Τετάρτη 19 Απριλίου 2023

Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας: 6. ΤΑ ΡΗΜΑΤΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΣΕ -τὸς ΚΑΙ -τέος

ΤΑ ΡΗΜΑΤΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΣΕ -τέος


§6.12. Τα ρηματικά επίθετα σε -τέος εμφανίζονται από τον 5ο αιώνα και εξής και δηλώνουν την παθητική αναγκαιότητα να συμβεί ή να μη συμβεί ό,τι δηλώνει το ρηματικό επίθετο στο ουσιαστικό που προσδιορίζεται από αυτό, την ανάγκη δηλαδή να συμβεί στο ουσιαστικό ό,τι δηλώνει το ρήμα από το οποίο προέρχεται το ρηματικό επίθετο π.χ. λυτέος ή οὐ λυτέος (ἐστί) ("αυτός πρέπει" ή "δεν πρέπει, δεν επιτρέπεται να λυθεί"), απρόσωπα: (οὐ) λυτέον (ἐστί) (= "αυτό πρέπει" ή "δεν πρέπει να λυθεί").

Για τη σύνταξη των ρηματικών επιθέτων σε -τέος ισχύουν γενικά τα εξής:

• Η χρήση τους είναι πάντα κατηγορηματική (κατηγορούμενο), όχι επιθετική.

• Το ενεργούν πρόσωπο εκφέρεται κατά κανόνα σε δοτική.

• Το πρόσωπο ή το πράγμα, στο οποίο οφείλει να συμβεί ό,τι δηλώνει το ρηματικό επίθετο, εκφέρεται σε δοτική.

• Τα ρηματικά αυτά επίθετα χρησιμοποιούνται τις περισσότερες φορές απρόσωπα (σε ουδ. ενικού -τέος ή, σπανιότερα, σε ουδ. πληθ. -τέα) και το συνδετικό συνήθως παραλείπεται.

• Στις περιπτώσεις απρόσωπης σύνταξης τα ρηματικά επίθετα συνοδεύονται από όνομα (ως αντικείμενο ή επιρρηματικό προσδιορισμό) που εκφέρεται στην πτώση, με την οποία συντάσσεται το ρήμα προέλευσής τους.

§6.13. Ρηματικά επίθετα σε -τέος μπορούν να σχηματιστούν τόσο από μεταβατικά όσο και από αμετάβατα ρήματα.

§6.14. Τα προερχόμενα από αμετάβατα ρήματα συντάσσονται πάντα απρόσωπα και εκφέρονται συνήθως σε ουδέτερο ενικού (-τέον), μερικές φορές όμως και σε ουδ. πληθ. (-τέα). Όπως σημειώθηκε προηγουμένως, στην απρόσωπη σύνταξη τα ρηματικά επίθετα συνοδεύονται από όνομα σε πτώση, με την οποία συντάσσεται το ρήμα από το οποίο προέρχονται:

ΣΟΦ ΟΤ 628 ἀρκτέον γ' ὅμως πρέπει παρ' όλ' αυτά να υπάρχει εξουσία [ή: υπακοή].

ΣΟΦ Αντ 678 οὔτοι γυναικὸς οὐδαμῶς ἡσσητέα || δεν πρέπει [ό,τι υπηρετεί την τάξη] να υποταχτεί κατά κανέναν τρόπο σε μια γυναίκα [πβλ. ἡσσᾶσθαί τινος].

ΗΡΟΔ 3.61 διέπεμπε [κήρυκα] ἐς Αἴγυπτον προερέοντα τῷ στρατῷ ὡς Σμέρδιος ἀκουστέα εἴη τοῦ λοιποῦ ἀλλ' οὐ Καμβύσεω || έστειλε έναν αγγελιοφόρο στην Αίγυπτο για να αναγγείλει στο στρατό πως στο εξής έπρεπε να υπακούει στον Σμέρδη και όχι στον Καμβύση [πβλ. ἀκούω τινος].

ΘΟΥΚ 8.65.3 οὔτε μεθεκτέον τῶν πραγμάτων πλείοσιν ἢ πεντακισχιλίοις || ούτε θα επιτρεπόταν να συμμετέχουν στην διοίκηση της πολιτείας περισσότεροι από πέντε χιλιάδες [πβλ. μετέχειν τινός].

ΞΕΝ Απομν 1.2.34 δῆλον ὅτι ἀφεκτέον ἂν εἴη τοῦ ὀρθῶς λέγειν || είναι πρόδηλο ότι πρέπει να αποφεύγει κανείς να μιλά ορθά [πβλ. ἀπέχομαί τινος].

ΠΛ Φαιδ 90e ἀνδριστέον καὶ προθυμητέον ὑγιῶς ἔχειν || πρέπει να επιδείξουμε τη γενναιότητα και την προθυμία να γίνουμε υγιείς [πβλ. προθυμέομαι + απαρέμφ.].

ΔΗΜ 1.17 φημὶ δὴ διχῇ βοηθητέον εἶναι τοῖς πράγμασιν ὑμῖν || νομίζω λοιπόν ότι πρέπει να βοηθήσετε την κατάσταση με δύο τρόπους [πβλ. βοηθεῖν τινι].

§6.15. Τα προερχόμενα από μεταβατικά ρήματα συντάσσονται είτε απρόσωπα είτε προσωπικά:

• απρόσωπα όταν πρόκειται να εξαρθεί η έννοια του ρηματικού επιθέτου:

ΕΥΡ Ιω 1260 οἰστέον δὲ τὴν τύχην || πρέπει να υπομένει κανείς τη μοίρα.

ΗΡΟΔ 7.185 τὸ ἐκ τῆς Εὐρώπης ἀγόμενον στράτευμα ἔτι προσλογιστέα τούτῳ παντὶ τῷ ἐξηριθμημένῳ || πρέπει να προστεθεί στο σύνολο που έχουμε απαριθμήσει και το στράτευμα που πήραν μαζί τους από την Ευρώπη.

ΘΟΥΚ 1.86.3 ἄλλοις μὲν γὰρ χρήματά ἐστι πολλὰ καὶ νῆες καὶ ἵπποι, ἡμῖν δὲ ξύμμαχοι ἀγαθοί, οὓς οὐ παραδοτέα τοῖς Ἀθηναίοις ἐστίν, οὐδὲ δίκαις καὶ λόγοις διακριτέα μὴ λόγῳ καὶ αὐτοὺς βλαπτομένους || γιατί άλλοι μπορεί να έχουνε πολλά χρήματα και πλοία και άλογα, εμείς όμως έχουμε καλούς σύμμαχους που δεν πρέπει να τους παραδώσουμε στους Αθηναίους, ούτε πρέπει να λύσουμε αυτές τις διαφορές με δίκες και λόγια γιατί και εκείνοι δεν αδικούν μόνο με λόγια.

ΠΛ Πρωτ 356b ταύτην τὴν πρᾶξιν πρακτέον || πρέπει να επιτελέσεις εκείνη την πράξη.

ΠΛ Φαιδ 66e αὐτῇ τῇ ψυχῇ θεατέον αὐτὰ τὰ πράγματα || πρέπει να ιδούμε με την ψυχή μας και μόνο τούτα τα πράγματα αυτά καθαυτά.

ΙΣΟΚΡ 6.91 τὸν θάνατον ἡμῖν μετ' εὐδοξίας αἱρετέον ἐστί || εμείς πρέπει να προτιμούμε τον ένδοξο θάνατο.

Τα ακόλουθα παράδειγματα περιέχουν και τις δύο περιπτώσεις, δηλαδή ρηματικά επίθετα σε -τέος που προέρχονται τόσο από αμετάβατα όσο και από μεταβατικά ρήματα και συντάσσονται απρόσωπα:

ΞΕΝ Απομν 2.1.28 θεραπευτέον τοὺς θεούς […] τοὺς φίλους εὐεργετητέον, […] τὴν πόλιν ὠφελητέον, […] τὴν Ἑλλάδα πειρατέον εὖ ποιεῖν, […] τὴν γῆν θεραπευτέον, […] τῶν βοσκημάτων ἐπιμελητέον, […] τὰς πολεμικὰς τέχνας […] μαθητέον καὶ […] ἀσκητέον || πρέπει να λατρεύεις τους θεούς, να ευεργετείς τους φίλους, να ωφελείς την πόλη, να προσπαθείς να ευεργετείς την Ελλάδα, να καλλιεργείς τη γη, να φροντίζεις τα κοπάδια, να μαθαίνεις τις πολεμικές τέχνες και να ασκείσαι σε αυτές.

ΠΛ Κριτ 51b-c οὐχὶ ὑπεικτέον οὐδὲ ἀναχωρητέον οὐδὲ λειπτέον τὴν τάξιν, ἀλλὰ καὶ ἐν πολέμῳ καὶ ἐν δικαστηρίῳ πανταχοῦ ποιητέον ἃ ἂν κελεύῃ ἡ πόλις καὶ ἡ πατρίς || δεν πρέπει κανείς να υποχωρεί ούτε να αποφεύγει ούτε να εγκαταλείπει τη θέση του, αλλά και στον πόλεμο και στο δικαστήριο πρέπει πάντοτε να πράττει ό,τι προστάζει η πόλη και η πατρίδα.

• Σε προσωπική σύνταξη εμφανίζονται τα ρηματικά επίθετα σε -τέος που σχηματίζονται από μεταβατικά ρήματα όταν πρόκειται να εξαρθεί το υποκείμενό τους:

ΗΡΟΔ 7.168 οὔ σφι περιοπτέη ἐστὶ ἡ Ἑλλὰς ἀπολλυμένη || δεν πρέπει να βλέπουν αδρανείς την Ελλάδα να καταστρέφεται.

ΞΕΝ Απομν 2.6.27 καὶ μὴν οἱ συμμαχεῖν ἐθέλοντες εὖ ποιητέοι || πρέπει όμως να ευεργετεί κανείς εκείνους που θέλουν να συνάψουν συμμαχία μαζί του.

ΞΕΝ Απομν 3.6.3 εἴπερ τιμᾶσθαι βούλει, ὠφελητέα σοι ἡ πόλις ἐστί || αν θέλεις να σε τιμούν, πρέπει να ευεργετείς την πόλη.

ΠΛ Πολ 460a κλῆροι δή τινες οἶμαι ποιητέοι κομψοί || πρέπει, θαρρώ, να μπουν μερικοί περίτεχνα φτιαγμένοι κλήροι.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ 1: Συχνά το ενεργούν πρόσωπο ή ο δράστης της ενέργειας του ρηματικού επιθέτου σε -τέος αντί σε δοτική προσωπική εκφέρεται σε αιτιατική. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι το ρηματικό επίθετο ισοδυναμεί με το δεῖ ή χρή κτό., τα οποία συντάσσονται με απαρέμφατο και αιτιατική, και εξομοιώνεται στη σύνταξή του προς αυτά τα απρόσωπα ρήματα:

ΕΥΡ Ιππ 490-492 τὶ σεμνομυθεῖς; οὐ λόγων εὐσχημόνων δεῖ σ', ἀλλὰ τ' ἀνδρός. ὡς τάχος διιστέον [ἡμᾶς], τὸν εὐθὺν ἐξειπόντας ἀμφὶ σοῦ λόγον || πάψε το κήρυγμα! Δεν χρειάζεσαι ωραία λόγια, αλλά τον άντρα. Πρέπει να ξακαθαρίσουμε τα πράγματα χωρίς καθυστέρηση λέγοντας απροσχημάτιστα την αλήθεια για σένα.

ΠΛ Γοργ 507d τὸν βουλόμενον εὐδαίμονα εἶναι σωφροσύνην μὲν διωκτέον καὶ ἀσκητέον, ἀκολασίαν δὲ φευκτέον || εκείνος που θέλει να είναι ευτυχισμένος πρέπει να επιδιώκει και να ασκεί τη σωφροσύνη και να αποφεύγει τις καταχρήσεις.

ΠΛ Νομ 643a διὰ γὰρ ταύτης φαμὲν ἰτέον εἶναι τὸν προκεχειρισμένον ἐν τῷ νῦν λόγον ὑφ' ἡμῶν διότι μέσω αυτής [της παιδείας], ισχυριζόμαστε, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση που αποφασίσαμε να κάνουμε τώρα.

ΔΗΜ 2.13 πολλὴν δὴ τὴν μετάστασιν καὶ μεγάλην δεικτέον τὴν μεταβολήν, εἰσφέροντας, ἐξιόντας, ἅπαντα ποιοῦντας ἑτοίμως || πρέπει να δείξετε ότι άλλαξαν πολλά στην πολιτική σας και ότι έχει γίνει ριζική αναδιάρθρωση, πληρώνοντας εισφορές, εκστρατεύοντας, κάνοντας πρόθυμα τα πάντα.

Μερικές φορές οι δύο συντάξεις (δοτική και αιτιατική) συνυπάρχουν:

ΘΟΥΚ 8.65.3 οὔτε μισθοφορητέον εἴη ἄλλους ἢ τοὺς στρατευομένους, οὔτε μεθεκτέον τῶν πραγμάτων πλείοσιν ἢ πεντακισχιλίοις || ούτε μισθό θα επιτρεπόταν να έπαιρνε κανείς άλλος εκτός από εκείνους που πήγαιναν στο στρατό, ούτε θα επιτρεπόταν να συμμετέχουν στην διοίκηση της πολιτείας περισσότεροι από πέντε χιλιάδες.

ΠΛ Πολ 453d οὐκοῦν καὶ ἡμῖν νευστέον καὶ πειρατέον σῴζεσθαι ἐκ τοῦ λόγου, ἤτοι δελφῖνά τινα ἐλπίζοντας ἡμᾶς ὑπολαβεῖν ἂν ἤ τινα ἄλλην ἄπορον σωτηρίαν || έτσι λοιπόν και εμείς πρέπει να κολυμπήσουμε και να προσπαθήσουμε να βγούμε σώοι από το πέλαγος του λόγου ελπίζοντας είτε πως κάποιο δελφίνι θα μας πάρει στην πλάτη του είτε σε κάποιαν άλλη απροσδόκητη σωτηρία.

Ενίοτε η σύνταξη του ρηματικού επιθέτου εναλλάσσεται με απαρέμφατο, πράγμα που επίσης τεκμηριώνει την ισοδυναμία του πρώτου με το δεῖ ή χρή:

ΠΛ Γοργ 492d τὰς μὲν ἐπιθυμίας φῂς οὐ κολαστέον, εἰ μέλλει τις οἷον δεῖ εἶναι, ἐῶντα δὲ αὐτὰς ὡς μεγίστας πλήρωσιν αὐταῖς ἁμόθεν γέ ποθεν ἑτοιμάζειν || ισχυρίζεσαι πως δεν πρέπει να συγκρατεί κανείς τις επιθυμίες εφόσον θέλει να είναι όπως πρέπει, αλλά αφήνοντάς τες να αναπτυχθούν όσο γίνεται περισσότερο να φροντίζει με οποιονδήποτε τρόπο να τις ικανοποιεί.

ΠΛ Κριτ 51c πανταχοῦ ποιητέον ἃ ἂν κελεύῃ ἡ πόλις καὶ ἡ πατρίς, ἢ πείθειν αὐτὴν ᾗ τὸ δίκαιον πέφυκε || πρέπει πάντοτε να πράττει κανείς ό,τι προστάζει η πόλη και η πατρίδα, ή να την πείθει σχετικά με το που έγκειται η αληθινή δικαιοσύνη.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ 2: Τα ρηματικά επίθετα που σχηματίζονται από ρήματα, τα οποία στη μέση φωνή τους έχουν παθητική ή αυτοπαθητική ή αμετάβατη σημασία, παρουσιάζουν στον απρόσωπο ουδέτερο τύπο με το ἐστί αντίστοιχα μια διπλή σημασία και, όταν υπάρχει και αντικείμενο, μια διπλή σύνταξη, π.χ.:

ΠΛ Πολ 421c τοὺς φύλακας πειστέον ποιεῖν || πρέπει να πείσουμε τους φύλακες [βλ. πείθω τινά = "πείθω κάποιον"].

