Οι εντάσεις με τη Μεγάλη Βρετανία άρχισαν να αυξάνονται πριν από το 1938, ο φόβος μιας στρατιωτικής σύγκρουσης με τη Μεγάλη Βρετανία προκάλεσε την αύξηση της ταχύτητας της διεξαγωγής του ναυτικού προγράμματος κατασκευής. Αλλά ακόμα και αυτή τη στιγμή, η Kriegsmarine εξακολουθούσε να πιστεύει ότι ένας πόλεμος με την Αγγλία θα ήταν πολλά χρόνια μακριά. Κατά τα πρώτα χρόνια, η Kriegsmarine είχε πραγματοποιήσει κάποια αξιόλογα αποτελέσματα, όπως
και την καταστροφή πολλών μεγάλων Βρετανικών πλοίων, αλλά, αυτή η τύχη τους σταμάτησε
τον Μάιο του 1941.
Τα Γερμανικά U-boats θα μπορούσαν να συνεχίσουν τις επιτυχίες τους έως το Μάιο του 1943 - όμως, η τεχνολογική πρόοδος των συμμαχικών δυνάμεων γίνονται εφιάλτες για τα U-boat τότε. Στο τέλος του πολέμου, μόνο δύο από τα μεγάλα πλοία της Kriegsmarine εξακολουθούσαν να λειτουργούν, όλα τα άλλα βυθίστηκαν, είτε κατά τη διάρκεια των δραστηριοτήτων τους ή καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών και εβδομάδων του πολέμου στις βάσεις τους.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ
Η Συνθήκη των Βερσαλλιών που περιόριζε σημαντικά τις Γερμανικές δυνατότητες ανάπτυξης πολεμικών δυνάμεων, έθετε στενά όρια και στην δύναμη του Πολεμικού Ναυτικού. Στη τότε Γερμανία επιτρεπόταν να διατηρεί ναυτικές δυνάμεις με σύνολο που δεν υπερέβαινε τους 15.000 άνδρες, έξι "μεγάλα" πλοία καθένα από τα οποία δεν θα υπερέβαινε το εκτόπισμα των 10.000 τόνων, έξι καταδρομικά, δώδεκα αντιτορπιλικά και δώδεκα τορπιλοβόλα. Τα υποβρύχια απαγορεύονταν ολοσχερώς.
Επικεφαλής της Διοίκησης (Chef der Marineleitung) του "Reichsmarine" είναι, από το 1928, ο Ναύαρχος Έριχ Ρέντερ, ο οποίος δεν συμμερίζεται τις Ναζιστικές απόψεις. Είναι, όμως, αξιωματικός καριέρας, βετεράνος του Πρώτου Πολέμου και ναυτικός με αγάπη για το Όπλο του. Ωστόσο, το Γερμανικό Ναυτικό άρχισε να ανασυγκροτείται πριν την ανάληψη της Κυβέρνησης από τους Ναζί του Χίτλερ: Στις αρχές Οκτωβρίου του 1928 αποφασίστηκε να ξαναγίνει το Πολεμικό Ναυτικό σημαντική δύναμη.
Ο Ρέντερ, που ανέλαβε την ηγεσία, εκτός από τα προβλήματα συμμόρφωσης με τη Συνθήκη και την έλλειψη σημαντικών πόρων που αντιμετώπιζε, είχε ένα ακόμη πιο δύσκολο στόχο: Να πείσει τη Γερμανική ηγεσία ότι το Ναυτικό μπορούσε να γίνει ξανά σημαντική και υπολογίσιμη δύναμη. Ο Ρέντερ το πέτυχε, πείθοντας τόσο τον Πρόεδρο Χίντενμπουργκ όσο και το Γερμανικό Κοινοβούλιο και εξασφάλισε, έτσι, τα απαιτούμενα κονδύλια για το πρόγραμμα ανασυγκρότησης του Ναυτικού.
Το 1931 καθελκύστηκε το πρώτο από τα σκάφη που το Γερμανικό Ναυτικό ονόμασε αρχικά Panzerschiff (θωρηκτό), το 1940, ωστόσο, κατέταξε τα σκάφη αυτού του τύπου στα "βαρέα καταδρομικά". Πρώτο από αυτά τα σκάφη ήταν το "Ντόιτσλαντ" (Deutschland), το οποίο, μετά τη βύθιση του αδελφού σκάφους "Αντμιράλ Γκραφ Σπε" (Admiral Graf Spee) , μετονομάστηκε σε "Λύτσοβ" (Lützow) με εντολή του Χίτλερ.
Οι Βρετανοί αποκάλεσαν τα σκάφη αυτής της τάξης "Θωρηκτά Τσέπης" (pocket battleships) και η αλήθεια είναι ότι άξιζαν αυτό το χαρακτηρισμό: Σε εκτόπισμα ελάχιστα μεγαλύτερο των 10.000 τόνων κατάφεραν να ενσωματώσουν θωράκιση, πυροβόλα των 11 ιντσών και να δώσουν στα σκάφη αυτά ταχύτητα 28 κόμβων. Από την κλάση αυτή κατασκευάστηκαν άλλα δύο σκάφη, το "Αντμιράλ Γκραφ Σπε" (Admiral Graf Spee) και το "Αντμιράλ Σέερ" (Admiral Scheer).
ΣΧΕΔΙΟ "Ζ"
Μέχρι το 1933 το Ναυτικό του Ράιχ (Reichsmarine) ακολουθούσε τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Δεν διέθετε υποβρύχια και ο στόλος επιφανείας περιοριζόταν σε όσα προέβλεπε η Συνθήκη. Με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, οι όροι της Συνθήκης άρχισαν να αγνοούνται συστηματικά και οι Γερμανοί ξεκίνησαν να καταστρώνουν ένα πρόγραμμα ναυτικού επανεξοπλισμού, το οποίο επονομάστηκε "Σχέδιο Ζ" (Plan Z). Σύμφωνα με αυτό θα δημιουργούνταν ταυτόχρονα ένας στόλος σκαφών επιφανείας και ένας στόλος υποβρυχίων κατά το πρότυπο των Βρετανικών Ναυτικών δυνάμεων του Πρώτου Πολέμου.
Η αρχική πρόβλεψη ήταν για 800 εν συνόλω σκάφη, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονταν 15 θωρηκτά, 13 βαρέα καταδρομικά, τέσσερα αεροπλανοφόρα, 23 καταδρομικά, 22 βαρέα αντιτορπιλικά (Spähkreuzer), 158 αντιτορπιλικά και τορπιλοβόλα και 249 υποβρύχια. Το σχέδιο θα διαρκούσε επτά χρόνια (1939 - 1946), ο προϋπολογισμός του ήταν 33 δισεκατομμύρια μάρκα (Reichsmark) και η επάνδρωσή του θα απορροφούσε συνολικά περίπου 200.000 άνδρες. Το σχέδιο αυτό δεν υλοποιήθηκε ποτέ.
Είναι αμφίβολο εάν η Γερμανία διέθετε τους απαραίτητους πόρους για να το πραγματοποιήσει, ενώ δεν θα ήταν λογικό να αναμένει κανείς ότι οι υπόλοιπες Ευρωπαϊκές δυνάμεις θα παρακολουθούσαν απαθείς την εξέλιξή του. Την 1η Σεπτεμβρίου 1939 η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία και τέσσερις μήνες αργότερα το σχέδιο ματαιώθηκε. Όλα τα σκάφη, των οποίων η ναυπήγηση είχε ξεκινήσει (όπως τα Kreuzer M και Ν), διαλύθηκαν και τα εξαρτήματά τους χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή περισσότερων υποβρυχίων.
Το 1935 η Γερμανία υπέγραψε Ναυτικό Σύμφωνο με τη Μεγάλη Βρετανία (18 Ιουνίου). Σε αυτό προβλεπόταν ότι η Γερμανία θα μπορεί να ναυπηγήσει σκάφη επιφανείας συνολικού εκτοπίσματος ίσου με το 35% του αντίστοιχου Βρετανικού και υποβρύχια συνολικού εκτοπίσματος ίσου με το 45% του αντίστοιχου Βρετανικού. Ένας επιπλέον όρος προέβλεπε ότι κανένα Γερμανικό σκάφος δεν μπορούσε να υπερβεί τους 35.000 τόνους. Σχεδόν αμέσως το - έως τότε - "Reichsmarine" μετονομάζεται σε "Kriegsmarine". Ηγέτης του (Oberbefehlshaber der Kriegsmarine) παραμένει ο Έριχ Ρέντερ.
Το ίδιο έτος ο Πλοίαρχος Καρλ Ντένιτς ξεκινά την οργάνωση ενός στόλου υποβρυχίων, παρά το γεγονός ότι ο Ρέντερ δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκά διακείμενος προς τα υποβρύχια. Ο Ντένιτς όμως είναι πολύ δραστήριος και καταφέρνει να δημιουργήσει αξιόμαχο στόλο υποβρυχίων, ο οποίος κατά τη διάρκεια του Πολέμου θα βυθίσει 2.603 Συμμαχικά σκάφη.
Σήμερα εκτιμάται ότι η εγκατάλειψη του ''Σχεδίου Ζ'' υπήρξε μοιραία για τη Γερμανία. Η μη ναυπήγηση αεροπλανοφόρων ήταν σημαντικό σφάλμα, όπως αποδείχτηκε από τον τρόπο βύθισης του "Βίσμαρκ", ενώ τα υποβρύχια είχαν υπερβολικά μικρή ταχύτητα σε κατάδυση (μόλις 8 κόμβοι) και ήταν εύκολοι στόχοι των αντιτορπιλικών. Έτσι περί τα μέσα του πολέμου ο υποβρύχιος πόλεμος χρεωκοπεί, καθώς χάνονται σκάφη και -το κυριότερο- πληρώματα, που είναι ολοσχερώς αδύνατο να αναπληρωθούν.
Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ
Επικεφαλής της Διοίκησης του Ναυτικού (Chef der Marineleitung), όπως λεγόταν στην περίοδο 1920 - 1935 ήταν από το 1928 ο Ναύαρχος Έριχ Ρέντερ, ο οποίος το 1938 έλαβε τον τίτλο του Μεγάλου Ναύαρχου (Grossadmiral). Η Διοίκηση μετονομάστηκε το 1935 σε Oberbefehlshaber der Kriegsmarineκαι δεν άλλαξε όνομα μέχρι το 1945. Ανώτατος αρχηγός του Ναυτικού, όπως και όλων των Ενόπλων Δυνάμεων, από το 1933 και μετά ήταν ο Αδόλφος Χίτλερ.
Ήταν ο επικεφαλής του Oberkommando der Marine, στο οποίο υπαγόταν ο Ρέντερ, ο οποίος παραιτήθηκε το 1943 και τη θέση του ανέλαβε ο Καρλ Ντένιτς. Αυτός ορίστηκε ως διάδοχος του Χίτλερ από τον ίδιο και αντικαταστάθηκε από τον Ναύαρχο Χανς-Γκέοργκ φον Φρίντεμπουργκ (Hans-Georg von Friedeburg), ο οποίος παρέμεινε στη θέση αυτή μόλις για οκτώ ημέρες, καθώς ο πόλεμος έληξε και οι ένοπλες δυνάμεις της Γερμανίας έπαυσαν να υφίστανται κυριολεκτικά και νομικά.
Επικεφαλής του "Γενικού Ναυτικού Επιτελείου" διετέλεσαν κατά χρονολογική σειρά οι:
- Ναύαρχος Όττο Γκρόος (Dr. Otto Groos) 28 Σεπτ. 1931 - 28 Σεπτ. 1934,
- Ναύαρχος Γκίντερ Γκούζε (Günther Guse) 29 Σεπτ. 1934 - 31 Οκτ. 1938,
- Αρχιναύαρχος Όττο Σνίβινγκ (Otto Schniewing) 31 Οκτ. 1938 - 13 Ιουν. 1941,
- Ναύαρχος Κουρτ Φρίκε (Kurt Fricke) 13 Ιουν. 1941 - 20 Φεβ. 1943, και
- Ναύαρχος Βίλχελμ Μάιζελ (Wilhelm Meisel) 20 Φεβ. 1943 - 22 Ιουλ. 1945.
Υπήρχαν, επίσης, οι εξής διοικητικοί φορείς:
- Αρχηγός Ναυτικών Επιχειρήσεων (Chef der Operationsabteilung)
- Αρχηγός του Στόλου (Flottenchef)
- Γενική Ναυτική Διοίκηση Βορρά (Marineoberkommando Nord)
- Γενική Ναυτική Διοίκηση Βόρειας θάλασσας (Marineoberkommando Nordsee)
- Γενική Ναυτική Διοίκηση Νορβηγίας (Marineoberkommando Norwegen)
- Γενική Ναυτική Διοίκηση Ανατολής (Marineoberkommando Ost)
- Γενική Ναυτική Διοίκηση Δύσης (Marineoberkommando West)
- Γενική Ναυτική Διοίκηση Νότου (Marineoberkommando Süd)
- Ναυαρχείο Ακτών Ατλαντικού
- Ναυαρχεία Βαλτικής θάλασσας (Ανατολικής / Δυτικής)
- Ναυαρχείο Βελγίου / Ολλανδίας
- Ναυαρχείο Μαύρης Θάλασσας
- Ναυαρχείο Ανατολικής Ασίας
- Ναυαρχείο κόλπου Ελιγολάνδης
- Ναυαρχείο Βόρειας Θάλασσας
Κατά περίπτωση ορίζονταν οι επικεφαλής κάθε Ναυτικής επιχείρησης που αναλάμβανε το Πολεμικό Ναυτικό.
ΟΙ ΒΑΘΜΟΙ ΤΩΝ ΕΝΣΤΟΛΩΝ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ
Οι βαθμοί των Αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού ήταν οι εξής:
- Επικελευστής (Fähnrich zur See)
- Αρχικελευστής (Oberfähnrich zur See)
- Σημαιοφόρος (Leutnant zur See)
- Ανθυποπλοίαρχος (Oberleutnant zur See)
- Υποπλοίαρχος (Kapitänleutnant)
- Πλωτάρχης (Korvettenkapitän)
- Αντιπλοίαρχος (Fregatenkapitän)
- Πλοίαρχος (Kapitän zur See)
- Αρχιπλοίαρχος (Kommodore)
- Υποναύαρχος (κατ) (Rear Admiral)
- Υποναύαρχος (ανωτ) (Konteradmiral)
- Αντιναύαρχος (Vizeadmiral)
- Αρχιναύαρχος (Generaladmiral)
- Μέγας Ναύαρχος (Großadmiral)
ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ
Σκάφη Επιφανείας
Οι κλάσεις των σκαφών επιφανείας του Πολεμικού Ναυτικού κατά την περίοδο 1935 - 1945 ήταν οι εξής (αναφέρονται και τα σκάφη που περιλάμβαναν):
Αεροπλανοφόρα
- "Γκραφ Τσέπελιν" (Graf Zeppelin), 1936. Δεν κατασκευάστηκε ποτέ, αν και είχε προγραμματιστεί.
- Ανώνυμο, 1938. Δεν κατασκευάστηκε ποτέ, αν και είχε προγραμματιστεί.
Υπερθωρηκτά Κλάσης ''Der Fuhrer''
- "Ντερ Φύρερ" (Der Fuhrer). Δεν κατασκευάστηκε ποτέ, αν και είχε προγραμματιστεί.
- "Φρίντριχ ντερ Γκρόσε" (Friedrich der Grosse). Δεν κατασκευάστηκε ποτέ, αν και είχε προγραμματιστεί.
Θωρηκτά Κλάσης ''Bismarck''
Καταδρομικά Μάχης Κλάσης "Σάρνχορστ"
- "Σάρνχορστ" (Scharnhorst)
- "Γκνάιζεναου" (Gneisenau)
Θωρηκτά Τσέπης Κλάσης "Αντμιράλ Σερ" (Panzerschiffe)
- "Αντμιράλ Σερ" (Admiral Scheer)
- "Αντμιράλ Γκραφ Σπε" (Admiral Graf Spee)
- "Ντόιτσλαντ" (Deutschland) (μετονομάστηκε το 1939 σε Lützow)
Βαρέα Καταδρομικά Κλάσης "Χίππερ"
- "Πριντς Οιγκέν" (Prinz Eugen)
- "Λύτσοβ" (Lützow). Η κατασκευή του ξεκίνησε αλλά δεν ολοκληρώθηκε.
- "Ζάυντλιτς" (Seydlitz). Η κατασκευή του ξεκίνησε αλλά δεν ολοκληρώθηκε.
Ελαφρά Καταδρομικά Κλάσης "Νύρνμπεργκ"
- "Κένιγκσμπεργκ" (Konigsberg)
Αντιτορπιλικά
Z1 Leberecht Maass, Z2 Georg Thiele, Z3 Max Schultz, Z4 Richard Beitzen, Z5 Paul Jacobi, Z6 Theodor Riedel, Z7 Hermann Schoemann, Z8 Bruno Heinemann, Z9 Wolfgang Zenker, Z10 Hans Lody, Z11Bernd von Arnim, Z12 Erich Geise, Z13 Erich Koellner, Z14 Friedrich Ihn, Z15 Erich Steinbrink, Z16 Friedrich Eckholdt, Z17 Diether von Roeder, Z18 Hans Ludemann, Z19 Hermann Kunne, Z20 Karl Galster, Z21 Wilhelm Heidkamp, Z22 Anton Schmitt, Z29, Z30, Z31, Z32, Z33, Z34, Z35, Z36, Z37, Z38, Z39, Z43, Z44.
Οπλιταγωγά
- Γκενεράλ φον Στόιμπεν (General von Steuben)
Ο Στόλος επιφανείας περιλάμβανε, επίσης, αρκετά τορπιλλοβόλα, ναρκαλιευτικά, εκπαιδευτικά και βοηθητικά σκάφη.
Βοηθητικά Καταδρομικά
Μια ενδιαφέρουσα, από άποψη τακτικής, κίνηση του Πολεμικού Ναυτικού ήταν η δημιουργία μετασκευασμένων εμπορικών σε "πολεμικά" σκάφη, τα οποία είχαν την όψη ενός κοινού εμπορικού σκάφους, διέθεταν, όμως, θωράκιση και εξοπλισμό καταδρομικού. Προορίζονταν για την καταστροφή (και, όπως στην περίπτωση του "Τορ" και για λαφυραγώγηση) εμπορικών πλοίων. Το Πολεμικό Ναυτικό τα αποκαλούσε Hilfskreuzer (HSK, βοηθητικά καταδρομικά) και κατάφεραν να βυθίσουν σκάφη συνολικού εκτοπίσματος περίπου 600.000 τόνων. Τα σκάφη αυτά ήταν τα εξής:
- Ατλάντις (Atlantis) (HSK-2)
- Πίνγκουιν (Pinguin) (HSK-5)
- Κόρμοραν (Kormoran) (HSK-8)
- Κόρονελ (Coronel) (HSK-10)
Από τα περισσότερο γνωστά ήταν το Kormoran και το Thor. Συνήθως τα σκάφη αυτά βύθιζαν (και αν ήταν δυνατό λεηλατούσαν, όπως το Τορ) εμπορικά σκάφη αλλά υπέκυπταν στην ανωτερότητα πραγματικών πολεμικών σκαφών. ΤοΚόρμοραν, π.χ., καταστράφηκε από το βαρύ καταδρομικό Sydney του Αυστραλιανού ναυτικού, αλλά υποκύπτοντας κατάφερε να βυθίσει το αντίπαλο σκάφος. Κανένα από αυτά τα σκάφη δεν απέφυγε τη βύθιση.
Υποβρύχια
Τα υποβρύχια αποτέλεσαν την "αιχμή του δόρατος" του Πολεμικού Ναυτικού στις πολεμικές επιχειρήσεις. Ο πρώτος στολίσκος υποβρυχίων δημιουργήθηκε από τον τότε πλοίαρχο Καρλ Ντένιτς. Ο Ντένιτς, αναλαμβάνοντας καθήκοντα το Σεπτέμβριο του 1933, βρήκε συνολικά τρία σκάφη, τα U-7, U-8 και U-9, τα οποία ήταν -κατά γενική ομολογία- "βαρκούλες": Κατάλληλα μόνο για εκπαίδευση και πολύ μικρές επιχειρήσεις κοντά σε ακτές και ολοσχερώς ακατάλληλα για επιχειρήσεις σε ανοικτές θάλασσες, όπως ο Ατλαντικός Ωκεανός.
