Θουκυδίδης ο Αθηναίος έγραψε την ιστορία του πολέμου των Πελοποννησίων και των Αθηναίων, πώς πολέμησαν μεταξύ τους, αρχίζοντας να γράφει αμέσως μόλις ξέσπασε, γιατί πρόβλεψε πως και μεγάλες διαστάσεις θα πάρει και πιο αξιόλογος απ’ όλους τους προηγούμενους θα είναι. Τούτο το συμπέραινε κι απ’ το ότι οι δυο αντίπαλοι ρίχνονταν σ’ αυτόν ακμαίοι ως προς κάθε αναγκαία για τον πόλεμο ετοιμασία κι απ’ το ότι έβλεπε τις άλλες ελληνικές πόλεις να προσχωρούν στον έναν ή τον άλλο συνασπισμό, μερικές αμέσως, μερικές να το μελετούν. Κι ήταν, αλήθεια, ο πόλεμος αυτός η πιο μεγάλη αναστάτωση για τους Έλληνες και για ένα μέρος του βαρβαρικού κόσμου και σχεδόν για το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας. Τα πριν από τον πόλεμο γεγονότα και τα ακόμη πιο παλιά να τα εξακριβώσει κανείς απ’ του καιρού το πλήθος στεκόταν αδύνατο, από ενδείξεις όμως που, απλώνοντας την ερευνά μου ως τα πιο μακρινά περασμένα, έφτασα να θεωρήσω αξιόπιστες, νομίζω πως δεν ήταν σημαντικά ούτε από πολεμική άποψη ούτε από άλλη.
Είναι φανερό ότι η χώρα που σήμερα ονομάζεται Ελλάδα δεν είχε μόνιμους κατοίκους τα παλιά τα χρονιά, αλλά γίνονταν τότε συχνές μεταναστεύσεις κι οι διάφοροι κάτοικοι, όταν πιέζονταν κάθε φορά από άλλα πολυαριθμότερα φύλα, εγκαταλείπανε εύκολα τον τόπο τους. Γιατί τότε ούτε εμπόριο υπήρχε ούτε οι άνθρωποι επικοινωνούσαν άφοβα μεταξύ τους από στεριά ή από θάλασσα κι οι κάτοικοι νέμονταν τη γη τους τόσο μόνο, όσο αρκούσε για τη συντήρησή τους. Δεν είχαν χρηματικά αποθέματα ούτε φύτευαν δέντρα, γιατί δεν ήξεραν, αφού δεν είχαν τείχη να τους προστατεύουν, πότε κάποιος άλλος θα ερχόταν να τους τα αρπάξει. Πιστεύοντας, εξάλλου, πως μπορούσαν οπουδήποτε να εξασφαλίσουν την καθημερινή αναγκαία τροφή τους, μετοικούσαν εύκολα και γι’ αυτό δεν ήταν δυνατοί, αφού δεν είχαν ούτε μεγάλες πόλεις ούτε άλλου είδους πόρους. Οι ευφορότερες περιοχές, ιδιαίτερα, είχαν αδιάκοπες αλλαγές κατοίκων, όπως η ονομαζόμενη σήμερα Θεσσαλία, η Βοιωτία, το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, εκτός από την Αρκαδία, και από την υπόλοιπη Ελλάδα τα καλύτερα τμήματα. Εξαιτίας της ευφορίας της γης στα μέρη αυτά, μερικοί αποχτούσαν μεγαλύτερον πλούτο, πράγμα που προκαλούσε εμφύλιες διαμάχες απ’ τις οποίες οι περιοχές αυτές φθείρονταν, ενώ ταυτόχρονα τις επιβουλεύονταν περισσότερο αλλόφυλοι επιδρομείς. Η Αττική όμως, επειδή το έδαφος της είναι φτωχό, δε γνώρισε, από παλιά, εμφύλιες διαμάχες, γι’ αυτό την κατοικούσαν πάντα οι ίδιοι άνθρωποι. Σημαντική απόδειξη του ισχυρισμού μου, πως εξαιτίας των μεταναστεύσεων δεν αυξήθηκε στα άλλα μέρη της Ελλάδας, όπως στην Αττική, ο πληθυσμός είναι τούτο: Οι πιο πλούσιοι απ’ όσους, εξαιτίας πολέμου ή επανάστασης, διώχνονταν από κάποιο μέρος της Ελλάδας, ζητούσαν καταφύγιο στην Αθήνα, γιατί υπήρχε ασφάλεια, γίνονταν Αθηναίοι πολίτες, κι έκαμαν έτσι τούτην, απ’ τα παλιά τα χρονιά, ακόμη πιο πολυάνθρωπη, ώστε να ιδρύσουν οι Αθηναίοι, αργότερα, αποικίες στην Ιωνία, επειδή η Αττική δεν ήταν αρκετή για τον πληθυσμό της πόλης.
