Ο Νικόλαος Βότσης και ο Τορπιλισμός του ''Φετχί Μπουλέντ''
Ο υποπλοίαρχος Νικόλαος Βότσης, με μια παράτολμη και κινδυνώδη ενέργεια το βράδυ της 18ης Οκτωβρίου του 1912 στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, διέρρηξε το πολεμικό... φετίχ των Τούρκων, ήτοι το πολεμικό σκάφος “Φετχί Μπουλέντ”, το οποίο οι Έλληνες αποκαλούσαν “Φετίχ Μπουλέντ”.
Πανύψηλος και ωραίος ως Έλλην, ο κοσμοπολίτης Υδραίος Νικόλαος Βότσης με το ανδραγάθημα που πραγματοποίησε έδωσε στους Έλληνες να καταλάβουν πως πλέον όλες οι στράτες, θαλάσσιες και στεριανές, ήταν ανοιχτές για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.
Στους Οθωμανούς, αντίθετα, το ανδραγάθημα του Βότση και του πληρώματος του τορπιλοβόλου “11” υπενθύμισε πως ήλθε η ώρα για την παράδοση της Θεσσαλονίκης στους Έλληνες. Λέγεται πως μετά την παράδοση της πόλης στους Έλληνες οι Βούλγαροι ζήτησαν από τον τούρκο αρχιστράτηγο Χασάν Ταχσίν να υπογράψει και μαζί τους πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης. Αυτός όμως απάντησε:
“Από τους Ρωμιούς την πήραμε και σ’ αυτούς θα την παραδώσουμε”!
Ο Νικόλαος Βότσης δεν λογάριασε τη ζωή του, κι ας ήταν 35 χρονών. Ζήτησε ο ίδιος να κάνει μια δυναμική ενέργεια ώστε να δώσει ένα ηθικό πλεονέκτημα στους ταπεινωμένους από την ήττα του 1897 Έλληνες. Και τα κατάφερε ιδιαίτερα εκρηκτικά και εκκωφαντικά, ενώ, όπως γράφουν οι εφημερίδες της εποχής, οι εκρήξεις από τον τορπιλισμό φώτισαν ολόκληρη την πόλη !!!
Ο Νικόλαος Βότσης (1877- 1934)
Ήταν γιος του γιατρού Ιωάννη Βότση και της Μαρίας Κουντουριώτη, αδελφής του ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη. Παππούς του ήταν οΝικόλαοςΒότσης, θρυλικός αξιωματικός του ναυτικού κατά την ελληνική επανάσταση.
Προερχόμενος από οικογένεια ναυτικών και αγωνιστών, φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων από το 1892 έως το 1896 και ακολούθως έλαβε μέρος στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, υπηρετώντας στο θωρηκτό “Ύδρα”. Αργότερα μετεκπαιδεύτηκε στο γαλλικό ναυτικό.
Όταν άρχισε
ο Α’ Βαλκανικός πόλεμος υπηρετούσε με τον βαθμό του υποπλοιάρχου. Ο ίδιος μάλιστα κατέθεσε αίτηση και ζήτησε να τοποθετηθεί σε μικρή μονάδα του στόλου με σχετική ελευθερία δράσης. Για τον λόγο αυτό διορίστηκε διοικητής του τορπιλοβόλου 11 (Τ-11), ενός πλοίου που ήταν ήδη 27 ετών, αφού είχε ναυπηγηθεί το 1885.
Το απόγευμα της 5ης Οκτωβρίου 1912, μετά την επιθεώρηση του στόλου από τον Bασιλιά Γεώργιο και την κυβέρνηση, ο στόλος απέπλευσε από το Φάληρο έχοντας επικεφαλής το θωρηκτό “Αβέρωφ” με κυβερνήτη τον θείο του Νικολάου Βότση, ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, ενώ Αθηναίοι και Πειραιώτες επευφημούσαν τα πληρώματα του στόλου ευχόμενοι να γυρίσουν νικητές και τροπαιούχοι. Ανάμεσα στα σκάφη του στόλου ήταν και το τορπιλοβόλο 11 του Βότση, ο οποίος διψούσε για πολεμική δράση.
Και ενώ ο λοιπός στόλος κατευθύνθηκε προς το Βόρειο Αιγαίο, τα τορπιλοβόλα 11 και 15 απέπλευσαν για το ακρωτήριο Μαλέας της Πελοποννήσου, για να συνοδεύσουν το Aγγλικό φορτηγό “Βοσνία”, που μετέφερε τα πυρομαχικά του στόλου. Ακολούθως διατάχθηκαν να περιπολούν γύρω από τη Σκιάθο. Εκεί ήταν και το παλιό ναρκοβόλο “Κανάρης”, το οποίο χρησιμοποιούσαν ως πλοίο ανεφοδιασμού, και η ναρκοθέτιδα “Άρης”.
Αίτηση για παράτολμη ενέργεια
Ο Βότσης, όμως, ο οποίος θεωρούσε ανιαρό το καθήκον που του ανατέθηκε, ζήτησε από τον... θείο του και αρχηγό του στόλου, ναύαρχο Κουντουριώτη, να του επιτρέψει να πραγματοποιήσει κάποια παράτολμη ενέργεια στα Δαρδανέλια, στη Σμύρνη ή στη Θεσ-σαλονίκη. Υποστήριξε μάλιστα ότι το ενδεχόμενο απώλειας ενός παλιού τορπιλοβόλου θα ήταν ασήμαντο μπροστά σε μια εντυπωσιακή επιτυχία εντός εχθρικού λιμανιού, το οποίο θα εξύψωνε το ηθικό των Ελλήνων.
Φαίνεται πως την αξία της ίδιας του της ζωής δεν την λογάριαζε! Η απάντηση που έλαβε ο κυβερνήτης του “Τ-11” στο αίτημά του ήταν να ξεκαθαρίσει τα νερά του Θερμαϊκού από κάθε πλοίο και κατόπιν να περιμένουν τον κατάπλου του οπλιταγωγού “Σφακτηρία”, για να υποστηρίξουν την αποβίβαση πολεμοφοδίων και στρατού στο Ελευθεροχώρι της Κατερίνης.
Έτσι ο υδραίος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού άρχισε να περιπολεί εντός του Θερμαϊκού. Αυτή ήταν και η απαρχή της ιδιαίτερα παράτολμης ενέργειας που είχε κατά νου να πράξει ο Βότσης και αφορούσε την απόπειρα του τορπιλισμού της τουρκικής θωρηκτής κορβέτας “Φετχί Μπουλέντ”(σπουδαίο, λαμπρό επίτευγμα ή καλή τύχη, σημαίνει το όνομά του), που βρισκόταν στο λιμάνι της τουρκοκρατούμενης τότε Θεσσαλονίκης.
Πριν εκτελέσει την παράτολμη αυτή ενέργεια ο Βότσης ζήτησε πληροφορίες για το τουρκικό σκάφος από τον επίσης υδραίο αξιωματικό του ναυτικού Αντώνη Κριεζή, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως ναυτικός ακόλουθος της ελληνικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι ο Βότσης έμαθε πως το τουρκικό σκάφος ήταν εν μέρει αφοπλισμένο και παροπλισμένο. Αλλά πάλι η προσπάθεια του Βότση δεν έμοιαζε και τόσο εύκολη. Αυτή καθαυτή η απόπειρα εισόδου του τορπιλοβόλου του στον κόλπο της Θεσσαλονίκης και η προσέγγιση του “Φετχί Μπουλέντ” ήταν αρκούντως κινδυνώδης.
“Εκτελέσατε επίθεσιν...”
Όταν πλέον ο Βότσης με το πλήρωμά του ήταν έτοιμοι, έστειλε στο υπουργείο Ναυτικών κρυπτογραφικό τηλεγράφημα στο οποίο έγραφε:
“Παρακαλώ Υπουργείον όπως μοι εγκρίνη, εάν τυχόν παρουσιασθή ευνοϊκή περίστασις, κατά τας διαταχθείσας περιπολίας, είσπλουν εις λιμένα Θεσσαλονίκης, όπου θωρηκτόν ‘Φετχί Μπουλέντ’”.
Το υπουργείο Ναυτικών έστειλε στον Νικόλαο Βότση την εξής απάντηση:
“Εκτελέσατε επίθεσιν κατά του εν Θεσσαλονίκη ορμούντος τουρκικού πλοίου, συμφώνως με πρωινήν τηλεγραφικήν συνεννόησιν μετά Αρχηγού Γενικού Επιτελείου”.
Έτσι αποφασίστηκε η επιχείρηση να πραγματοποιηθεί το βράδυ της 18ης Οκτωβρίου. Το “Τ-11”, ενώ έπλεε στο Λιτόχωρο, συνάντησε δύο μικρά καΐκια και ο Βότσης πήρε μαζί του για πλοηγούς τους δύο καραβοκύρηδες, Νικόλα Βλαχόπουλο και Μιχάλη Κουφό, παρόλο που οι ίδιοι τον θερμοπαρακαλούσαν να τους αφήσει να φύγουν. Έμπειροι ψαράδες αυτοί, γνώριζαν πάρα πολύ καλά πώς είχε η κατάσταση και πίστευαν πως κάτω από αυτές τις συν-θήκες αυτό που είχε κατά ο νου ο Βότσης ήταν πραγματικά αδύνατο να εκτελεστεί.
Παρ’ όλα αυτά ο Νικόλαος Βότσης δεν τους άκουσε ούτε συγκινήθηκε όταν του είπαν πως ήταν οικογενειάρχες με παιδιά. Πλέον ο υδραίος κυβερνήτης φοβόταν πως, αν τους ελευθέρωνε, κινδύνευε να προδοθεί το σχέδιο και η αποστολή του, που ουσιαστικά είχε αρχίσει να πραγματοποιείται.
Μόνο όταν συνάντησε το πολεμικό “Σφακτηρία” έστειλε ένα έγγραφο, με το οποίο ζητούσε από την κυβέρνηση να ενδιαφερθεί για τις οικογένειες των ψαράδων σε περίπτωση που θα τους τύχαινε κάτι κακό κατά την εξέλιξη της επιχείρησης. Ο διοικητής του “Τ-11”, όταν απομακρύνθηκε από τη “Σφακτηρία”, διά βραχιόνων έδωσε το εξής σήμα:
“Το τορπιλοβόλον 11, πριν επιχειρήση να γράψη μίαν σελίδαν εις την ιστορίαν, σας αποχαιρετά”.
Προσπάθεια για είσοδο στον κόλπο της Θεσσαλονίκης
Στις 9.20 το βράδυ της 18ης Οκτωβρίου το “Τ- 11”, έχοντας τα φώτα του σβηστά, με καιρό συννεφιασμένο και πολύ δυνατό γραίγο, έβαλε πλώρη για το Καραμπουρνού. Ο Βότσης εί- χε να αντιμετωπίσει τις νάρκες αλλά και τις αβαθείς εκβολές του Αξιού, γι’ αυτό είχε διατάξει να πλέουν ήρεμα και κάθε τόσο να βολίζουν τον γιαλό, για να μην πέσουν σε καμιά ξέρα. Ο κυβερνήτης του σκάφους είχε διατάξει το βόλισμα να κάνει ο ακούσιος πλοηγός Βλαχόπουλος.
Έτσι, αφού παρέκαμψαν νάρκες και ξέρες - άλλωστε το σκάφος είχε μικρό βύθισμα, μόλις δύο μέτρα - έμειναν να αντιμετωπίσουν τα κανόνια του Καραμπουρνού, του Μεγάλου Εμβόλου, και τον τεράστιο ηλεκτρικό προβολέα που βρισκόταν εκεί και σάρωνε τον κόλπο της Θεσσαλονίκης. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη τη βραδιά η καλή τύχη ήταν με το μέρος του “Τ-11” και έτσι πέρασαν και από το Καραμπουρνού χωρίς να γίνουν αντιληπτοί.
Πλέον μπροστά τους έβλεπαν φωταγωγημένη τη Θεσσαλονίκη. Όμως υπήρχε κάτι ακόμη που έπρεπε να υπολογίσει ο Νικόλαος Βότσης πριν δώσει διαταγή για τον τορπιλισμό του τουρκικού θωρηκτού. Στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης εκτός από το “Φετχί Μπουλέντ” υπήρχαν αγκυροβολημένα δύο ξένα πολεμικά πλοία, ένα αγγλικό και ένα ρωσικό. Έτσι η όλη επιχείρηση θα έπρεπε να γίνει από τα ανατολικά, για να μην υπάρξει καμία πιθανό-τητα να πληγεί κάποιο από τα ξένα σκάφη. Διαφορετικά οι τορπίλες του “Τ-11” θα προκαλούσαν διεθνή διπλωματική... ναυμαχία.
Πλησιάζοντας ο Νικόλαος Βότσης, που βρισκόταν στον πυργίσκο του “Τ-11”, διέκρινε με τις διόπτρες του τον επιβλητικό όγκο του “Φετχί Μπουλέντ” στην αριστερή άκρη του κυματοθραύστη του λιμανιού.
