Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Μήδεια (579-626)

ΜΗ. ἦ πολλὰ πολλοῖς εἰμι διάφορος βροτῶν.
580 ἐμοὶ γὰρ ὅστις ἄδικος ὢν σοφὸς λέγειν
πέφυκε, πλείστην ζημίαν ὀφλισκάνει·
γλώσσῃ γὰρ αὐχῶν τἄδικ᾽ εὖ περιστελεῖν
τολμᾷ πανουργεῖν· ἔστι δ᾽ οὐκ ἄγαν σοφός.
ὡς καὶ σύ· μή νυν εἰς ἔμ᾽ εὐσχήμων γένῃ
585λέγειν τε δεινός· ἓν γὰρ ἐκτενεῖ σ᾽ ἔπος.
χρῆν σ᾽, εἴπερ ἦσθα μὴ κακός, πείσαντά με
γαμεῖν γάμον τόνδ᾽, ἀλλὰ μὴ σιγῇ φίλων.
ΙΑ. καλῶς γ᾽ ἄν, οἶμαι, τῷδ᾽ ὑπηρέτεις λόγῳ,
εἴ σοι γάμον κατεῖπον, ἥτις οὐδὲ νῦν
590 τολμᾷς μεθεῖναι καρδίας μέγαν χόλον.
ΜΗ. οὐ τοῦτό σ᾽ εἶχεν, ἀλλὰ βάρβαρον λέχος
πρὸς γῆρας οὐκ εὔδοξον ἐξέβαινέ σοι.
ΙΑ. εὖ νυν τόδ᾽ ἴσθι, μὴ γυναικὸς οὕνεκα
γῆμαί με λέκτρα βασιλέων ἃ νῦν ἔχω,
595 ἀλλ᾽, ὥσπερ εἶπον καὶ πάρος, σῶσαι θέλων
σέ, καὶ τέκνοισι τοῖς ἐμοῖς ὁμοσπόρους
φῦσαι τυράννους παῖδας, ἔρυμα δώμασιν.
ΜΗ. μή μοι γένοιτο λυπρὸς εὐδαίμων βίος
μηδ᾽ ὄλβος ὅστις τὴν ἐμὴν κνίζοι φρένα.
600 ΙΑ. οἶσθ᾽ ὡς μέτευξαι καὶ σοφωτέρα φανῇ·
τὰ χρηστὰ μή σοι λυπρὰ φαίνεσθαί ποτε,
μηδ᾽ εὐτυχοῦσα δυστυχὴς εἶναι δοκεῖν.
ΜΗ. ὕβριζ᾽, ἐπειδὴ σοὶ μὲν ἔστ᾽ ἀποστροφή,
ἐγὼ δ᾽ ἔρημος τήνδε φευξοῦμαι χθόνα.
605 ΙΑ. αὐτὴ τάδ᾽ εἵλου· μηδέν᾽ ἄλλον αἰτιῶ.
ΜΗ. τί δρῶσα; μῶν γαμοῦσα καὶ προδοῦσά σε;
ΙΑ. ἀρὰς τυράννοις ἀνοσίους ἀρωμένη.
ΜΗ. καὶ σοῖς ἀραία γ᾽ οὖσα τυγχάνω δόμοις.
ΙΑ. ὡς οὐ κρινοῦμαι τῶνδέ σοι τὰ πλείονα.
610 ἀλλ᾽, εἴ τι βούλῃ παισὶν ἢ σαυτῇ φυγῆς
προσωφέλημα χρημάτων ἐμῶν λαβεῖν,
λέγ᾽· ὡς ἕτοιμος ἀφθόνῳ δοῦναι χερὶ
ξένοις τε πέμπειν σύμβολ᾽, οἳ δράσουσί σ᾽ εὖ.
καὶ ταῦτα μὴ θέλουσα μωρανεῖς, γύναι·
615 λήξασα δ᾽ ὀργῆς κερδανεῖς ἀμείνονα.
ΜΗ. οὔτ᾽ ἂν ξένοισι τοῖσι σοῖς χρησαίμεθ᾽ ἂν
οὔτ᾽ ἄν τι δεξαίμεσθα, μηδ᾽ ἡμῖν δίδου·
κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ᾽ ὄνησιν οὐκ ἔχει.
ΙΑ. ἀλλ᾽ οὖν ἐγὼ μὲν δαίμονας μαρτύρομαι
620 ὡς πάνθ᾽ ὑπουργεῖν σοί τε καὶ τέκνοις θέλω·
σοὶ δ᾽ οὐκ ἀρέσκει τἀγάθ᾽, ἀλλ᾽ αὐθαδίᾳ
φίλους ἀπωθῇ· τοιγὰρ ἀλγυνῇ πλέον.
ΜΗ. χώρει· πόθῳ γὰρ τῆς νεοδμήτου κόρης
αἱρῇ χρονίζων δωμάτων ἐξώπιος.
625 νύμφευ᾽· ἴσως γάρ, σὺν θεῷ δ᾽ εἰρήσεται,
γαμεῖς τοιοῦτον ὥστε θρηνεῖσθαι γάμον.

***
ΜΗ. Διαφέρω από πολλούς σε πολλά. Για μένα,
580 αν ένας είναι άδικος και συνάμα δεινός ρήτορας, 
του αξίζει η πιο σκληρή τιμωρία. Επειδή φαντάζεται
ότι με την ευγλωττία θα σερβίρει ωραία το άδικο,
γίνεται θρασύς και αδίστακτος.
Όμως δεν είναι και τόσο σοφός.
Το ίδιο και εσύ. Γι᾽ αυτό μην επιχειρήσεις
585 να μου παραστήσεις τον καλό και να ρητορεύεις.
Μια λέξη και μόνο θα σε κατατροπώσει.
Όφειλες, αν δεν ήσουν κίβδηλος, να με πείσεις πρώτα
και ύστερα να προχωρήσεις σ᾽ αυτόν τον γάμο,
όχι ερήμην των ανθρώπων που σε αγάπησαν.
ΙΑ. Θα υποστήριζες, φαντάζομαι, με ζήλο αυτή την πρόταση,
αν σου μιλούσα για τον γάμο, όταν ακόμα και τώρα
590 δεν μπορείς να πραΰνεις το άγριο μένος της ψυχής σου.
ΜΗ. Δεν ήταν αυτός ο λόγος· ήτανε που καθώς θα εγέρναγες
ο γάμος με μια βάρβαρη δεν βόηθαγε το γόητρό σου.
ΙΑ. Μάθε λοιπόν καλά τούτο: Ο βασιλικός μου γάμος
δεν έγινε για μια γυναίκα· έγινε,
595 όπως το είπα ήδη άλλωστε, για να σώσω εσένα
και να χαρίσω στα παιδιά μου βασιλικούς αδελφούς,
που θα βλαστήσουν απ᾽ την ίδια ρίζα
και θα ᾽ναι ασπίδα για το σπίτι.
ΜΗ. Να μην αξιωθώ την ευτυχία που πονάει
ούτε τα πλούτη που πληγώνουν την καρδιά.
600 ΙΑ. Άλλαξε, αν θέλεις, την ευχή, δείξου σοφότερη.
Ευχήσου να μην πεις ποτέ πως είναι πόνος τα καλά
και να μη νιώθεις δυστυχισμένη, όταν έχεις την ευτυχία.
ΜΗ. Συνέχιζε να προκαλείς, αφού εσύ έχεις πού να πας,
ενώ εγώ πορεύομαι ολομόναχη στην εξορία.
605 ΙΑ. Εσύ το διάλεξες· μην κατηγορείς κανέναν άλλον.
ΜΗ. Κάνοντας τί; Μήπως νυμφεύτηκα και πρόδωσα εγώ;
ΙΑ. Καταράστηκες τους δυνάστες με κατάρες ανόσιες.
ΜΗ. Κατάρα θα είμαι και για το δικό σου σπίτι.
ΙΑ. Δεν θα συνεχίσω την αντιπαράθεση μαζί σου.
610 Αν ωστόσο θέλεις να πάρεις κάτι από το βιος μου
που θα βοηθήσει εσένα ή τα παιδιά στην εξορία,
λέγε· είμαι πρόθυμος να προσφέρω απλόχερα
και να πέμψω σημάδια στους φίλους, για να σε συντρέξουν.
Αν το αρνηθείς, γυναίκα, θα είσαι ανόητη.
615 Αν κοπάσει το μένος σου, μέγα το κέρδος.
ΜΗ. Δεν έχω ανάγκη από τους φίλους σου
ούτε και δέχομαι οτιδήποτε από σένα
— μην κάνεις τον κόπο να δώσεις.
Του αχρείου ανδρός τα δώρα δεν φέρνουν όφελος.
ΙΑ. Εγώ λοιπόν καλώ τους θεούς να είναι μάρτυρες:
620 Θέλω να βοηθήσω εσένα και τα παιδιά με κάθε τρόπο,
εσένα όμως δεν σου αρέσουν τα καλά, και για ένα πείσμα
διώχνεις τους ανθρώπους που σε αγάπησαν·
γι᾽ αυτό και θα πονέσεις πιο πολύ.

(Εξέρχεται ο Ιάσων από την ίδια πάροδο από την οποία
είχε εισέλθει.
)

ΜΗ. Πήγαινε· φουντώνει ο πόθος σου για τη νεόνυμφη κόρη,
καθώς μακραίνει ο χρόνος που είσαι μακριά της.
625 Παντρέψου· και ίσως, αν το θελήσουν οι θεοί,
θα γίνει ο γάμος σου γάμος δακρύων.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Η Eλληνική γλώσσα και το αλφάβητο

5.4.1 Το φοινικικό αλφάβητο: μια γραφή μόνο με σύμφωνα


Γιατί άραγε οι Φοίνικες περιορίστηκαν σε ένα αλφαβητικό σύστημα που καταγράφει μόνο τα σύμφωνα, ενώ οι Έλληνες δημιουργούν, με βάση το φοινικικό αλφάβητο, ένα αλφαβητικό σύστημα που καταγράφει όλους τους φθόγγους; Σκεφτείτε τί θα γινόταν αν διαβάζατε τα τρία γράμματα κπς και προσπαθούσατε να καταλάβετε ποια ελληνική λέξη «κρύβουν»: κήπος, κάπως, κόπος; Χωρίς τα φωνήεντα είναι κανείς «χαμένος». Δεν μπορεί να βγάλει νόημα. Δεν είναι το ίδιο στα φοινικικά και γενικότερα στις σημιτικές γλώσσες. Εκεί τα σύμφωνα «κουβαλούν» τη σημασία. Έτσι, όταν ο αναγνώστης συναντά στη γραφή μια λέξη με τρία σύμφωνα και χωρίς φωνήεντα (π.χ. kps, για να χρησιμοποιήσουμε τα ίδια σύμφωνα με το ελληνικό παράδειγμα) μπορεί να καταλάβει για ποια σημασία πρόκειται και δεν έχει το πρόβλημα που δημιουργείται στο ελληνικό παράδειγμα που δώσαμε. 

Η προσθήκη διαφορετικών φωνηέντων στην υποθετική αυτή λέξη kps δεν αλλάζει ριζικά τη σημασία, όπως στα ελληνικά, ή την αλλάζει πολύ λιγότερο και δεν την κάνει απρόβλεπτη. Έτσι, για να δώσουμε πάλι ένα υποθετικό παράδειγμα, αν η λέξη kapas στα φοινικικά σημαίνει 'δυνατός', η λέξη kipas, με διαφορετικό φωνήεν στην πρώτη συλλαβή, θα σήμαινε 'δύναμη' και η λέξη kupus 'δυνατότερος'. Όπως βλέπετε, η αλλαγή φωνηέντων δεν αλλάζει τη βασική σημασία που «κουβαλούν» τα τρία σύμφωνα kps (κάτι που δεν συμβαίνει στα ελληνικά) και έτσι το φοινικικό αλφαβητικό σύστημα «δουλεύει», αν και ελλειπτικό, παρόλο που καταγράφει μόνο τα σύμφωνα.

Αυτή η ελλειπτικότητα, ωστόσο, προϋποθέτει, όπως λέγαμε, έναν «ασκημένο» αναγνώστη που θα καταβάλει κάποιον κόπο για να κατανοήσει το γραμμένο κείμενο. Για να αποφευχθεί αυτό, θα προστεθούν αργότερα σε αλφάβητα που προέρχονται από το φοινικικό (όπως το εβραϊκό) σημάδια και για τα φωνήεντα, έτσι ώστε η αλφαβητική καταγραφή να είναι πλήρης. Θα έχετε ίσως δει τον τρόπο που γράφονται τα αραβικά - σημιτική γλώσσα και αυτά. Θα προσέξατε ίσως ότι πάνω και κάτω από το κυρίως «σώμα» του γραμμένου κειμένου (αυτά είναι τα σύμφωνα) υπάρχουν μικρά σημαδάκια (τελείες και άλλα): αυτά είναι τα φωνήεντα.

Στις χαρές απολαμβάνουμε, στις δυσκολίες μαθαίνουμε

Η ζωή είναι μία αδιάλειπτη εναλλαγή εμπειριών. Ο κύκλος γυρνάει και μέσα στην κίνηση του ανακατεύονται καλές και κακές στιγμές, όμορφες και άσχημες εμπειρίες, συναισθήματα χαράς και λύπης.

Οι περισσότεροι άνθρωποι θα έλεγαν πως η ζωή τους θα ήταν καλύτερη εάν δεν υπήρχαν οι δυσκολίες, πως μακάρι να είχαν έναν μαγικό τρόπο να γυρνούσαν στο παρελθόν και να διόρθωναν τα άσχημα γεγονότα ώστε αυτά να μην συνέβαιναν ξανά- ή ακόμα καλύτερα, να υπήρχε ένα μαγικό ραβδί και να εξαφανιζόταν η θλίψη, η δυστυχία, ο πόνος που βίωσαν. Να είχαν μόνο χαμόγελο και όμορφα πράγματα στη ζωή και την καθημερινότητα τους. Έτσι θα ήταν πραγματικά ευτυχισμένοι.

Σίγουρα κανείς δεν θέλει να πονά και να υποφέρει, τουλάχιστον σε συνειδητό επίπεδο. Κανείς δεν επιλέγει συνειδητά «σήμερα είναι μία καλή μέρα για να υποφέρω!». Όλοι οι άνθρωποι θέλουν τη χαρά και την αποφυγή του πόνου-γιατί ο πόνος φέρνει μαζί του και αρνητικά συναισθήματα και σκέψεις. Φέρνει απογοήτευση, θυμό για τα όσα συμβαίνουν, αμφιβολία για τις αξίες μας, την αίσθηση πως η ζωή μας διαφεύγει, δεν την ζούμε όσο υποφέρουμε. Ο εσωτερικός πόνος είναι ένα «σκοτεινό μέρος» που δεν υπάρχει χαρά και ελπίδα. Είναι όμως πραγματικά έτσι;

«Γιατί να συμβαίνει σε εμένα αυτό;»

Στις δυσκολίες τείνουμε να πιστεύουμε ότι μόνο σε εμάς συμβαίνουν τέτοια περιστατικά, ενώ η χαρά είναι κάτι που μόνο οι άλλοι βιώνουν. Νιώθουμε σαν το βάρος όλου του κόσμου να πέφτει στους ώμους μας και η εσωτερική μας όραση εστιάζεται με επιμονή (και εμμονή) στο αρνητικό. Εκείνες τις στιγμές ξεχνάμε τις οποιεσδήποτε ευλογίες έχουμε, όποιες και αν είναι αυτές- την υγεία μας, τους φίλους μας, ένα σπίτι να μείνουμε, ένα πιάτο φαγητό να φάμε. Ξεχνάμε πως οι δυσκολίες συμβαίνουν σε όλους, μηδενός εξαιρουμένου, σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα της ζωής τους. Εστιαζόμαστε στον πόνο μας και του δίνουμε ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις.

Κανένας δεν είναι μόνος στις δυσκολίες και για αυτό δεν χρειάζεται να συγκρίνουμε την δική μας τωρινή δυσκολία με την τωρινή χαρά ενός άλλου. Στο παρελθόν υπήρξαμε εμείς καλά όταν κάποιος άλλος δεν ήταν, και στο μέλλον θα γίνει πάλι κάτι ανάλογο. Και αυτό επειδή οι χαρές και οι δυσκολίες είναι αλληλένδετες καταστάσεις.

«Γιατί να υπάρχουν δυσκολίες;»

Επειδή μέσω των δύσκολων καταστάσεων μαθαίνουμε. Μαθαίνουμε τις αντοχές μας, τις δυνάμεις μας, τις αδυναμίες που έχουμε, τα λάθη που κάνουμε, το πώς να διαχειριστούμε κάτι που νιώθουμε ότι μας υπερβαίνει (και εκεί θα διαπιστώσουμε με έκπληξη πως αυτό που μας φαινόταν ακατόρθωτο να ξεπεραστεί, τελικά ίσως και να μην ήταν έτσι). Βλέπουμε ποιοι είναι οι αληθινοί φίλοι, ποιοι πραγματικά μας αγαπούσαν, από πού μπορούμε να πάρουμε βοήθεια.

Η δυσκολία είναι ο τρόπος να αλλάξουμε, να εξελιχθούμε, να δυναμώσουμε. Αν έρχονταν όλα απρόσκοπτα και τέλεια στη ζωή μας, τότε δεν θα υπήρχε η ανάγκη να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας επειδή θα τα είχαμε όλα δεδομένα, όλα εύκολα… και πιθανότατα δεν θα εκτιμούσαμε τίποτα από όλα αυτά. Στις χαρές απολαμβάνουμε και διασκεδάζουμε, στις δυσκολίες όμως μαθαίνουμε και εξελισσόμαστε.

«Δεν μπορώ να ξεπεράσω αυτή τη δύσκολη στιγμή που ζω»

Όλα θέλουν χρόνο, και ίσως αυτό να ακούγεται πολύ κοινότυπο και μη βοηθητικό. Όταν συμβαίνει μία άσχημη κατάσταση είναι ένα σοκ για τον εαυτό μας. Το (φοβισμένο και πληγωμένο) μυαλό επηρεάζει το συναίσθημα και το σώμα και, ανάλογα την κατάσταση, αυτές οι αισθήσεις δεν είναι απαραίτητο πως θα μειωθούν άμεσα και ολοσχερώς. Σε αυτές τις στιγμές χρειάζεται να είμαστε κοντά στον εαυτό μας και να του σταθούμε, όχι να τον αφήσουμε απλώς να υποφέρει και να βυθίζεται στη θλίψη. Χρειάζεται να θυμόμαστε πως αγαπάμε τον εαυτό μας και στις δυσκολίες, όχι μόνο όταν τα πράγματα πηγαίνουν καλά.

Η εσωτερική μας φωνή μπορεί να έχει μάθει να μας κατηγορεί για κάθε τι αρνητικό ή να μας λέει πως όλα είναι δύσκολα και επώδυνα, όμως αυτή η φωνή πηγάζει από φόβο και όχι από την αλήθεια της κάθε κατάστασης. Και η αλήθεια είναι πως δεν μπορούμε να ελέγξουμε τις εξωτερικές καταστάσεις και συνθήκες ώστε να είναι όλα τέλεια. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ενδυναμώσουμε τον εαυτό μας ώστε να μπορεί να ανταπεξέλθει και να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες που δημιούργησε η δυσκολία.

Αυτό δεν θα γίνει με θυμό, αγανάκτηση και παραίτηση αλλά με την αποδοχή της κατάστασης και του εαυτού. Όλα θα μπορέσουν σταδιακά να αλλάξουν αν παραμείνουμε πιστοί σε εμάς, αγαπήσουμε εμάς, πιστέψουμε σε εμάς και στη δύναμη της ψυχολογικής μας αντοχής και ανθεκτικότητας.

Δεν μας παρατάει η ζωή, εμείς παρατάμε τη ζωή και το μέλλον μας– και μόνο εμείς έχουμε τη δύναμη να το αλλάξουμε αυτό. Αν πιστέψουμε σε εμάς, εάν αγαπήσουμε εμάς, τότε θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να βρούμε τις λύσεις που χρειαζόμαστε για να νιώσουμε χαρά και να επουλώσουμε τις πληγές μας.

Σε κάθε παραμύθι, ο ήρωας προχωρά ό,τι και αν συμβεί, γιατί πιστεύει πως μπορεί και θα τα καταφέρει να φτάσει στον στόχο του. Στο δικό μας παραμύθι, ας γίνει ο καθένας ο ήρωας του εαυτού του και ας προχωρήσει στους στόχους του-γιατί μπορεί, στο τώρα, στην κάθε στιγμή.

Εγώ ή εμείς;

Ο κόσμος μας βρίσκεται διαχωρισμένος αλλά δεν το βλέπεις εύκολα. Παντού αυτός ο διαχωρισμός είναι εμφανής, αν κοιτάξεις με «διαφορετικά μάτια»: σε χώρες, σε κοινωνίες, σε περιοχές, ακόμα και μέσα σε οικογένειες, στο ίδιο σου το σπίτι, στον ίδιο σου τον εαυτό. Οι αριθμοί δεν αλλάζουν την πραγματικότητα.

Υπάρχει το εγώ και υπάρχει το εμείς. Στη μια περίπτωση το «δικό μου» και το «υπάρχω μόνο ή πρώτα εγώ και μετά όλοι οι άλλοι» είναι κυρίαρχο και καθορίζει το γίγνεσθαι και την ποιότητα της ζωής. Στην άλλη περίπτωση «εγώ δεν έχω σημασία αλλά υπάρχω για τους άλλους (την οικογένεια/τη χώρα/το έθνος/τα ιδανικά που μου δόθηκαν κλπ», καθορίζει το πλαίσιο της ύπαρξης. Η συνεχόμενη πάλη ανάμεσα στα δυο, ενισχύει τον εσωτερικό διάλογο, την αυτό-αμφισβήτηση αλλά και δημιουργεί παράλληλα άπειρους άλλους διαχωρισμούς.

Η προσπάθεια να ισορροπήσεις ανάμεσα στα δυο, να διακρίνεις κάθε φορά το «σωστό» και να αισθάνεσαι ταυτόχρονα ασφαλής, χρήσιμος και αυτάρκης, αποδεικνύεται ένας συνεχιζόμενος αγώνας, που απλά ενισχύει τον δυαδισμό. Ο νους και ο τρόπος σκέψης που μάθαμε να εμπιστευόμαστε, καθώς και το ποιοι εκπαιδευτήκαμε να είμαστε, δεν έχει τρόπο διαφυγής από τη γραμμική, δυαδική σκέψη. Πέρα από τις θεωρίες, διαπιστώνεις, στην καθημερινότητά σου, ότι πιο συχνά, βρίσκεσαι αντιμέτωπος με ένα ή περισσότερα δίληματα κάθε φορά, για το ποιος θα υπερισχύσει, ποια «αρχή» σου θα εμφανιστεί, ως πράξη ή αντίδραση.

