Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (17.1-17.76)

Ραψωδία ρ' Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην


Ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
δὴ τότ᾽ ἔπειθ᾽ ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα
Τηλέμαχος, φίλος υἱὸς Ὀδυσσῆος θείοιο,
εἵλετο δ᾽ ἄλκιμον ἔγχος, ὅ οἱ παλάμηφιν ἀρήρει,
5 ἄστυδε ἱέμενος, καὶ ἑὸν προσέειπε συβώτην·
«ἄττ᾽, ἦ τοι μὲν ἐγὼν εἶμ᾽ ἐς πόλιν, ὄφρα με μήτηρ
ὄψεται· οὐ γάρ μιν πρόσθεν παύσεσθαι ὀΐω
κλαυθμοῦ τε στυγεροῖο γόοιό τε δακρυόεντος,
πρίν γ᾽ αὐτόν με ἴδηται· ἀτὰρ σοί γ᾽ ὧδ᾽ ἐπιτέλλω.
10 τὸν ξεῖνον δύστηνον ἄγ᾽ ἐς πόλιν, ὄφρ᾽ ἂν ἐκεῖθι
δαῖτα πτωχεύῃ· δώσει δέ οἱ ὅς κ᾽ ἐθέλῃσι
πύρνον καὶ κοτύλην· ἐμὲ δ᾽ οὔ πως ἔστιν ἅπαντας
ἀνθρώπους ἀνέχεσθαι, ἔχοντά περ ἄλγεα θυμῷ.
ὁ ξεῖνος δ᾽ εἴ περ μάλα μηνίει, ἄλγιον αὐτῷ
15 ἔσσεται· ἦ γὰρ ἐμοὶ φίλ᾽ ἀληθέα μυθήσασθαι.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ὦ φίλος, οὐδέ τοι αὐτὸς ἐρύκεσθαι μενεαίνω·
πτωχῷ βέλτερόν ἐστι κατὰ πτόλιν ἠὲ κατ᾽ ἀγροὺς
δαῖτα πτωχεύειν· δώσει δέ μοι ὅς κ᾽ ἐθέλῃσιν.
20 οὐ γὰρ ἐπὶ σταθμοῖσι μένειν ἔτι τηλίκος εἰμί,
ὥς τ᾽ ἐπιτειλαμένῳ σημάντορι πάντα πιθέσθαι.
ἀλλ᾽ ἔρχευ· ἐμὲ δ᾽ ἄξει ἀνὴρ ὅδε, τὸν σὺ κελεύεις,
αὐτίκ᾽ ἐπεί κε πυρὸς θερέω ἀλέη τε γένηται.
αἰνῶς γὰρ τάδε εἵματ᾽ ἔχω κακά· μή με δαμάσσῃ
25 στίβη ὑπηοίη· ἕκαθεν δέ τε ἄστυ φάτ᾽ εἶναι.»
Ὣς φάτο, Τηλέμαχος δὲ διὰ σταθμοῖο βεβήκει,
κραιπνὰ ποσὶ προβιβάς, κακὰ δὲ μνηστῆρσι φύτευεν.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἵκανε δόμους εὖ ναιετάοντας,
ἔγχος μέν ῥ᾽ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα μακρήν,
30 αὐτὸς δ᾽ εἴσω ἴεν καὶ ὑπέρβη λάϊνον οὐδόν.
Τὸν δὲ πολὺ πρώτη εἶδε τροφὸς Εὐρύκλεια,
κώεα καστορνῦσα θρόνοις ἔνι δαιδαλέοισι,
δακρύσασα δ᾽ ἔπειτ᾽ ἰθὺς κίεν· ἀμφὶ δ᾽ ἄρ᾽ ἄλλαι
δμῳαὶ Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἠγερέθοντο,
35 καὶ κύνεον ἀγαπαζόμεναι κεφαλήν τε καὶ ὤμους.
Ἡ δ᾽ ἴεν ἐκ θαλάμοιο περίφρων Πηνελόπεια,
Ἀρτέμιδι ἰκέλη ἠὲ χρυσῇ Ἀφροδίτῃ,
ἀμφὶ δὲ παιδὶ φίλῳ βάλε πήχεε δακρύσασα,
κύσσε δέ μιν κεφαλήν τε καὶ ἄμφω φάεα καλά,
40 καί ῥ᾽ ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ἦλθες, Τηλέμαχε, γλυκερὸν φάος· οὔ σ᾽ ἔτ᾽ ἐγώ γε
ὄψεσθαι ἐφάμην, ἐπεὶ οἴχεο νηῒ Πύλονδε
λάθρῃ, ἐμεῦ ἀέκητι, φίλου μετὰ πατρὸς ἀκουήν.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι κατάλεξον, ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς.»
45 Τὴν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«μῆτερ ἐμή, μή μοι γόον ὄρνυθι μηδέ μοι ἦτορ
ἐν στήθεσσιν ὄρινε φυγόντι περ αἰπὺν ὄλεθρον·
ἀλλ᾽ ὑδρηναμένη, καθαρὰ χροῒ εἵμαθ᾽ ἑλοῦσα,
εἰς ὑπερῷ᾽ ἀναβᾶσα σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶν
50 εὔχεο πᾶσι θεοῖσι τεληέσσας ἑκατόμβας
ῥέξειν, αἴ κέ ποθι Ζεὺς ἄντιτα ἔργα τελέσσῃ.
αὐτὰρ ἐγὼν ἀγορὴν ἐσελεύσομαι, ὄφρα καλέσσω
ξεῖνον, ὅτις μοι κεῖθεν ἅμ᾽ ἕσπετο δεῦρο κιόντι.
τὸν μὲν ἐγὼ προὔπεμψα σὺν ἀντιθέοις ἑτάροισι,
55 Πείραιον δέ μιν ἠνώγεα προτὶ οἶκον ἄγοντα
ἐνδυκέως φιλέειν καὶ τιέμεν, εἰς ὅ κεν ἔλθω.»
Ὣς ἄρ᾽ ἐφώνησεν, τῇ δ᾽ ἄπτερος ἔπλετο μῦθος.
ἡ δ᾽ ὑδρηναμένη, καθαρὰ χροῒ εἵμαθ᾽ ἑλοῦσα,
εὔχετο πᾶσι θεοῖσι τεληέσσας ἑκατόμβας
60 ῥέξειν, αἴ κέ ποθι Ζεὺς ἄντιτα ἔργα τελέσσῃ.
Τηλέμαχος δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα διὲκ μεγάροιο βεβήκει
ἔγχος ἔχων, ἅμα τῷ γε δύω κύνες ἀργοὶ ἕποντο.
θεσπεσίην δ᾽ ἄρα τῷ γε χάριν κατέχευεν Ἀθήνη·
τὸν δ᾽ ἄρα πάντες λαοὶ ἐπερχόμενον θηεῦντο.
65 ἀμφὶ δέ μιν μνηστῆρες ἀγήνορες ἠγερέθοντο
ἔσθλ᾽ ἀγορεύοντες, κακὰ δὲ φρεσὶ βυσσοδόμευον.
αὐτὰρ ὁ τῶν μὲν ἔπειτα ἀλεύατο πουλὺν ὅμιλον,
ἀλλ᾽ ἵνα Μέντωρ ἧστο καὶ Ἄντιφος ἠδ᾽ Ἁλιθέρσης,
οἵ τέ οἱ ἐξ ἀρχῆς πατρώϊοι ἦσαν ἑταῖροι,
70 ἔνθα καθέζετ᾽ ἰών· τοὶ δ᾽ ἐξερέεινον ἅπαντα.
τοῖσι δὲ Πείραιος δουρικλυτὸς ἐγγύθεν ἦλθε
ξεῖνον ἄγων ἀγορήνδε διὰ πτόλιν· οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔτι δὴν
Τηλέμαχος ξείνοιο ἑκὰς τράπετ᾽, ἀλλὰ παρέστη.
τὸν καὶ Πείραιος πρότερος πρὸς μῦθον ἔειπε·
75 «Τηλέμαχ᾽, αἶψ᾽ ὄτρυνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα γυναῖκας,
ὥς τοι δῶρ᾽ ἀποπέμψω, ἅ τοι Μενέλαος ἔδωκε.»

***
Όταν, την άλλη μέρα ξημερώνοντας, ρόδισε η Αυγή τον ουρανό,
δένει ο Τηλέμαχος, ο γιος του θεϊκού Οδυσσέα,
στα πόδια του ωραία σανδάλια, άλκιμο δόρυ πιάνει
στο χέρι του αρμοσμένο, κι έτοιμος πια να ξεκινήσει
για την πόλη, γύρισε κι είπε στον χοιροβοσκό του:
«Καλέ μου γέροντα, εγώ θα κατεβώ στη χώρα, τα μάτια να με δουν
της μάνας μου· γιατί δεν το φαντάζομαι να σταματήσει
το πικρό της κλάμα, τον πολυδάκρυτο οδυρμό της, αν πρώτα
ο ίδιος δεν φανερωθώ μπροστά της.
Αλλά κι εσένα έχω κάτι να σου παραγγείλω·
10 τον άμοιρο τον ξένο οδήγησε στην πόλη, εκεί
να ζητιανέψει το φαΐ του, όποιος θελήσει να του δώσει
ψωμί σταρένιο, κούπα με κρασί.
Έτσι κι αλλιώς δεν γίνεται να παίρνω πάνω μου
όλων τα βάρη· έχω δικά μου βάσανα που με βαραίνουν.
Κι αν πρόκειται γι᾽ αυτό ο ξένος να φουντώσει από θυμό,
κακό δικό του· για μένα είναι πάντα προτιμότερο
να ακούγεται η αλήθεια.»
Αμέσως αποκρίθηκε έξυπνος κι εύστροφος ο Οδυσσέας:
«Καλό μου παλληκάρι, μήτε κι ο ίδιος θέλω να κουρνιάσω εδώ·
ο ζήτουλας καλύτερα να ζητιανεύει το ψωμί του
μέσα στην πόλη, παρά να τρέχει στα χωράφια —
κι όποιος καταδεχτεί, όλο και κάτι θα του δώσει.
20 Στο κάτω κάτω δεν με σηκώνουν πια τα χρόνια μου
να τριγυρνώ στις μάντρες, να κάνω όλα τα θελήματα,
ό,τι μου πει το αφεντικό.
Τράβα λοιπόν τον δρόμο σου· εμένα αυτός θα μ᾽ οδηγήσει,
όπως εσύ το ορίζεις. Μόνο να πυρωθώ λιγάκι
και να γλυκάνει πρώτα ο ήλιος.
Γιατί τα βλέπεις τα άθλια ρούχα που φορώ, και κινδυνεύω
να με ξεπαγιάσει η πάχνη της αυγής.
Αφήνω που, όπως λέτε, απέχει η πόλη κάμποσο.»
Έτσι του μίλησε, και κίνησε ο Τηλέμαχος με βήμα γρήγορο,
εγκαταλείποντας τη μάντρα, κλώθοντας μέσα στο μυαλό του
για τους μνηστήρες το κακό.
Κι όταν πλησίασε το αρχοντικό παλάτι, στήριξε πρώτα
το κοντάρι που κρατούσε σε ψηλή κολόνα,
30 ύστερα πάτησε το λίθινο κατώφλι, και μπήκε μέσα.
Πρώτη τον είδε η παραμάνα Ευρύκλεια, καθώς την ώρα εκείνη
έστρωνε τις προβιές σε σκαλισμένους θρόνους.
Έτρεξε βουρκωμένη προς το μέρος του, και γύρω της
μαζεύτηκαν οι άλλες δούλες του καρτερικού Οδυσσέα —
αγάπη και φιλήματα στην κεφαλή του και στους ώμους.
Πρόφτασε όμως κατεβαίνοντας από την κάμαρή της
στοχαστική κι η Πηνελόπη, ίδια στην όψη
με την Άρτεμη ή τη χρυσή Αφροδίτη.
Απλώνοντας τα χέρια της εναγκαλίστηκε τον γιο της
δακρυσμένη, τον φίλησε στο πρόσωπο, στα δυο ωραία του μάτια,
κι όπως ολοφυρόμενη του μίλησε, τα λόγια της
40 πετούσαν σαν πουλιά:
«Ήλθες, γλυκό μου φως! Κι εγώ δεν έλεγα πως θα σε ξαναδούν
τα μάτια μου, αφότου εμίσεψες μακριά, παρά τη θέλησή μου,
με το καράβι σου στην Πύλο, να μάθεις νέα
του ακριβού πατέρα σου.
Έλα λοιπόν και πες μου τι αντικρίσανε τα μάτια σου.»
Πήρε τον λόγο κι αποκρίθηκε φρόνιμος ο Τηλέμαχος:
«Το κλάμα μου μην αφορμίζεις πάλι, μάνα μου,
μην ξεσηκώνεις την ψυχή μου — μόλις που ξέφυγα τον άγριο όλεθρο.
Ρίξε καλύτερα νερό στο σώμα σου, φόρεσε ρούχα καθαρά,
ανέβα με τις παρακόρες σου στο ανώγι, ευχήσου εκεί
50 σ᾽ όλους τους αθανάτους, τάξε τις τέλειες εκατόμβες,
να συντελέσει ο Δίας κάποτε τα έργα της εκδίκησης.
Εγώ θα πάω στην αγορά, να φέρω εδώ τον ξένο
που με συνόδεψε από τα μέρη εκείνα στον δρόμο
της επιστροφής μου. Τον έστειλα πρωτύτερα
με τους θεόμορφους συντρόφους, είπα στον Πείραιο
μαζί του να τον πάρει, σπίτι του, να τον φιλέψει με φιλόξενη
φροντίδα και τιμή, ωσότου εγώ επιστρέψω.»
Τα λόγια που της είπε δεν εξανεμίστηκαν· εκείνη
αμέσως έριξε στο σώμα της νερό, φόρεσε ρούχα καθαρά,
ευχήθηκε σ᾽ όλους τους αθανάτους, έταξε τέλειες εκατόμβες,
60 να συντελέσει ο Δίας κάποτε τα έργα της εκδίκησης.
Στο μεταξύ ο Τηλέμαχος διάβηκε το παλάτι και προχώρησε έξω,
με το κοντάρι του στο χέρι — και πίσω του δυο γρήγορα σκυλιά.
Ράντισε τότε πάνω του θεσπέσια χάρη η Αθηνά,
τόση που ο κόσμος τον κοιτούσε και τον θαύμαζε στον ερχομό του.
Γύρω του συναθροίστηκαν περήφανοι οι μνηστήρες,
λόγια καλά αγορεύοντας, μες στο μυαλό τους όμως
βυσσοδομούσαν το κακό.
Θέλησε εκείνος ν᾽ αποφύγει την πυκνή τους συντροφιά, κι όπου
ήσαν καθισμένοι ο Μέντωρ, ο Άντιφος, ο Αλιθέρσης
(οι τρεις τους εξαρχής σύντροφοι πατρικοί και φίλοι)
κοντά τους κάθησε, κι αυτοί πήραν να τον ρωτούν
70 για τα καθέκαστα.
Στην ώρα φάνηκε κι ο Πείραιος, ακοντιστής λαμπρός,
στην αγορά τον ξένο οδηγώντας μέσα απ᾽ την πόλη.
Δεν βράδυνε πολύ ο Τηλέμαχος μακριά τους· βρέθηκε
πλάι τους, κι ο Πείραιος πρόλαβε να του μιλήσει πρώτος:
«Τηλέμαχε, πες στις γυναίκες σου να ᾽ρθουν στο σπίτι,
τα δώρα να επιστρέψω που σου χάρισε ο Μενέλαος.»

Όσους τοίχους και να σου υψώσουν, εσύ να θυμάσαι πως ο ουρανός σου ανήκει

Όσους τοίχους και να σου υψώσουν γύρω σου, εσύ να θυμάσαι πως ο ουρανός σου ανήκει! Ξημερώνουν μέρες που δεν τις γουστάρεις. Που τα “πρέπει” στήνουν χορό γύρω από τα “θέλω” κι επιβάλουν τη δική τους μελωδία.
Μια μελωδία που δεν επέλεξες, δεν ζήτησες, δεν σου πάει.
Κι όμως την έμαθες κι έμαθες και να χορεύεις στο ρυθμό της αλλά ποτέ δεν της παραδόθηκες.
Κι εκεί είναι η δύναμη σου. Να μαθαίνεις τη μελωδία αλλά να μην σε παρασύρει.
Να την ακούς αλλά μέσα σου να ηχεί η άλλη, η ολόδική σου!
Κι όσο αφήνεσαι στη δική σου μελωδία, κοίτα γύρω.
Μπορεί να βλέπεις τοίχους και όχι, πρέπει και υποχρεώσεις, όμως στον ουρανό σου υπάρχει φως κι είναι πιο δυνατό από κάθε σκοτάδι.
Υπάρχει ουρανός και ο δρόμος σου για πάνω είναι η μόνη σου επιλογή.
Ναι, έπεσες, ναι σε έριξαν, ναι πόνεσε η πτώση.
Κλάψε, φώναξε, γκρίνιαξε, πάρε όσο χρόνο σου χρειάζεται.
Και σήκω.
Σκούπισε τα χώματα, πάτα γερά και πάμε να κατακτήσουμε τον ουρανό!
Η μόνη σου επιλογή είναι το πάνω!
Η μόνη σου επιλογή είναι εκείνη η ολόδική σου μελωδία!
Σήκω.. Πάμε.

Ο άλλος ως καθρέφτης του εαυτού μας

Οι ανθρώπινες σχέσεις, και κυρίως οι πιο κοντινές και βαθιές σχέσεις είναι –λένε- ο καθρέφτης μας, ο καθρέφτης της ψυχής μας. Ενδεχομένως, κάποια στιγμή στη ζωή σας, θα έχετε βρεθεί μέσα σε μία πολύ κοντινή σχέση με κάποιον κι ίσως θα έχετε νιώσει ότι χάνετε κάπου τον εαυτό σας, σαν να μην μπορείτε να τον ελέγξετε, ή να τον ικανοποιήσετε.