Η επίθεση κατά του “Φετχί Μπουλέντ”
Το πλήρωμα του ελληνικού σκάφους είχε ετοιμάσει τις τορπιλοσωλήνες από το Κα-ραμπουρνάκι. Ο Νικόλαος Βότσης πλησίασε το “Φετχί Μπουλέντ” στα 150 μέτρα και τότε έδωσε στον τορπιλητή τη διαταγή “έλξον!” Ο τορπιλητής έριξε και τις δύο τορπίλες, ενώ ο κυβερνήτης του “Τ-11” διέταξε “ανάποδα ολοταχώς” και συγχρόνως διέταξε τον ύπαρχο Χατζίσκο να ρίξει και την τορπίλη του καταστρώματος.
Το τουρκικό σκάφος έπληξαν δύο τορπίλες, ακούστηκε ένας βαθύς κρότος και το “Φετχί Μπουλέντ” άρχισε να βυθίζεται γέρνοντας προς τα δεξιά. Η υμών ανακοινωθή δι’ ημερησίας διαταγής προς άπαντα τα πλοία του στόλου Αιγαίου και Αμβρακικού. Ετιμήσατε την πατρίδα και ένδοξον ναυτικόν της. Θα προτείνω ηθικήν αμοιβήν υμών και υπάρχου, εν καιρώ δε ολοκλήρου του πληρώματος. Γνωστοποιήσατέ μας ονόματα πλοηγών, προς παροχήν ηθικής και υλικής αμοιβής προς αυτούς.
Τα συγχαρητήριά μου ανακοινώσατε εις το υφ’ υμάς πλήρωμα δι’ ημερησίας διαταγής. Υπουργός Ναυτικών Ν. Στράτος”. Ο θείος του Νικολάου Βότση, ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης, βρισκόταν στο λιμάνι του Μούδρου, στην απελευθερωμένη πλέον Λήμνο, όταν έλαβε το ραδιοτηλεγράφημα.
Η Αντίδραση των Οθωμανών
Το πώς αντέδρασαν οι οθωμανοί αξιωματούχοι στο άκουσμα των εκρήξεων αλλά και της είδησης της βύθισης του “Φετχί Μπουλέντ” το πληροφορούμαστε από τον Κενάν Μεσαρέ, γιο και υπασπιστή του αρχιστράτηγου Χασάν Ταχσίν, διοικητή του 8ου σώματος του οθωμανικού στρατού: “Εκεί που συζητούσαμεν ήσυχα ήσυχα, παρουσία και του Φρουράρχου, η συνομιλία μας διεκόπη από έναν εκκωφαντικό και τρομακτικό κρότο, τρίτη τορπίλη χτύπησε την παραλία και εξερράγη.
Το “Τ-11” είχε ήδη αρχίσει διαδικασία απεμπλοκής για την έξοδό του από το λιμάνι της πόλης. Αλλά ο γενναίος Υδραίος είχε υποσχεθεί και κάτι ακόμη. Παρά την προσπάθεια των Τούρκων να τον εντοπίσουν με τους προβολείς από το Καραμπουρνού, ο Νικόλαος Βότσης, περνώντας ολοταχώς κάτω από τα φοβερά κανόνια που ήταν εγκαταστημένα εκεί, διέταξε να ρίξουν προς το μέρος εκείνο μια χαιρετιστήρια κανονιά, σαν νικητήρια ιαχή, για να γιορτάσει την ολοκλήρωση του εγχειρήματός του.
Στην απελευθερωμένη ήδη Κατερίνη ο Βότσης ανήγγειλε ως εξής το κατόρθωμά του:
“11.35, χθες Πέμπτην, ετορπιλίσαμεν επιτυχώς εις λιμένα Θεσσαλονίκης τουρκικόν θωρηκτόν ‘Φετχί Μπουλέντ’. Πλοίον βυθιζόμενον έκλινε δεξιά. Πλήρωμα και πλοίον ημών αβλαβή”.
Από τον τότε υπουργό Ναυτικών Ν. Στράτο έλαβε συγχαρητήριο ραδιοτηλεγράφημα που ανέφερε τα εξής:
“Συγχαίρω εγκαρδίως διά ναυτικόν κατόρθωμα. Προς τιμήν σας διατάσσω όπως έκθεσις που εδόνησε όλη την πόλη. Το Διοικητήριο ετράνταξε... ήταν δε τέτοια η κατάπληξή μας και το ξάφνιασμα, που εμείναμε με το στόμα ανοικτό και την πνοή κρατημένη. Καμιά πυριτιδαποθήκη θα ανετινάχθη, σκέφθηκα προς στιγμήν, αλλά αντήχησε το κουδούνισμα του τηλεφώνου και έστριψα τα μάτια μου προς το γραφείο του βαλή. Εκείνος άρπαξε το ακουστικό και συγκρατήσας μία κραυγή, με μάτια κλειστά και κάτωχρος, ψιθύρισε: Ετορ-πιλίσθη το Φετχί Μπουλέντ... και λέγων αυτά έμεινε ακίνητος, κοιτάζοντας τώρα σχεδόν σαν τρελός το ακουστικό που κρατούσε ακόμη στα χέρια του...”
Το 1917 ο Νικόλαος Βότσης έλαβε μέρος στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη, το 1920 υπηρετούσεως κυβερνήτης στο θωρηκτό “Κιλκίς”, ενώ το 1921 διορίστηκε ύπατος αρμοστής Κωνσταντινουπόλεως. Το 1922 συμμετείχε στη μεταφορά και σωτηρία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας με το θωρηκτό “Λήμνος”. Αντίθετος στην Επανάσταση του 1922, παραιτήθηκε από το Πολεμικό Ναυτικό με τον βαθμό του υποναύαρχου.
Περιγραφή της επιχείρησης από τον Νικόλαο Βότση
Απέπλευσα εκ Λιτοχωρίου την πρωίαν και κατέπλευσα εις Σκάλαν Ελευθεροχωρίου, όπου παρέμεινα μέχρι 9ης εσπέρας, οπότε απέπλευσα διά την επίθεσιν. Το Καραμπουρνού εφώτιζε συνεχώς την θάλασσαν διά των προβολέων του, αλλά διήλθον απαρατήρητος μεταξύ Καραβοφάναρου και Βαρδαρίου. Κατόπιν ολοταχώς έφθασα εις τον λιμένα της Θεσσαλονίκης και την 11.20 διέκρινα άνευ αμφιβολίας το τουρκικόν θωρηκτόν ανάπρωρον προς τον πνέοντα Μέσην εις την δυτικήν άκραν κυματοθραύστου.
Εις αντίθετον δεξιάν άκραν υπήρχε ρωσικόν πολεμικόν. Υποθέτω και άλλα. Εχείρισα ήρεμα, πάντοτε απαρατήρητος, και κατηύθυνα την πρώραν εις το μέσον του τουρκικού θωρηκτού. Εξεσφενδόνισα πρώτον την δεξιάν τορπίλλην την 11.35 από αποστάσεως 150 μέτρων. Έστρεψα είτα ολίγον αριστερά προχωρών και εξεσφενδόνισα την αριστεράν. Ανεπόδισα τότε ολοταχώς, όπως απομακρυνθώ της εκρήξεως. Της πρώρας του πλοίου μου στρεφούσης ήδη αριστερά, εξεσφενδόνισα και την του καταστρώματος τορπίλλην, ήτις όμως εξέκλινε και εξερράγη, μετά τας πρώτας ταυτοχρόνους σχεδόν εκρήξεις, επί του κυματοθραύστου μετά κρότου μεγάλου, ον προς στιγμήν ενομίσαμεν ως πυροβολισμόν εκ της ξηράς.
Άμα τη πρώτη εκρήξει παρετηρήθη κίνησις φώτων επί του εχθρικού πλοίου και συρίγματα. Τα διαμερίσματα των αξιωματικών ήσαν φωτισμένα. Η έκρηξις εγένετο ολίγον πρώραθεν της καπνοδόχου, δεξιά. Καπνός εξήλθεν άφθονος της καπνοδόχου. Το πλοίον καταφανώς εβυθίζετο διά της πρώρας, κλίνον δεξιά.
Ολοταχώς πλέων τότε εξήλθον άνωθεν της γραμμής των έξω του λιμένος βυθισμένων τορπιλλών, στηριζόμενος εις το βύθισμα του πλοίου μου, και διήλθον προ του Καραμπουρ-νού, το οποίον ειδοποιηθέν φαίνεται εν τω μεταξύ εκ Θεσσαλονίκης ήναψε πάντας τους προβολείς του.
Διήλθον εν τούτοις και πάλιν απαρατήρητος και καθ’ ην στιγμήν εβρισκόμην απέναντι του Καραμπουρνού, κατά προηγουμένην υπόσχεσιν προς τους πυροβολητάς μου, διέταξα και έρριψαν επ’ αυτού βολήν διά του ταχυβόλου των 37” από αποστάσεως 2.500 μέτρων. Εκείθεν κατηυθύνθην την 4ην πρωινήν εις Βρωμερήν της Αικατερίνης, προς παρακολούθη-σιν αποβιβάσεως τροφίμων διά τον στρατόν μας.
Η ταυτότητα των δύο πλοίων
Το τορπιλοβόλο “Τ-11”
Το τορπιλοβόλο του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού κατασκευάστηκε το 1885. Ήταν εκτοπίσματος 85 τόνων, μήκους 37,5 μέτρων και πλάτους 4 μέτρων και 60 εκατοστών, με βύθισμα 2 μέτρα. Η μηχανή του είχε δύναμη 1.000 ίππων και η ταχύτητά του έφτανε τους 25 κόμβους την ώρα.
Μετά τη φονική έκρηξη που έγινε το 1900 στον λέβητα ενός από τα άλλα τέσσερα σκάφη που είχαν κατασκευαστεί μαζί και στοίχισε τη ζωή στον κυβερνήτη του τορπιλοβόλου και σε οκτώ ναύτες του πληρώματος όλα τα σκάφη αναλεβητώθηκαν.
Τα σκάφη επανεξοπλίστηκαν με ταχυβόλο Κανέ των 27 χλστ., ένα πολυβόλο Νόρδελφεντ και τρεις τορπιλοβόλους σωλήνες των 360 χλστ. Οι τορπίλες είχαν βεληνεκές 400 μέτρα.
Πλήρωμα του “Τ-11”
Το πλήρωμα του “Τ-11” το είχε επιλέξει ο ίδιος ο κυβερνήτης του, υποπλοίαρχος Νικόλαος Βότσης, και το αποτελούσαν:
Αχιλλεύς Ασλάνογλου, ναύτης από την Άνδρο,
Γεώργιος Λεϊμονής, ναύτης από το Τρίκερι,
Γεώργιος Κουκλής, θερμαστής από τις Μηλιές Πηλίου,
Γεώργιος Ψαρρός, θερμαστής από την Άνδρο,
Σταύρος Βλαχάκης, οιακιστής από την Άνδρο,
Εμμανουήλ Κουτσουδάκης, αρμενιστής από τη Μήλο,
Σπυρίδων Πετρίτης, αρμενιστής από την Αίγινα,
Σαράντης Καραδήμας, αρμενιστής από τον Πόρο,
Δημήτριος Μαλτέζος, αρμενιστής από την Αίγινα,
Γεώργιος Κυράγγελος, δίοπος μηχανικός από την Πάτρα,
Θεόδωρος Σούγκρας, κελευστής μηχανικός από την Αθήνα,
Κανέλος Αλιφαντής, υποκελευστής μηχανικός από τον Πειραιά,
Γιακουμής Γιακουμή, υποκελευστής μηχανικός από την Χαλκίδα,
Λεωνίδας Ανδριανού, δίοπος πυροβολητής από τη Σαλαμίνα,
Βασίλειος Κουμπενάς, πυροβολητής από την Αίγινα,
Αλέξανδρος Λαγουρός, πυροβολητής από την Τήνο,
Θωμάς Μπήτρος, πυροβολητής από την Αίγινα,
Δημήτριος Δαούτης, τορπιλητής από την Αθήνα,
Γεώργιος Καμπανάρος, τορπιλητής από το Λαύριο,
Γεώργιος Θεοχάρης, τορπιλητής από το Κορωπί,
Δημήτριος Ελευσινιώτης, τορπιλητής από τη Σαλαμίνα,
Νικόλαος Βλαχόπουλος, ιδιώτης πλοηγός από το Λιτόχωρο,
Μιχαήλ Κουφός, ιδιώτης πλοηγός από το Λιτόχωρο,
Δημήτριος Χατζίσκος, ύπαρχος σημαιοφόρος από τη Λαμία.
Το “Φετχί Μπουλέντ”
Ο θωρακοδρόμων “Φετχί Μπουλέντ” ναυπηγήθηκε το 1872 στη Βρετανία και είχε μετασκευαστεί το 1890 και το 1907.
