Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Φιλοκτήτης (1004-1044)

ΦΙ. ὦ χεῖρες, οἷα πάσχετ᾽ ἐν χρείᾳ φίλης
1005 νευρᾶς, ὑπ᾽ ἀνδρὸς τοῦδε συνθηρώμεναι.
ὦ μηδὲν ὑγιὲς μηδ᾽ ἐλεύθερον φρονῶν,
οἷ᾽ αὖ μ᾽ ὑπῆλθες, ὥς μ᾽ ἐθηράσω, λαβὼν
πρόβλημα σαυτοῦ παῖδα τόνδ᾽ ἀγνῶτ᾽ ἐμοί,
ἀνάξιον μὲν σοῦ, κατάξιον δ᾽ ἐμοῦ,
1010 ὃς οὐδὲν ᾔδει πλὴν τὸ προσταχθὲν ποεῖν,
δῆλος δὲ καὶ νῦν ἐστιν ἀλγεινῶς φέρων
οἷς τ᾽ αὐτὸς ἐξήμαρτεν οἷς τ᾽ ἐγὼ ᾽παθον.
ἀλλ᾽ ἡ κακὴ σὴ διὰ μυχῶν βλέπουσ᾽ ἀεὶ
ψυχή νιν ἀφυῆ τ᾽ ὄντα κοὐ θέλονθ᾽ ὅμως
1015 εὖ προυδίδαξεν ἐν κακοῖς εἶναι σοφόν.
καὶ νῦν ἔμ᾽, ὦ δύστηνε, συνδήσας νοεῖς
ἄγειν ἀπ᾽ ἀκτῆς τῆσδ᾽, ἐν ᾗ με προυβάλου
ἄφιλον ἐρῆμον ἄπολιν ἐν ζῶσιν νεκρόν.
φεῦ.
ὄλοιο· καί σοι πολλάκις τόδ᾽ ηὐξάμην.
1020 ἀλλ᾽ οὐ γὰρ οὐδὲν θεοὶ νέμουσιν ἡδύ μοι,
σὺ μὲν γέγηθας ζῶν, ἐγὼ δ᾽ ἀλγύνομαι
τοῦτ᾽ αὔθ᾽ ὅτι ζῶ σὺν κακοῖς πολλοῖς τάλας,
γελώμενος πρὸς σοῦ τε καὶ τῶν Ἀτρέως
διπλῶν στρατηγῶν, οἷς σὺ ταῦθ᾽ ὑπηρετεῖς.
1025 καίτοι σὺ μὲν κλοπῇ τε κἀνάγκῃ ζυγεὶς
ἔπλεις ἅμ᾽ αὐτοῖς, ἐμὲ δὲ τὸν πανάθλιον
ἑκόντα πλεύσανθ᾽ ἑπτὰ ναυσὶ ναυβάτην
ἄτιμον ἔβαλον, ὡς σὺ φής, κεῖνοι δὲ σέ.
καὶ νῦν τί μ᾽ ἄγετε; τί μ᾽ ἀπάγεσθε; τοῦ χάριν;
1030 ὃς οὐδέν εἰμι καὶ τέθνηχ᾽ ὑμῖν πάλαι.
πῶς, ὦ θεοῖς ἔχθιστε, νῦν οὐκ εἰμί σοι
χωλός, δυσώδης; πῶς θεοῖς ἔξεστ᾽, ἐμοῦ
πλεύσαντος, αἴθειν ἱερά; πῶς σπένδειν ἔτι;
αὕτη γὰρ ἦν σοι πρόφασις ἐκβαλεῖν ἐμέ.
1035 κακῶς ὄλοισθ᾽· ὀλεῖσθε δ᾽ ἠδικηκότες
τὸν ἄνδρα τόνδε, θεοῖσιν εἰ δίκης μέλει.
ἔξοιδα δ᾽ ὡς μέλει γ᾽· ἐπεὶ οὔποτ᾽ ἂν στόλον
ἐπλεύσατ᾽ ἂν τόνδ᾽ οὕνεκ᾽ ἀνδρὸς ἀθλίου,
εἰ μή τι κέντρον θεῖον ἦγ᾽ ὑμᾶς ἐμοῦ.
1040 ἀλλ᾽, ὦ πατρῴα γῆ θεοί τ᾽ ἐπόψιοι,
τείσασθε τείσασθ᾽ ἀλλὰ τῷ χρόνῳ ποτὲ
ξύμπαντας αὐτούς, εἴ τι κἄμ᾽ οἰκτίρετε.
ὡς ζῶ μὲν οἰκτρῶς, εἰ δ᾽ ἴδοιμ᾽ ὀλωλότας
τούτους, δοκοῖμ᾽ ἂν τῆς νόσου πεφευγέναι.

***
ΦΙΛ. Τί παθαίνετ᾽, ω χέρια μου, που τώρα
σας έλειψε η νευρά σας και πιασμένα
στην εξουσία του σας κρατά ένας τέτοιος;
Ω που δεν έχεις μέσα σου μα ούτε ίχνος
ντροπής μήτ᾽ ανθρωπιάς, πώς έτσι πάλι
με γέλασες; πώς μ᾽ έπιασες στα βρόχια
πίσω από τούτο το παιδί κρυμμένος
που δε γνώριζα εγώ, μα πού ηταν άξιο
για μένα, όσο δεν άξιζε για σένα,
που άλλο δεν ήξερε παρά να κάνει
1010 ό,τι του πρόσταξαν και που και τώρα,
το βλέπεις, το τί πόνο δοκιμάζει
για ό,τι έχει φταίξει αυτός κι εγώ έχω πάθει;
Μα εσένα η μαύρη σου ψυχή, που πάντα
στήνει καρτέρια ᾽π᾽ τις γωνιές, τον είχε
καλ᾽ από πριν δασκαλεμένο, να ᾽ναι,
παρά το φυσικό του κι άθελά του,
σοφός στο κακό. Και τώρα, τρισάθλιε,
λες και καλά δετό να με σηκώσεις
απ᾽ αυτούς τους γιαλούς, που άλλοτε μέ ειχες
παραπετάξει δίχως φίλους, έρμο,
δίχως πατρίδα, ζωντανό νεκρό;
Στ᾽ ανάθεμα να πας! μ᾽ αχ, τί ωφελεί
που έτσι μύριες φορές σού καταριούμαι,
1020 αφού οι θεοί δε δίνουνε σε μένα
καμιά χαρά· συ ζεις και βασιλεύεις,
μα εμένα αυτό ίσα-ίσα με σκοτώνει,
που ζω, μα μέσα σ᾽ όλα τα μαρτύρια
του κόσμου, ο μαύρος· για να με γελάτε
εσύ κι οι δυο σου οι στρατηγοί, οι Ατρείδες,
που σ᾽ όλα αυτά τών είσαι ο υπηρέτης·
αν και με δόλο εσένα και με βία
σ᾽ ανάγκασαν μαζί των να εκστρατεύσεις,
ενώ εμένα, που πρόθυμος εκείνους
ακλούθησα με στόλο εφτά καράβια,
άτιμα εδώ με πέταξαν, καθώς
το λες εσύ και αυτοί το λεν για σένα.
Και τώρα τί με θέτε; ποιός ο λόγος
να με σηκώνετ᾽ απ᾽ εδώ; που εγώ ειμαι
1030 τίποτα πια κι έχω για σας πεθάνει
από καιρό. Πώς, θεομισημένε,
τώρα δεν είμαι πια χωλός, δε βγάζω
βρώμ᾽ ανυπόφορη; πώς θα μπορείτε,
αν έρθω εκεί, να κάνετε θυσίες
στους θεούς και τις άλλες προσφορές σας;
Γιατ᾽ αυτή ᾽χες την πρόφαση, να βγάλεις
εμέν᾽ από τη μέση· ω να χαθείτε!
και θα χαθείτε, δίχως άλλο, αφού έτσι
μ᾽ αδικήσατε, αν οι θεοί φροντίζουν
για το δίκιο· και ξέρω πως φροντίζουν.
Γιατί δε θα κινούσατε ποτέ
να ᾽ρθείτ᾽ εδώ για ένα συφοριασμένο,
αν κάποιο δε σας έσπρωχνε για μένα
θεϊκό κεντρί. Μα ω πατρική μου χώρα,
1040 ω θεοί, που από ψηλά τα βλέπετ᾽ όλα,
εκδικηθείτε μια φορά επιτέλους,
εκδικηθείτε όλους αυτούς, αν κάποια
φυλάτε και για μένα ψυχοπόνια,
που άθλια βέβαια ζω, μα αν θα ᾽βλεπα
να ᾽χαν αυτοί χαθεί, θα μου φαινόνταν
πως γιατρεύτηκ᾽ απ᾽ όλα τα δεινά μου.

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (8.292-8.356)

Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσεφώνεε Τεῦκρος ἀμύμων·
«Ἀτρεΐδη κύδιστε, τί με σπεύδοντα καὶ αὐτὸν
ὀτρύνεις; οὐ μέν τοι ὅση δύναμίς γε πάρεστι
295 παύομαι, ἀλλ᾽ ἐξ οὗ προτὶ Ἴλιον ὠσάμεθ᾽ αὐτούς,
ἐκ τοῦ δὴ τόξοισι δεδεγμένος ἄνδρας ἐναίρω.
ὀκτὼ δὴ προέηκα τανυγλώχινας ὀϊστούς,
πάντες δ᾽ ἐν χροῒ πῆχθεν ἀρηϊθόων αἰζηῶν·
τοῦτον δ᾽ οὐ δύναμαι βαλέειν κύνα λυσσητῆρα.»
300 Ἦ ῥα, καὶ ἄλλον ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν
Ἕκτορος ἀντικρύ, βαλέειν δέ ἑ ἵετο θυμός·
καὶ τοῦ μέν ῥ᾽ ἀφάμαρθ᾽, ὁ δ᾽ ἀμύμονα Γοργυθίωνα
υἱὸν ἐῢν Πριάμοιο κατὰ στῆθος βάλεν ἰῷ,
τόν ῥ᾽ ἐξ Αἰσύμηθεν ὀπυιομένη τέκε μήτηρ
305 καλὴ Καστιάνειρα δέμας ἐϊκυῖα θεῇσι.
μήκων δ᾽ ὡς ἑτέρωσε κάρη βάλεν, ἥ τ᾽ ἐνὶ κήπῳ,
καρπῷ βριθομένη νοτίῃσί τε εἰαρινῇσιν,
ὣς ἑτέρωσ᾽ ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν.
Τεῦκρος δ᾽ ἄλλον ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν
310 Ἕκτορος ἀντικρύ, βαλέειν δέ ἑ ἵετο θυμός.
ἀλλ᾽ ὅ γε καὶ τόθ᾽ ἅμαρτε· παρέσφηλεν γὰρ Ἀπόλλων·
ἀλλ᾽ Ἀρχεπτόλεμον, θρασὺν Ἕκτορος ἡνιοχῆα,
ἱέμενον πόλεμόνδε βάλε στῆθος παρὰ μαζόν·
ἤριπε δ᾽ ἐξ ὀχέων, ὑπερώησαν δέ οἱ ἵπποι
315 ὠκύποδες· τοῦ δ᾽ αὖθι λύθη ψυχή τε μένος τε.
Ἕκτορα δ᾽ αἰνὸν ἄχος πύκασε φρένας ἡνιόχοιο·
τὸν μὲν ἔπειτ᾽ εἴασε καὶ ἀχνύμενός περ ἑταίρου,
Κεβριόνην δ᾽ ἐκέλευσεν ἀδελφεὸν ἐγγὺς ἐόντα
ἵππων ἡνί᾽ ἑλεῖν· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ οὐκ ἀπίθησεν ἀκούσας.
320 αὐτὸς δ᾽ ἐκ δίφροιο χαμαὶ θόρε παμφανόωντος
σμερδαλέα ἰάχων· ὁ δὲ χερμάδιον λάβε χειρί,
βῆ δ᾽ ἰθὺς Τεύκρου, βαλέειν δέ ἑ θυμὸς ἀνώγει.
ἤτοι ὁ μὲν φαρέτρης ἐξείλετο πικρὸν ὀϊστόν,
θῆκε δ᾽ ἐπὶ νευρῇ· τὸν δ᾽ αὖ κορυθαίολος Ἕκτωρ
325 αὐερύοντα παρ᾽ ὦμον, ὅθι κληῒς ἀποέργει
αὐχένα τε στῆθός τε, μάλιστα δὲ καίριόν ἐστι,
τῇ ῥ᾽ ἐπὶ οἷ μεμαῶτα βάλεν λίθῳ ὀκριόεντι,
ῥῆξε δέ οἱ νευρήν· νάρκησε δὲ χεὶρ ἐπὶ καρπῷ,
στῆ δὲ γνὺξ ἐριπών, τόξον δέ οἱ ἔκπεσε χειρός.
330 Αἴας δ᾽ οὐκ ἀμέλησε κασιγνήτοιο πεσόντος,
ἀλλὰ θέων περίβη καί οἱ σάκος ἀμφεκάλυψε.
τὸν μὲν ἔπειθ᾽ ὑποδύντε δύω ἐρίηρες ἑταῖροι,
Μηκιστεὺς Ἐχίοιο πάϊς καὶ δῖος Ἀλάστωρ,
νῆας ἔπι γλαφυρὰς φερέτην βαρέα στενάχοντα.
335 Ἂψ δ᾽ αὖτις Τρώεσσιν Ὀλύμπιος ἐν μένος ὦρσεν·
οἱ δ᾽ ἰθὺς τάφροιο βαθείης ὦσαν Ἀχαιούς·
Ἕκτωρ δ᾽ ἐν πρώτοισι κίε σθένεϊ βλεμεαίνων.
ὡς δ᾽ ὅτε τίς τε κύων συὸς ἀγρίου ἠὲ λέοντος
ἅπτηται κατόπισθε, ποσὶν ταχέεσσι διώκων,
340 ἰσχία τε γλουτούς τε, ἑλισσόμενόν τε δοκεύει,
ὣς Ἕκτωρ ὤπαζε κάρη κομόωντας Ἀχαιούς,
αἰὲν ἀποκτείνων τὸν ὀπίστατον· οἱ δὲ φέβοντο.
αὐτὰρ ἐπεὶ διά τε σκόλοπας καὶ τάφρον ἔβησαν
φεύγοντες, πολλοὶ δὲ δάμεν Τρώων ὑπὸ χερσίν,
345 οἱ μὲν δὴ παρὰ νηυσὶν ἐρητύοντο μένοντες,
ἀλλήλοισί τε κεκλόμενοι καὶ πᾶσι θεοῖσι
χεῖρας ἀνίσχοντες μεγάλ᾽ εὐχετόωντο ἕκαστος·
Ἕκτωρ δ᾽ ἀμφιπεριστρώφα καλλίτριχας ἵππους,
Γοργοῦς ὄμματ᾽ ἔχων ἠδὲ βροτολοιγοῦ Ἄρηος.
350 Τοὺς δὲ ἰδοῦσ᾽ ἐλέησε θεὰ λευκώλενος Ἥρη,
αἶψα δ᾽ Ἀθηναίην ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ὢ πόποι, αἰγιόχοιο Διὸς τέκος, οὐκέτι νῶϊ
ὀλλυμένων Δαναῶν κεκαδησόμεθ᾽ ὑστάτιόν περ;
οἵ κεν δὴ κακὸν οἶτον ἀναπλήσαντες ὄλωνται
355ἀνδρὸς ἑνὸς ῥιπῇ, ὁ δὲ μαίνεται οὐκέτ᾽ ἀνεκτῶς
Ἕκτωρ Πριαμίδης, καὶ δὴ κακὰ πολλὰ ἔοργε.»

***
Και ο Τεύκρος του αποκρίθηκεν: «Ω δοξασμένε Ατρείδη,
εμέ κινείς τον πρόθυμον, ως βλέπεις, στον αγώνα;
Και μ᾽ όσην έχω δύναμιν εγώ δεν ησυχάζω·
295 απ᾽ την στιγμήν που εσπρώξαμεν αυτούς κατά την πόλιν,
μ᾽ αυτό το τόξο καρτερώ τους άνδρες και φονεύω.
Οκτώ μου βέλη αγκυλωτά που έριξα εμπηχθήκαν
όλα σ᾽ ανδρείων σώματα· και όμως το λυσσασμένο
τούτο σκυλί δεν δύναμαι να το κτυπήσω ακόμη».
300 Είπε κι ευθύς απ᾽ την χορδήν ετράβηξε άλλο βέλος,
τον Έκτορα που ᾽χε αντικρύ ποθώντας να ΄πιτύχει.
Τον έσφαλε κι εκτύπησε στο στήθος τον γενναίον
εύμορφον Γοργυθίωνα, αγόρι του Πριάμου
που ᾽χε γεννήσει νυμφευτή γυνή του απ᾽ την Αισύμην.
305 η ωραία Καστιάνειρα, ωσάν θεά στο σώμα.
Και ως παπαρούνα φουντωτή που απ᾽ του καρπού το βάρος
και απ᾽ ανοιξιάτικες δροσιές την κεφαλήν της γέρνει,
την κεφαλήν έγειρε αυτός του κράνους απ᾽ το βάρος.
Και βέλος άλλο τράβηξεν ο Τεύκρος να κτυπήσει
310 τον Έκτορα κατάντικρυς, αλλ᾽ έσφαλε και πάλιν
ότι το βέλος αλλαχού τού έστριψεν ο Φοίβος·
του Έκτορος τον τρομερόν ανδρείον κυβερνήτην
ήβρε, τον Αρχιπτόλεμον, το βέλος, εις το στήθος.
Από τ᾽ αμάξι εβρόντησε και οι ταχείς ίπποι οπίσω
315 εσύρθηκαν και η δύναμις εκόπη και η πνοή του.
Βαθιά τον Έκτορα έπληξε του κυβερνήτου ο πόνος,
θλιμμένος κει τον άφησε, κι είπε στον Κεβριόνην,
τον αδελφόν που ήταν σιμά τους χαλινούς να πάρει,
και τον υπάκουσε ο αδελφός· και αυτός απ᾽ τον ωραίον
320 θρόνον στην γην επήδησε και τρομερά βοώντας
έπιασε στρογγυλόπετραν κι εχύθη προς τον Τεύκρον,
να τον κτυπήσει πρόθυμος· και ο Τεύκρος παίρνει βέλος
απ᾽ την φαρέτραν φονικό και στην χορδήν τ᾽ αρμόζει,
και ως την τραβούσαν άνωθεν στην κλείδωση της πλάτης,
325 που στήθος δένει και λαιμόν κι είναι ακριβό το μέρος,
ο Έκτωρ κει τον κτύπησε με το σκληρό λιθάρι
και την χορδήν τού έσπασεν· ενάρκωσε η παλάμη
εις τον αρμόν κι έπεσε αυτός στα γόνατα κι εστάθη
ακίνητος και του ᾽πεσε το τόξο από το χέρι.
330 Στον αδελφόν όπ᾽ έπεσε δεν έλειψεν ο Αίας,
κι εμπρός του με το σώμα του και την ασπίδα εστάθη.
Και δυο καλοί του σύντροφοι, ο Μηκιστεύς, του Εχίου
υιός, με τον Αλάστορα στους ώμους των τον φέραν,
οπού βαριαναστέναζε στα βαθουλά καράβια.
335 Και ορμήν στους Τρώας έβαλε και πάλιν ο Κρονίδης·
και ως εις τον λάκκον τον βαθύν τους Αχαιούς εσπρώξαν,
και ο Έκτωρ πρώτος μ᾽ έπαρσιν πολλήν στην δύναμίν του,
και ωσάν σκυλί γοργόποδο, που κυνηγά λεοντάρι
ή άγριον χοίρον, τα μεριά τού πιάνει και τες φτέρνες,
340 και εις όποιο μέρος και αν στραφεί, ποτέ δεν τον αφήνει,
παρόμοια τους Αχαιούς πατούσε ο μέγας Έκτωρ
κι όπως εφεύγαν πάντοτε τον ύστερον κτυπούσε.
Και αφού διαβήκαν οι Αχαιοί του λάκκου τους πασσάλους,
και πλήθος καθώς έφευγαν εφόνευσαν οι Τρώες,
345 πλησίον στα καράβια τους εμείναν ενωμένοι
και ν᾽ ανδρειωθούν εκραύγαζαν ο ένας προς τον άλλον
και στους Θεούς εδέοντο με χέρια σηκωμένα·
και ο Έκτωρ περιέστρεψεν ολόγυρα τους ίππους
με μάτια ως είναι της Γοργούς και του ανδροφόνου Άρη.
350 Τους είδε κι ελεήθηκεν η Ήρα η λευκοχέρα,
κι έλεγε προς την Αθηνά: «Ω του Κρονίδη κόρη,
οϊμέ, πόνον δεν θα ᾽χομεν εμείς οι δύο πλέον
δια την φθοράν των Δαναών στην ύστερην καν ώραν;
Κι εύκολον είναι ολόβολοι να κακοθανατίσουν
355 ενός ανδρός απ᾽ την ορμήν· του Έκτορος η λύσσα
τούτη δεν υποφέρεται και θρήνον έχει κάμει ».