Ίσως έχτε νιώσει ότι όλα είναι μάταια ή αντίθετα ότι όλα έχουν τεράστιο νόημα, και οι εναλλαγές ανάμεσα σε αυτά τα δύο να είναι ακαριαίες και απροειδοποίητες.

Ακραία συναισθήματα και ανάγκες εμφανίζονται, οι οποίες ναι! είναι οικείες, αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν συναντιόσασταν μαζί τους πολύ συχνά σε συνειδητό επίπεδο, ίσως και να μην είχατε συναντηθεί ποτέ ξανά.

Εύλογα λοιπόν έρχεται αυτή η απορία: Οι σχέσεις είναι πράγματι ο καθρέφτης μας;

Κι αν είναι τι καθρεφτίζουν; Ποιόν εαυτό; Ποια κομμάτια μας;

Οι βαθιές σχέσεις μας φέρνουν σε επαφή με κάτι πολύ αρχαϊκό και εσωτερικό, κάτι που για τους περισσότερους ανθρώπους, πολύ καιρό ήταν κρυμμένο και άφαντο, κάτι για το οποίο ήμασταν σίγουροι ότι αφέθηκε πίσω μας με τα χρόνια.

Τι ακριβώς ανακινείται σε μια σχέση;

Τι είναι αυτό που μας φοβίζει;

Τι είναι όλα αυτά που αναδύονται με τόση ορμή από μέσα μας και που κρύβονταν όλον αυτόν τον καιρό;

Έχω την αίσθηση ότι αυτό το αρχαϊκό σχετίζεται με τις πρώτες ανάγκες μας ως βρέφη αλλά και με τις μετέπειτα ανάγκες και εμπειρίες μας ως νήπια, με όλα αυτά τα συναισθήματα, αισθήματα και αισθήσεις, που νιώθουμε, αναπτύσσουμε και βιώνουμε μέχρι θεωρητικά τουλάχιστον να μπορούμε να «επιβιώσουμε» μόνοι μας, δηλαδή μέχρι τα 5 περίπου χρόνια μας.

Ο άνθρωπος είναι το μόνο έμβιο ον το οποίο όταν γεννιέται δεν έχει καμία απολύτως πιθανότητα επιβίωσης χωρίς τη μητέρα του.

Όλα τα υπόλοιπα έμψυχα όντα έχουν τουλάχιστον μία έως πολλές πιθανότητες να επιβιώσουν μόνα τους, όλα τα έμψυχα όντα εκτός από τον άνθρωπο. Τι να σημαίνει άραγε, για τον ίδιο τον άνθρωπο και για τον ψυχισμό του, αυτή η διαφοροποίηση του από την υπόλοιπη φύση;

Το πρώτο πράγμα που δοκιμάζει το βρέφος στη ζωή του είναι η εξάρτηση.

Για να επιβιώσει, να μεγαλώσει και να αναπτυχθεί, να εξελιχθεί σε άτομο χρειάζεται μία μάνα, η οποία πέρα από την παροχή τροφής, είναι αναγκαίο να του παρέχει και αγάπη.

Χωρίς αγάπη, φροντίδα και άγγιγμα, το βρέφος ίσως να έχει πιθανότητες να επιβιώσει, όμως οι πιθανότητες να εξελιχθεί σε έναν λειτουργικό και ευτυχισμένο ενήλικα είναι πολύ πολύ μικρές, για να μην πούμε μηδαμινές.

Έτσι το βρέφος γίνεται νήπιο μέσα σε μία εξαρτητική σχέση με τη μητέρα (ή με τον φροντιστή του).

Την χρειάζεται για να φάει, να πιει, να κοιμηθεί, την χρειάζεται όμως και για να έχει μία αίσθηση του εαυτού του, για να υπάρχει, να αγαπά.

Σε εκείνα τα χρόνια το ον μαθαίνει να αποδέχεται τον εαυτό του όπως είναι.

Τότε, το παιδί, όποτε έχει μία ανάγκη, την επικοινωνεί αυθόρμητα ή καλύτερα παρορμητικά μέσα από το κλάμα του, δείχνοντας ξεκάθαρα τα συναισθήματα που νιώθει τα οποία κυμαίνονται από την καθαρή ανάγκη του ενστίκτου (π.χ. πεινάω) μέχρι και πολύ βαθιές ανάγκες όπως «σε χρειάζομαι, δεν μπορώ μόνο μου, θέλω να με αγαπάς, κ.α.».

Επίσης, νιώθει φόβο, άγχος, αγωνία, απελπισία (κυρίως όταν η μαμά αργεί), κ.α.

Εκείνη την περίοδο, όσο πιο πολύ η μητέρα το αποδέχεται και ανταποκρίνεται στις ανάγκες του, τόσο πιο επιτυχημένη θα είναι και η αυτό-αποδοχή του αργότερα...

Με τα χρόνια κι με τις ικανότητες που αποκτά ο άνθρωπος σιγά-σιγά αφήνει αυτό το εξαρτητικό μοντέλο επαφής και αρχίζει να δοκιμάζει και να πειραματίζεται με άλλους τρόπους, όπως δημιουργώντας σχέσεις με αντίσταση (άρνηση-αποδοχή), μίμηση και στην ενήλικη ζωή σχέσεις ισότητας ενήλικα προς ενήλικα.

Μέσα στις σχέσεις που θα δημιουργήσει το άτομο ως ενήλικας πια, κάποιες θα φτάσουν βαθιά.

Αυτή η βαθιά σχέση θυμίζει – ευτυχώς όχι όλη την ώρα- τη πρωταρχική σχέση μητέρας- βρέφους, κι ίσως ο έρωτας μπορεί να εξηγηθεί κι έτσι.

Στην αρχική φάση του έρωτα, τα δύο άτομα απολαμβάνουν τις ομοιότητες τους, απολαμβάνουν τη συνύπαρξη τους, την ολότητα τους και προσπαθούν συνεχώς για την απόλυτη ένωση.

Με τον καιρό αυτό μας φέρνει σε επαφή με την τότε συνύπαρξη- ως βρέφη με τη μητέρα-, όπου για να ζήσουμε χρειαζόμασταν τον σημαντικό άλλο. Έτσι ο άλλος γίνεται και πάλι σημαντικός και με κάποιο τρόπο συνδεόμαστε με την αρχαϊκή αυτή ανάγκη μας.

Όσο ο καιρός προχωράει, ο έρωτας αλλάζει μορφές, αρχίζουμε πολύ αργά να αντιδράμε σε αυτήν την εξαρτητική συνύπαρξη, διεκδικώντας τον προσωπικό μας χώρο, και την ανεξαρτησία μας, όμως ξεχνάμε το γεγονός ότι είμαστε ήδη εξαρτημένοι!

Οι πρώτες εσωτερικές συγκρούσεις έρχονται, όπου ένα κομμάτι μέσα μας – το ενήλικο- θέλει να ζει ανεξάρτητο κι ελεύθερο και ένα άλλο κομμάτι – το παιδί- έχει ανάγκη τον άλλο και την εξάρτηση.

Έπειτα, οι συγκρούσεις αυτές γίνονται κι εξωτερικές, και μέσα σε αυτές κατηγορούμε τον άλλον για τη δική μας εξάρτηση.

Αυτό νομίζω ότι είναι το σημείο όπου ο άλλος μας καθρεφτίζει, και μας καθρεφτίζει τις πιο βαθιές υπαρξιακές- χαοτικές συγκρούσεις μας, τον πιο κρυφό μας εαυτό, τον εαυτό αυτό που ούτε οι ίδιοι δεν τολμάμε να παραδεχτούμε.

Όσοι «επιβιώσουν» από αυτό, και καταφέρουν να το αντέξουν, τότε δημιουργούν αυθεντικές και ουσιαστικές σχέσεις, μπορεί και απόλυτης ισότητας μεταξύ των δύο ανθρώπων.

Η σχέση καθρεφτίζει τις πιο λεπτές ισορροπίες τις προσωπικότητας μας, αυτές που δημιουργήθηκαν όταν ήμασταν βρέφη, πλάσματα μετέωρα ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία.

Πόση δύναμη χρειάζεται για να καταφέρουμε να συνεχίσουμε μέσα σε αυτό το χάος και τον πόνο;

Πολύ! Κι έτσι η ζωή μας δοκιμάζει, φέρνοντας τα ίδια πράγματα που ζήσαμε ξανά και ξανά μπροστά μας, έως ότου συμφιλιωθούμε με αυτά, και μέσα από την αποδοχή του εαυτού και την αγάπη, ηρεμήσουμε.

Ίσως ο πόνος μας διδάσκει περισσότερα από κάθε δάσκαλο κι ο χρόνος γιατρεύει καλύτερα από κάθε γιατρό

Από το χτες πήρα μονάχα όσα μπόρεσα να κουβαλήσω, όσα μου χρησίμευσαν για να με φέρουν εδώ. Σαν παρακαταθήκη μιας ανέμελης ύπαρξης, έναν καιρό που νοσταλγώ με πάθος, όμως δεν υπάρχει πια. Άφησα σκόρπιες εκείνες τις αναμνήσεις που δεν με οδήγησαν κάπου, να χαθούν σαν φύλλα που τα φύσηξε ο Οκτώβρης. Τους αρκεί απλά να επιστρέφουν που και που τις νύχτες που δεν μπορώ να κοιμηθώ για να μου θυμίζουν πως η ζωή έχει αναποδιές, για να με συντροφεύσουν λίγο πριν ξεσπάσει η βροχή. Μα δεν είναι οι αναποδιές που σε καθορίζουν, είναι το πως απαντάς με βάση την αλήθεια σου, εκείνη τη δύναμη που δεν μπορείς να εξηγήσεις ούτε να τη μεταφράσεις.

Ποτέ μη σκλαβώσεις τον εαυτό σου για μια δήθεν επιτυχία, η επιτυχία συνεπάγεται ελευθερία.

Καταβροχθίζοντας κάθε αύριο με λαιμαργία ξέχασα να ζήσω. Προσπερνώντας τις μικρές στιγμές, έχασα τη μεγάλη εικόνα. Όμως πήρα αρκετά μαθήματα και είμαι ευγνώμων για όλα αυτά και για όσα μαθήματα θα πάρω από τα λάθη μου.

Νιώθω ευγνώμων γιατί όσα έζησα με έκαναν αυτό που είμαι, όσα βίωσα με βοήθησαν να ωριμάσω, όσα αισθάνθηκα μου έδειξαν το δρόμο, όσα είδα με γέμισαν εμπειρίες, όσα κατάλαβα μου χάρισαν γνώσεις.

Ποιος ήταν εκείνος που δεν στραβοπάτησε στη ζωή του, που δεν βράχηκε από μια φθινοπωρινή μπόρα; Ποιος δεν έχασε τον δρόμο του και ποιος δεν δάκρυσε μάταια για ένα πάθος που είχε περισσότερη στάχτη απ’ ότι φλόγα;

Ποιος δεν ξενύχτησε με τις σκέψεις του περιμένοντας το ξημέρωμα και ποιος δεν περιπλανήθηκε άσκοπα στην ατραπό της πλάνης και των ψευδαισθήσεων;

Ίσως ο πόνος μας διδάσκει περισσότερα από κάθε δάσκαλο κι ίσως ο χρόνος γιατρεύει καλύτερα από κάθε γιατρό.

Το χτες ίσως δεν ήταν αντάξιο μου μα είμαι ευγνώμων γιατί με έφερε στο σήμερα.

Σήμερα επιλέγω την ευτυχία γιατί με ωφελεί και με κάνει να αισθάνομαι όμορφα. Επιλέγω τη δράση γιατί διώχνει τους φόβους μου και κάνει την επιτυχία να μοιάζει πιο προσιτή.

Σήμερα επιλέγω να συγχωρήσω όσους με πίκραναν είτε γιατί άξιζαν τη συγχώρηση, είτε γιατί έχω μάθει πως η μνησικακία δεν ωφελεί κανέναν.

Σήμερα επιλέγω τη θετικότητα γιατί με αναζωογονεί και έχει θετική επίδραση στην ψυχολογία μου. Επιλέγω την αισιοδοξία γιατί είναι καλύτερο, να περιμένεις το καλύτερο.

Σήμερα επιλέγω να είμαι ο εαυτός μου γιατί πλέον γνωρίζω πως η απαραίτητη προϋπόθεση για μια ευτυχισμένη ζωή δεν είναι η αποδοχή των άλλων, μα η αυθεντικότητα και η μοναδικότητα μου.

Σήμερα επιλέγω να βρίσκομαι κοντά σε ανθρώπους που αντανακλούν την ευτυχία μου και στηρίζουν τα όνειρα μου, επιλέγω να είμαι ενεργός μέτοχος μιας συναρπαστικής ζωής και όχι παθητικός δέκτης απρόσωπων καταστάσεων που οδηγούν σε αδιέξοδο.

Σήμερα επιλέγω να με καθοδηγούν οι πραγματικές μου αξίες και οι δικές μου αρχές, επιλέγω να στηρίζομαι στα πόδια μου και να πατάω γερά στη γη, γιατί έμαθα πως όταν ζεις για να υλοποιείς τα όνειρα των άλλων βαδίζεις στη δυστυχία και την αφάνεια.

Σήμερα επιλέγω να είμαι ταπεινός γιατί κατάλαβα πως η αλαζονεία έχει κέρινα φτερά, επιλέγω να ακούω περισσότερο για να μαθαίνω περισσότερα, επιλέγω τη σιωπή αντί για κενές υποσχέσεις γεμάτες με ενθουσιασμό που κάνουν το παρελθόν να φαίνεται πιο αβάσταχτο. Επιλέγω το χαμόγελο που λέει περισσότερα απ΄όσα μπορούν πουν τα χείλη.

Σήμερα επιλέγω το σήμερα, επιλέγω το τώρα. Κρατώ την πυξίδα – πίστη μου και προσανατολίζομαι σε μια ζωή αντάξια μου, σε μια ζωή που κάνει τα μάτια μου να λάμπουν, σε μια ζωή που κάνει το αύριο ελπιδοφόρο.

Σήμερα επιλέγω να πω την αλήθεια, γιατί τα ψέματα που είπα στον εαυτό μου με οδήγησαν σε φαύλους κύκλους γύρω από ουτοπίες, επιλέγω να με πιστέψω γιατί η αμφισβήτηση μετέτρεψε σε χειμώνα την άνοιξη, έκανε τη νύχτα να μοιάζει μεγαλύτερη.

Σήμερα επιλέγω την ελευθερία γιατί τα δεσμά μου έκρυβαν πόνο. Επιλέγω τα ταξίδια, το κύμα του πελάγους, είτε τη νοερή φαντασία σε κόσμους πέρα από το αληθινό. Επιλέγω να υπάρχω, να ζω πραγματικά, να αφήσω τις δικές μου πατημασιές στο μονοπάτι της επιτυχίας.

Σήμερα επιλέγω το θάρρος γιατί οι δράκοι ζουν στα παραμύθια, επιλέγω την υπομονή γιατί είναι η μεγαλύτερη αρετή. Επιλέγω τη συμπόνια γιατί οι πέτρες δεν προχωρούν. Επιλέγω την αγάπη γιατί η αγάπη είναι η οδός.

Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς
καμιά φωτιά στη κορυφή τους. βραδιάζει.

Γιώργος Σεφέρης (απόσπασμα από το ποίημα του «Επιφάνια 1937»)

Η τρίτη διάσταση της σκέψης

Ας γνωρίσουμε το άγχος τον πανικό και την κατάθλιψη. Ας δούμε αν υπάρχουν και τι τα προκαλεί. Γνωρίζοντας κάτι αυτό αποδυναμώνεται γίνεται μικρό κι ασήμαντο απομυθοποιείται, αλλιώς μπορεί να φαντάζει στα μάτια μας ένα τέρας μυθικό με πολλά κεφάλια μάτια κι αυτιά.

Θα σας πω ότι αυτό που δημιουργεί στη τρίτη διάσταση στην οποία ζούμε είναι η σκέψη. Ναι η σκέψη αυτή είναι που ευθύνεται για κάθε καλό και κάθε κακό που εμφανίζεται στη ζωή μας. Το κάρμα απ’ την άλλη, που συσσωρεύεται σε όλες τις ζωές κι αυτό προκαλείται από σκέψεις λόγια πράξεις συνεπώς όταν μιλάμε για κάρμα μέσα του εμπεριέχεται κι η σκέψη.

Μια σκέψη είναι ικανή να προκαλέσει μια χιονοστιβάδα από σκέψεις οι οποίες πλάθουν εικόνες και μετά χρησιμοποιώντας τα ανάλογα συναισθήματα πλάθουν το τελικό αποτέλεσμα.


Πριν εκδηλωθεί ο πανικός στη ζωή μας έχουμε κάνει μια αρνητική σκέψη που πολλές φορές μοιάζει να πηγάζει απ’ τη λογική αλλά τις περισσότερες φορές δεν στέκει πουθενά. Δυστυχώς όμως άσχετα με το πόσο αληθινή είναι η όχι στη τέταρτη διάσταση υφίσταται, παίρνει μορφή και γίνεται ένα στοιχειακό το οποίο γυρεύει να ικανοποιήσει την αιτία που το δημιούργησε. Συνεχώς και αιωνίως μέχρις ότου φέρει σε πέρας την αποστολή του θα δημιουργεί τις καταστάσεις και τα φαινόμενα χρησιμοποιώντας τους κατάλληλους ανθρώπους κι όλα τα συμβάντα ώστε να τα καταφέρει.

