτι­κή καί τόν ἐ­πι­στη­μο­νι­κό στο­χα­σμό, εἶ­ναι τό μό­νο μέ­σον γιά νά με­τα­δώ­σει κα­νείς σέ ἄλ­λους αὐτό πού εἶ­δε — μέ­σο πε­νι­χρό, κα­τά βά­θος, μι­ά με­τα­φο­ρι­κή καί δι­ό­λου πι­στή ἀ­πό­δο­ση τοῦ ἴ­διου βι­ώ­μα­τος σέ μι­άν ἄλ­λη σφαῖ­ρα, σε μι­άν ἄλ­λη γλῶσ­σα. Ἔ­τσι. ἀ­κρι­βῶς εἶ­δε ὁ [Θαλῆς τήν ἑ­νό­τη­τα τῶν πραγ­μά­των. Γιά νά τή μοι­ρα­στεῖ, μί­λη­σε γιά τό ὕδωρ!

Το παρελθόν δεν μπορεί να επιβιώσει όταν είσαι παρών στο τώρα

Εξακολουθώ να πιστεύω ότι πρέπει να έχουμε ένα σκοπό στο τα­ξίδι της ζωής μας διαφορετικά, απλώς περιπλανιόμαστε άσκοπα, και σκοπός σημαίνει μέλλον, σωστά; Πώς το συμβιβάζουμε αυτό με το να ζούμε στο παρόν;

Όταν κάνεις ένα ταξίδι, είναι βέβαια χρήσιμο να ξέρεις που πας ή τουλάχιστον τη γενική κατεύθυνση προς την οποία κινείσαι, αλλά μην ξεχνάς: το μόνο πράγμα που τελικά είναι αληθινό σε σχέση με το ταξίδι σου είναι το βήμα που κάνεις ετούτη τη στιγμή. Αυτό είναι το μόνο που υπάρχει.

Το παρελθόν δεν μπορεί να επιβιώσει όταν είσαι παρών στο τώρα!

Ανέφερες ότι το να σκεφτόμαστε ή να μιλάμε για το παρελθόν όταν δεν είναι απαραίτητο, είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους αποφεύγουμε το παρόν. Όμως, πέρα από το παρελθόν που θυμόμαστε και με το οποίο ίσως ταυτιζόμα­στε, δεν υπάρχει άλλο ένα επίπεδο παρελθόντος μέσα μας, που είναι πολύ πιο βαθιά εδραιωμένο; Μιλάω για το ασυνεί­δητο παρελθόν που καθορίζει τη ζωή μας, ιδιαίτερα μέσα α­πό τις εμπειρίες της πρώιμης παιδικής ηλικίας, ίσως και από εμπειρίες περασμένων ζωών.

Έπειτα υπάρχει και η πολιτισμική μας εκπαίδευση, που έχει να κάνει με το πού ζούμε, γεωγραφικά, καθώς και με την ιστορική χρονική περίοδο στην οποία ζούμε. Όλα αυτά καθορίζουν το πώς βλέπουμε τον κόσμο, πώς αντιδρούμε, τι σκεφτόμαστε, τι είδους σχέσεις έχουμε, πώς ζούμε γενικά τη ζωή μας. Πώς είναι δυνατόν να τα συνειδητοποιήσουμε όλ' αυτά ή να απαλλαγούμε απ’ αυτά; Πόσος καιρός θα χρειαζόταν για κάτι τέτοιο; Κι ακόμα κι αν το καταφέρναμε, τι θα α­πέμενε τελικά;

Τι απομένει όταν τελειώνει η ψευδαίσθηση;

Δεν είναι ανάγκη να ερευνήσεις το ασυνείδητο παρελθόν μέσα σου, παρά μόνο καθώς εκδηλώνεται ετούτη τη στιγμή σαν σκέψη, σαν συναίσθημα, επιθυμία, αντίδραση ή σαν ένα εξωτερικό γεγο­νός που σου συμβαίνει. Οτιδήποτε χρειάζεται να ξέρεις γύρω από το ασυνείδητο παρελθόν μέσα σου, θα το φέρουν στην επιφάνεια οι προκλήσεις του παρόντος. Αν αρχίσεις να σκαλίζεις το παρελθόν, θα γίνει ένα απύθμενο πηγάδι: υπάρχει πάντα κι άλλο.

Μπορεί να πιστεύεις ότι χρειάζεσαι περισσότερο χρόνο για να καταλάβεις το παρελθόν και να ελευθερωθείς απ' αυτό, με άλλα λό­για, ότι το μέλλον θα σε λυτρώσει τελικά από το παρελθόν. Αυτό εί­ναι πλάνη. Μόνο το παρόν μπορεί να σε ελευθερώσει από το παρελ­θόν. Ο περισσότερος χρόνος δεν μπορεί να σε ελευθερώσει από το χρόνο. Προσέγγισε τη δύναμη του Τώρα. Αυτό είναι το κλειδί.

Τι είναι η δύναμη του Τώρα;

Δεν είναι άλλη από τη δύναμη της παρουσίας σου, είναι η συνειδητότητά σου απαλλαγμένη από σκεπτομορφές.

Ασχολήσου λοιπόν με το παρελθόν στο επίπεδο του παρόντος. Όσο περισσότερη προσοχή δίνεις στο παρελθόν, τόσο περισσότερο το ενεργοποιείς, και τόσο περισσότερο είναι πιθανό να κατασκευά­σεις έναν "εαυτό" απ' αυτό. Μην παρανοήσεις αυτό που σου λέω: η προσοχή είναι ουσιαστικής σημασίας, αλλά όχι για το παρελθόν ως παρελθόν.

Δώσε προσοχή στο παρόν δώσε προσοχή στη συμπεριφορά σου, στις αντιδράσεις, τις διαθέσεις, τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τους φόβους και τις επιθυμίες σου, όπως εκδηλώνονται στο παρόν. Εκεί είναι το παρελθόν σε σένα. Αν μπορείς να είσαι αρκετά παρών ώστε να τα παρατηρείς όλ' αυτά, όχι επικριτικά ή αναλυτικά, αλλά χωρίς κρίσεις, τότε αντιμετωπίζεις με επιτυχία το παρελθόν και το διαλύεις με τη δύναμη της παρουσίας σου. Δεν μπορείς να βρεις τον εαυτό σου με το να μπαίνεις στο παρελθόν. Βρίσκεις τον εαυτό σου με το να έρθεις στο παρόν.

Το να καταλάβω το παρελθόν δε με βοηθάει να καταλάβω γιατί κάνω ορισμένα πράγματα, γιατί αντιδρώ με ορισμένους τρόπους ή γιατί δημιουργώ ασυνείδητα το δικό μου "δράμα", τα πρότυπά μου στις σχέσεις και τα λοιπά;

Καθώς αποκτάς μεγαλύτερη συνείδηση της παρούσας σου προ­σωπικότητας, μπορεί ξαφνικά να αποκτήσεις κάποια ενόραση σχε­τικά με το γιατί η "εκπαίδευσή" σου λειτουργεί με αυτούς τους συγκεκριμένους τρόπους - για παράδειγμα, γιατί οι σχέσεις σου ακο­λουθούν ορισμένα πρότυπα - και μπορεί να θυμηθείς κάποια γεγο­νότα που συνέβησαν στο παρελθόν ή να τα δεις πιο καθαρά. Αυτό ίσως σε βοηθήσει, αλλά δεν είναι ουσιαστικής σημασίας.