Την αδυναμία, άλλωστε, των παλιών κατοίκων δείχνει πολύ καλά και το εξής: Πριν από τον τρωικό πόλεμο η Ελλάδα σαν σύνολο δεν επιχείρησε απολύτως τίποτε. Νομίζω μάλιστα πως και το ίδιο το όνομα δεν είχε δοθεί ακόμη σ’ όλη τη χώρα κι ότι πριν από τον Έλληνα του Δευκαλίωνα δεν υπήρχε καν αυτό, αλλά τα διάφορα φυλά, ιδιαίτερα οι Πελασγοί, έδιναν το όνομά τους στις περιοχές που κατοικούσαν. Από την εποχή όμως που ο Έλληνας κι οι γιοι του απόχτησαν δύναμη στη Φθιώτιδα κι οι άλλες πόλεις άρχισαν να τους ζητούν βοήθεια, όλο και πιο πολύ, εξαιτίας της επικοινωνίας αυτής, λέγονταν πια μεταξύ τους Έλληνες· πέρασε, ωστόσο, πολύς καιρός ώσπου το όνομα αυτό να επικρατήσει γενικά. Την καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό τη δίνει ο Όμηρος. Γιατί, αν κι έζησε πολύ αργότερα από τον τρωικό πόλεμο, πουθενά δε χρησιμοποιεί το όνομα αυτό για όλους, αλλά μονάχα για κείνους που από τη Φθιώτιδα είχαν ακολουθήσει τον Αχιλλέα, οι οποίοι ήταν κι οι πρώτοι Έλληνες- τους ονομάζει στα έπη του Δαναούς, Αργείους και Αχαιούς. Δε χρησιμοποιεί επίσης τη λέξη βάρβαροι, κι αυτό, κατά τη γνώμη μου, επειδή στην εποχή του οι Έλληνες δεν είχαν ακόμη ξεχωρίσει από τον υπόλοιπο κόσμο κι ονομαστεί μ’ ένα κοινό αντίθετο όνομα. Οπωσδήποτε, όσοι διαδοχικά ονομάστηκαν Έλληνες —αρχικά στις διάφορες πόλεις, επειδή καταλάβαινε ο ένας τον άλλο, κι αργότερα όλοι μαζί— δεν έκαμαν, πριν από τα Τρωικά, καμιά κοινή επιχείρηση, από αδυναμία κι έλλειψη σχέσεων μεταξύ τους. Αλλά και την τρωική εκστρατεία την ανάλαβαν μόνο όταν απόχτησαν αρκετή πείρα στη θάλασσα.
Ο Μίνωας, όσο ξέρουμε από την προφορική παράδοση, ήταν ο πρώτος που απόχτησε ναυτικό και κυριάρχησε στο μεγαλύτερο μέρος της λεγόμενης σήμερα ελληνικής θάλασσας· κυρίεψε επίσης τις Κυκλάδες και ίδρυσε τις πρώτες αποικίες στα περισσότερα νησιά τους, αφού έδιωξε τους Κάρες κι εγκατάστησε άρχοντες τους γιους του. Όπως ήταν φυσικό, ξεπάστρευε, όσο το μπορούσε, τους πειρατές από τη θάλασσα, για να πηγαίνουν σ’ αυτόν ασφαλέστερα τα εισοδήματα απ’ τα νησιά.