Πολλοί μιλάνε για την καρδιά, θεωρώντας «ανώτερο» ν’ ακολουθείς «την καρδιά σου», ενώ παράλληλα, τα δικά τους κρυφά πάθη, τα κρυφά θέλω τους, αγωνιούν να εκφραστούν και να υλοποιηθούν. Οι παρερμηνείες αυτής της διπολικής υπόστασης είναι όσες και οι προσωπικές σου σχέσεις, τα προσωπικά σου προβλήματα, οι αντιφατικές έννοιες μέσα σου, τα λόγια που ασυνείδητα χρησιμοποιείς, αδυνατώντας να συνθέσεις αυτά που φαίνονται αντίθετα.

Ρωτάς, είτε άλλους είτε τον εαυτό σου, «τι πρέπει να κάνω;» ή «τι θα έπρεπε να είχα κάνει;» ψάχνοντας κανόνες που δύσκολα εφαρμόζονται στην διαφορετικότητα της κάθε στιγμής. Εκπαιδευτήκαμε να θέλουμε χάρτες, αναλυτική καθοδήγηση, στο «πώς» της ζωής μας. Σκέφτεσαι ανάμεσα στο «σωστό» και το «λάθος» ποιο θα έχει τις λιγότερες συνέπειες, τον μικρότερο πόνο, τη λιγότερη έλλειψη. Και σίγουρα δεν αντιλαμβάνεσαι τις επαναλήψεις. Δεν αντιλαμβάνεσαι την υποσυνείδητη κριτική που σου φανερώνει, ως προσωπικό βίωμα, όλα όσα κατηγόρησες, ως δικά σου.

Το είδωλο, των κρυμμένων σου κομματιών βρίσκεται παντού. Αλλά η μυωπική, συγκεκριμένη όρασή σου είναι ανίκανη να σου φανερώσει, αυτό που εκπαιδεύτηκες να μη βλέπεις. Σ’ αυτούς που έχουν την ικανότητα να βλέπουν, όλα μοιάζουν με σκηνή θεάτρου, όπου οι περισσότεροι ηθοποιοί δεν αντιλαμβάνονται καν ότι είναι ηθοποιοί, ότι έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους να παίξουν το συγκεκριμένο ρόλο, ότι υπάρχουν πολλά θέατρα, σε πολλά επίπεδα, που δεν εμφανίζονται καν στην περιοριστική, «κοντινή» όραση.

Δεν μπορείς, μέσω του ίδιου νου, που εστιάζεται αποκλειστικά σε αυτή τη μια γραμμική πραγματικότητα, να αντιληφθείς ότι ο χρόνος έχει διαφορετική έννοια από αυτήν που του έχεις δώσει και ότι η ψυχή καταχωρεί εντελώς διαφορετικά απ' ό,τι εσύ. Η ταυτόχρονη διείσδυση στη στιγμή και η παράλληλη απομακρυσμένη διευρυμένη ύπαρξη, ως ένα, μοιάζουν παιχνίδια λέξεων, των οποίων σου διαφεύγει το βίωμα της αλήθειας τους.

Προτού αντιληφθείς όμως όλα αυτά, σε βιωματικό, προσωπικό, καθημερινό επίπεδο, δεν έχει κανένα νόημα η ζωή. Ο σκοπός είναι πάντα εγωιστικός, άσχετα από την πλευρά της πολικότητας που έχεις επιλέξει να «παίζεις» και τίποτα διαφορετικό δεν μπορεί να εμφανιστεί, από αυτό που ασυνείδητα έλκεις στην πραγματικότητά σου, κατηγορώντας άλλες (πραγματικότητες και επιλογές).

Η πορεία του «ανοίγματος» της εσωτερικής ή διευρυμένης όρασης είναι αναγκαστικά υποκειμενική. Χρειάζεται πειθαρχία, αφοσίωση και ταπεινότητα… έννοιες, ήδη ερμηνευμένες από τον νου που εμπιστεύεσαι, νομίζοντας πως κατανοείς. Είναι απόφαση συνειδητή και πορεία αμετάκλητη.

Στον αστερισμό της Αφροδίτης: Μια ψυχαναλυτική προσέγγιση του έρωτα

«Όταν κανείς είναι ερωτευμένος αρχίζει πάντα εξαπατώντας τον εαυτό του και καταλήγει εξαπατώντας τους άλλους. Και αυτό ο κόσμος το ονομάζει ρομαντικό ειδύλλιο» -Oscar Wilde

O έρωτας χαρακτηρίζεται από πολλούς ως η κινητήριος δύναμη της ζωής. Το πιο ισχυρό συναίσθημα όπου ο άνθρωπος νιώθει τόσο μικρός και τόσο αδύναμος μπροστά του.

Όπλισε τις πένες συγγραφέων και ποιητών, δίνοντας πνοή στους καμβάδες των ζωγράφων. Κατέχει κεντρική θέση στις τέχνες και τη φιλοσοφία.

Ο ακάλεστος φτερωτός θεός είναι παρών σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής αλλάζοντας τις ζωές των ανθρώπων. Αντίδοτο στην πλήξη, τη θλίψη και την πνευματική αποτελμάτωση.

Τι είδους αίσθημα είναι όμως πραγματικά ο έρωτας; Γιατί είναι τόσο ισχυρός κυριεύοντας τον αποδέκτη του και γιατί κάποιοι αισθάνονται «τρελά ερωτευμένοι»; Είναι μαγεία ή παθολογία;

Στις παρακάτω λοιπόν γραμμές θα προσπαθήσω να απαντήσω σε αυτά τα ερωτήματα παρέχοντας μια όσο το δυνατόν λακωνικότερη και εύληπτη προσέγγιση του έρωτα από την ψυχαναλυτική σκοπιά.

Όταν ερχόμαστε στον κόσμο, χρειαζόμαστε ένα πρόσωπο φροντίδας το οποίο διασφαλίζει την βιολογική επιβίωση μας. Πέρα από την επιβίωση το πρόσωπο αυτό, το οποίο ονομάζουμε μητέρα, παίζει καθοριστικό ρόλο στη συναισθηματική και ψυχολογική ανάπτυξη του ατόμου. Το βρέφος προσκολλάται στη μητέρα και σχηματίζει ένα στενό δεσμό μαζί της εξασφαλίζοντας έτσι, συν τοις άλλοις και τη «συναισθηματική του τροφή».

Αν το βρέφος λάβει την αγάπη που χρειάζεται και δεν υποσιτιστεί συναισθηματικά, όταν μεγαλώσει θα θελήσει να δώσει πίσω αυτή την αγάπη. Θα νιώθει δηλαδή ευγνώμων και την ευγνωμοσύνη του αυτή θα την ξεπληρώσει μέσω της προσφοράς στον σύντροφο του ή τους συνανθρώπους του.

Από την άλλη, αν το βρέφος δεν έχει μία αρκετά καλή μητέρα, αλλά έχει μία μητέρα που το χρησιμοποιεί ως αντιστάθμισμα των δικών της συναισθηματικών αναγκών στερώντας του έτσι την αγάπη, τότε ο άνθρωπος αυτός θα ψάχνει σε όλη του τη ζωή να αγαπηθεί.

Με άλλα λόγια θα ξοδέψει τη ζωή του αναζητώντας μια ιδανική μητέρα που θα τον αγαπήσει..

Όλα αυτά συμβαίνουν κατά βάση στον πρώτο χρόνο της ζωής του ανθρώπου. Σύμφωνα με μία ψυχαναλυτική σχολή σκέψης, ο άνθρωπος στον πρώτο χρόνο της ζωής του περνά από δύο θεμελιώδεις αναπτυξιακές «φάσεις».

Κατά την πρώτη φάση, τη λεγόμενη «σχιζοειδή-παρανοειδή φάση» το βρέφος βλέπει τη μητέρα τελείως ναρκισσιστικά και χρησιμοθηρικά, ρουφώντας και αρπάζοντας από αυτή ό,τι θελήσει.

Το βρέφος σε αυτή τη φάση δε μπορεί να αντιληφθεί τη μητέρα σαν ολότητα αλλά τη «σχίζει» διαχωρίζοντας την σε καλή, όταν ικανοποιεί της ανάγκες του και σε κακή όταν τις ματαιώνει.

Αν λοιπόν σε αυτή τη φάση ανάπτυξης που διαρκεί περίπου τους πρώτους έξι μήνες της ζωής του, το βρέφος είχε την τύχη να έχει μία αρκετά καλή μητέρα τότε περνά με επιτυχία στη δεύτερη φάση ανάπτυξης που ονομάζεται «καταθλιπτική φάση».

Εκεί συνειδητοποιεί ότι έχει λάβει αγάπη από τη μητέρα και προσπαθεί με τη σειρά του να την ευχαριστήσει. Σε αυτό το στάδιο βλέπει τον κόσμο πιο ώριμα και πιο σφαιρικά σαν ένα όλον, τόσο με τα καλά του όσο και με τα κακά του.

Οι άνθρωποι που αισθάνονται ερωτευμένοι σε έντονο βαθμό είναι αυτοί που κόλλησαν λίγο παραπάνω στην πρώτη φάση ανάπτυξης.

Είναι αυτοί που είχαν την ατυχία να μην έχουν μία αρκετά καλή μητέρα που να τους παρέχει την προσοχή, την αφοσίωση και κυρίως την αγάπη που χρειάζονταν.

Eίχαν μία μητέρα η οποία δεν τους παρείχε ένα υποστηρικτικό περιβάλλον βλέποντας τα παιδιά της ως αντίδοτο για το δικό της πόνο και τις δικές της ανάγκες που επίσης δεν ικανοποιήθηκαν στη δική της παιδική ηλικία, καλλιεργώντας έτσι έναν φαύλο κύκλο περιφρόνησης.

Στον έρωτα βλέπουμε τα πράγματα όπως δεν είναι στην πραγματικότητα. Συνώνυμο του έρωτα είναι η εξιδανίκευση, η ανάγκη δηλαδή για κάτι τέλειο και αψεγάδιαστο, με άλλα λόγια μια τέλεια μητέρα.

Ο «τρελά ερωτευμένος» άνθρωπος προσπαθεί να δημιουργήσει μια εξιδανικευμένη μορφή μητέρας. Αναζητά αυτή τη φορά μια «μητέρα» χωρίς ελαττώματα, μια μητέρα τέλεια, που δε θα τον προδώσει και έτσι ασυνείδητα της αποδίδει όλες εκείνες τις ιδιότητες που έλειπαν από την πραγματική του μητέρα.

Όλες αυτές τις προσδοκίες τις μεταφέρει στον σύντροφο του. Εξιδανικεύει και αρνείται την πραγματικότητα. Ασυνείδητα πιστεύει η εξιδανικευμένη αυτή εικόνα θα απαλύνει τον πρωταρχικό πόνο της απόρριψης που βίωσε. Δε βλέπει την πραγματικότητα, βλέπει κάτι φανταστικό, μία αυταπάτη.

Ο ψυχολογικά ώριμος άνθρωπος δεν έχει την ανάγκη να ερωτευτεί και κατά συνέπεια να εξιδανικεύσει. Δεν μπορεί να αλλοιώσει την πραγματικότητα. Έχει βιώσει αγάπη και θέλει να επιστρέψει πίσω αυτή την αγάπη. Είναι αυτός που μπορεί και μετατρέπει τον πρωταρχικό ενθουσιασμό σε ώριμη και παραγωγική αγάπη.

Η αγάπη και ο έρωτας είναι δύο αντικρουόμενα αισθήματα, αλληλοαπορριπτικά. Η πιο ώριμη μορφή αγάπης είναι η παραγωγική αγάπη όπου κάθε σύντροφος λειτουργεί ως φορέας ανάπτυξης για τον άλλο.

Στην εξαρτητική σχέση ο κάθε σύντροφος είναι προσκoλλημένος στον άλλον Αντίθετα, ζητώντας να πάρει πράγματά που δε πήρε στη παιδική του ηλικία από το πρόσωπο φροντίδας.

Η παραγωγική αγάπη, είναι το είδος της αγάπης όπου ο κοινωνός της αγωνίζεται για την πνευματική, ψυχολογική και συναισθηματική ανάπτυξη του συντρόφου του, υποβοηθώντας έτσι την πραγμάτωση του.

Σε μία τέτοια σχέση την άρνηση και εξιδανίκευση της πραγματικότητας διαδέχεται η ώριμη αξιολόγηση και τελικώς η αποδοχή της συναισθηματικής πραγματικότητας όπου δεν υπάρχει τίποτε τέλειο στον άλλο, αλλά αντιθέτως κάτι ανθρώπινο, πάρα πολύ ανθρώπινο.

Πώς ακόμη και τα γενναία πρόσωπα μπορεί να κρύβουν μία ψυχική διαταραχή

Ποτέ δεν ξέρεις τι περνάει κάποιος μέσα του και κανείς δεν πρέπει ποτέ να κάνει υποθέσεις ή κρίσεις.

Όταν βιώνετε μία ψυχική διαταραχή και χαρακτηρίζεστε από υψηλή λειτουργικότητα, συχνά μπορεί να μη ληφθεί σοβαρά η περίπτωσή σας από τους ψυχολόγους, τους ψυχιάτρους και τους άλλους ανθρώπους γύρω σας. Μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν "είστε τόσο άσχημα" όσο κάποιος άλλος ή ότι η διαταραχή δεν πρέπει να είναι τόσο σοβαρή αν είστε σε θέση να έχετε μία καλή λειτουργικότητα. Αυτός όμως είναι ένας επιζήμιος τρόπος για να αντιμετωπίζετε την κατάσταση.

Ο καθένας μας είναι διαφορετικός ως προς τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζεται η ψυχική υγεία του.

Ο βαθμός λειτουργικότητας ενός ανθρώπου δεν ισοδυναμεί με αυτό που βιώνει διανοητικά, δεν ισοδυναμεί με το πόσο υποφέρει. Ο καθένας χειρίζεται διαφορετικά την ψυχική του διαταραχή, ο καθένας προσπαθεί να το αντιμετωπίσει διαφορετικά και τα συμπτώματα του καθενός τον επηρεάζουν με διαφορετικούς τρόπους.

Ορισμένοι άνθρωποι είναι σε θέση να εργαστούν και άλλοι δεν είναι. Ορισμένοι είναι σε θέση να βγουν έξω και να είναι κοινωνικοί και άλλοι δεν είναι. Ορισμένοι είναι σε θέση να υποστηρίξουν τις σχέσεις τους και άλλοι δεν είναι. Ορισμένοι άνθρωποι είναι σε θέση να εμφανίζονται εντελώς «καλά», αλλά πίσω από τις κλειστές πόρτες τους μπορεί να υπάρχει μια εντελώς διαφορετική ιστορία ενώ άλλοι μπορεί να φαίνονται «άρρωστοι».

Ποτέ δεν ξέρεις τι περνάει κάποιος μέσα του και κανείς δεν πρέπει ποτέ να κάνει υποθέσεις ή κρίσεις.

Κάποιος μπορεί να δείχνει ότι ζει μία "φυσιολογική ζωή" και εσωτερικά να πεθαίνει συναισθηματικά κάθε ημέρα.

Τα άτομα με ψυχική διαταραχή δεν φαίνονται πάντα άρρωστα

Δεν μπορείτε να κοιτάξετε κάποιον και να ξέρετε τι συμβαίνει στο μυαλό του. Πολλές φορές ο κόσμος κρύβει την ψυχική διαταραχή ή φορά ένα προσωπείο για να αντιμετωπίσει τα πράγματα με την ψευδαίσθηση της γενναιότητας. Πολλές φορές οι άνθρωποι μπορούν να ντυθούν καλά και να προσπαθήσουν να δείχνουν όμορφοι για να αισθανθούν καλύτερα. Συχνά οι άνθρωποι που γελούν και χαμογελούν μπορεί να βρίσκονται στα βάθη της απελπισίας πίσω από τις κλειστές πόρτες.

Το ζήτημα της υψηλής και της χαμηλής λειτουργικότητας

Είτε είστε υψηλής ή χαμηλής λειτουργικότητας, αν μπορείτε να εργαστείτε ή δεν μπορείτε να εργαστείτε, τίποτα από αυτά δεν σας καθιστά εσάς ή τη διαταραχή που βιώνετε περισσότερο ή λιγότερο έγκυρη. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να σας κρίνει ή να κάνει αυτές τις υποθέσεις για σας.

Αν είστε σε θέση να εργαστείτε και να διατηρήσετε ένα υψηλό επίπεδο καθημερινής λειτουργικότητας τις περισσότερες φορές, τότε αυτό είναι θαυμάσιο και είναι σπουδαίο να είστε σε θέση να το κάνετε αυτό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υποφέρετε και δεν σημαίνει ότι η διαταραχή σας δεν είναι βάσιμη.

Αν δεν είστε σε θέση να εργαστείτε και θέλετε να βρίσκεστε μόνο μέσα στο σπίτι, τότε είναι και αυτό αρκετό! Δεν σας κάνει ανέντιμους ή αδύναμους, δεν σημαίνει ότι πρέπει να αισθάνεστε ένοχοι ή βάρος. Σας κάνει να νιώθετε ισχυροί για να είστε σε θέση να συνεχίσετε και να κάνετε ό,τι είναι καλύτερο για εσάς και για την ψυχική σας υγεία.

Πρέπει να αντιμετωπίζεστε με σεβασμό και κατανόηση

Δεν είναι ανταγωνισμός, δεν είναι για το ποιος χειροτερεύει ή ποιος χειρίζεται καλύτερα τη διαταραχή του. Θα πρέπει όλοι να αντιμετωπίζουμε ο ένας τον άλλο με σεβασμό και κατανόηση, συμπεριλαμβανομένων των επαγγελματιών του τομέα της ιατρικής που πρέπει να είναι πιο ενημερωμένοι και πιο μορφωμένοι σχετικά με το γεγονός ότι μόνο επειδή κάποιος έχει καλή λειτουργικότητα, δεν σημαίνει ότι «ψεύδονται» ή «υπερβάλλουν» για την ψυχική διαταραχή τους.

Οποιαδήποτε ψυχική διαταραχή είναι δύσκολη και αν κάνετε ό,τι καλύτερο μπορείτε, ό,τι και να σημαίνει για εσάς, τότε αυτό θα πρέπει να γίνει αποδεκτό και να μην κρίνεται. Θα πρέπει να αντιμετωπίζεστε με σεβασμό και να σας λαμβάνουν σοβαρά για το τι περνάτε και θα πρέπει να λάβετε τη θεραπευτική αντιμετώπιση που πραγματικά αξίζετε.

Η σχέση ανάμεσα στον υπαρξισμό και τον ανατολικό τρόπο σκέψης

Αποτέλεσμα εικόνας για ερεβοκτονοσ  παιδί ευτυχιαΣημειώνουμε παρακάτω την σχέση ανάμεσα στον υπαρξισμό και τον ανατολικό τρόπο σκέψης,

όπως τον βρίσκουμε στα κείμενα του Λάο Τσε και του Ζεν βουδισμού. Οι ομοιότητες είναι εντυπωσιακές. Τις διαπιστώνει κανείς αμέσως, με μια ματιά σε κάποια αποφθέγματα από τον Δρόμο της Ζωής του Λάο Τσέ: «Η ύπαρξη είναι πέρα από την δυνατότητα των λέξεων να την ορίσουν: από τους όρους που μπορείς να χρησιμοποιήσεις, κανένας δεν είναι απόλυτος». «Η ύπαρξη, ενώ δεν γεννιέται από κάτι, γεννάει τα πάντα, είναι ο γεννήτορας του κόσμου». «Η ύπαρξη είναι άπειρη, δεν υπόκειται σε ορισμό όσο κι αν φαίνεται ένα απλό ξυλαράκι στην χούφτα σου, που μπορείς να το σκαλίσεις όπως θέλεις, δεν είναι να παίξεις μαζί της και να την αφήσεις χάμω», «Ο τρόπος να πράττεις είναι να είσαι», «Καλύτερα να επιμείνεις στο κέντρο της ύπαρξής σου όσο απομακρύνεσαι από αυτό, τόσο λιγότερο μαθαίνεις».

Την ίδια έκπληξη βιώνει κανείς από τις ομοιότητες με τον βουδισμό Ζέν. Οι ομοιότητες ανάμεσα σε αυτές τις ανατολικές φιλοσοφίες και τον υπαρξισμό φτάνουν πολύ βαθύτερα από μια συμπτωματική ομοιότητα στις λέξεις. Και οι δύο νοιάζονται για την οντολογία, την μελέτη του όντος. Και οι δύο αναζητούν μια σχέση με την πραγματικότητα που να διαρρηγνύει την διπολικότητα υποκειμένου και αντικειμένου. Και οι δύο επιμένουν ότι η προσήλωση της Δύσης στην κατάκτηση και την εξουσία πάνω στην φύση έχει οδηγήσει όχι μόνο στην αποξένωση του ανθρώπου από την φύση, αλλά και, εμμέσως, στην αποξένωση του ανθρώπου από τον εαυτό του. Ο βασικός λόγος αυτών των ομοιοτήτων είναι ότι η ανατολική σκέψη δεν υπέστη ποτέ τον ριζικό χωρισμό ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο, ο οποίος χαρακτηρίζει την Δυτική σκέψη – και αυτή η διχοτόμηση είναι ακριβώς εκείνο που επιδιώκει να υπερβεί ο υπαρξισμός.