Αυτό που είναι ουσιαστικό είναι η συνειδητή σου παρουσία. Αυ­τή διαλύει το παρελθόν. Αυτή είναι ο μεταμορφωτικός παράγοντας. Έτσι, μην επιδιώκεις να καταλάβεις το παρελθόν, αλλά γίνε όσο πιο παρών μπορείς.

Το παρελθόν δεν μπορεί να επιβιώσει όταν είσαι παρών. Μπορεί να επιβιώσει μόνο όταν είσαι απών.

Όταν ο Ηρακλής έφτασε στον Άδη, τον είδαν οι ψυχές των νεκρών και σκόρπισαν τρομαγμένες

Ο Κάτω Κόσμος, το βασίλειο του Πλούτωνα και της Περσεφόνης, ήταν ένας τόπος απέραντος, κρύος και σκοτεινός. Οι σκιές των ανθρώπων που πέθαιναν και έφταναν εδώ κάτω με το πλοιάριο του Χάρωνα από την Αχερουσία Λίμνη, άφηναν κάθε ελπίδα πίσω τους πως θα ανέβουν πάλι στη γη. Έτσι ήταν η μοίρα τους. Και για να μην τολμήσει ποτέ κανένας να φύγει, ο βασιλιάς του Άδη είχε βάλει φύλακα στην πόρτα ένα τρομαχτικό σκυλί, τον Κέρβερο. Τον είχε γεννήσει η Έχιδνα από τον Τυφώνα, όπως και τα αδέρφια του: τον Όρθο, τη Λερναία ‘Υδρα και τη Χίμαιρα. Το σκυλί αυτό είχε πενήντα κεφάλια. Τα τρία μπροστά ήταν σκυλίσια και τα άλλα πάνω στη ράχη του ήταν κεφάλια διάφορων ζώων. Η ουρά του κατέληγε στο κεφάλι ενός φαρμακερού φιδιού. Με έναν τέτοιο τρομερό φύλακα κανένας δεν μπορούσε να μπει ή να φύγει από τον ‘Αδη χωρίς την άδεια του Πλούτωνα.

Αυτό το θεριό θέλησε τώρα να δει μπροστά του ο Ευρυσθέας και έστειλε τον Ηρακλή να του το φέρει. Αυτή τη φορά έπρεπε εντελώς μόνος του να επιχειρήσει το ακατόρθωτο: να κατεβεί ζωντανός στον Κάτω Κόσμο και να ξαναγυρίσει πίσω φέρνοντας δεμένον το φύλακα του Άδη.

Όπως και σε άλλες περιπτώσεις έτσι και τώρα του παραστάθηκαν οι θεοί. Ο Δίας, ο πατέρας του, έστειλε τον Ερμή και την Αθηνά να τον συνοδέψουν, μόνο για να τον βοηθήσουν και να τον συμβουλέψουν στις δύσκολες στιγμές.

Στον Κάτω Κόσμο μπορούσε να πάει κανείς από πολλά μέρη. Ο Ηρακλής όμως πήγε και μπήκε από την είσοδο που ήταν στο ακρωτήριο Ταίναρο, στη Λακωνική. Στο ακρωτήρι βρισκόταν ένας ναός του Ποσειδώνα και κάτω από αυτόν μια σπηλιά. Σ’ αυτή τη σπηλιά κατέβηκε ο Ηρακλής και έφτασε στη θάλασσα κάτω από τη γη. Στην παραλία περίμενε ο Χάρωνας που με το μικρό του πλοιάριο περνούσε τις Ψυχές αντίπερα στο βασίλειο των νεκρών. Όταν είδε τον Ηρακλή και άκουσε πως θέλει να τον πάει απέναντι, αρνήθηκε. Ο Ηρακλής όμως άρπαξε το κουπί και απείλησε να τον χτυπήσει, οπότε ο Χάρωνας αναγκαστικά δέχτηκε και τον πέρασε απέναντι.

Όταν ο Ηρακλής έφτασε στον Άδη, τον είδαν οι ψυχές των νεκρών και σκόρπισαν τρομαγμένες, εκτός από τον Μελέαγρο και την αδερφή του τη Γόργη. Ο Ηρακλής ήθελε να μιλήσει με τους νεκρούς και γι’ αυτό έπρεπε πρώτα να τους αφήσει να πιούν αίμα από σφαγμένο ζώο. Για το σκοπό αυτό πήρε και έσφαξε ένα από τα βόδια του Άδη, που τα έβοσκε ο Μενοίτης. Μόλις το έκανε αυτό όμως, θύμωσε ο Μενοίτης και προκάλεσε τον Ηρακλή σε μονομαχία. Ο Ηρακλής δεν έχασε καιρό. Έπιασε τον Μενοίτη από τη μέση και τον έσφιξε τόσο δυνατά, που του έσπασε όλα τα πλευρά. Θα τον αποτέλειωνε, αλλά στις φωνές του έτρεξε η Περσεφόνη και παρακάλεσε τον Ηρακλή να του χαρίσει τη ζωή. Ο Ηρακλής άφησε τον Μενοίτη κάτω μισοπεθαμένο και πήγε προς τις σκιές των νεκρών. Μόλις είδε τη Γόργη, τράβηξε το ξίφος του και ετοιμάστηκε να της επιτεθεί, σαν να ήταν ζωντανή. Τον συγκράτησε όμως ο Ερμής και του θύμισε πως ήταν μάταιο αυτό που προσπαθούσε, γιατί οι μορφές που έβλεπε δεν ήταν παρά σκιές.

Μετά είδε τον Μελέαγρο μέσα σε μια λαμπερή πανοπλία, τράβηξε ένα βέλος από τη φαρέτρα του, το έβαλε στο τόξο και ετοιμάστηκε να τον τοξεύσει. Ο Μελέαγρος όμως τον σταμάτησε και του είπε πως γι’ αυτόν το τόξο είναι άχρηστο. Ο Ηρακλής τον ρώτησε ποιος είναι και πώς σκοτώθηκε. Ο Μελέαγρος τότε του διηγήθηκε την ιστορία του. Ο Ηρακλής τον συμπόνεσε και τότε ο Μελέαγρος του είπε πως έχει αφήσει πάνω στη γη μιαν αδελφή, Δηιάνειρα, και του πρότεινε να την παντρευτεί.

Μετά συνέχισε ο Ηρακλής το δρόμο του και δίπλα στην πόρτα του Άδη συνάντησε και άλλους ήρωες. Τον Θησέα, τον Πειρίθου και τον Ασκάλαφο. Ο Πειρίθους ήταν δεμένος πάνω σ’ ένα βράχο και τον απειλούσαν συνεχώς να τον δαγκώσουν φίδια. Είχε τιμωρηθεί με τον τρόπο αυτό γιατί είχε επιδιώξει να αρπάξει την Περσεφόνη, κοντά του έμενε ο Θησέας που είχε κατεβεί θεληματικά στον ‘Αδη να συμπαρασταθεί στο φίλο του. Ο Ασκάλαφος βρισκόταν πλακωμένος κάτω από μια μεγάλη πέτρα, που του την είχε βάλει η Δήμητρα, γιατί με το να μιλήσει ως μάρτυρας έγινε αιτία να κατεβεί η κόρη της η Περσεφόνη στον Άδη.

