Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Που "κατοικεί" το μυαλό μας;

Το ερώτημα «πού ακριβώς «κατοικούν» το μυαλό και η συνείδησή μας» απασχολεί επιστήμονες και φιλοσόφους εδώ και αιώνες. Τα τελευταία χρόνια, με τη βοήθεια των νέων τεχνικών, οι ειδικοί έχουν αρχίσει να συσχετίζουν διάφορες περιοχές του εγκεφάλου με συγκεκριμένες λειτουργίες, εντοπίζοντας κατά κάποιο τρόπο πού βρίσκονται τα βασικά κέντρα για τις σημαντικότερες από αυτές. Τώρα, όμως, η μελέτη ενός άνδρα, ο οποίος εξακολουθεί να έχει φυσιολογική συνείδηση του εαυτού του παρά το γεγονός ότι οι τρεις βασικές περιοχές που θεωρούνται απαραίτητες για κάτι τέτοιο έχουν καταστραφεί ολοκληρωτικά, έρχεται να ανατρέψει τα δεδομένα, αποδεικνύοντας ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι τελικά ακόμη πιο σύνθετος από ό,τι νομίζαμε.

Ο Ρότζερ –ή «ασθενής Ρ.» όπως περιγράφεται στη μελέτη που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση PLoS– είναι ένας άνδρας 57 ετών ο οποίος το 1980 έχασε μεγάλο μέρος του εγκεφαλικού ιστού του εξ αιτίας σοβαρής ιογενούς εγκεφαλίτιδας. Ο ιός του έρπητα, από τον οποίο είχε προσβληθεί, κατέστρεψε σχεδόν ολοσχερώς τις τρεις περιοχές που θεωρείται ότι σχετίζονται με τη συνείδηση του εαυτού μας – τον νησαίο φλοιό, τον πρόσθιο φλοιό του προσαγωγίου και τον έσω προμετωπιαίο φλοιό.

Μια τέτοια καταστροφή, σύμφωνα με τις κρατούσες θεωρίες, θα έπρεπε να έχει καταστήσει τον ασθενή «μη λειτουργικό». Αυτό όμως δεν συνέβη. «Οι περισσότεροι άνθρωποι που συναντούν τον Ρότζερ δεν καταλαβαίνουν ότι έχει κάποιο πρόβλημα», ανέφερε στο σχετικό δελτίο Τύπου ο Ντέιβιντ Ράντροφ, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Αϊόβα και επικεφαλής της μελέτης. «Βλέπουν έναν φυσιολογικό μεσήλικα ο οποίος περπατάει, μιλάει, ακούει και ενεργεί με τρόπο που δεν διαφέρει από το μέσο όρο. Σύμφωνα με τις ως τώρα έρευνες ο άνθρωπος αυτός θα έπρεπε να είναι ένα… ζόμπι. Δείξαμε όμως ότι σε καμία περίπτωση δεν είναι κάτι τέτοιο».

Σε προηγούμενη μελέτη του ο καθηγητής είχε διαπιστώσει ότι εκτός από την πλήρη απώλεια της «αυτοβιογραφικής» μνήμης, οι υπόλοιπες νοητικές λειτουργίες του ασθενούς ήταν φυσιολογικές. «Ο Ρότζερ έχει φυσιολογικό δείκτη ευφυΐας, μέτριες ή και άνω του μετρίου ικανότητες προσοχής, λειτουργικής μνήμης και εκτελεστικών λειτουργίών, καθώς και πολύ καλή ικανότητα ομιλίας και λόγου», είχε γράψει σε άρθρο το 2010. «Στην πραγματικότητα τα μόνα εμφανή ελαττώματα που φαίνεται να παρουσιάζει είναι μια ολική αμνησία καθώς και σοβαρή ανοσμία και αγευσία».

Όλα τα παραπάνω έκαναν τον κ. Ράντροφ να αμφιβάλλει για το κατά πόσον τα γενικώς αποδεκτά συμπεράσματα της πρόσφατης νευροεπιστήμης είναι απολύτως σωστά. Για τον λόγο αυτό αποφάσισε να εξετάσει ενδελεχώς την ικανότητα αυτοσυνείδησης του Ρότζερ. Αρχικά ο ίδιος και οι συνεργάτες του διαπίστωσαν την έκταση των βλαβών στις εμπλεκόμενες περιοχές. Όπως είδαν η νησίδα είχε καταστραφεί κατά 90% και ο φλοιός του προσαγωγίου κατά 99%, ενώ ο εγκεφαλικός ιστός που απέμενε στα «καίρια» σημεία παρουσίαζε ανωμαλίες και ήταν αποσυνδεδεμένος από τον υπόλοιπο εγκέφαλο.

Στη συνέχεια οι ερευνητές υπέβαλαν τον Ρότζερ σε μια σειρά από βασικά τεστ, όπως το να αναγνωρίζει τον εαυτό του στον καθρέφτη ή σε φωτογραφίες, και μέτρησαν την αντίδρασή του στο γαργάλημα (όσο και αν φαίνεται αστείο, αυτό αποτελεί ένα μέτρο εξέτασης της αντίληψης του εαυτού μας). Οι επιδόσεις του σε όλα ήταν πλήρως ικανοποιητικές, ενώ οι επιστήμονες παρατήρησαν επίσης ότι είχε την ικανότητα να αντεπεξέρχεται σε σύνθετες κοινωνικές καταστάσεις καθώς και εμφανή αίσθηση του χιούμορ – ιδιότητες οι οποίες δείχνουν ότι είναι σε θέση να αντιληφθεί και να αντιπαραβάλλει τη σκέψη και τα συναισθήματα των άλλων με τα δικά του.

Το γεγονός ότι η αυτοσυνείδηση του Ρότζερ εμφανίστηκε να παραμένει ανέπαφη παρά την καταστροφή των θεωρούμενων απαραίτητων γι’ αυτή την ικανότητα περιοχών υποδηλώνει, σύμφωνα με τον κ. Ράντροφ, ότι η συνείδηση δεν θα πρέπει να αναζητείται σε συγκεκριμένα κέντρα. «Όπως φαίνεται η αυτοσυνείδηση προκύπτει από πολύ πιο διάχυτες αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε δίκτυα διάφορων περιοχών του εγκεφάλου», ανέφερε προσθέτοντας ότι οι γνώσεις μας έχουν πολλά κενά και ότι υπάρχουν ακόμη θεμελιώδεις μηχανισμοί τους οποίους αγνοούμε. «Σε όλους μας αρέσουν οι απλές απαντήσεις σε σύνθετα ερωτήματα, γι’ αυτό και τείνουμε να υπεραπλουστεύουμε τις αντιλήψεις μας σχετικά με τον εγκέφαλο και το μυαλό», τόνισε ο ερευνητής.

Τίμων ο μισάνθρωπος (Λουκιανός)

Η πλοκή τού έργου, εμφανίζει τον Τίμωνα να σκάβει με την αξίνα στο χωράφι του. Σε μια στιγμή, τον πιάνει το παράπονο και κοιτώντας προς τον ουρανό, διαμαρτύρεται στους θεούς και ειδικά στον Δία, για την αδικία που του συνέβη. Μιλάει με λόγια πικρά και σκληρά, στηλιτεύοντας την θεϊκή αδιαφορία και οκνηρία, που επέφερε και την απαξίωση των θεών απ’ τους ανθρώπους.

Ο Τίμων ο Αθηναίος, ο παροιμιώδης μισάνθρωπος, σύμφωνα με πληροφορίες που μας διασώζονται από την αρχαιότητα, ήταν γιος του Εχεκρατίδη από τον δήμο Κολυττό και έζησε τον καιρό του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ο Αριστοφάνης, ο Πλούταρχος και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς, τον αναφέρουν. Ο Νεάνθης ο Κυζικινός μάλιστα, του 3ου αιώνα π.Χ., είχε γράψει την βιογραφία του. Οι κωμωδιογράφοι, επίσης τον χρησιμοποιούσαν, για να πλάσουν ανάλογους τύπους: Ο Φρύνιχος τον Μονότροπο, ο Αντιφάνης τον Τίμωνα, ο Μένανδρος τον Δύσκολο.
Ο Πλούταρχος, μας λέει ότι ο μόνος άνθρωπος που ο Τίμων πότε πότε συναντούσε, γιατί ασπάστηκε κι αυτός τον ίδιο τρόπο ζωής, ήταν κάποιος με το όνομα Ασήμαντος -μισάνθρωπος κι αυτός. Και σ’ αυτόν όμως, δεν χαριζόταν. Κάποτε, στη γιορτή προς τιμήν των νεκρών, έτρωγαν μαζί, όταν ο Ασήμαντος είπε: «Τίμων, πόσο ωραίο είναι το συμπόσιό μας». Για να λάβει την απάντηση απ’ τον Τίμωνα: «Θα ήταν, αν δεν ήσουν κι εσύ εδώ». Μας λέει ακόμη ο Πλούταρχος, ότι ο Τίμων παρουσιάστηκε στην εκκλησία του δήμου κι αφού ανέβηκε στο βήμα, είπε στους κατάπληκτους Αθηναίους: «Άνδρες Αθηναίοι, γνωρίζετε ότι έχω ένα κτήμα στον Υμηττό κι ότι σ’ αυτό υπάρχει μια συκιά, απ’ την οποία πολλοί έως τώρα κρεμάστηκαν. Επειδή λοιπόν, σκοπεύω να χτίσω μια καλύβα κι αποφάσισα να την κόψω, θέλω να σας το ανακοινώσω, για να σπεύσουν να κρεμαστούν, όσοι από εσάς θέλουν».
Όπως λέγεται, έπεσε από μια αχλαδιά και κτύπησε το πόδι του, αλλά επειδή δεν θέλησε να δεχτεί γιατρό, πέθανε από γάγγραινα. Τάφηκε κοντά στη θάλασσα, στον δρόμο από τον Πειραιά για το Σούνιο. Το κύμα έκανε τον τάφο του δυσπρόσιτο στους ανθρώπους και η επιτύμβια επιγραφή που αποδίδεται σ’ αυτόν, λέγεται πως είναι γραμμένη απ’ τον ίδιο:«Αφήνοντας μια άθλια ζωή, αναπαύομαι εδώ πέρα. Τ’ όνομά μου δεν πρόκειται να το μάθετε και να πάτε στον κόρακα». Μια άλλη επιγραφή που έχει διασωθεί και ανήκει στον επιγραμματοποιό Ηγήσιππο, γράφει: «Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουν και πιο κοντά αν θες να ’ρθείς, τα πόδια σου ματώνουν. Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσει. Και τώρα δρόμο, αρκετά, μ’ όσα μ’ έχεις στολίσει» (Παλατινή Ανθολογία, VΙΙ 320).
Ο Λουκιανός λοιπόν, είχε στα χέρια του την σχετική παράδοση και με την φαντασία του και την ευρηματικότητά του, έδωσε την δική του πλοκή στο έργο.
Διαβάζουμε στον Λουκιανό, ότι ο Τίμων έγινε μισάνθρωπος εξ αιτίας τής αχαριστίας των φίλων, που του έφαγαν τα λεφτά και μετά του γύρισαν την πλάτη. Γι’ αυτό αποτραβήχτηκε στους πρόποδες του Υμηττού, όπου ζούσε καλλιεργώντας ένα μικρό χωράφι. Πιο κάτω, μας παρουσιάζει τον Τίμωνα, ν’ ανακαλύπτει με την αξίνα του έναν θησαυρό, δώρο των θεών. Έχει έτσι την δυνατότητα πλέον, να δώσει ένα γενναίο μάθημα σε όλους εκείνους τους κόλακες, που σπεύδουν να τον συναντήσουν, μόλις αντιλαμβάνονται ότι ξανάγινε πλούσιος.
Αυτό το εύρημα του Λουκιανού, τα ξαναποκτημένα πλούτη, του έδωσε την ευκαιρία να πει διάφορες αλήθειες πάνω στον ανθρώπινο χαρακτήρα και τις αδυναμίες του. Να χτυπήσει και πάλι τους ψευτορήτορες και φιλόσοφους, τα παράσιτα και τους κόλακες και να χλευάσει την μικρότητα των θεών. Ο Λουκιανός, οπωσδήποτε χρωστά πολλά στην κωμωδία και στο σημείο ετούτο ο «Πλούτος» του Αριστοφάνη, του έδωσε ιδέες.
Ο διάλογος αυτός, που θεωρήθηκε από ικανούς κριτικούς ως το αριστούργημα του Λουκιανού, ανήκει στην πρώιμη σατιρική περίοδο του συγγραφέα (162-166 μ.Χ.). Και στα νεώτερα χρόνια πάντως, η μορφή τού Τίμωνα, όπως αποδίδεται από τον Λουκιανό, είχε επίδραση στους συγγραφείς. Ο Σέξπιρ έγραψε τον «Τίμωνα τον Αθηναίο» κι ο Μολιέρος τον «Μισάνθρωπο».