Οι δύο προσεγγίσεις, βέβαια, δεν πρέπει επ’ ουδενί λόγω να ταυτίζονται είναι διαφορετικού επιπέδου. Ο υπαρξισμός δεν είναι πλήρης κοσμοθεωρία ή τρόπος ζωής, αλλά απόπειρα να συλλάβουμε την πραγματικότητα. Η κύρια ειδοποιός διαφορά ανάμεσά τους, τουλάχιστον για τις ανάγκες της μελέτης
μας, είναι ότι ο υπαρξισμός βουτιέται κατευθείαν στο άγχος του Δυτικού ανθρώπου και αναδύεται απ’ αυτό, από την αποξένωσή του και τις συγκρούσεις του, άρα είναι εγγενής στον δικό μας πολιτισμό. Όπως και η ψυχανάλυση, ο υπαρξισμός δεν ψάχνει να φέρει έτοιμες απαντήσεις από άλλους πολιτισμούς, αλλά να χρησιμοποιήσει αυτές ακριβώς τις συγκρούσεις της σύγχρονης προσωπικότητας ως λεωφόρους για την βαθύτερη αυτο-κατανόηση του Δυτικού ανθρώπου και να βρει τις λύσεις στα προβλήματά μας σε άμεση σχέση με τις ιστορικές και πολιτισμικές κρίσεις που τα γέννησαν. Από αυτή την άποψη, η ιδιαίτερη αξία της ανατολικής σκέψης δεν είναι ότι μπορεί να μεταφερθεί και να γεννηθεί πάνοπλη σαν την Αθηνά στον Δυτικό νού, αλλά μάλλον ότι παίζει ρόλο διορθωτή των προκαταλήψεών μας και φωτίζει τις λανθασμένες παραδοχές που έφτασαν την εξέλιξη της Δύσης στα σημερινά προβλήματα. Το σημερινό ευρύ ενδιαφέρον για την ανατολική σκέψη στον Δυτικό κόσμο είναι, κατά την γνώμη μου, αντανάκλαση της ίδιας πολιτισμικής κρίσης, της ίδιας αίσθησης αποξένωσης, της ίδιας λαχτάρας να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο των διχοτομήσεων που προκάλεσαν το κίνημα του υπαρξισμού.

JOHN C. MAXWELL: Ποιοι χαρακτήρες εμποδίζουν την εφαρμογή ενός οράματος;

Αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα όχι όπως είναι πραγματικά, αλλά σε σχέση με αυτό που είμαστε εμείς. Συνεπώς, όταν ένα όραμα παρεμποδίζεται, αυτό οφείλεται συνήθως σε πρόβλημα των ανθρώπων. Υπάρχουν δέκα κατηγορίες ανθρώπων οι οποίοι εμποδίζουν την εφαρμογή ενός οράματος.

1. ΗΓΕΤΕΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΩΝ

Τα πάντα είναι θέμα ηγεσίας. Το απόφθεγμα αυτό βεβαίως ισχύει και στη μετάδοση του οράματος. Ένας ηγέτης περιορισμένων δυνατοτήτων είτε δεν έχει όραμα είτε δεν έχει την ικανότητα να το μεταδώσει αποτελεσματικά.

Ο Πρωθυπουργός της Γαλλίας είπε κάποτε, “Αν κάνεις μεγάλα πράγματα, προσελκύεις μεγάλους άνδρες. Αν κάνεις μικρά πράγματα, προσελκύεις μικρούς άνδρες. Οι μικροί άνθρωποι συνήθως προκαλούν προβλήματα.” Κατόπιν σταμάτησε, κούνησε με θλίψη το κεφάλι του, και πρόσθεσε, “Αντιμετωπίζουμε τεράστιο πρόβλημα”.

2. ΑΤΟΜΑ ΠΟΥ ΣΚΕΠΤΟΝΤΑΙ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ

Ο Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω είπε, “Κάποιοι αντιλαμβάνονται τα πράγματα όπως είναι και αναρωτιούνται ‘Γιατί;’ [στερεότυπη σκέψη]. Εγώ ονειρεύομαι τα πράγματα όπως δεν υπήρξαν ποτέ και αναρωτιέμαι ‘Γιατί όχι;’ [δημιουργική σκέψη].”

Ο Τσάρλυ Μπράουν δείχνει τα χέρια του στη φίλη του τη Λούσυ και λέει, “Αυτά είναι τα χέρια που ίσως κάποια μέρα πετύχουν μεγάλα πράγματα. Αυτά είναι τα χέρια που μπορεί κάποια μέρα να φτιάξουν αριστουργήματα! Μπορεί να χτίσουν τεράστιες γέφυρες, ή να θεραπεύσουν τους ασθενείς, ή να βάλουν φοβερά καλάθια, ή να γράψουν σπαραξικάρδια μυθιστορήματα! Αυτά είναι τα χέρια που μπορεί μια μέρα να αλλάξουν τη μοίρα της ανθρωπότητας!”

Η Λούσυ, που πάντοτε αντιλαμβάνεται τα πράγματα όπως είναι, απαντάει, “Έχουν μαρμελάδα πάνω τους”.

3. ΔΟΓΜΑΤΙΚΟΙ

Πολλά οράματα δεν υλοποιούνται εξαιτίας μονοκόμματων, δογματικών ανθρώπων. Για να είναι κανείς απόλυτα βέβαιος για κάτι, πρέπει ή να γνωρίζει τα πάντα ή να αγνοεί τα πάντα σχετικά με αυτό. Τις περισσότερες φορές, ο δογματικός δε γνωρίζει τίποτε αλλά συνηθίζει να έχει άποψη. Για παράδειγμα, “Ο,τι μπορούσε να εφευρεθεί έχει ήδη εφευρεθεί”. Πρόκειται για λόγια του Charles Η. Duell, διευθυντή του Οργανισμού Ευρεσιτεχνιών των ΗΠΑ, το 1899! Φυσικά, ο Duell δεν υπήρξε ο μόνος. Ο Πρόεδρος Grover Cleveland δήλωσε κάποτε (το 1905) ότι “οι λογικές και υπεύθυνες γυναίκες δε θέλουν να ψηφίζουν”. Μετά, ήταν ο Robert Miliken, ο οποίος τιμήθηκε με Νόμπελ φυσικής, που δήλωσε το 1923, “Δεν υπάρχει περίπτωση να δαμασει ποτέ ο άνθρωπος τη δύναμη του ατόμου”. Ο Λόρδος Κέλβιν, πρόεδρος της Βρετανικής Βασιλικής Εταιρείας (πρόκειται για επιστημονικό οργανισμό), δήλωσε το 1885, “Είναι αδύνατον να κατασκευαστούν ιπτάμενες μηχανές βαρύτερες από τον αέρα”.

4. ΜΟΝΙΜΑ ΧΑΜΕΝΟΙ

Πολλοί άνθρωποι αναλογίζονται τις αποτυχίες του παρελθόντος και φοβούνται τον κίνδυνο που εμπεριέχει η επιδίωξη κάποιου οράματος. Η γνώμη τους είναι ότι, “Αν δεν πετύχεις με την πρώτη φορά, κατάστρεψε όλα τα στοιχεία που μαρτυρούν ότι προσπάθησες”. Καταστρέφουν επίσης και τις προσπάθειες όλων των άλλων να προσπαθήσουν πάλι.

5. ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΕΠΑΝΑΠΑΥΟΝΤΑΙ

Οι άνθρωποι επιζητούν την άνεση, τη σιγουριά, και την ασφάλεια στη ζωή τους. Την άνεση ακολουθεί κατά πόδας η μακαριότητα, τη σιγουριά η ανία, και την ασφάλεια η έλλειψη οράματος. Η φωλιά είναι το κατάλληλο μέρος για έναν κοκκινολαίμη όσο είναι ακόμη αυγό. Δεν είναι όμως κατάλληλη για τον κοκκινολαίμη όταν αποκτήσει φτερά. Είναι ωραίο μέρος για να σκάσεις από το αυγό όχι όμως και για να πετάξεις. Πάντοτε είναι θλιβερό να μη θέλουν οι άνθρωποι να εγκαταλείψουν τις φωλιές της ζωής τους.

Σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Leadership, η Lynn Anderson περιγράφει αυτό που συμβαίνει όταν οι άνθρωποι χάσουν το όραμά τους. Μια ομάδα ταξιδιωτών έφτασε στις ακτές της Αμερικής πριν 370 χρόνια. Οπλισμένοι με όραμα και θάρρος, είχαν έλθει να εγκατασταθούν στη νέα ήπειρο. Τον πρώτο χρόνο, ίδρυσαν μια πόλη. Το δεύτερο χρόνο, εξέλεξαν το δημοτικό συμβούλιο. Τον τρίτο, η κυβέρνηση πρότεινε να κατασκευάσουν ένα δρόμο που οδηγούσε πέντε μίλια δυτικά σε ακατοίκητη και ανεξερεύνητη περιοχή. Τον τέταρτο όμως χρόνο, οι άνθρωποι κατήγγειλαν το δημοτικό συμβούλιο με πρόφαση πως ένας τέτοιος δρόμος μέσα στο δάσος ήταν σπατάλη των δημοσίων πόρων. Για κάποιο λόγο, εκείνοι οι προοδευτικοί άνθρωποι είχαν πάψει να οραματίζονται. Κάποτε κατάφεραν να οραματιστούν μια ζωή πέρα από τον ωκεανό, και τώρα δεν μπορούσαν να δουν πέντε μίλια μακριά τους.

6. ΛΑΤΡΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ

Οι Βρετανοί ήταν πάντοτε οπαδοί του συντηρητισμού. Ο John F. Parker, στο βιβλίο του Roll Call διηγείται την ιστορία ενός υπαλλήλου ο οποίος, για περισσότερα από είκοσι χρόνια, χωρίς να υπάρχει εμφανής λόγος, στεκόταν στη βάση μιας σκάλας που οδηγούσε στη Βουλή των Κοινοτήτων. Τελικά, κάποιος εξέτασε την περίπτωση και ανακάλυψε πως τη θέση αυτή κατείχαν άτομα από την οικογένεια του υπαλλήλου εδώ και τρεις γενιές. Διαπιστώθηκε πως ξεκίνησαν όταν η σκάλα βάφτηκε και ο παππούς του σημερινού υπαλλήλου ανέλαβε να προειδοποιεί τους ανθρώπους να μην πατήσουν πάνω στην υγρή μπογιά.

Κάποιος Βρετανός δημοσιογράφος, όταν πληροφορήθηκε την περίπτωση, σχολίασε, “Η μπογιά είναι πια παρελθόν, όχι όμως και η θέση”.

7. ΟΣΟΙ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ

Μερικοί άνθρωποι αισθάνονται πάντοτε άβολα όταν πρέπει να ξεχωρίσουν από το πλήθος. Θέλουν να ανήκουν σε μια ομάδα, και όχι να αποτελούν εξαίρεση. Οι άνθρωποι αυτοί θα υιοθετήσουν ένα όραμα μόνον όταν το έχει ήδη κάνει η πλειοψηφία. Ποτέ δεν πρωτοστατούν.

Οι αληθινοί ηγέτες ανήκουν πάντα στη μειοψηφία γιατί η σκέψη τους έχει προχωρήσει πέρα από τις πεποιθήσεις της τρέχουσας πλειοψηφίας. Ακόμη και όταν η πλειοψηφία τούς φτάσει, οι ηγέτες θα έχουν ήδη προοδεύσει περισσότερο και έτσι, κάθε φορά, θα ανήκουν στη μειοψηφία.

8. ΟΙ ΕΝΤΟΠΙΣΤΕΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ

Μερικοί άνθρωποι ανακαλύπτουν ένα πρόβλημα σε κάθε λύση. Συνήθως, τα εμπόδια είναι αυτά που βλέπεις όταν πάψεις να κοιτάζεις το στόχο. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι κάποιοι θεωρούν σημάδι ωριμότητας την ικανότητα να διακρίνει κανείς προβλήματα. Δεν είναι όμως. Είναι σημάδι ανθρώπου χωρίς όραμα. Οι άνθρωποι αυτοί ματαιώνουν υπέροχα οράματα, παρουσιάζοντας προβλήματα που δεν επιδέχονται λύση.

Ο Καρδινάλιος John Henry Newman είπε ότι τίποτε δε θα γινόταν ποτέ αν ο καθένας περίμενε μέχρι να γίνει τόσο καλός σε αυτό που επιχειρεί ώστε κανείς να μη βρει ποτέ κάποιο ψεγάδι.

9. ΟΙ ΕΓΩΚΕΝΤΡΙΚΟΙ

Οι άνθρωποι που ζουν μόνο για τον εαυτό τους έχουν πολύ μικρή εμβέλεια. Επίσης, ποτέ δεν καταφέρνουν πολλά. Οι μεγάλοι στόχοι επιτυγχάνονται μόνο με τη συντονισμένη προσπάθεια πολλών. Τα εγωκεντρικά άτομα είναι καταστροφείς οραμάτων.

10. ΟΙ ΠΡΟΦΗΤΕΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ

Κάποιοι άνθρωποι διαθέτουν το ταλέντο να πατούν πάντοτε λάθος πλήκτρα. Ακόμη και από το καλύτερο μουσικό όργανο, μόνο τον ήχο της παραφωνίας μπορούν να προκαλέσουν. Όλα τα τραγούδια τους παίζονται σε ελάσσονα κλίμακα. Παντού μεταδίδουν τη νότα της απαισιοδοξίας. Όλοι οι πίνακές τους είναι σκοτεινοί. Οι προοπτικές τους είναι πάντοτε δυσοίωνες, οι καιροί είναι πάντοτε κακοί, και τα οικονομικά πηγαίνουν άσχημα. Όλα πάνω τους μοιάζουν να συρρικνώνονται. Τίποτε στη ζωή τους δεν εξαπλώνεται και δε μεγαλώνει.

Οι άνθρωποι αυτοί μοιάζουν με τον άνδρα που, μαζί με πολύ κόσμο στον ποταμό Χάντσον, παρακολουθούσε τον πρώτο απόπλου ατμοπλοίου. Διαρκώς μουρμούριζε, “Δε θα τα καταφέρουν να το ξεκινήσουν. Δε θα τα καταφέρουν να το ξεκινήσουν.” Τα κατάφεραν όμως. Ο ατμός βγήκε από το φουγάρο και το πλοίο ξεκίνησε. Αμέσως, ο ίδιος άντρας άλλαξε τροπάριο, “Δε θα τα καταφέρουν να το σταματήσουν. Δε θα τα καταφέρουν να το σταματήσουν.”

Η παρακάτω κινέζικη παροιμία είναι από τις αγαπημένες μου, “Ο άνθρωπος που λέει ‘αυτό δε γίνεται’ δεν πρέπει να απασχολεί εκείνον που το κάνει”.

JOHN C. MAXWELL, ΑΝΑΠΤΥΞΤΕ ΤΟΝ ΗΓΕΤΗ ΜΕΣΑ ΣΑΣ

Αυτά ζητάμε από σένα εμείς, οι φίλοι σου, αυτά σου ταιριάζουν, γι’ αυτά γεννήθηκες

Επειδή όμως τα γηρατειά δεν έχουν όλα τα κακά, κατά τον Ευριπίδη, ούτε και η βλακεία των φίλων, πρέπει να βλέπει κανείς όχι μόνο τα σφάλματα αλλά και τις επιτυχίες τους και, μα τον Δία, να τους επαινεί αρχικά, έπειτα όμως, όπως ο σίδηρος πήζει με το πάγωμα και επιδέχεται τη στόμωση, αφού πρώτα διασταλεί και μαλακώσει με τη θερμότητα, έτσι και στους φίλους, χαλαροί καθώς είναι και θερμοί από τους επαίνους, μπορεί εύκολα κανείς να εφαρμόσει την παρρησία, σαν εμβάπτιση στο κατάλληλο υγρό. Παρουσιάζεται, πράγματι, η ευκαιρία να πει κανείς: “Αξίζουν άραγε αυτά να παραβληθούν με εκείνα; Βλέπεις τι καρπούς αποδίδει το καλό; Αυτά ζητάμε από σένα εμείς, οι φίλοι σου, αυτά σου ταιριάζουν, γι’ αυτά γεννήθηκες. Τα άλλα πρέπει να ριχτούν στα βουνά ή στο κύμα της πολύβουης θάλασσας (ΟΜΗΡΟΣ).

Τίποτε άλλο δεν προσφέρεται περισσότερο για να λυπήσει όσο το δυνατόν λιγότερο τον αποδέκτη της παρρησίας και να το θεραπεύσει όσο το δυνατόν καλύτερα από το να μετριάζει κανείς την οργή στη συμπεριφορά του και να αντιμετωπίζει καλοπροαίρετα όσους κάνουν λάθη.

Επομένως, δεν πρέπει ούτε να τους επικρίνει κανείς άγρια, αν αρνούνται (τα λάθη τους), ούτε να τους εμποδίζει, αν θέλουν να απολογηθούν, αλλά και δικαιολογίες εύσχημες να τους βοηθάει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να βρουν και να απορρίπτει τη χειρότερη εξήγηση της πράξης τους, προτείνοντάς τους άλλη πιο μετριοπαθή, όπως ο Έκτωρ,

Τρελέ, καλό δεν είναι να βάζεις τέτοια οργή στην ψυχή σου, (ΟΜΗΡΟΣ)

προς τον αδερφό του, επειδή τάχα δεν ήταν λιποταξία ή δειλία η αναχώρησή του από τη μάχη αλλά αντίδραση οργής.

Και προς τον Αγαμέμνονα ο Νέστωρ:

Συ όμως στη μεγαλοπρεπή οργή σου υπάκουσες, (ΟΜΗΡΟΣ)

Πιο ψυχολογημένο, θαρρώ, είναι να πεις “φέρθηκες άσχημα” παρά “φέρθηκες άδικα”, “δεν σκέφτηκες σωστά” παρά “αδιαφόρησες”, “μην τσακώνεσαι με τον αδερφό σου” παρά “μην φθονείς τον αδερφό σου” και “απόφυγε τη γυναίκα που σε καταστρέφει” παρά “πάψε να καταστρέφεις τη γυναίκα”.

Τέτοιου είδους μέθοδο αναζητεί η επανορθωτική παρρησία, ενώ η προληπτική την αντίθετη.

Πράγματι, όταν χρειαστεί είτε να αποτρέψει κανείς ανθρώπους που πρόκειται να κάνουν λάθος είτε θελήσουμε να τονώσουμε και να παροτρύνουμε ανθρώπους που στέκονται αδρανείς απέναντι σε κάποια βίαιη αντίδραση ή είναι μαλθακοί και απρόθυμοι να κάνουν το καλό, πρέπει να αποδίδουμε το φαινόμενο σε αιτίες άτοπες και άπρεπες.

Έτσι, στο έργο του Σοφοκλή, ο Οδυσσέας, προσπαθώντας να ερεθίσει τον Αχιλλέα, δεν λέει πως η οργή του έχει να κάνει με το δείπνο, αλλά:

Τώρα είναι η θέα των επάλξεων της Τροίας που σε τρομάζει;

Και πάλι, ενώ ο Αχιλλέας αγανακτεί και λέει ότι θα αποπλεύσει:

Ξέρω εγώ τι προσπαθείς να αποφύγεις· όχι τα λόγια σε βάρος σου,
αλλά τον Έκτορα που είναι κοντά.

Ωραίο πράγμα στ’ αλήθεια, ο θυμός.

Τρομάζοντας τον ψυχωμένο άντρα με την ιδέα ότι θα αποκτήσει φήμη δειλού, τον μετρημένο και κόσμιο ακόλαστου, τον γενναιόδωρο και μεγαλόπρεπο με το ότι θα αποκτήσει φήμη μίζερου και τσιγκούνη, τους παροτρύνουν προς ωραίες πράξεις και τους αποτρέπουν από τις άσχημες, μένοντας μετρημένοι στις κριτικές τους σε περιπτώσεις ανίατες και προσθέτοντας στην παρρησία περισσότερη λύπη και συμμετοχή στον πόνο του άλλου παρά ψόγο, ενώ, όταν πρόκειται να εμποδίσουν τον άλλο να διαπράξει το λάθος ή να (τον κάνουν να) αντισταθεί στο πάθος του, είναι σφοδροί, άτεγκτοι και επίμονοι. Τούτη είναι, όντως, η ευκαιρία να φανεί η ακλόνητη αφοσίωση και η αληθινή παρρησία.

Τον ψόγο, αντίθετα, για όσα έχουν ήδη γίνει βλέπουμε να εφαρμόζουν και οι εχθροί μεταξύ τους, όπως ακριβώς έλεγε ο Διογένης ότι αυτός που είναι να σωθεί πρέπει να έχει φίλους καλούς ή σφοδρούς εχθρούς, διότι οι πρώτοι νουθετούν, οι δεύτεροι επικρίνουν.

Είναι καλύτερο όμως να πείθεται κανείς χάρη σε όσους τον συμβουλεύουν και να αποφεύγει τα σφάλματα, παρά να σφάλει και να μετανοεί λόγω αυτών που τον κακολογούν.

Για τούτο χρειάζεται τέχνη η παρρησία, στον βαθμό που είναι το μεγαλύτερο και πιο δυνατό φάρμακο στη φιλία, εφόσον χρειάζεται πάντοτε να πέφτει την κατάλληλη στιγμή και να είναι ισορροπημένη.

Επειδή λοιπόν η παρρησία, όπως έχει λεχθεί, πολλές φορές είναι από τη φύση της λυπηρή γι’ αυτόν που θεραπεύεται, πρέπει να μιμείται κανείς τους γιατρούς.

Πράγματι, ούτε εκείνοι, όταν κάνουν τομή, αφήνουν το μέρος που πάσχει να πονάει και να υποφέρει, αλλά το πλένουν μαλακά και το καταβρέχουν, ούτε όσοι νουθετούν, αφού πετάξουν διακριτικά την πικρή και δηκτική παρατήρησή τους, φεύγουν μακριά, αλλά με άλλες συζητήσεις και λόγους ευχάριστους, τους καταπραΰνουν και τους ψυχαγωγούν, όπως ακριβώς οι λιθοξόοι λειαίνουν και βερνικώνουν τα μέρη των αγαλμάτων που χτύπησαν με τη σμίλη και έκοψαν.

Αυτόν όμως που χτυπήθηκε και χαρακώθηκε από την παρρησία, αν τον αφήσεις τραχύ, με εξογκώματα και ανωμαλίες από την οργή, είναι δύσκολο να τον επαναφέρεις και να τον παρηγορήσεις.

Γι’ αυτό, τούτο είναι από τα κυριότερα που πρέπει να προσέχουν όσοι νουθετούν και να μην το παραμελούν ούτε η τελευταία γεύση που αφήνουν στη συντροφιά και την παρέα να είναι η λύπη και η πίκρα στους φίλους.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΗΘΙΚΑ

WAYNE DYER: Πώς να γίνεις αθόρυβα αποτελεσματικός

Ποτέ δεν θα κερδίσεις αν έχεις ανάγκη να αποδεικνύεις ότι ανήκεις στους κερδισμένους. Αυτό είναι περίπου το μήνυμα του κεφαλαίου αυτού, που σας συμβουλεύει πώς να γίνετε αθόρυβα αποτελεσματικοί στις επιδιώξεις της ζωής σας. Οι απαντήσεις σας στο παρακάτω τεστ θα σας δείξουν πόσο αθόρυβα αποτελεσματικοί είσαστε τώρα.