Ο Ηρακλής ελευθέρωσε τον Θησέα τραβώντας τον βίαια από το χέρι. ‘Όταν προσπάθησε να τραβήξει και τον Πειρίθου, άρχισε να κουνιέται η γη πάρα πολύ και γι’ αυτό παραιτήθηκε από την προσπάθεια. Έτσι ελευθέρωσε μόνο τον Θησέα και τον βοήθησε να ανέβει πάλι στη γη. Μετά κύλησε την πέτρα πάνω από τον Ασκάλαφο. Αλλά το μίσος που του είχε η Δήμητρα δεν της είχε περάσει ακόμα και γι’ αυτό τώρα τον μεταμόρφωσε σε κουκουβάγια.

Αφού τους ελευθέρωσε λοιπόν, παρουσιάστηκε ο Ηρακλής στον Πλούτωνα και την Περσεφόνη και ζήτησε την άδεια να πάρει τον Κέρβερο πάνω στη γη για να τον δει ο Ευρυσθέας. Ο Πλούτωνας του έδωσε την άδεια. όμως με έναν όρο: Θα έπρεπε να πιάσει τον Κέρβερο με τα χέρα του μόνο, χωρίς να χρησιμοποιήσει ασπίδα ή σιδερένιο όπλο.

Ο Ηρακλής δέχτηκε και πήγε να συναντήσει τον Κέρβερο. Για να μην παραβεί τον όρο που του έβαλε ο Πλούτωνας, άφησε τα όπλα του και φόρεσε μόνο τη λεοντή για ασπίδα, ενώ στα χέρια του πήρε μόνο μερικές πέτρες που τις έκανε μπροστά μυτερές σαν σφήνες. Όταν τελικά βρήκε τον Κέρβερο στην πύλη του Αχέροντα, χρησιμοποίησε, όπως και στο λιοντάρι της Νεμέας, τα γυμνά του χέρια. Τύλιξε τα μπράτσα του γύρω στα σκυλίσια κεφάλια του και τον έπνιγε, ενώ ο Κέρβερος με τη φιδο-ουρά του κατάφερνε φοβερές δαγκωματιές στον Ηρακλή. Αφού έτσι τον κατέβαλε ο Ηρακλής, τον έδεσε γερά και κίνησε να φύγει για τον Απάνω Κόσμο.

Ο Πλούτωνας όμως, αθετώντας την υπόσχεσή του, δεν άφησε τον Ηρακλή να φύγει. Τότε όμως θύμωσε ο Ηρακλής, τράβηξε μια σαϊτιά και πλήγωσε τον Πλούτωνα. Αυτός φοβήθηκε και του έδωσε την άδεια να φύγει. Η Αθηνά τον βοήθησε να περάσει το ποτάμι της Στυγός- έτσι έφτασε στην έξοδο του Κάτω Κόσμου, που βρισκόταν στην Τροιζήνα, από όπου και ανέβηκε πάλι στη γη. Όταν βγήκαν απάνω στη γη, ο Κέρβερος, που δεν ήταν συνηθισμένος στο φως του ήλιου, θαμπώθηκε τόσο πολύ από τη λάμψη του που έβγαλε από το στόμα του χολή.

Από όλα τα μέρη που περνούσαν ώσπου να φτάσουν στις Μυκήνες, οι γυναίκες και τα παιδιά έβλεπαν με τρόμο το φριχτό τέρας με τα μάτια του που πετούσαν αστραπές. Όταν τέλος έφτασαν στις Μυκήνες και ο Ηρακλής έδειξε τον Κέρβερο στον Ευρυσθέα, αυτός από τον τρόμο του κρύφτηκε πάλι στο χάλκινο πιθάρι του.

Αφού λοιπόν ο Ηρακλής έδειξε τον Κέρβερο στον Ευρυσθέα, και εκτέλεσε έτσι τον άθλο, τον γύρισε πάλι πίσω στον Άδη όπως το είχε υποσχεθεί στον Πλούτωνα.

Σχέσεις και ψέματα

Πόσο δύσκολο είναι να παραδεχθείς τα λάθη σου;

Γιατί συχνά επιλέγουμε να παραμείνουμε σε μια σχέση μόνο και μόνο για να μη δούμε πόσο λάθος επιλογή ήταν αυτή για εμάς ή χωρίς να βλέπουμε τα ψέματα με τα οποία προσπαθεί να μας παραπλανήσει το άλλο μέλος της σχέσης;

Από όποια πλευρά και αν έχουν ξεκινήσει τα ψέματα μέσα σε μια σχέση, ας μείνουμε στο αποτέλεσμα...

Πόσο εύκολο είναι να προχωρήσει μια σχέση που στηρίζεται στα ψέματα; Και αν ξεκίνησε με ψέματα, με πόση ειλικρίνεια μπορεί να συνεχιστεί;

Η αλήθεια είναι πάντα σκληρή...

Όταν θα δεις την αλήθεια δε σημαίνει πως θα τη δεχθείς... είναι πιο εύκολο να την απορρίψεις και να συνεχίζεις να παραμυθιάζεις τον εαυτό σου πόσο ευτυχισμένος είσαι, παρά να τη δεχθείς. Προκειμένου να βγεις πάλι από την στρεσογόνο κατάσταση που σου δημιούργησε το να ξέρεις την αλήθεια την αρνείσαι και εν τέλει την απωθείς.

Οπότε...

Ειδοποιός διαφορά της αλήθειας με το ψέμα, είναι ότι το ψέμα είναι ανώδυνο, καθώς μας μεταφέρει σε ένα μη πραγματικό κόσμο, στον οποίο ξεχνιόμαστε και όλα είναι καλύτερα και πιο ήρεμα, ωραιοποιημένα και ιδανικά...

Το ψέμα μας βοηθά να κατευνάσουμε το άγχος, όμως, για πόσο καιρό μπορούμε να είμαστε καλά μέσα σε ένα ψέμα; Παροδικά, μας βολεύει να ζούμε σε μια ουτοπία, σε μια φαντασιακή πραγματικότητα, όπως τότε που ήμασταν παιδιά και ονειροπολώντας φτιάχναμε τον κόσμο γύρω μας, όπως θέλαμε, καθώς αυτό μας ηρεμούσε και μας καθησύχαζε.

Συνεπώς, η ανάγκη δεν είναι να συγκρουστούμε με την πραγματικότητα, αλλά να παρατείνουμε αυτή τη φαντασιακή κατάσταση, δηλαδή να καλλιεργήσουμε το ψέμα και όχι την αλήθεια.

Το δίλημμα, επομένως, που αναδύεται είναι: ψέμα ή αλήθεια;

Το ψέμα έχει την εξής συνέπεια και συνάμα παγίδα. Η ανάγκη μας να πιστεύουμε το ψέμα είναι μεγαλύτερη από το να πιστέψουμε την αλήθεια, με αποτέλεσμα να φτάνουμε ακόμη και σε κραυγαλέα και ανυπόστατα ψέματα να τα πιστεύουμε και να πειθόμαστε... από τα όμορφα λόγια.

Αν συγκρίναμε την αλήθεια με το ψέμα, θα βλέπαμε ότι η αλήθεια μπορεί και να έχει ένα άσχημο πρόσωπο, αλλά είναι πραγματικό, ενώ το ψέμα έχει ένα όμορφο πρόσωπο, ένα όμως προσωπείο, που κρύβει την πραγματική του ασχήμια.