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 5. Μια μέρα στον ιππόδρομο

5.1. Στάδιο Circus Maximus


Οι Ρωμαίοι αγαπούσαν το θέατρο αλλά είχαν πάθος για τις αρματοδρομίες· και το μεγαλύτερο από τα στάδια της Ρώμης χωρούσε κάπου 200.000 φανατικούς των αρματοδρομιών. Το στάδιο, σε σχήμα πετάλου, είχε τρία διαζώματα: το χαμηλότερο, που βρισκόταν πιο κοντά στον αγωνιστικό χώρο, είχε θέσεις από μάρμαρο και προοριζόταν για τις ανώτερες τάξεις· οι μικρομεσαίοι καταλάμβαναν το μεσαίο διάζωμα, όπου τα καθίσματα ήταν ξύλινα· στο πάνω διάζωμα, όπου συγκεντρώνονταν «πατείς με, πατώ σε» τα κατώτερα λαϊκά στρώματα, υπήρχε μόνο χώρος για ορθίους. Οι θέσεις ξεχωριστές, αλλά το πάθος κοινό για όλους.

Τις περισσότερες φορές οι αρματοδρόμοι διαγωνίζονταν με άρματα που τα έσερναν τέσσερα άλογα (τέθριππα). Κάθε αρματοδρομία περιελάμβανε 7 γύρους μέσα στον αγωνιστικό χώρο· ένας ολοκληρωμένος γύρος ήταν 568 μέτρα και έτσι η συνολική απόσταση που κάλυπταν οι αρματοδρόμοι (τουλάχιστον αυτοί που έμεναν στην κούρσα μέχρι το τέλος) ήταν 3.976 μέτρα. Έξι ή εφτά λεπτά αρκούσαν για να αναδείξουν τον νικητή της κούρσας, το άρμα του οποίου θα πρέπει να έτρεχε με μέση ωριαία ταχύτητα 40 χιλιομέτρων. Με δώδεκα ή και περισσότερες αρματοδρομίες τη μέρα, μπορούμε να φανταστούμε ότι το στάδιο, και μαζί του το ένα τέταρτο του συνολικού πληθυσμού της πρωτεύουσας, αναστέναζε ολημερίς.

Κάθε αρματοδρόμος ανήκε σε έναν από τους τέσσερις ιππικούς ομίλους, που ξεχώριζαν από τα χρώματα τους: Λευκοί, Πράσινοι, Γαλάζιοι και Κόκκινοι. Κάθε όμιλος είχε τους δικούς του οπαδούς ανάμεσα στο ρωμαϊκό πλήθος - από απλούς λάτρεις του αθλήματος μέχρι τους οργανωμένους «χούλιγκαν». Πίσω από τους τέσσερις ιππικούς ομίλους βρισκόταν ένα πυκνό δίκτυο παραγόντων με ποικίλα οικονομικά συμφέροντα, ενώ ένας εκτεταμένος μηχανισμός πρακτόρων φρόντιζε για τα στοιχήματα, που έδιναν και έπαιρναν πριν από κάθε κούρσα. Ο ρωμαϊκός ιππόδρομος λειτουργούσε έτσι και ως ένα απέραντο καζίνο με ανυπολόγιστο τζίρο. Τη διαπλοκή αθλητισμού και οικονομικών συμφερόντων συμπλήρωνε η πολιτική - αλλά αυτό θα το δούμε λίγο πιο κάτω.

Φώτιση και «Φώτιση»

Αν θέλεις να Βρεις τον Θεό, θα Τον Βρεις με την Επίγνωση της Αιώνιας Σχέσης σου με Αυτόν, με το Άπειρο, κι όχι με κάποια διανοητική δραστηριότητα, ή με κάποια εξωτερική ενέργεια... Μην ψάχνεις για την Αλήθεια* μακριά, επειδή νομίζεις ότι είναι εκεί, ή επειδή σου είπαν ότι είναι εκεί...

η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΟΥ είναι μια ΒΙΩΜΑΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ, μια ΖΩΝΤΑΝΗ ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ.

Όταν η Συνείδηση έχει επίγνωση της Αληθινής Φύσης της, μέσα στη σιωπή του νου, βρίσκει μέσα σε αυτή την επίγνωση το Άπειρο, το Αιώνιο, το Μυστικό Φως... Όταν η Συνείδηση έχει σύγχυση, νομίζει ότι είναι κάτι άλλο, ένα μικρό εγώ, χαμένο μέσα στο χώρο της ύπαρξης... Αυτός ο χώρος είναι φανταστικός... και τα προβλήματα που αναδύονται είναι μέρος της φαντασίας... κι οι λύσεις που δίνονται είναι κι αυτές μέρος της φαντασίας... Οι άνθρωποι, μέσα στην φαντασία τους είναι «δεσμευμένοι» και μέσα στην φαντασία τους απελευθερώνονται, «φωτίζονται»... κι αυτή η «φώτιση» είναι μέρος της φαντασίας τους...

Η λύση του προβλήματος της ύπαρξης δεν είναι μία διέξοδος, μία απάντηση σε φανταστικές καταστάσεις, αλλά στην συνειδητοποίηση ότι το πρόβλημα τίθεται από το «παραλήρημα» της φαντασίας... Όταν σταματήσει το διανοητικό «παραλήρημα»... όταν ο νους ησυχάσει... Αποκαλύπτεται η Ύπαρξη Αιώνια, Άπειρη, Ελεύθερη... όπως ήταν πάντα...

Το Αληθινό Μονοπάτι

1. Η Ζωή είναι Φυσικά Περιστατικά, γεγονότα… η Στιγμή που Ρέει, χωρίς να αφήνει ίχνη… η Διαρκής Αλλαγή…

Η σκέψη δεν είναι ζωή, δεν είναι ζωντανή (παρά μόνο, ίσως, την στιγμή που διαμορφώνεται)… Μόλις διατυπωθεί σε διανόημα, σε λόγο, είναι κιόλας πεθαμένη.

2. Η Ζωή Τρέχει… αλλά η σκέψη δεν μπορεί να την ακολουθήσει στη ζωντανή πορεία της, την συλλαμβάνει στιγμιαία και την φυλακίζει στη συγκεκριμένη στιγμή (σαν μια «φωτογραφία»), μένει πάντα πίσω, στα πεθαμένα λόγια.

3. Ακόμα κι όταν η σκέψη μιλά για τα Αιώνια Πράγματα της Ζωής, δεν είναι παρά ίχνη στο έδαφος της Ζωής που δείχνουν απλά ότι κάποια «συνείδηση» πέρασε από εδώ.

Και τι χρησιμεύει αυτό;

Γιατί οι άνθρωποι ακολουθούν ίχνη για να βρουν την Αλήθεια; Είναι ανόητο. Δεν μπορούμε να επαναλάβουμε την πορεία που έκανε κάποιος άλλος. Η μίμηση δεν είναι Ζωή. Είναι τελείως λάθος όλο αυτό.

4. Αδελφοί! Το Αληθινό Μονοπάτι είναι Αυτό που Χαράζουμε Μόνοι μας. Είναι το Ζωντανό Μονοπάτι, το Μονοπάτι της Ζωής, είναι η Αληθινή Ζωή.

Όσοι ακολουθούν άλλους, σκέψεις άλλων, ίχνη, δεν ζουν, σκέφτονται τη ζωή.

Ακολουθήστε τη Ζωή, τον λόγο που σας λέει να ζήσετε, όχι πώς να σκεφθείτε, τι να σκεφθείτε.

Μόνοι μας κερδίζουμε την Ελευθερία τη Ζωή και μόνοι μας δεχόμαστε τα δεσμά… κι είναι πολλοί που θέλουν να μας αλυσοδέσουν.

5. Αδελφοί! Χαράξτε το Δικό σας Μονοπάτι. Μην ακολουθείτε κανέναν, ούτε τον Θεό τον ίδιο και προπάντων όσους εμφανίζονται σαν εκπρόσωποί του…

Μην ακολουθείτε λέξεις (συμπεριλαμβανομένων κι όσων διαβάζετε εδώ…).

Μάθετε να Ζείτε!
----------------------------
*Η Αλήθεια

Η ΑΛΗΘΕΙΑ Είναι Άμεση Εμπειρία. Είναι Ζωντανή κι Εκδηλώνεται Τώρα, στο Αιώνιο Παρόν που Ρέει, πέρα από τον σχετικό χρόνο της σκέψης και πέρα από τις δραστηριότητες του χρόνου. Ο ΘΕΟΣ Είναι Αληθινός Μόνο Όταν Βιώνεται σαν ΑΜΕΣΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΟΥ, πέρα από την σκέψη, τις αισθήσεις, ή τον κόσμο – στην Απόλυτη Σιγή. Η «Ιδέα του Θεού» - μέσα στην δομούμενη σκέψη δεν είναι παρά μια κατασκευή της σκέψης, ένα είδωλο, μια σκιά. Οι «θεωρίες» δεν περιγράφουν την Πραγματικότητα αλλά μόνο μια φαντασία.

Δεν αρκεί να σας χτυπήσουν, να σας προσβάλουν ή να σας κάνουν κακό, πρέπει να πιστέψετε ότι σας κάνουν κακό

Ο Αρριανός αναφέρει μια συνάντηση ανάμεσα στον Επίκτητο και σε έναν άντρα που επισκεπτόταν τn σχολή του στη Νικόπολη, που δείχνει ακόμα περισσότερο την ενασχόλησή του με το θέμα του ελέγχου. Ο άντρας ρωτά τον Επίκτητο τι μπορεί να κάνει με τον αδελφό του, που είχε θυμώσει μαζί του. Τι μπορεί να κάνει ο άντρας για τον θυμό του αδελφού του; Η συνήθως εύστοχη απάντηση του Επίκτητου είναι: «Τίποτα. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα». Δεν μπορούμε να ελέγξουμε τα συναισθήματα των άλλων ανθρώπων, γιατί συγκαταλέγονται στην κατηγορία των πραγμάτων που δεν εξαρτώνται από μας. 

Ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να κάνει κάτι για τον θυμό του αδελφού του είναι ο ίδιος ο αδελφός του. Ο Επίκτητος, όμως, δεν σταματάει εκεί. Στρέφει την προσοχή τον άντρα σε αυτό που μπορεί να ελέγξει, δηλαδή στη δική του αντίδραση απέναντι στον θυμό του αδελφού του. Ο άντρας είναι αναστατωμένος από τον θυμό του αδελφού του και ο Επίκτητος υπονοεί ότι αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα, αλλά ότι είναι και κάτι που μπορεί ο άντρας να λύσει μόνος του. Ο άντρας προχώρησε σε μια κρίση για τον θυμό του αδελφού του, και αυτή η κρίση του προκάλεσε ένα συναίσθημα που τον αναστάτωσε. Το άμεσο πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι ο αδελφός, αλλά ο άνθρωπος που ήρθε να παραπονεθεί.

Αυτή η μικρή ιστορία αποτυπώνει τον τρόπο με τον οποίο τα συναισθήματα —τόσο των άλλων όσο και τα δικά μας— μπορούν να διαμορφώσουν και να επηρεάσουν την αλληλεπίδρασή μας με τους ανθρώπους γύρω μας. Στα σύγχρονα αγγλικά, η λέξη «stoic» σημαίνει απαθής και αναίσθητος, και αυτό συνήθως θεωρείται κάτι αρνητικό. Τα συναισθήματα σήμερα συνήθως εκλαμβάνονται ως κάτι θετικό: η αγάπη, η συμπόνια, η ενσυναίσθηση είναι σίγουρα πράγματα που ο κόσμος έχει ανάγκη. Αυτή η ιστορία, ωστόσο, τονίζει άλλα συναισθήματα —θυμό, πικρία, ανυπομονησία—, που δεν είναι τόσο γοητευτικά. Όταν οι αρχαίοι Στωικοί έλεγαν ότι ο κόσμος πρέπει να αποφεύγει τα συναισθήματα, είχαν στο μυαλό τους κυρίως τα αρνητικά συναισθήματα.

Η αναφορά των Στωικών στα συναισθήματα είναι, από τη μία, πολύ εύκολο να γίνει κατανοητή, αλλά υπάρχει κι ένας αριθμός σημαντικών ιδιοτήτων πού πρέπει να προσθέσουμε για να την αντιληφθούμε πλήρως. Η βασική άποψη είναι απλώς το εξής: τα συναισθήματά μας είναι το προϊόν των κρίσεών μας. Κατά συνέπεια, ελέγχουμε απόλυτα τα συναισθήματά μας και είμαστε υπεύθυνοι γι' αυτά. Ο άντρας είναι αναστατωμένος για τον θυμό του αδελφού του λόγω της στάσης του απέναντι στο γεγονός. Αν το έβλεπε διαφορετικά, δεν θα ήταν αναστατωμένος. Οι Στωικοί υποστηρίζουν —και αυτό είναι σημαντικό— ότι δεν πρέπει να αρνούμαστε ή να καταπιέζουμε τα συναισθήματά μας. Απλώς πρέπει να προσπαθούμε να μην έχουν την πρωτοκαθεδρία. Ένα δεύτερο σημαντικό σημείο είναι ότι οι Στωικοί δεν πιστεύουν πως κάποιος μπορεί απλώς να χτυπήσει τα δάχτυλά του και να κάνει τα συναισθήματα να εξαφανιστούν. Δεν μπορείτε να πείτε «Θα το σκεφτώ διαφορετικά» και να δείτε τον θυμό ή τον πόνο να εξαφανίζονται μαγικά.

Ο Χρύσιππος συνέκρινε τα συναισθήματα με το να τρέχει κάποιος πολύ γρήγορα. Μόλις αποκτήσεις αρκετή φόρα, δεν μπορείς να σταματήσεις. Η κίνησή σου είναι ανεξέλεγκτη, κάτι που συμβαίνει και όταν σε πλημμυρίζει κάποιο συναίσθημα Έτσι, δεν μπορείς να διώξεις ένα ανεπιθύμητο συναίσθημα όποτε θέλεις, αλλά μπορείς να προσπαθήσεις να αποφύγεις να ξεφύγει από τον έλεγχό σου η επόμενη επίθεσή του.

Αυτό είναι ξεκάθαρο στην περίπτωση του θυμού. Όταν κάποιος είναι θυμωμένος, πολύ θυμωμένος, το συναίσθημα τον κυριεύει και δεν μπορείς πια να μιλήσεις λογικά μαζί του. Ένας άνθρωπος που το ήξερε αυτό πολύ καλά ήταν ο Λεύκιος Ανναίος Σενέκας, με καταγωγή από την Ισπανία. Η καριέρα του ως συμβούλου στους εσωτερικούς κύκλους της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής αυλής περιλάμβανε συχνές αντιπαραθέσεις με ανθρώπους παρασυρμένους από καταστροφικά συναισθήματα, που προέκυπταν από το γεγονός ότι κάποιοι από αυτούς -όπως οι αυτοκράτορες Καλιγούλας, Κλαύδιος και Νέρων- κυριολεκτικά είχαν τη δύναμη να ορίζουν τη ζωή και τον θάνατο αμέτρητων ατόμων, αλλά και του ίδιου του Σενέκα. Ο Καλιγούλας ζήλευε τόσο τα πολλά ταλέντα του Σενέκα, που διέταξε να τον σκοτώσουν κάποια στιγμή, αν και τελικά τον απέτρεψαν οι στενοί του συνεργάτες λόγω της κακής υγεία του Σενέκα.

Στο δοκίμιό του Περί Οργής, ο Σενέκας περιγράφει συναισθήματα όπως ο θυμός και η ζήλια ως προσωρινή τρέλα. Υιοθετώντας την εικόνα του Χρύσιππου για το γρήγορο τρέξιμο, ο Σενέκας συγκρίνει τον θυμό με το να πέφτεις εντελώς ανεξέλεγκτα από τηv κορυφή ενός κτιρίου. Μόλις επικρατήσει ο θυμός, επηρεάζει ολόκληρο το μυαλό. Οι Στωικοί προειδοποιούν για αυτήν ακριβώς τηv κατάσταση στην οποία παίρνει τον έλεγχο ο θυμός. Το να ενοχλείται κάποιος κατά καιρούς αποτελεί απλώς κομμάτι της ζωής και δεν κάνει κακό. Ο τόσο μεγάλος θυμός, που σε κάνει να νιώθεις την ανάγκη να χτυπήσεις κάποιον, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, και αυτόν θέλουν να αποφύγουν οι Στωικοί.

Ο Σενέκας επιμένει ότι δεν χρειαζόμαστε τον θυμό για να απαντήσουμε σε πράξεις που γίνονται εναντίον μας ή εναντίον των αγαπημένων μας. Πάντα είναι καλύτερο να λειτουργείς ήρεμα, παρακινημένος από το αίσθημα της αφοσίωσης, του καθήκοντος ή της δικαιοσύνης, παρά από τον θυμό σου και τn δίψα για εκδίκηση. Αν, κατά καιρούς, ο θυμός μπορεί να μας παρακινεί να πολεμήσουμε εναντίον κάποιας μεγάλης αδικίας, ας πούμε, ο Σενέκας λέει ότι θα ήταν καλύτερο να κάνουμε το ίδιο πράγμα καθοδηγούμενοι από τις αρετές του θάρρους και της δικαιοσύνης.

