Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Τρῳάδες (1207-1259)

ΧΟ. καὶ μὴν πρὸ χειρῶν αἵδε σοι σκυλευμάτων
Φρυγίων φέρουσι κόσμον ἐξάπτειν νεκρῷ.
ΕΚ. ὦ τέκνον, οὐχ ἵπποισι νικήσαντά σε
1210 οὐδ᾽ ἥλικας τόξοισιν, οὓς Φρύγες νόμους
τιμῶσιν, οὐκ ἐς πλησμονὰς θηρώμενοι,
μήτηρ πατρός σοι προστίθησ᾽ ἀγάλματα
τῶν σῶν ποτ᾽ ὄντων· νῦν δέ σ᾽ ἡ θεοστυγὴς
ἀφείλεθ᾽ Ἑλένη, πρὸς δὲ καὶ ψυχὴν σέθεν
1215 ἔκτεινε καὶ πάντ᾽ οἶκον ἐξαπώλεσεν.
ΧΟ. ἒ ἔ, φρενῶν
ἔθιγες ἔθιγες· ὦ μέγας ἐμοί ποτ᾽ ὢν
ἀνάκτωρ πόλεως.
ΕΚ. ἃ δ᾽ ἐν γάμοισι χρῆν σε προσθέσθαι χροῒ
Ἀσιατίδων γήμαντα τὴν ὑπερτάτην,
1220 Φρύγια πέπλων ἀγάλματ᾽ ἐξάπτω χροός.
σύ τ᾽, ὦ ποτ᾽ οὖσα καλλίνικε μυρίων
μῆτερ τροπαίων, Ἕκτορος φίλον σάκος,
στεφανοῦ· θανῇ γὰρ οὐ θανοῦσα σὺν νεκρῷ·
ἐπεὶ σὲ πολλῷ μᾶλλον ἢ τὰ τοῦ σοφοῦ
1225 κακοῦ τ᾽ Ὀδυσσέως ἄξιον τιμᾶν ὅπλα.
ΧΟ. αἰαῖ αἰαῖ,
πικρὸν ὄδυρμα γαῖά σ᾽, ὦ
τέκνον, δέξεται.
στέναζε, μᾶτερ ΕΚ. αἰαῖ.
1230 ΧΟ. νεκρῶν ἴακχον. ΕΚ. οἴμοι [μοι].
ΧΟ. οἴμοι δῆτα σῶν ἀλάστων κακῶν.
ΕΚ. τελαμῶσιν ἕλκη τὰ μὲν ἐγώ σ᾽ ἰάσομαι,
τλήμων ἰατρός, ὄνομ᾽ ἔχουσα, τἄργα δ᾽ οὔ·
τὰ δ᾽ ἐν νεκροῖσι φροντιεῖ πατὴρ σέθεν.
1235 ΧΟ. ἄρασσ᾽ ἄρασσε [χειρὶ] κρᾶτα
πιτύλους διδοῦσα χειρός·
ἰώ μοί μοι.
ΕΚ. ὦ φίλταται γυναῖκες…
ΧΟ. Ἑκάβη, σὰς ἔνεπε· τίνα θροεῖς αὐδάν;
1240 ΕΚ. οὐκ ἦν ἄρ᾽ ἐν θεοῖσι πλὴν οὑμοὶ πόνοι
Τροία τε πόλεων ἔκκριτον μισουμένη,
μάτην δ᾽ ἐβουθυτοῦμεν. εἰ δὲ μὴ θεὸς
ἔστρεψε τἄνω περιβαλὼν κάτω χθονός,
ἀφανεῖς ἂν ὄντες οὐκ ἂν ὑμνηθεῖμεν ἂν
1245 μούσαις ἀοιδὰς δόντες ὑστέρων βροτῶν.
χωρεῖτε, θάπτετ᾽ ἀθλίῳ τύμβῳ νεκρόν·
ἔχει γὰρ οἷα δεῖ γε νερτέρων στέφη.
δοκῶ δὲ τοῖς θανοῦσι διαφέρειν βραχὺ
εἰ πλουσίων τις τεύξεται κτερισμάτων·
1250 κενὸν δὲ γαύρωμ᾽ ἐστὶ τῶν ζώντων τόδε.

ΧΟ. ἰὼ ἰώ·
μελέα μάτηρ, ἣ τὰς μεγάλας
ἐλπίδας ἐπὶ σοὶ κατέκναψε βίου.
μέγα δ᾽ ὀλβισθεὶς ὡς ἐκ πατέρων
ἀγαθῶν ἐγένου,
1255 δεινῷ θανάτῳ διόλωλας.
ἔα ἔα·
τίνας Ἰλιάσιν τούσδ᾽ ἐν κορυφαῖς
λεύσσω φλογέας δαλοῖσι χέρας
διερέσσοντας; μέλλει Τροίᾳ
καινόν τι κακὸν προσέσεσθαι.

***
Οι γυναίκες ξανάρχονται με νεκροστολίσματα.
ΚΟΡ. Νά, λάφυρα τρωαδίτικα οι γυναίκες
κρατούν, για νεκροστόλισμα τα φέρνουν.
ΕΚΑ. Παιδί μου, του πατέρα σου η μητέρα
προσφέρνει αυτά σ᾽ εσένα· όχι γιατί
τους συνομήλικούς σου έχεις νικήσει
1210 σε αγώνες ιππικούς ή αγώνες τόξων,
που τους τιμούν με μέτρο οι Τρωαδίτες·
δώρα από βιος δικό σου· μα η Ελένη
σου τ᾽ άρπαξε όλα πια η καταραμένη,
κοντά σ᾽ αυτά και τη ζωή σού πήρε
κι όλο το σπιτικό σου έχει ρημάξει.
ΧΟΡ. Την καρδιά μού ᾽χεις αγγίξει, την καρδιά·
οχ οϊμένα,
που προσμέναμε σ᾽ εσένα
το μεγάλο της πατρίδας βασιλιά.
ΕΚΑ. Με τα λαμπρά τρωικά φορέματα, όσα
θα ταίριαζε στο γάμο σου να βάλεις,
που θα ᾽παιρνες την πρώτη της Ασίας,
1220 μ᾽ αυτά στολίζω τώρα το κορμί σου.
Κι ω ασπίδα του Έχτορά μου αγαπημένη,
χίλιων τροπαίων καλλίνικη μητέρα,
δέξου από μένα τούτο το στεφάνι·
στο θάνατο θα πας, κι ας μην πεθαίνεις,
μ᾽ αυτό μας το νεκρό· γιατί σου αξίζει
εσέ τιμή, που δεν αξίζει στα όπλα
του κακού και παμπόνηρου Οδυσσέα.
ΧΟΡ. Μες στον κόρφο της η γη
θα σε κλείσει,
δύστυχο, αχ,
ω πικρών δακρύων η βρύση.
Θρήνησε, κυρούλα, πες…
ΕΚΑ. Συφορά!
ΧΟΡ. μοιρολόι πικρό.
1230 ΕΚΑ. Ω καημέ!
ΧΟΡ. Ναι, καημένη.
Χαροκάηκες, αχ, οϊμέ.
ΕΚΑ. Σου δένω τις πληγές, έρμος γιατρός,
που τ᾽ όνομα έχει, μα όχι και τη χάρη·
και κάτω κει θα σε γνοιαστεί ο γονιός σου.
ΧΟΡ. Δίνε με τα χέρια
τη χτυπιά
μια πάνω στην άλλη
σα με δυο κουπιά
στ᾽ άμοιρό σου το κεφάλι.
Μικρή διακοπή· η Εκάβη βυθίζεται σε σκέψη· ύστερ᾽ από λίγο μιλεί κάπως πιο ήρεμα.
ΕΚΑ. Αγαπητές μου…
ΧΟΡ. Είμαστ᾽, Εκάβη, δικές σου,
πες μας τί θέλεις.
1240 ΕΚΑ. Δεν είχαν οι θεοί λοιπόν άλλη έγνοια,
παρά μονάχα εμάς να τυραννούν,
ένα ήτανε το μίσος τους, η Τροία,
κι ανώφελα τους κάναμε θυσίες.
Μα τ᾽ όνομά μας, αν συθέμελα έτσι
δε μας βούλιαζε η τύχη, θα χανόταν,
δε θα ᾽γραφαν για μας τραγούδια και ύμνους,
που θα τα λεν γενιές μελλοντικές.
Στους στρατιώτες.
Σύρτε, θάψτε το εσείς στον κρύο του τάφο·
το νεκροστόλισμα έγινε, όσο πρέπει.
Λίγο τούς γνοιάζει τους νεκρούς αν πλούσια
θα τους προσφέρουν δώρα· αυτά ειναι, λέω,
1250 των ζωντανών ανόητες ξιπασιές.
Οι στρατιώτες παίρνουν το νεκρό πάνω στην ασπίδα και φεύγουν.

ΚΟΡ. Αχ η δύστυχη μάνα σου,
που μ᾽ εσένα οι τρανές της ζωής της βουλιάξαν ελπίδες.
Σε μακάριζαν που ήσουν βλαστάρι μεγάλης γενιάς,
αχ και μ᾽ άσπλαχνο θάνατο πήγες.
Στο βάθος, πάνω στα τείχη, πηγαινοέρχονται στρατιώτες με αναμμένα δαδιά στα χέρια.
Γιά κοιτάξτε, κοιτάξτε·
ποιοί ειν᾽ αυτοί
που εκεί πάνω στης Τροίας τις σκεπές
αναμμένα στα χέρια τους παίζουν δαδιά;
Κι άλλο τώρα κακό θα χτυπήσει την πόλη.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Οι διάλεκτοι της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας

8.16 Οι διάλεκτοι στη λογοτεχνία

Στην αρχαία Ελλάδα κάθε λογοτεχνικό είδος χρησιμοποιεί τη διάλεκτο της περιοχής στην οποία πρωτοκαλλιεργήθηκε. Έτσι η ελεγεία, ένα είδος «μελαγχολικής», θρηνητικής ποίησης, χρησιμοποιεί την ιωνική διάλεκτο, γιατί αυτό το είδος ποίησης πρωτοκαλλιεργήθηκε στις ιωνικές περιοχές. Ένας μεγάλος εκπρόσωπος αυτού του είδους ήταν ο ποιητής Αρχίλοχος από την Πάρο. Η μελική ποίηση, ποίηση που απαγγελλόταν από ένα άτομο με τη συνοδεία οργάνου (λύρας ή αυλού), αναπτύχθηκε στη Λέσβο και γι' αυτό χρησιμοποιεί τη λεσβιακή διάλεκτο. Η Σαπφώ, από τη Λέσβο, είναι το μεγάλο όνομα της μελικής ποίησης. Το ότι διάφορα είδη λογοτεχνίας, δηλαδή έντεχνου λόγου, χρησιμοποιούν τη διάλεκτο στην οποία πρωτοκαλλιεργήθηκαν δεν είναι παράξενο. Έτσι, όταν ακούμε σήμερα μαντινάδες, όλοι περιμένουμε να ακούσουμε την κρητική διάλεκτο, γιατί εκεί κυρίως λειτουργεί αυτό το είδος. Αυτό που ωστόσο αποτελεί ιδιαιτερότητα της αρχαίας Ελλάδας είναι ότι η διάλεκτος είναι σχεδόν υποχρεωτική για κάθε λογοτεχνικό είδος, ασχέτως αν αυτός που το καλλιεργεί είναι ομιλητής της διαλέκτου ή όχι. Έτσι, όποιος γράφει ελεγειακή ποίηση πρέπει να χρησιμοποιήσει την ιωνική διάλεκτο, ασχέτως αν η ιωνική είναι η «μητρική» του διάλεκτος. Στις αρχαίες τραγωδίες τα χορικά, το τραγούδι του «χορού» (της χορωδίας που αντιπροσωπεύει στις τραγωδίες την «κοινή γνώμη») είναι πάντα σε δωρική διάλεκτο, παρά το ότι ο συγγραφέας (Ευριπίδης, Σοφοκλής, Αισχύλος) δεν ήταν ομιλητής δυτικής διαλέκτου αλλά Αθηναίος, δηλαδή ομιλητής της αττικής. Για να καταλάβετε αυτή την ιδιαιτερότητα της αρχαίας λογοτεχνίας, φανταστείτε να είναι υποχρεωτικό σήμερα για όποιον θέλει να γράψει μαντινάδες να τις γράψει στη διάλεκτο της Κρήτης, είτε είναι ομιλητής της διαλέκτου, δηλαδή Κρητικός, είτε όχι.