Παλιά κι οι Έλληνες κι οι βάρβαροι που κατοικούσαν στα παραλία ή στα νησιά, όταν άρχισαν να επικοινωνούν μεταξύ τους συχνότερα από τη θάλασσα, επιδόθηκαν στην πειρατεία. Είχαν αρχηγούς ανθρώπους δυνατούς, που κινούνταν κι από το προσωπικό τους συμφέρον κι από την ανάγκη να εξασφαλίσουν τροφή για τους πιο φτωχούς συντοπίτες τους. Έπεφταν πάνω σε πόλεις, που δεν προστατεύονταν από τείχη κι αποτελούνταν πιο πολύ από σκόρπιους οικισμούς, και τις λεηλατούσαν, εξασφαλίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τα απαραίτητα για τη ζωή. Γιατί αυτή την εποχή μια τέτοια δουλειά δεν έφερνε ντροπή σ’ όσους την έκαναν, αλλά, αντίθετα, κάποια δόξα. Αυτό γίνεται φανερό τόσο απ’ το γεγονός πως ακόμη και σήμερα μερικοί στεριανοί περηφανεύονται για τα ληστρικά τους κατορθώματα, όσο κι απ’ το ότι στα έργα των παλιών ποιητών υπάρχουν στερεότυπες ερωτήσεις σ’ όσους με το καράβι τους φτάνουν σε κάποιο λιμάνι, αν είναι πειρατές, γιατί ούτε κείνοι που ρωτιόνταν θεωρούσαν τη δουλειά αυτή ταπεινωτική ούτε τούτοι που έκαναν την ερώτηση τη θεωρούσαν υβριστική. Αλλά και στη στεριά λήστευε ο ένας τον άλλο. Κι ως σήμερα σε πολλά μέρη της Ελλάδας συνεχίζουν τον παλιό αυτόν τρόπο ζωής, όπως στα μέρη όπου ζουν οι Οζόλες Λοκροί, οι Αιτωλοί κι οι Ακαρνάνες και στις γύρω περιοχές. Η συνήθεια να οπλοφορούν οι στεριανοί αυτοί, έχει μείνει από την παλιά εποχή της ληστείας.
Όσες από τις πόλεις ιδρύθηκαν στα νεότερα χρόνια, όταν πια οι θαλασσινές συγκοινωνίες έγιναν ασφαλέστερες κι εκείνες είχαν μεγαλύτερα χρηματικά αποθέματα, χτίστηκαν προστατευμένες με τείχη στα παράλια, ενώ τους ισθμούς τους αποχώριζαν από την υπόλοιπη χώρα και τους οχύρωναν, τόσο για λόγους εμπορικούς όσο και για λόγους δύναμης απέναντι στους γείτονες τους. Οι παλιές πόλεις, εξαιτίας της πειρατείας που κράτησε πολλά χρόνια, χτίστηκαν μακριά από τη θάλασσα, τόσο στα νησιά όσο και στη στεριά (γιατί οι πειρατές ασκούσαν την πειρατεία και μεταξύ τους και μεταξύ όλων εκείνων που, χωρίς να είναι ναυτικοί, ζούσαν στα παράλια) κι ως σήμερα ακόμη είναι χτισμένες στα μεσόγεια.