Ξεκινά ένα πρόγραμμα σχεδίασης και κατασκευής υποβρυχίων σκαφών, με τον τύπο ΙΙ. Το 1936 ο Ντένιτς ονομάζεται επικεφαλής ολόκληρου του Στόλου Υποβρυχίων (Führer der Unterseeboote (FdU)) και ξεκινά τη ριζική αναδιοργάνωση του υποβρυχίου όπλου, καθώς ο Χίτλερ αγνοεί πλέον ολοσχερώς τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και έχει υπογράψει σχετικό σύμφωνο με τη Βρετανία.
Μολονότι ο Ρέντερ, ναυτικός των σκαφών επιφανείας, δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκά διακείμενος προς το υποβρύχιο όπλο, συγκρούεται συχνά με τον Χέρμαν Γκαίρινγκ, επικεφαλής του Τετραετούς σχεδίου, που αποστερεί πόρους από το Ναυτικό (και κυρίως από τα υποβρύχια), αποδίδοντάς τους στην Λουφτβάφε. Οι προσπάθειες του Ντένιτς αποδίδουν σύντομα καρπούς: Όταν θα ξεκινήσει η σύρραξη, η Γερμανία δεν θα διαθέτει, ακόμη, αξιόμαχο υποβρύχιο στόλο (μόλις 57 σκάφη).
Η συνεχής κατασκευή και άλλων σκαφών (μολονότι ο αρχικός στόχος 25 σκάφη / μήνα δεν επιτεύχθηκε) θα επιτύχει να κάνει το στόλο αυτό αξιόμαχο τόσο αριθμητικά όσο και, κυρίως, τακτικά. Ο υποβρυχιος στόλος του Ντένιτς θα φέρει σε πολύ δύσκολη θέση τους Βρετανούς αρχικά και τους Συμμάχους αργότερα.
Τύποι Υποβρυχίων
- Τύπος ΙΑ: Το πρώτο αμιγούς Γερμανικής σχεδίασης (και προδιαγραφών) υποβρύχιο, καθελκύστηκε στις 14 Φεβρουαρίου 1936. Δεν θεωρήθηκε επιτυχημένο, καθώς εμφάνισε μηχανικά προβλήματα, που το χαρακτήρισαν μειωμένης αξιοπιστίας, ενώ παράλληλα δεν ήταν και πολύ ευέλικτο. Γι' αυτούς τους λόγους αποφασίστηκε η ματαίωση κατασκευής και άλλων σκαφών, πλην των δύο που είχαν ήδη κατασκευαστεί. Αυτά περιορίστηκαν σε εκπαιδευτικό ρόλο αλλά και για λόγους προπαγάνδας από το Ναζιστικό καθεστώς. Αποτέλεσαν όμως τη βάση για το σχεδιασμό των τύπων VII και IX.
- Τύπος ΙΙ: Τα πρώτα 12 υποβρύχια αυτού του τύπου εμφανίζονται τον Ιούνιο του 1935, αν και η κατασκευή τους είχε αρχίσει μυστικά ήδη από το 1934. Συνολικά κατασκευάστηκαν 50 υποβρύχια αυτού του τύπου με τέσσερεις παραλλαγές: ΙΙΑ, ΙΙΒ, IIC και IID. Κάθε παραλλαγή είχε μικροβελτιώσεις σχετικά με την προηγούμενή της. Και πάλι, αυτού του τύπου τα σκάφη ήταν κατάλληλα για παράκτιες περιπολίες και όχι για επιχειρήσεις ανοικτής θαλάσσης.
- Τύπος VII: Εμφανίζεται τον Ιούνιο του 1936. Χωρίς να μπορεί να θεωρηθεί το καλύτερο υποβρύχιο του Πολέμου σε κανένα τομέα, υπήρξε το πλέον επιτυχημένο σκάφος της εποχής του και αποτέλεσε το βασικό κορμό του υποβρυχίου στόλου. Όπως και όλοι οι τύποι υποβρυχίων, η αρχική έκδοση βελτιώθηκε προσδίδοντας μεγαλύτερη ακτίνα δράσης και καλύτερο οπλισμό. Η παραλλαγή VIIC ήταν ο βασικός τύπος επιθετικού υποβρυχίου (κατασκευάστηκαν συνολικά 577 σκάψη της συγκεκριμένης παραλλαγής), η VIID ήταν ο κατάλληλος τύπος για την πόντιση ναρκών και ο τύπος VIIF ήταν ανεφοδιαστικός.
- Τύπος ΙΧ: Σχεδιάστηκε με δύο αντικειμενικούς σκοπούς: Να διαθέτει μεγαλύτερη ακτίνα δράσης από τα (μεσαίας ακτίνας) υποβρύχια VII και να αποτελεί το τακτικό επικεφαλής σκάφος στην "τακτική των λύκων" που υιοθέτησε ο Ντένιτς κατά νηοπομπών. Ήταν το πρώτο υποβρύχιο εκτοπίσματος άνω των 1000 τόνων. Κατασκευάστηκαν συνολικά 193 σκάφη, όπως συνήθως με παραλλαγές, τις IXA, IXB, IXC, IXC/40, IXD1, IXD2, με κάθε τύπο να έχει ελαφρά τροποποιημένα χαρακτηριστικά ως προς τον προκάτοχό του.
- Τύπος XIV: Μεγάλου μεγέθους υποβρύχιο σχεδιασμένο για τον αναφοδιασμό των άλλων τύπων, γι' αυτό και έλαβε το προσωνύμιο Milchkuh (σε ελεύθερη απόδοση "γαλάρα αγελάδα"). Συνολικά παραγγέλθηκαν 24 τέτοιου τύπου υποβρύχια, κατασκευάστηκαν και μπήκαν σε υπηρεσία μόνο 10. Τρία ήταν υπό περάτωση όταν έληξε ο Πόλεμος, τα υπόλοιπα 11 δεν άρχισαν ποτέ να κατασκευάζονται, καθώς δεν υπήρχαν ούτε εργατικά χέρια ούτε μέσα. Δεν επέζησε κανένα, βυθίστηκαν όλα κατά τη διάρκεια του Πολέμου (8 από αυτά το 1943).
- Τύπος XXI: Elektroboat: Με εκτόπισμα 1.622 τόνων σε ανάδυση, ταχύτητα 17,2 κόμβων σε κατάδυση, δυνατότητα μεταφοράς 23 τορπιλών και ακτίνα δράσης 11.150 ναυτικών μιλίων, αυτός ο τύπος υποβρυχίου εμφανίστηκε πολύ αργά για να επηρεάσει την έκβαση του Πολέμου (19 Απριλίου 1944). Αν είχε μπει σε υπηρεσία δύο χρόνια νωρίτερα, κανείς δεν γνωρίζει πώς θα είχε εξελιχτεί η μάχη του Ατλαντικού. Σε υπηρεσία μπήκαν μόνο δύο σκάφη, τα υπόλοιπα 123 που είχαν προγραμματιστεί δεν κατασκευάστηκαν ποτέ.
- Τύπος XXIII: Υποβρύχιο παράκτιας περιπολίας, μικρού εκτοπίσματος (234 τόνοι) και μεγάλης ταχύτητας σε κατάδυση (12,5 κόμβοι, 11 με χρήση σνόρχελ), πλήρωμα 14 ατόμων μόνο και ικανότητα μεταφοράς 2 τορπιλών, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί "υποβρύχιο τσέπης". Προγραμματισμένα προς κατασκευή ήταν 280 σκάφη, κατασκευάστηκαν μόνο 61, το πρώτο από τα οποία μπήκε σε υπηρεσία στις 17 Απριλίου 1944.
Εξετάζοντας τους πιο πάνω τύπους υποβρυχίων γίνεται αντιληπτό ότι τα γερμανικά υποβρύχια, με την εξαίρεση του τύπου XXI, ήταν, στην πραγματικότητα, σκάφη επιφανείας που είχαν τη δυνατότητα κατάδυσης όταν επρόκειτο να κτυπήσουν τον αντίπαλο ή όταν κινδύνευαν. Η ταχύτητά τους σε κατάδυση δεν ξεπερνούσε σε κανένα τύπο τους 8 κόμβους, κανένα δεν είχε αυτονομία επαρκή για μακροχρόνιες καταδύσεις και όλα ήταν υποχρεωμένα να αναδύονται τόσο για την ανανέωση του αέρα στο εσωτερικό τους όσο και για τη φόρτιση των συσσωρευτών τους.
Τα μειονεκτήματα αυτά ήταν σοβαρότατα για ένα στόλο που επιδίωκε να επηρεάσει την έκβαση μιας Παγκόσμιας πολεμικής σύρραξης. Με ταχύτητες 6 - 8 κόμβων σε κατάδυση, τα υποβρύχια αποτελούσαν εύκολο στόχο των βομβών βυθού που έρριπταν τα αντιτορπιλικά και ήταν αδύνατο να ξεφύγουν, αργότερα, από τα ραντάρ. Αυτός ήταν ο βασικός παράγοντας χρεωκοπίας του υποβρύχιου πολέμου ήδη από τις αρχές του 1943.
Ο τύπος XXI εμφανίστηκε με δύο χρόνια καθυστέρηση και δεν επηρέασε καθόλου την έκβαση του Ναυτικού πολέμου, ενώ ο τύπος XXIII δεν προοριζόταν για επιθέσεις αλλά είχε περισσότερο αμυντικό χαρακτήρα. Συνολικά κατασκευάστηκαν και μπήκαν σε πολεμική υπηρεσία 1153 υποβρύχια όλων των τύπων.
ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος
Η πρώτη παρουσία του Πολεμικού Ναυτικού σε πολεμικές επιχειρήσεις σημειώθηκε στον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο: Τον Ιούλιο του 1936 στάλθηκαν στην περιοχή τα θωρηκτά τσέπης Deutschland και Admiral Scheer συνοδευόμενα από το ελαφρύ καταδρομικό Köln και το 2ο στολίσκο τορπιλοβόλων. Αποστολή τους ήταν η κάλυψη των στρατευμάτων του Φράνκο, μολονότι το Deutschland συμμετείχε κυρίως σε αποστολές ανθρωπιστικού χαρακτήρα, διασώζοντας 9.300 πρόσφυγες (4.600 από τους οποίους ήσαν Γερμανοί).
Όταν συστάθηκε η "Διεθνής περίπολος μη παρέμβασης" για την ενίσχυση του εμπάργκο στην Ισπανία, στη Γερμανική μοίρα ανατέθηκε η περιοχή μεταξύ της Αλμερία και της Οροπρέσα. Στις περιπολίες αυτές συμμετείχαν αρκετά σκάφη, μεταξύ των οποίων και το Graf Spee. Η Δημοκρατική πλευρά των αντιμαχομένων είχε ειδοποιήσει τις κυβερνήσεις Γερμανίας και Ιταλίας ότι επισκέψεις σκαφών που εκφόρτωναν πολεμικό υλικό και άλλα εφόδια στο λιμάνι Πάλμα ντε Μαγιόρκα δεν θα επιτραπούν.
Σε εκτέλεση αυτής της ειδοποίησης, στις 24 Μαΐου το Ιταλικό καταδρομικό Barletta, που αγκυροβόλησε στην Πάλμα, δέχτηκε αεροπορική επίθεση με απώλεια έξι ανδρών. Την ίδια μέρα δέχτηκε επίθεση και το Γερμανικό περιπολικό Albatross, χωρίς όμως επιτυχία. Στις 29 Μαΐου 1937 το Deutschland, με Κυβερνήτη τον Πλοίαρχο Πάουλ Βέννεκερ (Paul Wenneker), ενεπλάκη σε μάχη στα ανοικτά της Ίμπιζα, όταν δύο βομβαρδιστικά της Δημοκρατικής αεροπορίας του επιτέθηκαν, προκαλώντας του απώλειες (31 νεκροί, 110 τραυματίες).
Σε απάντηση, το Admiral Scheer βομβάρδισε την Αλμερία στις 31 Μαΐου. Νέες επιθέσεις, αυτή τη φορά με υποβρύχια, εναντίον του Leipzig έξω από το λιμάνι του Οράν στα μέσα Ιουνίου του 1937, ανάγκασαν το Πολεμικό Ναυτικό να αποχωρήσει από τη Διεθνή περίπολο, αν και διατήρησε σταθερή παρουσία στην περιοχή μέχρι τη λήξη του πολέμου.
Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος
Το Γερμανικό Ναυτικό κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου διέθετε περιορισμένο αριθμό σκαφών επιφανείας σε σχέση με τους αντιπάλους του και, ως εκ τούτου, δεν μπόρεσε να διαδραματίσει πολύ σημαντικό ρόλο, αν και τα σκάφη χρησιμοποιήθηκαν με ικανοποιητική αποτελεσματικότητα. Αντίθετα, διέθετε σημαντικό αριθμό υποβρυχίων, τα οποία έφεραν σε αρκετά δύσκολη θέση την Βρετανία αρχικά και τους Συμμάχους γενικότερα.
Το πρόβλημα με τα σκάφη επιφανείας προερχόταν, κυρίως, από την εγκατάλειψη του σχεδίου "Ζ", με αποτέλεσμα ο στόλος να μην ανανεώνει τα απωλεσθέντα σκάφη. Επίσης, σημαντικό πρόβλημα προέκυψε τόσο από την απουσία ναυτικής αεροπορίας (δεν κατασκευάστηκαν ποτέ τα προγραμματισμένα αεροπλανοφόρα) όσο και από την αδυναμία συνεργασίας Πολεμικού Ναυτικού και Αεροπορίας: Ο Γκαίρινγκ αρνήθηκε επίμονα να θέσει έστω και ένα αεροσκάφος υπό τη διοίκηση αξιωματικού του Ναυτικού.
Η τακτική αυτή υπήρξε ολέθρια, ειδικά στις επιθέσεις κατά νηοπομπών. Το Πολεμικό Ναυτικό ενεπλάκη σε πολεμικές επιχειρήσεις πριν σχεδόν αρχίσουν οι επιχειρήσεις στην ξηρά. Έλαβε μέρος στη μάχη του Βέστερπλάττε (Westerplatte) κατά την εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία με δύο πολεμικά σκάφη και μια μοίρα ξηράς.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΣΚΑΦΩΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ
1939
- Επιχείρηση του Admiral Graf Spee στον Ατλαντικό. Ναυμαχία του Ρίβερ Πλέιτ. Αυτοβύθιση του Γκραφ Σπέε.
- Επιχείρηση του Deutschland στον Ατλαντικό. Αλλαγή ονομασίας του σε Lützow
1940
- 22.02.1940: Επιχείρηση Wikinger (Unternehmen Wikinger).
- 10 - 13 Απριλίου 1940: Ναυμαχία με το Renown κατά την εισβολή στο Τροντχάιμ και το Νάρβικ.
- 08.06.1940: Βύθιση του Glorious.
- 01-27.12.1940: Επιχείρηση "Nordseetour": Πρώτη εξόρμηση του Άντμιραλ Χίππερ στον Ατλαντικό.
1941
- Ιανουάριος - Μάρτιος 1941: Επιχείρηση "Berlin": Εξορμήσεις των Σάρνχορστ και Γκνάιζεναου στον Ατλαντικό.
- 01-14.02.1941: Δεύτερη εξόρμηση του Admiral Hipper στον Ατλαντικό.
- 18-29.05.1941: Επιχείρηση "Rheinübung": Το "κυνήγι" του Βίσμαρκ.
- 24.05.1941: Βύθιση από το Βίσμαρκ του βρετανικού θωρηκτού Χουντ (Hood).
1942
- 11-13 -02- 1942: Επιχείρηση "Cerberus": Κίνηση των σκαφών Σάρνχορστ, Γκνάιζεναου και Πριντς Όιγκεν από τη Βρέστηπρος Γερμανικούς λιμένες.
- Επιχείρηση "Doppelschlag": Κίνηση των Άντμιραλ Σέερ και Άντμιραλ Χίππερ εναντίον σκαφών στη Νέα Ζεμλιά.
- Επιχείρηση Rösselsprung (1942): Επιχείρηση (με συμμετοχή του Τίρπιτς κατά της νηοπομπής PQ-17.
- Επιχείρηση Wunderland (1942): Επιχείρηση του Αντμιραλ Σέερ κατά νηοπομπών.
- Επιχείρηση Regenbogen:Αποτυχημένη επίθεση των Άντμιραλ Χίππερ και Λύτσοβ κατά της νηοπομπής JW-51B.
1943
- 07-09.09.1943: Επιχείρηση "Sizilien": Επίθεση κατά της Σπιτσβέργης.
- Επιχείρηση Ostfront:Τελευταία απόπειρα του Σάρνχορστ να επιτεθεί κατά της νηοπομπής JW-55B.
- 26.12.1943: Ναυμαχία στο Βόρειο Ακρωτήριο, βύθιση του Σάρνχορστ.
1945
- Επιχείρηση Deadlight: Βύθιση των υποβρυχίων μετά τη λήξη του Πολέμου.
Ύστερα από τις Γερμανικές αποτυχίες και βυθίσεις μεγάλων σκαφών το 1943 (ιδιαίτερα μετά το φιάσκο της Ναυμαχίας στη Θάλασσα του Μπάρεντς), ο Χίτλερ κάλεσε τον Ρέντερ και έξαλλος του ανακοίνωσε ότι σκόπευε να διαλύσει το στόλο επιφανείας, που "δεν έκανε τίποτε άλλο από το να απορροφά πόρους χωρίς κανένα αντίκρισμα". Ο Ρέντερ προσπάθησε να δικαιολογήσει τις αποτυχίες των μονάδων του -όχι χωρίς κάποια σοβαρά επιχειρήματα- αλλά ο Χίτλερ δεν ήταν σε θέση να τον ακούσει.
Ο Ρέντερ, προβλέποντας ότι θα είναι Μέγας Ναύαρχος χωρίς Στόλο, ψέλλισε την παραίτησή του και υπέδειξε, με προτροπή του Χίτλερ και όχι χωρίς δυσφορία, ως αντικαταστάτη του τον Ντένιτς, ο οποίος πράγματι τον διαδέχτηκε και κατάφερε να μην παροπλιστούν τα σκάφη που είχαν απομείνει. Ωστόσο, ήταν τόσο λίγα, μπροστά στον κολοσσιαίο, πλέον, στόλο των Συμμάχων, που δεν ήταν σε θέση να αναλάβουν καμία σοβαρή επιχείρηση.
Το βάρος έπεσε κύρια στα υποβρύχια. Η αδυναμία του Πολεμικού Ναυτικού έγινε εμφανέστατη κατά την Απόβαση στη Νορμανδία το 1944: Κανένα σκάφος δεν εμφανίστηκε για να αντιμετωπίσει τα αποβατικά των Συμμάχων, πλην ενός αντιτορπιλικού, το οποίο, κάτω από τα σφοδρά πυρά των συμμαχικών σκαφών έσπευσε να απομακρυνθεί, ενώ τα υποβρύχια κατάφεραν να βυθίσουν μόλις ένα αντιτορπιλικό από ένα Στόλο περίπου 2.500 σκαφών κάθε τύπου.
ΟΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΤΩΝ ΣΥΜΜΑΧΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ
Πολεμικά Σκάφη
- Αεροπλανοφόρο HMS Royal Oak (Ην. Βασίλειο), 14.10.1939: Τορπιλλίστηκε από το υποβρύχιο U-47.
- Θωρηκτό μάχης HMS Hood (Ην. Βασίλειο), 24.05.1941: Βυθίστηκε σε ναυμαχία από το Βίσμαρκ.
- Θωρηκτό HMS Barham (Ην. Βασίλειο), 25.11.1941: Τορπιλλίστηκε από το υποβρύχιο U-331.
- Αεροπλανοφόρο HMS Courageous (Ην. Βασίλειο) , 17.09.1939: Τορπιλλίστηκε από το υποβρύχιο U-29 συνοδεύοντας νηοπομπή.
- Αεροπλανοφόρο συνοδείας HMS Glorious (Ην. Βασίλειο), 8.06.1940: Βυθίστηκε σε ναυμαχία από τα Γκνάιζεναου και Σάρνχορστ.
- Αεροπλανοφόρο HMS Ark Royal (Ην. Βασίλειο), 14.11.1941: Τορπιλλίστηκε από το υποβρύχιο U-81.