Δυο λόγια τώρα για ένα λογοτεχνικό είδος, το έπος, που συνδέεται με τα ποιήματα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας και το όνομα του Ομήρου. Η γλώσσα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, η επική γλώσσα είναι ένα μείγμα ιωνικών και αιολικών διαλεκτικών στοιχείων. Απουσιάζουν τα δωρικά διαλεκτικά στοιχεία. Πρόκειται για μια μεικτή, τεχνητή γλώσσα, που δεν μιλήθηκε ποτέ αλλά «φτιάχτηκε» για τις ανάγκες της επικής ποίησης. Όσοι μετά τον Όμηρο γράφουν αυτό το είδος ποίησης χρησιμοποιούν αυτό το είδος γλώσσας. Έτσι, αντί για τον τύπο βία στο έπος βρίσκουμε τον ιωνικό τύπο βίη. Αντί για τον τύπο τέσσαρες βρίσκουμε τον αιολικό τύπο πίσυρες. Πώς προέκυψε αυτό το μείγμα; Οι ειδικοί υποθέτουν ότι τα έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, γεννήθηκαν σε μια πολύ μακρινή εποχή, στα μυκηναϊκά χρόνια και ίσως πιο πριν. Θα θυμάστε άλλωστε ότι στην Ιλιάδα κυριαρχεί ο Αγαμέμνονας, βασιλιάς των Μυκηνών. Αυτή η μεγάλη παλαιότητα των ομηρικών επών γίνεται φανερή από τη διατήρηση στη γλώσσα τους γλωσσικών στοιχείων που υπάρχουν στη μυκηναϊκή αλλά έχουν χαθεί πια στις αρχαίες διαλέκτους όπως τις ξέρουμε από κείμενα (επιγραφές κ.ά.) μετά το 750 π.Χ. Ένα παράδειγμα είναι η οργανική πτώση. Αυτή, όπως είδαμε, υπάρχει στη μυκηναϊκή διάλεκτο (π.χ. ἁνίαφι'με ηνία, με χαλινάρια'), και τη βρίσκουμε και στα ομηρικά έπη. Τα έπη λοιπόν γεννήθηκαν στη νότια Ελλάδα την εποχή του μυκηναϊκού πολιτισμού (14ος-13ος αιώνας π.Χ.) και ήταν προφορικά ποιήματα, ποιήματα δηλαδή που περνούσαν προφορικά από γενιά σε γενιά (άλλωστε η γραφή στα μυκηναϊκά είχε, όπως είδαμε, πολύ περιορισμένη, λογιστική, χρήση) και τραγουδιούνταν από ειδικούς τεχνίτες, τους ραψωδούς (η λέξη σημαίνει 'ράβω ωδές', δηλαδή 'συνθέτω τραγούδια'). Με την καταστροφή του μυκηναϊκού πολιτισμού τον 12ο αιώνα π.Χ. και τις μετακινήσεις πληθυσμών που ακολούθησαν, η ποιητική αυτή παράδοση συνεχίστηκε και καλλιεργήθηκε στις αιολόφωνες και ιωνόφωνες περιοχές. Έτσι γεννήθηκε αυτό το μείγμα ιωνικών και αιολικών διαλεκτικών στοιχείων που χαρακτηρίζει την επική γλώσσα.

Μη νιώθεις ενοχές γι’ αυτά που θέλει το σώμα

Αλήθεια για πόσα πράγματα νιώθεις μια κρυφή ενοχή; Από αυτές που τα καθιστούν κρυφές απολαύσεις -μυστικά δρώμενα του σώματος που δεν μπορείς να εξομολογηθείς στον καθένα με το κεφάλι ψηλά- από τη μια, και από την άλλη αποτελούν γεγονότα μιας ενοχής που από μόνος σου έχεις βάλει τον εαυτό σου σε διαδικασία να νιώθει έτσι, κυρίως γιατί αυτές οι πράξεις αν αφορούν το σώμα δεν αφορούν και το πνεύμα.

Έτσι σου είπαν. Έτσι μας είπαν. Έτσι μας λένε κάθε μέρα. Πως οτιδήποτε ικανοποιεί τη βιολογία μας, οτιδήποτε κάνει την έμφυτη παρόρμηση μας να περνάει καλά και να ευχαριστιέται, οτιδήποτε αναζωπυρώνει το ένστικτό μας -αυτό το βαθύ που δεν είναι και πολύ εξευγενισμένο- πρέπει να τιμωρείται. Γιατί εμείς είμαστε ανώτερα όντα που έχουμε ακονίσει το πνεύμα μας να μη υπακούει στις απαιτήσεις της σάρκας. Να μη λέει ναι στις ξεπέτες, στα φιλιά, στα χουφτώματα, στο φλερτ, στο ένα στα γρήγορα ή στα όρθια, στον έρωτα χωρίς λόγο, στην αυτοϊκανοποίηση. Να αντιστέκεται. Να τα στέλνει όλα αυτά στο πυρ το εξώτερο και τις ξεπέτες κυρίως γιατί έχουν να κάνουν με αλληλεπίδραση με τον άλλον και έχει ποτίσει τόσο μέσα μας ότι δε μας σέβεται ή δεν τον σεβόμαστε εμείς αν θελγόμαστε μόνο για κρεβάτι.

Όντας λοιπόν ανώτερα όντα ξεχάσαμε πως από χαμηλά ξεκίνησαν τα πάντα. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Και εκεί χαμηλά θα έπρεπε και να τα αφήνουμε να δρουν χωρίς πολλά πολλά παρελκόμενα. Αρχικά γιατί δεν υπάρχει καλύτερο αγχολυτικό. Ή και να υπάρχει δε θα είναι τόσο μακράς διαρκείας και με τόσα αποτελέσματα και στο πνεύμα τελικά. Γιατί το σώμα σαν αυτοτελής οντότητα που είναι ξέρει τι σου ζητάει και όταν το ακούς και του το προσφέρεις χωρίς συμπλέγματα, θα σε ανταμείψει και στα «ψηλά» στρώματα του πνεύματος και του σώας τας φρένας.

Μην το υποτιμάς. Κάθε ξεπέτα αντί να τη χρησιμοποιείς σαν εργαλείο για να μαστιγώσεις τον εαυτό σου που και πάλι δεν πέτυχε η συνταγή με το υπαρξιακό σου και ψάχνεσαι σε εφήμερους δήθεν έρωτες, μπορείς να τη δεις ως κάτι διασκεδαστικό που σε βοηθάει να αποτοξινωθείς από τις τύψεις τις κοινωνικές και διώχνει τη θλίψη για όσα δε γίνονται -από τα απλά μέχρι τις σχέσεις. Αυτό θα σε κάνει να γνωρίσεις ένα άλλο επίπεδο ελευθερίας που ποτέ δε φανταζόσουν ότι θα μπορούσε να ξεκινάει ανάμεσα από τα πόδια σου.

Η κάβλα είναι λύτρωση και έρχεται και συγχωρεί ακόμα και τα σωστά. Αν την πας μέχρι το τέλος χωρίς δεύτερες σκέψεις θα σε πάει και αυτή στη διαύγεια που λαχταράς. Στο ξεκαθάρισμα όλων των αιτιών. Σε όλα τα γιατί που θα έδινες πολλά έως και τα πάντα να έχουν να κάνουν με κάτι παραπάνω από έρωτα αλλά τελικά κατέληξαν εκεί. Μην το υποτιμάς και πάλι. Αν το απενοχοποιήσεις ίσως βρεις ότι δεν υπάρχουν αληθινοί ένοχοι παρά μόνο άνθρωποι που θέλησαν και άνθρωποι που απλώς δε θέλησαν.

Σε πιο απλό επίπεδο, όλοι -είτε γιατί έτσι είναι η κατασκευή μας είτε γιατί μας την έκαναν έτσι- θεωρούμε κορύφωση στη ζωή μας ό,τι γίνεται με το πνεύμα, ό,τι διέπει η υψηλή εγκεφαλική λειτουργία μας. Όμως να είσαι σίγουρος ότι για κάποιο λόγο το κεφάλι είναι παρέα με το υπόλοιπο σώμα μας και μάλιστα στην αρχή του. Για να ακούμε και να ικανοποιούμε το κορμί και όλη αυτή η δύναμη της απελευθέρωσης να καταλήγει στο κεφάλι για να μας βοηθήσει ξανά και ξανά στο πώς να μάθουμε να ακούμε περισσότερο το σώμα και λιγότερο όλα τα άλλα.

William Shakespeare: Η αγάπη η αληθινή δεν αλλάζει με τις σύντομες ώρες και βδομάδες

Στις 20 Μαΐου του 1599 εκδόθηκε για πρώτη φορά μία συλλογή από 154 σονέτα από του Ουίλιαμ Σαίξπηρ.

Σήμερα θυμόμαστε το πιο δυνατό και σίγουρα το πιο διάσημο από αυτά, στο νούμερο 116. Το Σονέτο εκδόθηκε με τον τίτλο "Let me not to the marriage of trur minds" και μιλάει για την τεράστια ισχύ της αληθινής αγάπης, η οποία δεν κλονίζεται και δεν αλλάζει απέναντι στις δυσκολίες κι αν το κάνει, όταν το κάνει, απλώς δεν είναι αληθινή.

Κάτι που πρέπει πιθανόν να έχουμε κατά νου όλοι στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, κάθε φορά που αναρωτιόμαστε αν κάποιος μας αγαπάει τελικά πραγματικά. Η απάντηση είναι πολύ πιο εύκολη απ' όσο νομίζουμε.

«Κανένα εμπόδιο να ενωθούν πιστές καρδιές
δεν θα δεχθώ

Δεν είναι η αγάπη αυτή που αλλάζει με της τύχης
τα γυρίσματα
Και με το κάθε σκούντημα πέφτει και χάνεται.

Όχι, είναι σημάδι προαιώνιο
Που ακλόνητο τις τρικυμίες αντικρίζει

Του καραβιού που πλανιέται το άστρο
Η αξία του είναι άγνωστη, αν και το ύψος του μπορεί να υπολογιστεί.

Δεν είναι η αγάπη παιχνίδι του καιρού
που κυλάει με το κυρτό του το δρεπάνι,
Δεν είναι τριανταφυλλένια μάγουλα και χείλια.

Η αγάπη η αληθινή δεν αλλάζει με τις σύντομες ώρες και βδομάδες,
Φτάνει μακριά μέχρι την άκρη της συντέλειας.

Αν είναι πλάνη αυτό και μου αποδειχτεί, ούτε τίποτα έχω γράψει στην ζωή

Ούτ’ άνθρωπος έχει ποτέ αγαπήσει
»

Η Αξία της Αυτοεκτίμησης

Στην ψυχολογία, ο όρος αυτοεκτίμηση χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη συνολική αίσθηση ενός ατόμου της προσωπικής του αξίας και συχνά θεωρείται ως ένα χαρακτηριστικό της προσωπικότητας, το οποίο τείνει να είναι σταθερό και διαρκή.

Η αυτοεκτίμηση μπορεί να περιλαμβάνει μια ποικιλία των πεποιθήσεων για τον εαυτό, όπως η εκτίμηση της εξωτερικής εμφάνισης, των πεποιθήσεων, των συναισθημάτων και των συμπεριφορών του ατόμου.

Πολύ λίγη αυτοεκτίμηση μπορεί να κάνει το άτομο να νιώσει νικημένο, να πέσει σε κατάθλιψη, να κάνει κακές επιλογές, να εμπλακεί σε καταστροφικές σχέσεις, ή να αδυνατεί να ζει μέχρι το πλήρες δυναμικό του.

Σύμφωνα με έναν ορισμό (Braden, 1969), υπάρχουν τρία βασικά συστατικά της αυτοεκτίμησης:

Η αυτοεκτίμηση είναι μία ουσιαστική ανθρώπινη ανάγκη, ζωτικής σημασίας για την επιβίωση και φυσιολογική, υγιή ανάπτυξη.

Η αυτοεκτίμηση προκύπτει αυτόματα με βάση τις πεποιθήσεις και τη συνείδηση του ατόμου.

Η αυτοεκτίμηση εμφανίζεται σε συνδυασμό με τις σκέψεις, τις συμπεριφορές, τα συναισθήματα και τις ενέργειες του ατόμου.

Η ανάγκη για αυτοεκτίμηση παίζει σημαντικό ρόλο στην ιεραρχία των αναγκών (πυραμίδα του Maslow) του ψυχολόγου A. Maslow, η οποία απεικονίζει την αυτοεκτίμηση ως ένα από τα βασικά ανθρώπινα κίνητρα. O Maslow πρότεινε ότι οι άνθρωποι χρειάζονται τόσο την εκτίμηση από τους άλλους ανθρώπους, όσο και τον εσωτερικό αυτο-σεβασμό. Και οι δύο αυτές ανάγκες θα πρέπει να πληρούνται, ώστε το άτομο να αναπτυχθεί και να επιτύχει την αυτοπραγμάτωση. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αυτοεκτίμηση είναι μια έννοια διαφορετική από την αυτο-αποτελεσματικότητα, η οποία περιλαμβάνει την πίστη στις μελλοντικές ενέργειες, τις επιδόσεις ή τις ικανότητες.

Μεταξύ των παραγόντων που επηρεάζουν την αυτοεκτίμηση είναι γενετικοί παράγοντες που βοηθούν στη διαμόρφωση της συνολικής προσωπικότητας και που μπορούν να διαδραματίσουν έναν ρόλο. Συχνά όμως είναι οι εμπειρίες μας που αποτελούν τη βάση για τη συνολική αυτοεκτίμηση. Όσοι λαμβάνουν συστηματικά υπερβολικά κριτική ή αρνητικές εκτιμήσεις από τους φροντιστές, τα μέλη της οικογένειας και τους φίλους, για παράδειγμα, κατά πάσα πιθανότητα θα αντιμετωπίζουν προβλήματα με χαμηλή αυτοεκτίμηση.

Σύμφωνα με τον Bucay, η αυτοεκτίμηση διδάσκεται στα παιδιά με δύο μηχανισμούς: ο πρώτος είναι των γονιών μας με την προσοχή και τις φροντίδες, ο δεύτερος πιο ανεπαίσθητος αλλά εξίσου καθοριστικός, εξαρτάται από το ίδιο επίπεδο αυτοεκτίμησής που δείχνουν να έχουν οι ίδιοι οι γονείς. Αυτός ο δεύτερος μηχανισμός μπορείς να ονομαστεί «αυτοεκτίμηση μέσω μίμησης» και μεταδίδεται στο παιδί όταν αυτό αντιληφθεί πως οι ίδιοι οι γονείς του και η οικογένεια που έχουν δημιουργήσει διαθέτει αυτοεκτίμηση.