Δεν υπήρξαν λιγότερο πειρατές οι νησιώτες, που ήταν Κάρες και Φοίνικες. Γιατί αυτοί είχαν κατοικήσει τα περισσότερα νησιά. Κι απόδειξη τούτου είναι ότι, όταν οι Αθηναίοι, στη διάρκεια του πολέμου που εξιστορώ, έκαμαν την κάθαρση της Δήλου και σήκωσαν τα φέρετρα όλων όσοι είχαν ταφεί στο νησί, αποκαλύφτηκε πως οι μισοί τάφοι ανήκαν σε Κάρες· κι αυτό διαπιστώθηκε και από το είδος των όπλων που ήταν θαμμένα με κάθε νεκρό, και από τον τρόπο της ταφής, τον οποίο εκείνοι χρησιμοποιούν ακόμη και σήμερα. Όταν όμως ο Μίνωας οργάνωσε το ναυτικό του, οι θαλασσινές συγκοινωνίες έγιναν too ασφαλείς (γιατί τούτος κυνήγησε τους πειρατές από τα νησιά τότε ακριβώς που ίδρυσε σ’ αυτά αποικίες) κι οι κάτοικοι των παραλίων άρχισαν πια να αποχτούν περισσότερον πλούτο και να έχουν μονιμότερη κατοικία- μερικοί μάλιστα, επειδή είχαν γίνει πολύ πλούσιοι, έχτισαν τείχη γύρω από τις πόλεις τους. Γιατί, επιθυμώντας τα κέρδη, κι οι φτωχότεροι δέχονταν την εξάρτηση από τους πιο δυνατούς, κι οι δυνατότεροι, διαθέτοντας πλούτο, έκαναν υποτελείς τους τις μικρότερες πόλεις. Βρίσκονταν πια σ’ αυτή την κατάσταση, όταν, αργότερα, έκαμαν την εκστρατεία εναντίον της Τροίας.
Ο Αγαμέμνονας, κατά τη γνώμη μου, κατόρθωσε να συγκεντρώσει τις δυνάμεις για την εκστρατεία εναντίον της Τροίας, κυρίως επειδή ήταν πιο δυνατός από τους άλλους ηγεμόνες, κι όχι επειδή οι μνηστήρες της Ελένης, που έγινε αρχηγός τους, είχαν δεσμευτεί με τους όρκους τους οποίους είχαν κάμει στον Τυνδάρεο. Λένε μάλιστα, όσοι Πελοποννήσιοι ξέρουν πολύ καλά τις παλιότερες παραδόσεις τους, ότι πρώτος ο Πέλοπας, χάρη στον πλούτο που είχε, όταν ήρθε από την Ασία ανάμεσα σ’ ανθρώπους φτωχούς, κατόρθωσε ν’ αποχτήσει τόση δύναμη, ώστε, ξένος αυτός, να δώσει το όνομά του σ’ όλη τη χώρα. Κι οι απόγονοί του κατόπι πέτυχαν ακόμη περισσότερα, όταν ο Ευρυσθέας σκοτώθηκε στην Αττική από τους Ηρακλείδες γιατί, φεύγοντας αυτός για την εκστρατεία, εμπιστεύτηκε, από συγγένεια, τις Μυκήνες κι όλη του την επικράτεια στον αδερφό της μητέρας του Ατρέα (ο οποίος είχε εξοριστεί από τον πατέρα του για το φόνο του Χρυσίππου). Κι επειδή ο Ευρυσθέας, δε γύρισε, σύμφωνα και με την επιθυμία των Μυκηναίων, οι οποίοι φοβούνταν τους Ηρακλείδες, ο Ατρέας, που θεωρούνταν πλούσιος κι είχε κολακέψει το λαό, ανάλαβε τη βασιλεία στις Μυκήνες και σ’ όσα μέρη εξουσίαζε ο Ευρυσθέας, κι οι Πελοπίδες έγιναν πιο δυνατοί απ’ τους Περσείδες. Αφού παράλαβε την κληρονομιά αυτή ο Αγαμέμνονας και ταυτόχρονα απόχτησε ναυτικό ισχυρότερο από οποιουδήποτε άλλου, μπόρεσε, κατά τη γνώμη μου, να κάμει την εκστρατεία, κι όσοι τον ακολούθησαν, το ’καμαν περισσότερο από φόβο παρά από φιλοφροσύνη. Είναι, εξάλλου, φανερό πως αυτός πήρε μέρος στην εκστρατεία έχοντας τα πιο πολλά καράβια κι ότι έδωσε και στους Αρκάδες, όπως αναφέρει ο Όμηρος, αν μπορεί κάνεις να βασιστεί στη μαρτυρία του. Και στους στίχους του για το πώς έφτασε στον Αγαμέμνονα το σκήπτρο αναφέρει ότι αυτός «βασιλεύει σε πολλά νησιά και σ’ ολόκληρο το Άργος». Αν, λοιπόν, ο Αγαμέμνονας δεν είχε κάποιο αξιόλογο ναυτικό, δε θα μπορούσε, μια κι ήταν στεριανός, να εξουσιάζει νησιά, εκτός από τα κοντινά του, που δεν είναι πολλά. Κι απ’αυτήν την εκστρατεία πρέπει να συμπεράνει κανείς ποια ήταν η κατάσταση πρωτύτερα.