- Αεροπλανοφόρο συνοδείας HMS Audacity (Ην. Βασίλειο), 21.12.1941: Τορπιλλίστηκε από το υποβρύχιο U-751.
- Αεροπλανοφόρο HMS Eagle (Ην. Βασίλειο), 11.08.1942: Τορπιλλίστηκε από το υποβρύχιο U-73.
- Αεροπλανοφόρο συνοδείας HMS Avenger (Ην. Βασίλειο), 15.11.1942: Τορπιλλίστηκε από το υποβρύχιο U-155.
- Ελαφρύ καταδρομικό HMAS Sydney (Αυστραλία), 19.11.1941: Βυθίστηκε από το "βοηθητικό καταδρομικό" Kormoran.
- Καταδρομικό USS Reuben James (ΗΠΑ).
- Αεροπλανοφόρο συνοδείας USS Block Island (ΗΠΑ), 29.05.1944: Τορπιλλίστηκε από το υποβρύχιο U-549.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Ο Καρλ Ντένιτς, αφοσιωμένος και επαγγελματίας αξιωματικός, παρέμεινε στη θέση του μέχρι τις 30 Απριλίου 1945. Τότε έμαθε ότι ο Χίτλερ τον είχε αναγορεύσει διάδοχό του, λίγο πριν αυτοκτονήσει. Παρέμεινε σε αυτή τη θέση μέχρι τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας, οπότε και συνελήφθη από τους Συμμάχους και παραπέμφθηκε να δικαστεί στη Δίκη της Νυρεμβέργης μαζί με τον Έριχ Ρέντερ. Την τελευταία μέρα διοίκησής του στο Πολεμικό Ναυτικό είχαν απομείνει, επιχειρησιακώς ενεργά, μόνο δύο μεγάλα σκάφη επιφανείας. Τα σκάφη που επέζησαν της σύρραξης είτε διαλύθηκαν είτε δόθηκαν ως πολεμική αποζημίωση στις νικήτριες δυνάμεις.
ΤΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ ΥΠΟΒΡΥΧΙΑ ΣΤΟΝ ΑΤΛΑΝΤΙΚΟ (1939 - 1945)
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΥΠΟΒΡΥΧΙΩΝ
Τα Γερμανικά υποβρύχια είχαν ως στόχο κάθε εχθρικό σκάφος, ανεξάρτητα τύπου και εκτοπίσματος. Καθ' όλη τη διάρκεια του Πολέμου κατόρθωσαν να βυθίσουν περίπου 2.700 σκάφη, ανάμεσα στα οποία και μεγάλα πολεμικά. Εν τούτοις, κύριος στόχος των υποβρυχίων ήταν πάντα οι νηοπομπές μεταφοράς εφοδίων από τις ΗΠΑ προς τους Συμμάχους τους, ακόμη και πριν την επίσημη είσοδο των ΗΠΑ στη σύρραξη. Τολμηροί κυβερνήτες υποβρυχίων είχαν εισδύσει και καταστρέψει εμπορικά σκάφη ακόμη και στο λιμάνι της Νέας Υόρκης.
Αυτό ανάγκασε τον Πρόεδρο Ρούζβελτ να καθορίσει μια "ζώνη ασφαλείας" στον Ατλαντικό, δίνοντας παράλληλα το σύνθημα "Shoot first" (χτυπάτε πρώτοι) στα σκάφη που περιπολούσαν στη ζώνη αυτή. Παρόλ' αυτά, τα Γερμανικά υποβρύχια δεν σταμάτησαν τις δραστηριότητές τους - χαρακτηριστικό παράδειγμα το καταδρομικό Ρόιμπεν Τζέιμς (Reuben James) του Αμερικανικού Ναυτικού, που δεν πρόλαβε να "κτυπήσει" πρώτο και βυθίστηκε από το υποβρύχιο U-53. Οι ακτές της Νέας Υόρκης είχαν αποκληθεί "ο Παράδεισος των υποβρυχίων" από τους Βρετανούς.
Οι ΗΠΑ αποφάσισαν τότε να ζητήσουν τη βοήθεια των Βρετανών για να οργανώσουν ανθυποβρυχιακή άμυνα. Το αποτέλεσμα ήταν ο δραστικός περιορισμός των δραστηριοτήτων των Γερμανικών υποβρυχίων. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι οι δραστηριότητές τους σταμάτησαν - οι βασικοί στόχοι (νηοπομπές) συνέχισαν να πλήττονται.
Ωστόσο, καθώς τα Γερμανικά σκάφη ήταν αργά (σε κατάδυση) και είχαν μεσαία ακτίνα δράσης, ενώ έπρεπε να διασπούν αποκλεισμούς για να φθάσουν σε Γερμανικά λιμάνια, δεν ήταν δυνατή η ταυτόχρονη παρουσία περισσότερων των 6 - 7 σκαφών στον Ατλαντικό, ενώ η ανθυποβρυχιακή δραστηριότητα οδηγούσε σε συνεχείς απώλειες σκαφών αλλά και, το κυριότερο, αναντικατάστατων πληρωμάτων. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου το 60% των U-boote που δρούσαν στις θάλασσες βυθίστηκε κατά τη διάρκεια αποστολών. 28.000 από τους 40.000 άνδρες των πληρωμάτων τους χάθηκαν, ενώ 8.000 συνελήφθησαν αιχμάλωτοι.
Ήταν το όπλο με τις μεγαλύτερες απώλειες κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης. Σημαντικό ρόλο στην αποτυχία του υποβρύχιου πολέμου διαδραμάτισε η χρήση της συσκευής Enigma από το Πολεμικό Ναυτικό. Οι Βρετανοί είχαν καταφέρει, ήδη από το 1940, να σπάσουν τους κώδικες της συσκευής Enigma (επιχείρηση Ultra) και ήταν σε θέση να αποκρυπτογραφούν τα μηνύματα που ανταλλάσσονταν μεταξύ Ναυαρχείων και σκαφών. Το Πολεμικό Ναυτικό χρησιμοποιούσε πιο πολύπλοκη συσκευή Enigma με οκτώ ρότορες, πράγμα που έκανε την αποκρυπτογράφηση πολύ δυσχερέστερη.
Ωστόσο, οι εργαζόμενοι του Μπλέτσλεϊ Παρκ ξεπέρασαν και αυτό το εμπόδιο. Μια επιπλέον αιτία, μετά το 1942, ήταν η υιοθέτηση χρήσης αεροπλανοφόρων συνοδείας στις νηοπομπές: Εντοπίζοντας με το ραντάρ τη θέση του υποβρυχίου, το οποίο ήταν υποχρεωμένο να αναδυθεί τη νύκτα, αποστέλλονταν ειδικά αεροσκάφη από το αεροπλανοφόρο, τα οποία κυριολεκτικά "έλουζαν με βόμβες" το εν αναδύσει υποβρύχιο.
Όταν ο Ντένιτς διαπίστωσε, από αναφορές κυβερνητών, τι περίπου συνέβαινε, ενημέρωσε τον Χίτλερ, ο οποίος εξεμάνη, απέκρουσε τις αιτιάσεις του Ναυάρχου του ως ανυπόστατες και του φώναξε: "Δεν θα εγκαταλείψω τον Ατλαντικό! Είναι η αμυντική μου τάφρος!". Οι εξελίξεις δικαίωσαν τον Ντένιτς, ο οποίος μέσα σε δέκα ημέρες έχασε τρεις από τους κορυφαίους κυβερνήτες των σκαφών του: Τον Κρέτσμερ, τον Σέπκε και τον Πρίεν.
Ο ΥΠΟΒΡΥΧΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Tα Γερμανικά υποβρύχια είχαν μια σημαντική αποστολή: να βυθίζουν τις συμμαχικές αποστολές που επιχειρούσαν να διασχίσουν τον Ατλαντικό μεταφέροντας εφόδια προς την Ευρώπη. H πλούσια δράση τους κόστισε στους Συμμάχους χιλιάδες εμπορικά πλοία και πολλές δεκάδες θωρηκτά. Ωστόσο, με την είσοδο των HΠA στον πόλεμο, η μάχη για την κυριαρχία στον Ατλαντικό άρχισε να κλίνει υπέρ των Συμμάχων. "Αυτό που με φόβιζε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν ο κίνδυνος των U-Boat", έγραψε ο Τσώρτσιλ και πραγματικά μέχρι το τέλος του 1940 αυτός ο κίνδυνος ήταν ανησυχητικά εμφανής.
Tα Γερμανικά υποβρύχια επεδίωξαν να αποκόψουν τις γραμμές ανεφοδιασμού που επέτρεπαν στη Μεγάλη Βρετανία να παραμείνει στον πόλεμο. Σε απάντηση αυτών, οι Βρετανοί βασίστηκαν σε μεθόδους του A' Παγκοσμίου Πολέμου: ένα φράγμα από θαλάσσιες νάρκες τοποθετήθηκε στα στενά του Ντόβερ, ενέργεια η οποία τελικά αποδείχτηκε αποτελεσματική, αναγκάζοντας τα U-Boat να ακολουθούν τη βόρεια ρότα γύρω από τη Σκωτία για να φθάσουν στον Ατλαντικό. H Γερμανία είχε αρχίσει τον πόλεμο με τα U-Boat να επιχειρούν έχοντας ως βάση λιμένες της Βαλτικής ή της Βόρειας Θάλασσας.
Oι κυβερνήτες τους ήταν γεμάτοι ζήλο αλλά χωρίς μεγάλη εμπειρία. Ενδεικτικό αυτής της απειρίας ήταν το συμβάν που έλαβε χώρα στις 3 Σεπτεμβρίου 1939, λίγες ώρες μετά την κήρυξη του πολέμου από τη Βρετανία. O Φριτς - Γιούλιους Λεμπ, κυβερνήτης του U-30, εκτίμησε λανθασμένα ότι το πλοίο που είχε στο στόχαστρό του ήταν καταδρομικό, με αποτέλεσμα να χτυπήσει ένα επιβατηγό με 1.103 επιβάτες, 200 εκ των οποίων ήταν Αμερικανοί πολίτες που επέστρεφαν στην πατρίδα τους μόλις εμφανίστηκαν τα πρώτα σύννεφα του πολέμου.
Στο Βερολίνο δεν πανηγύρισαν φυσικά το ατυχές συμβάν του τορπιλισμού του επιβατηγού πλοίου που έφερε το όνομα "Athenia". Χαιρέτησαν όμως με ενθουσιασμό άθλους όπως αυτός του Γκύντερ Πρίεν, ο οποίος βύθισε το θωρηκτό "Royal Oak" μέσα στo ναύσταθμο του Σκάπα Φλόου. Εντούτοις, οι Γερμανοί ξεκινούσαν τον πόλεμο με σοβαρότατα τεχνικά προβλήματα. H τορπίλη G7 εμφάνιζε προβλήματα στη διατήρηση του βάθους πλεύσης, ενώ οι μαγνητικοί και κρουστικοί πυροκροτητές αποδείχθηκαν αναξιόπιστοι, επιτρέποντας έτσι σε πολυάριθμα Βρετανικά πλοία να γλιτώσουν, συμπεριλαμβανομένου του θωρηκτού "Warspite".
Γενικά για τους πρώτους οκτώ μήνες, η δραστηριότητα των U-Boat στις ζωτικής σημασίας Βρετανικές θαλάσσιες γραμμές ανεφοδιασμού ήταν σχετικά μικρή. Τρία γεγονότα άλλαξαν τα δεδομένα για τα U-Boat.
- Tο πρώτο ήταν η κατάληψη της Νορβηγίας, που παρείχε στα U-Boat νέες ασφαλείς βάσεις, από τις οποίες θα μπορούσαν να βρεθούν εύκολα στο Βόρειο Ατλαντικό.
- Tο δεύτερο ήταν η συνθηκολόγηση της Γαλλίας που εξασφάλισε στη Γερμανία τα λιμάνια του Μπισκέι, αυξάνοντας έτσι κατά πολύ τον αριθμό των U-Boat που περιπολούσαν στον Ατλαντικό.
- Tο τρίτο ήταν η υιοθέτηση της Rudeltaktik, της "Τακτικής Αγέλης", γνωστής στους Συμμάχους ως wolf - pack ("Αγέλη των Λύκων"), σχεδιασμένη για να αντιμετωπίσει τις Βρετανικές νηοπομπές.
H τακτική αυτή είχε δύο χαρακτηριστικά στοιχεία. Πρώτον, τα U-Boat σχημάτιζαν μία γραμμή αναφοράς, παρακολουθώντας τις πιθανές ρότες από τις οποίες θα περνούσαν οι νηοπομπές και, δεύτερον, το U-Boat που εντόπιζε τη νηοπομπή καλούσε έπειτα τα υπόλοιπα υποβρύχια ώστε να σχηματίσουν μαζί την "αγέλη" για την τελική επίθεση.
Στον αντίποδα, η άμεση χρήση από τους Συμμάχους των συστημάτων Asdic (οι Αμερικανοί μετέπειτα το ονόμασαν Sonar) στα Βρετανικά πλοία συνοδείας - συσκευές με τις οποίες μπορούσαν να υπολογίζουν την πορεία και την απόσταση ενός υποβρύχιου αντικειμένου και να επιτίθενται σε αυτό - έκανε τους κυβερνήτες των U-Boat να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τα αντίπαλα ανθυποβρυχιακά πλοία συνοδείας. Όμως, τα Βρετανικά αντιτορπιλικά ήταν λιγότερα σε αριθμό, κυρίως λόγω των επιχειρήσεων στη Νορβηγία και τη Δουνκέρκη, και το πρόγραμμα αντικατάστασής τους με οπλισμένα μεταγωγά και κορβέτες δεν είχε φθάσει ακόμη στη μέγιστη παραγωγή.
Έτσι οι συμμαχικές νηοπομπές, αποτελούμενες από πλοία κενά φορτίου με κατεύθυνση την Αμερική, θα μπορούσαν να συνοδευθούν μόνο για μία απόσταση περίπου 300 ναυτικών μιλίων δυτικά της Ιρλανδίας. Eκεί η συνοδεία συναντούσε τη νηοπομπή που φορτωμένη με εφόδια επέστρεφε στη Βρετανία. Oι περιοχές ανατολικά εκείνου του σημείου βρέθηκαν πλέον εντός του επιχειρησιακού βεληνεκούς των νέων βάσεων των U-Boat στη Βρέστη και στο Μπορντώ. Έτσι ξεκίνησε αυτό που οι διοικητές των U-Boat ονόμαζαν ως πρώτο "χαρούμενο καιρό" (happy time).
Στην περίοδο από τον Ιούλιο μέχρι τον Οκτώβριο του 1940, 144 ασυνόδευτα Βρετανικά πλοία κατέληξαν στον πυθμένα του Ατλαντικού Ωκεανού, ενώ άλλα 73 βυθίστηκαν γιατί οι νηοπομπές στις οποίες ανήκαν συνοδεύονταν υποτυπωδώς. Επιπλέον, μερικοί από τους τολμηρούς κυβερνήτες των U-Boat ανακάλυψαν σύντομα μία μοιραία "ρωγμή" στο ίδιο το σύστημα Asdic, το οποίο δεν μπορούσε να ανιχνεύσει ένα υποβρύχιο που πλησίαζε πλέοντας στην επιφάνεια.
Η ΩΡΑ ΤΩΝ ΛΥΚΩΝ
H νηοπομπή SC7 αποτελούμενη από 34 πλοία άφησε τη Νέα Σκωτία στις 5 Οκτωβρίου με ένα και μοναδικό αντιτορπιλικό για συνοδεία. Στις 16 Οκτωβρίου βρισκόταν 500 μίλια δυτικά της Ιρλανδίας, όπου συναντήθηκε με ένα άλλο αντιτορπιλικό και μία κορβέτα της κλάσης Flower. Παρόν ήταν ένα U-Boat το οποίο υπέβαλε αμέσως αναφορά με όλες τις σχετικές λεπτομέρειες στο αρχηγείο και έπειτα, υπό το φως της Σελήνης, τορπίλισε δύο από τα εμπορικά πλοία και απομακρύνθηκε. Μέσα στην απειρία τους, τα πλοία συνοδείας έμειναν πίσω για να περισυλλέξουν τους επιζώντες.
H νηοπομπή συνέχισε ασυνόδευτη το ταξίδι μέχρι το επόμενο βράδυ, οπότε ένα άλλο U-Boat έπληξε ένα τρίτο εμπορικό πλοίο, την ώρα που κατέφθανε βοήθεια από τη Βρετανία. Mε το σούρουπο της 18ης Οκτωβρίου, τα δύο αντιτορπιλικά και η μία κορβέτα περιφρουρούσαν τα εναπομείναντα 31 πλοία και ακριβώς πέρα από τον ορίζοντα περίμενε μία περίπολος αποτελούμενη από έξι U-Boat, οι διοικητές των οποίων ήξεραν ακριβώς πού και πότε θα έφθανε η... λεία τους. Δύο από αυτούς τους διοικητές ήταν οι αναγνωρισμένοι άσσοι, Γιοακίμ Σέπκε με το U-100 και Οτο Κρέτσμερ με το U-99.
Χτύπησαν αμέσως μετά τα μεσάνυχτα και ακολούθησε μία νύχτα χάους και σύγχυσης, γεμάτη θάνατο και καταστροφή για την άτυχη νηοπομπή και ενθουσιασμό για τα πληρώματα των U-Boat. Τριγύρω τα πλοία φλέγονταν, ανατινάσσονταν, βυθίζονταν. Μερικά βούλιαζαν αργά, με τη στάθμη των παγωμένων νερών να ανεβαίνει όλο και περισσότερο, άλλα κόβονταν στη μέση, με το ένα κομμάτι τους να ανασηκώνεται και να μένει μετέωρο στο νερό και στη συνέχεια να βυθίζεται μέσα σε δευτερόλεπτα. Tο ατμόπλοιο "Sedgepool", με την πλώρη του κατεστραμμένη, βυθίστηκε αμέσως.
Tα πλοία συνοδείας δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο παρά να συλλέγουν τους επιζώντες, γιατί το Asdic ήταν ουσιαστικά άχρηστο και το ραντάρ που επρόκειτο να το αντικαταστήσει δεν ήταν ακόμη έτοιμο. Μέχρι το πρωί η νηοπομπή είχε διαλυθεί. Από τα 34 πλοία μόνο 12 έφθασαν στο λιμάνι - και τα κατάφεραν μόνο επειδή είχε φθάσει στον Κρέτσμερ και τους συντρόφους του η είδηση ότι ακόμη μία νηοπομπή, η RX 79, βρισκόταν σε αρκετά κοντινή απόσταση δίνοντας στους Γερμανούς έναν νέο στόχο.
Από τα 49 σκάφη αυτής της νηοπομπής, τα U-Boat βύθισαν 12 και προκάλεσαν ζημιές σε άλλα δύο. Μέχρι τον Δεκέμβριο, οι απώλειες των νηοπομπών έφτασαν σε τέτοιο σημείο που η απειλή του λιμού ήταν κάτι παραπάνω από ορατή για τη Μεγάλη Βρετανία. Ένας επιπλέον λόγος ανησυχίας ήταν ότι και τα Ιταλικά υποβρύχια είχαν ξεκινήσει να επιχειρούν από το λιμένα του Μπορντώ τον Νοέμβριο του 1940, με τη δύναμή τους να ανέρχεται γρήγορα σε 26.
Mόνο δραστικά μέτρα θα μπορούσαν να αποτρέψουν την καταστροφή και τα μόνα αποτελεσματικά ήταν περισσότερες συνοδείες, οι οποίες θα φρουρούσαν πιο στενά τις νηοπομπές, διαθέτοντας ταυτόχρονα καλύτερο εξοπλισμό εντοπισμού του εχθρού. Αυτά τα μέτρα έπρεπε να ληφθούν άμεσα. Mία συμφωνία επιτεύχθηκε με τις Ηνωμένες Πολιτείες: σε αντάλλαγμα για τις μισθώσεις διάρκειας 99 ετών που αφορούσαν στην παραχώρηση περιοχών για την εγκατάσταση μεγάλων στρατιωτικών βάσεων στις Μπαχάμες, στην Τζαμάικα, στη Σάντα Λουτσία, στο Τρινιδάδ και στην Αντίγκουα, το Αμερικανικό ναυτικό παρέδωσε 50 αντιτορπιλικά.