1. Εκνευρίζεσαι όταν δεν καταφέρνεις να εξηγήσεις κάτι στους άλλους;

2. Νιώθεις υποχρεωμένος να αναγγείλεις τα επιτεύγματά σου στους άλλους;

3. Νιώθεις υποχρεωμένος να πεις στους άλλους ότι νίκησες κάποιον σε κάτι;

4. Θίγεσαι εύκολα από τα λόγια και τη συμπεριφορά των άλλων;

5. Δυσκολεύεσαι να πεις ψέματα, ακόμα κι αν αυτό είναι πιο λογικό ή πρακτικό;

6. Σου είναι δύσκολο να διεκδικήσεις το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, χωρίς να νιώθεις ενοχή;

7. Νιώθεις να σε παρασύρει η κακή διάθεση των άλλων;

8. Σου συμβαίνει συχνά να λες ή να σκέφτεσαι; «Αυτός/αυτή δε με καταλαβαίνει»;

9. Νιώθεις ότι ο πόνος είναι κάτι φυσικό, ότι πρέπει να υποφέρεις σ’ αυτή τη γη;

10. Δυσκολεύεσαι ν’ απομακρυνθείς από ανθρώπους που θεωρείς ενοχλητικούς, όπως είναι οι μεθυσμένοι, οι φλύαροι κ.λπ.;

11. Συνήθως εξηγείς υπερβολικά τον εαυτό σου και θυμώνεις που είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις;

12. Καταναλώνεις πολύ χρόνο αναλύοντας τις σχέσεις σου με τους φίλους και τους συγγενείς σου;
Οι καταφατικές απαντήσεις δείχνουν περιοχές θυματοποίησης, στην εξάλειψη των οποίων μπορείς να ασκηθείς. Αν πρέπει να εξηγείσαι στους άλλους, να τους κάνεις συνεχώς να σε καταλάβουν ή αν προσπαθείς πάντα ν’ αποδείξεις την αξία σου με τη συμπεριφορά και τα λόγια σου, τότε πάσχεις από την ασθένεια «έλλειψη αθόρυβης αποτελεσματικότητας».

ΠΩΣ ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ ΑΘΟΡΥΒΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΣ

Τι σημαίνει αθόρυβα αποτελεσματικός; Η λέξη που υπογραμμίζεται εδώ είναι το αθόρυβα, αφού έχουμε μιλήσει λεπτομερώς σε άλλα μέρη του βιβλίου, για την αποτελεσματικότητα. Το να είσαι αθόρυβα αποτελεσματικός, σημαίνει να μη χρειάζεται να αναγγέλεις στους άλλους τις νίκες σου για να αποκτήσουν νόημα για σένα. Συχνά, βέβαια, είναι χρήσιμο να μιλάς στους άλλους για τα γεγονότα της ζωής σου θα γίνεις, όμως, ένα θύμα αν έχεις ανάγκη να πληροφορείς τους άλλους για να νιώσεις ικανοποίηση. Μόλις βάλεις τη λέξη ανάγκη στο λεξιλόγιό σου, θα βρεθείς στο έλεος των άλλων κι αν για οποιοδήποτε λόγο, αυτοί αρνηθούν ν’ αναγνωρίσουν την αξία ή τα επιτεύγματά σου, τότε εσύ θα καταρρεύσεις κι εκείνοι θα κινούν τα νήματά σου.

Η αθόρυβη αποτελεσματικότητα σημαίνει ακόμη ότι δε χρειάζεται να βομβαρδίζεις τους άλλους με τις νίκες σου. Αν έχεις ανάγκη να το κάνεις αυτό, θα δεις ότι οι άλλοι αντεπιτίθενται και προσπαθούν να σε υποβιβάσουν με κάποιο τρόπο. Κλειδί της αθόρυβης αποτελεσματικότητας είναι το πώς νιώθεις εσύ. Αν έχεις αυτοπεποίθηση, τότε θα σου αρκεί να είσαι εσύ ικανοποιημένος, γιατί ο εαυτός που ευχαριστείς έχει αξία. Αν, όμως, δεν έχεις αρκετή αυτοεκτίμηση, τότε θα ζητάς από τους άλλους να σε τροφοδοτούν με την εκτίμηση τους· κι εδώ αρχίζουν τα προβλήματα. Αν είσαι αναγκασμένος να αντλήσεις αυτή την ενθάρρυνση απ’ έξω, γίνεσαι εθελοντικά θύμα.

Ένα τυπικό παράδειγμα «φωναχτής μη-αποτελεσματικότητας» ήταν ο Ντάριλ, ένας έξυπνος τριαντάρης πελάτης μου, που είχε χάσει τη δουλειά του πριν από μερικά χρόνια, όταν η εταιρεία του χρεοκόπησε. Ήρθε στη συμβουλευτική θεραπεία γιατί δεν τα κατάφερνε να βρει δουλειά κι είχε φτάσει να μη βγάζει ούτε τα απαραίτητα. Όπως το τοποθέτησε ο ίδιος: «Για κάποιο λόγο δεν καταφέρνω να κάνω τις σωστές επαφές και φοβάμαι πως μπορεί να συνεχίσω να ψάχνω για πάντα».

Στις συμβουλευτικές συναντήσεις μας γρήγορα φάνηκε πως ο Ντάριλ ήταν ο πιο ανεξέλεγκτος επιδειξίας γνωριμιών στον κόσμο. Του ήταν αδύνατο να πει δυο λόγια χωρίς ν’ αναφέρει τις σχέσεις του με τον ένα ή τον άλλο μεγαλόσχημο, σχέσεις που στην πλειοψηφία τους ήταν φανταστικές. Ένα άλλο πράγμα που έκανε ο Ντάριλ, ήταν να περηφανεύεται παντού για τα κατορθώματά του και, όταν δεν είχε αρκετά, να φτιάχνει ψεύτικες ιστορίες. Με άλλα λόγια, ο Ντάριλ δυσκολευόταν να κρατήσει κάτι μυστικό ή να αισθανθεί την έννοια της εσωτερικής περηφάνιας. Χρειαζόταν την αναγνώριση των άλλων, αλλιώς δεν ένιωθε καλά.

Όταν ο Ντάριλ άρχισε να εξετάζει την ανάγκη του να είναι σημαντικός στα μάτια των άλλων, διαπίστωσε ότι η ανάγκη του αυτή οφειλόταν σε ένα πραγματικό αίσθημα απαξίας, που είχε προέλθει από το χάσιμο της δουλειάς του και την εντύπωση του αποτυχημένου, που είχε για τον εαυτό του. Είχε πιστέψει τόσο πολύ ότι η αξία του βασιζόταν στην επίδοσή του, ώστε όταν έπαψε να έχει επίδοση μόνο και μόνο επειδή η εταιρεία του -ο εργοδότης του- χρεοκόπησε, η αξία του εξαφανίστηκε. Προσπάθησε να εξισορροπήσει τα πράγματα, αποδεικνύοντας σε όλους πόσο «σπουδαίος ήταν». Όλοι, όμως, τον έπαιρναν είδηση και γρήγορα έγινε θύμα της χαμηλής του αυτοεκτίμησης. Όταν αναφερόταν στις υψηλές του γνωριμίες, οι φίλοι του απλώς τον αγνοούσαν. Όταν καυχιόταν, οι συγγενείς και φίλοι του ψυχραίνονταν. Άρχισε να βγαίνει απ’ την παγίδα αυτή μαθαίνοντας να κρατάει τις νίκες του για τov εαυτό του και προσπαθώντας συνειδητά ν’ αποφύγει τον κομπασμό, τα μεγάλα λόγια και την επιδειξιομανία. Όταν υποχώρησαν αυτές οι συμπεριφορές, έγινε πιο ευχάριστος στους γύρω του, άρχισε να έχει περισσότερη αυτοπεποίθηση και, πάνω απ’ όλα, έπαψε να θυματοποιείται από την ίδια του τη στάση και τη συμπεριφορά.

ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΖΩΗ

Όταν αρχίσεις να αναπτύσσεις την αυτοπεποίθηση σου, θα πάψεις να ζητάς από τους άλλους να ακούν πρόθυμα τις ιστορίες σου και θα βρίσκεις τη μοναξιά πιο παραδεκτή. Η προσωπική σου ζωή είναι σημαντικό μέρος της ύπαρξής σου και απαραίτητη για την αίσθηση της εσωτερικής σου ισορροπίας. Το να θέλεις να καταλαβαίνουν όλοι και να μοιράζονται οτιδήποτε σκέφτεσαι, νιώθεις, λες ή κάνεις, είναι μια αυτοθυματοποιητική στάση.

Επιπλέον, όταν δεν προσπαθείς πάντα να σε καταλαβαίνουν οι άλλοι και κρατάς κάποια πράγματα για σένα, αποφεύγεις να παρασύρεσαι από τους άλλους. Αυτό που συμβουλεύουμε δεν είναι μια στάση ερημίτη· σας προκαλούμε μόνο να θυμηθείτε πως έχετε το δικαίωμα της προσωπικής ζωής, καθώς και να προσέξετε αυτούς που είναι έτοιμοι να σας θυματοποιήσουν, εισβάλλοντας στις προσωπικές σας περιοχές ή, ακόμα χειρότερο, αρνούμενοι το δικαίωμά σας σε μια ιδιωτική ζωή. Ο Χένρι Ντέιβιντ Θορώ, που έζησε γύρω στα δύο χρόνια μόνος του στη λίμνη Γουόλντεν, έγραψε γι’ αυτό το συναίσθημα της προσωπικής ζωής στο έργο του Γουόλντεν:

Συχνά μου λένε: «Θα πρέπει να νιώθεις μοναξιά εδώ κάτω και να επιθυμείς να ‘σαι πιο κοντά με ανθρώπους»… Θα ‘θελα να τους πω τότε: «Γιατί να νιώσω μοναξιά; Δεν είναι ο πλανήτης μας στο Γαλαξία; Είναι καλό να είναι κανείς μόνος τον περισσότερο καιρό. Η συντροφιά με άλλους ανθρώπους, ακόμη και με τους καλύτερους, σύντομα σε κουράζει και σε ξεστρατίζει. Μ’ αρέσει να είμαι μόνος».
Βέβαια δε μπορούμε να είμαστε όλοι Θορώ, κι αυτός εδώ είναι ο εικοστός αιώνας παρ’ όλα αυτά οι παρατηρήσεις του ισχύουν και σήμερα. Δε χρειάζεται να βρίσκεσαι περιτριγυρισμένος από ανθρώπους ή να ζητάς πάντα να σε καταλαβαίνουν οι άλλοι για να νιώθεις ολοκληρωμένος. Αντίθετα, αν έχεις τέτοιες προσδοκίες ή αν αφήσεις τους άλλους να έχουν τέτοιες προσδοκίες από σένα, θα γίνεις θύμα. Χρειάζεται κάποιο θάρρος για να επιμείνεις στην προσωπική σου ζωή, κυρίως αν οι άλλοι επιμένουν ότι η επιθυμία σου για προσωπική ζωή ισοδυναμεί με απόρριψή τους. Είναι ανώφελο να το εξηγήσει κανείς αυτό στους περισσότερους ανθρώπους. Η μόνη λύση είναι να ασκήσεις το δικαίωμά σου πρακτικά. Κάνοντας το αυτό αρκετά συχνά, θα τους διδάξεις πώς θέλεις να σου φέρονται. Αν αποπειραθείς να μιλήσεις γι αυτό, όσο περισσότερο το αναλύεις, τόσο πιο πολύ θα νιώθεις θυματοποιημένος και θα καταλήξεις να παραιτηθείς από την προσωπική σου ζωή.

ΓΟΥΑΙΗΝ ΝΤΥΕΡ, ΝΑ ΚΙΝΕΙΣ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΟΥ ΝΗΜΑΤΑ

Το άλογο, ξεφυσώντας κάπως περιφρονητικά, απάντησε στη χήνα

Μια χήνα η οποία έτρωγε γρασίδι ήρθε αντιμέτωπη με ένα άλογο το οποίο έβοσκε κι αυτό κοντά της και του απηύθυνε το λόγο σε έντονο ύφος: «Σίγουρα είμαι ένα πιο ευγενές και τέλειο ζώο από εσένα, διότι τα χαρίσματά σου περιορίζονται σε έναν τομέα. Μπορώ να περπατήσω στο έδαφος τόσο καλά όσο κι εσύ. Επιπλέον έχω φτερά, με το οποία μπορώ να πετάξω και όταν θέλω, μπορώ να βουτήξω σε λίμνες και ποτάμια για να δροσιστώ στα δροσερά νερά τους. Απολαμβάνω τις διαφορετικές δυνάμεις ενός πουλιού, ενός ψαριού και ενός τετραπόδου».

Το άλογο, ξεφυσώντας κάπως περιφρονητικά, απάντησε στη χήνα: « Είναι αλήθεια πως είσαι πλάσμα των τριών στοιχείων, αλλά δεν αποτελείς μια διακεκριμένη φυσιογνωμία σε κανένα από αυτά.

Πετάς, αλλά το πέταγμά σου είναι τόσο βαρύ και αδέξιο, ώστε δεν έχεις δικαίωμα να είσαι στο ίδιο επίπεδο με το αηδόνι ή με το χελιδόνι. Μπορείς να κολυμπήσεις στην επιφάνεια των υδάτων, αλλά δεν μπορείς να ζήσεις σε αυτά όπως τα ψάρια. Δεν μπορείς να βρεις την τροφή σου σε αυτό το στοιχείο ούτε και να γλιστράς στα κύματα. Και όταν περπατάς ή μάλλον όταν προσπαθείς να περπατήσεις με εκείνα τα μικρά βηματάκια και ζυγίζεσαι δεξιά κι αριστερά και ο μακρύς λαιμός σου τσιτώνεται και συρίζεις σε όποιον περνάει από δίπλα σου, γίνεσαι ο περίγελος όσων σε βλέπουν. Ομολογώ πως είμαι φτιαγμένο μόνο για να περπατώ στο έδαφος, αλλά πόσο κομψή είναι η κατασκευή μου! Πόσο όμορφα είναι τα άκρα μου! Πόσο ωραία διαμορφωμένο είναι το κορμί μου! Πόσο μεγάλη η δύναμη μου! Πόσο εκπληκτική η ταχύτητά μου! Προτιμώ να ανήκω σε ένα στοιχείο και να με θαυμάζουν παρά να είμαι μια χήνα σε όλα».

ΜΥΘΟΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΟΚΚΑΚΙΟ

Η πρώτη πόλη που είδε ο ήλιος σύμφωνα με τον Παυσανία - Αυτή είναι η αρχαιότερη περιοχή στην Ελλάδα

Υπάρχουν πόλεις και χωριά που έχουν εξαφανιστεί σήμερα και δεν υπάρχουν πλέον, όπως η Λυκόσουρα, μια πόλη στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στην Αρκαδία, που σύμφωνα με τον Παυσανία είναι η αρχαιότερη στην Ελλάδα.

Η Λυκόσουρα, λοιπόν, ήταν αρχαία αρκαδική πόλη. Η Λυκόσουρα, σύμφωνα με ιστορικούς και επιστήμονες είχε ιδρυθεί από τον Λυκάονα ο οποίος ήταν ο πρώτος βασιλιάς των Αρκάδων και γιος του Πελασγού. Η ιστορία λέει ότι η Λυκόσουρα ήταν η πρωτεύουσα των Αρκάδων μέχρι τη στιγμή που ο Κλείτωρ αποφάσισε να την μεταφέρει στον Κλείτορα.

Πώς προκύπτει όμως ότι η συγκεκριμένη Ελληνική πόλη (και συγκεκριμένα αρκαδική) θεωρείται η αρχαιότερη του κόσμου; Αρχικά πρέπει να πούμε ότι η Λυκόσουρα θεωρείτο ότι ήταν η ιερότερη και παλιότερη πόλη της Αρκαδίας. Ο Παυσανίας επιπλέον αναφέρει ότι ήταν η πρώτη πόλη που είδε ο ήλιος. Ότι αυτή ήταν η παλαιότερη όλων των πόλεων σε γη και νησιά, δηλαδή η πρώτη πόλη που ιδρύθηκε στον πλανήτη. Πιο συγκεκριμένα ο Παυσανίας, πριν τον Λυκάονα και την ίδρυση της Λυκόσουρας ανέφερε ότι οι άνθρωποι ζούσαν στην ύπαιθρο και σε σπήλαια. Κι αυτό γιατί ο Πελασγός, ο πατέρας του Λυκάονος, τους έμαθε να φτιάχνουν καλύβες και να φοράνε δέρματα ζώων ως ρούχα.

Η Λυκόσουρα σήμερα

Πώς είναι σήμερα το μέρος όπου είχε χτιστεί η Λυκόσουρα; Η Αρχαία πόλη της Λυκόσουρας βρίσκεται στο επίκεντρο των ανασκαφών εδώ και δεκαετίες. Το σημείο που υπολογίζεται ότι εκτεινόταν η αρχαία πόλη ανασκάπτεται ενώ ο αρχαιολογικός χώρος βρίσκεται 12 χιλιόμετρα από την Μεγαλόπολη. Εκεί έχουν βρεθεί το αρχαίο τείχος, το ιερό της Δέσποινας, λείψανα λουτρών αλλά και πολλών άλλων κτισμάτων. Αν βρεθείς στην περιοχή, θα κάνεις ένα εκπληκτικό ταξίδι στην ιστορία και το χρόνο. Και για σκέψου, θα έχεις βρεθεί στην αρχαιότερη πόλη του κόσμου! Ομολογουμένως εντυπωσιακό. Όπως είναι το κάθετι που συναντάς ταξιδεύοντας στην Ελλάδα.

Τι είναι ο μετα-νεωτερικός ολοκληρωτισμός;

Όταν το προ-νεωτερικό γερνάει, το μετα-νεωτερικό καταρρέι

§1

Αφότου ο Lyotard μίλησε για μετα-νεωτερική κατάσταση και συνετέλεσε, ώστε να διαδοθεί ευρέως η έννοια της μετα-νεωτερικότητας, αρκετές σύγχρονες φιλοσοφικές και κοινωνιολογικές ερμηνείες εστιάζονται λιγότερο στην ανάγκη ανάδυσης ενός νέου κοινωνικού συστήματος και περισσότερο σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις, που εν μέρει ή εν πολλοίς τις υπαγορεύει η ίδια η πληροφορική δομή της κοινωνίας δυτικού τύπου. Στο πλαίσιο τέτοιων πιθανών μεταρρυθμίσεων, συνήθως γίνεται μετατόπιση των πολιτικών ιδεολογιών, σχεδιασμών ή πρακτικών από ένα σύστημα παραγωγής υλικών αγαθών με αντίστοιχη άνοδο του βιοτικού επιπέδου των ανθρώπων σε ένα σύστημα οργάνωσης της πληροφορίας ως παρα-πληροφορίας: δηλαδή συστηματικής και συστημικής παραπληροφόρησης. Αυτή ωστόσο η μετατόπιση έχει και την «επιστημονική» της δικαιολόγηση, που εκπορεύεται συνήθως από συστημικούς «διανοούμενους» μειωμένης πνευματικότητας, αλλά απύθμενης αερολογίας (Χάιντεγκερ). Μια ανεξέλεγκτη ανεπιστημονική σκοπιμότητα ετούτης της αερολογίας εισδύει κάθε φορά στις μάζες και τις συσκοτίζει –ή ακόμη και στην ίδια τη σοβαρή επιστημονική αναζήτηση και [δύναται να] την αποπροσανατολίζει– με τη γενική μορφή επιστημολογικών εγχειρημάτων. Σε τούτα τα εγχειρήματα ανήκουν κατά περιόδους οι «μεγάλες αφηγήσεις» για οικονομικούς σχεδιασμούς, για φιλοσοφικές, κοινωνιολογικές, ιστορικές και άλλες «επ-εξηγήσεις» ή για πολιτικά προτάγματα «σωτήριας» εθνικής ευθύνης.

§2

Η σύγχυση από τέτοιες «μεγάλες αφηγήσεις» εκφράζεται, κατά κανόνα, με την [ή στην] αδυναμία να αντιλαμβανόμαστε πως μας έχει παγιδεύσει ένας κόσμος συμβάντων, τον οποίο αδυνατούμε να ελέγξουμε. Με όρους του Μαρξ ένας τέτοιος κόσμος εμφανίζεται μέσα στην ιστορία ως ένας κόσμος από ασυνέχειες και μπορεί να ελεγχθεί μέσα από γενικές αρχές. Ο χαρακτήρας της ασυνέχειας όμως δεν είναι πάντοτε ο ίδιος. Άλλη ήταν, για παράδειγμα, η ασυνέχεια/οι ασυνέχειες κατά τη φάση μετάβασης από τη φεουδαρχική στην αστική κοινωνία, άλλη ή άλλες στη μετα-νεωτερική ή μετα-καπιταλιστική εποχή. Το ζητούμενο στους μετα-νεωτερικούς ή μετα-μοντέρνους καιρούς δεν είναι η παραγνώριση ή επικάλυψη του ως άνω κόσμου συμβάντων με επιτηδεύσεις γενικών κατευθύνσεων ή επιστημολογικών-συστημικών θεμελιώσεων, αλλά η αποκάλυψη του εκάστοτε συγκαλυπτόμενου ή συγκαλυμμένου. Αποκάλυψη δεν σημαίνει μια επί πλέον μεταφυσική θεώρηση, έστω και με υλιστικούς όρους, αλλά, πριν απ’ όλα, διάγνωση του παρόντος. Τι συμβαίνει, ανάμεσα στα άλλα, στο παρόν; Σε επίπεδο πολιτικού συστήματος, η μαζική δημοκρατία ολοκληρώνεται με ολοκληρωτικές, κατά το μάλλον ή ήττον, μεθόδους και πρακτικές. Σε επίπεδο οικονομίας, ο εν λόγω ολοκληρωτικός χαρακτήρας εκδηλώνεται ως ολοκληρωτική «κατάληψη», ήτοι εξάρτηση, της παραγωγής από άψυχες δυνάμεις, που πλανιούνται ως φάντασμα πάνω από τις ζωντανές δυνάμεις: ολοκληρωτική εμπορευματοποίηση της παραγωγής και της μισθωτής εργασίας· ολοκληρωτικός «εξορθολογισμός» με τη μορφή του γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού και με μια ένοχη αξιοποίηση της τεχνολογίας.