Βιώνουμε έτσι στη πορεία μέσα στη καθημερινότητα μας όλους εκείνους τους φόβους που φανταστήκαμε.

«Συνέβη αυτό που φοβόμουν» είναι μια προσφιλής έκφραση αλλά ποτέ δε συνειδητοποιούμε ότι μπορεί να συμβεί κι αυτό με το οποίο θα χαιρόμαστε. «Καλύτερα να μη μιλούσα» ΄άλλη μια έκφραση που ξεστομίζουμε όταν επαληθευτεί το κακό που είχαμε προβλέψει. Αλλά επίσης σπάνια επικαλούμαστε να προβλέψουμε κάτι καλό.

Μια σκέψη αρνητική μια σκέψη φόβου θα γίνει ένα κουβάρι από σκέψεις που θα απλωθεί σαν ιστός πάνω μας και θα γυρεύει να μας πνίξει.

Ύστερα απ’ τον πανικό που θα βρει το δημιούργημα του για να πιαστεί και να επαληθευτεί θα ακολουθήσει το άγχος που καμιά φορά μπορεί και να προπορεύεται. Άθλιοι συνοδοιπόροι κι οι δυο πορεύονται χέρι-χέρι κι άλλοτε σφιχταγκαλιασμένοι. Μιαρά πλάσματα αρνητικής σκέψης και νοσηρής φαντασίας απ’ το αόρατο εμφανίζονται στο ορατό. Ανύπαρκτα πράγματα που μέσα από αρνητικά φαινόμενα, άσχημες καταστάσεις κι επικίνδυνους ανθρώπους θα γίνουν υπαρκτά.

Ύστερα αποκαμωμένοι απ’ τις κακουχίες ανήμποροι να αντισταθείτε, χωρίς δείγμα σθένους δίχως ρανίδα θάρρους θα καταλήξετε καταθλιπτικοί. Γιατί όλα αυτά γιατί; Έλλειψη αυτοεκτίμησης κι αυτοπεποίθησης άνθρωποι με χαμένη τη πυξίδα που δείχνει το δρόμο προς την ευτυχία αφήνεστε σε αυθεντίες που σας ποτίζουν ψυχοφάρμακα για να γιγαντωθεί το τέρας της ανθρώπινης εκμετάλλευσης.

Εκχωρείτε τη θεϊκή σας δύναμη και την ελεύθερη βούληση σας άνετα και γίνεστε άβουλα όργανα σε κινδυνολογίες τρίτων που επιζητούν τη δύναμη της συλλογικής σκέψης αδιαφορώντας για το ατομικό ή κοινωνικό κακό.

Τίποτε δεν έχετε, είστε πλήρεις και γεροί από κάθε σκοπιά. Θεϊκά δημιουργήματα με αθάνατη ψυχή ζείτε προσωρινά κλεισμένοι μέσα σε φθαρτά σώματα για να συλλέξετε εμπειρίες και να γίνετε ακτίνες φωτός πριν επιστρέψετε στην ουράνια πατρίδα.

Ανασηκώστε το ανάστημα και ατενίστε με αισιοδοξία αυτό το πανηγύρι της ζωής που το πήρατε σοβαρά και κλειστήκατε στο γήινο ρόλο σας. Όλα είναι μια παράσταση κι εσείς το μετατρέψατε σε αρχαία τραγωδία.

Αναζητήστε τη πυξίδα που δείχνει στο φως και την αγάπη γιατί και η ευτυχία βασιλεύει εκεί. Πιάστε στιβαρά το τιμόνι και στρίψτε το προς τα εκεί τώρα, ποτέ δεν είναι αργά!

Άγχος, πανικός , κατάθλιψη είναι δημιουργήματα του νου κι όχι της καρδιάς. Επιλέξτε να σκέφτεστε με τη καρδιά που πάντα γνωρίζει.

Γιατί το σεξ έγινε κεντρικό θέμα στη ζωή σας;

Τι εννοούμε όταν λέμε «το πρόβλημα του σεξ»; Έχει να κάνει με την πράξη ή τη σκέψη για την πράξη; Ασφαλώς και δεν αφορά την πράξη. Η ερωτική πράξη δεν σας προβληματίζει περισσότερο απ’ το φαγητό, μα αν αρχίσετε να σκέφτεστε και το φαγητό, ή οτιδήποτε, όλη τη μέρα επειδή δεν έχετε τίποτα καλύτερο να σκεφτείτε, τότε θα γίνει κι αυτό ολόκληρο ζήτημα… Άραγε, γιατί το μεγεθύνετε, όπως προφανώς κάνετε; Ο κινηματογράφος, τα περιοδικά, τα αναγνώσματα, το ντύσιμο των γυναικών, όλα μεγεθύνουν τις σκέψεις σας για το σεξ. Και γιατί το μεγεθύνει ο νους; Γιατί το σκέφτεται ο νους γενικά; Γιατί, κυρίες και κύριοι; Είναι πρόβλημα για σας. Γιατί;

Γιατί έγινε κεντρικό θέμα στη ζωή σας; Ενώ υπάρχουν ένα σωρό πράγματα που ζητούν, απαιτούν την προσοχή σας, εσείς αφοσιώνεστε ολοκληρωτικά στη σκέψη του σεξ. Τι συμβαίνει; Γιατί ο νους σας ασχολείται τόσο πολύ με αυτό; Επειδή είναι η απόλυτη φυγή, έτσι δεν είναι; Είναι μια κατάσταση απόλυτης αυτο-λησμοσύνης,

Προσωρινά, τουλάχιστον προς στιγμήν, ξεχνάτε τον εαυτό σας – κι είναι ο μόνος τρόπος να ξεχάσετε τον εαυτό. Οτιδήποτε άλλο κάνετε στη ζωή δίνει έμφαση στο «εγώ», στον εαυτό. Η δουλειά σας, η θρησκεία σας, οι θεοί σας, οι ηγέτες σας, οι πολιτικές και οικονομικές ενέργειές σας, οι φυγές σας, οι κοινωνικές ενασχολήσεις σας, η συμμετοχή σας σε ένα κόμμα και η απόρριψη ενός άλλου, όλα αυτά τονίζουν και ενισχύουν το «εγώ»…

Όταν ένα μόνο πράγμα στη ζωή είναι η οδός της απόλυτης φυγής, της ολοκληρωτικής λήθης του εαυτού, έστω και για λίγα λεπτά, τότε γαντζώνεστε από αυτό διότι μόνο τότε είστε ευτυχισμένοι…

Επομένως, το σεξ καταντά ένα εξαιρετικά δύσκολο και σύνθετο πρόβλημα όσο δεν κατανοείτε τον νου που σκέφτεται το πρόβλημα.

Γιατί είναι πρόβλημα το σεξ;

Γιατί μετατρέπουμε σε πρόβλημα ό,τι αγγίζουμε; Γιατί το σεξ κατέληξε να είναι πρόβλημα; Γιατί συνθηκολογούμε με μια ζωή γεμάτη προβλήματα; Γιατί δεν βάζουμε ένα τέλος σε αυτά; Γιατί δεν αφήνουμε πίσω μας τα προβλήματά μας και τα κουβαλά με απ’ τη μια μέρα στην άλλη, απ’ τον έναν χρόνο στον άλλο; Ασφαλώς και είναι σχετικό το ερώτημα για το σεξ, το οποίο θα απαντήσω σε λίγο, ωστόσο το πρωταρχικό ερώτημα είναι: Γιατί μετατρέπουμε τη ζωή σε πρόβλημα; Η εργασία, το σεξ, το να βγάζεις λεφτά, το να σκέφτεσαι, να αισθάνεσαι, να βιώνεις, ξέρετε τώρα, όλη η υπόθεση του ζην, γιατί είναι πρόβλημα; Μήπως δεν οφείλεται κυρίως στο ότι σκεφτόμαστε πάντα από μια ορισμένη οπτική γωνία, από μια σταθερή οπτική γωνία;

Η επιθυμία δεν είναι αγάπη

Η επιθυμία δεν είναι αγάπη η επιθυμία οδηγεί στην απόλαυση η επιθυμία είναι απόλαυση. Δεν απαρνούμαστε την επιθυμία. Θα ήταν εντελώς ανόητο να πούμε ότι πρέπει να ζήσουμε δίχως επιθυμίες διότι είναι αδύνατον. Το προσπάθησε ο άνθρωπος. Πολλοί στερήθηκαν κάθε απόλαυση, πειθάρχησαν, βασανίστηκαν και μολαταύτα η επιθυμία παρέμενε εκεί, να προκαλεί συγκρούσεις κι όλες τις αποκτηνωμένες συνέπειες των συγκρούσεων. Δεν υποστηρίζουμε την ανεπιθυμία, όμως πρέπει να κατανοήσουμε όλα τα φαινόμενα της επιθυμίας, της απόλαυσης και του πόνου, κι αν καταφέρουμε να τα ξεπεράσουμε, θα νιώσουμε ευδαιμονία και έκσταση, δηλαδή αγάπη.

ΠΛΩΤΙΝΟΣ: Πώς θα δεις τώρα τι ομορφιά έχει μια καλή ψυχή;

Αποσύρσου στον εαυτό σου και κοίτα – και αν δεις τον εαυτό σου να μην είναι ακόμη ωραίος, όπως ο δημιουργός του αγάλματος που πρέπει να γίνει ωραίο αφαιρεί, λαξεύει, λειαίνει και καθαρίζει μέχρις ότου φανεί πάνω στο άγαλμα ένα ωραίο πρόσωπο, έτσι κι εσύ αφαίρεσε τα περιττά και ίσιωσε τα στραβά, και όσα είναι σκοτεινά κάνε τα να γίνουν λαμπρά καθαρίζοντας τα, και μην πάψεις να σμιλεύεις το άγαλμά σου, έως ότου λάμψει πάνω του η θεόμορφη λαμπρότητα της αρετής…

[Αγαθό είναι] εκείνο από το οποίο εξαρτώνται τα πάντα και στο οποίο όλα τα όντα αποβλέπουν, έχοντας το ως αρχή και έχοντάς το ανάγκη- ενώ δεν έχει ανάγκη τίποτα, είναι αύταρκες, χωρίς τίποτα να χρειάζεται, μέτρο και όριο των πάντων, παρέχοντας από τον εαυτό του νου και ουσία και ψυχή και ζωή και νοητική ενέργεια.

Ποιος είναι λοιπόν ο δρόμος της φυγής και πώς θα τον ακολουθήσουμε;

Θα ξανοιχτούμε όπως- καθώς, αλληγορικά μου φαίνεται, λέει ο ποιητής- ο Οδυσσές από τη μάγισσα Κίρκη ή την Καλυψώ, ο οποίος δεν αρκέστηκε να παραμείνει εκεί, παρόλο που είχε ηδονές των ματιών και βρισκόταν ανάμεσα σε πολύ αισθητή ομορφιά. Η πατρίδα μας, απ’ όπου ήρθαμε, κι ο πατέρας μας είναι Εκεί ”Κλείνοντας τα μάτια” άλλαξε την όρασή σου και ξύπνα μιαν άλλη, που ενώ την έχουν όλοι, λίγοι τη χρησιμοποιούν.

Πλωτίνος, Εννεάδες

Η αληθινή αγάπη για γνώση προϋποθέτει συναίσθηση της άγνοιας

Κάποιος με χαμηλό βαθμό επιστημολογικής υπεροψίας δεν είναι ιδιαίτερα ορατός, ακριβώς όπως ένας συνεσταλμένος άνθρωπος σ’ ένα κοκτέηλ. Γενικώς δεν έχουμε την τάση να σεβόμαστε τους ταπεινόφρονες, εκείνους που προτιμούν να αποφεύγουν την κριτική. Σκεφθείτε τώρα την επιστημολογική ταπεινοφροσύνη. Δηλαδή φαντασθείτε κάποιον που έχει ιδιαίτερη ροπή προς την εσωστρέφεια, που βασανίζεται επειδή συνειδητοποιεί την ίδια του την άγνοια. Δεν έχει το θάρρος του ανόητου, έχει όμως το -σπάνιο- κουράγιο να πει “δεν ξέρω”. Δεν τον πειράζει να φανεί χαζός, ή, ακόμη χειρότερα, να παραδεχθεί την άγνοιά του. Διστάζει, δεν δεσμεύεται και βασανίζεται για τις συνέπειες που επέρχονται αν κάνει λάθος. Κινείται με εσωστρέφεια, εσωστρέφεια και πάλιν εσωστρέφεια, μέχρι σημείου σωματικής και νευρικής εξάντλησης.

Αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι δεν έχει αυτοπεποίθηση. Σημαίνει, όμως, ότι θεωρεί την ίδια του τη γνώση ύποπτη. Αυτόν τον άνθρωπο, τον αποκαλώ επιστημοκράτη: τον τόπο όπου οι νόμοι έχουν διαμορφωθεί με αυτού του είδους το δυνητικό λάθος των ανθρώπων κατά νου, τον αποκαλώ επιστημοκρατία.

Ο μέγιστος των συγχρόνων επιστημοκρατών είναι ο Montaigne.

Ο Monsieur de Montaigne, επιστημοκράτης

Σε ηλικία 38 ετών, ο Michel Eyquen de Montaigne αποσύρθηκε στα κτήματά του, στην ύπαιθρο της νοτιοδυτικής Γαλλίας. Η περιοχή Montaigne, που σημαίνει βουνό στα παλιά γαλλικά, ήταν ακριβώς το όνομα του κτήματός του. Είναι σήμερα γνωστή για τα κρασιά του Μπορντώ, τον καιρό του Montaigne όμως δεν ήταν και λίγοι εκείνοι που επένδυσαν την πνευματική τους ενέργεια και την εκλέπτυνση της προσέγγισής τους στο κρασί. Ο Montaigne είχε τάση στωϊκού, οπότε ούτως ή άλλως δεν θα του ασκούσαν έλξη παρόμοιες ενασχολήσεις. Η ιδέα του ήταν να γράψει μια μετριοπαθή σειρά από “δοκιμές”, δηλαδή δοκίμια. Η ίδια η λέξη- δοκίμιο- παραπέμπει στο δοκιμαστικό, στην αναζήτηση, στο μη-οριστικό. Ο Montaigne είχε στέρεες βάσεις στους κλασικούς και επεδίωκε να στοχασθεί με θέμα τη ζωή, τον θάνατο, την παιδεία, τη γνώση- και ορισμένες αρκετά ενδιαφέρουσες βιολογικές πλευρές της ανθρώπινης φύσης.

Ο πύργος όπου ήταν το σπουδαστήριο του, είχε παντού επιγραφές με ελληνικά και λατινικά γνωμικά- που όλα τους αναφέρονταν στο πόσο ευάλωτη είναι η ανθρώπινη γνώση. Τα παράθυρα του πύργου πρόσφεραν μια ευρύτατη θέα των γειτονικών λόφων.

Το θέμα που επισήμως απασχολούσε τον Montaigne ήταν ο εαυτός του, κυρίως όμως ως μέσο για να διευκολυνθεί η συζήτηση: δεν ήταν σαν εκείνα τα ανώτερα στελέχη επιχειρήσεων που γράφουν βιογραφίες, προκειμένου να καυχηθούν δημόσια για τις τιμές που δέχονται και τα κατορθώματά τους. Τον ενδιέφερε κυρίως να ανακαλύπτει πράγματα για τον εαυτό του και να παρουσιάζει θέματα που επιδέχονταν γενίκευση- γενίκευση σ’ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Ανάμεσα στις επιγραφές του γραφείου του, εύρισκε κανείς μια παρατήρηση του λατίνου ποιητή Τερέντιου: Homo sum, humani a me nil alienum puto – άνθρωπος είμαι, και τίποτε το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο.

Ο Montaigne είναι πολύ φρέσκος, ως ανάγνωσμα, μετά την πίεση της σύγχρονης εκπαίδευσης: αποδέχεται απόλυτα τις ανθρώπινες αδυναμίες και αντιλαμβάνεται ότι καμία φιλοσοφία δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική αν δεν λαμβάνει υπόψη τις βαθύτερα ριζωμένες ατέλειές μας, τους περιορισμούς στους οποίους υπόκειται ο ορθολογισμός μας, τα ψεγάδια που μας κάνουν να είμαστε ανθρώπινοι. Δεν ήταν ο Montaigne μπροστά από τον καιρό του: σωστότερο θα ήταν να λέγαμε ότι οι μεταγενέστεροι επιστήμονες (όταν υποστήριζαν τον ορθολογισμό) ήταν καθυστερημένοι.

Επρόκειτο για άνθρωπο σκεπτόμενο, στοχαστικό, οι δε ιδέες του δεν αναπηδούσαν από το κεφάλι του στην ησυχία του σπουδαστηρίου του, αλλά την ώρα που έκανε ιππασία. Έκανε μεγάλους περιπάτους με το άλογο και επέστρεφε με συγκομιδή ιδεών. Ο Montaigne δεν ήταν ούτε ακαδημαϊκός του περιβάλλοντος της Σορβόννης ούτε επαγγελματίας των γραμμάτων- και δεν ήταν τίποτε απ’αυτά τα δύο, με δύο έννοιες. Πρώτον, ήταν άνθρωπος της πράξης: είχε υπάρξει δικαστής, επιχειρηματίας και δήμαρχος του Μπορντώ, προτού αποσυρθεί για να στοχασθεί τις εμπειρίες της ζωής του και – κυρίως- τη γνώση του. Δεύτερον, ήταν αντιδογματικός: επρόκειτο για σκεπτικιστή με χάρη, για συγγραφέα επιφυλακτικό, αποδεχόμενο το σφάλμα, ιδιωτικό , ενδοσκοπικό- πριν απ’ όλα, όμως, ήταν κάποιος που (ακολουθώντας τη μεγάλη παράδοση των κλασικών) ήθελε να είναι άνθρωπος. Αν είχε ζήσει σε άλλη χρονική περίοδο, θα ήταν εμπειρικός σκεπτικιστής- είχε τάσεις σκεπτικισμού της Πυρρώνειας παράδοσης, είχε τη μορφή αντιδογματικότητας του Σέξτου Εμπειρικού, ιδίως όσον αφορά στη συνειδητοποίηση της ανάγκης να αποφεύγεται η οριστική κρίση.