Ως πότε όμως θα καλλιεργούμε αυτό το ψέμα και θα επιλέγουμε να ζούμε μέσα σε μια τελείως εικονική πραγματικότητα, όπου όλα μοιάζουν όμορφα, αλλά δεν είναι... Κι όλα είναι τόσο διαφορετικά, τόσο ψεύτικα, κι εμείς αρχίζουμε να πιστεύουμε το ψέμα...

Και όταν αρχίσουμε να πιστεύουμε στο ίδιο μας το ψέμα, ξεχνάμε κι εμείς οι ίδιοι ότι αυτό κάποτε ήταν ένα ψέμα, με αποτέλεσμα να καταλήγουμε να μην αναγνωρίζουμε τον ίδιο μας τον εαυτό.

Το παιχνίδι πλέον είναι χαμένο, δεν έχουμε την ικανότητα να ξεχωρίσουμε τι είναι πραγματικό και τι ψεύτικο, τι θέλουμε και τι δε θέλουμε... και ποια είναι η σχέση που εμείς θέλουμε να έχουμε...

Με όλα αυτά εκπαιδεύουμε τον εαυτό μας να μην ξεχωρίζουμε... να θεωρούμε ότι όλα είναι ίδια και με βάση το ψέμα που έχουμε τόση ανάγκη να πιστέψουμε οδηγούμαστε στο να δικαιολογούμε οτιδήποτε δεν ταιριάζει με το ψέμα μας...

Ξεκινώντας από μικρά, αθώα ψεματάκια, μπορεί να φτάσουμε να λέμε μεγάλα ψέματα, σε όλους, ακόμη και στον ίδιο μας τον εαυτό.

Και έχουμε πείσει τον εαυτό μας ότι με το ψέμα θα καταφέρουμε γρήγορα να γίνουμε ευτυχισμένοι, να κατακτήσουμε όσα θέλουμε, να πάρουμε όλα όσα επιθυμούμε κοροϊδεύοντας τους άλλους και αδιαφορώντας για τις συνέπειες που θα προκαλέσουμε...

Στην ουσία, όμως, κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας, καθώς όσο και να οδηγήσουμε τα πράγματα προς την κατεύθυνση που επιθυμούμε, είτε έρθουν είτε δεν έρθουν, εμείς παραμένουμε ανικανοποίητοι και βαθιά μέσα μας ξέρουμε ότι τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν μόνα τους, αβίαστα και ήρεμα...

O οχτάχρονος και μια πρόσθεση

Ο δάσκαλος στο σχολείο λεγόταν Μπίτνερ και του άρεσε να δέρνει. Προσποιούνταν το λιτό και ασκητικό χαρακτήρα, και μόνο ελάχιστες φορές η έκφραση στο πρόσωπό του πρόδιδε τη χαρά που του προξενούσε το να χτυπάει. Περισσότερο απ’ όλα του άρεσε να τους δίνει ασκήσεις που θα τους κόστιζαν πάρα πολλή ώρα και που στο τέλος θα είχαν οπωσδήποτε λάθη, κι έτσι θα είχε τη δικαιολογία να βγάλει τη βέργα.

Ήταν η φτωχότερη γειτονιά του Μπράουνσβάιγκ, κανένα από εκείνα τα παιδιά δεν επρόκειτο να γραφεί σε κάποια σχολή, κανείς τους δεν θα χρησιμοποιούσε κάτι άλλο πέρα από τα χέρια του για να δουλέψει. Ήξερε ότι ο Μπίτνερ δεν τον χώνευε. Όσο σιωπηλός και να έμενε κι όσο και να προσπαθούσε να απαντάει αργά, όπως όλοι οι άλλοι, αισθανόταν παρ’ όλα αυτά τη δυσπιστία του Μπίτνερ και ότι ο δάσκαλος περίμενε απλώς μία αφορμή για να του χτυπήσει τα χέρια κάπως δυνατότερα απ’ ό,τι των υπολοίπων.

Και τότε του έδωσε μία.

Ο Μπίτνερ τους είχε βάλει να προσθέσουν όλους τους αριθμούς από το ένα μέχρι το εκατό. Θα διαρκούσε ώρες κι όσο και να προσπαθούσαν, όλο και κάποιο λάθος θα έκαναν στην πρόσθεση, ώστε να τιμωρηθούν. Λοιπόν, εμπρός, είχε φωνάξει ο Μπίτνερ, μην κάθονται σαν τους χάνους, εμπρός μαρς! Αργότερα ο Γκάους δε θα μπορούσε να πει αν νύσταζε περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως ή αν ήταν απλώς αφηρημένος. Σίγουρα πάντως δεν είχε τον απόλυτο έλεγχο του εαυτού του, κι έτσι, έπειτα από τρία λεπτά, στεκόταν μπροστά από την έδρα κρατώντας την πλάκα του, στην οποία είχε γράψει μία και μοναδική σειρά.

Λοιπόν, είπε ο Μπίτνερ, απλώνοντας το χέρι να πιάσει τη βέργα. Το βλέμμα του έπεσε πάνω στο άθροισμα και το χέρι του πάγωσε. Ρώτησε τι σημαίνει αυτό.

Πέντε χιλιάδες πενήντα.

Τι;

Ο Γκάους κατάπιε τη γλώσσα του, ξερόβηξε, ίδρωσε. Ευχήθηκε να καθόταν ακόμη στο θρανίο του και να λογάριαζε όπως όλοι οι άλλοι, που κάθονταν με σκυμμένο το κεφάλι κι έκαναν πως δεν τους άκουγαν. Αλλά αυτό τους είχε πει να κάνουν, πρόσθεση όλων των αριθμών από το ένα μέχρι το εκατό. Εκατό και ένα μας κάνει εκατόν ένα. Ενενήντα εννέα και δύο μας κάνει εκατόν ένα. Ενενήντα οχτώ και τρία μας κάνει εκατόν ένα. Όλα εκατόν ένα. Αυτό μπορείς να το κάνεις πενήντα φορές. Οπότε, πενήντα επί εκατόν ένα.

Ο Μπίτνερ δε μιλούσε.

Πέντε χιλιάδες πενήντα, ξαναείπε ο Γκάους, ελπίζοντας αυτή τη φορά ότι ο Μπίτνερ ίσως να τον καταλάβαινε. Πενήντα επί εκατόν ένα κάνει πέντε χιλιάδες πενήντα. Έτριψε τη μύτη του. Ήταν έτοιμος να κλάψει.

Που να τον πάρει ο διάβολος, είπε ο Μπίτνερ. Ύστερα δε μίλησε για ώρα πολλή. Το πρόσωπό του δούλευε. Ρούφηξε τα μάγουλα και μάκρυνε το σαγόνι, έτριψε το μέτωπο και χτύπησε με το δάχτυλο τη μύτη. Ύστερα έστειλε τον Γκάους στο θρανίο του. Να τσακιστεί να καθίσει, να το βουλώσει, και μετά το μάθημα να μείνει που τον θέλει.

Ο Γκάους ανάσανε.

Κιχ να ακούσει, είπε ο Μπίτνερ, και φάγανε της χρονιάς τους.

