Κυριακή 27 Ιουνίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Ἠλέκτρα (121-152)

ΧΟΡΟΣ
ὦ παῖ, παῖ δυστανοτάτας [στρ. α]
Ἠλέκτρα ματρός, τίν᾽ ἀεὶ
τάκεις ὧδ᾽ ἀκόρεστον οἰμωγὰν
τὸν πάλαι ἐκ δολερᾶς ἀθεώτατα
125 ματρὸς ἁλόντ᾽ ἀπάταις Ἀγαμέμνονα
κακᾷ τε χειρὶ πρόδοτον; ὡς ὁ τάδε πορὼν
ὄλοιτ᾽, εἴ μοι θέμις τάδ᾽ αὐδᾶν.
ΗΛ. ὦ γενέθλα γενναίων,
130 ἥκετ᾽ ἐμῶν καμάτων παραμύθιον·
οἶδά τε καὶ ξυνίημι τάδ᾽, οὔ τί με
φυγγάνει, οὐδ᾽ ἐθέλω προλιπεῖν τόδε,
μὴ οὐ τὸν ἐμὸν στενάχειν πατέρ᾽ ἄθλιον.
ἀλλ᾽, ὦ παντοί-
ας φιλότητος ἀμειβόμεναι χάριν,
135 ἐᾶτέ μ᾽ ὧδ᾽ ἀλύειν,
αἰαῖ, ἱκνοῦμαι.

ΧΟ. ἀλλ᾽ οὔτοι τόν γ᾽ ἐξ Ἀΐδα [ἀντ. α]
παγκοίνου λίμνας πατέρ᾽ ἀν-
στάσεις οὔτε γόοις οὔτε λιταῖσιν·
140 ἀλλ᾽ ἀπὸ τῶν μετρίων ἐπ᾽ ἀμήχανον
ἄλγος ἀεὶ στενάχουσα διόλλυσαι,
ἐν οἷς ἀνάλυσίς ἐστιν οὐδεμία κακῶν.
τί μοι τῶν δυσφόρων ἐφίῃ;
145 ΗΛ. νήπιος ὃς τῶν οἰκτρῶς
οἰχομένων γονέων ἐπιλάθεται.
ἀλλ᾽ ἐμέ γ᾽ ἁ στονόεσσ᾽ ἄραρεν φρένας,
ἃ Ἴτυν, αἰὲν Ἴτυν ὀλοφύρεται,
ὄρνις ἀτυζομένα, Διὸς ἄγγελος.
ἰὼ παντλά-
150 μων Νιόβα, σὲ δ᾽ ἔγωγε νέμω θεόν,
ἅτ᾽ ἐν τάφῳ πετραίῳ,
αἰαῖ, δακρύεις.

***
ΚΟΜΜΟΣ ΧΟΡΟΥ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΑΣ

ΧΟΡΟΣ
Κόρη, πανάθλιας κόρη μητέρας,
έτσι θα σκούζεις αχόρταγα πάντα
του πατέρα σου, Ηλέκτρα; το θρήνο,
που τώρα και τόσον καιρό
άθεα η άπιστη τύλιξε η μάνα σου
στα δολερά της πλεμάτια
και σε κακά τον παράδωσε χέρια;
που είθε —αν αυτή μού επιτρέπεται η ευχή—
είθε, όποιος τα ᾽φερε αυτά, να χαθεί.

ΗΛΕ. Αρχοντοκόρες καλές μου,
έρχεστε παρηγοριά στα δεινά μου να φέρετε·
130 ξέρω, το νιώθω και δε με γελά
η προαίρεση αυτή σας· μα εγώ
να παρατήσω τους θρήνους
του αθλίου μου πατέρα δε θέλω.
Μα ω σεις, που μ᾽ αντιχαρίζετε
την κάθεν αγάπη σας,
αφήστ᾽ αχ αφήστε με, σας ικετεύω,
έτσι έξω φρενών να ξεδίνω.

ΧΟΡ. Μ᾽ αχ, απ᾽ τον Άδη —την παντοδόχα τη λίμνη—
πίσω ποτέ τον πατέρα σου δε θα τον φέρεις
ούτε με κλάψες ούτε με δέησες·
140 κι έξω από καθετί μέτρο σε ανώφελους
πόνους περνάς τη ζωή σου και φθείρεσαι
δίχως, μ᾽ αυτά, στα δεινά σου καμιά
να μπορεί να βρεθεί απαλλαγή.
Γιατί να βρίσκεις χαρά στ᾽ ανυπόφερτα;

ΗΛΕ. Αναίσθητος όποιος ξεχνά
τους γονιούς του, που μ᾽ άδικο θάνατο πήγαν.
Μα εγώ από καρδιάς μου ζηλεύω
τη γογγύχτρ᾽ αηδόνα
που όλο τον Ίτυ, τον Ίτυ της μύρεται,
η πλανταγμένη μηνύτρα της άνοιξης.
Ω και συ απ᾽ όλους πιο δύστυχη Νιόβη,
150 εγώ όμως θεό σε νομίζω,
γιατί απ᾽ τον πέτρινο τάφο σου μέσα
πάντα σου, αλίμονο, δάκρυα σταλάζεις.

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία: 4. Αλεξανδρινή ή Ελληνιστική εποχή (323-31 π.Χ.)

4.5.Γ. Φιλοσοφία


Σημαντικότερο πνευματικό κέντρο στάθηκε αναμφίβολα στην Ελληνιστική εποχή η Αλεξάνδρεια· όμως για τη φιλοσοφία παγκόσμιο κέντρο έμεινε η Αθήνα, όπου όχι μόνο συνέχισαν να λειτουργούν η Ακαδημία και το Λύκειο αλλά ιδρύθηκαν και νέες σχολές. Η ολοκληρωμένη έκθεση των φιλοσοφικών θεωριών δεν είναι έργο της Γραμματολογίας, που περιορίζεται σε μια γενική παρουσίαση των σχολών, των σπουδαιότερων εκπροσώπων τους και του συγγραφικού τους έργου.[1]

Η Ακαδημία συνέχισε την πλατωνική παράδοση, δίνοντας βαρύτητα στις ιδέες και στους ιδεατούς αριθμούς περισσότερο παρά στον πραγματικό κόσμο. Παράλληλα, οι φιλόσοφοι της Ακαδημίας ήρθε στιγμή να επιστρέψουν στη σωκρατική παράδοση, εστιάζοντας τα ενδιαφέροντά τους στην ηθική, αλλά και αμφισβητώντας ακόμα και τη δυνατότητα της αληθινής γνώσης. Για να περιγράψουν την εξέλιξη της ακαδημαϊκής σκέψης, οι ιστορικοί της φιλοσοφίας ξεχώρισαν μετά την Παλαιά Ακαδημία (του Πλάτωνα), δύο ακόμα φάσεις: τη Μέση και τη Νέα Ακαδημία.

Σημαντικός μετά τον Σπεύσιππο και τον Ξενοκράτη σχολάρχης της Ακαδημίας (314-270 π.Χ.) στάθηκε ο Πολέμων ο Αθηναίος, που υποστήριξε ότι στη συμπεριφορά του ανθρώπου η αρετή πρέπει να συμβαδίζει με τη φύση. Έγραψε αρκετά, μας πληροφορεί ο Διογένης Λαέρτιος,[2] αλλά έμειναν ανέκδοτα και χάθηκαν με την καταστροφή της Ακαδημίας.

Μαθητής του Πολέμωνα, και διάδοχός του στη διεύθυνση της Ακαδημίας, ο Κράτης ο Αθηναίος, που «άφησε πίσω του βιβλία (άλλα φιλοσοφικά, άλλα για την κωμωδία, άλλα με ομιλίες δημόσιες και πρεσβευτικές) αλλά και μαθητές αξιόλογους, ανάμεσά τους τον Αρκεσίλαο…» (Διογένης Λαέρτιος 4.23).

Ο Αρκεσίλαος από τη μικρασιατική Πιτάνη (316-242 π.Χ.), μαθητής του περιπατητικού Θεόφραστου αλλά και του Πολέμωνα και του Κράτη, σηματοδότησε τη στροφή από την Παλαιά στη Μέση Ακαδημία. Συγκεκριμένα, αντιδρώντας στον δογματισμό των Στωικών, ο Αρκεσίλαος ξαναγύρισε στους σωκρατικούς διαλεκτικούς τρόπους: πρόβαλλε επιχειρήματα ενισχύοντας ή αναιρώντας κάθε θέση χωρίς να καταλήγει πουθενά. Μόνη σωστή στάση ήταν κατά τη γνώμη του η ἐποχή, όπως την εδίδασκε ο Πύρρων, δηλαδή η αναστολή κάθε οριστικής κρίσης - και γι᾽ αυτό δεν έγραψε τίποτα!

Για τον ίδιο λόγο, πιστεύοντας στην ἐποχή, δεν άφησε συγγραφικό έργο και ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της Μέσης Ακαδημίας, ο Καρνεάδης από την Κυρήνη (214-129 π.Χ.), άνθρωπος φιλόπονος με σημαντικά ρητορικά προσόντα, που ως αποσταλμένος στη Ρώμη[3] είχε αγορεύσει τη μια μέρα υπέρ και την άλλη εναντίον της δικαιοσύνης. Ωστόσο, αν και πίστευε πως κάθε σταθερή θέση είναι άσκοπη, γιατί δεν υπάρχει οριστικό κριτήριο της αλήθειας, πάλι δίδασκε ότι μπορεί κανείς μελετώντας τις πιθανότητες να αποφύγει τα μεγάλα λάθη.

Η στροφή προς τη Νέα Ακαδημία σημειώθηκε μετά την καταστροφή της σχολής, της βιβλιοθήκης και του αρχείου της από τον Σύλλα (84 π.Χ.), όταν επικεφαλής ήταν ο Αντίοχος από την Ασκάλωνα της Συρίας. Ως φιλόσοφος ο Αντίοχος μπορεί και πρέπει να χαρακτηριστεί εκλεκτικός, καθώς η διδασκαλία του βασίστηκε σε θέματα όπου οι ακαδημαϊκοί, οι περιπατητικοί και οι στωικοί φιλόσοφοι σε γενικές γραμμές συμφωνούσαν. Ο εκλεκτισμός του μεταδόθηκε και στον διασημότερο μαθητή του, τον Κικέρωνα, που παρακολούθησε μαθήματά του όταν επισκέφτηκε την Αθήνα, το 77 π.Χ.

Από τα έργα των παραπάνω διαδόχων του Πλάτωνα σώζονται μόνο περιορισμένα αποσπάσματα και πληροφορίες.

Το Λύκειο συνέχισε την περιπατητική φιλοσοφική παράδοση του ιδρυτή του, τον εμπειρισμό και την καλλιέργεια των επιμέρους επιστημών. Ενώ όμως το διδακτικό και ερευνητικό έργο εξακολούθησε για αιώνες σε αυτό το πραγματικό παν-επιστήμιο, η φιλοσοφική θεωρία του Αριστοτέλη παραμελήθηκε και τα συγγράμματά του, εξαιρώντας κάποιους εξωτερικούς διάλογους, έμεναν άγνωστα. Σταθμό και ανανέωση της περιπατητικής φιλοσοφίας αποτέλεσε, τον 1ο π.Χ. αιώνα, η ανεύρεση και η έκδοση των έργων του Αριστοτέλη από τον τότε επικεφαλής του Λυκείου, τον Ανδρόνικο από τη Ρόδο.

Μαθητής του Αριστοτέλη ο Εύδημος (4ος/3ος π.Χ. αι.) γύρισε, μετά τον θάνατο του δασκάλου του, στην πατρίδα του τη Ρόδο, όπου ίδρυσε δική του σχολή. Όπως ο Θεόφραστος, έτσι και ο Εύδημος έμεινε πιστός στην αριστοτελική διδασκαλία. Από τα πολλά του λογικά, μαθηματικά, αστρονομικά κ.ά. έργα πιο γνωστά μάς είναι τα Φυσικά, όπου με ελάχιστες παραλλαγές επαναλάβαινε και διευκρίνιζε το ομώνυμο έργο του Αριστοτέλη.

Μαθητής του Αριστοτέλη ήταν και ο Δημήτριος ο Φαληρέας (4ος/3ος π.Χ. αι.), ρήτορας, πολιτικός και νομοθέτης, που ως εκπρόσωπος του Κασσάνδρου κυβέρνησε για δέκα χρόνια την Αθήνα και θέλησε, ως ένα σημείο και πέτυχε, να επιβάλει στους Αθηναίους τις περιπατητικές ηθικές και πολιτικές αρχές. Αντίστοιχα, στο μεγάλο πλήθος των έργων του περιλαμβάνονταν διατριβές Περὶ νόμων, Περὶ τῆς δεκαετίας, Περὶ δημαγωγίας, Περὶ ῥητορικῆς κ.ά.π.

Ο Στράτων από τη Λάμψακο ήταν για πολλά χρόνια δάσκαλος του Πτολεμαίου Β' πριν διαδεχτεί τον Θεόφραστο στη διεύθυνση του Λυκείου (287 π.Χ.). Από τα πολλά και ποικίλα έργα που παραδίδεται ότι έγραψε πιο γνωστές ήταν οι διατριβές του σε θέματα κοσμολογίας και φυσικής, ίσως γιατί σε αυτές δε δίστασε να διαφωνήσει με τον Αριστοτέλη.

Ο Κριτόλαος από τη μικρασιατική Φάσηλη ήταν διευθυντής του Λυκείου από το 180 ως το 170 π.Χ. Αξιοσημείωτη ήταν η τάση του να υποτιμά τους πολιτικούς ρήτορες και γενικά τη ρητορική, που τη θεωρούσε «περισσότερο κακοτεχνία παρά τέχνη». Αξία είχαν γι᾽ αυτόν οι θεωρητικοί φιλόσοφοι ως διδάσκαλοι κάθε αρετής.

Από τα έργα των μετά τον Θεόφραστο περιπατητικών φιλοσόφων της Ελληνιστικής εποχής δε σώζονται παρά περιορισμένα αποσπάσματα και πληροφορίες.

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ (341-271 π.Χ.)[4]

Λάθε βιώσας.[5]

Γεννήθηκε στη Σάμο από Αθηναίους γονείς, αλλά αργότερα μετακόμισε με την οικογένειά του στην Κολοφώνα. Κατά την παράδοση μαθήτεψε στον Ναυσιφάνη, οπαδό του Δημόκριτου, και στον Πάμφιλο, οπαδό του Πλάτωνα. Νέος έζησε στη Μυτιλήνη και στη Λάμψακο, όπου ίδρυσε και την πρώτη του σχολή. Τριάντα πέντε χρονών πήγε στην Αθήνα, αγόρασε ένα σπιτάκι με κήπο στην περιφέρεια της πόλης και εγκατάστησε τη σχολή του, τον Κήπο, περισσότερο μια φιλική κοινότητα όπου μπορούσε ο καθένας να έρθει να συμφιλοσοφήσει παρά σχολή με τη συνηθισμένη έννοια. Η διδασκαλία του είχε επιτυχία, γιατί ανταποκρινόταν στις ανάγκες των ανθρώπων της εποχής και γιατί ο ίδιος με την προσωπικότητα και τον τρόπο ζωής του αποτελούσε ζωντανό παράδειγμα ατάραχου και ευτυχισμένου ανθρώπου: μάρτυρες «η ευγνωμοσύνη στους γονείς του, η συμπαράσταση στους αδελφούς του, η καλοσύνη του στους υποτακτικούς, γενικά η φιλάνθρωπη στάση του απέναντι σε όλους. Δεν περιγράφονται με λόγια η ευσέβειά του προς τους θεούς και η φιλοπατρία του» (Διογένης Λαέρτιος 10.10).

Ο Επίκουρος πίστευε ότι σκοπός της φιλοσοφίας δεν είναι να προσφέρει γνώσεις και ικανότητες, αλλά να κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους. Έτσι η στάση του ήταν αρνητική απέναντι στη ρητορική, τη λογική, τα μαθηματικά και τα άλλα νοητικά πεδία, καθώς μεγαλύτερη αξία από τον νου είχαν, πίστευε, οι αισθήσεις. Θετικές έννοιες στη διδασκαλία του ήταν η αυτάρκεια, που χαρίζει ελευθερία, η φιλία, που συμβάλλει στην ασφάλεια, η φρόνηση, η ψυχική αταραξία, πάνω απ᾽ όλα η ηδονή, σε αντίθεση με τον πόνο, τον φόβο, τη λύπη και τη στέρηση. Την ηδονή ο Επίκουρος τη θεωρούσε σύδδετη με την ανθρώπινη φύση και δεν την ξεχώριζε από την αρετή. Χαρακτηριστική και η διδασκαλία του για τον θάνατο, που δεν πρέπει, έλεγε, καθόλου να τον φοβόμαστε, γιατί «όσο υπάρχουμε εμείς δεν είναι παρών ο θάνατος, και όταν είναι παρών ο θάνατος, δεν υπάρχουμε εμείς» (Διογένης Λαέρτιος 10.125).

Το συγγραφικό έργο του Επίκουρου ήταν τεράστιο: πάνω από 40 διατριβές, ανάμεσά τους μία Περὶ Φύσεως σε 37 βιβλία. Στα χέρια μας έφτασαν (α) το έργο Κύριαι δόξαι, όπου είχαν καταγραφεί για διδακτική χρήση, καλοδιατυπωμένες σε απλό λόγο, ορισμένες βασικές του θέσεις,[6] (β) η διαθήκη του, και (γ) τρεις επιστολές - σημαντικές, καθώς στη μία εκθέτει συμπυκνωμένες τις απόψεις του για τη φυσική, στην άλλη για τα ουράνια φαινόμενα, και στην τρίτη για την ηθική. Πληροφορίες για τη διδασκαλία και αποσπάσματα από έργα του Επίκουρου μας διασώζουν πλήθος ακόμα πηγές, π.χ. οι καρβουνιασμένοι πάπυροι της έπαυλης του Πίσωνα στο Ηράκλειο, κοντά στην Πομπηία, που όταν διαβάζονται μας αποκαλύπτουν κομμάτια από τα συγγράμματα του Φιλόδημου.[7]

Διάδοχοι του Επίκουρου υπήρξαν πολλοί, η σχολή του κρατήθηκε ζωντανή ως και τον 1ο π.Χ. αιώνα, και η διδασκαλία του πολύ περισσότερο. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η διάδοση της επικούρειας φιλοσοφίας στη Ρώμη, όπου ανάμεσα στους φίλους και οπαδούς της συγκαταλέγονταν προσωπικότητες όπως ο Οράτιος, ο Σενέκας, ο Λουκρήτιος πάνω απ᾽ όλους, που το έργο του Για τη φύση των πραγμάτων (De rerum natura) αποτελεί ολοκληρωμένη έκθεση της φυσικής θεωρίας του Επίκουρου.

Ανταγωνιστική, ναι και εχθρική, προς τον Κήπο στάθηκε η δεύτερη φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε και άκμασε στα ελληνιστικά χρόνια, η Στοά. Η εξαιρετικά μεγάλη της διάρκεια και οι μεταλλαγές της οδήγησαν τους ιστορικούς της φιλοσοφίας να ξεχωρίζουν, όπως και στην περίπτωση της Ακαδημίας, τρεις φάσεις: την Αρχαία και τη Μέση Στοά στην Ελληνιστική εποχή, και τη Νέα Στοά στους ρωμαϊκούς χρόνους.[8]

ΖΗΝΩΝ (332-261 π.Χ.)

Γεννήθηκε στο Κίτιο της Κύπρου, αλλά η καταγωγή του ήταν από τη Φοινίκη. Είκοσι χρονών βρέθηκε στην Αθήνα, όπου για δέκα χρόνια μαθήτεψε στον Κράτη τον κυνικό, στον Στίλπωνα τον μεγαρικό και στον Πολέμωνα της Ακαδημίας. Στα τριάντα του άρχισε να δίνει ο ίδιος μαθήματα στην Ποικίλη στοά,[9] απ᾽ όπου πήρε και το όνομά της η σχολή του. Η διδασκαλία του είχε εξαρχής μεγάλη επιτυχία και συγκέντρωνε πολλούς και σημαντικούς μαθητές. Οι Αθηναίοι τον στεφάνωσαν όσο ζούσε, και όταν πέθανε του παραχώρησαν, αν και ήταν ξένος, δημόσιο τάφο στον Κεραμεικό - για να ξέρουν όλοι, έγραφε το ψήφισμα, ότι ὁ δῆμος τῶν Ἀθηναίων τοὺς ἀγαθοὺς καὶ ζῶντας τιμᾷ καὶ τελευτήσαντας (Διογένης Λαέρτιος 7.12). Η φιλοσοφία του είχε δεχτεί έντονες επιδράσεις, αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να διαφέρει σημαντικά τόσο από τα κλασικά συστήματα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη όσο και από τη σύγχρονη διδασκαλία του Επίκουρου και των σκεπτικών. Δική του ήταν η διαίρεση της φιλοσοφίας σε (α) Λογική, με περιεχόμενο τη γνωσιολογία, τη γραμματική, τη ρητορική και τη λογική, (β) Φυσική, με περιεχόμενο την οντολογία, την κοσμολογία, την ψυχολογία και τη θεολογία, και (γ) Ηθική, όπου έδινε και το μεγαλύτερο βάρος. Στόχος της φιλοσοφίας ήταν (τι άλλο;) η ευδαιμονία, με απαραίτητη προϋπόθεση την αρετή. Μια γνώμη του δείχνει πόσο η σκέψη του ήταν συνταιριασμένη με τις τάσεις της εποχής: «Μη ζούμε οργανωμένοι χώρια σε πόλεις και σε δήμους, έχοντας καθορίσει δικά μας κάθε τόπος δίκαια, αλλά όλους τους ανθρώπους να τους θεωρούμε συνδημότες και συμπολίτες· ένας να είναι ο τρόπος της ζωής και μία η τάξη, όπως σε ένα κοπάδι που συμβόσκει και συντρέφεται ολόκληρο με τον ίδιο κανονισμό.»[10]

Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονταν, εκτός από τις φιλοσοφικές του διατριβές Περὶ τοῦ κατὰ φύσιν βίου, Περὶ παθῶν κλπ., και έργα φιλολογικά: Περὶ λέξεων, Περὶ ποιητικῆς ἀκροάσεως και πέντε βιβλία Ὁμηρικῶν προβλημάτων - όλα, εκτός από ελάχιστα αποσπάσματα, χαμένα.

Το Ζήνωνα διαδέχτηκε στη Στοά ο Κλεάνθης από την Άσσο της Τρωάδας (330-232 π.Χ.). Στην Αθήνα είχε έρθει ως φτωχός πυγμάχος, αλλά ενθουσιάστηκε με τη διδασκαλία του Ζήνωνα τόσο ώστε τη νύχτα να δουλεύει στα περιβόλια και την ημέρα να σπουδάζει. Ως επικεφαλής της σχολής ἐφιλοσόφησε γενναιότατα: έμεινε πιστός στις θεωρίες του δασκάλου του, έγραψε πλήθος βιβλία να τις στηρίξει και να τις συμπληρώσει, ανάπτυξε τη στωική θεολογία και σύνθεσε έναν τεχνικά άρτιο και φιλοσοφικά μεστό Ύμνο στον Δία, που μας σώζεται. Ωστόσο, στα χρόνια του η στωική φιλοσοφία αμφισβητήθηκε από πολλές πλευρές και η σχολή ίσως να είχε διαλυθεί, αν δεν τύχαινε ο επόμενος σχολάρχης της, ο Χρύσιππος, να αποδειχτεί τόσο δυναμικός και αξιόλογος.

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ (περ. 280-205 π.Χ.)

Εἰ μὴ γὰρ ἦν Χρύσιππος, οὐκ ἂν ἦν στοά.[11]
Διογένης Λαέρτιος 7.183

Καταγόταν από τους Σόλους της Κιλικίας. Νέος ήρθε στην Αθήνα και αρχικά σπούδασε στην Ακαδημία. Αργότερα προσχώρησε στον στωικισμό και αναδείχτηκε, σε δύσκολους καιρούς, ικανός σχολάρχης και σωτήρας της Στοάς. Άνθρωπος «ευφυής και απότομος τσακώθηκε με τον Ζήνωνα, αλλά και με τον Κλεάνθη. Στον τελευταίο έλεγε συχνά ότι του φτάνει να διδάσκεται τα δόγματα· τις αποδείξεις θα τις βρει μονάχος» (Διογένης Λαέρτιος 7.179). Πραγματικά, η διαλεκτική άνεση που είχε αποχτήσει στην Ακαδημία και οι συλλογιστικές του ικανότητες τον βοήθησαν πρώτος αυτός να συστηματοποιήσει τη στωική διδασκαλία και να τη στηρίξει σε στέριες ορθολογικές βάσεις.