Η επιστημοκρατία

Όλοι οι άνθρωποι έχουν μια άποψη για την ουτοπία. Για πολλούς, ουτοπία είναι η ισότητα, η παγκόσμια δικαιοσύνη, η απουσία καταπίεσης, η ελευθερία από τη δουλεία (για μερικούς μπορεί να είναι η σεμνή- όχι όμως και πιο εύκολα κατορθωτή- επιδίωξη μιας κοινωνίας με τρένα που θα φθάνουν στην ώρα τους, χωρίς να ταξιδεύουν μ’ αυτά δικηγόροι που μιλούν συνεχώς στα κινητά τους). Για μένα, ουτοπία είναι η επιστημοκρατία, δηλαδή μια κοινωνία όπου κάθε σημαντικός άνθρωπος είναι επιστημοκράτης και όπου οι επιστημοκράτες κατορθώνουν να εκλέγονται. Θα ήταν η κοινωνία αυτή, μια κοινωνία κυβερνώμενη με βάση τη συναίσθηση της άγνοιας και όχι της γνώσης.

Δυστυχώς, δεν μπορεί κανείς να επιβληθεί επειδή αποδέχεται πως μπορεί να σφάλλει. Είναι απλό: οι άνθρωποι χρειάζονται να τυφλώνονται από τη γνώση- υποχρεωνόμαστε να ακολουθούμε ηγέτες που μπορούν να συγκεντρώσουν τα πλήθη, γιατί τα πλεονεκτήματα της ένταξης σε ομάδες υπερνικούν τα μειονεκτήματα της ατομικότητας. Έχει υπάρξει πιο ωφέλιμο για τους ανθρώπους να κινούνται όλοι μαζί προς λάθος κατεύθυνση παρά να βρίσκονται στη σωστή. Εκείνοι που ακολούθησαν τον ανόητο που ξέρει να επιβάλλεται και όχι τον εσωστρεφή σοφό, μας κληροδότησαν κάποια από τα γονίδιά τους. Αυτό άλλωστε φαίνεται κι από μια κοινωνική παθολογία: οι ψυχοπαθείς συγκεντρώνουν γύρω τους οπαδούς.

Μερικές φορές μπορεί να συναντήσετε μέλη του ανθρώπινου γένους που έχουν τέτοια διανοητική υπεροχή, ώστε να μπορούν να αλλάζουν άποψη χωρίς την παραμικρή προσπάθεια.

Σημειώστε εδώ την ακόλουθη ασυμμετρία του Μαύρου Κύκνου. Πιστεύω ότι μπορεί να είστε απόλυτα βέβαιοι για κάποια πράγματα, και θα έπρεπε να είστε. Μπορεί να είστε πιο σίγουρος για το αντίστροφο της επιβεβαίωσης παρά για την επιβεβαίωση. Ο Karl Popper είχε κατηγορηθεί ότι προωθούσε την αμφιβολία, ενώ έγραφε με τόνο επιθετικό και κατηγορηματικό (την ίδια μομφή έχω δεχθεί κι εγώ από ανθρώπους που δεν υιοθετούν τη λογική του σκεπτικιστικού εμπειρισμού μου). Ευτυχώς, έχουμε μάθει αρκετά από την εποχή του Montaigne μέχρι σήμερα για τη συνέχιση της εμπειρικής-σκεπτικιστικής προσέγγισης. Η ασυμμετρία του Μαύρου Κύκνου μάς επιτρέπει να είμαστε σίγουροι για το τι είναι λάθος, όχι για αυτό που θεωρούμε σωστό. Κάποτε ρωτήθηκε ο Karl Popper, “αν κανείς θα μπορούσε να διαψεύσει τη διαψευσιμότητα” (με άλλα λόγια, αν θα μπορούσε να είναι σκεπτικιστής για τον σκεπτικισμό). Η απάντησή του ήταν ότι είχε πετάξει φοιτητές έξω από τις παραδόσεις του επειδή είχαν κάνει πολύ πιο έξυπνες ερωτήσεις απ’ αυτήν. Σκληρό καρύδι, ο Sir Karl.

Arthur Schopenhauer: Κανείς δεν μπορεί να βλέπει πέρα από τα όρια του εαυτού του

Κανείς δεν μπορεί να βλέπει πέρα από τα όρια του εαυτού του. Με τούτο εννοώ ότι ο καθένας μπορεί να συλλάβει και να κατανοήσει τον άλλον μόνον ανάλογα με την δική του ευφυΐα. Εάν κάποιος έχει ευφυΐα του πλέον χαμηλού είδους, τότε όλα τα πνευματικά χαρίσματα, ακόμη και τα πλέον έκτακτα, δεν θα του κάνουν καμία εντύπωση˙ σ’ έναν άνθρωπο προικισμένο μ’ αυτά, δεν θα προσέξει παρά τα χαμηλότερα στοιχεία της ατομικότητάς του, όλες του δηλ. τις αδυναμίες, τα ελαττώματα της ιδιοσυγκρασίας και του χαρακτήρα. Τούτα τα στοιχεία είναι αυτά που, κατά την αντίληψή του, συνθέτουν την προσωπικότητα του άλλου, ενώ οι υπέρτερες πνευματικές ικανότητες είναι γι’ αυτόν τόσο αντιληπτές όσο τα χρώματα για τον τυφλό˙ διότι το πνεύμα είναι αόρατο για όποιον δεν έχει και ο ίδιος πνεύμα, κάθε δε αξιολόγηση είναι το γινόμενο της αξίας του αξιολογουμένου επί την γνωστική ικανότητα του αξιολογούντος.

Από τούτα προκύπτει ότι, όποτε συνομιλούμε με κάποιον, καταβιβάζουμε τον εαυτό μας στο επίπεδό του, καθότι όλα εκείνα στα όποια υπερτερούμε αυτού εξαφανίζονται, απαρατήρητη δε περνά ακόμη και η απάρνηση του εαυτού μας που απαιτείται για την ισοπέδωση αυτή. Εάν αναλογισθεί κανείς πόσο χαμηλά είναι το φρόνημα και τα προσόντα των περισσότερων ανθρώπων, δηλ. πόσο ποταποί είναι, θα συνειδητοποιήσει ότι δεν είναι δυνατόν να μιλά μαζί τους χωρίς να γίνει και ο ίδιος, στην διάρκεια της συνομιλίας, ποταπός (κατ’ αναλογία με το φαινόμενα της πτώσεως της ισχύος κατά την διανομή του ηλεκτρικού ρεύματος)˙ θα κατανοήσει τότε σε βάθος το νόημα και το εύστοχον της εκφράσεως sich gemein machen, αλλά και θ’ αποφεύγει κάθε συναναστροφή στην όποια δεν μπορεί να επικοινωνήσει παρά με την parlie honteuse (επονείδιστο μέρος] της φύσης του. Θα κατανοήσει επίσης ότι, απέναντι σε ηλίθιους και μουρλούς, δεν υπάρχει παρά ένας και μόνον τρόπος να καταστήσει εμφανή την φρόνηση του, κι αυτός δεν είναι άλλος από το να μην μιλά μαζί τους. Όμως, ενεργώντας έτσι, κάποιοι άνθρωποι ενίοτε θα νιώθουν μέσα στην κοινωνία όπως ο χορευτής που προσήλθε σ’ έναν χορό και δεν συνάντησε παρά μόνο παράλυτους˙ με ποιόν τώρα να χορέψει;

Arthur Schopenhauer, Εγχειρίδιο πρακτικής σοφίας

Ο Πλάτωνας θεωρούσε ότι όσο περισσότερο στρέφουμε τον νου μας προς το απρόσωπο, μεγαλώνει η αξία μας

Δύσκολα μπορεί κάποιος να αντλήσει από τους διαλόγους του Πλάτωνα πραγματικά ιστορικά στοιχεία για τον Σωκράτη, τον άντρα που περιφερόταν ξυπόλυτος στην αθηναϊκή αγορά φορώντας έναν πεντακάθαρο χιτώνα και έθετε επίμονα ερωτήματα των οποίων η ουσία δεν γινόταν εύκολα αντιληπτή, καταφέρνοντας να δημιουργήσει γύρω του ένα πλήθος από περίεργους, καθώς ανέτρεπε κάθε απάντηση που του έδιναν. Ήταν ένας πλανόδιος της διαλεκτικής, ένας φιλόσοφος-αντάρτης της πόλης.

Ο Πλάτωνας βέβαια δεν είναι ο μόνος Αθηναίος που έγραψε σωκρατικούς διαλόγους μετά τον θάνατο του Σωκράτη. Είναι, όμως, ο μόνος συγγραφέας σωκρατικών διαλόγων που υπήρξε, συνάμα, και φιλοσοφική ιδιοφυία. Η στάση του Πλάτωνα απέναντι στον «δικό» του Σωκράτη δεν παραμένει στάσιμη κατά τη διάρκεια της μακράς ζωής του. Αν παρακολουθήσουμε τις μεταβολές στη στάση του απέναντι στον φιλόσοφο, του οποίου ο θάνατος έκανε τον ίδιο φιλόσοφο, ίσως καταφέρουμε να πλησιάσουμε περισσότερο το πρόσωπο της απόμακρης μορφής του Πλάτωνα.

Είναι δύσκολο, για να μην πω ανάρμοστο, να προσεγγίσουμε τον Πλάτωνα ως πρόσωπο. Κανείς άλλος φιλόσοφος δεν αποθαρρύνει τόσο πολύ μια τέτοια προσέγγιση. Ο Πλάτωνας φαινόταν να συμπαθεί ελάχιστα ό,τι ήταν προσωπικό. Θεωρούσε ότι όσο περισσότερο στρέφουμε τον νου μας προς το απρόσωπο, μεγαλώνει η αξία μας. Ότι γινόμαστε καλύτεροι όσο περισσότερο κατανοούμε το Σύμπαν, όσο περισσότερο αναλογιζόμαστε το μεγαλείο του και όσο λιγότερο τη δική μας μικρότητα. Ο Πλάτωνας εκδηλώνει συχνά τρόμο μπροστά στην ανθρώπινη φύση, την οποία θεωρεί πλησιέστερη προς εκείνη του ζώου παρά του Θεού. Η ανθρώπινη φύση είναι ένα ηθικό και πολιτικό πρόβλημα προς επίλυση, και μόνο το Σύμπαν φαντάζει επαρκές για την απεραντοσύνη του εγχειρήματος.

Η ζοφερή απόγνωση του Πλάτωνα για το «γένος μας» έγινε μάλλον πιο φανερή στα τελευταία του χρόνια, ωστόσο, διαισθάνομαι πως είχε άσχημη γνώμη για την ανθρωπότητα ακόμη και όταν ήταν πιο νέος. Η μοίρα του Σωκράτη στα χέρια της δημοκρατίας -η θανατική καταδίκη του, όπως και η ετυμηγορία της ενοχής του, ήταν αποτέλεσμα λαϊκής ψήφου- ίσως σχετίζεται τόσο με την άσχημη εικόνα που είχε διαμορφώσει για την ανθρωπότητα, όσο και με την εξαρχής στροφή του στη φιλοσοφία. Ενώ ο Σωκράτης γελούσε δυνατά με τα κακόγουστα αστεία των κωμικών συγγραφέων, ακόμη και όταν γινόταν ο ίδιος αντικείμενο διακωμώδησης, η χαρακτηριστική αντίδραση του Πλάτωνα στις ταραχώδεις και γελοίες πτυχές της ανθρώπινης φύσης θα ήταν, υποψιάζομαι, ένα ρίγος ανατριχίλας. Η αγάπη του για τον Σωκράτη τον βοήθησε να απωθήσει το ρίγος. Ο Σωκράτης στάθηκε γι’ αυτόν ένα μέσον για να συμφιλιώσει τον εαυτό του με την παραμορφωμένη από τις ασχήμιες και τις αντιφάσεις ανθρώπινη ζωή. Μάλιστα, ο Σωκράτης, ως πολύ ανθρώπινος -όπως ο Πλάτωνας πασχίζει να μας δείξει-ενσαρκώνει ο ίδιος αυτές τις αντιφάσεις.

Απλώς επειδή υπήρξε ένας άνθρωπος όπως ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας θα μπορούσε να πειστεί ότι τελικά αξίζει να νοιάζεται κάποιος για την ανθρώπινη ζωή.

Με τα γραπτά του ο Πλάτωνας δημιούργησε ένα αδιέξοδο και μια ερμηνευτική σύγχυση. ‘Όμως, δημιούργησε επίσης και τη φιλοσοφία, καθιστώντας την ζωντανό μνημείο του Σωκράτη. Η λέξη φιλοσοφία δηλώνει την αγάπη για τη σοφία. Και η αγάπη για τη σοφία είναι ένα απρόσωπο είδος αγάπης. Αξίζει, λοιπόν, να σημειωθεί ότι μια πολύ προσωπική αγάπη -η αγάπη του Πλάτωνα για τον Σωκράτη- ενεργούσε μέσα στον άνθρωπο που δημιούργησε τη φιλοσοφία όπως την γνωρίζουμε.

Όλα αυτά προσθέτουν ένα στοιχείο παραδόξου στο ύφος με το οποίο έγραψε ο Πλάτωνας, ιδίως αν λάβουμε υπόψη όσα θα πει για τον φιλοσοφικό έρωτα, που αντικαθιστά τον προσωπικό έρωτα (από εδώ πηγάζει η στρεβλωμένη ιδέα μας για τον «πλατωνικό έρωτα»). Όμως, ακόμη και αυτή η ένταση χρησιμοποιείται από τη φιλοσοφία. Στόχος του Πλάτωνα -ή, τουλάχιστον, έτσι το αντιλαμβάνομαι εγώ- είναι να μην αφήσει ποτέ τη σκέψη να γίνει υπερβολικά αυτόματη, να μην επαναπαυθεί. Στόχος του, με άλλα λόγια, είναι ο άνθρωπος να σκέφτεται διαρκώς, να μην περιπίπτει σε νοητική αδράνεια, και γι’ αυτό δεν είναι ποτέ αρνητικός απέναντι στις αποσταθεροποιητικές επιδράσεις του παραδόξου.

Η επικαιρότητά του οφείλεται αποκλειστικά στα ερωτήματα που έθεσε και στην επιμονή του ότι δεν μπορούμε να απαλλαγούμε εύκολα απ’ αυτά, όπως νομίζουν οι περισσότεροι. ‘Ένα από τα περίεργα χαρακτηριστικά των φιλοσοφικών ερωτημάτων είναι η προθυμία με την οποία δίνουν πολλοί απαντήσεις οι οποίες δεν συλλαμβάνουν την ουσία των ερωτημάτων. Μερικές φορές οι λανθασμένες απαντήσεις δίνονται από επιστήμονες, άλλοτε στο πλαίσιο θρησκειών, άλλοτε βασισμένες σε αυτό που ονομάζουμε απλή, κοινή λογική. Ο Πλάτωνας διατύπωσε μερικά από τα πιο οριστικά αντεπιχειρήματα απέναντι σε απαντήσεις που αποτυγχάνουν να συλλάβουν την ουσία του φιλοσοφικού ερωτήματος.

Ο ίδιος σπανίως παρουσιαζόταν σαν να δίνει τις τελικές απαντήσεις. Αυτό που τόνιζε ήταν η απειθαρχία την οποία επιδεικνύουν τα ερωτήματα απέναντι στην προσπάθεια να τους δώσει κάποιος ρηχές απαντήσεις.

Αποενοχοποιηθείτε

Γιατί να ξεπεράσουμε την ενοχή

Η ενοχή αναπτύσσεται απέναντι σε μία πράξη μας που θεωρούμε ότι ήταν βλαβερή προς κάποιον άλλον ή ακόμα και προς τον ίδιο μας το εαυτό. Αυτό το συναίσθημα μπορεί να αποδειχθεί πολύ δυσάρεστο, ιδιαίτερα επίμονο και συχνά βασανίζει ψυχικά (συνειδητά ή υποσυνείδητα) εκατομμύρια ανθρώπους. Μερικές φορές μάλιστα αποτελεί τον βασικό, κρυφό πυρήνα ψυχικών διαταραχών που καλείται να αντιμετωπίσει ένας ψυχοθεραπευτής.

Ωστόσο θα είναι μεγάλη παράλειψη αν δεν αναγνωρίσουμε το σωτήριο ρόλο της ενοχής στην εξέλιξη και ειδικότερα τον ηθικό πολιτισμό του ανθρώπου. Η ενοχή είναι το επώδυνο συναίσθημα που μετά από μία βλαπτική συμπεριφορά κάνει τον άνθρωπο να θέλει να αποφύγει την επανάληψή της ή και να την επανορθώσει στο μέτρο του δυνατού.

Με άλλα λόγια, η ενοχή είναι προϊόν ενός μηχανισμού της ψυχής που μας κινητοποιεί να γινόμαστε καλύτεροι ο ένας προς τον άλλον αλλά και προς τον εαυτό μας. Επομένως δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι θέλουμε και μόνο θέλουμε να απαλλαγούμε από την ενοχή επειδή είναι δυσάρεστη· κατά βάθος πιστεύουμε επίσης ότι τη χρειαζόμαστε για να βελτιωνόμαστε ως άνθρωποι. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που συχνά αυτό το συναίσθημα γίνεται τόσο επίμονο και είναι τόσο δύσκολο να το ξεπεράσουμε.