Έτσι, όταν τέλειωσαν όλα τα μαθήματα, ο Γκάους πήγε με σκυμμένο κεφάλι στην έδρα. Ο Μπίτνερ τον έβαλε να ορκιστεί και μάλιστα στο Θεό, που τα βλέπει όλα, ότι αυτό το σκέφτηκε μόνος του. Ο Γκάους ορκίστηκε, αλλά όταν θέλησε να εξηγήσει ότι δεν είναι και τίποτα κακό, ότι απλώς πρέπει να κοιτάξεις ένα πρόβλημα χωρίς προκαταλήψεις και συνήθειες και τότε η λύση έρχεται μόνη της, ο Μπίτνερ τον διέκοψε και του έδωσε ένα χοντρό βιβλίο. Ανώτερα μαθηματικά: το διαβάζει κάθε μέρα. Να το πάρει στο σπίτι και να το κοιτάξει. Αλλά προσεκτικά. Μια τσακισμένη σελίδα, ένας λεκές, μια δαχτυλιά και θα τον περιλάβει με τη βέργα μέχρι να πει ήμαρτον.

Την επόμενη μέρα το επέστρεψε.

Ο Μπίτνερ ρώτησε τι πάει να πει αυτό. Εντάξει, είναι δύσκολο, αλλά δεν τα παρατάει κανείς τόσο γρήγορα!

Ο Γκάους κούνησε το κεφάλι, θέλησε να εξηγήσει, δεν μπορούσε. Η μύτη του έτρεχε. Του ‘ρχόταν να φταρνιστεί.

Λοιπόν, ακούει!

Το τελείωσε, είπε τραυλίζοντας. Ενδιαφέρον ήταν, τον ευχαριστεί. Κοίταξε τον Μπίτνερ και προσευχόταν να σταματήσουν όλα αυτά.

Δεν κάνει να του λένε ψέματα, είπε ο Μπίτνερ. Τούτο είναι το δυσκολότερο βιβλίο της γερμανικής γλώσσας. Κανείς δε μπορεί να το μελετήσει μέσα σε μια μέρα, πόσο μάλλον ένας οχτάχρονος.

Ο Γκάους δεν ήξερε τι να πει.

Ο Μπίτνερ πήρε το βιβλίο με χέρια που δίσταζαν. Να ετοιμαστεί, τώρα θα τον εξετάσει!

Μισή ώρα αργότερα κοιτούσε τον Γκάους με άδεια μάτια. Το ξέρει πως δεν είναι καλός δάσκαλος. Δεν είναι φτιαγμένος για το επάγγελμα, ούτε κι έχει κάποια ιδιαίτερη ικανότητα. Αλλά μέχρι εδώ. Αν ο Γκάους δεν πάει αμέσως τώρα στο γυμνάσιο, έχει ζήσει τσάμπα. Τον παρατήρησε με μια έκφραση χαμένη, κι έπειτα, προφανώς για να καταπολεμήσει τη συγκίνησή του, άρπαξε τη βέργα και ο Γκάους έφαγε το τελευταίο γερό χέρι ξύλο της ζωής του.
--------------------------------
(Ο οχτάχρονος ήταν ο τεράστιος μαθηματικός Γιόχαν Καρλ Φρίντριχ Γκάους και αυτό που σκέφτηκε ήταν ότι η πρόσθεση κατά ζεύγη από τις δύο άκρες μιας σειράς x αριθμών δίνει πάντα το ίδιο άθροισμα z. Οπότε, το άθροισμα των x αριθμών, είναι z(x:2). Πιθανότατα η ιστορία αυτή είναι μύθος αλλά δεν πειράζει. Ακόμα και η υπόληψη του κακού δασκάλου J.G. Büttner (ο οποίος ήταν όντως ο δάσκαλος του μικρού Γκάους) σώζεται στο τέλος.

Μίνωας – Πασιφάη – Μινώταυρος

Όταν έγινε βασιλιάς ο Μίνωας, ένωσε όλες τις φυλές της Κρήτης και δημιούργησε μια πολύ μεγάλη δύναμη. Έτσι μπόρεσε να διώξει όλους τους βαρβάρους που κατοικούσαν στη χώρα και να απλώσει τη δύναμή του σ’ όλη τη μεγαλόνησο. Από τότε ο Μίνωας είχε γίνει πια βασιλιάς ανάμεσα στους βασιλιάδες. Έχοντας τόση δύναμη οργάνωσε το κράτος του με τρόπο θαυμαστό, και η νομοθεσία του – που την έκανε, λέει, με τις υποδείξεις του ίδιου του Δία – έμεινε στη μνήμη των ανθρώπων για χιλιάδες χρόνια. Για να κυβερνά πιο εύκολα αυτό το μεγάλο κράτος, ο Μίνωας το χώρισε, λέει, σε τρεις περιφέρειες: Η πρώτη έβλεπε στην Ασία και είχε κέντρο την Κνωσό, την πιο μεγάλη πόλη της Κρήτης και την πιο αγαπημένη του Μίνωα. που την είχε κάνει και μόνιμη έδρα του. Η δεύτερη περιφέρεια έβλεπε στην Αφρική και είχε κέντρο τη Φαιστό, και η τρίτη έβλεπε στην Ευρώπη και είχε κέντρο την Kυδωνία.

Τότε άρχισαν οι άνθρωποι να ζουν ειρηνικά, να χαίρονται τα πλούτη και τα καλά τους. Τότε επίσης έφτασε στην Κρήτη, εξόριστος από την Αθήνα, ο πιο φημισμένος τεχνίτης του κόσμου, ο Δαίδαλος.

Στην Κρήτη ο Δαίδαλος, που η φήμη του είχε φτάσει εκεί πριν από τον ίδιο, κέρδισε αμέσως τη φιλία του Μίνωα. Ο μεγάλος βασιλιάς ξόδεψε με απλοχεριά από τα πλούτη της αυτοκρατορίας του. για να μπορέσει ο ξακουσμένος τεχνίτης να στολίσει τη Μεγαλόνησο με τα πιο όμορφα καλλιτεχνήματα. Έτσι ο Δαίδαλος έχτισε στην Κρήτη τα μεγάλα παλάτια της με τις γεμάτες πολυτέλεια αίθουσες, με τα αγάλματα και τους βωμούς, τα λουτρά, τον Λαβύρινθο, όπου κρατούσαν κλεισμένο τον Μινώταυρο, και το μαρμάρινο χοροστάσι, όπου η Αριάδνη με τις φίλες της χόρευαν στις μεγάλες γιορτές του χρόνου.

Ο Δαίδαλος έζησε πολύ καιρό στην Κρήτη, στη Σικελία και στην Αίγυπτο. Όπου πήγε, τα έργα του τα θαύμαζαν και παντού τον τιμούσαν σαν θεό- στην Αίγυπτο μάλιστα, όπου έλεγαν πως είχε κατασκευάσει τα προπύλαια της Μέμφιδας και έναν μεγάλο λαβύρινθο, πριν από τον Λαβύρινθο της Κρήτης, του είχαν και ναό αφιερωμένο στο όνομά του.

Θα ακολουθήσει η ιστορία του ταύρου και της Πασιφάης και η δραπέτευση του Δαίδαλου από την Κρήτη.

