5.5.Ζ. Φιλοσοφία
Η Αθήνα εξακολούθησε και στα ελληνορωμαϊκά χρόνια να αποτελεί κέντρο φιλοσοφικών σπουδών και ο ρόλος της ενισχύθηκε, όταν το 176 μ.Χ. ο αυτοκράτορας και φιλόσοφος Μάρκος Αυρήλιος φρόντισε να ιδρυθούν στην Αθήνα τέσσερις φιλοσοφικές έδρες, από μία για την Ακαδημία, τον Περίπατο, τη Στοά και τους επικούρειους - όχι φυσικά για τους σκεπτικούς, που αμφισβητούσαν τα πάντα.
Οι διάφορες φιλοσοφικές σχολές ή κατευθύνσεις εξακολούθησαν να υπάρχουν, με τους εκπροσώπους τους να διδάσκουν, να ερμηνεύουν, να συμπληρώνουν αν όχι και να προάγουν τη σκέψη του ιδρυτή της σχολής και των διαδόχων του. Ωστόσο, ήδη από τα τελευταία ελληνιστικά χρόνια οι φιλόσοφοι είχαν αρχίσει να παραμερίζουν τις διαφορές τους και να συγκλίνουν, φαινόμενο που τώρα, στην Ελληνορωμαϊκή εποχή, γενικεύτηκε: οι οπαδοί μιας σχολής δε δίσταζαν να υιοθετούν ιδέες από άλλες κατευθύνσεις, και η φιλοσοφική σκέψη έτεινε να ενοποιηθεί σε ένα και μόνο σύστημα, εκλεκτικό.
Μην ξεχνούμε ότι στα ελληνορωμαϊκά χρόνια δίπλα στη φιλοσοφία αναπτυσσόταν μια νέα θρησκεία, ο χριστιανισμός, που η αποκαλυπτική διδασκαλία του δεν έλυνε μόνο τα ηθικά προβλήματα και υπαγόρευε έναν ενάρετο τρόπο ζωής, αλλά ακόμα ικανοποιούσε τις μεταφυσικές ανάγκες των πιστών και ξάνοιγε προοπτικές για μια καλύτερη μεταθανάτια ζωή στο υπερπέραν.
Υποχρεωμένη να τον συναγωνιστεί, η φιλοσοφία φυσικό ήταν να δώσει και αυτή έμφαση στις υπερβατικές και μυστηριακές της όψεις. Έτσι, για ένα διάστημα άνθισε πάλι ο πυθαγορισμός· έτσι, στο φιλοσοφικό πεδίο κυριάρχησε τελικά ο νεοπλατωνισμός, που είχε αφομοιώσει πλήθος στοιχεία από άλλες σχολές και παρουσίαζε έντονα μεταφυσικές και μυστικιστικές τάσεις.
Η ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (30 π.Χ.)
Σταθμό στο κατώφλι της Ελληνορωμαϊκής εποχής αποτέλεσε η έκδοση των έργων του Αριστοτέλη από τον Ανδρόνικο. Όπως ήταν φυσικό, η έκδοση, όπου για πρώτη φορά η αριστοτελική φιλοσοφία παρουσιαζόταν σε όλη της την έκταση και ως ολοκληρωμένο σύστημα (που δεν ήταν, έδωσε στο Λύκειο νέα ζωή - και απασχόληση.
Οι αριστοτελικές πραγματείες ήταν συνοπτικές και δυσνόητες τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη γλώσσα. Έτσι, στις δεκαετίες που ακολούθησαν την έκδοση, μια ολόκληρη σειρά από περιπατητικούς φιλοσόφους ασχολήθηκαν με το να μελετήσουν, να σχολιάσουν, να ερμηνέψουν και να παραφράσουν τα αριστοτελικά έργα, που χωρίς τη φροντίδα τους θα εξακολουθούσαν να μένουν άγνωστα.
Πρώτος ο ίδιος ο Ανδρόνικος από τη Ρόδο ενσωμάτωσε στην έκδοση μια δική του εισαγωγή και πρόσθεσε τη βιογραφία του Αριστοτέλη, έναν κατάλογο των έργων του και ορισμένα σχόλια. Ακολούθησαν ο μαθητής του Βόηθος από τη Σιδώνα, που σχολίασε τα Φυσικά, τις Κατηγορίες και τα Ἀναλυτικὰ πρότερα, ο Ξέναρχος από τη Σελεύκεια, που αν και περιπατητικός διαφωνούσε με βασικές αριστοτελικές θέσεις, ο Νικόλαος από τη Δαμασκό, που τον γνωρίσαμε και ως ιστορικό κ.ά. Κοινό τους γνώρισμα η τάση να εισάγουν στην αριστοτελική φιλοσοφία, όπως την ερμήνευαν, στοιχεία από την ακαδημαϊκή και στωική θεωρία.
Σημαντικό πνευματικό κέντρο ήταν από τα ελληνιστικά χρόνια, και διατηρήθηκε στην Ελληνορωμαϊκή εποχή, και η Αλεξάνδρεια. Εκεί, όπου η ιουδαϊκή παροικία ήταν, θυμίζουμε, η μεγαλύτερη μετά την ελληνική, πραγματοποιήθηκε, τέλος του 1ου π.Χ. και αρχές του 1ου μ.Χ. αιώνα, μια σημαντική, προχριστιανική, προσέγγιση του ιουδαϊσμού με την ελληνική φιλοσοφία.
ΦΙΛΩΝ Ο ΙΟΥΔΑΙΟΣ (1ος π.Χ/1ος μ.Χ. αι.)
Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια από οικογένεια που ήταν οικονομικά ανεξάρτητη, πολιτικά ισχυρή και γλωσσικά εξελληνισμένη, τόσο ώστε ο Φίλων να μη γνωρίζει καν τα εβραϊκά και να συγγράφει τα θεολογικά και φιλοσοφικά του έργα στην Κοινή. Το μόνο που ξέρουμε για τη ζωή του είναι ότι επισκέφτηκε την Ιερουσαλήμ και τη Ρώμη, όπου το 40 μ.Χ. υπερασπίστηκε ως διπλωματικός αποσταλμένος τα συμφέροντα των Ιουδαίων της Αλεξάνδρειας.
Αφετηρία του είχε πάντα την Παλαιά Διαθήκη, όπως τη γνώριζε από τη μετάφραση των Εβδομήκοντα, και η προσήλωσή του στην ιουδαϊκή πνευματική παράδοση έστεκε ακλόνητη. Ωστόσο, ο ίδιος έδωσε σε δύο από τα έργα του, στον Ἀλέξανδρον και στο Περὶ προνοίας, τη χαρακτηριστικά πλατωνική διαλογική μορφή και δε δίστασε, ερμηνεύοντας τα ιουδαϊκά ιερά κείμενα, να χρησιμοποιήσει ελληνικούς τρόπους προσέγγισης, όπως στο Νόμων ἱερῶν ἀλληγορίαι, και να υιοθετήσει ελληνικές, στωικές ή άλλες ιδέες, όπως στο Περὶ τὸ πάντα σπουδαῖον εἶναι ἐλεύθερον.
Από τα πάμπολλα έργα του, άλλα, όπως το Περὶ βίου Μωυσέως, διασώθηκαν αυτούσια· άλλα, όπως ορισμένα υπομνήματα στην Πεντάτευχο, σε αρμενική μετάφραση· άλλα, όπως η Ἀπολογία ὑπὲρ Ἰουδαίων, δε μας είναι γνωστά παρά από αποσπάσματα που παράθεσαν στα συγγράμματά τους νεότεροι χριστιανοί συγγραφείς.
Ο Απολλώνιος από τα Τύανα της Κιλικίας (1ος μ.Χ. αι.) ταξίδεψε απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη την αυτοκρατορία κηρύσσοντας τον πυθαγόρειο τρόπο ζωής: την ευσέβεια, την προσευχή, τη λιτότητα, τη χορτοφαγία, τη σεξουαλική εγκράτεια κ.τ.ό. Ο ίδιος δεν έχουμε λόγο να πιστέψουμε πως ήταν απατεώνας, όπως τον χαρακτήρισε, πάντα κακόγλωσσος, ο Λουκιανός. Σίγουρα όμως δεν είχε τα υπερφυσικά χαρίσματα που του απόδιδαν οι οπαδοί του, όταν υποστήριζαν ότι μπορούσε να συνομιλεί με τα ζώα, να διώχνει τα δαιμόνια, να ανασταίνει νεκρούς και, φυλακισμένος, να λύνει τα δεσμά του. Η φήμη του έμεινε ζωντανή και τον 2ο μ.Χ. αιώνα η αυτοκράτειρα Ιουλία Δόμνα ανάθεσε στον Φλάβιο Φιλόστρατο να συγγράψει Τὰ εἰς τὸν Τυανέα Ἀπολλώνιον, βιογραφικό έργο όπου τα ιστορικά δεδομένα φυσικό ήταν να έχουν υποχωρήσει μπροστά στον κυρίαρχο θρύλο. Από τα δικά του έργα το Τελευταὶ ἢ περὶ θυσιῶν και το Περὶ τοῦ πυθαγορικοῦ βίου έχουν χαθεί. Σώθηκαν όμως 77 επιστολές, ανάμεσά τους και μερικές που δεν αποκλείεται να τις έχει γράψει ο ίδιος.
Ο Απολλώνιος δεν ήταν ο μόνος που κήρυξε με επιτυχία την πυθαγόρεια φιλοσοφία. Οι μυστικιστικές-θεολογικές διαστάσεις της διδασκαλίας του Πυθαγόρα φυσικό ήταν να έχουν απήχηση σε μια κοινωνία που αναζητούσε μεταφυσικά στηρίγματα. Έτσι, δεν απορούμε όταν στα ελληνορωμαϊκά χρόνια κυκλοφορούσαν ευρύτατα, άγνωστο πότε και από ποιον γραμμένα, τα Χρυσᾶ ἔπη (αποφθέγματα) του Πυθαγόρα, ή όταν ορισμένοι (νεο)πυθαγόρειοι φιλόσοφοι,[1] συνδυάζοντας στα έργα τους την πυθαγόρεια με την πλατωνική θεωρία, άνοιξαν δρόμους προς τον νεοπλατωνισμό.
Η στωική φιλοσοφία αντιπροσωπεύτηκε τον 1ο μ.Χ. αιώνα με μια ομάδα από φιλοσόφους που όλοι τους, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, κινήθηκαν στα πεδία της αλληγορίας. Ο Κορνούτος από τη Λέπτη της Λιβύης ερμήνευσε το ελληνικό θεολογικό σύστημα ταυτίζοντας τον Δία με την ψυχή, την Ήρα με τον αέρα, την Αθηνά με τη σοφία κλπ.· ο ψευδεπίγραφος Κέβητος Θηβαίου Πίναξ, δεν ανήκει βέβαια στον Κέβη τον σωκρατικό αλλά σε έναν για μας ανώνυμο φιλόσοφο που θέλησε, ερμηνεύοντας μιαν ολοφάνερα φανταστική, αλληγορική εικόνα, να συστήσει τον στωικό δρόμο προς την ευδαιμονία, όπου κανείς δε φτάνει με την ψευδοπαιδείαν της μουσικής, της αριθμητικής, της ρητορικής κλπ., αλλά μόνο με την εγκράτεια, την καρτερία και τις άλλες ηθικές αρετές· στα χέρια μας έφτασε και το Ὁμηρικαὶ ἀλληγορίαι του Ηράκλειτου από τον Πόντο (;), όπου π.χ. υποστηρίζεται ότι τα βέλη του Απόλλωνα στην αρχή της Ιλιάδας άλλο δεν είναι από τις ακτίνες του ήλιου, που προκαλούν επιδημίες και ξηρασία.
ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ (περ. 50-138 μ.Χ.)
Γεννήθηκε δούλος στην Ιεράπολη της Φρυγίας, αλλά είχε την τύχη να υπηρετήσει στη Ρώμη έναν εξαιρετικά πλούσιο και μορφωμένο απελεύθερο, τον Επαφρόδιτο, που του έδωσε την άνεση να μαθητέψει στον στωικό φιλόσοφο Μουσώνιο Ρούφο[2] και αργότερα τον απελευθέρωσε. Διδάσκοντας πια ο ίδιος, ο Επίκτητος έμεινε στη Ρώμη ως τη χρονιά που ο Δομιτιανός εξόρισε όλους τους φιλοσόφους (89 μ.Χ.). Διωγμένος από την Ιταλία, εγκαταστάθηκε στη Νικόπολη της Ηπείρου, όπου συνέχισε να διδάσκει με μεγάλη επιτυχία ως τον θάνατό του.
Ο ίδιος δεν έγραψε τίποτα· είχε όμως μαθητή τον γνωστό μας ιστορικό Φλάβιο Αρριανό, που με επιμέλεια κατάγραψε κατά λέξη, στην Κοινή, όπως ακούγονταν, τα μαθήματά του (Περὶ ἀταραξίας, Πῶς φέρειν δεῖ τὰς νόσους, Πρὸς επικούρειους καὶ ἀκαδημαϊκούς κλπ.), και τα δημοσίευσε με τον τίτλο Διατριβαί. Από τα οκτώ βιβλία των Διατριβῶν έχουν σωθεί τα τέσσερα, και ένα ξεχωριστό βιβλίο, το Ἐγχειρίδιον, όπου πάλι ο Αρριανός είχε συνοψίσει την ηθική διδασκαλία του δασκάλου του. Η φιλοσοφία του Επίκτητου ήταν βασικά στωική, με στοιχεία κυνισμού. Απευθυνόταν στον μέσο άνθρωπο, συστήνοντάς του να πολεμήσει τα πάθη του με το λογικόν και να ακολουθήσει ελεύθερος την θείαν διοίκησιν.
Έχει σωστά παρατηρηθεί ότι στα ελληνορωμαϊκά χρόνια η Στοά είχε αναδείξει δύο εξαιρετικά σημαντικούς φιλόσοφους: ένα δούλο, τον Επίκτητο, και έναν αυτοκράτορα, τον Μάρκο Αυρήλιο, και, όπως ήταν φυσικό, καθένας τους μίλησε με τον δικό του τρόπο: ο Επίκτητος απευθυνόταν στους πολλούς, με λογικά επιχειρήματα· ο Μάρκος Αυρήλιος στον εαυτό του, με αφορισμούς.
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ (121-180 μ.Χ.)
Ἔνδον σκάπτε· ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ.[3]
Εἰς ἑαυτόν 7.59
Ο Μάρκος Αυρήλιος είχε μαθητέψει στον διάσημο ρωμαίο ρήτορα και ρητοροδιδάσκαλο Φρόντωνα και στον Ηρώδη τον Αττικό. Και οι δύο τον προόριζαν για ρήτορα, αλλά τελικά υπερίσχυσε η κλίση του προς τη φιλοσοφία. Ως αυτοκράτορας στάθηκε άτυχος: εξωτερικοί εχθροί και εσωτερικοί επαναστάτες τον υποχρέωσαν να περάσει τα περισσότερα από τα είκοσι χρόνια της εξουσίας του σε πολεμικές επιχειρήσεις.
Το έργο του Εἰς ἑαυτόν είναι ένα είδος ημερολόγιο όπου ο φιλόσοφος-αυτοκράτορας κατάγραφε με συντομία παρατηρήσεις (π.χ. «όσοι υμνήθηκαν πολύ έχουν ήδη παραδοθεί στη λήθη, και αυτοί που τους υμνούσαν έχουν από καιρό εξαφανιστεί», 7.6), αφοριστικές κρίσεις (π.χ. ὁ ἀδικῶν ἑαυτὸν ἀδικεῖ, ἑαυτὸν κακὸν ποιῶν, 9.4), συμβουλές και κατηγορικές προσταγές προς τον εαυτό του (π.χ. μὴ αἰσχύνου βοηθούμενος, 7.7).
Η φιλοσοφία του αντλεί πολλά από τον Ποσειδώνιο και τον Επίκτητο και εστιάζεται στην ηθική συμπεριφορά, συστήνοντας εσωτερική ελευθερία από τα πάθη, ηρεμία, μετριοπάθεια, πραότητα και ανοχή - αρετές που χαρακτήριζαν και τον ίδιο. Μόνο απέναντι στους χριστιανούς στάθηκε άτεγκτος· ίσως γιατί έβλεπε πόσο εύκολα η θρησκεία τους θα μπορούσε με την ηθική διδασκαλία της να υποκαταστήσει κάθε πρακτική φιλοσοφία.
Όπως θα το περιμέναμε, η σύγκλιση των φιλοσοφικών συστημάτων επηρέασε και την Ακαδημία, όπου οι φιλόσοφοι - ο Εύδωρος (1ος π.Χ./1ος μ.Χ. αι.), ο Γάιος (1ος/2ος μ.Χ. αι.), ο Αλβίνος (2ος μ.Χ. αι.) κ.ά. - από τη μια υιοθέτησαν και ενσωμάτωσαν στην πλατωνική θεωρία πυθαγορικές, περιπατητικές και στωικές ιδέες, από την άλλη προώθησαν με τις θέσεις τους τα μεταφυσικά και μυστικιστικά στοιχεία του πλατωνισμού, προετοιμάζοντας τη μετατροπή του στον έντονα θεολογικό νεοπλατωνισμό. Τελευταίος στη σειρά, ο Κέλσος (2ος μ.Χ. αι.) στο έργο του Ἀληθὴς λόγος τα έβαλε, μαντεύουμε γιατί, με τους χριστιανούς.
ΣΕΞΤΟΣ Ο ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ (2ος μ.Χ. αι.)
Για τη ζωή του ξέρουμε μόνο ότι ήταν γιατρός, της εμπειρικής σχολής του Ηρόφιλου. Σώζονται όμως τα έργα του (α) Πυρρώνειοι ὑποτυπώσεις, μια σύνοψη των απόψεων του Πύρρωνα, ιδρυτή της σχολής των σκεπτικών, και (β) Σκεπτικά, που απαρτίζονται από πέντε βιβλία Πρὸς δογματικούς, δηλαδή εναντίον όλων των φιλοσόφων που πιστεύουν στην ακλόνητη ορθότητα της θεωρίας τους, και έξι βιβλία Πρὸς μαθηματικούς, δηλαδή εναντίον όλων όσων αγαπούν τη μάθηση, κατέχουν ή και διδάσκουν ένα συγκεκριμένο μάθημα: των γραμματικών, των ρητοροδιδασκάλων, των αστρονόμων, των φυσικών, των μαθηματικών με τη σημερινή έννοια, των μουσικών κλπ.
Σε όλους αυτούς ο Σέξτος καταφέρνει, εφαρμόζοντας με πολλή επιδεξιότητα την αρχή του Πύρρωνα ότι παντὶ λόγῳ λόγος ἀντίκειται, να αποδείξει όχι μόνο ότι όσα νομίζουν ότι γνωρίζουν είναι ανυπόστατα, αλλά και ότι κάθε τους προσπάθεια να γνωρίσουν κάτι βέβαιο και σωστό είναι εξαρχής μάταιη.
Εύστοχα παρατηρήθηκε ότι «κλονίζοντας [με τα επιχειρήματά τους] τις γνωστικές δυνατότητες του ορθολογισμού, οι εκπρόσωποι του σκεπτικισμού βοήθησαν, άθελά τους, να ανοίξει ο δρόμος για τον μυστικισμό.» (Α. Λέσκι)
Γύρω στα 200 μ.Χ. ένας εύπορος πολίτης στα Οινόανδα της Λυκίας, ο Διογένης, φανατικός οπαδός της φιλοσοφίας του Επίκουρου, καθόρισε μετά τον θάνατό του να κατασκευαστεί μια τεράστια επιγραφή (πάνω από 40 μέτρα μάκρος!) «για το καλό της πόλης και των ξένων που την επισκέπτονται». Η επιγραφή, που βρέθηκε κομματιασμένη και δημοσιεύτηκε από τους αρχαιολόγους, περιείχε τέσσερα δικά του συγγράμματα, αποφθέγματα και επιστολές - όλα στο πλαίσιο της επικούρειας φιλοσοφίας.
Σύγχρονος του Διογένη πρέπει να ήταν ο περιπατητικός Αριστοκλής από τη Μεσσήνη της Σικελίας, συγγραφέας ενός έργου Περὶ φιλοσοφίας, απ᾽ όπου μας σώζονται αποσπάσματα. Μαθητής του ήταν ο Αλέξανδρος από την Αφροδισιάδα της Κιλικίας (2ος/3ος μ.Χ. αι.), κάτοχος της έδρας του Περιπάτου που είχε ιδρύσει ο Μάρκος Αυρήλιος στην Αθήνα. Αποτελούσε βέβαια υπερβολή, όταν οι Βυζαντινοί τον ονόμαζαν δεύτερον Ἀριστοτέλη· όχι όμως και όταν τον χαρακτήριζαν ἐξηγητὴν κατ᾽ ἐξοχήν: τα ερμηνευτικά του υπομνήματα (στη Μεταφυσική, στα Αναλυτικά, στα Μετεωρολογικά κ.ά.) χαρακτηρίζονται από αυστηρή μέθοδο και σπάνια ευθυκρισία.
Το τελευταίο φιλοσοφικό κίνημα της ελληνικής αρχαιότητας, ο νεοπλατωνισμός, εμφανίστηκε και αναπτύχτηκε τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Τυπικά αποτελούσε τη συνέχεια του πλατωνισμού της Ακαδημίας, όπου είχαν στο μεταξύ αφομοιωθεί πλήθος πυθαγορικά, αριστοτελικά, στωικά κ.ά. στοιχεία. Ουσιαστικά όμως ο νεοπλατωνισμός εξελίχτηκε σε ένα πραγματικά καινούργιο κίνημα: με την ιδεοκρατία, με την υποτίμηση του αισθητού κόσμου και με την προβολή εννοιών όπως το απόλυτο, η ψυχική κάθαρση κ.τ.ό. ανταποκρίθηκε καλύτερα από κάθε άλλη φιλοσοφική διδασκαλία στις πνευματικές ανάγκες των ανθρώπων της ύστερης Ελληνορωμαϊκής εποχής που αποζητούσαν μεταφυσική λύτρωση από την πραγματικότητα.
Πρωτοπόρος του νεοπλατωνισμού θεωρείται ο Αμμώνιος Σακκάς[4] από την Αλεξάνδρεια (2ος/3ος μ.Χ. αι.), που γεννήθηκε χριστιανός αλλά προτίμησε να γίνει εθνικός και φιλόσοφος. Ο Αμμώνιος δεν άφησε γραπτό έργο και η διδασκαλία του μας είναι άγνωστη. Είχε όμως, ως δάσκαλος της πλατωνικής φιλοσοφίας στην Αλεξάνδρεια, σημαντικούς μαθητές, ανάμεσά τους τον αναμφισβήτητο αρχηγέτη του νεοπλατωνισμού, τον Πλωτίνο.
ΠΛΩΤΙΝΟΣ (205-270 μ.Χ.)
Γεννήθηκε στη Λυκόπολη της Αιγύπτου και σπούδασε στην Αλεξάνδρεια, όπου είκοσι οκτώ χρονών γνώρισε τον Αμμώνιο Σακκά, ενθουσιάστηκε με τη διδασκαλία του και έμεινε κοντά του έντεκα χρόνια. Στη συνέχεια, για να γνωρίσει την περσική και ινδική φιλοσοφία, ακολούθησε τον αυτοκράτορα Γορδιανό Γ' στην εκστρατεία του στη Μεσοποταμία· γρήγορα όμως ο Γορδιανός σκοτώθηκε και ο Πλωτίνος ταξίδεψε, πρώτα στην Αντιόχεια, ύστερα στη Ρώμη, όπου εγκαταστάθηκε και έμεινε διδάσκοντας τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια της ζωής του.