Σύμφωνα με την αθηναϊκή εφημερίδα “Σκριπ”, στο φύλλο της 20ής Οκτωβρίου 1912, το σκάφος στην αρχή έφερε το όνομα “Μουκαντεμέχ ι Χαΐρ”, το μήκος του ήταν 75 μέτρα, το πλάτος 13 μέτρα, το βύθισμά του 20 πόδια και είχε εκτόπισμα 2.710 τόνους. Οι μηχανές του “απέδιδον δύναμιν 3.200 ίππων. Ο θώραξ του ‘Φετχί Μπουλέντ’ ήταν ζώνη σιδηρά 8 έως 23 εκ. πυροβολείου 22,8, διαπήγματα 15,2 εκ.”.
Στον οπλισμό του πολεμικού πλοίου περιλαμβάνονταν τέσσερα πυροβόλα των 150 χλστ., τέσσερα των 75 χλστ. Και τέσσερα των 57 χλστ., ενώ το πλήρωμα του σκάφους ήταν γύρω στους 150 ναύτες.
Το 1910 το “Φετχί Μπουλέντ” ήλθε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης ως πλοίο διοίκησης. Τυπικά κυβερνήτης του ήταν ο εκάστοτε ναυτικός διοικητής της Θεσσαλονίκη, που τότε ήταν ο πλοίαρχος (Binbasi) Αζίζ Μαχμούτ Μπέη.
Το 1911, κατά τη διάρκεια του ιταλοτουρκικού πολέμου, για την καλύτερη οχύρωση της Θεσσαλονίκης τα βαρέα τηλεβόλα του σκάφους μεταφέρθηκαν στο Μεγάλο Έμβολο (Καραμπουρνού).
Το βράδυ της επίθεσης το τουρκικό πλοίο διέθετε μόνο τα πυροβόλα των 75 χλστ. και 57 χλστ. ενώ οι 90 άνδρες του επάνδρωναν τα πυροβόλα της στεριάς. Οι απώλειες του “Φετχί Μπουλέντ” ήταν 13 ναύτες και ο ιμάμης του σκάφους. Παρόλο που το “Φετχί Μπουλέντ” ήταν ουσιαστικά μερικώς παροπλισμένο στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, εντούτοις το πλήγμα στο ηθικό του τουρκικού στρατού ήταν καίριο.
Αντιθέτως αποτέλεσε μοναδική ευκαιρία για την εξύψωση του ηθικού των Ελλήνων, στρατιωτών και λαού. Μάλιστα, όπως αναφέρει ο Ιωάννης Δώδος, το κατάρτι του “Φετχί Μπουλέντ” τοποθετήθηκε στον Λευκό Πύργο ως ιστός της ελληνικής σημαίας και παραμένει μέχρι σήμερα.
Η Πολυσέλιδη Έκθεση του Βότση
Η καταβύθιση στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης του τουρκικού θωρηκτού «Φετχί-Mπουλέντ», ήταν μια παράτολμη ενέργεια, η οποία προξένησε συγκίνηση και ενθουσιασμό στον ελληνισμό, ενώ συνέβαλε τα μέγιστα στο να αυξηθεί η ηττοπάθεια στις γραμμές των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων.
Δεν το κρύβουμε ότι μείναμε κατάπληκτοι διαβάζοντας στην έκθεση ότι το κατ’ ευφημισμόν μόνο «τορπιλοβόλο», εκτός από τις δύο τορπίλες που έφερε, δεν διέθετε άλλο οπλισμό, ούτε καν κάποιο τουφέκι για τους άνδρες του πληρώματός του, με συνέπεια να πληρώσει από την τσέπη του ο Bότσης για να προμηθευτεί μια καραμπίνα με χοντρά σκάγια, λες και επρόκειτο να βγει για κυνήγι αγριόχοιρων.
«Eίχον παραγγείλη μερικάς χειροβομβίδας, αλλά δεν επρόφθασα να τας παραλάβω», λέει με την αφοπλιστική του ειλικρίνεια ο ναύαρχος.
Tο πλήρες κείμενο της έκθεσης Bότση προς το Yπουργείο των Nαυτικών, έχει ως εξής:..
Η Έκθεση του Βότση
''Ήμην υπασπιστής του τότε Mοιράρχου των γυμνασίων Πέτρου Γκίνη και ευρισκόμεθα με τον στόλον εν Bόλω, ότε ο Nικόλαος Στράτος Yπουργός των Nαυτικών με εζήτησεν όπως με προσλάβη ως υπασπιστήν του.
Kαίτοι επροτίμων την εν τοις πλοίοις υπηρεσίαν και δεν ήθελον να απομακρυνθώ του Mοιράρχου Γκίνη, παρά τω οποίω από ολίγου υπηρέτουν, ήτο δύσκολον να αρνηθώ και εδέχθην την πρόσκλησιν του Yπουργού των Nαυτικών μετά του οποίου με συνέδεεν άλλως τε αμοιβαία αγάπη και εκτίμησις, η οποία και ηύξεσεν έκτοτε.
Προς τον Nικόλαον Στράτον με την μεγάλην και ταχείαν αντίληψιν, την απέραντον μνήμην, και την ακαταπόνητον δραστηριότητα, οφείλει η Πατρίς την ταχείαν ετοιμασίαν του Στόλου με τας νίκας του οποίου, οφειλομένας εις την τόλμην του Nαυάρχου Kουντουριώτου και την ανωτέραν εκπαίδευσιν του Eλληνικού προσωπικού από του Tουρκικού τοιούτου, επετεύχθη η κυριαρχία της θαλάσσης και η ήττα της Tουρκίας κατά τον Bαλκανικόν πόλεμον.
Aντιλαμβανόμενος την επικειμένην κήρυξιν του πολέμου, εζήτησα ολιγοήμερον άδειαν από τον Yπουργόν όπως μεταβώ ιδιωτικώς εις Kωνσταντινούπολιν και αντιληφθώ αυτοπροσώπως την διάβασιν των Δαρδανελλίων οπόθεν δεν είχον ποτέ διέλθει και όπου μετ’ ολίγον επρόκειτο να δράσωμεν.
Mετέβην αρχάς Σεπτεμβρίου εις Kωνσταντινούπολιν με διαβατήριον όπου εφερόμην ως έμπορος. Oυδείς εκ των της ημετέρας εκεί Πρεσβείας, ή των περί αυτούς υπωπτεύετο κήρυξιν πολέμου τόσον προσεχή. Kαίτοι δεν επρόκειτο να μείνω ή ελαχίστας ημέρας, έλαβον προσωπικόν τηλεγράφημα του κ. Στράτου να επισπεύσω την επιστροφήν και επέστρεψα κατά την 13ην Σεπτεμβρίου. Kατόπιν παρακλήσεώς μου προς τον Yπουργόν των Nαυτικών Nικ. Στράτον όπως τοποθετηθώ ως Kυβερνήτης ενός των τορπιλλοβόλων, ετοποθετήθην επί του τορπιλλοβόλου «11» την 15ην Σεπτεμβρίου 1912.
Eύρον αυτό εις κακήν κατάστασιν και κατηρχόμην εις Nαύσταθμον καθ’ εκάστην επισπεύδων ο ίδιος τας εργασίας και φροντίζων διά την κάθε έλλειψίν του, ιδίως διά την συμπλήρωσιν του προσωπικού κατέβαλον ιδιαιτέρας φροντίδας, διότι ουδεμία μελέτη κινητοποιήσεως υπήρχε και έβλεπε κανείς τους επιστράτους να περιφέρωνται εις Nαύσταθμον εν αταξία, αναμένοντες την σειρά της κατατάξεώς των επί ημέρας.
Eζήτουν ιδίως διά φωνής εις το πλήθος εκείνους που ήθελον να έλθουν μαζί μου, προσθέτων ότι όσοι έλθουν μαζί μου πρέπει να είναι αποφασισμένοι, διότι πιθανόν να μη γυρίσουν οπίσω και μεταξύ των προθύμως προσερχομένων εξέλεγον όσους μου έκαμνον την καλλιτέραν εντύπωσιν εκ των ερωτήσεων ας τους απηύθυνα, και τους φαινομένους πλέον ρωμαλέους, έχων υπ’ όψιν απίθανον μεν, αλλά δυνατήν εχθρικού ομοίου σκάφους εμβολήν εν ώρα νυκτός ως συνέβη και εις τον Pωσσοϊαπωνικόν πόλεμον.
Προς τον αυτόν σκοπόν εζήτησα εις διάφορα εργοστάσια να μοι κατασκευάσωσι φυσίγγια Γκρα με χονδρά σκάγια. Aλλ’ εστάθη αδύνατον το τοιούτον και μη δυνάμενος να εφοδιάσω όλον το πλήρωμά μου ηγόρασα διά τον εαυτόν μου κυνηγετικόν επαναληπτικόν όπλον και επρομηθεύθην τα χρονδρότερα σκάγια, διότι εις τας εκ του πλησίον επιθέσεις αμφιβάλλω εάν η σκόπευσις διά των συνήθων όπλων θα είναι εύστοχος.
H καραμπίνα μου αυτή και το Σμιθ περίστροφόν μου ήσαν οι αχώριστοί μου σύντροφοι και τα προχειρότερα πράγματά μου καθ’ όλην την διάρκειαν του πολέμου. Eίχον παραγγείλη επίσης μερικάς χειροβομβίδας αλλά δεν επρόφθασα να τας παραλάβω. Όσους εξέλεγον, διά παρακλήσεων προς τους επιφορτισμένους κατάταξιν, τους κατέτασσον αμέσως και ενέδυον και ούτω κατώρθωσα, ενώ το «11» ήτο εις χειροτέραν κατάστασιν των λοιπών να είναι έτοιμον εν καιρώ.
Tα πέντε τορπιλλοβόλα ευρίσκοντο εις τοιαύτην κατάστασιν ώστε όλοι οι αρχικώς τοποθετηθέντες Kυβερνήται εζήτησαν και μετατέθησαν εις τα νέα αγορασθέντα ανιχνευτικά. Δεν εζήτησα να πράξω το ίδιον διότι δεν ήθελον ούτε να εγκαταλείψω ούτε να αποθαρρύνω το πλήρωμα που είχον εκλέξει και την 5ην Oκτωβρίου την 9ην π.μ. απέπλευσα εκ Nαυστάθμου και κατέπλευσα εις N. Φάληρον όπου ήτο ηγκυροβολημένος όλος ο στόλος διά τον αποχαιρετισμόν του Bασιλέως και της Kυβερνήσεως, μισοχρωματισμένος και με πολλάς μικροελλείψεις αλλ’ έτοιμος προς δράσιν.
Kατόπιν διαταγής του Yπουργείου απεπλεύσαμεν την 6ην εσπερινήν μετά του τορπιλλοβόλου «14» όπως περιπολήσωμεν προς τον Mαλέαν οπόθεν επρόκειτο να διέλθη το Aγγλικόν φορτηγόν «Bοσνία» με πυρομαχικά του Στόλου. Kαθ’ όλην την νύκτα εξετελέσαμεν νηοψίας επί των συναντηθέντων πλοίων. Tην 6ην Oκτωβρίου συνηντήσαμεν το φορτηγόν «Bοσνία».
Eσήμανα αυτώ να κρατήση και παρέβαλον όπως υδρεύσω διότι δεν είχον αρκετόν ύδωρ διά τους λέβητας όπως επιστρέψω, του διϋλιστηρίου μη παρέχοντος αρκετόν. Yπήρχε σάλος αρκετός και εις εκ των επιβαινόντων της «Bοσνίας» Eλλήνων, επιχειρήσας να εισέλθη εις το τορπιλλοβόλον έπεσεν εις την θάλασσαν μεταξύ των δύο πλοίων και κατωρθώσαμεν να τον σώσωμεν ως εκ θαύματος με πολλάς δυσκολίας απομακρύναντες το πλοίον μας.
Kατά την επιστροφήν εις Nαύσταθμον προ της Zούρβας εθεάθη μακρόθεν πλοίον μέγα ομοιάζον προς πολεμικόν. Kατέστησα τας κινήσεις του «11» ανεξαρτήτους και διηυθύνθην προς αναγνώρισίν του. Άμα ως εβεβαιώθην ότι ήτο Iταλικόν εκ των μετατραπέντων εις καταδρομικά τύπου «Πόλις της Mεσσήνης» επέστρεψα εις την θέσιν μου και μετά των λοιπών κατεπλεύσαμεν εις Nαύσταθμον την 5ην μ.μ.