Ο Θυμός, όπως όλα τα συναισθήματα, είναι προϊόν μιας κρίσης που έχει γίνει στο μυαλό. Αυτό σημαίνει πως είναι κάτι που μπορούμε να ελέγξουμε, ή έστω είναι κάτι που μπορούμε να αποφύγουμε στο μέλλον. Μόλις, όμως, συμβεί μια κρίση, ο θυμός σύντομα γίνεται κάτι απτό και σωματικό. Ο Σενέκας περιγράφει τον θυμό ως μια ασθένεια του σώματος, που χαρακτηρίζεται από το οίδημα. Όποιο κι αν είναι το συναίσθημα, μπορούμε πιθανότατα να σκεφτούμε δεκάδες σωματικά συμπτώματα: ταχυκαρδία, αύξηση της θερμοκρασίας, τρέμουλο, εφίδρωση και ούτω καθεξής. Μόλις προστεθούν στην εξίσωση, δεν μπορούμε να τα διώξουμε, μπορούμε μόνο να περιμένουμε.

Σε αντίθεση με τη διαδεδομένη εικόνα τούς, οι Στωικοί δεν υπονοούν ότι οι άνθρωποι μπορούν ή Θα έπρεπε να γίνουν αναίσθητα κομμάτια πέτρας. Όλοι οι άνθρωποι Θα βιώσουν αυτό πού ο Σενέκας αποκαλεί «πρώτες κινήσεις». Αυτές προκύπτουν όταν μας συγκινεί κάποια εμπειρία, και μπορεί να νιώσουμε εκνευρισμένοι, σοκαρισμένοι, τρομαγμένοι, ή μπορεί ακόμα και να κλάψουμε. Όλες αυτές είναι απολύτως φυσιολογικές αντιδράσεις. Είναι αντιδράσεις που σχετίζονται με τη φυσιολογία του ανθρώπινου σώματος, αλλά δεν είναι συναισθήματα, με την έννοια που αποδίδουν στη λέξη οι Στωικοί. Κάποιος που είναι εκνευρισμένος και προσωρινά σκέφτεται να πάρει εκδίκηση, αλλά δεν κάνει τίποτα γι’ αυτό, δεν είναι θυμωμένος κατά τον Σενέκα, γιατί διατηρεί τον έλεγχο. Το να φοβάσαι προσωρινά κάτι, αλλά μετά να μένεις αμετακίνητος, δεν είναι φόβος. Για να γίνουν συναισθήματα αυτές οι «πρώτες κινήσεις», πρέπει το μυαλό να κρίνει ότι έχει συμβεί κάτι φρικτό και έπειτα να δράσει. Σύμφωνα με τον Σενέκα, «ο φόβος οδηγεί στη φυγή, ο θυμός στην επίθεση».

Υπάρχουν, λοιπόν, τρία στάδια στη διαδικασία, σύμφωνα με τον Σενέκα: Πρώτον, μια ακούσια πρώτη κίνηση, που είναι μια φυσική αντίδραση της οποίας δεν έχουμε τον έλεγχο. Δεύτερον, μια κρίση ως απάντηση στην εμπειρία, την οποία μπορούμε να ελέγξουμε. Τρίτον, ένα συναίσθημα που, αφού δημιουργηθεί, είναι έξω από τον έλεγχό μας. Μόλις προκύψει το συναίσθημα, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορούμε να κάνουμε πέρα από το να περιμένουμε να υποχωρήσει.

Γιατί προχωράμε στις κρίσεις που προκαλούν αυτά τα επιβλαβή συναισθήματα; Αν νομίζετε ότι έχετε πληγωθεί με κάποιον τρόπο από έναν άλλον άνθρωπο, μπορεί να φαίνεται απόλυτα φυσικό να θυμώσετε μαζί του. Ο Σενέκας λέει πως ο θυμός είναι συνήθως το προϊόν ενός αισθήματος αδικίας. Αυτό που πρέπει να αμφισβητήσουμε είναι η εντύπωση ότι έχει προκύψει κάποιο τραύμα, που ήδη εμπεριέχει μέσα της μια κρίση.

Ο Επίκτητος το θέτει ως εξής:

Μην ξεχνάτε, δεν αρκεί να σας χτυπήσουν, να σας προσβάλουν ή να σας κάνουν κακό, πρέπει να πιστέψετε ότι σας κάνουν κακό. Αν κάποιος καταφέρει να σας προκαλέσει, συνειδητοποιήστε πως το μυαλό σας είναι συνένοχο στην πρόκληση.

Μη συγκρίνεις τον εαυτό σου με τους άλλους

Είναι στη φύση του ανθρώπου να συγκρίνει πολλές φορές τις ικανότητες, το χαρακτήρα και το επίπεδο διαβίωσης του με αυτό των άλλων συνανθρώπων του και πολλές φορές να δυσαρεστείται όταν διαπιστώνει ότι υστερεί σε σχέση με τους υπόλοιπους.

Η σύγκριση του εαυτού μας με τους άλλους αναφέρεται και από τους επιστήμονες ως ένα κίνητρο που ώθησε τον άνθρωπο να εξελιχθεί από την πρώτη εμφάνισή του στον κόσμο αυτό όταν παρατηρώντας τις δεξιότητες των άλλων προσπαθούσε να βελτιώσει και τις συνθήκες της ζωής του , ώστε να προστατεύσει την υγεία και την οικογένειά του.

Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι σε ένα βαθμό η επιθυμία να νοιώθουμε επαρκείς και ότι είμαστε ισότιμοι με τους άλλους είναι ψυχική ανάγκη και υπάρχει σε ένα βαθμό μέσα σε όλους μας.

Όμως όταν υπερβεί τα όρια και είναι συνεχής, μας εξουθενώνει ψυχικά και απομακρύνει την ευτυχία από τη ζωή μας.

Και πάνω σε αυτό το αίσθημα δυσαρέσκειας, έρχονται οι προσδοκίες, οι απαιτήσεις αλλά και οι συγκρίσεις που δεχόμαστε από άλλα μέλη της οικογένειας, το σχολείο, την κοινωνία οι οποίες πέφτουν ασφυκτικά επάνω μας και ενισχύουν το αίσθημα της ανεπάρκειας όταν δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε πλήρως.

Η αίσθηση ότι δεν είμαστε αντάξιοι να εκπληρώσουμε τις προσδοκίες των στενών μας προσώπων και μίας κοινωνίας που κρίνει την αξία μας αποκλειστικά και μόνο από τις επιτυχίες μας στη ζωή , μας πληγώνει τόσο την αυτοεκτίμηση όσο και την περηφάνια μας.

Ζώντας στην εποχή που κυριαρχεί η προσκόλληση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η παρακολούθηση της ευτυχισμένης ζωής των άλλων σε αναρτήσεις και φωτογραφίες είναι ένα καθημερινό γεγονός.

Έχει διαπιστωθεί ότι η συνεχής παρακολούθηση της ζωής των άλλων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης , δημιουργεί αισθήματα ανεπάρκειας που αφορούν τη δική μας ζωή και επιτυχίες και που μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και σε κατάθλιψη.

Η σύγκριση του εαυτού μας με τους άλλους αφορά δύο περιπτώσεις: η πρώτη αφορά τη σύγκριση με άτομα που θεωρούμε ότι υπερτερούν σε σχέση με εμάς και η δεύτερη αφορά τη σύγκριση που κάνουμε με άτομα που θεωρούμε ότι υστερούν σε σχέση με εμάς.

Η δεύτερη περίπτωση αφορά τη δική μας προσπάθεια να ισοσταθμίσουμε τα αισθήματα μειονεξίας που νοιώθουμε με το να διαπιστώνουμε τη χειρότερη κατάσταση στην οποία βρίσκονται άλλοι άνθρωποι συγκριτικά με εμάς.

Όταν συγκρίνουμε υπερβολικά τον εαυτό μας με τους άλλους στην ουσία πέφτουμε στην παγίδα να εξιδανικεύουμε τις ικανότητες και τις συνθήκες ζωής των άλλων ανθρώπων και να υποτιμούμε τα δικά μας χαρίσματα και τις δικές μας ικανότητες.

Είναι σημαντικό για τον κάθε άνθρωπο να αντιληφθεί ότι είναι γεννημένος με χαρίσματα και έχει τις δικές του ικανότητες τις οποίες πρέπει να ανακαλύψει και να εκμεταλλευτεί.

Πρέπει επίσης να γνωρίζει ότι τα φαινόμενα απατούν και ότι η ευτυχία των άλλων που τόσο πολύ ζηλεύει πολλές φορές να είναι και η ίδια ψεύτικη ή ελαφρώς παραποιημένη.

Δεν μπορούμε να εμπιστευόμαστε απόλυτα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ακριβώς επειδή πολλές φορές μεγεθύνουν εσκεμμένα καταστάσεις και προσωπικές στιγμές σε μία προσπάθεια εντυπωσιασμού.

Οπότε, ας μη ζηλεύει κάποιος την ψεύτικη κοινωνικότητα και τα πλαστά χαμόγελα που είναι άφθονα στο διαδικτυακό κόσμο.

Απαραίτητο βήμα για κάθε άνθρωπο είναι η αποδοχή του εαυτού του, με τα προτερήματα και τα ελαττώματά του, η καλλιέργεια της αγάπης για τον εαυτό και της εσωτερικής πίστης ότι αξίζει την αγάπη, την προσοχή και την εκτίμηση για αυτό που υπάρχει μέσα του και για αυτό που είναι, όχι για αυτό που θα ήθελαν οι άλλοι να είναι.

Όσο μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση αποκτάει ένα άτομο, τόσο λιγότερο θα νοιώθει μειονεκτικά απέναντι στους άλλους και θα μπαίνει σε διαδικασίες σύγκρισης.

Το ΕΡΕΒΟΣ

Η Ορφική Κοσμογονία (μέρος της Θεολογίας των Ελλήνων) αξιώνει πως από τον πρωτογενή- προχωρικό Χρόνο γεννάται τριπλή γονή, τρία αλληλεπιδραστικά πεδία: το Χάος, ο Αιθήρ και το Έρεβος.

Ενδεικτικά, στο μέρος ΙΑ (Ιερωνύμου- Ελλανίκου θεογονία) της Ορφικής Θεολογίας (Συλλογή Otto Kern, μετ.-σχόλια Μ. Σίδερη, Εκδ. Πυρ. Κόσμος 2005), στο απόσπ. 1 (54) Δαμασκίου «Περί των Πρώτων Αρχών», (123) λέγεται: «Και υπολαμβάνω την εν ταις ραψωδίαις (Ιερούς Λόγους Ορφέως) Θεολογίαν Χρόνος, ούτος ο δράκων γεννάται τριπλήν γονήν· Αιθέρα, φημί, νοτερόν και χάος άπειρον και τρίτον επί τούτοις Έρεβος ομιχλώδες…».

«Και θεωρώ ότι η Θεολογία που περιέχεται στις ραψωδίες (τους Ιερούς Λόγους του Ορφέως)… (λέγει) ότι ο Χρόνος, αυτός ο όμοιος με δράκοντα, γεννά τριπλή γονή: τον Αιθέρα, λέγω, τον νοτερό (υγρό), και το άπειρο, ατέρμονο Χάος· και τρίτο, ως αναγκαία φύτρα αυτών, το Έρεβος το ομιχλώδες»· και συνεχίζει «το τρίτο μέλος της (γεμάτης από αναπαραγωγική δύναμη) υστερογενούς αυτής Τριάδος, είναι Έρεβος ομιχλώδες, που αναλογείστην [συνήθη (θετική) ή δυνάμει (αρνητική) πάντως ενδοσυμπαντική] ελώδη, πρωτόγονη (= πρωτογενή αλλά όχι μορφοποιημένη, όχι κρυσταλλωμένη) ύλη».

Η ύλη αυτή, σύμφωνα με το απόσπ. ΙΑ,3 (56)-Απίωνος προς Κλήμεντα, Ρωμ. Ομιλίες VI 5-12, ανεδείχθη πολύ αργότερα από το προηγούμενό της Έρεβος κατά θέση, στην κλίμακα της κοσμογονικής διαδικασίας, όχι κατά ποιοτική αξιολόγηση. «Από τις τρείς θεμελιώδεις ουσίες (Αιθέρα, Γη-ύλη, Ύδωρ) της δημιουργίας του πραγματικού Κόσμου, μέσα στον οριοθετημένο, πλέον, καμπύλο (ωοειδή- σφαιρικό) Χωρόχρονο, η ουσία αυτή ως ενδοκοσμικό στοιχείο, υπεχώρησε ως πρωτογενές υλικό πεδίο προς τα κάτω, ελκόμενο από το βάρος του και εκάθησε ως υποστάθμη της Όλης (καθολικής) Ύλης (του Σύμπαντος). Το στοιχείο αυτό, ένεκεν της βαρυτικής έλξεως που κατείχε και για το ζοφερό του μεγαλείο, και επειδή περιείχε μέγιστο ποσόν της ουσίας των κατωτέρων τόπων, ονόμασαν Πλούτωνα. Και έκριναν, ότι αυτός είναι βασιλεύς του Άδη και των νεκρών».

Έως εδώ, προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα σχετικά με το Έρεβος:

1. Στη φάση της Κοσμογονίας, πριν τη γέννηση του τόπου παραγωγής πραγματικού – οντικού έργου, του Συμπαντικού σφαιρώματος ή Ωού δηλαδή, το Έρεβος είναι ένα ουσιώδες πεδίο σύμμικτο συμπαράγωγο και απόβλητο των δύο άλλων αμιγών και διαχωρισμένων, δυναμικών ουσιωδών πεδίων: του Αιθέρος και του Χάους. Διότι, αν και βέβαια γεννάται- προέρχεται- από το κοινό (γενέθλιο και των τριών πεδίων), δυναμικό Είναι του Χρόνου, εντούτοις προκύπτει ως κατάλοιπο του διαχωρισμού των δύο άλλων. Στο απόσπασμα των Ιερών Λόγων ΙΒ 13 (66), (ως άνω) λέγεται πως το Ωόν (Συμπαντική Σφαίρα) είναι έκγονο του Αιθέρος και του Χάους.

2. Στο χωροχρονικό πεδίο, το Έρεβος δεν συμμετέχει στην όλη διαδικασία ποιήσεως των πραγματικών, θετικών υλικών διακόσμων. Εν τούτοις, συμπεριλαμβάνεται, ως πεδίο αδρανές ως προς τη Ζωή, αλλά και ως προς τη μεταθανάτια, τελεσφόρα διαδικασία αναμόρφωσης- αναγέννησης της ψυχής. Είναι ένα μέρος του όλου Πλουτωνείου βασιλείου, μια ενδιάμεση ζώνη, που παρεμβάλλεται μεταξύ των τόπων Ζωής και Θανάτου στους οποίους εκτείνεται βασίλειο του «Κάτω Κόσμου».

Αυτοί οι τόποι είναι:

 α) Το φυτικό βασίλειο και ακόμη πιο σχολαστικά θεωρούμενη η σπερματική χθόνια ζώνη, εκεί που ο «θάνατος», η σήψη ενός υγιούς, άγονου καθ’ εαυτόν, οργανισμού, του σπόρου, είναι ο λόγος της γεννήσεως πολλών, μεγάλων και γόνιμων όντων. Στην ίδια ζώνη και στο ίδιο βασίλειο, το Πλουτώνειο, υφίσταται και ενεργεί ο ριζωματικός πλούτος.

Αλλά ότι αναφύεται στην επιφάνεια του εδάφους, ο πλούτος της χλωρίδας και των καρπών ανάγεται πλέον στο βασίλειο της Γής, της Ρέας και της Δήμητρας, όπως και στου Ήλιου και της Σελήνης. Δηλαδή ό, τι ασκεί τη δύναμή του (αναπαραγωγική, πολλαπλασιαστική ή θεμέλια-ερεισματική) στο αθέατο ζωτικό μέρος του χοϊκού (χωμάτινου) μανδύα, καταλέγεται στο Πλουτώνειο βασίλειο. Δύναμη αναπαραγωγική, πολλαπλασιαστική και θεμελιώδη- ερεισματική. 

β) Ένα δεύτερο μέρος- έργο αυτού του βασιλείου, του Πλουτώνειου, βρίσκεται «κάπου αλλού», πέρα από τον πλανήτη, πέρα από την συνήθη ύλη η οποία δομείται και εξελίσσεται με τις δυνάμεις του φωτός και του Αιθέρος.

3. Ο δεύτερος αυτός τόπος (εκτός, πάντως, από τα Ηλύσια Πεδία και τα Νησιά των Μακάρων, όπου βασιλεύουν ο Αχιλλεύς ως σύζυγος της Ελένης -Λευκής- και η Ρέα με τον Κρόνο) είναι τα διάφορα πεδία του Αϊδίου βασιλείου, οιμεταθανάτιοι τόποι όπου βασιλεύει ο Πλούτων και η Περσεφόνη, Κόρη και Ψυχή της Δήμητρος, δηλαδή της εντελεχούς, εύφορης Γης και χθονίας Νοήσεως.

Τα πεδία αυτά είναι τα Αϊδου Μέλαθρα (στα οποία συμπεριλαμβάνεται και ο Τάρταρος) και τα Αγνά Άλσεα της Περσεφόνης (που περιλαμβάνουν και τον Ασφοδελό Λειμώνα). Είναι τόποι μεταθανάτιου προορισμού, κρίσεως, εγκατοικήσεως και προετοιμασίας των ανθρώπινων ψυχών ως την επαναγέννησή τους, αλλά, μερικές φορές και τόποι αιώνιας τιμωρίας, όταν η συμπαντική δικαιοσύνη το απαιτεί.

Το συμπέρασμα είναι πως τόσο στον χθόνιο, όσο και στον πέραν και έξω του κόσμου των όντων τόπο του Πλουτωνείου βασιλείου, συντελείται μεγάλη και εντατική δραστηριότητα. Κατά το ένα μέρος θεατή, κατά το άλλο αθέατη. Αντίθετα, το Έρεβος, δεν είναι τόπος δράσεως αλλά αδρανείας. Δεν είναι τόπος παραμονής, αλλά είναι τόπος διαβάσεως ή καταστροφής – εκμηδενισμού των ψυχών. Πάντως, είναι μεταθανάτιος τόπος.

Ό, τι συμβαίνει εκεί και αφορά στα όντα, συμβαίνει μετά τον θάνατό τους, συμβαίνει στην ψυχή τους. Και τα όντα αυτά είναι αποκλειστικά και μόνον οι άνθρωποι. Οι διαβάτες του Ερέβους έχουν φύγει από τα πεδία των μορφών της ζωής· είναι νεκροί, που σαν ψυχές, σαν πνεύματα, κατευθύνονται στον Άδη – στον «άλλο κόσμο» της μεταθανάτιας ζωής.

Εκτός από τα αποσπάσματα των Ιερών Λόγων που ενδεικνύουν αυτό το αξίωμα έχομε την σχετικά ρητή διευκρίνιση του άλλου θεολόγου, του «επομένου τω Ορφεί» Ομήρου. Στην Ιλιάδα, (ραψ. Θ. 368) το Έρεβος αναφέρεται σαν τόπος σκότους μεταξύ της Γής και του Άδη. Στην Ιλιάδα επίσης (ραψ. Π 327) όπως και στη Οδύσσεια (ραψ. κ 528, λ. 564, μ 81 και αλλού) λέγεται ευθέως πώς «από το Έρεβος έπρεπε να διέλθει κάποιος, είτε εάν πήγαινε στον Άδη είτε αν ανήρχετο από αυτόν στη ζωή».