Γιατί ακόμη και μετά τα Τρωικά συνεχίστηκαν στην Ελλάδα οι μεταναστεύσεις κι οι εγκαταστάσεις, έτσι που η έλλειψη ησυχίας την εμπόδισε να αναπτυχθεί. Πραγματικά, η μεγάλη αργοπορία στο γυρισμό των Ελλήνων από την Τροία προκάλεσε πολλές αναταραχές και στις πόλεις γίνονταν συχνά επαναστάσεις που ανάγκαζαν, όσους εξορίζονταν, να ιδρύουν νέες πόλεις. Εξήντα λοιπόν χρόνια μετά την άλωση της Τροίας, οι Θεσσαλοί έδιωξαν από την Άρνη τους σημερινούς Βοιωτούς, οι οποίοι ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στη χώρα που λέγεται τώρα Βοιωτία, ενώ άλλοτε ονομαζόταν Γη του Κάδμου (ένα μέρος απ’ αυτούς είχε εγκατασταθεί πιο μπροστά στη χώρα αυτή κι απ’ τους Βοιωτούς τούτους ήταν εκείνοι που πήραν μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας). Κι οι Δωριείς με τους Ηρακλείδες, ογδόντα χρόνια μετά την άλωση της Τροίας, κατάχτησαν την Πελοπόννησο. Με δυσκολία, κι ύστερα από πολλά χρόνια, η Ελλάδα ησύχασε οριστικά, σταμάτησαν οι αναγκαστικές μετακινήσεις και μπόρεσε έτσι να ιδρύσει αποικίες. Οι Αθηναίοι αποίκισαν τις ιωνικές πόλεις και τα περισσότερα νησιά. Οι Πελοποννήσιοι εγκαταστάθηκαν σε πολλά μέρη της Ιταλίας και της Σικελίας και σε μερικά της υπόλοιπης Ελλάδας. Όλες αυτές οι αποικίες ιδρύθηκαν μετά τα Τρωικά.
Όσο η Ελλάδα γινόταν πιο δυνατή και ταυτόχρονα αποχτούσε περισσότερον πλούτον από πριν, σε πολλές πόλεις εγκαθιδρύονταν τυραννίδες (ενώ πρωτύτερα υπήρχαν κληρονομικές βασιλείες με καθορισμένα προνόμια) κι η Ελλάδα άρχισε να ετοιμάζει ναυτικό και να στρέφεται περισσότερο προς τη θάλασσα. Λέγεται ότι πρώτοι οι Κορίνθιοι χρησιμοποίησαν σχεδόν το σημερινό τρόπο κατασκευής των καραβιών κι οργάνωσης του ναυτικού κι ότι στην Κόρινθο, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ναυπηγήθηκαν τριήρεις. Και φαίνεται πως ο Κορίνθιος ναυπηγός Αμεινοκλής έφτιαξε τέσσερα πολεμικά καράβια για τους Σαμιώτες. Ο Αμεινοκλής πήγε στη Σάμο τριακόσια περίπου χρόνια πριν από το τέλος του πολέμου που εξιστορώ.