ΕΥΡ Ιππ 1182 πειστέον πατρὸς λόγοις || πρέπει να υπακούσω στα λόγια του πατέρα [βλ. πείθομαί τινι = "υπακούω σε, πιστεύω, εμπιστεύομαι κάποιον"].

ΠΛ Απολ 19a τῷ νόμῳ πειστέον || πρέπει να συμμορφωθώ με το νόμο.

ΠΛ Γοργ 507d παρασκευαστέον μάλιστα μηδὲν δεῖσθαι τοῦ κολάζεσθαι || πρέπει να φροντίζει όσο γίνεται περισσότερο ώστε να μην χρειάζεται καθόλου να τιμωρείται [βλ. παρασκευάζεσθαι].

ΠΛ Γοργ 510a ἐπὶ τοῦτο παρασκευαστέον ἐστὶ δύναμίν τινα καὶ τέχνην || γι' αυτόν τον σκοπό πρέπει να προετοιμάζει κανείς μια δύναμη και τέχνη [βλ. παρασκευάζειν τι].

ΕΥΡ ΙΤ 620 ἀλλ' εἰς ἀνάγκην κείμεθ', ἣν φυλακτέον || είμαι όμως αφοσιωμένη σε μια αναγκαιότητα, την οποία πρέπει να διαφυλάξει κανείς (ή: στην οποία πρέπει να υπακούσει κανείς) [βλ. φυλάττειν τινά].

ΞΕΝ Ιερ 2.10 ὁ τύραννος οὐδ' ἐπειδὰν εἴσω τῆς οἰκίας παρέλθῃ ἐν ἀκινδύνῳ ἐστίν, ἀλλ' ἐνταῦθα δὴ καὶ μάλιστα φυλακτέον οἴεται εἶναι || ο τύραννος ακόμη και αν κλειστεί μέσα στο σπίτι του δεν βρίσκεται εκτός κινδύνου, αλλά νομίζει ότι ακριβώς εκεί μέσα πρέπει να φυλάγεται στο έπακρο [βλ. φυλάττεσθαι].

ΣΗΜΕΙΩΣΗ 3: Τα ρηματικά επίθετα σε -τέος χρησιμοποιούνται, πολύ σπάνια, και ως ουσιαστικά:

ΞΕΝ Οικ 12.14 ὅταν παρῇ τὸ πρακτέον || όταν παρουσιαστεί ανάγκη να πράξουν κάτι που πρέπει να γίνει.

ΔΗΜ 6.28 περὶ τῶν ὑμῖν πρακτέων καθ' ὑμᾶς αὐτοὺς ὕστερον βουλεύεσθαι || σχετικά με αυτά που πρέπει να πράξετε θα συσκεφθείτε αργότερα μεταξύ σας.

Κάθε φορά που απογοητεύεσαι από τους ανθρώπους

Κάθε φορά που απογοητεύεσαι από τους σημαντικούς για σένα ανθρώπους σκέψου πως περίμενες περισσότερα από όσα είχαν σκοπό να σου δώσουν.

Το έβλεπες, το ήξερες, παρόλα αυτά ήλπιζες. Δεν σου φταίει κανείς για τις προσδοκίες που καλλιέργησες. Πόσες φορές άραγε έχει επαναληφθεί το ίδιο;

Μπορείς να σταματήσεις τουλάχιστον να περιμένεις. Φρόντισε την επόμενη φορά να κοιτάξεις την πραγματικότητα, όπως είναι και όχι όπως θα ήθελες να είναι. Δες τους ανθρώπους γύρω σου, ανάλογα με το πόσο θέλουν να είναι μέρος της ζωής σου και όχι με βάση το πόσο εσύ θα ήθελες να είναι. Και μπορείς να αποφασίσεις τι θέλεις: τι θέλεις να προσδοκάς και τι όχι, τι επιλέγεις να ζεις και με ποιους;

Όταν κάποιος σου δείχνει ότι είσαι η τελευταία του επιλογή, δεν μπορείς να μένεις ελπίζοντας να καταλάβεις μια πιο σημαντική θέση. Σε σένα ανήκει η απόφαση: ή μένεις και συμβιβάζεσαι με τη θέση που σου δόθηκε ή αποχωρείς.

Κάθε φορά που απογοητεύεσαι από τους σημαντικούς για σένα ανθρώπους που θεωρούσες πως υπάρχουν στη ζωή σου σκέψου ότι εσύ τους επέλεξες ή τουλάχιστον εσύ τους έδωσες μια σημαντική θέση στη ζωή σου. Ίσως σκεφθείς ότι είναι αναισθησία ή έλλειψη κοινωνικότητας το να αποχωρήσεις. Όμως, σκέψου ότι είναι έλλειψη σεβασμού προς τον εαυτό σου το να θέλεις να είσαι μέρος στη ζωή κάποιων ανθρώπων που αυτοί διαρκώς σου δείχνουν ότι δεν θέλουν να σ’ έχουν μέρος της δικής τους ζωής.

Όταν οι ανάγκες του καθενός είναι διαφορετικές και τα κριτήρια που ο καθένας θεωρεί σημαντικά διαφοροποιούνται καλείσαι να επιλέξεις τι θέλεις και ποιους θέλεις στη ζωή σου. Δεν θα μείνουμε στο αν είναι σωστό ή όχι να απογοητευόμαστε με τους ανθρώπους που υπάρχουν στη ζωή μας. Ας μείνουμε σε αυτό που νιώθουμε.

Απογοήτευση: ένα συναίσθημα είναι. Το ζήτημα είναι τι θα κάνουμε με αυτό το συναίσθημα.
Θα ήταν βοηθητικό να μας κινητοποιήσει ώστε να δούμε τι κάνουμε λάθος ως προς τις επιλογές μας ή ως προς τον τρόπο που επεξεργαζόμαστε ή αντιλαμβανόμαστε τις επιλογές μας.
  • Μήπως διαρκώς ζητάμε περισσότερα από τους ανθρώπους που απλώς θέλουν να μείνουν σε επιφανειακές και εφήμερες αλληλεπιδράσεις μαζί μας;
  • Μήπως επενδύουμε σε ανθρώπους που ποτέ δεν επένδυσαν στη σχέση που εμείς πιστεύαμε πως είχαμε;
  • Μήπως πρέπει να ξεπεράσουμε τη ρομαντική θεώρηση και θέαση των σχέσεων
  • Μήπως ο ωφελισμός είναι σημαντικότερος από το συναίσθημα;
  • Μήπως οι σχέσεις εξαρτώνται περισσότερο από τις ανάγκες που μπορούν να καλύψουν τη δεδομένη στιγμή;
  • Μήπως πάντα περιμέναμε περισσότερα από ανθρώπους που δεν ήταν πρόθυμοι να είναι εδώ για εμάς;
Επομένως, για να είσαι η επιλογή μου θα πρέπει να το θέλεις. Για να γίνεις μέρος της ζωής μου, θα πρέπει να το επιθυμείς. Όσο και να ελπίζω και όσο και να τα ονειρεύομαι αυτά αν δεν υπάρχει ανταπόκριση, το μόνο που θα καταφέρω είναι για άλλη μια φορά να απογοητευτώ από τους ανθρώπους γύρω μου… από τους ανθρώπους που θεωρούσα σημαντικούς και πίστευα πως αποτελούν μέρος της ζωής μου και εγώ μέρος της δικής τους ζωής…

ΘΥΜΗΣΟΥ: δεν σε απογοητεύουν οι άνθρωποι, απογοητεύεσαι από τις προσδοκίες που εσύ έχεις για τους ανθρώπους γύρω σου…

Πως κάποιος μαθαίνει τον εαυτό του;

Ας σκεφτούμε ότι ένα από τα μεγαλύτερα δώρα στη ζωή σύμφωνα με πολλούς, είναι το να ανακαλύπτει κάποιος τον εαυτό του. Και ας αναρωτηθούμε: Τελικά τι μαθαίνει κάποιος όταν «μαθαίνει τον εαυτό» του; Είναι πάντα ευχάριστο να ανακαλύπτεις τον εαυτό σου; Μήπως μερικές φορές θα ήθελες να μπορούσες να «τυλίξεις» ξανά αυτό το δώρο, να μη το είχες δει ποτέ και να συνεχίσεις τη ζωή σου μες στη γλυκιά άγνοια που δωρίζει η άρνηση στους λάτρεις της;

Η ανακάλυψη του εαυτού δε γίνεται ξαφνικά. Στην πραγματικότητα είναι ενδεχομένως το τελικό στάδιο μιας συνεχούς διαδικασίας τριβής με διάφορες πλευρές του εαυτού, άλλοτε θετικές και άλλοτε αρνητικές, οι οποίες αναδύονται μες στα χρόνια με συνέπεια ανά περιστάσεις. Μαζί θα μιλήσουμε για τέσσερις από τους τομείς της ζωής όπου μαθαίνει κάποιος καλύτερα τις πλευρές του εαυτού του. Τα γεγονότα ζωής, τις σχέσεις, τη μοναξιά.

Συχνά, τα λεγόμενα γεγονότα ζωής, δηλαδή αυτά που είναι καθοριστικά για την πορεία μας όπως η αποφοίτηση από μία Σχολή, ένας γάμος, η απόκτηση ενός παιδιού, ένα μεγάλο ταξίδι, αλλά και μια σημαντική απώλεια, μια απρόσμενη απογοήτευση, η διάγνωση μιας ασθένειας ή ένας χωρισμός, είναι σημαντικά πεδία γνωριμίας με τον εαυτό. Σε αυτά βλέπει κάποιος πλευρές του που ίσως δε γνώριζε ως τότε, καθώς αποτελούν εντονότερα συναισθηματικά ερεθίσματα. Για παράδειγμα, η λήψη ενός πτυχίου ίσως αναδείξει σε ένα άτομο μια αίσθηση αυξημένης ευθύνης ή μια αίσθηση μεγάλης ελευθερίας που μπορεί να νιώσει είτε να λατρεύει είτε να φοβάται. Μπορεί, στη δεύτερη περίπτωση, να συνειδητοποιήσει κάποιος ότι καθυστερούσε για πολλά χρόνια να κλείσει αυτόν τον κύκλο ακριβώς για να αποφύγει το δυσάρεστο συναίσθημα που του προκαλεί η ευθύνη, το βάρος της ενηλικίωσης. Η πρώτη απώλεια μπορεί να αναδείξει στο άτομο το πώς αντιδρά στη λύπη και το πένθος, ίσως με αποφυγή ή με υπερ-εμπλοκή ή με βαθιά μελαγχολία. Άρα, κάθε γεγονός ζωής μπορεί να μας διδάξει πράγματα για τον εαυτό μας, τα οποία διαφέρουν από άτομο σε άτομο.

Ένα άλλο πεδίο όπου μαθαίνει κάποιος τον εαυτό του είναι οι σχέσεις. Οι φιλίες, οι ερωτικές σχέσεις, οι ευρύτερες κοινωνικές σχέσεις και κάθε αλληλεπίδραση μπορούν να μας διδάξουν πολλά για εμάς. Άλλωστε συχνά οι σημαντικοί άλλοι της ζωής μας, αναλαμβάνουν το ρόλο του καθρέπτη και μας μιλούν για ό,τι αγαπούν ή ό,τι μισούν σε εμάς. Αν δε μας μιλούν, έχουν τρόπους να μας δείχνουν. Για παράδειγμα, με το να μας επιλέγουν, ή κρατώντας αποστάσεις από εμάς ή με μια αγκαλιά. Ό,τι μας λένε οι περισσότεροι από τους κοντινούς μας ανθρώπους, τουλάχιστον πάνω 2 άτομα δηλαδή, καλό είναι να το αξιολογήσουμε, όχι ως προβολή τους, αλλά ως πραγματικότητα για τον εαυτό μας. Εάν, για παράδειγμα, ακούτε συχνά ότι είστε ένα άτομο πιεστικό ή υπερ-προστατευτικό, αναρωτηθείτε μήπως ασυνείδητα λειτουργείτε έτσι και ο/ η ίδιος/α το έχετε ερμηνεύσει μέσα σας αυτό ως ενδιαφέρον για τους άλλους. Το ίδιο διδακτικά για τον εαυτό είναι τα λάθη, αυτά που μας φέρνουν αντιμέτωπους με τις συνέπειές τους και πολλές φορές, ίσως κατόπιν μιας σύγκρουσης, ενδυναμώνουν τις σχέσεις με τους οικείους μας. Επίσης, ακούστε τη θετική ανατροφοδότηση από τους άλλους και μη βιάζεστε να την υποτιμήσετε. Τι αγαπούν συχνότερα οι κοντινοί σας άνθρωποι σε εσάς; Γιατί σας έχουν επιλέξει ως φίλο, σύντροφο ή συνεργάτη; Η ταπεινότητα είναι ίσως ένα προσόν αλλά όχι όταν εμποδίζει τον εαυτό να απολαύσει το δώρο της αναγνώρισης και της θετικής ανατροφοδότησης.

Ένα τρίτο πεδίο όπου μαθαίνουμε τον εαυτό μας είναι η μοναξιά ή, να το πούμε πιο γενικά, το να μένει κάποιος μόνος του.

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΠΟΥ ΠΕΡΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΜΟΝΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΟΛΥ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΣ, ΚΑΘΩΣ ΘΕΤΕΙ ΤΟ ΑΤΟΜΟ ΩΣ ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗ ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΟΥ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ.

Υπάρχουν άνθρωποι που επιλέγουν συχνά τη μοναξιά ενώ άλλοι που ενηλικιώνονται και δεν ξέρουν καθόλου πως είναι να είναι μόνοι. Όταν αυτό συνεχίζεται ως μεγαλύτερη ηλικία, σχεδόν τρέμουν στην ιδέα να χωρίσουν, να πάνε ένα ταξίδι μόνοι ή να μη βρουν τις παρέες τους ένα βράδυ. Όταν αντέξει κάποιος να περνά χρόνο με τον εαυτό του, μόνο κερδισμένος θα βγει καθώς μπορεί να δει καθαρότερα τις επιθυμίες του, να μάθει να αυτό-φροντίζεται, να ανακαλύψει νέες ιδέες και να ονειρευτεί. Μια καλύτερη έννοια για να το περιγράψουμε αυτό είναι αυτή της μοναχικότητας, δηλαδή να περνά κανείς χρόνο μόνος από επιλογή. Η επίπονη πλευρά αυτού είναι η μοναξιά, δηλαδή να είναι κάποιος μόνος χωρίς να το έχει επιλέξει και, ακόμη και αν δεν το επιθυμεί, να μην έχει συντροφιά. Αυτό δεν εντάσσεται στο πεδίο που συζητούμε, γιατί λείπει μια σημαντική παράμετρος: αυτή της επιλογής.

Το τέταρτο μέσο να γνωρίσει κάποιος τον εαυτό του, είναι η ψυχοθεραπεία. Κάτι που συχνά λένε οι άνθρωποι στην ψυχοθεραπεία είναι ότι ήταν το καλύτερο δώρο που έκαναν οι ίδιοι στον εαυτό τους. Το ταξίδι που κάνει κάποιος στο βαθύτερο εαυτό του, η τόλμη να αναγνωρίσει και να μιλήσει για τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τους φόβους του και να αναλύσει τους συμβολισμούς των ονείρων του και τη χρησιμότητα των άμυνών του, συμβάλλουν στο να μάθει τον εαυτό του από όλες τις πλευρές. Εκεί κανείς μπορεί να απογοητευτεί σφόδρα, όταν για παράδειγμα δει ότι μία συμπεριφορά του που θεωρούσε θετική, στην ουσία είναι χειριστική ή ότι ένα άτομο που είχε μέσα του «σώσει» σχεδόν «αγιοποιήσει», κάθε άλλο παρά άγιος ήταν ή απλά ήταν ένας αρκετά καλός άνθρωπος, όπως και ο εαυτός.