Η ασκητική προσωπικότητα και η διδασκαλία του εντυπωσίασαν τους Ρωμαίους· η φήμη για τη σοφία και τη δικαιοσύνη του απλώθηκε, και δεν ήταν λίγοι αυτοί που τον παρακαλούσαν να επιλύσει τις διαφορές τους ή να διαχειριστεί ως θετός πατέρας τις περιουσίες παιδιών που είχαν ορφανέψει. Οι μαθητές του ήταν πολλοί και αξιόλογοι· όμως πάλι δεν απορούμε μαθαίνοντας ότι επιχείρησε, αλλά δεν κατάφερε, να διαμορφώσει τη διδασκαλία του στο πρότυπο του σωκρατικού διαλόγου, γιατί οι συζητήσεις διεξάγονταν ἀταξίας πλήρεις καὶ πολλῆς φλυαρίας (Βίος 3.37).
Ακολουθώντας τον δάσκαλό του τον Αμμώνιο και τον Σωκράτη, ο Πλωτίνος δεν έδινε σημασία στον γραπτό λόγο. Αργά και με δυσκολία οι μαθητές του τον έπεισαν να συγγράψει. Έτσι, στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Πλωτίνος κατάγραψε 54 κεφάλαια από τη φιλοσοφία του. Τα παράδωσε στους μαθητές του, και από αυτούς ο Πορφύριος τα ταχτοποίησε σε έξι ομάδες των εννέα κεφαλαίων, ανάλογα με το θέμα τους, και τα δημοσίευσε με τον τίτλο Ἐννεάδες. Ο Πλωτίνος έγραψε σαν να μιλούσε: η γλώσσα του είναι μεικτή, η σύνταξή του ανώμαλη, το ύφος του άτσαλο και η ορολογία του συχνά επινοημένη από τον ίδιο· παρ᾽ όλα αυτά, ο λόγος του έχει ζωντάνια και θα διαβαζόταν ευχάριστα, αν δεν ήταν τα νοήματα τόσο πολύπλοκα και αφηρημένα.
Ο Πλωτίνος δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι έφερε στη φιλοσοφία κάτι καινούργιο. Αντίθετα, επέμενε να λέει πως άλλο δεν έκανε από το να ερμηνεύει τους προκατόχους του, τον Πλάτωνα και τους πλατωνικούς. Σωστά· όμως καινούργια ήταν ακριβώς η ερμηνεία που έδωσε στην πλατωνική θεωρία, η σύνθεση της συσσωρευμένης ακαδημαϊκής γνώσης, ο τρόπος που συστηματοποίησε το διάχυτο υλικό - η συνολική εικόνα του πλατωνισμού, όπως την πρόβαλλε γοητεύοντας το κοινό του. Χαρακτηριστική η διδασκαλία του για το πλατωνικό ἕν, που πια όχι μόνο ταυτιζόταν με την αρετή και την ομορφιά, αλλά και αποτελούσε την πηγή όλων των όντων. Με αυτό το σχεδόν θεοποιημένο, ανεξάρτητο και απόλυτο ἕν ο Πλωτίνος δίδασκε ότι μπορούσαν οι άνθρωποι, με άσκηση και μυστική έκσταση, να ενωθούν - κάτι που ο ίδιος, αν πιστέψουμε τον Πορφύριο, το κατόρθωσε τέσσερις φορές.
Από τους μαθητές του Πλωτίνου ξεχώρισαν (α) ο γιατρός Ευστόχιος από την Αλεξάνδρεια, που τον παραστάθηκε στις τελευταίες του ώρες και είχε και αυτός εκδώσει, πριν από τον Πορφύριο, τα έργα του δασκάλου, και (β) ο Αμέλιος από την Ετρουρία, συγγραφέας μιας σειράς από αξιόλογα φιλοσοφικά συγγράμματα που όμως χάθηκαν. Και των δύο το έργο επισκιάστηκε από την εκδοτική και ερμηνευτική προκοπή ενός άλλου μαθητή, του Πορφύριου.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ (234-301/4 μ.Χ.)
Ο Πορφύριος ήταν Σύρος από την Τύρο. Μαθήτεψε πρώτα στην αθηναϊκή Ακαδημία, ύστερα για πέντε χρόνια στη σχολή του Πλωτίνου στη Ρώμη. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε για ένα διάστημα στη Σικελία· γύρισε όμως στη Ρώμη μετά τον θάνατο του δασκάλου του για να τον διαδεχτεί στη σχολαρχία.
Ο Πορφύριος επιμελήθηκε, όπως είδαμε, την έκδοση των Ἐννεάδων του Πλωτίνου· έγραψε όμως και ο ίδιος πολλά. Από τα 65 έργα που ξέρουμε ότι είχε συγγράψει δε σώθηκαν παρά τα εννέα, ανάμεσά τους το πολύτιμο Περὶ Πλωτίνου βίου καὶ τῆς τάξεως τῶν βιβλίων αὐτοῦ, και ένα ακόμα βιογραφικό, ο Πυθαγόρου βίος. Από τα υπόλοιπα ξεχωρίζουμε το Περὶ τοῦ ἐν Ὀδυσσείᾳ τῶν Νυμφῶν ἄντρου, όπου η γνωστή μας σπηλιά της Ιθάκης (ν 102-12) ερμηνεύεται αλληγορικά ως σύμβολο του αισθητού κόσμου ἐν ᾧ ὡς μεγίστῳ ἱερῷ αἱ ψυχαὶ διατρίβουσιν (12), και η Πρὸς Μαρκέλλαν, τη σύζυγό του, συμβουλευτική επιστολή, όπου πίστις, ἀλήθεια, ἔρως και ἐλπίς προβάλλονται ως τέσσερα στοιχεῖα που βοηθούν να προσεγγίσει ο άνθρωπος τον θεό. Από τα χαμένα του έργα ας θυμηθούμε μόνο το Κατὰ Χριστιανῶν, όπου ο φιλόσοφος διαφωνούσε με τη βιβλική κοσμογένεση, την ενανθρώπιση του Χριστού και τη Δευτέρα Παρουσία.
Τον Πορφύριο τον απασχόλησε περισσότερο από κάθε άλλο η προσπάθεια του ανθρώπου να εξασφαλίσει τη σωτηρία της ψυχής του, κατανικώντας με τον νου και τη θέληση τα πάθη και τους δαίμονες (!) που την κατοικούν. Ωστόσο, η σκέψη του δεν ήταν ιδιαίτερα πρωτότυπη· και ο ίδιος έδινε μεγαλύτερη σημασία στην ορθή κατανόηση, τον σχολιασμό και τη διάδοση της φιλοσοφίας του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και του Πλωτίνου, όπου η συμβολή του στάθηκε αλήθεια σημαντική.
Από τον πλατωνισμό στον νεοπλατωνισμό, και από τον Πλωτίνο στον Πορφύριο, η ακαδημαϊκή θεωρία όλο και περισσότερο απομακρυνόταν από τους παραδοσιακούς της φιλοσοφικούς προβληματισμούς, όλο και περισσότερο αναζητούσε και διατύπωνε απαντήσεις σε θέματα θεολογικά περισσότερο παρά φιλοσοφικά. Η ίδια τάση συνεχίστηκε και με τον τρίτο σημαντικό εκπρόσωπο του νεοπλατωνισμού, τον Ιάμβλιχο.
ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ (περ. 250-325 μ.Χ.)
Ο Ιάμβλιχος ήταν Σύρος, όπως και ο Πορφύριος, που τον δίδαξε φιλοσοφία στη Ρώμη, αλλά βέβαια αυτό δεν εμπόδισε μαθητής και δάσκαλος να διαφωνήσουν αργότερα σε πολλά. Βαθύτατα θρησκευτική και μυστικιστική φύση, ο Ιάμβλιχος πίστευε και αυτός στην ύπαρξη των δαιμόνων· ενώ όμως ο Πορφύριος κρατούσε αποστάσεις από τη μαντική, τη μαγεία και κάθε προσπάθεια επηρεασμού των θεών με απόκρυφες τελετές και μαγγανείες, ο Ιάμβλιχος τις έκρινε απαραίτητες προκειμένου ο φιλόσοφος να προσεγγίσει, με τη μεσολάβηση των δαιμόνων, τη θεϊκή γνώση.
Όπως θα το περιμέναμε, η ροπή του προς τον μυστικισμό και τη θεοσοφία τον οδήγησε να μελετήσει σε βάθος τον πυθαγορισμό και να θελήσει να τον διαδώσει. Από το πολυσύνθετο έργο του Συναγωγὴ πυθαγορείων δογμάτων σώζονται το Περὶ τοῦ πυθαγορικοῦ βίου, το Λόγος προτρεπτικὸς πρὸς φιλοσοφίαν, τα Θεολογούμενα τῆς ἀριθμητικῆς κ.ά. Ακόμα, ως γνήσιος νεοπλατωνικός, ο Ιάμβλιχος δεν παράλειψε να σχολιάσει ορισμένα έργα του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, πιστεύοντας ότι ο τελευταίος μιλούσε με αἰνίγματα (υπαινιγμούς) και προτείνοντας νέους τρόπους ερμηνείας.
Την προσέγγιση της φιλοσοφίας με τη θρησκεία εκφράζει και ένα κίνημα, ο ερμητισμός, που γι᾽ αυτόν αναρωτιόμαστε αν αποτελούσε φιλοσοφικό σύστημα με θρησκευτικές προεκτάσεις ή, πιο σωστά, εκστατική (μονοθεϊστική!) θρησκεία με φιλοσοφικά ερείσματα. Το ξεκίνημά του τοποθετείται στα αλεξανδρινά χρόνια, η ακμή του στην Ελληνορωμαϊκή εποχή. Στην ελληνική γραμματεία αντιπροσωπεύεται από τον Ἑρμῆν τρισμέγιστον,[5] ένα σώμα από ποικίλους λόγους όπου μέσα τους συνυπάρχουν συμβατά ή και αντιφατικά στοιχεία από πολλές θρησκείες. Πρώτος και σπουδαιότερος λόγος ο Ποιμάνδρης («ποιμὴν ἀνδρῶν»), όπου ο ομώνυμος Θεός-Νοῦς αποκαλύπτει μυστικές αλήθειες για τη δημιουργία του κόσμου.
-----------------------------------
1. Είναι άραγε σύμπτωση όταν οι τρεις σπουδαιότεροι, ο Μοδεράτος από τα Γάδαρα (1ος μ.Χ. αι.), ο Νικόμαχος από τα Γέρασα (1ος/2ος μ.Χ. αι.) και ο Νουμήνιος από την Απάμεια (2ος μ.Χ. αι.), κατάγονταν όλοι από τη Συρία;
2. Μας είναι γνωστή μια ολόκληρη σειρά από στωικούς φιλοσόφους που δίδασκαν με επιτυχία στη Ρώμη: ο Άρειος Δίδυμος, φίλος του Αυγούστου, ο Χαιρήμων, δάσκαλος του Νέρωνα, κ.ά. Η στωική φιλοσοφία είχε εξαρχής μεγάλη απήχηση στους ρωμαϊκούς πνευματικούς κύκλους, όπου τα χρόνια εκείνα την εκπροσωπούσε ο διάσημος πολιτικός, ποιητής και φιλόσοφος Λεύκιος Ανναίος Σενέκας (4 π.Χ.-65 μ.Χ.).
3. «Μέσα (σου) να σκάβεις (να αναζητάς)· μέσα (σου) βρίσκεται η πηγή του αγαθού.»
4. Το παρανόμι Σακκάς τού δόθηκε γιατί, φτωχός στα νιάτα του, κουβαλούσε σάκκους για να ζήσει.
5. Ἑρμῆς τρισμέγιστος ήταν το ελληνικό όνομα του αιγυπτιακού θεού Θωθ.
Κυριακή 25 Μαΐου 2025
Η εταίρα στην αρχαιότητα – σχεδόν ανεκδοτολογικές ιστορίες (1ο μέρος του η΄ μέρους)
Τα σπίτια των Μουσών και τα Καλλιστεία
Όταν η ίυγξ δούλευε για χάρη της, έκανε τη γυναίκα “μαλακήν”, “πολύπειρον” και “φαύλην”, στον τύπο της Λυσιστράτης (1110), και μάλλον δεν υπερέβαλλε ο Αριστοφάνης με τον ισχυρισμό ότι τα μάγια της “αιχμαλωτίζανε τους πρώτους των Ελλήνων”. Τέτοιες γυναίκες ξεφάντωναν στις τυμπανοκρουσίες των γλεντιών για τη Γεννετυλίδα στο ακρωτήριο Κωλιάς της Πειραϊκής (2-3). Γιατί, σε τέτοια ιερά της Αφροδίτης, είτε στην Πειραϊκή είτε στους μακρυνούς Επιζεφύριους Λοκρούς, μια κομψευόμενη αριστοκράτισσα, σαν τη γυναίκα του Στρεψιάδη στις Νεφέλες (52) ή σαν την λεπτοκαμωμένη νιόνυμφη που ανάγλυφα εικονίζεται να θυμιατίζει για να λάβει τις ευλογίες της θεάς, στον Θρόνο Ludovisi των δυτικών αποικιών, μπορούσε να πάρει μαθήματα αισθησιακής –και πολύ συχνά πολυέξοδης– φιληδονίας. Απ’ ό,τι φαίνεται, οι εταίρες που συχνά επισκέπτονταν τα ιερά αυτά ενδεχομένως έπαιζαν έναν ρόλο στη διαδικασία.
Οι εταίρες μάθαιναν η μια την άλλη τρόπους αγανούς. Ένα σημαντικό κεφάλαιο αφορούσε την εξωτερική εμφάνιση και συμπεριφορά, όπως προκύπτει από τις συμβουλές που δίνει η Κρωβύλη στη νεαρή Κόριννα των Εταιρικών Διαλόγων (6) του Λουκιανού, όταν τονίζει την ανάγκη να ντύνεται η γυναίκα κομψά, να μην χαχανίζει στα συμπόσια, να χαριεντίζεται με στοχευμένη κι ευπρεπή ηδυπάθεια, να τρώει και να πίνει γουστόζικα. Από άλλη πηγή αντλούμε περισσότερες πληροφορίες για “τὴν ἑταιρικὴν παρασκευὴν και τὰς δι’ ἐπιτεχνήσεως κομμώσεις”. Μαθαίνουμε για μάγουλα που κοκκινίζαν με ψιμύθια και παιδέρωτες· για κέρδος στο ανάστημα με χρήση ψηλής σόλας κάτω από τα σανδάλια· για τεχνητές καμπύλες με διογκώσεις στήθους και γλουτών να ράβονται κάτω απ’ τα ρούχα· και φυσικά, για πολυήμερες υποχρεωτικές ασκήσεις στο χαμόγελο, με εγκλεισμό μέσα στο σπίτι της πατρόνας, μ’ ένα κλαδάκι από μυρτιά να συγκρατείται όρθιο, για ώρες, ανάμεσα στα χείλη. Τέτοια κόλπα της τέχνης απαριθμούνται στο απόσπασμα 103 από το Ισοστάσιον του Αλέξιδος, το οποίο σώζουν οι Δειπνοσοφισταί (ΧΙΙΙ, 568) του Αθήναιου. Και ασφαλώς ο Άλεξις διακωμωδούσε την κατάσταση, αλλά ο τίτλος του έργου ήταν εύγλωττος. Ισοστάσιον ήταν το όνομα εταίρας, κατά την προσφιλή συνήθεια της αρχαιότητας να ονοματίζει τις νεαρές αυτές γυναίκες στο γένος το ουδέτερο. Επίσης όμως υπαινισσόταν και το πρότυπο αρμονικής ισομετρίας που οι πρωτόβγαλτες εταίρες όφειλαν να ακολουθούν, καθώς οι ωριμότερες τις αναμόρφωναν, τις αναπλάθανε ώστε σε τίποτε να μη θυμίζουνε τον προηγούμενο εαυτό τους· μήτε στην όψη, μήτε και στο φέρσιμο.
Η μεταβίβαση της εκτημένης εμπειρίας κρινόταν απαραίτητη σε μια διαδικασία που ήταν, εν τέλει, μυητική στον έρωτα. Την έχουμε ήδη δει στην περίπτωση της Κορίνθιας Νικαρέτης του Κατά Νεαίρας Λόγου, η οποία ασκούσε στην τέχνη της εταίρας πολλά αγορασμένα κοριτσάκια, βάζοντάς τα να την συνοδεύουν στα συμπόσια. Πόσο ετούτη η ἑταιρικὴ παρασκευή, στα σπίτια και στα γλέντια όπου οι πατρόνες συμμετείχαν, απείχε από την άσκηση την οποία εφάρμοζαν κύκλοι, όπως των μουσοπόλων οἰκιῶν της Λέσβου, που προετοίμαζαν άλλες μικρές κοπέλες για “ἐπιθαλαμίους” τελετουργίες, τελετουργίες που συνήθως τις συνδέουμε με τον γάμο; Τα σπίτια της Λέσβου αφιερώνονταν στις Μούσες, προσελκύοντας παρθένους κόρες απ’ τις επιφανείς συνήθως οικογένειες του νησιού. Ανάμεσά τους, πιο γνωστό σ’ εμάς είναι εκείνο της Σαπφούς που απευθυνόταν στις νεαρές της μαθήτριες με την προσφώνηση “φίλαι ἑταῖραι”. Ο Αθήναιος, παραθέτει το σχετικό σπάραγμα (fr. 160.1) από το έργο της ποιήτριας, στο κρίσιμο βιβλίο ΧΙΙΙ (571) των Δειπνοσοφιστών του, το οποίο εν γένει καταπιάνεται με τις εταίρες της λεγόμενης “μισθαρνούσης συνουσίας”. Στέκεται, ωστόσο, για λίγο στη λεπτή σημασιολογική διαφορά ανάμεσα στις προσφωνήσεις της Σαπφούς και στη γνωστότερη αναφορά του όρου στις γυναίκες που πρόσφεραν κάλλη κι ερωτικές υπηρεσίες σε άντρες ισχυρούς με αντάλλαγμα την ευζωία.
Παρ’ όλες τις διευκρινίσεις, είναι φανερό ότι ο όρος εταίρα διακρινόταν από αμφισημία. Η αφετηρία της εντοπίζεται στο φαντασιακό της αριστοκρατικής αβροσύνης, της συμποτικής φιλότητος και των ανταλλαγών χάριτος μεταξύ ίσων, στην κοινωνία την αρχαϊκή, όπου η επικοινωνία και οι σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων διέπονταν ακόμα από αρκετή ελευθερία. Αυτό το φαντασιακό, λόγω της ευγενούς καταγωγής της, η ποιήτρια της Λέσβου το εξέφραζε με απόλυτη συνέπεια, ακόμη κι όταν, για παράδειγμα, ζήλευε τον άντρα εκείνο με τον οποίο έβλεπε να φλερτάρει, σε συμπόσιο, μια αγαπημένη νεαρή της φίλη (fr. 31). Όμως στο ίδιο φαντασιακό διατείνονταν πως ήταν αφοσιωμένες κι οι πιο κοινές εταίρες, της ταπεινής κοινωνικής προέλευσης και των παρεχομένων υπηρεσιών, ακόμη και στις περιόδους κατά τις οποίες το αριστοκρατικό ιδεώδες βρέθηκε σε κρίση. Κι έτσι, μπορεί η Σαπφώ (fr. 15 b 11) να έφριττε με την καπατσοσύνη της Δωρίχας –της κατ’ Ηρόδοτον (II, 134) Ροδώπιος– που ξεκοκκάλισε την περιουσία του αδελφού της για να εξαγοράσει την ελευθερία της και να δραστηριοποιηθεί ως ανεξάρτητη εταίρα στη Ναύκρατιν, όμως η ίδια δεν απέφυγε ποτέ παρεμφερή κουτσομπολιά. Ήδη από την αρχαιότητα, ήταν συχνοί οι επικριτικοί χαρακτηρισμοί απέναντί της, όπως η φήμη ότι είχε υπάρξει “ἄτακτος” και “πόρνη γυνή”.
Δεν χρειάζεται να εστιάσουμε, όπως συχνά συμβαίνει, στο θέμα της ομοφιλίας που σφράγισε τις σχέσεις της Σαπφούς με τις μαθήτριές της. Η ομοφιλία ήταν σίγουρα τρόπος ερωτικής έκφρασης κοινωνικά αναμενόμενος σε πολιτισμικά περιβάλλοντα όπως τα αριστοκρατικά συμποτικά, που είχαν υπάρξει απαλλαγμένα από ταμπού. Λειτουργούσε όμως και ως φορέας μεταβίβασης σεξουαλικής εμπειρίας –άλλωστε δεν ήτανε καθόλου άγνωστη και στις κοινές εταίρες, όπως κάποιες φορές υπαινίσσεται η αγγειογραφία κι όπως ρητά δηλώνεται στη συζήτηση ανάμεσα στο Κλωνάριον και τη Λέαινα στους Εταιρικούς Διαλόγους (5) του Λουκιανού.
Το θέμα που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι το ευρύτερο πλαίσιο της αγωγής των κοριτσιών στις μουσιπόλους οικίες της Λέσβου. Γιατί μπορούμε να υποθέσουμε ότι τέτοιου είδους σπίτια πολύ πιθανά λειτούργησαν ως ιδεατό πρότυπο για την ταπεινότερη εταιρική προπαρασκευή.
Μελετητές της λυρικής ποίησης σαν τον C. M. Bowra έχουν δείξει ότι τα σπίτια των Μουσών προωθούσαν με πάθος την υπόθεση του αρμονίας και της λατρείας του έρωτα, καθώς εγγράφονταν σε μια μακραίωνη παράδοση τελετουργικών καλλιστείων, που απαντούσαν και στην ίδια τη Λέσβο, αλλά και στην Τένεδο και άλλες ελληνικές πόλεις. Για τη Λέσβο, το θέμα ήταν γνωστό ήδη από την Ιλιάδα Ι (129), όπου εκφράζεται η υπόσχεση του Αγαμέμνονα να επιστρέψει στον Αχιλλέα την παλλακίδα Βρισηίδα μαζί με επτά αιχμάλωτες απ’ το νησί, νικήτριες στα καλλιστεία. Για τις γυναίκες αυτές τα σχόλια του Ησύχιου διευκρινίζουν πως μάλλον επρόκειτο για τις λεγόμενες “πυλάιδες”, πράγμα που υποδεικνύει ότι η τελετή πραγματοποιείτο κοντά στο όρος Πυλαίον. Τόσο βαθιά ριζωμένη ήταν στις παραδόσεις της Λέσβου, που, ακόμη και στην εξορία τους στην Πύρρα σε μια περίοδο έντονων πολιτικών αναταραχών, τα αριστοκρατικά γένη την συνέχιζαν. Το μαρτυρεί ο Αλκαίος (fr. 130), ποιητής σύγχρονος και συντοπίτης της Σαπφούς:
“όπου οι κόρες απ’ τη Λέσβο κρίνονται για την ομορφιά τους
και πέρα δώθε τριγυρνούν με τα μακρόσυρτα τα πέπλα, ενώ τριγύρω τους βροντά
η θαυμαστή ηχώ
της ιερής κραυγής των γυναικών, κάθε χρονιά.”