Η πιο παλιά ναυμαχία απ’ όσες ξέρουμε έγινε μεταξύ Κορινθίων και Κερκυραίων, περίπου διακόσια εξήντα χρόνια πριν από την ίδια χρονολογία. Με το να χτίσουν οι Κορίνθιοι την πόλη τους πάνω στον Ισθμό, την έκαμαν, από πολύ παλιά, εμπορικό κέντρο, γιατί οι Έλληνες, τα παλιά τα χρόνια, επικοινωνούσαν περισσότερο από στεριά παρά από θάλασσα και τόσο αυτοί που έμεναν στην Πελοπόννησο όσο κι εκείνοι που κατοικούσαν έξω απ’ αυτήν ήταν υποχρεωμένοι να έρχονται σε επικοινωνία μεταξύ τους διαμέσου της χώρας των Κορινθίων. Έτσι οι Κορίνθιοι έγιναν πολύ πλούσιοι, όπως μαρτυρούν κι οι παλιοί ποιητές που επονόμασαν την πόλη πλούσια. Όταν οι Έλληνες ανάπτυξαν πιο πολύ τις θαλασσινές συγκοινωνίες, οι Κορίνθιοι, επειδή είχαν στόλο, ξεπάστρεψαν τους πειρατές κι η πόλη τους, κέντρο εμπορίου από στεριά κι από θάλασσα, έγινε πολύ δυνατή με τα πλούσια έσοδα της. Κι οι Ίωνες αργότερα απόχτησαν σημαντικό ναυτικό, στα χρονιά του Κύρου, του πρώτου βασιλιά των Περσών, και στα χρόνια του γιου του Καμβύση, και πολεμώντας εναντίον του Κύρου κυριάρχησαν για λίγον καιρό στη θάλασσα που βρέχει τις ακτές τους. Κι ο Πολυκράτης, τύραννος της Σάμου στα χρονιά του Καμβύση, έχοντας ισχυρό ναυτικό, υπόταξε διάφορα νησιά, κι αφού κυρίεψε και τη Ρήνεια την αφιέρωσε στο Δήλιο Απόλλωνα. Τέλος οι Φωκαείς ίδρυσαν την αποικία Μασσαλία και ναυμαχώντας με τους Καρχηδονίους τους νίκησαν.
Αυτά ήταν τα ισχυρότερα ναυτικά στα παλιότερα χρονιά. Κι οι στόλοι αυτοί όμως, μόλο που δημιουργήθηκαν πολλές γενιές υστέρα από τα Τρωικά, είναι βέβαιο πως χρησιμοποιούσαν λίγες τριήρεις και στο μεγαλύτερο τους μέρος αποτελούνταν ακόμη από πενηντάκουπα και μακριά καράβια αρματωμένα όπως εκείνα της εποχής του τρωικού πολέμου. Λίγο πριν απ’ τα Μηδικά και το θάνατο του Δαρείου, που υπήρξε βασιλιάς των Περσών ύστερα από τον Καμβύση, οι τύραννοι της Σικελίας κι οι Κερκυραίοι απόχτησαν πολλές τριήρεις. Αυτά ήταν τα τελευταία αξιόλογα ναυτικά στην Ελλάδα πριν από την εκστρατεία του Ξέρξη. Οι Αιγινήτες κι οι Αθηναίοι, πιθανόν και μερικοί άλλοι, είχαν λίγα καράβια και τα περισσότερα απ’ αυτά ήταν πενηντάκουπα. Μόνο αργότερα έπεισε ο Θεμιστοκλής τους Αθηναίους, τον καιρό που είχαν πόλεμο με τους Aιγινήτες κι αναμενόταν η επιδρομή των βαρβάρων, να ναυπηγήσουν τα πολεμικά καράβια με τα οποία ναυμάχησαν στη Σαλαμίνα. Κι αυτά όμως δεν είχαν ακόμη κατάστρωμα σ’ όλο τους το μάκρος.