Η παράδοση του αποδίδει πάνω από 700 διατριβές, που αφορούσαν όλα σχεδόν τα πεδία της φιλοσοφίας. Έτσι, δεν απορούμε όταν μαθαίνουμε ότι τα συγγράμματά του ήταν συνθεμένα ανέμελα, γεμάτα επαναλήψεις, παλινωδίες και παραθέματα από άλλους συγγραφείς.

Η στροφή της Αρχαίας προς τη Μέση Στοά πραγματοποιήθηκε με τον Παναίτιο από τη Ρόδο (περ. 185-109 π.Χ.). Πριν ενταχτεί στη Στοά, ο Παναίτιος είχε μαθητέψει στον Κράτη, τον άξιο φιλόλογο της Περγάμου. Έζησε στη Ρόδο, όπου ήταν ιερέας του Ποσειδώνα, στη Ρώμη, όπου συντρόφεψε με τον Σκιπίωνα Αιμιλιανό, και στην Αθήνα, όπου τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του ως επικεφαλής της Στοάς προσέλκυσε και δίδαξε πλήθος αξιόλογους μαθητές. Η φιλοσοφία του, λιγότερο αυστηρή από των προκατόχων του, αποδεχόταν ορισμένες από τις προτάσεις της Ακαδημίας και του Περιπάτου· και σε θέματα ηθικής η διδασκαλία του ήταν προσαρμοσμένη στα ιδανικά των (ρωμαίων) πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών. Τα συγγράμματα του Παναίτιου έχουν χαθεί· όμως το έργο του Κικέρωνα De officiis ακολουθεί σε πολλά τη δική του ομότιτλη διατριβή Περὶ τοῦ καθήκοντος.

ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΟΣ (περ. 135-50 π.Χ.)

Ο Ποσειδώνιος από την Απάμεια της Συρίας ήταν μαθητής του Παναίτιου. Για πολλά χρόνια ταξίδεψε στην Ιταλία, τη Σικελία, τη Σαρδηνία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, τη Γαλατία και τη Βόρεια Αφρική, ώσπου τελικά εγκαταστάθηκε και δίδαξε στη Ρόδο, όπου παρακολούθησαν για λίγο τα μαθήματά του και αναγνώρισαν την αξία του πρώτα ο Κικέρωνας (77 π.Χ.), αργότερα και ο Πομπήιος (66 και 62 π.Χ.).[12]

Τα ενδιαφέροντα, αντίστοιχα και τα συγγράμματα, του Ποσειδώνιου δεν περιορίζονταν στην ηθική, τη λογική και τα άλλα καθαυτό φιλοσοφικά πεδία, αλλά επεκτείνονταν και στη θεολογία, την κοσμολογία, την αστρονομία, τη φυσιογνωσία, τη γεωγραφία, την εθνογραφία και την ιστορία. Στο τελευταίο αυτό πεδίο ο Ποσειδώνιος αποφάσισε να συνεχίσει το ιστορικό έργο του Πολύβιου και έγραψε τη Μετὰ Πολύβιον ἱστορίην σε 56 βιβλία, καλύπτοντας τα χρόνια από το 146 ως το 88 π.Χ.

Το πλάτος των ενδιαφερόντων και η ανθρωπολογική πολυμάθεια του Ποσειδώνιου τον βοήθησαν να διαμορφώσει ένα φιλοσοφικό σύστημα οικουμενικό, ταιριαστό με την ιστορική εικόνα της εποχής, όπου η ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατείχε και καθόριζε τα πάντα. Ενιαίο και ταχτικό το σύμπαν του Ποσειδώνιου περιλάβαινε τους θεούς, τους ανθρώπους και τον φυσικό κόσμο, όλα σε αρμονική συνύπαρξη και συνεργασία, δεμένα με αυτό που οι στωικοί ονόμαζαν συμπάθειαν.

Από τα πάμπολλα έργα του Ποσειδώνιου δε μας σώθηκε κανένα. Μόνο πληροφορίες έχουμε, κάποια παραθέματα και αναφορές, που δείχνουν τη μεγάλη του επίδραση στους μεταγενέστερους στοχαστές, Έλληνες και Ρωμαίους.

Τα έργα του Ποσειδώνιου δεν ήταν τα μόνα που χάθηκαν. Αν εξαιρέσουμε τον Ύμνο στον Δία του Κλεάνθη, από την πλούσια παραγωγή της Αρχαίας και τη Μέσης Στοάς κανένα έργο δε μας έχει σωθεί. Παράξενο, γιατί οι έμμεσες αναφορές και πληροφορίες δείχνουν πως η στωική διδασκαλία είχε μεγάλη απήχηση στη σκέψη όχι μόνο της Ελληνιστικής εποχής αλλά και των αιώνων που ακολούθησαν.

Η τρίτη φιλοσοφική κατεύθυνση που αναπτύχτηκε στα αλεξανδρινά χρόνια, η Σκέψις, δεν οργανώθηκε σε σχολή με την κυριολεκτική έννοια, αλλά βασίστηκε στην προφορική διδασκαλία του Πύρρωνα, όπως διαμορφώθηκε και συμπληρώθηκε από τους μαθητές του.

ΠΥΡΡΩΝ (περ. 360-270 π.Χ.)

Παντὶ λόγῳ λόγος ἀντίκειται.[13]
Διογένης Λαέρτιος 9.74

Γεννήθηκε στην Ηλεία και κατά την παράδοση ακολούθησε τον Μεγαλέξανδρο στην εκστρατεία του ως τις Ινδίες, όπου γνώρισε τη φιλοσοφία των Γυμνοσοφιστών και των Μάγων. Βέβαιο είναι μόνο ότι για πολλά χρόνια έζησε φτωχός και τιμημένος στην πατρίδα του ως ανεξάρτητος δάσκαλος της φιλοσοφίας.

Ο Πύρρων δεν άφησε πίσω του κανένα σύγγραμμα - φυσικά, θα λέγαμε, αφού πίστευε ότι δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια της αλήθειας, ότι τίποτα δεν είναι σίγουρο και ότι ο κάθε λόγος ισχύει ακριβώς όσο και ο αντίθετός του, δηλαδή καθόλου. Το μόνο που μπορεί και πρέπει να κάνει κανείς είναι να σκέπτεται (δηλαδή να παρατηρεί) τα φαινόμενα, παραμένοντας αδιάφορος, ατάραχος και κατά συνέπεια ευτυχισμένος.

Πρόδρομοι του σκεπτικισμού[14] μπορούν να θεωρηθούν όλοι όσοι κατά καιρούς είχαν αμφισβητήσει είτε την ίδια την ύπαρξη της αλήθειας είτε τη δυνατότητα των ανθρώπων να την καθορίσουν· όμως η απόλυτη ἐποχή, δηλαδή η άρνηση του σοφού να εκφέρει οποιαδήποτε κρίση, πρέπει να αποδοθεί στη διδασκαλία του Πύρρωνα, απ᾽ όπου και την υιοθέτησαν ο Αρκεσίλαος και ο Καρνεάδης της Μέσης Ακαδημίας.

Η διδασκαλία του Πύρρωνα συστηματοποιήθηκε και καταγράφηκε πολύ αργότερα, τον 1ο π.Χ. αιώνα, από τον κρητικό Αινεσίδημο που δίδασκε φιλοσοφία στην Αλεξάνδρεια. Τα Πυρρωνείων λόγων ὀκτὼ βιβλία που έγραψε έχουν στο μεγαλύτερο μέρος τους χαθεί· όμως το περιεχόμενό τους μας είναι λίγο πολύ γνωστό από άλλους συγγραφείς, σύγχρονους όπως ο Κικέρων, ή μεταγενέστερους όπως ο Σέξτος ο εμπειρικός.

Στο κεφάλαιο της αλεξανδρινής φιλοσοφίας εντάσσονται τρεις ακόμα συγγραφείς, που προτίμησαν να φιλοσοφήσουν με σατιρική διάθεση, και σε στίχους:

Ο Τίμων από τη Φλιούντα (περ. 320-230 π.Χ.) ήταν μαθητής του Πύρρωνα. Έγραψε πλήθος έργα, πεζά και ποιητικά, ανάμεσά τους και σατιρικούς σίλλους, όπου διακωμωδούσε τα ποικίλα φιλοσοφικά συστήματα και τους εκπροσώπους τους.

Ο Κερκίδας από τη Μεγαλόπολη (περ. 290-220 π.Χ.), πολιτικός, νομοθέτης και θαυμαστής του κυνικού Διογένη, έγραψε ηθικοπλαστικούς Μελιάμβους σε δωρική διάλεκτο, όπου επαινούσε τον Έρωτα όταν έρχεται ευνοϊκός, αλλά κατηγορούσε τον πλούτο και τους θεούς που δεν τον μοιράζουν σωστά.

Σύγχρονος του Κερκίδα και μαθητής των κυνικών ήταν ο Μένιππος από τα Γάδαρα της Συρίας, που με τη σειρά του διακωμώδησε τα φιλοσοφικά συστήματα και τους φιλοσόφους. Τα έργα του, όπου ο πεζός λόγος διανθιζόταν με στίχους, έχουν χαθεί, αλλά η ολοφάνερη επίδρασή τους σε κατοπινούς έλληνες και ρωμαίους σατιρικούς συγγραφείς μάς επιτρέπει να μαντέψουμε την ευστοχία και την ευρηματικότητά τους.
---------------------
1. Για την ελληνιστική φιλοσοφία βλ. Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι 

2. Ο Διογένης ο Λαέρτιος, συγγραφέας του 3ου μ.Χ. αιώνα, έγραψε τη Φιλοσόφων βίων καὶ δογμάτων συναγωγή, που αποτελεί την καλύτερή μας πηγή για τη ζωή και τις θεωρίες των αρχαίων φιλοσόφων.

3. Το 156 π.Χ. οι Αθηναίοι, για να υποστηρίξουν τη θέση τους σε μια διαφορά που είχαν με τους κατοίκους του Ωρωπού, έστειλαν στη Ρώμη αντί για άλλους εκπροσώπους τρεις φιλοσόφους: τον ακαδημαϊκό Καρνεάδη, τον στωικό Διογένη και τον περιπατητικό Κριτόλαο. Οι τρεις τους εντυπωσίασαν με τη σοφία και την ευγλωττία τους τους Ρωμαίους τόσο, ώστε ορισμένοι συντηρητικοί κύκλοι φοβήθηκαν πως θα διαφθείρουν τους νέους και φρόντισαν να τους ξαποστείλουν το γρηγορότερο.

4. Περισσότερα για τον Επίκουρο και τη φιλοσοφία του βλ. Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι.

5.«Ζήσε αθόρυβα (μακριά από την πολιτική), να μη σε καταλάβουν.»

6. Ένα νεότερο γνωμολόγιο του Επίκουρου σώζεται στη βιβλιοθήκη του Βατικανού.

7. Ο Φιλόδημος από τα Γάδαρα της Συρίας (περ. 110-40 π.Χ.), φιλόσοφος και ποιητής, έζησε για ένα διάστημα στη Νεάπολη της Κάτω Ιταλίας, όπου με τη διδασκαλία, τις γνωριμίες και τα πολλά του συγγράμματα βοήθησε να διαδοθεί η φιλοσοφία του Επίκουρου.

8. Περισσότερα για τη φιλοσοφία της Στοάς Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι.

9. Ποικίλη (πολύχρωμη) ονομαζόταν μια από τις στοές της αθηναϊκής αγοράς, γιατί την κοσμούσαν πλήθος τοιχογραφίες, ανάμεσά τους και η περίφημη «Ιλίου πέρσις» του Πολύγνωτου.

10. Μὴ κατὰ πόλεις μηδὲ δήμους οἰκῶμεν ἰδίοις ἕκαστοι διωρισμένοις δικαίοις, ἀλλὰ πάντας ἀνθρώπους ἡγώμεθα δημότας καὶ πολίτας· εἷς δὲ βίος ᾗ καὶ κόσμος, ὥσπερ ἀγέλης συννόμου νόμῳ κοινῷ συντρεφομένης (απόσπ. 262 = Πλούταρχος, Ηθικά 329a-b).

11. «Αν δεν υπήρχε ο Χρύσιππος, δε θα υπήρχε ούτε η στοά.»

12. Χαρακτηριστικό ότι, όταν ο Ποσειδώνιος έγραψε μια ξεχωριστή Περὶ Πομπήιον ἱστορίαν, ο Κικέρωνας ζήλεψε και του έστειλε μιαν έκθεση της δικής του προσωπικής δράσης· όμως η ελπίδα να τον τιμήσει και αυτόν ο φιλόσοφος με ένα του έργο διαψεύστηκε.

13. «Ο κάθε λόγος έχει (ισότιμο) αντίλογο».

14. Σκεπτικισμός ονομάζεται στην ιστορία της φιλοσοφίας η θεωρία του Πύρρωνα και Σκεπτικοί (φιλόσοφοι) οι οπαδοί της. Ωστόσο, στη νεότερη γλώσσα ο όρος σκεπτικισμός χρησιμοποιείται γενικότερα με τη σημασία της «αμφιβολίας,» της «αμφισβήτησης», ακόμα και της «δυσπιστίας» απέναντι σε κάθε ισχυρισμό· και όσοι τηρούν αυτή τη στάση ονομάζονται «σκεπτικιστές».

Η Ρώμη και ο κόσμος της

Πρόλογος


Η σειρά που αρχίζει, Η Ρώμη και ο κόσμος της αναπληρώνει, για πρώτη φορά στην ιστορία της εκπαίδευσής μας, ένα κενό της σχολικής Αρχαιογνωσίας, η οποία, χρόνια τώρα, επιμένει στην απόλυτη ελληνική κυριότητά της, απωθώντας με αστόχαστη υπεροψία το μερίδιο των Ρωμαίων στη συγκρότηση και στην παράδοση της κλασικής παιδείας, που αναγνωρίστηκε θεμέλιος λίθος των ανθρωπιστικών σπουδών και του ανθρωπισμού στον λεγόμενο δυτικό κόσμο - και όχι μόνον.

Στην πραγματικότητα η επιστήμη της Αρχαιογνωσίας συμπίπτει, ως προς το διπλό αντικείμενό της και τον δίδυμο στόχο της, με την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα. Αν το ελληνικό στοιχείο χρονικά προηγήθηκε και ποιοτικά λειτούργησε ως πρότυπο, η ρωμαϊκή του διαμεσολάβηση εξασφάλισε την πρακτική του εμπέδωση και τη διάδοσή του, έστω με κάποια δόση αυτοκρατορικής επίδειξης και μεγαλαυχίας. Από την άποψη αυτή ο ρωμαϊκός κόσμος αποτελεί δημιουργική αντανάκλαση του ελληνικού κόσμου, κάτοπτρο που διαθλά τις ακτίνες που υποδέχεται. Αυτή η συνάντηση των δύο κόσμων (που δεν αποκλείει πολεμικές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και αισθητικές διαφορές) εξελίχθηκε σε γενικότερη πολιτισμική αμοιβαιότητα.

Τη συγγένεια και τη συνέχεια του ρωμαϊκού με τον ελληνικό κόσμο αποτυπώνεται με συναρπαστικό τρόπο στην σειρά που ακολουθεί. Το οποίο τοπικά επικεντρώνεται κυρίως στη Ρώμη και χρονικά επιμένει στην ακμή του ανύσματος μεταξύ 8ου προχριστιανικού και 5ου μεταχριστιανικού αιώνα, μοιράζεται σε δεκαπέντε κεφάλαια και καταλήγει στον «Βιογραφικό πίνακα της Ρώμης».

Συγκεκριμένα: το έγκυρο ιστορικό υλικό παρουσιάζεται σε μορφή «σφιχτής» ή «χαλαρής» αφήγησης, αναλόγως· εμπλουτίζεται με «υπολογισμένες δόσεις μυθοπλασίας»· συχνά δραματοποιείται σε ανταγωνιστικούς διάλογους· ο σχολικός διδακτισμός ανακουφίζεται με ευτράπελα ανέκδοτα· η σχολαστική σοβαροφάνεια εξουδετερώνεται με καταλυτικό χιούμορ· σήματα της ρωμαϊκής κοσμοκρατορίας παραπέμπουν σε σύγχρονες υπερατλαντικές φιλοδοξίες. Με δυο λόγια: σε τούτη την σειρά, η αυστηρή φιλολογία συμφιλιώνεται με την απολαυστική λογοτεχνία. Τελικώς η μακρινή Ρώμη προβάλλεται στο παρόν ως παραδειγματική σύνθεση ομοιότητας και διαφοράς: ελληνικές οι ρίζες, δικός της ο κορμός, ανάμεικτο το φύλλωμα.

Η σειρά αυτή είναι ένα ανθολόγιο από τα μικρά και μεγάλα θαύματα ενός κόσμου που για περισσότερους από δέκα αιώνες όρισε τις τύχες της γνωστής οικουμένης και άφησε τεράστια πολιτική, πολιτισμική και γλωσσική κληρονομιά. Ο κόσμος αυτός -ο ρωμαϊκός- είναι από πολλές απόψεις η συνέχεια του ελληνικού, και οι δυο τους, δυστυχώς μαζί με τον χριστιανισμό, αποτελούν τον συνταγματικό χάρτη της Δύσης· κι αν η Δύση γνώρισε και γνωρίζει σήμερα βαθιές αλλαγές, τα ιστορικά ανακλαστικά της και ο τρόπος με τον οποίο στοχάζεται τις αλλαγές της διαμορφώνονται -είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι, είτε το παραδεχόμαστε είτε όχι- από αυτό το πανίσχυρο τρίγωνο. Ο τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε και αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας και τους «άλλους» είναι συνάρτηση των ιστορικών μας εμπειριών κι όσο πληρέστερα μελετάμε αυτές τις εμπειρίες τόσο καλύτερα γνωρίζουμε τον εαυτό μας και τους «άλλους». Είναι σημαντικό να ξέρουμε καλά την ιστορική μας προπαίδεια· αλλιώς το γινόμενο της ιστορικής μας γνώσης και, κυρίως, της ιστορικής μας «ευφυΐας» είναι λειψό. Ο «αρχαίος ελληνικός πολιτισμός» και η δήθεν «ελληνοχριστιανική παράδοση», με τη Ρώμη αφαιρετέα, δίνουν λειψό γινόμενο.

Τα δεκαπέντε κεφάλαια που περιλαμβάνει η σειρά αυτή, δεν είναι, βέβαια, αρκετά για να ξετυλίξουν ολόκληρο το «παραμύθι της Ρώμης» - της μικρής αγροτικής πόλης που έγινε κοσμοκρατορία. Και πρώτα πρώτα πρέπει να διευκρινιστεί ότι τα άρθρα δεν προσφέρουν μια ολοκληρωμένη ιστορική αφήγηση για τη Ρώμη και τον κόσμο της. Παρόλο που ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι υπάρχει ένα αδρό χρονολογικό νήμα (από τις αρχές της ρωμαϊκής ιστορίας, ας πούμε κάπου στον 8ο αιώνα π.Χ., μέχρι τη διαίρεση της αυτοκρατορίας σε ανατολικό και δυτικό τμήμα και την τελική διάλυση του δυτικού τμήματος τον 5ο αιώνα μ.Χ.), πολλά σημαντικά γεγονότα και προσωπικότητες δεν παρουσιάζονται καθόλου ή κάνουν απλώς μια τυπική, ονομαστική εμφάνιση. Η χρονολογική και θεματική πληρότητα της ιστορικής αφήγησης άλλες προϋποθέσεις θα είχε και άλλους στόχους θα υπηρετούσε.

Ας πούμε, λοιπόν, τα άρθρα, στη μορφή με την οποία παρουσιάζεται, φιλοδοξουν πάνω απ᾽ όλα να προβάλουν μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες και ερεθιστικές σκηνές μιας μεγάλης ιστορικής υπερπαραγωγής με τον γενικό τίτλο «Ρώμη». Από την άποψη αυτή, θα μπορούσε να πει κανείς, μοιάζει με συστηματική «διαφήμιση» που θέλει και το ενδιαφέρον να εξάψει αλλά και την παιδευτική αξία του προϊόντος που διαφημίζει να δηλώσει. Όπως είναι γνωστό, στις μεγάλες ιστορικές υπερπαραγωγές δεν πρωταγωνιστούν μόνο πολιτικοί και στρατιωτικοί - με μια λέξη, «αστέρες» της δημόσιας ζωής. Έτσι, στο εγχειρίδιο, μαζί με τις όψεις του δημόσιου βίου, προβάλλονται στιγμιότυπα από αυτό που γενικά συνηθίσαμε να ονομάζουμε «ιδιωτικό βίο». Μαζί με τους καίσαρες, τους στρατηγούς και τις λεγεώνες τους, «ιστορία γράφει» και η καθημερινή ζωή με τα άγχη, τις γιορτές και τα θεάματά της. Κι ακόμη, η πνευματική ζωή, με τους δημιουργούς, τους στοχαστές και τους ποιητές της, συμπληρώνει τις θεματικές περιοχές που δίνουν υλικό στο ανθολόγιο - ή, όπως το είπαμε μόλις τώρα, στα διαφημιστικά στιγμιότυπα. Στρατηγοί που ανακατεύουν τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Ρώμης με την προσωπική συναισθηματική ζωή τους· νεαροί Ρωμαίοι που συνοδεύονται για πρώτη φορά σε θεατρικές παραστάσεις· φανατικοί και «χούλιγκαν» του ιπποδρόμου· αυτοκράτορες που πασχίζουν να κυβερνήσουν το χάος μιας αυτοκρατορίας που «παραμεγάλωσε», ή άλλοι που γεννιούνται καλλιτέχνες αλλά «καταντούν» αυτοκράτορες, και άλλοι ακόμη που συνδυάζουν την απόλυτη εξουσία με την απόλυτη σχιζοφρένεια· ποιητές που νοιάζονται πιο πολύ για την αγαπημένη τους παρά για τα «ιερά και τα όσια» της πατρίδας· μονομάχοι που τη «γλίτωσαν» από την αρένα και αποφασίζουν να γράψουν τα προσωπικά τους απομνημονεύματα· σκυθρωποί φιλόσοφοι «αυστηρών αρχών» που έκαναν το λάθος να περάσουν μια νύχτα με τους ασύδοτους «γλεντζέδες» στη ρωμαϊκή «Μύκονο»· κουρασμένα παλληκάρια που βαρέθηκαν το πολύβουο και συνωστισμένο κέντρο της Ρώμης (και τα ακριβά της ενοίκια) και αναζητούν ήσυχο καταφύγιο στην εξοχή· άλλοι που φορτώνουν όλα τα κακά της μοίρας τους στους μετανάστες (και κυρίως στους μετανάστες από την Ελλάδα) και ανησυχούν για το μέλλον της «ρωμαιοσύνης»· φιλέλληνες που δεν είναι τελικά ακριβώς φιλέλληνες - όλοι αυτοί και όλα αυτά γράφουν τα κεφάλαια της Ρώμης που ανθολογείται και διαφημίζεται στο εγχειρίδιο.

Δυο τρεις σκέψεις που καθοδήγησαν τον σχεδιασμό και το στήσιμο της σειράς, θα άξιζε ίσως να τις δηλώσουμε εδώ εισαγωγικά. Η μία αφορά τη συστατική αρχή της δουλειάς μας, που είναι η παρουσίαση του ιστορικού υλικού με υπολογισμένες δόσεις μυθοπλασίας και ελεύθερης ιστορικής ανάπλασης. Οι αναγνώστες του blog έχουν εδώ την ευκαιρία να ανακαλύψουν τη «σκληρή ιστορική ύλη» μέσα σε κείμενα που, άλλοτε σε δραματοποιημένη διαλογική μορφή, άλλοτε με «χαλαρές» αφηγήσεις και κάποτε με ένα είδος «ανεκδοτολογικής όρεξης», θέλουν να αποφύγουν την εντύπωση της σχολαστικής καταγραφής και, πάνω απ᾽ όλα, του καταναγκαστικού διδακτισμού που, συνήθως, πάνε χέρι χέρι με την ανάγκη της σχολικής αποστήθισης. Ωστόσο, καμιά από τις μυθοπλαστικές «διευκολύνσεις» και κανένα από τα παραφραστικά «δολώματα» που χρησιμοποιούνται δεν φαλκιδεύουν τις «μαρτυρίες» που εγγυώνται την αξιοπιστία των πληροφοριών. Αντίθετα, όλα τα επιμέρους κεφάλαια έχουν τη σταθερή πραγματολογική αφορμή και βάση τους στη σύγχρονη ιστορική και φιλολογική βιβλιογραφία για τον ρωμαϊκό κόσμο· και σε πολλές περιπτώσεις ενσωματώνουν, με εύληπτο (που σημαίνει, βέβαια, και εν μέρει απλουστευμένο) τρόπο θεωρίες, ερμηνείες και απόψεις από την «τελευταία λέξη της μόδας».