Αυτό που χρειάζεται είναι να δώσουμε εμείς την αποδοχή στον εαυτό μας, αντί να την ζητάμε από το περιβάλλον μας. Μια καλή και υγιή αυτοεκτίμηση έχει ως αποτέλεσμα να αισθανόμαστε καλά για αυτό που είμαστε, να αναγνωρίζουμε και εκτιμάμε τη δική μας αξία και να είμαστε υπερήφανοι για τις ικανότητες και τα επιτεύγματά μας. Έτσι, θα είμαστε σε θέση να αναγνωρίζουμε ότι ενώ έχουμε ελαττώματα, αυτά δεν έχουν παράλογα μεγάλο ρόλο στη ζωή μας ή την αυτο-εικόνα μας. Φυσικά, επίπεδα αυτοεκτίμησης σε ακραία υψηλά -όπως και χαμηλά- μπορεί να είναι επιζήμια. Το ιδανικό, λοιπόν, είναι να βρεθεί μια ισορροπία κάπου στη μέση, δηλαδή, μια ρεαλιστική, αλλά θετική άποψη του εαυτού μας.

Πώς αποφασίζει ο εγκέφαλός μας;

Παρόλο που οι ψυχολόγοι σε όλο τον κόσμο προσπαθούν να το προσδιορίσουν εδώ και εκατό χρόνια τώρα, όμως η νευρο-επιστημονική έρευνα την τελευταία δεκαετία περίπου μας έδωσε τα πιο συναρπαστικά και ενδιαφέροντα ευρήματα για το πώς λειτουργεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος αν είναι να πάρει κάποιες αποφάσεις. Σε γενικές γραμμές, τα ευρήματα αποκαλύπτουν ότι οι συναισθηματικές αποφάσεις (ή αυτές που λαμβάνονται συχνά πιο γρήγορα) λαμβάνονται κυρίως από τα παλαιότερα μέρη του εγκεφάλου μας (ο λεγόμενος εγκέφαλος των ερπετών και θηλαστικών) και οι γενικά πιο αργές αποφάσεις και πιο λογικές θεωρούνται ότι λαμβάνονται από τον σύγχρονο εγκέφαλο ή το νεο-φλοιό.

Ο Jonathan Haidt δηλώνει ότι ο «ελέφαντας» είναι η αυτόματη ή η παράλογη πλευρά της λήψης των αποφάσεών μας, ενώ ο αναβάτης είναι η αναλυτική / ελεγχόμενη / λογική πλευρά της λήψης των αποφάσεών μας

Αν και πολλοί ψυχολόγοι έχουν ενσωματώσει αυτήν την έρευνα στις πρόσφατες εργασίες τους, όμως ο Αμερικανός κοινωνικός ψυχολόγος Jonathan Haidt χαρακτήρισε πιο χρήσιμη αυτή τη διάσπαση (δυαδικότητα), υποδηλώνοντας ότι ο παλιός εγκέφαλός μας (με τις συναισθηματικές αποφάσεις) μπορεί να συγκριθεί με έναν πολύ μεγάλο ελέφαντα, και ο μικρός αναβάτης του με το μέρος του εγκεφάλου που παίρνει τις λογικές αποφάσεις.

Στο βιβλίο του, «Η υπόθεση της ευτυχίας» ο Haidt υποδηλώνει ότι ο «ελέφαντας» είναι η αυτόματη ή η παράλογη πλευρά της λήψης των αποφάσεών μας, ενώ ο αναβάτης είναι η αναλυτική / ελεγχόμενη / λογική πλευρά της λήψης των αποφάσεών μας. Σύμφωνα με το μοντέλο του, ο αναβάτης μπορεί να προετοιμάσει με ηρεμία, να σχεδιάσει για το μέλλον και να οργανώσει (και τουλάχιστον θεωρητικά να κατευθύνει τον ελέφαντα όπως θέλει), ενώ ο ελέφαντας είναι το άλογο ον και καθοδηγείται από το συναίσθημα και το ένστικτο (και επομένως δεν θα δώσει καμιά προσοχή στον ήρεμο αναβάτη όταν χρειάζεται).

Ο αναβάτης τότε κατά την άποψη του Haidt είναι ένας «ελεγχόμενος σύμβουλος» στο πίσω μέρος του ελέφαντα. Συνεπώς συνεργάζεται μαζί του για να βοηθήσει τον ελέφαντα να κάνει καλύτερες επιλογές. Ο αναβάτης μπορεί να δει πιο μακριά στο μέλλον, και να δει και να μάθει πολύτιμες πληροφορίες (για παράδειγμα μιλώντας με άλλους αναβάτες ή διαβάζοντας χάρτες), αλλά ο αναβάτης δεν μπορεί να διατάξει τον ελέφαντα γύρω από την ορμητική και συναισθηματικά βούληση του.

Ο ελέφαντας, σε αντίθεση, έχει συναισθηματικά αισθήματα, εσωτερικές αντιδράσεις και διαισθήσεις που αποτελούν το μεγάλο μέρος του αυτόματου συστήματος, καθώς αυτό συναντά εξωτερικές εμπειρίες διαφόρων ειδών. Με άλλα λόγια, θα λάβει αποφάσεις με βάση αυτά τα συναισθήματα ανεξάρτητα από το τι του ζητάει ο αναβάτης εκείνη τη στιγμή.

Ο Haidt υποδηλώνει ότι ο ελέφαντας και ο αναβάτης έχουν ο καθένας τη δική τους «νοημοσύνη» και όταν συνεργάζονται καλά επιτρέπουν την ανάδειξη της μοναδικής λαμπρότητας των ανθρώπων. Ωστόσο, δεν συνεργάζονται αυτά τα δύο μέρη του εγκεφάλου πάντα καλά και αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι όλοι τείνουμε να υπερεκτιμούμε την ισχύ και τον έλεγχο του «ανώτερης τάξης» αναβάτη και να υποτιμούμε τη δύναμη και την επιρροή της «κατώτερης τάξης» του ελέφαντα .

Οι συγγραφείς Chip και Dan Heath πρόσθεσαν στην παρομοίωση – αναλογία του Haidt άλλο ένα στάδιο ακόμα, προτείνοντας ότι θα πρέπει επίσης να εξετάσουμε το στοιχείο κατεύθυνσης / κατάστασης / περιβάλλοντος ή τη συγκεκριμένη πορεία που ακολουθεί ο ελέφαντας (όπως φαίνεται στην παρακάτω εικόνα).

Όπως προτείνουν: «Σκαρφαλωμένος πάνω στον ελέφαντα, ο αναβάτης (η λογική) κρατά τα ηνία και φαίνεται να είναι ο ηγέτης. Αλλά ο έλεγχος του αναβάτη είναι επισφαλής επειδή αυτός είναι πολύ μικρός σε σχέση με τον ελέφαντα (το συναίσθημα). Κάθε φορά που ο ελέφαντας των έξι τόνων και ο αναβάτης διαφωνούν σχετικά με την κατεύθυνση που πρέπει να πάει, ο αναβάτης θα χάσει. Υπερτερεί ο ελέφαντας τελείως. “Υπό αυτές τις συνθήκες, ο ελέφαντας μπορεί κάλλιστα να αφήσει το μονοπάτι που βρίσκεται και να βγει σε ένα νέο μονοπάτι – ακόμα κι αν αυτό σημαίνει” τρέξιμο στη ζούγκλα “.

Οι ερευνητές και οι συγγραφείς Daniel Kahneman και Shane Frederick έχουν ιδέες που σε γενικές γραμμές συμφωνούν με εκείνες του Haidt, αλλά προτείνουν ότι οι αποφάσεις του χαμηλού (παλαιού) εγκεφάλου ή ελέφαντα είναι ο «τύπος 1» και οι αποφάσεις του υψηλότερου εγκεφάλου (νεώτερου) ή αναβάτη είναι «τύπος 2». Ο Τύπος 1 ή οι γρήγορες ή οι διαισθητικές κρίσεις, λένε οι Kahneman και Frederick, «φουσκώνουν» από το ασυνείδητο, μετά από τον οποίο πολλές από αυτές αξιολογούνται αργά και είτε εγκρίνονται ή είτε απορρίπτονται από διαδικασίες τύπου 2 (αν και σε πολλές περιπτώσεις ενδέχεται να ενεργήσουμε με τον Τύπο 1 και, στη συνέχεια, δεν μπορούμε ποτέ να αναπτύξουμε σκέψη τύπου 2 (ή μπορεί να το κάνουμε μετά το γεγονός).

Οι περισσότεροι εκτιμούν ότι οι ταχύτερες συναισθηματικές αποφάσεις τους είναι διαφορετικές από τις πιο αργές και πιο ήρεμες και λογικές, αλλά κάνουν λίγα για να αλλάξουν την προσέγγισή τους. Αυτό μπορεί να μην έχει τόσο μεγάλη σημασία σε μικρές ή ασήμαντες καθημερινές αποφάσεις, αλλά έχει μεγάλη σημασία σε μεγάλης κλίμακας σημαντικές αποφάσεις, όπου το καλύτερο αποτέλεσμα το παίρνουμε αν δουλέψουνε καλά ο ελέφαντας και ο αναβάτης. Αυτό σημαίνει ότι δεν αφήνουμε τον αναβάτη να παίρνει μόνο ήρεμες, αργές και ορθολογικές αποφάσεις όλη την ώρα ή τον ελέφαντα να παίρνει ορμητικές, γρήγορες και συναισθηματικές. Όταν πρόκειται λοιπόν για μια σημαντική απόφαση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι συνετό να «εμπλέξουμε και τα δύο μέρη» πριν ενεργήσουμε.

Πολλές φορές λοιπόν ο αναβάτης (το ορθολογικό μέρος του εγκεφάλου μας) και ο ελέφαντας (το συναισθηματικό μέρος) αλληλοεπιδρούν συνεχώς και μαζί αποφασίζουν την απόκριση μας σε μια ιδέα, άτομο ή κατάσταση – δεν είναι ποτέ τόσο απλό ή αντικειμενικό όσο υποθέτουμε ότι σκέφτομαι να συμβεί. Όσο πιο περίπλοκο ή σημαντικό είναι το ζήτημα, τόσο πιο νευρικός και ταραγμένος γίνεται ο ελέφαντας.

Αν δεν μπορέσω να το δεις κι εσύ, μοιάζει σαν να μην το έχω

“Αν δεν μπορέσω να το δεις κι εσύ, μοιάζει σαν να μην το 'χω”. Γιατί τι άλλο μπορεί να είναι ο έρωτας, αν όχι αυτή η ακόρεστη ανάγκη για δόσιμο; Ό,τι μου ανήκει, δε μου ανήκε ποτέ. Το κατείχα απλώς μέχρι να ‘ρθεις.

Πες μου γι’ αυτά που αγαπάς. Πες μου για τις εικόνες που στοιχειώνουν τα μάτια σου. Τις μελωδίες που σε ταξιδεύουν.

Έχει ο έρωτας μιαν ιερότητα κρυφή. Σαν βραδινή λιτανεία καταμεσής της ερήμου. Και μετρώντας τους χτύπους της καρδιάς σου, σου βγαίνουν παραπάνω. Τόσο που μπορείς να ζήσεις δέκα ζωές. Και κοιτώντας μέσα σου, αντικρίζεις όλο τον κόσμο. Και τα χέρια σου φτάνουν να τον αγκαλιάσουν.

Κι η ψυχή γίνεται λεία. Και κάθε άγγιγμα τραυματίζει το δέρμα, κάθε λέξη μαλακώνει το στήθος. Κι η καρδιά ανυπεράσπιστη βλέπει τα τείχη της ένα – ένα να γκρεμίζονται. Κι αυτή γελάει! Γιατί ο έρωτας είναι άγνοια κινδύνου.

Κι όταν λοιπόν περάσει, γιατί περνάει πάντα – πώς αλλιώς, μη λυπηθείς. Θα πρέπει να το ξέρεις ήδη: ότι τίποτα δεν χάνεται. Γιατί πολύ απλά, ο έρωτας δεν είναι παρά μονάχα το πιο όμορφο είδωλό σου στον καθρέφτη του χρόνου. Αρκεί μόνο να κοιτάξεις.

Μήπως είσαι “εθισμένος στην αναμονή”;

Ανησυχείς; Κάνεις πολλές σκέψεις του είδους “και τι θα γίνει αν…”;

Αυτό σημαίνει ότι είσαι ταυτισμένος με το νου σου, που προβάλλεται σε μια φανταστική μελλοντική κατάσταση και δημιουργεί φόβο. Δεν υπάρχει τρόπος να αντιμετωπίσεις με επιτυχία μια τέτοια κατάσταση, επειδή δεν υπάρχει. Είναι ένα φάντασμα του νου. Μπο­ρείς να σταματήσεις αυτή την παραφροσύνη που διαβρώνει την υ­γεία και τη ζωή σου, με το να αναγνωρίσεις απλώς την παρούσα στιγμή.