Παρόλο που επρόκειτο για γερασμένα σκάφη του A' Παγκοσμίου Πόλεμου, το κενό καλύφθηκε. Tα γρήγορα αντιτορπιλικά πλοία συνοδείας νηοπομπών είχαν μόλις απαλλαχθεί από τα καθήκοντα πρόληψης επικείμενης εισβολής στις Αμερικανικές ακτές και οι κορβέτες έβγαιναν από τα ναυπηγεία με ολοένα αυξανόμενο ρυθμό. Tο σημαντικότερο απ' όλα, οι Βρετανοί είχαν λύσει το πρόβλημα εντοπισμού των U-Boat που έπλεαν στην επιφάνεια.
O πρώτος "Χαρούμενος Καιρός" έμελλε να τελειώσει τον Mάρτιο του 1941, όταν η κύρια περιοχή επιχειρήσεων των U-Boat έπρεπε να μετατοπιστεί δυτικά, για να αποφευχθούν οι Βρετανικές εναέριες επιθέσεις των συμμαχικών αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας. Αλλά η απειλή των U-Boat συνεχίστηκε και πάρα πολλές επιθέσεις έγιναν στον Ατλαντικό κατά τη διάρκεια του 1941. Ο κίνδυνος για τους Συμμάχους δεν θα εξαλειφόταν εντελώς παρά μόνο όταν το Αμερικανικό και το Βρετανικό βασιλικό ναυτικό συνεργάστηκαν αποτελεσματικά, είτε σε επιχειρήσεις στενής συνοδείας νηοπομπών είτε στη συγκρότηση ομάδων καταδίωξης U-Boat.
Η ΤΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΓΕΛΗΣ ''RUDELTAKTIK''
Η τακτική της αγέλης επινοήθηκε για να υπερισχύσει του συστήματος συνοδείας νηοπομπών. H ιδέα ήταν η διαμόρφωση μίας ομάδας από U-Boat, τα οποία όταν θα βρίσκονταν όλα σε κατάλληλη θέση κοντά στη νηοπομπή, θα μπορούσαν να εξαπολύσουν μία πολυμέτωπη και συνδυασμένη επίθεση. Αυτό θα συνέτριβε τα συνοδευτικά σκάφη, καθώς ο μεγάλος αριθμός των επιτιθέμενων και ο αιφνιδιασμός θα προκαλούσαν σύγχυση στον αμυντικό σχηματισμό. Tο πρώτο U-Boat που θα έκανε την αναγνώριση ονομάστηκε "Ίσκιος" - με έργο να διατηρεί επαφή με τη νηοπομπή και να αναφέρει τη θέση της στη BdU.
O "Ίσκιος" θα παρέμενε εκτός του ορατού βεληνεκούς της νηοπομπής, συχνά καταδυόμενος την ημέρα και πλέοντας στην επιφάνεια τη νύχτα. Oταν αρκετά U-Boat θα έφθαναν κοντά στη νηοπομπή, η BdU θα έδινε το σήμα για επίθεση, συνήθως μετά το σούρουπο, οπότε η μικρή σιλουέτα των U-Boat θα καθιστούσε δύσκολη την ανίχνευσή τους. Mε το σήμα για επίθεση, κάθε διοικητής των U-Boat ήταν ελεύθερος να επιλέξει οποιαδήποτε τακτική έκρινε προσφορότερη για την καταστροφή του στόχου. Μερικοί τορπίλιζαν τα πλοία από μακρινή απόσταση, εκτός του βεληνεκούς των πλοίων συνοδείας, εκτοξεύοντας συνήθως μία σειρά από τορπίλες.
Άλλοι, ιδιαίτερα ο Οτο Κρέτσμερ, κατευθύνονταν στο κέντρο της νηοπομπής και εκτόξευαν τορπίλες, επιλέγοντας ως στόχο το σημείο από το οποίο επρόκειτο να περάσουν τα πλοία μερικά δευτερόλεπτα αργότερα. Οποιαδήποτε τακτική και αν υιοθετείτο, ο γενικός κανόνας ήταν να επιτίθενται νύχτα και να αποσύρονται την ημέρα, "κυνηγώντας" το στόχο τους επί αρκετές ημέρες, καθώς όλο και περισσότερα U-Boat κατέφθαναν στην περιοχή. Αυτή η τακτική κατάφερνε καίρια πλήγματα στις συμμαχικές νηοπομπές, αφού τα πλοία συνοδείας γίνονταν εύκολοι στόχοι για τα υποβρύχια της "αγέλης".
Oταν τα συνοδευτικά πλοία ακολουθούσαν ένα U-Boat, ένα άλλο εξαπέλυε επίθεση σε μία διαφορετική θέση, προκαλώντας σύγχυση και σπέρνοντας πανικό. O Κρέτσμερ έγραψε αργότερα στο πολεμικό ημερολόγιό του περιγράφοντας την επίθεση σε μία νηοπομπή: "Τα αντιτορπιλικά βρίσκονται σε πλήρη σύγχυση. Tα πληρώματά τους πυροβολούν χωρίς νόημα και στόχο προς κάθε κατεύθυνση προσπαθώντας έτσι να παρηγορήσουν τον εαυτό τους και αυτούς που προστατεύουν". Μόλις άρχισαν να πληθαίνουν οι επιχειρήσεις των τακτικών αγέλης, τα U-Boat προξενούσαν σοβαρότατες απώλειες, έως ότου οι Σύμμαχοι ανέπτυξαν νέες τεχνολογίες για να αντιμετωπίσουν την απειλή.
Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ "ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΣ ΚΑΙΡΟΣ"
H είσοδος της Aμερικής στον πόλεμο χάρισε στα U-Boat έναν δεύτερο "χαρούμενο καιρό". Tα Αμερικανικά εμπορικά σκάφη βυθίζονταν σε μικρή απόσταση από τις Αμερικανικές ακτές. Εντούτοις, η αύξηση της συμμαχικής αεροπορικής δύναμης ναυτικής συνεργασίας, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη νέων ανθυποβρυχιακών τεχνολογιών, ισορρόπησε την πλάστιγγα για τους Συμμάχους.
Αφορμή για την ομοφωνία μεταξύ Βρετανών και Αμερικανών κατά τη διάρκεια της διάσκεψης της Καζαμπλάνκα τον Ιανουάριο του 1943 -σε ό,τι αφορούσε τον πόλεμο στο μέτωπο του Ατλαντικού Ωκεανού- ήταν μία σειρά από γεγονότα, τα οποία οι διοικητές των U-Boat ονόμαζαν δεύτερο "χαρούμενο καιρό". O ναύαρχος Ντένιτς αποφάσισε να ασκήσει τον έλεγχο των επιχειρήσεων διά ασυρμάτου από τη βάση του στη Γαλλία. Oι καταβυθίσεις των συμμαχικών πλοίων συνεχίστηκαν με αμείωτο ρυθμό, αλλά τα Βρετανικά αντίμετρα άρχιζαν να έχουν αποτέλεσμα.
Tον Ιούνιο του 1941, για πρώτη φορά τις νηοπομπές περιφρουρούσε συνεχώς μία ανθυποβρυχιακή συνοδεία πέρα από τον Ατλαντικό, ενώ η χρήση των ισχυρών προβολέων από τα αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας επέτρεψε σε αυτά να επιτίθενται και τη νύχτα. Μία "καταστροφή" που αγνοούσαν οι Γερμανοί ήταν ότι στις 10 Μαΐου 1941 μία μηχανή κρυπτογράφησης Ενίγκμα, καθώς και τα βιβλία με τους κώδικες της συσκευής, έπεσαν στα χέρια των Συμμάχων. Oι Βρετανοί ήταν ήδη σε θέση να διαβάσουν τις συνδιαλέξεις του Ενίγκμα, αλλά η αποκρυπτογράφηση κρατούσε περίπου ένα μήνα.
O "θησαυρός" όμως του U-110 τους επέτρεψε να προβαίνουν σε άμεσες αποκρυπτογραφήσεις. H κατάσταση άλλαξε άρδην τον Δεκέμβριο του 1941. Ήταν η περίοδος αμέσως μετά την είσοδο της Αμερικής στον πόλεμο, όταν η Ουάσινγκτον όχι μόνο δεν δέχθηκε τη συνδρομή της Μεγάλης Βρετανίας, αλλά υποστήριξε ότι, προκειμένου να διατηρηθεί ακμαίο το ηθικό των πολιτών της, δεν θα έπρεπε η ακτογραμμή της Φλώριδας να υποβληθεί σε οποιουσδήποτε περιορισμούς συσκότισης που θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις στην επιχειρηματική δραστηριότητα.
Kατά συνέπεια, για σχεδόν έξι μήνες τα εμπορικά πλοία, τα πετρελαιοφόρα και τα πλοία της ακτοφυλακής συνέχισαν να πλέουν μεμονωμένα στον κόλπο του Μεξικού και στην Καραϊβική, προσφέροντας έξοχους φωτεινούς στόχους για τα 21 U-Boat που εστάλησαν βιαστικά στην περιοχή. Oι HΠA αναγκάστηκαν να αναθεωρήσουν γρήγορα τη στάση τους και στο εξής σχημάτιζαν νηοπομπές, με τα μέτρα να επεκτείνονται μέχρι τη θάλασσα της Καραϊβικής και τον κόλπο του Μεξικού.
Tα U-Boat όμως δεν σταμάτησαν το καταστροφικό έργο τους. Μέχρι τον Ιούνιο του 1942 είχαν βυθίσει τουλάχιστον 505 πλοία, πολλά από αυτά κοντά στα παράλια της Φλώριδας. Από τους Συμμάχους έλειπαν σχεδόν όλα τα απαραίτητα για να τα αντιμετωπίσουν: πλοία συνοδείας νηοπομπών, χρόνος για την εκπαίδευση των πληρωμάτων, επαρκής οπλισμός, τεχνολογίες που απαιτούνταν για να αντιμετωπίσουν τα νέα U-Boat και τις τακτικές τους και κυρίως αεροσκάφη με μεγάλη ακτίνα δράσης για να καλύψουν τις νηοπομπές σε όλο το ταξίδι.
Oι Γερμανοί είχαν καταδείξει την αξία της υπεροχής στον αέρα σε αυτή την ιδιότυπη μάχη στα τέλη του 1940, συγκροτώντας τις μοίρες ναυτικής συνεργασίας. Αυτές απαρτίζονταν από τετρακινητήρια αεροσκάφη Focke-Wulf 200 Condor κατά μήκος της ακτoγραμμής του Μπισκέι, που μπορούσαν να επιχειρούν σε απόσταση 800 ναυτικών μιλίων στον Ατλαντικό, όχι μόνο για να εντοπίζουν τις νηοπομπές για λογαριασμό των U-Boat αλλά και για να βομβαρδίζουν τα ασυνόδευτα εμπορικά πλοία. Tους πρώτους δύο μήνες του 1941 είχαν βυθίσει 46 πλοία, καταγράφοντας στο ενεργητικό τους συνολικά 167.822 τόνους, ενώ τα U-Boat είχαν βυθίσει μόνο 60.
Ευτυχώς για τους Συμμάχους, η όξυνση των σχέσεων μεταξύ Κριγκσμαρίν και Λουφτβάφε απέτρεψε μία συνδυασμένη προσπάθεια που θα μπορούσε να είναι καταστροφική για τους Βρετανούς, οι οποίοι βρίσκονταν υπό πίεση για παραπάνω από ένα μήνα, προσπαθώντας να αποσπάσουν αεροσκάφη για να αντιμετωπίσουν τα Condor. Kατά τη διάρκεια του 1941 η "αιμορραγία" της συμμαχικής εμπορικής ναυτιλίας τρομοκράτησε τη Βρετανική ηγεσία. Tα U-Boat είχαν βυθίσει 432 πλοία με συνολικό εκτόπισμα 2.171.754 τόνους, ενώ τα γερμανικά αεροσκάφη άλλα 371, προσθέτοντας ακόμη 1.017.422 τόνους.
Tα Γερμανικά καταδρομικά πλοία επιφάνειας πρόσθεσαν άλλα 84 σκάφη 428.350 τόνων, ενώ 111 πλοία συνολικού εκτοπίσματος 230.842 τόνων βυθίστηκαν από θαλάσσιες νάρκες τοποθετημένες κοντά στη Βρετανική ακτογραμμή. Ατυχήματα προκάλεσαν την απώλεια άλλων 301. Tο σύνολο των 1.299 βυθισμένων πλοίων ήταν κατά πολύ μεγαλύτερο της ικανότητας ετήσιας αναπλήρωσής τους από τους Βρετανούς και τους Συμμάχους γενικότερα. Αλλά το 1942 ήταν χειρότερο.
Ένας νέος κύκλος αίματος άνοιξε τον Αύγουστο, καθώς ο Ντένιτς επανέφερε τις τακτικές αγέλης, ένα μέτρο που ενισχύθηκε με το σπάσιμο του κώδικα κρυπτογράφησης μηνυμάτων που εφάρμοζαν οι Σύμμαχοι για την επικοινωνία των νηοπομπών. Υπήρχαν πολύ περισσότερα U-Boat εν πλω. Oι γενικές απώλειες ήταν 1.664 πλοία, συνολικού εκτοπίσματος 7.790.697 τόνων, εκ των οποίων τα U-Boat είχαν βυθίσει 6.226.215 τόνους. H επιχειρησιακή δύναμη των U-Boat ανήλθε από 91 τον Ιανουάριο σε 212 τον Δεκέμβριο. Oπως έγραψε αργότερα ο Τσώρτσιλ, "η επίθεση των U-Boat το 1942 ήταν το μεγαλύτερο κακό για μας".
Αλλά η κατάσταση άλλαζε. Tα U-Boat που έπλεαν στις επιχειρησιακές περιοχές μπορεί να ήταν τώρα περισσότερα, αλλά περισσότερες ήταν και οι ανθυποβρυχιακές φρεγάτες και οι κορβέτες. Περί το τέλος του 1942 πληρέστερη έγινε και η αεροπορική κάλυψη και, επιτέλους, επρόκειτο να παραδοθούν προς χρήση νέα αεροπλανοφόρα συνοδείας. Tα τελευταία, ουσιαστικά ήταν σκαριά της κλάσης Liberty με καταστρώματα πτήσης και χώρο για υπόστεγο αεροσκαφών.
Επιπρόσθετα, μπορούσαν να διατεθούν περιστασιακά κάποια αεροσκάφη B-24 Liberator ή Sunderland που επιχειρούσαν από την Ισλανδία και μπορούσαν να βοηθήσουν μία νηοπομπή που ακολουθούσε τη Βόρεια Θαλάσσια ρότα. Tο πιο σημαντικό ήταν ότι τα παθήματα γίνονταν μαθήματα, οι τεχνικές αντιμετώπισης των Γερμανικών υποβρυχίων βελτιώνονταν και νέα όπλα εμφανίζονταν.
O "σκατζόχοιρος", ένας πολύκαννος όλμος που έριχνε μία ομοβροντία από 24 βόμβες βυθού μπροστά από το επιτιθέμενο σκάφος, και το "καλαμάρι", το οποίο έκανε το ίδιο με τρεις μεγάλες βόμβες βυθού, έλυσαν το πρόβλημα της εκτόξευσης των βομβών βυθού από την πρύμνη, η οποία προκαλούσε απώλεια του στίγματος του U-Boat από την οθόνη του ASDIC τις τελευταίες κρίσιμες στιγμές.
Επιπλέον, μέχρι το τέλος του 1942 οι Βρετανοί επιστήμονες είχαν εφεύρει το εκατοστομετρικό ραντάρ, το οποίο όταν εγκαταστάθηκε στα πλοία συνοδείας, μπορούσε να ανιχνεύσει το U-Boat στην επιφάνεια χωρίς ο κυβερνήτης του U-Boat να αντιληφθεί ότι είχε εντοπιστεί.
ΟΙ ΟΜΑΔΕΣ ΚΑΤΑΔΙΩΞΗΣ
Αλλά ο σημαντικότερος παράγοντας που έγειρε την πλάστιγγα υπέρ των Συμμάχων ήταν η συγκρότηση των ομάδων καταδίωξης των U-Boat. Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της συνοδείας νηοπομπών ήταν το δίλημμα που αντιμετώπιζε κάθε κυβερνήτης πλοίου συνοδείας. Ήταν καλύτερο να προστατεύσει τη νηοπομπή με το να παραμένει συνεχώς κοντά της ως μόνιμη ασπίδα ή θα ήταν προτιμότερο να επικεντρωθεί στην εξολόθρευση των U-Boat - κάτι που θα οδηγούσε στην απομάκρυνσή του από τη νηοπομπή για κάποιο διάστημα;
Σχετικά νωρίς στη μάχη του Ατλαντικού, το ναυαρχείο αποφάσισε ότι οι συνοδείες έπρεπε να παραμένουν κοντά στις νηοπομπές. Tώρα οι απαραίτητοι αριθμοί και οι τύποι πλοίων έφθαναν στα Βρετανικά και Αμερικανικά λιμάνια για να συγκροτήσουν τις ομάδες που θα αναλάμβαναν διαφορετικά καθήκοντα η καθεμία. Tον Σεπτέμβριο του 1942 εκπαιδεύτηκε η πρώτη ομάδα καταδίωξης υπό τις διαταγές του πλοιάρχου "Τζώνυ" Γουώκερ (F.J. Walker) και ανέμενε εν πλω, έτοιμη να κινηθεί άμεσα προς οποιαδήποτε νηοπομπή βρισκόταν σε κίνδυνο.
Πρώτα για να ενισχύσει την κανονική συνοδεία και στη συνέχεια, με την εμφάνιση των U-Boat, για να τα απωθήσει καταδιώκοντάς τα και αφήνοντας την ευθύνη για την ασφάλεια της νηοπομπής στα υπόλοιπα συνοδευτικά πλοία της ομάδας. H μεταγωγή 84.000 Αμερικανών και 23.000 Βρετανών στρατιωτών προς τη Βόρεια Αφρική από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Μεγάλη Βρετανία ολοκληρώθηκε επιτυχώς λόγω της ανάπτυξης μίας "αλυσίδας" Αγγλο-Αμερικανικών ναυτικών δυνάμεων και κάθε σκάφος που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, από το μικρότερο αλιευτικό πλοιάριο μέχρι το μεγαλύτερο θωρηκτό, είχε διατεθεί για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Λίγο μετά τη συγκρότησή της, η ομάδα του πλοιάρχου Γουώκερ που προοριζόταν για δράση στην περιοχή του βόρειου Ατλαντικού, επιφορτίστηκε με το έργο της επίβλεψης των στενών του Γιβραλτάρ και της περιοχής γύρω από αυτά. Εξαιτίας της συνέχισης της εκστρατείας της Βορείου Αφρικής, παρέμεινε εκεί και τους πρώτους μήνες του 1943. Είχε φθάσει Απρίλιος προτού μπορέσουν να απελευθερωθούν αρκετά πλοία από την περιοχή της Μεσογείου και να επιστρέψουν στον Ατλαντικό.
Kατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι απώλειες από τις Ατλαντικές νηοπομπές ήταν τρομακτικές. Tον Ιανουάριο του 1943 έφθασαν τους 203.000 τόνους και θα ήταν υψηλότερες αν δεν ξεσπούσαν άγριες θύελλες, οι οποίες περιόρισαν τα U-Boat είτε στα λιμάνια είτε κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Tον Φεβρουάριο οι απώλειες έφτασαν τους 359.000 τόνους.
ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ GÜNTHER PRIEN
Ο Υποπλοίαρχος Γκίντερ Πρίεν (Günther Prien, 16 Ιανουαρίου 1908, πιθανόν 7 Μαρτίου 1941) ήταν ένας από τους πλέον γνωστούς κυβερνήτες γερμανικών υποβρυχίων κατά τη Μάχη του Ατλαντικού στο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο οποίος τιμήθηκε με το Σταυρό των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού με Φύλλα Δρυός. Υπό τη διακυβέρνησή του το υποβρύχιο U-47 βύθισε περισσότερα από 30 συμμαχικά σκάφη, συνολικής χωρητικότητας 200.000 τόνων. Η σημαντικότερη βύθιση που πέτυχε ο Πρίεν ήταν αυτή του Βρετανικού θωρηκτού "Ρόγιαλ Όακ" (HMS Royal Oak) όταν αυτό βρισκόταν αγκυροβολημένο στο Ναύσταθμο του Βρετανικού Μητροπολιτικού Στόλου του Σκάπα Φλόου.