Μια δεύτερη καθοδηγητική σκέψη είχε να κάνει με την ανάγκη να αναδειχθούν ορισμένες πτυχές της «ειδικής σχέσης» ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Ρώμη. Στα εκπαιδευτικά μας πράγματα, το ιστορικό και πολιτισμικό αυτό δίδυμο αντιμετωπίστηκε συχνά με τη σαρωτική, και γι᾽ αυτό απλουστευτική, βεβαιότητα ότι, με δεδομένη τη χρονολογική προτεραιότητα και ποιότητα του κλασικού ελληνικού πολιτισμού, ο ρωμαϊκός κόσμος (παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του και το γεγονός ότι «έβγαλε» κάμποσους καλούς διοικητές και μηχανικούς) υπήρξε λίγο πολύ απλός οφειλέτης και αντιγραφέας. Τι ακριβώς εξυπηρέτησε (σε άλλους καιρούς) αυτή η μονότροπη στάση είναι περίπου προφανές, αλλά έτσι κι αλλιώς το εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτό ζήτημα δεν χωράει στις εισαγωγικές τούτες γραμμές. Την απαράγραπτη αλήθεια της ρωμαϊκής πολιτισμικής οφειλής στην Ελλάδα δεν την αμφισβήτησε κανείς ποτέ - αλλά κυρίως δεν την αμφισβήτησαν οι ίδιοι οι Ρωμαίοι, που δεν θα κατασκεύαζαν τη συλλογική τους ταυτότητα όπως τελικά την κατασκεύασαν αν δεν υπήρχε «εκεί» η Ελλάδα να τους τυραννάει και να τους γοητεύει συνάμα. Κι αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον. Κι ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι Ρωμαίοι είναι ο πρώτος δυτικός λαός που υποβάλλει σε συστηματική κριτική την Ελλάδα και τους Έλληνες· και ίσως το πιο ενδιαφέρον απ᾽ όλα να είναι το ότι την κριτική αυτή στάση την κληροδότησαν, κάποτε μαζί με όλα τα σχετικά στερεότυπα, στους νεότερους ευρωπαϊκούς λαούς. Ορισμένα από τα παράδοξα και τα μυστήρια αυτής της σχέσης ανάμεσα σε Ελλάδα και Ρώμη προσπαθήσαμε να τα αποτυπώσουμε στα κεφάλαια της σειράς μας. Και στο κεφάλαιο αυτό δεν είναι μόνο οι μαθητές που έχουν πράγματα να μάθουν. Γιατί, από πολλές απόψεις, η ιστορία της Ρώμης είναι και μάθημα για την ελληνική αυτογνωσία.

Τρίτη καθοδηγητική αρχή, και συναφής με την προηγούμενη, ήταν η μέριμνα να τοποθετηθούν, όπου αυτό ήταν δυνατό και πρόσφορο, τα σχετικά με τον ρωμαϊκό κόσμο και πολιτισμό σε ένα διακριτικό αλλά αναγνωρίσιμο συγχρονικό πλαίσιο, δηλαδή να υποδηλωθούν ή να σημειωθούν οι σύγχρονες εκείνες παράμετροι οι οποίες, τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, διαθέτουν σημαντική συγκριτική αξία καθώς μας επιτρέπουν να δούμε το παλαιό με σύγχρονους πολιτισμικούς και ιδεολογικούς όρους ή, αντίστροφα, να μετρήσουμε τη σύγχρονη εμπειρία με μέτρα και σταθμά που συνάγουμε ιστορικά από το παρελθόν. Αυτό ισχύει τόσο για τα «ελάσσονα» (για παράδειγμα, η κοινωνιολογική σημασιοδότηση του φανατισμού στον ρωμαϊκό ιππόδρομο ή της «χλιδάτης καλοπέρασης» στο διασημότερο ρωμαϊκό θέρετρο) όσο και για τα «μείζονα» - και ίσως το πιο μείζον από αυτά να είναι η παραδειγματική μοίρα της ρωμαϊκής πολιτικής και στρατιωτικής υπερδύναμης. Η Ρώμη μπορεί να είναι «μάθημα» για την (παγκοσμιοποιημένη πια) πολιτική μας αυτογνωσία.

Αλλά, μαζί με όλα αυτά, η Ρώμη και η ιστορική της περιπέτεια προσφέρουν άφθονες ευκαιρίες για δημιουργική αναψυχή. Αυτή την πλευρά του πράγματος το εγχειρίδιο φροντίζει να την κρατάει όσο περισσότερο μπορεί σε πρώτο πλάνο. Ο «Βιογραφικός πίνακας της Ρώμης», που ολοκληρώνει το εγχειρίδιο, υπενθυμίζει ότι ο «σκληρός σκελετός» της Ιστορίας, με την (πληκτική κάποτε) ονοματολογία και τις χρονολογίες του είναι πάντα και αναπόφευκτα «εκεί», αλλά, πριν από τον πίνακα, υπολογίζει πολύ στην ανιδιοτελή ευχαρίστηση της μαθησιακής περιέργειας και θέλει να είναι μια ευθεία πρόσκληση στην άνεση και τη σοφία ενός μεγάλου και πολύτιμου παραμυθιού.

Όταν πάει να στραβώσει πόσο βρώμικος μπορεί να γίνει ο έρωτας;

«Μην απαντήσεις κατευθείαν, μην ανεβάζεις συνέχεια πού είσαι και τι κάνεις, άσε να σε ψάξει» ακούς συχνά από τους άλλους να σε συμβουλεύουν- σαν οδηγό επιβίωσης του έρωτα ένα πράγμα. Καλά κι εσύ δεν πας πίσω, επαναλαμβάνεις συχνά στον εαυτό σου με ευλάβεια και συνέπεια «δε στέλνω πρώτος, δεν τα δίνω όλα, μην καταλάβει ότι θέλω πολύ» μη το ένα, μη το άλλο κι άλλες τέτοιες οδηγίες χρήσεως για τις ερωτικές σχέσεις που επιβιώνουν μες στα χρόνια για σίγουρη επιτυχία.

Στο φλερτ μεταξύ των ανθρώπων γενικότερα, υπάρχει ο τύπος που χρησιμοποιεί κόλπα, τερτίπια αφού δεν ξέρει πώς γίνεται η φασούλα χωρίς στρατηγική και περίτεχνες, μελετημένες μία προς μία κινήσεις. Υπάρχει όμως και ο άλλος τύπος -όπου τύπος εννοώ τύπος ανθρώπου κι όχι κάποιος συγκεκριμένος – που δεν έχει ιδέα από κόλπα και τσαχπινιές, μυστήριο και τρικάκια. Αυτοί οι άνθρωποι είναι συνήθως πιο αυθόρμητοι και παρορμητικοί, παίζουν με ανοιχτά τα χαρτιά τους και δε φοβούνται όσες φορές κι αν χάσουν, σε αντίθεση με την άλλη κατηγορία που ελέγχουν κάθε κίνηση και με poker face αποφασίζουν ποιο χαρτί θα ρίξουν. Ανάμεσά τους διακρίνεις πολλές διαφορές μα ο σκοπός τους είναι ο ίδιος και κοινός: να φτάσουν πιο κοντά στον πόθο τους. Εγώ σήμερα θα σε πάω ένα βήμα παραπέρα, υποθέτοντας ότι μιλάμε για σχέσεις που έχει ήδη δέσει το γλυκό και στην πορεία κάτι στραβώνει. Τι κάνουμε εκεί; Πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη στρατηγική για να σώσουμε τον έρωτα, ή μήπως με λίγο έρωτα θα προστατεύσουμε τη στρατηγική; Δεν ξέρω, πάλι μπερδεύτηκα.

Αν είσαι αυτό το ταίρι που δε γουστάρει καθόλου κόλπα, ναζάκια, μυστήριο και παραμύθια με δράκους και γοβάκια, δυσκολεύεσαι πραγματικά πολύ μπροστά σε μια τέτοια συνθήκη. Μέσα σου ξέρεις ότι κάνοντας μία-δύο κινήσεις «ματ» μπορεί να σώσεις την παρτίδα, αλλά κατά βάθος δε θα νιώθεις κερδισμένος. Μπορεί να διορθωθεί ό,τι πήγε να χαλάσει, αλλά δε θα ικανοποιηθείς καθόλου, ίσα-ίσα όλο αυτό θα σου φαίνεται φτιαχτό και ότι δεν είναι δικό σου κατόρθωμα. Εσένα που σου αρέσει η ειλικρίνεια και οι αυθόρμητες αντιδράσεις ξέρεις ότι δεν έγιναν όλα φανερά και ξάστερα κι αυτό μέσα σου σε ενοχλεί, ζορίζεσαι.

Το σκέφτεσαι συνέχεια και δε χωράς, περισσεύεις, προσπαθείς, τα φέρνεις απ’ όλες τις πλευρές, αλλά δεν μπορείς να απολαύσεις αυτήν τη νίκη. Διότι φαινομενικά είσαι κερδισμένος και ο σκοπός επετεύχθη, αλλά δεν έχεις δώσει την αλήθεια σου και ίσως για σένα αυτός είναι ο σκοπός τελικά, ανεξαρτήτου αποτελέσματος. Επίσης ξέρεις ότι μπορεί με αυτά τα τερτίπια να κέρδισες τη μάχη κι όχι τον πόλεμο. Τι εννοώ με αυτό; Ότι μάλλον κέρδισες λίγο χρόνο και τίποτα παραπάνω. Είναι πιθανό να επιστρέψει η σχέση σε αυτό το σημείο που ξεκίνησε να μπάζει κι εσύ σίγουρα δε θα μπορείς κάθε φορά να τζογάρεις λίγο από τον εαυτό σου για να τα καταφέρνεις. Βαριέσαι, κουράζεσαι να παίζεις αυτό το παιχνίδι στο οποίο δε βρίσκεις κανένα νόημα τελικά, ενώ υπάρχουν τόσοι άνθρωποι που ακριβώς σε αυτά τα τεχνάσματα βρίσκουν την ουσία της ερωτικής συνύπαρξης.

Αν είσαι λοιπόν αυτός ο τύπος συντρόφου που τρελαίνεσαι με τα παιχνίδια μυαλού κι οτιδήποτε τσαχπίνικο και μυστηριώδες σε εξιτάρει, τότε ξέρεις άνετα πώς να γυρίσεις το παιχνίδι υπέρ σου όταν η κατάσταση δυσκολεύει. Αυτή η παρτίδα του έρωτα που μοιάζει να χάνεις, είναι για σένα εύκολο να κάνεις την ανατροπή, χρειάζεσαι μόνο μία-δύο βασικές κινήσεις, να έχεις μελετήσει αναλυτικά τον αντίπαλο, να ξέρεις απ’ έξω και ανακατωτά τα δυνατά του σημεία και την αχίλλειο πτέρνα του. Χωρίς να ξεχνάς ότι μιλάμε για έρωτα και σχέσεις, όπου οι συμμαχίες δε σπάνε και θα βγεις νικητής μόνο αν παραμείνετε δίπλα-δίπλα -όχι απαραίτητα μαζί- αλλά σίγουρα όχι απέναντι ως αντίπαλοι πλέον.

Αν ανήκεις σε αυτήν την πλευρά τότε είσαι υπέρμαχος του «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» κι αν καταφέρουμε να σώσουμε και τον έρωτα τότε έχουμε πετύχει διάνα. Θα ακολουθήσεις όλους τους κανόνες κι όλα τα πρωτόκολλα στρατηγικής, θα κάνεις ό,τι χρειαστεί- με σεβασμό πάντα, μην ξεχνιόμαστε. Θέλεις να αλλάξεις τα δεδομένα και να δημιουργήσεις κοινά ζητούμενα οπότε όσα έχεις μάθει θα τα εφαρμόσεις και λογικά αυτό θα συμβεί αβίαστα χωρίς προσπάθεια και κόπο. Το ερώτημα όμως είναι: χωράει έρωτας και κανόνες το ίδιο παιχνίδι; Μήπως με σωστές δόσεις και αναλογίες μπορείς να πετύχεις το γλυκό αποφεύγοντας τις υπερβολές και τα άκρα;

Καμία απάντηση δεν είναι εντελώς σωστή και καμία απόλυτα λάθος, γιατί στις σχέσεις δεν υπάρχουν σωστά και λάθη. Δεν ξέρω πού γίνονται σεμινάρια του έρωτα για να πάμε και να μάθουμε όλοι τους κανόνες και την τεχνική, ούτε ξέρω πώς να μάθεις σε κάποιον να αφήνεται πιο πολύ και να παραμερίζει τα τεχνάσματα. Αναρωτιέμαι όμως, ο έρωτας θέλει τεχνική ή τέχνη τελικά; Το πάθος μπορείς να το μετριάσεις και να το τσιγκουνευτείς πίσω από τον καμουφλαρισμένο εγωισμό και τις πληγωμένες ανασφάλειες; Κανόνες πάντα θα υπάρχουν και οι εξαιρέσεις πάντα θα τους σπάνε, διάλεξε σε ποια πλευρά θέλεις να είσαι, αλλά γιατί πραγματικά το θες και όχι γιατί έτσι σου είπαν ότι είναι καλύτερα, έτσι σου έμαθαν. Να είσαι ό,τι θες, αλλά να είσαι αυθόρμητα κάτι, ό,τι κι αν είναι αυτό το κάτι να είναι πηγαίο κι όχι τεχνητό.

Κάποιες φορές ο συνδυασμός μπορεί να κερδίσει, δε χρειάζεται να είσαι «είτε το ένα, είτε το άλλο», μπορείς να είσαι «και το ένα και το άλλο». Εξάλλου αυτό που θέλουμε δεν είναι πάντα και το πιο ωφέλιμο, οπότε ας τα μπλέξουμε και καλή μας τύχη. Το μπλέξιμο περιλαμβάνει από τη μία πλευρά την ειλικρίνεια, το παιχνίδι που ρέει, την ελευθερία κινήσεων κι από την άλλη υπάρχει αυτός ο ρόλος που σε καλεί να διαλέξεις ποιος παίχτης πρέπει να φαίνεται ότι είσαι, την τακτική που θα ακολουθήσεις και τα άμεσα αποτελέσματα.

Αν δεν ξέρεις τι περιλαμβάνει η στρατηγική στον έρωτα, να ξέρεις ότι είναι συνήθως όσα σε συμβουλεύουν οι φίλοι σου να κάνεις, όσα βασίζονται στην ψυχολογία και σε mind games. Η ιστορία έχει δείξει ότι δε μεταφέρονται τυχαία αυτές οι κινήσεις, είναι δοκιμασμένες, αλλά ποιος χάνει και ποιος κερδίζει στο τέλος κανείς δεν απαντά με σιγουριά. Το θέμα είναι αν θέλεις και το ερώτημα είναι αν και οι δύο χρησιμοποιούν τακτική τότε τι γίνεται;

Μπαμ!

Μη νοιάζεσαι, ο έρωτας ήταν

Η σημασία της συγγνώμης στην οικογένεια

Η «συγγνώμη» είναι μια λέξη μαγική που κρύβει μέσα της βάθος και έντονα συναισθήματα. Είναι μια λέξη που γεφυρώνει τους ανθρώπους, συνειδήσεις και ενδυναμώνει σχέσεις.

Ειδικό βάρος αποκτά όταν την λέμε στα παιδιά μας καθώς μέσα από αυτήν παραδεχόμαστε τα λάθη μας, τις παραλείψεις μας, αλλά και τις αδυναμίες μας. Είναι ένα ισχυρό παιδαγωγικό εργαλείο καθώς μαθαίνουμε στα παιδιά την ανάληψη της ευθύνης για την πράξη τους και τα βοηθάμε να επεξεργαστούν τα συναισθήματα που απορρέουν από την πράξη ή συμπεριφορά, την αξία και την παραδοχή του λάθους και τις έννοιες της συγχώρεσης και της ειλικρίνειας.

Διευρύνουμε τον ορίζοντα της σκέψης τους καθώς τα παιδιά μιμούνται τους γονείς τους και μαθαίνουν να παραδέχονται τα λάθη τους και ταυτόχρονα να αποδέχονται τα λάθη των άλλων κατά τη διάρκεια της ζωή τους. Παράλληλα ενισχύουμε την ενσυναίσθησή τους, αφού τους βοηθάμε να αναγνωρίσουν και τη θέση του άλλου που είναι ο δέκτης μιας μη θεμιτής πράξης ή συμπεριφοράς.

«Η συγγνώμη» νικά το ψέμα

Είναι λογικό και κοινά αποδεκτό πως τα παιδιά με τη φαντασία τους για να καλύψουν κάποια αταξία τους θα πλάσουν μια ιστορία που πολύ πιθανό το ψέμα να είναι το κύριο συστατικό της. Αν όμως τα παιδιά έχουν διδαχθεί να είναι πομποί και δέκτες μιας «συγγνώμης» τότε θα τη ζητήσουν και το όποιο θέμα έχει προκύψει θα είναι διαχειρίσιμο. Και στο κάτω-κάτω, οι γονείς πρέπει να ξέρουν ακριβώς τι συμβαίνει στη ζωή του παιδιού τους για να μπορούν να το καθοδηγήσουν με τρόπο ορθό και να μην βρεθούν να αντιμετωπίζουν κινδύνους πολύ μεγαλύτερους στη συνέχεια.

Η «ΣΥΓΓΝΩΜΗ» ΠΟΥ ΖΗΤΑΜΕ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ ΚΡΥΒΕΙ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ.

Μην αφήσετε στιγμή να πάει χαμένη

Το πότε και πως πρέπει να λέμε συγγνώμη, την καθορίζουν οι στιγμές της καθημερινότητας. Εκεί όπου «χτίζεται» η δομή του χαρακτήρα του παιδιού. Δεν είναι μια λέξη που πρέπει να χρησιμοποιείται επιπόλαια, μόνο έπειτα από αρκετή σκέψη. Το να ζητάμε συγνώμη είναι μια πράξη ωριμότητας και θάρρους και υποδηλώνει ότι έχουμε κατανοήσει το λάθος μας και δεν σκοπεύουμε να το επαναλάβουμε.

Χωρίς δισταγμό

Μη διστάσετε καθόλου να ζητάτε κι εσείς συγγνώμη από το παιδί σας, όταν ακόμη και εν αγνοία σας κάνετε κάτι εις βάρος του.

Πάρτε λίγο χρόνο και εξηγήστε του σε τι αναφέρεστε, πως νιώσατε και γιατί ζητάτε συγνώμη. Μέσω αυτής της διαδικασίας του δείχνετε ότι το σέβεστε, ότι η γνώμη του μετράει για εσάς και ενδιαφέρεστε για τα συναισθήματά του. Δεν χάνετε το κύρος σας ως γονείς, αντίθετα, δείχνετε γενναιότητα και με αυτόν τον τρόπο λειτουργείτε ως παράδειγμα για το παιδί σας για την ειλικρίνεια, την αξία της συγχώρεσης και την απελευθέρωση των αρνητικών συναισθημάτων που μπορεί να επηρεάζουν τη σχέση σας.

Η Χημεία του Φλερτ

Αρκεί μία μικρή αλλαγή στο περιβάλλον μας, για να πυροδοτήσει μία σειρά χημικών αντιδράσεων η οποία αλλάζει τη χημική «σούπα» στο μυαλό μας και επομένως τα συναισθήματα...

Οι φόβοι μας μειώνονται σε γραμμική συνάρτηση όταν αλληλοεπιδρούμε με ανθρώπους που δεν κρίνουν αλλά μας εξοικειώνουν με αυτό που φοβόμαστε.

Μια ακτίνα ήλιου μπορεί να αλλάξει τη διάθεσή μας προς το καλύτερο, επηρεάζοντας τη σεροτονίνη, νευροδιαβιβαστή που σχετίζεται με τη διάθεσή μας...

Κοιτώντας κάποιον που χαμογελάει γνήσια σε εμάς, έρχεται αυθόρμητα η ενέργεια από το χαμόγελό του... Διαβάζουμε συναισθήματα στα πρόσωπα των άλλων και επηρεαζόμαστε από αυτά. Απέναντι σε ένα γνήσιο χαμόγελο, τυχόν σκέψεις ανησυχίας ηρεμούν και νιώθουμε άνετα, ίσως ακόμη και ασφάλεια.

Στη σύγχρονη εποχή συχνά αναζητούμε σε οθόνες, αφορμές για να χαμογελάσουμε διότι κανείς σχεδόν δε δίνει εύκολα το χαμόγελο του. Η δική μας θετική διάθεση όμως είναι αυτό που μπορεί να εκμαιεύσει τη θετική διάθεση των άλλων.

Είμαστε βιοχημικές κατασκευές, φτιαγμένες να αλληλοεπιδρούν σε ζωντανή επαφή, οι οποίες συνέχεια εκπέμπουν και λαμβάνουν συναισθήματά, ακόμη και όταν δεν εκφράζονται με λέξεις. Οι άγνωστοι άνθρωποι, αντιλαμβάνονται αυτό που εκπέμπουμε προς αυτούς και όχι αυτό που είμαστε...

Έτσι, αυτό που σκεφτόμαστε και νιώθουμε για τον εαυτό μας, το εκπέμπουμε αθέλητα προς τους άλλους, μέσω της συναισθηματικής μας κατάστασης. Στο φλερτ μάλιστα πολύ περισσότερο.

Η εμπειρία δείχνει ότι πολλοί άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, έγιναν πιο θαρραλέοι στο φλερτ και δημιούργησαν συντροφικές σχέσεις όταν κατάφεραν να αφήσουν πίσω τους σκέψεις ανησυχίας για τον εαυτό τους, την εικόνα τους, την επαγγελματική τους κατάσταση, την αίσθηση ότι δεν ήταν «αρκετοί» ή ότι θα επιβαρυνθούν από τα προβλήματα κάποιου συντρόφου.

Κάποιες φορές, πίσω από γενικευμένα στερεότυπα για το άλλο φύλο, βρίσκονταν συχνά οι προσωπικοί φόβοι του ανθρώπου για την αυτοεικόνα του. Έτσι ένας άνθρωπος μπορεί να θεωρεί ότι κάποια χαρακτηριστικά του είναι έντονα αρνητικά για το άλλο φύλο, ενώ κάτι τέτοιο να μην ισχύει.

Άνδρες οι οποίοι ξεπέρασαν τέτοια άγχη, άρχισαν ασυνείδητα να γίνονται πιο θαρραλέοι στο φλερτ, απολαμβάνοντας το σαν μία ευχάριστη διαδικασία με στόχο να νιώσει ο άλλος άνθρωπος όμορφα και έμμεσα και οι ίδιοι, και όχι σαν μία κατάσταση όπου κρίνεται η αξία τους, με μοναδικό αποτέλεσμα την επιτυχία ή την αποτυχία.

Έρευνες δείχνουν από την άλλη ότι η γυναικεία σεξουαλική ορμή επηρεάζεται πιο εύκολα από το άγχος, το κοινωνικό περιβάλλον και τις επαγγελματικές ανησυχίες απ' ότι η ανδρική, καθώς επίσης και από την εικόνα που η γυναίκα έχει για το σώμα της.

Αυτό μπορεί να απασχολεί τόσο πολύ την σκέψη και να επηρεάζει τη διάθεση μιας γυναίκας, ώστε να μη δείχνει διαθέσιμη για φλερτ. Όμως το φλερτ είναι ένα εξαιρετικός ενισχυτής της διάθεσης και για τη γυναίκα, καθώς την κάνει να νιώθει επιθυμητή.

Το φλερτ όμως και οι ανθρώπινες σχέσεις στις οποίες μπορεί να οδηγήσει, είναι απαραίτητο συστατικό για την ανθρώπινη διάθεση. Είναι σημαντικό να αποφεύγεται να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος, όπου η αρνητική συναισθηματική διάθεση στερεί τη διάθεση για φλερτ, και έτσι να αποφεύγεται το φλερτ το οποίο μπορεί να καλυτερεύσει έντονα τη συναισθηματική μας διάθεση.

Το φλερτ είναι σημαντικό καθώς μας εμπλέκει συναισθηματικά με ένα άλλο πρόσωπο... Ερωτευόμαστε τους άλλους όταν κάνουμε πράγματα για αυτούς και εκτιμούμε ως μεγαλύτερη την αξία τους όταν νιώθουμε ότι την κερδίζουμε σιγά σιγά...

Όταν κάποιος μας αντιστέκεται, νιώθουμε ότι έχει μεγάλη αξία και επομένως νιώθουμε ότι το ενδιαφέρον του θα μας δώσει προσωπική αξία...

Επιπλέον όταν κάτι μας αντιστέκεται, αυτό εκλαμβάνεται ενστικτωδώς ως συναισθηματική δύναμη μα και ως κάτι σπάνιο που αξίζει να κερδίσουμε και να κρατήσουμε.