Εστίασε την προσοχή σου στην αναπνοή σου. Νιώσε τον αέ­ρα να ρέει μέσα και έξω από το σώμα σου. Νιώσε το εσώτερο ενεργειακό σου πεδίο. Το μόνο που έχεις ποτέ να αντιμετωπίσεις, να τα βγάλεις πέρα μαζί του στην πραγματική ζωή – σε αντίθεση με τις φανταστικές νοητικές προβολές – είναι ετούτη η στιγμή. Ρώτα τον εαυτό σου τι “πρόβλημα” έχεις αυτή τη στιγμή, όχι του χρόνου, αύριο ή μετά από πέντε λεπτά. Τι δεν πάει καλά με τούτη τη στιγμή; Μπορείς πάντα να τα βγάζεις πέρα με το Τώρα, αλλά δεν μπορείς ποτέ να τα βγάλεις πέρα με το μέλλον – ούτε και χρειάζε­ται. Η απάντηση, η δύναμη, η σωστή δράση ή ο ψυχολογικός πόρος θα είναι εκεί όταν τα χρειάζεσαι, όχι πριν, όχι μετά.

“Κάποια μέρα θα το καταφέρω”. Μήπως ο στόχος σου απασχο­λεί τόσο πολύ την προσοχή σου, ώστε υποβιβάζεις την παρούσα στιγμή σε μέσο προς ένα σκοπό; Μήπως αφαιρεί τη χαρά από τη δράση σου; Μήπως περιμένεις να αρχίσεις να ζεις; Αν έχεις ανα­πτύξει ένα τέτοιο νοητικό πρότυπο, ανεξάρτητα από το τι πετυχαίνεις ή παίρνεις, το παρόν δε θα είναι ποτέ αρκετά καλό· το μέλλον θα φαίνεται πάντα καλύτερο. Τέλεια συνταγή για μόνιμη έλλειψη ικανο­ποίησης και πραγμάτωσης, δε συμφωνείς;

Μήπως είσαι “εθισμένος στην αναμονή”; Πόσο μέρος της ζωής σου περνάς περιμένοντας; Αυτό που ονομάζω “αναμονή μικρής κλί­μακας” είναι να περιμένεις στην ουρά στο ταχυδρομείο, σ’ ένα μπο­τιλιάρισμα στο δρόμο, στο αεροδρόμιο ή να περιμένεις κάποιον να έρθει. “Αναμονή μεγάλης κλίμακας” είναι να περιμένεις τις επόμε­νες διακοπές, μια καλύτερη δουλειά, τα παιδιά να μεγαλώσουν, μια σχέση με πραγματικό νόημα, την επιτυχία, να βγάλεις λεφτά, να γί­νεις “κάποιος”, να φωτιστείς. Δεν είναι ασυνήθιστο να περνούν οι άνθρωποι μια ολόκληρη ζωή περιμένοντας να αρχίσουν να ζουν.

Η αναμονή είναι μια κατάσταση του νου. Βασικά, σημαίνει ότι θέλεις το μέλλον, δε θέλεις το παρόν. Δε θέλεις αυτό που έχεις και θέλεις αυτό που δεν έχεις. Με κάθε είδος αναμονής δημιουρ­γείς ασυνείδητα μια εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα στο εδώ και τώρα σου, όπου δε θέλεις να είσαι, και στο προβαλλόμενο μέλλον, όπου θέλεις να είσαι. Αυτό μειώνει σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα της ζωής σου, κάνοντάς σε να χάνεις το παρόν.

Δεν υπάρχει τίποτε κακό με το να προσπαθείς να βελτιώσεις την κατάσταση της ζωής σου. Μπορείς να βελτιώσεις την κατάσταση της ζωής σου, αλλά δεν μπορείς να βελτιώσεις τη ζωή σου. Η ζωή είναι πρωταρχική. Η ζωή είναι η βαθύτερη εσωτερική σου Ύπαρξη. Είναι ήδη ολόκληρη, πλήρης, τέλεια. Η κατάσταση της ζωής σου αποτελείται από τις περιστάσεις και τις εμπειρίες σου. Δεν υπάρχει τίποτε κακό στο να βάζεις στόχους και να προσπαθείς να καταφέ­ρεις πράγματα. Το λάθος βρίσκεται στο να το χρησιμοποιείς αυτό σαν υποκατάστατο για την αίσθηση της ζωής, για την Ύπαρξη. Το μόνο σημείο πρόσβασης σ’ αυτήν είναι το Τώρα. Αν κάνεις αυτό το λάθος, είσαι σαν αρχιτέκτονας που δε δίνει σημασία στα θεμέλια ενός κτηρίου, αλλά ξοδεύει πολύ χρόνο δουλεύοντας με τα τούβλα.

Για παράδειγμα, πολλοί άνθρωποι περιμένουν την ευημερία. Ό­μως αυτή δεν μπορεί να έρθει στο μέλλον. Όταν τιμάς, αναγνωρί­ζεις και δέχεσαι πλήρως την παρούσα σου πραγματικότητα – πού είσαι, ποιος είσαι, τι κάνεις αυτήν ακριβώς τη στιγμή – όταν δέχε­σαι πλήρως αυτό που έχεις, τότε είσαι ευγνώμων γι’ αυτό, ευγνώ­μων γι’ αυτό που υπάρχει, ευγνώμων για την Ύπαρξη. Η ευγνωμοσύ­νη για την παρούσα στιγμή και την πληρότητα της ζωής τώρα είναι η αληθινή ευημερία, που δεν μπορεί να έρθει στο μέλλον. Τότε, με τον καιρό, αυτή η ευημερία εκδηλώνεται για σένα με διάφορους τρόπους.

Αν δεν είσαι ικανοποιημένος με αυτό που έχεις ή είσαι απογοη­τευμένος ή θυμωμένος για την παρούσα σου έλλειψη, αυτό μπορεί να σου δώσει κίνητρα να γίνεις πλούσιος, αλλά ακόμα κι αν βγάλεις εκατομμύρια, θα συνεχίσεις να βιώνεις την εσωτερική κατάσταση της έλλειψης και βαθιά μέσα σου θα συνεχίσεις να νιώθεις ανικα­νοποίητος. Μπορεί να έχεις πολλές συναρπαστικές εμπειρίες που α­γοράζονται με τα χρήματα, αλλά οι εμπειρίες αυτές θα έρχονται και θα παρέρχονται, και θα σε αφήνουν πάντα με ένα αίσθημα κενού και με την ανάγκη για περισσότερη σωματική ή ψυχολογική ικανο­ποίηση. Δε θα κατοικείς στην Ύπαρξη, ώστε να νιώθεις την πληρό­τητα της ζωής τώρα. Αυτή και μόνο αυτή είναι ο αληθινός πλούτος.

Παραιτήσου λοιπόν από την αναμονή, σαν κατάσταση του νου. Όταν τσακώσεις τον εαυτό σου να γλιστράει στην αναμονή… βγες αμέσως από κει. Μπες στην παρούσα στιγμή. Άφησε τον εαυτό σου απλώς να υπάρχει και να το απολαμβάνει. Όταν είσαι παρών, δεν υ­πάρχει ποτέ ανάγκη να περιμένεις για οτιδήποτε. Έτσι, την επόμενη φορά που κάποιος θα σου πει: “Συγνώμη που σε έκανα να περιμέ­νεις”, μπορείς να απαντήσεις: “Κανένα πρόβλημα. Δεν περίμενα. Κα­θόμουν και απολάμβανα – απολάμβανα τον εαυτό μου!”

Αυτές είναι κάποιες από τις συνηθισμένες στρατηγικές του νου για την άρνηση της παρούσας στιγμής, που αποτελούν μέρος της συνηθισμένης ασυνειδησίας. Είναι εύκολο να μην τις αντιλαμβανό­μαστε επειδή, σε μεγάλο βαθμό, είναι μέρος της φυσιολογικής ζω­ής: τα παράσιτα στο φόντο, μια διαρκής αίσθηση ανικανοποίητου.

Όμως, όσο περισσότερο ασκείσαι στην παρατήρηση της εσωτε­ρικής νοητικής-συναισθηματικής σου κατάστασης, τόσο ευκολότερο θα είναι να καταλαβαίνεις πότε έχεις παγιδευτεί στο παρελθόν ή στο μέλλον, δηλαδή στην απουσία συνειδητότητας. Έτσι θα μπορείς να ξυπνάς από το όνειρο του χρόνου και να βρίσκεσαι και πάλι στο παρόν.

Όμως πρόσεχε: ο πλαστός, δυστυχισμένος εαυτός, που βασίζε­ται στην ταύτιση με το νου, ζει στο χρόνο. Γνωρίζει ότι η παρούσα στιγμή είναι ο θάνατός του κι έτσι νιώθει να απειλείται πολύ απ’ αυ­τήν. Θα κάνει ό,τι μπορεί για να σε βγάλει από το Τώρα. Θα προσπα­θήσει να σε κρατήσει παγιδευμένο στο χρόνο.

Eckhart Tolle, Η δύναμη τον Τώρα

Είσαι το σύμπαν όλο σε ανθρώπινη μορφή

Είσαι το σύμπαν όλο σε ανθρώπινη μορφή,
είσαι ο ωκεανός ολόκληρος που περιβάλλει αυτή τη Γη...

Αφύπνισε κάθε κύτταρο σου και νιώσε τη στιγμή,
κάθε ανάσα που παίρνεις είναι αυτή η στιγμή...
Ξύπνησε μέσα σου μνήμες και γνώσεις Σοφίας…
Όχι γραμμένες σε χαρτί...
Όλη η Σοφία είναι μέσα σου…
Κοίταξε μέσα σου και θα την βρεις...
Μέσα σου είναι όλα τα μυστικά της ζωής...

Μέσα σου υπάρχουν γαλαξίες, πολιτείες από άλλη ζωή...
Δες αληθινά ποιος είσαι ΕΣΥ...
Ήρθες για να φέρεις γνώση,
όχι για να αιχμαλωτίζεσαι σαν πουλί σε κλουβί..
Άνοιξε τα φτερά σου ολόκληρα ήρθε η ώρα να πετάξεις...
Να δείξεις την δύναμη σου την πραγματική...
Στο πέταγμα σου επάνω να παρασέρνεις και αυτούς που είσαι μαζί...

Είμαστε όλοι ένα.. Αγάπη αιώνια και παντοτινή...
Μέσα στο άλλων τα μάτια καθρεφτίζεται και η δική σου η ψυχή...
Είμαστε όλοι ίσοι, φτιαγμένοι από την ίδια μαγική συνταγή,
σταμάτα να πλανεύεσαι και να πιστεύεις σε δασκάλους που ήρθαν να σου πουν ποιος είσαι ΕΣΥ...

Γνωρίζεις τα πάντα όλα... Φτάνει να στραφείς μέσα στη δική σου ψυχή..
Εσύ είσαι ο δικός σου δάσκαλος.. Ο δικός σου καθοδηγητής..

Αφύπνισε ΤΩΡΑ όλη τη Σοφία που έχεις μέσα σου..
Τις μνήμες από κάθε κύτταρο σου...
Και θα έρθουν όλα τα θαύματα στη Γη...
Και όσο θα αφυπνίζεσαι να θυμάσαι ότι ΕΣΥ είσαι το μεγαλύτερο θαύμα που πατάει τα πόδια του σε αυτή τη Γη. Πάτησε γερά και νιώσε τις “ρίζες” σου να κατεβαίνουν δυναμικά στη Γη.. Να γίνονται ένα με τον πυρήνα.. Να σε συνδέουν με την ουσία σου σε γήινη μορφή...

Μέσα σου νιώσε έχεις εγκυκλοπαίδειες γνώσεων...
Αυτή είναι η Σοφία η αληθινή...
Άνοιξε τες και νιώσε γιατί βρίσκεσαι εδώ και τώρα ψυχή και σώμα πάνω σε αυτή τη Γη...
Είσαι τόσο ευλογημένος... Σου χαρίστηκε αυτή η ζωή...
Για να βιώσεις πως είναι να ζεις και να αναπνέεις σαν ψυχή σε σώμα πάνω σε αυτή τη Γη...
Αυτά όλα που θα ζήσεις θα μπούνε στο δικό σου αρχείο της ψυχής...
Και πρόσβαση θα έχεις μονάχα ΕΣΥ...

ΝΙΩΣΕ, ΑΠΟΛΑΥΣΕ, ΖΗΣΕ ολοκληρωτικά κάθε στιγμή...
Αυτό ήρθες για να κάνεις...
Αυτό λαχταρά και η δική σου η ψυχή...
Που τρέφεται και “μεγαλώνει” από κάθε δική σου στο ΕΔΩ και ΤΩΡΑ στιγμή...
Νιώσε την με όλες τις αισθήσεις σου...
Που σου χαρίστηκαν σαν δώρο που θα κουβαλάς αιώνια ΕΣΥ...

Ο νους μας έχει κυβερνήτη, και είμαστε εμείς

Το να είμαστε αφυπνισμένοι σημαίνει να έχουμε επίγνωση, να παρατηρούμε πραγματικά τι συμβαίνει. Ένας απλός ορισμός αυτού του είδους της επίγνωσης είναι «η διατήρηση μιας μη επικριτικής στάσης που χαρακτηρίζεται από αυξημένη ή πλήρη συνειδητότητα των σκέψεων, των συναισθημάτων ή των εμπειριών μας ανά πάσα στιγμή». Όντας αφυπνισμένοι και προσεκτικοί, έχουμε πιο οξυμμένη επίγνωση σχετικά με ό,τι συμβαίνει στο εσωτερικό του μυαλού μας, στον ναό της ευτυχίας μας.