Προκειμένου λοιπόν να απαλλαγούμε από την ενοχή, θα πρέπει πρώτα να βεβαιωθούμε ότι δεν τη χρειαζόμαστε πλέον για να γίνουμε καλύτεροι. Εντάξει, κάναμε ένα λάθος όσο μεγάλο κι αν ήταν, νιώσαμε ενοχή, αλλά μέχρι πότε απαιτείται να νιώθουμε αυτό το συναίσθημα για να μάθουμε από το λάθος μας και να μην το ξανακάνουμε;

Μία εύλογη απάντηση είναι ότι χρειάζεται να νιώσουμε ενοχή μέχρι να βρούμε και να εξουδετερώσουμε τις πραγματικές αιτίες που κάναμε τη λάθος πράξη ώστε να μην την επαναλάβουμε. Πράγματι, όταν κάνουμε ένα λάθος, το μόνο που αξίζει την προσοχή μας είναι να κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε από δω και πέρα για να μην το επαναλάβουμε στο μέλλον (και να το επανορθώσουμε στο μέτρο του δυνατού).

Επομένως όταν κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε για να αποκαλύψουμε και να εξουδετερώσουμε τις αιτίες που διαπράξαμε κάτι κακό, μία βλαβερή πράξη, η ενοχή καθίσταται άχρηστη και τότε μόνο επιτρέπουμε στον εαυτό μας να απαλλαγούμε απ’ αυτή.

Ποιες είναι οι αιτίες της κακής συμπεριφοράς

Οι αιτίες που σε τελευταία ανάλυση μας οδήγησαν στην τέλεση μίας «κακής», μίας βλαβερής πράξης είναι δύο:

α) δεν είχαμε κατά την τέλεσή της επαρκή επίγνωση των συνεπειών που θα έχει αυτό που κάναμε.
Η επίγνωση των συνεπειών της πράξης μας είναι σχετικά εύκολο να γίνει μετά την τέλεσή της, στην πραγματικότητα απ’ τη στιγμή που νιώσαμε ενοχή, σημαίνει ότι αυτή η επίγνωση έχει ήδη συντελεστεί.

β) δεν ήμασταν αρκετά ψυχικά γαλήνιοι και πλήρεις, αντίθετα ένα αρνητικό συναίσθημα (θυμού, φόβου, φθόνου, απουσίας ψυχικής ικανοποίησης, αίσθημα μειονεξίας κ.λ.π.) μας ώθησε προς την τέλεσή της. Είναι πρακτικά αδύνατο να διαπράξει κάποιος μία βλαβερή πράξη αν γνωρίζει πλήρως τις συνέπειες που θα έχει αυτή και αν νοιώθει γεμάτος και ψυχικά γαλήνιος μέσα του, αν νιώθει εντάξει όπως είναι (που σημαίνει ουσιαστικά να είναι σε κατάσταση αγάπης).

Η απουσία ψυχική γαλήνης και πληρότητας λοιπόν είναι η κυριότερη αιτία – πηγή κακού η οποία θα πρέπει να μας απασχολεί το πώς θα ξεπεραστεί προκειμένου να εξασφαλίσουμε τη μη επανάληψη μίας βλαβερής συμπεριφοράς.

Αυτό σημαίνει ότι από ένα σημείο εξέλιξης, επίγνωσης του εαυτού και συνεπαγόμενης ευαισθησίας του ανθρώπου κι έπειτα, η ενοχή όχι μόνο δεν βοηθάει στην αποτροπή της επανάληψης ενός λάθους, αλλά συμβάλλει κιόλας στην επανάληψή του. Διότι απομακρύνει τον άνθρωπο απ’ την κατάσταση της ψυχικής γαλήνης, της πληρότητας και της αίσθησης επάρκειας που αποτελούν το πιο εύφορο έδαφος για το καλό.

Ας υποθέσουμε λοιπόν πως κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε προς την αποκατάσταση της ψυχικής μας γαλήνης και αισθήματος επάρκειας και πληρότητας – κάτι που περιλαμβάνει όπως είπαμε και το ξεπέρασμα της ενοχής. Τότε σε συνδυασμό με την επίγνωση που αποκτήσαμε των συνεπειών της πράξης μας, θα διασφαλίσουμε πως κάνουμε και το καλύτερο που μπορούμε για να μην επαναλάβουμε μία ανάλογη πράξη.

Αξίζει να επαναλάβουμε δε ότι αυτή η διασφάλιση, η διασφάλιση ότι κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε για να βελτιωθούμε ως άνθρωποι, είναι και η μόνη που αξίζει της προσοχής μας από την τέλεση μίας πράξης και μετά, όσο «κακή» κι αν ήταν. Και σίγουρα μία ψυχική κατάσταση ψυχικής γαλήνης και καλής αυτοεκτίμησης είναι το πιο γόνιμο έδαφος για να κατανοηθούν τα κατά περίσταση κίνητρα της συγκεκριμένης πράξης μας, για να διαλυθούν αυτά τα κίνητρα και για να ανθίσει από δω και πέρα το καλό.

Τι να κάνουμε για να εξουδετερώσουμε τη βασική αιτία του κακού που είναι η απουσία ψυχικής γαλήνης και αισθήματος επάρκειας

Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε για να βρούμε ψυχική γαλήνη και καλή αυτοεκτίμηση είναι να εξουδετερώσουμε τις αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό μας του τύπου «δεν είμαι εντάξει όπως είμαι», «δεν έκανα το καλύτερο που μπορούσα» (κάτι στο οποίο εστιάζει μία ουσιαστική ψυχοθεραπεία) διότι αυτές βρίσκονται στον πυρήνα κάθε ψυχικής ταραχής, ψυχικής δυσφορίας, αισθήματος μειονεξίας κ.λπ..

Δηλαδή χρειάζεται μετά την τέλεση της βλαβερής πράξης να αναγνωρίσουμε πως το γεγονός ότι διαπράξαμε ένα λάθος, ακόμα και σοβαρό, δεν σημαίνει ότι είμαστε κακοί ή εγωιστές ή κάτι ελαττωματικό τέλος πάντων· στην τέλεσή της -εκτός ενδεχομένως της μη πλήρους επίγνωσης των συνεπειών της- μας οδήγησε η απουσία ψυχικής γαλήνης και πληρότητας και αντ’ αυτής η παρουσία κάποιας ψυχικής ταραχής ή δυσφορίας.

Για την απουσία ψυχικής γαλήνης και πληρότητας ευθύνονται αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό που αποκτήσαμε άθελά μας κατά την παιδική μας ηλικία.

Με άλλα λόγια, χρειάζεται να αναγνωρίσουμε στον εαυτό μας ότι παρ’ όλο που διαπράξαμε ένα λάθος (αλλά και οποιοδήποτε άλλο λάθος ή παράλειψη στη ζωή μας), αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσαμε να κάνουμε με βάση τις δυνατότητές μας και τα εμπόδια που συναντήσαμε· (ως «εμπόδια» σε τελευταία ανάλυση, εκτός από τα όποια αντικειμενικά εμπόδια, εννοώ την ανεπαρκή επίγνωση του τι κάναμε τη στιγμή που το κάναμε και την απουσία ψυχικής γαλήνης και πληρότητας). Αν μπορούσαμε πραγματικά να κάνουμε κάτι καλύτερο, θα το είχαμε κάνει.

Αυτού του τύπου η άνευ όρων αθώωση του εαυτού, όχι μόνο δεν θα μας κάνει χειρότερους ανθρώπους, αλλά θα μας κάνει καλύτερους, διότι οδηγεί σε ψυχική γαλήνη και πληρότητα η οποία παρέχει το ψυχικό κλίμα που σε συνδυασμό με την επίγνωση των κινήτρων μας και την παραδοχή ότι αυτό που κάναμε είχε βλαβερές συνέπειες, ευνοεί το καλό.

[Αντίθετα, η συνήθης αθώωση που κάνουν οι άνθρωποι του τύπου «δεν φταίω εγώ» εμποδίζει την βελτίωσή τους, γιατί βασίζεται ακριβώς στην μη εξέταση των κινήτρων τους και στη βεβιασμένη αποποίηση της ευθύνης τους και άρα στη διαιώνιση της μη επίγνωσης των αρνητικών συνεπειών των πράξεών τους. Επιπλέον δεν κάνουν τίποτα για να ξεπεραστούν η ψυχική ταραχή και δυσφορία που κατά κανόνα κρύβονται σε τελευταία ανάλυση πίσω από την τέλεση μίας βλαβερής πράξης].

Αναφορικά με τις αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό, για την επίπτωσή τους στην ψυχική κατάσταση του ανθρώπου, σχετικά με τον τρόπο υπέρβασής του κ.λπ. μπορείτε να διαβάσετε διάφορα άρθρα σ’ αυτό το site όπως «Ποια είναι η πραγματική αιτία που νιώθουμε δυσάρεστα συναισθήματα;», «Έκανα το καλύτερο που μπορούσα. Αυτή είναι όλη η φιλοσοφία ζωής που χρειάζεται ένας άνθρωπος» κ.ά.

Φυτά στη Σελήνη θέλουν να καλλιεργήσουν Αυστραλοί επιστήμονες ως το 2025

Αυστραλοί επιστήμονες θέλουν να αποπειραθούν να καλλιεργήσουν φυτά στη Σελήνη ως το 2025 στο πλαίσιο νέας αποστολής που αποκαλύφθηκε σήμερα και έχει στόχο τη δημιουργία μιας αποικίας.

«Το πρόγραμμα αυτό αποτελεί ένα πρώτο βήμα για μια καλλιέργεια φυτών για τη διατροφή, την ιατρική και την παραγωγή οξυγόνου, τα οποία είναι όλα ζωτικής σημασίας για να υπάρξει ανθρώπινη ζωή στο Σελήνη», σημειώνουν οι ερευνητές σε ανακοίνωση που εξέδωσαν.

Ο Μπρετ Ουίλιαμς, φυτοβιολόγος στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Κουίνσλαντ, ανακοίνωσε ότι σπόροι θα μεταφερθούν από το διαστημικό σκάφος Beresheet 2, μια ιδιωτική ισραηλινή διαστημική αποστολή.

Μετά την προσελήνωση και την φύτευσή τους, οι σπόροι θα ποτίζονται σε σφραγισμένο θάλαμο και οι επιστήμονες θα παρακολουθούν για τυχόν σημάδια βλάστησης.

Τα είδη των φυτών θα επιλεγούν βάσει της ανθεκτικότητάς τους σε ακραίες καιρικές συνθήκες, αλλά και ανάλογα με την ταχύτητα βλάστησής τους.

Πέραν της δημιουργίας των συνθηκών για την ύπαρξη ανθρώπινης ζωής στο Φεγγάρι, η αποστολή αυτή θα μπορούσε επίσης να εξυπηρετήσει ως ένα εργαστήριο για την εξεύρεση λύσεων στα προβλήματα επισιτιστικής ασφάλειας που προκαλεί η κλιματική αλλαγή, δήλωσε η Κέιτλιν Μπιρτ, καθηγήτρια του Εθνικού Πανεπιστημίου της Αυστραλίας.

«Αν μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα σύστημα για την ανάπτυξη φυτών στη Σελήνη, θα μπορούμε τότε να δημιουργήσουμε ένα σύστημα για την ανάπτυξη διατροφικών φυτών σε ορισμένα από τα πιο δύσκολα περιβάλλοντα στη Γη», επισήμανε σε ανακοίνωση.

Το πρόγραμμα διευθύνεται από την οργάνωση Lunaria One, στην οποία μετέχουν Αυστραλοί και Ισραηλινοί επιστήμονες.

Σύγκρουση Διογενών – Κρόνιων

Οι ανθρωποθυσίες της Κρόνιας λατρείας και η εγκατάστασή της στα (Ιερό)Σόλυμα.

Στην αυγή της «επίσημης» καταγεγραμμένης ιστορίας, δηλ. περίπου στην τέταρτη χιλιετία π.κ.ε. οι Έλληνες -αφού συνήλθαν από τις καταστροφές που τους προξένησε ο μεγάλος κατακλυσμός, ο οποίος εξαφάνισε στο βυθό του Αιγαίου τον εξελιγμένο πανάρχαιο Ελληνικό πολιτισμό της Αιγηίδος, εμφανίστηκαν ξανά στο προσκήνιο. Διοικητικό και πολιτισμικό κέντρο αναδείχθηκε τότε η Κρήτη, η οποία, στηριζόμενη στην ναυτική της υπεροπλία, επανένωσε μέσω των θαλασσίων οδών τους διεσπαρμένους σε Ευρώπη, Ασία και Β. Αφρική εναπομείναντες Έλληνες, δίνοντας ταυτόχρονα μέσω του εμπορίου την ευκαιρία για πολιτισμική αναγέννηση και των υπολοίπων λαών.

Ο ηγέτης της Κρήτης Μίνωας αναγνωρίστηκε πρώτος μεταξύ των Ελλήνων βασιλέων και ηγεμόνων. Παράλληλα ο ίδιος φρόντισε για την επέκταση της εξουσίας του και σε εδάφη μη Ελληνικά, δημιουργώντας νέες αποικίες κοντά στις πληγείσες και αδύναμες πλέον προκατακλυσμιαίες Ελληνικές εστίες της Μικράς Ασίας, της μέσης Ανατολής και της Αιγύπτου, φθάνοντας ακόμα και μέχρι την Ιρλανδία σύμφωνα με Ιρλανδικές παραδόσεις των Δρυΐδων.

Παρά την προσπάθεια του Μίνωα να ενδυναμώσει τον Ελληνισμό, από νωρίς εκδηλώθηκε έντονη συνωμοτική αντίδραση και αντίσταση στο έργο του. Αυτή προέρχονταν από τους οπαδούς της παλαιάς Κρόνιας τυραννίας, η οποία είχε ηττηθεί στον πόλεμο του Δία κατά των υιών του Κρόνου Τιτάνων (Τιτανομαχία). Οι Κρόνιοι μεταξύ άλλων ευθύνονται και για τον παγκόσμιο-εμφύλιο πόλεμο Αιγαίων και Ατλάντων το 9.500 π.κ.ε η χρονολογία αυτή δίνεται από τον Πλάτωνα στον «Τίμαιο». Ο πόλεμος αυτός είχε λήξει με την ήττα και καταστροφή της Κρόνιας Ατλαντίδος.

Αν και είχαν νικηθεί κατά κράτος από τις Διογενείς δυνάμεις, οι λειτουργοί και οπαδοί του Κρόνου συνέχισαν να αντιμάχονται «υπογείως» όσους βίωναν και εξάπλωναν την κοσμοθεωρία που είχε εγκαθιδρύσει ο Ζευς ως οικουμενικός βασιλέας. Η ιδεολογία του Διός κατά την πάροδο των αιώνων εξελίχθηκε, για να καταλήξει σε ότι ονομάζουμε σήμερα Ελληνισμός.

Ο Μίνως λοιπόν σύμφωνα με τα αρχαία κείμενα ήταν ένας ηγέτης που άνηκε στο στρατόπεδο των Διογενών, όπως μαρτυρεί και ο Όμηρος (Οδύσσεια, ραψωδία τ, στοίχος 179): «Πόλη μεγάλη είναι η Κνωσός της Κρήτης, όπου ο Μίνωας, του Δία συνομιλητής, βασίλευε εννέα χρόνια». Άρα ο Μίνως, και λόγω αξιώματος, ήταν ο κυριότερος εχθρός των Κρονίων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι εκείνη η περίοδος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η εποχή της μεγάλης σύγχυσης, εφ’ όσον ο κόσμος είχε προέλθει από μία παγκόσμια καταστροφή.

Φυσικά στο επίκεντρο του προβλήματος βρίσκονταν η ανθρωπότητα, που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της μετά από περίπου 4 χιλιετίες ημιάγριας κατάστασης. Ωστόσο καθ΄ όλη την μακρά αυτή περίοδο βαρβαρότητας η απαραίτητη σπερματική γνώση (μαγιά) για την παλινόρθωση του πολιτισμού είχε σωθεί από τα ιερατεία του Διός στις βιβλιοθήκες των ναών, όπως ομολογεί στον Τίμαιο του Πλάτωνας ο αιγύπτιος ιερέας Σόγχιτος απευθυνόμενος στον Σόλωνα.

Οι Κρόνιοι από την άλλη μεριά δεν παρέδωσαν τα όπλα.

Προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν το χάος που επικράτησε εξαιτίας του κατακλυσμού, ώστε να επιβάλουν δια της πλαγίας οδού (δηλ. μέσω της θρησκείας) την τυραννία τους στους δυστυχείς ανθρώπους. Το κυριότερο χαρακτηριστικό της Κρόνιας λατρείας ήταν οι ανθρωποθυσίες, και αυτή είναι μία πληροφορία που την αντλούμε από τον Πλούταρχο. Βεβαίως τα ιερατεία του Διός δεν έμειναν αδρανή.

Οι τιμωρίες για τους οπαδούς του Κρόνου ήταν υποδειγματικές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι του Λυκάωνος, βασιλιά της Αρκαδίας. Ο Παυσανίας στα «Αρκαδικά» του καταγράφει το περιστατικό:

«Κατά την γνώμη μου ο Λυκάων ήταν σύγχρονος με τον βασιλιά των Αθηναίων Κέκροπα, όμως οι δύο τους δεν υπήρξαν εξίσου συνετοί στην αναζήτηση του καλύτερου τρόπου λατρείας: ο Κέκρωψ ονόμασε πρώτος τον Δία ύπατο (ύψιστο Θεό) και έκρινε, πως δεν είναι σωστό να θυσιάσει ζωντανή ύπαρξη και πρόσφερε στο βωμό γλυκίσματα του τόπου, που τα ονομάζουν πελάνους ακόμα και τώρα οι Αθηναίοι. Ο Λυκάων όμως έφερε πάνω στο βωμό του Λύκαιου Δία ανθρώπινο βρέφος και θυσίασε το βρέφος, για να βρέξει το βωμό με αίμα» Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, «Αρκαδικά» -VIII, 2, 3-3.1.