Τέτοιες λοιπόν ήταν οι ναυτικές δυνάμεις των Ελλήνων και στα παλιά τα χρόνια κι αργότερα. Όσοι όμως έστρεψαν την προσοχή τους στο ναυτικό απόχτησαν σημαντική δύναμη και με την αύξηση των προσόδων τους και με την εξουσία τους πάνω σ’ άλλους. Γιατί, κάνοντας επιδρομές στα νησιά, ιδιαίτερα όσοι δεν είχαν αρκετή γη, τα υπόταζαν. Στη στεριά, αντίθετα, πόλεμος στον οποίο να συναθροίστηκε κάποια σημαντική δύναμη δεν έγινε κανένας. Οι πόλεμοι, όσοι έγιναν, ήταν ανάμεσα σε γείτονες, κι εκστρατείες μακριά από τη χώρα τους, για να υποτάξουν άλλους, δεν επιχειρούσαν οι Έλληνες. Δεν προσχωρούσαν επίσης στις μεγάλες πόλεις ως υπήκοοι, ούτε έκαναν κοινές εκστρατείες ενωμένοι σαν ίσοι με ίσους, αλλά πιο πολύ πολεμούσαν χωριστά ο ένας γείτονας εναντίον του άλλου.
Οι ελληνικές πόλεις χωρίστηκαν σε δυο και τάχτηκαν με το ένα ή το άλλο μέρος, κυρίως στον πόλεμο που έγινε κάποτε, παλιά, ανάμεσα στους Χαλκιδιώτες και τους Ερετριείς.
Διάφορα άλλα εμπόδια παρουσιάστηκαν και δεν επιτρέψανε την ανάπτυξη των ελληνικών πόλεων. Στους Ίωνες, οι οποίοι είχαν αποχτήσει μεγάλη δύναμη, εμπόδιο στάθηκε ο Κύρος και το περσικό βασίλειο που, αφού κατάργησε την εξουσία του Κροίσου και κατάχτησε όλη τη χώρα μεταξύ του ποταμού Άλη και της θάλασσας, έκαμε κι εναντίον τους εκστρατεία κι υποδούλωσε τις ηπειρωτικές τους πόλεις. Αργότερα ο Δαρείος, με την υπεροχή που εξασφάλισε χάρη στο ναυτικό των Φοινίκων, υποδούλωσε και τα νησιά.
Ωστόσο, όσοι τύραννοι κυβερνούσαν ελληνικές πόλεις, αποβλέποντας μόνο στο προσωπικό τους συμφέρον και των στενών συγγενών τους, διοικούσαν πολύ συντηρητικά και γι’ αυτό δεν έκαμαν τίποτε το αξιόλογο, έκτος από πολέμους εναντίον των γειτόνων τους. Οι τύραννοι όμως των πόλεων της Σικελίας απόχτησαν μεγάλη δύναμη. Έτσι, από διάφορους λόγους, η Ελλάδα εμποδιζόταν για πολλά χρόνια να επιχειρήσει ομαδικά κάτι το αξιόλογο και καθεμιά πόλη χωριστά ήταν άτολμη.