Το πλαίσιο, λοιπόν, ήταν σοβαρό και έντονα ανταγωνιστικό. Κι οι οίκοι των Μουσών κάνανε ό,τι πέρναγε απ’ το χέρι τους για να αναποκριθούν στις απαιτήσεις.
Όταν η ίυγξ δούλευε για χάρη της, έκανε τη γυναίκα “μαλακήν”, “πολύπειρον” και “φαύλην”, στον τύπο της Λυσιστράτης (1110), και μάλλον δεν υπερέβαλλε ο Αριστοφάνης με τον ισχυρισμό ότι τα μάγια της “αιχμαλωτίζανε τους πρώτους των Ελλήνων”. Τέτοιες γυναίκες ξεφάντωναν στις τυμπανοκρουσίες των γλεντιών για τη Γεννετυλίδα στο ακρωτήριο Κωλιάς της Πειραϊκής (2-3). Γιατί, σε τέτοια ιερά της Αφροδίτης, είτε στην Πειραϊκή είτε στους μακρυνούς Επιζεφύριους Λοκρούς, μια κομψευόμενη αριστοκράτισσα, σαν τη γυναίκα του Στρεψιάδη στις Νεφέλες (52) ή σαν την λεπτοκαμωμένη νιόνυμφη που ανάγλυφα εικονίζεται να θυμιατίζει για να λάβει τις ευλογίες της θεάς, στον Θρόνο Ludovisi των δυτικών αποικιών, μπορούσε να πάρει μαθήματα αισθησιακής –και πολύ συχνά πολυέξοδης– φιληδονίας. Απ’ ό,τι φαίνεται, οι εταίρες που συχνά επισκέπτονταν τα ιερά αυτά ενδεχομένως έπαιζαν έναν ρόλο στη διαδικασία.
Οι εταίρες μάθαιναν η μια την άλλη τρόπους αγανούς. Ένα σημαντικό κεφάλαιο αφορούσε την εξωτερική εμφάνιση και συμπεριφορά, όπως προκύπτει από τις συμβουλές που δίνει η Κρωβύλη στη νεαρή Κόριννα των Εταιρικών Διαλόγων (6) του Λουκιανού, όταν τονίζει την ανάγκη να ντύνεται η γυναίκα κομψά, να μην χαχανίζει στα συμπόσια, να χαριεντίζεται με στοχευμένη κι ευπρεπή ηδυπάθεια, να τρώει και να πίνει γουστόζικα. Από άλλη πηγή αντλούμε περισσότερες πληροφορίες για “τὴν ἑταιρικὴν παρασκευὴν και τὰς δι’ ἐπιτεχνήσεως κομμώσεις”. Μαθαίνουμε για μάγουλα που κοκκινίζαν με ψιμύθια και παιδέρωτες· για κέρδος στο ανάστημα με χρήση ψηλής σόλας κάτω από τα σανδάλια· για τεχνητές καμπύλες με διογκώσεις στήθους και γλουτών να ράβονται κάτω απ’ τα ρούχα· και φυσικά, για πολυήμερες υποχρεωτικές ασκήσεις στο χαμόγελο, με εγκλεισμό μέσα στο σπίτι της πατρόνας, μ’ ένα κλαδάκι από μυρτιά να συγκρατείται όρθιο, για ώρες, ανάμεσα στα χείλη. Τέτοια κόλπα της τέχνης απαριθμούνται στο απόσπασμα 103 από το Ισοστάσιον του Αλέξιδος, το οποίο σώζουν οι Δειπνοσοφισταί (ΧΙΙΙ, 568) του Αθήναιου. Και ασφαλώς ο Άλεξις διακωμωδούσε την κατάσταση, αλλά ο τίτλος του έργου ήταν εύγλωττος. Ισοστάσιον ήταν το όνομα εταίρας, κατά την προσφιλή συνήθεια της αρχαιότητας να ονοματίζει τις νεαρές αυτές γυναίκες στο γένος το ουδέτερο. Επίσης όμως υπαινισσόταν και το πρότυπο αρμονικής ισομετρίας που οι πρωτόβγαλτες εταίρες όφειλαν να ακολουθούν, καθώς οι ωριμότερες τις αναμόρφωναν, τις αναπλάθανε ώστε σε τίποτε να μη θυμίζουνε τον προηγούμενο εαυτό τους· μήτε στην όψη, μήτε και στο φέρσιμο.
Η μεταβίβαση της εκτημένης εμπειρίας κρινόταν απαραίτητη σε μια διαδικασία που ήταν, εν τέλει, μυητική στον έρωτα. Την έχουμε ήδη δει στην περίπτωση της Κορίνθιας Νικαρέτης του Κατά Νεαίρας Λόγου, η οποία ασκούσε στην τέχνη της εταίρας πολλά αγορασμένα κοριτσάκια, βάζοντάς τα να την συνοδεύουν στα συμπόσια. Πόσο ετούτη η ἑταιρικὴ παρασκευή, στα σπίτια και στα γλέντια όπου οι πατρόνες συμμετείχαν, απείχε από την άσκηση την οποία εφάρμοζαν κύκλοι, όπως των μουσοπόλων οἰκιῶν της Λέσβου, που προετοίμαζαν άλλες μικρές κοπέλες για “ἐπιθαλαμίους” τελετουργίες, τελετουργίες που συνήθως τις συνδέουμε με τον γάμο; Τα σπίτια της Λέσβου αφιερώνονταν στις Μούσες, προσελκύοντας παρθένους κόρες απ’ τις επιφανείς συνήθως οικογένειες του νησιού. Ανάμεσά τους, πιο γνωστό σ’ εμάς είναι εκείνο της Σαπφούς που απευθυνόταν στις νεαρές της μαθήτριες με την προσφώνηση “φίλαι ἑταῖραι”. Ο Αθήναιος, παραθέτει το σχετικό σπάραγμα (fr. 160.1) από το έργο της ποιήτριας, στο κρίσιμο βιβλίο ΧΙΙΙ (571) των Δειπνοσοφιστών του, το οποίο εν γένει καταπιάνεται με τις εταίρες της λεγόμενης “μισθαρνούσης συνουσίας”. Στέκεται, ωστόσο, για λίγο στη λεπτή σημασιολογική διαφορά ανάμεσα στις προσφωνήσεις της Σαπφούς και στη γνωστότερη αναφορά του όρου στις γυναίκες που πρόσφεραν κάλλη κι ερωτικές υπηρεσίες σε άντρες ισχυρούς με αντάλλαγμα την ευζωία.
Παρ’ όλες τις διευκρινίσεις, είναι φανερό ότι ο όρος εταίρα διακρινόταν από αμφισημία. Η αφετηρία της εντοπίζεται στο φαντασιακό της αριστοκρατικής αβροσύνης, της συμποτικής φιλότητος και των ανταλλαγών χάριτος μεταξύ ίσων, στην κοινωνία την αρχαϊκή, όπου η επικοινωνία και οι σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων διέπονταν ακόμα από αρκετή ελευθερία. Αυτό το φαντασιακό, λόγω της ευγενούς καταγωγής της, η ποιήτρια της Λέσβου το εξέφραζε με απόλυτη συνέπεια, ακόμη κι όταν, για παράδειγμα, ζήλευε τον άντρα εκείνο με τον οποίο έβλεπε να φλερτάρει, σε συμπόσιο, μια αγαπημένη νεαρή της φίλη (fr. 31). Όμως στο ίδιο φαντασιακό διατείνονταν πως ήταν αφοσιωμένες κι οι πιο κοινές εταίρες, της ταπεινής κοινωνικής προέλευσης και των παρεχομένων υπηρεσιών, ακόμη και στις περιόδους κατά τις οποίες το αριστοκρατικό ιδεώδες βρέθηκε σε κρίση. Κι έτσι, μπορεί η Σαπφώ (fr. 15 b 11) να έφριττε με την καπατσοσύνη της Δωρίχας –της κατ’ Ηρόδοτον (II, 134) Ροδώπιος– που ξεκοκκάλισε την περιουσία του αδελφού της για να εξαγοράσει την ελευθερία της και να δραστηριοποιηθεί ως ανεξάρτητη εταίρα στη Ναύκρατιν, όμως η ίδια δεν απέφυγε ποτέ παρεμφερή κουτσομπολιά. Ήδη από την αρχαιότητα, ήταν συχνοί οι επικριτικοί χαρακτηρισμοί απέναντί της, όπως η φήμη ότι είχε υπάρξει “ἄτακτος” και “πόρνη γυνή”.
Δεν χρειάζεται να εστιάσουμε, όπως συχνά συμβαίνει, στο θέμα της ομοφιλίας που σφράγισε τις σχέσεις της Σαπφούς με τις μαθήτριές της. Η ομοφιλία ήταν σίγουρα τρόπος ερωτικής έκφρασης κοινωνικά αναμενόμενος σε πολιτισμικά περιβάλλοντα όπως τα αριστοκρατικά συμποτικά, που είχαν υπάρξει απαλλαγμένα από ταμπού. Λειτουργούσε όμως και ως φορέας μεταβίβασης σεξουαλικής εμπειρίας –άλλωστε δεν ήτανε καθόλου άγνωστη και στις κοινές εταίρες, όπως κάποιες φορές υπαινίσσεται η αγγειογραφία κι όπως ρητά δηλώνεται στη συζήτηση ανάμεσα στο Κλωνάριον και τη Λέαινα στους Εταιρικούς Διαλόγους (5) του Λουκιανού.
Το θέμα που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι το ευρύτερο πλαίσιο της αγωγής των κοριτσιών στις μουσιπόλους οικίες της Λέσβου. Γιατί μπορούμε να υποθέσουμε ότι τέτοιου είδους σπίτια πολύ πιθανά λειτούργησαν ως ιδεατό πρότυπο για την ταπεινότερη εταιρική προπαρασκευή.
Μελετητές της λυρικής ποίησης σαν τον C. M. Bowra έχουν δείξει ότι τα σπίτια των Μουσών προωθούσαν με πάθος την υπόθεση του αρμονίας και της λατρείας του έρωτα, καθώς εγγράφονταν σε μια μακραίωνη παράδοση τελετουργικών καλλιστείων, που απαντούσαν και στην ίδια τη Λέσβο, αλλά και στην Τένεδο και άλλες ελληνικές πόλεις. Για τη Λέσβο, το θέμα ήταν γνωστό ήδη από την Ιλιάδα Ι (129), όπου εκφράζεται η υπόσχεση του Αγαμέμνονα να επιστρέψει στον Αχιλλέα την παλλακίδα Βρισηίδα μαζί με επτά αιχμάλωτες απ’ το νησί, νικήτριες στα καλλιστεία. Για τις γυναίκες αυτές τα σχόλια του Ησύχιου διευκρινίζουν πως μάλλον επρόκειτο για τις λεγόμενες “πυλάιδες”, πράγμα που υποδεικνύει ότι η τελετή πραγματοποιείτο κοντά στο όρος Πυλαίον. Τόσο βαθιά ριζωμένη ήταν στις παραδόσεις της Λέσβου, που, ακόμη και στην εξορία τους στην Πύρρα σε μια περίοδο έντονων πολιτικών αναταραχών, τα αριστοκρατικά γένη την συνέχιζαν. Το μαρτυρεί ο Αλκαίος (fr. 130), ποιητής σύγχρονος και συντοπίτης της Σαπφούς:
“όπου οι κόρες απ’ τη Λέσβο κρίνονται για την ομορφιά τους
και πέρα δώθε τριγυρνούν με τα μακρόσυρτα τα πέπλα, ενώ τριγύρω τους βροντά
η θαυμαστή ηχώ
της ιερής κραυγής των γυναικών, κάθε χρονιά.”
Το πλαίσιο, λοιπόν, ήταν σοβαρό και έντονα ανταγωνιστικό. Κι οι οίκοι των Μουσών κάνανε ό,τι πέρναγε απ’ το χέρι τους για να αναποκριθούν στις απαιτήσεις.
Η Ανεμπόδιστη Ροή: Μια Μυστικιστική Εξερεύνηση της Ελευθερίας
Στην καρδιά της ύπαρξης, εκεί όπου το αιώνιο συναντά το εφήμερο, υπάρχει μια κατάσταση τόσο αγνή, τόσο απεριόριστη, που αψηφά την κατανόηση της γλώσσας. Αυτή είναι η Ελευθερία—όχι η φευγαλέα ελευθερία των εγκόσμιων κατασκευών, αλλά η ανεμπόδιστη ροή της αντίληψης, ο απεριόριστος χορός της επίγνωσης στο άπειρο τώρα. Η Ελευθερία, στην πιο αληθινή της ουσία, είναι η διάλυση όλων των φραγμών, η απελευθέρωση της συνείδησης από το βάρος της σκέψης και η επιστροφή στην πρωταρχική διαύγεια της άμεσης, ζωντανής αντίληψης. Είναι η κατάσταση όπου το εγώ, ο κόσμος και το θείο δεν είναι πλέον ξεχωριστά, αλλά ρέουν ως ένα στο ποτάμι της ύπαρξης.
Η Φύση της Ανεμπόδιστης Αντίληψης
Για να κατανοήσουμε την Ελευθερία ως «Ανεμπόδιστη», πρέπει πρώτα να στρέψουμε το βλέμμα μας προς τα μέσα, στον σιωπηλό χώρο όπου αναδύεται η αντίληψη. Η αντίληψη, στην πιο αγνή της μορφή, είναι η ανεπεξέργαστη όραση του τι είναι—τα χρώματα του ουρανού, το θρόισμα των φύλλων, η ζεστασιά της ανάσας, ο παλμός της ίδιας της ζωής. Είναι η στιγμή πριν η σκέψη παρέμβει για να ονομάσει, να κρίνει, να ερμηνεύσει. Αυτή η πρωταρχική αντίληψη είναι η πύλη προς την Ελευθερία, γιατί εδώ αγγίζουμε το αιώνιο, χωρίς τη μεσολάβηση των κατασκευών του νου.
Ωστόσο, η σκέψη, σαν φράγμα σε ένα ρέον ποτάμι, διακόπτει αυτό το φυσικό ρεύμα. Χτίζει τείχη από μνήμες, προσδοκίες και ταυτότητα, δημιουργώντας μια εικονική πραγματικότητα που την εκλαμβάνουμε ως αλήθεια. Η σκέψη είναι ο αρχιτέκτονας της διαχωριστικότητας, υφαίνοντας έναν ιστό εννοιών που καλύπτει την άμεση εμπειρία της ζωής. Ονομάζει το ηλιοβασίλεμα «όμορφο» ή «συνηθισμένο», συγκρίνει την παρούσα στιγμή με μια προηγούμενη και προβάλλει επιθυμίες σε ένα μέλλον που δεν υπάρχει. Με αυτόν τον τρόπο, κατακερματίζει την ολότητα της ύπαρξης, περιορίζοντάς μας σε μια φυλακή που δημιουργήσαμε μόνοι μας.
Η Ελευθερία, λοιπόν, είναι η απελευθέρωση αυτού του φράγματος, η άδεια στην αντίληψη να ρέει χωρίς εμπόδια. Δεν είναι η απουσία σκέψης, γιατί η σκέψη μπορεί να αναδύεται όπως κυματισμοί στο νερό, αλλά η άρνηση να την αφήσουμε να κυριαρχήσει, να διαμορφώσει τον φακό μέσα από τον οποίο βλέπουμε. Σε αυτή την ανεμπόδιστη κατάσταση, η αντίληψη γίνεται ιερή πράξη, μια κοινωνία με την θεία ουσία που διαπερνά τα πάντα. Ο κόσμος, πλέον απαλλαγμένος από τις παραμορφώσεις του νου, αποκαλύπτεται ως ένα ζωντανό μυστήριο, γεμάτο από τον παλμό της δημιουργίας.
Η Ψευδαίσθηση της Εικονικής Πραγματικότητας
Η εικονική πραγματικότητα που δημιουργεί η σκέψη είναι ταυτόχρονα θαύμα και κλουβί. Είναι θαύμα γιατί μας επιτρέπει να πλοηγηθούμε στις πρακτικές απαιτήσεις της ζωής—να σχεδιάσουμε, να επικοινωνήσουμε, να δημιουργήσουμε. Ωστόσο, είναι κλουβί γιατί μας παρασύρει να πιστέψουμε ότι αυτός ο κατασκευασμένος κόσμος είναι το μόνο που υπάρχει. Μπλεκόμαστε τόσο πολύ στις ιστορίες του «εγώ» και του «δικό μου», του παρελθόντος και του μέλλοντος, που ξεχνάμε την απεριόριστη πραγματικότητα που κρύβεται από κάτω.
Αυτή η εικονική πραγματικότητα είναι η πηγή κάθε πόνου. Όταν αντιλαμβανόμαστε μέσα από τον φακό της σκέψης, δεν είμαστε ποτέ πλήρως παρόντες. Είμαστε παγιδευμένοι σε τύψεις για το παρελθόν, σε άγχος για το τι μπορεί να έρθει, ή σε λαχτάρα για ό,τι μας λείπει. Ο νους, με την αδιάκοπη φλυαρία του, μας πείθει ότι η Ελευθερία βρίσκεται στην επίτευξη, στο να γίνουμε κάτι, στο να αποκτήσουμε—όμως αυτές οι επιδιώξεις μόνο βαθαίνουν την ψευδαίσθηση, δένοντάς μας πιο σφιχτά στο φράγμα που εμποδίζει τη ροή.
Το ξύπνημα στην Ελευθερία είναι να δούμε μέσα από αυτή την ψευδαίσθηση, να αναγνωρίσουμε τη σκέψη για αυτό που είναι: ένα εργαλείο, όχι αφέντης. Είναι να σταθούμε στη σιωπηλή επίγνωση που παρατηρεί τη σκέψη χωρίς να πιάνεται στον ιστό της. Σε αυτή την επίγνωση, η εικονική πραγματικότητα διαλύεται, και αυτό που μένει είναι η ανεμπόδιστη ροή της ίδιας της ζωής—μια ροή ολόκληρη, πλήρης και λαμπερή από το θείο.
Ο Δρόμος προς την Ανοιχτή, Άμεση Ζωή
Πώς, λοιπόν, επιστρέφουμε σε αυτή την κατάσταση της ανεμπόδιστης αντίληψης; Οι μυστικιστές όλων των παραδόσεων έχουν υποδείξει την ίδια αλήθεια: η Ελευθερία δεν είναι κάτι που πρέπει να αποκτηθεί, γιατί είναι ήδη η ουσία μας. Δεν είναι προορισμός, αλλά μια ανάμνηση—ένα ξεσκέπασμα των πέπλων που κρύβουν την αληθινή μας φύση.
Το πρώτο βήμα είναι να καλλιεργήσουμε την επίγνωση της κυριαρχίας της σκέψης. Παρατηρήστε τον νου καθώς υφαίνει τις ιστορίες του, καθώς ονομάζει, κρίνει και διαχωρίζει. Μην αντισταθείτε στη σκέψη, γιατί η αντίσταση μόνο ενισχύει το κράτημά της. Αντ’ αυτού, παρακολουθήστε την με ήπια περιέργεια, όπως θα παρακολουθούσατε τα σύννεφα να περνούν στον ουρανό. Σε αυτή την παρατήρηση, ανοίγει ένας χώρος—ένας χώρος καθαρής επίγνωσης, ανέγγιχτος από τη φλυαρία του νου.
Από αυτόν τον χώρο, στρέψτε την προσοχή σας στην άμεση εμπειρία της παρούσας στιγμής. Αισθανθείτε την υφή του εδάφους κάτω από τα πόδια σας, τον ρυθμό της ανάσας σας, το παιχνίδι του φωτός και της σκιάς. Αφήστε την αντίληψη να ρέει χωρίς την ανάγκη να ονομάσετε ή να ερμηνεύσετε. Σε αυτή την ανοιχτή, άμεση ζωή, τα όρια μεταξύ του εαυτού και του κόσμου αρχίζουν να μαλακώνουν, και η ενότητα όλων των πραγμάτων γίνεται αισθητή.
Ο διαλογισμός, στην πιο αληθινή του έννοια, δεν είναι τεχνική αλλά παράδοση σε αυτή τη ροή. Είναι η πρακτική του να αναπαύεσαι στην ανεμπόδιστη αντίληψη του τι είναι, χωρίς να αρπάζεις ή να απωθείς. Είτε κάθεσαι στη σιωπή, είτε περπατάς στη φύση, είτε ασχολείσαι με τις πιο απλές πράξεις της καθημερινής ζωής, ο διαλογισμός είναι η τέχνη του να είσαι πλήρως παρών, του να αφήνεις το φράγμα της σκέψης να διαλύεται στο ρεύμα της επίγνωσης.
Η Μυστικιστική Ένωση
Στην κατάσταση της ανεμπόδιστης αντίληψης, η μυστικιστική αλήθεια της ύπαρξης αποκαλύπτεται: δεν υπάρχει διαχωρισμός. Ο εαυτός, ο κόσμος και το θείο δεν είναι ξεχωριστές οντότητες αλλά εκφράσεις της ίδιας άπειρης συνείδησης. Αυτή είναι η καρδιά όλων των μυστικιστικών παραδόσεων—η συνειδητοποίηση ότι η Ελευθερία δεν είναι απόδραση από τη ζωή, αλλά μια εμβάθυνση σε αυτήν, μια αναγνώριση του ιερού σε κάθε στιγμή.
Σε αυτή την ένωση, το συνηθισμένο γίνεται εξαιρετικό. Το θρόισμα των φύλλων είναι η φωνή του θείου. Η ανάσα είναι ο παλμός του σύμπαντος. Η πιο απλή πράξη—το να πίνεις τσάι, το να σκουπίζεις το πάτωμα—γίνεται μυστήριο, μια γιορτή της ανεμπόδιστης ροής της ζωής. Δεν υπάρχει ανάγκη να αναζητήσεις την Ελευθερία αλλού, γιατί είναι εδώ, τώρα, στην άμεση αντίληψη αυτής της στιγμής.
Ωστόσο, αυτή η συνειδητοποίηση δεν είναι το τέλος, αλλά μια αρχή. Το να ζεις στην Ελευθερία είναι να ενσαρκώνεις αυτή την αλήθεια σε κάθε πτυχή της ζωής. Είναι να κινείσαι στον κόσμο με μια καρδιά απαλλαγμένη από φόβο ή επιθυμία, να συναντάς κάθε στιγμή με ανοιχτότητα και αγάπη. Είναι να βλέπεις το θείο σε κάθε πρόσωπο, να ακούς το αιώνιο σε κάθε ήχο, να αγγίζεις το άπειρο σε κάθε ανάσα.
Το Αιώνιο Τώρα
Η Ελευθερία ως «Ανεμπόδιστη» είναι το αιώνιο τώρα—ο άχρονος χώρος όπου το παρελθόν και το μέλλον διαλύονται, και μόνο το ζωντανό παρόν παραμένει. Είναι η κατάσταση όπου η σκέψη δεν κατακερματίζει πλέον την πραγματικότητα, όπου η αντίληψη ρέει σαν ποτάμι, απεριόριστη και ανεμπόδιστη. Σε αυτό το τώρα, δεν υπάρχει έλλειψη, ούτε αγώνας, ούτε διαχωρισμός—μόνο η λαμπερή πληρότητα της ύπαρξης.
Το να κατοικείς σε αυτή την Ελευθερία είναι να ζεις ως μυστικιστής, να περπατάς στη γη με μάτια που βλέπουν το θείο σε όλα. Είναι να χορεύεις με το μυστήριο της ύπαρξης, να αγκαλιάζεις το άγνωστο με χαρά, να αφήνεις τη ζωή να ξεδιπλώνεται χωρίς αντίσταση. Είναι να είσαι ανεμπόδιστος, όχι με τη βία ή τη θέληση, αλλά με την ήπια παράδοση στη ροή της επίγνωσης που είναι η αληθινή μας φύση.