Μετά την βεβήλωση του βωμού ο Ζευς τιμώρησε τον Λυκάωνα και τον μεταμόρφωσε σε λύκο. Ο Παυσανίας, όπως φαίνεται και από το κείμενο, επιδοκιμάζει τον Διογενή Κέκρωπα τον οποίο αποκαλεί συνετό στην αναζήτηση του σωστότερου τρόπου λατρείας. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, ότι η αντιπαράθεση Κρονίων και Διογενών συνεχίστηκε με την μορφή σύγκρουσης ιερατείων που πρέσβευαν την μία ή την άλλη κοσμοθεωρία.

Η ίδρυση των Ιερο-Σολύμων από Κρόνιους

Η άνοδος του Μίνωα στον θρόνο της Κρήτης σήμανε την αντίστροφη μέτρηση για τους οπαδούς του Κρόνου, οι οποίοι συσπειρώθηκαν γύρω από τον Σαρπηδόνα, αδερφό του Μίνωα. Ο Ηρόδοτος αναφέρει:

«Όταν τα παιδιά της Ευρώπης, ο Σαρπηδών και ο Μίνως, μάλωσαν για την βασιλεία και επικράτησε ο Μίνωας, ο Σαρπηδών έφυγε μαζί με τους συντρόφους του. Οι εξόριστοι έφθασαν στην Μιλυάδα της Ασίας, όπου σήμερα κατοικούν οι Λύκιοι. Τότε λέγονταν Μιλυάδα και οι Μιλύες λέγονταν Σόλυμοι. Βασιλιάς ήταν ο Σαρπηδών» – «Κλειώ» 173.

Όπως λεει ο Ηρόδοτος, η εξέγερση των Κρονίων με ηγέτη των Σαρπηδόνα απέτυχε. Ο Μίνωας τους εξόρισε στην Μέση Ανατολή όπου και πήραν το όνομα Σόλυμοι, ίδρυσαν την πόλη Σόλυμα και ανακήρυξαν τον Σαρπηδόνα βασιλιά τους. Ότι οι Σόλυμοι, ο λαός του Σαρπηδόνα, ήταν λάτρες του Κρόνου, μας το λέει ο Πλούταρχος:

«Πράγματι πληροφορούμαι, ότι οι Σόλυμοι, οι γείτονες των Λυκίων, τιμούσαν ιδιαίτερα τον Κρόνο» (Πλούταρχος, «Ηθικά», «Περί των Εκλελοιπότων Χρηστηρίων» 421D).

Ότι ίδρυσαν εκείνοι την πόλη Σόλυμα το πληροφορούμαστε από τον Ιουδαίο ιστορικό και ραβίνο Ιώσηπο:

«Επειδή επί της εποχής του Αβραάμ, του προγόνου μας, η πόλη λέγονταν Σόλυμα. Πολλοί λένε, ότι και ο Όμηρος την αποκαλεί Σόλυμα. Την δε προσωνυμία «Ιερό-» οι Εβραίοι έβαλαν αργότερα. Ήταν κατά την εποχή που με την στρατιά του Ιησού (του Ναυή) κατά των Χαναναίων και του πολέμου, κατά τον οποίο οι Χαναναίοι κράτησαν (την πόλη), που (ο Ιησούς) κατένειμε στους Εβραίους, οι οποίοι όμως δεν κατάφεραν να διώξουν (τους Χαναναίους) από τα Ιεροσόλυμα, μέχρι που την πολιόρκησε ο Δαυίδ» (Ιώσηπος, «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία», Ζ,3,10-25).

Οι Κρόνιοι με ηγέτη τον Σαρπηδόνα δεν ξέχασαν ποτέ το μίσος για τους Διογενείς. Σύντομα απώλεσαν και κάθε στοιχείο Ελληνικής εθνικής συνείδησης. Η επόμενή τους κίνηση ήταν, να αναζητήσουν συμμάχους ομοϊδεάτες ανάμεσα στα βαρβαρικά φύλα που τους περιτριγύριζαν. Αυτοί βρέθηκαν στο σημιτικό βασίλειο των Ακαδίων, στην Μεσοποταμία, που είχε δημιουργηθεί πάνω στα ερείπια της Μινωικής Σουμερίας. Οι Ακάδιοι είχαν δύο κυρίαρχους αρσενικούς Θεούς: τον «Ένκυ» και τον «Ενλίλ». Αμφότεροι άνηκαν στο πάνθεον των Αννουνάκι.

Ο Ένκυ σύμφωνα με τον σερ Λώρενς Γκάρντνερ είναι ο Θεός που οι Εβραίοι ονόμαζαν «Άδον» ή «Κύριο», δηλαδή «ο καλός Θεός», ο Ενλίλ ήταν ο Θεός Τυφών, που κατάστρεψε τις Ελληνικές πολιτείες των Σοδόμων και των Γομόρρων, και τον γνωρίζουμε ως Γιαχβέ, δηλαδή «ο κακός Θεός». Ο τελευταίος, ο Ενλίλ-Γιαχβέ, ταυτιζόταν με τον Σεθ ή Σετ των Αιγυπτίων, δηλαδή τον Τιτάνα Τυφώνα των Ελλήνων.

Σύμφωνα με τα Διονυσιακά του Νόννου, όταν ο Κρόνος και οι Τιτάνες νικήθηκαν από τους Ολύμπιους, ο Τυφών αντεπαναστάτησε κατά του Διός. Ο πόλεμος Θεών και Τιτάνων επαναλήφθηκε σε δεύτερο γύρο. Τελικά οι Έλληνες Ολύμπιοι στέφθηκαν ξανά νικητές. Ο Τυφών-Ενλίλ-Γιαχβέ-Σεθ, όπως αντιλαμβανόμαστε ήταν ο διάδοχος του Κρόνου στην ηγεσία των Τιτάνων. Στην ουσία όμως Κρόνος και Τυφών ταυτίζονται, γεγονός που θα αποδειχθεί παρακάτω από τα αρχαία κείμενα.

Η συμμαχία Κρονίων και σημιτικών φυλών

Οι Χαλδαίοι-Ακάδιοι πρέπει να καλοείδαν την συμμαχία με τους Σολυμίτες. Είναι η εποχή, που ο μάγος Αβραάμ από την πόλη Ουρ της Μεσοποταμίας περιφέρεται στην περιοχή της Φιλισταίας (Παλαιστίνης) κατασκοπεύοντας τις Μινωικές αποικίες, ενώ η δράση του φθάνει και μέχρι την Αίγυπτο, όπου υπήρχε κρυφό μεν αλλά ισχυρό ιερατείο του Τυφώνος. Ο Αβραάμ και οι δικοί του ονομάστηκαν Εβραίοι, λέξη που σημαίνει «περιπλανώμενοι». Πράγματι σκοπός της ομάδος αυτής δεν ήταν να στεριώσει κάπου, αλλά να αναγνωρίσει το έδαφος για την εισβολή που θα επακολουθούσε, και γι’ αυτό τον λόγο έπρεπε να βρίσκονται συνεχώς σε κίνηση.

Στα χρόνια που ακολούθησαν η Κρόνια παράταξη ετοιμαζόταν πυρετωδώς για την αντεπίθεση της. Σκοπός ήταν να καταληφθεί πρώτα η Αίγυπτος και κατόπιν η Παλαιστίνη-Φιλισταία. Παράλληλα η επιμειξία Κρονίων Ελλήνων και σημιτικών φυλών δημιούργησε τον πειρατικό λαό των Φοινίκων οι οποίοι, σύμφωνα με τον Πλούταρχο «Περί Δεισιδαιμονίας» 171Β, ήταν Κρόνιοι. Η ναυτική ικανότητα του λαού αυτού επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί για την εισβολή στην κυρίως Ελλάδα, πράγμα που το είδαμε να γίνεται πράξη αιώνες μετά, κατά την διάρκεια των Μηδικών πολέμων.

Η Αίγυπτος λοιπόν δεν ήταν εύκολος στόχος. Η χώρα αυτή την εποχή εκείνη ήταν ιδιαίτερα ισχυρή και σύμμαχος της Μινωικής ομοσπονδίας. Αποφασίστηκε λοιπόν να αλωθεί από τα μέσα. Η εβραϊκή βίβλος με γλαφυρές περιγραφές αναφέρει, ότι οι Αιγύπτιοι είχαν αιχμαλωτίσει τους Εβραίους που ζούσαν εντός της επικράτειάς τους, επειδή τους φοβούνταν.

Η εξέγερση του ιερέα Οσαρσήφ, δηλαδή του Μωυσή, σύμφωνα με τα «Αιγυπτιακά» του Μανέθωνα, είχε ως σκοπό την επιβολή της Κρόνιας (Τυφών-Σεθ) λατρείας στην Αίγυπτο. Οι ταραχές ξέσπασαν, μόλις αποκαλύφθηκε ότι ο Οσαρσήφ ήταν ένας «μεμιασμένος» ιερέας (με την λέξη αυτή να σημαίνει, ότι ο Μωυσής είχε τελέσει ανθρωποθυσία εντός του ναού: βλ. Και Ι.Φουράκη, «η πρώτη σύγκρουση Ελλήνων-Εβραίων»). Η ανθρωποθυσία έχει ήδη αναφερθεί ότι ήταν χαρακτηριστικό της Κρόνιας λατρείας. Ο φόνος αυτός επιβεβαιώνεται και στο κεφάλαιο β’ της «εξόδου», στα χωρία ια-ιε, όπου διαβάζουμε: «Αμέσως εφόνευσεν (ο Μωυσής) αυτόν (τον Αιγύπτιο) και τον έχωσε εις την άμμον».

Τα γεγονότα από εδώ και μετά είναι πολύ-λίγο γνωστά. Οι Αιγύπτιοι οπαδοί του Οσαρσήφ-Μωυσή έχασαν τον πόλεμο και εξορίστηκαν από την Αίγυπτο. Πέρασαν στην χερσόνησο του Σινά και ονομάστηκαν Ισραήλ, δηλαδή: «Ο λαός του θεού» (Ηλ). Όχι όμως οποιουδήποτε θεού, αλλά του Κρόνου, εφ’ όσον ξέρουμε, ότι: «Κρόνον τοίνυν οι Φοίνικες Ηλ προσαγορεύουσιν» Ερενίου Φίλωνος, «φοινικική ιστορία», απόσπασμα καταχωρημένο στο Δ΄ βιβλίο, κεφάλαιο Ζ΄ του έργου «Ευαγγελική προπαρασκευή» του Ευσέβιου Καισαρείας.

Η αποτυχία στην Αίγυπτο δεν πτόησε το Κρόνιο ιερατείο. Οι Αιγύπτιοι εξόριστοι (Ισραηλίτες) συμμάχησαν με τους Έλληνες Σόλυμους (Ιουδαίους) και υπό το γενικό όνομα Εβραίοι, έτσι τους ήξεραν οι Κρήτες της Φιλισταίας, ξεκίνησαν το θεάρεστο έργο της γενοκτονίας των Διογενών Ελλήνων:

«Δια τούτο τάδε λέγει ο κύριος. Ιδού εγώ εκτείνω την χείρα μου επί τους αλλόφυλους και εξολοθρεύσω Κρήτας και απολώ τους καταλοίπους τους κατοικούντας την παραλίαν» Ιεζεκιήλ, ΚΕ” στ”.

Η Κρόνια λατρεία στον Πλούταρχο

Ο Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς ήταν αρχιερέας του Απόλλωνα στους Δελφούς. Από την θέση του αυτή συχνά καταφέρθηκε κατά της δεισιδαιμονίας και των υπολοίπων της Κρόνιας λατρείας. Ο ίδιος θεωρούσε την Κρόνια λατρεία βάρβαρη, ανθελληνική και επικίνδυνη για την ανθρωπότητα. Από τον Πλούταρχο γνωρίζουμε, ότι οι Φοίνικες λάτρευαν τον Κρόνο και του πρόσφεραν ανθρωποθυσίες:

«Πέρασε πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα στην Καρχηδόνα, επειδή ο Κρόνος δέχεται μεγάλες τιμές» Πλούταρχος, «Ηθικά» «Περί του Εμφαινομένου προσώπου τω Κύκλω της Σελήνης», 942C.

«Δεν θα ήταν πιο ωφέλιμο για τους Καρχηδόνιους να πάρουν εξ αρχής ως νομοθέτη τον Κριτία ή τον Διαγόρα και να μην πιστεύουν στην ύπαρξη κανενός θείου πνεύματος ή θεού, από το να κάνουν θυσίες σαν και αυτές που πρόσφεραν στον Κρόνο; Δεν θα ήταν αυτά, όπως αναφέρει ο Εμπεδοκλής, μιλώντας για εκείνους που θυσίαζαν ζωντανά πλάσματα: «σηκώνει ο πατέρας τον αγαπητό του γιο, που έχει αλλάξει στην μορφή, και κάνοντας προσευχή τον σφάζει, ο ανόητος, αλλά με γνώση και συνείδηση πρόσφεραν οι ίδιοι θυσία τα παιδιά τους, ενώ οι άτεκνοι αγόραζαν από τους φτωχούς παιδιά και τα έσφαζαν σαν αρνιά ή σαν μικρά πουλιά, ενώ η μητέρα στέκονταν πλάι αυστηρή και χωρίς να θρηνεί. Αν όμως στέναζε ή δάκρυζε, στερούνταν την τιμή, αλλά και το παιδί της δεν γλίτωνε την θυσία. Μπροστά μάλιστα από το άγαλμα όλη η περιοχή γέμιζε από θορύβους, καθώς άρχιζαν να παίζουν τους αυλούς και να χτυπούν τα τύμπανα, για να μην ακούγεται η βοή των θρήνων. Αν ωστόσο γίνονταν άρχοντές μας οι Τυφώνες ή οι Γίγαντες, διώχνοντας τους θεούς, με ποιες άραγε θυσίες θα ευχαριστούνταν ή ποιες άλλες ιεροτελεστίες θα απαιτούσαν;» Πλούταρχος, «Ηθικά», «Περί Δεισιδαιμονίας», 171Β -Α.

Η περιγραφή της ανθρωποθυσίας των Φοινίκων προς τιμή του Κρόνου, που μας δίνει ο Πλούταρχος, είναι κάτι παραπάνω από ανατριχιαστική. Στην τελευταία πρόταση μάλιστα ταυτίζει την λατρεία του Κρόνου με εκείνη του Τυφώνος. Μάλιστα στο «Περί Ίσιδος και Οσίριδος» (365 Α) ο ίδιος θεωρεί τον Τυφώνα υιό του Κρόνου: «Είναι δε τέκνα ο Τυφών και ο Νέφθυς του Κρόνου».

Ο Τυφών κατά τον Πλούταρχο είναι ο γενάρχης των Ιουδαίων

«Ορισμένοι πάλι, που λένε ότι εφτά μέρες κράτησε η φυγή του Τυφώνος πάνω σε γάιδαρο μετά την μάχη και, όταν αυτός σώθηκε, γέννησε τον Ιεροσόλυμο και τον Ιουδαίο, είναι ολοφάνερο με βάση αυτό, ότι ανάμειξαν στο μύθο Ιουδαϊκά στοιχεία» «Περί Ίσιδος και Οσίριδος», 363C.

Ο Τυφών είχε ως σύμβολό του τον γάιδαρο:

«Νομίζουν επίσης, ότι ο γάιδαρος, όπως είπαμε, είναι όμοιος με τον Τυφώνα» Γνωρίζουμε από τον Απίωνα, ότι μέσα στα «Άγια των Αγίων» του ναού του Σολομώντα υπήρχε ένα ομοίωμα του γαϊδάρου, στο οποίο οι ιερείς του Ισραήλ πρόσφεραν θυσίες. Φυσικά ο γάιδαρος αυτός ήταν ο Σεθ ή Σετ (Τυφών).

Ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος προσπάθησε να διαψεύσει τις καταγγελίες του Απίωνος:

«Μέσα στον ναό αυτόν ο Απίων είχε το θράσος να υποστηρίζει, ότι οι Ιουδαίοι διατηρούν το κεφάλι ενός γαϊδάρου, ότι λατρεύουν αυτό το ζώο και υποκλίνονται μπροστά του με μεγάλο σεβασμό. Το γεγονός που αναφέρει έχει σχέση με την λεηλασία του ναού από τον Αντίοχο τον Επιφανή, όταν ανακαλύφθηκε ένα κεφάλι φτιαγμένο από χρυσό μεγάλης αξίας. Για το θέμα αυτό ήθελα πρώτα να πω, ότι, ακόμα και αν είχαμε ένα τέτοιο λατρευτικό αντικείμενο, ένας Αιγύπτιος είναι ο τελευταίος που θα μπορούσε να μας κατηγορήσει. Γιατί ο γάιδαρος δεν είναι χειρότερος από τις γάτες, τα τραγιά και τα υπόλοιπα πλάσματα, που στην χώρα του περνιούνται για θεοί» Ιώσηπος, «Κατ’ Απίωνος», λόγος Β’, 80-82.

Επίσης στο ίδιο έργο ο Ιώσηπος απαντά στις κατηγορίες του Απίωνα ότι οι Ιουδαίοι θυσίαζαν Έλληνες και μετά τους έτρωγαν, ορκιζόμενοι αιώνιο μίσος προς τον Ελληνισμό.