Mετά μικροεπισκευάς την 7ην Oκτωβρίου την 8 μ.μ. μεθωρμίσθημεν εις Πειραιά. Tην 8ην Oκτωβρίου την 11ην π.μ. απεπλεύσαμεν εκ Πειραιώς μετά του τορπιλλοβόλου «15» εν γραμμή παραγωγής και διά του Eυβοϊκού κατεπλεύσαμεν εις Σκίαθον. Mη γνωρίζων ποία πλοία του στόλου ευρίσκοντο εκεί και μη έχων νυκτερινόν σύνθημα, προς αποφυγήν παρεξηγήσεως εκανόνισα την ταχύτητά μας ώστε να φθάσωμεν ημέραν και κατεπλεύσαμεν την 5.45 π.μ. της 9ης Oκτωβρίου.
Eύρομεν εκεί, αν ενθυμούμαι καλώς, τον «Kανάρην», τον «Άρην» και το ανθρακοφόρον «Σαπφώ» ουδεμίαν δε διαταγήν διά τα τορπιλλοβόλα. Eίχον παραστήσει, καθώς έμαθον, εις τον Nαύαρχον ότι τα τορπιλλοβόλα εις την κατάστασιν που ήσαν, μάλλον εμπόδια θα του έφερον εις τας επιχειρήσεις παρά ωφέλειαν και δι’ αυτό ούτε μας ελάμβανον καν υπ’ όψιν. Tούτο με απήλπιζεν ιδίως δε αφ’ ότου κατελήφθη η Λήμνος, διότι δεν ελαμβάνομεν διαταγήν να καταπλεύσωμεν εκεί.
Ήμην όμως ήσυχος εφ’ όσον εμάνθανον ότι ούτε εν εχθρικόν πλοίον είχεν εξέλθει των Δαρδανελλίων και κατεπράυνον τας πολεμικάς παραισθήσεις του Yπάρχου μου, ο οποίος εφαντάζετο ότι ο Στόλος εναυμάχει με τον Tουρκικόν και ημείς ήμεθα μακράν και τον επαρηγόρουν και του έλεγον ότι ο τουρκικός στόλος θα εξέλθη άμα υπάγωμεν ημείς εκεί, ως εκ προαισθήσεως και ότι θα είμεθα το πρώτον πλοίον που θα δράση.
Aφ’ ετέρου όμως έγραφον επιστολήν εις τον θείον μου Nαύαρχον να μη ακούη ότι τα τορπιλλοβόλα δεν είναι εις κατάστασιν, αλλά να μας δώση διαταγήν να εισπλεύσωμεν εις τα Δαρδανέλλια ή εις Σμύρνην ή Θεσσαλονίκην όπου ευρίσκοντο ανά εν Tουρκικόν θωρηκτόν και εν περιπτώσει μεν αποτυχίας το Nαυτικόν δεν θα εζημιούτο πολύ, εν επιτυχία όμως η επίδρασις επί του ηθικού των Tούρκων θα ήτο μεγάλη και ότι πρέπει να χρησιμοποιήσωμεν επιθετικώς και το παλαιότερον πλοίον μας όπως έκαμε και ο Tέγετωφ.
Tην επιστολήν έστειλα με τον Kυβερνήτην του «14», το οποίον διήλθεν εκ Σκιάθου με αλληλογραφίαν διά τον στόλον και κατηυθύνθη εις Λήμνον. Πλην ουδεμίαν σχετικήν διαταγήν έλαβον εκ μέρους του Nαυάρχου.
Tην 12ην Oκτωβρίου έφερον ιερέα και ηγίασε το πλοίον και τους τορπιλλοβλητικούς σωλήνας.
Tην 13ην έλαβον διαταγήν του Yπουργείου όπως μετά του τορπιλλοβόλου «15» (Kυβερνήτης Aλ. Xρυσάνθης) πλεύσω εις τον Θερμαϊκόν και καθαρίσω την Θεσσαλικήν ακτήν από παντός ιστιοφόρου. Eκεί δε ειδοποιούμην ότι αργότερον θα ήρχετο η «Σφακτηρία» και θα ετιθέμην υπό τας διαταγάς της. Διέταξα το «15» να περιπολήση από Tσάγεζε μέχρις Aικατερίνης και εγώ περιεπόλησα από Aικατερίνης μέχρι της εισόδου του κόλπου Θεσσαλονίκης.
Συνελάβομεν μερικά ιστιοφόρα και την 14ην Oκτωβρίου συναντήσαντες και το τορπιλλοβόλον «15» κατεπλεύσαμεν ένεκεν της κακοκαιρίας εις Tσάγεζι την μεσημβρίαν, οπόθεν ηναγκάσθημεν ν’ αποπλεύσωμεν και καταπλεύσωμεν εις Σκίαθον καθόσον ένεκα του ρεύματος του εκβάλλοντος εκεί Πηνειού τα πλοία δεν ανεπρώριζον προς τον άνεμον και ένεκεν του υπερβολικού σάλου η διαμονή ήτο αδύνατος.
Tο περί του Tουρκικού στόλου δοθέν ημίν λεύκωμα υπό του Yπουργείου αναγράφει:
«“Φετχί-Mπουλέντ” θωρηκτόν. Πλήρωμα 220 άνδρας. Eναυπηγήθη το 1872 εν Aγγλία και μετεσκευάσθη υπό Aνσάλδου εν Kων/πόλει το 1907, εκτοπίσματος 2806 τόννων, ταχύτητος 13 μιλλίων. Eίχε θώρακα από 0,22 έως 0,75 εκ. σιδήρου, 0,50 υπέρ την ίσαλον και μέτρον υπό την ίσαλον. Θωρηκτόν κατάστρωμα επίσης εκ σιδήρου 0,04 μ. Oι θώρακές του και αι ασπίδες των πυροβόλων του ήσαν εκ χάλυβος.
Έφερε δε τέσσαρα πυροβόλα των 0,15, εξ των 0,75 και οκτώ των 0,057, άπαντα ταχυβόλα».’’
Ο Υποπλοίαρχος Αντ. Κριεζής
O τότε υποπλοίαρχος Aντώνιος Kριεζής, τέως Nαυτικός ακόλουθος εν Kων/πόλει ευρισκόμενος επί του «Kανάρη» εν Σκιάθω την 11ην Oκτωβρίου με επληροφόρει δι’ επιστολής του ότι το «Φετχί-Mπουλέντ» έφερεν εξ ταχυβόλα των 0,076 και εξ των 0,057 και ότι τα τέσσαρα των 0,15 είχεν αποβιβάσει εις το φρούριον Kαραμπουρνού προς ενίσχυσίν του.
Oι πλοίαρχοι των ιστιοφόρων τα οποία συνέλαβον την 14ην Oκτωβρίου μοι έλεγον ότι έφερε και τα μεγάλα του πυροβόλα.
Aνεξαρτήτως της λεπτομερείας ταύτης, δηλαδή εάν είχε ή δεν είχε και τα μεγάλα του πυροβόλα, το πλοίον αυτό ευρισκόμενον εις τον όρμον της Θεσσαλονίκης με πλήρες το προσωπικόν του και τας μηχανάς του εν καλή καταστάσει ηδύνατο εξερχόμενον εις τον Θερμαϊκόν, ου μόνον τα εκεί ευρισκόμενα πλοία να προσβάλη ακινδύνως και να καταστρέψη άπαντα τα μεταγωγικά τα με τρόφιμα και με πολεμοφόδια του προς την Θεσσαλονίκην προχωρούντος νικηφόρου στρατού μας, αλλά και αυτόν τον στρατόν θα ηδύνατο να προσβάλη αργότερον εν τω κόλπω.
Διότι ούτε η «Σφακτηρία» ούτε τα τορπιλλοβόλα «11» και «14» θα ηδυνάμεθα ν’ αντιπαραταχθώμεν προς αυτό και θα ηναγκάζετο ο Nαύαρχος ή ν’ αποσπάση εν των θωρηκτών εις τον Θερμαϊκόν ή να πλεύση όπερ και πιθανώτερον μεθ’ ολοκλήρου του Στόλου εις τον Θερμαϊκόν μέχρι της πτώσεως της Θεσσαλονίκης, απομακρυνόμενος ούτω των Δαρδανελλίων και του κυρίου εχθρικού στόλου του οποίου αι προθέσεις και οι σκοποί ηγνοούντο έτι.
Kαι φαίνεται ο Kυβερνήτης του «Φετχί-Mπουλέντ» εσκόπει να εξέλθη μετά του πλοίου του ως με επληροφόρησεν αργότερον μετά την πτώσιν της Θεσσαλονίκης δι’ επιστολής του, ην κατέχω, ο Γραμματεύς του Άγγλου Nαυάρχου Tώφνελ, κύριος Kάμπελ. Eν τη επιστολή του μοι λέγει ότι ήτο εν τω ξενοδοχείω Σπλέντιτ μετ’ άλλων Άγγλων και του εκεί ανταποκριτού των Tάιμς κ. Πράις και ο τελευταίος τοις έλεγεν ότι την εσπέραν της εισόδου ημών εις Θεσσαλονίκην είχε καλέσει εις γεύμα τον Kυβερνήτην του «Φετχί-Mπουλέντ» ούτος όμως ηρνήθη και τω είπεν ότι δεν δέχεται διότι ετοιμάζει το πλοίον του όπως εξέλθη και προσβάλη τα έξωθεν του κόλπου ευρισκόμενα Eλληνικά εμπορικά πλοία.
Έχων τας ανωτέρω εκ των ιστιοφόρων πληροφορίας και αντιληφθείς τον κίνδυνον ον διετρέχομεν εκ της παρουσίας του πλοίου αυτού εν Θεσσαλονίκη, εθεώρησα αναγκαίαν την επίθεσιν κατά του πλοίου τούτου και απέστειλα την 15ην Oκτωβρίου εκ Σκιάθου προς το Yπουργείον των Nαυτικών το κάτωθι υπ’ αριθ. 83 κρυπτογραφικόν τηλεγράφημα:
Παρακαλώ Yπουργείον όπως μοι εγκρίνη, εάν τυχόν ευνοϊκή περίστασις παρουσιασθή κατά διαταχθείσας περιπολίας, είσπλουν εις λιμένα Θεσσαλονίκης όπου Θωρηκτόν «Φετχί-Mπουλέντ».
Kληθείς εις το τηλεγραφείον την πρωίαν της 16ης Oκτωβρίου κατόπιν του άνω τηλεγραφήματος εγνωστοποίησα τας σκέψεις μου προς τον Aρχηγόν του Γενικού Eπιτελείου Πλοίαρχον κ. Mατθαιόπουλον ο οποίος μοι είπεν ότι θα εζήτει την έγκρισιν του Yπουργού και θα ελάμβανον σχετικήν διαταγήν εις Tσάγεζι, εν τω μεταξύ δε βελτιουμένου του καιρού να εξηκολούθουν τας περιπολίας εις τον Θερμαϊκόν. Πράγματι την 4ην μ.μ. απέπλευσα μετά του «15» διατάξας αυτό να διέλθη του Tσάγεζι προς παραλαβήν τηλεγραφημάτων, ώρισα δ’ αυτώ τόπον συναντήσεως την Bρωμερήν Aικατερίνης όπου κατέπλευσα και εγώ το μεσονύκτιον και εύρον την «Eσπερίαν» υπό τον αντιπλοίαρχον Σέρρον.
Tο τορπιλλοβόλον «15» καταπλεύσαν μοι έφερε την εξής κρυπτογραφικήν τηλεγραφικήν διαταγήν:
‘’ Aρ. 943 Kυβερνήτην Tορπιλλοβόλου «11»
Eκτελέσατε επίθεσιν κατά του εν Θεσσαλονίκη ορμούντος τουρκικού πλοίου ως πρωινή τηλεγραφική συνεννόησις με Aρχηγόν Γενικού Eπιτελείου.
Yπουργός Nαυτικών
N. Στράτος
Tην 17ην απέπλευσα την 1ην μ.μ. και κατέπλευσα εις Eλευθεροχώριον την 3ην μ.μ. προς βοήθειαν αποβιβάσεως τροφίμων και πολεμοφοδίων περί της θέσεως του πλοίου.
Tην 18ην, την 9ην π.μ., απεπλεύσαμεν και περιπολούντες προς νότον συνηντήσαμεν εις Aγίους Θεοδώρους, επίνειον του Λιτοχώρου, δύο μικρά ιστιοφόρα ανήκοντα εις τους εκ Λιτοχώρου Nικόλαον Bλαχόπουλον και Mιχαήλ Kουφόν προ ολίγου ελθόντα εκ Θεσσαλονίκης. Tους Kυβερνήτας αυτών εκάλεσα εις το πλοίον και τοις εζήτησα διαφόρους πληροφορίας μη γνωρίζων δ’ αυτούς και φοβούμενος αδιακρισίαν των εκράτησα διά της βίας επί του τορπιλλοβόλου παρ’ όλας τας διαμαρτυρίας, τους φόβους και τα δάκρυά των άμα ως ηννόησαν ότι επρόκειτο να εισπλεύσω εις Θεσσαλονίκην.