Τελικά όμως οι τύραννοι της Αθήνας και της υπόλοιπης Ελλάδας —που στο μεγαλύτερο της μέρος είχε και πρωτύτερα κυβερνηθεί από τους τυράννους— οι περισσότεροι τους κι οι τελευταίοι (αν εξαιρέσουμε εκείνους της Σικελίας) ανατράπηκαν από τους Λακεδαιμονίους. Γιατί η Σπάρτη, αφού ιδρύθηκε από τους Δωριείς που την κατοικούν και σήμερα και δοκιμάστηκε από τις μακρότερες εμφύλιες διαμάχες τις οποίες ξέρουμε, όμως ευνομήθηκε από τα πιο παλιά χρονιά και πάντα έζησε χωρίς τυράννους. Για τετρακόσια και λίγο περισσότερα χρόνια πριν από το τέλος του πολέμου που εξιστορώ, οι Λακεδαιμόνιοι έχουν το ίδιο πολίτευμα και χάρη σ’ αυτό έγιναν δυνατοί και μπόρεσαν να ρυθμίζουν τα πράγματα και των άλλων πόλεων. Λίγα χρονιά ύστερα από την κατάργηση των τυράννων στην Ελλάδα, έγινε κι η μάχη στο Μαραθώνα ανάμεσα στους Πέρσες και τους Αθηναίους. Δέκα χρόνια ύστερα από τη μάχη αυτή, ο βάρβαρος με μεγάλη ετοιμασία ήρθε πάλι εναντίον της Ελλάδας για να την υποδουλώσει. Μπροστά στο μεγάλον κίνδυνο ο οποίος τους απειλούσε, οι Λακεδαιμόνιοι, μια κι ήταν οι πιo δυνατοί, ανάλαβαν την αρχηγία των Ελλήνων που συμπολέμησαν, ενώ οι Αθηναίοι, καθώς οι Πέρσες προχωρούσαν, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την πόλη τους, κι αφού πήραν από τα σπίτια τους ό,τι σηκωνόταν, μπήκαν στα καράβια κι έγιναν ναυτικοί. Λίγο ύστερα από την απόκρουση, με κοινό αγώνα, των βαρβάρων, κι οι Έλληνες που είχαν συμπολεμήσει κι εκείνοι που είχαν αποστατήσει από τον Πέρση βασιλιά, χωρίστηκαν σε δυο παρατάξεις, μια με τους Αθηναίους κι άλλη με τους Λακεδαιμονίους, γιατί αυτοί οι δυο είχαν ξεχωρίσει σαν οι πιο δυνατοί, οι πρώτοι στη θάλασσα, οι δεύτεροι στη στεριά. Η μεταξύ τους όμως αμυντική συμμαχία κράτησε λίγα μόνο χρόνια, κι έπειτα Λακεδαιμόνιοι κι Αθηναίοι ήρθαν σε διάσταση και πολέμησαν, με τη βοήθεια και των συμμάχων τους, ο ένας εναντίον του άλλου. Κι οι άλλοι Έλληνες, όσοι είχαν κάποιες διάφορες μεταξύ τους, τάσσονταν πια με τον έναν ή τον άλλο απ’ αυτούς. Μ’ αυτόν τον τρόπο, από τα Μηδικά ως τον τωρινό πόλεμό αδιάκοπα, ποτέ κάνοντας σπονδές, πότε πολεμώντας, είτε μεταξύ τους είτε με τους συμμάχους τους που αποστατούσαν, προετοίμασαν καλά όσα χρειάζονται για τον πόλεμό κι έγιναν πιο έμπειροι, γιατί ασκούνταν μέσα στους κινδύνους.
Οι Λακεδαιμόνιοι ασκούσαν την ηγεμονία τους χωρίς να υποχρεώνουν τους συμμάχους τους να πληρώνουν φόρο, φρόντιζαν όμως να έχουν αυτοί πολίτευμα ολιγαρχικό, για το αποκλειστικό συμφέρον της Σπάρτης. Οι Αθηναίοι, εξάλλου, με τον καιρό υποχρέωσαν τους συμμάχους τους —εκτός από τους Χιώτες και τους Λεσβίους— να τους παραδώσουν τα καράβια τους κι επιβάλανε να πληρώνουν όλοι τους φόρο. Έτσι, στο κατώφλι του πολέμου που εξιστορώ, οι Αθηναίοι βρέθηκαν να ‘χουν πολεμική ετοιμασία μεγαλύτερη από κάθε προηγούμενη φορά, ακόμη κι όταν η συμμαχία τους διατηριόταν ακμαία κι απείραχτη.