Το «αρκετά καλός» αντί του τέλειος, δεν είναι εύκολο για όλους να το αντέξουν. Επίσης, δεν είναι εύκολο να αγαπήσει κάποιος τον εαυτό του ολόκληρο όπως λέμε, με τις καλές και τις κακές του πλευρές. Συχνά οι άνθρωποι αποδεχόμαστε όλα μας τα θετικά στοιχεία και πικραινόμαστε, αν δεν αρνούμαστε, όλα μας τα αρνητικά. Κάθε συναίσθημα ζήλιας, θυμού, φόβου ή αμφιθυμίας μας τρομάζει και αισθανόμαστε ότι εάν τα νιώθουμε, μάλλον δεν είμαστε ούτε καν «αρκετά καλοί».

Πότε σταματά κάποιος να μαθαίνει τον εαυτό του; Θα λέγαμε όταν πεθάνει, όχι φυσικά, αλλά ψυχολογικά, ή όταν κουραστεί πολύ. Όσο μένει κάποιος ενεργός και δραστήριος συναισθηματικά, όσο επιτρέπει στη ζωή να τον εκπλήσσει και αφήνει χώρο στο άγνωστο και την ανατροπή, όσο απολαμβάνει αυτά που έχει, την καθημερινότητα, μένει ζωντανός και διαρκώς εκπαιδευόμενος. Άλλωστε, γηράσκω αεί διδασκόμενος.

Τι μαθαίνει λοιπόν κάποιος όταν μαθαίνει τον εαυτό του; Από όσα είπαμε κατανοούμε πως μαθαίνει τόσο τις καλές όσο και τις κακές πλευρές του, μαθαίνει τις συναισθηματικές και λοιπές αντοχές του, τις προτεραιότητες και τις ανάγκες του. Όπως αυτά αναδύονται μέσα από σημαντικά πεδία της ζωής. Ωραίο να λαμβάνουμε δώρα αλλά επίσης ικανοποιητικό είναι να τα προσφέρουμε κιόλας. Το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να κάνει κάποιος στον εαυτό του είναι να τον αγαπήσει ολόκληρο. Να δεχθεί όλες τις πλευρές του, τις αδυναμίες του και να αναγνωρίσει όλα τα θετικά του στοιχεία. Να αντέξει το ότι ένας άνθρωπος δεν είναι τέλειος γιατί δε θα ήταν άνθρωπος, αλλά όλα τα υπέροχα της ζωής μας έχουν γίνει από τέτοιους, αρκετά καλούς ανθρώπους. Και για να μην σας παρασύρω σε άρνηση, το ίδιο ισχύει και με όλα τα άσχημα της ζωής μας! Τελικά, ας δεχθούμε ότι ο άνθρωπος είναι απλά άνθρωπος, αλλά ότι ταυτόχρονα αυτό δεν είναι καθόλου απλό!

Τα λάθη που κάνουμε όταν μιλάμε στα παιδιά μας

Έχετε σκεφτεί πως μοιάζει ο εγκέφαλος των παιδιών μας; Σαν ένα σφουγγάρι. Κι αυτό το μικρό σφουγγάρι ρουφά και επεξεργάζεται τις πληροφορίες που εμείς τους δίνουμε καθημερινά μέσα από τις λέξεις που χρησιμοποιούμε.

Η Ph.D ψυχολόγος Melanie Greenberg από την Καλιφόρνια η οποία ειδικεύεται σε θέματα επικοινωνίας γονέων και σωστής ανατροφής των παιδιών, υποστηρίζει ότι οι λέξεις που χρησιμοποιούν οι γονείς μπορούν να αλλάξουν τον εγκέφαλο των παιδιών τους. Και προτείνει: ας μάθουμε να χρησιμοποιούμε τις λέξεις σωστά.

Το να είσαι γονέας είναι αδιαμφισβήτητα ένας από τους πλέον δύσκολους, σύνθετους και ουσιαστικούς ρόλους. Αυτό το γνωρίζουμε οι περισσότεροι. Αυτό, όμως, που έρχονται οι ειδικοί να μας μάθουν ή να μας θυμίσουν είναι ότι η επικοινωνία μας με τα παιδιά είναι καταλυτικός παράγοντας για την εξέλιξη τους.

Υποστηρίζει η Melanie Greenberg ότι ακολουθώντας μία αυταρχική συμπεριφορά με «μη» και «δεν πρέπει» ή μία συμπεριφορά σούπερ ανεκτική και υπομονετική, μαθαίνουμε το παιδί το τελείως αντίθετο απ' ότι προσδοκούμε. Η ειδικός εκτιμά ότι και τα δύο είδη συμπεριφοράς είναι ακραία και επηρεάζουν αρνητικά στα συναισθήματα του παιδιού. Ένας γονέας πρέπει να είναι δίκαιος, ευέλικτος, να σέβεται το παιδί, να το ακούει, να μην αδιαφορεί για τα συναισθήματά του και κυρίως να θέτει με σαφήνεια και καθαρότητα τα όρια και τους κανόνες.

Τι δεν πρέπει να κάνουμε.

1. Να μιλάμε πολύ: Έρευνες έχουν δείξει ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος συγκρατεί μόνον τέσσερα είδη πληροφοριών κάθε φορά. Μέσα σε 30 δευτερόλεπτα απευθύνουμε στο παιδί μία ή το πολύ δύο πληροφορίες, ώστε να μπορεί να τις κατανοήσει και να τις επεξεργαστεί. Δε λέμε ποτέ μέσα σε 30 δευτερόλεπτα το εξής: «Ξέρεις δεν είμαι σίγουρη για το τι πρέπει να κάνουμε με το μπαλέτο και τον στίβο αυτήν την περίοδο. Καταλαβαίνεις ότι δε μπορείς να τα κάνεις και τα δύο διότι το μπαλέτο είναι κάθε Δευτέρα και Τετάρτη μέχρι τις 6.30 και ο στίβος είναι κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή τις ίδιες ώρες. Το μυαλό σου θα κουραστεί, δεν θα έχεις καθόλου χρόνο παρά μόνον το Σάββατο. Πότε θα διαβάζεις, πότε θα συναντάς τους φίλους σου... μπλα, μπλα, μπλα».

Πόσες διαφορετικές πληροφορίες δώσατε στο παιδί σας; Πως θα μπορούσατε να το πείτε διαφορετικά; «Το πρόγραμμα σου θα είναι πολύ φορτωμένο αν κάνεις και μπαλέτο και στίβο. Μήπως να σκεφτούμε τι χρειάζεσαι περισσότερο από τα δύο;»

2. Να γκρινιάζουμε: Μήπως ανήκετε στους πολυάσχολους γονείς, με ένα ρολόι στο χέρι και γκρινιάζετε διαρκώς επειδή το παιδί δεν κοιμάται νωρίς, άρα δεν ξυπνάει νωρίς, δεν έχει φτιάξει την τσάντα του, δεν έχει τελειώσει την εργασία του και όλα τα υπόλοιπα; Με το να γκρινιάζετε και να είστε διαρκώς επικριτική καταφέρνετε το τελείως αντίθετο αποτέλεσμα. Εκπαιδεύετε ένα παιδί στο να αγνοεί τα καθήκοντά του διότι γνωρίζει εκ των προτέρων ότι θα του τα υπενθυμίσετε εσείς με την γκρίνια! Γιατί να τα κάνει μόνο του, όταν έχει έτοιμο... υποβολέα;

Δε λέμε: «Σε ξύπνησα νωρίτερα γιατί ποτέ δεν ξυπνάς στην ώρα σου. Ντύσου». Μετά από πέντε λεπτά δεν επαναλαμβάνουμε: «Ακόμη να σηκωθείς;»

Γιατί; Με αυτόν τον τρόπο του αφαιρούμε τις δικές του αρμοδιότητες ενώ παράλληλα του περνάμε και το μήνυμα ότι γκρινιάζουμε διότι δεν το θεωρούμε υπεύθυνο.

Σύμφωνα με την ψυχολόγο Dr Carol Dweck καθηγήτρια ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Stanford, αυτού του είδους η ανατροφή είναι αρνητική και παρεμβατική και είναι πιθανό να οδηγήσει το παιδί σε μία παθητική και παράλληλα επιθετική συμπεριφορά.

Τι λέμε: «Φεύγουμε για το σχολείο σε μισή ώρα. Αν δεν είσαι έτοιμη και δεν έχεις ετοιμάσει σωστά τα πράγματα σου, θα πρέπει να εξηγήσεις στη δασκάλα σου». Ούτε γκρίνια, ούτε απειλή, ούτε τίποτα. Απλά δίνουμε στο παιδί να καταλάβει τη συνέπεια της μη συμμόρφωσής του στους κανόνες.

3. Να δημιουργούμε αισθήματα ενοχής και ντροπής: Τα περισσότερα παιδιά που γνωρίζω δεν έχουν καμία σχέση με την καθαριότητα του δωματίου τους και την φροντίδα της υγιεινής τους. Και τις περισσότερες μαμάδες που γνωρίζω -συμπεριλαμβανομένης και εμού- συχνά διαμαρτύρονται στα παιδιά γιατί αδιαφορούν για το χώρο τους, γιατί δε μαζεύουν τα παπούτσια τους, γιατί πετούν την τσάντα τους κτλ.

Δε λέμε: «Πάλι είναι το γραφείο σου χάλια; Δηλαδή τι περιμένεις, να έρθω εγώ από τη δουλειά κουρασμένη με τόσα προβλήματα που έχω στο κεφάλι μου και να στο καθαρίσω; Μόνον τον εαυτό σου σκέφτεσαι;» Οκ την πατήσαμε όλες μαζί. Με αυτήν την συμπεριφορά έχουμε εκπέμψει αρκετή αρνητική ενέργεια. Και μόλις κατηγορήσαμε το παιδί μας ότι σκέφτεται μόνον τον εαυτό του. Τι κάναμε; Βάλαμε ταμπελίτσες και δώσαμε την αρνητική πληροφορία στον εγκέφαλο του παιδιού ότι «δεν είναι αρκετά καλό».

Τι λέμε: «Βλέπω ότι ακόμη το γραφείο σου είναι ατακτοποίητο. Σε ένα τέτοιο γραφείο δε μπορείς να μελετήσεις σωστά. Είναι πολύ σημαντικό για μένα τα πράγματα να βρίσκονται σε μία τάξη για να μπορούμε να λειτουργούμε σωστά. Τι θα έλεγες να μαζεύαμε όλα τα πράγματα που έχεις εκεί πάνω, να τα τοποθετούσαμε στην αυλή για να μπορέσεις να κάνεις τη δουλειά σου σωστά;»

Τι πετυχαίνουμε με αυτό; Τους θέτουμε τα όρια μας, του υπενθυμίζουμε τους κανόνες μας δίχως όμως να το γεμίσουμε ενοχές για ευθύνες που δεν του αναλογούν. Και φυσικά, δίχως να το τιμωρήσουμε με θυμό ή γκρίνια, του δίνουμε την πληροφορία της συνέπειας των πράξεων του... «όλα τα πράγματα έξω στην αυλή».

4. Να μην τα ακούμε: Ακούμε τα παιδιά μας; Τα παιδιά επιζητούν την προσοχή μας και μας διακόπτουν διαρκώς. Πώς αντιδρούμε; Πετάμε την σταθερή ατάκα «μπράβο πουλάκι μου» και δεν το κοιτάζουμε καθόλου; Ή του λέμε «τώρα έχω δουλειά, μπορούμε να το συζητήσουμε σε δέκα λεπτά;».

Τι κάνουμε: Είναι σημαντικό, σύμφωνα με τους ειδικούς, να έχουμε οπτική επαφή με το παιδί και μέσω αυτής -ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν έχουμε να του πούμε κάτι- του μεταφέρουμε την πληροφορία ότι δεν αδιαφορούμε γι' αυτό που μας λέει, ότι το ακούμε και ότι του δείχνουμε ενδιαφέρον. Με αυτόν τον τρόπο στέλνουμε το μήνυμα στον εγκέφαλο του παιδιού ότι είναι πολύ σημαντικό για εμάς και ότι αξίζει φροντίδα και προσοχή. Είναι ένα είδος ενσυναίσθησης συντονισμού για τους ειδικούς και αυτό επιδρά θετικά στον ανθρώπινο εγκέφαλο...

Η καλή διάθεση είναι επιλογή μας

«Δεν μας ενοχλεί το τι μας συμβαίνει, αλλά το τι θεωρούμε ότι μας συμβαίνει…» αναφέρει στο έργο του ο Έλληνας στωικός φιλόσοφος Επίκτητος. Η διαδικασία της αντίδρασης στα ερεθίσματα που δεχόμαστε καθορίζει τη διάθεση μας και είναι διαφορετική σε κάθε άνθρωπο. Για αυτό και κάποιοι μπορεί να βλέπουν ένα ποτήρι μισογεμάτο, άλλοι μισοάδειο και… κάποιοι άλλοι, όπως λέγεται χιουμοριστικά, κοιτούν αν έχει δαχτυλιές το ποτήρι…

Οι άνθρωποι αντιδρούν με διαφορετικό τρόπο στο ίδιο ερέθισμα, ή πολλές φορές μπορεί ο ίδιος άνθρωπος έχει άλλη αντίδραση στο ίδιο «πρόβλημα» και αυτό συμβαίνει γιατί η συναισθηματική μας διάθεση, επηρεάζεται από τα γεγονότα ανάλογα με το πώς αντιλαμβανόμαστε τον ίδιο μας τον εαυτό τη δεδομένη στιγμή. Αυτό μας κάνει να δίνουμε διαφορετικές «διαστάσεις» στα θέματα που μας απασχολούν και όχι αυτές που ρεαλιστικά τους αναλογούν και δυστυχώς αυτή η διαδικασία γίνεται βαρόμετρο της διάθεσης μας.

Επιρροές στη διάθεση

Η συναισθηματική μας διάθεση, το πότε και το πόσο συχνά νιώθουμε μέσα σε μια μέρα χαρά, λύπη ή ανησυχία επηρεάζεται από δύο παράγοντες, αφενός τα γεγονότα που συμβαίνουν στο περιβάλλον μας και κυρίως τις σκέψεις που κάνουμε συνεχώς για τα γεγονότα. Αυτές οι σκέψεις γίνονται μέσα από το πρίσμα του πως «αντιλαμβανόμαστε» εμείς τον εαυτό μας και αυτό αλλάζει με το πέρασμα των χρόνων και την… συλλογή εμπειριών που έχουμε.

Η αλήθεια είναι ότι πέρα από τα πρώιμα παιδικά μας χρόνια, κάθε γεγονός που συμβαίνει, η μνήμη μας το «ερμηνεύει» αλιεύοντας παλαιότερα όμοια γεγονότα και σύμφωνα με τις πεποιθήσεις και την «εικόνα» που έχουμε για εμάς. Επί παραδείγματι, ένα διαγώνισμα στο σχολείο, μπορεί για κάποιους να φαντάζει με παιχνίδι, ενώ για άλλους σημαίνει ένα τεστ δοκιμασίας της προσωπικής τους αξίας.

Είναι θετικό το γεγονός ότι δε γεννιόμαστε αισιόδοξοι ή απαισιόδοξοι, εσωστρεφείς ή εξωστρεφείς, τολμηροί ή διστακτικοί. Αυτά τα χαρακτηριστικά τα «υιοθετούμε» μέσα από τις εμπειρίες μας στα πρώτα χρόνια της ζωής μας αλλά δεν μένουν πάνω μας σαν «σφραγίδα» αφού γνωρίζουμε πλέον και μέσα από την πρόοδο των νευροεπιστημών, ότι ο ασυνείδητος τρόπος που βλέπουμε τον εαυτό μας και επομένως το περιβάλλον, μπορεί να αλλάξει, αρκεί να τον επεξεργαστούμε με τη σκέψη μας και να τον κάνουμε συνειδητό.