Στην αρχή της βασιλείας του ο Μίνωας δεν κατάφερνε ν’ αποκτήσει παιδιά ούτε με την Πασιφάη ούτε με καμιά άλλη γυναίκα, γιατί τον είχε βρει μια φοβερή αρρώστια: από το σώμα του χύνονταν ερπετά και έτρωγαν τα σπλάχνα κάθε γυναίκας που θα πλάγιαζε μαζί του. Πολλές γυναίκες, λέει, πήγαν έτσι χαμένες, εκτός από την Πασιφάη, που, σαν κόρη του Ήλιου, ήταν αθάνατη και δεν την άγγιζε το κακό. Μάλιστα, σύμφωνα με άλλη παράδοση, η ίδια η Πασιφάη είχε προκαλέσει με μάγια την αρρώστια του Μίνωα, για να βγάζει από τη μέση κάθε αντίζηλό της. Εκείνο τον καιρό βρέθηκε στην Κρήτη η Πρόκρις, θυγατέρα του Ερεχθέα, βασιλιά της Αθήνας, που μπόρεσε να τον γιατρέψει. Συνδέθηκε μάλιστα και ερωτικά μαζί του, αλλά αναγκάστηκε να φύγει γρήγορα γιατί φοβήθηκε την οργή της Πασιφάης. Φεύγοντας, ο Μίνωας της χάρισε δύο θαυμαστά δώρα: ένα κοντάρι, που δεν έχανε ποτέ το στόχο, και ένα σκύλο που δεν του ξέφευγε αγρίμι.

Για να αναγνωριστεί βασιλιάς ο Μίνωας, επικαλέστηκε, όπως είδαμε, τον Ποσειδώνα, να του στείλει σημάδι πως αυτή ήταν η θέληση των θεών τότε ξεπήδησε από τα κύματα ένας ταύρος με ομορφιά ασύγκριτη. Αυτό τον ταύρο ο Μίνωας δεν τον θυσίασε στον Ποσειδώνα, όπως έπρεπε, μα τον κράτησε και θυσίασε άλλον. Τότε όμως ο θεός οργίστηκε και για να τιμωρήσει τον Μίνωα έκανε την Πασιφάη να νιώσει έρωτα παράφορο για τον όμορφο ταύρο. Πάνω σ’ αυτό άλλοι είπαν πως τον αφύσικο αυτό έρωτα τής τον ενέπνευσε η Αφροδίτη, επειδή η Πασιφάη είχε παραμελήσει τη λατρεία της. Όπως και να έγιναν τα πράγματα, βέβαιο είναι πως η Πασιφάη, στην επιθυμία της να ενωθεί με το όμορφο ζώο, ζήτησε τη βοήθεια του Δαίδαλου. Αυτός τότε σκάρωσε μια ξύλινη αγελάδα με κούφια από μέσα και ντυμένη απ’ έξω με πραγματικό δέρμα αγελάδας, που ξεγελούσε και άνθρωπο ακόμα . Ύστερα την έσειρε με τροχούς ως το λιβάδι όπου έβοσκε ο ταύρος του Ποσειδώνα. Ο ταύρος πραγματικά την πλησίασε αμέσως και έτσι η Πασιφάη, που ήταν κρυμμένη μέσα, κατάφερε να ενωθεί μαζί του. Από το ζευγάρωμα αυτό η Πασιφάη γέννησε ένα τέρας, τον Μινώταυρο, που είχε κεφάλι ταύρου και σώμα ανθρώπου.

Ο Μίνωας έκλεισε τον Μινώταυρο στον Λαβύρινθο. Ο Λαβύρινθος, ένα από τα πιο σπουδαία έργα του Δαίδαλου, χτισμένος πάνω σε σχέδια που είχε εφαρμόσει ο ίδιος ο μεγάλος τεχνίτης στην Αίγυπτο, ήταν στα υπόγεια του παλατιού και είχε πολύ εύκολη την είσοδο αλλά σχεδόν αδύνατη την έξοδο, τουλάχιστον για όποιον δεν την ήξερε καλά και τούτο γιατί το παράξενο οικοδόμημα είχε πολλούς διαδρόμους γεμάτους πολύπλοκες στροφές, που συνήθως δεν οδηγούσαν πουθενά. Μέσα σ’ αυτό τον Λαβύρινθο ο βασιλιάς έκλεινε τους εχθρούς του, για να χαθούν. Εκεί μέσα ζούσε ο Μινώταυρος και τρεφόταν με ανθρώπινο αίμα.

Δαίδαλος και Ίκαρος

Ύστερα από όλες αυτές τις εκστρατείες ο Μίνωας δεν είχε την τύχη, όπως θα περίμενε κανείς, να τελειώσει ήσυχα τη ζωή του στην αγαπημένη του Κνωσό. Για μια φορά ακόμα βρέθηκε στην ανάγκη να πάρει το στόλο του και να φύγει μακριά από την Κρήτη Αιτία γι’ αυτό έλεγαν πως ήταν ο Δαίδαλος με την εξαφάνισή του. Σαν έφτιαξε την ξύλινη αγελάδα, για να ενωθεί η Πασιφάη με τον όμορφο ταύρο του Ποσειδώνα, ο Δαίδαλος φοβήθηκε πολύ την τιμωρία που τον περίμενε αν κάποτε γινόταν γνωστή η συνέργειά του στη μοιχεία της βασίλισσας· έτσι αποφάσισε να φύγει, όσο είχε καιρό. Η Πασιφάη τον βοήθησε σ’ αυτό και του έδωσε κρυφά ένα καράβι, για να τον πάει όπου ήθελε. Έτσι ο Δαίδαλος πήρε μαζί του τον Ίκαρο, το γιο που είχε αποκτήσει με τη Ναύκρατη, μια σκλάβα του βασιλιά, και άφησε την Κρήτη για πάντα. Πλέοντας ανατολικά από τις Κυκλάδες κοντά σ’ ένα νησί, ο Ίκαρος παραπάτησε, έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Ο Δαίδαλος έθαψε το παιδί του στο κοντινό νησί, που από τότε το είπαν Ικαρία, ενώ το πέλαγος ολόγυρα το είπαν Ικάριο. Άλλοι έλεγαν πως το σώμα του άτυχου Ίκαρου το βρήκε αργότερα ο Ηρακλής και πως αυτός φρόντισε να το ενταφιάσει, ενώ ο Δαίδαλος συνέχισε μόνος το ταξίδι και έφτασε στη Σικελία, που τότε την έλεγαν Σικανία. Ο Δαίδαλος πήγε στην Κάμικο ή Ίνικο, εκεί όπου αργότερα χτίστηκε ο Ακράγας. Εκεί βρήκε φιλοξενία και προστασία κοντά στο βασιλιά Κώκαλο.

Ο Ηράκλειτος και η έννοια του Λόγου

Εκείνος, ο οποίος μια γενεά αργότερα από τους Μιλησίους συνέλαβε και διετύπωσε ριζικώς την έννοια του γίγνεσθαι, είναι ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος (544-480 π.Χ.). Κατά τον Ηράκλειτο δεν υπάρχει ό,τι ακριβώς ζητούσαν οι Μιλήσιοι φιλόσοφοι, δηλαδή το καθαρό υλικό υπόβαθρο των όντων, το μεταφυσικό Είναι των πραγμάτων, γι’ αυτό όλα, όχι μόνον τα κατά μέρος πράγματα, αλλά και το σύμπαν είναι σε αέναη κίνηση και ροή. Τίποτε δεν είναι σταθερό. Για τα πράγματα δεν μπορούμε να ειπούμε ότι είναι αλλά μόνον ότι γίνονται. Ό,τι υπάρχει είναι η κίνηση, το γίγνεσθαι. Γίγνεσθαι και απογίγνεσθαι, αιώνια μεταβολή, αυτό είναι η ουσία του κόσμου. Τίποτε το σταθερό και στατικό δεν υπάρχει.