Και έτσι, αγαπητέ αναζητητή, σταμάτα τώρα. Άφησε τη φλυαρία του νου, έστω για μια στιγμή. Αισθάνσου την ανάσα, δες το φως, άκου τη σιωπή. Σε αυτή τη στιγμή, το φράγμα της σκέψης διαλύεται, και το ποτάμι της αντίληψης ρέει ελεύθερο. Εδώ, στο ανεμπόδιστο τώρα, είναι η Ελευθερία. Εδώ είναι το θείο. Εδώ είσαι εσύ.
Η Φύση της Ανεμπόδιστης Αντίληψης
Για να κατανοήσουμε την Ελευθερία ως «Ανεμπόδιστη», πρέπει πρώτα να στρέψουμε το βλέμμα μας προς τα μέσα, στον σιωπηλό χώρο όπου αναδύεται η αντίληψη. Η αντίληψη, στην πιο αγνή της μορφή, είναι η ανεπεξέργαστη όραση του τι είναι—τα χρώματα του ουρανού, το θρόισμα των φύλλων, η ζεστασιά της ανάσας, ο παλμός της ίδιας της ζωής. Είναι η στιγμή πριν η σκέψη παρέμβει για να ονομάσει, να κρίνει, να ερμηνεύσει. Αυτή η πρωταρχική αντίληψη είναι η πύλη προς την Ελευθερία, γιατί εδώ αγγίζουμε το αιώνιο, χωρίς τη μεσολάβηση των κατασκευών του νου.
Ωστόσο, η σκέψη, σαν φράγμα σε ένα ρέον ποτάμι, διακόπτει αυτό το φυσικό ρεύμα. Χτίζει τείχη από μνήμες, προσδοκίες και ταυτότητα, δημιουργώντας μια εικονική πραγματικότητα που την εκλαμβάνουμε ως αλήθεια. Η σκέψη είναι ο αρχιτέκτονας της διαχωριστικότητας, υφαίνοντας έναν ιστό εννοιών που καλύπτει την άμεση εμπειρία της ζωής. Ονομάζει το ηλιοβασίλεμα «όμορφο» ή «συνηθισμένο», συγκρίνει την παρούσα στιγμή με μια προηγούμενη και προβάλλει επιθυμίες σε ένα μέλλον που δεν υπάρχει. Με αυτόν τον τρόπο, κατακερματίζει την ολότητα της ύπαρξης, περιορίζοντάς μας σε μια φυλακή που δημιουργήσαμε μόνοι μας.
Η Ελευθερία, λοιπόν, είναι η απελευθέρωση αυτού του φράγματος, η άδεια στην αντίληψη να ρέει χωρίς εμπόδια. Δεν είναι η απουσία σκέψης, γιατί η σκέψη μπορεί να αναδύεται όπως κυματισμοί στο νερό, αλλά η άρνηση να την αφήσουμε να κυριαρχήσει, να διαμορφώσει τον φακό μέσα από τον οποίο βλέπουμε. Σε αυτή την ανεμπόδιστη κατάσταση, η αντίληψη γίνεται ιερή πράξη, μια κοινωνία με την θεία ουσία που διαπερνά τα πάντα. Ο κόσμος, πλέον απαλλαγμένος από τις παραμορφώσεις του νου, αποκαλύπτεται ως ένα ζωντανό μυστήριο, γεμάτο από τον παλμό της δημιουργίας.
Η Ψευδαίσθηση της Εικονικής Πραγματικότητας
Η εικονική πραγματικότητα που δημιουργεί η σκέψη είναι ταυτόχρονα θαύμα και κλουβί. Είναι θαύμα γιατί μας επιτρέπει να πλοηγηθούμε στις πρακτικές απαιτήσεις της ζωής—να σχεδιάσουμε, να επικοινωνήσουμε, να δημιουργήσουμε. Ωστόσο, είναι κλουβί γιατί μας παρασύρει να πιστέψουμε ότι αυτός ο κατασκευασμένος κόσμος είναι το μόνο που υπάρχει. Μπλεκόμαστε τόσο πολύ στις ιστορίες του «εγώ» και του «δικό μου», του παρελθόντος και του μέλλοντος, που ξεχνάμε την απεριόριστη πραγματικότητα που κρύβεται από κάτω.
Αυτή η εικονική πραγματικότητα είναι η πηγή κάθε πόνου. Όταν αντιλαμβανόμαστε μέσα από τον φακό της σκέψης, δεν είμαστε ποτέ πλήρως παρόντες. Είμαστε παγιδευμένοι σε τύψεις για το παρελθόν, σε άγχος για το τι μπορεί να έρθει, ή σε λαχτάρα για ό,τι μας λείπει. Ο νους, με την αδιάκοπη φλυαρία του, μας πείθει ότι η Ελευθερία βρίσκεται στην επίτευξη, στο να γίνουμε κάτι, στο να αποκτήσουμε—όμως αυτές οι επιδιώξεις μόνο βαθαίνουν την ψευδαίσθηση, δένοντάς μας πιο σφιχτά στο φράγμα που εμποδίζει τη ροή.
Το ξύπνημα στην Ελευθερία είναι να δούμε μέσα από αυτή την ψευδαίσθηση, να αναγνωρίσουμε τη σκέψη για αυτό που είναι: ένα εργαλείο, όχι αφέντης. Είναι να σταθούμε στη σιωπηλή επίγνωση που παρατηρεί τη σκέψη χωρίς να πιάνεται στον ιστό της. Σε αυτή την επίγνωση, η εικονική πραγματικότητα διαλύεται, και αυτό που μένει είναι η ανεμπόδιστη ροή της ίδιας της ζωής—μια ροή ολόκληρη, πλήρης και λαμπερή από το θείο.
Ο Δρόμος προς την Ανοιχτή, Άμεση Ζωή
Πώς, λοιπόν, επιστρέφουμε σε αυτή την κατάσταση της ανεμπόδιστης αντίληψης; Οι μυστικιστές όλων των παραδόσεων έχουν υποδείξει την ίδια αλήθεια: η Ελευθερία δεν είναι κάτι που πρέπει να αποκτηθεί, γιατί είναι ήδη η ουσία μας. Δεν είναι προορισμός, αλλά μια ανάμνηση—ένα ξεσκέπασμα των πέπλων που κρύβουν την αληθινή μας φύση.
Το πρώτο βήμα είναι να καλλιεργήσουμε την επίγνωση της κυριαρχίας της σκέψης. Παρατηρήστε τον νου καθώς υφαίνει τις ιστορίες του, καθώς ονομάζει, κρίνει και διαχωρίζει. Μην αντισταθείτε στη σκέψη, γιατί η αντίσταση μόνο ενισχύει το κράτημά της. Αντ’ αυτού, παρακολουθήστε την με ήπια περιέργεια, όπως θα παρακολουθούσατε τα σύννεφα να περνούν στον ουρανό. Σε αυτή την παρατήρηση, ανοίγει ένας χώρος—ένας χώρος καθαρής επίγνωσης, ανέγγιχτος από τη φλυαρία του νου.
Από αυτόν τον χώρο, στρέψτε την προσοχή σας στην άμεση εμπειρία της παρούσας στιγμής. Αισθανθείτε την υφή του εδάφους κάτω από τα πόδια σας, τον ρυθμό της ανάσας σας, το παιχνίδι του φωτός και της σκιάς. Αφήστε την αντίληψη να ρέει χωρίς την ανάγκη να ονομάσετε ή να ερμηνεύσετε. Σε αυτή την ανοιχτή, άμεση ζωή, τα όρια μεταξύ του εαυτού και του κόσμου αρχίζουν να μαλακώνουν, και η ενότητα όλων των πραγμάτων γίνεται αισθητή.
Ο διαλογισμός, στην πιο αληθινή του έννοια, δεν είναι τεχνική αλλά παράδοση σε αυτή τη ροή. Είναι η πρακτική του να αναπαύεσαι στην ανεμπόδιστη αντίληψη του τι είναι, χωρίς να αρπάζεις ή να απωθείς. Είτε κάθεσαι στη σιωπή, είτε περπατάς στη φύση, είτε ασχολείσαι με τις πιο απλές πράξεις της καθημερινής ζωής, ο διαλογισμός είναι η τέχνη του να είσαι πλήρως παρών, του να αφήνεις το φράγμα της σκέψης να διαλύεται στο ρεύμα της επίγνωσης.
Η Μυστικιστική Ένωση
Στην κατάσταση της ανεμπόδιστης αντίληψης, η μυστικιστική αλήθεια της ύπαρξης αποκαλύπτεται: δεν υπάρχει διαχωρισμός. Ο εαυτός, ο κόσμος και το θείο δεν είναι ξεχωριστές οντότητες αλλά εκφράσεις της ίδιας άπειρης συνείδησης. Αυτή είναι η καρδιά όλων των μυστικιστικών παραδόσεων—η συνειδητοποίηση ότι η Ελευθερία δεν είναι απόδραση από τη ζωή, αλλά μια εμβάθυνση σε αυτήν, μια αναγνώριση του ιερού σε κάθε στιγμή.
Σε αυτή την ένωση, το συνηθισμένο γίνεται εξαιρετικό. Το θρόισμα των φύλλων είναι η φωνή του θείου. Η ανάσα είναι ο παλμός του σύμπαντος. Η πιο απλή πράξη—το να πίνεις τσάι, το να σκουπίζεις το πάτωμα—γίνεται μυστήριο, μια γιορτή της ανεμπόδιστης ροής της ζωής. Δεν υπάρχει ανάγκη να αναζητήσεις την Ελευθερία αλλού, γιατί είναι εδώ, τώρα, στην άμεση αντίληψη αυτής της στιγμής.
Ωστόσο, αυτή η συνειδητοποίηση δεν είναι το τέλος, αλλά μια αρχή. Το να ζεις στην Ελευθερία είναι να ενσαρκώνεις αυτή την αλήθεια σε κάθε πτυχή της ζωής. Είναι να κινείσαι στον κόσμο με μια καρδιά απαλλαγμένη από φόβο ή επιθυμία, να συναντάς κάθε στιγμή με ανοιχτότητα και αγάπη. Είναι να βλέπεις το θείο σε κάθε πρόσωπο, να ακούς το αιώνιο σε κάθε ήχο, να αγγίζεις το άπειρο σε κάθε ανάσα.
Το Αιώνιο Τώρα
Η Ελευθερία ως «Ανεμπόδιστη» είναι το αιώνιο τώρα—ο άχρονος χώρος όπου το παρελθόν και το μέλλον διαλύονται, και μόνο το ζωντανό παρόν παραμένει. Είναι η κατάσταση όπου η σκέψη δεν κατακερματίζει πλέον την πραγματικότητα, όπου η αντίληψη ρέει σαν ποτάμι, απεριόριστη και ανεμπόδιστη. Σε αυτό το τώρα, δεν υπάρχει έλλειψη, ούτε αγώνας, ούτε διαχωρισμός—μόνο η λαμπερή πληρότητα της ύπαρξης.
Το να κατοικείς σε αυτή την Ελευθερία είναι να ζεις ως μυστικιστής, να περπατάς στη γη με μάτια που βλέπουν το θείο σε όλα. Είναι να χορεύεις με το μυστήριο της ύπαρξης, να αγκαλιάζεις το άγνωστο με χαρά, να αφήνεις τη ζωή να ξεδιπλώνεται χωρίς αντίσταση. Είναι να είσαι ανεμπόδιστος, όχι με τη βία ή τη θέληση, αλλά με την ήπια παράδοση στη ροή της επίγνωσης που είναι η αληθινή μας φύση.
Και έτσι, αγαπητέ αναζητητή, σταμάτα τώρα. Άφησε τη φλυαρία του νου, έστω για μια στιγμή. Αισθάνσου την ανάσα, δες το φως, άκου τη σιωπή. Σε αυτή τη στιγμή, το φράγμα της σκέψης διαλύεται, και το ποτάμι της αντίληψης ρέει ελεύθερο. Εδώ, στο ανεμπόδιστο τώρα, είναι η Ελευθερία. Εδώ είναι το θείο. Εδώ είσαι εσύ.
Όταν η Φύση Εργάζεται Ελεύθερα: Ένας Μυστικιστικός Διαλογισμός
Όταν η Φύση αφήνεται να υφαίνει τις σιωπηλές της κλωστές, ανεμπόδιστη από το χέρι του ανθρώπου, μια αρμονία αντηχεί κάτω από την επιφάνεια των πάντων—ένα τραγούδι παλαιότερο από τον χρόνο, ένας ρυθμός που δεν γνωρίζει αρχή και δεν αναζητά τέλος. Ο άνεμος χορεύει με τα φύλλα, τα ποτάμια χαράσσουν μόνα τους τις διαδρομές τους μέσα από την πέτρα, και τα αστέρια ιχνηλατούν τις τροχιές τους στο βελούδινο κενό. Κάθε πλάσμα, κάθε λεπίδα χόρτου, κάθε φευγαλέο σύννεφο βρίσκει τη θέση του σε αυτή τη μεγαλειώδη ταπισερί, ένα σχέδιο τόσο απέραντο και περίπλοκο που κανένας θνητός νους δεν μπορεί να κατανοήσει πλήρως τη λαμπρότητά του. Όταν η Φύση εργάζεται ελεύθερα, δεν υπάρχει αγώνας, δεν υπάρχει αντίσταση—μόνο η αιώνια γέννηση αυτού που είναι προορισμένο να γίνει.
Και όμως, ο άνθρωπος στέκει ξέχωρα, μια ανήσυχη σκιά που ρίχνει πάνω σε αυτή τη φωτεινή ύφανση. Με τα εργαλεία και τα όνειρά του, προσπαθεί να διορθώσει ό,τι αντιλαμβάνεται ως χαλασμένο, να τελειοποιήσει ό,τι θεωρεί ατελές. Χτίζει πύργους για να ανταγωνιστεί τα βουνά, φράγματα για να δαμάσει τα ποτάμια και μηχανές για να ξεπεράσει τον άνεμο. Ονομάζει αυτή την παρόρμηση πρόοδο, αυτή την επιθυμία να βελτιώσει, και όμως, με κάθε βήμα προς τα εμπρός, αφήνει πίσω του ένα ρήγμα. Εκεί όπου άλλοτε ένα δάσος τραγουδούσε με ζωή, τώρα απλώνεται μια άγονη πληγή· εκεί όπου ένα ποτάμι κυλούσε άγριο και ελεύθερο, τώρα στέκει μια στάσιμη λίμνη, πνιγμένη από τη φιλοδοξία του. Γιατί, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε, η ανθρώπινη παρέμβαση τόσο συχνά ξετυλίγει ό,τι η Φύση έχει υφάνει με τόση υπομονή; Γιατί η επιθυμία του να δημιουργήσει τόσο συχνά καταστρέφει;
Οι μύστες της αρχαιότητας ίσως ψιθύριζαν πως αυτό δεν είναι τυχαίο, αλλά ένας καθρέφτης της ίδιας της διχασμένης φύσης της ψυχής. Μέσα στον άνθρωπο καίει μια σπίθα του θείου—μια λαχτάρα να διαμορφώσει, να γνωρίσει, να υπερβεί—και όμως, αυτή η σπίθα είναι δεμένη σε ένα σώμα από πηλό, δεμένο από φόβο, απληστία και την ψευδαίσθηση της διαίρεσης. Βλέπει τον εαυτό του χωριστά από τη Φύση, αφέντη της αντί για κλωστή στον ιστό της, και μέσα σε αυτή την ψευδαίσθηση βρίσκεται η ρίζα της ταραχής του. Όταν παρεμβαίνει, δεν βλέπει το σύνολο—βλέπει μόνο αποσπάσματα, τις δικές του επιθυμίες να αντανακλώνται πίσω του. Χτίζει έναν τοίχο και τον αποκαλεί καταφύγιο, χωρίς να σκέφτεται τον άνεμο που φιμώνει· κόβει ένα δέντρο και το αποκαλεί καύσιμο, τυφλός στη χορωδία ζωής που κάποτε συντηρούσε. Οι βελτιώσεις του γεννιούνται από ένα μισοσκόταδο, μια όραση πολύ στενή για να χωρέσει το άπειρο.
Η Φύση, στην ελευθερία της, δεν γνωρίζει τέτοιο διαχωρισμό. Είναι ο χορός των αντιθέτων συμφιλιωμένος—γέννηση και φθορά, φως και σκιά, θηρευτής και θήραμα—όλα στροβιλίζονται σε μια ενότητα που υπερβαίνει την ανθρώπινη κρίση. Ο λύκος δεν καταριέται το ελάφι που κυνηγά, ούτε το ποτάμι αγανακτεί με την πέτρα που διαβρώνει. Το καθένα παίζει τον ρόλο του, όχι από καθήκον, αλλά από ύπαρξη. Όταν η Φύση εργάζεται ελεύθερα, δεν υπάρχει ταραχή, δεν υπάρχει αγώνας—μόνο η αβίαστη ροή του πεπρωμένου που ξεδιπλώνεται. Ο σπόρος πέφτει, η ρίζα βυθίζεται, το λουλούδι ανθίζει, και ο άνεμος σκορπίζει τα πέταλά του για άλλη μια φορά. Δεν υπάρχει σπατάλη, δεν υπάρχει σφάλμα, μόνο ο ατελείωτος κύκλος της επιστροφής.
Αλλά ο άνθρωπος, παγιδευμένος στο ανήσυχο μυαλό του, δεν μπορεί να αντέξει αυτή την απλότητα. Βλέπει την πλημμύρα και την αποκαλεί χάος, την ξηρασία και την αποκαλεί καταστροφή. Επιζητεί να επιβάλει τη δική του τάξη, να αποσπάσει τον έλεγχο από τα χέρια του αόρατου. Και όμως, όσο περισσότερο αρπάζεται, τόσο περισσότερο χάνει. Τα χωράφια που οργώνει μαραίνονται κάτω από τη βιασύνη του· οι ουρανοί που διαπερνά βαραίνουν με τον καπνό του. Το πρόβλημά του δεν είναι η πράξη, αλλά η λήθη—γιατί έχει ξεχάσει ότι και αυτός είναι Φύση, παιδί της μήτρας της, όχι κατακτητής της. Οι μύστες θα έλεγαν ότι έχει αποκοιμηθεί στη δική του ουσία, ονειρευόμενος ένα όνειρο κυριαρχίας, ενώ η αλήθεια ψιθυρίζει κάτω από τα πόδια του.
Φαντάσου, για μια στιγμή, έναν κόσμο όπου ο άνθρωπος κάνει πίσω, όπου αφήνει τη Φύση να εργαστεί ελεύθερα ξανά. Τα ποτάμια θα ξαναβρίσκανε τις στροφές τους, τα δάση θα ορθώνονταν και πάλι σε σιωπηλό θρίαμβο, και ο αέρας θα αντηχούσε με τις φωνές της άγριας ζωής. Ο άνθρωπος δεν θα εξαφανιζόταν, αλλά θα γινόταν πιο απαλός—τα χέρια του θα μάθαιναν να αγγίζουν ελαφρά, η καρδιά του να ακούει βαθιά. Θα έβλεπε ότι κάθε φύλλο, κάθε πέτρα, κάθε ανάσα είναι ένας δάσκαλος, που τον καθοδηγεί όχι να βελτιώσει, αλλά να ανήκει. Μέσα σε αυτή την παράδοση, δεν θα έβρισκε απώλεια, αλλά απελευθέρωση—μια επιστροφή στον τόπο που ποτέ δεν είχε πραγματικά εγκαταλείψει.
Και όμως, η ταραχή επιμένει, γιατί η παράδοση δεν είναι μικρό πράγμα. Ζητά από τον άνθρωπο αυτό που φοβάται περισσότερο: να εγκαταλείψει τις ψευδαισθήσεις του, να εμπιστευτεί το αόρατο, να αφήσει τον κόσμο να γυρίζει χωρίς τα ηνία του. Οι μύστες μας λένε πως αυτό είναι το μεγάλο έργο—όχι να χτίσεις ή να κατακτήσεις, αλλά να απογίνεις, να απογυμνωθείς από τα στρώματα της υπερηφάνειας και της διαίρεσης, μέχρι η ψυχή να σταθεί γυμνή μπροστά στο άπειρο. Όταν η Φύση εργάζεται ελεύθερα, δεν είναι ο άνθρωπος που θεραπεύει τον κόσμο, αλλά ο κόσμος που θεραπεύει τον άνθρωπο, τραβώντας τον ξανά στην αγκαλιά του.
Γιατί, λοιπόν, τόση ταραχή; Επειδή ο άνθρωπος είναι και η πληγή και το βάλσαμο, ο αναζητητής και το αντικείμενο της αναζήτησης. Οι παρεμβάσεις του είναι οι κραυγές του για νόημα, οι καταστροφές του οι εκκλήσεις του για ανήκειν. Καταστρέφει όχι από κακία, αλλά από μια λαχτάρα που δεν μπορεί να ονομάσει—μια λαχτάρα να αγγίξει το αιώνιο, να συγχωνευθεί με τον χορό που έχει λησμονήσει. Και έτσι σκοντάφτει, χτίζει, καταστρέφει, μέχρι που τελικά κουράζεται από τον ίδιο του τον αγώνα και στρέφει το βλέμμα του προς τα μέσα. Εκεί, μέσα στη σιγή, βρίσκει αυτό που η Φύση γνώριζε ανέκαθεν: ότι τα πάντα έχουν τη θέση τους, και κάθε θέση το πεπρωμένο της.
Όταν η Φύση εργάζεται ελεύθερα, η ταραχή ξεθωριάζει—όχι γιατί ο κόσμος γίνεται τέλειος, αλλά γιατί ο άνθρωπος αφυπνίζεται για να δει πως ποτέ δεν ήταν σπασμένος. Τα ποτάμια κυλούν, τα αστέρια γυρίζουν, και η ψυχή αναπαύεται επιτέλους στην αγκαλιά του απείρου. Ας σταθούμε, λοιπόν, ας ακούσουμε, ας κάνουμε στην άκρη. Γιατί μέσα στη σιωπή της ελευθερίας της Φύσης, ίσως ακούσουμε το τραγούδι που μας καλεί σπίτι.