«Όταν μια γυναίκα σου μιλάει, άκου αυτά που λέει με τα μάτια της». – Βίκτωρ Ουγκώ

Calvino: Αν υπάρχει μια κόλαση είναι αυτή που υπάρχει ήδη εδώ

Η κόλαση των ζωντανών δεν είναι κάτι που αφορά το μέλλον.

Αν υπάρχει μια κόλαση είναι αυτή που υπάρχει ήδη εδώ, η κόλαση που κατοικούμε καθημερινά, που διαμορφώνουμε με τη συμβίωσή μας.

Δυο τρόποι υπάρχουν για να μην υποφέρουμε.

Ο πρώτος είναι για πολλούς εύκολος: Να αποδεχθούν την κόλαση και να γίνουν τμήμα της μέχρι να μην βλέπουν πια.

Ο δεύτερος είναι επικίνδυνος και απαιτεί συνεχή προσοχή και διάθεση για μάθηση: Να προσπαθήσουμε να μάθουμε και να αναγνωρίσουμε ποιος και τι, μέσα στην κόλαση, δεν είναι κόλαση, και να του δώσουμε διάρκεια, να του δώσουμε χώρο.

Είναι φορές που μου φαίνεται ότι η φωνή σου έρχεται σ' εμένα από μακριά, ενώ εγώ είμαι φυλακισμένος σ' ένα φανταχτερό κι αβίωτο παρόν, στο οποίο όλες οι μορφές της ανθρώπινης συμβίωσης έφτασαν στα άκρα του κύκλου τους και κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ποιες νέες μορφές θα πάρουν.

Και ακούω από τη φωνή σου τις αόρατες αιτίες για τις οποίες οι πόλεις ζούσαν, και για τις οποίες ίσως, μετά το θάνατό τους, θα ξαναζήσουν.

Εγώ μιλώ, μιλώ, λέει ο Μάρκο..

Μα όποιος ακούει συγκρατεί στο μυαλό του μονάχα τις λέξεις που περιμένει να ακούσει.

Άλλη είναι η περιγραφή του κόσμου όταν την ακούς με καλή διάθεση, άλλη εκείνη που θα μπορούσα να υπαγορεύσω σε προχωρημένη ηλικία, αν συνέβαινε να φυλακιστώ από Γενοβέζους πειρατές και να με ρίξουν στα κάτεργα στο ίδιο κελί με έναν συγγραφέα βιβλίων περιπέτειας.

Αυτός που κυβερνά την αφήγηση δεν είναι η φωνή: είναι το αυτί.

Italo Calvino, Αόρατες Πόλεις

Προσοχή σε ποιον δίνετε το χέρι σας για βοήθεια, και για πόσο τον αφήνετε να σας το κρατάει

Είναι κι αυτοί που δεν θέλουν πραγματικά να "σωθούν".

Τους είναι πιο εύκολο να τραβήξουν κι άλλους στο βούρκο της μιζέριας τους.

Πολλοί δεν ζητάνε βοήθεια να ξεφύγουν, αλλά "παρέα", "συντροφιά", ώστε να τους είναι πιο ευχάριστη, η παραμονή στο βούρκο.

Είναι αυτοί οι μίζεροι άνθρωποι που αντί να έρθουν αντιμέτωποι με τον εαυτό τους , να παλέψουν με αυτά που τους τρώνε, προτιμούν να "μειώσουν" κι άλλους, ώστε να μην υπάρχει κάτι "ανώτερο" από αυτούς να συγκρίνουν.

Γιατί αλλιώς, θα πρέπει να ξεφύγουν από αυτό το βούρκο που έχουν τόσο συνηθίσει.

Και για να ξεφύγουν χρειάζεται προσπάθεια, κόπος, θέληση.

Η δική μας αποτυχία, είναι η δική τους ευτυχία, γιατί δεν θα μείνουν μόνοι...

Δεν θα έχουν κάτι να συγκρίνουν, κάτι να ζηλέψουν...

Προσοχή σε ποιον δίνετε το χέρι σας για βοήθεια, και για πόσο τον αφήνετε να σας το κρατάει...

Αν νιώσετε πως βουλιάζετε και εσείς, μην διστάσετε να το αφήσετε...

Είναι η μιζέρια ένα τέρας που καταπίνει ανθρώπους, με ένα τρόπο περίεργα γλυκό, που δύσκολα ξεφεύγεις...

Και συνήθως έχει για δόλωμα ανθρώπους δικούς μας, και αυτό το κάνει ακόμη πιο ύπουλο...

Η κριτική σκέψη και η διδασκαλία της

Η κριτική σκέψη είναι η ανάλυση των γεγονότων για τη διαμόρφωση μιας κρίσης πάνω σε ένα ζήτημα. Μία λειτουργία κατά την οποία το άτομο αξιολογεί την αξιοπιστία των πληροφοριών και αποφασίζει τι να σκεφτεί ή τι να κάνει μέσω συλλογισμών που γίνονται με βάση όλα τα δυνατά στοιχεία που μπορεί να έχει στη διάθεσή του. Πάνω από όλα κριτική σκέψη σημαίνει σκεπτικιστική θεώρηση και προσεκτική εξέταση οποιουδήποτε ισχυρισμού καθώς και απόρριψη οποιουδήποτε είδους προκαταλήψεων.

Προϋποθέτει τη σύμφωνη γνώμη για αυστηρά πρότυπα αριστείας και προσεκτική εντολή της χρήσης τους. Περιλαμβάνει αποτελεσματική επικοινωνία και ικανότητες επίλυσης προβλημάτων, καθώς και δέσμευση για να ξεπεραστεί ο εγγενής εγωκεντισμός και ο κοινωνιο-κεντρισμός .

Παρόλο που η Ιστορία της Κριτικής Σκέψης μπορεί να πρωτανιχνευτεί στα χρόνια της Αρχαίας Ελλάδας, ο φιλόσοφος John Dewey θεωρείται ο πατέρας της σύγχρονης Κριτικής Σκέψης. Ο Robert Ennis, καθηγητής στο Ιλινόις, λέει ότι «Κριτική σκέψη είναι η ορθολογιστική και στοχαστική σκέψη επικεντρωμένη στο να αποφασιστεί τι να πιστέψουμε ή να κάνουμε»

Αρχικά το άτομο μαθαίνει να στέκεται κριτικά όταν γνωρίζει τι να ρωτά πώς και πότε και στη συνέχεια πώς να σκέφτεται λογικά πότε και ποιες μεθόδους και στρατηγικές να χρησιμοποιεί για να αντιμετωπίσει μια κατάσταση.

Οι δεξιότητες κριτικής σκέψης είναι σημαντικές για τη γνωστική ανάπτυξη των παιδιών. Η εισαγωγή αυτών των δεξιοτήτων μπορεί να αρχίσει ήδη από την προσχολική ηλικία. Είναι σημαντικό ότι οι δεξιότητες ανάλυσης, σύγκρισης και σύνθεσης πρέπει αναπτυχθούν σε μικρή ηλικία, ώστε οι μαθητές να μπορούν να τις εφαρμόσουν σε κατάλληλες καταστάσεις, είτε στην ακαδημαϊκή ή την προσωπική τους ζωή.

Η κριτική σκέψη περιλαμβάνει ένα πολύπλοκο συνδυασμό δεξιοτήτων. Ανάμεσα στα κύρια χαρακτηριστικά είναι τα εξής:

Λογική: Η Λογική ασχολείται με τους κανόνες που χρησιμοποιούμε για να βγάζουμε σωστά συμπεράσματα, συνεπώς μας ενδιαφέρουν τα επιχειρήματα και οι συλλογισμοί. Σκεφτόμαστε κριτικά όταν:

Βασιζόμαστε στη λογική και όχι στο συναίσθημα
Απαιτούμε αποδεικτικά στοιχεία
Βρίσκουμε τις καλύτερες δυνατές εξηγήσεις

Αυτογνωσία: Σταθμίζουμε τις επιδράσεις των κινήτρων και των προκαταλήψεων μας
 αναγνωρίζουμε τις δικές μας υποθέσεις ή προκαταλήψεις

Τιμιότητα: Αναγνωρίζουμε τις συναισθηματικές παρορμήσεις, εγωιστικά κίνητρα, ή άλλες πλάνες.

Ευρύτητα πνεύματος:

Αξιολογούμε όλα τα εύλογα συμπεράσματα
Μελετούμε την ποικιλία των πιθανών απόψεων ή οπτικών γωνιών
Παραμένουμε ανοικτοί σε εναλλακτικές ερμηνείες
Δεχόμαστε νέες εξηγήσεις και μοντέλα, διότι για παράδειγμα είναι καλύτερα τα στοιχεία, ή είναι πιο απλά, ή έχουν λιγότερες ασυνέπειες ή καλύπτουν περισσότερα δεδομένα
Αποδεχόμαστε νέες προτεραιότητες, προχωρώντας σε επαναξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων ή επανεκτίμηση των πραγματικών συμφερόντων μας

Πειθαρχία:

Είμαστε ακριβείς, λεπτομερείς, πλήρεις και εξαντλητικοί
Αντιστεκόμαστε στην χειραγώγηση και σε παράλογες προσφυγές
Αποφεύγουμε γρήγορες αποφάσεις

Αποφασιστικότητα:

αναγνωρίζουμε τη σημασία και αξία των εναλλακτικών υποθέσεων και προοπτικών
αναγνωρίζουμε την έκταση και το βάρος της απόδειξης

Εν ολίγοις, οι άνθρωποι που έχουν αναπτύξει την κριτική τους σκέψη, είναι από τη φύση τους σκεπτικιστές, είναι ενεργοί, όχι παθητικοί.

Δεν έχουν εγωιστική άποψη για τον κόσμο. Είναι ανοιχτοί σε νέες ιδέες και προοπτικές. Είναι πρόθυμοι να αμφισβητήσουν τις πεποιθήσεις τους και να διερευνήσουν ανταγωνιστικά στοιχεία. Η κριτική σκέψη μας δίνει τη δυνατότητα να αναγνωρίσουμε ένα ευρύ φάσμα υποκειμενικών αναλύσεων αλλά με αντικειμενικά κριτήρια, και να αξιολογήσουμε πόσο καλά κάθε ανάλυση θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες μας. Τα πραγματικά γεγονότα μπορεί να είναι δεδομένα, αλλά το πώς θα τα ερμηνεύσουμε, αυτό μπορεί να διαφέρει.

Αντίθετα, τα παθητικά, μη κριτικά σκεπτόμενα άτομα λαμβάνουν μια απλουστευτική άποψη για τον κόσμο. Αντιλαμβάνονται τα πράγματα ως μαύρο και άσπρο. Αντιλαμβάνονται ερωτήματα του τύπου «ναι ή όχι» χωρίς λεπτές αποχρώσεις. Αδυνατούν να δουν τις συνδέσεις και την περιπλοκότητα των πραγμάτων. Αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν συναφή στοιχεία.

Που μας βοηθά η κριτική σκέψη;

Η εκπαίδευση στη λογική σκέψη μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα οποιοδήποτε πρόβλημα ή κατάσταση. Μας ενθαρρύνει να σκεφτόμαστε για τον εαυτό μας, να αμφισβητούμε, να αναγνωρίζουμε λογικές πλάνες, να αναλύουμε επιχειρήματα και να δοκιμάζουμε αυτές τις υποθέσεις κατά γνωστών γεγονότων.

Η κριτική σκέψη επίσης:

Μας επιτρέπει να δημιουργήσουμε την δική μας γνώμη και να ασχοληθούμε με ένα θέμα σε μεγαλύτερο βάθος πλέον.
Επιτρέπει να δημιουργούμε επιχειρήματα και να τα υποστηρίζουμε.
Μας βοηθά να αξιολογήσουμε τον εαυτό μας και τη δουλειά μας. Έτσι έχουμε και καλύτερα αποτελέσματα και καλύτερες συνήθειες πνευματικά.

Σε πιο “καθημερινά” θέματα η κριτική σκέψη είναι ένα σημαντικότατο εργαλείο διότι:

Μας επιτρέπει να εξελισσόμαστε συνεχώς νοητικά. Όταν συναντάμε νέες πληροφορίες τις αξιολογούμε και τις χρησιμοποιούμε καλύτερα μέσω της κριτικής σκέψης.
Βοηθά στις δύσκολες αποφάσεις. Μας βοηθά να συγκρίνουμε τα υπέρ και τα κατά των διαθέσιμων επιλογών και ακόμη και να δούμε άλλες εναλλακτικές που δεν είχαμε καν φανταστεί.
Μας προστατεύει από την χειραγώγηση. Καλώς ή κακώς όλοι μας κινδυνεύουμε από την χειραγώγηση είτε συνανθρώπων μας είτε διαφημιστικών ενεργειών κλπ. Σκεπτόμενοι κριτικά μπορούμε να προβλέψουμε και να αποφύγουμε τέτοιου είδους “κακοτοπιές.”

Πως εξασκούμε την κριτική μας σκέψη;

Τα καλά νέα είναι πως η λογική σκέψη δεν είναι ένα εγγενές ταλέντο, αλλά κάτι που μπορείτε να μάθετε και να εξασκήσετε. Πώς; Με τις παρακάτω ενέργειες:

Αναπτύξτε τη συνήθεια της αμφισβήτησης

Αξιολογείτε και επαληθεύστε όλες τις πληροφορίες που συλλέγετε, ελέγξτε εάν οι πηγές πληροφοριών σας είναι αξιόπιστες και ακριβείς και διερευνήστε κάθε πληροφορία που θεωρείτε, ακόμη και λίγο αμφισβητήσιμη. Αξιολογήστε τις πηγές σας προτού τις χρησιμοποιήσετε είτε πρόκειται για γεγονότα, αριθμητικά στοιχεία είτε για απλές υποθέσεις.

Προσαρμόστε την οπτική σας πρώτα

Να είστε αρκετά ευέλικτοι. Εξετάστε ένα πρόβλημα πολύπλευρα για να έχετε καλύτερη κατανόηση. Να έχετε υπόψιν τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα που μπορεί να έχετε, καθορίζοντας ποια είναι και πώς μπορούν να επηρεάσουν τον τρόπο που χειρίζεστε τις πληροφορίες. Να είστε περισσότερο ανοιχτοί και να αποδέχεστε τις νέες πληροφορίες, ακόμα και αν είναι αντίθετες με τις πεποιθήσεις σας.

Μάθετε να τα συνδυάζετε όλα αποτελεσματικά.

Εξετάστε όλες τις πληροφορίες που έχετε, ελέγξτε όλες τις επιλογές σας, καταλάβετε τις σχέσεις μεταξύ των συλλεγόμενων πληροφοριών και στη συνέχεια πάρτε μια απόφαση ή βρείτε μια λύση.

Πως προσεγγίζουμε το πρόβλημα σκεπτόμενοι κριτικά;

Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε κάποιους ή και όλους (ακόμη καλύτερα) από τους παρακάτω τρόπους:

Ρωτάμε τα βασικά
Τι ξέρεις ήδη;
Πως το ξέρεις;
Τι προσπαθείς να αποδείξεις ή να καταρρίψεις;
Ποια στοιχεία πιθανόν παραβλέπεις;
Μερικές φορές οι καλύτερες λύσεις δεν είναι οι πιο πολύπλοκες αλλά οι πιο εντυπωσιακά απλές.

Αμφισβητούμε τις βασικές μας πεποιθήσεις

Πολλά πράγματα που θέλουμε η επιζητούμε “μπλοκάρονται” από το τι θεωρούμε πρέπον, συνετό ή πιθανό.

Λαμβάνουμε υπόψιν τις νοητικές μας διεργασίες

Η ανθρώπινη σκέψη είναι εκπληκτική ωστόσο λειτουργεί τόσο γρήγορα και αυτόματα που μπορεί να γίνει μειονέκτημα όταν προσπαθούμε να σκεφτούμε κριτικά. Το μυαλό μας χρησιμοποιεί διάφορες συντομεύσεις για να εξηγήσει τι συμβαίνει σε εμάς και το περιβάλλον γύρω μας. Ένα κατάλοιπο από τους προγόνους μας θα λέγαμε.
Κάποιος που σκέφτεται κριτικά γνωρίζει τις γνωστικές και προσωπικές προκαταλήψεις του και την επιρροή που έχουν σε φαινομενικά αντικειμενικές απόψεις και αποφάσεις.
Όλοι μας έχουμε προκαταλήψεις. Το να τις γνωρίζουμε είναι ένα βήμα προς την απόκτηση της κριτικής σκέψης.

Προσπαθούμε να μπούμε στην απέναντι θέση

Αυτός είναι ένας εκπληκτικός τρόπος να λύνουμε δύσκολα προβλήματα. Για παράδειγμα, μιλάτε απότομα σε κάποιον γιατί είναι ειρωνικός απέναντι σας και εκείνος είναι ειρωνικός γιατί νιώθει ότι του μιλάτε απότομα δημιουργώντας έτσι έναν φαύλο κύκλο.
Ακόμη και όταν η αντιστροφή αυτή δεν ισχύει, αυτή η τακτική αποδίδει και πάλι καθώς μας βοηθά να φτάσουμε στη λύση του προβλήματος.

Αξιολογούμε τα ήδη υπάρχουσα στοιχεία

Όταν θέλουμε να λύσουμε ένα πρόβλημα μας βοηθά πάντα να βλέπουμε προϋπάρχουσες λύσεις και στοιχεία. Δεν χρειάζεται λοιπόν κάθε λύση να ξεκινά από το μηδέν. Θα πρέπει ωστόσο να αξιολογούμε τις πληροφορίες για να μην καταλήγουμε σε λάθος συμπεράσματα. Μπορούμε να έχουμε υπόψιν τα εξής:

Ποιος πραγματοποίησε την έρευνα ή το πείραμα;
Πως μάζεψε τα στοιχεία που διαθέτει;
Για ποιο λόγο;

Για παράδειγμα, μια έρευνα χρηματοδοτούμενη από πετρελαϊκή εταιρεία μπορεί να μας δείχνει πως το πετρέλαιο δεν επιδρά με κανέναν τρόπο αρνητικά σε γη ή θάλασσα. Δεν σημαίνει πως απαραίτητα η έρευνα δεν ισχύει αλλά καλό είναι όταν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων να είμαστε πιο καχύποπτοι.

Σκεφτόμαστε εμείς για τον εαυτό μας

Δεν χρειάζεται να είμαστε υπερόπτες ή ξερόλες αλλά ούτε και να δεχόμαστε μια αλήθεια ασυζητητί επειδή προέρχεται από μια αυθεντία ή από κάποιο μέσο που εμπιστευόμαστε.

Έχουμε υπόψιν πως κανείς δεν μπορεί πάντα να σκέφτεται κριτικά

Η κριτική σκέψη είναι ένα καταπληκτικό εργαλεία μα χρησιμοποιείται για τα σημαντικά και τα δύσκολα της καθημερινότητας. Ακόμη και αυτά τα σημαντικά ζητήματα δυσκολευόμαστε να τα αντιμετωπίσουμε 100% αντικειμενικά. Το θέμα είναι να αναγνωρίζουμε τα λάθη και τα κολλήματα μας και να προσπαθούμε να τα αποφεύγουμε.

Κριτική σκέψη και διδασκαλία

Ο John Dewey είναι ένας από τους πολλούς σπουδαίους εκπαιδευτικούς που αναγνώρισαν ότι ένα πρόγραμμα σπουδών που στοχεύει στην ανάπτυξη δεξιοτήτων της σκέψης θα ωφελήσει τον κάθε μαθητή, την κοινότητα και ολόκληρη τη δημοκρατία.

Η κριτική σκέψη θεωρείται επίσης σημαντική για την ανοχή στην εκπαίδευση για τα ανθρώπινα δικαιώματα . Η Διακήρυξη Αρχών για την Ανοχή που υιοθετήθηκε από την UNESCO το 1995 επιβεβαιώνει ότι «η εκπαίδευση για την ανοχή θα μπορούσε να στοχεύει στην αντιμετώπιση παραγόντων που οδηγούν σε φόβο και αποκλεισμό άλλων ατόμων και μπορεί να βοηθήσει τους νέους να αναπτύξουν ικανότητες για ανεξάρτητη κρίση, κριτική σκέψη και ηθική συλλογιστική ».

Συμβουλές για την διδασκαλία της κριτικής σκέψης

Ενθαρρύνετε τα παιδιά να κάνουν ερωτήσεις. Οι γονείς και οι δάσκαλοι θα πρέπει να ενθαρρύνουν την περιέργεια των παιδιών. Εάν μια λογική δεν έχει νόημα σε ένα παιδί, θα πρέπει να το ενθαρρύνετε να εκφράσει τις αντιρρήσεις ή την δυσκολία του.
Ζητήστε από τα παιδιά να εξετάσουν εναλλακτικές επεξηγήσεις και λύσεις. Είναι ωραίο να παίρνετε μια σωστή απάντηση. Όμως, πολλά προβλήματα έχουν περισσότερες από μία λύσεις. Όταν τα παιδιά εξετάζουν πολλαπλές λύσεις, μπορούν να γίνουν πιο ευέλικτοι στοχαστές.
Δώστε στα παιδιά διευκρινισμένες έννοιες. Τα παιδιά θα πρέπει πρακτικά να θέτουν τα πράγματα με τα δικά τους λόγια, διατηρώντας παράλληλα την έννοια ανέπαφη.
Συζήτηση για τις προκαταλήψεις. Οι μαθητές όλων των τάξεων μπορούν να καταλάβουν πως τα συναισθήματα, τα κίνητρα ακόμα και οι πόθοι μας μπορούν να επηρεάσουν τις αποφάσεις μας.
Μην περιορίσετε την κριτική σκέψη σε αμιγώς πραγματικά ή ακαδημαϊκά θέματα. Ενθαρρύνετε τα παιδιά να συζητήσουν και να αιτιολογήσουν ηθικά, δημόσια ή πολιτικά θέματα.
Προωθήστε τη γραφή. Όπως γνωρίζουν πολλοί εκπαιδευτικοί, η διαδικασία της γραφής βοηθά τους μαθητές να αποσαφηνίσουν τις εξηγήσεις τους και να οξύνουν τα επιχειρήματά τους.

Παρακάτω θα δείτε μερικές συμβουλές για την διδασκαλία της κριτικής σκέψης από τον οργανισμό «The American Philosophical Association»:

Ξεκινήστε νωρίς. Τα μικρά παιδιά μπορεί να μην είναι έτοιμα για την εκπαίδευση της τυπικής λογικής. Αλλά μπορούν να διδαχθούν να αιτιολογούν τα συμπεράσματά τους, καθώς και να αξιολογούν τα αίτια που δίνονται από άλλους.
Αποφύγετε την ώθηση ενός δόγματος. Όταν ζητάμε από τα παιδιά να κάνουν κάτι με έναν συγκεκριμένο τρόπο, πρέπει να εξηγήσουμε τους λόγους.
Ενθαρρύνετε τα παιδιά να κάνουν ερωτήσεις. Οι γονείς και οι δάσκαλοι θα πρέπει να ενθαρρύνουν την περιέργεια των παιδιών. Εάν μια λογική δεν έχει νόημα σε ένα παιδί, θα πρέπει να το ενθαρρύνετε να εκφράσει τις αντιρρήσεις ή την δυσκολία του.
Ζητήστε από τα παιδιά να εξετάσουν εναλλακτικές επεξηγήσεις και λύσεις. Είναι ωραίο να παίρνετε μια σωστή απάντηση. Όμως, πολλά προβλήματα έχουν περισσότερες από μία λύσεις. Όταν τα παιδιά εξετάζουν πολλαπλές λύσεις, μπορούν να γίνουν πιο ευέλικτοι στοχαστές.
Δώστε στα παιδιά διευκρινισμένες έννοιες. Τα παιδιά θα πρέπει πρακτικά να θέτουν τα πράγματα με τα δικά τους λόγια, διατηρώντας παράλληλα την έννοια ανέπαφη.
Συζήτηση για τις προκαταλήψεις. Οι μαθητές όλων των τάξεων μπορούν να καταλάβουν πως τα συναισθήματα, τα κίνητρα ακόμα και οι πόθοι μας μπορούν να επηρεάσουν τις αποφάσεις μας.
Μην περιορίσετε την κριτική σκέψη σε αμιγώς πραγματικά ή ακαδημαϊκά θέματα. Ενθαρρύνετε τα παιδιά να συζητήσουν και να αιτιολογήσουν ηθικά, δημόσια ή πολιτικά θέματα.
Προωθήστε τη γραφή. Όπως γνωρίζουν πολλοί εκπαιδευτικοί, η διαδικασία της γραφής βοηθά τους μαθητές να αποσαφηνίσουν τις εξηγήσεις τους και να οξύνουν τα επιχειρήματά τους.