«Λέγει που Ηράκλειτος ότι πάντα χωρεί και ουδέν μένει, και ποταμού ροή απεικάζων τα όντα λέγει, ως δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης» (Πλάτωνος «Κρατύλος», 408Α). Το απόλυτο είναι λοιπόν τώρα το γίγνεσθαι. Κατά τους Μιλησίους το απόλυτο ήταν το είναι, και το γίγνεσθαι ήταν το σχετικό. Τα συγκεκριμένα όντα, τα πράγματα δεν είναι αλλά το ένα αναλύεται και αναλίσκεται εις το άλλο. Τα πράγματα δεν υφίστανται καθ’ εαυτά, αλλά είναι αεί εν κινήσει. Με την κίνηση και φαίνονται και παύουν να φαίνονται, και είναι και δεν είναι, μεταβαίνουν συνεχώς από τη μια μορφή στην άλλη, αίρονται διαρκώς το ένα από το άλλο. Αν λοιπόν η πρώτη έννοια της ελληνικής φιλοσοφίας ήταν το είναι, η δεύτερη είναι το γίγνεσθαι. Και όπως το είναι από τους Μιλησίους, έτσι και το γίγνεσθαι τώρα από τον Ηράκλειτο ταυτίζεται με τη θεότητα. Με το γίγνεσθαι το είναι γίνεται μη είναι και το μη είναι γίνεται είναι. Το είναι και το μη είναι γίνονται τώρα οι δύο τρόποι, με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε το γίγνεσθαι. Με τη μετάβαση από το ένα σημείο του χρόνου εις το άλλο έχομε το είναι και το μη είναι.

Για τούτο μόνον η μετάβαση, η μεταβολή υπάρχει. Η λογική αφαίρεση, την οποία κάνει τώρα λοιπόν ο νους του Ηρακλείτου, είναι ολωσδιόλου διαφορετική από την αφαίρεση που έκαμαν οι Μιλήσιοι φιλόσοφοι. Εκείνοι με τη νοητική αφαίρεση έφθασαν στην έννοια του Είναι, στη σταθερή αρχή των όντων, παραμέρισαν τα δεδομένα των αισθήσεων, για να συλλάβουν με το νου τους το μεταφυσικό Είναι των όντων. Ο Ηράκλειτος απομονώνει με το νου του την μεταβλητότητα, παραμερίζει τα καθ’ έκαστον όντα και κρατάει μόνον το γίγνεσθαι. Η μεταφυσική αρχή των Μιλησίων ήταν στατική, ενώ η αρχή του Ηρακλείτου είναι δυναμική. Πρέπει να ομολογηθεί ότι η έννοια του γίγνεσθαι είναι δυσκολώτερα συλληπτή από την έννοια του είναι. Εξ άλλου, δίχως την έννοια του είναι, όπως την διετύπωσαν οι Μιλήσιοι, δεν θα ήταν δυνατόν ο Ηράκλειτος να προχωρήσει στην έννοια του γίγνεσθαι. Όμως, όσο μεγάλη και αν είναι η νοητική αφαίρεση του Ηρακλείτου, περιορίζεται και αυτή από την αντίθετη δύναμη, την αντιληπτική δύναμη των αισθήσεων. Η δράση είναι η αίσθηση εκείνη, με την οποίαν αντιλαμβανόμεθα την κίνηση, και το πυρ είναι γι’ αυτόν το αισθητό αντικείμενο που συμβολίζει κατ’ εξοχήν την κίνηση. Ο κόσμος χαρακτηρίζεται από τον Ηράκλειτο ως αείζωον πυρ. Το πυρ όμως του Ηρακλείτου ως αρχή των όντων δεν σημαίνει τόσο μια ύλη, η οποία μεταμορφώνεται, όσο την αιώνια μεταβλητότητα των όντων, το αιώνιο γίγνεσθαι και απογίγνεσθαι των πραγμάτων.

Η αέναη όμως αυτή αλλαγή των όντων γίνεται κατά τον Ηράκλειτο σύμφωνα με ορισμένα εσωτερικά μέτρα, σύμφωνα με μια εσωτερική τάξη. Η εσωτερική αυτή τάξη και νομοτέλεια του γίγνεσθαι αποτελεί το μόνο σταθερό. Ο Ηράκλειτος ονομάζει την εσωτερική αυτή τάξη του γίγνεσθαι ειμαρμένη, δίκη ή λόγον, δηλαδή την χαρακτηρίζει με κριτήρια φυσικά, ηθικά και λογικά. Τούτο σημαίνει ότι το πνεύμα δεν έχει ακόμη διαχωρίσει αυστηρώς τους βασικούς του τρόπους του σκέπτεσθαι και γι’ αυτό τους χρησιμοποιεί εναλλάξ, για να χαρακτηρίσει όμως πάντοτε το ίδιο πράγμα, την εσωτερική τάξη του γίγνεσθαι. Η έννοια, την οποίαν εισάγει ο Ηράκλειτος με το γίγνεσθαι και την οποίαν διατυπώνει με όλη τη δυνατή αυστηρότητα, είναι η έννοια της εσωτερικής τάξεως του κόσμου. Με δύο βασικούς τρόπους προσδιορίζει ο Ηράκλειτος την εσωτερική αυτή τάξη του κόσμου, με την αρμονία των αντιθέσεων και με την ανακύκληση της αλλαγής, του γίγνεσθαι. Το γεγονός ότι όλα μεταβάλλονται παρώθησε τον Ηράκλειτο να ισχυρισθεί ότι το κάθε τι μεταπίπτει πάντοτε εις το αντίθετό του. Την αιώνια ροή των πραγμάτων ο Ηράκλειτος την χαρακτηρίζει ως ανειρήνευτη πάλη των αντιθέσεων. Έτσι είναι κατ’ αυτόν ο πόλεμος πατήρ των πάντων. Ό,τι προς στιγμήν φαίνεται ότι υπάρχει, τούτο είναι αποτέλεσμα της πάλης αντιθέτων δυνάμεων και κινήσεων. Μέσα σ’ αυτήν την ατελεύτητη μεταβολή των πραγμάτων δεν υπάρχει τίποτε το συγκεκριμένο, το ειδικό, υπάρχει μόνον η τάξη, με την οποίαν γίνεται η ανακύκληση των αντιθέτων κινήσεων.

Την εσωτερική τάξη του κόσμου ο Ηράκλειτος την ονομάζει, όπως είδαμε και Λόγον. Το σχετικό απόσπασμα του Ηρακλείτου λέγει: «του δε λόγου τούδ’ εόντος αεί αξύνετοι γίνονται άνθρωποι και πρόσθεν ή ακούσαι και ακούσαντες το πρώτον γινομένων γαρ πάντων κατά τον λόγον τόνδε απείροισιν εοίκασι, πειρώμενοι και επέων και έργων τοιουτέων∙ οκείων εγώ διηγεύμαι κατά φύσιν διαιρέων έκαστον και φράζων όκως έχει. Τους δε άλλους ανθρώπους λανθάνει οκόσα εγερθέντες ποιούσιν όκωσπερ οκόσα εύδοντες επιλανθάνονται». Δηλαδή «ενώ ο Λόγος αυτός υπάρχει πάντοτε, οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να τον εννοήσουν και προτού τον ακούσουν και αφού τον πρωτακούσουν. Γιατί, αν και γίνονται όλα σύμφωνα με αυτόν τον λόγον, οι άνθρωποι μοιάζουν με ανίδεους και καταπιάνονται και με λόγια και με έργα, όπως αυτά που θα εκθέσω και θα διαιρέσω το καθένα κατά τη φύση του και θα εξηγήσω πώς έχει. Στους άλλους όμως ανθρώπους δεν είναι συνειδητά όσα κάνουν εν εγρηγόρσει, όπως ακριβώς λησμονούν και όσα κάνουν στον ύπνο τους». Ο αφορισμός αυτός του Ηρακλείτου είναι το αρχαιότερο φιλοσοφικό κείμενο, όπου πρώτη φορά χρησιμοποιείται η έννοια του Λόγου.