Το συναισθηματικό και το λογικό μυαλό

Το ανθρώπινο μυαλό, λειτουργεί σχεδόν όπως ένας πολύπλοκος ηλεκτρονικός υπολογιστής. Βέβαια υπάρχουν βασικές ομοιότητες και διαφορές με τα άψυχα μηχανήματα.

Μια ομοιότητα είναι πως το μυαλό όλων μας είναι «σχεδιασμένο» πάνω στο ίδιο βασικό σχέδιο. Υπάρχει για παράδειγμα πάντοτε ο «συναισθηματικός» και ο «λογικός» εγκέφαλος, οι οποίοι «συνεργάζονται» αρμονικά και συνέχεια.

Δεύτερη ομοιότητα είναι πως υπάρχουν πολλές «προσχεδιασμένες διαδικασίες» στον τρόπο λειτουργίας του μυαλού μας, οι οποίες «παράγουν» χημικές ουσίες (νευροδιαβιβαστές), απαραίτητες, προκειμένου να διατηρούμε μία καλή συναισθηματική διάθεση. Ο συναισθηματικός εγκέφαλος προηγείται στη λήψη διαφόρων αποφάσεων διότι θα ήταν μοιραία χρονοβόρο, αν μπροστά σε έναν μεγάλο κίνδυνο δε νιώθαμε φόβο και καθόμασταν με τη λογική να τον επεξεργαστούμε. Οι υπολογιστές δε νιώθουν χαρά, φόβο ή άλλα συναισθήματα αλλά ευτυχώς εμείς, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, ζούμε με συναισθήματα, όχι με τις ώρες στο ηλιακό ρολόι.

Τρίτον, ο «δικός μας» υπολογιστής κινείται με στόχο τη συναισθηματική ικανοποίηση και όχι με μαθηματική λογική. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ερμηνεύονται οι συνήθειες, σε σχέσεις, πρόσωπα και καταστάσεις, που ενώ με «μαθηματικό» υπολογισμό μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα ωφέλιμες, οι άνθρωποι προσκολλιούνται σε αυτές λόγω του φόβου να ξεφύγουν και να προχωρήσουν δοκιμάζοντας κάτι καινούριο αλλά άγνωστο.

Τέταρτον, παρότι όλοι διαθέτουμε έναν παρόμοιο υπολογιστή φτιαγμένο από το ίδιο υλικό και «καλωδιωμένο» κατά το ίδιο πρότυπο (όπως η αντίδραση του φόβου απέναντι σε ότι θεωρείται απειλή για την επιβίωση), οι εμπειρίες που αποκτούνται κυρίως στα πρώιμα χρόνια της ζωής, επιδρούν πρόσθετα σε αυτή την καλωδίωση του υπολογιστή. Οι εμπειρίες αυτές μπορούν να διαμορφώσουν πεποιθήσεις, αξίες, συναισθηματικές αντιδράσεις, ακόμη και το αν κοιτάζοντας ένα ποτήρι το βλέπουμε μισογεμάτο ή μισοάδειο, μεταφορικά μιλώντας δηλαδή, τον υποκειμενικό τρόπο αντίληψης του περιβάλλοντος.

Όταν επομένως γράφεται ένα κείμενο ψυχολογίας, μπορεί να απευθύνεται γενικά, διότι το μυαλό όλων μας έχει τις ίδιες βασικές ανάγκες, αλλά δεν μπορεί να απευθύνεται ειδικά, καθώς οι ξεχωριστές εμπειρίες κάθε ανθρώπου έχουν δημιουργήσει έναν υπολογιστή με τη δική του, μοναδική σε διάφορα σημεία «καλωδίωση».

«Προσχεδιασμένες διαδικασίες» προκειμένου να διατηρούμε μία καλή συναισθηματική διάθεση

Από τη φύση μας είμαστε φτιαγμένοι να έχουμε κάποιες βασικές ανάγκες, οι οποίες όταν ικανοποιούνται, εκκρίνονται «θετικές» χημικές ουσίες, που μας κάνουν να νιώθουμε ευχάριστα, ακόμη και ευτυχισμένοι. Μέσα σε αυτές τις ανάγκες πέρα από την πείνα και τη δίψα, είναι και το σεξουαλικό ένστικτο. Τα συναισθήματα συντροφικότητας γεννιούνται χάρη στις χημικές ουσίες που παράγονται στο ανθρώπινο μυαλό κατά τη διάρκεια του σεξ.

Η κινητική ορμή…

«Προερχόμαστε» από τη φύση και όπως σε άλλα έμβια όντα, το παιχνίδι και η κίνηση αποτελεί ενστικτώδη εκδήλωση της εσωτερικής έκφρασης του ανθρώπου, που φανερώνεται με μια ποικιλία κινήσεων και αισθήσεων. Το παιχνίδι είναι μια γενική ένδειξη ζωής, γιατί δεν παίζουν μόνο οι άνθρωποι, αλλά και τα ζώα. Στον άνθρωπο όμως συνδυάζεται η ενστικτώδης ορμή για κίνηση και χαρά με την ανάγκη για δημιουργία.

Καθώς το μυαλό μας λειτουργεί πρώτα με το συναίσθημα, ο άνθρωπος δεν μπορεί να «αντέξει» την επανάληψη μιας καθημερινής επαναλαμβανόμενης ρουτίνας περιμένοντας μία φορά το χρόνο να ξεφύγει σε κάποιες διακοπές. Όταν η επανάληψη της ίδιας καθημερινότητας «φθείρει» τη συναισθηματική διάθεση, το μυαλό μας χρειάζεται να προσμένει στο άμεσο μέλλον κάτι ευχάριστο, μέσα στην ίδια εβδομάδα έστω, προκειμένου να διατηρήσει την καλή διάθεση.

«Η ευτυχία δεν μπορεί να είναι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από τη σταθερά καλή διάθεση, αυτή που βιώνεις μόνιμα και όχι παροδικά. Διότι το μεγάλο πρόβλημα είναι η διάρκεια, το θέμα είναι (και είναι εφικτό) να διατηρείς τη διάθεσή σου ακμαία κάθε μέρα», υπογράμμιζε ο Επίκουρος.

Βρείτε ενδιαφέρονται και το γέλιο σας μέσα από την επαφή

Το μυαλό έχει ανάγκη μία ποικιλία ερεθισμάτων μέσω των αισθήσεων. Η εξερεύνηση του φυσικού περιβάλλοντος, τα διάφορα ενδιαφέροντα και χόμπυ που φέρνουν πραγματική επαφή, επικοινωνία και κυρίως το γέλιο, βοηθούν το μυαλό να «παράγει» τις χημικές ουσίες που φέρνουν καλή διάθεση.

Η ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία είναι «γραμμένη στα γονίδιά» μας ως φυσικό αντικαταθλιπτικό. Όχι, όμως μέσω του γραπτού λόγου, με τον οποίο γίνεται μεγάλο μέρος της επικοινωνίας σήμερα καθότι οι αισθήσεις και ο εγκέφαλος στερούνται με αυτόν τον απρόσωπο τρόπο και χάνουν αμέτρητα ερεθίσματα πληροφοριών, όπως η χροιά της φωνής, το βλέμμα των οικείων μας, η ανάγκη να αναγνωρίζεται η αξία μας και να λαμβάνουμε αποδοχή.

Όλοι κρυβόμαστε πίσω από τα προβλήματα μας και «βαριόμαστε» να αλλάξουμε. Υπάρχει ένας φαύλος κύκλος δικαιολογιών και μεταφοράς ευθυνών στον… άλλον, αλλά δυστυχώς με αυτόν τον τρόπο επιλέγουμε ουσιαστικά την απομόνωση και την απομάκρυνση και κανείς δεν κάνει την αρχή της επαφής υπό τον φόβο της αλλαγής και της έκθεσης του εαυτού μας. Ένας μεγάλος εγωισμός συνήθως κρύβει φόβο να δείξουμε τις ευάλωτες πλευρές μας. Ταυτόχρονα όμως είναι και μία αδιαμφισβήτητη απόδειξη ότι έχουμε πολλές ευάλωτες πλευρές. Αυτές, όμως εκλείπουν μόνο όταν εξασκούμαστε και εξοικειωνόμαστε με αυτό που φοβόμαστε.

Η συναισθηματική διάθεση αυξάνει σταδιακά

Όταν η συναισθηματική μας διάθεση είναι μέτρια, για λόγους βιολογικούς, η συγκέντρωση της προσοχής μας είναι πιο δύσκολη. Το να προσπαθήσουμε, για παράδειγμα, να διαβάσουμε σε μία τέτοια στιγμή ένα βιβλίο, το οποίο απαιτεί μεγαλύτερη συγκέντρωση, είναι εξαιρετικά δύσκολο. Έτσι συνήθως κάνουμε την «λάθος» επιλογή δηλαδή προτιμάμε την αλληλεπίδραση με μία οθόνη, η οποία όμως δεν «παράγει» κανένα χημικό της καλής διάθεσης. Το μυαλό όμως δε ξεγελιέται, αντιλαμβάνεται ότι δεν αλληλοεπιδρούμε πραγματικά, καθώς γνωρίζει ότι απλά κοιτάμε μία οθόνη.

Πολλοί άνθρωποι μπορεί λόγω μέτριας διάθεσης να αποφεύγουν να βρεθούν με οικεία πρόσωπα νιώθοντας ότι μπορεί να ακούσουν προβλήματα άλλων και να δαπανήσουν «αρκετή ενέργεια» που πιστεύουν ότι δε διαθέτουν. Οι άνθρωποι που διατηρούν μία σταθερά καλή διάθεση όμως, προσπαθούν να κάνουν τους οικείους τους να γελάσουν, ώστε να «επωφεληθούν» από την ευχάριστη ατμόσφαιρα, που οι ίδιοι δημιουργούν.

Ακόμη και το γέλιο των άλλων συμβολίζει την αναγνώριση και την αποδοχή του εαυτού μας από τους άλλους, κάτι που είναι βασική μας ανάγκη, και βοηθά στο να «παραχθούν» τα φυσικά αντικαταθλιπτικά του μυαλού. Ο Αμερικανός συγγραφέας Μαρκ Τουαίην, φαίνεται να είχε συνειδητοποιήσει το γεγονός αυτό λέγοντας, «ο καλύτερος τρόπος να δίνεις κουράγιο στον εαυτό σου είναι να δίνεις κουράγιο στους άλλους». Μόνο όταν επιτύχουμε ένα επίπεδο καλής διάθεσης, μπορούμε να δοκιμάσουμε κάτι που απαιτεί πιο «ισχυρή» καλή διάθεση και περισσότερη συγκέντρωση, όπως το διάβασμα ενός βιβλίου ή ένα ενδιαφέρον που απαιτεί περισσότερη ενέργεια όπως η άθληση.

Η καλή διάθεση είναι μέσα σου και είναι επιλογή

Ακόμη και η καλή διάθεση έχει επίπεδα και μοιάζει περισσότερο με σκαλοπάτια που ανεβαίνουμε σταδιακά. Χρειάζεται κάποιες φορές με τη λογική να ωθήσουμε τον εαυτό μας, ίσως και να τον πιέσουμε, να ανέβει ένα σκαλοπάτι το οποίο μπορεί να μην έχει τη διάθεση να το κάνει. Μόλις όμως ανεβούμε ένα, αποκτούμε τη δύναμη για ακόμη ένα ψηλότερο σκαλοπάτι. Έτσι, σύντομα, αρχίζουμε να υποψιαζόμαστε ότι …η διάθεση μας είναι σαν μία σκάλα η οποία μπορεί να φτάσει πραγματικά πολύ ψηλά.

Είναι ακριβώς αυτό που εννοούσε ο Πυθαγόρας, έχοντας κατανοήσει τον τρόπο που φιλτράρει το μυαλό τα εξωτερικά ερεθίσματα, αλλά και τον τρόπο που η λογική μπορεί να μας κινητοποιήσει να αναζητήσουμε πράγματα που θα μας δημιουργήσουν θετικά συναισθήματα, λέγοντας, «Μην ψάχνεις την ευτυχία είναι πάντα μέσα σου».

Και όταν ο Γάλλος φιλόσοφος Michel de Montaigne έλεγε ότι, «Η αδιαμφισβήτητη απόδειξη σοφίας είναι η συνεχώς καλή διάθεση», εννοούσε ότι όταν ξέρουμε αυτό που πάντοτε συμβαίνει, ότι κάθε εξωτερικό ερέθισμα αγγίζει συναισθηματικά, κάτι που υπάρχει ήδη στο μυαλό μας, τότε μπορούμε με τη σκέψη μας να το αγνοήσουμε ή να επιλέξουμε να του δώσουμε την σημασία που του αναλογεί, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.

Οι δράκοι της ζωής μας

Όλοι οι παραμυθάδες το ξέρουνε καλά πως οι δράκοι στα παραμύθια, με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο, πάντα κάνουν πλούσιο (ψυχικά) τον ήρωα. Συχνά βρίσκονται κοντά στην πηγή του πλούτου (το νερό της πολιτείας, τη φυλακισμένη βασιλοπούλα...) και απαγορεύουν την πρόσβαση σ΄ αυτή την πηγή, αλλά στην ουσία μόνο στους δειλούς κι αδύναμους, γιατί δουλειά τους είναι να φυλάνε το πολύτιμο νερό ή την πεντάμορφη του κόσμου για τον αντρειωμένο ήρωα (δηλαδή εμάς) που θα πρέπει να τους αφανίσει (ή να τους ξεγελάσει ή να δεχτεί να γίνουν οι μαγικοί του βοηθοί) για να το (την) κατακτήσει.

Πάντα συμπαθούσα τους δράκους -που είναι συχνά θεόχαζοι και ποτέ αληθινά κακοί- γιατί πιστεύω πως είναι σημαδούρες σε κάτι κρυμμμένο και πολύτιμο που χάρη σ΄ αυτούς μπορούμε να το διακρίνουμε από μακριά. Οι δράκοι των παραμυθιών μας γνέφουν για να τους «δούμε» και συγχρόνως να «δούμε» στη βασιλοπούλα που φυλάνε ζηλότυπα κάποια σημαντική πτυχή στο νόημα της ζωής μας. Θα έλεγα ότι, με τη σκοτεινή τους παρουσία, προβάλλουν το πολύτιμο ζητούμενο που είναι γεμάτο φως.

Οι περισσότεροι άνθρωποι βλέπουμε τους δράκους των άλλων και αγνοούμε ή φιμώνουμε ή κουκουλώνουμε τους δικούς μας. Μάλιστα συχνά διακρίνουμε στους ξένους δράκους χαρακτηριστικά των δικών μας δράκων χωρίς να μπορούμε να δούμε ότι αυτοί οι «ξένοι» δράκοι που δήθεν καθόλου δεν μας αφορούν είναι σημαδούρες στις μυστικές τους χάρες (ή στις δικές μας κρυφές χάρες) που αγνοούμε.

Το χειρότερο είναι ότι στην πορεία αυτογνωσίας μας μπορούμε να πέσουμε σε μια άλλη παγίδα: εντοπίζουμε τον δράκο, αυτός απειλεί να μας φάει, παλεύουμε μαζί του και αντί να τον αφανίσουμε ή να τον ξεγελάσουμε και να ελευθερώσουμε τη βασιλοπούλα, παίζουμε με τους δικούς του όρους και τον τρώμε εμείς.

Αποτέλεσμα: τον ενσωματώνουμε, γινόμαστε δράκοι στη θέση του δράκου και τα δρακίσια μάτια μας δεν βλέπουν πια τη βασιλοπούλα μας, βλέπουν μονάχα δράκους (τους δράκους των διπλανών μας). Κι η ζωή μας -μια δρακίσια ζωή, στο υπάνθρωπο επίπεδο του δράκου- αναλώνεται στο να χαζεύουμε τις σκοτεινές πλευρές των άλλων και φως πουθενά.