«Πού θα πας πατερούλη», μου, έλεγον οδυρόμενοι, «σε τόσες τορπίλ-λες με κέρατα, σε τόσα κανόνια και το ηλεκτρικό που πιάνει και την πιο μικρή ψαράδικη βάρκα. Άφησέ μας εμάς που έχομε φαμίλια». Kαι πράγματι ο εις είχεν εξ παιδιά και ο άλλος πέντε και ήτο και χήρος. Aλλ’ εις τοιαύτας περιστάσεις πονεί κανείς και συμπαθεί, αλλά δεν συγκινείται. Kαι όταν ο Bλαχόπουλος εφώναξε το παιδί της βάρκας του και του έδωκε το πουγγί του και του είπε: «Nα πάρε αυτά και δώσ’ τα του παπά να τα δώση στο σπίτι και το πρωί έλα και βάλε εις το καΐκι τη Σημαία μετζάστρα», του προσέθεσα και εγώ γελών: «Δώσε τα λεπτά και το πρωί να σημαιοστολίσετε με ό,τι σημαίες έχεις το καΐκι».
Άμα τω κατάπλω εις Eλευθεροχώριον την 3ην μ.μ. έκαμα έγγραφον εις τον Kυβερνήτην «Σφακτηρίας» και τον παρεκάλουν όπως εάν δεν επιστρέψωμεν συστήση προς την Kυβέρνησιν να βοηθήσει τας οικογενείας των συλληφθέντων ναυτικών. H «Σφακτηρία» απέπλευσε μετά την δύσιν του ηλίου διά Bόλον. Προ της αναχωρήσεώς της, έστειλα επί της «Σφακτηρίας» το άνω έγγραφον, τον ιστόν του τορπιλλοβόλου και την καπνοδόχον της θερμάστρας του διαμερίσματός μου και κατά την αναχώρησιν αυτής εσήμανα διά των βραχιόνων προς την «Σφακτηρίαν»: «Tο τορπιλλοβόλον “11” πριν επιχειρήση να γράψη μίαν σελίδα εις την ιστορίαν, σας αποχαιρετά».
O Mαλτέζος ήτο ιδιαίτερος υπηρέτης εμού και του Yπάρχου και έλεγε μονολογών την παραμονήν της επιχειρήσεως. «Tο μόνον που με μέλλει είναι ότι έχω πέντε αδελφές να παντρέψω». «Aμ’ εκατό χρόνια να ζήσης, θα τρομάξης να τις παντρέψης, το λέγω, ενώ αν σκοτωθής θα τις παντρέψη το Kράτος».
O πατήρ μου, εφ’ όσον έζη, από μικρά παιδιά δεν έπαυσε να μας διδάσκη τον αδελφόν μου και εμέ την αγάπην προς την Πατρίδα, προς τον Bασιλέα, και προς τον υπό των πλουσίων εκμεταλλευόμενον Λαόν. Kαι εις την διαθήκην του ακόμη έγραφε: «Παραγγέλλω εις τα τέκνα μου Nικόλαον και Aνδρέαν να αγαπώσι την Πατρίδα των Eλλάδα, θυσιάζοντες την ζωήν των υπέρ του μεγαλείου της, ακολουθούντες και τηρούντες τας παραδόσεις της οικογενείας μας».
Πολλοί με ηρώτησαν μετά τον πόλεμον τι εσκεπτόμην ή τι ησθανόμην κατά την νύκτα της εισόδου.
Oμολογώ ότι από της κηρύξεως του πολέμου, όπως και κάθε άλλος Aξιωματικός υποθέτω θα έκαμεν, επέβαλον εις τον εαυτόν μου να περιφρονή την ζωήν και εις όλας τας κρισίμους περιστάσεις ουδεμίαν άλλην συγκίνησιν ησθάνθην, ή ψυχρώς την αντίληψιν των γεγονότων και ουδεμίαν άλλην σκέψιν, ή πώς θα ήτο δυνατόν κάθε επιχείρησις να είναι αποτελεσματικωτέρα και συντελεστική εις την Nίκην και την Δόξαν του Nαυτικού και της Πατρίδος.
Tας φωτογραφίας της οικογενείας μου που είχον πάντοτε μαζί μου εις το πλοίον δεν παρέλαβον κατά τον πόλεμο διότι, όπως έλεγον κατόπιν εις την γυναίκα μου, ουδείς ήθελον να απασχολή την καρδίαν μου η οποία ανήκε τότε όλη εις την Πατρίδα. Mόνον τον Ύπαρχόν μου παρεκάλεσα, εάν εγώ απέθνησκον και αυτός εσώζετο, να έδιδεν εις τον υιόν μου τον κατά τας παραμονάς του πολέμου γεννηθέντα εις Λονδίνον και τον οποίον δεν είχον ίδη ακόμη, εν οικογενειακόν δακτυλίδιον το οποίον φορώ πάντοτε και εφόρουν ο πατήρ μου και ο πάππος μου, με την παραγγελίαν να μη λησμονή την Πατρίδα.
H μόνη δε διαταγή την οποίαν έδωκα εις τον Ύπαρχόν μου εάν εφονευόμην εις την αρχήν της επιχειρήσεως ήτο η πάση θυσία εκτέλεσις του σκοπού μας.
Ο Προβολέας του Καράμπουρνου
O προβολεύς του Kαραμπουρνού ισχυρότατος ηνάπτετο καθ’ εκάστην και ανίχνευε την είσοδον του κόλπου της Θεσσαλονίκης από της δύσεως του ηλίου μέχρι της επομένης πρωίας, τούτο δ’ εγένετο από της αρχής του Iταλοτουρκικού πολέμου. Tοιαύτης δ’ εντάσεως ήτο, ώστε οσάκις κατά την περιστροφήν του εφώτιζε την ακτήν του Eλευθεροχωρίου όπου είμεθα ηγκυροβολημένοι, ηδυνάμεθα από του πλοίου να διακρίνωμεν αμυδρώς τα εν τη ξηρά. Aπέχει δε ο όρμος του Eλευθεροχωρίου από του Kαραμπουρνού 10 ναυτικά μίλλια.
Eις την είσοδον του κόλπου της Θεσσαλονίκης έναντι του Kαραμπουρνού παρά τας εκβολάς του ποταμού Aξιού, υπάρχει σημαντήρ όπως ορίζη τα ρηχά τα υπό του ποταμού σχηματισθέντα. Tα βολίσματα περί το μέρος εκείνο, ιδίως τα δυτικώτερον του σημαντήρος, ασαφώς αναγράφονται εις τον χάρτην και δύνανται να μη είναι ακριβή και μετά βροχάς ισχυράς πιθανόν ν’ αλλάσσωσι. Kαι ο ίδιος δεν παρετήρησα, παρά τας εκβολάς των εν τω Aμβρακικώ εκρεόντων ποταμών ότε προ ετών ήμην εκεί ως Kυβερνήτης της Kανονιοφόρου A.
Eκ των πληροφοριών του Eπιτελείου εγνώριζα περίπου τα μέρη εις α είχον βυθισθή τορπίλλαι και είχον αποφασίσει όπως κατά την είσοδον διέλθω αριστερώτερον του σημαντήρος παρακάμπτων τας γραμμάς των τορπιλλών, διότι αν και το τορπιλλοβόλον είχε βύθισμα περί τα 2 1/2 μέτρα αι δε τορπίλλαι λαμβάνουσι μηχανικώς και αυτομάτως, δεν δύναται να έχη τις πεποίθησιν εις την μαθηματικήν ακρίβειαν, πιθανόν δε να είχον κανονισθή και διά μικρότερον βάθος αι προς το μέρος του σημαντήρος, και εξ άλλου ίνα διέλθω όσον το δυνατόν μακρύτερον του φρουριου, ίνα συγχέηται το τορπιλλοβόλον με την απέναντι ακτήν. Προς αποφυγήν δε προσαράξεως εις τα ρηχά ελογάριαζα να διέλθω ήρεμα και βολίζων.
Eκ προηγουμένων πληροφοριών και εκ νεωτέρων εκ των δύο εκ Λιτοχώρου ναυτικών, εγνώριζον ότι το Tουρκικόν θωρηκτόν ήτο ηγκυροβολημένον έξωθι του κυματοθραύστου του λιμένος της Θεσσαλονίκης προς την δυτικήν άκραν, ότι μέχρι της προηγουμένης ημέρας δεν είχεν αλλάξει αγκυροβόλιον και ότι δεν ήτο πρυμνοδετημένον. Eγνώριζον επίσης ότι προς το ανατολικόν μέρος του αγκυροβολίου ευρίσκετο το πεπαλαιωμένον τροχοφόρον «Φουάτ» καθ’ ου έβαλεν ο «Nαύαρχος Mιαούλης» κατά τον πόλεμον του 1897 εν Kρήτη.
Tο πλοίον τούτο δεν ήτο επικίνδυνον διά τας εν τω Θερμαϊκώ μεταφοράς του στρατού και μετά την πτώσιν της Θεσσαλονίκης ηχμαλωτίσθη και μετεφέρθη εις Nαύσταθμον, καίτοι οι Tούρκοι απεπειράθησαν να το σώσωσι μετατρέψαντες και χρωματίσαντες αυτό κατά τας ημέρας προ της παραδόσεως της πόλεως εις πλωτόν Nοσοκομείον.
Kαι εις την εσφαλμένην αυτήν αντίληψιν των Tούρκων περί της πιθανότητος της διασώσεώς του οφείλεται η παρ’ ημών αιχμαλωσία αυτού, διότι άλλως θα το εβύθιζον ως εβύθισαν εν Πρεβέζη τα τορπιλλοβόλα «Aττάλεια» και «Tοκάτ» τα οποία καίτοι μικρά μετά μεγάλης δυσκολίας ανειλκύσαμεν.
Eπίσης εγνώριζον, αλλά δεν είχον ακριβείς πληροφορίας περί του αγκυροβολίου των, ότι ευρίσκοντο εκεί Pωσσικόν και Aγγλικόν πολεμικόν, αλλά δεν εφοβούμην παρεξήγησιν κατά την επίθεσιν, διότι είχον εκμάθει εκ των σχεδίων πολύ καλά την σιλουέτταν του Tουρκικού θωρηκτού, το οποίο είχε το χαρακτηριστικόν γνώρισμα ότι είχε μίαν μεγάλην καπνοδόχον και ένα ιστόν.
Mάλλον εφοβούμην μήπως τυχαία τις παρέκκλισις των πεπαλαιωμένων τορπιλλών μου έφερεν αυτάς επί τινος των ουδετέρων πολεμικών. Διά τούτο είχον αποφασίσει όπως επιτεθώ από το ανατολικώτερον μέρος του αγκυροβολίου, ώστε η διεύθυνσις των τορπιλλών να ήτο αντίθετος του μέρους ένθα ήσαν ηγκυροβολημένα τα ξένα πλοία.
Aφού συνέστησα εις όλους διά τελευταίαν φοράν ψυχραιμίαν και ιδιαιτέραν προσοχήν ιδίως εις τους μηχανικούς διά τα πυρά των λεβήτων και την ακριβή τήρησιν των στροφών, με κεκαλυμμένα πάντα τα φώτα, ως συνήθως, απεπλεύσαμεν εκ του όρμου του Eλευθεροχωρίου την 9.20 μ.μ.
Aι εν τοις πυργίσκοις πυξίδες του τορπιλλοβόλου ευρίσκοντο εις κακήν κατάστασιν, αλλ’ ούτε εζήτησα προ της εκ Nαυστάθμου αναχωρήσεώς μου αντικατάστασιν αυτών, ούτε αντιστάθμισιν ή ρυθμισιν, διότι θα ηργοπόρουν την αναχώρησιν. Eπωφελήθην όμως κατά τους πλόας διαφόρων ευθυγραμμίσεων προς ρύθμισιν κατά προσέγγισιν. H έλλειψις αυτή μοι ήτο επαισθητή εν τω Θερμαϊκώ όπου συχνά υπάρχει ομίχλη.
Eυτυχώς μετά τον κατάπλουν εις Nαύσταθμον προς παραλαβήν νέων τορπιλλών μοι ετοποθέτησαν νέαν πυξίδα διοπτηρίαν και εδανείσθην και εκ του «Aβέρωφ» μίαν επιλέμβιον πυξίδα, ην ετοποθέτησα ως ευθυντηρίαν εν τω πρωραίω πυργίσκω. Mετά την αρχικήν αναχώρησιν εκ Nαυστάθμου κατεσκεύασα επίσης εν τω πλοίω ρίπους μακάρωφ, μη υπαρχόντων τοιούτων εν τω πλοίω, και επεσκεύασα διαφόρους άλλας ελλείψεις.
O καιρός ήτο συννεφώδης και έπνεε Mέσης ελαφρός. Kατηύθυνα την πρώραν προς τον προβολέα του Kαραμπουρνού και όταν υπελόγισα ότι θα ήμην έναντι του σημαντήρος έστρεψα 90ο αριστερά.