Αν αναλογισθούμε πόσο πολυσήμαντη έγινε η έννοια αυτή του Λόγου κατά την περαιτέρω πορεία της ελληνικής φιλοσοφίας, αλλά και μέσα στον Χριστιανισμό, τότε κατανοούμε ότι με τον Ηράκλειτο ανοίγει η πύλη του πνεύματος, το οποίον θα χωρίσει ες αεί την Ελλάδα και την Ευρώπη από την Ασία. Ο Λόγος χωρίζει τη φιλοσοφία και την άλλη επιστήμη από τον μύθο και μ’ αυτό την Ελλάδα από την Ασία, η οποία έμεινε πάντα τυλιγμένη στον πέπλο του μύθου. Η Ασία δεν εδημιούργησε ούτε επιστήμη ούτε φιλοσοφία. Ο Λόγος έγινε η λέξη της καρδιάς των Ελλήνων, όπως αργότερα η λέξη res έγινε η λέξη της καρδιάς των Ρωμαίων. Ο λόγος αυτός ο αιώνιος, σύμφωνα με τον οποίον γίνονται όλα, σχετίζεται από τον Ηράκλειτο με τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι είναι το σταθερό υποκείμενο και στις τρεις προτάσεις, που απαρτίζουν το ανωτέρω απόσπασμα. Από το ένα μέρος λοιπόν είναι ο λόγος ο αιώνιος, ο οποίος ρυθμίζει το γίγνεσθαι των όντων, και από το άλλο μέρος ο άνθρωπος με τη νόησή του, ο οποίος πρέπει να γνωρίσει αυτόν τον αντικειμενικό, μεταφυσικό λόγο του κόσμου. Κατά τον Ηράκλειτο υπάρχει μια διαλεκτική λογική μέσα στον αντικειμενικό κόσμο. Αυτήν ακριβώς καλείται ο άνθρωπος να την καταλάβει με τον νου του.

Ο νους του ανθρώπου έχει συγγένεια με τον λόγο του κόσμου. Ο νους έχει την δύναμη αφ’ εαυτού του να καταλάβει τον λόγο του κόσμου, την εσωτερική τάξη και αναγκαιότητα των όντων. Οι άνθρωποι όμως δεν μεταχειρίζονται τη δύναμη του νου τους για να κατανοήσουν τον λόγο του κόσμου. Γι’ αυτό δεν τον καταλαβαίνουν αυτοί προτού τον ακούσουν, ενώ θα έπρεπε και μόνοι τους να τον ανακαλύψουν, ούτε αφού τον ακούσουν από τον φιλόσοφο, ο οποίος τους τον αποκαλύπτει τώρα. Οι άνθρωποι καταγίνονται με έπεα, δηλαδή με λόγια, τα οποία είναι το αντίθετο του λόγου. Αλλά και μέσα στα καθημερινά τους έπεα και έργα δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν και τι λένε, γιατί ο νους, ο ένας λόγος μέσα τους, δεν έχει ακόμα τεθεί σε κίνηση. Ο φιλόσοφος όμως μπορεί να κατανοήσει και τα έπεα και τα έργα των ανθρώπων, διότι αυτός έχει το αντικειμενικό κριτήριο και τούτο είναι ο λόγος. Με τη γνώση αυτή του λόγου ο φιλόσοφος ερμηνεύει τι νόημα έχουν τα έπεα και τα έργα των ανθρώπων και ορίζει το κάθε τι κατά την ουσία του. Επειδή ο λόγος δεν ενεργεί μέσα τους, δεν εννοούν ούτε τι νόημα έχουν τα έργα και τα έπεά τους, τα λησμονούν όπως ακριβώς λησμονούν και τα όνειρά τους. Από το ένα μέρος είναι ο φιλόσοφος με τον λόγο, ο οποίος φωτίζει τη ζωή και τον κόσμο, από το άλλο μέρος είναι οι καθεύδοντες άνθρωποι μέσα στην τριβή και την τύρβη της ζωής.

Ο Ηράκλειτος δεν αναπτύσσει συστηματικώς την ουσία του λόγου, εξαγγέλλει όμως τον λόγον με ένα μεγάλο πάθος αυτοσυνειδησίας. Οι διατυπώσεις του είναι μονολιθικές και καλύπτονται πάντοτε από μία αινιγματική και παράδοξη μορφή. Το απόλυτον είναι εδώ ο λόγος, τον οποίον θεάζεται ο νους του φιλοσόφου. Και η θέα αυτή του απολύτου απομονώνει το φιλόσοφο από την κοινή ζωή. Εξ άλλου επειδή ο λόγος είναι ένας και κοινός, ο φιλόσοφος αγωνίζεται να υπερνικήσει τη μόνωσή του και να τον μεταδώσει σε όλους. Έτσι καλεί τους ανθρώπους να έλθουν σε εγρήγορση και να καταλάβουν τι κάνουν στην καθημερινή τους ζωή. Η ζωή αυτή δεν έχει αυτοσυνειδησία, είναι κατ’ ουσίαν ένας ύπνος, δηλαδή ανελεύθερη. Το πραγματικό του Είναι ο άνθρωπος ημπορεί να το εύρει μόνον όταν κατανοήσει τον ένα και κοινό λόγο, ο οποίος τα διέπει όλα. «Όμως, αν και ο λόγος είναι κοινός, οι πολλοί άνθρωποι ζουν ωσάν να είχε ο καθένας δική του σκέψη». Τούτο είναι το παράπονο του φιλοσόφου.

Η απόσταση που χωρίζει τον Ηράκλειτο από τους Μιλησίους φιλοσόφους είναι ολοφάνερη. Με τον Ηράκλειτο η φιλοσοφία έκανε ένα τεράστιο βήμα προς τα εμπρός. Ο ίδιος ο φιλόσοφος έχει έντονα τη συνείδηση της διαφοράς του από τους Μιλησίους, αλλά και από τον Πυθαγόρα, του οποίου την πολυμάθεια χαρακτηρίζει ως κακοτεχνία, ως απατηλό τέχνασμα. Ο Ηράκλειτος ζητεί τη μία και καθολική γνώση, θέλει να καταλάβει τι συνέχει τον κόσμο ως προς την ενότητα και εσωτερικότητά του, και ταυτοχρόνως ποιο είναι το νόημα της ζωής του ανθρώπου. Είναι ο πρώτος μεγάλος μεταφυσικός. Για τούτο και η επίδρασή του και κατά την αρχαιότητα και κατά τη νεώτερη εποχή υπήρξε πολύ μεγάλη.