Τίμων ο μισάνθρωπος

[Η πλοκή τού έργου, εμφανίζει τον Τίμωνα να σκάβει με την αξίνα στο χωράφι του. Σε μια στιγμή, τον πιάνει το παράπονο και κοιτώντας προς τον ουρανό, διαμαρτύρεται στους θεούς και ειδικά στον Δία, για την αδικία που του συνέβη. Μιλάει με λόγια πικρά και σκληρά, στηλιτεύοντας την θεϊκή αδιαφορία και οκνηρία, που επέφερε και την απαξίωση των θεών απ' τους ανθρώπους. Ψηλά στον ουρανό (εκεί τοποθετεί ο Λουκιανός τους θεούς), ο Δίας κι ο Ερμής παρακολουθούν τον μονόλογο του Τίμωνα, συζητούν μεταξύ τους και σχολιάζουν τα λόγια του. Ο Δίας, αφού πληροφορείται απ' τον Ερμή, πως ο Τίμων, όσο ήταν πλούσιος δεν παρέλειπε να τιμά τους θεούς με θυσίες, αποφασίζει να του επιστρέψει τα πλούτη του (εδώ, ο Λουκιανός καταλογίζει στους θεούς υστεροβουλία). Δίνει λοιπόν εντολή στον Ερμή, να πάρει μαζί του τον τυφλό Πλούτο και τον Θησαυρό και να επισκεφτούν τον Τίμωνα, παρ' ότι η Πενία έχει τις δικές της αντιρρήσεις κι αποφασίζει ν' αποχωριστεί τον Τίμωνα, παίρνοντας μαζί της τον Κόπο και την Σοφία. Ο Τίμων, σκάβοντας ανακαλύπτει τον θησαυρό και περιχαρής αποφασίζει να πάρει την εκδίκησή του απ' τους κόλακες, οι οποίοι μαθαίνοντας τα νέα, σπεύδουν να τον συναντήσουν...]
Τίμων: Από παντού τρέχουν σκονισμένοι και λαχανιασμένοι, γιατί μυρίστηκαν -δεν ξέρω από που- το χρυσάφι. Τί να κάνω λοιπόν; Ν’ ανέβω σ’ αυτόν τον βράχο και να τους διώξω με τις πέτρες, ή θα είναι μεγάλη παράβαση να τους μιλήσω για μια φορά και μόνο, για να πικραθούν ακόμα πιο πολύ, που περιφρονούνται; Νομίζω ότι αυτό είναι το καλύτερο. Ας τους υποδεχτώ λοιπόν… Για να δούμε, ποιός είναι ο πρώτος; Ο Γναθωνίδης* ο κόλακας, που προχθές, όταν του ζήτησα μια χάρη, μου έδωσε ένα σχοινί για να πάω να κρεμαστώ κι ας είχε ξεράσει, πολλές φορές, ολόκληρα βαρέλια κρασί στο σπίτι μου. Μα έκανε καλά που ήρθε. Θα βογκήξει πριν από τους άλλους.
[* Σε ελεύθερη απόδοση, τον φανταστικό χαρακτήρα του Σαγωνίδη, που επινοεί ο Λουκιανός, κάποιος σύγχρονος σατιρικός συγγραφέας, θα τον ονόμαζε «Σαγόνια» ή «Φαταούλα»]
Γναθωνίδης: Δεν το ‘λεγα εγώ, πως οι θεοί δεν θα παραμελήσουν τον Τίμωνα, έναν τόσο καλό άνθρωπο; Γεια και χαρά Τίμωνα, ομορφάνθρωπε, γλυκύτατε και ανοιχτόκαρδε.
Τίμων: Γεια σου κι εσένα Γναθωνίδη, πιο αχόρταγε απ’ όλα τα όρνια και πιο δόλιε απ’ όλους τους ανθρώπους.
Γναθωνίδης: Πάντα σου αρέσει να πειράζεις τους ανθρώπους… Μα, πού είναι το συμπόσιο; Σου φέρνω ένα καινούριο τραγούδι, απ’ τους διθυράμβους που γράφτηκαν τελευταία.
Τίμων: Όταν θα σε πλακώσω με το δικέλλι μου, θα τραγουδήσεις και μοιρολόγια και μάλιστα με πολύ πάθος.
[Ο Τίμων, λέγοντας αυτά τα λόγια, χτυπάει τον Γναθωνίδη.]
Γναθωνίδης: Τί είναι αυτό; Τίμωνα με χτυπάς; Είστε μάρτυρες, ω Ηρακλή, ωχ ωχ ωχ! Θα σε καταγγείλω στον Άρειο Πάγο για επικίνδυνες σωματικές βλάβες!
Τίμων: Λίγο ακόμα αν μείνεις εδώ, να είσαι σίγουρος ότι θα κατηγορηθώ για φόνο.
Γναθωνίδης: Όχι, θα φύγω… Μα γιάτρεψέ με τουλάχιστον την πληγή, πασπαλίζοντας πάνω της λίγο χρυσάφι. Είναι πολύ αιμοστατικό αυτό το φάρμακο.
Τίμων: Ακόμα εδώ είσαι;
Γναθωνίδης: Θα φύγω. Κι εσύ όμως δεν θα καλοπεράσεις, που από καλός άνθρωπος που ήσουν, έγινες τόσο σκληρός.
Τίμων: Ποιός είναι αυτός ο φαλακρός που έρχεται; Α, ο Φιλιάδης είναι. Ο πιο σιχαμερός απ’ όλους τους κόλακες. Κι αυτός πήρε από μένα ολόκληρα χωράφι και δύο τάλαντα προίκα για την κόρη του. Ήταν αμοιβή για τον έπαινο που που μου έκανε, όταν κάποτε τραγούδησα και, ενώ όλοι σιωπούσαν, αυτός με παίνεψε πολύ, παίρνοντας όρκο ότι είμαι πιο μελωδικός κι απ’ τους κύκνους. Όταν τις προάλλες με είδε άρρωστο και πλησίασα ζητώντας βοήθεια, με έδειρε για τα καλά, ο γενναίος αυτός άνδρας.
Φιλιάδης: Ω τι ντροπή! Τώρα τον μάθατε τον Τίμωνα; Τώρα έγινε ο Γναθωνίδης φίλος και συμπότης; Λοιπόν, καλά έπαθε, έτσι αχάριστος που είναι. Ενώ εμείς οι παλιοί γνώριμοι, παιδικοί φίλοι και συμπολίτες, μένουμε πίσω, για να μην φανούμε υπερβολικοί. Γεια σου αφέντη Τίμωνα. Κοίταξε πως να φυλαχτείς απ’ αυτούς τους βρομερούς κόλακες, που είναι μόνο για τραπέζια και δεν διαφέρουν από τα κοράκια. Δεν πρέπει να έχει κανείς σήμερα εμπιστοσύνη σε κανέναν. Όλοι αχάριστοι και κακοί. Εγώ όμως, να, σου έφερα ένα τάλαντο, να το έχεις για τις επείγουσες ανάγκες σου κι έτυχε όπως ερχόμουν, ν’ ακούσω που έχεις γίνει πάμπλουτος. Έχω έρθει λοιπόν, να σου δώσω τούτες τις συμβουλές, αν κι εσύ βέβαια είσαι τόσο σοφός και ίσως δεν θα σου χρειαστούν τα λόγια τα δικά μου, γιατί εσύ θα μπορούσες να συμβουλεύσεις ακόμα και τον σοφό Νέστορα.
Τίμων: Θα γίνουν αυτά, Φιλιάδη. Μα έλα λίγο πιο κοντά να σε περιποιηθώ κι εσένα.
[Ο Τίμων χτυπά τον Φιλιάδη.]
Φιλιάδης: Άνθρωποι, μου έσπασε το κεφάλι ο αχάριστος, επειδή τον συμβούλεψα για το καλό του.
Τίμων: Να, έρχεται και τρίτος: Ο ρήτορας Δημέας, που κρατάει ψήφισμα στα χέρια και λέει ότι είναι συγγενής μου. Αυτός, ενώ με δικά μου χρήματα πλήρωσε 16 τάλαντα για να μην μπει φυλακή επειδή χρωστούσε και δεν τα έδινε κι εγώ τον λυπήθηκα και τον ελευθέρωσα, όταν προχθές κληρώθηκε να μοιράζει τα θεωρικά* κι εγώ πήγα να ζητήσω το ποσό μου, είπε πως δεν με ήξερε για πολίτη.
[* Τα θεωρικά, ήταν χρήματα του δημοσίου ταμείου, που δινόταν κατά την αρχαιότητα σε άπορους Αθηναίους πολίτες για να μπορούν να παρακολουθούν θεατρικές παραστάσεις.]
Δημέας: Γεια σου Τίμωνα! Μεγάλη δόξα της γενιάς μας, στήριγμα της Αθήνας και προμαχώνα της Ελλάδος! Εδώ και ώρα, ο λαός και οι δυο βουλές, έχουν συγκεντρωθεί και σε περιμένουν. Πριν όμως, άκουσε το ψήφισμα που έχω γράψει για σένα: «Επειδή ο Τίμων ο Εχεκρατίδης από τον Κολυττό, όχι μόνο καλός και αγαθός είναι, αλλά και σοφός όσο κανένας άλλος στην Ελλάδα, πράττει πάντα για την πόλη τα πιο σωστά κι επειδή έχει νικήσει στην Ολυμπία, την ίδια μέρα, στην πυγμαχία και στην πάλη, στο τρέξιμο, στο άρμα…».
Τίμων: Μα εγώ δεν έχω πάει ποτέ στη Ολυμπία, ούτε σαν θεατής!
Δημέας: Και τί σημασία έχει αυτό; Θα πας αργότερα! Είναι καλύτερα να προσθέτουμε κάτι τέτοια. «…Και ανδραγάθησε υπέρ της πόλεως πέρυσι στις Αχαρνές και τσάκισε δύο τμήματα Πελοποννήσιων…».
Τίμων: Μα τί λες; Ούτε στον κατάλογο δεν ήμουν γραμμένος, επειδή δεν είχα όπλα!
Δημέας: Είσαι πολύ μετριόφρων Τίμωνα, αλλά εμείς θα ήμασταν αχάριστοι αν τα ξεχνούσαμε όλα αυτά. «…Ακόμη και με ψηφίσματα και συμβουλές δεν πρόσφερε μικρές υπηρεσίες στην πόλη. Για όλα αυτά, η βουλή και ο δήμος και η Ηλιαία χωριστά κατά φυλές και οι δήμοι ξεχωριστά ο καθένας, και όλοι μαζί να στήσουν χρυσό άγαλμα του Τίμωνα, δίπλα στην Αθηνά στην Ακρόπολη, με κεραυνό στο δεξί χέρι και ακτίνες στο κεφάλι. Και να τον στεφανώσουν με επτά χρυσά στεφάνια σήμερα κατά την παράσταση νέων τραγωδιών στα Διονύσια. Πρέπει για χάρη του, σήμερα να γιορταστούν τα Διονύσια. Την πρόταση έκανε ο Δημέας ο ρήτορας, στενός συγγενής και μαθητής του. Γιατί ο Τίμων είναι άριστος ρήτορας και όλα τ’ άλλα όσα θα ήθελε να είναι». Αυτό είναι το ψήφισμα για σένα. Εγώ μάλιστα, ήθελα να σου φέρω και τον γιο μου, που προς τιμήν σου τον έχω ονομάσει Τίμωνα.
Τίμων: Μα καλά… Πώς έχεις παιδί, αφού εσύ, καθ’ όσον γνωρίζω, είσαι άγαμος;
Δημέας: Μα θα πάρω γυναίκα, την χρονιά που μας έρχεται. Θα κάνω παιδί και το παιδί που θα γεννηθεί -και θα είναι φυσικά αγόρι- από τώρα το ονομάζω Τίμωνα.
Τίμων: Δεν ξέρω ποια γυναίκα θα σε πάρει, μετά απ’ το βρομόξυλο που θα σου δώσω.
[Ο Τίμων χτυπάει τον Δημέα.]
Δημέας: Τί είναι τούτο πάλι; Επιχειρείς να γίνεις τύραννος και χτυπάς τους ελεύθερους πολίτες, ενώ εσύ ούτε γνήσια ελεύθερος είσαι, αλλά ούτε και πολίτης; Μα γρήγορα θα τιμωρηθείς για όλα και γιατί έβαλες φωτιά στην Ακρόπολη.
Τίμων: Η Ακρόπολη δεν έχει καεί άθλιε. Είναι ολοφάνερο λοιπόν ότι με συκοφαντείς.
Δημέας: Έγινες πλούσιος όμως, επειδή έσκαψες κρυφά κι έφτασες στον οπισθόδομο του Παρθενώνα.
Τίμων: Ούτε κι αυτός έχει σκαφτεί, επομένως ούτε κι αυτό θα γίνει πιστευτό.
Δημέας: Θα σκαφτεί αργότερα. Εσύ όμως, έχεις τώρα όλα όσα ήταν εκεί μέσα.
Τίμων: Ε δεν υποφέρεσαι! Πάρε κι άλλη!
Δημέας: Ωχ, η πλάτη μου!
Τίμων: Μη σκούζεις, γιατί θα φας κι άλλες. Εξάλλου, θα ήμουν εντελώς γελοίος, αν δεν τσάκιζα ένα ελεεινό ανθρωπάκι σαν εσένα, ενώ κατέσφαξα άοπλος δύο τμήματα Σπαρτιατών. Μάταιη θα ήταν και η νίκη μου στην πυγμαχία και στην πάλη στους Ολυμπιακούς Αγώνες… Αλλά, τί είναι τούτο πάλι; Αυτός δεν είναι ο Θρασυκλής ο φιλόσοφος; Σίγουρα δεν είναι άλλος. Άπλωσε και τη γενειάδα του, σήκωσε τα φρύδια του κι έρχεται όλο καμάρι…Αυτός ο ευπρεπής στην εμφάνιση, ο κόσμιος στο βάδισμα και σοβαρός στο ντύσιμο, από το πρωί αρχίζει και λέει τα μύρια όσα για την αρετή, κατηγορώντας εκείνους που χαίρονται την ηδονή και επαινώντας την ολιγάρκεια. Από την ώρα όμως που λούζεται και στρώνεται στο τραπέζι και ο υπηρέτης του προσφέρει το μεγάλο κρασοπότηρο -του αρέσει πιο πολύ το ανέρωτο κρασί- λες και ήπιε το νερό της λησμονιάς, παρουσιάζεται εντελώς αντίθετος από τις πρωινές διδαχές του. Αρπάζει σαν κοράκι το φαγητό μπρος απ’ τους άλλους και σπρώχνει τον διπλανό του με πασαλειμμένα γένια και φέρσιμο σκύλου, σκύβει στις γαβάθες σαν να περιμένει να βρει μέσα σ’ αυτές την αρετή, σκουπίζει τα με το δάκτυλο καλά τις κούπες, ώστε να μην αφήσει ίχνος φαγητού. Πάντα κλαίγεται, ακόμα κι αν πάρει ολόκληρη την πίτα και το γουρουνόπουλο, δείγμα της λαιμαργίας και της αχορτασιάς. Μέθυσος και έκλυτος, όχι μόνο ως το σημείο του τραγουδιού και του χορού, μα φθάνοντας στην βρισιά και στον θυμό. Επιπλέον, φλυαρεί ασύστολα την ώρα που πίνει και προπάντων για σωφροσύνη και ευπρέπεια. Τέλος, μερικοί τον σηκώνουν και τον βγάζουν έξω, ενώ κρατά με τα δυο του χέρια την αυλοπαίχτρια. Όμως και ξεμέθυστος, σε κανέναν δεν θα παραχωρούσε τα πρωτεία της ψευτιάς, της θρασύτητας και της φιλαργυρίας. Αλλά κι απ’ τους κόλακες είναι ο πρώτος και πολύ εύκολα πατάει τον όρκο του. Η απάτη πάει μπροστά του και η ξεδιαντροπιά τον ακολουθεί. Γενικά, είναι ένα πάνσοφο πράγμα, από κάθε πλευρά σωστό και με ποικιλοτρόπως τέλειο. Θα κλάψει λοιπόν γρήγορα κι αυτός… Βρε, βρε, βρε! Καλώς τον Θρασυκλή! Χρόνια είχα να σε δω.
Θρασυκλής: Δεν έχω έρθει Τίμωνα, για τους ίδιους λόγους που ήρθαν οι άλλοι. Όπως έτρεξαν για παράδειγμα αυτοί που θαυμάζουν τα πλούτη σου, περιμένοντας ασήμι και χρυσάφι και πλούσια δείπνα, για να πουν πολλές κολακείες σ’ έναν άνθρωπο, όπως εσύ, απλό κι ανοιχτοχέρη. Ξέρεις βέβαια ότι το κριθαρόψωμο, για μένα, είναι δείπνο αρκετό. Προσφάγι νοστιμότατο το θυμάρι ή το κάρδαμο και, όταν καμμιά φορά το ρίχνω στην καλοπέραση, βάζω και λίγο αλάτι. Πιοτό μου, το νερό από την Εννεάκρουνο. Κι αυτό το ταπεινό τριβώνιο που φοράω, καλύτερο κι από βασιλική πορφύρα. Το χρυσάφι καθόλου πιο πολύτιμο από τα χαλίκια του γιαλού. Κουβαλήθηκα όμως εδώ, μόνο για χάρη σου. Για να μην σε διαφθείρει το πιο πιο κακό και καταστρεπτικό πράγμα: Ο πλούτος. Εάν λοιπόν μ’ ακούσεις, σίγουρα θα τον πετάξεις όλον στην θάλασσα, διότι είναι περιττός σ’ έναν άνθρωπο αγαθό, που μπορεί να καταλάβει τον πλούτο της φιλοσοφίας. Μην τον ρίξεις όμως βαθειά, καλέ μου, αλλά μόλις μπεις στο νερό μέχρι την μέση, λίγο πιο πέρα απ’ την ακτή και να σε βλέπω μόνο εγώ. Κι αν δεν σ’ αρέσει έτσι, εσύ με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, βγάλ’ τον έξω απ’ το σπίτι σου και μην αφήσεις για τον εαυτό σου ούτε έναν οβολό. Μοίρασέ τον σε όλους όσους έχουν ανάγκη. Εάν μάλιστα κάποιος είναι φιλόσοφος, είναι πιο δίκαιο να του δώσεις κάτι παραπάνω. Και σ’ εμένα -αν και δεν ζητώ τίποτα για τον εαυτό μου, αλλά για κάτι φίλους που έχουν ανάγκη- φτάνει να μου γεμίσεις ετούτο το ταγάρι που δεν χωράει καλά καλά, ούτε δύο αιγινιτικούς μεδίμνους.* Πρέπει ο φιλόσοφος να είναι ολιγαρκής και μετριόφρων και να μην σκέφτεται τίποτε άλλο πέρα απ’ το ταγάρι του.
[* Ο μέδιμνος ήταν μονάδα μέτρησης όγκου για στερεά προϊόντα. Υπήρχε ο αττικός μέδιμνος που ισοδυναμούσε με 51,84 λίτρα και ο αιγινιτικός που τον χρησιμοποιούσαν και σε όλη την Πελοπόννησο και ήταν κατά 30% μεγαλύτερος του αττικού. Γι' αυτό κι ο πλεονέκτης Θρασυκλής ζητά το δώρο του σε αιγινιτικά μέτρα.]
Τίμων: Εύγε Θρασυκλή. Είσαι αξιέπαινος γι’ αυτά που λες. Μα πριν σου γεμίσω το ταγάρι, έλα λίγο πιο κοντά αν θες να σου γεμίσω το κεφάλι γροθιές και να σε κάνω ασήκωτο απ’ το ξύλο.
[Ο Τίμων χτυπάει τον Θρασυκλή.]
Θρασυκλής: Ω δημοκρατία και νόμοι! Σε ελεύθερη πόλη δεχόμαστε χτυπήματα από έναν καταραμένο!
Τίμων: Γιατί αγανακτείς καλέ μου; Μήπως σε ξεγέλασα; Μα θα σου προσθέσω και τέσσερις χοίνικες* επιπλέον… Μα τί είναι αυτό; Έρχονται πολλοί μαζί. Εκείνος είναι ο Βλεψίας κι ο Λάχης, ο Γνίφων και όλο το σύνταγμα που θα βογκήξουν. Καλύτερα ν’ ανέβω σ’ αυτόν τον βράχο τώρα, για να ξεκουράσω το δικέλλι μου και να μαζέψω ο ίδιος όσο πιο πολλές πέτρες γίνεται και να τους πετροβολήσω από μακριά.
[* Ο χοίνικας ήταν μονάδα όγκου για ξηρά προϊόντα και ισοδυναμούσε με το 1/4 του μεδίμνου.]
[Ο Τίμων ανεβαίνει στον βράχο κι αρχίζει να πετάει πέτρες σ' αυτούς που πλησιάζουν.]
Βλεψίας: Καλά βρε Τίμων, μη βαράς! Θα φύγουμε!
Τίμων: Ναι, αλλά όχι χωρίς αίματα και τραύματα!