8 τρόποι με τους οποίους οι γονείς μπορούν να υποστηρίξουν την κριτική σκέψη στο σπίτι

1. Σκεφτείτε κριτικά κάνοντας το συνήθεια.

Αυτό είναι πιο σημαντικό από το αν οι μαθητές μπορούν να σκεφτούν κριτικά.

2. Συζητήστε τα πάντα!

3. Παρέχετε πρόσβαση σε διάφορα ποιοτικά υλικά ανάγνωσης και μετά δώστε τους χρόνο να τις διαβάσουν και να συζητήσουν.

4. Κάντε πρακτική με συλλογισμό και αναζήτηση αποδεικτικών στοιχείων

5. Βοηθήστε τους να μαθαίνουν από τα πάντα.

Βοηθήστε τους να δουν ότι η μάθηση είναι μια νοοτροπία – όπως είναι η επιστήμη και η κριτική σκέψη. Δεν χρειάζεται απλώς να μάθουν από το «σχολείο» ή τα βιβλία, αλλά από τη φύση και τις συνομιλίες και τα παιχνίδια και την παρατήρηση. Στη συνέχεια, βοηθήστε τους να υποβάλουν αξιώσεις και να παράσχουν αποδεικτικά στοιχεία για αυτές τις αξιώσεις ως το τελικό αποτέλεσμα

6. Παίξτε παιχνίδια

Τα παιχνίδια σαν το σκάκι αποτελούν θησαυρούς ευκαιριών κριτικής σκέψης – για έναν λόγο. Ότι πολλοί μαθητές απολαμβάνουν το παιχνίδι και τη σκέψη τους. Αυτό το αρχαίο παιχνίδι αποδεικνύεται χρήσιμο στη δημιουργία μιας αναπτυξιακής νοοτροπίας επειδή για να είναι αποτελεσματικός ένας παίκτης πρέπει να εξετάσει εναλλακτικές κινήσεις προτού επιλέξει την καλύτερη.

6. Κάντε την κριτική σκέψη παιχνίδι

Κάντε την κριτική σκέψη ένα είδος παιχνιδιού.

7. Διδάξτε την κριτική σκέψη ως νοοτροπία

Κατανοώντας ότι η κριτική σκέψη είναι ένα είδος νοοτροπίας και όχι απλώς μια «ικανότητα» μπορεί να την βοηθήσει να γίνει ένα είδος συνήθειας. Αυτό ισχύει εν μέρει επειδή η κριτική σκέψη δίνει στη λογική έναν σκοπό και έναν τόνο –που μπορεί να είναι δύσκολο χωρίς το είδος της γνωστικά ευέλικτης και δημιουργικά παιχνιδιάρικης νοοτροπίας που προωθεί την κριτική σκέψη.

Με άλλα λόγια, η κριτική σκέψη έρχεται πιο φυσικά σε ορισμένες καταστάσεις του νου (παιχνιδιάρικο, ασφαλές, περίεργο και ενδυναμωμένο) από ό, τι άλλες (που κατευθύνονται, παρακολουθούνται, αναγκάζονται και αξιολογούνται).

8. Εξερευνήστε τα οφέλη της κριτικής σκέψης

Και να το κάνετε με τρόπους αξιόπιστους στα παιδιά και όχι να επωφεληθείτε από τα οφέλη της κριτικής σκέψης 25 χρόνια από τώρα.

Εάν δεν ανακαλύψετε κάτι ιερό στη ζωή σας, τότε, η ζωή είναι επιφανειακή

Ο άνθρωπος πάντοτε ήθελε κάτι άγιο, ιερό. Το να είσαι απλώς καλός προς τους άλλους, ευαίσθητος, διακριτικός, ευγενής, γεμάτος φροντίδα και στοργικός: αυτό δεν έχει βάθος, δεν έχει ζωντάνια. Εάν δεν ανακαλύψετε στη ζωή σας κάτι πραγματικά ιερό που να έχει βάθος, που να έχει τρομαχτική ομορφιά, που να είναι η πηγή των πάντων, η ζωή γίνεται πολύ επιφανειακή. Μπορεί να είστε παντρεμένος επιτυχημένα, με παιδιά, σπίτι και χρήματα, μπορεί να είστε έξυπνος και διάσημος, χωρίς όμως εκείνο το άρωμα το καθετί γίνεται σαν σκιά χωρίς υπόσταση.

Βλέποντας τι συμβαίνει στον κόσμο, θ’ ανακαλύψετε στην καθημερινή σας ζωή κάτι που είναι πραγματικά αληθινό, πραγματικά ωραίο, άγιο, ιερό; Αν το ‘χετε αυτό, τότε η ευγένεια έχει νόημα, τότε η σκέψη για τους άλλους έχει νόημα, έχει βάθος. Τότε μπορείτε να κάνετε οτιδήποτε θέλετε, θα υπάρχει πάντα εκείνο το άρωμα. Πώς θα φτάσετε σ’ αυτό; Είναι μέρος της εκπαιδεύσεώς σας, όχι μόνο να μάθετε μαθηματικά, αλλά ν’ ανακαλύψετε και αυτό.

Ξέρετε, για να δείτε κάτι πολύ καθαρά – ακόμη κι εκείνο το δέντρο – ο νους σας πρέπει να είναι ήσυχος, δεν πρέπει;

Για να δω εκείνη την εικόνα πρέπει να την κοιτάξω, αν όμως ο νους μου φλυαρεί, λέγοντας «θα ‘θελα να είμαι έξω» ή «θα ‘θελα να είχα ένα καλύτερο πανταλόνι», αν ο νους μου περιπλανιέται, ποτέ δε θα μπορέσω να δω εκείνη την εικόνα καθαρά. Για να δω κάτι πολύ καθαρά πρέπει να έχω ένα πολύ ήσυχο νου. Δείτε πρώτα τη λογική αυτού του πράγματος. Για να παρακολουθήσω τα πουλιά, τα σύννεφα, τα δέντρα, ο νους πρέπει να είναι εξαιρετικά σιωπηλός για να παρακολουθήσει.

Υπάρχουν διάφορα συστήματα στην Ανατολή για να ελέγχουν το νου ώστε να γίνει τελείως ήσυχος. Και όντας πολύ ήσυχος τότε δοκιμάζετε κάτι απέραντο – δηλαδή την ιδέα.

Λένε λοιπόν: πρώτα ο νους πρέπει να είναι ήσυχος, ελέγξτε τον, μην τον αφήνετε να περιπλανιέται, γιατί όταν έχετε ήσυχο νου η ζωή είναι καταπληκτική. Τώρα, όταν ελέγχετε ή αναγκάζετε το νου, τον παραμορφώνετε, έτσι δεν είναι;

Εάν αναγκάσω τον εαυτό μου να είναι καλός, αυτό δεν είναι καλοσύνη. Εάν αναγκάσω τον εαυτό μου να είναι υπερβολικά ευγενικός μαζί σας, αυτό δεν είναι ευγένεια. Εάν λοιπόν αναγκάσω το νου μου να συγκεντρωθεί σ’ αυτή τη μία εικόνα, τότε υπάρχει τόση πολλή ένταση, προσπάθεια, πόνος και καταπίεση. Επομένως ένας τέτοιος νους δεν είναι ήσυχος – βλέπετε; Πρέπει λοιπόν να ρωτήσουμε: Υπάρχει τρόπος να δημιουργήσουμε έναν πολύ ήσυχο νου χωρίς καμιά παραμόρφωση, χωρίς καμιά προσπάθεια, χωρίς να πούμε «Πρέπει να τον ελέγξω;»

Φυσικά υπάρχει. Υπάρχει μια ησυχία, μια σιγή χωρίς καμιά προσπάθεια. Αυτό απαιτεί κατανόηση του τι είναι προσπάθεια. Και όταν καταλάβετε τι είναι προσπάθεια, έλεγχος, καταπίεση – να την καταλάβετε όχι μόνο με τις λέξεις αλλά να δείτε πραγματικά την αλήθεια της – σ’ αυτήν ακριβώς την αντίληψη ο νους γίνεται ήσυχος.

Το δυναμικό πεδίο της προσωκρατικής φιλοσοφίας

Σε αντίθεση με άλλα άρθρα αυτής της σειράς, το παρών δεν είναι ένα «εγχειρίδιο» αφιερωμένο σε έναν μόνο φιλόσοφο αλλά στο σύνολο των στοχαστών που συλλογικά διαμόρφωσαν τις απαρχές της φιλοσοφικής παράδοσης στην αρχαία Ελλάδα. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν ολιγογράφοι, και η επιβίωση του έργου ή της σκέψης τους είναι αποσπασματική και συχνά δεν διαμεσολαβείται αυτολεξεί αλλά μόνο μέσω της μαρτυρίας του Αριστοτέλη, του Θεόφραστου και άλλων πολύ οψιμότερων συγγραφέων. Αυτά τα σπαράγματα είναι εξαιρετικά πολύτιμα όχι μόνο λόγω της ουσιαστικής τους ποιότητας αλλά και για ό, τι αποκαλύπτουν σχετικά με την πρωιμότερη ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας και επιστήμης. Η γοητεία του υλικού, ανεξάρτητα από την πυκνότητά του και την αποσπασματική του παράδοση ή ακριβώς εξαιτίας αυτών των στοιχείων, αιχμαλωτίζει κάθε αναγνώστη.[1] Δύο φιλόσοφοι του εικοστού αιώνα που άσκησαν μεγάλη επίδραση, ο Heidegger και ο Popper, «επέστρεψαν» στους Προσωκρατικούς για να στηρίξουν τις δικές τους ριζικά διαφορετικές μεθοδολογίες και ανησυχίες.[2] Πολλοί από αυτούς τους στοχαστές θέτουν τόσο μεγάλες προκλήσεις, ώστε η μικρή ποσότητα του σωζόμενου έργου τους δεν συνιστά εμπόδιο για να πραγματευτούμε καθέναν από αυτούς ξεχωριστά σε έκταση ενός βιβλίου. Ακόμη και έτσι, έχουμε κάθε λόγο, αν παραβλέψουμε τις αποσπασματικές πηγές και τη συνήθη πρακτική, να παρουσιάσουμε τόσο αυτούς όσο και άλλους πρώιμους φιλοσόφους σε έναν συλλογικό τόμο.

Καταρχάς, ασχολούμαστε με μια εποχή που σημαδεύεται από στοχαστές με άκρως ανανεωτικό και πειραματικό προσανατολισμό. Οι νεότεροι από αυτούς δεν αγνοούσαν τους προγενέστερούς τους, και κατά τον έκτο και πέμπτο αιώνα π.Χ. (το χρονικό διάστημα που μας ενδιαφέρει εδώ) αναπτύχθηκαν συγκεκριμένα ρεύματα τα οποία είναι διακριτά με γλωσσικά (διαλεκτικά) ή γεωγραφικά κριτήρια: οι πρώιμοι Ίωνες κοσμολόγοι, οι Πυθαγόρειοι, οι Ελεάτες, οι Ατομικοί φιλόσοφοι και οι Σοφιστές. Ωστόσο, δεν πρόκειται για μια εποχή σχολών με την κυριολεκτική σημασία που είχε, ας πούμε, η Ακαδημία του Πλάτωνα ή το Λύκειο του Αριστοτέλη, με θεσμοθετημένο σχολάρχη, πρόγραμμα μαθημάτων και αδιάσπαστη διαδοχή. Ο Μέλισσος μπορεί να αποκαλείται Ελεάτης ή μαθητής του Παρμενίδη, με κριτήριο τη διδασκαλία που πρέσβευε, αλλά ως ναύαρχος της Σάμου μπορεί να μην είχε καμιά προσωπική επαφή με τον Παρμενίδη, του οποίου η γενέτειρα και ο πιθανός τόπος διαμονής ήταν η Ελέα της Κάτω Ιταλίας. Ο Ζήνωνας ο Ελεάτης, ο οποίος πρέπει να γνώριζε τον συμπατριώτη του, τον Παρμενίδη, μπορεί να τον ακολούθησε πιο πιστά από ό, τι ο Μέλισσος, τα επιχειρήματα όμως του Ζήνωνα άσκησαν άμεση επίδραση -πράγμα που δεν συνέβη με τον Παρμενίδη- στην πρώιμη ιστορία των αρχαιοελληνικών μαθηματικών. Ο Ξενοφάνης, ο Ηράκλειτος, ο Παρμενίδης και ο Εμπεδοκλής διακηρύσσουν τη μοναδικότητα των ιδεών τους και με άμεσο ή έμμεσο τρόπο ασκούν κριτική σε άλλους στοχαστές όπως και σε ανθρώπους της καθημερινής ζωής. Για να ερμηνεύσουμε το έργο κάθε προσωκρατικού φιλοσόφου, είναι απαραίτητη η αναφορά σε όλη την εν λόγω περίοδο.

Κατά δεύτερο λόγο, ακόμη και αν λάβουμε υπόψη τα πολυάριθμα κενά στη γνώση μας, μπορούμε να παρατηρήσουμε σημαντικές διαφορές στη μεθοδολογία και τα ενδιαφέροντα των Προσωκρατικών. Αυτό καθίσταται ιδιαίτερα εμφανές στην περίπτωση του Πυθαγόρα, που ήταν ο μοναδικός από τους φιλοσόφους το όνομα του οποίου, χρόνια μετά τον θάνατό του, κατέληξε να εκπροσωπεί ένα συγκεκριμένο ρεύμα. Ο Πυθαγόρας δίδαξε όχι μόνο έναν τρόπο ζωής που περιλάμβανε καθαρτήριες πρακτικές αλλά και την εξαιρετική τους σημασία για τη μεταθανάτια τύχη της ανθρώπινης ψυχής. Οι συμβολές του στη φιλοσοφία και την επιστήμη, όπως τις αντιλαμβανόμαστε σήμερα, είναι εξαιρετικά δυσδιάκριτες, ιδιαίτερα σε σύγκριση με μορφές όπως ο Ζήνωνας, ο Δημόκριτος ή ο Αναξαγόρας. Ωστόσο, θα διαπράτταμε βαρύτατο σφάλμα, αν απομονώναμε τον Πυθαγόρα από το κύριο ρεύμα της προσωκρατικής φιλοσοφίας. Κριτική των συμβατικών θρησκευτικών τελετουργιών, όπως οι αιματηρές θυσίες, και η υπόσχεση ότι η αληθινή κατανόηση του κόσμου θα μεταμορφώσει τη ζωή του ανθρώπου, διατυπώνονται με έμφαση και από τον Ηράκλειτο και από τον Εμπεδοκλή. Ορισμένοι Προσωκρατικοί δείχνουν ελάχιστο ή καθόλου μαρτυρημένο ενδιαφέρον για την περί ψυχής θεωρία, την επιστημολογία, την ηθική και τη θεολογία· άλλοι ενσωματώνουν στο έργο τους συμβολές σε αυτά τα φιλοσοφικά πεδία τα οποία έμελλε αργότερα να οριοθετηθούν αυστηρά.

Η ρευστότητα και η ποικιλία της προσωκρατικής φιλοσοφίας αποτελούν κομβικά σημεία του χαρακτήρα και της σημασίας της. Για αυτόν τον λόγο επίσης, το θέμα προσφέρεται ιδιαίτερα για πραγμάτευση σε έναν συλλογικό τόμο, όχι μόνο λόγω της ευκαιρίας που παρουσιάζεται για μια συνεργασία ανάμεσα σε ειδικούς, αλλά επειδή συνιστά και έναν τρόπο να επιχειρηθούν μερικές από τις πολλές ερμηνευτικές προσεγγίσεις στο ύφος και το περιεχόμενο της προ- σωκρατικής φιλοσοφίας. Στις αρχές του εικοστού αιώνα μαίνονταν οι αντιπαραθέσεις γύρω από τον επιστημονικό ή μη χαρακτήρα της προσωκρατικής φιλοσοφίας, τις θεολογικές της διαστάσεις, τις προκαταλήψεις της που βασίζονταν στον κοινό νου ή είχαν μη ενορατικό χαρακτήρα, κ.τ.λ.[3] Αυτές οι διχογνωμίες δεν θα εκλείψουν ποτέ. Το υλικό είναι πολύ σύνθετο για κάτι τέτοιο, και σε αυτόν τον τομέα, περισσότερο από ό,τι συμβαίνει συνήθως, κάθε ερμηνευτής είναι υποχρεωμένος να υιοθετήσει μια δική του οπτική γωνία προκειμένου να πει ό, τι αξίζει να ειπωθεί. Με αυτό δεν ακυρώνουμε τις απόπειρες που έγιναν να περιγράφει το κοινό στοιχείο που συνδέει τους βασικούς στοχαστές, όπως «η διερεύνηση της φύσης». Περισσότερα για το θέμα αυτό θα πούμε στη συνέχεια. Προς το παρόν, είναι απαραίτητο να αναγνωρίσουμε ότι, με πιθανή εξαίρεση τον Πυθαγόρα, καμιά από τις μορφές τις οποίες πραγματεύεται ο παρών τόμος δεν αυτοχαρακτηριζόταν ρητά ως «φιλόσοφος» ή αποκαλούσε το έργο του «φιλοσοφία».[4] Το θέμα δεν είναι ότι εμείς πρέπει να αποφεύγουμε να τους αποκαλούμε φιλοσόφους, αλλά ότι θα πρέπει να προσέχουμε να μην τους αποδίδουμε αναχρονιστικές συλλήψεις του πεδίου της φιλοσοφίας και του χωρισμού της σε τομείς όπως η λογική, η μεταφυσική και η ηθική. Ακόμη και ο Πλάτωνας, ο οποίος ήταν ο πρώτος αρχαίος Έλληνας στοχαστής που διατύπωσε ρητό θεωρητικό προβληματισμό πάνω στη φύση της φιλοσοφίας, δεν σχετίζεται με μια οριοθέτηση αυτού του τύπου.

Παρ’ όλα αυτά, οι Προσωκρατικοί είχαν πρωτοπόρες συμβολές όχι μόνο στην κατανόηση του κόσμου γενικά αλλά και σε φιλοσοφικά θέματα που αργότερα μελετήθηκαν πιο εξειδικευμένα. Για να διευκολυνθεί η έκθεση του θέματος και για να γίνει πιο προσιτή η ευρύτερη σύλληψη αυτού που περιλάμβανε η προσωκρατική φιλοσοφία, το βιβλίο χωρίζεται σε κεφάλαια που πραγματεύονται μεμονωμένους στοχαστές και σε κεφάλαια με θεματικές ενότητες. Στην περίπτωση των Σοφιστών (κεφάλαια 14-15), οι θεματικές ενότητες και οι μεμονωμένοι στοχαστές σε μεγάλο βαθμό συμπίπτουν, επειδή, όσο τουλάχιστον επιτρέπουν να γνωρίζουμε οι πηγές μας, η πιο διακεκριμένη συμβολή των Σοφιστών στην προσωκρατική φιλοσοφία ήταν η διδασκαλία της ρητορικής και της γλωσσολογίας, του σχετικισμού και της πολιτικής θεωρίας. Από την άλλη πλευρά τα κεφάλαια 10-13 αφιερώνονται σε θέματα που είναι κάπως ετερογενή σε σχέση με τους στοχαστές που συζητούνται εκεί - κεφάλαια σχετικά με την εξορθολογισμένη θεολογία, τις απαρχές της επιστημολογίας, την ψυχή, την αίσθηση και τη σκέψη, την ευθύνη και την αιτιότητα. Πρωταγωνιστές αυτού του τελευταίου θεματικού κεφαλαίου, συνταγμένου από τον Mario Vegetti, είναι οι Ιπποκρατικοί ιατροί. Ο Vegetti υποστηρίζει ότι αυτοί υπήρξαν πρωτοπόροι στη συστηματική σκέψη γύρω από την αιτιότητα και όχι εκείνοι τους οποίους συμβατικά αποκαλούμε Προσωκρατικούς. Το κεφάλαιό του, επίσης, περιλαμβάνει τους ιστορικούς Ηρόδοτο και Θουκυδίδη. Το ίδιο το υλικό, χωρίς να παραβιάζει τα καθιερωμένα όρια της προσωκρατικής φιλοσοφίας, συνιστά μια σημαντική ένδειξη της ρευστότητάς τους. Αν ο διαθέσιμος χώρος δεν ήταν περιορισμένες, ο παρών τόμος θα είχε περιλάβει πολύ περισσότερα από το πλούσιο πεδίο της Ιπποκρατικής ιατρικής.[5]

Ένα τελευταίο θεματικό κεφάλαιο, ή μάλλον ένα επίμετρο σε ολόκληρο το βιβλίο, προσφέρεται από τον Glenn Most στην περιεκτική μελέτη του για «την ποιητική της προσωκρατικής φιλοσοφίας». Τρεις Προσωκρατικοί, ο Ξενοφάνης, ο Παρμενίδης και ο Εμπεδοκλής, επέλεξαν τον στίχο και όχι το καινοφανές μέσο του πεζού λόγου ως όχημα για να εκφράσουν τη σκέψη τους· ο Ηράκλειτος, μολονότι δεν συνέθεσε σε κάποια από τις τυπικές μορφές του αρχαιοελληνικού στίχου, υιοθέτησε ένα ρυθμικό και επιγραμματικό ύφος που είναι απολύτως προσωπικό. Εδώ συναντούμε ακόμη μια ένδειξη του ρευστού χαρακτήρα της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας στα χρόνια της διαμόρφωσής της· γιατί από το δεύτερο μισό του πέμπτου αιώνα και εξής, ο επιστημονικός πεζός λόγος θα καταστεί το καθιερωμένο μέσο γραφής της φιλοσοφίας, και η ποιητική «αλήθεια» θα αντιμετωπιστεί ως διαφορετικό είδος από τις αποδεικτικές φιλοδοξίες της φιλοσοφίας. Ωστόσο, η «ποιητική» είναι ένα οργανικό συστατικό του θέματός μας για ουσιαστικότερους λόγους από τη λογοτεχνική μορφή που επιλέγουν οι φιλόσοφοι ποιητές. Η παραδοσιακή αρχαιοελληνική σοφία ουσιαστικά ταυτιζόταν με την επική ποίηση του Ομήρου και του Ησιόδου. Ως κύριο πρόγραμμα στη βασική εκπαίδευση, αυτά τα σπουδαία κείμενα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλα, επηρέασαν και προσέφεραν ερεθίσματα τόσο στο ύφος όσο και στο περιεχόμενο της προσωκρατικής φιλοσοφίας. Για να αποκτήσει ρίζες η ανανεωτική σκέψη, ο Όμηρος και ο Ησίοδος έπρεπε να εκθρονιστούν ή τουλάχιστον να μετακινηθούν από την κυρίαρχη θέση τους, και για αυτό συναντούμε ρητή κριτική τους στον Ξενοφάνη και τον Ηράκλειτο. Με πολλαπλούς, ωστόσο, τρόπους, όπως δείχνει ιδιαίτερα πειστικά ο Most, τα ομηρικά και ησιόδεια πρότυπα σκέψης και έκφρασης είναι ακόμη ανιχνεύσιμα στην προσωκρατική φιλοσοφία, για να μην αναφερθούμε σε προφανή σημεία σύγκλισης, όπως η «θεϊκή» έμπνευση την οποία επικαλούνται ο Παρμενίδης και ο Εμπεδοκλής ή οι ρητές ερμηνείες της ποίησης στις οποίες προβαίνουν ο Δημόκριτος, ο Γοργίας και ο Πρωταγόρας.

Τα θεματικά κεφάλαια του παρόντος τόμου για την προσωκρατική φιλοσοφία αποκλίνουν από πολλές καθιερωμένες πραγματεύσεις του σχετικού αντικειμένου.[6] Το ίδιο, σε κάποιο βαθμό, συμβαίνει και με την πραγμάτευση των επιμέρους φιλοσόφων. Η Μιλησιακή τριάδα, ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος και ο Αναξιμένης, είναι κύριο θέμα του τρίτου μόνο κεφαλαίου. Δεν προσφέρονται κεφάλαια αφιερωμένα αποκλειστικά στον Ξενοφάνη ή τον Διογένη τον Απολλωνιάτη, ενώ ο Εμπεδοκλής και ο Αναξαγόρας συνεξετάζονται στο όγδοο κεφάλαιο υπό το πρίσμα των απαντήσεων που έδωσαν στον Παρμενίδη. Στον Ζήνωνα αφιερώνεται ένα ολόκληρο κεφάλαιο, αλλά ο Παρμενίδης και ο Μέλισσος παρουσιάζονται από κοινού. Εάν αυτή η διαδικασία φαίνεται μεροληπτική ή ιδιόρρυθμη, τα θεματικά κεφάλαια και το ευρετήριο θα προσφέρουν στον αναγνώστη πολλές πρόσθετες προοπτικές για όλους τους κύριους στοχαστές. Έτσι ο Ξενοφάνης καταλαμβάνει πολλές σελίδες στα κεφάλαια 3, 10, 11 και 16. Ο Εμπεδοκλής, ένας κατεξοχήν πολύπλευρος στοχαστής, κατέχει περίοπτη θέση στα θεματικά κεφάλαια και επίσης στο κεφάλαιο 4, το σχετικό με την πυθαγόρεια παράδοση. Ένα μεγάλο πλεονέκτημα αυτής της διαδικασίας, όπως πιστεύουμε τουλάχιστον, είναι ότι επιτυγχάνει να συνδυάσει τη διαχρονία, δηλαδή την πραγμάτευση των επιμέρους φιλοσόφων, με την ανάλυση νευραλγικών θεμάτων και μεθοδολογιών στις οποίες αυτοί συνέβαλαν συλλογικά.