Και όμως, ο άνθρωπος στέκει ξέχωρα, μια ανήσυχη σκιά που ρίχνει πάνω σε αυτή τη φωτεινή ύφανση. Με τα εργαλεία και τα όνειρά του, προσπαθεί να διορθώσει ό,τι αντιλαμβάνεται ως χαλασμένο, να τελειοποιήσει ό,τι θεωρεί ατελές. Χτίζει πύργους για να ανταγωνιστεί τα βουνά, φράγματα για να δαμάσει τα ποτάμια και μηχανές για να ξεπεράσει τον άνεμο. Ονομάζει αυτή την παρόρμηση πρόοδο, αυτή την επιθυμία να βελτιώσει, και όμως, με κάθε βήμα προς τα εμπρός, αφήνει πίσω του ένα ρήγμα. Εκεί όπου άλλοτε ένα δάσος τραγουδούσε με ζωή, τώρα απλώνεται μια άγονη πληγή· εκεί όπου ένα ποτάμι κυλούσε άγριο και ελεύθερο, τώρα στέκει μια στάσιμη λίμνη, πνιγμένη από τη φιλοδοξία του. Γιατί, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε, η ανθρώπινη παρέμβαση τόσο συχνά ξετυλίγει ό,τι η Φύση έχει υφάνει με τόση υπομονή; Γιατί η επιθυμία του να δημιουργήσει τόσο συχνά καταστρέφει;
Οι μύστες της αρχαιότητας ίσως ψιθύριζαν πως αυτό δεν είναι τυχαίο, αλλά ένας καθρέφτης της ίδιας της διχασμένης φύσης της ψυχής. Μέσα στον άνθρωπο καίει μια σπίθα του θείου—μια λαχτάρα να διαμορφώσει, να γνωρίσει, να υπερβεί—και όμως, αυτή η σπίθα είναι δεμένη σε ένα σώμα από πηλό, δεμένο από φόβο, απληστία και την ψευδαίσθηση της διαίρεσης. Βλέπει τον εαυτό του χωριστά από τη Φύση, αφέντη της αντί για κλωστή στον ιστό της, και μέσα σε αυτή την ψευδαίσθηση βρίσκεται η ρίζα της ταραχής του. Όταν παρεμβαίνει, δεν βλέπει το σύνολο—βλέπει μόνο αποσπάσματα, τις δικές του επιθυμίες να αντανακλώνται πίσω του. Χτίζει έναν τοίχο και τον αποκαλεί καταφύγιο, χωρίς να σκέφτεται τον άνεμο που φιμώνει· κόβει ένα δέντρο και το αποκαλεί καύσιμο, τυφλός στη χορωδία ζωής που κάποτε συντηρούσε. Οι βελτιώσεις του γεννιούνται από ένα μισοσκόταδο, μια όραση πολύ στενή για να χωρέσει το άπειρο.
Η Φύση, στην ελευθερία της, δεν γνωρίζει τέτοιο διαχωρισμό. Είναι ο χορός των αντιθέτων συμφιλιωμένος—γέννηση και φθορά, φως και σκιά, θηρευτής και θήραμα—όλα στροβιλίζονται σε μια ενότητα που υπερβαίνει την ανθρώπινη κρίση. Ο λύκος δεν καταριέται το ελάφι που κυνηγά, ούτε το ποτάμι αγανακτεί με την πέτρα που διαβρώνει. Το καθένα παίζει τον ρόλο του, όχι από καθήκον, αλλά από ύπαρξη. Όταν η Φύση εργάζεται ελεύθερα, δεν υπάρχει ταραχή, δεν υπάρχει αγώνας—μόνο η αβίαστη ροή του πεπρωμένου που ξεδιπλώνεται. Ο σπόρος πέφτει, η ρίζα βυθίζεται, το λουλούδι ανθίζει, και ο άνεμος σκορπίζει τα πέταλά του για άλλη μια φορά. Δεν υπάρχει σπατάλη, δεν υπάρχει σφάλμα, μόνο ο ατελείωτος κύκλος της επιστροφής.
Αλλά ο άνθρωπος, παγιδευμένος στο ανήσυχο μυαλό του, δεν μπορεί να αντέξει αυτή την απλότητα. Βλέπει την πλημμύρα και την αποκαλεί χάος, την ξηρασία και την αποκαλεί καταστροφή. Επιζητεί να επιβάλει τη δική του τάξη, να αποσπάσει τον έλεγχο από τα χέρια του αόρατου. Και όμως, όσο περισσότερο αρπάζεται, τόσο περισσότερο χάνει. Τα χωράφια που οργώνει μαραίνονται κάτω από τη βιασύνη του· οι ουρανοί που διαπερνά βαραίνουν με τον καπνό του. Το πρόβλημά του δεν είναι η πράξη, αλλά η λήθη—γιατί έχει ξεχάσει ότι και αυτός είναι Φύση, παιδί της μήτρας της, όχι κατακτητής της. Οι μύστες θα έλεγαν ότι έχει αποκοιμηθεί στη δική του ουσία, ονειρευόμενος ένα όνειρο κυριαρχίας, ενώ η αλήθεια ψιθυρίζει κάτω από τα πόδια του.
Φαντάσου, για μια στιγμή, έναν κόσμο όπου ο άνθρωπος κάνει πίσω, όπου αφήνει τη Φύση να εργαστεί ελεύθερα ξανά. Τα ποτάμια θα ξαναβρίσκανε τις στροφές τους, τα δάση θα ορθώνονταν και πάλι σε σιωπηλό θρίαμβο, και ο αέρας θα αντηχούσε με τις φωνές της άγριας ζωής. Ο άνθρωπος δεν θα εξαφανιζόταν, αλλά θα γινόταν πιο απαλός—τα χέρια του θα μάθαιναν να αγγίζουν ελαφρά, η καρδιά του να ακούει βαθιά. Θα έβλεπε ότι κάθε φύλλο, κάθε πέτρα, κάθε ανάσα είναι ένας δάσκαλος, που τον καθοδηγεί όχι να βελτιώσει, αλλά να ανήκει. Μέσα σε αυτή την παράδοση, δεν θα έβρισκε απώλεια, αλλά απελευθέρωση—μια επιστροφή στον τόπο που ποτέ δεν είχε πραγματικά εγκαταλείψει.
Και όμως, η ταραχή επιμένει, γιατί η παράδοση δεν είναι μικρό πράγμα. Ζητά από τον άνθρωπο αυτό που φοβάται περισσότερο: να εγκαταλείψει τις ψευδαισθήσεις του, να εμπιστευτεί το αόρατο, να αφήσει τον κόσμο να γυρίζει χωρίς τα ηνία του. Οι μύστες μας λένε πως αυτό είναι το μεγάλο έργο—όχι να χτίσεις ή να κατακτήσεις, αλλά να απογίνεις, να απογυμνωθείς από τα στρώματα της υπερηφάνειας και της διαίρεσης, μέχρι η ψυχή να σταθεί γυμνή μπροστά στο άπειρο. Όταν η Φύση εργάζεται ελεύθερα, δεν είναι ο άνθρωπος που θεραπεύει τον κόσμο, αλλά ο κόσμος που θεραπεύει τον άνθρωπο, τραβώντας τον ξανά στην αγκαλιά του.
Γιατί, λοιπόν, τόση ταραχή; Επειδή ο άνθρωπος είναι και η πληγή και το βάλσαμο, ο αναζητητής και το αντικείμενο της αναζήτησης. Οι παρεμβάσεις του είναι οι κραυγές του για νόημα, οι καταστροφές του οι εκκλήσεις του για ανήκειν. Καταστρέφει όχι από κακία, αλλά από μια λαχτάρα που δεν μπορεί να ονομάσει—μια λαχτάρα να αγγίξει το αιώνιο, να συγχωνευθεί με τον χορό που έχει λησμονήσει. Και έτσι σκοντάφτει, χτίζει, καταστρέφει, μέχρι που τελικά κουράζεται από τον ίδιο του τον αγώνα και στρέφει το βλέμμα του προς τα μέσα. Εκεί, μέσα στη σιγή, βρίσκει αυτό που η Φύση γνώριζε ανέκαθεν: ότι τα πάντα έχουν τη θέση τους, και κάθε θέση το πεπρωμένο της.
Όταν η Φύση εργάζεται ελεύθερα, η ταραχή ξεθωριάζει—όχι γιατί ο κόσμος γίνεται τέλειος, αλλά γιατί ο άνθρωπος αφυπνίζεται για να δει πως ποτέ δεν ήταν σπασμένος. Τα ποτάμια κυλούν, τα αστέρια γυρίζουν, και η ψυχή αναπαύεται επιτέλους στην αγκαλιά του απείρου. Ας σταθούμε, λοιπόν, ας ακούσουμε, ας κάνουμε στην άκρη. Γιατί μέσα στη σιωπή της ελευθερίας της Φύσης, ίσως ακούσουμε το τραγούδι που μας καλεί σπίτι.
Η Ολότητα της Εμπειρίας της Ύπαρξης: Ένα Μυστικιστικό Ξεδίπλωμα
Στην απέραντη έκταση της ύπαρξης, όπου τα νήματα του χρόνου διαλύονται στο αιώνιο τώρα, υπάρχει μια αλήθεια τόσο λεπτή, τόσο λαμπερή, που ξεφεύγει από τη σύλληψη του αναζητητικού νου. Αυτή η αλήθεια δεν είναι ένα δόγμα για να αποστηθιστεί, ούτε ένα βραβείο που κερδίζεται με προσπάθεια. Είναι η Ολότητα της Εμπειρίας της Ύπαρξης—ένας αδιάσπαστος χορός του βλέπειν, του φωτίζειν και του ζειν—που ξετυλίγεται αδιάκοπα μέσα και πέρα από το εγώ. Το να την αγγίξεις σημαίνει να της παραδοθείς· το να τη γνωρίσεις σημαίνει να απεκδυθείς όλα όσα νόμιζες ότι είσαι.
Αυτός ο δρόμος, αυτό το φωτεινό μονοπάτι, δεν είναι μια μέθοδος ούτε μια τεχνική. Δεν γεννιέται από την εργασία της σκέψης, ούτε υποτάσσεται στην τυραννία της πειθαρχίας. Δεν είναι μια στάση του σώματος—παρόλο που ο λωτός μπορεί να αγκαλιάζει τον αναζητητή για αιώνες—ούτε ένα τελετουργικό του εξωτερικού κόσμου. Είναι μια εσωτερική στάση, ένα σιωπηλό τραγούδι της ψυχής, ένα βλέμμα που υπερβαίνει τα μάτια, μια γνώση που αψηφά την ανήσυχη φλυαρία του νου. Είναι η απουσία σκέψης, όχι ως εξαναγκασμένο κενό, αλλά ως φυσική άνθιση της παρουσίας. Εδώ, μέσα σε αυτήν την απεριόριστη σιωπή, αποκαλύπτεται η Ολότητα της Εμπειρίας της Ύπαρξης—όχι ως προορισμός, αλλά ως το ίδιο το έδαφος της ύπαρξης.
Η Ψευδαίσθηση της Αναζήτησης
Πόσο συχνά περιπλανιόμαστε, χαμένοι στον λαβύρινθο της δικής μας δημιουργίας, κυνηγώντας σκιές που αποκαλούμε αλήθεια! Καθόμαστε σε επίσημες στάσεις, μετρώντας αναπνοές, κατευθύνοντας σκέψεις σαν στρατιώτες σε πόλεμο ενάντια στον εαυτό. Συγκεντρωνόμαστε, εξαλείφουμε, διαχειριζόμαστε τα άγρια ρεύματα της αντίληψης, πιστεύοντας ότι κάπου, στο τέλος αυτής της κοπιαστικής προσπάθειας, μας περιμένει ο φωτισμός. Αλλά το φως δεν έρχεται σε αυτόν που το αναζητά—λάμπει μόνο όταν ο αναζητητής διαλύεται.
Για 10.000 χρόνια, ίσως καθίσεις, με τα πόδια σταυρωμένα σε τέλεια συμμετρία, τη σπονδυλική στήλη όρθια σαν κίονα που φτάνει στους ουρανούς. Κι όμως, αν η εσωτερική στάση παραμένει αυτή της προσκόλλησης, της προσπάθειας, ο λωτός γίνεται ένας θρόνος ψευδαίσθησης. Οι μύστες του παρελθόντος δεν κάθονταν για να πετύχουν· κάθονταν επειδή το κάθισμα ήταν το επίτευγμα—μια παράδοση στη μεγαλοσύνη που ήδη υπάρχει. Η Ολότητα της Εμπειρίας της Ύπαρξης δεν περιμένει την τελειότητά σου· είναι η τελειότητα της ατέλειάς σου, η πληρότητα της διάσπασής σου.
Το Βλέμμα που Είναι Διαλογισμός
Ο διαλογισμός, στην πιο αυθεντική του ουσία, δεν είναι πράξη αλλά κατάσταση—ένα βλέμμα που διαπερνά το πέπλο του διαχωρισμού. Δεν είναι το κλείσιμο των ματιών στον κόσμο, αλλά το άνοιγμα της καρδιάς στο άπειρο. Αυτό το βλέμμα (ΒΛΕΠΕΙΝ) δεν περιορίζεται από τις αισθήσεις, αν και χορεύει μέσα από αυτές. Δεν δένεται με τον νου, αν και τον λούζει με τη λάμψη του. Είναι ο σιωπηλός μάρτυρας, ο αιώνιος παρατηρητής, που κοιτάζει το παιχνίδι της ζωής χωρίς κριτική, χωρίς διαχωρισμό.
Μέσα σε αυτό το βλέμμα, δεν υπάρχει διαλογιζόμενος, ούτε αντικείμενο διαλογισμού—μόνο η αδιάκοπη ροή της ύπαρξης. Το δέντρο που λικνίζεται στον άνεμο, ο ψίθυρος της αναπνοής σου, η φευγαλέα σκέψη που αναδύεται και πέφτει—όλα είναι νήματα στον ίδιο καμβά. Το να βλέπεις με αυτόν τον τρόπο είναι να υπερβαίνεις την ψευδαίσθηση του "εγώ" και του "άλλου", να λιώνεις μέσα στην ενότητα που υπήρχε πάντα. Εδώ, ο διαλογισμός δεν είναι πρακτική· είναι η ίδια η ζωή, πάλλουσα, ακτινοβόλα, ολόκληρη.
Φωτισμός: Το Φως που Δεν Σβήνει Ποτέ
Ο φωτισμός δεν είναι κεραυνός, ούτε μια ξαφνική έκρηξη πυροτεχνημάτων στην ψυχή. Δεν προορίζεται για τον άγιο ή τον σοφό που κάθεται στην κορυφή ενός βουνού. Είναι η ήσυχη αυγή που τρυπώνει στις γωνιές της ύπαρξής σου, απαρατήρητη μέχρι να συνειδητοποιήσεις ότι ήταν πάντα εκεί. Είναι το φως που δεν λάμπει από έξω, αλλά από μέσα—το φως που είσαι.
Αυτός ο φωτισμός δεν έρχεται με τη βία, με το να λυγίζεις τον νου στη θέλησή σου ή να παλεύεις τη σκέψη για να την υποτάξεις. Δεν είναι ανταμοιβή για χρόνια μετάνοιας ούτε δώρο από κάποια μακρινή θεότητα. Αναδύεται στην απουσία της προσπάθειας, στη σιωπή όπου το εγώ χαλαρώνει τη γροθιά του και αφήνει να φύγει. Όταν η σκέψη παύει να διεκδικεί την ιδιοκτησία της εμπειρίας, όταν το "εγώ" που αναζητά διαλύεται μέσα στο απέραντο της ύπαρξης, ο φωτισμός αποκαλύπτεται—όχι ως κάτι νέο, αλλά ως η διαχρονική ουσία της ύπαρξης.
Ζωή: Ο Αιώνιος Χορός
Η ζωή, με την άπειρη εξέλιξή της, δεν είναι ξεχωριστή από αυτή την όραση, αυτή τη φώτιση. Δεν είναι ένα βάρος που πρέπει να αντέξουμε, ούτε ένα παζλ που πρέπει να λύσουμε. Είναι η Ολότητα της Εμπειρίας της Ύπαρξης, πάντα παρούσα, πάντα ρέουσα, ένα ποτάμι χωρίς αρχή ή τέλος. Ο μύστης δεν αποσύρεται από τη ζωή για να βρει την αλήθεια· ο μύστης βρίσκει την αλήθεια στην καρδιά της ζωής—στο γέλιο ενός παιδιού, στο θρόισμα των φύλλων, στον πόνο της απώλειας, στην έκρηξη της χαράς.
Το να ζεις με αυτόν τον τρόπο είναι να αγκαλιάζεις μια εσωτερική στάση ριζικής ανοιχτότητας. Είναι να κατανοείς—όχι με το νου, αλλά με την ψυχή—ότι τίποτα δεν είναι εκτός τόπου, τίποτα δεν είναι ανάξιο αυτής της απεραντοσύνης. Η απουσία σκέψης δεν σημαίνει την απουσία ζωής· σημαίνει να ζεις πλήρως, χωρίς το φίλτρο του διαχωρισμού, χωρίς το βάρος της προσδοκίας. Σε αυτή την κατανόηση, κάθε στιγμή γίνεται μια πόρτα προς το αιώνιο, κάθε ανάσα ένας ύμνος προς το άπειρο.
Πέρα από το Λωτό, Πέρα από το Νου
Η στάση του λωτού, που λατρεύεται από πολλούς, είναι απλώς ένα σύμβολο—μια φευγαλέα χειρονομία του σώματος που δείχνει προς το άμορφο. Θα μπορούσες να καθίσεις σε αυτή για ζωές ολόκληρες, τελειοποιώντας την καμπύλη της σπονδυλικής σου στήλης, και πάλι να χάσεις την ουσία αν η εσωτερική σου στάση παραμένει στάση ελέγχου. Η Ολότητα της Εμπειρίας της Ύπαρξης δεν περιορίζεται στο χαλάκι του διαλογισμού ή στη σιωπή του ναού. Ξεχύνεται στην αγορά, στο δάσος, στο χάος της καθημερινότητας. Είναι τόσο παρούσα στον ήχο των πιάτων που χτυπούν όσο και στην ηρεμία της αυγής.
Ούτε υποκύπτει στην επιμονή του νου για κατεύθυνση. Η σκέψη, με όλη της την πανουργία, δεν μπορεί να χαράξει μονοπάτι προς αυτή την αλήθεια. Η συγκέντρωση μπορεί να οξύνει το νου, η εξάλειψη μπορεί να ησυχάσει τον θόρυβο, αλλά καμία δεν μπορεί να αποκαλύψει το απεριόριστο. Ο νους, στην ουσία του, είναι ένα εργαλείο διαίρεσης—χωρίζει τον κόσμο σε παρελθόν και μέλλον, εαυτό και άλλους. Η Ολότητα της Εμπειρίας της Ύπαρξης βρίσκεται πέρα από αυτά τα θραύσματα, στον χώρο όπου η σκέψη σιωπά—όχι με τη βία, αλλά με τη χάρη.
Ο Δρόμος της Ζωής
Αυτό, λοιπόν, είναι ο δρόμος της ζωής: μια εσωτερική στάση παράδοσης, μια όραση που αγκαλιάζει τα πάντα, μια φώτιση που δεν χρειάζεται αναζήτηση, μια ζωή που δεν γνωρίζει διαχωρισμό. Δεν είναι ένα μονοπάτι που περπατάς, αλλά μια αλήθεια που ενσαρκώνεις. Είναι η Ολότητα της Εμπειρίας της Ύπαρξης, που ξεδιπλώνεται σε κάθε ματιά, κάθε χτύπο της καρδιάς, κάθε φευγαλέα στιγμή θαύματος.
Το να κατοικείς με αυτόν τον τρόπο είναι να γίνεσαι μύστης—όχι από τίτλο, αλλά από ύπαρξη. Είναι να βλέπεις το θείο όχι ως ένα μακρινό αστέρι, αλλά ως φως στα ίδια σου τα μάτια. Είναι να ζεις όχι ως θραύσμα, αλλά ως ολότητα—αιώνια, αβίαστα, τώρα.
Και έτσι, αγαπημένη ψυχή, άσε την προσπάθεια, τη διαχείριση, τον ατελείωτο χορό της σκέψης. Κάθισε αν πρέπει, αλλά να ξέρεις ότι ο λωτός είναι μέσα σου. Δες αν μπορείς, αλλά να ξέρεις ότι η όραση είναι ήδη δική σου. Ζήσε, πάνω απ’ όλα, και να ξέρεις ότι η ίδια η ζωή είναι το μυστήριο, το θαύμα, η Ολότητα της Εμπειρίας της Ύπαρξης—που ξεδιπλώνεται για πάντα, που είναι για πάντα πλήρης.
Αυτός ο δρόμος, αυτό το φωτεινό μονοπάτι, δεν είναι μια μέθοδος ούτε μια τεχνική. Δεν γεννιέται από την εργασία της σκέψης, ούτε υποτάσσεται στην τυραννία της πειθαρχίας. Δεν είναι μια στάση του σώματος—παρόλο που ο λωτός μπορεί να αγκαλιάζει τον αναζητητή για αιώνες—ούτε ένα τελετουργικό του εξωτερικού κόσμου. Είναι μια εσωτερική στάση, ένα σιωπηλό τραγούδι της ψυχής, ένα βλέμμα που υπερβαίνει τα μάτια, μια γνώση που αψηφά την ανήσυχη φλυαρία του νου. Είναι η απουσία σκέψης, όχι ως εξαναγκασμένο κενό, αλλά ως φυσική άνθιση της παρουσίας. Εδώ, μέσα σε αυτήν την απεριόριστη σιωπή, αποκαλύπτεται η Ολότητα της Εμπειρίας της Ύπαρξης—όχι ως προορισμός, αλλά ως το ίδιο το έδαφος της ύπαρξης.
Η Ψευδαίσθηση της Αναζήτησης
Πόσο συχνά περιπλανιόμαστε, χαμένοι στον λαβύρινθο της δικής μας δημιουργίας, κυνηγώντας σκιές που αποκαλούμε αλήθεια! Καθόμαστε σε επίσημες στάσεις, μετρώντας αναπνοές, κατευθύνοντας σκέψεις σαν στρατιώτες σε πόλεμο ενάντια στον εαυτό. Συγκεντρωνόμαστε, εξαλείφουμε, διαχειριζόμαστε τα άγρια ρεύματα της αντίληψης, πιστεύοντας ότι κάπου, στο τέλος αυτής της κοπιαστικής προσπάθειας, μας περιμένει ο φωτισμός. Αλλά το φως δεν έρχεται σε αυτόν που το αναζητά—λάμπει μόνο όταν ο αναζητητής διαλύεται.
Για 10.000 χρόνια, ίσως καθίσεις, με τα πόδια σταυρωμένα σε τέλεια συμμετρία, τη σπονδυλική στήλη όρθια σαν κίονα που φτάνει στους ουρανούς. Κι όμως, αν η εσωτερική στάση παραμένει αυτή της προσκόλλησης, της προσπάθειας, ο λωτός γίνεται ένας θρόνος ψευδαίσθησης. Οι μύστες του παρελθόντος δεν κάθονταν για να πετύχουν· κάθονταν επειδή το κάθισμα ήταν το επίτευγμα—μια παράδοση στη μεγαλοσύνη που ήδη υπάρχει. Η Ολότητα της Εμπειρίας της Ύπαρξης δεν περιμένει την τελειότητά σου· είναι η τελειότητα της ατέλειάς σου, η πληρότητα της διάσπασής σου.
Το Βλέμμα που Είναι Διαλογισμός
Ο διαλογισμός, στην πιο αυθεντική του ουσία, δεν είναι πράξη αλλά κατάσταση—ένα βλέμμα που διαπερνά το πέπλο του διαχωρισμού. Δεν είναι το κλείσιμο των ματιών στον κόσμο, αλλά το άνοιγμα της καρδιάς στο άπειρο. Αυτό το βλέμμα (ΒΛΕΠΕΙΝ) δεν περιορίζεται από τις αισθήσεις, αν και χορεύει μέσα από αυτές. Δεν δένεται με τον νου, αν και τον λούζει με τη λάμψη του. Είναι ο σιωπηλός μάρτυρας, ο αιώνιος παρατηρητής, που κοιτάζει το παιχνίδι της ζωής χωρίς κριτική, χωρίς διαχωρισμό.