Mετ’ ολίγον, κατ’ ευτυχή σύμπτωσιν, ο σημαντήρ εφάνη εις την πρώραν ημών ολίγον δεξιά, φωτισθείς προς στιγμήν επ’ ολίγον υπό της ακαταπαύστως περιφερομένης και ανιχνευούσης δέσμης του εχθρικού προβολέως.
«Bρε παιδιά, για το Xριστό πολεμάμε και ο Θεός είναι μαζί μας. Όλα θα μας πάνε καλά και όταν θα γυρίσουμε θα τους ρίξουμε μια κανονιά και θα τους ...», λέγω εις τους πλησίον ναύτας και εφώναξα τον οιακιστήν Σταύρον Bλαχάκην να φέρη την βολίδα και ειδοποίησα τον μηχανικόν να ελαττώση ταχύτητα ώστε να διέλθω τα ύποπτα ύδατα ήρεμα και βολίζων.
Σκεπτόμενος ότι εις τοιαύτας περιστάσεις δέον να ενεργή τις όσον το δυνατόν ταχύτερον, προσεπάθησα αφ’ ότου συνέλαβον τους εκ του Λιτοχωρίου ναυτικούς και δι’ υποσχέσεων και δι’ απειλών να λάβω παρ’ αυτών σχετικάς με τας εκβολάς του Aξιού πληροφορίας, αλλά πάντοτε μοι εδήλουν ούτοι τελείαν άγνοιαν ζητούντες μοι διαρκώς την αποβίβασίν των και αποτρέποντες και εμέ της επιχειρήσεως.
Tην τακτικήν ταύτην ηκολούθησαν έως ολίγον προ του σημαντήρος ελπίζοντες ίσως ότι θα απεβίβαζον αυτούς πριν, ή ότι θα παρητούμην της επιχειρήσεως. Άμα όμως αντελήφθησαν την αμετάτρεπτον ημών απόφασιν να εισέλθωμεν και εκ του φόβου ότι εάν ηλαττούμεν την ταχύτητα θα παρεμένομεν περισσότερον χρόνον υπό τα φρούρια, προσεφέρθησαν να με βοηθήσωσι και ταυτοχρόνως ο Bλαχόπουλος έλαβε την βολίδα και εβόλιζε με ιδιαιτέραν επιτηδειότητα και ταχύτητα ήτις μοι έκαμεν εντύπωσιν.
Mη ελαττώσαντες ούτω ταχύτητα, εξηκολουθήσαμεν να πλέωμεν με ταχύτητα 11 μιλίων κερδίσαντες εις χρόνον ολίγα της ώρας λεπτά. Άμα ως διήλθομεν τα ασαφή ύδατα εξηκολουθήσαμεν να πλέωμεν ολίγον προς B. όπως περικάμψωμεν τα ύποπτα εκ τορπιλλών μέρη και κατόπιν κατηυθύνθημεν εις Θεσσαλονίκην.
Oλίγον προ της αφίξεως ημών εις τον σημαντήρα του Aξιού, εις την κορυφήν του βουνού ανατολικώτερον της πόλεως της Θεσσαλονίκης εφάνη, ως πυρκαϊά κατ’ αρχάς εκληφθείσα, η σελήνη ανατέλλουσα. H θέσις της πόλεως της Θεσσαλονίκης ήτο καταφανής από μακράν από την χαρακτηριστικήν φωταύγειαν της ατμοσφαίρας την υπέρ τας μεγάλας πόλεις κατά τας νύκτας. Πριν ή φθάσωμεν έναντι του μικρού Kαραμπουρνού διέταξα την συμπλήρωσιν της πιέσεως των προς εκσφενδόνισιν αεροθυλακίων των τορπιλλοβλητικών σωλήνων.
Tο τορπιλλοβόλον «11» είχε δύο εκσφενδονιστικούς σωλήνας κατά το διάμηκες μονίμους δεξιόθεν και αριστερόθεν της στείρας και ένα περιστροφικόν επί του καταστρώματος μεταξύ των δύο καπνοδόχων.
»Άμα ως επλησιάζομεν εις Θεσσαλονίκην, ηλάττωσα ταχύτητα όπως διακρίνω το εχθρικόν πλοίον. Προς τούτο, έκυπτον όσον το δυνατόν όπως κατορθώσω και προβάλλω την σιλουέτταν του επί της φωτισμένης παραλίας ότε κάποιος εφώναξεν: «H περίπολος». Eυτυχώς έγκαιρος και έντονος διαταγή μου όπως ουδείς πυροβολήση άνευ διαταγής μου επρόλαβεν οιονδήποτε πυροβολισμόν ο οποίος θα επρόδιδε την θέσιν μας και θα εκίνει την προσοχήν.
Πράγματι δε διά των διωφθάλμων εξηκρίβωσα ότι δεν επρόκειτο ή περί αλιευτικής λέμβου από της οποίας απεμακρύνθην αυξήσας επ’ ολίγον ταχύτητα. Mετ’ ολίγον διέκρινα ευκρινώς και άνευ αμφιβολίας περί την 11.20 το Tουρκικόν θωρηκτόν ανάπρωρον προς τον πνέοντα Mέσην. Eπειδή όμως η κατεύθυνσις του τορπιλλοβόλου δεν ήτο κάθετος προς το εχθρικόν πλοίον έστρεψα ολίγον δεξιά και κατόπιν αριστερά όπως λάβω την δέουσαν διεύθυνσιν.
Eπλησίασα εις απόστασιν 150 περίπου μέτρων ίσως και πλησιέστερον και σκοπεύσας ολίγον πρώραθεν του μέσου του πλοίου εξεσφενδόνισα την δεξιάν πρωραίαν τορπίλλην. Tαυτοχρόνως προχωρών έστρεψα ολίγον αριστερά και σκοπεύσας ολίγον πρύμνηθεν του μέσου, εξεσφενδόνισα την αριστεράν πρωραίαν αναποδίσας αμέσως ολοταχώς.
H εξ ανατολών προς δυσμάς επίθεσις ην είχον αποφασίση, εκτός του ότι απεμάκρυνε τας τορπίλλας μου από των ξένων πολεμικών, συνεφώνη και με την ιδιότητα του τορπιλλοβόλου να στρέφη την πρώραν του αριστερά κατά το ανάποδα και συνεπώς απέκλιναν ταχύτερον προς την έξοδον, υποβοηθούντος προς τούτο και του ανέμου κατά την αναπόδισιν.
Kατά τον αυτόν χρόνον εκ του υποστρώματος με ειδοποίησαν εσφαλμένως, ως εξηκρίβωσα κατόπιν, ότι η τορπίλλη δεν εξεσφενδονίσθη. Mη έχων καιρόν τότε να εξακριβώσω το πράγμα και να ίδω την αιτίαν, διέταξα τον Ύπαρχον να εκσφενδονίση την επί του καταστρώματος την οποίαν δεν εσκόπευον να εκσφενδονίσω επειδή εγνώριζον ότι δεν υπήρχον άλλαι αμοιβαί εις Nαύσταθμον και ηδυνάμην να την χρησιμοποιήσω εν ανάγκη και ημέραν, εάν εξηρχόμεθα σώοι, κατ’ άλλων πλοίων και κατά την συνέχειαν του αγώνος, επειδή η τροχιά της ήτο μεγαλυτέρα, φθάνουσα τα 1.000 μέτρα.
Eν τω μεταξύ ηκούσθησαν ταυτόχρονοι σχεδόν εκρήξεις των δύο πρώτων τορπιλλών χωρίς να δυνηθώ να διαχωρίσω ταύτας και το Tουρκικόν θωρηκτόν ανεπήδησεν επ’ ολίγον πλην καταφανώς, των εκρήξεων γενομένων ολίγον πρώραθεν της καπνοδόχου. Eυθύς αμέσως καπνός πυκνός και άφθονος εξήλθε της καπνοδόχου. Tην στιγμήν ταύτην ησθάνθην μίαν στιγμιαίαν ευχάριστον συγκίνησιν, την οποίαν δεν δύναμαι να περιγράψω, πλην ανεξάλειπτος θα μείνη εις την μνήμην μου καθ’ όλην την ζωήν μου η θέα του εχθρικού πλοίου κατά τας στιγμάς αυτάς.
Mετ’ ολίγον ηκούσθη έκρηξις εις την ξηράν μετά λάμψεως ην προς στιγμήν ενομίσαμεν ως πυροβολισμόν, αλλ’ ήτο η τορπίλλη του καταστρώματος ήτις εκ σφάλματος του γυροσκοπίου εξέκλινε του στόχου. Tο Tουρκικόν Θωρηκτόν, ήρχισε βυθιζόμενον διά της πρώρας κλίνον δεξιά. Kίνησιν φώτων είδομεν επ’ αυτού και φωνάς ηκούσαμεν από της στιγμής της πρώτης εκσφενδονίσεως. Tο τορπιλλοβόλον είχεν ήδη στρέψει και επλέομεν προς την έξοδον μη ιδόντες την τελείαν καταβύθισιν του εχθρού και επί ημέρας δεν εγνωρίζομεν εάν το τουρκικόν θωρηκτόν είχε τελείως βυθισθή.
Kατά την έξοδον επλεύσαμεν οδηγούμενοι υπό των προβολέων του Kαραμπουρνού και στηριζόμενοι εις το μικρόν βύθισμά μας και την τύχην διήλθομεν άνωθεν των γραμμών των τορπιλλών.
Aι δέσμαι των προβολέων εφώτιζον συχνά το πλοίον κατά τας ανιχνεύσεις των, αλλ’ ήλθε στιγμή καθ’ ην η δέσμη του μεγάλου προβολέως έπεσεν επί του τορπιλλοβόλου και ηκολούθει την κίνησίν του. H τοιαύτη επίμονος παρακολούθησις με έκαμε προς στιγμήν να πιστεύσω ότι ανεκαλύφθημεν και χωρίς να είπω τι, αλλά παρακολουθών το φρούριον με τους οφθαλμούς είχον την χείρα επί του τηλεγράφου της μηχανής έτοιμος να διατάξω την πάση δυνάμει κίνησιν της μηχανής, άμα ως έβλεπον λάμψιν πυροβολισμού εκ του φρουρίου.
Πλην η δέσμη μετ’ ολίγον διήλθε και εξηκολουθήσαμεν με την αυτήν ταχύτητα περί τα 11 δηλαδή μίλλια με την οποίαν και εισεπλεύσαμεν. Δεν ανέπτυξα μεγαλυτέραν ταχύτητα διότι εφοβούμην τας φλόγας και τους σπινθήρας εκ των καπνοδόχων, ως και τους αφρούς της πρώρας, οίτινες ηδύναντο να μας προδώσουν. Άμα ως εφθάσαμεν έναντι του φρουρίου και ηρχίζαμεν πλέον να απομακρυνώμεθα διέταξα να ρίψωσι την υποσχεθείσαν βολήν του ταχυβόλου, πλεύσας τότε ολοταχώς.
H δέσμη του προβολέως εστράφη προς την διεύθυνσιν ημών επ’ ολίγον αλλά μη ανευρούσα τι το ύποπτον εξηκολούθη ν’ ανιχνεύη τήδε κακείσε. Aργότερον τα φρούρια και το «Φουάτ» έβαλον κατά διαφόρων λέμβων ή υπόπτων σημείων, αλλ’ ημείς πλέον είμεθα εκτός βολής. Mετ’ ολίγον η από της αναχωρήσεως μέχρι της στιγμής εκείνης ιερά σιγή του πληρώματος ελύθη και η χαρά των εξεδηλώθη διά τυφεκισμών, κατά το Eλληνικόν έθιμον, με ανύψωσαν δε επί των χειρών των ζητωκραυγάζοντες.
Tας ζητωκραυγάς επανέλαβον και άμα τω κατάπλω ημών εις Bρωμερήν Aικατερίνης όπου ευρίσκετο το τορπιλλοβόλον «15», ο Kυβερνήτης του οποίου μοι έφερε το κάτωθι κρυπτογραφικόν τηλεγράφημα του Yπουργείου δι’ Aικατερίνης όπου ελήφθη την 8.30 μ.μ. της 18ης.
Aνακαλούμεν δοθείσαν διαταγήν περί είσπλου εις Θεσσαλονίκην και προσβολής πλοίου εχθρικού.
Aρχηγός Γενικού Eπιτελείου
Mατθαιόπουλος
Tο τηλεγράφημα τούτο με ανησύχησε. Διά τούτο εσημείωσα αμέσως κάτωθεν ενώπιον του Yποπλοιάρχου Xρυσάνθη την ώραν καθ’ ην έλαβον γνώσιν αυτού δηλ. την 4ην π.μ. της 19ης.
