1255 ΗΡ. ἄκουε δή νυν, ὡς ἁμιλληθῶ λόγοις
πρὸς νουθετήσεις σάς· ἀναπτύξω δέ σοι
ἀβίωτον ἡμῖν νῦν τε καὶ πάροιθεν ὄν.
πρῶτον μὲν ἐκ τοῦδ᾽ ἐγενόμην, ὅστις κτανὼν
μητρὸς γεραιὸν πατέρα προστρόπαιος ὢν
1260 ἔγημε τὴν τεκοῦσαν Ἀλκμήνην ἐμέ.
ὅταν δὲ κρηπὶς μὴ καταβληθῆι γένους
ὀρθῶς, ἀνάγκη δυστυχεῖν τοὺς ἐκγόνους.
Ζεὺς δ᾽, ὅστις ὁ Ζεύς, πολέμιόν μ᾽ ἐγείνατο
Ἥραι (σὺ μέντοι μηδὲν ἀχθεσθῆις, γέρον·
1265 πατέρα γὰρ ἀντὶ Ζηνὸς ἡγοῦμαι σ᾽ ἐγώ),
ἔτ᾽ ἐν γάλακτί τ᾽ ὄντι γοργωποὺς ὄφεις
ἐπεισέφρησε σπαργάνοισι τοῖς ἐμοῖς
ἡ τοῦ Διὸς σύλλεκτρος, ὡς ὀλοίμεθα.
ἐπεὶ δὲ σαρκὸς περιβόλαι᾽ ἐκτησάμην
1270 ἡβῶντα, μόχθους οὓς ἔτλην τί δεῖ λέγειν;
ποίους ποτ᾽ ἢ λέοντας ἢ τρισωμάτους
Τυφῶνας ἢ Γίγαντας ἢ τετρασκελῆ
κενταυροπληθῆ πόλεμον οὐκ ἐξήνυσα;
τήν τ᾽ ἀμφίκρανον καὶ παλιμβλαστῆ κύνα
1275 ὕδραν φονεύσας μυρίων τ᾽ ἄλλων πόνων
διῆλθον ἀγέλας κἀς νεκροὺς ἀφικόμην,
Ἅιδου πυλωρὸν κύνα τρίκρανον ἐς φάος
ὅπως πορεύσαιμ᾽ ἐντολαῖς Εὐρυσθέως.
τὸν λοίσθιον δὲ τόνδ᾽ ἔτλην τάλας πόνον,
1280 παιδοκτονήσας δῶμα θριγκῶσαι κακοῖς.
ἥκω δ᾽ ἀνάγκης ἐς τόδ᾽· οὔτ᾽ ἐμαῖς φίλαις
Θήβαις ἐνοικεῖν ὅσιον· ἢν δὲ καὶ μένω,
ἐς ποῖον ἱερὸν ἢ πανήγυριν φίλων
εἶμ᾽; οὐ γὰρ ἄτας εὐπροσηγόρους ἔχω.
1285 ἀλλ᾽ Ἄργος ἔλθω; πῶς, ἐπεὶ φεύγω πάτραν;
φέρ᾽ ἀλλ᾽ ἐς ἄλλην δή τιν᾽ ὁρμήσω πόλιν;
κἄπειθ᾽ ὑποβλεπώμεθ᾽ ὡς ἐγνωσμένοι,
γλώσσης πικροῖς κέντροισι †κληιδουχούμενοι†·
Οὐχ οὗτος ὁ Διός, ὃς τέκν᾽ ἔκτεινέν ποτε
1290 δάμαρτά τ᾽; οὐ γῆς τῆσδ᾽ ἀποφθαρήσεται;
[κεκλημένωι δὲ φωτὶ μακαρίωι ποτὲ
αἱ μεταβολαὶ λυπηρόν· ὧι δ᾽ ἀεὶ κακῶς
ἔστ᾽, οὐδὲν ἀλγεῖ συγγενῶς δύστηνος ὤν.]