Στον Ησίοδο, τον επίσης θεολόγο και «τω Ορφεί επομένω», το Έρεβος φαίνεται να ταυτίζεται με τον Τάρταρο. Έτσι, στους στίχους 514-515, λέγει «τον ασεβή Μενοίτιο ο Δίας γκρέμισε στον βυθό του Ερέβους» και στους στίχους 668-669, λέγει ότι «και οι Τιτάνες, οι θεοί και όσοι γεννήθηκαν από τον Κρόνο κι αυτοί που ο Δίας ανέβασε από το υποχθόνιο Έρεβος στο φως του κόσμου πάλι» δίνεται έντονα η εντύπωση πως ο Ησίοδος ονομάζει και θεωρεί Έρεβος ό, τι οι Ιεροί Λόγοι παραδίδουν ως Τάρταρο.

Πάντως πρόκειται για επιπόλαιη εντύπωση. Διότι όσοι Τιτάνες καταταρταρώθηκαν, απλώς επαναφέρθηκαν στο πεδίο παραγωγής έργου που εξ αρχής άρμοζε στις θείες και πρωτογενείς, στα όρια του χωροχρονικού Σύμπαντος, δυνάμεις και ιδιότητές τους. Γι’ αυτό και λέγεται στους Ιερούς Λόγους: «Ο Ζεύς, που εξιλέωσε τους Τιτάνες» (ΙΒ, απ. 86 (143) τομ. 1ος ως άνω) και «ο Ζεύς προώθησε και τους Τιτάνες σ΄ αυτόν, τον δικό του κόσμο» (ΙΒ, απ. 153 (210) τομ. 2ος ως άνω) και: «(τους Τιτάνες) κατεκεραύνωσε ο Ζεύς, οργισμένος· και από την ύλη που παρήχθη, από την αιθάλη των καπνών που ανεδόθησαν από αυτούς, καθώς κατεκαίοντο, έγιναν λέγουν, οι άνθρωποι» (ΙΒ, απ. 162 (220) τομ. 2ος ως άνω). Βέβαια η κατακεραύνωση κάθε άλλο παρά αφανισμό και εκμηδενισμό των θεϊκών (εδώ των Τιτάνων) σημαίνει. Αλλά αυτό, προφανώς, είναι άλλο μεγάλο ζήτημα.

Τέλος στον Ορφικό Ύμνο ΧΧΧVII (Τιτάνων) λέγεται: «Τιτάνες, ωραία παιδιά της Γης και τ’ Ουρανού,/ πρόγονοι των πατέρων μας,/κάτω από τα τρίσβαθα της Γης, σ’ απόκρυφες σπηλιές της ύλης/ στ’ άδυτα του Ταρτάρου κατοικείτε·/ πηγές κι αρχές Εσείς των θνητών όλων,/ και των θαλασσινών πουλιών,/ κι όλων εκείνων που έχουν σπίτι τους τη Γη./ Από σας έρχεται στον κόσμο κάθε γέννημα·/ κι εσάς παρακαλώ, τη φοβερή οργή σας διώξτε,/ αν κάποιος από τους γήϊνους προγόνους ήρθε στ’ άδυτά σας/ σαν πορθητής εχθρός».

Είναι, λοιπόν, φανερό, πως κάθε μυθολογική- αλληγορική έμφαση στο καθ’ ημάς «καλό και κακό» απέχει πολύ από τις καθαρές έννοιες. Εν πάση περιπτώσει, και οι Τιτάνες και οι Γίγαντες και οι φρουροί Εκατόγχειρες, όσοι είναι στον Τάρταρο (γιατί δεν βρίσκονται όλοι εκεί αφού Τιτάνες είναι π.χ. και ο Άτλας,, ο Ωκεανός, η Μήτις, η Θέτις, η Θέμις, ο Κρόνος, η Ρέα, ο Ήλιος, αλλά και από τους Ολυμπίους η Αφροδίτη.

Όλοι Τιτάνες πρώτης γενεάς παράγουν έργο που αποδίδεται στον Αιθερικό – Ηλιακό κόσμο. Αυτά και για την αποκατάσταση της λογικής και ηθικής τάξεως στις δικές μας συνειδήσεις, στις δικές μας «στοχαστικές προσαρμογές». Ας σημειωθεί και σαν κατακλείδα της- απαραίτητης πάντως- παρεκβάσεως, πως στην Ελληνική Θεολογία δεν υφίσταται Οντολογικό – Αντικειμενικό κακό, αλλά τα πάντα έγιναν κατά Θεόν. Αυτόν, που ο Πλάτων χαρακτηρίζει «της τ’ αγαθού Φύσεως Αιτία».

Όλοι λοιπόν οι Τιτάνες παράγουν έργο από τον Τάρταρο, τον τόπο τους. Εκτός από τον Μενοίτιο. Διότι αυτός που ιδιαιτέρως χαρακτηρίζεται «ασεβής» ρίχτηκε στον βυθό του Ερέβους.

Ο βυθός του Ερέβους, είναι το τελματώδες τέρμα αυτού του στοιχείου, που το χαρακτηρίζει η οριακή βαρυτική και μαγνητική, θα λέγαμε, έλξη προς τα «κάτω». Αναλογία του Ερέβους είναι εκείνα τα (ελώδη) τενάγη που καραδοκούν ακίνητα να τραβήξουν ό, τι πατήσει στην επιφάνειά τους, κάτω στον παχύ βούρκο, παραλύοντας κάθε δυνατότητα κίνησης, άνωσης, αντίδρασης, εξόδου.

Μοιάζει, ακόμη, με τις σκοτεινές φασματικές περιοχές της φωτεινής χρωματικής ακτινοβολίας, (π.χ. στην υπέρυθρο περιοχή του φάσματος, όπου σημειώνεται θερμότητα, παρεμβάλλεται μια σκοτεινή («ομιχλώδης») ζώνη, η οποία δεν παρουσιάζει καμία θερμική ιδιότητα. Είναι απολύτως ψυχρή. Θυμίζει, ακόμη, το Έρεβος, εκείνον τον λόγο του Ησιόδου: «Μα εκείνους που αμάρτησαν βαριά και είχαν περίσσεια αλαζονεία, αλίμονό τους! Κάτω απ’ το Σείριο ρίχνονται, στη εκεί πέρα γη, και λιώνουνε οι σάρκες τους» (Ασπίς Ηρακλέους στ.150-4).

Ακόμη, περισσότερο απ’ όλα, το Έρεβος, μοιάζει με κάθε Λαβύρινθο, αφού, όπως προαναφέρθηκε, το Έρεβος είναι τόπος διαβάσεως, εξαιρετικά επικίνδυνης, γεμάτος παγίδες και δυνάμεις που μπορούν να αποκλείσουν κάθε διέξοδο, είτε προς τον Άδη είτε προς την (κάθε) Γη!

Μπορεί, λοιπόν, να χαρακτηρισθεί ως το Μηδέν του Τίποτε – το απόλυτο Μηδέν – και τόπος εκμηδενισμού, απώλειας, αδρανοποίησης. Είναι, όμως, η περιοχή την οποία αναγκαστικά πρέπει να διανύσουν οι ψυχές, είτε πηγαίνοντας στον Άδη, είτε γυρίζοντας από εκεί……

Το όνομα «Έρεβος», μας βοηθά να ενισχύσουμε όλα τα παραπάνω, δίνοντας και μερικές επιπλέον σημάνσεις κατά το έτυμον.

Η λέξη αυτή, στα κλασσικά χρόνια, σημαίνει, πλέον, «χάλαζα» (όροβος) και ερέβινθος (ρεβίθι, ρεβιθιά). Το φυτό αυτό διακλαδίζεται άτακτα και απρόβλεπτα, με τρόπο λαβυρινθώδη. Στη Λατινική, όμως, σώζονται οι πρωταρχικές σημασίες της λέξης. Έτσι: errabuntus = πολυπλανής, πλανώμενος, και erro-erravi-erratum-errare = πλανώμαι. Επίσης erro, erroris= πλάνη, αβεβαιότητα, άγνοια, αμάρτημα (=σφάλμα). Έτσι, από τους λατινικούς τύπους οδηγούμαστε στην ελληνική ρίζα√FΕΡΓ.

Από εδώ σχηματίζονται δύο ρήματα: Α) έρδω και β) έργω. Οι σημασίες τους:

α) έρδω = 1. κακοποιώ, βλάπτω, 2. τελώ μαγεία («φάρμακα έρδειν»), 3. δίδω, αποδίδω, «ερδόμενον μέρος» = το διδόμενον μέρος, 4. τελώ ή προσφέρω θυσία, 

β) Έργω = 1. κωλύω, εμποδίζω κάποιον, εγκλείω, αποκλείω, συγκλείω, 2. Αποσοβώ, απομακρύνω, 3. αμύνω, αποκρούω, 4. απέχω τινός, αποφεύγω κάτι, 5. εμποδίζω κάποιον από του να πράξει κάτι.

Το Έρεβος είναι τόπος διαβάσεως των ψυχών. Οι ψυχές, όμως, διαβαίνοντας τον ενδιάμεσο τόπο του Ερέβους, κινδυνεύουν· κάτι περισσότερο: έχουν ελάχιστες πιθανότητες να διέλθουν χωρίς βοήθεια, εκτός από κάποιες, ελάχιστες, πολύ ελαφρές, πολύ «ξηρές» (αύες κατά τον Ηράκλειτο) που μπορούν να περάσουν δίχως να χαθούν στην ομίχλη και τη λάσπη του Ερέβους.

Για τις άλλες ψυχές, τις πολλές, αυτό (δηλαδή το να χαθούν μέσα στο Έρεβος) θα συνέβαινε οπωσδήποτε, αν δεν υπήρχε ως οδηγός και βοηθός ο Κυλλήνιος Ερμής, (ο Χθόνιος Ερμής του Ορφ. Υμν. LVII), ο ψυχοπομπός θεός, «σαν αφήσει ο άνθρωπος το ηλιόφωτο/ ψυχές αλύτρωτες παίρνει ο Κυλλήνιος Ερμής/ και στον πελώριο, απόκρυφο θόλο της γης (τον Άδη) τις κατεβάζει» ( Ορφ. Θεολογία, Μ. Σίδερη, Συλλ. OTTO KERN ΙΒ, απ. 165 /223 τομ. 2ος).

Για τη ολοκλήρωση του εξεταζόμενου θέματος, σκόπιμο είναι να δούμε ποιες είναι οι σημασίες του ονόματος του Ερμού. Οι συγκριτικοί συνειρμοί προς τις σημασίες του ονόματος «Έρεβος» είναι άμεσοι και σαφείς, δίνοντας το στίγμα της αντίθεσης, αφ’ ενός, προς τις ιδιότητες και την επικινδυνότητα αυτού του τρομερού τόπου· αφ’ ετέρου, δείχνοντας τους τρόπους που ενεργεί ο θεός ως χθόνιος Λόγος και Ποιμήν των περιπλανωμένων ψυχών (όρα και ερμές=οδοδείκτες). Ρίζα του ονόματος Ερμής: √ΗΕΡΜ από όπου -> α) ερμάζω= στηρίζω, στερεώνω β) έρμα:= 1, στήριγμα, υποστήριγμα, 2, δεσμός, ταινία, σπείρα όφεως, νήμα. Και 3) επικουρικά: μίτος, χορδή λύρας, νήμα της Μοίρας. Επίσης οι ορφικές σημασίες: σπέρμα, σπόρος, τάξη, τόνος.

Λεπτομερέστερη ανάλυση έγινε στη λέξη Έρεβος διότι είναι έννοια που περιγράφει πλήρως, τόσο πραγματικές φυσικές καταστάσεις του Κοσμικού Γίγνεσθαι, όσο και τις απόψεις των Ελλήνων Θεολόγων για το «επέκεινα». Μεταξύ των πρωτογενών ουσιωδών υποστάσεων το Έρεβος παρουσιάζει την μεγαλύτερη έως και απόλυτη μεταφυσική διάσταση και χαρακτήρα.

Ο Ναβουχοδονόσορ κι η μις Πορφύρα

Ο Ναβουχοδονόσορ είχε κάτι κοινό άψυχα αντικείμενα: ήταν πολύ υπομονετικός. Οι μήνες περνούσαν κι αυτός σουλατσάριζε στους προμαχώνες που είχαν φτιάξει τα στρατεύματά του γύρω από την Ιερουσαλήμ, με τη μεγάλη βαβυλωνιακή μύτη του ανασηκωμένη στον αέρα.

Όταν η μπόχα που ερχόταν μέσα από τα τείχη έφτασε σε τέτοια ένταση ώστε να μπορεί να συμπεράνει με βεβαιότητα πως οι μισοί κάτοικοι της πόλης είχαν πεθάνει, διέταξε τους άντρες του να φτιάξουν πολιορκητικές μηχανές. Οι Βαβυλώνιοι συνάντησαν πολύ μικρή αντίσταση όταν επιτέθηκαν στο ευάλωτο βόρειο τείχος.

Γρήγορα άνοιξαν μια ρωγμή στο τείχος και τα παιδιά της Βαβυλώνας όρμησαν στους στενούς δρόμους. Τότε, το βαμμένο ραβδί μας, που τα παρακολουθούσε όλα αυτά από τη στέγη του Ναού ξαπλωμένο πάνω σε ένα φύλλο χρυσού που είχε ζεσταθεί από τον ήλιο, έκανε κάτι που δεν το είχε ξανακάνει κανένα αντικείμενο από την αρχή της ιστορίας των ανθρώπων, κάτι που δεν είχε ξαναγίνει ποτέ εδώ και ένα εκατομμύριο χρόνια παρά μόνο κάτω από πολύ ιδιάζουσες συνθήκες και πάντα στα κρυφά. Σηκώθηκε και το ’βάλε στα πόδια.

Σχετικά με τους λόγους που οδήγησαν σ’ αυτή τη ριζοσπαστική ενέργεια, μόνο υποθέσεις μπορώ να κάνω. Μπορεί να είχε βαρεθεί πια όλες αυτές τις ανοησίες, μπορεί να μην ήθελε να “βουλιάξει” κι αυτό με το πλοίο. Μπορεί να μην υπήρχε κανένα λογικό αίτιο ή, αν υπήρχε, μπορεί να είχε τις ρίζες του στα αστέρια. Δεν ήταν εύκολο, βέβαια, το ξέρω καλά αυτό. Χρειάστηκε να καταβάλει μια προσπάθεια χωρίς όρια για να θέσει σε κίνηση δυνάμεις που βρίσκονταν σε λανθάνουσα κατάσταση επί τόσον καιρό. Ορισμένα υποατομικά σωματίδια έπρεπε να αναγκαστούν να αλλάξουν κατεύθυνση, να ακολουθήσουν τροχιές που δεν είχαν διαγράψει ποτέ μέχρι τώρα. Αλλά μέσα σε τριάντα μόνο λεπτά ανθρώπινου υποκειμενικού χρόνου, ο κύριος Ραβδής κατέβαινε χοροπηδώντας τη σκάλα, με κατεύθυνση την κύρια αυλή του Ναού.

Πέρασε σαν καγκουρώ δίπλα από τα κοκαλιάρικα πτώματα των ιερέων και των ιερειών, διέσχισε τον προθάλαμο και μπήκε στη μεγάλη αίθουσα. Κατά καλή τύχη, η μις Πορφύρα, όμορφη όπως πάντα και τυλιγμένη με μοβ λινό, βρισκόταν πάνω σε ένα βάθρο από λευκή πέτρα στην άλλη άκρη της αίθουσας. Αν η μις Πορφύρα ήταν στα Άγια των Αγίων, ο Κύριος Ραβδής δεν θα μπορούσε να ανοίξει τη βαριά χρυσή πόρτα και να φτάσει κοντά της. Η μις Πορφύρα δεν υπεισήλθε σε λεπτομέρειες γύρω απ’ αυτό το περιστατικό, φαίνεται όμως ότι ο κύριος Ραβδής την έπεισε να αφυπνίσει κι αυτή τις δυνάμεις της κινητικότητας και να φύγει μαζί του. Δεν ξέρω πώς το κατόρθωσε αυτό — μπορεί να φύσηξε στο αφτί της.

Η μις Πορφύρα πρόβαλε κάποια αντίσταση αρχικά. ' Έχω ακούσει ότι πολλές γυναίκες το κάνουν αυτό. Του είπε ότι οι Βαβυλώνιοι είναι αφοσιωμένοι λάτρεις της Ισθάρ —που δεν είναι παρά η θεά Αστάρτη με άλλο όνομα- και πως ένα καθαγιασμένο αντικείμενο της θρησκείας της Μεγάλης Μητέρας δεν έχει να φοβηθεί τίποτε από τη Βαβυλώνα. Ο κύριος Ραβδής της απάντησε ότι οι στρατιώτες είναι στρατιώτες, από όποιο πολιτισμό και από όποια εποχή κι αν προέρχονται. Τους αρέσει να κόβουν και να σπάνε και να βιάζουν και να καίνε και όταν τους κυριέψει η φρενίτιδα της εισβολής, τίποτε δεν θεωρείται ιερό γι’ αυτούς, είτε έμψυχο είτε άψυχο. Πάντως, εκείνο που τον έκανε να το βάλει στα πόδια δεν ήταν ο φόβος.' Ήταν... κάτι άλλο.

Η μις Πορφύρα τον ακολούθησε.

Τράβηξαν νότια για να αποφύγουν τους εισβολείς και η έξαψη της κίνησης ήταν τόσο μεγάλη ώστε δεν τους ένοιαξε καθόλου όταν τους είδε ένας μισοψόφιος από την πείνα Ιερεμίας κι άρχισε να χοροπηδάει σαν τρελός. Έφτασαν στο Όρος των Ελαιών και από την κορυφή του, κρυμμένοι μέσα στις σκιές ενός δέντρου, κοίταξαν την πόλη. Είδαν τους Βαβυλωνίους να λεηλατούν το Ναό, μετά να τον καταστρέφουν και μετά να τον πυρπολούν. Πείτε τον Ναό του Σολομώντα, πείτε τον Ναό του Χαϊράμ, πρέπει να ήταν υπέροχο οικοδόμημα αυτός ο Πρώτος Ναός, πιο λαμπρός και από τη λαμπρότερη βίλα της Βαβυλώνας. Και ήταν επίσης η καρδιά και τα πνευμόνια, το κέντρο και το στέμμα, η άγκυρα και η σημαδούρα, ο Πολικός Αστέρας του έθνους του Ισραήλ. Οι Βαβυλώνιοι τον μετέτρεψαν γρήγορα σε αποκαΐδια και μετά ποδοπάτησαν τη στάχτη. Από τότε, δεν έχει ξαναβρεθεί ούτε μία πέτρα του.