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ. «Αλέξανδρος ή Ψευδομάντις»

Πρόκειται για έργο μοναδικό στο οποίο περιγράφεται, από την ανεπανάληπτη πέννα του Λουκιανού, τόσο η απατηλή τέχνη των αγυρτών μάγων και προφητών (μέντιουμ), όσο και η άθλια καθυστέρηση των αμόρφωτων μαζών («διότι έβλεπον ότι και εις τους δύο, και εις τον φοβούμενον και εις τον ελπίζοντα, η πρόγνωσις είνε λίαν αναγκαία και επιθυμητή»). Είναι άκρως εντυπωσιακή η διαπίστωση ότι, μετά παρέλευση δυο σχεδόν χιλιετιών, δεν έχει αλλάξει καθόλου η κατάσταση που περιγράφει ο συγγραφέας. Αξίζει τον κόπο να απολαύσει κανείς και το θέμα αυτό καθ’ εαυτό αλλά και την λογοτεχνική δεινότητα του Λουκιανού.
Μπορούμε να φανταστούμε τον βαθμό καταπολέμησης της δεισιδαιμονίας και των ψυχοφθόρων συναισθημάτων της ελπίδας, του φόβου και της μανίας για πρόγνωση, που προκύπτει εκ των δύο πρώτων, στην περίπτωση που τα έργα του Λουκιανού διδάσκονταν με επιμέλεια στα σχολεία, όπως επίσης και την τύχη των χιλιάδων μέντιουμ που μαστίζουν την ελληνική κοινωνία. Κυρίως όμως την τύχη του παπαδαριού και των καλόγερων της ορθόδοξης εκκλησίας, οι οποίοι λυμαίνονται στην κυριολεξία τον αμαθή και καθυστερημένο πληθυσμό της χώρας, βυθίζοντάς τον, συνεχώς κι ακόμα περισσότερο, στην ελεεινή και σιχαμερή κατάσταση του απόλυτου σκοταδισμού.