Ένας ασφαλής τρόπος να μη διακρίνουμε τον δικό μας δράκο (δράκους) είναι να βλέπουμε ότι κατοικεί μέσα μας μια ψεύτικη βασιλοπούλα (βασιλοπούλες) που τη (τις) φτιάξαμε στο μυαλό μας για ν΄ αντέξουμε το βάρος της ύπαρξής μας. Αυτό μου θυμίζει συνεντεύξεις των μις στα καλλιστεία των παιδικών μου χρόνων (προ τηλεόρασης).

Παρότι παιδί, θαμπωμένο από την ομορφιά των κοριτσιών, πάντα παραξενευόμουνα που στην ερώτηση «ποιο είναι το μεγαλύτερό σας ελάττωμα;» η τυποποιημένη απάντηση ήταν «η γενναιοδωρία» (απέναντι σε αγνώμονες) ή «η εμπιστοσύνη» (απέναντι σε προδότες) ή η »ειλικρίνεια» κλπ... Πάντα υπήρχε ένα προτέρημα που παρουσιαζόταν σ΄ ένα περιτύλιγμα θυματοποίησης και ποτέ ένα πραγματικό ελάττωμα. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι που δηλώνουν (με λεπταίσθητους ή χοντροκομμένους τρόπους) ότι είναι άγγελοι-θύματα των άλλων, έχουν με βεβαιότητα μεταμφιέσει τους δράκους τους σε βασιλοπούλες και η αληθινή τους βασιλοπούλα κινδυνεύει να μείνει φυλακισμένη για πάντα.

Για μένα, οι δράκοι μας σχεδόν πάντα είναι οι ανασφάλειές μας. Συχνά ακούμε να λέγεται για κάποιον: «δεν είναι κακός, αλλά είναι ανασφαλής». Όμως αυτή η ανασφάλεια, όταν κακοφορμίσει, μπορεί να πάρει τη μορφή απληστίας, φθόνου, τσιγκουνιάς, χαζομάρας και δειλίας λογιών λογιών. Δεν έχει κανένα ενδιαφέρον να εντοπίζουμε τέτοιους δράκους στους άλλους, αλλά τεράστιο ενδιαφέρον να τους εντοπίζουμε σε μας τους ίδιους.

Οι δράκοι θα μπορούσαν να είναι η τεράστια ενέργεια που έχουμε ΟΛΟΙ για (αυτο) καταστροφή, (αυτο) θεραπεία ή δημιουργία. Με δυο λόγια, οι δράκοι είναι αμφίσημοι. Η βασιλοπούλα θα μπορούσε να είναι η σκλαβωμένη «ελεύθερη» βούλησή μας για τη θετική χρήση αυτής της ενέργειας. Αν έχουμε το κουράγιο να ελευθερώσουμε την «ελεύθερη» βούλησή μας, θα μπορέσουμε να κάνουμε βήματα αυτογνωσίας, να αυτοθεραπευθούμε από παλιές πληγές και να δημιουργήσουμε μικρά ή μεγαλύτερα δώρα για μας και για τους άλλους.

Η βασιλοπούλα θα μπορούσε να είναι η ίδια η ικανότητά μας για βήματα αυτογνωσίας. Οι δράκοι σηματοδοτούν τη βασιλοπούλα-αυτογνωσία γιατί μας δείχνουν ποια είναι τα όρια της αντοχής μας για να την προσεγγίσουμε, ποια είναι τα όρια που βάζουμε στις δικές μας οφειλές και στις οφειλές των άλλων (άραγε εμείς δεν χρωστάμε τίποτα σε κανέναν, ενώ οι άλλοι μας χρωστάνε;), ανάμεσα στο «καλό» και στο «κακό» που ισχύει για μας και στο «καλό» και στο «κακό» που ισχύει για τους άλλους.

Μήπως τελικά οι αμφίσημοι δράκοι (σαν τις αμφίσημες γριές των παραμυθιών, μονάχα που οι γριές είναι σοφές ενώ οι δράκοι χαζοί) συμβολίζουν τα όρια της δικής μας αμφισημίας;

Το παραμύθι μας λέει να ξεσκεπάσουμε τις μεταμφιεσμένες (από μας) βασιλοπούλες -είναι δράκοι – να αναζητήσουμε τις φιμωμένες, αγνοημένες και κακοποιημένες (πάντα από μας τους ίδιους) αληθινές μας δυνατότητες αυτογνωσίας (που σύμφωνα με τον Ρίλκε μπορεί να είναι βασιλοπούλες μεταμφιεσμένες σε δράκους) και να φανούμε αντάξιοί τους («ωραίοι και γενναίοι»)

Τα έσχατα ερωτήματα του ανθρώπου

Ο Χώκινγκ συμπυκνώνει σε τρία τα έσχατα ερωτήματα του ανθρώπου:

Γιατί υπάρχει κάτι αντί για τίποτε;

Γιατί υπάρχουμε εμείς;

Γιατί αυτό το σύνολο των νόμων και όχι κάτι άλλο;

Είναι ενδιαφέρον ότι στον κατάλογο δεν περιλαμβάνεται το κατά πολλούς υπερέσχατο ερώτημα: γιατί θέτουμε τα έσχατα ερωτήματα;

Με τον κίνδυνο να κατηγορηθώ ότι τολμώ να «ερμηνεύσω» τον Χώκινγκ, θα προτείνω ότι ο Χώκινγκ θεωρεί, όπως ασφαλώς και ο Ντώκινς, ότι αυτό το ερώτημα έχει απαντηθεί από την επιστήμη - τουλάχιστον σε ένα πρώτο και ουσιώδες επίπεδο: υπάγεται στην ίδια κατηγορία με το γιατί βλέπουμε, γιατί μιλούμε, γιατί σκεφτόμαστε, γιατί ερωτευόμαστε, γιατί θρησκευόμαστε, γιατί κάνουμε τέχνη. Πρόκειται για ένα συναρμολόγημα της εξελικτικής μας ιστορίας, για ένα προϊόν μιας φυσικής αιτιότητας που όμως δεν είναι στα άμεσα ενδιαφέροντα του Χώκινγκ, γι’ αυτό και το αντιπαρέρχεται.

Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά μεταξύ του «πώς δουλεύει η φύση» και του «γιατί θέλουμε να μάθουμε πώς δουλεύει η φύση».

Και τα δύο έχουν ως υποκείμενο τον άνθρωπο, εκπορεύονται από αυτόν. Αλλά διαφέρουν ως προς το αντικείμενο.

Το αντικείμενο του πρώτου είναι ο υπαρκτός κόσμος, ο δε άνθρωπος αποκτά ενδιαφέρον από το γεγονός και μόνον ότι αποτελεί μέρος αυτού του κόσμου, αναμφίβολα ένα πολύ μικρό και περαστικό μέρος, μια κουκκίδα στην απεραντοσύνη του χωροχρόνου.

Το αντικείμενο του δεύτερου είναι ο άνθρωπος, ο δε λοιπός κόσμος αποκτά αξία και ενδιαφέρον από το γεγονός και μόνον ότι ο άνθρωπος βρίσκεται μέσα σε αυτόν - ένα μάλλον ενοχλητικό γεγονός για κάποιους, αφού το ταυτίζουν με την πτώση και την καθαίρεση.

Η διαφορά ως προς το αντικείμενο μεταφράζεται σε διαφορά ως προς την προσέγγιση. Το πρώτο ερώτημα αναφέρεται στην τέχνη της γνώσης, το δεύτερο στην τέχνη των ιδεών. Μπορούμε αν θέλουμε να ονομάσουμε και τα δύο ερωτήματα φιλοσοφικά, αλλά τότε θα πρέπει να δεχθούμε ότι ο Χώκινγκ έχει πλήρη επίγνωση του ότι κάνει φιλοσοφία.

Ο ίδιος θα αρκούνταν στο ότι είναι απλώς ένας τεχνίτης της γνώσης, μιας γνώσης που ξεπερνά τον κοινό άνθρωπο. Γι’ αυτό και τα συμπεράσματά του μας φαίνονται αδιανόητα, πέρα από τις αισθητήριες και νοητικές δυνάμεις μέσα στις οποίες μας έχει εγκλωβίσει η εξελικτική διαδικασία στην οποία οφείλουμε την ύπαρξή μας, έξω από) τις νόρμες μέσα στις οποίες είμαστε περιχαρακωμένοι από τη φύση μας - αυτές που σε προηγούμενες ενότητες έχουμε ονομάσει δαρβινικές πλάνες.

Αντίθετα, οι τεχνίτες των «καθαρών ιδεών» μοιάζουν πιο πολύ με τους καλλιτέχνες που δημιουργούν έναν θαυμαστό κόσμο χρωμάτων και ήχων, χωρίς να μπορούν να μας πουν τίποτε για τη φύση των χρωμάτων και των ήχων. Οφείλουμε να θαυμάζουμε την τέχνη τους για τον πλούτο των ιδεών και των συναισθημάτων που μας χάρισε. Όμως αυτό δεν μας εμποδίζει από το να συμφωνήσουμε ότι η επιμονή τους να έχουν λόγο σε θέματα ερμηνείας του κόσμου είχε μηδαμινό έως και αρνητικό αποτέλεσμα.

Τι θα σου έλεγε ένας καλός δάσκαλος

Δεν χρειάζεται να αλλάξεις αυτό που είσαι για να γίνεις φωτισμένος – η αληθινή φώτιση είναι το να αγκαλιάζεις τον βαθύτερο εαυτό σου που σε κάνει μοναδικό.

Αρκεί να σε οδηγεί σιγά-σιγά στη βαθύτερη κατανόηση του εαυτού σου.

Ένας καλός δάσκαλος θα σου πει να μην τον εξιδανικεύεις ή τον μιμείσαι. Να μαθαίνεις τις μεθόδους του και με τον καιρό να τις κάνεις κτήμα σου.

Ένας καλός δάσκαλος θα σου δείξει τον δρόμο προς την ανακάλυψη του εαυτού σου χωρίς να είσαι εξαρτημένος από τη σοφία και την εμπειρία του. Η πρακτική είναι δική σου. Δεν είναι η εξιδανίκευση, δεν είναι η φαντασίωση, δεν πρόκειται για τη ρομαντική αντιμετώπιση της πρακτικής ενός άλλου δασκάλου.

Μείνετε στο μονοπάτι σας. Τη μισή διαδρομή την καλύπτουμε παραμένοντας αληθινοί με τον εαυτό μας, παρά τους περισπασμούς της πνευματικής «αγοράς» τριγύρω μας.

Μείνετε συνδεδεμένοι με το σώμα σας, τον νου σας, την καρδιά σας και φροντίστε με σοφία τον εαυτό σας. Διαβεβαιώστε τον εαυτό σας ότι είστε λαμπροί και καταπληκτικοί, όπως και κάθε άλλη ανθρώπινη ύπαρξη, και το ταξίδι σας αξίζει αγάπη. Να γνωρίζετε ότι την ιστορία σας αξίζει να τη διηγηθείτε.

Πιστέψτε. Αυτό θα σας πει ένας καλός δάσκαλος.

Ένας ώριμος δάσκαλος όμως θα σας πει να είστε ξεκάθαροι όσον αφορά την αυθεντικότητα της διαδρομής σας. Είστε μοναδικοί. Οι εμπειρίες της ζωής σας, η παιδική σας ηλικία, οι φυσικές σας ανάγκες, οι διατροφικές σας ανάγκες, οι συναισθηματικές σας ανάγκες – οτιδήποτε χρειάζεται για να παραμείνετε ζωντανοί και σε ισορροπία είναι γνήσιο και μοναδικό, σαν το δαχτυλικό αποτύπωμά σας. Είστε σαν κάποιος που δεν έχει ζήσει ποτέ. Ούτε εγώ ούτε όλες οι διδασκαλίες και η σοφία μου μπορούν να σας κάνουν να συνειδητοποιήσετε τον εαυτό σας. Για αυτή την αυτο-συνειδητοποίηση πρέπει πρώτα να αντιληφθείτε τον εαυτό σας. Αυτό σημαίνει ότι είμαστε αληθινοί, έχουμε αυτοεπίγνωση, είμαστε πολύπλοκοι και η αντανάκλασή μας είναι γοητευτική και μια μέρα θα το κατανοήσουμε πλήρως αυτό.

Για να ασκείσαι στο μονοπάτι της φώτισης πρέπει πρώτα να θυμάσαι ότι είσαι ήδη τέλειος ακριβώς έτσι όπως είσαι. Είσαι πλήρης με έναν ανθρώπινα ατελή τρόπο, που σου δίνει χώρο για ανάπτυξη. Έχεις υπέροχα ψεγάδια και αυτό σου προσφέρει έναν πλούσιο χαρακτήρα. Είσαι πιο όμορφος από ό,τι οποιοσδήποτε rishi, θα μπορούσε να φανταστεί, άρα δεν χρειάζεται να αισθανθείς ποτέ ξανά ανασφαλής. Κι όσο δυσάρεστες κι αν φαίνονται, είσαι υποχρεωμένος να περάσεις μέσα από δύσκολες εμπειρίες για να μπορέσεις να «μεγαλώσεις». Αυτές οι προκλήσεις δεν φεύγουν όταν απλώς αλλάζουμε το όνομά μας ή το ποιοι νομίζουμε ότι είμαστε. Απλά σκάβουν βαθύτερα. Η μεγαλύτερη αξία είναι η ζωή που βιώνουμε με ισορροπία.

Αν συναντήσεις τη σκοτεινή πλευρά σου σε αυτή την πορεία, να ξέρεις ότι είσαι σίγουρα στον σωστό δρόμο. Δούλεψε άφοβα με αυτό το σκοτάδι και συμπονετικά, με τα μάτια ορθάνοιχτα.

Η μόνη πίστη που απαιτείται είναι αυτή προς τον εαυτό σου – το Θεϊκό είναι τόσο όμορφο όσο εσύ αισθάνεσαι ότι είσαι.

Στο μονοπάτι σου η αυθεντικότητα είναι πνευματική δύναμη, όπως είναι η υψηλότερη έκφραση της πίστης προς τον εαυτό σου. Χωρίς αυτή την πίστη σε εμάς τους ίδιους δεν μπορούμε να γεννήσουμε την πίστη προς οτιδήποτε άλλο.

Να είσαι άφοβος στο τι μπορείς να κάνεις και αυθεντικός στην πρακτική σου.

Ένας μεγαλύτερος δάσκαλος θα σου το έλεγε αυτό.

Αλλά το πιο σημαντικό … απλά να είσαι εσύ.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Άνθρωπος, το φιλοσοφικό ζώο

Αν, καταρχάς, δεν αναγνωρίζαμε και δεν κατανοούσαμε την ξεκάθαρη διάκριση ανάμεσα σε μια πέτρα και σε ένα ποντίκι, δεν θα προβληματιζόμασταν ποτέ για το αν κάτι δύσκολο στην ταξινόμηση είναι ένα έμβιο ή άβιο πράγμα. Ομοίως, αν δεν αναγνωρίζαμε την ξεκάθαρη διάκριση ανάμεσα σε μια τριανταφυλλιά και σε ένα άλογο, δεν θα αναρωτιόμασταν ποτέ για το αν ένα ορισμένο είδος έμβιου οργανισμού είναι φυτό ή ζώο.

Όπως ακριβώς τα ζώα είναι ένα ιδιαίτερο είδος έμβιου οργανισμού επειδή επιτελούν λειτουργίες τις οποίες δεν επιτελούν τα φυτά, έτσι, για έναν παρόμοιο λόγο, οι άνθρωποι είναι ένα ιδιαίτερο είδος ζώου. Επιτελούν ορισμένες λειτουργίες τις οποίες δεν επιτελεί κανένα άλλο ζώο, όπως το να θέτουν γενικά ερωτήματα και να αναζητούν απαντήσεις σε αυτά με την παρατήρηση και τη σκέψη. Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης αποκάλεσε τους ανθρώπους ορθολογικά ζώα – ζώα που ρωτούν και σκέφτονται, ικανά για φιλοσοφικό στοχασμό.