ἐς τοῦτο δ᾽ ἥξειν συμφορᾶς οἶμαί ποτε·
1295 φωνὴν γὰρ ἥσει χθὼν ἀπεννέπουσά με
μὴ θιγγάνειν γῆς καὶ θάλασσα μὴ περᾶν
πηγαί τε ποταμῶν, καὶ τὸν ἁρματήλατον
Ἰξίον᾽ ἐν δεσμοῖσιν ἐκμιμήσομαι.
[καὶ ταῦτ᾽ ἄριστα μηδέν᾽ Ἑλλήνων μ᾽ ὁρᾶν,
1300 ἐν οἷσιν εὐτυχοῦντες ἦμεν ὄλβιοι.]
τί δῆτά με ζῆν δεῖ; τί κέρδος ἕξομεν
βίον γ᾽ ἀχρεῖον ἀνόσιον κεκτημένοι;
χορευέτω δὴ Ζηνὸς ἡ κλεινὴ δάμαρ
†κρόουσ᾽ Ὀλυμπίου Ζηνὸς ἀρβύληι πόδα†.
1305 ἔπραξε γὰρ βούλησιν ἣν ἐβούλετο
ἄνδρ᾽ Ἑλλάδος τὸν πρῶτον αὐτοῖσιν βάθροις
ἄνω κάτω στρέψασα. τοιαύτηι θεῶι
τίς ἂν προσεύχοιθ᾽; ἣ γυναικὸς οὕνεκα
λέκτρων φθονοῦσα Ζηνὶ τοὺς εὐεργέτας
1310 Ἑλλάδος ἀπώλεσ᾽ οὐδὲν ὄντας αἰτίους.
***
ΗΡΑ. Άκουε λοιπόν, για να συνεριστώ με λόγια
τις συμβουλές σου, και καλά θα σου αποδείξω
ότι δεν ήταν ζωή αυτή πρώτα και τώρα.
Πρώτα γεννήθηκ᾽ απ᾽ αυτόν, που τον πατέρα
της μάνας μου σκοτώνοντας καταραμένος
1260 την Αλκμήνη επαντρεύτηκε, που εγέννησέ με.
Και της γενιάς όταν δεν μπει καλό θεμέλιο
ανάγκ᾽ είναι οι απόγονοι να δυστυχαίνουν.
Κι ο Δίας, ο Δίας είναι που εχθρό μ᾽ έχει γεννήσει
της Ήρας· (συ όμως μη λυπάσαι, γέροντά μου)·
γιατί νομίζω εσέ πατέρα αντίς τον Δία.
Κι ενώ ήμουνα βυζασταρούδι ακόμα, φίδια
γοργόματα μέσα έμπασε στα σπάργανά μου
για να με καταστρέψει του Διός η γυναίκα.
Κι όταν το σώμα μου έντυσα σ᾽ ελικιάς ρούχα,
1270 τα βάσανα που υπόφερα τί να τα λέγω;
Με τί λιοντάρια ή με τρισώματους Γηρυόνες
ή με Γιγάντους ή τετράποδων Κενταύρων
πλήθη δεν έβγαλα φριχτούς πολέμους πέρα;
Κι αφού την πολυκέφαλη σκύλα, την ύδρα,
που ξαναβλάσταινε θανάτωσα, κοπάδια
μύριων αγώνων πέρασα, στον Άδη επήγα
να φέρω τον τρισώματο τον φύλακά του
στο φως, καθώς παράγγειλέ μου ο Ευρυσθέας.
Και τελευταία το φονικόν έκαμα τούτο,
1280 στέγη παιδοχτονίας να βάλω στα δεινά μου.
Και στην ανάγκην έφτασα, που πια στη Θήβα
δεν μου επιτρέπει το θεϊκό δίκιο να μένω·
κι αν μένω, ωιμέ! σε ποιό ναόν ή γιορτή φίλων
να πάγω; είναι απροσμίλητες οι συμφορές μου.