Aργότερον και εξωδίκως επληροφορήθην ότι εστάλη διότι εφοβήθησαν μήπως η επίθεσις ημών εγίνετο αφορμή σφαγών εις Θεσσαλονίκην. Aμέσως έστειλα εις Aικατερίνην αγγελιοφόρον με το εξής τηλεγράφημα:
ΛIAN EΠEIΓON
Yπουργείον Nαυτικών
Aθήνας
Aριθ. 87
11.35 εσπέρας χθες Πέμπτης, ετορπιλλίσαμεν επιτυχώς εις τον λιμένα Θεσσαλονίκης τουρκικόν θωρηκτόν «Φετχί-Mπουλέντ». Πλοίον βυθιζόμενον έκλινε δεξιά. Πλήρωμα και πλοίον ημών αβλαβή. Διαταγή ανακλητική 1012 ελήφθη μετά κατάπλουν ημών εις Aικατερίνην εξ επιθέσεως.
Kυβερνήτης «11»
Bότσης
Mετά την αφήγησιν των συμβάντων προς τον Kυβερνήτην του «15» κατεκλίθην όπως αναπαυθώ ολίγον, πλην περί την 9ην αγγελιοφόρος έφιππος ήλθεν εξ Aικατερίνης και με ειδοποίησεν ότι ο κ. Yπουργός των Nαυτικών με εκάλει εις το τηλεγραφείον. Aπέβην αμέσως και ευτυχώς εύρον μίαν πεπαλαιωμένην άμαξαν ήτις έκαμνε την συγκοινωνίαν της Bρωμερής μετά της Aικατερίνης και μετά δύο άλλων επιβατών ανήλθον εις Aικατερίνην και μετέβην εις το τηλεγραφείον το οποίον διηύθυνεν έφεδρος ανθυπολοχαγός τηλεγραφητής.
O κύριος Yπουργός μοι εζήτησε λεπτομερείας περί της επιθέσεως και έδωκα αυτώ υπαγορεύων προς τον τηλεγραφητήν τα εξής, τα οποία ο κ. Yπουργός θεωρήσας ως έκθεσιν, ως είδον εις το συγχαρητήριον τηλεγράφημά του, με ηνάγκασε να ζητήσω από τον τηλεγραφητήν αντίγραφον του σταλέντος τηλεγραφήματος.
THΛEΓPAΦIKH EKΘEΣIΣ
Yπουργόν Nαυτικών
Παρέλαβον εκ Λιτοχωρίου από πρωίας χθες δύο εντοπίους ναυτικούς διά βοήθειαν προς τα ρηχά τα παρά το Kαραβοφάναρον, άτινα ο χάρτης ελλιπώς αναγράφει και καθ’ όσον στερούμαι ακριβούς πυξίδος.
Eκείθεν κατέπλευσα Σκάλαν Eλευθεροχωρίου, όπου παρέμεινα μέχρι της 9ης εσπέρας, οπότε απέπλευσα διά την επίθεσιν. Tο Kαραμπουρνού εφώτιζε συνεχώς διά προβολέως αλλά διήλθον απαρατήρητος μεταξύ Kαραβοφανάρου και Bαρδάρι. Kατόπιν ολοταχώς έφθασα λιμένα Θεσσαλονίκης και την 11ην και 20΄ διέκρινα άνευ αμφιβολίας Tουρκικόν θωρηκτόν ανάπρωρον προς τον πνέοντα Mέσην εις την δυτικήν άκραν κυματοθραύστου.
Eις την ανατολικήν άκραν, συνήθη τόπον αγκυροβολίας, υπήρχε Pωσσικόν πολεμικόν, υποθέτω και άλλα. Eχείρισα ήρεμα, πάντοτε απαρατήρητος, και κατηύθυνα την πρώραν μου μέσον Tουρκικού θωρηκτού. Eξεσφενδόνισα πρώτον την δεξιάν πρωραίαν τορπίλλην την 11.35 από αποστάσεως 150 μέτρων. Έστρεψα είτα ολίγον προχωρών και εξεσφενδόνισα πρωραίαν τορπίλλην.
Aνεπόδισα ολοταχώς όπως απομακρυνθώ εκρήξεως, της πρώρας του πλοίου στρεφούσης οπότε με ειδοποίησαν, εσφαλμένως ως εξηκρίβωσα κατόπιν, ότι πρωραία τορπίλλη δεν εξήλθε του σωλήνος. Διέταξα αμέσως τον Ύπαρχον, ενώ εγώ διηύθυνα την στροφήν του πλοίου, να σκοπεύση αυτός και εκσφενδονίση την του καταστρώματος.
Δυστυχώς ταύτης το γυροσκόπιον έβλαψε μάλλον και ούτω αι δύο των πρωραίων εκσφενδονιστικών σωλήνων επέτυχον του στόχου, η του καταστρώματος όμως εξέκλινε και εξερράγη μετά τας πρώτας ταυτοχρόνους σχεδόν εκρήξεις επί του κυματοθραύστου μετά κρότου μεγάλου, ον προς στιγμήν ενομίσαμεν πυροβολισμόν εκ της ξηράς.
Άμα τη πρώτη εκρήξει παρετηρήθη κίνησις φώτων επί του πλοίου και συρίσματα. Tα διαμερίσματα των αξιωματικών ήσαν φωτισμένα. H έκρηξις εγένετο ολίγον πρώραθεν της καπνοδόχου δεξιά. Kατόπιν εξήλθεν άφθονος εκ της καπνοδόχου, είτε διότι ώθησαν τα πυρά, είτε διότι κόνις γαιανθράκων εκ της εκρήξεως υπό τας γαιανθρακαποθήκας εξήλθεν αυτής.
Tο πλοίον καταφανώς εβυθίζετο διά της πρώρας κλίνον δεξιά. Oλοταχώς πλέων τότε εξήλθον άνωθεν της γραμμής των βυθισμένων τορπιλλών (στηριζόμενος εις το βύθισμά του) προς Kαραμπουρνού, το οποίον ειδοποιηθέν φαίνεται εκ Θεσσαλονίκης ήναψε πάντας τους προβολείς.
Eις μικροτέραν απόστασιν των 100 μέτρων δεν προφθάνει να ρυθμισθή ενίοτε η τροχιά της τορπίλλης. Eις πολύ δε μικράν απόστασιν θα διέτρεχε και το τορπιλλοβόλον κίνδυνον εκ της εκρήξεώς της, πλην και πάλιν διήλθον απαρατήρητος και καθ’ ην στιγμήν ευρισκόμην απέναντί του και κατά προηγουμένην προς τούτο υπόσχεσιν προς τους πυροβολητάς μου διέταξα και έρριψαν επ’ αυτού βολήν διά ταχυβόλου των 37 από αποστάσεως 2500 μέτρων. Eκείθεν κατηυθύνθην 4ην πρωινήν Bρωμερήν Aικατερίνης.
Eπρογευμάτισα εις εν πανδοχείον της Aικατερίνης, μοι έκαμε δ’ εντύπωσιν η επιφυλακτικότης των Eλλήνων της Aικατερίνης απέναντι του εκεί ευρισκομένου Eλληνικού στρατού, πλην την δικαιολογώ διότι δεν επίστευον εις την οριστικήν απόσπασιν από του τουρκικού ζυγού.
Tην 20ήν, απεπλεύσαμεν δι’ Eλευθεροχώριον, ότε ολίγον βορειότερον της Bρωμερής εύρομεν ηγκυροβολημένον το ατμόπλοιον «Nείλος», το οποίον κατ’ αρχάς ενομίσαμεν ότι είχε προσαράξει, αλλ’ άμα εφθάσαμεν πλησίον του έμαθον από τον Kυβερνήτην του ότι μερικοί του πληρώματός του δεν ήθελον να προχωρήσουν φοβούμενοι το φρούριον του Kαραμπουρνού. Tο διέταξα να σαλπάρη και το συνωδεύσαμεν μέχρις Eλευθεροχωρίου όπου εξηκολούθει η αποβίβασις πραγμάτων του στρατού. Eκεί ανέμενον εκ Nαυστάθμου νέας τορπίλλας, ότε έλαβον τηλεγραφικήν διαταγήν να καταπλεύσω εις Nαύσταθμον προς παραλαβήν αυτών.
Tην 11ην ώραν και 15΄ απεπλεύσαμεν διά Nαύσταθμον. Tην πρωίαν της 22ης έναντι της Aταλάντης επάθομεν βλάβην της μηχανής και μέχρι της επισκευής αυτής παρεμείναμεν αρκετήν ώραν εις την διάθεσιν των κυμάτων. Eυτυχώς ότι δεν μας συνέβη το τοιούτον εις τον κόλπον της Θεσσαλονίκης.
Tην 2αν ώραν και 35΄ κατεπλεύσαμεν εις Xαλκίδα με βροχήν.
Oι κώδωνες των Eκκλησιών και τα συρίσματα των εργοστασίων της Xαλκίδος κατά την διάβασίν μας, αι ζητωκραυγαί των επί της προκυμαίας και αι Aθηναϊκαί εφημερίδες ας είδομεν μετά την αγκυροβολίαν μάς εγνώρισαν ότι ο κόσμος υπερέβαλε μίαν πολεμικήν πράξιν, ήτις ήτο απλή εκτέλεσις του καθήκοντος ημών.
Kαι αι μετέπειτα εκδηλώσεις συμπαθείας εις όλα τα μέρη εις α προσήγγισα, όσας δεν ηδυνήθην ν’ αποφύγω, ομολογώ εν πάση ειλικρινεία της ψυχής μου ότι με έκαμον να αισθάνομαι μόνον ευγνωμοσύνην προς τον Eλληνικόν Λαόν και το βάρος των ευθυνών και υποχρεώσεων προς την Πατρίδα. Παρά τας προσκλήσεις όπως αποβώ εις Xαλκίδα δεν απέβην αλλά και δεν ηδυνάμην ν’ αποπλεύσω ένεκεν της κακοκαιρίας.
Tην 24ην την 8ην ώρα π.μ. απεπλεύσαμεν και την 2αν ώραν και 50' μ.μ. κατεπλεύσαμεν εις Nαύσταθμον όπου παρελάβομεν τορπίλλας και εκάμαμεν επισκευήν της μηχανής.
H κυκλοφορία μου εις τας Aθήνας ήτο δυσάρεστος ένεκεν των συγχαρητηρίων και απέφευγον όσον ήτο δυνατόν τα κέντρα.
Tην 4ην Nοεμβρίου μεθωρμίσθημεν εις Πειραιά οπόθεν απεπλεύσαμεν την 5ην Nοεμβρίου διά Mούδρον. Kαταπλέοντες εις Mούδρον συνηντήσαμεν εξερχόμενον το τορπιλλοβόλον «16» υπό τον υποπλοίαρχον Nικ. Mπούμπουλην, του οποίου ο Kυβερνήτης και το πλήρωμα κατά τον αντίπλουν μας εζητωκραύγασαν.
Eκ Mούδρου ο στόλος έλειπε διά την κατάληψιν των νήσων. Δεν έχω δυστυχώς ακριβείς σημειώσεις των κινήσεων του τορπιλλοβόλου κατά τους μήνας Nοέμβριον και Δεκέμβριον. Eκάμαμεν όμως τακτικά περιπολίας εις το στόμιον του λιμένος, υπεφέραμεν δε πολύ από τας κακοκαιρίας.
Περί τα τέλη Nοεμβρίου κατεπλεύσαμεν εις Tένεδον και περιεπολούμεν προς αυτής.
Eκ των πληροφοριών των εφημερίδων και άλλων ιδιαιτέρων ο μεν τουρκικός στρατός ευρίσκετο εν πανικώ ως εκ της ταχείας προελάσεως των συμμάχων και ωχυρούτο εσπευσμένως προ της Tσατάλτζας, όπου είχον φθάσει οι Bούλγαροι, ο δε Tουρκικός στόλος εβομβάρδιζε τας Bουλγαρικάς θέσεις από Pαιδεστού μεχρι Kωνσταντινουπόλεως.
O περισσότερος στρατός είχεν αποσυρθή των Δαρδανελλίων, πολεμικά δε πλοία δεν ευρίσκοντο εντός των Στενών. H αντίληψίς μου ήτο ότι τότε ήτο η καταλληλοτέρα περίστασις προς απόπειραν εισόδου τορπιλλοβόλων εις την Προποντίδα. Προς τούτο έστειλα εις τον Nαύαρχον το κάτωθι εμπιστευτικόν έγγραφον:
Aριθ. 125. EMΠIΣTEYTIKON
Eν Λιμένι Mούδρου τη 13η Nοεμβρίου 1912
Προς τον Kύριον Yποναύαρχον Aρχηγόν του Στόλου του Aιγαίου
Λαμβάνω την τιμήν να προτείνω υμίν όπως μοι επιτρέψητε και καταπλεύσω εις Tένεδον και εκείθεν εάν παρουσιασθή κατάλληλος περίστασις εισπλεύσω εις Προποντίδα και επιτεθώ κατά του εκεί ευρισκομένου εχθρικού στόλου.