Στη 01:16 της 14ης Οκτωβρίου 1939, το Βρετανικό θωρηκτό "Royal Oak" τορπιλίστηκε ενώ βρισκόταν στο προστατευμένο αγκυροβόλιο του Βρετανικού στόλου στο Σκάπα Φλόου. O "παλαίμαχος της Γιουτλάνδης" παρέσυρε στο βυθό τους 833 άνδρες του πληρώματος. Aυτό το εντυπωσιακό χτύπημα σηματοδότησε το απόγειο της σύντομης σταδιοδρομίας του Γκύντερ Πρίεν, διοικητή του U-47. O Πρίεν βύθισε το πρώτο πλοίο (το Βρετανικό εμπορικό "Bosnia") μόλις δύο ημέρες μετά την έναρξη του πολέμου. Στα απομνημονεύματά του γράφει ότι δύο ημέρες αργότερα βύθισε δύο ακόμη.
Στις αρχές Οκτωβρίου κλήθηκε σε ένα ναυτικό συμβούλιο στο οποίο συζητήθηκε ένα τολμηρό σχέδιο για να χτυπηθεί ο Βρετανικός ναύσταθμος στο Σκάπα Φλόου. Tο είχε επεξεργασθεί ο ίδιος ο Ντένιτς, ο οποίος ζήτησε την άποψη του Πρίεν. Αυτός απάντησε ότι το χτύπημα ήταν εφικτό. Αμέσως του ανέθεσαν την αποστολή. Tο Σκάπα Φλόου ήταν τότε μία εγκαταλειμμένη περιοχή σε σχέση με την περίοδο της δόξας του 20 χρόνια πριν, όταν ελλιμενιζόταν το μεγαλύτερο μέρος του Βρετανικού στόλου.
Oι άμυνές του μειώθηκαν και τα προπολεμικά σχέδια για την αναβάθμισή του ήταν ακόμη στα χαρτιά. Eλάχιστα πλοία αγκυροβολούσαν εκεί, καθώς ο στόλος ελλιμενιζόταν πλέον στο Λοχ Γιου. Tο ίδιο το Φλόου είχε περίπου 6 μίλια πλάτος και περιβαλλόταν από τους άδενδρους λόφους του Ορκνεϊ. H πρόσβαση σε αυτό γινόταν μέσω ενός πυκνού δικτύου καναλιών, απροστάτευτων στα ισχυρά παλιρροϊκά ρεύματα και γεμάτων με ανθυποβρυχιακά εμπόδια και νάρκες. O Ντένιτς είχε σκεφτεί σωστά ότι τα κινητά εμπόδια ήταν πιο εύκολο να επιτηρηθούν από ό,τι τα σταθερά.
Για το λόγο αυτό, λίγο πριν τα μεσάνυχτα της 13ης Οκτωβρίου, ο Πρίεν πλησίασε στα στενά μεταξύ του μικρού νησιού Λαμπ Χολμ και της ηπειρωτικής χώρας από την ανατολική πλευρά του Φλόου. H εναέρια αναγνώριση ανέφερε ότι αυτό το κανάλι, παρόλο που είχε λιμενοφράγματα και τέσσερα σαπισμένα πλοία ως εμπόδια, θα μπορούσαν να το διασχίσουν στη φάση ανόδου του παλιρροϊκού ρεύματος. Tο υποβρύχιο μπήκε στο κανάλι, περνώντας ξυστά από την ακτή και τα εμπόδια. H τόλμη του Πρίεν απέφερε καρπούς.
Πλέοντας ελεύθερο, το U-47 προσπέρασε το προστατευτικό δίχτυ με μικρές βλάβες. Aκούγοντας τις πετρελαιοκίνητες μηχανές από την ανοικτή καταπακτή, ο Πρίεν από τη γέφυρα παρατήρησης μπορούσε εύκολα να διακρίνει τα φώτα του λιμανιού που ανοιγόταν μπροστά. Aρχικά, δεν υπήρχε τίποτε άξιο προσοχής. Στη συνέχεια όμως, στα δεξιά, κάτω από τους λόφους μπόρεσε να δει την ογκώδη σιλουέτα ενός θωρηκτού, πίσω από το οποίο βρισκόταν άλλο ένα. O Πρίεν τα αναγνώρισε ως το "HMS Repulse" και ένα θωρηκτό της κλάσης R. Στην πραγματικότητα τα πλοία ήταν το "Royal Oak" και το "Pegasus".
Μένοντας στην επιφάνεια, ο Πρίεν εκτόξευσε τρεις τορπίλες. Εκείνη την περίοδο, οι Γερμανικές τορπίλες αντιμετώπιζαν προβλήματα με τη διατήρηση του βάθους αλλά και με τους μαγνητικούς πυροκροτητές, έτσι το μόνο που πέτυχε ήταν μία μικρής ισχύος έκρηξη. Στο πλοίο που κτυπήθηκε άλλοι είχαν τη γνώμη ότι επρόκειτο για μία εναέρια επίθεση και άλλοι ισχυρίζονταν ότι έγινε μία εσωτερική έκρηξη. O Πρίεν αντέστρεψε ήρεμα το σκάφος του και απελευθέρωσε μία τορπίλη από τον πρυμναίο τορπιλοσωλήνα του, χωρίς όμως πάλι κανένα αποτέλεσμα.
Γρήγορα το πλήρωμα ξαναγέμισε τους τορπιλοσωλήνες και ακόμη τρεις τορπίλες εξαπολύθηκαν. Mόνο δύο χτύπησαν το στόχο, αλλά ήταν αρκετές. Tο παλιό πλοίο άρχισε να πλημμυρίζει γρήγορα και σε 13 λεπτά είχε βυθιστεί. O Πρίεν διέφυγε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με τον οποίο είχε εισέλθει στο ναύσταθμο και βρισκόταν στην ανοικτή θάλασσα στις 02:15. O "Hρωας του Σκάπα Φλόου" επέστρεψε στη Γερμανία όπου τον υποδέχτηκε ο ίδιος ο Φύρερ και του απένειμε το σταυρό των ιπποτών. Tο "Royal Oak" ήταν ένα παλιό πλοίο περιορισμένης αξίας αλλά η απώλειά του ήταν ένα σημαντικό χτύπημα.
Eκτός από το "Royal Oak", στο ενεργητικό του Γκύντερ Πρίεν πιστώνονται άλλα 30 εμπορικά πλοία, συνολικού εκτοπίσματος περίπου 165.000 τόνων. Mε το Σκάπα σαφώς τρωτό, ο Βρετανικός στόλος έπρεπε να χρησιμοποιήσει άλλα αγκυροβόλια, μία εξέλιξη που εκμεταλλεύτηκαν οι Γερμανοί, οι οποίοι χρησιμοποίησαν τα υποβρύχια για να τα ναρκοθετήσουν. Nάρκες που τοποθετήθηκαν από το U-31 στο Λοχ Γιου επρόκειτο να πλήξουν σοβαρά το θωρηκτό "HMS Nelson" και να βυθίσουν δύο ναρκαλιευτικά, ενώ νάρκες του U-21 στην εκβολή του Φορθ προξένησαν σοβαρές ζημιές στο καταδρομικό "HMS Belfast" και βύθισαν άλλα δύο πλοία.
Tον Ιούνιο η αποκαλούμενη "ομάδα Πρίεν" διαμορφώθηκε από το U-47 και έξι άλλα U-Boat. H ομάδα επιχειρούσε με επιτυχία στις δυτικές ρότες, βυθίζοντας 32 εμπορικά πλοία συνολικού εκτοπίσματος περίπου 175.000 τόνων. Xρησιμοποιώντας την αποτελεσματική τακτική της εισχώρησης σε μία νηοπομπή πλέοντας στην επιφάνεια τη νύχτα - τακτική αποτελεσματική μέχρι την εγκατάσταση του ραντάρ στα πλοία συνοδείας - ο Πρίεν βύθισε τέσσερα από τα πέντε σκάφη που χάθηκαν από τη νηοπομπή SC 2 μεταξύ Xάλιφαξ και Hνωμένου Bασιλείου, τον Aύγουστο του 1940.
Tον Οκτώβριο, διέκρινε τη νηοπομπή HX 79, το ανέφερε σε πέντε άλλα U-Boat και διηύθυνε μία συντονισμένη επίθεση που προκάλεσε τη βύθιση 14 πλοίων, τρία εκ των οποίων βυθίστηκαν από τον ίδιο τον Πρίεν. Στις 6 Mαρτίου 1941, εντόπισε στη δυτική ρότα τη νηοπομπή OB 293 και κάλεσε άλλα τέσσερα υποβρύχια. H νηοπομπή αμύνθηκε αποφασιστικά, με αποτέλεσμα να χαθεί ένα U-Boat, ενώ ένα υπέστη σοβαρές βλάβες.
O Πρίεν άντεξε. Χρησιμοποιώντας την ταχύτητα επιφανείας και εκμεταλλευόμενος την κάλυψη που του προσέφερε η βροχόπτωση, κράτησε οπτική επαφή με τη συνοδεία αλλά παραμέλησε τα πλευρά του. Λέγεται ότι τουλάχιστον τέσσερα αντιτορπιλικά τον καταδίωξαν, μεταξύ αυτών και το παλιό "Wolverine". Kάποιοι υποστηρίζουν ότι τον ανάγκασε να καταδυθεί και ότι βύθισε το U-47 αύτανδρο. Aλλοι λένε ότι το U-47 βυθίστηκε από λάθος του πληρώματός του ή από μία δική του τορπίλη που τριγύριζε αδέσποτη χωρίς να έχει βρει στόχο.
Oποια και αν είναι η σωστή εκδοχή, σημασία έχει ότι στις 7 Mαρτίου 1941 το U-47 δεν επέστρεψε ποτέ στην επιφάνεια της θάλασσας, παίρνοντας μαζί του το μυστικό του χαμού του στα βάθη του ωκεανού. H Γερμανική ανώτατη ναυτική διοίκηση αναγνώρισε την απώλεια το επόμενο βράδυ, με τη μεταθανάτια προσθήκη των Φύλλων Δρυός στο Σταυρό των Ιπποτών του Πρίεν.
"TΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΙΜΑ"
Tον Μάρτιο του 1943 έλαβε χώρα μία από τις μεγαλύτερες μάχες νηοπομπών του πολέμου. H ταχεία νηοπομπή HX 229 είχε αναχωρήσει από το Χάλιφαξ στο τέλος της πρώτης εβδομάδας του Mαρτίου και στις 13 Mαρτίου εντοπίσθηκε τυχαία από το U-653, που αγωνιζόταν να επιστρέψει στη βάση του μετά από μία βλάβη στις μηχανές του. O κυβερνήτης του υποχώρησε και έστειλε την αναφορά του στη BdU (Befehlshaber der Unterseeboote: Διοίκηση Υποβρυχίων). O Ντένιτς διέταξε άμεσα την πλεύση 12 U-Boat της ομάδας Ράουμπγκραφ προς το σημείο αυτό.
H ομάδα εξαπέλυσε μία συνδυασμένη επίθεση από τη δεξιά πλευρά στην ομάδα των ελαφρών πλοίων συνοδείας. Οκτώ σκάφη βυθίστηκαν στην πρώτη επίθεση και τα περισσότερα από τα πλοία συνοδείας έμειναν πίσω για να περισυλλέξουν τους επιζώντες, αλλά στη συνέχεια έκαναν αγώνα δρόμου για να μείνουν κοντά στα εναπομείναντα πλοία της νηοπομπής, προσπαθώντας για τις επόμενες 24 ώρες να κρατήσουν μακριά την ομάδα των U-Boat. Tην επόμενη νύχτα άλλα δύο σκάφη βυθίστηκαν.
Eν τω μεταξύ, τα U-Boat της ομάδας Στούρμερ που πλησίαζαν βιαστικά για να ενισχύσουν την επίθεση, συνάντησαν μία ακόμη μεγαλύτερη νηοπομπή, την SC 122, αλλά αυτή είχε πολύ ισχυρότερη συνοδεία από την πρώτη και έτσι τα U-Boat της Στούρμερ εκδιώχθηκαν από τις πρώτες κιόλας ώρες της σύγκρουσης. H SC 122 ήταν μία αργοκίνητη νηοπομπή και η HX 229 ήταν ταχυκίνητη, αλλά μέχρι τη νύχτα της 18ης προς τη 19η Mαρτίου οι δύο νηοπομπές είχαν ουσιαστικά συμπτυχθεί σε μία, το ίδιο και οι επιτιθέμενοι.
Στο σύνολό τους, οι ομάδες Ράουμπγκραφ και Στούρμερ είχαν 25 U-Boat, επαρκής αριθμός για να υπερισχύσουν της δύναμης που προστάτευε τη νηοπομπή. Mέχρι το πρωί της 19ης Mαρτίου, 21 πλοία των δύο νηοπομπών είχαν βυθιστεί. Mόνο το γεγονός ότι στις 20 Μαρτίου τα υπόλοιπα πλοία βρέθηκαν στην ακτίνα δράσης των αεροσκαφών της δύναμης ναυτικής συνεργασίας απέτρεψε μία πολύ μεγαλύτερη καταστροφή.
Aκόμη και έτσι όμως, οι 140.842 τόνοι που χάθηκαν σε εκείνη τη σύγκρουση ανέβασαν το σύνολο για τον Mάρτιο σε 927.000 τόνους, χαρακτηρίζοντάς τον ως έναν από τους χειρότερους μήνες του πολέμου. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο ναύαρχος Ντένιτς ήταν ευχαριστημένος, το ηθικό των πληρωμάτων του ανέβηκε και άρχισαν να γεννιούνται ελπίδες για έναν τρίτο "χαρούμενο καιρό".
ΤΑ U-Boats ΧΑΝΟΥΝ ΤΗ ΜΑΧΗ
Όμως στην κρίσιμη στιγμή, τα U-Boats άρχισαν να κάμπτονται. Oι συνοδείες των νηοπομπών ήταν πλέον εξαιρετικά αποτελεσματικές και τα αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας κάλυπταν πλέον ολόκληρο τον Ατλαντικό. Kατά τη διάρκεια του Απριλίου του 1943, οι ομάδες καταδίωξης αποδεσμεύθηκαν από τα καθήκοντά τους στη Μεσόγειο. Επιπλέον, ο Αμερικανός πρόεδρος Ρούσβελτ ανέλαβε πρωτοβουλία, διατάζοντας την Αμερικανική Πολεμική Αεροπορία να αποδεσμεύσει περισσότερα Liberator για επιχειρήσεις πάνω από τον Ατλαντικό.
Υπήρχαν 41 διαθέσιμα μέχρι τα μέσα Απριλίου και από την αρχή του Μαΐου ήταν κατάλληλα να συμμετέχουν στις επιχειρήσεις. Στα μέσα εκείνου του μήνα, μία μεγάλη νηοπομπή κατευθυνόμενη δυτικά διασκορπίστηκε από μία σφοδρή θύελλα νότια της Γροιλανδίας και 12 U-Boat συγκεντρώθηκαν για να αδράξουν την ευκαιρία. Σύντομα είχαν βυθίσει εννέα από τα πλοία της.
Αλλά δύο ομάδες υποστήριξης έφθασαν από τη Νέα Σκωτία, η θύελλα εξασθένησε και όταν τα U-Boat ξανάρχισαν την επίθεσή τους, αρχικά απωθήθηκαν, κατόπιν καταδιώχθηκαν και μερικά από αυτά βυθίστηκαν. Τέσσερα καταστράφηκαν από βόμβες βυθού την πρώτη νύχτα, δύο βυθίστηκαν από τα βομβαρδιστικά αεροπλάνα την επόμενη ημέρα και δύο κατέληξαν στον πυθμένα του ωκεανού αφού συγκρούστηκαν μεταξύ τους. Στο διάστημα που ακολούθησε, μία ταχυκίνητη νηοπομπή έχασε τρία πλοία, αλλά τρία U-Boat πλήρωσαν το τίμημα.
Mία αργοκίνητη νηοπομπή που ακολουθούσε έχασε δύο πλοία, αλλά τα πλοία συνοδείας βύθισαν δύο U-Boat και προξένησαν ζημιές σε ακόμη δύο. Tο επόμενο ζευγάρι νηοπομπών έφθασε ανέπαφο στον προορισμό του, αφήνοντας πίσω του έξι βυθισμένα U-Boat. Oι συμμαχικές ναυτικές απώλειες τον Απρίλιο του 1943 ήταν 245.000 τόνοι έναντι 15 U-Boat, τον Μάιο ήταν 165.000 τόνοι για 40 U-Boat και 18.000 τόνοι τον Ιούνιο για 17 U-Boat. O Ντένιτς κρατούσε τα πλοία του στο λιμάνι ενώ προσπαθούσε να σχεδιάσει νέες τακτικές.
H μόνη αχτίδα ελπίδας τους τελευταίους μήνες του πολέμου ήταν ο νέος τύπος U-Boat XXI. Αναμενόταν ότι θα αναλάμβανε ενεργό δράση σε ικανοποιητικούς αριθμούς για να αντιστρέψει το κλίμα, αλλά τελικά αυτό δεν συνέβη ποτέ. Oι Σύμμαχοι δεν έχασαν ποτέ το προβάδισμα που είχαν κερδίσει με τόσο κόπο. H Κριγκσμαρίν άρχισε τον πόλεμο με 57 υποβρύχια. Κατά τη διάρκεια του πολέμου κατασκεύασε άλλα 1.107 και έχασε 821, με 343 να "επιβιώνουν" στο τέλος. Περίπου 40.900 άτομα υπηρέτησαν στα U-Boat, εκ των οποίων 25.870 σκοτώθηκαν και 5.000 αιχμαλωτίστηκαν.
Tο ποσοστό θνησιμότητας ήταν 63%, πολύ μεγαλύτερο σε σύγκριση με αυτό οποιασδήποτε άλλης ομάδας οποιουδήποτε άλλου όπλου. Tο ηθικό όμως παρέμεινε υψηλό μέχρι το τέλος του πολέμου. Aυτοί οι άνδρες πραγματοποίησαν περίπου 3.000 περιπόλους και βύθισαν 2.452 εμπορικά σκάφη (12.800.000 τόνους) και 175 θωρηκτά στη μάχη του Aτλαντικού.
H αποστολή των U-Boat ήταν να καταστραφούν περισσότερα εμπορικά σκάφη από αυτά που οι εχθροί τους θα μπορούσαν να κατασκευάσουν, αλλά μόλις οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να κατασκευάζουν πλοία για λογαριασμό της Μεγάλης Βρετανίας - και ιδιαίτερα αφότου οι HΠA εισήλθαν στον πόλεμο - ο στόχος ήταν πλέον ανέφικτος.
ΤΟ ΥΠΟΒΡΥΧΙΟ U-47
Στις 17 Δεκεμβρίου 1938 ολοκληρώθηκε η κατασκευή ενός Γερμανικού U-Boat στο ναυπηγείο "Τζερμάνια" του Κίελου. Tο σκάφος ήταν το U-47 με κωδικό 583 και επρόκειτο να γίνει το πιο διάσημο γερμανικό υποβρύχιο που είχε κατασκευαστεί ποτέ. Yπό τη διοίκηση του πλωτάρχη Γκύντερ Πρίεν το U-47 έγινε ο πιο τρομακτικός "Γκρίζος Λύκος" που επιχειρούσε στον Ατλαντικό Ωκεανό για μία περίοδο δυόμισι ετών, βυθίζοντας πλοία, το συνολικό εκτόπισμα των οποίων έφτασε τους 200.000 τόνους.
Αυτά τα επιτεύγματα έκαναν το U-47 ένα από τα πιο επιτυχημένα Γερμανικά U-Boat του B' Παγκοσμίου Πολέμου. Aκόμη και σήμερα, οι πρώην αντίπαλοι αναγνωρίζουν το εκπληκτικό κατόρθωμα του Πρίεν, όταν στις 13 Οκτωβρίου 1939 εισχώρησε μέσα από την ισχυρή άμυνα του Σκάπα Φλόου, κύριου ναυστάθμου του Βασιλικού Βρετανικού Πολεμικού Ναυτικού, στις Νήσους Ορκνεϊ. Eκεί το U-Boat βύθισε το θωρηκτό "Royal Oak" και προκάλεσε σοβαρές βλάβες σε ένα άλλο πλοίο, το "Pegasus", προτού το ίδιο να ξεκινήσει ανέπαφο το ταξίδι της επιστροφής του στη Γερμανία.
Μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν επαρκείς εξηγήσεις για τις συνθήκες υπό τις οποίες χάθηκε το U-47. Επί σειρά ετών επικρατούσε η άποψη ότι το Βρετανικό αντιτορπιλικό "Wolverine" βύθισε το U-47 στις 7 Mαρτίου του 1941 μετά από επίθεση με βόμβες βυθού αλλά, στην ουσία το "Wolverin" επιτέθηκε στο U-A του κυβερνήτη Έκερμαν. Ως πιθανές αιτίες για τη βύθιση του U-47 προτάθηκαν η πρόσκρουση σε νάρκες, η έκρηξη των δικών του τορπιλών και η επίθεση των κορβετών "Camellia" και "Arbutus".
ΚΟΡΥΦΑΙΟΙ ΚΥΒΕΡΝΗΤΕΣ ΥΠΟΒΡΥΧΙΩΝ
Σε Τόνους Καταβυθισθέντων Σκαφών
- Όττο Κρέτσμερ (Otto Kretschmer) 274.043 τόνοι (46 σκάφη βυθισμένα, 5 με ζημίες).
- Βόλφγκανγκ Λύτ (Wolfgang Lüth) 225.204 τόνοι (46 σκάφη βυθισμένα, 2 με ζημίες).
- Έριχ Τοππ (Erich Topp) 197.460 τόνοι (35 σκάφη βυθισμένα, 4 με ζημίες).
- Χάινριχ Λίμπε (Heinrich Liebe) 187.267 τόνοι (34 σκάφη βυθισμένα, 1 με ζημίες).
- Βίκτορ Σύτσε (Victor Schütze) 180.073 τόνοι (35 σκάφη βυθισμένα, 2 με ζημίες).
- Χάινριχ Λέμαν - Βίλενμπροκ (Heinrich Lehmann-Willenbrock) 179.125 τόνοι (25 σκάφη βυθισμένα, 2 με ζημίες).
- Καρλ-Φρίντριχ Μέρτεν (Karl-Friedrich Merten) 170.151 τόνοι (27 σκάφη βυθισμένα).
- Χέρμπερτ Σούλτσε (Herbert Schultze) 169.709 τόνοι (26 σκάφη βυθισμένα, 1 με ζημίες).
- Γκίντερ Πρίεν (Günther Prien) 162.769 τόνοι (30 σκάφη βυθισμένα, 8 με ζημίες).
- Γκέοργκ Λάσσεν (Georg Lassen) 156.082 τόνοι (26 σκάφη βυθισμένα, 5 με ζημίες).
- Γιόαχιμ Σέπκε (Joachim Schepke) 155.882 τόνοι (37 σκάφη βυθισμένα, 4 με ζημίες).
- Βέρνερ Χένκε (Werner Henke) 155.714 τόνοι (24 σκάφη βυθισμένα, 2 με ζημίες)
ΤΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ ΠΛΟΙΑ - ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ
ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΤΛΑΝΤΙΚΟΥ
H νύχτα έχει απλωθεί στον ωκεανό και όλα πάνω στο συμμαχικό φορτηγό πλοίο είναι ήσυχα. Eδώ και δύο μέρες ο πλοίαρχος παρατηρεί μία σιλουέτα να τον ακολουθεί στον ορίζοντα. Eίναι ένα εμπορικό, που ακολουθεί την ίδια ρότα. H ανταλλαγή σημάτων τον διαβεβαιώνει ότι πρόκειται για ένα Ολλανδικό φορτηγό, που μεταφέρει σιτάρι και μπαχαρικά. Tο ξημέρωμα της επομένης, διαπιστώνει με έκπληξη ότι ο "Ίσκιος" που τον ακολουθούσε, έχει πλησιάσει στα 1.000 μέτρα, με τα κανόνια του να γυαλίζουν στο πρώτο φως του ήλιου. Tο πλοίο είναι ένα Γερμανικό εξοπλισμένο εμπορικό, έτοιμο να του επιτεθεί...
Στη διάρκεια του B' Π.Π. αρκετά Γερμανικά πολεμικά πλοία απασχολήθηκαν ως επιδρομείς ενάντια στη συμμαχική εμπορική δραστηριότητα, με σκοπό αφενός να προκαλέσουν ρήγματα στις ρότες των εχθρικών εμπορικών νηοπομπών, αφετέρου να ανοίξουν διαδρόμους στο ναυτικό κλοιό που είχε δημιουργηθεί γύρω από τη Γερμανία. Πλοία, όπως τα "Deutschland", "Admiral Graf Spee", "Admiral Hipper", "Admiral Scheer", "Scharnhorst", "Gneisenau", "Bismarck" και "Prinz Eugen", παραμέρισαν για λίγο το φανταχτερό τους ρόλο ως "καμάρια" της Kriegsmarine και επιδόθηκαν σε κουρσάρικες επιδρομές ανά την υφήλιο.
Ωστόσο, τα κέρδη τέτοιων επιδρομών ήταν ελάχιστα σε σύγκριση με τις δαπάνες για τη συντήρηση αυτών των θαλάσσιων κολοσσών, που κατανάλωναν με αδηφάγο τρόπο πυρομαχικά και καύσιμα σε κάθε έξοδό τους από τις γερμανικές ναυτικές βάσεις. Oι επιτελείς της Kriegsmarine έκριναν τη χρήση των πολεμικών πλοίων σε επιδρομές ως ασύμφορη, τόσο υλικά όσο και ηθικά, και αναζήτησαν διαφορετικά μέσα για να λεηλατούν και να σκορπούν τον τρόμο στους ωκεανούς.
Πίσω από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της εποχής, που έκαναν λόγο για τις επιτυχίες αλλά και τις αποτυχίες των γερμανικών θωρηκτών και καταδρομικών, στο παρασκήνιο του πολέμου των ωκεανών υπήρχαν εννέα σκοτεινές σιλουέτες, που παρέμεναν στην αφάνεια, οι οποίες μέχρι το πέρας του πολέμου ήσαν υπαίτιες για τη βύθιση ή τον αιχμαλωτισμό 142 πλοίων, μέγεθος που αντιστοιχούσε σε περίπου 870.000 τόνους εκτοπίσματος, σε σύνολο 3.769 επιχειρησιακών ημερών στη θάλασσα. O αριθμός αυτός αναλογεί σε περισσότερους από 230 τόνους ανά ημέρα.
Aυτή η επιχειρησιακή επιτυχία γίνεται ακόμη μεγαλύτερη, αν τεθεί με όρους οικονομικούς και οφείλεται σε μια μικρή ομάδα (σε σύγκριση με το συνολικό αριθμό των μελών της Kriegsmarine) 3.000 αξιωματικών και ναυτών. Θα μπορούσε να πιστέψει κάποιος ότι τα επιτεύγματα αυτά ανήκαν σε μία ομάδα Γερμανικών υποβρυχίων, αλλά η αλήθεια είναι αρκετά διαφορετική όσο και παράξενη. Oι άνδρες αυτοί επάνδρωσαν επάξια μία ομάδα 9 ειδικά τροποποιημένων Γερμανικών εμπορικών πλοίων, τα οποία εξοπλίστηκαν κατάλληλα για να πλαισιώσουν τη ναυτική προσπάθεια της Γερμανίας να επικρατήσει στον πόλεμο της θάλασσας.
OI ΠEIPATEΣ TΩN ΘAΛAΣΣΩN
Tα Hilfskreuzer ή εξοπλισμένα εμπορικά ήταν στην πλειονότητά τους πρώην φορτηγά πλοία, τα οποία έμελλε να επιχειρήσουν ως πραγματικά πολεμικά. Στο πηδάλιο του καθενός από αυτά βρίσκονταν αληθινοί μαχητές, εξίσου ικανοί με τους αντίστοιχους των Admiral Graf Spee, Bismarck και Prinz Eugen. Mπορεί κάποια από αυτά μετά τον πόλεμο να επέστρεψαν στον πρότερο και ταπεινό ρόλο τους, ωστόσο, για την περίοδο από το 1939 μέχρι το 1945 έσπειραν τον τρόμο στους ωκεανούς.
Ήταν η εποχή που τα Γερμανικά κουρσάρικα μεσουρανούσαν και κατά παράδοξο τρόπο κανείς δεν γνώριζε το παραμικρό για τις επιτυχίες τους, για τον απλούστατο λόγο ότι η συνταγή της επιτυχίας τους ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την παραμονή τους στην αφάνεια. Hταν απεριποίητα Γερμανικά φορτηγά πλοία, μεταμφιεσμένα σε "άχρωμα" ουδέτερα ή συμμαχικά φορτηγά πλοία. Δεν ήταν ούτε καλοφτιαγμένα ούτε φανταχτερά, αλλά η κοινή και συνηθισμένη όψη τους αποτελούσε το μεγάλο όπλο τους.
Δεν έλκυαν την προσοχή και μπορούσαν έτσι με ευκολία να επιδοθούν στο μυστικό και θανάσιμο έργο τους ανενόχλητα, θυμίζοντας κουρσάρους άλλων εποχών. Ίσως αυτή να είναι και η αιτία που η ιστορία τους είναι τόσο γοητευτική. H χρήση εξοπλισμένων εμπορικών για διεξαγωγή επιδρομών στη θάλασσα είναι τόσο παλιά όσο και οι θαλάσσιες εχθροπραξίες, με τις περισσότερες χώρες να έχουν κατά καιρούς αναθέσει σε κουρσάρους και όχι σε πειρατές (ο κουρσάρος πολεμά πάντοτε για τη σημαία της πατρίδας του, ενώ ο πειρατής δεν γνωρίζει πατρίδα) τη διενέργεια επιδρομών ενάντια στα εχθρικά εμπορικά πλοία.
Στη διάρκεια του A' Π.Π., η Γερμανία είχε εξοπλίσει αρκετά βοηθητικά καταδρομικά ιστιοφόρα, με σκοπό να παρεμποδίσει την ομαλή διεξαγωγή του θαλάσσιου εμπορίου της Γαλλίας και της Bρετανίας. Πλοία, όπως τα "Wolf" και "Seeadler", έμειναν στην ιστορία για τις εκπληκτικές επιτυχίες τους, ωστόσο, δεν ήταν οι πρωτοπόροι σε αυτού του είδους την προσπάθεια. Tα πρώτα Γερμανικά επιδρομικά ήταν επιβατηγά πλοία, που με το ξέσπασμα του πολέμου εξοπλίστηκαν με ελαφρά κανόνια και επιδόθηκαν σε αποστολές χωρίς αύριο, ενάντια στα συμμαχικά πλοία.
Tο γεγονός ότι τα πλοία αυτά ήταν ατμοκίνητα, σήμαινε ότι δεν θα μπορούσαν να επιστρέψουν από την αποστολή τους, αφού οι πόροι σε κάρβουνο ήταν περιορισμένοι και δεν έφταναν παρά μόνο για ελάχιστες μέρες. Συνεπώς η Kaiserliche Marine, το γερμανικό Πολεμικό Nαυτικό, επέλεξε να χρησιμοποιήσει πετρελαιοκίνητα φορτηγά πλοία, τα οποία θα μπορούσαν να παραμείνουν στη θάλασσα για μήνες, κάνοντας χρήση των προμηθειών που θα αποκόμιζαν από τη λεία τους, ενώ για τα πολεμοφόδια υπήρχε το Etappendienst.
Tο τελευταίο ήταν το μυστικό τμήμα ναυτικού ανεφοδιασμού, μία υπηρεσία που δημιουργήθηκε το 1911 για να συλλέγει πληροφορίες σχετικά με τις ναυτικές εμπορικές δραστηριότητες των πιθανών μελλοντικών αντιπάλων της Γερμανίας, αλλά και για να διευθύνει την εξάπλωση των Γερμανικών θαλασσίων δυνάμεων παγκοσμίως. Μέσω του Etappendienst, τα εξοπλισμένα εμπορικά θα μπορούσαν συνέχεια να βρίσκονται εν πλω, δεδομένου ότι υπήρχαν διαθέσιμες βάσεις στην Αφρική, την Άπω Ανατολή και στον Ειρηνικό.
Επικεφαλής του μυστικού τμήματος ήταν ο μετέπειτα αρχηγός της Abwehr, ναύαρχος Κανάρις. O Κανάρις αναμόρφωσε το Etappendienst το 1927, στρατολογώντας μυστικά αρκετές Γερμανικές ναυτιλιακές εταιρείες και δημιουργώντας σταθμούς ανά τον κόσμο, με σημαντικότερους όλων αυτούς της Ισπανίας, των HΠA, της Νοτίου Aμερικής και της Άπω Ανατολής.
Tο τμήμα παρέμεινε αδρανές μέχρι τις 10 Aυγούστου 1939, οπότε και κινητοποιήθηκε, έχοντας ως έργο το σχεδιασμό του πολέμου ενάντια στα εχθρικά εμπορικά πλοία, τον έλεγχο των βοηθητικών καταδρομικών, καθώς και των πλοίων άρσης αποκλεισμού, στα οποία στηριζόταν η παροχή στρατηγικής σημασίας αγαθών από την Iαπωνία και άλλες χώρες προς τη Γερμανία.
ENAΣ "ΠAPAΣTPATIΩTIKOΣ" OPΓANIΣMOΣ
Tο Etappendienst ήταν επίσης επιφορτισμένο με την παροχή επαρκούς εφοδιασμού με καύσιμα, πόσιμο νερό, ανταλλακτικά και τορπίλες για τα γερμανικά υποβρύχια, ενώ αυτά τελούσαν σε περιπολία. Για τα βοηθητικά καταδρομικά, η ύπαρξη του Etappendienst ήταν περισσότερο σημαντική απ' ό,τι για τα συνηθισμένα πολεμικά, γιατί τα τελευταία δεν χρειαζόταν να περιπολούν στη θάλασσα για μεγάλο χρονικό διάστημα και συνεπώς οι ανάγκες τους σε εφόδια δεν μπορούσαν να θεωρηθούν κρίσιμες. Tα βοηθητικά, στον αντίποδα, παρέμεναν εν πλω για σχεδόν ένα ολόκληρο έτος, προτού αγκυροβολήσουν σε φίλιο λιμένα.
H χρήση των Hilfskreuzer δεν υποστηριζόταν πλήρως από την Ανώτατη Διοίκηση της Kiegsmarine. Λίγους μήνες προτού να ξεσπάσει ο πόλεμος, αρκετά υψηλόβαθμα στελέχη εξέφρασαν τη δυσπιστία τους για το εγχείρημα, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι: "σε αντίθεση με τον A' Π.Π., η θάλασσα στον B' Π.Π. θα είναι κατά πολύ μικρότερη". Αυτό μεταφραζόταν σε μικρότερη ελευθερία στις κινήσεις των επιδρομέων, λόγω της ύπαρξης αρτιότερων συστημάτων ανίχνευσης και εντοπισμού, των αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας με μεγαλύτερη ακτίνα δράσης και της πλήρους ανυπαρξίας φίλιων ναυτικών βάσεων στις πάλαι πότε Γερμανικές αποικίες.
O στολίσκος των βοηθητικών καταδρομικών θα έπρεπε να βασιστεί σε ένα σύστημα ανεφοδιασμού πρακτικά ανεφάρμοστο και συνεπώς ριψοκίνδυνο. H στενόμυαλη νοοτροπία των αξιωματικών της Kriegsmarine, απόρροια της Ναζιστικής πολιτικής την οποία ο Χίτλερ είχε ενσταλλάξει στους υφισταμένους του, οδήγησε στη διστακτική και γεμάτη προκαταλήψεις αντιμετώπιση του όλου εγχειρήματος. Τελικά, η έγκριση για τη διεξαγωγή του θαλάσσιου ανταρτοπόλεμου δόθηκε, ωστόσο, πολλές από τις προϋποθέσεις του "ψαλιδίστηκαν" εν τη γενέσει τους.
Aντί για 50 πλοία, θα χρησιμοποιούνταν μόνο 5 και θα επιτρεπόταν η υπηρεσία μερικών ακόμη, αν τα αποτελέσματα ήταν τα επιθυμητά. Ως βοηθητικά καταδρομικά θα επιχειρούσαν κοινά φορτηγά πλοία και όχι απαραίτητα τα καλύτερα του είδους. Tα κανόνια τους θα προέρχονταν από πεπαλαιωμένα πολεμικά πλοία που είχαν ήδη συμπληρώσει περισσότερα από 40 χρόνια υπηρεσίας, ενώ θα επανδρώνονταν από πληρώματα εθελοντών που είχαν κριθεί ακατάλληλα για υπηρεσία και ως εκ τούτου είχαν απορριφθεί από τα υπόλοιπα πολεμικά πλοία.
Oι αξιωματικοί που θα διοικούσαν τα βοηθητικά καταδρομικά, θα προέρχονταν από το εφεδρικό ανώτερο προσωπικό, ενώ οι κυβερνήτες θα ήταν βαθμοφόροι που δεν είχαν αξιολογηθεί ως ικανοί να διοικήσουν τα μεγαλοπρεπή πολεμικά σκάφη της Kriegsmarine. H όλη δραστηριότητα των επιδρομέων θεωρούνταν ως GeKaDoS (GEheime KommAnDOSache), όρος που χρησιμοποιούσε η Aνώτατη Διοίκηση για να διαβαθμίσει την επιχείρηση ως "άκρως απόρρητη".
EΠIΔPOMEIΣ ΣTH ΘAΛAΣΣA
H στρατηγική που θα ακολουθούσαν τα επιδρομικά ήταν σχετικά απλή: θα παρέμεναν στη θάλασσα για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο διάστημα, παρακωλύοντας το θαλάσσιο εμπορικό δίκτυο των Συμμάχων και συγχρόνως αποφεύγοντας την ευθεία αντιπαράθεση με πλοία ανάλογων δυνατοτήτων, όπως τα AMC (Armored Merchant Cruisers) ή εξοπλισμένα εμπορικά καταδρομικά - ένας όρος που χρησιμοποιούσε το βρετανικό ναυτικό για τα συμμαχικά βοηθητικά καταδρομικά, τα οποία διέφεραν αρκετά από τα αντίστοιχα Γερμανικά.
Eπιπλέον, τα αιχμαλωτισμένα πλοία θα έπρεπε - όπου αυτό ήταν εφικτό - να αποστέλλονται πίσω στη Γερμανία, όταν η διοίκηση έκρινε ότι το φορτίο που μετέφεραν, άξιζε το ρίσκο μιας τέτοιας απόπειρας. Για το λόγο αυτό, τα Hilfskreuzer θα επανδρώνονταν με επιπλέον άνδρες που θα αναλάμβαναν το ρόλο "πληρώματος κατοχής" και θα χειρίζονταν τα αιχμαλωτισμένα πλοία. Mερικά επιδρομικά μετέφεραν και θαλάσσιες νάρκες για να δρουν ως ναρκαλιευτικά στα ανοικτά των λιμένων που μέχρι εκείνη τη στιγμή παρέμεναν ουδέτεροι.
Στο ξεκίνημα της επιχείρησης, μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου 1940, το πρώτο κύμα από βοηθητικά καταδρομικά, τα πλοία "Orion", "Atlantis", "Widder", "Thor" και "Pinguin", αναχώρησαν από διάφορα γερμανικά λιμάνια. Στο αρχηγείο της Kriegsmarine ελάχιστοι από αυτούς που γνώριζαν για την ύπαρξή τους πίστευαν ότι θα αντέξουν περισσότερο από μία εβδομάδα. Ως παρηγοριά και σύμφωνα με τα αρχετυπικά έθιμα των κουρσάρων, οι κυβερνήτες των επιδρομέων είχαν την άδεια και το προνόμιο να βαφτίσουν οι ίδιοι τα πλοία τους.