Ή να πάω στο Άργος; πώς, αφού είμ᾽ εξορισμένος;
Κι ας πάω ν᾽ αράξω σε καμιά άλλη πολιτεία·
κι εκεί θα με στραβοκοιτάν, τι θα με ξέρουν
και θα με κλειούνε σε πικρά γλώσσας αγκάθια.
«δεν είναι αυτός ο γιος του Διός, που τη γυναίκα
1290 και τα παιδιά του σκότωσε; ας διωχτεί από δώθε!»
Και σε άνθρωπο που ειπώθηκεν ευτυχισμένος
κάθε αλλαγή είναι λυπηρή· μα εκείνος που είναι
πάντα άσκημα, δεν του πονεί κι αν πάθει τα όμοια.
Και θαρρώ πως σε συμφορά θα φτάσω τόση,
οπού θα βγάλ᾽ η γη φωνή εμποδίζοντάς με
να τηνε ᾽γγίζω, και το πέλαο, τα ποτάμια
να μην περνώ τα, κι έτσι τον τροχοδεμένο
θα μοιάσω Ιξίονα στα δεσμά που θα᾽ χω ολούθε.
Τότε καλύτερ᾽ απ᾽ τους Έλληνες κανέναν
1300 να μην κοιτάω, που πριν μαζί τους ευτυχούσα.
Λοιπόν, ποιά χρεία να ζω; και ποιό κέρδος θενά ᾽χω
έχοντας τέτοιαν άχρηστη ζωή κι ανόσια;
Τώρ᾽ ας χορεύει η ξακουστή του Διός γυναίκα,
με το παπούτσι τον θεϊκό Όλυμπο χτυπώντας·
γιατί έκαμε το θέλημα που ήθελε τόσο,
συθέμελα τον πρώτο άνδρα της Ελλάδας
γκρεμίζοντας· ποιός θα προσεύχονταν σε τέτοια
θεά, που για τον έρωτα μιανής γυναίκας,
1310 τον Δία ζηλεύοντας, κατέστρεψεν αθώους;
πρὸς νουθετήσεις σάς· ἀναπτύξω δέ σοι
ἀβίωτον ἡμῖν νῦν τε καὶ πάροιθεν ὄν.
πρῶτον μὲν ἐκ τοῦδ᾽ ἐγενόμην, ὅστις κτανὼν
μητρὸς γεραιὸν πατέρα προστρόπαιος ὢν
1260 ἔγημε τὴν τεκοῦσαν Ἀλκμήνην ἐμέ.
ὅταν δὲ κρηπὶς μὴ καταβληθῆι γένους
ὀρθῶς, ἀνάγκη δυστυχεῖν τοὺς ἐκγόνους.
Ζεὺς δ᾽, ὅστις ὁ Ζεύς, πολέμιόν μ᾽ ἐγείνατο
Ἥραι (σὺ μέντοι μηδὲν ἀχθεσθῆις, γέρον·
1265 πατέρα γὰρ ἀντὶ Ζηνὸς ἡγοῦμαι σ᾽ ἐγώ),
ἔτ᾽ ἐν γάλακτί τ᾽ ὄντι γοργωποὺς ὄφεις
ἐπεισέφρησε σπαργάνοισι τοῖς ἐμοῖς
ἡ τοῦ Διὸς σύλλεκτρος, ὡς ὀλοίμεθα.
ἐπεὶ δὲ σαρκὸς περιβόλαι᾽ ἐκτησάμην
1270 ἡβῶντα, μόχθους οὓς ἔτλην τί δεῖ λέγειν;
ποίους ποτ᾽ ἢ λέοντας ἢ τρισωμάτους
Τυφῶνας ἢ Γίγαντας ἢ τετρασκελῆ
κενταυροπληθῆ πόλεμον οὐκ ἐξήνυσα;
τήν τ᾽ ἀμφίκρανον καὶ παλιμβλαστῆ κύνα
1275 ὕδραν φονεύσας μυρίων τ᾽ ἄλλων πόνων
διῆλθον ἀγέλας κἀς νεκροὺς ἀφικόμην,
Ἅιδου πυλωρὸν κύνα τρίκρανον ἐς φάος
ὅπως πορεύσαιμ᾽ ἐντολαῖς Εὐρυσθέως.