Μέσα σε αυτό το βλέμμα, δεν υπάρχει διαλογιζόμενος, ούτε αντικείμενο διαλογισμού—μόνο η αδιάκοπη ροή της ύπαρξης. Το δέντρο που λικνίζεται στον άνεμο, ο ψίθυρος της αναπνοής σου, η φευγαλέα σκέψη που αναδύεται και πέφτει—όλα είναι νήματα στον ίδιο καμβά. Το να βλέπεις με αυτόν τον τρόπο είναι να υπερβαίνεις την ψευδαίσθηση του "εγώ" και του "άλλου", να λιώνεις μέσα στην ενότητα που υπήρχε πάντα. Εδώ, ο διαλογισμός δεν είναι πρακτική· είναι η ίδια η ζωή, πάλλουσα, ακτινοβόλα, ολόκληρη.
Φωτισμός: Το Φως που Δεν Σβήνει Ποτέ
Ο φωτισμός δεν είναι κεραυνός, ούτε μια ξαφνική έκρηξη πυροτεχνημάτων στην ψυχή. Δεν προορίζεται για τον άγιο ή τον σοφό που κάθεται στην κορυφή ενός βουνού. Είναι η ήσυχη αυγή που τρυπώνει στις γωνιές της ύπαρξής σου, απαρατήρητη μέχρι να συνειδητοποιήσεις ότι ήταν πάντα εκεί. Είναι το φως που δεν λάμπει από έξω, αλλά από μέσα—το φως που είσαι.
Αυτός ο φωτισμός δεν έρχεται με τη βία, με το να λυγίζεις τον νου στη θέλησή σου ή να παλεύεις τη σκέψη για να την υποτάξεις. Δεν είναι ανταμοιβή για χρόνια μετάνοιας ούτε δώρο από κάποια μακρινή θεότητα. Αναδύεται στην απουσία της προσπάθειας, στη σιωπή όπου το εγώ χαλαρώνει τη γροθιά του και αφήνει να φύγει. Όταν η σκέψη παύει να διεκδικεί την ιδιοκτησία της εμπειρίας, όταν το "εγώ" που αναζητά διαλύεται μέσα στο απέραντο της ύπαρξης, ο φωτισμός αποκαλύπτεται—όχι ως κάτι νέο, αλλά ως η διαχρονική ουσία της ύπαρξης.
Ζωή: Ο Αιώνιος Χορός
Η ζωή, με την άπειρη εξέλιξή της, δεν είναι ξεχωριστή από αυτή την όραση, αυτή τη φώτιση. Δεν είναι ένα βάρος που πρέπει να αντέξουμε, ούτε ένα παζλ που πρέπει να λύσουμε. Είναι η Ολότητα της Εμπειρίας της Ύπαρξης, πάντα παρούσα, πάντα ρέουσα, ένα ποτάμι χωρίς αρχή ή τέλος. Ο μύστης δεν αποσύρεται από τη ζωή για να βρει την αλήθεια· ο μύστης βρίσκει την αλήθεια στην καρδιά της ζωής—στο γέλιο ενός παιδιού, στο θρόισμα των φύλλων, στον πόνο της απώλειας, στην έκρηξη της χαράς.
Το να ζεις με αυτόν τον τρόπο είναι να αγκαλιάζεις μια εσωτερική στάση ριζικής ανοιχτότητας. Είναι να κατανοείς—όχι με το νου, αλλά με την ψυχή—ότι τίποτα δεν είναι εκτός τόπου, τίποτα δεν είναι ανάξιο αυτής της απεραντοσύνης. Η απουσία σκέψης δεν σημαίνει την απουσία ζωής· σημαίνει να ζεις πλήρως, χωρίς το φίλτρο του διαχωρισμού, χωρίς το βάρος της προσδοκίας. Σε αυτή την κατανόηση, κάθε στιγμή γίνεται μια πόρτα προς το αιώνιο, κάθε ανάσα ένας ύμνος προς το άπειρο.
Πέρα από το Λωτό, Πέρα από το Νου
Η στάση του λωτού, που λατρεύεται από πολλούς, είναι απλώς ένα σύμβολο—μια φευγαλέα χειρονομία του σώματος που δείχνει προς το άμορφο. Θα μπορούσες να καθίσεις σε αυτή για ζωές ολόκληρες, τελειοποιώντας την καμπύλη της σπονδυλικής σου στήλης, και πάλι να χάσεις την ουσία αν η εσωτερική σου στάση παραμένει στάση ελέγχου. Η Ολότητα της Εμπειρίας της Ύπαρξης δεν περιορίζεται στο χαλάκι του διαλογισμού ή στη σιωπή του ναού. Ξεχύνεται στην αγορά, στο δάσος, στο χάος της καθημερινότητας. Είναι τόσο παρούσα στον ήχο των πιάτων που χτυπούν όσο και στην ηρεμία της αυγής.
Ούτε υποκύπτει στην επιμονή του νου για κατεύθυνση. Η σκέψη, με όλη της την πανουργία, δεν μπορεί να χαράξει μονοπάτι προς αυτή την αλήθεια. Η συγκέντρωση μπορεί να οξύνει το νου, η εξάλειψη μπορεί να ησυχάσει τον θόρυβο, αλλά καμία δεν μπορεί να αποκαλύψει το απεριόριστο. Ο νους, στην ουσία του, είναι ένα εργαλείο διαίρεσης—χωρίζει τον κόσμο σε παρελθόν και μέλλον, εαυτό και άλλους. Η Ολότητα της Εμπειρίας της Ύπαρξης βρίσκεται πέρα από αυτά τα θραύσματα, στον χώρο όπου η σκέψη σιωπά—όχι με τη βία, αλλά με τη χάρη.
Ο Δρόμος της Ζωής
Αυτό, λοιπόν, είναι ο δρόμος της ζωής: μια εσωτερική στάση παράδοσης, μια όραση που αγκαλιάζει τα πάντα, μια φώτιση που δεν χρειάζεται αναζήτηση, μια ζωή που δεν γνωρίζει διαχωρισμό. Δεν είναι ένα μονοπάτι που περπατάς, αλλά μια αλήθεια που ενσαρκώνεις. Είναι η Ολότητα της Εμπειρίας της Ύπαρξης, που ξεδιπλώνεται σε κάθε ματιά, κάθε χτύπο της καρδιάς, κάθε φευγαλέα στιγμή θαύματος.
Το να κατοικείς με αυτόν τον τρόπο είναι να γίνεσαι μύστης—όχι από τίτλο, αλλά από ύπαρξη. Είναι να βλέπεις το θείο όχι ως ένα μακρινό αστέρι, αλλά ως φως στα ίδια σου τα μάτια. Είναι να ζεις όχι ως θραύσμα, αλλά ως ολότητα—αιώνια, αβίαστα, τώρα.
Και έτσι, αγαπημένη ψυχή, άσε την προσπάθεια, τη διαχείριση, τον ατελείωτο χορό της σκέψης. Κάθισε αν πρέπει, αλλά να ξέρεις ότι ο λωτός είναι μέσα σου. Δες αν μπορείς, αλλά να ξέρεις ότι η όραση είναι ήδη δική σου. Ζήσε, πάνω απ’ όλα, και να ξέρεις ότι η ίδια η ζωή είναι το μυστήριο, το θαύμα, η Ολότητα της Εμπειρίας της Ύπαρξης—που ξεδιπλώνεται για πάντα, που είναι για πάντα πλήρης.
Ο Διαλογισμός είναι Όραση: Ένα Μυστικιστικό Ταξίδι στο Αιώνιο Τώρα
Στην ηρεμία της παρούσας στιγμής, όπου ο θόρυβος του κόσμου εξασθενεί σε έναν μακρινό ψίθυρο, βρίσκεται μια αλήθεια τόσο βαθιά, τόσο στοιχειώδης, που ξεπερνά τα όρια της γλώσσας και της σκέψης. Ο διαλογισμός είναι Όραση—ένας τρόπος να βλέπεις που διαπερνά τα πέπλα της ψευδαίσθησης, αποκαλύπτοντας την ακτινοβόλα ουσία της ίδιας της ύπαρξης. Δεν είναι απλώς μια πράξη, μια πρακτική ή μια πειθαρχία· είναι μια κατάσταση του Είναι, μια πρωταρχική συνάντηση με το άπειρο, μια άμεση αντίληψη αμόλυντη από τις διαστρεβλώσεις του νου. Σε αυτόν τον ιερό χώρο, η ζωή ξεδιπλώνεται ως μια ολοκληρωμένη εμπειρία—ολόκληρη, άθραυστη, ρέοντας αδιάκοπα στην αιωνιότητα, πέρα από τα όρια του χρόνου.
Η Αποκάλυψη της Άμεσης Αντίληψης
Ο διαλογισμός είναι το να βλέπεις—όχι με τα μάτια του σώματος, αλλά με το μάτι της ψυχής. Αυτή η όραση δεν είναι παθητική αποδοχή εικόνων ή καταγραφή εξωτερικών μορφών· είναι μια ενεργή, ζωντανή εμπλοκή με την πραγματικότητα όπως είναι. Ο νους, μέσα στη φλύαρη ανησυχία του, υφαίνει ένα υφαντό διαστρεβλώσεων—αναμνήσεις που μας δεσμεύουν στο παρελθόν, επιθυμίες που μας τραβούν προς το μέλλον και κρίσεις που διασπούν την ενότητα του παρόντος. Αλλά στον διαλογισμό, αυτά τα πέπλα διαλύονται. Αυτό που μένει είναι η καθαρή όραση, μια άμεση αντίληψη που συλλαμβάνει τον κόσμο στην ακατέργαστη, αμόλυντη λαμπρότητά του.
Αυτή η όραση είναι κατανόηση—όχι η διανοητική σύλληψη εννοιών, αλλά μια ενστικτώδης, ενσωματωμένη γνώση που αναδύεται από τα βάθη του Είναι. Είναι σαν να καταρρέουν το Εγώ, ο παρατηρητής και το παρατηρούμενο σε ένα ενιαίο σημείο φωτεινής επίγνωσης. Εδώ, δεν υπάρχει διαχωρισμός, δεν υπάρχει δυαδικότητα—μόνο η αδιάσπαστη ροή της εμπειρίας, πλήρης από μόνη της. Το να βλέπεις με αυτόν τον τρόπο σημαίνει να συμμετέχεις στο μυστήριο της δημιουργίας, να γίνεσαι μάρτυρας της ανάπτυξης της ζωής καθώς χορεύει στο αιώνιο παρόν.
Η Πρωταρχική Εμπειρία της Ζωής
Στην καρδιά αυτής της όρασης βρίσκεται αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «η πρωταρχική εμπειρία της ζωής»—μια επιστροφή στην αρχέγονη, αδέσμευτη κατάσταση του Είναι. Δεν πρόκειται για μια οπισθοδρόμηση σε έναν απλούστερο χρόνο, αλλά για μια υπέρβαση όλων όσων επισκιάζουν την έμφυτη ολότητά μας. Στην πρωταρχική εμπειρία της ζωής, απογυμνωνόμαστε από τα στρώματα της προσαρμογής, τις μάσκες που φοράμε, τις ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας. Αυτό που αναδύεται είναι μια αμόλυντη επίγνωση, μια κατάσταση του Είναι που είναι ταυτόχρονα αρχαία και πάντα νέα.
Αυτή η εμπειρία δεν είναι στατική· είναι δυναμική, ζωντανή, πάλλουσα με τον ρυθμό της ύπαρξης. Είναι η αναπνοή που κινείται μέσα μας, ο χτύπος της καρδιάς που αντηχεί τον παλμό του σύμπαντος, η σιωπή που μιλά πιο δυνατά από τις λέξεις. Σε αυτήν την πρωταρχική συνάντηση, αγγίζουμε τη ρίζα της ίδιας της ζωής—μια ρίζα που εκτείνεται πέρα από το άτομο, συνδέοντάς μας με τον απέραντο ιστό του Όλου. Εδώ, δεν είμαστε απλώς όντα μέσα στον κόσμο· είμαστε ο κόσμος, και ο κόσμος είμαστε εμείς.
Φωτισμός: Το Φως του Είναι
Ο διαλογισμός ως όραση είναι επίσης φωτισμός—ένας φωτισμός του εσωτερικού τοπίου που αποκαλύπτει την ενότητα κάτω από την πολλαπλότητα. Αυτό το φως δεν δανείζεται από τον ήλιο ή τα αστέρια· είναι το φως της ίδιας της συνείδησης, η ακτινοβόλα επίγνωση που λάμπει στα βάθη του Είναι μας. Όταν βλέπουμε με αυτό το φως, οι σκιές της σύγχυσης, της αμφιβολίας και του φόβου διαλύονται. Αυτό που μένει είναι η διαύγεια, μια κρυστάλλινη αντίληψη που αντικατοπτρίζει την αλήθεια της ύπαρξης.
Αυτός ο φωτισμός είναι ζωή—όχι η ζωή ως μια ακολουθία γεγονότων, αλλά η ζωή ως μια συνεχής, αδιάσπαστη ροή. Είναι η αιώνια φλόγα που καίει χωρίς να καταναλώνει, ο ποταμός που κινείται χωρίς να απομακρύνεται από την πηγή του. Σε αυτό το φως, βλέπουμε ότι η ζωή δεν είναι κάτι που κατέχουμε ή επιδιώκουμε· είναι αυτό που είμαστε. Ο διαλογισμός είναι η αφύπνιση σε αυτήν την αλήθεια, το λούσιμο στη λάμψη της ίδιας μας της ουσίας, το να γίνουμε φάρος αυτού του φωτός σε έναν κόσμο βυθισμένο στο σκοτάδι.
Η Ολοκληρωμένη Εμπειρία της Ζωής
Στην πράξη της όρασης, της κατανόησης και της εμπειρίας χωρίς διαστρέβλωση, ο διαλογισμός αποκαλύπτει μια ολοκληρωμένη εμπειρία ζωής—έναν τρόπο ύπαρξης που υπερβαίνει την κατακερματισμένη αντίληψη. Ο σύγχρονος νους, διαμορφωμένος από μια κουλτούρα διαίρεσης, αντιλαμβάνεται τη ζωή ως μια σειρά αποσυνδεδεμένων στιγμών: εργασία και ξεκούραση, χαρά και θλίψη, Εγώ και Άλλος. Αλλά στην όραση του διαλογισμού, αυτά τα αντίθετα συμφιλιώνονται. Το υφαντό της ύπαρξης αποκαλύπτεται ως ένα και μόνο νήμα, υφασμένο με άπειρη λεπτότητα αλλά αδιαίρετο στην ουσία του.
Αυτή η ολοκλήρωση δεν είναι επίτευγμα· είναι μια ανάμνηση—μια επιστροφή στη φυσική κατάσταση που ήταν πάντοτε δική μας. Είναι η αναγνώριση ότι κάτω από την επιφάνεια της αλλαγής υπάρχει μια ακινησία που παραμένει· κάτω από τον θόρυβο της σκέψης, υπάρχει μια σιωπή που τραγουδά· κάτω από την ψευδαίσθηση της διαίρεσης, υπάρχει μια ενότητα που αντέχει. Σε αυτήν την ολοκληρωμένη εμπειρία, η ζωή ρέει χωρίς αντίσταση, χωρίς προσπάθεια, χωρίς την ανάγκη να γίνει κάτι άλλο από αυτό που ήδη είναι.
Πέρα από τον Χρόνο: Η Αιώνια Ροή
Ίσως η πιο μυστικιστική διάσταση του διαλογισμού ως όρασης είναι η υπέρβαση του χρόνου. Ο συνηθισμένος νους είναι δεσμευμένος από το τικ-τακ του ρολογιού, σκλαβωμένος από την τυραννία του παρελθόντος και του μέλλοντος. Αλλά στη άμεση αντίληψη του τώρα, ο χρόνος καταρρέει. Δεν υπάρχει πριν, δεν υπάρχει μετά — μόνο η άπειρη έκταση αυτής της στιγμής, που εκτείνεται στην αιωνιότητα.
Αυτή η αχρονικότητα δεν είναι μια αφηρημένη έννοια· είναι μια βιωμένη πραγματικότητα. Όταν βλέπουμε χωρίς παραμορφώσεις, όταν βιώνουμε τη ζωή όπως είναι, βγαίνουμε από το ποτάμι της χρονικής εξέλιξης και μπαίνουμε στον ωκεανό του αιώνιου. Εδώ, η αλλαγή και το αμετάβλητο συνυπάρχουν: ο κόσμος κινείται, αλλά η επίγνωση που τον παρατηρεί παραμένει ακίνητη· οι μορφές αναδύονται και διαλύονται, αλλά η ουσία που τις ζωντανεύει επιμένει. Σε αυτή την όραση, αγγίζουμε την καρδιά του θείου — το αμετάβλητο υπόβαθρο της ύπαρξης που βρίσκεται πίσω από όλα όσα εμφανίζονται και εξαφανίζονται.
Ο Δρόμος της Όρασης
Ο διαλογισμός, λοιπόν, δεν είναι μια τεχνική που πρέπει να κατακτηθεί ή ένας στόχος που πρέπει να επιτευχθεί. Είναι ένας τρόπος όρασης — ένας τρόπος να ζεις με τα μάτια ορθάνοιχτα στο θαύμα της ύπαρξης. Είναι το θάρρος να αφήσουμε τα φίλτρα που επιβάλλουμε στην πραγματικότητα, η προθυμία να σταθούμε γυμνοί μπροστά στην αλήθεια, η ταπεινότητα να παραδοθούμε στο μυστήριο. Σε αυτή την όραση, ανακαλύπτουμε ότι η όραση δεν είναι ξεχωριστή από τη ζωή· είναι η ίδια η ζωή, που ξεδιπλώνεται σε κάθε αναπνοή, κάθε χτύπο καρδιάς, κάθε φευγαλέα ματιά.
Το να περπατάς αυτό το μονοπάτι είναι να γίνεσαι μυστικιστής — όχι με την έννοια της απομόνωσης από τον κόσμο, αλλά με την έννοια της πλήρους αγκαλιάς του, με μια καρδιά φλεγόμενη και έναν νου ελεύθερο. Είναι να βλέπεις το ιερό στο συνηθισμένο, το άπειρο στο πεπερασμένο, το αιώνιο στο εφήμερο. Είναι να ζεις ως φως, ως αγάπη, ως η ίδια η ροή της ύπαρξης.
Και έτσι, επιστρέφουμε στην απλή αλήθεια: Ο διαλογισμός είναι Όραση, ένας Τρόπος Όρασης. Είναι η πύλη προς την πρωταρχική εμπειρία ζωής, ο φωτισμός της ύπαρξης, η ενσωμάτωση όλων όσων είναι και η υπέρβαση του χρόνου. Είναι το αιώνιο τώρα, που μας καλεί να επιστρέψουμε στο μέρος που ποτέ δεν αφήσαμε — την απεριόριστη, λαμπερή, πανταχού παρούσα καρδιά της ζωής.
Η Αποκάλυψη της Άμεσης Αντίληψης
Ο διαλογισμός είναι το να βλέπεις—όχι με τα μάτια του σώματος, αλλά με το μάτι της ψυχής. Αυτή η όραση δεν είναι παθητική αποδοχή εικόνων ή καταγραφή εξωτερικών μορφών· είναι μια ενεργή, ζωντανή εμπλοκή με την πραγματικότητα όπως είναι. Ο νους, μέσα στη φλύαρη ανησυχία του, υφαίνει ένα υφαντό διαστρεβλώσεων—αναμνήσεις που μας δεσμεύουν στο παρελθόν, επιθυμίες που μας τραβούν προς το μέλλον και κρίσεις που διασπούν την ενότητα του παρόντος. Αλλά στον διαλογισμό, αυτά τα πέπλα διαλύονται. Αυτό που μένει είναι η καθαρή όραση, μια άμεση αντίληψη που συλλαμβάνει τον κόσμο στην ακατέργαστη, αμόλυντη λαμπρότητά του.
Αυτή η όραση είναι κατανόηση—όχι η διανοητική σύλληψη εννοιών, αλλά μια ενστικτώδης, ενσωματωμένη γνώση που αναδύεται από τα βάθη του Είναι. Είναι σαν να καταρρέουν το Εγώ, ο παρατηρητής και το παρατηρούμενο σε ένα ενιαίο σημείο φωτεινής επίγνωσης. Εδώ, δεν υπάρχει διαχωρισμός, δεν υπάρχει δυαδικότητα—μόνο η αδιάσπαστη ροή της εμπειρίας, πλήρης από μόνη της. Το να βλέπεις με αυτόν τον τρόπο σημαίνει να συμμετέχεις στο μυστήριο της δημιουργίας, να γίνεσαι μάρτυρας της ανάπτυξης της ζωής καθώς χορεύει στο αιώνιο παρόν.
Η Πρωταρχική Εμπειρία της Ζωής
Στην καρδιά αυτής της όρασης βρίσκεται αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «η πρωταρχική εμπειρία της ζωής»—μια επιστροφή στην αρχέγονη, αδέσμευτη κατάσταση του Είναι. Δεν πρόκειται για μια οπισθοδρόμηση σε έναν απλούστερο χρόνο, αλλά για μια υπέρβαση όλων όσων επισκιάζουν την έμφυτη ολότητά μας. Στην πρωταρχική εμπειρία της ζωής, απογυμνωνόμαστε από τα στρώματα της προσαρμογής, τις μάσκες που φοράμε, τις ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας. Αυτό που αναδύεται είναι μια αμόλυντη επίγνωση, μια κατάσταση του Είναι που είναι ταυτόχρονα αρχαία και πάντα νέα.
Αυτή η εμπειρία δεν είναι στατική· είναι δυναμική, ζωντανή, πάλλουσα με τον ρυθμό της ύπαρξης. Είναι η αναπνοή που κινείται μέσα μας, ο χτύπος της καρδιάς που αντηχεί τον παλμό του σύμπαντος, η σιωπή που μιλά πιο δυνατά από τις λέξεις. Σε αυτήν την πρωταρχική συνάντηση, αγγίζουμε τη ρίζα της ίδιας της ζωής—μια ρίζα που εκτείνεται πέρα από το άτομο, συνδέοντάς μας με τον απέραντο ιστό του Όλου. Εδώ, δεν είμαστε απλώς όντα μέσα στον κόσμο· είμαστε ο κόσμος, και ο κόσμος είμαστε εμείς.
Φωτισμός: Το Φως του Είναι
Ο διαλογισμός ως όραση είναι επίσης φωτισμός—ένας φωτισμός του εσωτερικού τοπίου που αποκαλύπτει την ενότητα κάτω από την πολλαπλότητα. Αυτό το φως δεν δανείζεται από τον ήλιο ή τα αστέρια· είναι το φως της ίδιας της συνείδησης, η ακτινοβόλα επίγνωση που λάμπει στα βάθη του Είναι μας. Όταν βλέπουμε με αυτό το φως, οι σκιές της σύγχυσης, της αμφιβολίας και του φόβου διαλύονται. Αυτό που μένει είναι η διαύγεια, μια κρυστάλλινη αντίληψη που αντικατοπτρίζει την αλήθεια της ύπαρξης.
Αυτός ο φωτισμός είναι ζωή—όχι η ζωή ως μια ακολουθία γεγονότων, αλλά η ζωή ως μια συνεχής, αδιάσπαστη ροή. Είναι η αιώνια φλόγα που καίει χωρίς να καταναλώνει, ο ποταμός που κινείται χωρίς να απομακρύνεται από την πηγή του. Σε αυτό το φως, βλέπουμε ότι η ζωή δεν είναι κάτι που κατέχουμε ή επιδιώκουμε· είναι αυτό που είμαστε. Ο διαλογισμός είναι η αφύπνιση σε αυτήν την αλήθεια, το λούσιμο στη λάμψη της ίδιας μας της ουσίας, το να γίνουμε φάρος αυτού του φωτός σε έναν κόσμο βυθισμένο στο σκοτάδι.