Στα «Συμποσιακά» του Πλουτάρχου γίνεται δια στόματος Λαμπρία αναφορά σε τιμές που αποδίδουν οι Ιουδαίοι στον γάιδαρο:

«Όχι βέβαια, είπε ο Λαμπρίας παίρνοντας τον λόγο, αλλά κρατιούνται οι Ιουδαίοι μακριά από το λαγό λόγω της ομοιότητάς του με το ζώο που τιμούν περισσότερο απ’ όλα, πράγματι ο λαγός μοιάζει με γάιδαρο» Πλούταρχος «Συμποσιακά» βιβλίο τέταρτο, πρόβλημα Ε, 670 Ε.

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Ηθικά, περί Ίσιδος και Οσίριδος 371 Β) η φυγή του Τυφώνα κράτησε 7 μέρες επάνω σε γάιδαρο μετά την μάχη, και όταν αυτός σώθηκε γέννησε τον Ιερο-σόλυμο και τον Ιουδαίο. Επίσης ο Πλούταρχος, ιερέας και μυημένος στα μυστήρια των Δελφών, αναφέρει ότι ο Τυφώνας είναι μία τελείως αρνητική ενέργεια αλλά και σκοτεινή οντότητα, όπου συμβόλιζε την φθορά τις αρρώστιες και τις διανοοητικές διαταραχές. Το να κατάγεται λοιπόν κάποιος από το σπέρμα του Τυφώνα δεν ήταν καθόλου κολακευτικό, πράγμα που καταλόγιζε για την καταγωγή των Εβραίων.

Ο Τυφώνας είχε ως σύμβολό του τον γάιδαρο (Πλούταρχος Ηθικά, περί Ίσιδος και Οσίριδος 363 Γ), όπως επίσης αναφέραμε ήδη ο συγγραφέας Απίων, λέγει ότι μέσα στα “Άγια των Αγίων” του ναού του Σολομώντος υπήρχε ένα ομοίωμα γαϊδάρου, στο οποίο οι ιερείς του Ισραήλ προσέφεραν θυσίες. Ο γάιδαρος αυτός ήταν ο Σετ – Σηθ – Τυφών.

Είναι γνωστή η είσοδος του Εβραίου Ιησού στα Ιεροσόλυμα, καβάλα σε έναν γάιδαρο, την ημέρα του εβραϊκού Πεσάχ-Πάσχα.

Αλλά και η μέρα λατρείας του Γιαχβέ, το Σάββατο, ήταν η μέρα αφιερωμένη στον Κρόνο. Οι μέρες έπαιρναν το όνομά τους από το όνομα του πλανήτη της πρώτης ώρας τους σύμφωνα με τάξη αντίστροφη αυτής των πλανητών. Για παράδειγμα, εάν η πρώτη ώρα μιας μέρας ήταν η ώρα του Ήλιου, η πρώτη ώρα της δεύτερης μέρας σύμφωνα με τον χωρισμό σε 12 ώρες θα ήταν της Σελήνης κ.ο.κ. Στις λατινογενείς ονομασίες ακολουθείται η αρχή αυτή. Έτσι η Κυριακή είναι η «Sun-day» μέρα του Ήλιου.

Η δική μας Δευτέρα είναι η μέρα της Σελήνης (Luna): Lunedi και στα Αγγλικά M(o)on-day. Έτσι φθάνουμε στο Σάββατο, την έβδομη ημέρα, που είναι αφιερωμένη στον Κρόνο (Saturnus): στα Αγγλικά «Satur-day». Ένα ακόμα αποδεικτικό στοιχείο είναι το πρώτο συνθετικό «Σατ-» στην λατινική ονομασία του Κρόνου, το οποίο είναι πολύ κοντά στην Αιγυπτιακή ονομασία του Τυφώνος, δηλαδή του «Σετ».

Ο Σετ ή Σηθ ήταν ο σκοτεινός θεός των Αιγυπτίων και αδερφός του Όσιρη τον οποίο φόνευσε και τεμάχισε για να βασιλέψει στην Αίγυπτο. Αργότερα ο Σετ εξορίστηκε στην έρημο και έγινε θεός των νομάδων της ερήμου με το όνομα Ιαβέ – Τσεβαώθ και απεικονίζεται να έχει κεφάλι γαϊδάρου. Ο γνωστός απατεώνας και γιδοβοσκός Μωυσής έλαβε εντολή από τον Κρόνιο εξόριστο θεό του Σετ-Τυφώνα, να καταλάβει με ύπουλο τρόπο και με σκοτεινή μαγεία, (10 πληγές του Φαραώ) την γη της επαγγελίας που δεν είναι άλλη από την Αίγυπτο και τους Ελληνογενείς Αιγύπτιους. Κάτι τέτοιο δεν επετεύχθη κι επέστρεψε αναγκαστικά με τις γίδες του στα Ιερο-σόλυμα στην περιοχή που ο Σετ – Τυφών – Όνος είχε γεννήσει τον πρώτο του υιό, Ιερο-σόλυμο. Εκεί ο βασιλιάς Σολομώντας με την βοήθεια των 72 βασιλιάδων (Σολομωνική) Νεφελίμ έκτισε τον περιβόητο ναό του για να επαναφέρει στην εξουσία τον σκοτεινό Κρόνιο θεό, Τσεβαώθ – Ιαβέ – Ιω – Γιαχβέ – Τυφώνα – Σετ – Σαβαώθ, (δηλαδή το Big Boss και το Ονομα Αυτού Ιαλδαβαώθ – Γιαχβέ – Σαβαώθ – Σακλάς – Αμπράξας.)

Τέλος και στις σύγχρονες Σατ-ανιστικές τελετές, όπου η μαγεία ασκείται και μέσω της «Σολομωνικής», η ανθρωποθυσία αποτελεί κεντρικό στοιχείο της τελετής.

Ο Eπίκουρος και τα χρήματα

Ορθά και όμορφα διαίρεσε o μέγας διδάσκαλος περί της ευδαιμονίας Επίκουρος τις ανθρώπινες ανάγκες σε τρεις κατηγορίες.

Πρώτον, στις φυσικές και αδήριτες: πρόκειται γιά εκείνες πού, όταν δέν ικανοποιηθούν, προκαλούν πόνο – εδώ, συνεπώς, συγκαταλέγονται μόνο victus et amictus [τροφή κι ένδυση].

Δεύτερον, στις φυσικές αλλά όχι και αδήριτες: πρόκειται για την ανάγκη ‘ικανοποίησης της γενετήσιας ορμής, αν και o Επίκουρος -σύμφωνα με την έκθεση της διδασκαλίας του από τον Διογένη Λαέρτιο- δεν το διατυπώνει ρητά (την διδασκαλία του, παρεμπιπτόντως, την παρουσιάζω συνολικά κάπως τροποποιημένη και λειασμένη)- ή ανάγκη αυτή ικανοποιείται ήδη δυσκολότερα απ’ ότι οι πρωτοαναφερθείσες.

Τρίτον, στις ούτε φυσικές ούτε αδήριτες: πρόκειται για τις ανάγκες της πολυτέλειας, της αφθονίας, της επίδειξης και τού μεγαλείου- τούτες δεν έχουν πέρας, η δε ικανοποίησή τους είναι πολύ δύσκολη.

Τα όρια των εύλογων επιθυμιών μας πού αφορούν στην κτήση είναι δύσκολο, αν όχι και αδύνατο να καθαριστούν, καθώς η ικανοποίηση τού κάθε ανθρώπου απ’ αυτή την άποψη εξαρτάται όχι, από ένα απόλυτο, αλλά ένα σχετικό μέγεθος, από την σχέση δηλ. των απαιτήσεων του και της περιουσίας του, ούτως ώστε τούτη ή τελευταία, θεωρούμενη μεμονωμένη, είναι τόσο κενή νοήματος όσο και ο αριθμητής ενός κλάσματος χωρίς τον παρονομαστή. Ένας άνθρωπος δεν στερείται καθόλου τα αγαθά εκείνα για τα οποία δεν του έχει περάσει καν από το μυαλό ή αξίωση να τα αποκτήσει, άλλα είναι, και χωρίς αυτά, εντελώς ικανοποιημένος. Ένας άλλος, αντίθετα, ό όποιος κατέχει τα εκατονταπλάσια απ’ αυτόν, νιώθει δυστυχής επειδή στερείται ένα και μόνον αγαθό το όποιο έχει την αξίωση να κατέχει.

Ο καθένας έχει, και απ’ αυτήν επίσης την άποψη, έναν δικό του ορίζοντα του τί είναι γι’ αυτόν δυνητικά εφικτό, και οι αξιώσεις του εκτείνονται μέχρι τα όρια του ορίζοντα αυτού. Όποτε ένα αντικείμενο ευρισκόμενο εντός του ορίζοντα αυτού του παρουσιάζεται κατά τρόπο ώστε να ευελπιστεί ότι θα το αποκτήσει, τότε νιώθει ευτυχής· δυστυχής, αντίθετα, νιώθει όποτε δυσκολίες που εμφανίζονται του στερούν αυτή την προοπτική. Ότι βρίσκεται εκτός του οπτικού αυτού πεδίου δεν άσκει καμία επίδραση επάνω του. ΩΣ εκ τούτου, ή μεγάλη περιουσία των πλουσίων δεν προκαλεί ανησυχία στον φτωχό· κι από την άλλη πλευρά, ό πλούσιος, όταν αποτύχει στις επιδιώξεις του, δεν βρίσκει παρηγοριά στα πλείστα όσα κατέχει.

Το γεγονός ότι, μετά την απώλεια πλούτου η ευκαταστασίας και μόλις ξεπερασθεί ή αρχική οδύνη, ή συνήθης μας διάθεση δεν διαφέρει κατά πολύ από την προ της απώλειας οφείλεται στο ότι, αφότου η μοίρα σμίκρυνε τον παράγοντα της περιουσίας μας, μειώνουμε τώρα κι εμείς οι ίδιοι δραστικά τον παράγοντα των αξιώσεων μας.

Η προσαρμογή αυτή είναι το πραγματικά επώδυνο στην περίπτωση ενός δεινού – όταν, όμως, πλέον ολοκληρωθεί, τότε ο πόνος υποχωρεί, μέχρι που, εντέλει, παύει να γίνεται αισθητός: η πληγή επουλώνεται.

Στην περίπτωση, αντίθετα, ενός ευτυχούς συμβάντος, ο συμπιεστής των αξιώσεων μας μετατίθεται σε υψηλότερο σημείο, ώστε οι ίδιες οι αξιώσεις μας διογκώνονται: εδώ ακριβώς έγκειται η χαρά. Τούτη, όμως, δεν διαρκεί περισσότερο από την διαδικασία ολοκλήρωσης αυτής της προσαρμογής, μέχρις ότου δηλ. συνηθίσουμε στον αυξημένο βαθμό αξιώσεων και καταστούμε αδιάφοροι για το μέγεθος της περιουσίας που του αντιστοιχεί. Τούτο δηλώνεται ήδη από το ομηρικό χωρίο ΥΔ., Σ, 136-137, το όποιο καταλήγει ως εξής:

τοίος γάρ νόος έσύν έπιχθονίων άνθρώπων, οϊον έπ ήμαρ άγησι, πατήρ άνδρών τε θεών τε

(γιατί ταιριάζει των θνητών η σκέψη με την μέρα καθώς την στέλνει των θεών κι ανθρώπων ο πατέρας)

Η πηγή του ανικανοποίητου που νιώθουμε βρίσκεται στην διαρκώς ανανεούμενη προσπάθειά μας ν’ ανυψώσουμε τον παράγοντα των αξιώσεων μας, ενόσω ο άλλος παράγοντας παραμένει αμετάβλητος, ακυρώνοντας, έτσι, την προσπάθειά μας.

Στους ανθρώπους επιρρίπτεται συχνά η μομφή ότι η επιθυμία τους είναι κυρίως εστραμμένη στο χρήμα και ότι αγαπούν τούτο περισσότερο από κάθε τι άλλο. Εντούτοις, είναι φυσικό, μάλιστα προφανώς αναπόφευκτο ν’ αγαπούν το χρήμα, το όποιο -ωσάν ακαταπόνητος Πρωτέας- είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμο να μεταμορφωθεί στο εκάστοτε αντικείμενο των τόσο μεταβαλλόμενων επιθυμιών μας και των πολυσχιδών αναγκών μας.

Κάθε άλλο αγαθό ικανοποιεί μία μόνον επιθυμία, μία μόνον ανάγκη: οι τροφές είναι κα­λές μόνο για τον πεινασμένο, το κρασί μόνο για τον υγιή, τα φάρμακα μόνο για τον ασθενή, μία γούνα μόνο για τον χει­μώνα, οι γυναίκες μόνο για την νιότη κ.λπ. Όλα τούτα είναι συνεπώς απλώς αγαθά προς τι, αγαθά δηλ. σε σχέση με κάτι άλλο. Μόνο το χρήμα είναι το αγαθό κατ’ απόλυτη έννοια, καθώς δεν αντιστοιχεί σε μία ανάγκη in concrete [συγκεκρι­μένα], αλλά στην ανάγκη όλως, in abstracto [αφηρημένα].

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΙ

ΘΟΥΚ 3.82.1–3.83.4

Η "Παθολογία" του πολέμου

Λαμβάνοντας αφορμή από τα γεγονότα της Κέρκυρας και τις εκεί βαρβαρότητες (βλ. ΘΟΥΚ 3.69.1–3.81.5), ο Θουκυδίδης ανατέμνει στο σημείο αυτό την ανθρώπινη ψυχή και αναπτύσσει την παθολογία του εμφύλιου πολέμου.


[3.82.1] Οὕτως ὠμὴ <ἡ> στάσις προὐχώρησε, καὶ ἔδοξε μᾶλλον,
διότι ἐν τοῖς πρώτη ἐγένετο, ἐπεὶ ὕστερόν γε καὶ πᾶν ὡς
εἰπεῖν τὸ Ἑλληνικὸν ἐκινήθη, διαφορῶν οὐσῶν ἑκασταχοῦ
τοῖς τε τῶν δήμων προστάταις τοὺς Ἀθηναίους ἐπάγεσθαι
καὶ τοῖς ὀλίγοις τοὺς Λακεδαιμονίους. καὶ ἐν μὲν εἰρήνῃ
οὐκ ἂν ἐχόντων πρόφασιν οὐδ’ ἑτοίμων παρακαλεῖν αὐτούς,
πολεμουμένων δὲ καὶ ξυμμαχίας ἅμα ἑκατέροις τῇ τῶν ἐναν-
τίων κακώσει καὶ σφίσιν αὐτοῖς ἐκ τοῦ αὐτοῦ προσποιήσει
ῥᾳδίως αἱ ἐπαγωγαὶ τοῖς νεωτερίζειν τι βουλομένοις ἐπορί-
ζοντο. [3.82.2] καὶ ἐπέπεσε πολλὰ καὶ χαλεπὰ κατὰ στάσιν ταῖς
πόλεσι, γιγνόμενα μὲν καὶ αἰεὶ ἐσόμενα, ἕως ἂν ἡ αὐτὴ
φύσις ἀνθρώπων ᾖ, μᾶλλον δὲ καὶ ἡσυχαίτερα καὶ τοῖς εἴδεσι
διηλλαγμένα, ὡς ἂν ἕκασται αἱ μεταβολαὶ τῶν ξυντυχιῶν
ἐφιστῶνται. ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ
τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ
μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν· ὁ δὲ πόλεμος ὑφελὼν τὴν
εὐπορίαν τοῦ καθ’ ἡμέραν βίαιος διδάσκαλος καὶ πρὸς τὰ
παρόντα τὰς ὀργὰς τῶν πολλῶν ὁμοιοῖ. [3.82.3] ἐστασίαζέ τε οὖν
τὰ τῶν πόλεων, καὶ τὰ ἐφυστερίζοντά που πύστει τῶν προ-
γενομένων πολὺ ἐπέφερε τὴν ὑπερβολὴν τοῦ καινοῦσθαι τὰς
διανοίας τῶν τ’ ἐπιχειρήσεων περιτεχνήσει καὶ τῶν τιμωριῶν
ἀτοπίᾳ. [3.82.4] καὶ τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ
ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει. τόλμα μὲν γὰρ ἀλόγιστος
ἀνδρεία φιλέταιρος ἐνομίσθη, μέλλησις δὲ προμηθὴς δειλία
εὐπρεπής, τὸ δὲ σῶφρον τοῦ ἀνάνδρου πρόσχημα, καὶ τὸ
πρὸς ἅπαν ξυνετὸν ἐπὶ πᾶν ἀργόν· τὸ δ’ ἐμπλήκτως ὀξὺ
ἀνδρὸς μοίρᾳ προσετέθη, ἀσφαλείᾳ δὲ τὸ ἐπιβουλεύσασθαι
ἀποτροπῆς πρόφασις εὔλογος. [3.82.5] καὶ ὁ μὲν χαλεπαίνων πιστὸς
αἰεί, ὁ δ’ ἀντιλέγων αὐτῷ ὕποπτος. ἐπιβουλεύσας δέ τις
τυχὼν ξυνετὸς καὶ ὑπονοήσας ἔτι δεινότερος· προβουλεύσας
δὲ ὅπως μηδὲν αὐτῶν δεήσει, τῆς τε ἑταιρίας διαλυτὴς καὶ
τοὺς ἐναντίους ἐκπεπληγμένος. ἁπλῶς δὲ ὁ φθάσας τὸν
μέλλοντα κακόν τι δρᾶν ἐπῃνεῖτο, καὶ ὁ ἐπικελεύσας τὸν
μὴ διανοούμενον. [3.82.6] καὶ μὴν καὶ τὸ ξυγγενὲς τοῦ ἑταιρικοῦ
ἀλλοτριώτερον ἐγένετο διὰ τὸ ἑτοιμότερον εἶναι ἀπροφασί-
στως τολμᾶν· οὐ γὰρ μετὰ τῶν κειμένων νόμων ὠφελίας αἱ
τοιαῦται ξύνοδοι, ἀλλὰ παρὰ τοὺς καθεστῶτας πλεονεξίᾳ.
καὶ τὰς ἐς σφᾶς αὐτοὺς πίστεις οὐ τῷ θείῳ νόμῳ μᾶλλον
ἐκρατύνοντο ἢ τῷ κοινῇ τι παρανομῆσαι. [3.82.7] τά τε ἀπὸ τῶν
ἐναντίων καλῶς λεγόμενα ἐνεδέχοντο ἔργων φυλακῇ, εἰ
προὔχοιεν, καὶ οὐ γενναιότητι. ἀντιτιμωρήσασθαί τέ τινα
περὶ πλείονος ἦν ἢ αὐτὸν μὴ προπαθεῖν. καὶ ὅρκοι εἴ που
ἄρα γένοιντο ξυναλλαγῆς, ἐν τῷ αὐτίκα πρὸς τὸ ἄπορον
ἑκατέρῳ διδόμενοι ἴσχυον οὐκ ἐχόντων ἄλλοθεν δύναμιν· ἐν
δὲ τῷ παρατυχόντι ὁ φθάσας θαρσῆσαι, εἰ ἴδοι ἄφαρκτον,
ἥδιον διὰ τὴν πίστιν ἐτιμωρεῖτο ἢ ἀπὸ τοῦ προφανοῦς, καὶ
τό τε ἀσφαλὲς ἐλογίζετο καὶ ὅτι ἀπάτῃ περιγενόμενος ξυνέ-
σεως ἀγώνισμα προσελάμβανεν. ῥᾷον δ’ οἱ πολλοὶ κακοῦργοι
ὄντες δεξιοὶ κέκληνται ἢ ἀμαθεῖς ἀγαθοί, καὶ τῷ μὲν αἰσχύ-
νονται, ἐπὶ δὲ τῷ ἀγάλλονται. [3.82.8] πάντων δ’ αὐτῶν αἴτιον
ἀρχὴ ἡ διὰ πλεονεξίαν καὶ φιλοτιμίαν· ἐκ δ’ αὐτῶν καὶ ἐς
τὸ φιλονικεῖν καθισταμένων τὸ πρόθυμον. οἱ γὰρ ἐν ταῖς
πόλεσι προστάντες μετὰ ὀνόματος ἑκάτεροι εὐπρεποῦς, πλή-
θους τε ἰσονομίας πολιτικῆς καὶ ἀριστοκρατίας σώφρονος
προτιμήσει, τὰ μὲν κοινὰ λόγῳ θεραπεύοντες ἆθλα ἐποιοῦντο,
παντὶ δὲ τρόπῳ ἀγωνιζόμενοι ἀλλήλων περιγίγνεσθαι ἐτόλμη-
σάν τε τὰ δεινότατα ἐπεξῇσάν τε τὰς τιμωρίας ἔτι μείζους,
οὐ μέχρι τοῦ δικαίου καὶ τῇ πόλει ξυμφόρου προτιθέντες, ἐς
δὲ τὸ ἑκατέροις που αἰεὶ ἡδονὴν ἔχον ὁρίζοντες, καὶ ἢ μετὰ
ψήφου ἀδίκου καταγνώσεως ἢ χειρὶ κτώμενοι τὸ κρατεῖν
ἑτοῖμοι ἦσαν τὴν αὐτίκα φιλονικίαν ἐκπιμπλάναι. ὥστε
εὐσεβείᾳ μὲν οὐδέτεροι ἐνόμιζον, εὐπρεπείᾳ δὲ λόγου οἷς
ξυμβαίη ἐπιφθόνως τι διαπράξασθαι, ἄμεινον ἤκουον. τὰ
δὲ μέσα τῶν πολιτῶν ὑπ’ ἀμφοτέρων ἢ ὅτι οὐ ξυνηγωνίζοντο
ἢ φθόνῳ τοῦ περιεῖναι διεφθείροντο.