Ενδέχεται να υπάρχουν ζώα που φαίνεται να περνούν το όριο το οποίο διαχωρίζει τους ανθρώπους από τους μη ανθρώπους. Τα κήτη και οι χιμπατζήδες, όπως μάθαμε πρόσφατα, διαθέτουν αρκετή νοημοσύνη ώστε να πραγματοποιούν στοιχειώδεις μορφές επικοινωνίας. Δεν φαίνεται όμως να θέτουν στον εαυτό τους ή μεταξύ τους ερωτήματα για τη φύση των πραγμάτων, και δεν φαίνεται να προσπαθούν, με το έναν ή τον άλλο τρόπο, να ανακαλύψουν από μόνα τους τις απαντήσεις. Μπορούμε να λέμε πως τέτοια ζώα είναι σχεδόν ανθρώπινα, αλλά δεν τα θεωρούμε μέλη της ανθρώπινης φυλής.

Όταν μιλάμε για την ανθρώπινη φύση λέμε απλώς πως όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν ορισμένα χαρακτηριστικά και πως αυτά τα χαρακτηριστικά τους διαφοροποιούν από τα άλλα ζώα, από τα φυτά και από τα άψυχα πράγματα.

Το αριστοτελικό σχήμα ταξινόμησης έθεσε τις πέντε βασικές τάξεις φυσικών πραγμάτων σε μια ανερχόμενη κλίμακα. Τοποθέτησε τα στοιχειώδη και σύνθετα σώματα στη βάση της κλίμακας. Καθεμιά από τις ανώτερες τάξεις είναι ανώτερη επειδή δια θέτει τα χαρακτηριστικά της από κάτω τάξης και, επιπλέον, διαθέτει ορισμένα διακριτά χαρακτηριστικά που δεν διαθέτει η από κάτω τάξη.

Στην κλίμακα των φυσικών πραγμάτων, τα έμψυχα αποτελούν μια ανώτερη μορφή ύπαρξης από τα άψυχα τα ζώα, αποτελούν μια ανώτερη μορφή ζωής από τα φυτά και η ανθρώπινη ζωή είναι η ανώτερη μορφή ζωής στη Γη.

Όλοι οι έμβιοι οργανισμοί, όπως όλα τα άψυχα σώματα, καταλαμβάνουν χώρο και έχουν βάρος, αλλά επιπλέον, όπως έχουμε επισημάνει, τρώνε, αναπτύσσονται και αναπαράγονται. Επειδή είναι έμβιοι οργανισμοί, τα ζώα, σαν τα φυτά, επιτελούν αυτές τις ζωτικές λειτουργίες, αλλά επιτελούν και ορισμένες λειτουργίες τις οποίες δεν επιτελούν τα φυτά. Στην κορυφή της κλίμακας βρίσκονται οι άνθρωποι, που επιτελούν όλες τις ζωτικές λειτουργίες τις οποίες επιτελούν τα άλλα ζώα και, επιπλέον, έχουν την ικανότητα να αναζητούν τη γνώση θέτοντας και απαντώντας σε ερωτήματα, καθώς και την ικανότητα να σκέφτονται φιλοσοφικά.

Μπορεί ασφαλώς να ειπωθεί πως πολλά από τα ανώτερα ζώα σκέφτονται, και ότι ακόμα και οι υπολογιστές σκέφτονται. Ούτε ισχύει πως μόνο οι άνθρωποι έχουν νοημοσύνη. Η νοημοσύνη εντοπίζεται σε διάφορους βαθμούς σε ολόκληρο τον ζωικό κόσμο, όπως εντοπίζεται σε διάφορους βαθμούς στα μέλη της ανθρώπινης φυλής. Αλλά το ιδιαίτερο είδος στοχασμού που οδηγεί στο να τίθενται και να απαντώνται φιλοσοφικά ερωτήματα διαχωρίζει τους ανθρώπους από τα άλλα ζώα. Κανένα άλλο ζώο δεν παίζει φιλοσοφικά παιχνίδια.

Η “τραγωδία των κοινών”: δεν είμαστε και τόσο ικανοί στο να μοιραζόμαστε

Η “τραγωδία των κοινών” (tragedy of the commons) είναι μια ιδέα που ανέπτυξε ο γεωλόγος Garrett Hardin το 1968, σε ένα δοκίμιο όπου υποδείκνυε ότι δεν είμαστε και πολύ ικανοί στο να μοιραζόμαστε.

Φέρτε στο μυαλό σας μια τεράστια λίμνη γεμάτη ψάρια. Εσείς και άλλοι τρεις είστε οι μοναδικοί που γνωρίζετε την ύπαρξή της και συμφωνείτε μεταξύ σας να ψαρεύετε από τη λίμνη μόνο όσα ψάρια έχετε ανάγκη για να τρέφεστε. Υπό τον όρο ότι όλοι ψαρεύουν όσο τους χρειάζεται, η λίμνη θα παραμένει γεμάτη ψάρια.

Μια μέρα, παρατηρείτε τυχαία πως κάποιος από τους άλλους τρεις έχει αρχίσει να ψαρεύει περισσότερα ψάρια απ’ όσα χρειάζεται κι ότι τα πουλάει σε μια κοντινή κωμόπολη. Στο τέλος, αποκτά καλύτερο καλάμι ψαρέματος από το δικό σας.

Τι κάνετε εσείς;

Αν αρχίσετε κι εσείς να ψαρεύετε περισσότερα ψάρια απ’ όσα σας χρειάζονται, θα μπορέσετε να αγοράσετε καλύτερο καλάμι ψαρέματος ή ακόμη και βάρκα, και μπορεί να συνεταιριστείτε με κάποιον άλλον ενάντια σε αυτόν τον εξυπνάκια. Ενδεχομένως να αρχίζατε όλοι να ψαρεύετε όσα ψάρια τραβάει η ψυχή σας και, πιθανώς, να μιλούσατε σε όλο τον κόσμο για τη λίμνη. Το πιθανότερο είναι ότι όλα τα παραπάνω σενάρια θα οδηγήσουν στην καταστροφή του κοινού αγαθού.

Αν αφήσετε τον άλλον ψαρά να υπεραλιεύει και εσείς δεν κάνετε τίποτα, η λίμνη θα εξακολουθεί να συντηρεί εσάς και τους άλλους δύο, αλλά νικητής θα είναι ο μπαγαπόντης. Είναι αδύνατον να μη θυμώνετε μπροστά στην αδικία.

Σε καταστάσεις όπως η παραπάνω, στην προσπάθειά σας να μην υστερήσετε έναντι των άλλων, χάνουν όλοι.

Η «τραγωδία των κοινών» οφείλεται στο γεγονός πως, κατά την εκμετάλλευση ενός δημόσιου πόρου, αυτός ο πόρος μπορεί να καταστραφεί εξ αιτίας μιας πολύ μικρής δόσης απληστίας. Αρκεί ένας ανόητος «εκμεταλλευτής» για να καταρρεύσει το σύστημα, διότι η απληστία είναι μεταδοτική.

Οι απατεώνες μπορούν να καταστρέψουν το σύστημα -όχι από μόνοι τους, αλλά επειδή εξαπλώνεται η μεταδοτική φύση της απληστίας τους καθώς οι υπόλοιποι προσπαθούν να μην είναι τα μόνα κορόιδα. Δυστυχώς, η έρευνα για την ανθρώπινη συμπεριφορά αποδεικνύει ότι δεν είμαστε και τόσο έξυπνοι όταν καλούμαστε να συνεισφέρουμε για το κοινό καλό.

Ο Αριστοτέλης, η ηδονή, ο μόχθος και η έννοια της διασκέδασης

Αφού έχει ήδη ξεκαθαριστεί ότι η ηδονή δεν αφορά ούτε την κίνηση ούτε τη γένεση, αλλά την ενέργεια, αυτό που θα προστεθεί έχει να κάνει με την ερμηνεία της ηδονής ως μηχανισμού που θα καταδείξει την τελειότητα της ενέργειας που την επιφέρει: «Αυτό όμως μπορεί να γίνει φανερό και από τη στενότατη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην κάθε ηδονή και στην ενέργεια που αυτή η ηδονή την κάνει τέλεια» (1175a 5, 34-35).

Με άλλα λόγια, αν μια ενέργεια προσφέρει ηδονή, είναι απολύτως φανερό ότι η διαρκής επιδίωξή της (λόγω της αντλούμενης ευχαρίστησης) θα κάνει τον άνθρωπο να τελειοποιηθεί σ’ αυτού του είδους την ενέργεια: «Γιατί η οικεία ηδονή αυξάνει την ενέργεια. Ο λόγος είναι ότι όσοι, σε οποιονδήποτε επιμέρους τομέα, ενεργούν με ευχαρίστηση, είναι οι καλύτεροι κριτές και οι ακριβέστεροι γνώστες» (1175a 5, 35-38).

Ο Αριστοτέλης θα φέρει και παραδείγματα: «καλοί, επιπαραδείγματι, στη γεωμετρία γίνονται αυτοί που βρίσκουν ευχαρίστηση στο να ασχολούνται με αυτήν – και, φυσικά, αυτοί που κατανοούν καλύτερα τις διάφορες λεπτομέρειές της· με τον ίδιο τρόπο οι φιλόμουσοι, οι φιλοικοδόμοι και οι φίλοι όλων των άλλων τεχνών προκόβουν ο καθένας στη δική του εργασία, ακριβώς γιατί βρίσκουν ευχαρίστηση σ’ αυτή». (1175a 5, 38-42).

Η ηδονή είναι το απαραίτητο στοιχείο όλων των ανθρώπινων ενδιαφερόντων, αφού αν δεν υπήρχε τα πάντα θα οδηγούνταν στην αδράνεια της απόλυτης αδιαφορίας. Από αυτή την άποψη, η ηδονή όχι μόνο δεν είναι κάτι κατακριτέο, αλλά παίρνει διαστάσεις σχεδόν υπαρξιακές ως κινητήριος δύναμη της ανθρώπινης δράσης. Θα έλεγε κανείς ότι όλα τα επιτεύγματα του ανθρώπου (εν τέλει) οφείλονται σ’ αυτή. Η ηδονή είναι η αγάπη προς κάποιο πεδίο που καλεί τον άνθρωπο να ενεργήσει. Δηλαδή να κοπιάσει. Ο μόχθος παρουσιάζεται με τρόπο αλληλένδετο με την ηδονή, αφού δεν μπορεί να υπάρξει ενέργεια χωρίς μόχθο.

Κι ίσως εδώ να βρίσκεται η ουσία των πραγματικών ηδονών που εκπληρώνονται μετά από κόπο και προσωπικό αγώνα. Οι ηδονές που μπορεί να νιώθει κανείς χωρίς να κοπιάζει είναι καταδικασμένες στην επιφάνεια, καθώς (σε τελική ανάλυση) στερούνται ενέργειας. Η ταύτιση της ξεκούρασης ή των ράθυμων σωματικών απολαύσεων με την ηδονή αποτελεί διαστρέβλωση που υποβαθμίζει την ηδονή στην ευτέλεια του ζωώδους. Οι απολαύσεις αυτού του είδους είναι αδύνατο να συγκριθούν με το μεγαλείο της ψυχικής ολοκλήρωσης (ύψιστη ηδονή) που επέρχεται ενεργώντας. Κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να το μάθει κανείς.

Η άντληση της ηδονής από κάποια ενέργεια είναι που οδηγεί στο οικείο, αφού οικείο είναι αυτό που ο καθένας αρέσκεται να κάνει: «Η ηδονή λοιπόν συντελεί στην αύξηση της ενέργειας, και ό,τι συντελεί στην αύξηση ενός πράγματος, είναι οικείο σ’ αυτό· όταν όμως κάποια πράγματα διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το είδος, διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το είδος και τα οικεία τους» (1175a 5, 42 και 1175b 5, 1-2).

Κι ο Αριστοτέλης θα γίνει σαφέστερος: «Το πράγμα γίνεται, νομίζω, ακόμη πιο φανερό, αν προσέξουμε ότι οι ηδονές που προέρχονται από ένα είδος ενεργειών γίνονται εμπόδιο για άλλες ενέργειες. Οι άνθρωποι, επιπαραδείγματι, που τους αρέσει πάρα πολύ η μουσική του αυλού, αδυνατούν να δώσουν προσοχή στις φιλοσοφικές συζητήσεις, αν εκείνη τη στιγμή ακούσουν κάποιον να παίζει αυλό, γιατί η μουσική του αυλού τούς ευχαριστεί περισσότερο από την ενέργεια της στιγμής εκείνης· συμπέρασμα: η ηδονή που γεννάει η αυλητική τέχνη φθείρει την ενέργεια που σχετίζεται με τη φιλοσοφική συζήτηση» (1175b 5, 2-8).

Ο άνθρωπος δεν έχει άλλη επιλογή από το να στραφεί προς αυτό που τελικά τον ευχαριστεί. Ο λάτρης του αυλού θα εγκαταλείψει τη φιλοσοφική συζήτηση, όπως ο λάτρης της φιλοσοφίας θα ενοχληθεί από το άκουσμα του αυλού που (ενδεχομένως) του χαλάει τη συγκέντρωση. Η ηδονή είναι ο παράγοντας που θα καθορίσει την κατεύθυνση των ενδιαφερόντων. Γι’ αυτό έχει τεράστια σημασία να ευχαριστιέται κανείς από πράγματα που έχουν ποιότητα, αφού θα αναγκαστεί να στραφεί προς αυτά. Αν, αντίθετα, συνηθίσει να ευχαριστιέται από την ευτέλεια, θα επιθυμεί τις ευτελείς ενέργειες.

Όμως, από τις ευτελείς πράξεις γεννιούνται και οι ευτελείς ηδονές. Οι διασκεδάσεις της ευτέλειας από ένα σημείο και μετά δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν στην πλήξη, καθώς η ηδονή που προσφέρουν δεν έχει κανένα βάθος. Αντίθετα, οι ποιοτικές ενέργειες γίνονται σύντροφοι ζωής. Από αυτή την άποψη, εκείνος που γίνεται έρμαιο της ευτέλειας αγνοεί την ίδια τη σημασία της ηδονής, αφού τη συγχέει με τη ρηχότητα της ανούσιας παροδικής ευχαρίστησης. Γι’ αυτό και η ζωή του είναι καταδικασμένη στη φτώχεια, όση περιουσία κι αν διαθέτει. Κι αυτή είναι η μοίρα των απαίδευτων ανθρώπων.

Η απαιδευσιά δεν έχει να κάνει (κατ’ ανάγκη) με το μορφωτικό επίπεδο. Κι ο εξειδικευμένος-βαθύς γνώστης του πιο απαιτητικού επιστημονικού πεδίου μπορεί να είναι επίσης απαίδευτος. Η τεχνοκρατική γνώση που κατέχει μπορεί να τον καταξιώνει επαγγελματικά (κι επιστημονικά), αλλά δε σημαίνει ότι τον διαπλάθει κιόλας. Τα ενδιαφέροντά του μπορεί να είναι εξίσου ευτελή, όπως και οι χαρές που εισπράττει ως προσωπικότητα.

Η τεχνοκρατική αντίληψη της εξειδικευμένης γνώσης δεν πρέπει να συγχέεται με την παιδεία, αφού η παιδεία αφορά την ολοκλήρωση της προσωπικότητας, ενώ η εξειδικευμένη γνώση όχι. Η προσωπικότητα ολοκληρώνεται με την εναρμόνιση του ανθρώπου με τους άλλους και τη μετουσίωση των ερεθισμάτων που δέχεται σε προσωπικό πλούτο. Η εξειδικευμένη γνώση δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη σ’ αυτό το αποτέλεσμα.

Ο πετυχημένος χειρούργος δεν είναι βέβαιο ότι το κατανοεί αυτό. Γι’ αυτό και (εν τέλει) μπορεί να είναι και απαίδευτος. Τουλάχιστον, όμως, έχει την επιστήμη του, από την οποία μπορεί να αντλήσει αληθινή χαρά. Αλίμονο στον άνθρωπο που δεν κατέχει καμία επιστημονική ή τεχνική γνώση και ταυτόχρονα είναι και απαίδευτος. Η ρηχότητα και η πλήξη είναι η μοναδική του προοπτική. Η ευτυχία του είναι κατώτερης ποιότητας, αφού ταυτίζεται με το ευτελές.