Τα δύο βασικά στοιχεία της επίγνωσης είναι η συνειδητότητα ανά πάσα στιγμή και η αποφυγή της ακρισίας. ‘Οταν υπάρχει επίγνωση, έχουμε διαρκώς συνείδηση τι συμβαίνει στο εσώτερο μυαλό μας και περισσότερη περιέργεια παρά επίκριση. Μόλις αρχίσουμε να κατανοούμε αυτές τις δύο έννοιες, τότε είμαστε έτοιμοι να μάθουμε να κυριαρχούμε στους κλέφτες. Παρόλο που θέλουμε να τους διώξουμε από το σπίτι μας, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αποτελούν μέρος της δικής μας εσώτερης φύσης, δεν είναι ξένοι. Σ’ εμάς τους ανθρώπους αρέσει να ελέγχουμε τις καταστάσεις, και κατά καιρούς αυτό μας εξυπηρετεί, μα όταν αφήνουμε την επιθυμία μας για έλεγχο να μας κυβερνάει, τότε νιώθουμε μιζέρια, όχι ευτυχία.

Κάποτε άκουσα τον Μπίλι Γκράχαμ, να μιλάει για την άμετρη επιθυμία του μυαλού. Είπε: «Η πρώτη ματιά είναι ένστικτο, η δεύτερη είναι επιλογή». Σκεφτείτε αυτή την απλή ιδέα. Δεν μπορούμε να ελέγξουμε τις ενστικτώδεις σκέψεις μας, αλλά μπορούμε να είμαστε προσεκτικοί και να τις παρατηρήσουμε, χωρίς επίκριση, και μετά να διαλέξουμε έναν διαφορετικό δρόμο. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι οι σκέψεις που επιτρέπουμε να κυβερνήσουν τον ναό μας αποτελούν επιλογή, ωστόσο πολλοί άνθρωποι φέρονται σαν να μην είναι υπεύθυνοι για το μυαλό τους. Για παράδειγμα, όταν πιάνουμε τον εαυτό μας να θέλει να ελέγξει το μέλλον με αδιάκοπο άγχος, μην κάνουμε το χατίρι στον κλέφτη, αφήνοντάς το να μας παρασύρει στον δρόμο της ανησυχίας.

Η τελική και πιο κρίσιμη πλευρά της επίγνωσης είναι η δυνατότητα να παραμερίζουμε κάτι μόλις το αντιληφθούμε. Αυτό το βήμα έχει τεράστια σημασία όταν πρόκειται να αλλάξουμε μια συμπεριφορά που εντέλει δεν μας εξυπηρετεί.

Για να σας εξηγήσω τι εννοώ. Πολλοί μιλούν γι’ αυτό που αποκαλείται μυαλό της μαϊμούς, ένας βουδιστικός όρος που σημαίνει «μυαλό ανήσυχο, νευρικό, ιδιότροπο, ανακόλουθο, μπερδεμένο, αναποφάσιστο, ανεξέλεγκτο».

Τον πρώτο καιρό που άρχισα να διαλογίζομαι, ήταν δύσκολο να ησυχάσω τον νου μου. Στη μέση του διαλογισμού, όλο και κάποια ανησυχία, δουλειά ή σκέψη διατάρασσε τη γαλήνη μου. Ρώτησα έναν φίλο, «Τι να κάνω όταν έρχεται στο μυαλό μου κάποια σκέψη που μου αποσπά την προσοχή;» Και μου απάντησε: «Όταν σου έρχεται μια τέτοια σκέψη, θέλω απλώς να την αντιληφθείς κι ύστερα να φανταστείς το χέρι σου να την παραμερίζει απαλά, σαν να της λέει “όχι τώρα”».

Με άλλα λόγια, χωρίς επίκριση ή αντίσταση, αλλά εντοπίζοντας τη σκέψη με ήρεμη επίγνωση και βάζοντας τη μετά στην άκρη.

Αυτό είναι ένα μικρό, αλλά σημαντικό στοιχείο όταν αντιμετωπίζουμε τους κλέφτες και εκπαιδεύουμε το μυαλό μας για την ευτυχία. Το τελευταίο που πρέπει να κάνουμε είναι να μαλώσουμε τον εαυτό μας για την παρουσία του κλέφτη. Αυτό στο οποίο αντιστεκόμαστε, επιμένει.

Παραδέχομαι πως χρειάστηκα πολλές ώρες εξάσκησης πριν το αφηρημένο μυαλό μου καταφέρει να εκπαιδευτεί, έτσι ώστε να συγκεντρώνεται. Στην αρχή φανταζόμουν διαρκώς τα χέρια μου να παραμερίζουν σκέψεις. Σύντομα, ωστόσο, άρχισα να συνειδητοποιώ μια καταλυτική αλήθεια, που μπορεί να αλλάξει δια παντός τον τρόπο που βλέπουμε τον εσωτερικό μας κόσμο: αν είμαστε αφυπνισμένοι και σε εγρήγορση, έχουμε τον έλεγχο του νου μας. Ο ναός έχει κυβερνήτη, και είμαστε εμείς.

Α. SCHOPENHAUER: Τα πράγματα δεν μας ελκύουν παρά μόνο όταν δεν μας αγγίζουν

Έτσι, όσο τελούμε υπό το κράτος των επιθυμιών, υπό την κυριαρχία της θέλησης, όσο αφηνόμαστε στις ελπίδες που μας καταπιέζουν, στους φόβους που μας κατατρύχουν, δεν υπάρχει για μας ούτε ανάπαυση ούτε μόνιμη ευτυχία. Είτε ριχνόμαστε με πάθος στην πραγματοποίηση κάποιας επιδίωξης, είτε φεύγουμε να σωθούμε από κάποιον επικείμενο κίνδυνο, αν δηλαδή αισθανόμαστε μεγάλη ταραχή από την αδημονία στην πρώτη περίπτωση ή από το καρδιοχτύπι στη δεύτερη, κατά βάθος είναι το ίδιο: οι έγνοιες που μας προξενούν οι απαιτήσεις της θέλησης σε όλες της τις μορφές, δεν παύουν να διαταράσσουν και να βασανίζουν την ύπαρξή μας. Έτσι, ο άνθρωπος, δούλος της θέλησης [του βουλητικού του στοιχείου], περιστρέφεται συνεχώς στον τροχό του Ιξίωνα, χύνει νερό στο πιθάρι των Δαναΐδων, είναι ο Τάνταλος που τυραννιέται από την αιώνια δίψα.

Όταν όμως μια ξένη, ανεξάρτητη από μας περίσταση -ή η εσωτερική μας αρμονία- μας ανασηκώνει και μας βγάζει για μια στιγμή έξω από τον ατέλειωτο χείμαρρο της επιθυμίας, το πνεύμα απαλλάσσεται από την καταπίεση της θέλησης, η προσοχή μας εκτρέπεται από καθετί που την προσελκύει, και τα πράγματα μάς παρουσιάζονται απαλλαγμένα από τη γοητεία της ελπίδας, από κάθε προσωπικό συμφέρον, μας παρουσιάζονται δηλαδή ως αντικείμενα ανιδιοτελούς σκέψης και όχι ως αντικείμενα που εποφθαλμιούμε- είναι τότε ακριβώς που η ανάπαυλα αυτή, η οποία μάταια αναζητήθηκε στους ανοιχτούς δρόμους της επιθυμίας, με αποτέλεσμα να μας διαφεύγει συνεχώς, παρουσιάζεται κατά κάποιον τρόπο από μόνη της και μας δίνει το αίσθημα της γαλήνης σε όλη του την πληρότητα. Είναι αυτή ακριβώς η, απαλλαγμένη από πόνους, κατάσταση που εξυμνούσε ο Επίκουρος ως το πιο μεγάλο απ’ όλα τα αγαθά, ως την ευδαιμονία των θεών διότι σ’ αυτή την περίπτωση είμαστε προς στιγμήν απαλλαγμένοι από τη βαριά καταπίεση της θέλησης, γιορτάζουμε το Σάββατο της αργίας μετά τα καταναγκαστικά έργα που μας επιβάλλει η θέληση, ο τροχός του Ιξίωνα σταματάει… Τι σημασία έχει τότε αν βλέπει κανείς τη δύση του ηλίου από το παράθυρο ενός παλατιού ή μέσα από τα κάγκελα μιας φυλακής!

Εσωτερική αρμονία, επικράτηση της καθαρής σκέψης απέναντι στη θέληση – αυτό μπορεί να προκύψει σε κάθε τόπο. Μάρτυρες αυτοί οι θαυμάσιοι Ολλανδοί ζωγράφοι, οι οποίοι μπόρεσαν να δουν με τόσο αντικειμενικό τρόπο τα μικρά πράγματα και οι οποίοι μας άφησαν, στις σκηνές εσωτερικού χώρου, μια διαχρονική απόδειξη του ελεύθερου και γαλήνιου πνεύματός τους. Ο θεατής δεν μπορεί να παρατηρήσει τα έργα αυτά χωρίς να συγκινηθεί, χωρίς ν’ αναλογιστεί την ήσυχη, ειρηνική, γεμάτη γαλήνη πνευματική κατάσταση του καλλιτέχνη, μια κατάσταση απαραίτητη για να μπορέσει κανείς να συγκεντρώσει την προσοχή του σε αντικείμενα ασήμαντα, αδιάφορα, και να τα αναπαραστήσει με τόση φροντίδα· και η εντύπωση είναι ακόμη πιο ισχυρή όταν, κάνοντας μιαν ενδοσκόπηση, μένουμε κατάπληκτοι από την αντίθεση μεταξύ αυτών των τόσο ήρεμων ζωγραφικών έργων και των πάντοτε σκοτεινών δικών μας αισθημάτων, που διαρκώς αναστατώνονται από ανησυχίες και επιθυμίες.

Αρκεί να εστιάσει κανείς την προσοχή του σε έναν οποιονδήποτε άνθρωπο, σε μια οποιαδήποτε σκηνή της καθημερινής ζωής και να τα αναπαραστήσει με το μολύβι ή το πινέλο: τότε, όλα θα φανούν ευθύς αμέσως εξαιρετικά ενδιαφέροντα, χαριτωμένα και επιθυμητά. Αν ωστόσο συμβεί να βρεθούμε αντιμέτωποι με την εν λόγω σκηνή ή να μετέχουμε οι ίδιοι στη σκηνή, ε, τότε! Μόνο ο διάβολος θα μπορούσε, όπως λέει κανείς συχνά, ν’ αντέξει μια τέτοια κατάσταση.

Είναι η σκέψη του Γκαίτε:

«Όλα εκείνα που μας θλίβουν στη ζωή,
όταν αναπαριστώνται από τη ζωγραφική μας θέλγουν
».

Όταν ήμουν νέος, υπήρξε μία περίοδος όπου προσπαθούσα διαρκώς να φαντάζομαι όλες τις πράξεις μου σαν να ήταν ενός άλλου – πιθανότατα για να τις απολαμβάνω καλύτερα.

Τα πράγματα δεν μας ελκύουν παρά μόνο όταν δεν μας αγγίζουν. Η ζωή δεν είναι ποτέ ωραία, υπάρχουν μόνο οι απεικονίσεις της ζωής που είναι ωραίες, όταν ο καθρέφτης της ποίησης τις φωτίζει και τις αντικατοπτρίζει, ιδίως στα νεανικά χρόνια της ζωής μας, όταν δεν ξέρουμε ακόμα τι σημαίνει να ζεις.

ARTHUR SCHOPENHAUER, ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Χρειαζόμαστε πάντα αληθινές στενές σχέσεις με άλλα ώριμα πρόσωπα για τη διαρκή μας ανάπτυξη

Η απομόνωση είναι μια εκφοβιστική έννοια για τα περισσότερα άτομα. Έχουμε βαθιά ανάγκη για συντροφικότητα, για τη δημιουργία σχέσεων. Έχουμε μια ισχυρή φυσική τάση για αισθησιακή και σεξουαλική ικανοποίηση. Χρειαζόμαστε στοργή, βοήθεια, ενθάρρυνση και αγάπη.

Είμαστε λοιπόν αντιμέτωποι με την επιλογή, είτε να μπούμε σε στενή σχέση, πράγμα που απαιτεί ένα βαθμό παραίτησης και αναπροσαρμογής από τον αποκτηθέντα εαυτό, είτε να απομονωθούμε. Η τελευταία εκλογή είναι πολύ βαριά και απειλητική. Οι περισσότεροι θα επιλέξουν τις στενές σχέσεις με οποιοδήποτε αντίτιμο -γιατί η εναλλακτική λύση είναι η μοναξιά.

Χρειαζόμαστε πάντα τους άλλους για τη διαρκή μας ανάπτυξη και επιβεβαίωση. Η αληθινή στενή σχέση είναι μια θετική ισχύς μόνον αν είναι ο συνδυασμός δυνάμεων και ενέργειας με άλλα ώριμα πρόσωπα για τη συνεχή ανάπτυξη και των δύο. Είναι μια σκόπιμη παραίτηση ορισμένων πλευρών του αυτόνομου εαυτού κάποιου, με την επιθυμία να πάρει περισσότερα. 

Μέσα, κύρια, από τη στενή σχέση, τη διαρκή συντροφικότητα μπορούμε να δούμε τον γνήσιο κόσμο ενός άλλου ανθρώπου και να έχουμε μια γνήσια αντανάκλαση του δικού μας. Για το λόγο αυτό είναι τόσο εύκολο να αγαπάμε περιστασιακούς φίλους και τόσο δύσκολο να αγαπάμε εραστές. Η επένδυσή μας σ’ ένα φίλο είναι πολύ λιγότερο αποκαλυπτική και απαιτητική από εκείνη σ’ ένα σύντροφο στη ζωή μας, και επίσης, μακροπρόθεσμα, πολύ λιγότερο αποδοτική στην ανταμοιβή της για την ανάπτυξη.