[3.83.1] Οὕτω πᾶσα ἰδέα κατέστη κακοτροπίας διὰ τὰς στάσεις
τῷ Ἑλληνικῷ, καὶ τὸ εὔηθες, οὗ τὸ γενναῖον πλεῖστον μετ-
έχει, καταγελασθὲν ἠφανίσθη, τὸ δὲ ἀντιτετάχθαι ἀλλήλοις
τῇ γνώμῃ ἀπίστως ἐπὶ πολὺ διήνεγκεν· [3.83.2] οὐ γὰρ ἦν ὁ διαλύ-
σων οὔτε λόγος ἐχυρὸς οὔτε ὅρκος φοβερός, κρείσσους δὲ
ὄντες ἅπαντες λογισμῷ ἐς τὸ ἀνέλπιστον τοῦ βεβαίου μὴ
παθεῖν μᾶλλον προὐσκόπουν ἢ πιστεῦσαι ἐδύναντο. [3.83.3] καὶ οἱ
φαυλότεροι γνώμην ὡς τὰ πλείω περιεγίγνοντο· τῷ γὰρ
δεδιέναι τό τε αὑτῶν ἐνδεὲς καὶ τὸ τῶν ἐναντίων ξυνετόν,
μὴ λόγοις τε ἥσσους ὦσι καὶ ἐκ τοῦ πολυτρόπου αὐτῶν τῆς
γνώμης φθάσωσι προεπιβουλευόμενοι, τολμηρῶς πρὸς τὰ
ἔργα ἐχώρουν. [3.83.4] οἱ δὲ καταφρονοῦντες κἂν προαισθέσθαι καὶ
ἔργῳ οὐδὲν σφᾶς δεῖν λαμβάνειν ἃ γνώμῃ ἔξεστιν, ἄφαρκτοι
μᾶλλον διεφθείροντο.

***
[3.82.1] Σε τέτοιες άκρες αγριότητες έφτασε ο εμφύλιος πόλεμος και φάνηκε φριχτός περισσότερο γιατί ήταν από τις πρώτες εκδηλώσεις, ενώ αργότερα μπορεί να πει κανείς πως ολόκληρος ο Ελληνικός κόσμος συνταράχτηκε με τον ίδιο τρόπο, γιατί υπήρχαν εσωτερικές διαφορές σε κάθε τόπο ανάμεσα στους δημοκρατικούς αρχηγούς, που καλούσαν τους Αθηναίους να τους υποστηρίξουν, και στους ολιγαρχικούς, που φώναζαν τους Λακεδαιμονίους. Βέβαια, σε καιρό ειρήνης, δε θα ήταν εύκολο να βρουν αιτία για επανάσταση, ούτε θα ήταν τόσο πρόθυμοι να καλέσουνε βοήθεια απ' έξω· αλλά τώρα που βρίσκονταν σε πόλεμο οι δυο μεγάλοι, και υπήρχαν οι συμμαχίες με τον έναν ή τον άλλον από τους δυο, δεν εδίσταζαν να επικαλεστούν τη βοήθειά τους και να την επιτύχουν όσοι ήθελαν να κάνουν πραξικόπημα για ν' αλλάξουν το καθεστώς, για να βλάψουν τους εχτρούς τους και συνάμα για να ενισχύσουν τη δική τους μερίδα. [3.82.2] Κ' έπεσαν πολλές και βαρειές συμφορές στα διάφορα κράτη από τις εσωτερικές τους επαναστάσεις, τέτοιες που γίνονται βέβαια και θα γίνονται πάντοτε όσο μένει ίδιο το φυσικό του ανθρώπου, αλλά που μπορεί να συντύχουν πιο άγρια ή πιο μαλακά, και που θ' αλλάζουνε μορφή ανάλογα με το πώς θα παρουσιαστούν κάθε φορά οι παραλλαγμένες περιστάσεις. Γιατί σε καιρούς ειρήνης κι όταν υπάρχει σχετική ευημερία, τόσο οι πολιτείες όσο και τα άτομα, είναι πιο καλοπροαίρετοι ο ένας για τον άλλον, επειδή δε φτάνουνε σε απόγνωση από άκρα ανάγκη που δεν τους ήρθε με τη θέλησή τους· ο πόλεμος όμως, που παίρνει ύπουλα κάτω απ' τα πόδια των ανθρώπων την ευκολία να κερδίζουν το καθημερινό τους, τους διδάσκει την ωμότητα, κ' εντείνει την αγανάχτηση των πολλών ανάλογα με την κατάσταση όπου τους φέρνει. [3.82.3] Γίνονταν λοιπόν επαναστάσεις στις πολιτείες, κι αν τυχόν καμιά είχε καθυστερήσει, μαθαίνοντας το τι είχε σταθεί αλλού προτήτερα, προχωρούσε μακρήτερα στις άκρες βιαιότητες, και ξάναβαν τα μυαλά των ανθρώπων προσπαθώντας να επινοήσουν κάτι χειρότερο και πιο περίτεχνο, και να επιβάλουν πιο τερατώδικες αντεκδικήσεις. [3.82.4] Και νόμισαν πως είχαν το δικαίωμα ν' αλλάξουν και τη συνειθισμένη ανταπόκριση των λέξεων προς τα πράγματα, για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους. Έτσι η αστόχαστη αποκοτιά θεωρήθηκε παλληκαριά γι' αγάπη των συντρόφων, ο δισταγμός από πρόνοια για το μέλλον δειλία που προβάλλει ενάρετες δικαιολογίες, η γνωστική μετριοπάθεια ως πρόφαση ανανδρίας, και η ικανότητα να βλέπει κανείς όλες τις πλευρές μιας κατάστασης, ανικανότητα να δράσει από καμιά· την απότομη και βίαιη αντίδραση, την πρόσθεσαν στα προτερήματα του αντρός, και η αποχή από τις ραδιουργίες λογίστηκε φαινομενικά λογική πρόφαση για ν' αποφύγει κανείς τον κίντυνο. [3.82.5] Τον αδιάκοπα έξαλλο κατήγορο τον θεωρούσαν πάντα αξιόπιστο, όποιον όμως του αντιμιλούσε, τον υποψιάζονταν για προδοσία. Κι αν έκανε κανείς ραδιουργίες και πετύχαινε, τον είχαν για έξυπνο, κι όποιος υποψιαζόταν και ξεσκέπαζε έγκαιρα τα σχέδια του άλλου ήταν ακόμα πιο καπάτσος. Όποιος όμως προνοούσε ώστε να μη χρειαστούν αυτά καθόλου, έλεγαν πως διαλύει το κόμμα κι αφήνει να τον τρομοκρατήσουν οι αντίπαλοι. Και μ' ένα λόγο, όποιος πρόφταινε να κάνει το κακό πριν από τον άλλον άκουγε παινέματα, καθώς κι όποιος παρακινούσε στο κακό έναν άλλον που δεν το είχε προτήτερα βάλει στο νου του. [3.82.6] Κι ο συγγενής λογιζόταν πιο ξένος από τον κομματικό σύντροφο, επειδή ο σύντροφος ήταν πιο πρόθυμος να ριχτεί στον κίντυνο για το κόμμα χωρίς να εξετάσει την αληθινή αιτία της πράξης του. Οι κομματικοί σύντροφοι δε συνδεόταν μεταξύ τους σύμφωνα με τους νόμους που ίσχυαν γι' αμοιβαία ωφέλεια αλλά για να κερδίσουν πλεονεχτήματα στο πείσμα των νόμων και των κοινωνικών ηθών. Και την εμπιστοσύνη μεταξύ τους δεν την επικύρωναν όρκοι προς τους θεούς, όπως συνηθιζόταν άλλοτε, αλλά ο σκοπός να πατήσουν το νόμο με κοινήν ενέργεια. [3.82.7] Τις δίκαιες προτάσεις των αντιπάλων τις δέχονταν μ' επιφύλαξη παρακολουθώντας τις πράξεις τους αν ήταν πιο ισχυροί κι όχι με γενναιοψυχία. Και κοίταζαν περισσότερο να πάρουν εκδίκηση παρά να φυλαχτούνε για να μην πάθουν πρώτα οι ίδιοι. Κι αν σε κάποια περίσταση έδιναν κ' έπαιρναν όρκους να συμφιλιωθούν, οι όρκοι ίσχυαν γιατί τη στιγμή εκείνη δεν ήτανε σε θέση κανένας από τους δυο να κάνει τίποτ' άλλο, επειδή δεν είχαν να περιμένουν ενίσχυση από πουθενά αλλού· μόλις όμως δινόταν η ευκαιρία, εκείνος που πρόφταινε να τολμήσει, αν έβλεπε πουθενά ανοιχτό τον αντίπαλο, του την έφερνε με μεγαλύτερη χαρά επειδή είχε δώσει τα πιστά παρά αν τον εζημίωνε κατ' ευθεία και φανερά· και λογιζόταν το φέρσιμο τούτο όχι μόνο πιο σίγουρο, αλλά, επειδή είχε υπερισχύσει με πονηριά, έπαιρνε και το χαραχτήρα νίκης σε αγώνα εξυπνάδας. Κ' ευκολώτερα νομίζονταν επιδέξιοι οι πολλοί που κακουργούν, παρά ενάρετοι όσοι δεν ξέρουν απ' αυτά. Και ντρέπονται για τούτο το δεύτερο ενώ καμαρώνουνε για το πρώτο.

[3.82.8] Αιτία για ολ' αυτά είναι η όρεξη ν' αποχτήσουν δύναμη οι άνθρωποι από απληστία και φιλοδοξία· κι' απ αυτά πηγάζει η ορμή που τους σπρώχνει, μια και μπούνε στη διαμάχη των κομμάτων. Γιατί όσοι ξεπρόβαλαν κάθε φορά σαν αρχηγοί στις πολιτείες, ο καθένας με ωραίο και αξιόπρεπο σύνθημα, πως εκτιμούν πάνω απ' όλα την ίση συμμετοχή όλων των πολιτών στη διοίκηση [της πολιτείας], ή τη γνωστική και μετρημένη κυβέρνηση των πιο καλών, γνοιάζονταν για τα κοινά μόνο με τα λόγια, ενώ κέρδιζαν πλεονεχτήματα για τον εαυτό τους, και πολεμώντας με κάθε τρόπο να υπερισχύσουν ο ένας από τον άλλον πολλές φορές ως τώρα τόλμησαν να κάνουν τα πιο φοβερά πράματα, κ' επιδίωξαν να εκδικηθούν τους αντιπάλους τους όχι ως εκεί που επιτρέπει η δικαιοσύνη και το συμφέρον της πολιτείας, αλλά κάνοντας τις πιο άγριες πράξεις, με μοναδικό περιορισμό το τι ήταν πιο ευπρόσδεκτο κάθε φορά για τη μια ή την άλλη μερίδα· και δεν εδίστασαν στην προσπάθειά τους να καταλάβουν την αρχή είτε καταδικάζοντας τους αντιπάλους με άδικη ψήφο του λαού, είτε με βίαιο πραξικόπημα, να χορτάσουν τη φιλοδοξία τους της στιγμής. Έτσι που κανείς από τους δυο δεν ακολουθούσε τους κανόνες του σεβασμού προς το δίκαιο και το σωστό, αλλά όσοι τύχαινε με ωραία και πρεπούμενα λόγια να σκεπάσουν τις πιο ανόσιες πράξεις, αποχτούσαν καλύτερη φήμη. Οι πιο μετριοπαθείς πολίτες θανατώνονταν κι από τους δυο, είτε γιατί δε βοηθούσαν τον αγώνα τους ή γιατί τους φθονούσαν οι άρχοντες ως και την πιθανότητα να επιζήσουν.

[3.83.1] Έτσι γίνηκαν κάθε λογής διαστρεμμένα εγκλήματα ανάμεσα στους Έλληνες κ' αιτία τους ήταν οι εσωτερικές διενέξεις κ' επαναστάσεις. Και οι ηθικοί τρόποι που συγγενεύουν τα πιο στενά με την ευγενικιά φύση, έγιναν καταγέλαστοι και αφανίστηκαν, κ' επικράτησαν οι οξείες αντιθέσεις των αντιπάλων κομμάτων με διαμετρικά αντίθετα φρονήματα, χωρίς ίχνος αμοιβαίας εμπιστοσύνης. [3.83.2] Γιατί δεν υπήρχε τίποτα που να διαλύσει τη δυσπιστία αυτή, ούτε λόγος που να δίνει εγγύηση, ούτε όρκος που να φοβάται κανείς να τον πατήσει. Κι όταν επικρατούσαν, όλοι στοχάζονταν πως δεν είχαν καμμιάν ελπίδα να εξασφαλιστούνε μόνιμα, γι' αυτό περισσότερο φρόντιζαν πώς να μην πάθουν αυτοί πρώτοι παρά που μπορούσαν να δώσουν πίστη στους άλλους. [3.83.3] Και τις περισσότερες φορές επέπλεαν όσοι είχαν τις κατώτερες διάνοιες, γιατί επειδή φοβούνταν τόσο την ίδια τους κατωτερότητα όσο και την εξυπνάδα των αντιπάλων, μήπως γι' αυτό δεν μπορέσουν να επιβάλουν τη γνώμη τους με τα λόγια, και μήπως με την ευστροφία τους οι άλλοι προφτάσουν να τους συκοφαντήσουν και να εξυφάνουν τα συνωμοτικά τους σχέδια προτήτερα, τολμούσαν να κάνουνε πραξικοπήματα με αναίδεια. [3.83.4] Ενώ όσοι δεν καταδέχονταν να λάβουν τα μέτρα τους έγκαιρα, βέβαιοι πώς θα προαισθάνονταν τον κίντυνο, γιατί νόμιζαν πως δε χρειάζονται οι πράξεις εκεί που έφτανε η γνώση, πιάνονταν αφύλαχτοι και θανατώνονταν.