Θα έλεγε κανείς ότι η ποιότητα των οικείων ηδονών είναι το ασφαλέστερο κριτήριο της παιδείας. Κι όπως υπάρχουν οικείες ηδονές, έτσι υπάρχουν και οι οικείες λύπες (κι αντιστοίχως οι ξένες ηδονές και λύπες): «Πραγματικά, οι ξένες ηδονές κάνουν αυτό σχεδόν που κάνουν οι οικείες λύπες: οι οικείες λύπες καταστρέφουν τις ενέργειες· αν, επιπαραδείγματι, το γράψιμο ή η αριθμητική δεν προκαλούν σε κάποιον άνθρωπο καμιά ευχαρίστηση και, ίσα ίσα, τον στενοχωρούν, αυτός δε γράφει ή δεν κάνει πράξεις αριθμητικής, αφού αυτού του είδους οι ενέργειες τού προκαλούν στενοχώρια» (1175b 5, 18-23).

Ασφαλώς, δεν μπορούν όλες οι ηδονές να είναι οικείες, αφού δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να αντλούν χαρά από τα ίδια πράγματα. Όμως, όσο πιο περιορισμένες είναι τόσο φτωχότερη γίνεται και η ζωή αυτού που τις κατέχει, αφού οι πηγές της χαράς είναι λίγες. Κι αν εκτός από λίγες είναι και στείρες, τότε η ζωή οδεύει προς τη στέρηση της ηδονής αναζητώντας τη χαρά σε υποκατάστατα. Οι στείρες ηδονές σηματοδοτούν και τη στειρότητα της ζωής. Υπό αυτή τη συνθήκη, η αριστοτελική έννοια της ευτυχίας (ως εξύψωση στο θεϊκό) κρίνεται ιδιαιτέρως επίφοβη.

Κατά συνέπεια οι ξένες ηδονές είναι οι πηγές της χαράς των άλλων, που όμως είναι αδύνατο σε κάποιον να τις ιδιοποιηθεί. Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για ανεκμετάλλευτες δυνατότητες χαράς. Η παιδεία είναι ο μηχανισμός που διευρύνει την προσωπικότητα μετατρέποντας σε οικείες τις ως τώρα ξένες ηδονές. Κι αυτή είναι η έννοια του μόχθου, αφού ο μόχθος θα δώσει το βάθος και την ποιότητα του ενδιαφέροντος. Το ζήτημα είναι να μην ταυτίζεται ο μόχθος με τον καταναγκασμό. Γιατί ο καταναγκασμός αποτελεί οικεία λύπη και η επιμονή στη λύπη είναι η ύψιστη δυστυχία.

Όσο πιο πολύ μοχθεί κανείς για κάτι με τη θέλησή του, τόσο βαθύτερα το αγαπά, κι όσο βαθύτερα το αγαπά, τόσο βαθύτερη είναι και η χαρά που εισπράττει κάνοντάς το. Η επιφανειακή ενασχόληση θα φέρει κι επιφανειακή χαρά. Αλλιώς αγαπά κανείς τη μουσική, όταν απλώς ευχαριστιέται ακούγοντάς τη, κι αλλιώς όταν τη σπουδάζει ή όταν μοχθεί να μάθει ένα όργανο και να συμμετέχει στο παίξιμό της. Ο οικειοθελής κόπος κάνει πιο οικεία την ηδονή. Κι αυτός είναι ο αληθινός πλούτος των ανθρώπων.

Οι ηδονές ευτελίζονται όταν κόβουν τους δεσμούς με τις επιταγές της αρετής. Η αρετή είναι η δύναμη που θα δώσει το βάθος και την ποιότητα στις πράξεις, πράγμα που στη συνέχεια θα καθορίζει το βάθος και την ποιότητα των ηδονών. Οι επαίσχυντες πράξεις θα γεννήσουν και τις επαίσχυντες ηδονές, που για τον Αριστοτέλη δεν είναι ηδονές, αλλά μια κατάφωρη διαστρέβλωση της έννοιας: «Είναι λοιπόν φανερό ότι δεν πρέπει να λέμε ότι είναι ηδονές αυτές που κατά την κοινή ομολογία είναι επαίσχυντες: αυτές είναι ηδονές μόνο για τους διεφθαρμένους ανθρώπους» (1176a 5, 26-29).

Δεν είναι τυχαίο ότι η χαρά των διεφθαρμένων αδυνατεί να έχει διάρκεια, αφού η διαφθορά τους αποτελεί την ύστατη προσπάθεια να εκδηλωθεί η χαρά μέσα σε συνθήκες όπου οτιδήποτε αξιόλογο αποτελεί ξένο. Γι’ αυτό και είναι ασήμαντη. Κι όσο βυθίζεται κανείς στις ηδονές της διαφθοράς, τόσο θέλει και να τις επιτείνει, καθώς το συνηθισμένο δεν μπορεί να φέρει πλέον τη χαρά που έφερνε στην αρχή – επιβεβαιώνοντας την ασημαντότητά του. Οι ηδονές της διαφθοράς δεν έχουν ούτε βάθος ούτε μόχθο ούτε ψυχική ολοκλήρωση και προσπαθούν να τα αντικαταστήσουν με την κλιμάκωση, που θα δώσει την ψευδαίσθηση της εξέλιξης. Ο διεφθαρμένος δεν έχει άλλη επιλογή από το να γίνεται όλο και περισσότερο διεφθαρμένος. Κι αυτός είναι ο δρόμος της κακίας που επιφέρει το αδιέξοδο, τη φτήνια, τη διαστρέβλωση και την παρακμή, δηλαδή τη δυστυχία.

Όταν αυτού του είδους οι επαίσχυντες ηδονές μετατρέπονται σε κοινωνικό πρότυπο, είναι αδύνατο να μιλάμε για ποιότητα της πόλης, αφού η πόλη καθορίζεται από τις συλλογικές αξίες που προάγει. Η δυστυχία θα είναι συνολική, όπως και το επαίσχυντο της στρέβλωσης, γιατί ο διεφθαρμένος κάνει τους γύρω του δυστυχείς χωρίς ποτέ να ευτυχήσει ο ίδιος. Σε τελική ανάλυση, πρόκειται για την πόλη των τιποτένιων, που δεν έχουν καταλάβει τίποτε για την ανθρώπινη ευτυχία και προσπαθώντας να την επιτύχουν προωθούν αξίες κατορθώνοντας ακριβώς το αντίθετο.

Για μια ακόμη φορά ο Αριστοτέλης βρίσκεται μπροστά στο πρόβλημα της υποκειμενικότητας της ευτυχίας και του πραγματικά ευδαίμονος ανθρώπου. Η τάση των περισσότερων να ταυτίζουν την ευτυχία με την αποφυγή του μόχθου είναι η στρέβλωση που συγχέει τη διασκέδαση με την ευτυχία: «Και όμως πολλοί από τους ανθρώπους που θεωρούνται ευδαίμονες προστρέχουν σ’ αυτού του είδους τις ευχάριστες διασκεδάσεις· αυτός είναι και ο λόγος που οι χωρατατζήδες, τα άτομα που έχουν ευστροφία σ’ αυτού του είδους τις διασκεδάσεις, έχουν μεγάλη υπόληψη στις αυλές των τυράννων· γιατί οι άνθρωποι αυτοί προσφέρουν ευχάριστο τον εαυτό τους σ’ αυτά ακριβώς που οι τύραννοι επιθυμούν, και έτσι οι τύραννοι χρειάζονται να έχουν δίπλα τους τέτοιους ανθρώπους. Έτσι όμως δημιουργείται η εντύπωση ότι οι διασκεδάσεις αυτές αποτελούν ουσιαστικά στοιχεία της ευδαιμονίας, αφού οι άνθρωποι της δύναμης και της εξουσίας ξοδεύουν σ’ αυτές τον ελεύθερο χρόνο τους – μόνο που αυτού του είδους οι άνθρωποι δεν αποτελούν, μάλλον, κανενός είδους απόδειξη» (1176b 6, 14-21).

Ο τύραννος, ως κατεξοχήν πρότυπο διαφθοράς, είναι ο πρώτος που θα συμβάλει στη διαστρέβλωση της ηδονής. Η συμμετοχή στις σαρκικές ηδονές και στις ανούσιες (πλην πλουσιοπάροχες) συνεστιάσεις της επιφανειακής ευχαρίστησης μετατρέπεται σε σύμβολο επιτυχίας και κοινωνικής καταξίωσης. Για τον Αριστοτέλη αυτοί που ζουν έτσι είναι άνθρωποι κατώτερης ποιότητας, που στην πραγματικότητα αγνοούν της σημασία της ηδονής: «αν οι άνθρωποι αυτοί, μη έχοντας ποτέ γευτεί την αληθινή ηδονή, αυτή που ταιριάζει στους ελεύθερους ανθρώπους, καταφεύγουν στις σωματικές ηδονές, δεν είναι αυτός λόγος οι ηδονές αυτές να θεωρηθούν πιο άξιες για επιλογή και προτίμηση» (1176b 6, 23-25).

Η τιποτένια κοσμικότητα αυτού του είδους, που πολλές φορές υποθάλπει τη διαφθορά, για τον Αριστοτέλη είναι τόσο ασήμαντη που τείνει στο παιδαριώδες: «Εδώ και τα παιδιά, τα πράγματα που έχουν στο χώρο τους κάποια αξία, νομίζουν ότι είναι τα καλύτερα! Όπως λοιπόν είναι άλλα τα πράγματα που έχουν αξία για τα παιδιά και άλλα αυτά που έχουν αξία για τους ώριμους άντρες, είναι λογικό άλλα πράγματα να έχουν αξία για τους κατώτερης ποιότητας ανθρώπους και άλλα για τους σημαντικούς και αξιόλογους ανθρώπους» (1176b 6, 25-28).

Και βέβαια, αν κάποιος θέλει να μάθει ποια είναι τα αξιόλογα πράγματα πρέπει να παραδειγματιστεί από τους αξιόλογους ανθρώπους, δηλαδή αυτούς που κινούνται μέσα στις επιταγές της αρετής: «Όπως λοιπόν το έχουμε ήδη πει πολλές φορές, πολύτιμα και ευχάριστα πράγματα είναι αυτά που είναι τέτοια για τον σημαντικό και αξιόλογο άνθρωπο» (1176b 6, 29-30).

Η ευδαιμονία, ως τελικός στόχος του ανθρώπου, είναι αδύνατο να ταυτιστεί με τη διασκέδαση. Οι άνθρωποι που συγχέουν τις δύο καταστάσεις αγνοούν τις πραγματικές ηδονές, καθώς η ευτυχία είναι η βαθύτερη ηδονή που ενώνει τους ανθρώπους με το θεό, ενώ η διασκέδαση αφορά την επιφανειακή ευχαρίστηση της ελαφρότητας που προσφέρει η ανάπαυλα: «Η ευδαιμονία λοιπόν δε βρίσκεται στις ψυχαγωγικές ασχολίες και στις διασκεδάσεις· θα ήταν, πράγματι, αδιανόητο η ψυχαγωγία και η διασκέδαση να είναι ο τελικός στόχος του ανθρώπου, και ακόμη ο άνθρωπος να μπαίνει σε κόπους και να κακοπαθαίνει μια ολόκληρη ζωή για χάρη της διασκέδασής του. Γιατί –για να το πούμε έτσι– τα πάντα τα προτιμούμε και τα επιλέγουμε για χάρη κάποιου άλλου πράγματος, εκτός από την ευδαιμονία· γιατί αυτή είναι ο τελικός στόχος. Να αγωνίζεται όμως κανείς και να υποβάλλεται σε κόπους για χάρη της διασκέδασης είναι ανοησία, κάτι το εντελώς παιδαριώδες» (1176b 6, 32-38).

Όμως, το ότι η διασκέδαση δεν ταυτίζεται με την ευτυχία και την πραγματική ηδονή δε σημαίνει ότι στερείται νοήματος ή ότι είναι κάτι που πρέπει να απορριφθεί. Ο Αριστοτέλης τη διαχωρίζει από την ευτυχία όχι για να τη ματαιώσει, αλλά για τις αποδώσει τις πραγματικές της διαστάσεις: «Αντίθετα, θεωρείται σωστό “να διασκεδάζει κανείς για να μπορεί ύστερα να επιδίδεται με σοβαρότητα στα έργα του”. Όπως το είπε ο Ανάχαρσης· γιατί η διασκέδαση είναι ένα είδος ανάπαυσης, και καθώς οι άνθρωποι δεν μπορούν να υποβάλλονται ασταμάτητα σε κόπους, έχουν ανάγκη από ανάπαυση. Η ανάπαυση λοιπόν δεν είναι τέλος, αφού γίνεται για χάρη της ενέργειας» (1176b 6, 38-40 και 1177a 6, 1-2).

Γι’ αυτό η ευδαιμονία, σε τελική ανάλυση, αφορά μόνο τους ελεύθερους ανθρώπους, που ξέρουν να ζουν σύμφωνα με τους νόμους της αρετής. Γιατί μόνο ο ελεύθερος μπορεί να κατανοήσει τη σημασία της αυτόνομης ζωής, δηλαδή την ανεξαρτησία που εκπληρώνεται με την ψυχική ισορροπία που προσφέρει η γνώση του εαυτού και η ενέργεια (κόπος) που πρέπει να καταβληθεί για την ύψιστη απόλαυση της πραγματικής ηδονής. Με άλλα λόγια, μόνο ο ελεύθερος γνωρίζει τι σημαίνει να ενώνεται κανείς με το θείο.

Όλοι οι υπόλοιποι είναι καταδικασμένοι στην κατωτερότητα του ανεκπλήρωτου. Εξάλλου, ακόμη και ο δούλος είναι σε θέση να απολαύσει τις σωματικές ηδονές: «Τις σωματικές ηδονές μπορεί να τις απολαύσει και το πρώτο τυχαίο πρόσωπο –ακόμη και ένας δούλος– όχι λιγότερο από τον καλύτερο και τον πιο αξιόλογο άνθρωπο· μέρος όμως από την ευδαιμονία του κανείς δεν μπορεί να μεταδώσει σ’ έναν δούλο, εκτός και αν του δώσει τη δυνατότητα μιας αυτόνομης ζωής. Γιατί η ευδαιμονία δε βρίσκεται σ’ αυτού του είδους τις ψυχαγωγικές ενασχολήσεις και στις διασκεδάσεις, αλλά στις σύμφωνες με την αρετή ενέργειες» (1177a 6, 8-13).

Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

ΞΕΝ Απομν 2.1.21–2.1.29

Ο Ηρακλής στο σταυροδρόμι της Αρετής και της Κακίας

Προσπαθώντας να πείσει τον Αρίστιππο να είναι εγκρατής, ο Σωκράτης, ανάμεσα στα υπόλοιπα επιχειρήματα και τεκμήρια, αξιοποιεί τη γνωστή αφήγηση του Πρόδικου για τη συνάντηση του Ηρακλή με την Αρετή και την Κακία, απόσπασμα της οποίας ακολουθεί
.