Η Ολοκληρωμένη Εμπειρία της Ζωής
Στην πράξη της όρασης, της κατανόησης και της εμπειρίας χωρίς διαστρέβλωση, ο διαλογισμός αποκαλύπτει μια ολοκληρωμένη εμπειρία ζωής—έναν τρόπο ύπαρξης που υπερβαίνει την κατακερματισμένη αντίληψη. Ο σύγχρονος νους, διαμορφωμένος από μια κουλτούρα διαίρεσης, αντιλαμβάνεται τη ζωή ως μια σειρά αποσυνδεδεμένων στιγμών: εργασία και ξεκούραση, χαρά και θλίψη, Εγώ και Άλλος. Αλλά στην όραση του διαλογισμού, αυτά τα αντίθετα συμφιλιώνονται. Το υφαντό της ύπαρξης αποκαλύπτεται ως ένα και μόνο νήμα, υφασμένο με άπειρη λεπτότητα αλλά αδιαίρετο στην ουσία του.
Αυτή η ολοκλήρωση δεν είναι επίτευγμα· είναι μια ανάμνηση—μια επιστροφή στη φυσική κατάσταση που ήταν πάντοτε δική μας. Είναι η αναγνώριση ότι κάτω από την επιφάνεια της αλλαγής υπάρχει μια ακινησία που παραμένει· κάτω από τον θόρυβο της σκέψης, υπάρχει μια σιωπή που τραγουδά· κάτω από την ψευδαίσθηση της διαίρεσης, υπάρχει μια ενότητα που αντέχει. Σε αυτήν την ολοκληρωμένη εμπειρία, η ζωή ρέει χωρίς αντίσταση, χωρίς προσπάθεια, χωρίς την ανάγκη να γίνει κάτι άλλο από αυτό που ήδη είναι.
Πέρα από τον Χρόνο: Η Αιώνια Ροή
Ίσως η πιο μυστικιστική διάσταση του διαλογισμού ως όρασης είναι η υπέρβαση του χρόνου. Ο συνηθισμένος νους είναι δεσμευμένος από το τικ-τακ του ρολογιού, σκλαβωμένος από την τυραννία του παρελθόντος και του μέλλοντος. Αλλά στη άμεση αντίληψη του τώρα, ο χρόνος καταρρέει. Δεν υπάρχει πριν, δεν υπάρχει μετά — μόνο η άπειρη έκταση αυτής της στιγμής, που εκτείνεται στην αιωνιότητα.
Αυτή η αχρονικότητα δεν είναι μια αφηρημένη έννοια· είναι μια βιωμένη πραγματικότητα. Όταν βλέπουμε χωρίς παραμορφώσεις, όταν βιώνουμε τη ζωή όπως είναι, βγαίνουμε από το ποτάμι της χρονικής εξέλιξης και μπαίνουμε στον ωκεανό του αιώνιου. Εδώ, η αλλαγή και το αμετάβλητο συνυπάρχουν: ο κόσμος κινείται, αλλά η επίγνωση που τον παρατηρεί παραμένει ακίνητη· οι μορφές αναδύονται και διαλύονται, αλλά η ουσία που τις ζωντανεύει επιμένει. Σε αυτή την όραση, αγγίζουμε την καρδιά του θείου — το αμετάβλητο υπόβαθρο της ύπαρξης που βρίσκεται πίσω από όλα όσα εμφανίζονται και εξαφανίζονται.
Ο Δρόμος της Όρασης
Ο διαλογισμός, λοιπόν, δεν είναι μια τεχνική που πρέπει να κατακτηθεί ή ένας στόχος που πρέπει να επιτευχθεί. Είναι ένας τρόπος όρασης — ένας τρόπος να ζεις με τα μάτια ορθάνοιχτα στο θαύμα της ύπαρξης. Είναι το θάρρος να αφήσουμε τα φίλτρα που επιβάλλουμε στην πραγματικότητα, η προθυμία να σταθούμε γυμνοί μπροστά στην αλήθεια, η ταπεινότητα να παραδοθούμε στο μυστήριο. Σε αυτή την όραση, ανακαλύπτουμε ότι η όραση δεν είναι ξεχωριστή από τη ζωή· είναι η ίδια η ζωή, που ξεδιπλώνεται σε κάθε αναπνοή, κάθε χτύπο καρδιάς, κάθε φευγαλέα ματιά.
Το να περπατάς αυτό το μονοπάτι είναι να γίνεσαι μυστικιστής — όχι με την έννοια της απομόνωσης από τον κόσμο, αλλά με την έννοια της πλήρους αγκαλιάς του, με μια καρδιά φλεγόμενη και έναν νου ελεύθερο. Είναι να βλέπεις το ιερό στο συνηθισμένο, το άπειρο στο πεπερασμένο, το αιώνιο στο εφήμερο. Είναι να ζεις ως φως, ως αγάπη, ως η ίδια η ροή της ύπαρξης.
Και έτσι, επιστρέφουμε στην απλή αλήθεια: Ο διαλογισμός είναι Όραση, ένας Τρόπος Όρασης. Είναι η πύλη προς την πρωταρχική εμπειρία ζωής, ο φωτισμός της ύπαρξης, η ενσωμάτωση όλων όσων είναι και η υπέρβαση του χρόνου. Είναι το αιώνιο τώρα, που μας καλεί να επιστρέψουμε στο μέρος που ποτέ δεν αφήσαμε — την απεριόριστη, λαμπερή, πανταχού παρούσα καρδιά της ζωής.
Η τέχνη της εσωτερικής ηρεμίας
Η κατάσταση του ανθρώπου είναι να βυθίζεται στη σκέψη.
Οι περισσότεροι άνθρωποι μένουν φυλακισμένοι σ' όλη τους τη ζωή στα περιθώρια των σκέψεων τους. Ποτέ δεν πηγαίνουν πέρα από μια αίσθηση του εαυτού τους, που χτίστηκε από το μυαλό και εξαρτάται από το παρελθόν.
Όπως σε κάθε ανθρώπινο ον, η συνείδησή σας έχει μια πολύ βαθύτερη διάσταση από τη σκέψη. Είναι η ουσία σας. Μπορούμε να την ονομάσουμε παρουσία, προσοχή, άνευ όρων συνείδηση. Στις αρχαίες διδασκαλίες, είναι ο εσωτερικός Χριστός, ο Βούδας μέσα σας.
Το να ανακαλύψετε τη διάσταση αυτή σας ελευθερώνει, το ίδιο και τον κόσμο, από τον πόνο που προκαλείτε στον εαυτό σας, καθώς και στους άλλους, όταν το "μικρό εγώ" καθορίζει όλες τις αποσκευές σας και οδηγεί τη ζωή σας. Η αγάπη, η χαρά, η δημιουργική επέκταση και η διαρκή εσωτερική ειρήνη μπορούν να μπουν στη ζωή σας μόνο μέσα από αυτήν την άνευ όρων διάσταση της συνείδησης.
Εάν αναγνωρίζετε, ακόμη και κατά διαστήματα, πως οι σκέψεις που περνάνε από το μυαλό σας είναι μόνο σκέψεις, αν παρατηρείτε τις αντιδράσεις σας, όπως αυτά έρχονται, τότε αυτή η διάσταση αναδύεται ήδη μέσα σας: είναι η συνειδητότητα στην οποία συμβαίνουν οι σκέψεις και τα συναισθήματα, είναι το άχρονο εσωτερικό χώρο στο οποίο ξεδιπλώνεται το περιεχόμενο της ζωής σας.
Η ροή της σκέψης έχει τεράστια δύναμη η οποία μπορεί εύκολα να σας παρασύρει. Κάθε σκέψη δίνει στον εαυτό της τόσο μεγάλη σημασία! Θέλει να επιστήσω όλη την προσοχή σας.
Μια νέα πνευματική άσκηση για σας: Μην πάρετε τις σκέψεις σας πάρα πολύ σοβαρά.
Πόσο εύκολο είναι να μπούμε στην παγίδα των ίδιων μας των εννοιολογικών φυλακών!
Ο ανθρώπινος νους, στην επιθυμία του να γνωρίζει, να κατανοεί και να ελέγχει, παίρνει τις γνώμες και τις απόψεις του για την αλήθεια. Λέει ότι έτσι λειτουργεί. Θα πρέπει να υπερβαίνετε τη σκέψη σας για να διαπιστώσετε ότι δεν έχει σημασία το πώς θα ερμηνεύσετε "τη ζωή σας", ενός άλλου ή η συμπεριφορά του, και δεν έχει σημασία η γνώμη σας πάνω σε μία υπόθεση, είναι μόνο μια άποψη ανάμεσα σε πολλές δυνατότητες. Είναι απλά ένα μάτσο σκέψεις. Αλλά η πραγματικότητα είναι ένα ενιαίο σύνολο μέσα στο οποίο τα πάντα είναι συνυφασμένα, όπου τίποτα δεν υπάρχει από μόνο του ή χωριστά. Η σκέψη κομματιάζει την πραγματικότητα, την κόβει σε τεμάχια εννοιολογικά.
Ο νους, αυτό το ισχυρό και χρήσιμο εργαλείο, θα γίνει περιοριστικός αν κυριεύσει τη ζωή σας, αν δεν βλέπετε ότι είναι μια σημαντική πτυχή της συνείδησης που είστε.
Οι περισσότεροι άνθρωποι μένουν φυλακισμένοι σ' όλη τους τη ζωή στα περιθώρια των σκέψεων τους. Ποτέ δεν πηγαίνουν πέρα από μια αίσθηση του εαυτού τους, που χτίστηκε από το μυαλό και εξαρτάται από το παρελθόν.
Όπως σε κάθε ανθρώπινο ον, η συνείδησή σας έχει μια πολύ βαθύτερη διάσταση από τη σκέψη. Είναι η ουσία σας. Μπορούμε να την ονομάσουμε παρουσία, προσοχή, άνευ όρων συνείδηση. Στις αρχαίες διδασκαλίες, είναι ο εσωτερικός Χριστός, ο Βούδας μέσα σας.
Το να ανακαλύψετε τη διάσταση αυτή σας ελευθερώνει, το ίδιο και τον κόσμο, από τον πόνο που προκαλείτε στον εαυτό σας, καθώς και στους άλλους, όταν το "μικρό εγώ" καθορίζει όλες τις αποσκευές σας και οδηγεί τη ζωή σας. Η αγάπη, η χαρά, η δημιουργική επέκταση και η διαρκή εσωτερική ειρήνη μπορούν να μπουν στη ζωή σας μόνο μέσα από αυτήν την άνευ όρων διάσταση της συνείδησης.
Εάν αναγνωρίζετε, ακόμη και κατά διαστήματα, πως οι σκέψεις που περνάνε από το μυαλό σας είναι μόνο σκέψεις, αν παρατηρείτε τις αντιδράσεις σας, όπως αυτά έρχονται, τότε αυτή η διάσταση αναδύεται ήδη μέσα σας: είναι η συνειδητότητα στην οποία συμβαίνουν οι σκέψεις και τα συναισθήματα, είναι το άχρονο εσωτερικό χώρο στο οποίο ξεδιπλώνεται το περιεχόμενο της ζωής σας.
Η ροή της σκέψης έχει τεράστια δύναμη η οποία μπορεί εύκολα να σας παρασύρει. Κάθε σκέψη δίνει στον εαυτό της τόσο μεγάλη σημασία! Θέλει να επιστήσω όλη την προσοχή σας.
Μια νέα πνευματική άσκηση για σας: Μην πάρετε τις σκέψεις σας πάρα πολύ σοβαρά.
Πόσο εύκολο είναι να μπούμε στην παγίδα των ίδιων μας των εννοιολογικών φυλακών!
Ο ανθρώπινος νους, στην επιθυμία του να γνωρίζει, να κατανοεί και να ελέγχει, παίρνει τις γνώμες και τις απόψεις του για την αλήθεια. Λέει ότι έτσι λειτουργεί. Θα πρέπει να υπερβαίνετε τη σκέψη σας για να διαπιστώσετε ότι δεν έχει σημασία το πώς θα ερμηνεύσετε "τη ζωή σας", ενός άλλου ή η συμπεριφορά του, και δεν έχει σημασία η γνώμη σας πάνω σε μία υπόθεση, είναι μόνο μια άποψη ανάμεσα σε πολλές δυνατότητες. Είναι απλά ένα μάτσο σκέψεις. Αλλά η πραγματικότητα είναι ένα ενιαίο σύνολο μέσα στο οποίο τα πάντα είναι συνυφασμένα, όπου τίποτα δεν υπάρχει από μόνο του ή χωριστά. Η σκέψη κομματιάζει την πραγματικότητα, την κόβει σε τεμάχια εννοιολογικά.
Ο νους, αυτό το ισχυρό και χρήσιμο εργαλείο, θα γίνει περιοριστικός αν κυριεύσει τη ζωή σας, αν δεν βλέπετε ότι είναι μια σημαντική πτυχή της συνείδησης που είστε.
Ίρβιν Γιάλομ: Η Ελευθερία
Ο Σωστός άνθρωπος πολεμάει το σκοτάδι και ζητάει το Ερεβοκτόνο φως, ενώ ο έρωτας συντηρείται από το μυστήριο και καταρρέει μόλις αρχίσεις να τον εξετάζεις σχολαστικά. Κι εγώ ο ίδιος τον λαχταράω.
Ένα άλλο δεδομένο της ύπαρξης, η ελευθερία, συνιστά ένα δίλημμα για μερικούς απ' αυτούς τους δέκα ασθενείς. Όταν η Μπέττυ, μια παχύσαρκη ασθενής, μου ανακοίνωσε ότι είχε πάθει μια βουλιμική κρίση ακριβώς πριν έρθει να με δει κι ότι σχεδίαζε να επιδοθεί σε άλλη μια αμέσως μόλις θά 'φευγε απ' το γραφείο μου, προσπαθούσε να παραιτηθεί απ' την ελευθερία της πείθοντάς με ν' αναλάβω εγώ τον έλεγχο της. Ολόκληρη η πορεία της θεραπείας μιας άλλης ασθενούς (της Θέλμα στον «Δήμιο του έρωτα») περιστράφηκε γύρω απ' το μοτίβο της πλήρους παράδοσης σ' έναν πρώην εραστή (και θεραπευτή) και αναλώθηκε στη δική μου αναζήτηση στρατηγικών, για να τη βοηθήσω να διεκδικήσει ξανά τη δύναμη και την ελευθερία της.
Η ελευθερία ως δεδομένο φαίνεται να είναι ακριβώς ο αντίποδας του θανάτου. Ενώ ο θάνατος μας τρομοκρατεί, θεωρούμε γενικά την ελευθερία ως κάτι αδιαφιλονίκητα θετικό. Η ιστορία του δυτικού πολιτισμού δε σημαδεύτηκε άλλωστε από σταθμούς που προήλθαν απ’ την επιθυμία για ελευθερία, και δεν καθορίστηκε εντέλει από την επιθυμία αυτή; Κι όμως, από υπαρξιακή άποψη η ελευθερία είναι σύμφυτη με το άγχος, γιατί, αντίθετα με την καθημερινή μας εμπειρία, δηλώνει ότι η είσοδος και η τελική μας έξοδος δε γίνονται σ’ έναν οργανωμένο κόσμο που κατευθύνεται από ένα αιώνιο γενικό σχέδιο. Ελευθερία σημαίνει ότι ο κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τις επιλογές, για τις πράξεις του και για την κατάσταση της ζωής του.
Παρόλο που η λέξη υπεύθυνος μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ποικίλους τρόπους, προτιμώ τον ορισμό του Σάρτρ: να είσαι υπεύθυνος σημαίνει «να είσαι δημιουργός κάποιου πράγματος». Σύμφωνα με τον ορισμό αυτόν ο καθένας μας είναι δημιουργός του σχεδίου της δικής του ζωής. Είμαστε ελεύθεροι να είμαστε οτιδήποτε εκτός από ανελεύθεροι: ο Σάρτρ θά ’λεγε πως είμαστε καταδικασμένοι στην ελευθερία. Κάποιοι φιλόσοφοι μάλιστα υποστηρίζουν ακόμα περισσότερα: ότι η αρχιτεκτονική του ανθρώπινου μυαλού καθιστά τον καθέναν από μας υπεύθυνο ακόμα και για τη δομή της εξωτερικής πραγματικότητας, για την ίδια τη μορφή του χώρου και του χρόνου. Εδώ ακριβώς, στην ιδέα της αυτοδημιουργίας, κατοικεί το άγχος: είμαστε πλάσματα που επιθυμούμε τη δομή, και μας τρομάζει η ιδέα μιας ελευθερίας που αφήνει να εννοηθεί πως δεν υπάρχει τίποτα πέρα από μας, πως δεν πατάμε πουθενά.
Όλοι οι ψυχοθεραπευτές γνωρίζουν ότι το κρίσιμο πρώτο βήμα στην ψυχοθεραπεία είναι η ανάληψη ευθύνης απ' τον θεραπευόμενο για την πορεία της ζωής του. Όσο ο άνθρωπος πιστεύει ότι τα προβλήματά του προέρχονται από κάποια δύναμη η από κάποιον παράγοντα έξω απ' αυτόν, δεν υπάρχει κινητήριος μοχλός για τη θεραπεία. Αν τελικά το πρόβλημα βρίσκεται κάπου έξω, τότε γιατί πρέπει κανείς ν' αλλάξει τον εαυτό του. Ο εξωτερικός κόσμος (φίλοι, επάγγελμα, σύζυγος) είναι αυτός που πρέπει ν' αλλάξει - ή ν' αντικατασταθεί. Έτσι ο Ντέηβ («Όχι με το μαλακό») που παραπονιόταν με πικρία ότι ήταν εγκλωβισμένος σ' έναν γάμο-φυλακή με δεσμοφύλακα μια αδιάκριτη, κτητική σύζυγο, δεν μπορούσε να προχωρήσει στη θεραπεία, ώσπου αναγνώρισε πως ο ίδιος ήταν υπεύθυνος για την κατασκευή αυτής της φυλακής.
Αφού οι ασθενείς έχουν την τάση ν' αντιστέκονται στην ανάληψη ευθύνης, για να μπορέσουν ν' αποκτήσουν επίγνωση του πώς οι ίδιοι δημιουργούν τα προβλήματα τους, χρειάζεται οι θεραπευτές ν' αναπτύξουν ορισμένες τεχνικές. Μια πολύ αποτελεσματική τεχνική, που τη χρησιμοποιώ σε πολλά απ' αυτά τα περιστατικά, είναι ο εστιασμός της προσοχής στο εδώ και τώρα. Καθώς οι θεραπευόμενοι έχουν την τάση ν' αναπαράγουν μέσα στο πλαίσιο της ψυχοθεραπείας, τα ίδια διαπροσωπικά προβλήματα που τους ταλαιπωρούν στη ζωή τους έξω απ' αυτήν, στρέφω την προσοχή τους στο τι συμβαίνει αυτήν τη στιγμή ανάμεσα σ' εκείνους και σε 'μένα και όχι τόσο στα γεγονότα της ζωής τους στο παρελθόν ή στο παρόν. Εξετάζοντας τις λεπτομέρειες της θεραπευτικής σχέσης (ή, στην ομαδική ψυχοθεραπεία, τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της ομάδας), μπορώ να επισημάνω επί τόπου πώς ο θεραπευόμενος επηρεάζει τις αντιδράσεις των άλλων απέναντί του. Έτσι, παρόλο που ο Ντέηβ μπορούσε ν' αντιστέκεται στην ανάληψη ευθύνης για τα συζυγικά του προβλήματα, δεν μπορούσε ν' αντισταθεί στα άμεσα δεδομένα που παρήγε ο ίδιος στην ομαδική θεραπεία: ότι δηλαδή, η μυστικοπαθής, περιπαικτική και πλάγια συμπεριφορά του, ωθούσε τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας ν' αντιδρούν απέναντι του όπως η γυναίκα του στο σπίτι.
Με τον ίδιο τρόπο η θεραπεία της Μπέττυ («Μια χοντρή κυρία») ήταν αναποτελεσματική, όσο εκείνη μπορούσε ν’ αποδίδει τη μοναξιά της στην επιφανειακή, τυχάρπαστη καλιφορνέζικη κουλτούρα. Μόνο όταν της έδειξα πως ο απρόσωπος, ντροπαλός, αποστασιοποιητικός τρόπος της αναπαρήγε στην ψυχοθεραπεία το ίδιο απρόσωπο περιβάλλον, μπόρεσε ν' αρχίσει να διερευνά την προσωπική της ευθύνη για την απομόνωσή της.
Ενώ η ανάληψη ευθύνης φέρνει τον ασθενή στον προθάλαμο της αλλαγής, δεν είναι συνώνυμη της αλλαγής. Η αλλαγή είναι πάντα το αληθινό ζητούμενο, όσο και να ερωτοτροπεί ο θεραπευτής με την επίγνωση, με την ανάληψη ευθύνης και με την αυτοπραγμάτωση.
Η ελευθερία δεν απαιτεί από μας μόνο να φέρουμε ευθύνη για τις επιλογές της ζωής μας, αλλά εμπεριέχει και την προϋπόθεση ότι, για να επιτευχθεί η αλλαγή, απαιτείται μια πράξη βούλησης. Αν και η βούληση ως όρος σπανίως χρησιμοποιείται ρητά από τους θεραπευτές, παρ' όλ' αυτά αφιερώνουμε πολλή προσπάθεια στο να επηρεάσουμε τη βούληση του ασθενούς μας.
Αποσαφηνίζουμε και ερμηνεύουμε ώρες ατελείωτες, υποθέτοντας ότι η κατανόηση θα επιφέρει οπωσδήποτε την αλλαγή (πράγμα που αποτελεί μια πράξη καθαρής πίστης, χωρίς ξεκάθαρα επιστημονικά ερείσματα). Όταν χρόνια ερμηνειών αποτύχουν να οδηγήσουν στην αλλαγή, τότε μπορεί ν’ αρχίσουμε να κάνουμε άμεσες εκκλήσεις στη βούληση: «Χρειάζεται και προσπάθεια. Πρέπει να δοκιμάσεις, ξέρεις. Υπάρχει ο καιρός της σκέψης και της ανάλυσης, αλλά υπάρχει κι ο καιρός της δράσης». Κι όταν αποτύχει και η άμεση προτροπή, ο ψυχοθεραπευτής καταλήγει, όπως μαρτυρούν κι αυτές οι ιστορίες, να χρησιμοποιήσει όλους τους γνωστούς τρόπους με τους οποίους ο άνθρωπος μπορεί να επηρεάσει τον συνάνθρωπό του. Έτσι κι εγώ μπορεί να συμβουλέψω, να διαφωνήσω, να επαναλάβω εκατό φορές, να καλοπιάσω, να παρακινήσω, να ικετέψω ή απλώς να κάνω υπομονή ελπίζοντας ότι κάποτε η νευρωτική άποψη του ασθενούς για τον κόσμο, έστω και μόνο από κόπωση, θα καταρρεύσει.
Μέσα απ’ τη βούληση, την κυριότερη πηγή δράσης, εξασκούμε την ελευθερία μας. Πιστεύω ότι η βούληση έχει δύο φάσεις: ο άνθρωπος εκκινεί απ’ την επιθυμία κι έπειτα εκπληρώνει με την απόφαση.