Ο Αριστοτέλης και ο τελικός ορισμός της καλοσύνης

Ολοκληρώνοντας το έργο του «Ηθικά Ευδήμια» ο Αριστοτέλης κρίνει απαραίτητο να αναφερθεί στην ευρύτερη έννοια της αρετής που συγκροτείται ως σύνολο από την πραγμάτωση όλων των επιμέρους αρετών, οι οποίες τη συναποτελούν: «Για την κάθε μία αρετή ξεχωριστά έχουμε ήδη μιλήσει. Επειδή τότε αναφερθήκαμε με ειδικές αναφορές στη λειτουργικότητα της καθεμιάς, τώρα οφείλουμε να αναφερθούμε γενικότερα στην αρετή που συγκροτούν όλες μαζί, την οποία σπεύδουμε να αποκαλέσουμε καλοσύνη» (1248b 10-13).

Με άλλα λόγια, ως πρώτη προσέγγιση της καλοσύνης (καλοκαγαθίας στο πρωτότυπο) επικαλείται το σύνολο των αρετών που συγκροτούν μια ενιαία ενότητα: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο άνθρωπος που κέρδισε τη συγκεκριμένη προσηγορία» (καλός και αγαθός) «κατέχει τις επιμέρους αρετές» (1248b 14-15).

Ο παραλληλισμός με την υγεία θα κάνει το συλλογισμό ακόμη πιο κατανοητό: «Είναι κάτι που ισχύει σε όλες γενικώς τις ανάλογες περιπτώσεις. Δε γίνεται κάποιος να είναι υγιής συνολικά στο σώμα και να μην είναι υγιής σε κάποιο μέρος του σώματος, αλλά κατ’ ανάγκη ισχύει η υγεία για όλα, ή έστω σχεδόν όλα, καθώς και για τα πολύ σημαντικά μέρη του σώματος» (1248b 16-19).

Η αναλογία της υγείας με το σύνολο των αρετών καθιστά σαφές ότι, αν η ιατρική αφορά την υγεία του σώματος, η ηθική αρετή έχει να κάνει με την υγεία της ψυχής. Η ισορροπημένη ψυχή είναι σε θέση να κατέχει όλες της επιμέρους αρετές οδηγώντας τον άνθρωπο στην καλοκαγαθία, δηλαδή στην πληρέστερη εκδοχή της ολοκλήρωσης.

Αν, έστω και μια αρετή δεν εκπληρώνεται, τότε δεν μπορεί να γίνει λόγος για ψυχική αρμονία, όπως δεν υπάρχει σωματική υγεία, όταν έστω ένα μέλος ασθενεί. Πρέπει να «ισχύει η υγεία για όλα, ή έστω σχεδόν όλα», για να θεωρηθεί κάποιος υγιής.

Από αυτή την άποψη, η καλοσύνη εκλαμβάνεται ως ψυχική ολοκλήρωση (με την αρτιότερη εκδοχή του όρου), αφού ο άνθρωπος απαλλάσσεται από όλες τις δυσαρμονίες της ψυχής που δηλητηριάζουν τη ζωή του. Η ζήλια, ο φθόνος, η ανταγωνιστικότητα, η αδυναμία εμπιστοσύνης, η ανάγκη της κολακείας, η ακράτεια στις ηδονές, η αδυναμία ιεράρχησης των αναγκών, η τοποθέτηση των υλικών αγαθών πάνω από τους ανθρώπους, η χρησιμοθηρικότητα που απομακρύνει τους φίλους, όλα τα πάθη που οδηγούν σε απομόνωση και δυσχεραίνουν τη συμφιλίωση με τον εαυτό έχουν να κάνουν με ανισορροπίες της ψυχής που αδυνατεί να έρθει σε ολοκλήρωση.

Η καλοσύνη προτάσσεται ως μοναδική διέξοδος για τον άνθρωπο προκειμένου να ευτυχήσει. Με αυτή την έννοια, πρόκειται για το ύψιστο αγαθό που θα φέρει σε πέρας την τελεολογική του αποστολή, αφού (όπως ήδη έχει εξηγηθεί) ο άνθρωπος γεννήθηκε για να είναι ευτυχισμένος. Η προϋπόθεση της μεσότητας που θα καθορίσει όλες τις επιμέρους αρετές καθιστά σαφές ότι η καλοκαγαθία δεν έχει καμία σχέση ούτε με την υποταγή στους άλλους ούτε με τον παραγκωνισμό του εαυτού στο όνομα της συνύπαρξης.

Ο καλός και αγαθός δεν ερμηνεύεται ως θύμα που σε μόνιμη βάση διατίθεται να ανεχτεί τα πάντα στο όνομα της καλοσύνης ή της ψυχικής του ανωτερότητας. Μια τέτοια ερμηνεία θα εκμηδένιζε κάθε μέτρο. Ο καλός και αγαθός είναι ο άνθρωπος που θα συμπεριφερθεί σε κάθε περίπτωση με τον τρόπο που πρέπει αποδίδοντας σε όλους αυτά που τους αρμόζουν.

Όμως, η εκδοχή της καλοσύνης ως υπέρτατου για τον άνθρωπο αγαθό δεν πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι έννοιες αυτές ταυτίζονται: «Η διαφορά ανάμεσα στο αγαθό και την καλοσύνη δεν είναι μόνο διαφορά στις λέξεις αλλά και στην ουσία. Διότι όλα τα αγαθά αποβλέπουν σε ορισμένους τελικούς σκοπούς, που ο καθένας τους αποτελεί αυταξία. Ανάμεσά τους όμως καλά είναι όλα όσα, εκτός από αγαθά, είναι και επαινετά· και μάλιστα επαινετά γι’ αυτά τα ίδια και όχι για κάτι άλλο» (1248b 20-24).

Κι αν αυτό δεν αρκεί, ο Αριστοτέλης θα συμπληρώσει: «Και επαινετά γι’ αυτά τα ίδια είναι όσα αφενός οδηγούν σε πράξεις επαινετές, ενώ συγχρόνως επαινούνται και τα ίδια: η δικαιοσύνη, π.χ., επαινείται τόσο η ίδια όσο και οι δίκαιες πράξεις· επαινούνται οι σώφρονες πράξεις, επαινείται και η σωφροσύνη» (1248b 25-28).

Από την άλλη, το αγαθό της υγείας, όσο πολύτιμο κι αν είναι, δεν μπορεί να συμπεριληφθεί στην κατηγορία των επαινετών: «Η υγεία, όμως, δεν ανήκει στα επαινετά αγαθά, διότι το έργο της υγείας δεν αποτελεί κάτι επαινετό· το ίδιο και μια πράξη που γίνεται με ισχύ, αλλά και η ίδια η ισχύς. Είναι βέβαια αγαθά η υγεία και η ισχύς, όχι όμως και επαινετά αγαθά» (1248b 29-31).

Αυτός που γεννιέται με δυνατή υγεία από τη φύση μπορεί να είναι αξιοζήλευτος, όμως σε καμία περίπτωση δεν είναι άξιος επαίνου. Ο έπαινος έχει να κάνει με την προσπάθεια που καταβάλλει κανείς, αφού σχετίζεται άμεσα με την ευθύνη του ανθρώπου σε μια κατάσταση. Με τον ίδιο τρόπο δεν μπορεί να κατηγορηθεί αυτός που γεννήθηκε με ένα σωματικό ελάττωμα που υπονομεύει την υγεία του.

Κι αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος της αρετής που θα δώσει νόημα και θα καταστήσει ωφέλιμα όλα τα αξιοζήλευτα (όμως όχι επαινετά) αγαθά: «Διότι τα περιμάχητα αγαθά, αυτά που θεωρούνται μέγιστα αγαθά, η τιμή, ο πλούτος, οι σωματικές αρετές, και οι επιτυχίες και οι ικανότητες, είναι ασφαλώς εκ φύσεως αγαθά, μπορεί όμως για κάποιον να είναι βλαβερά λόγω των προσωπικών του ψυχικών χαρακτηριστικών. Για παράδειγμα, ένας άνθρωπος άμυαλος ή άδικος ή ακόλαστος δεν πρόκειται να ωφεληθεί καθόλου από αυτά· μοιάζει με τον άρρωστο που δεν μπορεί να χαρεί την τροφή του υγιή, και με τον ασθενή και ανάπηρο που δεν μπορεί να χαρεί όσα ομορφαίνουν τη ζωή του υγιή και αρτιμελή» (1248b 33-41).

Οι ανισορροπίες της ψυχής είναι σε θέση να καταστήσουν ακόμη και αδιαπραγμάτευτα αγαθά (όπως το χρήμα και η τιμή) σε πηγή δυστυχίας. Ο άφρων που βρίσκεται με πολλά λεφτά δεν είναι βέβαιο ότι θα τα αξιοποιήσει προς όφελός του. Αντιθέτως, υπάρχει τεράστιος κίνδυνος να οδηγηθεί στην αυτοκαταστροφή.

Οι άνθρωποι που δεν μπορούν να διαχειριστούν τις προκλήσεις της ζωής με μέτρο και λογική κατά κανόνα αδυνατούν να εξισορροπήσουν ακόμη και τα αγαθά που μπορεί να τους συμβούν. Οι τιμές και η φήμη ενδέχεται να αποβούν καταστροφικές για εκείνους που δεν κρατούν τις ισορροπίες.

Κι αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στα μη επαινετά αγαθά και την καλοσύνη. Κανείς δεν κινδυνεύει από κακή διαχείριση καλοσύνης. Ένας τέτοιος ισχυρισμός θα ισοδυναμούσε με την εκδοχή του κινδύνου από υπερβολική φρόνηση ή δικαιοσύνη. Κάτι τέτοιο, όμως, κρίνεται παράλογο.

Μόνο στα μη επαινετά αγαθά, όπως το χρήμα, υπάρχουν τέτοιοι κίνδυνοι, αφού δεν προϋποθέτουν κατ’ ανάγκη (όπως τα επαινετά) το μέτρο και τη λογική: «ο άνθρωπος της καλοσύνης αφενός έχει τα καλά αγαθά, και τα έχει γι’ αυτά τα ίδια, αφετέρου πράττει τα καλά, και τα πράττει για χάρη των ίδιων των καλών. Τα καλά αγαθά είναι οι διάφορες αρετές μαζί με τα έργα που γεννά η αρετή» (1248b 41-45).

Κι αυτή είναι η δεύτερη διαφορά των επαινετών και μη επαινετών αγαθών. Αυτοί που κατέχουν τα επαινετά αγαθά (φρόνηση-δικαιοσύνη) δεν τα επιλέγουν για τα οφέλη που θα αποκομίσουν από αυτά (όπως με το χρήμα ή τη φήμη), αλλά για αυτά τα ίδια που τα θεωρούν αυταξία.

Το χρήμα, όμως, κανείς δεν το αγαπά γι’ αυτό το ίδιο, αλλά για τις ανέσεις που θα του προσφερθούν: «Οι άνθρωποι της καλοσύνης επιλέγουν τα καλά αγαθά γι’ αυτά τα ίδια. Παράλληλα, μετατρέπουν σε καλά και μερικά αγαθά που εκ φύσεως δεν είναι καλά, αλλά για τους ίδιους είναι καλά. Και είναι καλά, όταν είναι καλός και ο σκοπός για τον οποίο τα πράττουν και τα επιλέγουν· γι’ αυτό και για τον άνθρωπο της καλοσύνης καλά είναι τα εκ φύσεως αγαθά. Έτσι το δίκαιο είναι γι’ αυτούς καλό· και ειδικά το δίκαιο το αξιοκρατικό. Και ο άνθρωπος της καλοσύνης είναι όντως άξιος γι’ αυτά τα αγαθά. Και το πρέπον είναι καλό· και πρέποντα γι’ αυτούς είναι και ο πλούτος και η καλή γενιά και η δύναμη. Άρα για τον άνθρωπο της καλοσύνης τα ίδια είναι και συμφέροντα και καλά» (1249a 5-14).

Ο συνδυασμός του αγαθού με το συμφέρον δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένος σε όλους τους ανθρώπους: «αντίθετα, τα καλά και τα συμφέροντα αντιφάσκουν μεταξύ τους. Διότι για τους κακούς τα γενικώς αγαθά δεν αποτελούν και προσωπικά αγαθά, ενώ για τους αγαθούς αποτελούν. Για τον άνθρωπο της καλοσύνης, μάλιστα, αυτά είναι επιπροσθέτως και καλά. Διότι πράττει πολλές καλές πράξεις, όχι με άλλο στόχο αλλά γι’ αυτές τις ίδιες. Ενώ εκείνος που φαντάζεται ότι πρέπει να έχει τις αρετές για χάρη εξωτερικών αγαθών, πράττει τα καλά ως τυχαία συμβάντα και όχι με την ίδια την ουσία τους» (1249a 15-21).

Οι άνθρωποι της καλοσύνης αγαπούν τη δικαιοσύνη όχι μόνο γιατί τη θεωρούν αγαθό (με την έννοια του χρήσιμου) για την κοινωνία (χωρίς δικαιοσύνη η πόλη διαλύεται), αλλά γιατί τη θεωρούν και καλό. Η πεποίθηση αυτή τους διαφοροποιεί από εκείνους που πράττουν τα δίκαια με την αντίληψη της καθαρής χρησιμοθηρίας (πράττω αυτά που ορίζει ο νόμος για να μην τιμωρηθώ).

Οι καλοί και αγαθοί έχουν συνείδηση αυτού που κάνουν, αφού ενεργούν έχοντας κατανοήσει την ομορφιά του. Αυτός είναι και λόγος που επιθυμούν κυρίως τη δικαιοσύνη της αξιοκρατίας. Οι άνθρωποι αυτοί θα ακολουθήσουν με χαρά το δίκαιο, ακόμη κι αν η εφαρμογή του τους ζημιώνει υλικά. Γιατί δεν ενεργούν με βάση το όφελος, αλλά με βάση την πραγμάτωση του καλού που θα τους επιφέρει την ύψιστη ικανοποίηση.

Κι αυτός είναι ο ρόλος της ηδονής: «Η ηδονή συναντάται πάντα στην πράξη, και αυτό σημαίνει ότι ο αληθινά ευτυχισμένος θα έχει στην ίδια του τη ζωή τη μέγιστη ηδονή. Δεν είναι, συνεπώς, παράλογο που οι άνθρωποι συνδέουν την ευτυχία με την ηδονή» (1249a 24-27).

Η αναπόδραστη σύνδεση της ευτυχίας με την ηδονή οδηγεί και πάλι στην ποιότητα των πράξεων που θα επιφέρουν ευχαρίστηση, δηλαδή στο ζήτημα του εθισμού. Ο άνθρωπος της καλοσύνης έχει μάθει να βρίσκει ευχαρίστηση από την άσκηση της αρετής και γι’ αυτό αγαπά τη δικαιοσύνη την ίδια κι όχι μόνο τα οφέλη που μπορεί να προσφέρει.

Αντίθετα, ο κακός έχει μάθει να ευχαριστιέται μόνο αν κερδίζει προσωπικά κι ως εκ τούτου είναι πρόθυμος να καταπατήσει το δίκαιο, αν έχει συμφέρον. Αυτοί οι άνθρωποι δεν αγαπούν τη δικαιοσύνη ούτε ως πράξη ούτε ως αποτέλεσμα. Η ευτυχία τους είναι ρηχή και κατά κανόνα εύθραυστη.

Στην ουσία επανερχόμαστε στο δυϊσμό της ψυχής και στη μάχη που θα δώσει το λόγον έχον μέρος της με το άλογον. Εάν το άλογον μέρος επικρατήσει του λόγον έχοντος, τότε τα πάθη θα αποχαλινωθούν εκμηδενίζοντας κάθε έννοια μέτρου. Ο άνθρωπος πρέπει να αγωνιστεί για την κυριαρχία του λογικού μέρους πάνω στο άλογο.

Ο Αριστοτέλης σημειώνει: «Εφόσον, λοιπόν, και ο άνθρωπος αποτελείται, όπως το επιβάλλει η φύση, από ένα μέρος που άρχει και ένα που άρχεται, το κάθε μέρος οφείλει να ζει σύμφωνα με την οικεία του αρχή· αυτή είναι δυο ειδών: με άλλον τρόπο αποτελεί αρχή η ιατρική, με άλλον η υγεία· η πρώτη υπάρχει για τη δεύτερη. Αυτό σημαίνει να ζει ο άνθρωπος όπως επιτάσσει το θεωρητικό μέρος της ψυχής του» (1249b 11-16).

Η συνείδηση ότι η υγεία προέχει της ιατρικής, αφού η ιατρική χωρίς την επιδίωξη της υγείας ακυρώνεται εννοιολογικά, αποτελεί παράδειγμα για την απαρχή της αξιολογικής ιεράρχησης των αναγκών και των επιδιώξεων. Το λόγον έχον μέρος της ψυχής υπάρχει για να κατευθύνει το άλογον με τον ίδιο τρόπο που οι ανάγκες της υγείας κατευθύνουν την ιατρική έρευνα.

Η εγκατάλειψη του εαυτού στην κυριαρχία του αλόγου μέρους αποτελεί παραίτηση από την ανθρώπινη τελεολογική αποστολή και αποδοχή του ζωώδους, ως αναπόφευκτης μοίρας. Ο άνθρωπος όμως, διαφέρει από τα ζώα ακριβώς γιατί έχει το χάρισμα της λογικής. Η επικράτηση του αλόγου μέρους στην ουσία ισοδυναμεί με την αποδοχή ότι ο άνθρωπος δε διαφέρει από τα ζώα.

Η κατοχή της λογικής, δηλαδή η διαφοροποίησή του από τα ζώα, καθιστά σαφή και τη διαφοροποίηση της τελεολογικής του αποστολής. Ο άνθρωπος δε γεννήθηκε για τις χαρές της εκπλήρωσης των σωματικών αναγκών (αυτό αφορά τα ζώα), αλλά για την ύψιστη ευχαρίστηση των πνευματικών απολαύσεων και της συνύπαρξης που εξασφαλίζεται από την άσκηση της αρετής. Οι δυνατότητες που έχει από τη φύση φανερώνουν ότι προορίζεται για την πιο ολοκληρωμένη μορφή ευτυχίας. Κι αυτή ακριβώς είναι η τελεολογική του αποστολή, δηλαδή ο επιτακτικός ρόλος που πρέπει να εκπληρώσει.

Ο Αριστοτέλης συμπληρώνει: «Και ο θεός δεν είναι ο άρχοντας του επιτακτικού αυτού ρόλου, αλλά είναι ο τελικός σκοπός της επιτακτικής ανθρώπινης φρόνησης» (1249b 16-18). Η παραδοχή ότι ο θεός δεν τίθεται ως άρχοντας-κυρίαρχος για την εκπλήρωση του ρόλου, αλλά ως τελικός στόχος της φρόνησης, ξεκαθαρίζει όχι μόνο ότι η τύχη του ανθρώπου είναι στα χέρια του (ο θεός δε διαφεντεύει την ανθρώπινη μοίρα), αλλά και ότι ο τελικός σκοπός του ανθρώπου είναι να νιώσει θεός.

Με δεδομένο ότι η υπέρτατη ευτυχία της αρετής έχει ήδη χαρακτηριστεί ως συναίσθημα που προσομοιάζει στο θεϊκό, γίνεται σαφές ότι τελική αποστολή του ανθρώπου είναι να βιώσει (στα ανθρώπινα μέτρα βέβαια) τη θεϊκή μακαριότητα. Από αυτή την άποψη, η επιδίωξη της υπέρτατης ευτυχίας δεν είναι τίποτε άλλο από την επιδίωξη της ένωσης με το θεϊκό στοιχείο.