Διαφορετικοί βαθμοί οικειότητας μπορούν να βρεθούν σε μια ποικιλία σχέσεων στο ξεκίνημά τους, που ικανοποιούν διάφορες ανάγκες οικειότητας, από περιστασιακές κοινωνικές και σεξουαλικές σχέσεις μέχρι βαθιές και παρατεταμένες φιλίες και προσπάθειες δημιουργίας μιας μόνιμης ένωσης, όπως ο γάμος. Οι περιστασιακές σχέσεις και φιλίες μπορούν να δώσουν στο άτομο την ευκαιρία σύντομων κοινών εμπειριών και την ανταλλαγή πληροφοριών, συναισθημάτων και ιδεών που μπορούν ν’ αποτελέσουν τον αντίποδα των συναισθημάτων απομόνωσης και πλήξης. 

Μελέτες όμως έχουν δείξει ότι μόνον οι στενές σχέσεις που εκτείνονται πέραν της κοινωνικότητας και προσφέρουν τις προϋποθέσεις για παρατεταμένη συντροφικότητα, όπως η συμβίωση ή ο γάμος, μπορούν να μας δώσουν το πιο παραγωγικό αναπτυξιακό πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούμε να είμαστε ο εαυτός μας και να εκφραζόμαστε ελεύθερα σ’ ένα αξιόπιστο, ασφαλές, δεκτικό, ενθαρρυντικό και έμπιστο περιβάλλον. Μας δίνουν την πιο ζωτική προϋπόθεση για να ξεπεράσουμε τη μοναξιά, να αναλάβουμε και να εξερευνήσουμε την ανθρώπινη εμπειρία χωρίς φόβο και παραλογισμό.

Λέγεται συχνά ότι η καλύτερη ένδειξη της ωριμότητάς μας βρίσκεται στην ικανότητά μας να δημιουργούμε αναπτυσσόμενες, γεμάτες και διατηρούμενες σχέσεις. Όπως παρατηρεί ο Έριχ Φρομ, “Ο ώριμος άνθρωπος βρίσκει τον εαυτό του και τις ρίζες του μόνο σε δημιουργική σχέση με τον κόσμο και την αίσθηση της ενότητας με όλους τους ανθρώπους και τη φύση”.

Τίποτα δε σας ανήκει ως ιδιοκτησία εκτός από τα όνειρά σας

Ο Ουίλλιαμ Φόνκερ έλεγε πως οι σοφοί έχουν όνειρα αρκετά μεγάλα για να μην τα χάνουν απ’ το βλέμμα τους όταν τα κυνηγάνε.

Ό,τι φέρνουμε εις πέρας το έχουμε από πριν φανταστεί. Στην οθόνη του μυαλού προβάλλουμε αυτό που θα μπορούσε να υπάρξει προτού αναζητήσουμε τα μέσα για να το πραγματοποιήσουμε. Τα επιτεύγματα έχουν θέση στην αντίθετη πλευρά της φαντασίας, αλλά πριν σμιλεύτηκαν σε αυτήν.

Το πεπρωμένο ενός ανθρώπου εξαρτάται από το μεγαλείο των ονείρων του, ανεξάρτητα αν θα προσπαθήσει να τα εκπληρώσει. Το πρόβλημα είναι ότι πολλοί άνθρωποι παρκάρουν τα όνειρα στην παιδική ηλικία ή στην εφηβεία και υιοθετούν στάσεις ηττοπάθειας του τύπου “έτσι είναι η ζωή” ή “τι θέλεις, έχω δουλειά”.

Με αυτήν τη διάθεση του υποταγμένου βοδιού είναι αδύνατο να πράξεις κάτι σημαντικό σε αυτό τον κόσμο. Όπως υπαινίσσεται ο Νίτσε σε τούτο τον αφορισμό, τίποτα δεν είναι τόσο δικό μας όσο τα όνειρά μας – γι’ αυτό, αν τα αφήσουμε να χαθούν, εγκαταλείπουμε συγχρόνως κάτι πολύ σημαντικό που έχουμε: την ικανότητα να πραγματοποιούμε τις πιο βαθιές επιθυμίες μας.

Επεξεργάσου έναν κατάλογο με τα μεγάλα όνειρα της ζωής σου. Ποια έχουν εκπληρωθεί; Ποια απέτυχαν; Ποια εγκατέλειψες στα μισά του δρόμου; Και το σπουδαιότερο: Τι όνειρο θα βάλεις στον ορίζοντα από τούτη τη στιγμή;

Όλα, όλα τα αφήνουμε σ' ένα αύριο που δε θα ‘ρθει ποτέ

Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται, άπαξ, που λένε, σα μια μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστον μ’ αυτή την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξανα-υπάρξουμε ποτέ. Και μείς τι την κάνουμε ρε, αντί να τη ζήσουμε; Τι την κάνουμε; Τη σέρνουμε από δω κι από κει δολοφονώντας την.

Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις. Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις; Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος, πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα.

Έτσι, μ’ αυτή την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες; Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ’ την αρχή.

Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν “αξίες”, σαν “ηθική”, σαν “πολιτισμό”.

Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να παίξουμε και να χαρούμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας.

Όλα, όλα τα αφήνουμε για το αύριο που δε θα ‘ρθει ποτέ… Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στο θάνατο, και εμείς οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ’ τη ζωή μας, χαιρόμαστε.

Από πού προήλθε η ζωή;

Αφήνοντας κατά μέρος τη μακρινή πιθανότητα η ζωή να έφθασε στη Γη με ένα μετεωρίτη από κάπου αλλού, τότε θα πρέπει να υποθέσουμε ότι αυτή δημιουργήθηκε από τις όποιες φυσικές και χημικές συνθήκες επικρατούσαν στον πλανήτη κατά τη νεαρή ηλικία του. Η ανακάλυψη αυτών των συνθηκών είναι δύσκολη, κυρίως επειδή η Γη στην οποία ζούμε σήμερα δεν διατηρεί σχεδόν κανένα ίχνος από εκείνη την εποχή.

Μέχρι σήμερα οι αρχαιότερες αποδείξεις για ζωή προέρχονται από ιζηματογενή πετρώματα ηλικίας 3,8 δισεκατομμυρίων ετών. Τα πετρώματα αυτά, τα οποία ανακαλύφθηκαν τη δεκαετία του 1990 στη Δυτική Γροιλανδία, παρουσιάζουν ένα ασυνήθιστα χαμηλό ποσοστό του βαρύ ισοτόπου του άνθρακα. Αυτό θεωρείται σαν ένα δείγμα παρουσίας μικροοργανισμών, επειδή τα ελαφρότερα ισότοπα περνούν πιο εύκολα από τα τοιχώματα των κυττάρων και έτσι συσσωρεύονται όπου υπάρχουν μικρόβια.

Αυτά τα πετρώματα σχηματίστηκαν σε μια περίοδο κατά την οποία ο πλανήτης ανασυντασσόταν ύστερα από τη δραματική σύγκρουση που σχημάτισε τη Σελήνη. Οι πρωτογενείς ωκεανοί και ήπειροι είχαν αρχίσει να σχηματίζονται, αλλά η διαδικασία διακοπτόταν κάθε τόσο και λιγάκι από την πρόσκρουση κάποιου μεγάλου αστεροειδούς με τον πλανήτη μας και την άνοδο της θερμοκρασίας των ωκεανών. Ο Δαρβίνος φαντάστηκε τη ζωή να αναδύεται από μια ‘θερμή λιμνούλα’, στην πραγματικότητα είναι σχεδόν βέβαιον ότι επρόκειτο για ένα καυτό, αλμυρό καζάνι.

Αυτό βεβαίως είναι ένα περιβάλλον εντελώς διαφορετικό από αυτό στο οποίο ζούμε σήμερα, αλλά ίσως αυτό να είναι αναμενόμενο. Δεν υπάρχουν καταγεγραμμένες περιπτώσεις κάποιου γεγονότος ‘πηγής της ζωής’ στη σύγχρονη Γη, επομένως οι κατάλληλες συνθήκες ίσως να μην υπάρχουν πια. Ή ίσως αυτό συμβαίνει σε τόσο μικροσκοπικές κλίμακες που δεν έχουμε παρατηρήσει.

Ανάλογες συνθήκες με αυτές της νεαρής Γης εξακολουθούν να υπάρχουν. Μπορούμε να τις συναντήσουμε γύρω από υδροθερμικές πηγές στον βυθό της θάλασσας, όπου η γεωθερμική δραστηριότητα εκτοξεύει πίδακες (γκέυζερ) καυτού νερού στον ωκεανό. Αυτές οι περιοχές υποστηρίζουν τεράστιες συγκεντρώσεις μικροοργανισμών, πολλοί εκ των οποίων έχουν εκπληκτικά πρωτόγονους μεταβολισμούς και κανένας δεν αντλεί την ενέργειά του από το φως του Ηλίου. Το αν οι υδροθερμικές πηγές υπήρξαν η πηγή της ζωής ή απλώς ένα από τα πρώτα καταφύγιά της παραμένει ωστόσο άγνωστο.

Μια άλλη δυσκολία είναι να ανακαλύψουμε ακριβώς τι συνέβηκε και ήρθαν σε επαφή ανόργανα χημικά στοιχεία μαζί, ώστε να σχηματίσουν ζωντανούς οργανισμούς. Εδώ έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια κατάσταση ανάλογη με αυτή του αβγού και της κότας: για να λειτουργήσει το DΝΑ χρειάζεται πρωτεΐνες, ωστόσο τα προγράμματα για τη σύνθεση αυτών των πρωτεϊνών δίνονται από το DΝΑ. Ποιο δημιουργήθηκε λοιπόν πρώτο; Η πιο πιθανή απάντηση πιστεύεται σήμερα ότι είναι πως εξελίχθηκαν ταυτόχρονα μέσω ενός δικτύου αντιδράσεων ανάμεσα σε απλούστερα χημικά. Αυτό καθιστά διπλά δύσκολο τον προσδιορισμό του να ανακαλύψουμε πότε οι πρώτοι οργανισμοί πέρασαν από το στάδιο των χημικών στη ζωή.

Οι γεωλόγοι στρέφονται προς τον Άρη για να βρουν απαντήσεις. Εκεί δεν υπάρχουν τεκτονικές πλάκες που μπορούν να καταστρέψουν τις όποιες αποδείξεις, και έτσι μπορούν να βρεθούν ιζηματογενή πετρώματα που χρονολογούνται από την εποχή της εμφάνισης της ζωής στη Γη. Ελπίζουν ότι, αντίθετα με τα αντίστοιχα πετρώματα στη Γη, τα πετρώματα στον Άρη να διατηρούν κάποια στοιχεία της χημείας που υπήρχε πριν από την εμφάνιση της ζωής. Οι πιθανότητες είναι μικρές, όμως θα μπορούσαν και να καταγράφουν ακόμη κι ένα γεγονός προέλευσης της ζωής, που οδήγησε σε μορφές ζωής οι οποίες μπορεί να υπάρχουν κάπου ακόμη στον Κόκκινο Πλανήτη.

Νορμπέρτο Μπόμπιο: Η πάλη του φωτός του λόγου ενάντια στα σκοτάδια της προκατάληψης

Η μάχη του Διαφωτισμού υπήρξε η πιο εκτεταμένη και λαϊκή διανοητική μάχη εναντίον του φανατισμού που διεξήχθη ποτέ.

Ως φανατισμό εννοούμε την τυφλή υπακοή σε μιαν ιδέα, την οποία υπηρετούμε με πεισματικό ζήλο, ως το σημείο να ασκούμε βία για να υποχρεώσουμε άλλους να την ακολουθούν και να τιμωρούμε όποιον δεν είναι διατεθειμένος να την ενστερνιστεί. Στην έννοια του φανατισμού υπονοείται ότι η ιδέα στην οποία είναι αφοσιωμένος ο φανατικός είναι μια ιδέα εσφαλμένη και επικίνδυνη, που δεν αξίζει να την ενστερνίζεται κανείς με τόση επιμονή. Σε τούτο ο φανατισμός αντιτίθεται στον ενθουσιασμό: ενθουσιώδης είναι ο οπαδός μιας ιδέας ευγενικής, μεγαλόψυχης ή φιλάνθρωπης. Συνέπειες μιας φανατικής στάσης και νοοτροπίας είναι η μισαλλοδοξία για τις ιδέες των άλλων και ένα πνεύμα μανιώδους προσηλυτισμού που δεν αποφεύγει τα βίαια ή και απάνθρωπα μέσα.

Ο φανατισμός συνδέεται γενικά με το δογματισμό, δηλαδή με την πίστη σε μιαν αλήθεια ή σε ένα σύστημα αληθειών, που από τη στιγμή που θα τις αποδεχθούμε δεν πρέπει πλέον να τίθενται υπό αμφισβήτηση και που αρνούνται τη συζήτηση με άλλες. Σε μια κοινωνία στην οποία μια ομάδα φανατικών παίρνει το προβάδισμα, γεννιέται ως αντίδραση και διαδίδεται το πνεύμα του κομφορμισμού.

Ο κομφορμισμός απαντάει στον πεισματικό ζήλο του φανατικού με τον δειλό ζήλο εκείνου που δεν θέλει να διατρέξει τον κίνδυνο να καταδιωχθεί για τις ιδέες του, με την υποτακτική και δουλική αποδοχή των αληθειών των άλλων, αν και στο βάθος δεν τις πιστεύει.