[2.1.21] καὶ Πρόδικος δὲ ὁ σοφὸς ἐν τῷ συγγράμματι τῷ περὶ Ἡρα-
κλέους, ὅπερ δὴ καὶ πλείστοις ἐπιδείκνυται, ὡσαύτως περὶ
τῆς ἀρετῆς ἀποφαίνεται, ὧδέ πως λέγων, ὅσα ἐγὼ μέμνημαι.
φησὶ γὰρ Ἡρακλέα, ἐπεὶ ἐκ παίδων εἰς ἥβην ὡρμᾶτο, ἐν ᾗ
οἱ νέοι ἤδη αὐτοκράτορες γιγνόμενοι δηλοῦσιν εἴτε τὴν δι’
ἀρετῆς ὁδὸν τρέψονται ἐπὶ τὸν βίον εἴτε τὴν διὰ κακίας,
ἐξελθόντα εἰς ἡσυχίαν καθῆσθαι ἀποροῦντα ποτέραν τῶν
ὁδῶν τράπηται· [2.1.22] καὶ φανῆναι αὐτῷ δύο γυναῖκας προσιέναι
μεγάλας, τὴν μὲν ἑτέραν εὐπρεπῆ τε ἰδεῖν καὶ ἐλευθέριον
φύσει, κεκοσμημένην τὸ μὲν σῶμα καθαρότητι, τὰ δὲ ὄμματα
αἰδοῖ, τὸ δὲ σχῆμα σωφροσύνῃ, ἐσθῆτι δὲ λευκῇ, τὴν δ’
ἑτέραν τεθραμμένην μὲν εἰς πολυσαρκίαν τε καὶ ἁπαλότητα,
κεκαλλωπισμένην δὲ τὸ μὲν χρῶμα ὥστε λευκοτέραν τε καὶ
ἐρυθροτέραν τοῦ ὄντος δοκεῖν φαίνεσθαι, τὸ δὲ σχῆμα ὥστε
δοκεῖν ὀρθοτέραν τῆς φύσεως εἶναι, τὰ δὲ ὄμματα ἔχειν
ἀναπεπταμένα, ἐσθῆτα δὲ ἐξ ἧς ἂν μάλιστα ὥρα διαλάμποι·
κατασκοπεῖσθαι δὲ θαμὰ ἑαυτήν, ἐπισκοπεῖν δὲ καὶ εἴ τις
ἄλλος αὐτὴν θεᾶται, πολλάκις δὲ καὶ εἰς τὴν ἑαυτῆς σκιὰν
ἀποβλέπειν. [2.1.23] ὡς δ’ ἐγένοντο πλησιαίτερον τοῦ Ἡρακλέους,
τὴν μὲν πρόσθεν ῥηθεῖσαν ἰέναι τὸν αὐτὸν τρόπον, τὴν δ’
ἑτέραν φθάσαι βουλομένην προσδραμεῖν τῷ Ἡρακλεῖ καὶ
εἰπεῖν· Ὁρῶ σε, ὦ Ἡράκλεις, ἀποροῦντα ποίαν ὁδὸν ἐπὶ
τὸν βίον τράπῃ. ἐὰν οὖν ἐμὲ φίλην ποιησάμενος, [ἐπὶ] τὴν
ἡδίστην τε καὶ ῥᾴστην ὁδὸν ἄξω σε, καὶ τῶν μὲν τερπνῶν
οὐδενὸς ἄγευστος ἔσει, τῶν δὲ χαλεπῶν ἄπειρος διαβιώσῃ.
[2.1.24] πρῶτον μὲν γὰρ οὐ πολέμων οὐδὲ πραγμάτων φροντιεῖς,
ἀλλὰ σκοπούμενος †διέσῃ τί ἂν κεχαρισμένον ἢ σιτίον ἢ
ποτὸν εὕροις, ἢ τί ἂν ἰδὼν ἢ ἀκούσας τερφθείης ἢ τίνων
ὀσφραινόμενος ἢ ἁπτόμενος, τίσι δὲ παιδικοῖς ὁμιλῶν μάλιστ’
ἂν εὐφρανθείης, καὶ πῶς ἂν μαλακώτατα καθεύδοις, καὶ πῶς
ἂν ἀπονώτατα τούτων πάντων τυγχάνοις. [2.1.25] ἐὰν δέ ποτε
γένηταί τις ὑποψία σπάνεως ἀφ’ ὧν ἔσται ταῦτα, οὐ φόβος
μή σε ἀγάγω ἐπὶ τὸ πονοῦντα καὶ ταλαιπωροῦντα τῷ σώματι
καὶ τῇ ψυχῇ ταῦτα πορίζεσθαι, ἀλλ’ οἷς ἂν οἱ ἄλλοι ἐργά-
ζωνται, τούτοις σὺ χρήσῃ, οὐδενὸς ἀπεχόμενος ὅθεν ἂν
δυνατὸν ᾖ τι κερδᾶναι. πανταχόθεν γὰρ ὠφελεῖσθαι τοῖς
ἐμοὶ συνοῦσιν ἐξουσίαν ἐγὼ παρέχω. [2.1.26] καὶ ὁ Ἡρακλῆς ἀκού-
σας ταῦτα, Ὦ γύναι, ἔφη, ὄνομα δέ σοι τί ἐστιν; ἡ δέ,
Οἱ μὲν ἐμοὶ φίλοι, ἔφη, καλοῦσί με Εὐδαιμονίαν, οἱ δὲ
μισοῦντές με ὑποκοριζόμενοι ὀνομάζουσι Κακίαν. [2.1.27] καὶ ἐν
τούτῳ ἡ ἑτέρα γυνὴ προσελθοῦσα εἶπε· Καὶ ἐγὼ ἥκω πρὸς
σέ, ὦ Ἡράκλεις, εἰδυῖα τοὺς γεννήσαντάς σε καὶ τὴν φύσιν
τὴν σὴν ἐν τῇ παιδείᾳ καταμαθοῦσα, ἐξ ὧν ἐλπίζω, εἰ τὴν
πρὸς ἐμὲ ὁδὸν τράποιο, σφόδρ’ ἄν σε τῶν καλῶν καὶ σεμνῶν
ἀγαθὸν ἐργάτην γενέσθαι καὶ ἐμὲ ἔτι πολὺ ἐντιμοτέραν καὶ
ἐπ’ ἀγαθοῖς διαπρεπεστέραν φανῆναι. οὐκ ἐξαπατήσω δέ
σε προοιμίοις ἡδονῆς, ἀλλ’ ᾗπερ οἱ θεοὶ διέθεσαν τὰ ὄντα
διηγήσομαι μετ’ ἀληθείας. [2.1.28] τῶν γὰρ ὄντων ἀγαθῶν καὶ καλῶν
οὐδὲν ἄνευ πόνου καὶ ἐπιμελείας θεοὶ διδόασιν ἀνθρώποις,
ἀλλ’ εἴτε τοὺς θεοὺς ἵλεως εἶναί σοι βούλει, θεραπευτέον
τοὺς θεούς, εἴτε ὑπὸ φίλων ἐθέλεις ἀγαπᾶσθαι, τοὺς φίλους
εὐεργετητέον, εἴτε ὑπό τινος πόλεως ἐπιθυμεῖς τιμᾶσθαι, τὴν
πόλιν ὠφελητέον, εἴτε ὑπὸ τῆς Ἑλλάδος πάσης ἀξιοῖς ἐπ’
ἀρετῇ θαυμάζεσθαι, τὴν Ἑλλάδα πειρατέον εὖ ποιεῖν, εἴτε
γῆν βούλει σοι καρποὺς ἀφθόνους φέρειν, τὴν γῆν θεραπευ-
τέον, εἴτε ἀπὸ βοσκημάτων οἴει δεῖν πλουτίζεσθαι, τῶν
βοσκημάτων ἐπιμελητέον, εἴτε διὰ πολέμου ὁρμᾷς αὔξεσθαι
καὶ βούλει δύνασθαι τούς τε φίλους ἐλευθεροῦν καὶ τοὺς
ἐχθροὺς χειροῦσθαι, τὰς πολεμικὰς τέχνας αὐτάς τε παρὰ
τῶν ἐπισταμένων μαθητέον καὶ ὅπως αὐταῖς δεῖ χρῆσθαι
ἀσκητέον· εἰ δὲ καὶ τῷ σώματι βούλει δυνατὸς εἶναι, τῇ
γνώμῃ ὑπηρετεῖν ἐθιστέον τὸ σῶμα καὶ γυμναστέον σὺν
πόνοις καὶ ἱδρῶτι. [2.1.29] καὶ ἡ Κακία ὑπολαβοῦσα εἶπεν, ὥς
φησι Πρόδικος· Ἐννοεῖς, ὦ Ἡράκλεις, ὡς χαλεπὴν καὶ
μακρὰν ὁδὸν ἐπὶ τὰς εὐφροσύνας ἡ γυνή σοι αὕτη διηγεῖ-
ται; ἐγὼ δὲ ῥᾳδίαν καὶ βραχεῖαν ὁδὸν ἐπὶ τὴν εὐδαιμονίαν
ἄξω σε.

***
Και ο Πρόδικος δε ο σοφός εις το σύγγραμμά του το περί Ηρακλέους, το οποίον, ως γνωστόν, και εις πλείστους επιδεικτικώς αναγινώσκει, την ιδίαν και αυτός γνώμην περί της αρετής εκφράζει, ούτω πως λέγων, καθ' όσον εγώ ενθυμούμαι. Λέγει δηλαδή ότι ο Ηρακλής, όταν εκ της παιδικής ηλικίας μετέβαινεν εις την εφηβικήν, καθ' ην οι νέοι γινόμενοι αυτεξούσιοι φαίνονται εάν κατά τον βίον των θα βαδίσουν είτε την διά της αρετής οδόν, είτε την διά της κακίας, αφού εξήλθεν εις τόπον ήσυχον, εκάθισεν απορών ποίαν εκ των δύο οδών να ακολουθήση· και (λέγει) ότι εφάνησαν εις αυτόν πλησιάζουσαι δύο γυναίκες υψηλαί, η μεν μία και ευπρόσωπως και φυσικά ευγενής, κεκοσμημένη το μεν σώμα με καθαρότητα, τους οφθαλμούς δε με εντροπήν, το δε παράστημα με σωφροσύνην, με εσθήτα δε λευκήν, η δε ετέρα τεθραμμένη μεν μέχρι πολυσαρκίας και μαλθακότητος, κεκαλλωπισμένη δε εις μεν το χρώμα ώστε να θεωρήται ότι φαίνεται και λευκοτέρα και ερυθροτέρα της πραγματικότητος, εις δε το παράστημα ώστε να νομίζεται ότι είναι υψηλοτέρα παρ' ότι εκ φύσεως ήτο, ότι δε είχε τα όμματα αναπεπταμένα, ότι δ' εφόρει φόρεμα, εκ του οποίου τα μάλιστα ήθελε διαλάμπει το νεανικόν κάλλος της· ότι δε συχνά εαυτήν μετά προσοχής παρετήρει, παρετήρει δε και τριγύρω, αν άλλος τις την έβλεπεν, ότι δε πολλάκις έρριπτε το βλέμμα της και εις την σκιάν της.

Μόλις δε έφθασαν πλησιέστερον του Ηρακλέους, (λέγει ο Πρόδικος), η μεν πρώτη μνημονευθείσα εβάδιζε μετά του αυτού ως πρότερον ησύχου και σώφρονος βήματος, η δε άλλη, θέλουσα να την προφθάση, δρομαίως διηυθύνθη προς τον Ηρακλέα και είπε· Σε βλέπω, ω Ηράκλεις, να απορής ποίαν οδόν του βίου να ακολουθήσης. Εάν λοιπόν κάμης εμέ φίλην και με ακολουθήσης, εγώ θα σε οδηγήσω διά της ευχαριστοτάτης και ευκολωτάτης οδού και όλας μεν τας ηδονάς θα απολαύσης, θα διέλθης δε τον βίον χωρίς να δοκιμάσης κανέν δυσάρεστον.

Πρώτον μεν δηλαδή δεν θα φροντίζης περί πολέμων ουδέ περί ενοχλητικών πράξεων, αλλά θα διέλθης τον βίον εξετάζων τι ευχάριστον φαγητόν ή ποτόν δύνασαι να εύρης ή τι ιδών ή τι ακούσας ήθελες τερφθή ή πού οσφραινόμενος ή εγγίζων ή ποίας ερωτικάς σχέσεις συνάπτων μάλιστα ήθελες ευφρανθή και τίνι τρόπω ήθελες κοιμηθή ανετώτατα και πώς άνευ του ελαχίστου κόπου ήθελες απολαύει πάσας ταύτας τας απολαύσεις. Εάν δε ποτέ γεννηθή υπόνοια ελλείψεως των μέσων, διά των οποίων θα δύνασαι να πορίζεσαι αυτάς τας απολαύσεις, δεν πρέπει να φοβήσαι, μήπως σε οδηγήσω εις το να πορίζεσαι ταύτας καταπονών και ταλαιπωρών το σώμα σου και την ψυχήν, αλλά θα χρησιμοποιήσης συ ταύτα, τα οποία οι άλλοι εργαζόμενοι παράγουσιν, ουδενός απέχων, οπόθεν θα είναι δυνατόν να κερδίσης τι· διότι εγώ παρέχω εις τους οπαδούς μου το δικαίωμα να ωφελώνται από παντού. Και ο Ηρακλής ακούσας ταύτα, Ω γύναι, είπε, ποίον δε είναι το όνομά σου; Εκείνη δε είπεν· Οι μεν ιδικοί μου φίλοι με ονομάζουσιν Ευδαιμονίαν, οι δε εχθροί μου δυσφημούντες με ονομάζουν Κακίαν.

Και εν τούτω τω μεταξύ πλησιάσασα η ετέρα γυνή είπε· «Και εγώ έχω έλθει προς σε, ω Ηράκλεις, γνωρίζουσα τους γονείς σου και καλώς μαθούσα την αγαθήν φύσιν σου εκ της ανατροφής σου, εκ των οποίων ελπίζω ότι, αν ήθελες βαδίσει την προς εμέ άγουσαν οδόν, ήθελες γίνει πολύ καλός εργάτης των καλών και σπουδαίων έργων και εγώ ήθελον φανή ακόμη περισσότερον εντιμοτέρα και επιφανεστέρα διά τας αγαθάς πράξεις σου. Δεν θα σε εξαπατήσω δε με προοίμια ηδονής, αλλά θα σου διηγηθώ μετ' αληθείας αυτά τα πράγματα, όπως ακριβώς διέθεσαν ταύτα οι θεοί. Εκ των υπαρχόντων δηλαδή αγαθών πραγμάτων ουδέν άνευ κόπου και επιμελείας οι θεοί δίδουσιν εις τους ανθρώπους, αλλά είτε θέλεις να είναι προς σε ευμενείς οι θεοί, πρέπει να επιμελήσαι των θεών, είτε θέλεις να αγαπάσαι από τους φίλους σου, πρέπει να ευεργετής τους φίλους σου, είτε επιθυμείς υπό τινος πόλεως να τιμάσαι, πρέπει να ωφελής αυτήν την πόλιν, είτε υπό της Ελλάδος όλης απαιτείς να θαυμάζεσαι διά την αρετήν σου, πρέπει να προσπαθήσης να ευεργετής την Ελλάδα, είτε θέλεις η γη να σου παρέχη αφθόνους καρπούς, πρέπει να επιμελήσαι της γης, είτε νομίζεις ότι διά των ποιμνίων πρέπει να πλουτήσης, πρέπει να επιμελήσαι των ποιμνίων, είτε διά του πολέμου έχεις επιθυμίαν να μεγαλώσης και θέλεις και τους φίλους να ελευθερώνης και τους εχθρούς να νικάς, πρέπει τας πολεμικάς τέχνας και θεωρητικώς παρά των αρμοδίων διδασκάλων να μάθης και πρακτικώς να ασκηθής εις την χρήσιν αυτών· εάν δε και εις το σώμα θέλης να είσαι δυνατός, πρέπει να συνηθίσης το σώμα να υπακούη εις τον νουν σου και να το γυμνάζης με κόπους και με ιδρώτα».

Και η Κακία λαβούσα τον λόγον είπε, καθώς λέγει ο Πρόδικος· Εννοείς, ω Ηράκλεις, πόσον δύσκολος και μακρά είναι η οδός η άγουσα εις την ευδαιμονίαν, την οποίαν σου λέγει η γυνή αύτη, εγώ δε θα σε οδηγήσω εις την ευδαιμονίαν δι' οδού ευκόλου και βραχείας.