§3

Αυτός ο ολοκληρωτικός «εξορθολογισμός» διέπεται από αξεδιάλυτες αντιφάσεις: θεωρητικά υποτίθεται πως ως «εξορθολογισμός» πλημμυρίζει την ανθρώπινη κοινωνία με βεβαιότητα ή με μια βέβαιη γνώση, με εμπιστοσύνη και αξιοπιστία· πρακτικά όμως την οδηγεί σε κατάρρευση μέσα στα [ή μέσα από τα] κύματα της επίγνωσης πως καμιά γνώση δεν είναι βέβαιη, πως ό,τι θεμελιωτικό –επιστημονικά ή φιλοσοφικά– προϋπήρξε, αποδεικνύεται αναξιόπιστο. Το μετα-νεωτερικής υφής ξερίζωμα του συγκεκριμένου θεμελιωτισμού συμπορεύεται με το ιδεολόγημα περί «τέλους της ιστορίας». Τούτο υποδηλώνει πως η νεωτερικότητα, ήγουν μετα-νεωτερικότητα, ενσωματώνει κάθε τοπικότητα σε έναν επεκτατικό μετασχηματισμό του χώρου, που φέρει το όνομα παγκοσμιοποίηση. Η τελευταία δεν είναι πια ένα λεκτικό σχήμα, αλλά η προμελετημένα βίαιη επικράτηση παγκόσμιων κοινωνικών σχέσεων, όπου κάθε τοπική σχέση, ως συμβάν, χάνει την αυτονομία της και καθορίζεται από άλλα συμβάντα των πιο απόμακρων τοπικοτήτων. Κάτι τέτοιο συμβαίνει κατά κόρον στην Ελλαδική κοινωνία, ώστε ανθρώπους και πράγματα, όλους και όλα να τα κυβερνά μια οντολογική αβεβαιότητα. Και το σύστημα του έθνους-κράτους; Αποδείχτηκε πολύ μικρό και ανίσχυρο για υπεράσπιση του εαυτού του, πολύ κραταιό όμως για να επιδαψιλεύει στους κρατικούς-εξουσιαστικούς μοχλούς της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας αβρότητες και τελετουργικές ευγένειες εκδούλευσης. Κατ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να κατανοείται καλύτερα ο μαρασμός της νεοελληνικής πραγματικότητας. Οποιαδήποτε άλλη ιδεολογική επιχρύσωση ή παρηγορητική ανορθολογικότητα επιβεβαιώνει αυτό τον μαρασμό, καθώς δεν αντιστέκεται στη ραγδαία αύξηση της ολοκληρωτικής εξουσίας.

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία: (611e-621d)