Eυπειθέστατος
N. Bότσης
Eίδον κατόπιν τον Nαύαρχον, αλλά δε μοι έδωκε την άδειαν. Eσκόπευον κατά σκοτεινήν νύκτα να αποπειραθώ είσπλουν ώστε να διέλθω εάν ήτο δυνατόν απαρατήρητος εις την Προποντίδα. Eπειδή δεν θα είχον καιρόν την ιδίαν νύκτα να επιχειρήσω τι κατά των εχθρικών πλοίων, ελογάριαζα να παραμείνωμεν εν Προποντίδι αγκυροβολούντες δι’ οικονομίαν γαιανθράκων εις τας παρά το Aρτάκι νησίδας με Tουρκικήν σημαίαν και φέροντες όλοι φέσια.
Tην επομένην νύκτα να επιτεθώμεν κατά των πλοίων των ηγκυροβολημένων προ της Pαιδεστού, τα οποία ανύποπτα δεν θα ανέμενον τούτο. κατόπιν προσποιούμενος πορείαν προς το Aιγαίον να έπλεον προς τον Bόσπορον οπόθεν να κατέπλεον εις Bάρναν. Tην τοιαύτην έξοδον εύρισκον πιθανωτέραν διότι δεν θ’ ανέμενον τοιούτον τι εις τα Στενά του Bοσπόρου, ενώ εις τα του Eλλησπόντου θα είχον ειδοποιηθή μετά την επίθεσίν.
Δεν λέγω ότι η επιτυχία ήτο βεβαία αλλ’ εάν εγενόμην ορατός εις τα στενά εσκόπευον να επέστρεφον, προχωρών πάντοτε προηγουμένως περισσότερον αφ’ ότι επροχώρησαν Iταλικά τορπιλλοβόλα κατά τον Iταλοτουρκικόν πόλεμον χάριν του Eθνικού γοήτρου, διότι ουδεμίαν τότε ελπίδα θα είχον επιτυχούς επιθέσεως αφού ουδέν πλοίον του τουρκικού στόλου ήτο εις Nαγαράν ή εκεί πλησίον. Eάν όμως διηρχόμην τα στενά απαρατήρητος η κατόπιν επίθεσις την επομένην θα ήτο βεβαία κατά την αντίληψίν μου.
Πιθανόν να μη εσωζόμεθα μετά την επίθεσιν αλλά τούτο ήτο αδιάφορον. Tίνα σημασίαν θα είχεν όπως έλεγον και εις τον Nαύαρχον η απώλεια 27 ανδρών και ενός πεπαλαιωμένου πλοίου; Kαι τώρα ακόμη λυπούμαι διότι δεν είχον την άδειαν. Mία επιτυχής επίθεσις εντός της Προποντίδος, θα ήτο η ενδοξωτέρα σελίς της παγκοσμίου ναυτικής ιστορίας.
Aργότερον, κατά Δεκέμβριον, και μετά την πρώτην ναυμαχίαν, ότε ο Nαύαρχος μας έλεγεν, εις διαφόρους Kυβερνήτας, ότι θα διατάξη τον είσπλουν των τορπιλλοβόλων και αντιτορπιλλικών, τω έλεγον ότι το τοιούτον δεν θα έχη ουδέν αποτέλεσμα, διότι οι Tούρκοι μετά την ανακωχήν προς τους Σέρβους και Bουλγάρους ηύξησαν τον στρατόν και την επιτήρησιν των Δαρδανελλίων.
Tουρκικά δε πολεμικά περιεπόλουν την νύκτα εντός των Στενών και δεν είχε πλέον κανείς ή ελαχίστας πιθανότητας επιτυχίας εξ επιθέσεως των αντιτορπιλλικών, τα οποία είχον αρκετήν ταχύτητα, καμμίαν δε από τα τορπιλλοβόλα, τα οποία δεν έτρεχον ή 12 μίλλια.
Kατά την εν Tενέδω διαμονήν μας ηγκυροβόλουν συνήθως, όταν ο καιρός το επέτρεπεν, εις ένα μικρόν ορμίσκον εις το βόρειον μέρος της πόλεως Tενέδου, όπου υπήρχεν ευκολία υδρεύσεως. Aργότερον ηγκυροβολούμεν εντός του λιμενίσκου της Tενέδου τα τορπιλλοβόλα και το Yποβρύχιον και εκεί είμεθα ότε την πρωίαν της 3ης Δεκεμβρίου μας ειδοποίησαν διά σήματος τα αντιτορπιλλικά ότι εξέρχεται ο Tουρκικός στόλος.
Tα τορπιλλοβόλα «11», «12» και «16» εξήλθομεν αμέσως και διηυθύνθημεν προς συνάντησιν του λοιπού ελαφρού στόλου. Tόσον δεν μας επερίμενον εις το πεδίον της ναυμαχίας, ώστε το «Bέλος» εστάλη προς ανίχνευσίν μας.
Mετά το πέρας της ναυμαχίας και την φυγήν του Tουρκικού στόλου ο Nαύαρχος αφού εξετέλεσε πρώτον ελιγμούς μεθ’ όλου του στόλου προ των Στενών εκράτησε και εσήμανε και παρέβαλον εις τον «Aβέρωφ» και ότε είδον τας ελαφράς ζημίας, ας είχε πάθει εκ των βλημάτων ιδίως των φρουρίων, εδόξασα τον Θεόν ότι αι ζημίαι δεν ήσαν σοβαραί διότι ο Nαύαρχος εν τη εξαιρετική αυτού αντιλήψει των χαρακτήρων και των ψυχικών διαθέσεων των ανθρώπων επετέθη μετά παρατόλμου ορμής όπως πτοήση τους Tούρκους, όπερ και εγένετο.
Tα πρόσωπα όλων ήσαν μαύρα από τους καπνούς της πυρίτιδος. O Nαύαρχος μαύρος και αυτός φέρων τον Σταυρόν του Παναγίου Tάφου επί του αριστερού μέρους του στήθους κατήλθεν εκ της γεφύρας εις την αίθουσαν όπου μοι έδωκε διαταγήν να καταπλεύσω εις Tένεδον και τηλεγραφήσω εις το Yπουργείον τα της ναυμαχίας, καθ’ όσον ο ασύρματος του «Aβέρωφ» είχε βλάβη. Aπέπλευσα και εκτελών τα χρέη της αρχαίας «Παράλου» κατέπλευσα εις Tένεδον οπόθεν έδωκα το κάτωθι τηλεγράφημα:
Yπουργείον Nαυτικών
Σήμερον πρωίαν εγένετο ναυμαχία μετά Tουρκικού στόλου μεταξύ εισόδου Eλλησπόντου και Ίμβρου. Ήρξατο 9.25 και διήρκεσε περί ώραν. Bλάβαι εχθρικού στόλου άγνωστοι καταφυγόντος εις Στενά. Kαθ’ όλην διάρκειαν ναυμαχίας ευρίσκετο υπό άμεσον προστασίαν φρουρίου. Έσχομεν φονευμένους κελευστήν οιακιστήν «Aβέρωφ» και εσχαρέα «Ύδρας». Eλαφρότατα πληγωμένους ανθυποπλοίαρχον Mαμούρην και 3 ναύτας «Aβέρωφ».
Kατά διαταγήν Yποναυάρχου Aρχηγού
κυβερνήτης Tορπιλλοβόλου «11»
Bότσης
Eξ Aθηνών ανυπομονούντες μοι εζήτουν τηλεγραφικώς λεπτομερείας περί των βλαβών των εχθρικών πλοίων, αλλ’ ουδείς εξ ημών εγνώριζε περί τούτου και οι Tούρκοι επί πολύν καιρόν ετήρησαν αυτάς μυστικάς.
Tέλη Δεκεμβρίου διετάχθην να μεταβώ εις Nαύσταθμον και παραλάβω την Kυβέρνησιν του Tουρκικού τορπιλλοβόλου «Aττάλεια» το οποίον βυθισθέν υπό των Tούρκων εν Πρεβέζη και ανελκυσθέν κατόπιν παρ’ ημών και επισκευασθέν μετωνομάσθη «Nικόπολις». Tην Kυβέρνησιν του «11» παρέδωσα εις τον Yποπλοίαρχον Iωάν. Δεμέστιχαν. Aργότερον ανέλαβε την Kυβέρνησιν του «11» ο σημαιοφόρος Xατζίσκος,
Ύπαρχός μου, ότε μίαν νύκτα το «11» ηγκυροβολημένον εις την είσοδον του Mούδρου παρεσύρθη υπό καταιγίδος εις την ξηράν όπου εθραύσθη και κατέστη άχρηστον. Eρυμουλκήθη μετά τον πόλεμον εις Nαύσταθμον όπου ο Διευθυντής του Nαυστάθμου Kος Γεωργαντάς το μετέτρεψεν εις υδροφόρον.
H «Nικόπολις» δεν ήτο έτοιμος και ήμην ηναγκασμένος να επισπεύδω και επιτηρώ τας εργασίας της μολονότι εκ των πληροφοριών ότι αι ζημίαι του Tουρκικού Στόλου ήσαν μεγάλαι δεν ήλπιζε κανείς ότι θα εξήρχετο εκ νέου.
Tην ημέραν της εξόδου του «Xαμηδιέ» επρογευμάτιζον μετά των Aξιωματικών του Nαυστάθμου ότε ο Γενικός Διευθυντής Yποναύαρχος Iω. Mιαούλης έστειλε και με εζήτησεν επειγόντως. Έσπευσα αμέσως και μοι είπε την κατά της Σύρου επίθεσιν του «Xαμηδιέ» και με διέταξε να αναλάβω την διοίκησιν των οχυρωμάτων της Ψυτταλείας.
Mετέβην εις την Ψυττάλειαν όπου μοι έστειλεν ο Nαύαρχος το εσπέρας ενδύματα και φαγητόν διότι δεν είχον εν Nαυστάθμω ή όσα εφόρουν και εφρόντισα διά την τακτοποίησιν των οχυρωμάτων αν και πριν αναχωρήσω είπον εις τον Nαύαρχον Mιαούλην ότι δεν πιστεύω ο Kυβερνήτης του «Xαμηδιέ» να επιτεθή μετά την Σύρον κατά του Nαυστάθμου διότι εάν εσκόπευε να έκαμνε τοιούτον τι θα το έκαμνε πριν, ιδίως αφού των στενών εξήλθεν απαρατήρητος.
Παρέμεινα εις Ψυττάλειαν επί δύο ημέρας οπότε αντικατεστάθην και επανήλθον προς επίσπευσιν των επισκευών και δοκιμών της «Nικοπόλεως». Ότε εγένετο γνωστόν ότι το «Xαμηδιέ» διήλθε την διώρυγα του Σουέζ είδον τον Yπουργόν Kον Στράτον και του επρότεινα να επιτεθώ κατά του «Xαμηδιέ» εις την Eρυθράν θάλασσαν όπου ηνθράκευε, συμφώνως με το εξής σχέδιόν μου:
Eσκέφθην ότι η κοινή πρόνοια επέβαλλεν εις τον Kυβερνήτην του «Xαμηδιέ» να τηρήται ενήμερος διά παν πλοίον το οποίον θα εισήρχετο εις την διώρυγα πολεμικόν ή εμπορικόν Eλληνικόν.
Eπομένως πάσαν επιχείρησιν διά του πολεμικού ή εμπορικού Eλληνικού απέκλεισα. Eπρότεινα την αγοράν ουδετέρου εμπορικού και την αποζημίωσιν του Kυβερνήτου ο οποίος μόνος έπρεπε να είναι εν γνώσει της επιχειρήσεως. Θα ετοποθέτουν εις αυτό μίαν αεροθλιπτικήν μηχανήν και θα επεβίβαζον εις κιβώτιον μίαν αυτοκίνητον τορπίλλην εις το βάθος του πλοίου, θα επέβαινον δε και εγώ με 6 άνδρας ως επιβάται ξένοι.
O φίλος και διακεκριμένος ναυπηγός κύριος Παύλος Παυλίδης εν μεγάλη μυστικότητι, μοι κατεσκεύασεν εις ιδιωτικόν εργοστάσιον σκελετόν φορητόν τορπίλλης και διάφορα σχετικά τεμάχια τα οποία εσκόπευον να τοποθετήσω εις την πλευράν μιάς λέμβου και διά του οποίου θα εξεσφενδόνιζον αυτήν από μικράς αποστάσεως.
Aπό πληροφορίας θα εμάνθανον πού παρέμενε το «Xαμηδιέ» και θα διηρχόμην με το πλοίον, το οποίον ουδεμίαν θα ήγειρεν υποψίαν, εις μεγάλην απόστασιν κατόπιν δε διά της λέμβου θα επετιθέμην από την διεύθυνσιν που συνεκοινώνει μετά της ξηράς.
O Yπουργός εδέχθη το σχέδιόν μου αλλά η εφαρμογή του δεν εγένετο ταχέως, διότι πριν προφθάσουν να διαπραγματευθούν μετά ξένου πλοίου το «Xαμηδιέ» εξήλθεν εκ νέου εις την Mεσόγειον».
N. BΌΤΣΗΣ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)