«Αλέξανδρος ή Ψευδομάντις».

1. Συ μεν ίσως, ώ φίλτατε Κέλσε1, νομίζεις μικρόν και εύκολον εκείνο το οποίον μου παραγγέλλεις, δηλαδή να σου γράψω βιβλίον περί του βίου και των τεχνασμάτων, των τολμημάτων και των μαγειών του αγύρτου Αλεξάνδρου του Αβωνοτειχίτου και σου το πέμψω· αλλ’ εάν θέλη τις να περιγράψη τα καθέκαστα ακριβώς, δεν θα είνε ευκολώτερον από το να ιστόρηση τας πράξεις του Αλεξάνδρου, υιού του Φιλίππου· τόσον ούτος υπήρξε μέγας κατά την κακίαν, όσον εκείνος κατά την αρετήν.

2. Αλλ’ όμως εάν μέλλης να αναγνώσης με επιείκειαν όσα θα σου γράψω και να συμπλήρωσης τας ελλείψεις της ιστορίας, θα αναλάβω τον άθλον και του Αυγείου τον σταύλον, αν όχι όλον, αλλ’ όσον δύναμαι θα προσπαθήσω να καθαρίσω, εξάγων ολίγους κοφίνους, ώστε να δύνασαι εξ εκείνων να συμπεράνης πόση και πόσον απερίγραπτος ήτο η όλη κόπρος, την οποίαν τρισχίλιοι βόες επί πολλά έτη θα ηδύναντο να παραγάγωσι Εντρέπομαι και διά τους δύο, διά σε και διά τον εαυτόν μου· διά σε, απαιτούντα να παραδοθή εις τους μεταγενεστέρους διά της γραφής η μνήμη ανθρώπου τρισκαταράτου και διά τον εαυτόν μου καταγινόμενον εις τοιούτον έργον και ασχολούμενον διά τας πράξεις ανθρώπου ο οποίος δεν είνε άξιος να αναγινώσκουν περί αυτού οι μορφωμένοι άνθρωποι, αλλά μάλλον να τον βλέπουν εις μέγιστον θέατρον σπαρασσόμενον υπό πιθήκων ή αλωπέκων. Αλλ’ εάν τις μας κατηγορήση διά τούτο θα έχωμεν να αντιτάξωμεν άλλο τι παραπλήσιον. Και ο Αριανός, ο μαθητής του Επικτήτου, Ρωμαίος εκ των πρώτων, όστις καθ’ όλον του τον βίον ησχολείτο με την παιδείαν, έπαθε τι παρόμοιον και δύναται ν’ απολογηθή υπέρ ημών. Αυτός κατεδέχθη να γράψη τον βίον του ληστού Τιλλιβόρου. Ημείς δε θα ιστορήσωμεν τας πράξεις ληστού πολύ ωμότερου, καθόσον δεν ελήστευεν εις τα δάση και τα όρη, αλλ’ εις τας πόλεις, και δεν ελεηλάτει μόνον την Μυσίαν και τα περί την Ίδην μέρη, ούτε ολίγας χώρας της Ασίας τας ερημοτέρας, αλλά όλον, δύναται τις να είπη, το ρωμαϊκόν κράτος εγέμισεν η ληστεία του.
3. Και εν πρώτοις θα προσπαθήσω να σου τον περιγράψω διά του λόγου, ώστε να τον παραστήσω όσον το δυνατόν ομοιότερον, καίτοι δεν είμαι πολύ δυνατός εις την περιγραφήν. Κατά το σώμα, διά να σου παραστήσω και τούτο, ήτο υψηλός, ωραίος και αληθώς θεοπρεπής, λευκός το χρώμα και με γένεια όχι πολύ πυκνά. Κόμη πρόσθετος ήτο τόσον καλώς προσηρμοσμένη εις την ιδικήν του ώστε δεν διεκρίνετο ότι ήτο ξένη. Οι οφθαλμοί του είχον πολλήν ζωηρότητα και λάμψιν γοητευτικήν, η δε φωνή του ήτο μελωδική και λίαν ευάρεστος· εν γένει δε κατά το εξωτερικόν ήτο τέλειος.
4. Τοιούτος ήτο κατά την μορφήν· όσον διά την ψυχήν και τον χαρακτήρα του, αλεξίκακε Ηρακλή και Ζευ αποτρόπαιε2, και Διόσκουροι σωτήρες, μη δώσετε εις φίλους ή εχθρούς να συναντήσουν τοιούτον άνθρωπον και να εμπέσουν εις τα δίκτυα του. Κατά την πανουργίαν και την νοημοσύνην υπερείχε κατά πολύ των άλλων ανθρώπων, επί πλέον δε ήτο υπερβολικά περίεργος και ευκόλως εμάνθανε και είχε ισχυρόν τον μνημονικόν και ζωηράν την αντίληψιν· αλλά τα προτερήματα ταύτα μετεχειρίζετο προς το κακόν. Έχων δε τοιαύτην δύναμιν και ικανότητα, εντός ολίγου υπερέβη τους περιφημότερους διά την κακίαν των, τους Κέρκωπας, τον Ευρύβατον, τον Φρυνώνδαν, τον Αριστόδημον και τον Σώστρατον. Γράφων ποτέ προς τον γαμβρόν του Ρουτιλλιανόν και ομιλών περί του εαυτού του με την μεγαλειτέραν του μετριοφροσύνην, διετείνετο ότι είνε όμοιος προς τον Πυθαγόραν. Ζητώ συγγνώμην από τον Πυθαγόραν, ο οποίος ήτο σοφός ανήρ και θεσπέσιος κατά τας ιδέας· αλλ’ εάν ήτο σύγχρονος του ημετέρου Αλεξάνδρου, είμαι βέβαιος ότι θα εφαίνετο μικρός απέναντι αυτού. Αλλά δι’ όνομα των Χαρίτων, μη νομίσης ότι λέγω ταύτα διά να υβρίσω τον Πυθαγόραν ή ότι θέλω να τους φέρω εις παραλληλισμόν και να συγκρίνω τας πράξεις των ως ομοίας. Εάν όμως κανείς συναθροίση όσα κάκιστα και βλασφημότατα ελέχθησαν εναντίον του Πυθαγόρου, τα οποία εγώ δεν πιστεύω, δεν θα δυνηθούν ταύτα να δώσουν ελαχίστην και αμυδράν ιδέαν περί της αχρειότητος του Αλεξάνδρου. Πρέπει να φαντασθής μίαν ψυχήν χωρίς ηθικήν συνείδησιν, θρασείαν και μη γνωρίζουσαν εμπόδιο, ακούραστον εις την εκτέλεσιν των αποφασισθέντων, πειστικών και προσελκύουσαν την εμπιστοσύνην, δεξιώς υποκρινομένην την αγαθότητα και κρύπτουσαν τους αληθείς της σκοπούς υπό εκδηλώσεις αντιθέτους. Πας όστις τον έβλεπε δια πρώτην φοράν απήρχετο με την εντύπωσιν ότι ήτο ο εντιμότατος των ανθρώπων, ο πραότατος και συγχρόνως ο μετριοφρονέστατος και αφελέστατος. Εκτός τούτου έτεινε πάντοτε προς τα μεγάλα και ουδέν μικρόν επεχείρει, αλλά μόνον περί μεγάλων εσκέπτετο.
5. Όταν ήτο έφηβος, και ήτο πολύ ευειδής νέος, ως ηδύνατο τις να συμπεράνη εκ των λειψάνων του κάλλους του, επορνεύετο αναιδώς και αντί χρημάτων προσεφέρετο εις τους βουλομένους. Μεταξύ δε των αλλων εραστών του κάποιος μάγος εξ εκείνων οίτινες διατείνονται ότι γνωρίζουν θαυματουργούς μαγείας και εξορκισμούς και υπόσχονται να διευκολύνουν έρωτας, εκδικήσεις κατά των εχθρων και ευρέσεις θησαυρών και κληρονομιών επιτυχίας — ούτος ιδών ότι ο νέος ήτον ευφυής και καταλληλότατος προς εξυπηρέτησιν των σκοπών του και ότι δεν ερωτεύετο ολιγώτερον την κακίαν του παρ’ όσον αυτός το κάλλος του, τον εσπούδασε και τον μετεχειρίζετο ως βοηθόν και συνεργάτην. Ο μάγος εκείνος φανερά ήτο δήθεν ιατρός, εγνώριζε δε, όπως η γυνή του Αιγυπτίου Θόωνος, φάρμακα πολλά μεν εσθλά μεμιγμένα, πολλά δε λυγρά3, των οποίων όλων κληρονόμος και διάδοχος έγεινεν ο Αλέξανδρος. Ήτο δε ο διδάσκαλος εκείνος και εραστής την καταγωγήν Τυανεύς, εκ των μαθητευσάντων πλησίον Απολλωνίου του Τυανέως4 και γνωριζόντων όλας αυτού τας αγυρτείας. Βλέπεις εκ ποίας σχολής προήλθεν ο ημέτερος άνθρωπος.
6. Ο Τυαινεύς εκείνος απέθανε, ο δε Αλέξανδρος, ο οποίος είχε γεμίσει γένεια, το δε κάλλος, εκ του οποίου ηδύνατο να ζήση, είχε χάσει την ανθηρότητά του, περιέπεσεν εις πενίαν· και δεν περιωρίσθη εις μικράς επιχειρήσεις, αλλά συνεταιρίσθη με κάποιον χρονογράφον εκ Βυζαντίου, από τους λαμβάνοντας μέρος εις τους δημοσίους αγώνας, πολύ φαυλότερον τον χαρακτήρα — ωνομάζετο δε, νομίζω, Κοκκωνάς. — Οι δύο συνέταιροι περιεφέροντο κάμνοντες μαγείας και αγυρτείας και εκμεταλλευόμενοι την ευπιστίαν των παχέων ανθρώπων, όπως απεκάλουν, κατά το ιδιαίτερον ιδίωμα των μάγων, τους απλοϊκούς. Εν τω μεταξύ δε τούτω ανεκάλυψαν και μίαν γυναίκα πλουσίαν, Μακέτιν ονομαζομένην, η οποία ήτο μεν περασμένη την ηλικίαν, αλλ’ ήτο ακόμη φιλάρεσκος· και επί τινα καιρόν ετρέφοντο παρ’ αυτής και την ηκολούθησαν εκ της Βιθυνίας εις την Μακεδονίαν. Ήτο δε η γυνή εκείνη εκ της Πέλλης, η οποία άλλοτε επί των Μακεδόνων βασιλέων ήτο πόλις ακμάζουσα και ευτυχής, τώρα δε είχεν ολίγους και απόρους κατοίκους.
7. Εκεί είδον όφεις υπερμεγέθεις, λίαν εξημερωμένους και ακάκους, ώστε εσιτίζοντο υπό γυναικών και εκοιμώντο μετά των παιδιών και πατούμενοι δεν εξηρεθίζοντο και ενοχλούμενοι δεν ωργίζοντο και γάλα έπινον από του μαστού, όπως τα βρέφη — υπάρχουν δε πολλοί εις το μέρος εκείνο, εξ ου και προήλθε, φαίνεται, ο περί Ολυμπιάδος μύθος, κατά τον οποίον δράκων τοιούτος συνεκοιμάτο με την σύζυγον του Φιλίππου, όταν αύτη ήτο έγκυος τον Αλέξανδρον. Oι δύο συνέταιροι ηγόρασαν εν εκ των ερπετών τούτων το καλλίτερον αντί ολίγων οβολών.
8. Και εντεύθεν, κατά τον Θουκυδίδην, ήρχισεν ο πόλεμος. Οι δύο εκείνοι φαυλότατοι και θρασύτατοι και προς πάσαν κακουργίαν προθυμότατοι ευκόλως εννόησαν ότι τους ανθρώπους διευθύνουν δύο μεγάλοι τύραννοι, η ελπίς και ο φόβος,και ότι ο δυνάμενος να επωφεληθή τούτους καταλλήλως ταχέως θα πλουτήση· διότι έβλεπον ότι και εις τους δύο, και εις τον φοβούμενον και εις τον ελπίζοντα, η πρόγνωσις είνε λίαν αναγκαία και επιθυμητή· δι’ αυτής δε πάλαι επλούτησαν και έγειναν περίφημοι οι Δελφοί, η Δήλος, η Κλάρος και αι Βραγχίδαι, καθότι οι άνθρωποι αναγκάζονται πάντοτε από των προειρημένων τυράννων, της ελπίδος και του φόβου, να τρέχουν εις τα μαντεία και να ζητούν να μάθουν τα μέλλοντα και προς τούτο να προσφέρουν εκατόμβας και ν’ αφιερώνουν χρυσάς πλίνθους. Ταύτα σκεπτόμενοι και συζητούντες απεφάσισαν να ιδρύσουν μαντείον και να δίδουν χρησμούς με την πεποίθησιν ότι, εάν η επιχείρησις επετύγχανε, θα εγίνοντο ταχέως πλούσιοι και ευτυχείς. Τωόντι δε όχι μόνον επέτυχον, αλλά και τ’ αποτελέσματα υπερέβησαν τας προσδοκίας και τας ελπίδας των.
9. Έπειτα ήρχισαν να σκέπτωνται πρώτον μεν διά την εκλογήν του μέρους, όπου θα ιδρύετο το μαντείον, έπειτα δε περί της αρχής και του τρόπου της επιχειρήσεως. Ο Κοκκωνάς υπεστήριζεν ως το καταλληλότερον μέρος την Χαλκηδόνα, ως τόπον εμπορικόν και γειτονεύοντα προς την Θράκην και την Βιθυνίαν, μη απέχοντα δε πολύ και της Ασίας και της Γαλατίας και όλων των βορειότερον κατοικούντων λαών. Αλλ’ ο Αλέξανδρος επροτίμα την πατρίδα του, λέγων και δικαίως ότι διά να επιτύχη εις την αρχήν της τοιαύτη επιχείρησις έχει ανάγκην ανθρώπων αξέστων και μωρών, τοιούτοι δ’ έλεγεν ότι είνε οι Παφλαγόνες οι κατοικούντες πέραν της Αβωνοτείχου, δεισιδαίμονες κατά το πλείστον και πλούσιοι, οίτινες και μόνον αν φανή τις αγύρτης, συνοδευόμενος οπό αυλητού ή τυμπανιστού ή κύμβαλα κρατούντος, και αν ακόμη, κατά το λεγόμενον, μαντεύη με το κόσκινον, χάσκουν ενώπιον του και τον θαυμάζουν ως θεόν.
10. Μετά μικράν περί τούτου φιλονεικίαν, υπερίσχυσεν η γνώμη του Αλεξάνδρου και μεταβάντες εις την Χαλκηδόνα — διότι: ήτον αναγκαία εις τον σκοπόν των και η πόλις αύτη — έθαψαν εις το ιερόν του Απόλλωνος, το οποίον είναι αρχαιότατον εις την Χαλκηδόνα, πινακίδας χαλκίνας, επί των οποίων είχον χαράξει γράμματα λέγοντα ότι εντός ολίγου ο Ασκληπιός μετά του πατρός του Απόλλωνος μεταναστεύει εις τον Πόντον, όπου θα καταλάβη το τείχος του Αβώνου. Aι πινακίδες αύται ανεκαλύφθησαν έπειτα τυχαίως δήθεν και συνετέλεσαν να διαδοθή καθ’ όλην την Βιθυνίαν και τον Πόντον και προ πάντων εις το τείχος του Αβώνου η φήμη αύτη. Οι κάτοικοι δε της τελευταίας πόλεως εψήφισαν αμέσως να εγερθή ναός και αμέσως ήρχισαν να σκάπτουν τα θεμέλια. Τότε ο Κοκωνάς εγκατελείφθη εις την Χαλκηδόνα, όπου κατεγίνετο να γράφη χρησμούς επαμφοτερίζοντας, αμφιβόλους και σκοτεινούς, εκεί δε μετ’ ολίγον απέθανε δηλητηριαστείς υπό εχίδνης, νομίζω.