Αποτέλεσμα εικόνας για ΠΛΑΤΩΝΑ ΚΑΙ Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΗΡΟΣ[611e] Εἰς τὴν φιλοσοφίαν αὐτῆς, καὶ ἐννοεῖν ὧν ἅπτεται καὶ οἵων ἐφίεται ὁμιλιῶν, ὡς συγγενὴς οὖσα τῷ τε θείῳ καὶ ἀθανάτῳ καὶ τῷ ἀεὶ ὄντι, καὶ οἵα ἂν γένοιτο τῷ τοιούτῳ πᾶσα ἐπισπομένη καὶ ὑπὸ ταύτης τῆς ὁρμῆς ἐκκομισθεῖσα ἐκ τοῦ πόντου ἐν ᾧ νῦν ἐστίν, καὶ περικρουσθεῖσα πέτρας [612a] τε καὶ ὄστρεα ἃ νῦν αὐτῇ, ἅτε γῆν ἑστιωμένῃ, γεηρὰ καὶ πετρώδη πολλὰ καὶ ἄγρια περιπέφυκεν ὑπὸ τῶν εὐδαιμόνων λεγομένων ἑστιάσεων. καὶ τότ᾽ ἄν τις ἴδοι αὐτῆς τὴν ἀληθῆ φύσιν, εἴτε πολυειδὴς εἴτε μονοειδής, εἴτε ὅπῃ ἔχει καὶ ὅπως· νῦν δὲ τὰ ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ βίῳ πάθη τε καὶ εἴδη, ὡς ἐγᾦμαι, ἐπιεικῶς αὐτῆς διεληλύθαμεν.
Παντάπασι μὲν οὖν, ἔφη.
Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τά τε ἄλλα ἀπελυσάμεθα ἐν τῷ λόγῳ, [612b] καὶ οὐ τοὺς μισθοὺς οὐδὲ τὰς δόξας δικαιοσύνης ἐπῃνέκαμεν, ὥσπερ Ἡσίοδόν τε καὶ Ὅμηρον ὑμεῖς ἔφατε, ἀλλ᾽ αὐτὸ δικαιοσύνην αὐτῇ ψυχῇ ἄριστον ηὕρομεν, καὶ ποιητέον εἶναι αὐτῇ τὰ δίκαια, ἐάντ᾽ ἔχῃ τὸν Γύγου δακτύλιον, ἐάντε μή, καὶ πρὸς τοιούτῳ δακτυλίῳ τὴν Ἄιδος κυνῆν;
Ἀληθέστατα, ἔφη, λέγεις.
Ἆρ᾽ οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Γλαύκων, νῦν ἤδη ἀνεπίφθονόν ἐστιν πρὸς ἐκείνοις καὶ τοὺς μισθοὺς τῇ δικαιοσύνῃ καὶ τῇ [612c] ἄλλῃ ἀρετῇ ἀποδοῦναι, ὅσους τε καὶ οἵους τῇ ψυχῇ παρέχει παρ᾽ ἀνθρώπων τε καὶ θεῶν, ζῶντός τε ἔτι τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐπειδὰν τελευτήσῃ;
Παντάπασι μὲν οὖν, ἦ δ᾽ ὅς.
Ἆρ᾽ οὖν ἀποδώσετέ μοι ἃ ἐδανείσασθε ἐν τῷ λόγῳ;
Τί μάλιστα;
Ἔδωκα ὑμῖν τὸν δίκαιον δοκεῖν ἄδικον εἶναι καὶ τὸν ἄδικον δίκαιον· ὑμεῖς γὰρ ᾐτεῖσθε, κἂν εἰ μὴ δυνατὸν εἴη ταῦτα λανθάνειν καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους, ὅμως δοτέον εἶναι τοῦ λόγου ἕνεκα, ἵνα αὐτὴ δικαιοσύνη πρὸς ἀδικίαν αὐτὴν [612d] κριθείη. ἢ οὐ μνημονεύεις;
Ἀδικοίην μεντἄν, ἔφη, εἰ μή.
Ἐπειδὴ τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, κεκριμέναι εἰσί, πάλιν ἀπαιτῶ ὑπὲρ δικαιοσύνης, ὥσπερ ἔχει δόξης καὶ παρὰ θεῶν καὶ παρ᾽ ἀνθρώπων, καὶ ἡμᾶς ὁμολογεῖν περὶ αὐτῆς δοκεῖσθαι οὕτω, ἵνα καὶ τὰ νικητήρια κομίσηται, ἀπὸ τοῦ δοκεῖν κτωμένη ἃ δίδωσι τοῖς ἔχουσιν αὐτήν, ἐπειδὴ καὶ τὰ ἀπὸ τοῦ εἶναι ἀγαθὰ διδοῦσα ἐφάνη καὶ οὐκ ἐξαπατῶσα τοὺς τῷ ὄντι λαμβάνοντας αὐτήν.
[612e] Δίκαια, ἔφη, αἰτῇ.
Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, πρῶτον μὲν τοῦτο ἀποδώσετε, ὅτι θεούς γε οὐ λανθάνει ἑκάτερος αὐτῶν οἷός ἐστιν;
Ἀποδώσομεν, ἔφη.
Εἰ δὲ μὴ λανθάνετον, ὁ μὲν θεοφιλὴς ἂν εἴη, ὁ δὲ θεομισής, ὥσπερ καὶ κατ᾽ ἀρχὰς ὡμολογοῦμεν.
Ἔστι ταῦτα.
Τῷ δὲ θεοφιλεῖ οὐχ ὁμολογήσομεν, ὅσα γε ἀπὸ θεῶν [613a] γίγνεται, πάντα γίγνεσθαι ὡς οἷόν τε ἄριστα, εἰ μή τι ἀναγκαῖον αὐτῷ κακὸν ἐκ προτέρας ἁμαρτίας ὑπῆρχεν;
Πάνυ μὲν οὖν.
Οὕτως ἄρα ὑποληπτέον περὶ τοῦ δικαίου ἀνδρός, ἐάντ᾽ ἐν πενίᾳ γίγνηται ἐάντ᾽ ἐν νόσοις ἤ τινι ἄλλῳ τῶν δοκούντων κακῶν, ὡς τούτῳ ταῦτα εἰς ἀγαθόν τι τελευτήσει ζῶντι ἢ καὶ ἀποθανόντι. οὐ γὰρ δὴ ὑπό γε θεῶν ποτε ἀμελεῖται ὃς ἂν προθυμεῖσθαι ἐθέλῃ δίκαιος γίγνεσθαι καὶ ἐπιτηδεύων [613b] ἀρετὴν εἰς ὅσον δυνατὸν ἀνθρώπῳ ὁμοιοῦσθαι θεῷ.
Εἰκός γ᾽, ἔφη, τὸν τοιοῦτον μὴ ἀμελεῖσθαι ὑπὸ τοῦ ὁμοίου.
Οὐκοῦν περὶ τοῦ ἀδίκου τἀναντία τούτων δεῖ διανοεῖσθαι;
Σφόδρα γε.
Τὰ μὲν δὴ παρὰ θεῶν τοιαῦτ᾽ ἄττ᾽ ἂν εἴη νικητήρια τῷ δικαίῳ.
Κατὰ γοῦν ἐμὴν δόξαν, ἔφη.
Τί δέ, ἦν δ᾽ ἐγώ, παρ᾽ ἀνθρώπων; ἆρ᾽ οὐχ ὧδε ἔχει, εἰ δεῖ τὸ ὂν τιθέναι; οὐχ οἱ μὲν δεινοί τε καὶ ἄδικοι δρῶσιν ὅπερ οἱ δρομῆς ὅσοι ἂν θέωσιν εὖ ἀπὸ τῶν κάτω, ἀπὸ δὲ τῶν ἄνω μή; τὸ μὲν πρῶτον ὀξέως ἀποπηδῶσιν, τελευτῶντες [613c] δὲ καταγέλαστοι γίγνονται, τὰ ὦτα ἐπὶ τῶν ὤμων ἔχοντες καὶ ἀστεφάνωτοι ἀποτρέχοντες· οἱ δὲ τῇ ἀληθείᾳ δρομικοὶ εἰς τέλος ἐλθόντες τά τε ἆθλα λαμβάνουσιν καὶ στεφανοῦνται. οὐχ οὕτω καὶ περὶ τῶν δικαίων τὸ πολὺ συμβαίνει; πρὸς τὸ τέλος ἑκάστης πράξεως καὶ ὁμιλίας καὶ τοῦ βίου εὐδοκιμοῦσί τε καὶ τὰ ἆθλα παρὰ τῶν ἀνθρώπων φέρονται;
Καὶ μάλα.
Ἀνέξῃ ἄρα λέγοντος ἐμοῦ περὶ τούτων ἅπερ αὐτὸς ἔλεγες [613d] περὶ τῶν ἀδίκων; ἐρῶ γὰρ δὴ ὅτι οἱ μὲν δίκαιοι, ἐπειδὰν πρεσβύτεροι γένωνται, ἐν τῇ αὑτῶν πόλει ἄρχουσί τε ἂν βούλωνται τὰς ἀρχάς, γαμοῦσί τε ὁπόθεν ἂν βούλωνται, ἐκδιδόασί τε εἰς οὓς ἂν ἐθέλωσι· καὶ πάντα ἃ σὺ περὶ ἐκείνων, ἐγὼ νῦν λέγω περὶ τῶνδε. καὶ αὖ καὶ περὶ τῶν ἀδίκων, ὅτι οἱ πολλοὶ αὐτῶν, καὶ ἐὰν νέοι ὄντες λάθωσιν, ἐπὶ τέλους τοῦ δρόμου αἱρεθέντες καταγέλαστοί εἰσιν καὶ γέροντες γιγνόμενοι ἄθλιοι προπηλακίζονται ὑπὸ ξένων τε [613e] καὶ ἀστῶν, μαστιγούμενοι καὶ ἃ ἄγροικα ἔφησθα σὺ εἶναι, ἀληθῆ λέγων —εἶτα στρεβλώσονται καὶ ἐκκαυθήσονται— πάντα ἐκεῖνα οἴου καὶ ἐμοῦ ἀκηκοέναι ὡς πάσχουσιν. ἀλλ᾽ ὃ λέγω, ὅρα εἰ ἀνέξῃ.
Καὶ πάνυ, ἔφη· δίκαια γὰρ λέγεις.
Ἃ μὲν τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ζῶντι τῷ δικαίῳ παρὰ θεῶν τε [614a] καὶ ἀνθρώπων ἆθλά τε καὶ μισθοὶ καὶ δῶρα γίγνεται πρὸς ἐκείνοις τοῖς ἀγαθοῖς οἷς αὐτὴ παρείχετο ἡ δικαιοσύνη, τοιαῦτ᾽ ἂν εἴη.
Καὶ μάλ᾽, ἔφη, καλά τε καὶ βέβαια.
Ταῦτα τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὐδέν ἐστι πλήθει οὐδὲ μεγέθει πρὸς ἐκεῖνα ἃ τελευτήσαντα ἑκάτερον περιμένει· χρὴ δ᾽ αὐτὰ ἀκοῦσαι, ἵνα τελέως ἑκάτερος αὐτῶν ἀπειλήφῃ τὰ ὑπὸ τοῦ λόγου ὀφειλόμενα ἀκοῦσαι.
[614b] Λέγοις ἄν, ἔφη, ὡς οὐ πολλὰ ἄλλ᾽ ἥδιον ἀκούοντι.
Ἀλλ᾽ οὐ μέντοι σοι, ἦν δ᾽ ἐγώ, Ἀλκίνου γε ἀπόλογον ἐρῶ, ἀλλ᾽ ἀλκίμου μὲν ἀνδρός, Ἠρὸς τοῦ Ἀρμενίου, τὸ γένος Παμφύλου· ὅς ποτε ἐν πολέμῳ τελευτήσας, ἀναιρεθέντων δεκαταίων τῶν νεκρῶν ἤδη διεφθαρμένων, ὑγιὴς μὲν ἀνῃρέθη, κομισθεὶς δ᾽ οἴκαδε μέλλων θάπτεσθαι δωδεκαταῖος ἐπὶ τῇ πυρᾷ κείμενος ἀνεβίω, ἀναβιοὺς δ᾽ ἔλεγεν ἃ ἐκεῖ ἴδοι. ἔφη δέ, ἐπειδὴ οὗ ἐκβῆναι, τὴν ψυχὴν πορεύεσθαι [614c] μετὰ πολλῶν, καὶ ἀφικνεῖσθαι σφᾶς εἰς τόπον τινὰ δαιμόνιον, ἐν ᾧ τῆς τε γῆς δύ᾽ εἶναι χάσματα ἐχομένω ἀλλήλοιν καὶ τοῦ οὐρανοῦ αὖ ἐν τῷ ἄνω ἄλλα καταντικρύ. δικαστὰς δὲ μεταξὺ τούτων καθῆσθαι, οὕς, ἐπειδὴ διαδικάσειαν, τοὺς μὲν δικαίους κελεύειν πορεύεσθαι τὴν εἰς δεξιάν τε καὶ ἄνω διὰ τοῦ οὐρανοῦ, σημεῖα περιάψαντας τῶν δεδικασμένων ἐν τῷ πρόσθεν, τοὺς δὲ ἀδίκους τὴν εἰς ἀριστεράν τε καὶ κάτω, ἔχοντας καὶ τούτους ἐν τῷ ὄπισθεν σημεῖα πάντων ὧν [614d] ἔπραξαν. ἑαυτοῦ δὲ προσελθόντος εἰπεῖν ὅτι δέοι αὐτὸν ἄγγελον ἀνθρώποις γενέσθαι τῶν ἐκεῖ καὶ διακελεύοιντό οἱ ἀκούειν τε καὶ θεᾶσθαι πάντα τὰ ἐν τῷ τόπῳ. ὁρᾶν δὴ ταύτῃ μὲν καθ᾽ ἑκάτερον τὸ χάσμα τοῦ οὐρανοῦ τε καὶ τῆς γῆς ἀπιούσας τὰς ψυχάς, ἐπειδὴ αὐταῖς δικασθείη, κατὰ δὲ τὼ ἑτέρω ἐκ μὲν τοῦ ἀνιέναι ἐκ τῆς γῆς μεστὰς αὐχμοῦ τε καὶ κόνεως, ἐκ δὲ τοῦ ἑτέρου καταβαίνειν ἑτέρας ἐκ τοῦ [614e] οὐρανοῦ καθαράς. καὶ τὰς ἀεὶ ἀφικνουμένας ὥσπερ ἐκ πολλῆς πορείας φαίνεσθαι ἥκειν, καὶ ἁσμένας εἰς τὸν λειμῶνα ἀπιούσας οἷον ἐν πανηγύρει κατασκηνᾶσθαι, καὶ ἀσπάζεσθαί τε ἀλλήλας ὅσαι γνώριμαι, καὶ πυνθάνεσθαι τάς τε ἐκ τῆς γῆς ἡκούσας παρὰ τῶν ἑτέρων τὰ ἐκεῖ καὶ τὰς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ τὰ παρ᾽ ἐκείναις. διηγεῖσθαι δὲ ἀλλήλαις τὰς [615a] μὲν ὀδυρομένας τε καὶ κλαούσας, ἀναμιμνῃσκομένας ὅσα τε καὶ οἷα πάθοιεν καὶ ἴδοιεν ἐν τῇ ὑπὸ γῆς πορείᾳ —εἶναι δὲ τὴν πορείαν χιλιέτη— τὰς δ᾽ αὖ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ εὐπαθείας διηγεῖσθαι καὶ θέας ἀμηχάνους τὸ κάλλος. τὰ μὲν οὖν πολλά, ὦ Γλαύκων, πολλοῦ χρόνου διηγήσασθαι· τὸ δ᾽ οὖν κεφάλαιον ἔφη τόδε εἶναι, ὅσα πώποτέ τινα ἠδίκησαν καὶ ὅσους ἕκαστοι, ὑπὲρ ἁπάντων δίκην δεδωκέναι ἐν μέρει, ὑπὲρ ἑκάστου δεκάκις —τοῦτο δ᾽ εἶναι κατὰ ἑκατονταετηρίδα [615b] ἑκάστην, ὡς βίου ὄντος τοσούτου τοῦ ἀνθρωπίνου— ἵνα δεκαπλάσιον τὸ ἔκτεισμα τοῦ ἀδικήματος ἐκτίνοιεν, καὶ οἷον εἴ τινες πολλοῖς θανάτων ἦσαν αἴτιοι, ἢ πόλεις προδόντες ἢ στρατόπεδα, καὶ εἰς δουλείας ἐμβεβληκότες ἤ τινος ἄλλης κακουχίας μεταίτιοι, πάντων τούτων δεκαπλασίας ἀλγηδόνας ὑπὲρ ἑκάστου κομίσαιντο, καὶ αὖ εἴ τινας εὐεργεσίας εὐεργετηκότες καὶ δίκαιοι καὶ ὅσιοι γεγονότες εἶεν, κατὰ ταὐτὰ [615c] τὴν ἀξίαν κομίζοιντο. τῶν δὲ εὐθὺς γενομένων καὶ ὀλίγον χρόνον βιούντων πέρι ἄλλα ἔλεγεν οὐκ ἄξια μνήμης. εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο.
Ἔφη γὰρ δὴ παραγενέσθαι ἐρωτωμένῳ ἑτέρῳ ὑπὸ ἑτέρου ὅπου εἴη Ἀρδιαῖος ὁ μέγας. ὁ δὲ Ἀρδιαῖος οὗτος τῆς Παμφυλίας ἔν τινι πόλει τύραννος ἐγεγόνει, ἤδη χιλιοστὸν ἔτος εἰς ἐκεῖνον τὸν χρόνον, γέροντά τε πατέρα ἀποκτείνας [615d] καὶ πρεσβύτερον ἀδελφόν, καὶ ἄλλα δὴ πολλά τε καὶ ἀνόσια εἰργασμένος, ὡς ἐλέγετο. ἔφη οὖν τὸν ἐρωτώμενον εἰπεῖν, «Οὐχ ἥκει,» φάναι, «οὐδ᾽ ἂν ἥξει δεῦρο. ἐθεασάμεθα γὰρ οὖν δὴ καὶ τοῦτο τῶν δεινῶν θεαμάτων· ἐπειδὴ ἐγγὺς τοῦ στομίου ἦμεν μέλλοντες ἀνιέναι καὶ τἆλλα πάντα πεπονθότες, ἐκεῖνόν τε κατείδομεν ἐξαίφνης καὶ ἄλλους —σχεδόν τι αὐτῶν τοὺς πλείστους τυράννους· ἦσαν δὲ καὶ ἰδιῶταί τινες τῶν [615e] μεγάλα ἡμαρτηκότων— οὓς οἰομένους ἤδη ἀναβήσεσθαι οὐκ ἐδέχετο τὸ στόμιον, ἀλλ᾽ ἐμυκᾶτο ὁπότε τις τῶν οὕτως ἀνιάτως ἐχόντων εἰς πονηρίαν ἢ μὴ ἱκανῶς δεδωκὼς δίκην ἐπιχειροῖ ἀνιέναι. ἐνταῦθα δὴ ἄνδρες, ἔφη, ἄγριοι, διάπυροι ἰδεῖν, παρεστῶτες καὶ καταμανθάνοντες τὸ φθέγμα, τοὺς μὲν διαλαβόντες ἦγον, τὸν δὲ Ἀρδιαῖον καὶ ἄλλους συμποδίσαντες [616a] χεῖράς τε καὶ πόδας καὶ κεφαλήν, καταβαλόντες καὶ ἐκδείραντες, εἷλκον παρὰ τὴν ὁδὸν ἐκτὸς ἐπ᾽ ἀσπαλάθων κνάμπτοντες, καὶ τοῖς ἀεὶ παριοῦσι σημαίνοντες ὧν ἕνεκά τε καὶ ὅτι εἰς τὸν Τάρταρον ἐμπεσούμενοι ἄγοιντο.» ἔνθα δὴ φόβων, ἔφη, πολλῶν καὶ παντοδαπῶν σφίσι γεγονότων, τοῦτον ὑπερβάλλειν, μὴ γένοιτο ἑκάστῳ τὸ φθέγμα ὅτε ἀναβαίνοι, καὶ ἁσμενέστατα ἕκαστον σιγήσαντος ἀναβῆναι. καὶ τὰς μὲν δὴ δίκας τε καὶ τιμωρίας τοιαύτας τινὰς [616b] εἶναι, καὶ αὖ τὰς εὐεργεσίας ταύταις ἀντιστρόφους. ἐπειδὴ δὲ τοῖς ἐν τῷ λειμῶνι ἑκάστοις ἑπτὰ ἡμέραι γένοιντο, ἀναστάντας ἐντεῦθεν δεῖν τῇ ὀγδόῃ πορεύεσθαι, καὶ ἀφικνεῖσθαι τεταρταίους ὅθεν καθορᾶν ἄνωθεν διὰ παντὸς τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆς τεταμένον φῶς εὐθύ, οἷον κίονα, μάλιστα τῇ ἴριδι προσφερῆ, λαμπρότερον δὲ καὶ καθαρώτερον· εἰς ὃ ἀφικέσθαι προελθόντες ἡμερησίαν ὁδόν, καὶ ἰδεῖν αὐτόθι κατὰ [616c] μέσον τὸ φῶς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ τὰ ἄκρα αὐτοῦ τῶν δεσμῶν τεταμένα —εἶναι γὰρ τοῦτο τὸ φῶς σύνδεσμον τοῦ οὐρανοῦ, οἷον τὰ ὑποζώματα τῶν τριήρων, οὕτω πᾶσαν συνέχον τὴν περιφοράν— ἐκ δὲ τῶν ἄκρων τεταμένον Ἀνάγκης ἄτρακτον, δι᾽ οὗ πάσας ἐπιστρέφεσθαι τὰς περιφοράς· οὗ τὴν μὲν ἠλακάτην τε καὶ τὸ ἄγκιστρον εἶναι ἐξ ἀδάμαντος, τὸν δὲ σφόνδυλον μεικτὸν ἔκ τε τούτου καὶ ἄλλων γενῶν. τὴν δὲ [616d] τοῦ σφονδύλου φύσιν εἶναι τοιάνδε· τὸ μὲν σχῆμα οἵαπερ ἡ τοῦ ἐνθάδε, νοῆσαι δὲ δεῖ ἐξ ὧν ἔλεγεν τοιόνδε αὐτὸν εἶναι, ὥσπερ ἂν εἰ ἐν ἑνὶ μεγάλῳ σφονδύλῳ κοίλῳ καὶ ἐξεγλυμμένῳ διαμπερὲς ἄλλος τοιοῦτος ἐλάττων ἐγκέοιτο ἁρμόττων, καθάπερ οἱ κάδοι οἱ εἰς ἀλλήλους ἁρμόττοντες, καὶ οὕτω δὴ τρίτον ἄλλον καὶ τέταρτον καὶ ἄλλους τέτταρας. ὀκτὼ γὰρ εἶναι τοὺς σύμπαντας σφονδύλους, ἐν ἀλλήλοις ἐγκειμένους, [616e] κύκλους ἄνωθεν τὰ χείλη φαίνοντας, νῶτον συνεχὲς ἑνὸς σφονδύλου ἀπεργαζομένους περὶ τὴν ἠλακάτην· ἐκείνην δὲ διὰ μέσου τοῦ ὀγδόου διαμπερὲς ἐληλάσθαι. τὸν μὲν οὖν πρῶτόν τε καὶ ἐξωτάτω σφόνδυλον πλατύτατον τὸν τοῦ χείλους κύκλον ἔχειν, τὸν δὲ τοῦ ἕκτου δεύτερον, τρίτον δὲ τὸν τοῦ τετάρτου, τέταρτον δὲ τὸν τοῦ ὀγδόου, πέμπτον δὲ τὸν τοῦ ἑβδόμου, ἕκτον δὲ τὸν τοῦ πέμπτου, ἕβδομον δὲ τὸν τοῦ τρίτου, ὄγδοον δὲ τὸν τοῦ δευτέρου. καὶ τὸν μὲν τοῦ μεγίστου ποικίλον, τὸν δὲ τοῦ ἑβδόμου λαμπρότατον, τὸν δὲ [617a] τοῦ ὀγδόου τὸ χρῶμα ἀπὸ τοῦ ἑβδόμου ἔχειν προσλάμποντος, τὸν δὲ τοῦ δευτέρου καὶ πέμπτου παραπλήσια ἀλλήλοις, ξανθότερα ἐκείνων, τρίτον δὲ λευκότατον χρῶμα ἔχειν, τέταρτον δὲ ὑπέρυθρον, δεύτερον δὲ λευκότητι τὸν ἕκτον. κυκλεῖσθαι δὲ δὴ στρεφόμενον τὸν ἄτρακτον ὅλον μὲν τὴν αὐτὴν φοράν, ἐν δὲ τῷ ὅλῳ περιφερομένῳ τοὺς μὲν ἐντὸς ἑπτὰ κύκλους τὴν ἐναντίαν τῷ ὅλῳ ἠρέμα περιφέρεσθαι, αὐτῶν δὲ τούτων τάχιστα μὲν ἰέναι τὸν ὄγδοον, δευτέρους δὲ καὶ ἅμα [617b] ἀλλήλοις τόν τε ἕβδομον καὶ ἕκτον καὶ πέμπτον· [τὸν] τρίτον δὲ φορᾷ ἰέναι, ὡς σφίσι φαίνεσθαι, ἐπανακυκλούμενον τὸν τέταρτον, τέταρτον δὲ τὸν τρίτον καὶ πέμπτον τὸν δεύτερον. στρέφεσθαι δὲ αὐτὸν ἐν τοῖς τῆς Ἀνάγκης γόνασιν. ἐπὶ δὲ τῶν κύκλων αὐτοῦ ἄνωθεν ἐφ᾽ ἑκάστου βεβηκέναι Σειρῆνα συμπεριφερομένην, φωνὴν μίαν ἱεῖσαν, ἕνα τόνον· ἐκ πασῶν δὲ ὀκτὼ οὐσῶν μίαν ἁρμονίαν συμφωνεῖν. ἄλλας δὲ καθημένας [617c] πέριξ δι᾽ ἴσου τρεῖς, ἐν θρόνῳ ἑκάστην, θυγατέρας τῆς Ἀνάγκης, Μοίρας, λευχειμονούσας, στέμματα ἐπὶ τῶν κεφαλῶν ἐχούσας, Λάχεσίν τε καὶ Κλωθὼ καὶ Ἄτροπον, ὑμνεῖν πρὸς τὴν τῶν Σειρήνων ἁρμονίαν, Λάχεσιν μὲν τὰ γεγονότα, Κλωθὼ δὲ τὰ ὄντα, Ἄτροπον δὲ τὰ μέλλοντα. καὶ τὴν μὲν Κλωθὼ τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἐφαπτομένην συνεπιστρέφειν τοῦ ἀτράκτου τὴν ἔξω περιφοράν, διαλείπουσαν χρόνον, τὴν δὲ Ἄτροπον τῇ ἀριστερᾷ τὰς ἐντὸς αὖ ὡσαύτως· τὴν δὲ Λάχεσιν [617d] ἐν μέρει ἑκατέρας ἑκατέρᾳ τῇ χειρὶ ἐφάπτεσθαι. σφᾶς οὖν, ἐπειδὴ ἀφικέσθαι, εὐθὺς δεῖν ἰέναι πρὸς τὴν Λάχεσιν. προφήτην οὖν τινα σφᾶς πρῶτον μὲν ἐν τάξει διαστῆσαι, ἔπειτα λαβόντα ἐκ τῶν τῆς Λαχέσεως γονάτων κλήρους τε καὶ βίων παραδείγματα, ἀναβάντα ἐπί τι βῆμα ὑψηλὸν εἰπεῖν—
«Ἀνάγκης θυγατρὸς κόρης Λαχέσεως λόγος. Ψυχαὶ ἐφήμεροι, ἀρχὴ ἄλλης περιόδου θνητοῦ γένους θανατηφόρου. [617e] οὐχ ὑμᾶς δαίμων λήξεται, ἀλλ᾽ ὑμεῖς δαίμονα αἱρήσεσθε. πρῶτος δ᾽ ὁ λαχὼν πρῶτος αἱρείσθω βίον ᾧ συνέσται ἐξ ἀνάγκης. ἀρετὴ δὲ ἀδέσποτον, ἣν τιμῶν καὶ ἀτιμάζων πλέον καὶ ἔλαττον αὐτῆς ἕκαστος ἕξει. αἰτία ἑλομένου· θεὸς ἀναίτιος.»
Ταῦτα εἰπόντα ῥῖψαι ἐπὶ πάντας τοὺς κλήρους, τὸν δὲ παρ᾽ αὑτὸν πεσόντα ἕκαστον ἀναιρεῖσθαι πλὴν οὗ, ἓ δὲ οὐκ ἐᾶν· τῷ δὲ ἀνελομένῳ δῆλον εἶναι ὁπόστος εἰλήχει. [618a] μετὰ δὲ τοῦτο αὖθις τὰ τῶν βίων παραδείγματα εἰς τὸ πρόσθεν σφῶν θεῖναι ἐπὶ τὴν γῆν, πολὺ πλείω τῶν παρόντων. εἶναι δὲ παντοδαπά· ζῴων τε γὰρ πάντων βίους καὶ δὴ καὶ τοὺς ἀνθρωπίνους ἅπαντας. τυραννίδας τε γὰρ ἐν αὐτοῖς εἶναι, τὰς μὲν διατελεῖς, τὰς δὲ καὶ μεταξὺ διαφθειρομένας καὶ εἰς πενίας τε καὶ φυγὰς καὶ εἰς πτωχείας τελευτώσας· εἶναι δὲ καὶ δοκίμων ἀνδρῶν βίους, τοὺς μὲν ἐπὶ εἴδεσιν καὶ κατὰ κάλλη καὶ τὴν ἄλλην ἰσχύν [618b] τε καὶ ἀγωνίαν, τοὺς δ᾽ ἐπὶ γένεσιν καὶ προγόνων ἀρεταῖς, καὶ ἀδοκίμων κατὰ ταῦτα, ὡσαύτως δὲ καὶ γυναικῶν. ψυχῆς δὲ τάξιν οὐκ ἐνεῖναι διὰ τὸ ἀναγκαίως ἔχειν ἄλλον ἑλομένην βίον ἀλλοίαν γίγνεσθαι· τὰ δ᾽ ἄλλα ἀλλήλοις τε καὶ πλούτοις καὶ πενίαις, τὰ δὲ νόσοις, τὰ δ᾽ ὑγιείαις μεμεῖχθαι, τὰ δὲ καὶ μεσοῦν τούτων. ἔνθα δή, ὡς ἔοικεν, ὦ φίλε Γλαύκων, ὁ πᾶς κίνδυνος ἀνθρώπῳ, καὶ διὰ ταῦτα μάλιστα [618c] ἐπιμελητέον ὅπως ἕκαστος ἡμῶν τῶν ἄλλων μαθημάτων ἀμελήσας τούτου τοῦ μαθήματος καὶ ζητητὴς καὶ μαθητὴς ἔσται, ἐάν ποθεν οἷός τ᾽ ᾖ μαθεῖν καὶ ἐξευρεῖν τίς αὐτὸν ποιήσει δυνατὸν καὶ ἐπιστήμονα, βίον καὶ χρηστὸν καὶ πονηρὸν διαγιγνώσκοντα, τὸν βελτίω ἐκ τῶν δυνατῶν ἀεὶ πανταχοῦ αἱρεῖσθαι· ἀναλογιζόμενον πάντα τὰ νυνδὴ ῥηθέντα καὶ συντιθέμενα ἀλλήλοις καὶ διαιρούμενα πρὸς ἀρετὴν βίου πῶς ἔχει, εἰδέναι τί κάλλος πενίᾳ ἢ πλούτῳ κραθὲν καὶ [618d] μετὰ ποίας τινὸς ψυχῆς ἕξεως κακὸν ἢ ἀγαθὸν ἐργάζεται, καὶ τί εὐγένειαι καὶ δυσγένειαι καὶ ἰδιωτεῖαι καὶ ἀρχαὶ καὶ ἰσχύες καὶ ἀσθένειαι καὶ εὐμαθίαι καὶ δυσμαθίαι καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα τῶν φύσει περὶ ψυχὴν ὄντων καὶ τῶν ἐπικτήτων τί συγκεραννύμενα πρὸς ἄλληλα ἐργάζεται, ὥστε ἐξ ἁπάντων αὐτῶν δυνατὸν εἶναι συλλογισάμενον αἱρεῖσθαι, πρὸς τὴν τῆς ψυχῆς φύσιν ἀποβλέποντα, τόν τε χείρω καὶ τὸν ἀμείνω [618e] βίον, χείρω μὲν καλοῦντα ὃς αὐτὴν ἐκεῖσε ἄξει, εἰς τὸ ἀδικωτέραν γίγνεσθαι, ἀμείνω δὲ ὅστις εἰς τὸ δικαιοτέραν. τὰ δὲ ἄλλα πάντα χαίρειν ἐάσει· ἑωράκαμεν γὰρ ὅτι ζῶντί τε καὶ τελευτήσαντι αὕτη κρατίστη αἵρεσις. ἀδαμαντίνως δὴ [619a] δεῖ ταύτην τὴν δόξαν ἔχοντα εἰς Ἅιδου ἰέναι, ὅπως ἂν ᾖ καὶ ἐκεῖ ἀνέκπληκτος ὑπὸ πλούτων τε καὶ τῶν τοιούτων κακῶν, καὶ μὴ ἐμπεσὼν εἰς τυραννίδας καὶ ἄλλας τοιαύτας πράξεις πολλὰ μὲν ἐργάσηται καὶ ἀνήκεστα κακά, ἔτι δὲ αὐτὸς μείζω πάθῃ, ἀλλὰ γνῷ τὸν μέσον ἀεὶ τῶν τοιούτων βίον αἱρεῖσθαι καὶ φεύγειν τὰ ὑπερβάλλοντα ἑκατέρωσε καὶ ἐν τῷδε τῷ βίῳ κατὰ τὸ δυνατὸν καὶ ἐν παντὶ τῷ ἔπειτα· οὕτω γὰρ [619b] εὐδαιμονέστατος γίγνεται ἄνθρωπος.
Καὶ δὴ οὖν καὶ τότε ὁ ἐκεῖθεν ἄγγελος ἤγγελλε τὸν μὲν προφήτην οὕτως εἰπεῖν· «Καὶ τελευταίῳ ἐπιόντι, ξὺν νῷ ἑλομένῳ, συντόνως ζῶντι κεῖται βίος ἀγαπητός, οὐ κακός. μήτε ὁ ἄρχων αἱρέσεως ἀμελείτω μήτε ὁ τελευτῶν ἀθυμείτω.»
Εἰπόντος δὲ ταῦτα τὸν πρῶτον λαχόντα ἔφη εὐθὺς ἐπιόντα τὴν μεγίστην τυραννίδα ἑλέσθαι, καὶ ὑπὸ ἀφροσύνης τε καὶ λαιμαργίας οὐ πάντα ἱκανῶς ἀνασκεψάμενον ἑλέσθαι, ἀλλ᾽ [619c] αὐτὸν λαθεῖν ἐνοῦσαν εἱμαρμένην παίδων αὑτοῦ βρώσεις καὶ ἄλλα κακά· ἐπειδὴ δὲ κατὰ σχολὴν σκέψασθαι, κόπτεσθαί τε καὶ ὀδύρεσθαι τὴν αἵρεσιν, οὐκ ἐμμένοντα τοῖς προρρηθεῖσιν ὑπὸ τοῦ προφήτου· οὐ γὰρ ἑαυτὸν αἰτιᾶσθαι τῶν κακῶν, ἀλλὰ τύχην τε καὶ δαίμονας καὶ πάντα μᾶλλον ἀνθ᾽ ἑαυτοῦ. εἶναι δὲ αὐτὸν τῶν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἡκόντων, ἐν τεταγμένῃ πολιτείᾳ ἐν τῷ προτέρῳ βίῳ βεβιωκότα, ἔθει [619d] ἄνευ φιλοσοφίας ἀρετῆς μετειληφότα. ὡς δὲ καὶ εἰπεῖν, οὐκ ἐλάττους εἶναι ἐν τοῖς τοιούτοις ἁλισκομένους τοὺς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἥκοντας, ἅτε πόνων ἀγυμνάστους· τῶν δ᾽ ἐκ τῆς γῆς τοὺς πολλούς, ἅτε αὐτούς τε πεπονηκότας ἄλλους τε ἑωρακότας, οὐκ ἐξ ἐπιδρομῆς τὰς αἱρέσεις ποιεῖσθαι. διὸ δὴ καὶ μεταβολὴν τῶν κακῶν καὶ τῶν ἀγαθῶν ταῖς πολλαῖς τῶν ψυχῶν γίγνεσθαι καὶ διὰ τὴν τοῦ κλήρου τύχην· ἐπεὶ εἴ τις ἀεί, ὁπότε εἰς τὸν ἐνθάδε βίον ἀφικνοῖτο, ὑγιῶς φιλοσοφοῖ [619e] καὶ ὁ κλῆρος αὐτῷ τῆς αἱρέσεως μὴ ἐν τελευταίοις πίπτοι, κινδυνεύει ἐκ τῶν ἐκεῖθεν ἀπαγγελλομένων οὐ μόνον ἐνθάδε εὐδαιμονεῖν ἄν, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐνθένδε ἐκεῖσε καὶ δεῦρο πάλιν πορείαν οὐκ ἂν χθονίαν καὶ τραχεῖαν πορεύεσθαι, ἀλλὰ λείαν τε καὶ οὐρανίαν.
Ταύτην γὰρ δὴ ἔφη τὴν θέαν ἀξίαν εἶναι ἰδεῖν, ὡς ἕκασται [620a] αἱ ψυχαὶ ᾑροῦντο τοὺς βίους· ἐλεινήν τε γὰρ ἰδεῖν εἶναι καὶ γελοίαν καὶ θαυμασίαν. κατὰ συνήθειαν γὰρ τοῦ προτέρου βίου τὰ πολλὰ αἱρεῖσθαι. ἰδεῖν μὲν γὰρ ψυχὴν ἔφη τήν ποτε Ὀρφέως γενομένην κύκνου βίον αἱρουμένην, μίσει τοῦ γυναικείου γένους διὰ τὸν ὑπ᾽ ἐκείνων θάνατον οὐκ ἐθέλουσαν ἐν γυναικὶ γεννηθεῖσαν γενέσθαι· ἰδεῖν δὲ τὴν Θαμύρου ἀηδόνος ἑλομένην· ἰδεῖν δὲ καὶ κύκνον μεταβάλλοντα εἰς ἀνθρωπίνου βίου αἵρεσιν, καὶ ἄλλα ζῷα μουσικὰ ὡσαύτως. [620b] εἰκοστὴν δὲ λαχοῦσαν ψυχὴν ἑλέσθαι λέοντος βίον· εἶναι δὲ τὴν Αἴαντος τοῦ Τελαμωνίου, φεύγουσαν ἄνθρωπον γενέσθαι, μεμνημένην τῆς τῶν ὅπλων κρίσεως. τὴν δ᾽ ἐπὶ τούτῳ Ἀγαμέμνονος· ἔχθρᾳ δὲ καὶ ταύτην τοῦ ἀνθρωπίνου γένους διὰ τὰ πάθη ἀετοῦ διαλλάξαι βίον. ἐν μέσοις δὲ λαχοῦσαν τὴν Ἀταλάντης ψυχήν, κατιδοῦσαν μεγάλας τιμὰς ἀθλητοῦ ἀνδρός, οὐ δύνασθαι παρελθεῖν, ἀλλὰ λαβεῖν. μετὰ [620c] δὲ ταύτην ἰδεῖν τὴν Ἐπειοῦ τοῦ Πανοπέως εἰς τεχνικῆς γυναικὸς ἰοῦσαν φύσιν· πόρρω δ᾽ ἐν ὑστάτοις ἰδεῖν τὴν τοῦ γελωτοποιοῦ Θερσίτου πίθηκον ἐνδυομένην. κατὰ τύχην δὲ τὴν Ὀδυσσέως λαχοῦσαν πασῶν ὑστάτην αἱρησομένην ἰέναι, μνήμῃ δὲ τῶν προτέρων πόνων φιλοτιμίας λελωφηκυῖαν ζητεῖν περιιοῦσαν χρόνον πολὺν βίον ἀνδρὸς ἰδιώτου ἀπράγμονος, καὶ μόγις εὑρεῖν κείμενόν που καὶ παρημελημένον [620d] ὑπὸ τῶν ἄλλων, καὶ εἰπεῖν ἰδοῦσαν ὅτι τὰ αὐτὰ ἂν ἔπραξεν καὶ πρώτη λαχοῦσα, καὶ ἁσμένην ἑλέσθαι. καὶ ἐκ τῶν ἄλλων δὴ θηρίων ὡσαύτως εἰς ἀνθρώπους ἰέναι καὶ εἰς ἄλληλα, τὰ μὲν ἄδικα εἰς τὰ ἄγρια, τὰ δὲ δίκαια εἰς τὰ ἥμερα μεταβάλλοντα, καὶ πάσας μείξεις μείγνυσθαι.
Ἐπειδὴ δ᾽ οὖν πάσας τὰς ψυχὰς τοὺς βίους ᾑρῆσθαι, ὥσπερ ἔλαχον ἐν τάξει προσιέναι πρὸς τὴν Λάχεσιν· ἐκείνην δ᾽ ἑκάστῳ ὃν εἵλετο δαίμονα, τοῦτον φύλακα συμπέμπειν [620e] τοῦ βίου καὶ ἀποπληρωτὴν τῶν αἱρεθέντων. ὃν πρῶτον μὲν ἄγειν αὐτὴν πρὸς τὴν Κλωθὼ ὑπὸ τὴν ἐκείνης χεῖρά τε καὶ ἐπιστροφὴν τῆς τοῦ ἀτράκτου δίνης, κυροῦντα ἣν λαχὼν εἵλετο μοῖραν· ταύτης δ᾽ ἐφαψάμενον αὖθις ἐπὶ τὴν τῆς Ἀτρόπου ἄγειν νῆσιν, ἀμετάστροφα τὰ ἐπικλωσθέντα ποιοῦντα· ἐντεῦθεν δὲ δὴ ἀμεταστρεπτὶ ὑπὸ τὸν τῆς [621a] Ἀνάγκης ἰέναι θρόνον, καὶ δι᾽ ἐκείνου διεξελθόντα, ἐπειδὴ καὶ οἱ ἄλλοι διῆλθον, πορεύεσθαι ἅπαντας εἰς τὸ τῆς Λήθης πεδίον διὰ καύματός τε καὶ πνίγους δεινοῦ· καὶ γὰρ εἶναι αὐτὸ κενὸν δένδρων τε καὶ ὅσα γῆ φύει. σκηνᾶσθαι οὖν σφᾶς ἤδη ἑσπέρας γιγνομένης παρὰ τὸν Ἀμέλητα ποταμόν, οὗ τὸ ὕδωρ ἀγγεῖον οὐδὲν στέγειν. μέτρον μὲν οὖν τι τοῦ ὕδατος πᾶσιν ἀναγκαῖον εἶναι πιεῖν, τοὺς δὲ φρονήσει μὴ σῳζομένους πλέον πίνειν τοῦ μέτρου· τὸν δὲ ἀεὶ πιόντα [621b] πάντων ἐπιλανθάνεσθαι. ἐπειδὴ δὲ κοιμηθῆναι καὶ μέσας νύκτας γενέσθαι, βροντήν τε καὶ σεισμὸν γενέσθαι, καὶ ἐντεῦθεν ἐξαπίνης ἄλλον ἄλλῃ φέρεσθαι ἄνω εἰς τὴν γένεσιν, ᾄττοντας ὥσπερ ἀστέρας. αὐτὸς δὲ τοῦ μὲν ὕδατος κωλυθῆναι πιεῖν· ὅπῃ μέντοι καὶ ὅπως εἰς τὸ σῶμα ἀφίκοιτο, οὐκ εἰδέναι, ἀλλ᾽ ἐξαίφνης ἀναβλέψας ἰδεῖν ἕωθεν αὑτὸν κείμενον ἐπὶ τῇ πυρᾷ.
Καὶ οὕτως, ὦ Γλαύκων, μῦθος ἐσώθη καὶ οὐκ ἀπώλετο, [621c] καὶ ἡμᾶς ἂν σώσειεν, ἂν πειθώμεθα αὐτῷ, καὶ τὸν τῆς Λήθης ποταμὸν εὖ διαβησόμεθα καὶ τὴν ψυχὴν οὐ μιανθησόμεθα. ἀλλ᾽ ἂν ἐμοὶ πειθώμεθα, νομίζοντες ἀθάνατον ψυχὴν καὶ δυνατὴν πάντα μὲν κακὰ ἀνέχεσθαι, πάντα δὲ ἀγαθά, τῆς ἄνω ὁδοῦ ἀεὶ ἑξόμεθα καὶ δικαιοσύνην μετὰ φρονήσεως παντὶ τρόπῳ ἐπιτηδεύσομεν, ἵνα καὶ ἡμῖν αὐτοῖς φίλοι ὦμεν καὶ τοῖς θεοῖς, αὐτοῦ τε μένοντες ἐνθάδε, καὶ ἐπειδὰν τὰ ἆθλα [621d] αὐτῆς κομιζώμεθα, ὥσπερ οἱ νικηφόροι περιαγειρόμενοι, καὶ ἐνθάδε καὶ ἐν τῇ χιλιέτει πορείᾳ, ἣν διεληλύθαμεν, εὖ πράττωμεν.