Γι’ αυτό και όλες οι ανθρώπινες επιλογές πρέπει να αποσκοπούν προς αυτό: «Συνεπώς, η επιλογή και απόκτηση φυσικών αγαθών (αγαθά σωματικά, χρήματα, φίλοι και οτιδήποτε άλλο) η οποία συμβάλλει στη θέα και γνώση του θεού, αυτή ακριβώς είναι άριστη, και αυτό είναι το μέτρο το κάλλιστο. Αντίθετα, η επιλογή που λόγω υστέρησης ή υπερβολής κωλύει τη λατρεία, τη θέα και τη γνώση του θεού, αυτή είναι η κακή επιλογή» (1249b 20-26).

Η λογική και το μέτρο που θα οδηγήσουν τον άνθρωπο στην κατάκτηση όλων των επιμέρους αγαθών, ώστε να φτάσει στην καλοκαγαθία, είναι τα εργαλεία που του έδωσε η φύση για να συναισθανθεί το θεό. Οτιδήποτε τον βγάζει από αυτή την κατεύθυνση κρίνεται επιζήμιο κι ως εκ τούτου ανεπιθύμητο, αφού από αυτό εξαρτάται η κατάκτηση (ή όχι) της αρετής. Κι εδώ δε γίνεται λόγος για την κάθε επιμέρους αρετή, αλλά για την καλοσύνη που αφορά το σύνολό τους.

Το τελικό συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα: «Η καλοσύνη, λοιπόν, είναι η ολοκληρωμένη και τέλεια αρετή» (1249a 21).

Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια

Θυμός κι ερωτισμός δεν πρέπει να μπλέκουν

Τελειώνετε. Αρχίζει το μυαλό και ξεθολώνει, παίρνει στροφές. Τι κάνατε; Γύρω σας το χάος. Νιώθεις βρώμικος, δε θέλεις να είσαι χωρίς ρούχα- τα ψάχνεις να καλυφτείς. Τα μάτια χαμηλωμένα· πώς να κοιταχτούν άλλωστε; Κι ο θυμός πια είναι λύπη και ντροπή. Μαζί με την μπλούζα από το πάτωμα μαζεύεις και μια ενοχή. Κι άλλη μία. Δε θα έπρεπε να είναι έτσι. Κι αν δεν το ξέρεις, δες γιατί:

Είναι σαν το συναισθηματικό φαγητό

Τρως επειδή δε νιώθεις καλά και δε νιώθεις καλά επειδή έφαγες. Κι όλο το σκηνικό δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο μέσα στον οποίο ρέεις εσύ και ό,τι βαφτίζεις λόγο για να έρθεις σε επαφή. Τό σώμα σου μπερδεύεται γιατί ναι μεν ζητάει κάτι φυσιολογικό -όπως το φαγητό- όμως το μυαλό σου το ζητάει με τελείως λάθος αναλογίες ποσότητας-timing αιτίας. Άρα το κορμί ζητάει να ικανοποιηθεί κι οδηγείται από μια μορφή έλξης την οποία ταυτόχρονα το μυαλό βαφτίζει λάθος και ντροπιαστική φέρνοντας κάθε φορά που συμβαίνει την αίσθηση της ένοχης απόλαυσης που όμως ταυτόχρονα αισθάνεσαι πως χρειάζεσαι. Όμως δεν ισχύει. Γιατί όπως μπορείς να μάθεις να τρως πατάτες τηγανητές χωρίς να σιχαίνεσαι μετά τον εαυτό σου, έτσι ταυτόχρονα μπορείς να εκπαιδευτείς έτσι ώστε να αισθάνεσαι απόλαυση χωρίς αγωνία για το τι κρύβεται πίσω από αυτή για την αυτοεικόνα σου.

Κάνει τις λέξεις να φαίνονται μικρές ενώ δεν είναι

Είναι μια λύση εύκολη γρήγορη και ηδονική που όμως δεν είναι λύση. Γιατί είναι σαν να λες «δεν έχω καθαρά ρούχα να βάλω ας χτενίσω τα μαλλιά μου». Ανακατευθύνεις την ανάγκη σου για ανθρώπινη επαφή και ταυτόχρονα ενός τύπου Α’ ξεκαθάρισμα, δίνοντας σκυτάλη στο σώμα (σου), το οποίο δρα μεν αλλά ενστικτωδώς δε. Κι όσο κι αν λογιζόμαστε για ζώα δε ζούμε με τους νόμους της ζούγκλας, οπότε χρειάζεται και λίγη συνεννόηση το πράγμα. Μπορεί μπροστά στον πόθο να μοιάζουν οι λέξεις κορδελάκια, μα είναι εκείνες που θα σε φτάσουν στην άκρη του νήματος των συναισθημάτων σου εν αντιθέσει με έναν πολύ δυνατό -και κατ’ τα τ’ άλλα χρήσιμο- οργασμό. Κι είναι και το προφανές-κρυμμένο άλλο. Η οργή εκφρασμένη με λέξεις, είναι πραγματικά πολυδιάστατη και μπορεί να δηλώνει κι άλλα πράγματα πλην του ορισμού της. Μπορεί να είναι ένα μείγμα απογοήτευσης, κρυφών προσδοκιών, ανεκπλήρωτων αναγκών, κόμπλεξ κατωτερότητας ή κι ανωτερότητας και δώσε και δεν τελειώνει η λίστα. Αν λοιπόν τη συνθήκη αυτή που είναι μια φορά επίπονη ως προς τη λεκτική έκφρασή της, πάμε και τη σωματοποιήσουμε, το αποτέλεσμα είναι τουλάχιστον ανησυχητικό. Για δυο λόγους. Ο ένας είναι ότι εκτονώνεται αντί να αποδομηθεί και να βρεθεί η λογική του βάση. Και δεύτερον….

Μήπως είναι -και- κακοποίηση τελικά;

Παρά την αφελή άποψη πως πέφτοντας στο κρεβάτι με κάποιον που έχεις οργή απέναντί του, εκτονώνεις τον θυμό σου και μπορείς να πετύχεις και μια καυτή συνουσία, δεν είναι τρόπος διαχείρισης θυμού και κρίσεων. Η ψυχανάλυση είναι, ο διαλογισμός επίσης. Όταν το κάνεις νιώθοντας θυμό, αηδία, νεύρα αυτό που καταφέρνεις είναι να κακοποιείς πρώτα και κύρια το σώμα σου και το μυαλό σου. Καθώς βρίσκονται σε άμυνα διότι αισθάνονται όλα τα παραπάνω, ενεργοποιούν το mode επιβίωσης, όχι όμως στη μορφή της διατήρησης της ζωής (με την έννοια ότι δε στέλνουμε αίμα παρά μόνο στην καρδιά και οι παλμοί πέφτουν στους πενήντα). Αντιθέτως εκκρίνεται τεράστια ποσότητα αδρεναλίνης, άρα νιώθεις ότι κάνεις κάτι σαν εξτρίμ σπορτ, όμως ταυτόχρονα υπολειτουργεί το κομμάτι που είναι υπεύθυνο για τη λήψη αποφάσεων συνειδητών. Με δυο λόγια γίνεσαι ζώο απέναντι σ’ ένα άλλο ζώο. Άρα εκείνη τη στιγμή μάχεσαι, αμύνεσαι, νιώθεις ότι καταπατάσαι και καταπατείς υπό το πρίσμα της κάβλας, οπότε κι όλα επιτρέπονται. Δεν επιτρέπονται όμως κι αυτή η μαλακία πρέπει να σταματήσει να λέγεται και να υφίσταται γενικώς. Φυσικά και δεν επιτρέπονται όλα και το ότι υπάρχει συναίνεση δε σημαίνει ότι εκείνη τη στιγμή καταλαβαίνεις τι κάνεις. Κι αυτό φαίνεται μετά. Όταν σηκωθείς από το πάτωμα, την καρέκλα ή το κρεβάτι και ψάχνεις όπως όπως να φύγεις. Όταν αντί να νιώθεις ανακούφιση νιώθεις αηδία. Όταν δεν μπορείς να κοιτάξεις τον άλλο, πόσο μάλλον να θες να τον φιλήσεις. Τότε δεν έχεις ευχαριστήσει το σώμα σου, το έχεις κακοποιήσει. Και στο δείχνει με κάθε τρόπο.

Έχει ως βάση τον ανταγωνισμό- καλλιεργεί την ανισότητα

Πολλές φορές παίρνει το κρεβάτι μια μορφή ανταγωνιστική. Υπάρχουν συχνά ρόλοι που υποδεικνύουν σχέσεις μεταξύ τους μη ισότιμες με βάση το φύλο, το φετίχ, τη διάθεση. Σχεδόν πάντα όμως αυτό αφορά σε ένα συνειδητό παιχνίδι μεταξύ των μελών κι αρχίζει και τελειώνει στο στρώμα -ή το τραπέζι ή το πάτωμα ή την καρέκλα-. Διαφορικά υπάρχει μια συνθήκη κακοποίησης. Έτσι και ένα κρεβάτι που έχει μυρωδιά εκδίκησης ή κρυφό θυμό κι οργή, έχει εξαρχής έναν χαρακτήρα του ποιος θα κερδίσει τη διαμάχη αυτή, σε μια σαρκική μεταφορά της. Ένα ψυχολογικό παιχνίδι που μοιάζει λόγω διασκεδαστικό κι όχι τόσο επικίνδυνο, κι εκεί είναι που κρύβεται κι όλη η προβληματική του φύση. Ότι είναι εξαιρετικά μεθυστικό ταυτόχρονα, πράγμα που καλλιεργεί μια ανοχή σε προβληματικές εκφάνσεις του ερωτισμού. Γιατί ένα κομμάτι σου εθίζεται στο να κερδίζεις την παρτίδα με τον τρόπο αυτό.

Αν δε σε νοιάζει ο άλλος ποτέ δεν είναι (τόσο) καλό

Πόδια μπλεγμένα, χέρια που να αγγίζουν τα κατακόκκινα μάγουλα, τρυφερά αγγίγματα με πίεση τόση- όση, ανεβοκατεβάσματα και οδηγίες εκατέρωθεν, σήματα που διαβάζονται γιατί εκτός από τα σώματα συνδέονται και τα μυαλά. Σε αφορά να περάσει ο άλλος καλά κι αυτό κάνει εσένα να περνάς καλύτερα, να ανάβεις περισσότερο. Καμία σχέση δεν έχει αυτό με τον έρωτα, έχει όμως άμεση σχέση με την ομαδικότητα. Και στο χέιτ δεν υπάρχει ομαδικότητα, δεν υπάρχει ανάγκη να περάσει ο άλλος καλά, θέλεις να λάβεις ικανοποίηση αποκλειστικά εσύ κι αν γίνεται να ρουφήξεις την ενέργειά του για να ανακτήσεις τις δυνάμεις και το έδαφος που έχασες μέχρι να φτάσετε στο σημείο αυτό. Κι αν δε σε νοιάζει το σώμα που ακουμπάς, τα χείλη που φιλάς, αν δεν κοιτάς με προσοχή τις υφές και τις καμπύλες του και δεν αποκωδικοποιείς τα σημεία της ηδονής μέχρι τον οργασμό του, αν δεν υπάρχει κιναισθησία στο σώμα σου για να μπορεί να εφάπτεται στο δικό του ολόκληρο, τότε πώς να τολμήσεις να πεις ότι πλησιάζει έστω αυτή τη μορφή της επαφής; Ποιος άραγε κουτός άνθρωπος κι αφελής θα μπορούσε να βγει να πει και να στηρίξει πως όταν ξαπλώνεις με έναν άνθρωπο και δε σε ενδιαφέρει πώς θα περάσει, σημαίνει πως εσύ περνάς καλύτερα; Κι αν έχεις ζήσει το άλλο, εκείνο που κάθε κραυγή που βγάζει ο παρτενέρ σου από απόλαυση σε κάνει να υγραίνεσαι και λίγο περισσότερο, τότε τίποτα διαφορετικό δε σε αφορά. Γιατί μοιάζει μικρό και είναι.

Απλώς μην το κάνεις. Δεν είναι αθώο. Δεν είναι εκτόνωση. Δεν είναι ερωτισμός. Αν δεν το βλέπεις, κακώς. Αν δεν το βλέπει, φύγε.

Όταν η Αξιοπρέπεια νίκησε το Δίκιο

Όταν οι Αθηναίοι ηττήθηκαν στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, οι νικητές Σπαρτιάτες επέβαλαν το καθεστώς των τριάκοντα τυράννων. Είναι δύσκολο να αντιληφθούμε σήμερα το πόσο εξευτελιστική και οδυνηρή υπήρξε αυτή η εμπειρία για τους ιδρυτές της Δημοκρατίας.

Ευτυχώς, η κυριαρχία των τριάκοντα υπήρξε σύντομη, ήταν όμως καταστροφική. Εκτός από τις ταραχές, τις δολοφονίες και την αυθαιρεσία που επέδειξαν σε όλους τους τομείς, οι τύραννοι είχαν επιφέρει και ένα γερό πλήγμα στην αθηναϊκή οικονομία, που ήταν ήδη καταρρακωμένη από τον πόλεμο. Επιπλέον, έλαβαν ένα μεγάλο δάνειο από τους Σπαρτιάτες, το οποίο βέβαια δεν χρησιμοποίησαν για την ανάπτυξη του τόπου, αλλά για την προσωπική τους ευημερία και την ενίσχυση της πολιτικής τους δύναμης.

Όταν, λοιπόν, ήρθε η ώρα να πάνε στο καλό, οι Αθηναίοι είχαν και ένα δάνειο να ξεπληρώσουν. Δάνειο στο οποίο δεν είχαν συναινέσει και από το οποίο δεν ωφελήθηκαν. Ένα επαχθές δάνειο. Το τι θα έκαναν με αυτό, ήταν δουλειά της Εκκλησίας του Δήμου να αποφασίσει, δηλαδή όλων των πολιτών. Φανταστείτε τον εαυτό σας στη συνέλευση αυτή.

Τι θα ψηφίζατε;

Ενώ η συμφωνία προέβλεπε να επωμιστούν αυτή την υποχρέωση οι δύο παρατάξεις (οι του άστεως και οι εκ του Πειραιώς), οι Αθηναίοι πολίτες αποφάσισαν να αποπληρώσουν όλοι μαζί το δάνειο στο ακέραιο! Σε μία πόλη με τα ταμεία άδεια, με το ηθικό καταρρακωμένο, με τη θλίψη να βασιλεύει, καθώς τα θύματα του πολέμου και της τυραννίας ήταν ακόμα νωπά στη μνήμη αυτών των ανθρώπων, εκείνοι αποφάσισαν να συμμετέχουν με εισφορές στην αποπληρωμή του δανείου. Ανέλαβαν συλλογικά την ευθύνη ακόμα και για την ενέργεια της μισητής ολιγαρχικής εξουσίας και δεν άφησαν τα κόμματα να τους σώσουν, αν και θα ήταν απολύτως νόμιμο να το κάνουν.

Γιατί επωμίστηκαν ένα τέτοιο δυσβάσταχτο και άδικο βάρος; Διότι έτσι τους πρόσταζε η αιδώς.

Εκείνοι οι αρχαίοι δημοκράτες, νοιάζονταν πολύ για την καλή τους φήμη και δεν ανέχονταν την σκέψη πως οι κομματάρχες θα νομιμοποιούνταν κάποτε να τους πουν "εμείς σας ξεχρεώσαμε". Πολύ περισσότερο δεν θα ανέχονταν τους Σπαρτιάτες να καυχώνται πως τους έσωσαν κάποτε από οικονομική κατάρρευση με δανεικά κι αγύριστα. Οι Αθηναίοι πάνω απ' όλα ήταν αξιοπρεπείς και καθόλου δεν θα μπορούσαν να κατανοήσουν τη σύγχρονη προτροπή "μην σε νοιάζει τι λένε οι άλλοι".

Η αιδώς απευθύνεται σε εξωστρεφείς ανθρώπους, που συνεργάζονται για την κοινή προκοπή.

Σήμερα, που τίποτα δεν μας απασχολεί εκτός από την προσωπική μας ευημερία, η αιδώς δεν λειτουργεί, με αποτέλεσμα να καμαρώνουμε που έχουμε την τόλμη να γράφουμε τους πάντες στα παλιά μας τα παπούτσια και να είμαστε ο εαυτός μας, Αφού, λοιπόν, δεν αναγνωρίζουμε πλέον τη φωνή της αιδούς πριν προβούμε σε κάποια απερισκεψία, κάνουμε ό, τι μας συμφέρει κι ό, τι μας αρέσει και υποφέρουμε από ενοχές κατόπιν εορτής, όταν η ζημιά έχει γίνει. Οι ενοχές, στη συνέχεια, μας βυθίζουν σε μεγαλύτερη μοναξιά. Όταν υπάρχουν κι αυτές. Και παριστάνουμε τους ελεύθερους, μοναχικούς καβαλάρηδες, που μόλις έρθουν τα δύσκολα, ικετεύουν τούς συμπολίτες τους (και όχι μόνο) για λίγη βοήθεια και μιά σταλιά συμπόνια.

Ήταν άραγε λιγότερο ελεύθεροι από εμάς εκείνοι οι αρχαίοι δημοκράτες; Ήταν η αιδώς χαρακτηριστικό δειλών ή δουλικών ανθρώπων; Δεν ήταν. Η αιδώς ήταν και είναι η έκφραση του σεβασμού προς την κοινότητα και συνοδεύει εκείνους που κατανοούν τον εαυτό τους ως αναπόσπαστο κομμάτι της. Ο πολίτης, ως λειτουργικό μέλος του οργανισμού της χώρας, οφείλει να είναι συντονισμένος με τα υπόλοιπα μέλη. Στην αρχαία Αθήνα ο πολίτης προστάτευε την καλή του φήμη, τον ενδιέφερε η γνώμη των συμπολιτών του γι αυτόν και όλοι μαζί ενδιαφέρονταν και εργάζονταν για την καλή φήμη της πόλης τους. Η συλλογική ευθύνη ήταν ένα πολύτιμο εργαλείο που τους κρατούσε ενωμένους και επικεντρωμένους στον στόχο τους και καθόλου δεν εμπόδιζε την προσωπική εξέλιξη κι επιτυχία.

Ο στόχος που εξυπηρετούσε η απόφαση για αποπληρωμή του δανείου από κοινού, ήτανη επίτευξη της ενότητας. Η πράξη αυτή εκτιμήθηκε και σχολιάστηκε θετικά από τους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής, που ήταν άνθρωποι της πόλης και δημοκράτες. Ο Δημοσθένης, ενθυμούμενος το περιστατικό, χρησιμοποιεί την έκφραση «όταν η πόλη ενώθηκε». Ο Αριστοτέλης εντυπωσιάστηκε από αυτή την απόφαση και χαρακτήρισε τη συμπεριφορά των Αθηναίων αξιέπαινη και πολιτική, δηλαδή τέτοια που ταιριάζει σε πολίτες. Ο Ισοκράτης χρησιμοποιεί αυτή την ενέργεια ως απόδειξη της ανωτερότητας της δημοκρατίας έναντι της ολιγαρχίας.