11. Ο δε Αλέξανδρος μετέβη εις την πατρίδα του, τρέφων ήδη μακράν κόμην και φορών ένδυμα πορφυρόλευκον και επ’ αυτού άλλο κατάλευκον και κρατών ξιφοδρέπανον, όπως ο Περσεύς, από του οποίου έλεγεν ότι κατήγετο εκ μητρός· και οι χαμένοι οι Παφλαγόνες, ενώ εγνώριζον ότι αμφότεροι οι γονείς αυτού ήσαν αφανείς και ταπεινοί, επίστευον εις χρησμόν, κατασκευασθέντα υπό του Αλεξάνδρου, ο οποίος έλεγε: Περσείδης γενεήν Φοίβο φίλος ούτος οράται, δίος Αλέξανδρος Ποδαλειρίου αίμα λελογχώς5. Φαίνεται ότι ο Ποδαλείριος ήτο τόσον ασελγής και γυναικομανής, ώστε από της θεσσαλικής Τρίκκης κατώρθωσε να γονιμοποίηση την μητέρα του Αλεξάνδρου, ευρισκομένην εις την Παφλαγονίαν. Υπήρχε δε ήδη και χρησμός, τον οποίον τάχα εξέφερεν η Σίβυλλα: “Κατά τα παράλια του Ευξείνου Πόντου, πλησίον της Σινώπης, θα γεννηθή υπό την κυριαρχίαν των Αυσωνίων εις τα μέρη της Τύρσιδος, προφήτης, του οποίου το όνομα αρχίζει από μίαν μονάδα, την οποίαν ακολουθούν τρεις δεκάδες, έπειτα πέντε άλλαι μονάδες και τρείς εικοσάδες”. Ούτω σχηματίζεται το όνομα ανδρός προστάτου6.
12. Εισβαλών λοιπόν ο Αλέξανδρος με τοιαύτην θεατρικήν παρασκευήν εις την πατρίδα του, έγεινε περίβλεπτος και περίφημος.. Μη αρκούμενος δε εις την άλλην αγυρτείαν, υπεκρίνετο και ότι κατελαμβάνετο υπό ιεράς μανίας και ενίοτε το στόμα του επληρούτο αφρού. Τούτο δε είναι εύκολον να γίνεται κατά βούλησιν, άμα. κανείς μασήση την ρίζαν του βαφικού χόρτου, το οποίον ονομάζεται στρουθίον. Αλλ’ εις τους Παφλαγόνας εφαίνετο και ο αφρός εκείνος ως θείόν τι. Ο Αλέξανδρος είχε προς τούτοις προ πολλού κατασκευάση μίαν κεφαλήν όφεως από ύφασμα, η οποία είχε τι το παρεμφερές προς την ανθρωπίνην μορφήν και ήτο χρωματισμένη φυσικώτατα, τη βοηθεία δε ιππείων τριχών ήνοιγε και έκλειε το στόμα και προέβαλλε γλώσσαν μαύρην και διχασμένην, όπως του δράκοντος, η οποία ομοίως εσύρετο διά τριχών. Είχον ακόμη και τον εκ Πέλλης όφιν και τον έτρεφον, διά να εμφανισθή εις τον κατάλληλον καιρόν και να λάβη μέρος ή μάλλον να πρωταγωνιστήση εις την κωμωδίαν.
13. Όταν δε έφθασεν ο καιρός διά ν’ αρχίσουν, ο Αλέξανδρος έπραξε το εξής· μεταβάς την νύκτα εις τα θεμέλια του ναού, τα οποία προ ολίγου είχον σκαφή — υπήρχε δε εντός αυτών νερόν το οποίον ή εκείθεν ανέβρυεν ή εκ της βροχής προήρχετο· — και εκεί έρριψεν αυγόν χήνας, εις το οποίον, αφού το εκένωσεν, είχε θέση ερπετόν αρτιγέννητον. Αφού το έκρυψεν εντός του πηλού, απήλθε· το δε πρωί έτρεξεν εις την αγοράν γυμνός, φορών μόνον περίζωμα χρυσούν και κρατών το ξιφοδρέπανον, συγχρόνως δε σείων την λυτήν του κόμην, όπως οι τελούντες τα όργια της Ρέας και ενθουσιώντες, ανέβη εις βωμόν υψηλόν και εκείθεν ηγόρευε προς τα πλήθη και εμακάριζε την πόλιν, εις την οποίαν θα ήρχετο εντός ολίγου ο θεός, ούτως ώστε θα εγίνετο ορατός εις όλους. Οι παρόντες — είχε δε προστρέξει σχεδόν όλη η πόλις, μετά των γυναικών, των παιδιών και των γερόντων — κατελήφθησαν υπό συγκινήσεως και ήρχισαν να εύχωνται και να προσκυνούν. Αυτός δε επρόφερε λέξεις ακαταλήπτους, ως Εβραϊκάς ή Φοινικικάς, και εξέπληττε τους ανθρώπους μη εννοούντας τί έλεγε, πλην των ονομάτων του Απόλλωνος και του Ασκληπιού, τα οποία ανεμίγνυεν εις τα ακατάληπτα εκείνα.
14. Έπειτα διηυθύνθη τρέχων προς τον ανεγειρόμενον ναόν και καταβάς εις το όρυγμα των θεμελίων εις το μέρος όπου θα ήτο η πηγή του μαντείου, εισήλθεν εις το νερόν ψάλλων ύμνους του Ασκληπιού και του Απόλλωνος και εκάλει τον θεόν να ευδοκήση να έλθη εις την πόλιν. Έπειτα εζήτησε φιάλην· όταν δε του εδόθη, την εισήγαγεν εις το νερόν και μετά του νερού και του πηλού ανέσυρε το αυγόν, εις το οποίον ήτο κλεισμένος ο θεός του. Ήτο δε η οπή του αυγού κλεισμένη με κηρόν λευκόν και ψιμύθιον· λαβών δε αυτό εις τας χείρας του είπεν ότι εκράτει τον Ασκληπιόν. Οι παριστάμενοι παρετήρουν τα γινόμενα και εθαύμαζον προ πάντων διά την ανακάλυψιν του αυγού εις το νερόν. Αφού δε έσπασε το αυγόν και εδέχθη εις την παλάμην του το έμβρυον του ερπετού και οι παρόντες το είδον να κινήται και να περιτυλίσσεται εις τους δακτύλους του, ήρχισαν να αναφωνούν και να προσκυνούν τον θεόν και να μακαρίζουν την πόλιν, έκαστος δε εζήτει παρά του θεού θησαυρούς και πλούτη και υγείαν και πάντα τα άλλα αγαθά. Ο δε Αλέξανδρος τρέχων πάλιν επέστρεψεν εις την οικίαν του, φέρων και τον αρτιγέννητον Ασκληπιάν, ο οποίος ούτω εγεννήθη δύο φοράς, ενώ οι άλλοι άνθρωποι γεννώται μίαν φοράν, και εγεννήθη όχι εκ της Κορωνίδος, ούτε τουλάχιστον εκ κορώνης7, αλλ’ εκ χήνας. Ο δε λαός όλος ηκολούθει και ήσαν όλοι ενθουσιασμένοι και τρελλοί από υπερβολικάς ελπίδας.
15. Επί ημέρας έμεινεν εις την κατοικίαν του, ελπίζων, όπως και έγεινεν, ότι εντός ολίγου η φήμη θα έφερε πολλούς εκ των Παφλαγάνων εις το τείχος του Αβώνου. Όταν δε υπερεπληρώθη η πόλις από ανθρώπους, οι οποίοι είχον ήδη χάσει προηγουμένως νουν και καρδίαν και ουδόλως ωμοίαζαν προς λογικούς ανθρώπους και μόνον κατά την μορφήν διέφερον από τα πρόβατα, ο Αλέξανδρος καθήμενος με πολλήν ιεροπρέπειαν επί κλίνης εις μίαν μικράν οικίαν είχεν εις τον κόλπον του τον εκ Πέλλης Ασκληπιόν, ο όποιος ήτο υπερμεγέθης και ευτραφής, και τον άφινε να περιτυλίσσεται εις τον τράχηλόν του και να μένη έξω η ουρά του. Ήτο δε τόσον μεγάλος, ώστε μέρος αυτού εσύρετο εις την ποδιάν του και έφθανε μέχρι του εδάφους. Ο Αλέξανδρος εκράτει εις την μασχάλην του και έκρυπτε την κεφαλήν του όφεως, ο οποίος δεν έφερεν αντίστασιιν, διότι, ως ελέχθη, ήτο πολύ ανεκτικός και ήμερος, και παρουσίαζε την εξ υφάσματος κεφαλήν ως την κεφαλήν τάχα του πραγματικού όφεως.
16. Να φαντασθής έπειτα ότι αυτά συνέβαινον εις οικίσκον ανεπαρκώς φωτιζόμενον και ότι εις αυτόν συνηθροίζετο πλήθος παντοδαπών ανθρώπων προκατειλημμένων, εχόντων την φαντασίαν εξημμένην και περιμενόντων να ιδούν θαυμαστά πράγματα. Εις τούτους εισερχομένους επόμενον είνε ότι εφαίνετο θαυμαστόν πώς το προ ολίγου μικρόν ερπετόν εντός ολίγων ημερών έγεινε τόσον μεγάλος όφις με μορφήν ανθρωπίνην και συγχρόνως τόσον ήμερος. Δεν έμεναν άλλως επί πολύ, αλλά πριν να ίδουν ακριβώς το επιδεικνυόμενον θαύμα, εξεδιώκοντο υπό των κατόπιν εισερχομένων αδιακόπως. Είχε δε ανοιχθή άλλη έξοδος κατέναντι της εισόδου, όπως λέγεται ότι έπραξαν και οι Μακεδόνες εις την Βαβυλώνα κατά την ασθένειαν του Αλεξάνδρου, ότε ο Μακεδονικός στρατός περικυκλώσας τα ανάκτορα, εζήτει να ίδη τον θνήσκοντα βασιλέα και να του απευθύνη τον τελευταίον χαιρετισμόν. Την επίδειξιν ταύτην δεν έκαμε μίαν φοράν μόνον ο μιαρός ψευδομάντις, αλλά πολλάκις και μάλιστα οσακις ήρχοντο προς αυτόν επισκέπται πλούσιοι διά πρώτην φοράν.
17. Διά να είπωμεν την αλήθειαν, φίλε Κέλσε, πρέπει να δικαιολογήσωμεν τους Παφλαγόνας εκείνους και Ποντικούς, διότι όντες άνθρωποι χονδροκέφαλοι και απαίδευτοι εξηπατήθησαν, ως βεβαιούμενοι και διά της αφής περί της πραγματικότητος του όφεως — διότι και την απόδειξιν ταύτην παρείχεν εις τους βουλομένους ο Αλέξανδρος — και εις αμυδρόν φως βλέποντες την κεφαλήν αυτού να ανοίγη και να κλείη το στόμα. Μόνον ένας Δημόκριτος ή και αυτός ο Επίκουρος ή ο Μητρόδωρος ή και άλλος τις εξ εκείνων των οποίων η ισχυρά διάνοια δεν πιστεύει ευκόλως και αβασανίστως, θα ηδύναντο να δυσπιστήσουν προς το τέχνασμα και να μαντεύσουν περί τίνος επρόκειτο· και αν δεν ηδύναντο να εύρουν την αλήθειαν, πάλιν θα εσχημάτιζον την πεποίθησιν ότι τους διέφευγεν ο τρόπος της απάτης, αλλ’ ότι το πάν ήτο ψεύδος και αδύνατον να είνε αληθές
18. Ολίγον κατ’ ολίγον όλη η Βιθυνία και η Γαλατία και η Θράκη προσέτρεξαν, διότι έκαστος εκ των επιστρεφόντων έλεγεν ότι είδε γεννώμενον τον θεόν και τον ήγγισε με τας χείρας του όταν μετ’ ολίγον έγεινε παμμέγιστος και παρουσίασε μορφήν ανθρωπίνην. Έγειναν δε και εικόνες και αγάλματα και ξόανα παριστώντα τον ιερόν εκείνον δράκοντα, άλλα μεν εκ χαλκού, άλλα δε εξ αργύρου, καιί εδόθη εις τον θεόν το όνομα Γλύκων, συνεπεία εμμέτρου και θείου παραγγέλματος, το οποίον εξεφώνησεν ο Αλέξανδρος· Είμαι ο Γλύκων, τρίτου βαθμού απόγονος του Διός, φως διά τους ανθρώπους. Όταν δε ο Αλέξανδρος ενόμισεν ότι ήτο καιρός να αρχίση η εκμετάλλευσις των προπαρασκευών του και έλαβε την έγκρισιν να παρέχη χρησμούς και να δίδη γνώμας εις τους ζητούντας παρά του εν Κιλικία Αμφιλόχου — διότι και ούτος μετά τον θάνατον του πατρός του Αμφιάρεω και την καταστροφήν του εις τας Θήβας, κατέφυγεν εις την Κιλικίαν και έζησεν ευτυχής προφητεύων εις τους Κίλικας το μέλλον και λαμβάνων δύο οβολούς δι’ έκαστον χρησμόν — ήρχισε να προλέγη εις όλους τους ερχομένους ότι ο θεός εις ημέραν την οποίαν ώριζε θα παρείχε χρησμούς.
19. Όταν δε ο Αλέξανδρος ενόμισεν ότι ήτο καιρός να αρχίση η εκμετάλλευσις των προπαρασκευών του και έλαβε την έγκρισιν να παρέχη χρησμούς και να δίδη γνώμας εις τους ζητούντας παρά του εν Κιλικία Αμφιλόχου — διότι και ούτος μετά τον θάνατον του πατρός του Αμφιάρεω και την καταστροφήν του εις τας Θήβας, κατέφυγεν εις την Κιλικίαν και έζησεν ευτυχής προφητεύων εις τους Κίλικας το μέλλον και λαμβάνων δύο οβολούς δι’ έκαστον χρησμόν — ήρχισε να προλέγη εις όλους τους ερχομένους ότι ο θεός εις ημέραν την οποίαν ώριζε θα παρείχε χρησμούς.
20. Το τέχνασμα δι’ άνθρωπον, όπως συ και εγώ, δεν ήτο δύσκολον να εννοηθή, διά τους απλούς όμως και ανοήτους ανθρώπους εφαίνετο μέγα και θαυμαστόν. Γνωρίζων διαφόρους τρόπους να ανοίγη τας σφραγίδας, ήνοιγε τας σημειώσεις, ανεγίνωσκε τας ερωτήσεις και έδιδε τας δέουσας απαντήσεις, έπειτα δε κλείσας πάλιν και σφραγίσας απέδιδε τα σημειώματα, προς μέγαν θαυμασμόν των λαμβανόντων. Και ήκούοντο όλοι να λέγουν· πως αυτός εγνώριζεν όσα εγώ του έδωκα ασφαλώς σφραγισμένα με σφραγίδας των οποίων η απομίμησις είνε δύσκολος, εάν αληθώς δεν είνε θεός παντογνώστης;
Σημειώσεις
1. Ο Κέλσος ούτος είνε ο περίφημος Επικούριος φιλόσοφος όστις έγραψε κατά του Χριστιανισμού υπό τον τίτλον “Αληθής λόγος ή περί Αληθείας” σύγγραμμα διηρημένον εις οκτώ βιβλία, το οποίον ανεσκεύασεν ο Ωριγένης όστις και διετήρησεν αποσπάσματά τινα αυτού.
2. Αλεξίκακος και αποτρόπαιος είνε συνώνυμα, σημαίνοντα τους αποδιώκοντας τα δυστυχήματα από τους ανθρώπους.
3. Ομήρου Οδύσσεια Δ. σ. 252: Εγνώριζε να παρασκευάζη πολλά φάρμακα, τα μεν καλά, τα δε ολέθρια.
4. Περίφημος μάγος, ούτινος τον βίον έγραψεν ο Φιλόστρατος.
5. Καταγόμενος εκ του Περσέως και του Ποδαλειρίου συγγενής, αναδεικνύεται φίλος του Απόλλωνος ο θείος Αλέξανδρος.
6. Το όνομα Αλέξανδρος σημαίνει, ως γνωστόν, τον υπερασπιστήν.
7. Ο Λουκιανός παίζει με τας λέξεις Κορωνίς, όνομα της μητρός του Ασκληπιού, και κορώνη (κουρούνα).