Για τις σχετικές με το θέμα μαρτυρίες εξαρτόμαστε σχεδόν αποκλειστικά από την ερμηνευτική παράδοση που έχει ως αφετηρία της τον Αριστοτέλη και τον Θεόφραστο. Όπως και να χειριστούμε αυτήν την παράδοση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι συνεπάγεται κάποιους αναχρονισμούς αλλά και παρερμηνείες.[7] Επιπλέον, η εν λόγω παράδοση έχει συμβάλλει στην προώθηση της άποψης ότι οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι γενικά, αν και όχι αποκλειστικά, ήταν κατά κύριο λόγο κοσμολόγοι, τα κεντρικά ερωτήματα των οποίων αφορούσαν την προέλευση και τις υλικές απαρχές του κόσμου.[8] Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν όντως κοσμολόγοι, αν εξαιρέσουμε τους Σοφιστές. Είναι όμως υποχρεωτικό οι Σοφιστές να αποσπασθούν από τις τάξεις των προσωκρατικών φιλοσόφων επειδή δεν καταπιάστηκαν, σε μεγάλο βαθμό, με την κοσμολογία;[9] Ασχέτως κατά πόσο είναι πρόσφορη μια καταφατική απάντηση σε αυτό το ερώτημα, η ταύτιση της προσωκρατικής φιλοσοφίας κυρίως με την κοσμολογία είχε ένα ατυχές αποτέλεσμα: συνέβαλε ώστε οι συνεισφορές της στην επιστημολογία, την ηθική και άλλους τομείς να μοιάζουν επικουρικές και παραπληρωματικές. Αυτή η παρανόηση δεν είναι πια τόσο εδραιωμένη, αλλά δεν έχει και απολύτως εκλείψει. Συνεπώς, ένας από τους στόχους του παρόντος τόμου είναι να δείξει πόσο αυτοί οι πρώιμοι στοχαστές συνέβαλαν όχι μόνο στην κοσμολογία αλλά και σε άλλους τομείς που θα αποτελέσουν μέρος του βασικού θεματολογίου της φιλοσοφίας.

Προσπάθεια ορισμού της προσωκρατικής φιλοσοφίας

Οι πρώιμοι Έλληνες φιλόσοφοι συνήθως αποκαλούνται «Προσωκρατικοί». Η λέξη πολιτογραφήθηκε για πρώτη φορά στην αγγλική γλώσσα από τη στιγμή που ο Γερμανός φιλόλογος Hermann Diels, εκατό χρόνια πριν, τη χρησιμοποίησε ως τίτλο της σπουδαίας συλλογής του των μαρτυριών για την πρώιμη αρχαιοελληνική φιλοσοφία: Die Fragmente der Vorsokratiker[10] έκτοτε η λέξη καθιερώθηκε ως όρος. Αυτοί που τον συναντούν για πρώτη φορά προφανώς υποθέτουν ότι αναφέρεται απλώς στους στοχαστές που έζησαν και έδρασαν πριν από τον Σωκράτη, και αυτό αληθεύει εν πολλοίς για τους φιλοσόφους που περιλαμβάνονται στον πρώτο τόμο του Diels, οι οποίοι καλύπτουν την περίοδο από τον μυθικό Ορφέα έως τη «σχολή των Πυθαγορείων». Αλλά όπως χρησιμοποιείται από τον ίδιο τον Diels, ο όρος «προσωκρατικός» δεν αποτελεί μόνο χρονολογικό δείκτη. Όπως εξήγησε ο νεότερος συνεργάτης του, ο Walter Kranz, ο δεύτερος τόμος της συλλογής τους περιλαμβάνει «πολλούς συγχρόνους του Σωκράτη, και μάλιστα κάποιους που έζησαν μετά τον θάνατό του. Ακόμη και έτσι το βιβλίο διαθέτει ενότητα», επειδή σε αυτό «έχει τον λόγο μια φιλοσοφία που δεν πέρασε μέσα από την πνευματική σχολή του Σωκράτη (και του Πλάτωνα) -όχι μόνο η προσωκρατική αλλά και η μη σωκρατική πρώιμη φιλοσοφία».[11]

Αυτό το σχόλιο δεν είναι τόσο απαλλαγμένο από προκαταλήψεις όσο φαίνεται. Το ιδιαίτερα αποκαλυπτικό στην περίπτωση είναι ότι ο Kranz βάζει το όνομα του Πλάτωνα σε παρένθεση. Στην ουσία, βέβαια, τα γραπτά του Πλάτωνα είναι η κύρια πηγή μας για να ορίσουμε την άγραφη φιλοσοφία του Σωκράτη και για να τη διαχωρίσουμε από εκείνη των συγχρόνων του, συμπεριλαμβανομένων ειδικά των σοφιστών. Τα περισσότερα από αυτά που μπορούμε να μάθουμε για τους σοφιστές, εκτός από το σωζόμενο έργο του Γοργία, προέρχονται από τον Πλάτωνα, και τίποτε δεν είχε μεγαλύτερη σημασία για τον Πλάτωνα από το να προστατεύσει τον Σωκράτη από την ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι στην ουσία ήταν και αυτός σοφιστής. Ο Πλάτωνας, επομένως, κάθε άλλο παρά είναι απροκατάληπτος μάρτυρας του ιδιαίτερου χαρακτήρα της σωκρατικής φιλοσοφίας. Σίγουρα είναι ό,τι καλύτερο διαθέτουμε, και αναμφισβήτητα ο Σωκράτης, στη διαλεκτική του μεθοδολογία, την έρευνά του για τον ορισμό ηθικών εννοιών, τον εταστικό βίο του, και σε πάρα πολλά άλλα ήταν αμιγώς αυθεντική μορφή. Ωστόσο, οι Diels και Kranz έγραφαν σε μια εποχή κατά την οποία οι φιλόλογοι υπέθεταν ότι ήξεραν πολύ περισσότερα για τον ιστορικό Σωκράτη από ό, τι πολλοί ειδικοί πιστεύουν με ασφάλεια ότι γνωρίζουν σήμερα.

Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι ο Σωκράτης ως ιστορικό πρόσωπο έμοιαζε πολύ περισσότερο με τον συνονόματο του στην Απολογία και τον Κρίτωνα του Πλάτωνα απ’ ό, τι με το πρόσωπο του «Σωκράτη» ως ερευνητή της φύσης και σοφιστή, ο οποίος παρωδείται στη δηκτική κωμωδία του Αριστοφάνη Νεφέλες. Δεν διατείνομαι ότι η λέξη «προσωκρατικός» είναι ένας όρος που πρέπει να εγκαταλειφθεί εξ ολοκλήρου· ακόμη και εάν κάτι τέτοιο ήταν ευκταίο, δεν θα ήταν πρακτικό. Με δεδομένες τις διαθέσιμες πηγές και την εντυπωσιακή επιβίωση του Σωκράτη, θα ήταν ανεύθυνο να τον αντιμετωπίσουμε απλώς ως έναν ανάμεσα σε πολλούς άλλους στοχαστές του πέμπτου αιώνα π.Χ. Θα πρέπει να μελετηθεί σε συνάρτηση με τον Πλάτωνα. Παρ’ όλα αυτά, η εν λόγο) προϋπόθεση δεν μας δίνει το δικαίωμα να θεωρήσουμε ακόμη και τον Σωκράτη του Πλάτωνα ως μια μορφή τόσο μεταιχμιακή, ώστε να δημιουργείται ασυνέχεια μεταξύ αυτών που επηρέασε και εκείνων που δεν δέχθηκαν την επιρροή του.

Παρουσιάζοντας τους πρώιμους Έλληνες φιλοσόφους ως προσωκρατικούς από εννοιολογική και μεθοδολογική άποψη, έχουμε την τάση να αγνοούμε ή να περιθωριοποιούμε τα ενδιαφέροντά τους σε πεδία όπως αυτά στα οποία έχω ήδη αναφερθεί, τα οποία συμπεριλαμβάνουν την ηθική, την περί ψυχής θεωρία, τη θεολογία και την επιστημολογία. Επειδή ο Πλάτωνας δεν αναφέρει ποτέ τον Δημόκριτο, μπορεί εύκολα να μας διαφύγει ότι ο Δημόκριτος υπήρξε σύγχρονος του Σωκράτη.[12] Ωστόσο παρατηρούνται εντυπωσιακές συγγένειες μεταξύ της ηθικής φιλοσοφίας του Δημοκρίτου και των ιδεών που απηχεί ο Σωκράτης του Πλάτωνα.[13] Συγγραφείς της ύστερης αρχαιότητας, οι οποίοι αποδίδουν στον Σωκράτη την εκ του μηδενός επινόηση της φιλοσοφικής ηθικής, αναζητούσαν μετά μανίας να εντοπίσουν «πρώτους ευρετές». Όχι μόνο δεν υπονομεύουμε τη σημασία του Σωκράτη αλλά την υπογραμμίζουμε, όταν αναγνωρίζουμε τις ηθικές διαστάσεις του Ξενοφάνη ή του Ηράκλειτου, ή δείχνουμε τα κοινά ενδιαφέροντά του με τους Σοφιστές, και βέβαια τις αποκλίσεις τους. Ο χαρακτηρισμός, επίσης, «προσωκρατικοί» παραπλανά, επειδή είναι γενικόλογος. Παρότι είναι αόριστος, υποβάλλει την εντύπωση ότι όλοι οι πρώιμοι φιλόσοφοι είναι εύκολα αναγνωρίσιμοι ως ομάδα, κάτι που συμβαίνει κυρίως λόγω των μη σωκρατικών τους γνωρισμάτων. Με αυτόν τον τρόπο, ο όρος συγκαλύπτει τη ρευστότητα και την ποικιλία την οποία έχω ήδη επισημάνει με έμφαση. Η λέξη «προσωκρατικός», επίσης, τείνει να συσκοτίσει τη διαλεκτική σχέση του Πλάτωνα με τους άλλους προδρόμους του, ειδικά τους Πυθαγορείους, τους Ελεάτες και τον Ηράκλειτο: μια σχέση που αποκτά αυξανόμενη σημασία στους ύστερους διαλόγους του Πλάτωνα, στους οποίους αντικαθίσταται ο Σωκράτης από τους Ελεάτες, από τους Αθηναίους «ξένους» και από τον Τίμαιο.

Ούτε στην αρχαιότητα ούτε αργότερα επικρατούσε ομοφωνία σχετικά με το πεδίο, τα όρια και τις υποδιαιρέσεις της προσωκρατικής φιλοσοφίας. Ο Αριστοτέλης και ο Θεόφραστος, όπως εξηγεί ο Jaap Mansfeld στο επόμενο κεφάλαιο, ενδιαφέρονταν κυρίως να ταξινομήσουν τις γνώμες των προδρόμων τους σε θέματα όπως ο αριθμός και η ταυτότητα των πρωτογενών στοιχείων του κόσμου, η ψυχή και η αισθητηριακή αντίληψη. Όλα αυτά υπάγονται στην περιπατητική σύλληψη της «φύσης»· έτσι, ονόμασαν τους υποστηρικτές αυτών των απόψεων «ερευνητές της φύσης» (φυσικούς ή φυσιολόγους).[14] Μερικές φορές ο Αριστοτέλης σχολιάζει τη σχετική τους χρονολόγηση, αλλά το εάν το πράττει, ή ποιον περιλαμβάνει σε ένα δεδομένο πλαίσιο, εξαρτάται από τη σχέση τους με το θέμα που τον απασχολεί. Στην πραγματεία του για τα «αίτια», υποδεικνύει μια σαφή τομή μεταξύ του Πλάτωνα και εκείνων που προηγήθηκαν από αυτόν, συμπεριλαμβανομένων του Παρμενίδη xui των Πυθαγορείων, και εδώ (αλλά μόνο εδώ) τονίζει με παροιμιώδη τρόπο την εστίαση του Σωκράτη στην ηθική με εξαίρεση κάθε έρευνας γύρω από τη «φύση ως σύνολο».[15] Στην πραγμάτευσή του των αρχών (Φυσικά 1), ο Αριστοτέλης συζητά τους πρώτους Ίωνες κοσμολόγους, τον Ηράκλειτο, τον Εμπεδοκλή, τον Αναξαγόρα, τον Παρμενίδη και τον Μέλισσο και κάνει μια σύντομη νύξη στον Πλάτωνα. Στο πρώτο βιβλίο του έργου του Περί ψυχής, η συζήτηση για τους προδρόμους του είναι συγχρονική, ανεξάρτητη από κάθε απόπειρα να οριστούν συγκεκριμένες περίοδοι σκέψης, και πραγματεύεται τον Πλάτωνα παράλληλα με νεότερους φιλοσόφους (όπως κάνει ο Θεόφραστος στο έργο του Περί αισθήσεων). Ο Αριστοτέλης πουθενά δεν αποκαλεί σοφιστή τον Πρωταγόρα, και αφού έχει επιχειρηματολογήσει κατά του δόγματος του Πρωταγόρα πάντων χρημάτων μέτρων άνθρωπος (Μετά τά Φυσικά 4. 5), παρομοιάζει τον λογικό αφορισμό του με διατυπώσεις του Αναξαγόρα, του Δημόκριτου και άλλων.

Ο Αριστοτέλης διαθέτει μια λανθάνουσα σύλληψη της προσωκρατικής φιλοσοφίας, αλλά αυτή είναι περισσότερο προπλατωνική παρά προσωκρατική.[16]

Μεταγενέστεροι συγγραφείς φιλοσοφικών διαδοχών και βίων, γράφοντας κατά την ελληνιστική εποχή, έτειναν να χαράξουν μια γραμμή ύστερα από τον Σωκράτη προκειμένου να παρουσιάσουν ό, τι ακολούθησε ύστερα από αυτόν ως μια σειρά σωκρατικών σχολών που ειδικεύονταν στην ηθική.[17] Ωστόσο, ο ίδιος ο Σωκράτης μπορούσε επίσης να παρουσιαστεί ως ο τελευταίος κρίκος σε μια αλυσίδα που ξεκίνησε με τον Αναξίμανδρο.[18] Για μας αυτές οι ταξινομήσεις εμφανίζουν κυρίως αρχαιοδιφικό ενδιαφέρον, αλλά βοηθούν να καταστεί φανε­ρό ότι τα όρια αυτής της ιστορίας, παρότι χρειάζεται να χαραχθούν, είναι ανα­πόφευκτα ασαφή και εν μέρει υποκειμενικά.

Το ζήτημα δεν είναι απλώς μεθοδολογικό. Επηρεάζει επίσης αυτό που θα θεωρήσουμε ως αρχή της πρώιμης αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, και τον τρόπο με τον οποίο θα ερμηνεύσουμε τη μεταγενέστερή της ιστορία. Χρησιμοποιώ τον όρο «ιστορία» και όχι «εξέλιξη», επειδή η έννοια της εξέλιξης, η οποία καθορίζει την εγελιανής προέλευσης πραγμάτευση της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας από τον Zeller, διαδραμάτισε επίσης κυρίαρχο ρόλο.[19] Οι βιολογικές συνυποδηλώσεις του όρου τείνουν να προεξοφλήσουν την ανωτερότητα αυτού που ακολουθεί σε σχέση με ό, τι προηγείται, και παρότι εντοπίζονται αναμφίβολα εξελίξεις υπό την έννοια ότι η ατομική θεωρία του Δημόκριτου αποτελεί απάντηση και (κατά τη σύγχρονη αντίληψη) ολοφάνερη πρόοδο σε σχέση με όλες τις προηγούμενες θεωρίες που αφορούσαν τα θεμέλια της φυσικής πραγματικότητας, ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης, για παράδειγμα, αξίζουν εξονυχιστική εξέταση και απαιτούν από τη σκέψη μας μια αποκλειστική μελέτη πάνω στο έργο τους αυτό καθαυτό, ανεξάρτητα από το πώς θα τους συσχετίσουμε με τη μεταγενέστερη φιλοσοφία.

Όσον αφορά τον αρχηγέτη, ο παρών τόμος ακολουθεί τη σύμβαση που καθιέρωσε ο Αριστοτέλης σύμφωνα με την οποία πρωτοπόρος είναι ο Θαλής ο Μιλήσιος, και καμιά άλλη προσωπικότητα δεν θα μπορούσε ποτέ να διεκδικήσει επάξια αυτή τη θέση. Ωστόσο ο Αριστοτέλης, προς τιμήν του, παρατηρεί ότι «κανείς μπορεί να υποπτευθεί» πως ο επικός ποιητής Ησίοδος έχει σκιαγραφήσει τη δική του εκδοχή «του ποιητικού αιτίου» (Μετά τά Φυσικά 1. 4 984b23). Σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα, ο Αριστοτέλης είναι αρκετά πρόθυμος να εντοπίσει φιλοσοφικές σκέψεις σε μορφές προγενέστερες του Θαλή. Και πρώτος Ίωνας φιλόσοφος υπήρξε ο Θαλής ή ο Αναξίμανδρος; Ο Διογένης ο Λαέρτιος, γράφοντας γύρω στο 200 μ.Χ., κατατάσσει τον Θαλή ανάμεσα στους επτά σοφούς, αλλά τον θεωρεί και δάσκαλο του Αναξίμανδρου, στον οποίο αποδίδει τη δημιουργία της Ιωνικής φιλοσοφίας (1. 13).

Έπειτα, υπάρχει η ενδιαφέρουσα αλλά σκοτεινή μορφή του Φερεκύδη, του πρώτου, σύμφωνα με μερικές πολύ ύστερες μαρτυρίες, που εισηγήθηκε τη διδασκαλία περί αθανασίας της ψυχής.[20] Εύλογα ανακύπτουν υποψίες, όταν διαβάζει κανείς ότι ο Φερεκύδης υπήρξε δάσκαλος του Πυθαγόρα (Λ. Λ. αυτόθι), και επίσης όταν ο φιλόσοφος αυτός στοιχίζεται αναχρονιστικά από τον Διογένη με τους «σοφούς» πριν από την εμφάνιση της φιλοσοφίας. Το ερώτημα εάν θα συμπεριλάβουμε τον Ησίοδο και τον Φερεκύδη στην ιστορία της προσωκρατικής φιλοσοφίας απαντάται συνήθως είτε αρνητικά είτε με την συγκαταρίθμησή τους στους «προδρόμους».[21] Μια δικαιολόγηση αυτής της αντιμετώπισης θα υπογραμμίσει τη διαφορά ανάμεσα στις μυθολογικέ? κοσμογονίες του Ησιόδου και του Φερεκύδη και την αναφορά των πρώιμων Ιώνων κοσμολογιών στην παρατηρήσιμη κανονικότητα των φαινομένων η οποία δεν εξαρτάται από την αυθαίρετη βούληση των θεών. Αυτό είναι απόλυτα κατανοητό, αλλά δύσκολα ευσταθεί ως καθοριστικό χαρακτηριστικό της προσωκρατικής φιλοσοφίας στο σύνολό της. Ούτε ο Παρμενίδης ούτε ο Εμπεδοκλής (ούτε ο Πλάτωνας, στην προκείμενη περίπτωση) αποκηρύσσει κάθε χρήση μυθολογίας, και η θεολογία συνιστά ένα σημαντικό στοιχείο στη σκέψη του Ξενοφάνη και του Ηρακλείτου.

Εάν ο Θαλής, ο Πυθαγόρας ή ο Ξενοφάνης υπήρξαν απομονωμένες προσωπικότητες, οι οποίες δεν προκάλεσαν ούτε στη δική τους ούτε στην επόμενη γενιά σημαντικές και ρητές αντιδράσεις, δεν θα υπήρχε αποχρών λόγος να θεωρήσουμε ότι ανήκουν στις απαρχές της φιλοσοφίας ως μια ομάδα ξεχωριστή από τη συνεχή παράδοση της «σοφίας» που ήδη εκπροσωπούσαν οι ομότεχνοι του Ησίοδου και του Φερεκύδη. Η ειδική διάκριση της πρώτης ομάδας από τη δεύτερη έγκειται σε δύο πολύ σημαντικά στοιχεία. Πρώτον, ο Θαλής, είτε υπήρξε «δάσκαλος» του Αναξίμανδρου είτε όχι, κατά γενική ομολογία επηρέασε τις πιο φιλόδοξες κοσμολογίες των Μιλησίων συμπατριωτών του, του Αναξίμανδρου και του Αναξιμένη. Άφησε ένα είδος πνευματικής κληρονομιάς την οποία μπορούσε να χρησιμοποιήσει κανείς ως πηγή, να την βελτιώσει και να την αποτιμήσει κριτικά. Δεύτερον, γύρω στο 500 π.Χ. ο Ηράκλειτος διαφοροποιεί έντονα τη δική του σκέψη από την «πολυμάθεια» τόσο του Ησιόδου όσο και τριών άλλων στο­χαστών - του Πυθαγόρα, του Ξενοφάνη και του Εκαταίου (DK22B40).

Αυτή η τετράδα ονομάτων αποδεικνύεται εξαιρετικά αποκαλυπτική. Ο Ηράκλειτος συνδέει τον αξιοσέβαστο ποιητή Ησίοδο με τρεις περίπου σύγχρονούς τους ανταγωνιστές στη «σοφία». Στον Πυθαγόρα και τον Ξενοφάνη προσθέτει τον Μιλήσιο γεωγράφο και χρονικογράφο Εκαταίο. Αυτή είναι η καλύτερη απόδειξη για την οπτική γωνία από την οποία έβλεπε την αρχαιοελληνική φιλοσοφία ένας πρωτεργάτης της όσο αυτή βρισκόταν ακόμη στο στάδιο της διαμόρ­φωσής της. Ο Ηράκλειτος επιδιώκει να αποστασιοποιηθεί τόσο από αρχαίες αυθεντίες (Ησίοδος) όσο και από μια ομάδα σχεδόν συγχρόνων του στοχαστών. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι επέλεξε αυτή την τετράδα μάλλον σκόπιμα. Τρεις από αυτούς αποτελούν νέες, υπό εξέλιξη αυθεντίες, αντιπροσωπευτικές ενός εγχειρήματος στο οποίο εμπλέκεται και ο ίδιος, το οποίο όμως θα φέρει εις πέρας πολύ πιο αποτελεσματικά. Οφείλουμε, ωστόσο, να σημειώσουμε ότι ο Ηράκλειτος βρίσκεται τόσο κοντά στις αρχές της παράδοσης στη διαμόρφωση της οποίας θα συμβάλλει, ώστε μέσα στην ίδια πρόταση στην οποία καταφέρεται εναντίον του Ησιόδου στηλιτεύει τον Ξενοφάνη, τον Πυθαγόρα και τον Εκαταίο.

Ο ανταγωνισμός μεταξύ σοφίας και πρακτικής δεξιότητας επιχωρίαζε από καιρό στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Ποιητές και αθλητές ανταγωνίζονταν μεταξύ τους αλλά και ήταν αναμενόμενο να συμβαίνει αυτό. Το καινούριο στοιχείο στον Ηράκλειτο (και το βλέπουμε και στον Ξενοφάνη) είναι το αντικείμενο του ανταγωνισμού. Ο Ξενοφάνης, σύμφωνα με την πειστικότερη ερμηνεία μιας αμφίσημης πρότασης, παρουσιάζεται ως στοχαστής που μιλά «για τα πάντα» (DK21Β34),[22] και ο Ηράκλειτος, στην αρχή ακριβώς του βιβλίου του, υποστηρίζει ότι τα πάντα συμφωνούν με την εκδοχή (λόγον) που αυτός δίνει (DK22B1). Στα ίδια συμφραζόμενα ο Ηράκλειτος παρουσιάζεται ως στοχαστής που «διακρίνει κάθε πράγμα ανάλογα με τη φύση του» (φύσιν). Η «έρευνα της φύσης» είναι μια εύστοχη περιγραφή της προσωκρατικής φιλοσοφίας· ήταν μια έκφραση του Αριστοτέλη, όπως είδαμε, και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μερικοί προσωκρατικοί φιλόσοφοι, είτε χρησιμοποιούσαν τον όρο είτε όχι, υπήρξαν πρωτοπόροι σε τέτοιες συνυποδηλώσεις της φύσης ως αντικειμενικής πραγματικότητας, δηλαδή της ποιότητας των πραγμάτων, της βασικής δομής τους, της πραγματικότητας ως διακριτής από τα φαινόμενα ή τη σύμβαση. Ωστόσο, όταν κάνει κανείς λόγο για όλα αυτά κατά κάποιον τρόπο προτρέχει. Πιο αυθεντική για να συλλάβουμε τι θεωρούσαν ο ίδιος ο Ξενοφάνης και ο Ηράκλειτος ότι έκαναν μπορεί να είναι η διατύπωση: «επιχειρούσαν μια εξήγηση των πάντων».