***
[611e] Στη φιλοσοφική της έφεση, και να στοχαστούμε τα όσα εγγίζει και επιζητεί μαζί τους να επικοινωνήσει, σα συγγενής που είναι με ό,τι θείο και αθάνατο και αιώνιο, για να καταλάβομε τί μπορεί να γίνει, άμα ακολουθώντας καθ᾽ ολοκληρίαν αυτό το θείο και αθάνατο και αιώνιο και με αυτή την ορμή πηδώντας έξω από τα βάθη της θάλασσας, όπου βρίσκεται τώρα, κατορθώσει ν᾽ αποτινάξει πέτρες [612a] και κοχύλια που τώρα είναι κολλημένα απάνω της, επειδή τρέφεται από τη γη με πολλά πράγματα γαιώδη και πετρώδη και άγρια στα μακαριστά από τους πολλούς θεωρούμενα γεύματά της. Και τότε θα ήταν δυνατόν να ιδεί κανείς την αληθινή της φύση, είτε είναι πολυειδής ή μονοειδής, είτε οποιαδήποτε άλλη είναι η ουσία και η σύνθεσή της· για την ώρα μού φαίνεται ότι αρκετά καλά έχομε εκθέσει τα πάθη και τις μορφές της κατά τον ανθρώπινο βίο της.
Με το παραπάνω.
Δεν κάναμε λοιπόν καλά που σ᾽ αυτή μας την έρευνα και τ᾽ άλλα επιχειρήματα ανασκευάσαμε [612b] και αποφύγαμε να επαινέσομε της δικαιοσύνης τις αμοιβές και τις δόξες που κατά τη γνώμη σας αναφέρει ο Ησίοδος και ο Όμηρος; Δεν αποδείξαμε ότι καθεαυτήν η δικαιοσύνη είναι το μεγαλύτερο αγαθό της ψυχής αυτής καθεαυτήν, και ότι η ψυχή πρέπει να πράττει τα δίκαια, είτε κατέχει το δαχτυλίδι του Γύγη είτε όχι, ακόμη κι αν έχει, μαζί μ᾽ αυτό το δαχτυλίδι, την περικεφαλαία του Άδη;
Αληθέστατα.

Οι αμοιβές του δικαίου ανθρώπου στην τωρινή ζωή
Θα μπορούσε τάχα κανείς από φθόνο να μη μας επιτρέψει, φίλε Γλαύκων, να ειπούμε τώρα για τη δικαιοσύνη και τις [612c] άλλες αρετές, κοντά στα πλεονεκτήματα που έχουν καθεαυτές, ποιές και πόσες ανταμοιβές εξασφαλίζουν στην ψυχή από ανθρώπους και θεούς, και στη ζωή και μετά θάνατον;
Καθόλου, νομίζω.
Θέλετε λοιπόν να μου επιστρέψετε εκείνα που σας δάνεισα στην αρχή της συζήτησής μας;
Τί πράγμα;
Δέχτηκα να σας παραχωρήσω ότι μπορεί να θεωρείται ο δίκαιος άνθρωπος άδικος, και ο άδικος δίκαιος, γιατί σεις το ζητήσατε· αν και δεν είναι δυνατόν να ξεγελάσει κανείς σ᾽ αυτά τα πράγματα θεούς και ανθρώπους, ας κάμομε μολαταύτα αυτή την υπόθεση για χάρη του λόγου, για να εξετασθεί η δικαιοσύνη καθεαυτήν στη σύγκρισή της με την αδικία καθεαυτήν πάλι. [612d] Ή δεν το θυμάσαι;
Θα είχα άδικο να μην το θυμάμαι.
Αφού λοιπόν εκρίθηκαν και οι δύο, απαιτώ τώρα υπέρ της δικαιοσύνης να της αναγνωρίσουμε κι εμείς ότι, όπως τη λογαριάζουν θεοί και άνθρωποι, τέτοια είναι και η πραγματική της αξία, ώστε να κερδίσει και τα βραβεία της νίκης, αφού όσα έχει αποκτήσει από τη φήμη της, αυτά παραχωρεί σ᾽ εκείνους που την έχουν· έγινε δα φανερό ότι τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από την πραγματική φύση της, εκείνη τα προσφέρει σ᾽ όσους πραγματικά τη δέχονται και δεν τους εξαπατά.
[612e] Δίκαιο είναι ό,τι απαιτείς γι᾽ αυτήν.
Πρώτο λοιπόν θα μου παραχωρήσετε τούτο, ότι είναι αδύνατον να γελαστούν οι θεοί για το ποιός είναι δίκαιος άνθρωπος και ποιός άδικος;
Σου το παραχωρούμε.
Και αφού δεν μπορούν να γελαστούν, δεν θα είναι στους θεούς αγαπητός ο πρώτος και ο άλλος μισητός, όπως και το παραδεχτήκαμε εξαρχής;
Έτσι είναι.
Έπειτα δεν θα ομολογήσομε ότι ο άνθρωπος που αγαπούν οι θεοί [613a] θα έχει να περιμένει τα μεγαλύτερα αγαθά, όσα δίνονται από τους θεούς, εκτός πια αν έχει να πληρώσει καμιά προγενέστερη αμαρτία;
Βεβαιότατα.
Πρέπει λοιπόν να έχομε τη βεβαιότητα για τον δίκαιο άνθρωπο, είτε φτώχεια τον βασανίζει είτε αρρώστια είτε κανέν᾽ άλλο από τα νομιζόμενα κακά, ότι στο τέλος όλ᾽ αυτά θα του βγουν σε καλό, ενόσω ακόμα ζει ή μετά τον θάνατό του. Γιατί ποτέ δεν εγκαταλείπεται από τους θεούς εκείνος που προθυμοποιείται να γίνει δίκαιος και ασκώντας [613b] την αρετή να εξομοιωθεί με τον θεό, όσο τούτο είναι δυνατόν στον άνθρωπο.
Εύλογο είναι ο τέτοιος άνθρωπος να μην εγκαταλείπεται από τον όμοιό του.
Όσο για τον άδικο, δεν πρέπει να σκεφθούμε τα αντίθετα απ᾽ αυτά;
Με το παραπάνω.
Ώστε λοιπόν από μέρος των θεών ο στέφανος της νίκης θα είναι για τον δίκαιο;
Αυτή τουλάχιστον είναι η γνώμη μου.
Και από μέρος των ανθρώπων; Δεν συμβαίνει τάχα το εξής, αν πρέπει να ειπούμε το τί πραγματικά γίνεται; δεν παθαίνουν το ίδιο οι δόλιοι και οι άδικοι ό,τι και οι δρομείς εκείνοι που τρέχουν καλά από τα κάτω προς τα πάνω, όχι όμως και από τα πάνω προς τα κάτω; Στην αρχή χύνονται με μεγάλη ορμή, στο τέλος [613c] όμως γίνονται καταγέλαστοι, όταν με κρεμασμένα τ᾽ αυτιά στους ώμους αποσύρονται αστεφάνωτοι· ενώ οι αληθινοί δρομείς φτάνουν στο τέρμα, παίρνουν τα βραβεία και στεφανώνονται. Το ίδιο δεν συμβαίνει συχνά και με τους δίκαιους; Στο τέλος κάθε πράξης και συνεργασίας με άλλους και της ζωής τους δεν παίρνουν από τους ανθρώπους την αναγνώριση και τα βραβεία που τους ανήκουν;
Βεβαιότατα.
Θα δεχτείς λοιπόν να εφαρμόσω στους δίκαιους όσα συ ο ίδιος έλεγες [613d] για τους άδικους; Θα ειπώ δηλαδή ότι οι δίκαιοι, όταν φτάσουν στην ώριμη ηλικία, παίρνουν στην πόλη τους όσα αξιώματα επιθυμήσουν, παίρνουν γυναίκα απ᾽ όπου θέλουν, παντρεύουν επίσης τα παιδιά τους όπου θέλουν· και όλα όσα εσύ έλεγες για τους άδικους, τα λέγω εγώ τώρα γι᾽ αυτούς. Απεναντίας οι άδικοι, και αν στα νιάτα τους κατορθώσουν να μην τους πάρουν είδηση οι άνθρωποι, ξεσκεπάζονται στο τέλος του δρόμου των και γίνονται καταγέλαστοι, περιφρονούνται στα γερατειά τους και βρίζονται από τους ξένους [613e] και από τους πολίτες και, για να μεταχειριστώ τις εκφράσεις που τις έβρισκες πολύ χοντρές —και είχες δίκιο— όταν τις έλεγες για τον δίκαιο, θα υποστούν και μαστιγώσεις και στρεβλώσεις και καυτηριασμούς, και μ᾽ έναν λόγο φαντάσου πως ακούς από το στόμα μου όλα τα είδη των βασανισμών που ανέφερες τότε. Αλλ᾽ όπως σου είπα, κοίταξε αν θα τα παραδεχτείς αυτά.
Και πολύ πρόθυμα, γιατί αναγνωρίζω ότι έχεις δίκιο.
Τέτοια λοιπόν είναι τα βραβεία, οι μισθοί και τα δώρα [614a] που έχει ο δίκαιος στο διάστημα της ζωής του από θεούς και ανθρώπους, κοντά στα πλεονεκτήματα που, καθώς είπαμε, του παρέχει αυτή καθεαυτήν η δικαιοσύνη.
Πολύ ωραία και ασφαλή.
Και όμως τίποτα δεν είν᾽ αυτά, ούτε κατά το πλήθος ούτε κατά το μέγεθος, μπροστά σ᾽ εκείνα που περιμένουν και τον έναν και τον άλλο μετά θάνατον· πρέπει κι αυτά να ειπωθούν, για να πάρει ο καθένας τους εντελώς όσα από τη συζήτησή μας του πρέπει να τ᾽ ακούσει.
[614b] Λέγε λοιπόν, γιατί λίγα πράγματα υπάρχουν που θα τ᾽ άκουα με περισσότερη ευχαρίστηση.