Ο εχθρός και των δύο είναι το κριτικό πνεύμα, η χρήση του λόγου που ενισχύεται από την εμπειρία. Το κριτικό πνεύμα εναντίον της έξαψης των φανατικών διδάσκει την αίσθηση του ορίου και την αρετή της ανεκτικότητας και εναντίον της υποταγής των κομφορμιστών υποκινεί την αμφιβολία και μας μαθαίνει να σκεφτόμαστε με το δικό μας μυαλό, δρώντας άλλοτε σαν φραγμός και άλλοτε σαν κέντρισμα.

Όπως στο φανατισμό αντιπαρατίθεται, για το καλό, η ανεκτικότητα, έτσι του αντιπαρατίθεται, για το κακό, ο κυνισμός (με τη συνήθη και όχι με τη φιλοσοφική έννοια του όρου). Ο φανατικός πιστεύει με ακραίο τρόπο σε μία μόνον ιδέα. Ο κυνικός δεν πιστεύει σε καμιά, αλλά είναι διατεθειμένος να επωφεληθεί από όλες ανάλογα με το όφελος που θα αποκομίσει.

Το νόημα που σήμερα δίνουμε στη λέξη φανατισμός και όλα όσα κατανοούμε με αυτήν την έννοια συνδέονται στενά με την πολεμική των φιλοσόφων του Διαφωτισμού. Η λέξη φανατισμός έχει στη γλώσσα τους ένα ευρύτατο νόημα: υποδεικνύει όλα όσα αυτοί καταπολεμούν και θα ήθελαν να δουν να χάνονται από τον κόσμο για την ευτυχία του ατόμου και την πρόοδο της ανθρωπότητας, δηλαδή τη θρησκευτική δεισιδαιμονία και τις ολέθριες συνέπειές της, τους πολέμους, τις διώξεις, τα μαρτύρια της πυράς.

Αν θα θέλαμε να εκφράσουμε με μια διατύπωση το συνολικό νόημα της μάχης του Διαφωτισμού, δεν θα μπορούσαμε να την ορίσουμε καλύτερα παρά ως την πιο εκτεταμένη και λαϊκή διανοητική μάχη εναντίον του φανατισμού που διεξήχθη ποτέ.

Η διαφορά ανάμεσα στους Διαφωτιστές, οι οποίοι έβγαιναν από δυο αιώνες θρησκευτικών πολέμων, και σε μας έγκειται στο ότι ο φανατισμός στον οποίο αυτοί επιτέθηκαν ήταν σχεδόν αποκλειστικά θρησκευτικός, ενώ εκείνος του οποίου την εμπειρία έχουμε σήμερα είναι σχεδόν αποκλειστικά πολιτικός. Τα ιστορικά πρόσωπα που ενσάρκωναν το φανατισμό ήταν ένας Τορκεμάδα, ένας Καλβίνος, έτσι όπως είναι για μας οι διάφοροι Γκέμπελς των ολοκληρωτικών καθεστώτων.

Οι Διαφωτιστές συνέδεαν το φανατισμό με τις μεγάλες θρησκείες, όπως η εβραϊκή, η χριστιανική ή η μουσουλμανική, και αντιπαρέθεταν σε αυτές, εξιδανικεύοντάς την, τη φιλοσοφική θρησκεία του Κομφούκιου, έτσι όπως εμείς τον συνδέουμε με τις ακρότητες των εθνικιστικών κινημάτων, με τον κομμουνισμό, τον μηδενισμό, τον ρατσισμό και γενικά με δικτατορικά καθεστώτα που αντιπαρατίθενται σε καθεστώτα ελευθερίας.

Η άλλη βαθύτερη διαφορά ανάμεσα σε μας και στους φιλοσόφους του Διαφωτισμού αναφέρεται στις αιτίες και στις θεραπείες. Εκείνοι έβλεπαν στην άγνοια του απλού λαού (που την εκμεταλλεύονταν οι πονηροί) τη μεγαλύτερη αιτία της πρόληψης που γεννούσε τα φαινόμενα του ατομικού και συλλογικού φανατισμού. Και ανάγοντας το πρόβλημα σε μια πάλη του φωτός του λόγου ενάντια στα σκοτάδια της προκατάληψης, δεν έβλεπαν άλλη θεραπεία παρά μόνο τη διάδοση μιας γνώσης βασιζόμενης στο λόγο και στην εμπειρία.

Εμείς, έπειτα από την πιο τρομερή έκρηξη συλλογικού φανατισμού που υπήρξε ποτέ, το ναζισμό, είμαστε λιγότερο βέβαιοι για τις αιτίες και λιγότερο ήσυχοι σχετικά με τις θεραπείες.

Η ιστορική εμπειρία μάς έχει διδάξει ότι οι κοινωνίες οι πιο αμόλυντες από τον φανατισμό είναι εκείνες στις οποίες η διανοητική και πολιτική εκπαίδευση τείνει όλο και περισσότερο να βασίζεται στην ελεύθερη συζήτηση των ιδεών μάλλον και όχι στη διδασκαλία ήδη καθορισμένων συστημάτων αλήθειας, και των οποίων το καθεστώς εμπνέεται από την αρχή της πολλαπλότητας των δρόμων πρόσβασης στην αλήθεια και επομένως από την άρνηση μιας κρατικής φιλοσοφίας ή ιδεολογίας που θα είναι άλλη από εκείνη της ειρηνικής συνύπαρξης όλων των φιλοσοφιών ή ιδεολογιών.

Nietzsche: Η γέννηση της τραγωδίας-Ελληνισμός και απαισιοδοξία

Φρίντριχ Νίτσε: 1844–1900

Το τραγικό πνεύμα του πολιτισμού: Όνειρο και Μέθη

§1

Το πρώτο αυθεντικά φιλοσοφικό έργο του Νίτσε είναι το βιβλίο του: Η γέννηση της τραγωδίας . Για πρώτη φορά βλέπει το φως της δημοσιότητας το 1872 και αυτο-κατανοείται ως συμβολή στην Αισθητική, ενώ στο πρακτικό του αντίκρισμα μπορεί να θεωρηθεί ως φιλοσοφική πραγματεία του πνευματικού πολιτισμού. Καθ’ όλη τη στοχαστική πορεία ζωής του φιλοσόφου, το εν λόγω έργο αξιολογείται ως ένα από τα πιο διαδεδομένα και συναρπαστικά δημιουργήματά του. Μια νέα έκδοσή του δημοσιεύτηκε το 1886 με τον τίτλο: Η γέννηση της τραγωδίας ή Ελληνισμός και απαισιοδοξία. Με τούτο το έργο ο Νίτσε επιχειρεί μια εξαρχής ανάγνωση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Με βάση αυτή την ανάγνωση, στην αρχαία ελληνική τέχνη και πιο ειδικά στην ποίηση μπορεί κανείς να διακρίνει δυο αντίθετα στοιχεία ζωτικής σημασίας για την οντολογική μας υπόσταση: το Απολλώνιο και το Διονυσιακό:

«Θα έχουμε επιτύχει πολλά στην αισθητική επιστήμη, μόλις φτάσουμε όχι μόνο να καταλάβουμε λογικά, αλλά και να διαισθανθούμε με άμεση βεβαιότητα πως η εξέλιξη της τέχνης συνδέεται με τη δυϊκότητα του Απολλώνιου και του Διονυσιακού»[1].

Η φιλοσοφική πρόκληση του σπουδαίου τούτου έργου έγκειται στην ερμηνευτική του που θεμελιώνεται στην αισθητική επιστήμη. Όπως μαρτυρεί το ως άνω κείμενο, ο Νίτσε ερμηνεύει ως πρώτη φιλοσοφία την αισθητική επιστήμη και καμιά οντολογία ή γνωσιοθεωρία. Κατά ταύτα, η ανθρώπινη ύπαρξη βρίσκει τον αυθεντικό προσδιορισμό της και την αντίστοιχη αιτιολόγησή του στην πράξη της τέχνης και στην πρακτική εκδίπλωση της τελευταίας.

§2

Το αντικείμενο που δίνει τον τίτλο στο υπό συζήτηση έργο είναι η αττική τραγωδία. Τούτο σημαίνει πως ο Νίτσε αναγνωρίζει στην τελευταία το αποκορύφωμα του πνευματικού πολιτισμού των Ελλήνων και παράλληλα το ενδεικτικό στοιχείο για τον υπαρξιακό χαρακτήρα της τέχνης ως τέτοιας. Συνακόλουθα, η αττική τραγωδία παραπέμπει στην έννοια του “Τραγικού”, που εξίσου διατηρεί αμείωτη τη δυναμική της και στη σύγχρονη εποχή. Για την έννοια της αττικής τραγωδίας, όπως και για εκείνη της τέχνης και της φιλοσοφίας, στο έργο καθοριστική είναι η αντίθεση και η αντιθετική σύζευξη ανάμεσα στο Απολλώνιο και το Διονυσιακό:

«Τα ονόματα ‘‘Απολλώνιο’’ και “Διονυσιακό” τα δανειζόμαστε από τους Έλληνες, που εκφράζουν, για τον καθένα που κατανοεί, τα βαθυστόχαστα κρυφά διδάγματα της καλλιτεχνικής τους αντίληψης όχι με αφηρημένες έννοιες, αλλά με τις σαφείς και πειστικές μορφές του κόσμου των θεών τους. Οι δυο θεότητές τους που σχετίζονται με την τέχνη, ο Απόλλων και ο Διόνυσος, μας παρέχουν τη γνώση ότι στον ελληνικό κόσμο υπάρχει μια τρομερή αντίθεση, ως προς την προέλευση και τους σκοπούς, ανάμεσα στην πλαστική τέχνη, την απολλώνια, και τη μη-πλαστική της μουσικής, την τέχνη του Διόνυσου: αμφότερες αυτές οι τόσο διαφορετικές παρορμήσεις/ορμές κινούνται η μια δίπλα στην άλλη· τις περισσότερες φορές σε κατάσταση ανοικτής σύγκρουσης, αμοιβαία ερεθιζόμενες για νέες, όλο και πιο ισχυρές γέννες, για να διαιωνίσουν ανάμεσά τους τη διαμάχη που γεννά η αντίθεσή τους και την οποία μόνο φαινομενικά γεφυρώνει αυτό που είναι κοινό και ονομάζεται “τέχνη”· ώσπου, τελικά, δυνάμει ενός μεταφυσικού θαύματος της ελληνικής “Βούλησης”, εμφανίζονται ζευγαρωμένες και με το ζευγάρωμά τους αυτό γεννούν εν τέλει το έργο τέχνης που είναι συγχρόνως διονυσιακό και απολλώνιο, την αττική τραγωδία»[2].

§3

Η διάκριση ανάμεσα στο Απολλώνιο και το Διονυσιακό δεν είναι μια αφηρημένη, παγιωμένη και ακίνητη αντίθεση δυο καλλιτεχνικών παρορμήσεων, ορμών ή δυνάμεων παρά εισάγεται ως ένα είδος “διπλασιασμού”, τουτέστι ως παραγωγική αλληλεπίδραση μεταξύ τους: Απολλώνιο και Διονυσιακό εμφανίζονται ως αμοιβαία αντιθετικοί κόσμοι, καθένας για τον εαυτό του και παράλληλα συμπληρωματικός του άλλου, ο θεράπων παράγοντας του άλλου. Αμφότερα συγκροτούν πνευματικό πολιτισμό και μας παρέχουν τη δυνατότητα να αξιοποιούμε το ψεύδος για να βρίσκουμε «ισορροπία νοήματος» στη ζωή. Να τη βρίσκουμε όχι ως άρνηση της αλήθειας, με την κανονιστική σημασία του όρου, αλλά ως άγνοια αυτού που δεν θέλουμε να γνωρίζουμε. Εάν, για παράδειγμα, η αλήθεια για οποιαδήποτε πολιτική-κοινωνική καταρράκωση του ανθρώπινου Είναι μας, εκ μέρους της μιας ή της άλλης πολιτικής, μπορεί κάλλιστα να εγγίζει τα όρια μιας εθνικής μειοδοσίας, αυτή την αλήθεια –που προκαλεί φοβερό σεισμό στη ζωή μας– δεν θέλουμε να τη γνωρίζουμε. Το να επιδιώξουμε να γνωρίσουμε μια τέτοια αλήθεια σημαίνει να στερήσουμε την ύπαρξή μας από το βέβαιο, το σταθερό, το σίγουρο της ήρεμης καθημερινής βίωσης και επιβίωσης. Μια τέτοια στέρηση υποδηλώνει περίπου κλονισμό της βούλησής μας για ζωή. Και τη στιγμή που ο άνθρωπος είναι και παραμένει ένα ιδιοτελές κοινωνικο-πολιτικό ζώο, προέχει η βούληση για ζωή, γιατί μέσα από τούτη τη βούληση διέρχεται όχι μόνο η πιο πάνω «ισορροπία νοήματος» –ως αναγκαίος ίσως συμβιβασμός– αλλά και κάποια μελλοντική ανατροπή αυτού του «ισορροπημένου» με δουλόφρονα νοοτροπία βίου. Αυτό που επιζητεί ο Νίτσε, μέσα από αυτούς τους ερμηνευτικούς δρόμους, δεν είναι να δοξάσει το υφιστάμενο αλλά να μας προσφέρει γνώση, αλλάζοντας τον τρόπο σκέψης μας, έτσι ώστε η τελευταία να είναι σε θέση να επινοεί νέες μορφές ζωής.