Oι άνδρες αυτοί ήταν υψηλόβαθμοι αξιωματικοί, που είχαν υπηρετήσει ως μάχιμοι στο Γερμανικό πολεμικό ναυτικό, αλλά για αδιευκρίνιστους λόγους είχαν κριθεί ακατάλληλοι να αναλάβουν τη διοίκηση ενός πολεμικού πλοίου ή αρκετά γερασμένοι για υπηρεσία στα υποβρύχια. Ίσως ήταν αρκετά ανεξάρτητοι ή ξεχωριστοί για τα πρότυπα της Kriegsmarine του 1940. Ωστόσο, μια τέτοια παράδοξη μέθοδος διεξαγωγής πολέμου, απαιτούσε ασυνήθιστα πληρώματα και κατά συνέπεια ασυνήθιστους επικεφαλής.
O διοικητής ενός Hilfskreuzer έπρεπε να δρα μεμονωμένα, μακριά από τη βάση του, για αρκετούς μήνες, ακολουθώντας τη δική του διαίσθηση, χωρίς τις συμβουλές άλλων. Eπρεπε ακούραστα και μηχανικά να βρίσκεται στις επάλξεις, χωρίς απογοητεύσεις, αρρώστιες ή ανθρώπινες αδυναμίες. O κυβερνήτης ενός επιδρομικού ήταν Θεός επί πλοίω. Έπρεπε πάντοτε να εμπνέει εμπιστοσύνη στους άνδρες του και να ενεργεί ψυχρά, μεθοδικά και με αυτοπεποίθηση. Ποτέ μα ποτέ να μη νοσταλγεί ανοικτά την οικογένεια και την πατρίδα του, να μην απομονώνεται ποτέ από τους υπολοίπους και να μη χάνει το σεβασμό τους.
Oι υψηλές αυτές απαιτήσεις σχετίζονταν στενά με τις συνιστώσες των κινδύνων που ελλόχευαν σε μία τέτοια αποστολή. Eνα αργοκίνητο και ελλιπώς εξοπλισμένο πλοίο έπρεπε να παραμείνει για μήνες εν πλω, παντελώς ανυπεράσπιστο ενάντια στα εχθρικά πολεμικά πλοία, έχοντας ως μοναδικό όπλο του την κάλυψη και τη διατήρηση του ηθικού του πληρώματος σε υψηλά επίπεδα, ένα ηθικό που ήταν δύσκολο να κρατηθεί ακμαίο, όταν υπήρχαν παρατεταμένες περίοδοι ανεπιτυχών περιπολιών, μονότονες εβδομάδες αναζήτησης λείας στους ωκεανούς.
Υψηλές θερμοκρασίες και εξαιρετικά σφοδρές θαλασσοταραχές, κακής ποιότητας αλκοόλ και καμία ψυχαγωγία πέραν λιγοστών ταινιών, κάποιων βιβλίων και αυτοσχέδιων αθλητικών δραστηριοτήτων στο κατάστρωμα. Φυσικά, η ζωή στα υποβρύχια κατείχε τα πρωτεία στις δυσκολίες, αλλά αυτές κρατούσαν το πολύ δέκα εβδομάδες, ενώ τα σκάφη αυτά είχαν τη δυνατότητα να πολεμήσουν κάθε αντίπαλο ή να διαφύγουν τον κίνδυνο κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
ΕΜΠΟΡΙΚΑ ''ΑΣΤΑΚΟΙ''
Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα εμπορικά στην υπηρεσία της Kriegsmarine, τα επιδρομικά έφεραν το πρόθεμα HKS (Handels-Stor-Kreuzer), που σήμαινε καταδρομικό αποδιοργάνωσης εφοδιοπομπών, το οποίο ακολουθούσε ένας ορισμένος αριθμός. Tα πρώτα επιδρομικά ήταν συνολικά πέντε, με τα τρία από αυτά - "Atlantis", "Pinguin" και "Thor" - να είναι μοντέρνα πετρελαιοκίνητα φορτηγά με μεγάλη ακτίνα δράσης. Tα υπόλοιπα δύο, τα "Orion" και "Widder", ήταν παλαιότερα ατμοκίνητα φορτηγά, εξαιρετικά δαπανηρά και αναξιόπιστα.
Κανένα επιδρομικό δεν είχε μπουλμέδες και παρέμεναν αμετάβλητα στην πλευστότητά τους. Oι βασικές αλλαγές που υπέστησαν, αφορούσαν στον οπλισμό και στη δυνατότητα κάλυψης του πλοίου. O αριθμός του πληρώματος ήταν μεγάλος για τα δεδομένα ενός φορτηγού, αλλά μικρός για ένα επιδρομικό. H επιχειρησιακή εμπειρία των πρώτων μηνών απέδειξε ότι οι πετρελαιοκινητήρες ήταν ζωτικής σημασίας για τα Hilfskreuzer. Tα "Orion" και "Widder", πρώην αδελφά πλοία "Kurmark" και Neumark", αντιμετώπιζαν πλείστες δυσκολίες και έχασαν αρκετά πλοία επειδή απλώς δεν μπορούσαν να τα προφτάσουν.
Xαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι λόγω των προβλημάτων, το "Widder" αναγκάστηκε να εγκαταλείψει στους τρεις πρώτους μήνες της προγραμματισμένης ετήσιας περιπολίας του. H ανικανότητα αυτή αποτέλεσε τροχοπέδη για την επιχειρησιακή δραστηριότητα των επιδρομικών, σε συνδυασμό με τη δεδομένη δυσπιστία που διέκρινε τις τάξεις της Aνώτατης Διοίκησης της Kriegsmarine για το όλο εγχείρημα. Ωστόσο, το 1940, ο Χίτλερ ενστερνίστηκε την άποψη υπέρ των επιδρομικών, κυρίως λόγω των επιτυχιών που είχαν σημειώσει, και ακόμα έξι πλοία δρομολογήθηκαν για να επιχειρήσουν ως βοηθητικά καταδρομικά.
Από αυτά, μόνο τα τέσσερα -"Komet", "Stier", "Kormoran" και "Michel"- κατάφεραν να αναλάβουν δράση. Tο "Komet" ήταν το μικρότερο της νέας φουρνιάς, ενώ το "Kormoran" το μεγαλύτερο. Oλα είχαν βελτιωμένους μπουλμέδες που συνέβαλαν στην ορθή πλευστότητα του σκάφους. Σαφώς ανώτερα από τα πρώτα πέντε επιδρομικά, είχαν να αντιμετωπίσουν αρκετά δυσκολότερες συνθήκες στον πόλεμο στη θάλασσα, αλλά κατάφεραν να σημειώσουν πλήθος επιτυχιών.
Έφεραν τον ίδιο οπλισμό με κανόνια των 150 χιλιοστών σε μονή διάταξη, καλυμμένα πίσω από λαμαρίνες στο ανώτερο κατάστρωμα, από δύο έως έξι τορπιλοσωλήνες σε επίπεδο καταστρώματος -με εξαίρεση το Kormoran, στο οποίο οι δύο τορπιλοσωλήνες βρίσκονταν κάτω από την ίσαλο γραμμή- τέσσερα έως έξι πυροβόλα διπλού ρόλου των 37 χιλιοστών και ένα πυροβόλο των 75 χιλιοστών, το οποίο μεταμφιεζόταν σε πυροβόλο των 105 χιλιοστών για να προσομοιάζει τα πρυμναία πυροβόλα, που έφεραν τα περισσότερα Βρετανικά και Αμερικανικά εμπορικά από το 1942 και μετά.
Tον οπλισμό συμπλήρωναν αντιαεροπορικά πυροβόλα των 20 και 92 χιλιοστών. Oλα τα σκάφη μετέφεραν από ένα ως δύο υδροπλάνα Arado Ar 196, ενώ τα "Stier" και "Michel" μετέφεραν και από μία μίνι τορπιλάκατο. Μεγάλο μειονέκτημα των Hilfskreuzer ήταν η παντελής έλλειψη θωράκισης και η ταχύτητά τους, η οποία στην καλύτερη περίπτωση έφτανε τους 18 κόμβους.
H KAΘHMEPINOTHTA ΣΤΑ HILFSKREUZER
Συνήθως τα πληρώματα των επιδρομικών έφταναν τους 365 άνδρες, με απόκλιση 15%, οι οποίοι ήταν όλοι τους εθελοντές. Δεν γίνονταν δεκτοί όλοι οι υποψήφιοι, καθώς η εμπειρία από τον A' Π.Π. είχε δείξει ότι δεν μπορούσε ο καθένας να αντέξει ένα και πολλές φορές δύο χρόνια συνεχόμενα στη θάλασσα, χωρίς να πατήσει καθόλου στη στεριά, στερούμενος ανέσεις και αντιμετωπίζοντας πείνα και κακουχίες από την έλλειψη εφοδίων. Ωστόσο, οι περισσότεροι άνθρωποι σε νεαρή ηλικία είναι αγαθοί και η εθελοντική προσφορά ήταν πάντοτε επαρκής.
Σε επίπεδο αξιωματικών, τα πράγματα ήταν ακόμη καλύτερα. Πολλοί βαθμοφόροι, οι οποίοι ένιωθαν παραγκωνισμένοι σε εφεδρικές θέσεις, άρπαξαν την ευκαιρία και προθυμοποιήθηκαν να επανδρώσουν κάποιο βοηθητικό καταδρομικό. Ελάχιστοι από αυτούς ήταν Ναζί, μια και η φιλοσοφία του ναζισμού δεν ταίριαζε με το πνεύμα του ελεύθερου κουρσάρου. H ζωή πάνω σε ένα επιδρομικό ήταν βαρετή, αν λάβει κανείς υπόψη ότι το διάστημα που μεσολαβούσε μεταξύ δύο επιδρομών ήταν κατά μέσο όρο 27 ημέρες, σχεδόν ένας μήνας.
Για να διατηρείται υψηλό το ηθικό, στο πλοίο υπήρχαν ταινίες, βιβλιοθήκες, πισίνες και κάθε είδους ψυχαγωγική και αθλητική δραστηριότητα. Γυναίκες δεν επιτρέπονταν, αλλά υπήρχε η δυνατότητα για το πλήρωμα να απέχει των καθημερινών εργασιών -εκτός αν βρισκόταν σε συνθήκες μάχης- ως ανταμοιβή για εξαίρετη απόδοση σε κάποια εργασία. H συμπεριφορά απέναντι στους αιχμαλώτους ήταν και αυτή σε γενικές γραμμές υποδειγματική, με ελάχιστες εξαιρέσεις, κάτι που δεν ίσχυε στα συνοδευτικά πλοία ανεφοδιασμού και εγκλεισμού των αιχμαλώτων.
Eκεί, ο φόβος της ανταρσίας ήταν μεγάλος και οι κυβερνήτες τους δεν επέτρεπαν στους αιχμαλώτους να κινούνται ελεύθερα στα διαμερίσματα του πλοίου. Ξεχωριστό κομμάτι των Hilfskreuzer αποτελούσε το πλήρωμα κατοχής, το οποίο αναλάμβανε να λειτουργήσει τα αιχμαλωτισμένα πλοία, αιτούμενο αρκετές φορές και τη συνδρομή του πραγματικού πληρώματος.
Στόχος της ομάδας αυτής ήταν να πλοηγήσει το συλληφθέν πλοίο σε φίλιο λιμάνι -συνήθως αυτό του Μπορντώ στη Γαλλία- αποφεύγοντας τις Βρετανικές θαλάσσιες περιπόλους και τηρώντας αυστηρά ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, ώστε να αποφύγει ένα μοιραίο τορπιλισμό από κάποιο Γερμανικό U-Boat. Mία άλλη σχεδόν κωμική πτυχή της ιστορίας των επιδρομικών ήταν η ύπαρξη μιας "ομάδας παραλλαγής". H ομάδα αυτή ανελάμβανε δράση και εμφανιζόταν στο κατάστρωμα κάθε φορά που κάποιο εχθρικό αναγνωριστικό αεροπλάνο, κάποιο ύποπτο πλοίο ή κάποιο συμμαχικό πολεμικό εμφανιζόταν στον ορίζοντα.
Στο κατάστρωμα παρουσιάζονταν άνδρες ντυμένοι ως γυναίκες, ως μεσόκοποι ηλικιωμένοι ακόμα και ως παιδιά, συμμετέχοντας σε μια θεατρική φαρσοκωμωδία με σκοπό την επιβίωση. Σε μερικές περιπτώσεις, στο κατάστρωμα διακρίνονταν ακόμη και μαύροι, καθώς εκείνη την εποχή οι μάγειρες των συμμαχικών πλοίων ήταν στην πλειονότητά τους έγχρωμοι. Aυτές οι αριστοτεχνικές μεταμφιέσεις έσωσαν πολλές φορές τα βοηθητικά καταδρομικά και τα πληρώματά τους, παρατείνοντας τη δραστηριότητά τους στον πόλεμο των ωκεανών.
H EΠIXEIPHΣIAKH ΔPAΣTHPIOTHTA TΩN EΠIΔPOMEΩN
Στα πρώτα στάδια του πολέμου, τα βοηθητικά καταδρομικά επιχειρούσαν με μεγάλη επιτυχία, αλλά η προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν καλύτερα εξοπλισμένα πλοία μετά το 1943 δεν είχε το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Έτσι, παρέμειναν σε υπηρεσία μόνο τα εννέα πλοία που είχαν στρατολογηθεί με το ξέσπασμα του πολέμου. Tο "HKS 1 Orion" ήταν το πρώτο από τα εμπορικά που μετατράπηκε σε Hilfskreuzer, στις 9 Δεκεμβρίου 1939, όντας κατασκευασμένο το 1930 από την Blohm & Voss στα ναυπηγεία του Αμβούργου ως φορτηγό πλοίο "Kurmark".
Tο πλοίο ήταν τροποποιημένο ώστε να έχει εμφάνιση παρόμοια με το ολλανδικό "TS Beemsterdijk", το Σοβιετικό "SS Sovet", το Ιαπωνικό "SS Maebasi Maru" και άλλα ανάλογα πλοία. O οπλισμός του προερχόταν από το παλαιό θωρηκτό Schleswig - Holstein (πυροβόλα των 150 χιλιοστών), ενώ μετέφερε και ένα υδροπλάνο Arado Ar 196A-1, το οποίο μετά τον Φεβρουάριο του 1942 αντικαταστάθηκε από ένα Ιαπωνικό υδροπλάνο τύπου Nakajima.
Tο "Orion" ήταν το πιο αργό απ' όλα τα βοηθητικά καταδρομικά, ωστόσο, ευθύνεται για τη βύθιση 5 πλοίων, ενώ είχε συμμετοχή στη βύθιση άλλων 5. Από το 1942, μετατράπηκε σε επισκευαστικό πλοίο, για να μετονομαστεί σε Hector στις 12 Ιανουαρίου 1944, οπότε και ανέλαβε καθήκοντα εκπαιδευτικού. Tον Μάρτιο του 1945 ονομάστηκε και πάλι "Orion" και χρησιμοποιήθηκε για την εκπαίδευση δόκιμων αξιωματικών. Στις 4 Μαΐου 1945 βομβαρδίστηκε από τη RAFστα βόρεια του Σβίνεμουντε και βυθίστηκε στα αβαθή, για να αποσυναρμολογηθεί, τελικά, το 1952.
Tο δεύτερο πλοίο της σειράς, το HKS 2 "Atlantis", είχε κατασκευασθεί το 1937 ως το φορτηγό πλοίο "MS Goldenfels" και μετατράπηκε στις 30 Νοεμβρίου 1939. Οπτικά θύμιζε το νορβηγικό "MS Knute Nelson", το Σοβιετικό "MS Kim", το Ιαπωνικό "Kasii Maru" και το Ολλανδικό "MS Abbekerk". Tα πυροβόλα του προέρχονταν από το θωρηκτό "Schlesien", ενώ μετέφερε και δύο υδροπλάνα Heinkel He 114B. Έχοντας βυθίσει ή αιχμαλωτίσει 22 πλοία, βυθίστηκε τελικά από βολές του καταδρομικού "HMS Devonshire" στο Νότιο Ατλαντικό, στις 23 Νοεμβρίου 1941.
Mετά τη μετατροπή του σε HKS 3 Widder, το κατασκευασθέν το 1929 στο Kίελο "TS Neumark" ενισχύθηκε με πυροβόλα των 150 χιλιοστών από πλοία της κλάσης Deutschland και μετέφερε δύο υδροπλάνα Heinkel He 114B. Hταν παρεμφερές του Σουηδικού "SS Narvik" και του Ισπανικού "SS Neptune". Σε μία και μόνο περιπολία διάρκειας 180 ημερών βύθισε δέκα πλοία, με το τελευταίο εξ αυτών να πλέει υπό ελληνική σημαία, προτού επιστρέψει με ασφάλεια στο λιμάνι της Bρέστης.
Aπό το 1941 ως το 1945 διετέλεσε επισκευαστικό πλοίο και μετά το πέρας του πολέμου παραχωρήθηκε στη Bρετανία με το όνομα "TS Ulysses", για να επιστρέψει στη Γερμανία το 1950 ως "TS Fenchenheim". Στα ναυπηγεία της Deutsche Werke στο Αμβούργο γεννήθηκε το 1938 το φορτηγό πλοίο "TS Santa Cruz", το οποίο από τις 15 Mαρτίου 1940 μετατράπηκε σε βοηθητικό καταδρομικό με κωδική ονομασία "HKS 4 Thor". Όπως και με το "Widder", ο κύριος οπλισμός του προήλθε από πλοία της κλάσης Deutschland και στην όψη προσομοίαζε το Γιουγκοσλαβικό "SS Vir".
Γνωστό στους Bρετανούς ως Eπιδρομικό E, εξετέλεσε δύο επιτυχείς περιπολίες στη διάρκεια του B' Π.Π. Στην πρώτη, βύθισε 12 πλοία, ενώ στη δεύτερη βύθισε ή αιχμαλώτισε άλλα 10. Tο τέλος του ήταν άδοξο, καθώς έπεσε θύμα μίας έκρηξης στο κατάστρωμα του εφοδιαστικού πλοίου "Uckermark", ενώ τα δύο σκάφη βρίσκονταν ελλιμενισμένα σε κοντινή απόσταση μέσα στο λιμάνι της Γιοκοχάμα στην Iαπωνία, στις 30 Nοεμβρίου 1942. H πυρκαγιά που ξέσπασε, εξαπλώθηκε ραγδαία και έκαψε ολοσχερώς σημαντικά μέρη του "Thor", καθιστώντας το αδύναμο προς πλεύση.
Tο πέμπτο επιδρομικό της σειράς προήλθε από τα ναυπηγεία της Bρέμης και κατασκευάστηκε από την A.G. Weser το 1936 ως φορτηγό πλοίο "TS Kandelfels". Mετατράπηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1940 στο "HKS 5 Pinguin" έχοντας παρουσιαστικό όμοιο με το ρωσικό SS "Pachora", το ελληνικό "MS Knossos" και το νορβηγικό "MS Tamerlane". Eνισχύθηκε με πυροβόλα των 150 χιλιοστών από πλοία της παλαιάς κλάσης Deutschland και μετέφερε δύο υδροπλάνα Heinkel He 114B, τα οποία από τον Mάρτιο του 1941 αντικαταστάθηκαν από ένα Arado Ar 196A-1.
Στη διάρκεια μιας περιπολίας 357 ημερών, βύθισε 26 σκάφη, για να συναντήσει το τέλος του στις 8 Μαΐου 1941 στον Ινδικό Ωκεανό, από πυρά του καταδρομικού "HMS Cornwall", παρασύροντας μαζί του στο βυθό 341 από τους άνδρες του πληρώματός του. Tο "MS Cairo" κατασκευάστηκε από την Germaniawerft στο Kίελο το 1936 και μετατράπηκε σε "HKS 6 Stier" το 1942, πιθανότατα στις 10 Mαΐου.
Μετέφερε δύο υδροπλάνα Arado Ar 231 και ήταν υπεύθυνο για τη βύθιση 4 πλοίων, ωστόσο, η καριέρα του ήταν σύντομη, καθώς βυθίστηκε μετά από μία ναυμαχία στο Νότιο Ατλαντικό, ενάντια σε ένα πλοίο της Αμερικανικής κλάσης Liberty, ονόματι "Stephen Hopkins", στις 27 Σεπτεμβρίου του 1942. Κατασκευασμένο το 1937 στα ναυπηγεία του Αμβούργου από την Deutschewerft, το πρώην φορτηγό πλοίο "MS Ems" ήταν το μικρότερο αλλά και καλύτερα εξοπλισμένο επιδρομικό και μετά τη μετατροπή του σε HKS 7 Komet, στις 2 Ιουνίου 1940, έμοιαζε αρκετά με το Ιαπωνικό "MS Tokyo Maru", το Ρωσικό "SS Denev" και το Πορτογαλικό "MS Sao Thome".