Επιχειρώντας μία εξήγηση των πάντων

Πρέπει να αποδώσουμε στην έκφραση τη σημασία ενός τεχνικού σχεδόν όρου. Στόχος δεν είναι να μιλήσουμε για τα πάντα ή να εξηγήσουμε κυριολεκτικά τα πάντα, αλλά μάλλον να δώσουμε μια καθολική περιγραφή, να δείξουμε με τι μοιάζει το «παν» ή το σύμπαν, να συλλάβουμε τα πάντα -τον κόσμο στο σύνο­λό του - ως αντικείμενο έρευνας.[23] Τώρα μπορούμε να αντιληφθούμε για ποιον λόγο ο Ηράκλειτος επέλεξε αυτά τα συγκεκριμένα μέλη της τετράδας που απέρριπτε: ο Ξενοφάνης προφανώς επαγγελλόταν μια πραγμάτευση των πάντων ο Εκαταίος ο Μιλήσιος είχε σχεδιάσει έναν χάρτη της γης και είχε επίσης συγγράψει ένα έργο που ανίχνευε τη μυθική γενεαλογία μερικών οικογενειών η Θεογονία του Ησιόδου είναι καθολική στις προθέσεις της, καθώς επιχειρεί να υπαγάγει τα κύρια γνωρίσματα του ορατού κόσμου και επίσης πολυάριθμες «αφηρημένες» έννοιες όπως ο έρωτας, η έριδα, η φιλία και η απάτη, σε ένα σχήμα θεϊκών γεννητόρων και απογόνων τους. Όσον αφορά τον Πυθαγόρα, ακόμη και εάν δεν εισηγήθηκε την επιστήμη των μαθηματικών και τη μουσική δομή του κόσμου, που σχετίστηκαν με το όνομά του, μπορούμε να υποθέσουμε ότι αντιμετωπιζόταν ευρύτατα ως ο συγγραφέας που πρότεινε μια αρκετά γενική εκδοχή για τα πράγματα, και ειδικότερα, για το ποια είναι η κατάσταση των ανθρώπινων όντων, με κριτήριο την ψυχή τους.

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Ηράκλειτος δεν θέτει τον Θαλή, τον Αναξίμανδρο ή τον Αναξιμένη στο στόχαστρό του. Εάν στόχος του ήταν απλώς να επιτεθεί σε όλους τους άλλους μελετητές της φύσης, αυτοί οι Μιλήσιοι κοσμολόγοι θα μπορούσαν να συγκαταλέγονται στους πρώτους υποψήφιους. Αυτό που τους προφύλαξε από την κριτική που θα τους ασκούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, είναι η βασική εστίαση των απόψεων τους στην υποκείμενη ενότητα του κόσμου, την προϋπόθεση που ο ίδιος ο Ηράκλειτος διακηρύσσει ότι είναι η ουσία της σοφίας: «τα πάντα είναι ένα» (DK22B50). Ο Ησίοδος και η νεότερη τριάδα, αντίθετα, θεωρείται ότι έχουν συσκοτίσει αυτή την αξονική αλήθεια μολύνοντας τις καθολικές τους αξιώσεις με πολλαπλά δεδομένα («πολυμάθεια»).[24]

Εκλαμβάνοντας την προσωκρατική φιλοσοφία ως πρόγραμμα εξήγησης και συστηματοποίησης όλων των πραγμάτων, αποκτούμε μια διατύπωση που εμπεριέχει τους κύριους στοχαστές που συζητούνται στον παρόντα τόμο, και που ανταποκρίνεται στη ρευστότητα και την ποικιλία τους χωρίς να καταλήγει σε ασάφεια. Ο όρος «φύση» (φύσις), παρά τη γενικότητά του, μας προδιαθέτει να δούμε κάτι πιο περιορισμένο, τον φυσικό κόσμο και ειδικότερα τις απαρχές του (επειδή φύσις κατά κύριο λόγο σημαίνει «προέλευση» ή «ανάπτυξη»), ως το μοναδικό τους σημείο εστίασης. Αυτό λειτουργεί αρκετά ικανοποιητικά στην περίπτωση των Μιλήσιων κοσμολογιών, οι διαθέσιμες αποσπασματικές μαρτυρίες των οποίων σε μεγάλο βαθμό διηθούνται από την αριστοτελική παράδοση. Είναι λιγότερο αποτελεσματικό, αν θέλουμε να σκιαγραφήσουμε τους προσωκρατικούς φιλοσόφους των οποίων τα ίδια τα λεγάμενα είμαστε σε θέση να διαβάσουμε, ειδικά εάν μας προδιαθέτει να τους αντιμετωπίσουμε ως αποκλειστικούς παρατηρητές και θεωρητικούς της φύσης, οι οποίοι δεν περιλαμβάνουν τον νου και το ανθρώπινο υποκείμενο στο πεδίο των ερευνών τους.[25] Ωστόσο, στη Μίλητο και στην αρχή ακριβώς της περιόδου που εξετάζουμε, συναντούμε τον Αναξίμανδρο να ερευνά την προέλευση των έμβιων όντων και την «εξέλιξη» του ανθρώπινου είδους.[26] Στην επόμενη γενιά, ο Αναξιμένης χρησιμοποίησε την ανθρώπινη ψυχή ως μικρόκοσμο, για να δείξει τον τρόπο με τον οποίο ο «θείος» αήρ περιβάλλει τον κόσμο.[27] Ακόμη και στη Μίλητο, λοιπόν, η «κοσμολογία» αντιμετωπιζόταν υπό την ευρεία έννοιά της. Όταν ανατρέχουμε σε συγγραφείς των οποίων το έργο παραδίδεται πληρέστερα, η καθολική τους προοπτική και το ενδιαφέρον τους για την ανθρώπινη εμπειρία προβάλλουν με κάθε επιθυμητή σαφήνεια. Ο παρών τόμος συγκεντρώνει μαρτυρίες για πολυάριθμα οικεία παραδείγματα, άλλα όμως, λιγότερο γνωστά, διαδραματίζουν εδώ έναν σημαντικό ρόλο.

Ο Αναξαγόρας μελέτησε το ηθικό περιεχόμενο των ομηρικών κειμένων, και η κοσμολογία του χρησιμοποιήθηκε ως βάση για να δοθεί μια αλληγορική ερμηνεία της Ιλιάδας,[28] Ο Δημόκριτος, με το πολύτομο έργο του, από το οποίο δια­θέτουμε δυστυχώς ελάχιστο μέρος του, και με το ευρύτατο φάσμα των ενδια­φερόντων του, αποτελεί πρόδρομο του Αριστοτέλη. Στα ενδιαφέροντά του συγκαταλέγονταν η ηθική, τα μαθηματικά, η μουσική, η ανθρωπο­λογία και η λογοτεχνική θεωρία -ειδικότερα αναφορικά με τον Όμηρο. Τόσο ο Γοργίας όσο και ο Ιππίας, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ήταν προετοιμασμένοι να μιλήσουν για οποιοδήποτε θέμα, και ο Πλάτωνας μνημονεύει την αξίωση του Ιππία να διδάξει αστρονομία, μαθηματικά και φιλολογία -οι συμβολές του Πρόδικου και του Πρωταγόρα στον τελευταίο τομέα υπήρξαν γενναίες.[29] Ως σημείο οριοθέτησης του πεδίου της προσωκρατικής φιλοσοφίας, «η εξήγηση των πάντων» μπορεί να στεγάσει μέσα στην παράδοση και τους αποκαλούμε- νους Σοφιστές. Αναμφίβολα ο Γοργίας και ο Πρωταγόρας δεν είχαν τίποτε να πουν για την αισθητή φύση, αλλά αυτό μπορεί να εξηγηθεί από τη σκεπτικιστική ή σχετικιστική στάση τους απέναντι στην αλήθεια. Ήταν χωρίς αμφιβολία προετοιμασμένοι να μιλήσουν για «τα πάντα» που έκριναν ότι ήταν σχετικά με την ανθρώπινη ωφέλεια και κατανόηση, όπως προκύπτει και από τη διάσημη ρήση του Πρωταγόρα: πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος.

Αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν μικρή η μεταβολή που επήλθε στα ενδιαφέροντα και τις μεθόδους των παλαιότερων από τους Προσωκρατικούς σε σχέση με εκείνα των νεότερων. Ούτε σημαίνει ότι αμφισβητούμε την καινοτομία των Σοφιστών στον ρόλο τους ως αμειβόμενων εκπαιδευτικών. Στα τέλη του πέμπτου αιώνα, η «σοφία» (σοφία), ο κοινός παρονομαστής των λέξεων φιλοσοφία και σοφιστής, έχει προσλάβει μια συνυποδήλωση περισσότερο «επαγγελματική» από αυτήν που έφερε κατά την εποχή του Θαλή - μια συνυποδήλωση αναγνωρισμένης εξειδίκευσης στην κατανόηση και διδασκαλία των γενικών συνθηκών του κόσμου και της ανθρώπινης εμπειρίας. Αυτή η πολιτισμική εξέλιξη δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την εξαιρετικά τολμηρή υπόθεση - έκδηλη ήδη από τους Μιλήσιους και εξής- ότι οι απόπειρες να εξηγήσει κανείς τα πάντα, χωρίς να βασίζεται στην αλήθεια και την παράδοση, είναι ανθρωπίνως δυνατές και επιθυμητές. Ακόμη και ο Αριστοφάνης υποστηρίζει αυτή την ερμηνεία του πεδίου της προσωκρατικής φιλοσοφίας - διότι, ενώ μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τον διακωμωδούμενο Σωκράτη του ως συνδυασμό «φυσικού» φιλοσόφου και σοφιστή, ο δραματικός χαρακτήρας στην ίδια την κωμωδία αποτελεί μια ενότητα.

Ανακεφαλαιώνω. Από το 550-500 π.Χ. περίπου στην Ιωνία -στη Μίλητο (την πόλη του Θαλή, του Αναξίμανδρου και του Αναξιμένη), στη Σάμο (τη γενέτειρα του Πυθαγόρα), στην Κολοφώνα (τη γενέθλια πόλη του Ξενοφάνη) και στην Έφεσο (την πατρίδα του Ηράκλειτου)- προετοιμάζεται αυτό που έμελλε να εξελιχτεί σε μια εντελώς καινούρια πνευματική παράδοση. Οι εν λόγω φυσιογνωμίες συνιστούν άκρως εξατομικευμένες περιπτώσεις. Ο Πυθαγόρας μεταναστεύει στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας και εκεί ιδρύει μια θρησκευτική κοινότητα - ο Ξενοφάνης περιλαμβάνει και τις πόλεις της Κάτω Ιταλίας στα ταξίδια του, και συνθέτει τα έργα του σε διάφορα μέτρα- ο Αναξίμανδρος γράφει ένα βιβλίο στο καινοφανές εκφραστικό μέσο του πεζού λόγου- και ο Ηράκλειτος εκφράζεται με άκρως σκοτεινές και επιγραμματικές αποφάνσεις. Δεν υπάρχει καμιά ομοιομορφία, μέχρι στιγμής, σχετικά με το τι σημαίνει κανείς να φιλοσοφεί, καμιά σύλληψη της φιλοσοφίας ως αυτόνομου αντικειμένου. Ωστόσο, ο νεότερος από αυτούς τους στοχαστές, ο Ηράκλειτος, είναι ήδη πεπεισμένος ότι έχει μια εξήγηση για «τα πάντα» που είναι η μόνη σωστή και απείρως ανώτερη από αυτήν που προσφέρουν οι άλλοι.

Πολύ νωρίτερα, ο Ησίοδος είχε παρουσιάσει τη Θεογονία του σε έναν ποιητικό διαγωνισμό, και είχε τη δυνατότητα και ο ίδιος να την αποκαλέσει «εξήγηση», ή τουλάχιστον «αφήγηση», για «τα πάντα». Τι είναι αυτό που, πέρα από την απόστασή του από την παραδοσιακή μυθολογία και τον επικό διδακτισμό, διακρίνει τον Ηράκλειτο ριζικά από τον Ησίοδο; Ανάμεσα σε πολλά άλλα που θα μπορούσε κανείς να προσαγάγει, πέντε σημεία είναι πρωταρχικής σημασίας. Πρώτον, ο Ηράκλειτος μνημονεύει ρητά το είδος της περιγραφής που σκοπεύει να υιοθετήσει: πρόκειται για περιγραφή που «εξηγεί» και «διαχωρίζει» το κάθε τι. Εκμεταλλευόμενος τις ποικίλες σημασίες της λέξης λόγος (ο θεωρητικός λόγος, η εξήγηση, ο υπολογισμός, το μέτρο), υπόσχεται, όσο το επιτρέπουν οι τρέχουσες δυνατότητες της γλώσσας του, ότι θα δώσει μια «λογική» και συστηματική περιγραφή των πάντων. Δεύτερον, οι αποφάνσεις του, παρά τη σκοτεινότητά τους, προδίδουν τη μέριμνά του να καταστήσει την περιγραφή του συμβατή με τις γνωστικές μας δυνατότητες, τόσο από εμπειρική όσο και από εννοιολογική άποψη. Μας προσφέρει τη δυνατότητα να διαπλεχθούμε μαζί του. Τρίτον, διατυπώνει αυτή την περιγραφή με τρόπο που να «αφυπνίζει» τους ανθρώπους από τις ατομικές τους πλάνες σχετικά με το πώς συμβαίνουν τα πάντα. Υπηρετεί έναν αναμορφωτικό, και θα μπορούσε κανείς να πει σχεδόν «σωτηριολογικό» στόχο. Τέταρτον, σκοπός του είναι όχι μόνο να φανερώσει αλήθειες αλλά επίσης να τις διατυπώσει με τέτοιο τρόπο ώστε οι ακροατές του να αναγκαστούν να σκεφτούν και να ερευνήσουν από μόνοι τους. Είναι ένας δάσκαλος που επιθυμεί να ερεθίσει τη σκέψη του ακροατηρίου του. Πέμπτον, όπως έπραξε ήδη ο Ξενοφάνης, ο Ηράκλειτος αποστασιοποιείται από τις πρωτοβάθμιες εθνοκεντρικές συμφάσεις και την παραδοσιακή σοφία, παράλληλα όμως υιοθετεί μια κριτική απόσταση από τον Ξενοφάνη και οποιονδήποτε άλλον.

Ο Ηράκλειτος επιδιώκει να προσφέρει μια περιγραφή των πάντων η οποία να είναι (1) εξηγητική και συστηματική, (2) συνεπής και επιχειρηματολογημένη, (3) αναμορφωτική, (4) εκπαιδευτικά ερεθιστική και (5) κριτική και αντισυμβατική- σε μια τέτοια διατύπωση μπορούμε να συμπεριλάβουμε το γενικό πρόγραμμα της προσωκρατικής φιλοσοφίας χωρίς αναχρονισμούς και με σεβασμό στην έμφαση, τη μέθοδο και το ειδικό περιεχόμενό της. Όπως κάθε γενίκευση, και η συγκεκριμένη εμφανίζει τόση ευρύτητα, (ώστε να περιλάβει όλα τα επιμέρους ζητήματα· για παράδειγμα, ο παρών τόμος ασχολείται ακροθιγώς με τις μετεωρολογικές εικασίες ορισμένων Προσωκρατικών. Ωστόσο, η γενίκευση προσφέρεται για εκείνους τους στοχαστές των οποίων τα λεγόμενα είναι επαρκώς μαρτυρημένα, ιδιαίτερα για τον Ξενοφάνη, τον Ηράκλειτο, τον Παρμενίδη και τον Εμπεδοκλή - ανταποκρίνεται σε ό, τι γνωρίζουμε από τον Δημόκριτο και σε σημαντικό βαθμό, ανταποκρίνεται επίσης στους Σοφιστές. Δεν προτείνω τίποτε πρωτότυπο με το πρώτο, το δεύτερο και το πέμπτο γνώρισμα, αλλά το τρίτο και το τέταρτο απαιτούν κάποια περαιτέρω διευκρίνιση.

Ο Karl Popper έγραψε για την «απλή και ευθύγραμμη ορθολογική σκέψη» των Προσωκρατικών.[30] Ο ενθουσιασμός του για αυτούς τους στοχαστές είναι παραπλανητικός, αλλά στην ουσία αυτοί γίνονται ακόμη πιο ενδιαφέροντες, όταν αναγνωρίσουμε ότι η λογική τους δεν ήταν ούτε απλή ούτε ευθύγραμμη. Ένας διακεκριμένος Γάλλος μελετητής έχει πρόσφατα προτείνει την άποψη ότι η συνολική ελληνορωμαϊκή παράδοση της φιλοσοφίας θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι έχει, πρώτα και κύρια, πρακτικούς και «πνευματικούς» στόχους, υποστηρίζοντας τη φιλοσοφία ως τρόπο ζωής.[31] Αυτός ο χαρακτηρισμός θα φανεί σε πολλούς εύστοχος μόνον όσον αφορά μερικούς φιλόσοφους της ύστερης αρχαιότητας, αλλά διαθέτει το σπουδαίο πλεονέκτημα να μην απαιτεί από εμάς να αποδώσουμε σύγχρονες έννοιες περί πλήρους ανιδιοτέλειας της φιλοσοφίας ή περί «καθαρής» έρευνας στην κλασική αρχαιότητα. Είναι αξιοσημείωτος, για παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίον ο Ευριπίδης, ένας τραγικός που είχε βαθιά αναστροφή με τις πνευματικές ζυμώσεις της εποχής του, βάζει τον Χορό ενός χαμένου έργου του να σχολιάζει τις αρετές της «έρευνας»:[32]

ὄλβιος ὅστις ταῆς ἱστορίας ἔσχε μάθησιν, μήτε πολιτῶν ἐπί πημοσύνην μήτ' εἰς ἀδίκους πράξεις ὁρμῶν, ἀλλ' ἀθανάτου καθορῶν φύσεως κόσμον ἀγήρων, πῇ τε συνέστη καί ὅπῃ καί ὅπως...

[«Ευλογημένος είναι όποιος διδάχθηκε/ πώς να ασκεί την έρευνα, /δίχως να βλάπτει τους συμπολίτες του/ και δίχως να επιδίδεται σε άδικες πράξεις/ αλλά συλλαμβάνοντας την τάξη της αθάνατης/ και αγέραστης φύσης,/ από τι αυτή συνίσταται,/ με ποιον τρόπο και με ποια μορφή»].

Στους παραπάνω στίχους ακούμε την προσωκρατική φιλοσοφία να εγκωμιάζεται με όρους της εποχής του Ευριπίδη οι οποίοι συλλαμβάνουν την ολιστική της φιλοδοξία στους τομείς της επιστήμης, της θεωρητικής γνώσης, της ηθικής και της αξιοσέβαστης θεολογίας.

Οι προσωκρατικοί αυτοί στοχαστές ολοφάνερα θεωρούν ότι το ψεύδος είναι επώδυνα καταστροφικό για όσους σφάλλουν- εδώ οφείλονται και οι οξείς τόνοι με τους οποίους επιπλήττουν το απληροφόρητο κοινό τους ο Ξενοφάνης, ο Ηράκλειτος, ο Παρμενίδης και ο Εμπεδοκλής. Όχι μόνο ο Πυθαγόρας αλλά και αυτοί οι στοχαστές υπηρετούν αντικειμενικούς σκοπούς τους οποίους μπορούμε να ονομάσουμε αναμορφωτικούς, και σε μεγάλο βαθμό η αντιπάθεια του Πλάτωνα για τον Πρωταγόρα προέρχεται από την πεποίθησή του ότι οι ισχυρισμοί του τελευταίου, πως είναι δηλαδή ικανός να διδάξει την καλή διαχείριση τόσο των ατομικών όσο και των πολιτικών υποθέσεων, δεν μπορούν να αντέξουν στον αυστηρό σωκρατικό έλεγχο. Ο Πλάτωνας δεν επινόησε την ιδέα ότι όσοι επιθυμούν να παρακολουθήσουν μια αληθινή εξήγηση των πάντων θα έχει στη ζωή τους ευεργετικά αποτελέσματα· κληρονόμησε αυτή την ιδέα από τους φιλοσοφικούς του προδρόμους.

Το γνώρισμα της ερεθιστικής από εκπαιδευτική άποψη περιγραφής σχετίζεται άμεσα με τα παραπάνω. Αυτό το ειδοποιό χαρακτηριστικό του Σωκράτη μπορεί να ανιχνευθεί ακόμη πρωιμότερα. Μολονότι ο Πλάτωνας μας προτρέπει με πειστικό τρόπο να προβούμε σε ριζική διάκριση μεταξύ της σωκρατικής διαλεκτικής και της ρητορικής των Σοφιστών, ο Σωκράτης του Πλάτωνα, όπως και ο ίδιος ο Πλάτωνας, είναι επίσης ένας δεξιοτέχνης της ρητορικής, όπως οφείλει να είναι κάθε αποτελεσματικός δάσκαλος. Η αλήθεια, για να αναγνω­ριστεί, χρειάζεται πειστική διατύπωση, αλλά εάν οι άνθρωποι πρέπει επίσης να ενθαρρυνθούν, ώστε να ανακαλύψουν αλήθειες για τον εαυτό τους, χρειάζονται ακριβώς την πρόκληση εκείνη στην οποία αφιέρωσαν τις προσπάθειές τους ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης, όπως και ο Πρωταγόρας και ο Σωκράτης.

Αυτές οι διαπιστώσεις επιβεβαιώνουν τις λαθεμένες κατευθύνσεις προς τις οποίες ενδέχεται να μας παρασύρει ο χαρακτηρισμός “προσωκρατικός”. Ο Σωκράτης του Πλάτωνα ανταποκρίνεται σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό στον χαρακτηρισμό που έχω δώσει στην αρχαιοελληνική φιλοσοφία, και ο ίδιος ο Πλάτωνας ανταποκρίνεται ακόμη περισσότερο.[33] Στους πρώιμους διαλόγους του ο Πλάτωνας εστίασε το ενδιαφέρον του πρωτίστως στα ηθικά ζητήματα και στη μεθοδολογία την οποία εξέλαβε ως ξεχωριστή σωκρατική κληρονομιά, αλλά καθώς η σκέψη του εξελισσόταν, επικεντρώθηκε προοδευτικά στον Ηράκλειτο, τον Πρωταγόρα, τους Πυθαγόρειους και τους Ελεάτες σκιαγραφώντας την προσωπική του κοσμολογία μόνο στον Τίμαιο, έναν από τους τελευταίους διαλόγους του. Όπως ο Αριστοτέλης, θα έπρεπε και εμείς μερικές φορές να χαράσσουμε μια διαχωριστική γραμμή πριν από τον Σωκράτη ή πριν από τον Πλάτωνα, αλλά για κάποιους λόγους κρίνεται αναγκαίο να προεκτείνουμε την πρωιμότερη φάση της φιλοσοφίας, ώστε να συμπεριλάβει και τον ίδιο τον Πλάτωνα.