§4

Γιατί όμως το Απολλώνιο και το Διονυσιακό μας παρέχουν τις ως άνω δυνατότητες; Κατ’ αρχήν, επειδή αμφότερα αποτελούν θεμελιώδεις αρχές της πνευματικότητάς μας. Πιο ειδικά: Το πρώτο συνδέεται με το όνειρο, ενώ το δεύτερο με τη μέθη. Ποια η σημασία αυτού του ονείρου; Στη σφαίρα του ονείρου, ο άνθρωπος πλάθει, δημιουργεί την όμορφη φαινομενικότητα από κόσμους εναρμονισμένους με τις ατομικές του ανάγκες και ικανούς να τον πλημμυρίζουν με ένα βαθύ αίσθημα συγκατάνευσης και γαλήνης. Συγχρόνως τον κάνει να αισθάνεται πως καθημερινά κινείται μέσα σε μια ονειρική πραγματικότητα, που αυτόματα παραπέμπει σε έναν κόσμο επιφανειακό, φαινομενικό, πίσω από τον οποίο κρύβεται ένας άλλος κόσμος. Έτσι εισέρχεται σε μια αλήθεια που ίσταται πάνω από το βιοτικό ή καθημερινό στοιχείο της ύπαρξής του. Μέσα στο όνειρο λοιπόν δύναται –ως αυτόνομος, αυτεξούσιος, αυτάρκης, φωτεινός, σύμμετρος με το Είναι του– να εξατομικεύεται, να ενδυναμώνει την ατομικότητά του και στη συνέχεια να κατέρχεται στην καθημερινή ζωή με εμπιστοσύνη, με αυτοπεποίθηση και με τάση για αυτοδιάθεση, για αυτοπροσδιορισμό. Με το Απολλώνιο στοιχείο συνεπώς είναι παρούσα η φιλοσοφική γαλήνη.

Στη σφαίρα της μέθης ο άνθρωπος δεν συναδελφώνεται μόνο με τον συνάνθρωπό του, αλλά χάρη στην κατάσταση της συλλογικής έκστασης απελευθερώνει το σύμπαν της σκλαβωμένης του φύσης, εκμηδενίζει κάθε ακαμψία, αποδυναμώνει κάθε συστολή και γκρεμίζει όλους τους φραγμούς, ορατούς και αόρατους, της αυθαιρεσίας, της εχθρότητας, της δουλικότητας, της συμβεβλημένης ηθικότητας κ.λπ., που του επιφυλάσσουν οι καταστάσεις ζωής και οι οποίοι τον χωρίζουν από την ουσία του ως ανθρώπου. Η αφύπνιση του διονυσιακού πνεύματος έτσι του επιτρέπει να θραύει τα δεσμά, μεταξύ άλλων, μιας δουλικής ηθικής και μιας εξαρτημένης σχέσης του βίου που του επιβάλλουν οι «δυνατοί» και δια της οποίας διαφεντεύουν την ύπαρξή του με δική του συγκατάθεση.
----------------------
[1] Kritische Studienausgabe (KSA) 1, die Geburt der Tragödie u.a., σ. 25.
[2] Ό.π., σσ. 25-26.

ΠΛΑΤΩΝ: Συμπόσιον (179b-180b)

Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. τούτου δὲ καὶ ἡ Πελίου θυγάτηρ Ἄλκηστις ἱκανὴν μαρτυρίαν παρέχεται ὑπὲρ τοῦδε τοῦ λόγου εἰς τοὺς Ἕλληνας, ἐθελήσασα μόνη ὑπὲρ τοῦ αὑτῆς ἀνδρὸς ἀποθανεῖν, ὄντων αὐτῷ πατρός τε [179c] καὶ μητρός, οὓς ἐκείνη τοσοῦτον ὑπερεβάλετο τῇ φιλίᾳ διὰ τὸν ἔρωτα, ὥστε ἀποδεῖξαι αὐτοὺς ἀλλοτρίους ὄντας τῷ ὑεῖ καὶ ὀνόματι μόνον προσήκοντας, καὶ τοῦτ᾽ ἐργασαμένη τὸ ἔργον οὕτω καλὸν ἔδοξεν ἐργάσασθαι οὐ μόνον ἀνθρώποις ἀλλὰ καὶ θεοῖς, ὥστε πολλῶν πολλὰ καὶ καλὰ ἐργασαμένων εὐαριθμήτοις δή τισιν ἔδοσαν τοῦτο γέρας οἱ θεοί, ἐξ Ἅιδου ἀνεῖναι πάλιν τὴν ψυχήν, ἀλλὰ τὴν ἐκείνης ἀνεῖσαν [179d] ἀγασθέντες τῷ ἔργῳ· οὕτω καὶ θεοὶ τὴν περὶ τὸν ἔρωτα σπουδήν τε καὶ ἀρετὴν μάλιστα τιμῶσιν. Ὀρφέα δὲ τὸν Οἰάγρου ἀτελῆ ἀπέπεμψαν ἐξ Ἅιδου, φάσμα δείξαντες τῆς γυναικὸς ἐφ᾽ ἣν ἧκεν, αὐτὴν δὲ οὐ δόντες, ὅτι μαλθακίζεσθαι ἐδόκει, ἅτε ὢν κιθαρῳδός, καὶ οὐ τολμᾶν ἕνεκα τοῦ ἔρωτος ἀποθνῄσκειν ὥσπερ Ἄλκηστις, ἀλλὰ διαμηχανᾶσθαι ζῶν εἰσιέναι εἰς Ἅιδου. τοιγάρτοι διὰ ταῦτα δίκην αὐτῷ ἐπέθεσαν, καὶ ἐποίησαν τὸν θάνατον αὐτοῦ ὑπὸ γυναικῶν [179e] γενέσθαι, οὐχ ὥσπερ Ἀχιλλέα τὸν τῆς Θέτιδος ὑὸν ἐτίμησαν καὶ εἰς μακάρων νήσους ἀπέπεμψαν, ὅτι πεπυσμένος παρὰ τῆς μητρὸς ὡς ἀποθανοῖτο ἀποκτείνας Ἕκτορα, μὴ ποιήσας δὲ τοῦτο οἴκαδε ἐλθὼν γηραιὸς τελευτήσοι, ἐτόλμησεν ἑλέσθαι βοηθήσας τῷ ἐραστῇ Πατρόκλῳ καὶ [180a] τιμωρήσας οὐ μόνον ὑπεραποθανεῖν ἀλλὰ καὶ ἐπαποθανεῖν τετελευτηκότι· ὅθεν δὴ καὶ ὑπεραγασθέντες οἱ θεοὶ διαφερόντως αὐτὸν ἐτίμησαν, ὅτι τὸν ἐραστὴν οὕτω περὶ πολλοῦ ἐποιεῖτο. Αἰσχύλος δὲ φλυαρεῖ φάσκων Ἀχιλλέα Πατρόκλου ἐρᾶν, ὃς ἦν καλλίων οὐ μόνον Πατρόκλου ἀλλ᾽ ἅμα καὶ τῶν ἡρώων ἁπάντων, καὶ ἔτι ἀγένειος, ἔπειτα νεώτερος πολύ, ὥς φησιν Ὅμηρος. ἀλλὰ γὰρ τῷ ὄντι μάλιστα μὲν ταύτην τὴν ἀρετὴν οἱ θεοὶ τιμῶσιν τὴν περὶ [180b] τὸν ἔρωτα, μᾶλλον μέντοι θαυμάζουσιν καὶ ἄγανται καὶ εὖ ποιοῦσιν ὅταν ὁ ἐρώμενος τὸν ἐραστὴν ἀγαπᾷ, ἢ ὅταν ὁ ἐραστὴς τὰ παιδικά. θειότερον γὰρ ἐραστὴς παιδικῶν· ἔνθεος γάρ ἐστι. διὰ ταῦτα καὶ τὸν Ἀχιλλέα τῆς Ἀλκήστιδος μᾶλλον ἐτίμησαν, εἰς μακάρων νήσους ἀποπέμψαντες.
Οὕτω δὴ ἔγωγέ φημι Ἔρωτα θεῶν καὶ πρεσβύτατον καὶ τιμιώτατον καὶ κυριώτατον εἶναι εἰς ἀρετῆς καὶ εὐδαιμονίας κτῆσιν ἀνθρώποις καὶ ζῶσι καὶ τελευτήσασιν.

***
Επιπρόσθετα, οι μόνοι που πρόθυμα θυσιάζουν τη ζωή τους ο ένας για τον άλλο είναι οι ερωτευμένοι, κι όχι μόνο οι άντρες, αλλά και οι γυναίκες. Κι ως προς αυτό, πειστική απόδειξη γι᾽ αυτό τον ισχυρισμό μου προσφέρει στον ελληνικό κόσμο η Άλκηστη, η θυγατέρα του Πελία, με την προθυμία της, μόνη αυτή, να πεθάνει στη θέση του άντρα της· είχε βέβαια ο Άδμητος και πατέρα [179c] και μητέρα, αλλά τα αισθήματα στοργής της, που τα ενέπνεε ο έρωτας, αποδείχτηκαν τόσο ανώτερα απ᾽ εκείνων, ώστε εκείνοι να ξεσκεπαστούν ότι ήταν ξένοι για το γιο τους —το μόνο που τους συνέδεε μ᾽ αυτόν ήταν το όνομα!— και μ᾽ αυτό της το ανδραγάθημα έκανε όχι μόνο τους ανθρώπους, αλλά και τους θεούς να πιστέψουν ότι πραγματοποίησε ένα τόσο ωραίο κατόρθωμα, ώστε, ενώ πολλοί πολλά και ωραία κατορθώματα πραγματοποίησαν, μόνο σε λίγους έδωσαν αυτό το έπαθλο, ν᾽ ανεβάσουν την ψυχή τους στον πάνω κόσμο από τον Άδη· όμως τη δική της την ανέβασαν, [179d] ενθουσιασμένοι με το ανδραγάθημά της· τόσο πολύ και οι θεοί τιμούν την αφοσίωση και την αρετή των ερωτευμένων. Αντίθετα, μ᾽ άδεια χέρια έστειλαν πίσω τον Ορφέα, τον γιο του Οιάγρου, από τον Άδη· φάντασμα της γυναίκας, που για χάρη της κατέβηκε, του έδειξαν, την ίδια όμως δεν του την έδωσαν, γιατί σχημάτισαν την εντύπωση ότι ήταν άναντρος — κιθαρωδός δεν ήταν, εξάλλου; — και ότι δεν το ᾽λεγε η καρδιά του να πεθάνει για τον έρωτα, όπως η Άλκηστη, αλλά κατέφυγε σε δόλο, για να τρυπώσει ζωντανός στον Άδη. Γι᾽ αυτό τον λόγο οι θεοί τού επέβαλαν τιμωρία και τα ᾽φεραν έτσι, ώστε να βρει τον θάνατο από γυναίκες· [179e] όχι, δεν τον τίμησαν όπως τον Αχιλλέα, το γιο της Θέτιδας, που τον έστειλαν στις νήσους των Μακάρων. Κι αυτό, επειδή ο Αχιλλέας, παρότι είχε προειδοποιηθεί από τη μητέρα του ότι, αν σκότωνε τον Έκτορα, θα πεθάνει, αν όμως δεν το κάνει αυτό, θα γυρίσει στην πατρίδα του και θα τον βρει ο θάνατος στα γηρατειά, τόλμησε να προτιμήσει, σπεύδοντας σε βοήθεια του εραστή του, του Πατρόκλου, και [180a] παίρνοντας εκδίκηση για το θάνατο εκείνου, όχι μόνο να πεθάνει για χάρη του, αλλά και να τον ακολουθήσει στο θάνατο, όταν εκείνος κειτόταν νεκρός· γι᾽ αυτό και οι θεοί, κατενθουσιασμένοι, τον τίμησαν εξαιρετικά, επειδή τόσο μεγάλη αξία έδινε στον εραστή του. Τώρα, ο Αισχύλος λέει φούμαρα, όταν ισχυρίζεται πως ο Αχιλλέας ήταν εραστής του Πατρόκλου· μα ο Αχιλλέας ήταν πιο όμορφος όχι μόνο από τον Πάτροκλο, αλλά συνάμα κι απ᾽ όλους τους ήρωες, κι επιπρόσθετα, δεν είχε βγάλει ακόμη γένι, κι ακόμη, όπως λέει ο Όμηρος, ήταν πολύ νεότερος. Αλλά βέβαια τωόντι οι θεοί τιμούν πάνω απ᾽ όλα αυτή την αρετή που χαρακτηρίζει [180b] τους ερωτευμένους, εκφράζουν όμως μεγαλύτερο θαυμασμό κι ενθουσιάζονται κι ευεργετούν πιο γενναιόδωρα στην περίπτωση του ερωμένου που αγαπά τον εραστή του απ᾽ ό,τι στην περίπτωση του εραστή που αγαπά το αγόρι του· γιατί ο εραστής είναι πλάσμα πιο θεϊκό απ᾽ ό,τι τ᾽ αγαπημένο αγόρι· γιατί μέσα του φωλιάζει ο θεός. Αυτός είναι ο λόγος που τίμησαν τον Αχιλλέα περισσότερο από την Άλκηστη, αποστέλλοντάς τον στις νήσους των Μακάρων.
Μ᾽ αυτό το σκεπτικό λοιπόν εγώ ισχυρίζομαι ότι ανάμεσα στους θεούς ο Έρως είναι και ο αρχαιότατος και ο πιο αξιοσέβαστος και αυτός που έχει τον πρώτο λόγο για ν᾽ αποχτήσουν οι άνθρωποι, κι όσο ζούνε κι όταν πεθάνουν, αρετή κι ευτυχία.