Η συντριβή των Περσών στις Πλαταιές και στη Μυκάλη

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΤΟΥ 479 π.Χ.

Στα 479 π.Χ. έγινε στις Πλαταιές η μεγάλη, ένδοξη για τους Έλληνες μάχη, που στάθηκε η τελευταία των μηδικών πολέμων στην αρχαία Ελλάδα. Μετά από την ατυχία του στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο Ξέρξης, αφήνοντας το Μαρδόνιο στη Θεσσαλία, έφυγε για την Περσία. Ο Μαρδόνιος προσπάθησε να συνεννοηθεί με τους Αθηναίους, προτείνοντάς τους να συμμαχήσουν μαζί του με διάφορα ανταλλάγματα…
Οι Αθηναίοι όμως αρνήθηκαν περήφανα κι έτσι ο Μαρδόνιος με τους 300.000 στρατιώτες του στρατοπέδεψε στην κοιλάδα του Ασωπού, κοντά στις Πλαταιές.


Με αρχηγό το Σπαρτιάτη Παυσανία, οι ελληνικές δυνάμεις συγκεντρώθηκαν στην Ελευσίνα (110.000 Έλληνες ή, σύμφωνα μ’ άλλους ιστορικούς, μόνο 37.000). Με τον στρατό των Σπαρτιατών είχαν ενωθεί κάπου 3.000 Μεγαρίτες και αργότερα 8.000 Αθηναίοι. Πίσω από τους Σπαρτιάτες ακολουθούσαν πολλές χιλιάδες από την Πελοπόννησο. Κι όσο προχωρούσαν προς τη Βοιωτία, στρατός όλο και μεγάλωνε, ώσπου έφθασε στις Πλαταιές.

Ο Μαρδόνιος που είχε τριακόσιες χιλιάδες πολεμιστές – τριπλάσιους από τους Έλληνες κι ίσως και πιο πολλούς, όταν έμαθε ότι οι Έλληνες έρχονταν να τον συναντήσουν, ανάπτυξε το στρατό του στην κοιλάδα του Ασωπού ποταμού. Αν οι Έλληνες έμπαιναν στην κοιλάδα, θα έστελνε εναντίον τους το ιππικό και τότε η νίκη του θα ήταν σίγουρη. Μα οι Έλληνες δεν ήταν κουτοί. Συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους στους πρόποδες του Κιθαιρώνα και περίμεναν.

Ο Μαρδόνιος, ίσως για να τους αναγκάσει να μπουν στη μάχη, έστειλε έναντίον τους κάπου δυο χιλιάδες ιππείς, στο κέντρο του μετώπου όπου βρίσκονταν οι Μεγαρίτες. Εκείνοι δυσκολεύτηκαν ν’ αποκρούσουν την επίθεση του Περσικού ιππικού και ζήτησαν βοήθεια. Τρακόσιοι εθελοντές Αθηναίοι έτρεξαν να τους βοηθήσουν, μπήκαν με ορμή στη μάχη κι όταν σκότωσαν τον αρχηγό των Περσών καβαλάρηδων, τον Μασίστιο, οι άλλοι τρομοκρατήθηκαν και υποχώρησαν με πολλές απώλειες. Μα οι Έλληνες δεν τους ακολούθησαν στην κοιλάδα για να μην πέσουν στην παγίδα του Μαρδόνιου.