Οι αμοιβές του δικαίου ανθρώπου μετά θάνατον. Αφήγηση «Ηρός του Αρμενίου»
Θ᾽ ακούσεις λοιπόν τώρα τη διήγηση όχι του Αλκίνου αλλά ενός αλκίμου ανδρός, του Ηρός του Αρμενίου, που ήταν Πάμφυλος κατά το γένος. Αυτός σκοτώθηκε στον πόλεμο και όταν έπειτ᾽ από δέκα μέρες ήρθαν να παραλάβουν τα σώματα των νεκρών, που βρίσκονταν πια σε αποσύνθεση, το δικό του ήταν ακόμη σώο και ακέραιο· τον μετέφεραν λοιπόν στην πατρίδα του για να τον ενταφιάσουν και, ενώ τη δωδέκατη μέρα από τον θάνατό του βρισκόταν πια απάνω στη φωτιά, ξανάρθε στη ζωή και άρχισε ν᾽ ανιστορεί όσα είχε ιδεί στον άλλο κόσμο. Ευθύς, τους έλεγε, που βγήκε η ψυχή του, ξεκίνησε [614c] με πολλούς άλλους κι έφτασαν σ᾽ έναν θαυμάσιο τόπο, όπου είδαν δύο χάσματα στη γη, το ένα κοντά στο άλλο, και δύο άλλα απάνω στον ουρανό, κατάντικρυ στα πρώτα. Ανάμεσά τους κάθονταν δικαστές που έβγαζαν την απόφασή τους και πρόσταζαν τους δίκαιους ν᾽ ακολουθήσουν τον δρόμο που πήγαινε δεξιά και πάνω μέσ᾽ απ᾽ τον ουρανό, αφού πρωτύτερα τους κρέμαγαν μπροστά σημάδια που έλεγαν τί απόφαση είχαν βγάλει γι᾽ αυτούς στη δίκη· τους άδικους τους έστελναν να πάρουν τον δρόμο προς τ᾽ αριστερά και κάτω, αφού κρέμαγαν και σ᾽ αυτούς, αλλ᾽ από πίσω, σημείωμα που έλεγε όλες [614d] τις πράξεις τους. Όταν παρουσιάστηκε κι ο ίδιος, του είπαν να φέρει στους ανθρώπους την είδηση για όσα συμβαίνουν εκεί και τον πρόσταξαν να παρατηρήσει και ν᾽ ακούσει όλα όσα γίνονται στον τόπο εκείνο.
Είδε λοιπόν εκεί πρώτα τις ψυχές, αφού δικάστηκαν, να ξεκινούν από τα δύο αντικρινά χάσματα του ουρανού και της γης, και από τ᾽ άλλα δύο πάλι, από το ένα της γης ν᾽ ανεβαίνουν ψυχές γεμάτες από ακαθαρσία και σκόνη, από τ᾽ άλλο τ᾽ ουρανού να κατεβαίνουν άλλες [614e] καθαρές. Όλες έδιναν την εντύπωση πως έρχονται από δρόμο μακρινό, και μ᾽ ευχαρίστηση πήγαιναν να κατασκηνώσουν στο λιβάδι, όπως γίνεται στο πανηγύρι· όσες απ᾽ αυτές γνωρίζονταν χαιρετιούνταν μεταξύ τους και ζητούσαν πληροφορίες, όσες έφταναν από τη γη από τις άλλες για τα εκεί, και όσες από τον ουρανό από τις άλλες για τα δικά τους πάλι περιστατικά. Και ιστορούσαν από τις αναμνήσεις τους μεταξύ τους [615a] οι πρώτες με θρήνους και με δάκρυα όσα έπαθαν και είδαν κατά την πορεία τους κάτω απ᾽ τη γη —η διάρκεια της πορείας ήταν χίλια χρόνια—, όσες πάλι έφταναν από τον ουρανό έλεγαν τις ηδονές που δοκίμασαν και το άφραστο κάλλος των θεαμάτων που είδαν. Πολύς καιρός θα χρειαζότανε, φίλε μου Γλαύκων, να καθίσω να σου διηγηθώ τώρα λεπτομέρειες· των αφηγήσεών του η σύνοψη ήταν η εξής: για όλες τις αδικίες που έκανε καθένας στη ζωή του και για όλους όσους αδίκησε, τιμωρήθηκε χωριστά δέκα φορές —η διάρκεια της κάθε τιμωρίας ήταν εκατό χρόνια, [615b] όση είναι και η διάρκεια της ανθρώπινης ζωής— για να πληρώσουν δέκα φορές την πληρωμή κάθε αδικήματος. Έτσι, εκείνοι που έγιναν αίτιοι πολλών θανάτων με την προδοσία πόλεων ή στρατοπέδων, και εξανδραπόδισαν ανθρώπους ή έγιναν ένοχοι άλλων κακουργημάτων υπέφεραν δεκαπλάσια βασανιστήρια για κάθε τους έγκλημα, ενώ απεναντίας όσοι έκαμαν μεγάλες ευεργεσίες και υπήρξαν δίκαιοι στους ανθρώπους και ευσεβείς απέναντι στους θεούς έπαιρναν με την ίδιαν αναλογία [615c] την ανταμοιβή για τις καλές τους πράξεις. Όσο για κείνους που πέθαιναν λίγο χρόνο ύστερ᾽ από τη γέννησή τους έλεγε άλλα που δεν αξίζει τον κόπο να τ᾽ αναφέρω. Υπήρχαν ακόμη ανταμοιβές πολύ μεγαλύτερες για όσους σέβονταν τους θεούς και τιμούσαν τους γονείς τους, καθώς και βασανιστήρια μεγαλύτερα για τους ασεβείς και τους πατροκτόνους, καθώς και για όσους με το χέρι τους έκαμαν φόνους.
Έλεγε μάλιστα ότι ήταν παρών εκεί, όταν κάποιος ερώτησε έναν άλλο πού βρίσκεται ο μέγας Αρδιαίος. Αυτός ο Αρδιαίος είχε χρηματίσει τύραννος σε μια πόλη της Παμφυλίας, χίλια χρόνια πριν, είχε σκοτώσει τον γέρο πατέρα του [615d] και τον μεγαλύτερο αδερφό του και άλλα πολλά και ανόσια έργα είχε κάμει, καθώς έλεγαν. Αυτός που ρωτήθηκε απάντησε· «Δεν έφτασε» είπε «και ούτε θα φτάσει ποτέ εδώ. Είδαμε όμως ένα από τα φοβερότερα εκεί θεάματα. Όταν βρισκόμασταν πια κοντά στο υπόγειο χάσμα, έτοιμοι ν᾽ ανεβούμε, αφού είχαμε συμπληρώσει όλες τις τιμωρίες μας, βλέπομε ξαφνικά εκείνο τον Αρδιαίο και άλλους πολλούς —σχεδόν οι περισσότεροί τους υπήρξαν επίσης τύραννοι, ήσαν όμως και μερικοί ιδιώτες που [615e] είχαν διαπράξει μεγάλα κακουργήματα— που, όταν ενόμιζαν πια ότι θα βγουν, το στόμιο του χάσματος δεν τους επέτρεπε να περάσουν, αλλ᾽ άρχισε να μουγκρίζει, όπως έκανε κάθε φορά που δοκίμαζε να βγει ένας από κείνους που τ᾽ αμαρτήματά του ήσαν ανίατα ή δεν είχε ακόμα υποστεί ολόκληρη την τιμωρία του. Την ώρα εκείνη έτρεξαν αμέσως κάτι αγριάνθρωποι, κατακόκκινοι από τη φλόγα, που κατάλαβαν τί εσήμαινε το μουγκρητό, και τους άλλους τούς άρπαξαν και τους επήραν από κει, τον Αρδιαίο όμως και μερικούς ακόμη τους έδεσαν [616a] χέρια, πόδια και κεφάλι, τους έριξαν καταγής, τους έγδαραν και άρχισαν να τους σέρνουν έξω από τον δρόμο απάνω σε ασπάλαθους, όπου ξεσκίζονταν οι σάρκες τους· και σ᾽ όσους συναντούσαν εξηγούσαν το γιατί τους μεταχειρίζονταν έτσι κι έλεγαν ότι πήγαιναν να τους πετάξουν στον Τάρταρο». Απ᾽ όλους, είπε, τους πολλούς και κάθε λογής φόβους που δοκίμασαν, κανείς δεν μπορεί να συγκριθεί μ᾽ αυτόν, μήπως δηλαδή, την ώρα που πρόκειται πια να περάσουν το στόμιο, ακουστεί εκείνο το μουγκρητό, και απερίγραπτη είναι η χαρά εκείνου που μπορεί ν᾽ ανεβεί, χωρίς ν᾽ αντηχήσει το στόμιο. Αυτές λοιπόν περίπου είναι οι κρίσεις και οι τιμωρίες [616b] και οι αντίστοιχες αμοιβές που ιστορούσε. Αφού δε έμειναν σ᾽ εκείνο το λιβάδι επτά ημέρες, έπρεπε την όγδοη να ξεκινήσουν κι έπειτα από τέσσερων ημερών πορεία έφταναν σ᾽ έναν τόπο, όθε έβλεπαν ψηλά ένα φως που απλωνόταν σ᾽ ολόκληρο τον ουρανό και τη γη, ευθύ ως στήλη και όμοιο με την Ίριδα αλλά λαμπρότερο και καθαρότερο· στο φως τούτο έφτασαν ύστερ᾽ από πορεία άλλης μιας ημέρας· εκεί είδαν, στη [616c] μέση του φωτός, να είναι από τον ουρανό τεντωμένες οι άκρες των δεσμών του —το φως χρησίμευε ως σύνδεσμος του ουρανού και συγκρατούσε ολόκληρο τον περιστρεφόμενο ουρανό, απαράλλακτα όπως τα υποζώματα των πλοίων— και στις άκρες ήταν στερεωμένο της Ανάγκης το αδράχτι που έδινε την κίνηση σε όλες τις ουράνιες περιστροφές· το στέλεχος και τ᾽ αγκίστρι του ήταν από χάλυβα, το σφοντύλι όμως από μίγμα χάλυβα και άλλων μετάλλων. [616d] Η φύση του σφοντυλιού ήταν η εξής: ως προς το σχήμα έμοιαζε με τα δικά μας εδώ· και για να έχεις ακριβέστερην ιδέα πώς το παράσταινε, πρέπει να φαντασθείς ένα μεγάλο σφοντύλι κοίλο και φαγωμένο από μέσα εντελώς· μέσα σ᾽ αυτό προσαρμοζόταν ένα άλλο μικρότερο, όπως οι κάδοι που μπαίνουν ο ένας μέσα στον άλλο· μέσα στο δεύτερο άλλο τρίτο, και πάλι ένα τέταρτο, και ακόμη άλλα τέσσαρα· γιατί όλα ήσαν οκτώ, το ένα βαλμένο μέσα στο άλλο· [616e] από πάνω φαίνονταν του καθενός τα χείλη σαν κύκλοι και απέξω παρουσίαζαν επιφάνεια συνεχή, σα να ήταν ένα μόνο σφοντύλι γύρω από το στέλεχος· αυτό το στέλεχος πέρναγε καταμεσής από το κέντρο του όγδοου σφοντυλιού. Το πρώτο προς τα έξω σφοντύλι είχε τον κύκλο του χείλους πλατύτερον απ᾽ όλους, δεύτερο στο πλάτος ερχόταν το χείλος του έκτου σφοντυλιού, τρίτο του τέταρτου, τέταρτο του όγδοου, πέμπτο του έβδομου, έκτο του πέμπτου, έβδομο του τρίτου και όγδοο του δεύτερου. Ο κύκλος που σχηματιζότανε από το χείλος του πιο μεγάλου σφοντυλιού είχε ποικίλα χρώματα, του έβδομου ήταν λαμπρότατος, [617a] ο όγδοος έπαιρνε από τον έβδομο το χρώμα και τη λάμψη του, ο δεύτερος και ο πέμπτος είχαν τα ίδια χρώματα αλλά προς το ξανθότερο, του τρίτου το χρώμα ήταν το πιο άσπρο απ᾽ όλα, του τέταρτου κοκκινωπό και του έκτου δεύτερο στην ασπράδα. Ολόκληρο το αδράχτι στρεφόταν γύρω στον άξονά του κατά την ίδια φορά, ενώ εσωτερικά οι επτά συγκεντρικοί κύκλοι περιστρέφονταν ήρεμα κατά την αντίθετη διεύθυνση· απ᾽ αυτούς πάλι πάρα πολύ γρήγορα περιστρεφόταν ο όγδοος, κατά δεύτερο λόγο και ισόχρονα [617b] ο ένας με τον άλλο ο έβδομος, ο έκτος και ο πέμπτος· ο τέταρτος, όπως τους φαινότανε, ήταν τρίτος στην ταχύτητα, ο τρίτος τέταρτος και ο δεύτερος πέμπτος. Τούτο το αδράχτι στρεφότανε απάνω στα γόνατα της Ανάγκης. Απάνω σε καθέν᾽ από τους κύκλους του στεκότανε από μια Σειρήνα που περιστρεφότανε κι αυτή κι έψαλλε με φωνή απάνω σ᾽ έναν και τον ίδιο τόνο πάντοτε κανονισμένη, έτσι ώστε από τις οκτώ που ήσαν σχηματιζότανε μία και αρμονική συμφωνία. [617c] Γύρω από το αδράχτι και σε ίσες αποστάσεις κάθονταν απάνω σε θρόνο οι τρεις Μοίρες, θυγατέρες της Ανάγκης, η Λάχεση, η Κλωθώ και η Άτροπος, με άσπρα φορέματα μια με στέμματα στο κεφάλι· συνόδευαν με το τραγούδι τους την αρμονία των Σειρήνων ψάλλοντας η Λάχεση τα περασμένα, η Κλωθώ τα τωρινά και η Άτροπος τα μέλλοντα. Η Κλωθώ αγγίζοντας κατά διαλείμματα με το δεξί της χέρι βοηθούσε στην εξωτερική περιστροφή του αδραχτιού, η Άτροπος πάλι με το αριστερό της χέρι βοηθούσε στις εσωτερικές περιστροφές· και η Λάχεση [617d] πιάνοντας πότε με το δεξί και πότε με το αριστερό της χέρι βοηθούσε και στα δύο είδη των περιστροφών. Μόλις έφτασαν εκεί, έπρεπε να παρουσιαστούν αμέσως μπροστά στη Λάχεση. Τότε, πρώτα ένας προφήτης έδειξε στον καθένα τη θέση του και τη σειρά του και, αφού πήρε από τα γόνατα της Λάχεσης κλήρους και παραδείγματα ανθρώπινων βίων, ανέβηκε πάνω σ᾽ ένα ψηλό βήμα και είπε:
«Αυτά εδώ τα λέγει η Λάχεση η παρθένος, της Ανάγκης η θυγατέρα. Ψυχές εφήμερες, τώρ᾽ αρχίζει άλλη περίοδος ζωής για το θνητό γένος με απόληξη πάλι τον θάνατο. [617e] Δεν θα σας διαλέξει ο δαίμονας, αλλά σεις θα διαλέξετε τον δαίμονά σας. Ο πρώτος που θα τον υποδείξει ο κλήρος θα εκλέξει πρώτος τον βίο του που θα τον ζήσει κατ᾽ ανάγκη. Η αρετή είναι κτήμα αδέσποτο, και καθένας θα πάρει απ᾽ αυτή το μερδικό του ανάλογα με την τιμή ή την περιφρόνηση που θα της έχει. Ο καθένας είναι υπεύθυνος για την εκλογή του· ο θεός ανεύθυνος».
Αφού είπε αυτά, έριξε απάνω σ᾽ όλους τούς κλήρους και καθένας έπαιρνε εκείνον που έπεσε μπροστά του, εκτός απ᾽ αυτόν εδώ [τον Ήρα], γιατί εκείνον δεν τον άφησε· ήξερε λοιπόν καθένας απ᾽ τον κλήρο του ποιά ήταν η σειρά του να διαλέξει. [618a] Αμέσως έπειτα ο προφήτης έβαλε μπροστά τους καταγής τα παραδείγματα των βίων, πολύ περισσότερα από τον αριθμό των βρισκόμενων εκεί. Και ήσαν κάθε λογής· βίοι των ζώων όλων και όλων των ανθρώπων. Υπήρχαν λοιπόν μεταξύ τους τυραννίες, άλλες ισόβιες και άλλες που καταλύονταν στο μεταξύ και καταντούσαν σε πενία, εξορία και επαιτεία· υπήρχαν επίσης βίοι ανδρών επιφανών, άλλων για τις μορφές και τα κάλλη και για την άλλη δύναμη [618b] και την αγωνιστική τους ικανότητα, άλλων πάλι για την καταγωγή τους και για τις αρετές των προγόνων τους· υπήρχαν ακόμη βίοι ανδρών άσημων από τις απόψεις αυτές, και γυναικών ομοίως. Τάξη όμως ορισμένη για τις επιδόσεις της κάθε ψυχής δεν υπήρχε καμιά, γιατί έπρεπε η καθεμιά κατ᾽ ανάγκη να γίνει αλλιώτικη, ανάλογα με την εκλογή που θα ᾽κανε· τα άλλα παραδείγματα ήσαν ανακατωμένα μεταξύ τους και με πλούτη και φτώχειες, άλλα με αρρώστιες, άλλα με υγείες και άλλα με μέσες καταστάσεις. — Εδώ λοιπόν, αγαπητέ μου Γλαύκων, φαίνεται πως βρίσκεται ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τον άνθρωπο· και γι᾽ αυτό [618c] πρέπει ο καθένας μας, αφήνοντας κατά μέρος κάθε άλλο μάθημα, ν᾽ αφοσιωθεί ολοκληρωτικά σε κείνο μόνο που θα τον κάνει ικανό ν᾽ αναζητήσει και να βρει τον άνθρωπο που θα μπορέσει να του μάθει να ᾽ναι σε θέση να διακρίνει με τέλεια γνώση τον βίο τον χρηστό και τον πονηρό και να προτιμά παντού και πάντοτε από τους δυνατούς τον καλύτερο, και ζυγίζοντας στον νου του όλα όσα είπαμε τώρα δα να κρίνει κατά πόσον αυτά, είτε συνδυαζόμενα το ένα με το άλλο είτε χωριστά θεωρούμενα, οδηγούν στην ορθή αντίληψη για την αρετή του βίου· έτσι, παραδείγματος χάρη, θα γνωρίζει πόση ομορφιά, άμα ανακατωθεί με κάποιον βαθμό φτώχειας ή πλούτου και [618d] με ορισμένη διάθεση της ψυχής, κάνει τον άνθρωπο καλό ή κακό· ποιό αποτέλεσμα μπορούν να έχουν η ευγενής και η ταπεινή καταγωγή και ο ιδιωτικός βίος και τα αξιώματα, οι σωματικές δυνάμεις και ασθένειες, η ευμάθεια και η δυσμάθεια, και μ᾽ έναν λόγο οι διάφορες της ψυχής φυσικές ή επίκτητες ιδιότητες, συναρμοζόμενες μεταξύ τους· ώστε, αφού τα λογαριάσει όλ᾽ αυτά, να είναι σε θέση, αποβλέποντας στη φύση της ψυχής, να κάνει την εκλογή του ανάμεσα στον χειρότερο και στον καλύτερο [618e] τρόπο ζωής, με τη βεβαιότητα ότι χειρότερος είναι εκείνος που πάει να κάνει την ψυχή αδικότερη, και καλύτερος όποιος πάει να την κάνει δικαιότερη. Όλα τ᾽ άλλα δεν θα τα λογαριάσει για τίποτα, γιατί είδαμε ότι αυτή είναι η καλύτερη εκλογή που έχει να κάμει, είτε γι᾽ αυτή τη ζωή είτε για την άλλη. [619a] Πρέπει ακόμη να κατεβεί στον Άδη, κρατώντας αδιάσειστη αυτή την πεποίθηση, ώστε κι εκεί να μην τον θαμπώσουν πλούτη και άλλα τέτοια κακά, κι έτσι πέφτοντας σε τυραννίες και άλλες όμοιες πράξεις προξενήσει πολλές και ανεπανόρθωτες συμφορές στους άλλους, και στον εαυτό του ακόμη μεγαλύτερα παθήματα, αλλ᾽ αντίθετα να μάθει πάντα να διαλέγει τρόπο ζωής που να στέκεται στο μέσον των όσων είπαμε και ν᾽ αποφεύγει τα άκρα, από το ένα και από τ᾽ άλλο μέρος, και σ᾽ αυτή τη ζωή, όσο το δυνατόν, και σ᾽ όλη την άλλη έπειτα· γιατί μόνο έτσι [619b] γίνεται ευτυχέστατος ο άνθρωπος.
Και τότε λοιπόν, καθώς διηγόταν ο από τον κόσμον εκείνο σταλμένος αγγελιοφόρος, είπε ο προφήτης: «Ακόμη και γι᾽ αυτόν που θα ᾽ρθεί τελευταίος, αρκεί να κάμει με περίσκεψη την εκλογή του, και να ζει αυστηρά, υπάρχει εδώ βίος ευχάριστος, όχι κακός. Ας προσέξει λοιπόν ο πρώτος που θα κάμει εκλογή, και ο τελευταίος ας μην απελπίζεται».
Αφού είπε αυτά, εκείνος στον οποίο έλαχε ο πρώτος κλήρος ευθύς όρμησε και, χωρίς να υπολογίσει αρκετά τα πάντα, διάλεξε την πιο μεγάλη τυραννία· η αφροσύνη τον παράσυρε και η απληστία κι έτσι [619c] δεν είδε ότι μέσα κει πεπρωμένο ήταν να φάει τα ίδια του τα παιδιά και άλλα εγκλήματα να κάμει· όταν όμως ήσυχα κάθισε και τα στοχάσθηκε αυτά, άρχισε να χτυπιέται και να οδύρεται για την εκλογή του ξεχνώντας τα όσα είχε ειπεί ο προφήτης· δεν κατηγορούσε δηλαδή για τη συμφορά τον εαυτό του αλλά την τύχη και τους δαίμονες και κάθε άλλον παρά τον εαυτό του. Εντούτοις αυτός ήταν από κείνους που ήρθαν από τον ουρανό και είχε ζήσει την προγενέστερη ζωή του μέσα σε πολιτεία καλά οργανωμένη, [619d] κι αρετήν είχε, αλλά τη χρωστούσε μάλλον στη συνήθεια παρά στη φιλοσοφία. Πρέπει άλλωστε να ειπωθεί ότι δεν ήσαν λιγότεροι όσοι έφταναν από τον δρόμο του ουρανού, και όμως έπεφταν έξω στην εκλογή τους, γιατί δεν είχαν πείρα των κακών της ζωής· ενώ απεναντίας πολλοί από κείνους που έρχονταν από τη γη, επειδή και οι ίδιοι είχαν υποφέρει πολλά και άλλους είχαν ιδεί να υποφέρουν, δεν έκαναν απερίσκεπτα την εκλογή τους. Γι᾽ αυτό τον λόγο και από την τύχη ακόμη του κλήρου συνέβαινε πολλές ψυχές ν᾽ αλλάξουν ζωή, από τα καλά να πάνε στα κακά και ανάποδα· γιατί άμα κανένας, κάθε φορά που έρχεται σε τούτη τη ζωή, αφοσιώνεται στην υγιή φιλοσοφία, [619e] αρκεί μόνο να μην πέφτει από τον κλήρο ανάμεσα στους τελευταίους στη σειρά της εκλογής, είναι πάρα πολύ πιθανό, κατά τα λεγόμενα του Ηρός του Αρμενίου, όχι μόνο εδώ να ζήσει ευτυχής, αλλά και κατά την πορεία του από εδώ προς τα εκεί, και πάλι από εκεί προς τα εδώ, να πάρει τον ομαλό δρόμο του ουρανού και όχι τον τραχύ της γης.
Άξιζε λοιπόν, καθώς έλεγε, να ιδεί κανείς το θέαμα εκείνο, πώς [620a] διάλεγε κάθε ψυχή τον βίο της· το θέαμα ήταν άξιο οίκτου αλλά και γελοίο κάποτε, καθώς και θαυμαστό. Γιατί ως επί το πλείστον έκαναν την εκλογή τους οδηγούμενες από τις συνήθειες του προγενέστερου βίου. Είδεν έξαφνα μια ψυχή, που ήταν άλλοτε του Ορφέα, να διαλέγει τον βίο του κύκνου από μίσος προς το γυναικείο γένος, γιατί, επειδή βρήκε από γυναίκες τον θάνατο, δεν ήθελε να χρωστάει τη γέννησή της σε γυναίκα· είδε και του Θαμύρου την ψυχή να διαλέγει βίον αηδονιού· έναν κύκνο πάλι ν᾽ ανταλλάσσει τον δικό του με ανθρώπινο βίο, καθώς και άλλα ωδικά πτηνά να κάνουν το ίδιο. [620b] Μια ψυχή που έλαχε τον εικοστό κλήρο διάλεξε βίο λεονταριού· και αυτή ήταν του Αίαντα, του γιου τού Τελαμώνα, που απόστεργε να γίνει πάλι άνθρωπος, επειδή θυμότανε την κρίση για τα όπλα. Εκείνη που ερχόταν ύστερα ήταν του Αγαμέμνονα· και αυτή από έχθρα προς το ανθρώπινο γένος, για όσα είχε πάθει, προτίμησε βίο αϊτού. Η ψυχή της Αταλάντης, που είχε λάχει έναν από τους μεσαίους κλήρους, στοχαζόμενη τις μεγάλες τιμές των αθλητών, δεν μπόρεσε ν᾽ αντισταθεί στην επιθυμία της να διαλέξει κι αυτή έναν τέτοιο βίο. Έπειτ᾽ [620c] απ᾽ αυτήν είδε την ψυχή του Επειού, του υιού τού Πανοπέα, να προτιμά φύση γυναίκας επιτήδειας στα έργα του χεριού· μακριά, ανάμεσα στους τελευταίους, είδε την ψυχή του γελωτοποιού Θερσίτη να ντύνεται το σχήμα πιθήκου. Κατά τύχη, και η ψυχή του Οδυσσέα που της έλαχε ο τελευταίος κλήρος απ᾽ όλους, ήρθε κι αυτή να κάμει την εκλογή της· αναθυμούμενη τα βάσανα που πέρασε και απαυδισμένη πια από τη φιλοδοξία, τριγύριζε και αναζητούσε πολύν καιρό έναν ήσυχο βίο απλού ιδιώτη· επιτέλους τον ανακάλυψε κάπου καταφρονεμένον [620d] από τους άλλους και μόλις τον είδε είπε ότι, και αν ακόμα ο κλήρος τής επέτρεπε να διαλέξει πρώτη, το ίδιο θα έκανε, και τον επήρε με χαρά μεγάλη. Και από τα άλλα ζώα πολλά επίσης άλλαξαν τον βίο τους με τον ανθρώπινο και μεταξύ τους, τα άδικα επήραν των άγριων τον βίο και τα δίκαια των ήμερων κι έτσι γίνονταν όλων των ειδών οι αναμείξεις.
Και αφού όλες οι ψυχές διάλεξαν τους βίους των κατά τη σειρά που έδειχνε ο κλήρος τους, με την ίδια τάξη παρουσιάσθηκαν μπροστά στη Λάχεση· εκείνη έδωκε συνοδό στον καθένα τον δαίμονα που διάλεξε, για να του χρησιμεύει ως φύλακας [620e] στη νέα του ζωή και βοηθός στην εκπλήρωση του προορισμού της εκλογής του. Αυτός οδηγούσε πρώτα την ψυχή προς την Κλωθώ, για να επικυρώσει εκείνη τη μοίρα που της έλαχε με το χέρι της και με μια περιστροφή που έδινε στο περιδινούμενο αδράχτι· αφού ερχόταν σ᾽ επαφή με το αδράχτι, την έφερνε έπειτα στο γνέσιμο της Ατρόπου κάνοντας έτσι ανέκκλητα όσα είχε κλώσει η Κλωθώ. Και αποκεί, χωρίς να επιτρέπεται πια να στρέψουν πίσω, πήγαιναν και περνούσαν κάτω από τον [621a] θρόνο της Ανάγκης, από το ένα μέρος στο άλλο, και, αφού περνούσαν και οι άλλοι, άρχιζαν όλοι να πορεύονται προς την πεδιάδα της Λήθης μέσ᾽ από φοβερή και πνιγερή ζέστη, γιατί δεν υπήρχε εκεί ούτε δέντρο ούτε τίποτ᾽ απ᾽ όσα φυτρώνουν στη γη. Όταν τέλος βράδιαζε, κατασκήνωναν στις όχθες του ποταμού Αμέλητα, που το νερό του κανένα δοχείο δεν μπορεί να το κρατήσει. Κάθε ψυχή ήταν υποχρεωμένη να πιει ορισμένη ποσότητα απ᾽ αυτό το νερό, μερικοί όμως δεν είχαν αρκετή φρόνηση να συγκρατηθούν και να μην πιουν περισσότερο· και τότε έχαναν για πάντα [621b] κάθε ανάμνηση των προηγουμένων. Έπειτα έπεσαν στον ύπνο και κατά τα μεσάνυχτα έγινε βροντή και σεισμός, και τότε ξαφνικά εκσφενδονίστηκαν προς τα πάνω, σαν αστέρες διάττοντες, άλλος εδώ άλλος εκεί, όπου έμελλε ν᾽ αρχίσει η νέα τους ζωή. Αυτόν [τον Ήρα τον Αρμένιο] τον εμπόδισαν, καθώς έλεγε, να πιει από το νερό εκείνο· από πού όμως και πώς έφτασε πάλι στο σώμα η ψυχή του δεν ήξερε, αλλά ξαφνικά άνοιξε τα μάτια του την αυγή και είδε ότι βρισκότανε ξαπλωμένος απάνω στη φωτιά.
Και έτσι, Γλαύκων, εσώθηκε ως εμάς ο μύθος αυτός και δεν εχάθηκε· [621c] μπορεί μάλιστα και μας να σώσει, αν δώσομε πίστη σ᾽ αυτόν· και τότε και τον ποταμό της Λήθης θα περάσομε καλά και την ψυχή μας θα διαφυλάξομε καθαρήν από κάθε μίασμα. Αν λοιπόν ακολουθώντας τη γνώμη μου παραδεχτούμε ότι η ψυχή είναι αθάνατη και ικανή να υποφέρει όλα τα κακά και όλα τα καλά, θα μείνομε πάντα μέσα στον δρόμο που οδηγεί προς τα άνω και με κάθε τρόπο θα εκτελούμε τα έργα της ζωής με δικαιοσύνη μαζί και φρόνηση, έτσι ώστε και με τον εαυτό μας να είμαστε πάντα φίλοι και με τους θεούς, και, αφού κερδίσομε, κατά την εδώ διαμονή μας, τα βραβεία [621d] της αρετής, θριαμβευτικά περιερχόμενοι, όπως οι νικηφόροι αθλητές, να ευτυχούμε και εδώ και κατά τη χιλιόχρονη πορεία μας.