τὸν λοίσθιον δὲ τόνδ᾽ ἔτλην τάλας πόνον,
1280 παιδοκτονήσας δῶμα θριγκῶσαι κακοῖς.
ἥκω δ᾽ ἀνάγκης ἐς τόδ᾽· οὔτ᾽ ἐμαῖς φίλαις
Θήβαις ἐνοικεῖν ὅσιον· ἢν δὲ καὶ μένω,
ἐς ποῖον ἱερὸν ἢ πανήγυριν φίλων
εἶμ᾽; οὐ γὰρ ἄτας εὐπροσηγόρους ἔχω.
1285 ἀλλ᾽ Ἄργος ἔλθω; πῶς, ἐπεὶ φεύγω πάτραν;
φέρ᾽ ἀλλ᾽ ἐς ἄλλην δή τιν᾽ ὁρμήσω πόλιν;
κἄπειθ᾽ ὑποβλεπώμεθ᾽ ὡς ἐγνωσμένοι,
γλώσσης πικροῖς κέντροισι †κληιδουχούμενοι†·
Οὐχ οὗτος ὁ Διός, ὃς τέκν᾽ ἔκτεινέν ποτε
1290 δάμαρτά τ᾽; οὐ γῆς τῆσδ᾽ ἀποφθαρήσεται;
[κεκλημένωι δὲ φωτὶ μακαρίωι ποτὲ
αἱ μεταβολαὶ λυπηρόν· ὧι δ᾽ ἀεὶ κακῶς
ἔστ᾽, οὐδὲν ἀλγεῖ συγγενῶς δύστηνος ὤν.]
ἐς τοῦτο δ᾽ ἥξειν συμφορᾶς οἶμαί ποτε·
1295 φωνὴν γὰρ ἥσει χθὼν ἀπεννέπουσά με
μὴ θιγγάνειν γῆς καὶ θάλασσα μὴ περᾶν
πηγαί τε ποταμῶν, καὶ τὸν ἁρματήλατον
Ἰξίον᾽ ἐν δεσμοῖσιν ἐκμιμήσομαι.
[καὶ ταῦτ᾽ ἄριστα μηδέν᾽ Ἑλλήνων μ᾽ ὁρᾶν,
1300 ἐν οἷσιν εὐτυχοῦντες ἦμεν ὄλβιοι.]
τί δῆτά με ζῆν δεῖ; τί κέρδος ἕξομεν
βίον γ᾽ ἀχρεῖον ἀνόσιον κεκτημένοι;
χορευέτω δὴ Ζηνὸς ἡ κλεινὴ δάμαρ
†κρόουσ᾽ Ὀλυμπίου Ζηνὸς ἀρβύληι πόδα†.
1305 ἔπραξε γὰρ βούλησιν ἣν ἐβούλετο
ἄνδρ᾽ Ἑλλάδος τὸν πρῶτον αὐτοῖσιν βάθροις
ἄνω κάτω στρέψασα. τοιαύτηι θεῶι
τίς ἂν προσεύχοιθ᾽; ἣ γυναικὸς οὕνεκα
λέκτρων φθονοῦσα Ζηνὶ τοὺς εὐεργέτας
1310 Ἑλλάδος ἀπώλεσ᾽ οὐδὲν ὄντας αἰτίους.
***
ΗΡΑ. Άκουε λοιπόν, για να συνεριστώ με λόγια
τις συμβουλές σου, και καλά θα σου αποδείξω
ότι δεν ήταν ζωή αυτή πρώτα και τώρα.