Δώδεκα ολόκληρες μέρες πέρασαν χωρίς να αρχίσει η μάχη. Ο Μαρδόνιος περίμενε να επιτεθούν πρώτοι οι Έλληνες κι όταν πια έχασε την υπομονή του, στις 4 Αυγούστου του 479 π.Χ. επιτέθηκε αιφνιδιαστικά. Χιλιάδες ιππείς όρμησαν εναντίον των Ελλήνων, με άγριες κραυγές. Οι Έλληνες οπισθοχώρησαν για ν’ αμυνθούν στους λόφους του Κιθαιρώνα, μα δεν είχαν συνεννοηθεί καλά. Ακολούθησε μια σύγχυση και οι Αθηναίοι αντί να γυρίσουν πίσω, προχώρησαν προς την κοιλάδα. Έτσι, οι Σπαρτιάτες με τους Πελοποννήσιους έμειναν μόνοι τους.

Οι Πέρσες, που δεν πήραν είδηση τους Αθηναίους γιατί τους έκρυβε ένας λόφος, επιτέθηκαν όλοι μαζί εναντίον των Σπαρτιατών. Ύστερα από υπεράνθρωπη προσπάθεια οι Σπαρτιάτες ταμπουρώθηκαν σ’ ένα λόφο, Κοντά στο ναό του Ηρακλή. Χιλιάδες βέλη σφύριζαν γύρω τους αλλά δεν είχαν πολλά θύματα, γιατί είχαν κρυφτεί πίσω από τις πέτρες. Και, σ’ αυτή την ανώμαλη περιοχή, δεν μπορούσαν ν’ ανέβουν τ’ άλογα κι έτσι θ’ αντιμετώπιζαν μόνο το Περσικό πεζικό.

Πρώτοι οι Τεγεάτες αποφάσισαν ν’ αφήσουν την άμυνα και να επιτεθούν. Ακολούθησαν οι Σπαρτιάτες. Άγριοι, σκληραγωγημένοι και ανδρείοι πολεμιστές, όρμησαν εναντίον των Περσών και χωρίς δυσκολία έσπασαν τη γραμμή τους. Σαν στάχια που τα θερίζει το δρεπάνι έπεφταν νεκροί οι πολεμιστές του Μαρδόνιου. Κι όταν οι Σπαρτιάτες προχώρησαν προς την κοιλάδα, για να τους αντιμετωπίσουν οι έντρομοι οι Πέρσες σχημάτισαν ένα τείχος με τις ασπίδες τους.

Αλλά, αυτό δεν ήταν μεγάλο εμπόδιο για τους Σπαρτιάτες. Μπήκαν ανάμεσα στο τείχος των ασπίδων και συνέχισαν την άγρια σφαγή. Ο πανικός κυρίευσε σ’ όλο το μέτωπο τους Πέρσες και άρχισαν να τρέχουν για να σωθούν. Μόνοι τους σχεδόν οι Σπαρτιάτες, κατάφεραν να συντρίψουν μια ολόκληρη στρατιά! Από τις τριακοσιες χιλιάδες Πέρσες πολεμιστές, γλύτωσαν κάπου πενήντα χιλιάδες! Και αυτούς τους γλίτωσε η νύχτα και η κούραση των Σπαρτιατών.

Οι Σπαρτιάτες κατάφεραν να σπάσουν την τελευταία αντίσταση των Περσών, καθώς είχαν συγκεντρώσει ένα πυκνό ανθρώπινο τείχος γύρω από το Μαρδόνιο. Στην ορμή των Ελλήνων διαλύθηκε το τείχος και βρήκε οικτρό θάνατο και ο ίδιος ο Μαρδόνιος. Η συντριβή των Περσών ήταν ολοκληρωτική.

Ένας από τους Αιγινήτες πολεμιστές που πήραν μέρος στη μάχη των Πλαταιών και ονομαζόταν Λάμπων, όταν είδε νεκρό το Μαρδόνιο, είπε στον Παυσανία:

- Πήρατε μεγάλη εκδίκηση εσείς οι Σπαρτιάτες σήμερα, για το θάνατο του βασιλιά σας και των τριακοσίων πολεμιστών σας στις Θερμοπύλες. Τ’ όνομά σου γι’ αυτό το κατόρθωμα θα μείνει αθάνατο στην ιστορία. Αλλά, σου μένει ακόμη να κάνεις κάτι άλλο για να εκδικηθείς την ατίμωση του Λεωνίδα. Να κόψεις το κεφάλι του Μαρδόνιου και να το στήσεις πάνω σ’ ένα κοντάρι, όπως έκανε και κείνος με το κεφάλι του νεκρού βασιλιά σας.

- Σ’ ευχαριστώ για τη συμβουλή σου Αιγινήτη, του απάντησε ήρεμος και περήφανος ο Παυσανίας. Ξέχασες όμως ότι τέτοιες πράξεις τις κάνουν οι βάρβαροι και όχι οι Έλληνες. Οι Σπαρτιάτες έχουν μάθει να σέβονται τους νεκρούς και να μη τους ατιμάζουν, έστω και αν είναι οι χειρότεροι και πιο μισητοί εχθροί τους. Έτσι τελείωσε η μεγάλη και κρίσιμη αυτή μάχη. Στις Πλαταιές διαλύθηκε μαζί με το στρατό του Μαρδόνιου και το τελευταίο όνειρο του Ξέρξη να κυριεύσει την Ελλάδα!

Από τότε η πόλη των Πλαταιών κηρύχτηκε ιερή και απαραβίαστη και, αφού ξαναχτίστηκε με τη βοήθεια των Αθηναίων, έζησε μέχρι τα χρόνια του πελοποννησιακού πολέμου ειρηνικά και ήσυχα. Οι Πλαταιείς, για την αντρεία που έδειξαν, τιμήθηκαν με βραβείο αντρείας και πήραν και χρηματική αμοιβή 80 τάλαντα.

Ένα μνημείο σε σχήμα χάλκινων φίδων (Στήλη των Όφεων) δημιουργήθηκε από περσικά όπλα, τα οποία έγιναν λάφυρα των Ελλήνων μετά τη λεηλασία στους Δελφούς. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, το μνημείο συμβόλιζε τη συμμετοχή όλων των ελληνικών πόλεων-κρατών στο πόλεμο. Οι περισσότερες στήλες βρίσκονταν στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, τις οποίες πρόσεχε ο Κωνσταντίνος ο Μέγας.

Η νίκη στη ναυμαχία της Μυκάλης

Την ίδια μέρα που οι Πέρσες ηττήθηκαν στις Πλαταιές, υπέστησαν άλλη μια ήττα στη Μυκάλη της Ιωνίας. Ενώ ο ελληνικός στόλος, κάτω από τις διαταγές του Σπαρτιάτη Λευτυχίδη βρισκόταν στη Δήλο, τρεις άνδρες έφτασαν από τη Σάμο με ένα μήνυμα· οι άνδρες αυτοί ήταν ο Λάμπωνας, γιος του Θρασυκλή, ο Αθηναγόρας, γιος του Αρχεστρατίδη, και ο Ηγησίστρατος, γιος του Αρισταγόρα, που είχαν σταλεί από τους Σαμίους κρυφά από τους Πέρσες και το Θεομήστορα, το γιο του Ανδροδάμαντα, τον οποίο είχαν ορίσει οι Πέρσες τύραννο. Αυτοί, λοιπόν, παρουσιάστηκαν στους διοικητές του στόλου κι ο Ηγησίστρατος τους έκανε έκκληση με κάθε είδους επιχειρήματα, δηλώνοντας ότι η θέα και μόνο του ελληνικού ναυτικού θα ήταν αρκετή ενθάρρυνση, για να εξεγερθούν οι Ίωνες κι ότι οι Πέρσες δε θα τολμούσαν να αντισταθούν ή, αν το έκαναν, θα έδιναν στους Έλληνες ένα έπαθλο πιο πολύτιμο απ’ οποιοδήποτε είχαν ελπίδα να κερδίσουν ποτέ. Έπειτα, στο όνομα όλων των κοινών Θεών, τους παρότρυνε να σώσουν τους Ίωνες, που είχαν ίδιο αίμα μ’ αυτούς, από τη σκλαβιά και να διώξουν τον ξένα. Και πρόσθεσε: «Θα είναι αρκετά εύκολο, γιατί τα περσικά πλοία είναι αδέξια και πολύ κατώτερα από τα δικά σας. Επιπλέον, αν μας υποψιάζεστε για προδότες, είμαστε πρόθυμοι παραδοθούμε ως όμηροι και να πλεύσουμε μαζί σας».

Το καλοκαίρι του 479 π.Χ., οι Έλληνες συνάντησαν τον στρατό του Μαρδόνιου στη μάχη των Πλαταιών. Παράλληλα, ο ελληνικός στόλος έπλευσε στη Σάμο, όπου κατέστρεψε τα απομεινάρια του περσικού στόλου. Οι Πέρσες μετέφεραν, τότε, τον στόλο τους στη Μυκάλη, όπου υπήρχε περσικό πεζικό. Ο Λεωτυχίδης, αρχηγός του ελληνικού στόλου, αποφάσισε να επιτεθεί στους Πέρσες. Αν και οι Πέρσες πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση, οι βαριά τεθωρακισμένα Έλληνες οπλίτες αποδείχθηκαν ανώτεροι στον αγώνα, και ανάγκασαν τους Πέρσες να υποχωρήσουν στο στρατόπεδό τους. Τότε οι Ίωνες επιτέθηκαν στο Περσικό στρατόπεδο και κατέσφαξαν τους Πέρσες ενώ τα περσικά πλοία καταλήφθηκαν και πυρπολήθηκαν από τον ελληνικό στόλο.

Η καταστροφή του περσικού στόλου στη Μυκάλη, σε συνδυασμό με την ήττα του Μαρδόνιου στις Πλαταιές, η οποία έγινε την ίδια μέρα, έφεραν το τέλος της περσικής εισβολής στην Ελλάδα. Μετά τη μάχη των Πλαταιών και τη ναυμαχία της Μυκάλης αρχίζει μια νέα φάση των Περσικών πολέμων, όπου την υπεροχή έχουν οι Έλληνες.

Σπείρα ένα από τα αρχαιότερα σύμβολα


Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό σας όταν βλέπετε ένα φαύλο κύκλο; Τι σημαίνουν για την αρχαία ανάγλυφα και πολλά άλλα αρχαία πετρογλυφικά, εικονογράμματα, και έργα τέχνης σε όλο τον κόσμο;

Διαφορετικές κουλτούρες από διάφορα μέρη του κόσμου, χωρίς μέσα επικοινωνίας κατά το χρόνο, χρησιμοποιούν το ίδιο σύμβολο σε έργα τέχνης τους τις σπείρες.

Τις Σπείρες είναι εύκολο να τις βρει κανείς στη φύση, από το σύμπαν μας, τους ανεμοστρόβιλους, τα κελύφη μαλακίων, τα δαχτυλικά αποτυπώματα, ακόμα και στα μόρια του DNA.

Η Σπείρα -ένα από τα αρχαιότερα σύμβολα, που χρησιμοποιείται από την παλαιολιθική εποχή είναι το περίπλοκο σύμβολο που το συναντάμε σε πολλούς αρχαίους πολιτισμούς-στην Αίγυπτο, Κρήτη, Μυκήνες, Μεσοποταμία, Ινδία, Κίνα, Ιαπωνία, Ευρώπη, Σκανδιναβία, Βρετανία.

Δείτε το βίντεο:

Πώς αντιλαμβανόμαστε το χρόνο

Το προσωπικό ημερολόγιο δεν είναι κάτι το σύνηθες –ο κόσμος σπάνια έχει χρόνο για κάτι τέτοιο- έχει όμως μια ξεχωριστή μαγεία.