Η ενότητα αυτή επιτυγχάνεται μόνο όταν οι πολίτες μοιράζονται τις ευθύνες, όπως ακριβώς μοιράζονται τα οφέλη του πολιτεύματος. Στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, οι υπήκοοι αναγκάζονται να λειτουργούν ως μονάδες κάτω από μία επίπλαστη ομοιομορφία. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία συλλογική ανάληψη ευθύνης, διότι υπό καθεστώς εξαναγκασμού καμία ηθική αξιολόγηση δεν έχει νόημα. Στη δημοκρατία όμως, η συλλογική ευθύνη προστατεύει από τον διχασμό και ενισχύει τον ρόλο του πολίτη στην επίτευξη των στόχων της πολιτείας του, που δεν μπορεί να διαφέρουν από τους προσωπικούς του στόχους.

Είμαστε άραγε πιο ελεύθεροι εμείς από εκείνους ή είμαστε ένας εν δυνάμει όχλος βαρβάρων που διψά για εκδίκηση; Είμαστε εμείς πιο αξιοπρεπείς από εκείνους ή μήπως είμαστε απλώς νωθροί παρατηρητές της ιστορίας μας, εθισμένοι στην επαιτεία με πρόφαση την αξιοπρέπεια εκείνων;

Εκείνοι αρνήθηκαν να γίνουν αντικείμενο χλευασμού και πλήρωσαν μέχρι την τελευταία πεντάρα ένα δάνειο από το οποίο δεν είχαν ωφεληθεί τίποτα! Και άφησαν σε εμάς τη σπουδαία κληρονομιά - ηθική, πνευματική και υλική - που ακόμα ξεκοκαλίζουμε.

Εμείς, τι θα κληροδοτήσουμε στους απογόνους μας; Ποια θα είναι η φήμη μας όταν πια θα έχουμε φύγει και τι θα γράφουν για εμάς οι επόμενοι;

Θα είμαστε εκείνοι που προστάτεψαν το καλό όνομα που παρέλαβαν και άφησαν πίσω τους ένα ακόμα καλύτερο ή εκείνοι που για ένα κατοστάρικο σύνταξης παραπάνω πούλησαν την καλή φήμη των προγόνων τους και περιφρόνησαν τη ζωή των απογόνων τους;

Ο Οφίωνας, οι Οφιονείς και ο συμβολισμός του ὦ-μέγα

Αναζητώντας την γέννηση του Κόσμου, οι αναφορές σε συμβολισμούς γύρω από το αβγό και το φίδι μονοπωλούν. Το παρακάτω άρθρο δεν έχει σαν σκοπό την εκτενή ανάλυση των παραπάνω συμβολισμών γιατί κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να γίνει στα πλαίσια ενός άρθρου.

Η έρευνα σχετικά με την ερμηνεία του όφεως και του αβγού μπορεί να γεμίσει τόμους και ήδη το έχει κάνει στην παγκόσμια μυθιστορία. Θα δοθούν κάποιες πληροφορίες σχετικά, με την ελπίδα να αρχίσει να ξεμπλέκεται το κουβάρι του μύθου. Και σαν συμβεί αυτό, το νήμα θα παραδοθεί σε κάποιον άλλον αναζητητή να αποσυμβολίσει και να συμπληρώσει την διδαχή. Τι σχέση λοιπόν μπορεί να έχει ο Οφίωνας με την κοσμογονία τους ορφικούς και το γράμματα όμικρον και το ωμέγα;

Ας πάμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι.

Στον πελασγικό μύθο της δημιουργίας, η μεγάλη θεά η Ευρυνόμη, η πολυπεριπλανώμενη Θεά των Πάντων, ο καθολικός νόμος, αναδύθηκε γυμνή από το Χάος, αλλά δεν βρήκε τίποτε στερεό για να ακουμπήσει τα πόδια της και έτσι διαχώρισε τη θάλασσα από τον ουρανό χορεύοντας μόνη πάνω στα κύματα. Η Ευρυνόμη χόρεψε κατά τα νότια και ο αέρας που αναδεύτηκε πίσω της, φάνταζε κάτι καινούριο και ξεχωριστό, κάτι για να αρχίσει έργο δημιουργίας. Η Ευρυνόμη στράφηκε κι άδραξε αυτόν το βόρειο άνεμο, τον έτριψε μέσα στα χέρια της, και ο μέγας όφις Οφίων εμφανίστηκε. Ο Οφίων κυριεύτηκε από λαγνεία, κουλουριάστηκε γύρω στα θεϊκά εκείνα μέλη, την ορέχτηκε και έσμιξε μαζί της. Τώρα, ο Βόρειος Άνεμος, ο Βορέας, γονιμοποιεί γι' αυτό οι φοράδες στρέφουν τα καπούλια τους προς τον άνεμο και γεννούν πουλάρια χωρίς τη βοήθεια του επιβήτορα. (Πλίνιος Φυσική Ιστορία, Όμηρος Ιλιάδα).

Παρόμοια λοιπόν η Ευρυνόμη έπιασε παιδί. Κατόπιν, η Ευρυνόμη έλαβε μορφή περιστεράς, πλανήθηκε πάνω στα κύματα, και όταν πέρασε ο καιρός που έπρεπε, γέννησε το Αβγό του Σύμπαντος. Με την προσταγή της, ο Οφίων κουλουριάστηκε επτά φορές γύρω στο αβγό. ώσπου το αβγό άνοιξε και χωρίστηκε στα δύο. Από μέσα του κύλησαν όλα όσα υπάρχουν, τα παιδιά της Ευρυνόμης: Ο Ήλιος, η σελήνη, οι πλανήτες, τα αστέρια, η γη με τα βουνά και τους ποταμούς της, με τα δέντρα, τα βότανά της και τα ζωντανά πλάσματα.

Η Ευρυνόμη και ο Οφίων έστησαν το σπιτικό τους στον Όλυμπο, όπου ο Οφίων εξόργισε την Ευρυνόμη υποστηρίζοντας ότι αυτός ήταν ο δημιουργός του Σύμπαντος. Ευθύς εκείνη τον χτύπησε στο κεφάλι με τη φτέρνα της και του πέταξε τα δόντια έξω από το στόμα και τον εξόρισε στις σκοτεινές σπηλιές κάτω από τη γη. (Αργοναυτικά Απολλώνιος Ρόδιος, Τζέτζης Εις τον Λυκόφρων).

Οι γεννημένοι από την γη Πελασγοί, που φαίνεται να υποστηρίζουν ότι είχαν ξεπηδήσει από τα δόντια του κοσμογονικού φιδιού Οφίωνα, ίσως ήταν αρχικά ο νεολιθικός λαός με τα "ζωγραφισμένα σκεύη". Θα μπορούσαν να αυτοαποκληθούν Δαναοί από την ίδια θεά με το χαρακτήρα της Δανάης που προΐστατο της γεωργίας. Ο Ευριπίδης αναφέρει ότι οι Πελασγοί υιοθέτησαν το όνομα Δαναοί, από τον ερχομό του Δαναού και των 50 θυγατέρων του στο Άργος.

Εν πάση περιπτώσει οι Αχαιοί οι οποίοι είχαν καταλάβει την Αργολίδα υιοθέτησαν το όνομα των Δαναών και έγιναν επίσης θαλασσοπόροι, ενώ όσοι έμειναν βορείως του Ισθμού της Κορίνθου έγιναν γνωστοί ως Ίωνες. Μερικοί από τους Πελασγούς που εκδιώχθηκαν από την Αργολίδα ίδρυσαν πόλεις στην Λέσβο, στην Χίο και στην Κνίδο, άλλοι κατέφυγαν στην Θράκη στην Τρωάδα και στα νησιά του Β. Αιγαίου. Ολιγάριθμα φύλλα παρέμειναν στην Αττική στην Μαγνησία και αλλού. Ο Στράβων λέει ότι εκείνοι που ζούσαν κοντά στην Αθήνα ήταν γνωστοί ως Πελαργοί.

Όμως ένα όνομα μιας από τις παλαιότερες Ελληνικές φυλές έχει επιζήσει ακόμα ως άκουσμα. Είναι οι Οφιονείς. Κάποιοι θα γνωρίζουν τον Δήμο Οφιονείας ο οποίος πήρε το όνομα του από τους Οφιονείς, φυλή των Αιτωλών, που κατοικούσαν στην περιοχή κατά την αρχαιότητα, στο βορειοανατολικό τμήμα της Αιτωλίας, κοντά στα βουνά Κόρακα και Οίτη, και επεκτεινόταν έως τον Μαλιακό κόλπο· αναφέρονται επίσης ως Οφιείς.

Ο λαός αυτός περιλάμβανε τους Καλιείς και τους Βωμείς, οι οποίοι, μαζί με τους Αγραείς, τους Ευρυτάνες, τους Απεραντούς, τους Κούρητες, τους Θεστιείς και τους Απόδωτους, αποτελούσαν το αιτωλικό έθνος. Γίνεται μνεία γι’ αυτούς από πολλούς αρχαίους συγγραφείς (Στράβωνα, Θουκυδίδη κ.ά.) αρχαιότητα. Λέγεται ότι το 426 π.Χ. ο στρατηγός των Αθηναίων Δημοσθένης επιχείρησε εισβολή στην Αιτωλία και μετά από πολλές απώλειες κάτω στην πόλη Αιγίτιον των Αποδωτών αναγκάστηκε να ζητήσει καταφύγιο στη Ναύπακτο.

Με την αυγή ο Δημοσθένης ξεκίνησε για την Αιτωλία. Την πρώτη μέρα πήρε την Ποτιδανία, την δεύτερη το Κροκύλειον και την τρίτη το Τείχιο όπου σταμάτησε κι έστειλε τα λάφυρα που είχε πάρει στο Ευπάλιον της Λοκρίδος. Είχε σκοπό πρώτα να υποτάξει την υπόλοιπη περιοχή και μετά να γυρίσει στην Ναύπακτο κι αν οι Οφιονείς δεν προσχωρούσαν, τότε να στραφεί εναντίον τους. Αλλά όλη η ετοιμασία αυτή δεν πέρασε απαρατήρητη απ᾽ τους Αιτωλούς, ούτε καν στην αρχή όταν σχεδιαζόταν, κι έτσι, μόλις ο στρατός έκανε εισβολή, όλοι οι Αιτωλοί έτρεξαν να συγκεντρωθούν για να τον αποκρούσουν, ακόμα και οι πιο μακρινοί Οφιονείς που κατοικούν στον Μαλιακό κόλπο — Βωμιείς και Καλλιείς. ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ Ἱστορίαι 3.96.2-3.96.3

Πως όμως φτάνουμε στο γράμμα ω μέγα και στους ορφικούς;

Το ω μέγα φαίνεται ότι συμβολίζει το κοσμικό αβγό των Ορφικών Μυστηρίων το οποίο έσπασε και πλάστηκε το Σύμπαν. Το κεφαλαίο ω μέγα (Ω) αντιπροσωπεύει το κοσμικό αβγό ωοτοκημένο πάνω στο αμόνι ενώ το πεζό (ω) δείχνει ότι ήδη έχει σκάσει στα δύο. Το κεφαλαίο και το πεζό όμικρον αμφότερα (Ο,ο) αντιπροσωπεύουν το αβγό του ενιαυτού που περιμένει να εκκολαφτεί.

Πρωταγωνιστεί στα δρυιδικά Μυστήρια, μπορεί κάλλιστα να ταυτιστεί με το ορφικό κοσμικό αβγό, διότι η δημιουργία του κόσμου κατά τους ορφικούς, υπήρξε αποτέλεσμα του λάγνου σφιξίματος της Μεγάλης θεάς Ευρυνόμης και του κοσμικού φιδιού Οφίωνα. Εξού και το ζευγάρωμα των φιδιών στην αρχαϊκή Ελλάδα αποτελούσε απαγορευμένο θέαμα. Ο τυχόν αυτόπτης μάρτυς του προσβαλλόταν από το "γυναικείο νόσημα": έπρεπε να ζήσει ως γυναίκα επί επτά χρόνια. Το κηρύκειον του Ερμή, η υπηρεσιακή του ράβδος όταν οδηγούσε τις ψυχές στον Άδη είχε την μορφή δυο φιδιών που ζευγαρώνουν.

To o μικρόν δεν είναι το ω μέγα. Το ω μέγα πρέπει να εκληφθεί ως άλφα αυξημένης έντασης και ότι συμβολίζει την γέννηση της γέννησης. Στενή συνάφεια μεταξύ μακρού Ο (ω μέγα και Α (άλφα) εμφανίζεται και στην Ιωνική διάλεκτο όπου συχνά το ω μέγα γραφόταν στην θέση του άλφα-όπως ώριστος αντί άριστος- και στην δωρική διάλεκτο όπου συχνά το άλφα γραφόταν στην θέση του ω μέγα -όπως πράτος αντί πρώτος.

Οι Οφιονείς φαίνεται να είναι οι πρώτοι Πελασγοί, οι από τα δόντια του κοσμογονικού φιδιού Οφίωνα σπαρμένοι, και διόλου δεν χάθηκαν στην αχλύ του μύθου. "Θεός Οφιονέας" μας λέει ο Φερεκύδης στην θεογονία του. Η μνήμη μπορεί να βρίσκεται σε λήθη, αλλά δεν έχει χαθεί. Η αναζήτηση ξυπνά τις μνήμες και οι συν-δέσεις σε αυτό το ατελείωτο παζλ του Κόσμου είναι αναπόφευκτες όσο και αναγκαίες για την κατανόηση της πορείας του ανθρώπου.

Ο μύθος κρύβει "νουν αληθείας" όπως έλεγε και ο Κάλβος. Είθε να συνδεθούμε με την αλήθεια του.

Το παρελθόν δεν είναι φυλακή… Ήταν απλά ένα μάθημα, όχι καταδίκη σε ισόβια

«Never be a prisoner of your past. It was just a lesson, not a life sentence». Ποτέ να μην είσαι φυλακισμένος/νη του παρελθόντος σου. Ήταν απλά ένα μάθημα και όχι ισόβια κάθειρξη.

Πόσο αληθινό και ταυτόχρονα μας πονάει, ίσως γιατί είναι κάτι που πολλοί άνθρωποι το κάνουμε πράξη. Όλοι κουβαλάμε το παρελθόν μας, υπάρχουν όμως φορές που δεν του συμπεριφερόμαστε σαν παρελθόν⋅ αντίθετα, το αντιμετωπίζουμε σαν παρόν και το σκεφτόμαστε σαν μέλλον.

Δεν το αφήνουμε να φύγει. Εστιάζουμε σε αυτό και προσπαθούμε συχνά να κατανοήσουμε γιατί μας συνέβη κάτι. Προσπαθούμε να καταλάβουμε την αιτία, αναλογιζόμαστε αν φταίξαμε και επειδή δεν μπορούμε να αποδεχτούμε τη συμπεριφορά του άλλου, της άλλης, το κουβαλάμε. Κουβαλάμε τα δικά τους λάθη, τις δικές τους ευθύνες και άλλες φορές νιώθουμε θλίψη, άλλες θυμό και άλλες άρνηση.

Είναι όμως κάποια γιατί, τα οποία θα μείνουν αναπάντητα. Και αυτό πρέπει να το αποδεχτούμε. Γιατί, η αλήθεια είναι ότι δεν εξαρτώνται όλα από τον έλεγχό μας. Δεν μπορούμε να τον έχουμε τον έλεγχο. Οι σχέσεις όμως είναι αμφίδρομες, είναι διαδραστικές, που σημαίνει ότι αναπόφευκτα δεν μπορούμε να προβλέψουμε τη συμπεριφορά του άλλου.

Δώσε στο παρελθόν σου λοιπόν τη θέση που του αρμόζει. Μάθε από αυτό, χωρίς όμως να ασκείς αυτοκριτική. Να μην χαρακτηρίζεις δηλαδή τον εαυτό σου.

Κάνε αυτο-αξιολόγηση. Δες τα θετικά σου στοιχεία, τα αδύναμα, τα λάθη σου, χωρίς όμως να εμμένεις, γιατί με αυτό τον τρόπο γίνεσαι μονοδιάστατος, μονοδιάστατη. Η εμμονή και η επιμονή συχνά μας εγκλωβίζουν. Μας εγκλωβίζουν σε ένα φαύλο κύκλο σκέψεων, συναισθημάτων και αναπάντητων γιατί.

Μην αφήσεις το παρελθόν να πάρει τη θέση του μέλλοντός σου. Να του δώσεις τη θέση που του αξίζει και σε εσένα το δικαίωμα να ονειρευτείς και να ελπίζεις.

Μην κλαις για όσα δεν έχεις. Γέλα για όσα σου χαρίστηκαν

Δε σου αρέσει η ζωή σου. Δε σου αρέσει το σπίτι σου, η καθημερινότητά σου, η δουλειά σου. Με γκρίνια ξυπνάς το πρωί, με μισή καρδιά κάνεις ό,τι κάνεις. Όλα διεκπεραιωτικά. Όλα γιατί πρέπει κι όχι γιατί θέλεις. Με ένα τεράστιο αχ να πνίγει το στή8ος σου κι ένα παράπονο.

Γιατί όλα σε σένα; Γιατί τίποτα να μην είναι όπως το θες; Αναρωτιέσαι κι απάντηση δεν έχεις να δώσεις. Μήτε και λύση στα αδιέξοδά σου.

Για την ακρίβεια σε αυτά που εσύ ορίζεις αδιέξοδα. Κουραστικός γίνεσαι, να ξέρεις. Όλη αυτή η μιζέρια, η γκρίνια, το ανικανοποίητο, δεν παλεύονται. Εσύ γενικά κατάντησες να μην παλεύεσαι. Γιατί ρε φίλε; Γιατί δε χαλαρώνεις να δεις τη ζωή σου αλλιώς; Γιατί δεν αρχίζεις να βλέπεις το ποτήρι μισογεμάτο κι όχι μισοάδειο; Υπάρχει πάντα και η θετική ματιά των πραγμάτων. Έχεις σπίτι ενώ κάποιος άλλος κοιμάται στο δρόμο. Έχεις δουλειά, ενώ κάποιος άλλος εδώ και χρόνια ψάχνει και δε στεριώνει πουθενά. Έχεις ανθρώπους να σε αγαπούν και να σε αντέχουν (για πόσο ακόμη δεν ξέρω) ενώ άλλοι είναι κούτσουρα μοναχά τους. Κι όχι επειδή το επέλεξαν, αλλά επειδή έτσι τα έφερε η ρουφιάνα η ζωή. Στα μάτια των άλλων τα έχεις όλα. Μόνο στα δικά σου δεν έχεις τίποτα. Κι είναι αχαριστία αυτό, να ξέρεις. Είναι άρνηση των δώρων που σου χάρισε η ζωή.

Που μπορεί να μην είναι τα ακριβά μπιχλιμπίδια, οι δόξες και οι χλιδές που ονειρεύτηκες κάποτε, αλλά είναι υπολογίσιμα. Είναι δικά σου και πρέπει να τα αγαπάς. Και κυρίως να τα εκτιμάς. Γιατί λοιπόν χαραμίζεις το χρόνο σου σε γκρίνιες και μουρμούρες; Ό,τι σου έχει χαριστεί κρατά μια θέση στη ζωή σου κι εσύ πρέπει να το φυλάξεις. Γιατί αυτό είναι ο θησαυρός σου, μη σκάβεις να τον βρεις αλλού. Μη σπαταλάς το χρόνο σου μαζί του.