Πρώτα γεννήθηκ᾽ απ᾽ αυτόν, που τον πατέρα
της μάνας μου σκοτώνοντας καταραμένος
1260 την Αλκμήνη επαντρεύτηκε, που εγέννησέ με.
Και της γενιάς όταν δεν μπει καλό θεμέλιο
ανάγκ᾽ είναι οι απόγονοι να δυστυχαίνουν.
Κι ο Δίας, ο Δίας είναι που εχθρό μ᾽ έχει γεννήσει
της Ήρας· (συ όμως μη λυπάσαι, γέροντά μου)·
γιατί νομίζω εσέ πατέρα αντίς τον Δία.
Κι ενώ ήμουνα βυζασταρούδι ακόμα, φίδια
γοργόματα μέσα έμπασε στα σπάργανά μου
για να με καταστρέψει του Διός η γυναίκα.
Κι όταν το σώμα μου έντυσα σ᾽ ελικιάς ρούχα,
1270 τα βάσανα που υπόφερα τί να τα λέγω;
Με τί λιοντάρια ή με τρισώματους Γηρυόνες
ή με Γιγάντους ή τετράποδων Κενταύρων
πλήθη δεν έβγαλα φριχτούς πολέμους πέρα;
Κι αφού την πολυκέφαλη σκύλα, την ύδρα,
που ξαναβλάσταινε θανάτωσα, κοπάδια
μύριων αγώνων πέρασα, στον Άδη επήγα
να φέρω τον τρισώματο τον φύλακά του
στο φως, καθώς παράγγειλέ μου ο Ευρυσθέας.
Και τελευταία το φονικόν έκαμα τούτο,
1280 στέγη παιδοχτονίας να βάλω στα δεινά μου.
Και στην ανάγκην έφτασα, που πια στη Θήβα
δεν μου επιτρέπει το θεϊκό δίκιο να μένω·
κι αν μένω, ωιμέ! σε ποιό ναόν ή γιορτή φίλων
να πάγω; είναι απροσμίλητες οι συμφορές μου.
Ή να πάω στο Άργος; πώς, αφού είμ᾽ εξορισμένος;
Κι ας πάω ν᾽ αράξω σε καμιά άλλη πολιτεία·
κι εκεί θα με στραβοκοιτάν, τι θα με ξέρουν
και θα με κλειούνε σε πικρά γλώσσας αγκάθια.
«δεν είναι αυτός ο γιος του Διός, που τη γυναίκα
1290 και τα παιδιά του σκότωσε; ας διωχτεί από δώθε!»
Και σε άνθρωπο που ειπώθηκεν ευτυχισμένος
κάθε αλλαγή είναι λυπηρή· μα εκείνος που είναι
πάντα άσκημα, δεν του πονεί κι αν πάθει τα όμοια.
Και θαρρώ πως σε συμφορά θα φτάσω τόση,
οπού θα βγάλ᾽ η γη φωνή εμποδίζοντάς με
να τηνε ᾽γγίζω, και το πέλαο, τα ποτάμια
να μην περνώ τα, κι έτσι τον τροχοδεμένο
θα μοιάσω Ιξίονα στα δεσμά που θα᾽ χω ολούθε.
Τότε καλύτερ᾽ απ᾽ τους Έλληνες κανέναν
1300 να μην κοιτάω, που πριν μαζί τους ευτυχούσα.
Λοιπόν, ποιά χρεία να ζω; και ποιό κέρδος θενά ᾽χω
έχοντας τέτοιαν άχρηστη ζωή κι ανόσια;
Τώρ᾽ ας χορεύει η ξακουστή του Διός γυναίκα,
με το παπούτσι τον θεϊκό Όλυμπο χτυπώντας·
γιατί έκαμε το θέλημα που ήθελε τόσο,
συθέμελα τον πρώτο άνδρα της Ελλάδας
γκρεμίζοντας· ποιός θα προσεύχονταν σε τέτοια
θεά, που για τον έρωτα μιανής γυναίκας,
1310 τον Δία ζηλεύοντας, κατέστρεψεν αθώους;