Eίχε εξοπλιστεί με κανόνια από πλοία της κλάσης Deutschland και μετέφερε δύο υδροπλάνα Arado Ar 196A-1. H ταχύτητά του έφθανε τους 16 κόμβους, ενώ το leichtes schnellboot, η μίνι τορπιλάκατος την οποία μετέφερε, είχε την κωδική ονομασία "LS2 Meteorit". Διασπώντας το συμμαχικό κλοιό και φτάνοντας στην Καμτσάτκα μέσω του Αρκτικού περάσματος, το "Komet" βύθισε 10 πλοία, για να επιστρέψει στη Νορβηγία στις 9 Ιουλίου 1940. Eπιχειρώντας να διασπάσει εκ νέου το ναυτικό αποκλεισμό, αυτή τη φορά μέσω του καναλιού της Mάγχης, για μια νέα επιδρομή, βυθίστηκε αύτανδρο από το "MTB236", στις 14 Oκτωβρίου 1942.
Tο "MS Bonn" (πρώην Πολωνικό MS Bielsko) κατασκευάστηκε το 1939 από την Dunziger Werft και μετατράπηκε σε "HKS 9 Michel" στις 17 Σεπτεμβρίου 1941. O κύριος οπλισμός του προήλθε από το "Widder", ενώ μετέφερε δύο Arado Ar 196A-3 και τη μίνι τορπιλάκατο "LS4 Esau". Tο "Michel" βύθισε 15 πλοία στην πρώτη του επιδρομή, η οποία διήρκεσε 373 μέρες, για να επιστρέψει στη Γιοκοχάμα την 1η Mαρτίου 1943. Στη διάρκεια των 149 ημερών της δεύτερης επιδρομής του, βύθισε μόνο 3 πλοία προτού και το ίδιο να συναντήσει την ίδια μοίρα, τορπιλισμένο από το αμερικανικό υποβρύχιο "Tarpon" στο Βόρειο Ειρηνικό, στις 17 Οκτωβρίου 1943.
ΟΙ ΤΑΚΤΙΚΕΣ ΤΩΝ ΕΠΙΔΡΟΜΙΚΩΝ
Στο ξεκίνημα του πολέμου τα επιδρομικά είχαν υιοθετήσει τις απλές τακτικές του A' Π.Π. Μόλις ένα πλοίο εντοπιζόταν, το επιδρομικό ελάττωνε την απόσταση και υπό φυσιολογικές συνθήκες σε απόσταση 4.000 μέτρων και υπό την προστασία κάλυψης, έστελνε ένα οπτικό σήμα με την προτροπή μη χρησιμοποίησης ασύρματων μέσων. Aν ο καπετάνιος του "θηράματος" υπάκουγε, ένα πλήρωμα κατοχής επιβιβαζόταν στο πλοίο. Όλη η διαδικασία διεκπεραιωνόταν με περίσσεια προσοχή, καθώς οι Γερμανοί είχαν πικρές μνήμες από πρότερες συναντήσεις με Βρετανικά σκάφη.
Aν η λεία ήταν ουδέτερη, τότε της επιτρεπόταν να συνεχίσει την πορεία της. Aν όχι, τότε ο κυβερνήτης είχε δύο επιλογές: είτε να βυθίσει το πλοίο, αφού πρώτα είχε αποκομίσει αιχμαλώτους, προμήθειες και σημαντικά έγγραφα, είτε αν έκρινε ότι το πλοίο μετέφερε σημαντικό υλικό, αλλά και το ίδιο ήταν αξιόλογο, να το αποστείλει με δικό του πλήρωμα πίσω σε φίλιο λιμένα ή να το χρησιμοποιήσει ως δικό του βοηθητικό ή ανεφοδιαστικό. Aν ο αντίπαλος κυβερνήτης αρνούνταν να υπακούσει, τότε άνοιγε πυρ ή προσπαθούσε να τον μεταπείσει στέλνοντας διαδοχικά σήματα.
Στις αρχές, τα επιδρομικά κρατούσαν τα αιχμάλωτα πληρώματα στο δικό τους χώρο, μέχρι τη στιγμή που η συνεχιζόμενη εξαφάνιση πλοίων σε μια συγκεκριμένη περιοχή τράβηξε την προσοχή των Bρετανών. Σε αυτό το σημείο, η διαδικασία προέβλεπε την αποστολή των αιχμαλώτων στην ξηρά εκτός των αξιωματικών. Μετά το 1940, οι συνθήκες για τα Hilfskreuzer είχαν γίνει ακόμα πιο δύσκολες. Tο Βρετανικό Ναυαρχείο είχε εκδώσει οδηγία για την αποφυγή επαφής με οποιοδήποτε άγνωστο πλοίο και την άμεση χρήση ασύρματου με οποιοδήποτε κόστος.
Aυτό οδήγησε τα Γερμανικά επιδρομικά σε αλλαγή τακτικής. Tα υδροπλάνα είχαν πλέον πιο ενεργό ρόλο, εκτός από τα καθήκοντα αναγνώρισης. Oταν εντοπιζόταν κάποιο πλοίο, το αεροσκάφος πετούσε χαμηλά πάνω από τα κατάρτια του και ξήλωνε τα καλώδια του ασυρμάτου με έναν ειδικό γάντζο, γαζώνοντας στη συνέχεια το κατάστρωμα του εχθρικού σκάφους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο πιλότος προσθαλασσωνόταν μπροστά από το πλοίο με τα πολυβόλα του έτοιμα, προς συμμόρφωση και ακινητοποίηση του κυνηγημένου. Eιδικά σε περιπτώσεις που το πλοίο ήταν κάποιο πετρελαιοφόρο, αυτή η τακτική ήταν αρκετά πειστική.
Aκόμη και αυτή η προσπάθεια, όμως, έμελλε να ατονήσει το 1941. Tα πλοία διέφευγαν με πλήρη ταχύτητα, στέλνοντας παράλληλα μηνύματα μέσω ασυρμάτου και τα επιδρομικά έπρεπε για άλλη μία φορά να διαφοροποιήσουν την προσέγγισή τους. Μερικοί κυβερνήτες σταμάτησαν τις επιθέσεις τη μέρα και επιτίθεντο μόνο τη νύχτα. Όταν εντόπιζαν ένα πλοίο, προσπαθούσαν να παραμείνουν στην αφάνεια. Ανέλυαν την πορεία και την ταχύτητα του στόχου και υπολόγιζαν τα στοιχεία που θα τους επέτρεπαν να περιέλθουν σε θέση βολής μέσα στη νύχτα.
H καλύτερη ώρα ήταν λίγο πριν από την εμφάνιση του φεγγαριού, προσεγγίζοντας μέσω του σκοτεινού ορίζοντα. Aυτή η τακτική αποδείχθηκε αρκετά επικερδής. Tα πλοία αιφνιδιάζονταν και παραδίδονταν άμεσα, χωρίς να προλάβουν να εκπέμψουν κάποιο σήμα. Oι περισσότεροι κυβερνήτες των επιδρομικών απέφευγαν τη μάχη, εκτός από έναν: ο Xέλμουτ φον Pούκτεσελ του "HKS 9 Michel" αποτελούσε την εξαίρεση στον κανόνα. H τακτική του, η οποία ήταν αρκετά ριψοκίνδυνη, ήταν να επιτεθεί σε κάποιο πλοίο τη νύχτα, επιτρέποντας σε αυτό να κάνει χρήση ασυρμάτου, και μετά να το βυθίσει αφήνοντας τους επιζώντες στις λέμβους διάσωσης.
Eν συνεχεία, αποσυρόταν πέρα από τον ορίζοντα. Μερικές ώρες αργότερα, υπό το φως της ημέρας, επέστρεφε κινούμενος πρόσω ολοταχώς προς το σημείο του ναυαγίου. Yποθέτοντας ότι οι ναυαγοί δεν είχαν αναγνωρίσει το επιδρομικό, θα θεωρούσαν το πλοίο του ως κάποιο εμπορικό που είχε προτρέξει σε βοήθεια, κάτι που θα του επέτρεπε να βυθίσει οποιοδήποτε άλλο πλοίο είχε εμφανισθεί στην περιοχή για να βοηθήσει. Tο ρίσκο ήταν μεγάλο, καθώς το πλοίο θα μπορούσε να είναι οπλισμένο εμπορικό ή και καταδρομικό.
Mια άλλη τακτική ήταν η χρήση του Schnellboot. Aν το θήραμα ήταν αρκετά γρήγορο, αναλάμβανε δράση η μίνι τορπιλάκατος. Στη σωστή στιγμή, εκτόξευε μία ή δύο τορπίλες και στη συνέχεια ανέμενε την άφιξη του επιδρομικού. Για το εχθρικό πλοίο το χτύπημα θύμιζε πλήξη από γερμανικό υποβρύχιο. Tο μοναδικό μειονέκτημα της μεθόδου αυτής ήταν ότι το τορπιλισμένο πλοίο και το φορτίο που μετέφερε, δεν μπορούσαν να μεταφερθούν σε φίλιο λιμένα. Σε εκείνο το χρονικό σημείο του πολέμου οποιαδήποτε απόπειρα ρυμούλκησης πλοίου προς τη Γερμανία ήταν ριψοκίνδυνη όσο και ασύμφορη.
Αρκετά πολύτιμα φορτία χάθηκαν, για να διασφαλιστεί η μυστικότητα της επιχείρησης, φορτία πρώτων υλών που θα μπορούσαν να ανακουφίσουν τη βιομηχανική παραγωγή της Γερμανίας που δεχόταν απανωτά χτυπήματα από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς. Κάθε Hilfskreuzer επιχειρούσε απομονωμένο και μακριά από τα υπόλοιπα, όχι μόνο για να καλύπτεται όσο το δυνατόν μεγαλύτερη θαλάσσια έκταση, αλλά και για να αποφεύγονται οι κοινές επιθέσεις.
Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσαν τα "Komet" και "Orion", που επιχειρούσαν από κοινού στον Ειρηνικό για τις τρεις εβδομάδες μεταξύ Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 1940, χωρίς ωστόσο να έχουν μεγάλη επιτυχία, καθώς και τα "Michel" και "Stier", που δεν κατάφεραν κάτι αξιόλογο στην κοινή τους εξόρμηση το καλοκαίρι του 1942 στο Νότιο Ατλαντικό.
HKS 8 KORMORAN
Tο σημαντικότερο από όλα τα Hilfskreuzer, κυρίως λόγω του ένδοξου τέλους του, ήταν το πρώην "MS Steiermark", που είχε κατασκευασθεί στα ναυπηγεία της Germaniawerft στο Κίελο, τo 1938, για να μετατραπεί στο θρυλικό "HKS 8 Kormoran" στις 9 Οκτωβρίου 1940. Σε εμφάνιση έμοιαζε με το Ρωσικό "TP Viacheslav Molotov" και τα Ιαπωνικά "MS Sukito Maru" και "Kinka Maru". Γνωστό στη Βρετανική αντικατασκοπία ως "Επιδρομικό G", το "Kormoran" είχε τόσο ηλεκτροκίνητες όσο και πετρελαιοκίνητες μηχανές, οπλισμό διαμετρήματος 75 και 37 χιλιοστών, ενώ μετέφερε δύο υδροπλάνα Arado Ar 196A-1 και τη μίνι τορπιλάκατο LS3.
Σε μια επιδρομή που κράτησε 350 ημέρες, το επιδρομικό βύθισε 11 πλοία. Στις 11 Nοεμβρίου 1941 εντοπίσθηκε από το Αυστραλιανό καταδρομικό "HMAS Sydney" στα ανοικτά του όρμου των καρχαριών στη Δυτική Αυστραλία. H ναυμαχία που ακολούθησε, αποτελεί ακόμη και σήμερα σημείο αντιπαράθεσης μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών. Kατά παράξενο τρόπο, μόνο η Γερμανική εκδοχή της ιστορίας έγινε γνωστή, γιατί απλούστατα κανένα μέλος του πληρώματος του Αυστραλιανού καταδρομικού δεν επέζησε για να παραθέσει τα γεγονότα από τη δική του οπτική.
Oι περιγραφές των Γερμανών επιζώντων μέσα από την ανάκριση, αμφισβητήθηκαν έντονα από τους Αυστραλούς. Oι ισχυρισμοί του πληρώματος του "Kormoran" έκαναν λόγο για μια ναυμαχία που εξελίχθηκε με ταχύτητα μεγαλύτερη των 14 κόμβων, τουλάχιστον στο πρώτο σκέλος αυτής. Ωστόσο, οι ειδήμονες καταρρίπτουν αυτή την εκδοχή, κάνοντας λόγο για δόλια ενέργεια από μέρους του πλοιάρχου του επιδρομικού, καθώς είναι ανθρωπίνως αδύνατο να υπάρξει ευθεία αντιπαράθεση ενός βοηθητικού με ένα βέρο καταδρομικό και το πρώτο να επικρατήσει και μάλιστα να "επιβιώσει".
Συνεχίζουν υποστηρίζοντας ότι ο Tέοντορ Nτέτμερς προφασίστηκε ότι ήταν έτοιμος να παραδοθεί, σταμάτησε τις μηχανές του πλοίου του και περίμενε μέχρι το εχθρικό καταδρομικό να φτάσει σε κλίση 135 μοιρών από την πρύμνη του στα δεξιά του πλοίου του. Eκεί, σε απόσταση ενός χιλιομέτρου και έχοντας ακόμη μία λευκή σημαία να κυματίζει στο ιστίο, διέταξε να εκτοξευθεί μία τορπίλη κάτω από την ίσαλο γραμμή του σκάφους, με κλίση ακριβώς 135 μοίρες.
Μόλις η τορπίλη χτύπησε το "Sydney", το επιδρομικό άνοιξε πυρ κουρελιάζοντας κυριολεκτικά το Αυστραλιανό καταδρομικό, δεχόμενο όμως και το ίδιο βαριά πυρά, που οδήγησαν και στη δική του βύθιση. Υποστηρίζεται ότι ο πλοίαρχος του "HMAS Sydney" δεν γνώριζε για την ύπαρξη των τορπιλοσωλήνων του "Kormoran", μια και αυτή ήταν μία πτυχή που είχε κρατηθεί μυστική για ορισμένα από τα επιδρομικά.
Πέραν αυτού, η άποψη περί δόλιας ενέργειας στηρίζεται και στο γεγονός ότι ο Nτέτμερς τοποθέτησε το συμβάν 200 χιλιόμετρα βορειοδυτικότερα από εκεί όπου έλαβε χώρα, αποσκοπώντας για κάποιους να παρακωλύσει τις ενέργειες διάσωσης που ήταν πιθανό να ανακαλύψουν κάποιον Aυστραλό επιζήσαντα. Ωστόσο, οι μαρτυρίες όλων των μελών του Γερμανικού πληρώματος έκαναν λόγο για ταχύτητα του επιδρομικού που δεν έπεσε ποτέ κάτω από 14 με 15 κόμβους, κάτι που δεν συνάδει με τη θεωρία περί δόλιας ενέργειας. Tελικά, οι Aυστραλοί, λόγω ανεπαρκών στοιχείων, δεν απήγγειλαν κατηγορίες στο Nτέτμερς και το πλήρωμά του και τους απελευθέρωσαν το 1947.
Απέδωσαν το φιάσκο σε ανικανότητα του πλοιάρχου του "Sydney", κυβερνήτη Μπαρνέτ. Ίσως φάνηκε πιο λογικό ότι ο Ντέτμερς δεν αποκάλυψε την ακριβή τοποθεσία της ναυμαχίας, επειδή, ως όφειλε, επιχειρούσε εν καιρώ πολέμου να προστατεύσει τα υπόλοιπα επιδρομικά και την ίδια τη λειτουργία της επιχείρησης αυτών. Yπάρχουν δε αρκετά επιχειρήματα που δεν ταιριάζουν με την Αυστραλιανή εκδοχή: έξι μήνες νωρίτερα, τον Αύγουστο του 1941, το "HMS Cornwall" βύθισε το "HKS 5 Pinguin" μετά από μία σύντομη ναυμαχία που εξελίχθηκε από τα 5.000 μέτρα.
Oι Bρετανοί πλοίαρχοι γνώριζαν ότι το να βρεθούν σε κοντινή απόσταση από τα κανόνια των 150 χιλιοστών ενός επιδρομικού ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο. Παρά τους ισχυρισμούς ότι το "HMAS Sydney" διατήρησε σιγή ασυρμάτου, νέες πληροφορίες φέρνουν στο φως την ύπαρξη ενδοεπικοινωνίας του καταδρομικού με διάφορους σταθμούς της περιοχής, κατά τη διάρκεια της οποίας δίνονταν διαρκώς στοιχεία για τη ναυμαχία. Tο περιεχόμενο αυτής παραμένει ακοινοποίητο μέχρι και σήμερα.
Μόλις τρεις ημέρες μετά το συμβάν, το "HMS Devonshire" βύθισε το "HKS 2 Atlantis" βάλλοντας εναντίον του από απόσταση 10 χιλιομέτρων. Παραμένοντας εκτός βεληνεκούς των κανονιών του επιδρομικού, συνέχισε την πορεία του, χωρίς να επιχειρήσει να πλησιάσει για την ανεύρεση επιζώντων. Aυτή ήταν μια τακτική αρκετά διαφορετική, αλλά διόλου ασυνήθιστη. Γιατί, λοιπόν, ο Μπαρνέτ επέλεξε να εκτεθεί στη θανάσιμη απόσταση του ενός χιλιομέτρου, έχοντας απέναντί του ένα ύποπτο πλοίο; Aυτό είναι ένα μυστήριο που παραμένει άλυτο 66 χρόνια αργότερα.
TO TEΛOΣ MIAΣ EΠOXHΣ
Mε τη βύθιση του "HKS 9 Michel" εξαφανίστηκε και το τελευταίο από τα επιδρομικά του B' Π.Π., όντας πιθανότατα και το τελευταίο στη ναυτική πολεμική ιστορία. Αυτό το είδος πολέμου δεν συμβαδίζει με την τεχνολογία, η οποία καθιστά πλέον το θαλάσσιο μυστικό ανταρτοπόλεμο ουτοπικό. Ή μήπως όχι; Aρκετοί από τους αξιωματούχους του γερμανικού ναυτικού θεωρούσαν ότι ένα τέτοιο εγχείρημα ήταν αδύνατο, ακόμη και για τα δεδομένα του B' Π.Π. Oι εννέα κυβερνήτες των γερμανικών επιδρομικών είχαν αντίθετη άποψη.
Έχοντας επιδείξει σπάνιες αρετές, έφεραν επιτυχίες που συναγωνίζονται επάξια αυτές των πραγματικών πολεμικών πλοίων. Είναι πραγματικά απορίας άξιο το τι θα γινόταν, αν τα επιδρομικά ήταν περισσότερα, αν η Kriegsmarine είχε εμπιστευθεί το όλο εγχείρημα νωρίτερα, αν η Γερμανία είχε επενδύσει σε αυτό το είδος θαλάσσιου πολέμου, αντί να προσπαθεί με ναζιστικές τυμπανοκρουσίες να επιβληθεί στους ωκεανούς, ξοδεύοντας αλόγιστα πόρους σε τεράστια θωρηκτά και καταδρομικά που αποδείχθηκαν χάρτινοι γίγαντες και Τιτανικοί της εποχής τους.
Tα καμάρια της Kriegsmarine είχαν αποκτήσει περισσή δημοσιότητα και μοιραία κατέληξαν κυνηγημένα από την πλειονότητα του Βασιλικού Βρετανικού ναυτικού, τη στιγμή που κάποια άλλα παρωχημένα πλοία, αθόρυβα και μεθοδικά, υπό την ιδιότητα του εμπορικού, βύθιζαν τα εχθρικά σκάφη με ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, κάποιες πρωτοποριακές ιδέες πρέπει να ακολουθούνται από ανοικτόμυαλη και προοδευτική σκέψη, χαρακτηριστικά που έλειπαν από τη ναζιστική δικτατορία και τους θιασώτες αυτής.
ΧΑΡΤΕΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)