Ανατρέχοντας σε καταχωρήσεις του περασμένου χρόνου, πολλές φορές τα γεγονότα έχουν εκπληκτική ομοιότητα με τα τεκταινόμενα του σήμερα – ή φαίνονται σα να συνέβησαν χθες, αποδεικνύοντας την εσφαλμένη αντίληψη του χρόνου που έχουμε ως άνθρωποι.

Ωστόσο, η αντίληψη αυτή είναι το θέμα που αναλύει η δημοσιογράφος και συγγραφέας ψυχολογίας Κλώντια Χάμοντ σε σχετικό της άρθρο. Στο άρθρο της αναλύεται α) η άποψη ότι η αντίληψή μας του χρόνου δημιουργείται ενεργά από τον ίδιο μας τον εγκέφαλο και β) το τι αποκαλούν «χρόνο του νου» οι νευρολόγοι και οι ψυχολόγοι.

Όσο αλλόκοτο κι αν φαίνεται το όλο θέμα –άλλωστε, έχουμε μεγαλώσει με την ακλόνητη πίστη ότι ο χρόνος είναι ένα από τα λίγα απολύτως αξιόπιστα και αντικειμενικά πράγματα στη ζωή- τόσο μυστηριωδώς ενθαρρυντική είναι η σκέψη ότι το φαινόμενο, που απεικονίζεται ως ο ανελέητος δικτάτορας της ζωής, μπορεί να αποτελέσει πηγή πλεονεκτημάτων.

Η Χάμοντ γράφει:

«Η εμπειρία του χρόνου δημιουργείται από εμάς τους ίδιους στο νου μας, άρα μπορούμε να αλλάξουμε τα στοιχεία που θεωρούμε προβληματικά –είτε προσπαθώντας να σταματήσουμε τα χρόνια που κυλούν σα νερό, να επιταχύνουμε το χρόνο που περιμένουμε σε μια ουρά, ή να ζήσουμε περισσότερο το παρόν. Όσο εχθρός μπορεί να φαίνεται ο χρόνος, μπορεί να γίνει φίλος, αρκεί να τον χαλιναγωγήσουμε κατάλληλα. Η αντίληψη του χρόνου είναι πολύ σημαντική γιατί μας δένει με τη νοητική μας πραγματικότητα. Ο χρόνος δεν είναι μονάχα η καρδιά του τρόπου οργάνωσης της ζωής μας, αλλά και ο τρόπος που τη βιώνουμε».

Οι παράξενες και ελαστικές ιδιότητες του χρόνου

Ανάμεσα στα πιο ενδιαφέροντα παραδείγματα του «χρόνου του νου» είναι η ελαστικότητα του πώς βιώνουμε το χρόνο. Όταν βιώνουμε τον απόλυτο τρόμο, ο χρόνος κυλά αργά· η Χάμοντ παραθέτει μια έρευνα που έδειξε πως οι αραχνοφοβικοί, από τους οποίους ζητήθηκε να κοιτάξουν μια αράχνη για 45 δευτερόλεπτα, δήλωσαν ότι η διάρκεια του χρόνου τους φάνηκε πολύ μεγαλύτερη. Το ίδιο παρατηρήθηκε και σε αρχάριους της ελεύθερης πτώσης, οι οποίοι παρατήρησαν ότι οι πτώσεις των συναδέλφων τους διήρκησαν ελάχιστα, ενώ οι δικές τους (από το ίδιο ύψος) κράτησαν πολύ.

Αντίθετα, ο χρόνος μοιάζει να επιταχύνει καθώς γερνάμε, ένα φαινόμενο που πολλές θεωρίες έχουν αποπειραθεί να εξηγήσουν. Η μια χρησιμοποιεί απλά μαθηματικά, υποστηρίζοντας ότι ένα έτος φαίνεται μικρότερο αν είμαστε 40 ετών παρά αν είμαστε 8, λόγω του ότι θα είναι το ένα τεσσαρακοστό της ζωής μας, αντί για το ένα όγδοο. Όμως, η Χάμοντ δε δείχνει να πείθεται: Η κάθε στιγμή, ανάλογα με τη φύση των εμπειριών που εμπεριέχει, κυλάει διαφορετικά.

Μια άλλη θεωρία υποστηρίζει ότι ίσως ευθύνονται οι ρυθμοί της ζωής που έχουν αυξηθεί και την κάνουν να μοιάζει συντομότερη.

Όμως, είναι σίγουρο ότι κάτι αλλάζει με τα χρόνια: Καθώς γερνάμε, τείνουμε να νιώθουμε ότι η περασμένη δεκαετία πέρασε πολύ γρήγορα, ενώ οι προηγούμενες πέρασαν αργά. Παρόμοια, πιστεύουμε ότι ορισμένα γεγονότα που συνέβησαν μέσα στην περασμένη δεκαετία έλαβαν χώρα πολύ πιο πρόσφατα (θυμηθείτε· πότε συνέβη το τσουνάμι στην Ιαπωνία; ). Αντίστροφα, θεωρούμε ότι γεγονότα που συνέβησαν πάνω από δέκα χρόνια πριν, έλαβαν χώρα πολύ πιο πριν.

Αυτό, λέει η Χάμοντ, λέγεται «σύμπτυξη προς τα μπρος». Φαίνεται λες και ο χρόνος συμπιέστηκε και τα πράγματα μοιάζουν κοντινότερα απ’ όσο πραγματικά είναι.

Η πιο ξεκάθαρη εξήγηση ονομάζεται «υπόθεση καθαρότητας μνήμης» και την πρότεινε ο ψυχολόγος Νόρμαν Μπράντμπερν το 1987. Μιας και ξέρουμε ότι οι αναμνήσεις ξεθωριάζουν με το χρόνο, χρησιμοποιούμε την καθαρότητα της μνήμης σαν οδηγό για το πόσο πρόσφατη είναι. Επομένως, αν μια ανάμνηση μοιάζει θολή, υποθέτουμε ότι συνέβη πιο παλιά.

Ωστόσο, ο εγκέφαλος εξακολουθεί και καταγράφει το χρόνο, αν και όχι πάντα με ακρίβεια. Η Χάμοντ εξηγεί τους παράγοντες της εσωτερικής μας χρονομέτρησης:

«Είναι ξεκάθαρο ότι το σύστημα μέτρησης του χρόνου από τον εγκέφαλό μας είναι ευέλικτο. Λαμβάνει υπ’ όψη του παράγοντες όπως συναισθήματα, απορρόφηση, προσδοκίες, τις απαιτήσεις ενός έργου, ακόμα και τη θερμοκρασία. Ρόλο παίζει και η αίσθηση που χρησιμοποιούμε: Ένα ακουστικό γεγονός μοιάζει μεγαλύτερο χρονικά από ένα οπτικό. Όμως, η αντίληψη του χρόνου, όπως τη δημιουργεί ο νους, μοιάζει τόσο αληθινή που πάντα εκπλησσόμαστε όταν αντιλαμβανόμαστε ότι συγχέουμε τη χρονική τοποθέτηση ενός γεγονότος».

Για την ακρίβεια, η μνήμη σχετίζεται άμεσα με τη σύγχυση αυτή. Γνωρίζουμε ότι ο χρόνος επηρεάζει τη μνήμη, αλλά και η μνήμη δημιουργεί και μεταπλάθει τη χρονική μας εμπειρία. Η αντίληψή μας του παρελθόντος ενώνεται με την αντίληψη του παρόντος σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο φανταζόμαστε. Η μνήμη ευθύνεται για τις παράξενες και ελαστικές ιδιότητες του χρόνου.

Όμως, μυστηριωδώς, θυμόμαστε εντονότερα εμπειρίες που είχαμε ανάμεσα στα 15 και τα 25 μας. Ο λόγος; Η περίοδος αυτή είχε πολλές καινούργιες εμπειρίες –την πρώτη σεξουαλική επαφή, την πρώτη μας δουλειά, το πρώτο μας ταξίδι χωρίς τους γονείς, την πρώτη εμπειρία της ζωής μακριά από το σπίτι. Το νέο πράγμα έχει πολύ ισχυρό αντίκτυπο στη μνήμη.

Η Χάμοντ πιστεύει ότι επειδή η μνήμη και η ταυτότητα είναι τόσο στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους, η περίοδος ανάμεσα στα 15 και τα 25 είναι μεγάλης σημασίας όσον αφορά τη δημιουργία της θέσης μας στον κόσμο, οπότε η μνήμη συχνά ανασύρει αναμνήσεις από την περίοδο αυτή, ως συστατικά στοιχεία της σημερινής μας ταυτότητας. Το ίδιο συμβαίνει και με μεταγενέστερες εμπειρίες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ταυτότητά μας, όπως για παράδειγμα η αλλαγή επαγγέλματος.

Άρα, τι μας κάνει να τοποθετούμε χρονικά τα γεγονότα με μεγαλύτερη ακρίβεια; Η Χάμοντ συνοψίζει:

«Είναι πιθανότερο να τοποθετήσουμε σωστά ένα γεγονός εάν ήταν ξεχωριστό, έντονο, καθοριστικό ή κάτι που επαναλήφθηκε πολλές φορές στη συνέχεια».

«Tο παράδοξο των διακοπών»

Πάντως, μια από τις πιο μαγευτικές περιπτώσεις χρονικής στρέβλωσης είναι αυτό που η Χάμοντ αποκαλεί «το παράδοξο των διακοπών – δηλαδή η αίσθηση ότι οι ευχάριστες διακοπές περνούν γρήγορα, αλλά φαίνονται μεγάλες όταν κάνουμε ανασκόπηση των γεγονότων».

Αυτό προκαλείται από το ότι βλέπουμε το χρόνο με δύο διαφορετικούς τρόπους, μέσω των προσδοκιών και μέσω της ανασκόπησης. Χρησιμοποιούμε τους δύο αυτούς τρόπους για να μετρήσουμε το πέρασμα του χρόνου. Συνήθως βρίσκονται σε ισορροπία, αλλά οι αξιοσημείωτες εμπειρίες τη διαταράσσουν, κάποιες φορές δραματικά.

Σε αυτό οφείλεται και το ότι δεν θα συνηθίσουμε ποτέ – πάντα θα αντιλαμβανόμαστε το χρόνο με τους δύο αυτούς τρόπους και πάντα θα εκπλησσόμαστε κάθε φορά που πηγαίνουμε διακοπές.

Όπως αναλύσαμε και παραπάνω, έτσι και το παράδοξο των διακοπών έχει να κάνει με την ποιότητα και τη συγκέντρωση νέων εμπειριών, ειδικά σε αντίθεση με την καθημερινή ρουτίνα. Όλο το έτος ο χρόνος μοιάζει να κυλά κανονικά, και χρησιμοποιούμε την αρχή της εργάσιμης μέρας, τα σαββατοκύριακα και την ώρα που πάμε για ύπνο για να μετράμε το χρόνο. Όμως, άπαξ και πάμε διακοπές, η αλλαγή παραστάσεων, ήχων και εμπειριών δημιουργεί μια δυσανάλογη αίσθηση πρωτοτυπίας, πράγμα που επηρεάζει την αντίληψή μας του χρόνου.

Κλείνοντας, η Χάμοντ γράφει ότι:
 
«Δε θα αποκτήσουμε ποτέ τον απόλυτο έλεγχο αυτής της ιδιόμορφης διάστασης. Ο χρόνος θα στρεβλώνεται, όσα κι αν μάθουμε γι’ αυτόν. Όμως, όσα περισσότερα μάθουμε, τόσο θα μπορούμε να του δίνουμε το σχήμα που εμείς θέλουμε. Μπορούμε να τον επιταχύνουμε ή να τον καθυστερήσουμε. Μπορούμε να θυμόμαστε το παρελθόν καλύτερα και να προβλέπουμε το μέλλον με μεγαλύτερη ακρίβεια».