Απόλαυσέ το. Οι άνθρωποι, οι ευκαιρίες κι όλα τα συναισθήματα που σου χαρίστηκαν αξίζουν. Εκτίμησε τα. Γιατί τίποτα δε μένει για πάντα στη ζωή Δεν κλείνεις συμβόλαια μαζί της. Όπως στα έδωσε, έτσι μπορεί μια μέρα και να στα πάρει. Κι εκεί που έχεις τα πάντα να μείνεις με ένα ολοστρόγγυλο τίποτα… Να απομείνεις κούτσουρο μονάχο να κλαις τη μοίρα σου. Και τότε φίλε μου, θα έχεις λόγο να κλαις. Τώρα δεν έχεις καμία δικαιολογία. Γι’αυτό σκούπισε τα γκρινιάρικα δάκρυά σου κι ευχαριστήσου όσα έχεις. Και κοίτα κακομοίρη μου να τα κρατήσεις. Γιατί αλλιώς, έτσι και τα χάσεις, θα είσαι όντως για κλάματα. Αληθινά κλάματα με μαύρα, κατάμαυρα δάκρυα… Να το θυμάσαι…

Καλοί και κακοί λόγοι να πιστεύεις

Αναρωτήθηκες ποτέ πώς γίνεται να γνωρίζουμε αυτά που γνωρίζουμε; Πώς ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι τα αστέρια, τα οποία μοιάζουν με μικροσκοπικές τρυπίτσες στον ουρανό, είναι στην πραγματικότητα τεράστιες μπάλες φωτιάς σαν τον Ήλιο, αλλά πάρα πολύ μακριά από τη Γη;

Και πώς γνωρίζουμε ότι η Γη είναι μία μικρότερη μπάλα που περιστρέφεται γύρω από ένα από αυτά τα αστέρια, τον Ήλιο;

Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα είναι η απόδειξη!

Απόδειξη δεν είναι πάντοτε μόνο μία απλή παρατήρηση, όμως η παρατήρηση βρίσκεται πάντα πίσω από την απόδειξη.

Οι επιστήμονες -ειδικοί στο να ανακαλύπτουν τι είναι αληθινό σχετικά με τον κόσμο- λειτουργούν συχνά σαν ανακριτές. Κάνουν μια εικασία (που ονομάζεται υπόθεση) για κάτι που θα μπορούσε να ισχύει. Μπορούν τότε να πουν στους εαυτούς τους: αν αυτό ήταν πραγματικά αληθινό, θα έπρεπε να δούμε εκείνο και το άλλο. Αυτό ονομάζεται πρόβλεψη.

Ο τρόπος με τον οποίο οι επιστήμονες χρησιμοποιούν τις αποδείξεις για να μάθουν τον κόσμο είναι πολύ πιο έξυπνος και πιο περίπλοκος από ό,τι μπορώ να περιγράψω σε ένα μικρό άρθρο. Τώρα όμως θέλω να προχωρήσω πέρα από την απόδειξη, η οποία είναι ένας καλός λόγος για να πιστεύεις σε κάτι, και να σε προειδοποιήσω για τρεις κακούς λόγους για να πιστεύεις σε οτιδήποτε. Ονομάζονται «παράδοση», «εξουσία» και «αποκάλυψη».

Οι άνθρωποι πιστεύουν κάποια πράγματα επειδή απλώς κάποιοι άλλοι άνθρωποι πίστευαν στα ίδια πράγματα για αιώνες. Αυτό είναι η παράδοση.

Όμως διαφορετικές θρησκείες έχουν, σε ολόκληρο τον κόσμο, τα παιδιά.

Η ιστορία του κάθε παιδιού δεν έχει καμία σχέση με αποδείξεις και όλα τους πιστεύουν ό,τι και οι γονείς τους και οι παππούδες, οι οποίοι με τη σειρά τους δεν βασίζονταν ούτε εκείνοι σε αποδείξεις.

Περιττό βέβαια να πω ότι, από τη στιγμή που όλοι πιστεύουν σε διαφορετικά πράγματα, δεν θα μπορούσαν να έχουν όλοι δίκιο, στην πραγματικότητα η κάθε διαφορετική πίστη οφείλεται ολοκληρωτικά στις διαφορετικές παραδόσεις τους..

Στην αρχή είχαν φτιαχτεί με τον ίδιο τρόπο που φτιάχνεται κάθε ιστορία σαν αυτή της Χιονάτης. Όμως, με την πάροδο των αιώνων, μετατράπηκε σε παράδοση και οι άνθρωποι άρχισαν να την παίρνουν στα σοβαρά, απλώς και μόνον επειδή η ιστορία μεταβιβάστηκε σε τόσο πολλές γενιές.

Εάν κατασκευάσεις μία ιστορία που δεν είναι αληθινή, τότε, με το να τη μεταφέρεις διαμέσου των αιώνων δεν θα γίνει πιο αληθινή!

Η εξουσία ως λόγος για να πιστεύεις κάτι, σημαίνει ότι το πιστεύεις επειδή σου το είπε κάποιος που είναι σημαντικός. Στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ο Πάπας είναι το πιο σημαντικό πρόσωπο, και οι άνθρωποι πιστεύουν ότι έχει δίκιο απλά και μόνο επειδή είναι ο Πάπας και έχει εξουσία, όπως και οι Αγιατολάχ στην Μουσουλμανική θρησκεία.

Πολλοί νέοι Μουσουλμάνοι είναι έτοιμοι να διαπράξουν φόνους, ακριβώς επειδή τους το ζητούν οι Αγιατολάχ.

Τώρα, κάποια από τα πράγματα που είπε ο Πάπας κατά τη διάρκεια της ζωής του ήταν πιθανώς αληθινά και κάποια άλλα δεν ήταν. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστέψεις οτιδήποτε κι αν πει μόνο και μόνο επειδή ήταν ο Πάπας, όπως δεν υπάρχει λόγος να πιστεύεις οτιδήποτε κι αν πουν πολλοί άλλοι άνθρωποι που έχουν εξουσία.

Δεν έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια την απόδειξη ότι το φως ταξιδεύει με ταχύτητα 300.000 χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο. Αντίθετα πιστεύω στα βιβλία που μου λένε την ταχύτητα του φωτός... οι άνθρωποι που έγραψαν τα βιβλία αυτά έχουν δει τις αποδείξεις και ο καθένας μας έχει τη δυνατότητα να τις ελέγξει προσεχτικά οποιαδήποτε στιγμή, αν το θέλει.

Όμως, όταν οι θρησκευόμενοι άνθρωποι έχουν απλώς μια αίσθηση μέσα τους ότι κάτι πρέπει να είναι σωστό, ακόμα κι αν δεν υπάρχει απόδειξη ότι είναι σωστό, ονομάζουν την αίσθησή τους αποκάλυψη.

Αυτή η εσωτερική αίσθηση δεν είναι από μόνη της σοβαρός λόγος για να πιστέψεις... χρειάζεσαι αποδείξεις... Ωστόσο, διαφορετικοί άνθρωποι έχουν αντίθετες διαισθήσεις, οπότε πώς αποφασίζουμε τίνος η διαίσθηση είναι η σωστή;

Υπάρχουν άνθρωποι με δυνατή εσωτερική αίσθηση ότι ένας διάσημος αστέρας του κινηματογράφου τους αγαπά ενώ στην πραγματικότητα ο ηθοποιός δεν τους έχει συναντήσει ποτέ. Οι άνθρωποι αυτοί είναι πνευματικά άρρωστοι. Οι εσωτερικές αισθήσεις πρέπει να στηρίζονται σε αποδείξεις, αλλιώς δεν μπορεί κανείς να τις εμπιστευτεί. Οι διαισθήσεις έχουν αξία ακόμη και στην επιστήμη, αλλά μόνο για να σου δίνουν ιδέες, τις οποίες αργότερα ελέγχεις, αναζητώντας αποδείξεις.

Καμιά από αυτές τις θρησκευτικές δοξασίες δεν υποστηρίζεται από σοβαρές αποδείξεις. Ωστόσο, εκατομμύρια άνθρωποι τις πιστεύουν. Αυτό ίσως συμβαίνει διότι τους είπαν να τις πιστέψουν όταν ήταν σε νεαρή ηλικία, δηλαδή σε μία ηλικία που θα μπορούσαν να πιστέψουν οτιδήποτε.

Πιστεύουν σε διαφορετικά πράγματα ακριβώς για τον ίδιο λόγο που εσύ μιλάς Ελληνικά και η Ann Kathrin γερμανικά. Και οι δύο γλώσσες είναι σωστές, η καθεμιά για τη δική της χώρα. Όμως, δεν μπορεί να ισχύει ότι διαφορετικές θρησκείες έχουν δίκαιο η καθεμιά για τη χώρα τους δεδομένου ότι διαφορετικές θρησκείες ισχυρίζονται ότι είναι αληθινά, κάποια πράγματα που είναι αντίθετα μεταξύ τους. Δεν γίνεται η Μαρία να είναι ζωντανή στην κοινότητα των καθολικών της Νότιας Ιρλανδίας και νεκρή στους Προτεστάντες της Βόρειας Ιρλανδίας.

Τι μπορούμε να κάνουμε για όλα αυτά; Δεν είναι εύκολο για σένα να κανείς κάτι, επειδή είσαι μόνο εσύ. Όμως, θα μπορούσες να δοκιμάσεις το εξής: Την επόμενη φορά που κάποιος θα σου πει κάτι που ακούγεται σημαντικό σκέψου: Είναι αυτό κάτι που ο κόσμος το γνωρίζει επειδή υπάρχουν αποδείξεις; Ή είναι κάτι που οι άνθρωποι το πιστεύουν μόνον εξαιτίας της παράδοσης, της εξουσίας ή της αποκάλυψης; Και, την επόμενη φορά που κάποιος θα σου πει ότι κάτι είναι αληθινό, ρώτησε τον: Τι αποδείξεις έχουμε γι' αυτό; Και αν δεν μπορούν να σου δώσουν μία καλή απάντηση, ελπίζω να σκεφτείς πολύ προσεχτικά πριν πιστέψεις λέξη από όσα σου πουν.

Ο θεός στον Αριστοτέλη

Τα πρώτα βήματα της φιλοσοφίας συνδέονται στενά με την επιστήμη ως διαδικασία αναζήτησης της αλήθειας. Η διήγηση των μύθων δεν είναι επαρκής εξήγηση για το πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος. Δεν είναι όμως όλοι έτοιμοι να αποτινάξουν την έννοια του θεού ως δημιουργού του σύμπαντος.

Οι Φυσικοί φιλόσοφοι πρώτοι αποδεσμεύουν τον θεό από την εμπλοκή του στα ανθρώπινα και ερευνούν τη φύση των πραγμάτων. Θεωρούν ότι η ύλη είναι το πρωταρχικό στοιχείο και εκεί είναι που θα πρέπει να αναζητηθεί η αφετηρία. Ο Αριστοτέλης έχει σπουδάσει στην Πλατωνική Ακαδημία αλλά ταυτόχρονα έχει μελετήσει όλους τους Φυσικούς φιλοσόφους. Στο δικό του φιλοσοφικό σύστημα ο θεός δεν δημιουργεί τον κόσμο, όπως στον Πλάτωνα. Ούτε επιβραβεύει την καλοσύνη μετά τον θάνατο. Με λίγα λόγια, δεν αναμειγνύεται ολωσδιόλου στον κόσμο μας. Και όμως υπάρχει.

Για να κατανοήσει κανείς την έννοια του θεού στον Αριστοτέλη θα πρέπει να έχει υπόψη του τη φυσική του φιλοσοφία. Ο κόσμος είναι αιώνιος. Δεν υπάρχει στιγμή δημιουργίας. Αλλά τότε πώς εξηγείται η κίνηση στο σύμπαν και στη φύση; Πώς κινούνται τα όντα; Πώς μεταβάλλονται, αλλοιώνονται, αυξάνουν και φθίνουν, γεννιούνται και πεθαίνουν; Όλες αυτές οι μεταβολές ονομάζονται από τον ίδιο κινήσεις. Η κίνηση παίζει πρωταρχικό ρόλο τόσο στη φύση (στον «υποσελήνιο» κόσμο) όσο και στον αΐδιο ουράνιο κόσμο. Ο Αριστοτελικός «θεός» δεν δημιουργεί το σύμπαν ούτε τους ανθρώπους. Αλλά είναι αυτό που δίνει την πρώτη κίνηση, χωρίς να κινείται. Συνεπώς, σύμφωνα με τον ίδιο, οι προηγούμενες θεωρίες δεν προσφέρουν επαρκή εξήγηση. Ούτε οι θεολόγοι ούτε και οι φυσικοί φιλόσοφοι έχουν λύσει το θέμα.

«Επιπλέον, αν [ισχυριζόμασταν] όπως λένε οι θεολόγοι που γεννούν [το σύμπαν] από τη νύχτα, ή όπως οι φυσικοί που λένε ότι όλα τα πράγματα ήταν μαζί, αυτό θα ήταν κάτι αδύνατο. Γιατί πώς θα κινούνταν αν κάποιο αίτιο δεν ήταν ενεργό; Γι’ αυτόν τον λόγο ορισμένοι θέτουν μία αιώνια ενέργεια, όπως ο Λεύκιππος και ο Πλάτωνας, καθώς λένε ότι υπάρχει αιώνια κίνηση. Αλλά δεν λένε το γιατί ούτε με ποιον τρόπο ούτε την αιτία που κινείται έτσι και όχι αλλιώς. Υπάρχει λοιπόν και κάτι το οποίο κινεί. Επειδή όμως αυτό που κινεί και κινείται είναι το μέσον, υπάρχει κάτι που κινεί χωρίς να κινείται, δηλαδή κάτι αιώνιο που είναι και ουσία και ενέργεια (ἀΐδιον καὶ οὐσία καὶ ἐνέργεια οὖσα.)»
Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά 1071b26-1072a26

Ο Αριστοτέλης θέτει τις απορίες περί πρώτης κινήσεως στο δημοφιλές Λ’ βιβλίο των Μετά τα φυσικά, όπου εξηγεί τον ρόλο του θεού στο όλον. Η ονομασία ποικίλει: θεός, πρώτο κινούν ακίνητο, νοήσεως νόησις σημασιολογικά ταυτίζονται και χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν την αφετηρία της κίνησης και όχι του κόσμου, καθώς (ακολουθώντας τον Ηράκλειτο) ξεκινά από την παραδοχή ότι ο κόσμος δεν έχει αρχή. Είναι αγέννητος και άφθαρτος, επομένως το πρόβλημα της δημιουργίας εκ του μηδενός λύνεται αυτόματα. Πώς θα εξηγηθεί όμως η κίνηση και δη και η αρχή της;

Ο θεός δίνει την πρώτη κίνηση στο όλον και ταυτόχρονα παραδίδει τα ηνία στη φύση. Από κει και πέρα δεν θα επέμβει ποτέ ξανά. Ο θεός του Αριστοτέλη αποτελεί τη δική του λογική λύση του προβλήματος της κίνησης του κόσμου. Όντας ο ίδιος ακίνητος αποτελεί την αφετηρία της κίνησης του σύμπαντος. Του μακρόκοσμου και του μικρόκοσμου. Του ουρανού και της φύσης. Όλα ξεκινούν από αυτή την αρχή. Δεν είναι όμως υλική αρχή όπως αυτή που αναζητούσαν οι Φυσικοί φιλόσοφοι. Ο θεός είναι ενέργεια, όπως και η ζωή του. Η έννοια του νου είναι καθοριστική και πολύπλοκη. Αποτελεί την αρχή, το υποκείμενο και αντικείμενο της νοήσεως. Αλλά ο Αριστοτέλης θα επανέλθει σε επόμενο κεφάλαιο στη λειτουργία του νου. Θα αρκεστεί στην περιγραφή της ζωής του θεού, στην οποία μετέχουμε και εμείς για μικρό διάστημα, διότι ο θεός υπάρχει για πάντα ενώ για εμάς αυτό είναι αδύνατο:

«Και η ζωή βέβαια ανήκει στον θεό. Διότι η ενέργεια του νου είναι ζωή, και εκείνος είναι η ενέργεια. Και η καθεαυτή ενέργειά του είναι η άριστη και αιώνια ζωή. Λέμε λοιπόν ότι ο θεός είναι ζωντανό ον αιώνιο και άριστο (φαμὲν δὴ τὸν θεὸν εἶναι ζῷον ἀΐδιον ἄριστον,), ώστε σ’ αυτόν ανήκει η ζωή και ο συνεχής και αιώνιος χρόνος. Διότι αυτό είναι ο θεός.»
Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά 1072b27-30

Ο Αριστοτέλης θα μιλήσει για τους πλανήτες και την κίνησή τους, για να καταλήξει στις παραδόσεις για τους θεούς. Γνωρίζει τις θεωρίες και τους μύθους αλλά απορρίπτει τις ανθρωπομορφικές αντιλήψεις που κληροδοτήθηκαν, ωστόσο αναγνωρίζει ότι εξυπηρετούν ακόμη και στην εποχή του συμφέροντα:

«Έχει παραδοθεί από τους αρχαίους και τους παλαιότερους σε σχήμα μύθου στους επόμενους ότι οι θεοί είναι έτσι και ότι τα ουράνια σώματα είναι θεοί και ότι το θείο περιέχει όλη τη φύση. Τα υπόλοιπα προστέθηκαν αργότερα μυθολογικά για την υπακοή των πολλών και για τη χρησιμοποίησή τους στους νόμους και το συμφέρον (πρὸς τὴν πειθὼ τῶν πολλῶν καὶ πρὸς τὴν εἰς τοὺς νόμους καὶ τὸ συμφέρον χρῆσιν).»
Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά 1074b1-5

Η Αριστοτελική θεωρία του θεού είναι πρωτότυπη και ακόμη και ο συγγραφέας κατανοεί τη δυσκολία της ερμηνείας της, όσον αφορά την κατάσταση του νου (τὰ δὲ περὶ τὸν νοῦν ἔχει τινὰς ἀπορίας). Θα πρέπει να εξηγήσει το αντικείμενο της νόησης, καθώς αν δεν νοεί τίποτε θα είναι σαν να κοιμάται. Αν πάλι νοεί κάτι άλλο δεν θα είναι άριστη ουσία. «Τι είναι αυτό που νοεί;», δείχνει να απορεί, για να καταλήξει: Ο θεός και το αντικείμενό του ταυτίζονται. Ο θεός νοεί (μόνο) τον εαυτό του. Ως νους νοεί το νοητό. Είναι νοήσεως νόησις.

Ο θεός του Αριστοτέλη πραγματώνει τον δικό του σκοπό. Δίνει την πρώτη κίνηση στον αιώνιο κόσμο χωρίς να κινείται ο ίδιος και με αυτό τον τρόπο διασφαλίζει τη συνέχειά του. Δεν επεμβαίνει στη φύση. Οι φυσικοί νόμοι είναι ανεξάρτητοι από αυτόν. Όντας αιώνια ζωή νοεί το ίδιο του το είναι. Η ενέργειά του απαλλαγμένη από την ύλη ενώνει το όλον.