Συμπέρασμα

Υπό αυτές τις διαφοροποιήσεις η δική μου εκδοχή για τα κύρια γνωρίσματα της προσωκρατικής φιλοσοφίας εναρμονίζεται σε μεγάλο βαθμό με τις τρέχουσες απόψεις, είτε αυτές προσδίδουν έμφαση στην αναμόρφωση της θεολογίας, στην ικανότητα για αφηρημένη γενίκευση, γιο ολιστικές ερμηνείες, αλλά και για μη ενορατικές υποθέσεις βασισμένες σε επιχειρήματα, είτε αφιερώνονται στην κριτική έρευνα. Ορισμένοι στοχαστές κλίνουν περισσότερο προς την επιστήμη και σε ευρήματα που σε μεγάλο βαθμό εξαρτώνται από την παρατήρηση. Άλλοι αμφισβητούν τα φαινόμενα και προοικονομούν απόψεις, οι οποίες πολύ αργότερα θα τροφοδοτήσουν τον στοχασμό των Σκεπτικών. Χάρη στον Παρμενίδη και τους συμπατριώτες του Ελεάτες μπορούμε να παρατηρήσουμε τη λογική και τη μεταφυσική εν τω γίγνεσθαι. Συναντούμε κοσμολογικά πρότυπα που κόβουν την ανάσα με την τόλμη τους, σπερματικές ιδέες ενός εξελισσόμενου κα; αυτορυθμιζόμενου σύμπαντος, συστηματικού στη δομή του και τα βασικά του συστατικά. Γίνονται διακρίσεις μεταξύ φύσης και σύμβασης, που θέτουν τη βάση για έρευνα στις απαρχές της γλώσσας, των κοινωνικών πρακτικών και της δικαιοσύνης. Η αλήθεια αντικειμενικοποιείται από κάποιους και σχετικοποιείται από κάποιους άλλους. Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου που συζητείται στον παρόντα τόμο γίνεται απτή μια αίσθηση διανοητικού ενθουσιασμού και πρόκλησης. Οι θεωρίες διαδέχονται η μια την άλλη και συναγωνίζονται μεταξύ τους. Οι περιγραφές «των πάντων» βασίζονται ελάχιστα σε μετρήσεις ή στους αυστηρούς ελέγχους και επαληθεύσεις που εφαρμόζουν οι φυσικοί επιστήμονες. Εντούτοις, όσο η περίοδος προχωρεί και φτάνει στην ακμή της με τη δημοκρίτεια Ατομική φιλοσοφία, διαμορφώνεται μια επιστημονική θεωρία, που εκπλήσσει με τον προδρομικό της χαρακτήρα - η θεωρία ότι η βασική δομή τη: φύσης δεν είναι τίποτε περισσότερο από ύλη σε κίνηση.

Για ποιον λόγο όλα αυτά συνέβησαν όποτε και όπου συνέβησαν είναι ένα ερώτημα που συναρπάζει, αλλά και είναι αδύνατο να απαντηθεί με απόλυτη ακρίβεια. Μπορεί κανείς να επικαλεστεί πολυάριθμους παράγοντες, μεταξύ των οποίων οι πλέον εύγλωττοι (που δεν παρατίθενται κατά σειρά προτεραιότητας) είναι: η πολιτική ελευθερία και η δυνατότητα για διάλογο, το διακρατικό εμπόριο και η επικοινωνία με τους αρχαιότερους πολιτισμούς της Αιγύπτου και της Ασίας, η εξάπλωση της αγραμματοσύνης, η κωδικοποίηση των νόμων, η απαρέσκεια απέναντι στους ανθρωπομορφικούς μύθους, η επιβράβευση της καινοτομίας και της αυτοπεποίθησης, ένα γενικό ενδιαφέρον για τη λεκτική επιδεξιότητα, μια ικανότητα χάρη στην οποία μπορεί κανείς να αντέξει στον συναγωνισμό, μια συνειδητή ανάγκη για ανώτερη μόρφωση, ανησυχίες σχετικά με τον χαρακτήρα της ανθρώπινης ταυτότητας και της θέσης του ανθρώπου τόσο μέσα στον κόσμο όσο και στο επέκεινα.[34] Όλα αυτά σχετίζονται με τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε το πολιτισμικό πλαίσιο και το περιεχόμενο της προσωκρατικής φιλοσοφίας- αλλά σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να επιτρέψουμε στον θαυμασμό μας να διολισθήσει σε συζήτηση σχετικά με την ιδιοσυστασία του αρχαιοελληνικού πνεύματος. Το παρών άρθρο δεν επιχειρεί να προβεί σε συγκρίσεις της πρώιμης αρχαιοελληνικής πνευματικής ζωής με την αντίστοιχη των γειτονικών πολιτισμών- αυτό όμως οφείλεται εξολοκλήρου στην έλλειψη χώρου και στην ανάγκη να τεθούν ευσύνοπτα όρια σε κάθε ιστορία.

Οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες αναγνώριζαν τη μικρή ηλικία του πολιτισμού τους σε σχέση με τους κατά πολύ παλαιότερους πολιτισμούς της Αιγύπτου και της Ασίας και την οφειλή των πρώιμων ελληνικοί μαθηματικών και της αστρονομίας στην Αίγυπτο και τη Βαβυλώνα.[35] Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Θαλής και οι Ίωνες συμπατριώτες του γνώριζαν τις περιγραφές της προέλευσης του κόσμου οι οποίες προέρχονταν από την Εγγύς Ανατολή και είχαν επηρεαστεί από αυτές. Για τους σκοπούς του παρόντος τόμου, τα σημαντικά ερωτήματα δεν εί­ναι ποιος διατύπωσε πρώτος κάτι ή από πού δανείστηκε κάποιος στοχαστής αυτή ή εκείνη την ιδέα, αλλά τι προσέφεραν ο Ηράκλειτος και οι υπόλοιποι φιλόσοφοι με τις δικές τους σκέψεις (όπως και αν προέκυψαν αυτές) και σε ποια συμφραζόμενα τοποθετούσαν οι ίδιοι τον εαυτό τους και το κοινό τους. Υπό το πρίσμα μιας γενικής θεώρησης, οι Έλληνες δεν ήταν ο μοναδικός αρχαίος λαός που άρχισε να φιλοσοφεί.[36] Η σημασία της αρχαιοελληνικής αφετηρίας είναι διπλή - αφενός εξαιτίας της θέσης της στην αρχή της ευρωπαϊκής φιλοσοφικής παράδοσης και αφετέρου εξαιτίας του είδους της φιλοσοφίας που εγκαινίασε.

Οι άνθρωποι συχνά χρησιμοποιούν τη λέξη «παράδοση» κάπως χαλαρά, για να δηλώσουν ένα μακροχρόνιο σύστημα πρακτικών του οποίου οι ιστορικές φάσεις συνδέονται διαδοχικά και όχι συσσωρευτικά και ταυτόχρονα. Από τις πρώτες ελληνικές αρχές της, η παράδοση στη δυτική φιλοσοφία ανήκε στο δεύτερο είδος, θέτοντας νέα ερωτήματα και προτείνοντας υποθέσεις και ανασκευές διαρκώς ανατροφοδοτούμενες, επιστρέφοντας σε προηγούμενες θεωρίες και μεθοδολογίες και αναθεωρώντας τες. Εάν στη φιλοσοφία υπάρχει πρόοδος, αυτή σε μεγάλο βαθμό σημειώνεται χάρη σε αυτού του τύπου τις διαλεκτικές αναμετρήσεις με την παράδοση, είτε οι εκάστοτε συμμετέχοντες αναγνωρίζουν αυτή τη σχέση είτε όχι. Αποτελεί αναπόσπαστο γνώρισμα της φιλοσοφίας που εκπληρώνει επάξια τον ρόλο της να αντιμετωπίζει τους παλαιότερους εκπροσώπους της ως συνομιλητές με τους οποίους μπορούμε να εμπλακούμε σε γόνιμη συζήτηση, ειδικά όταν παραδεχόμαστε τις ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες που τους απομακρύνουν από εμάς και έτσι συμβάλλουν στο να σχηματισθεί η προσωπική οπτική γωνία τους. Εάν συζητήσεις αυτού του τύπου αγνοούν την ιστορία και το πλαίσιο, κινδυνεύουν να μετατραπούν σε απλή πολεμική, με τεχνητό και μυωπικό χαρακτήρα, ένα ελάττωμα που ελπίζω να έχει εξολοκλήρου αποφευχθεί στον παρόντα τόμο. Η ένταξη, αντίθετα, της προσωκρατικής φιλοσοφίας στα συμφραζόμενά της, όπως επιχειρείται από τους συνεργάτες του παρόντος τόμου, δεν ανήκε στην ελληνορωμαϊκή πρακτική, αλλά η συμπερίληψη φιλοσόφων του παρελθόντος σε σημερινές έρευνες έχει μια ιστορία που αποτελεί ουσιαστικό τμήμα της αρχαιοελληνικής παράδοσης. Ο Αριστοτέλης το διατυπώνει εύστοχα, όταν γράφει: «Η διερεύνηση της αλήθειας είναι από μια άποψη επίπονη, από άλλη πάλι εύκολη. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι κανένας δεν είναι σε θέση να προσεγγίσει με επάρκεια την αλήθεια, και κανένας δεν αποτυγχάνει ολότελα σ’ αυτό, αλλά όταν κάποιος εκφέρει κάποια γνώμη για τη φύση των πραγμάτων, και όλοι δεν συνεισφέρουν παρά λίγο ή καθόλου στη συγκρότησή της, από τη συνάθροιση ωστόσο όλων των συμβολών προκύπτει ένα σεβαστό μέρος της».[37]

Η προσωκρατική φιλοσοφία υπήρξε και αφετηρία της αρχαίας παράδοσης αλλά και αναπόσπαστο μέρος των μεταγενέστερων φάσεών της. Δεν μπορεί κανείς να συλλάβει την ύστερη σκέψη του Πλάτωνα με μια ή δύο προτάσεις, χωρίς να προϋποθέσει ότι μια συνεπής περιγραφή του κόσμου πρέπει να συμφωνεί τόσο με τον ελεατικό μονισμό και τη σταθερότητα όσο και με τις ηρακλείτειες αντιθέσεις και την αέναη ροή. Ο Αριστοτέλης συζητά συστηματικά τους προσωκρατικούς φιλοσόφους στην κριτική του ανασκόπηση των δεδομένων που ένας ερευνητής πρέπει να λάβει υπόψη του. Όταν ιδρύονται οι μετααριστοτελικές σχολές, η δημοκρίτεια Ατομική θεωρία αναβιώνει χάρη στον Επίκουρο, ενώ ο Ζήνωνας ο Κιτιεύς και ο Κλεάνθης, οι παλαιότεροι αρχηγέτες της Στοάς, έχουν σταθερά προσηλωμένο το βλέμμα τους προς τον Ηράκλειτο όσον αφορά τη διατύπωση της φυσικής θεωρίας τους και της θεολογίας τους. Ταυτόχρονα, όταν ο σκεπτικισμός αναγνωρίζεται, επίσης, ως φιλοσοφική θέση, αρχικά με τον Πύρρωνα και έπειτα με τους εκπροσώπους της μεταπλατωνικής Ακαδημίας, γίνεται αναδρομή στον Ξενοφάνη, τον Πρωταγόρα και τον Δημόκριτο. Ο Πυθαγορισμός έχει ένα μέλλον που θα αποκτά ολοένα μεγαλύτερη δυναμική στα πρωτοχριστιανικά χρόνια, και την αριθμολογία του την είχαν ήδη ενστερνιστεί οι πρώιμοι πλατωνικοί φιλόσοφοι.

Αν εξαιρέσουμε παρόμοιες προφανείς ενδείξεις για την επιβίωση των προσωκρατικών φιλοσόφων, μερικές από τις πλέον αντιπροσωπευτικές διδασκαλίες τους προσλαμβάνουν αξιωματικό χαρακτήρα σε όλους τους μεταγενέστερους στοχαστές που δεν είναι σκεπτικιστές. Σε αυτές τις διδασκαλίες περιλαμβάνονται η παρμενίδεια αρχή ότι η πραγματικότητα ως έχει δεν μπορεί να αναχθεί στα καθημερινά φαινόμενα ή απλώς να ταυτιστεί μαζί τους· η εμπεδόκλεια επιλογή της γης, του αέρα, της φωτιάς και του νερού ως πρωταρχικών στοιχείων· και προπαντός, η παραδοχή ότι ο κόσμος στο σύνολό του είναι μια νοηματοδοτημένη δομή που διέπεται από βαθύτερες αρχές προσπελάσιμες από την ανθρώπινη νόηση. Στο τέλος της περιόδου που εξετάζουμε, μορφές όπως ο Δημόκριτος, ο Αναξαγόρας και ο Διογένης ο Απολλωνιάτης προετοιμάζουν το έδαφος για το μείζον κοσμολογικό ερώτημα που επρόκειτο με το πλήρωμα του χρόνου να συνασπίσει Πλατωνικούς, Αριστοτελικούς και Στωικούς εναντίον των ατομικών Επικούρειων -το ερώτημα εάν ο κόσμος κυβερνάται από έναν νου που έχει θέσει στόχους ή από απλές μηχανιστικές δυνάμεις. Στους τομείς της περί ψυχής θεωρίας καθώς και της επιστημολογίας οι θεωρίες των προσωκρατικών φιλοσόφων εξακολουθούν να επηρεάζουν τον ύστερο αρχαιοελληνικό στοχασμό, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στις αντιπαραθέσεις σχετικά με τη σύνθεση της ψυχής ή την αξιοπιστία της αισθητηριακής αντίληψης.

Ακόμη και έξω από το πλαίσιο της φιλοσοφικής παράδοσης οι Προσωκρατικοί έχουν αιχμαλωτίσει τη φαντασία νεότερων συγγραφέων: ο Matthew Arnold τιτλοφόρησε ένα από τα πιο φιλόδοξα ποιήματά του «Empedocles on Etna»· ο Τ. S. Eliot έθεσε ως προμετωπίδα στα Τέσσερα Κουαρτέτα δύο παραθέματα από τον Ηράκλειτο - ο Tom Stoppard, στο έργο του Jumpers, ανακαλεί στη μνήμη το βέλος του Ζήνωνα, το οποίο δυστυχώς σκοτώνει έναν λαγό, και έτσι παραπέμπει σε ακόμη ένα παράδοξο του Ζήνωνα· ο Karl Marx συνέταξε τη διδακτορική διατριβή του με θέμα τις διαφορές μεταξύ Επικούρειας και Δημοκρίτειας φιλοσοφίας· και ο Oswald Spengler, συγγραφέας του έργου Η παρακμή της Δύσης, συνέταξε τη διδακτορική του διατριβή με θέμα τον Ηράκλειτο. Δεν πρόκειται παρά για ελάχιστες ενδείξεις της εξαιρετικής επιρροής που άσκησε η προσωκρατική φιλοσοφία στην πολιτισμική μας ευαισθησία.
---------------------------------
[1] Βλ. Mourelatos 3: «Κανένα άλλο πεδίο δεν παρέχει τόσο σαγηνευτική πρόκληση για τη Φιλοσοφική φαντασία, αν και αυτό γίνεται μέσα στα περιοριστικά πλαίσια του αποδεικτικού και ερμηνευτικού ελέγχου».

[2] Βλ. Heidegger· Popper [122|· Cambiano [861.

[3] Βλ. ειδικά Burnet. Μια σύγκριση των εισαγωγικών σελίδων των ακόλουθων βιβλίων θα μας βοηθήσει να σχηματίσουμε σαφή εικόνα για τις διαφορετικές προσεγγίσεις που επιχείρησαν οι ερμηνευτές: Guthrie [15], Hussey [13], Barnes [14]· πβ. Lloyd 100-104.

[4] Κατά την ύστερη αρχαιότητα, ο Πυθαγόρας θεωρήθηκε ότι υπήρξε ο πρώτος που χρησιμοποίησε τη λέξη «φιλοσοφία» και αυτοαποκαλούνταν «φιλόσοφος» (Δ. Λ. 1.12). Ακόμη και αν αυτό είναι ακριβές, δεν θα ήταν σωστό να εκλάβουμε τους όρους με κάποιο άλλο από το κυριολεκτικό τους νόημα: φιλοσοφία= «αγάπη για τη σοφία», φιλόσοφος= «λάτρης της σοφίας», χωρίς κάποιες τεχνικές ή επαγγελματικές συνυποδηλώσεις. Για περισσότερες παρατηρήσεις σχετικά με τη ρευστότητα της φιλοσοφίας αυτή την εποχή, βλ. Lloyd 102-103.

[5] Τον τεχνητό χαρακτήρα του αποκλεισμού της Ιπποκρατικής ιατρικής από την ιστορία της προσωκρατικής φιλοσοφίας έχει εύγλωττα υποστηρίξει σε πολυάριθμα έργα του ο Geoffrey Lloyd: βλ. Lloyd.

[6] Για παράδειγμα βλ. Zeller [18]· Burnet [6]· Guthrie (151 [ 16]· KRS |4], και ιδιαίτερα Hussey [ 13]. Μια σημαντική εξαίρεση είναι ο Barnes [ 14], η ογκώδης μονογραφία του οποίου περιλαμβάνει κεφάλαια για την περί ψυχής θεωρία, την επιστημολογία, την ηθική και πολλά άλλα.

[7] Βλ. Algra, σ. 99, και Graham σ. 267.

[8] Αυτή η άποψη είναι ιδιαίτερα κυρίαρχη στον Burnet [6J και τονίζεται με έμφαση επίσης στους KRS 4]. Αυτό εξηγεί για ποιόν λόγο και τα δυο βιβλία αποκλείουν τους Σοφιστές.

[9] Για μια έξοχη δικαιολόγηση της θεώρησης των Σοφιστών ως αναπόσπαστου μέρους της προσωκρατικής φιλοσοφίας βλ. Kerferd [433J 2-14. ο οποίος καταδεικνύει διαφωτιστικά την ιστορία των σύγχρονων παρερμηνειών.

[10] Diels flj. Για τη συζήτηση αναφορικά με το ιδρυτικό έργο του Diels για την προσωκρα- τική φιλοσοφία βλ. Mansfeld στον παρόντα τόμο σ. 64, με πολύ περισσότερες λεπτομέρειες στους Mansfeld και Runia.

[11] Diels [1] τόμος 1, viii. Παρόλο που ο Diels φαίνεται να είναι ο πρώτος που γράφει ένα βιβλίο με τον τίτλο «Προσωκρατικοί», η σημασία που εκφράζει ο όρος διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στη σπουδαία ιστορία της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας του Zeller, η οποία άσκησε έντονη επίδραση στον Diels, και έκτοτε σε κάθε άλλον μελετητή. Το πρώτο μέρος του έργου του Zeller (=Zeller [18]) ολοκληρώνεται με τους Σοφιστές, και το δεύτερο μέρος αρχίζει με τον Σωκράτη. Ο Zeller με τη σειρά του επηρεάστηκε έντονα από τον Hegel [22], αλλά η «πρώτη περίοδος, δεύτερη ενότητα» του Hegel περιλαμβάνει τους Σοφιστές, τον Σωκράτη και τους σωκρατικούς φιλοσόφους εκτός από τον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα.

[12] Ο Burnet 1 σημ. 1 ήδη διατυπώνει αυτό το παράπονο.

[13] Βλ. Kahn [416],

[14] Βλ. Most σ. 471.

[15] Μετά τά Φυσικά 1. 6 987a29-b7. Βλ. Επίσης Μετά τα. Φυσικά 13. 4 1078b 17-31, όπου ο Αριστοτέλης ταυτίζει την ιδιαίτερη συμβολή του Σωκράτη όχι με την ηθική αλλά με την επαγωγική επιχειρηματολογία και τον καθολικό ορισμό. Είναι αμφίβολο κατά πόσο ο Αριστοτέλης έχει δικαίωμα να συναγάγει κάτι τέτοιο με βάση μια εικασία στηριγμένη σε έργα του Πλάτωνα πέραν των πρώιμων διαλόγων.

[16] Η αντίθεση προπλατωνικός/ προσωκρατικός διατρέχει όλον τον δέκατο ένατο αιώνα της γερμανικής έρευνας- βλ. το άρθρο του Most.

[17] Βλ. Δ. Λ. 1. 18-19.

[18] Δ. Λ. 1. 14. Η εισαγωγή του Διογένη του Λαέρτιου είναι η καλύτερη μαρτυρία που δια­θέτουμε για αρχαίες ταξινομήσεις φιλοσόφων, για υποδιαιρέσεις της φιλοσοφίας, και για τον τρόπο με τον οποίο η παράδοση στο σύνολό της μπορούσε να μελετηθεί κατά την ύστερη αυτοκρατορική εποχή.

[19] Σχετικά με τον Zeller, βλ. σημ. 11.

[20] Βλ. Η. Schibli, Pherekydes of Syros, Οξφόρδη 1990.

[21] Οι περισσότερες βασικές ιστορίες της προσωκρατικής φιλοσοφίας περιέχουν κάποια συζήτηση για «προδρόμους», η διεξοδικότερη από τις οποίες απαντά στους KRS 14], Ο Barnes [14] είναι πιο λακωνικός καθώς κάνει μόλις μια αναφορά στον Ησίοδο και δεν βρί­σκει στον Φερεκύδη «κανένα φιλοσοφικό ενδιαφέρον». Στον παρόντα τόμο η έλλειψη χώρου είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο περιορίσαμε τη συζήτηση σχετικά με το ποιους αποκαλούμε, ελλείψει προσφορότερου όρου, προδρόμους. Βλ. οιστόσο, Algra σσ. 91, Broadie σσ. 301, Lesher σσ. 329 και ιδιαίτερα Most σσ. 483.

[22] Σε γενικές γραμμές η ερμηνεία της διατύπωσης τον Ξενοφάνη είναι η ακόλουθη: «Κανένας άνθρωπος δεν θα αποκτήσει ποτέ τη γνώση για όλα αυτά που λέω». Η διατύπωση, ωστόσο, επιτρέπει επίσης την εξής ερμηνεία: «δεν θα γνωρίσει ποτέ όλα αυτά που λέω για όλα τα πράγματα» (βλ. Guthrie [15] 395 σημ 3), ερμηνεία που δίνει πιο εύστοχο νόημα στα συμφραζόμενα. Ακολουθώ τον Lesher που αντιλαμβάνεται την αρχαιοελληνική διατύπωση με αυτόν τον τρόπο.

[23] Για τη χρήση του όρου «τα πάντα» από τον Ξενοφάνη βλ. Broadie και Lesher σσ. 309, 336. Ας σημειωθεί ότι η θεά του Παρμενίδη δηλώνει στον νεαρό αποδέκτη των λόγων της ότι πρόκειται να μάθει «τα πάντα» (DK 28 Β1.28). και αυτή η έκφραση είναι πανταχού παρούσα στον Εμπεδοκλή, τον Αναξαγόρα και τον Φιλόλαο.

[24] Είμαι ευγνώμων στον David Sedley για την εν λόγο) άποψη, αλλά και γιατί μου επέστησε την προσοχή στην απουσία του Ομήρου από τον ηρακλείτειο κατάλογο. Όντως, ο Ηράκλειτος αλλού επικρίνει τον Όμηρο, αλλά πιθανώς δεν τον θεωρεί (όπως αργότερα οι αλληγορικοί ερμηνευτές του) πολυμαθή δάσκαλο που έδωσε μια καθολική περιγραφή του κόσμου.

[25] Για ενστάσεις σε αυτή την προσέγγιση του υλικού βλ. Long [3051 127-32 και πβ. Cherniss [87].

[26] Βλ. Kahn [162] 109-13, KRS [4] 141-42 και Guthrie [15] [101-104].

[27] Βλ. στον παρόντα τόμο Algra σ. 110 και L.aks σ. 366.

[28] Δ. Λ. 2. 11. Βλ. Most, σ. 480.

[29] Πλάτωνα Γοργίας 449b-c, 'Ιππίας έλάσσων 363e-369a, 'Ιππίας μείζωv2%5b και Πρω­ταγόρας 3\8e- πβ. Lloyd [111] 91-95.

[30] Popper [122] 130.

[31] Pierre Hadot. Βλ. το έργο του Philosophy as a Way of Life, Οξφόρδη-Cambridge 1995, καθώς και το βιβλίο του Qu’est-ce que la philosophie antique?, Παρίσι 1995.

[32] Ευριπίδης απ. 910Ν2. Το απόσπασμα που ανήκει σε άγνωστο έργο, παρατίθεται από τον Burnet 16] 10.

[33] Χαρακτηρίζοντας την πρώιμη αρχαιοελληνική φιλοσοφία όπως τη χαρακτήρισα με αυτόν τον τρόπο, δεν θεωρώ ότι εκφράζω τις απόψεις των συνεργατών μου στον παρόντα τόμο. Συμφώνησαν με την πρότασή μου να αποφύγουμε τον όρο «προσωκρατικός», αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι προσυπογράφουν τις επιφυλάξεις που έχω εκφράσει για τον όρο.

[34] Η προσωπική μου συμβολή σε αυτόν τον κατάλογο έγκειται στο τελευταίο σημείο που αφορά την ανησυχία. Η πιο συνεπής και προσεκτική πραγμάτευση των κοινωνικών παραγό­ντων που συνέβαλαν στην προώθηση της προσωκρατικής φιλοσοφίας και τον προσωπικό της πολιτισμικό χαρακτήρα είναι το έργο του Lloyd· βλ. ειδικότερα Lloyd [110], [111], [154] 121 —40.

[35] Βλ. Ηρόδοτο 2.109 και Αριστοτέλη Μετά τά Φυσικά 1. 1 981b23.

[36] Το ζήτημα από ποιον λαό προήλθε η φιλοσοφία ήταν ήδη αμφιλεγόμενο μεταξύ των αρχαίων Ελλήνων. Ορισμένοι την απέδιδαν or ξένους λαούς ενώ άλλοι επέμεναν στις αρχαιοελληνικές καταβολές της. Βλ. Δ. Λ. 1. 1-11.

[37] Μετά τά Φυσικά 2. 1 993a30-4.