Κάποιοι άνθρωποι έχουν ανεσταλμένη την επιθυμία τους και δεν ξέρουν ούτε τι νιώθουν ούτε τι θέλουν. Χωρίς απόψεις, χωρίς ορμές, χωρίς κλίσεις, γίνονται παράσιτα των επιθυμιών των άλλων. Αυτού του είδους οι άνθρωποι είναι συνήθως κουραστικοί. Η Μπέττυ ήταν βαρετή ακριβώς γιατί ακινητοποιούσε τις επιθυμίες της, κι οι άλλοι κουράζονταν να της παρέχουν επιθυμία και φαντασία.
Άλλοι ασθενείς δεν μπορούν να πάρουν μια απόφαση. Παρόλο που ξέρουν πολύ καλά τι θέλουν και τι πρέπει να κάνουν, δεν μπορούν να δράσουν και βασανίζονται βηματίζοντας πάνω-κάτω μπροστά στο κατώφλι της απόφασης. Στα «Τρία κλειστά γράμματα» ο Σωλ ήξερε πως οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος θ’ άνοιγε αυτά τα γράμματα. Κι όμως, ο φόβος που του προκαλούσαν παρέλυε τη βούλησή του. Η Θέλμα («Ο δήμιος του έρωτα») ήξερε πως η ερωτική της εμμονή απομάκρυνε τη ζωή της απ’ την πραγματικότητα. Ήξερε ότι ζούσε τη ζωή της οχτώ χρόνια πριν - σύμφωνα με τα δικά της λόγια. Κι ότι για να την ξαναβρεί στο σήμερα θά ’πρεπε να εγκαταλείψει τη λατρεία της για τον συγκεκριμένο άντρα. Αλλά αυτό δεν μπορούσε ή δεν αποφάσιζε να το κάνει, κι αντιστεκόταν με λύσσα σ’ όλες μου τις προσπάθειες να ενεργοποιήσω τη βούληση της.
Οι αποφάσεις είναι δύσκολες για πολλούς λόγους. Κάποιοι απ’ αυτούς έχουν τις ρίζες τους βαθιά μέσα στην αφετηρία της ζωής. Ο Τζων Γκάρντνερ, στο μυθιστόρημά του Γκρέντελ, αφηγείται την ιστορία ενός σοφού που συνοψίζει τη φιλοσοφία του για τα μυστήρια της ζωής σε δυο απλά αλλά τρομερά αξιώματα: «Τα πράγματα ξεθωριάζουν. Οι επιλογές αποκλείουν». Για το πρώτο αξίωμα, τον θάνατο, έχω ήδη μιλήσει. Το δεύτερο, «0ι επιλογές αποκλείουν», είναι ένα σημαντικό κλειδί για να καταλάβουμε γιατί είναι δύσκολη η απόφαση. Η απόφαση πάντα εμπεριέχει την παραίτηση από κάτι: για κάθε ναι πρέπει να πεις ένα όχι, καθώς η κάθε απόφαση παραμερίζει, ή σκοτώνει τις άλλες επιλογές (η λατινική ρίζα της αγγλικής λέξης decide σημαίνει «σκοτώνω», όπως στο homicide ή suicide). Έτσι η Θέλμα έμενε προσκολλημένη στην απειροελάχιστη πιθανότητα ότι ίσως να ξαναζούσε άλλη μια φορά τη σχέση της με τον εραστή της, καθώς η παραίτηση απ’ αυτή την πιθανότητα σήμαινε συρρίκνωση και θάνατο.
Αντόν Τσέχοφ: Αλογίσιο όνομα
![]()
Ο απόστρατος υποστράτηγος Μπουλντέγιεφ κόντευε να τρελαθεί από τον πονόδοντο. Και τι δεν είχε κάνει. Ξέπλυνε το στόμα του με βότκα, έβαλε στο πονεμένο δόντι στάχτη από την πίπα του, έβαλε όπιο, νέφτι, πετρέλαιο, πασάλειψε το μάγουλο με σπίρτο, μα όλα αυτά τα γιατροσόφια δεν τον ανακούφισαν διόλου. Μερικά μάλιστα του ανακάτεψαν τα σωθικά.
Ήρθε και ο γιατρός, έσκαψε το δόντι με το εργαλείο του και πρόσταζε κινίνο για να καταλαγιάσει ο πόνος. Μα δε βαριέσαι! Του είπαν να το βγάλει, μα ο στρατηγός αρνήθηκε κατηγορηματικά.
Όλοι στο σπίτι, γυναίκα, παιδιά, υπηρέτες, ακόμα και ο μικρός ο παραμάγειρας πρότειναν ο καθένας το γιατρικό του. Ήρθε και ο επιστάτης, ο Ιβάν, και συμβούλεψε το στρατηγό να ξορκίσει το δόντι.
- Στην επαρχία μας, εξοχότατε, ζούσε ένας φορατζής, πάνε τώρα καμιά δεκαριά χρόνια, που ξόρκιζε τα δόντια με το πρώτο. Γύριζε κατά το παράθυρο, ψιθύριζε τα ξόρκια του, έφτυνε κι αυτό ήταν όλο! Είχε τη δύναμη να...
Και που μένει τώρα;
- Από τότε που πήρε τη σύνταξη του ζει στο Σαράτωφ με την πεθερά του. Άλλη δουλειά δεν κάνει τώρα, βγάζει το ψωμάκι του γιατρεύοντας δόντια. Έσωσε κόσμο και κοσμάκη. Τους αρρώστους που μένουν στο Σαράτωφ τους γιατρεύει στο σπίτι του, τους άλλους που ζούνε σε μακρινά χωριά με τον τηλέγραφο. Να του στείλετε ένα τηλεγράφημα, εξοχότατε και να του λέτε το και το, «δυστυχώς Αλέξης έχει πονόδοντο θερμοπαρακαλεί δώσετε γιατρικό». Και τα λεφτά τα στέλνετε με ταχυδρομική επιταγή.
- Σαχλαμάρες! Τσαρλατανιές!
Γιατί να μην δοκιμάσουμε, εξοχότατε. Το τσούζει, δε λέω, έχει χωρίσει με τη γυναίκα του και ζεί με μια Γερμανίδα, έχει βρωμόστομα μα τι τα θέλετε, κάνει θαύματα!
- Τηλεγράφησε, Αλέξη μου, παρακάλεσε και η στρατηγίνα. Εσύ δεν πιστεύεις στα ξόρκια, μα εγώ έχω δοκιμάσει και ξέρω. Και να μην πιστεύεις, Αλέξη μου, γιατί να μην του γράφεις; Δε θα σου κοπούν τα χέρια.
Καλά υποχώρησε ο Μπουλντέγιεφ. Όχι στο φορατζή σου μα και στο διάβολο ακόμα γράφω με τέτοιους πόνους. Ώχ! Δεν αντέχω πιά! Ώχ! Που μένει μωρέ ο φορατζής σου; Πως τον λένε;
Ο στρατηγός κάθισε στο τραπέζι και άρπαξε την πένα.
Και οι πέτρες ακόμα τον ξέρουν στο Σαράτωφ, αυτό μονάχα εξοχότατε!...κύριον Γιάκομπ.
Παρακάτω;
- Γιάκομπ... Γιάκομπ...πως το λένε το επίθετό του; Χάι! Χάι! Το ξέχασα!...Γιάκομπ... Θέε μου! Μα πως τον λένε... Όλη την ώρα τον είχα στο νου μου... Μια στιγμή...
Κάρφωσε το βλέμμα στο ταβάνι και άρχισε να μουρμουρίζει. Ο στρατηγός και η στρατηγίνα περίμεναν με ανυπομονησία.
- Αντε λοιπόν! Κουνήσου!
- Να! Να! Μου’ρχετε στο μυαλό! Γιάκομπ ... Γιάκομπ... Το ξέχασα!... Κι έχει ένα όνομα πολύ απλό... κάτι που σου θυμίζει άλογο... Φοραδάκης; Όχι, δεν είναι Φοραδάκης. Σταθείτε... μήπως είναι Πουλαράκης; Όχι, όχι ούτε Πουλαράκης είναι. Το θυμάμαι καλά, είναι μια λέξη που σου θυμίζει άλογο, μα τι ακριβώς... μου ξεφεύγει...
- Αλογάκης;
- Όχι, δεν είναι αυτό. Σταθείτε... Αλογόπουλος... Φοραδούλης... Λαθουρής... Μα αυτό είναι όνομα κότας, δεν είναι αλογίσιο. Βαρβατάκης;
Όχι, δεν είναι Βαρβατάκης... Αλογάρης... Αλογατάκης... Τσίνιας... Τίποτα απ' αυτά!
Αντε λοιπόν! Πώς να του γράψω; Στίψε το μυαλό σου!
- Τώρα! ... Τώρα!... Αλόγας... Αλογοπούλης... Σούστας...
Αραμπαδάκης; Ρώτησε η στρατηγίνα.
- Οχι, όχι. Καπίστρης... Οχι, ούτε αυτό! Πάει, το ξέχασα.
- Έ, τότε τι μου'ρθες εδώ μωρέ που να σε πάρει ο διάολος, να σε πάρει αφού το ξέχασες; Ξέσπασε φουρκισμένος ο στρατηγός. Χάσου από μπροστά μου!
Ο Ιβάν βγήκε σαν βρεγμένη γάτα. Ο στρατηγός αποκαμωμένος από τις σουβλιές ακούμπησε την παλάμη στο μάγουλο του και άρχισε να βηματίζει πέρα δώθε σαν τρελός στην κάμαρα.
- Ωχ! Άγιοι Πάντες! μοιρολογούσε. Ωχ! Θεούλη μου. Πάει χάθηκα!
Ο επιστάτης βγήκε στον κήπο στάθηκε σε μια γωνιά και με το βλέμμα καρφωμένο στο παράθυρο του αφεντικού βασάνιζε το μυαλό του να ανακαλύψει το όνομα του φορατζή.
- Καβαλάρης... Καβάλας... Καβαλαρίας... Οχι! Δεν είναι!... Αλογάκος... Αλογάρης... Φοραδίτσας...
Σε λίγο τον ξαναφώναξαν στο σπίτι.
- Το βρήκες; τον ρώτησε ο στρατηγός.
- Οχι εξοχότατε.
- Μήπως είναι Ψάρης; Καπούλιας;... Όχι;
Και όλοι στο σπίτι άρχισαν να ξεφουρνίζουν αλογίσια ονόματα. Ξεσκόνισαν την ιστορία των αλόγων σε όλους τους αιώνες, τα έψαξαν όλα, έφτιαξαν ονόματα από τη χαίτη, τα πέταλα, τα χαλινάρια... Στο σπίτι, στον κήπο, στην κουζίνα, παντού, όλοι περπατούσαν πέρα δώθε και έξυναν με απορία το μέτωπό τους αναζητώντας αλογ ίσια ονόματα.
Κάθε τόσο φώναζαν τον επιστάτη.
- Σταυλής; τον ρωτούσαν. Πεταλάς; Σαμαράκης;
- Οχι, απαντούσε ο Ιβάν. Σήκωνε τα μάτια ψηλά και εξακολουθούσε φωναχτά το βιολί του; Αλογόπουλος... Αλογονούρης... Πουλίκος... Φοραδούλης...
Μπαμπά! φώναξαν τα παιδιά από την κάμαρά τους. Αμαξάκης! Χάμουρας!
Όλο το υποστατικό βρισκόταν στο πόδι. Ανυπόμονος ο στρατηγός, δαιμονισμένος από τους πόνους έριξε πέντε ρούβλια σε κείνον που θα σφύριζε στον επιστάτη το αλογίσιο όνομα. Και έτσι ολόκληρη η κουστωδία παρακολουθούσε το πηγαινέλα του Ιβάν.
- Ντορής; τον ρωτούσαν. Ραβανής; Πάχνης;
Νύχτωσε πια και το αλογίσιο όνομα δεν είχε ακόμα βρεθεί. Πήγαν λοιπόν να πλαγιάσουν χωρίς να στείλουν το τηλεγράφημα.
Ο στρατηγός δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Βημάτιζε όλη νύχτα στην κάμαρά του μουγκρίζοντας.... Στις τρεις το πρωί βγήκε στην αυλή και χτύπησε το παράθυρο του επιστάτη.
Μήπως είναι Μουνούχος; τον ρώτησε έτοιμος να ξεσπάσει σε κλάματα.
- Όχι Εξοχότατε, δεν είναι Μουνούχος, απάντησε ο Ιβάν και αναστέναξε σαν ένοχος.
- Μπορεί να μην είναι αλογίσιο, μπορεί να είναι κάτι άλλο.
- Όχι, Εξοχότατε, είναι αλογίσιο, θυμάμαι καλά...
Μα τι θυμητικό έχεις μωρέ. Αυτό το όνομα κατάντησε για μένα το ακριβότερο πράμα στον κόσμο. Δεν αντέχω πιά!
Πρωί πρωί έστειλε για το γιατρό.
- Να το βγάλει! Να το βγάλει! Δεν υποφέρεται πια!
Ήρθε ο γιατρός και έβγαλε το πονεμένο δόντι. Ό πόνος έπαψε με το πρώτο και ο στρατηγός ησύχασε. Αφού τέλειωσε τη δουλειά του ο γιατρός και πληρώθηκε με το παραπάνω για τον κόπο του πήδησε στο αμάξι και ξεκίνησε. Περνώντας την αυλόπορτα βλέπει τον Ιβάν. Ό επιστάτης ορθός καταμεσής του δρόμου παρατηρούσε απορροφημένος τα πόδια του και κάτι συλλογιζόταν. Από τις ρυτίδες που αυλάκωναν το μέτωπο του και από την έκφραση των ματιών καταλάβαινες πως αυτός ο άνθρωπος βασανιζόταν να ξεδιαλύνει κάτι πολύ σπουδαίο...
- Καράς ... Σέλας... μουρμούριζε. Λαμαριάς ... Αλογίδης.
- Ιβάν! Ακούστηκε η φωνή του γιατρού. Ήθελα να αγοράσω καμιά διακοσαριά οκάδες κριθάρι. Τι λες θα μου δώσεις; Δε θέλω να πάρω από τους χωριάτες γιατί δεν είναι της προκοπής.
Ο Ιβάν κοίταξε σαν χαζός το γιατρό, χαμογέλασε παράξενο και χωρίς να απαντήσει χτύπησε παλαμάκια και χίμηξε κατά το σπίτι ακράτητος σαν να τον κυνηγούσε λυσσασμένο σκυλί.
- Το βρήκα εξοχότατε! Ξεφώνισε χαρούμενος μπαίνοντας σαν σίφουνας στο γραφείο του στρατηγού. Το βρήκα, ο θεός να δίνει χρόνια στο γιατρό! Κριθαρόπουλος! Κριθαρόπουλος λέγεται ο φορατζής! Κριθαρόπουλες, εξοχότατε! Τηλεγραφήστε στον Κριθαρόπουλο!
- Ουστ! Απάντησε ο στρατηγός και του 'στείλε δυο μούντζες. Δεν έχω πια ανάγκη το αλογίσιο σου όνομα. Ουστ!
Αντόν Τσέχωφ, Συλλογή: Διηγήματα
Θεόφραστος: Περί της μυθικής Ατλαντίδος
Σας μεταφέρω ένα απόσπασμα του Αιμιλιανού ο οποίος διέσωσε μία άγνωστη αναφορά στην μυθική Ατλαντίδα του Θεόφραστου * (σύγχρονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου). Πρόκειται περί ενός διαλόγου μεταξύ του Μίδα ( του Φρυγός) και του Σειληνού.
Διατήρησα το ύφος του κειμένου όπως το διάβασα στο βιβλίο: «Αι εκπληκτικαί αποκαλύψεις επί της αρχαίας Ελλάδος», του Αντωνίου Χαλά. Η περιγραφή έχει ως εξής:
«Ο Θεόπομπος διηγείται μία συνομιλία του Μίδου του Φρυγός και του Σειληνού. Ο Σειληνός είναι τέκνο νύμφης, Θεού μεν αφανέστατος κατά την φύσιν ανθρώπου κρείτων, αφού ήτο και αθάνατος. Πολλά μεν άλλα μεταξύ αλλήλων διεξήχθησαν, αλλά τα ακόλουθα ήσαν τα σπουδαιότερα εξ όσων έλεγε ο Σειληνό, εν τη ανωτέρα του σοφία προς τον Μίδα:
Έλεγε λοιπόν πως η Ευρώπη, η Ασία, και η Αφρική είναι νήσοι εν παραβολή προς την Ήπειρον, την υπάρξασαν εις αρχαιότατους καιρούς, πέραν του γνωστού κόσμου. Τόσο απέραντον ήτο το μέγεθος αυτής. Η ήπειρος αυτή ήτο η τελευταία, η οποία έτρεφεν επ΄ αυτής ζώα γιγάντια, οι δε επ’ αυτής ζώντες άνθρωποι ήσαν διπλάσιοι κατά το μέγεθος των ανθρώπων της εποχής καθ’ ην η διήγησης έλαβε χώρα.
Ο δε χρόνος της ζωής των δεν ήτο όσον ζώμεν ημείς αλλά διπλάσιος. Και πολλά μεν ήσαν αι επ’ αυτής πόλεις και διάφοροι οι βίοι των ιδωτών, οι δε νόμοι των ήσαν αντίθετοι των ιδικών μας. Αι δε πόλεις των ήσαν πλουσιώτατοι, μία δε εκ των πόλεων εκείνων είχε πληθυσμόν ανώτερου του ενός εκατομμυρίου. Ο χρυσός και ο άργιλος ευρίσκοντο παρ’ αυτό εις μεγάλη ποσότητα.
Στην συνέχεια ο Αιλιανός διηγήται πως υπήρχε διαρκής πόλεμος κυρίως μεταξύ δύο πόλεων, εκ των οποίων η μία ονομάζετο Μάχιμος, η δε ετέρα Ευσεβής. Οι μεν λοιπόν Ευσεβείς διήγον εν ειρήνη και βαθύν πλούτον, έλάμβανον δε τους καρπούς εκ της γης άνευ αρότρων και βιών, διότι εις αυτούς άσπαρτα και ανήτροτα τα πάντα εφύοντο. Διετελούσι δε καθ’ όλον τον βίον υγιείς και άνοσο, πέθνησκον δε γελώντες και τερπόμενοι εξαιτερικώς.
Τόσον δε αναμφισβήτως ήσαν δίκαιοι, ώστε και οι Θεοί δεν ησθάνοντο την ανάγκη να επιφοιτώσι παρ’ αυτοίς. Οι δε κάτοικοι της Μαχίμου πόλεως και μαχιμώτατοι ήσαν και ένοπλοι, διαρκώς πολεμούντες και υποδουλούντες τους όμορους. Τοιουτοτρόπως η πόλις αυτή άρχει πάμπολλων εθνών. Αποθνήσκουσι δε σπανιότατα υπό νόσου, διότι οι πλείστοι υποκύπτουν κατά τους πολέμους. Τοιαύτη δε ήτο η παρ’ αυτοίς αφθονία του χρυσού και του αργύρου, ώστε είχον μικρότεραν παρ’ αυτοίς αξίαν , ή όσο έχει παρ’ ημίν ο σίδηρος.
Επιχείρησαν δε κάποτε να διαβώσιν ούτοι εις τα ιδικά μας χώρας, και διαπλεύσαντες τον Ωκεανόν με απειράριθμα στρατεύματα, έφθασαν δε μέχρι των Υπεβορείων. Αντιληφθέντες όμως την αθλιότητα, εις την οποία ζώμεν, καταφρόνησαν να προχωρήσουν περαιτέρω. …»
---------------------------
* Ο Θεόφραστος (372 π.Χ. – περ. 287/5 π.Χ.) ήταν φιλόσοφος της αρχαιότητας. Θεωρείται συνεχιστής του έργου του Αριστοτέλη τον οποίο και διαδέχτηκε στη διεύθυνση της Περιπατητικής σχολής.
Τις περισσότερες πληροφορίες για βίο του Θεοφράστου αντλούμε από τον Διογένη, συγγραφέα των βίων των φιλοσόφων. Ο Θεόφραστος γεννήθηκε το 372 π.Χ. στηνΕρεσό της Λέσβου. Ο πατέρας του ήταν ο πλούσιος έμπορος Μέλαντας (το όνομα φαίνεται και στη βάση της προτομής στην εικόνα δεξιά) και το πραγματικό του όνομα ήταν Τύρταμος. Αρχικά έλαβε τα πρώτα του μαθήματα κοντά στον Λεύκιππο ενώ αργότερα εγκατέλειψε την πόλη της Ερεσού και μετέβη στην Αθήνα όπου άρχισε να ασχολείται με τη φιλοσοφία ως μαθητής του Πλάτωνα.
Μετά το θάνατο του δασκάλου του, το 347 π.Χ., ακολούθησε τον Αριστοτέλη, ο οποίος διακρίνοντας τη φιλομάθεια και την ευφυΐα του, τον επονόμασε αρχικά Εύφραστο και αργότερα Θεόφραστο. Η εκτίμηση που έτρεφε ο Αριστοτέλης στον Θεόφραστο αποδεικνύεται και από το γεγονός πως όταν το 323 π.Χ. ο Αριστοτέλης κατηγορήθηκε για ασέβεια και αναγκάστηκε να καταφύγει στη Χαλκίδα, δώρισε στον Θεόφραστο τη βιβλιοθήκη του και του εμπιστεύτηκε τη διεύθυνση της περιπατητικής σχολής.
Ο Θεόφραστος παρέμεινε στην διεύθυνση της σχολής επί 25 χρόνια και σε αυτό το διάστημα δίδαξε αλλά και άφησε πολλά γραπτά. Την περίοδο αυτή, λέγεται ακόμα πως οι μαθητές της σχολής ξεπέρασαν τις δύο χιλιάδες ενώ μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν ο Μένανδρος, οι βασιλείς της Μακεδονίας Φίλιππος και Κάσσανδρος καθώς και ο βασιλιάς της Αιγύπτου Πτολεμαίος Α’. Ο Θεόφραστος δεν ασχολήθηκε ποτέ ενεργά με την πολιτική, αλλά αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην Επιστήμη και τη Φιλοσοφία. Πέθανε περίπου το 287 π.Χ. και μέχρι το τέλος της ζωής του δίδασκε και εργαζόταν.
Το έργο του Θεόφραστου ήταν ιδιαίτερα πλούσιο, καθώς εκτιμάται πως έγραψε συνολικά περίπου 240 έργα τα οποία πραγματεύονται ένα πλήθος θεμάτων γύρω από την Ηθική, τη Λογική, τη ρητορική, την ιστορία των επιστημών ή τη μεταφυσική και κυρίως τη Βοτανική και τη Ζωολογία.
Σήμερα σώζονται κυρίως αποσπάσματα του έργου του αλλά και ορισμένα πλήρη κείμενα που είναι οι Περί Φυτών Ιστορίας (9 βιβλία), τα Περί Φυτών Αιτιών (6 βιβλία) καθώς και το πιο γνωστό του έργο, οι Χαρακτήρες. Τα δύο πρώτα έργα αποτελούν μάλλον τα πρώτα συγγράμματα στον τομέα της Βοτανικής, την εποχή της αρχαιότητας και μέχρι τον Μεσαίωνα. Μια σημαντική παρακαταθήκη του στην βοτανική, είναι ότι έχει «βαφτιστεί» σήμερα προς τιμήν του ο ενδημικός φοίνικας της νότιας Ελλάδας, ως Φοίνικας του Θεοφράστου (phoenix theophrastii), καθώς εκείνος ήταν που αναφέρθηκε πρώτος και έντονα για την ύπαρξη αυτού του φυτού στον ελλαδικό χώρο, μέσα στο έργο του.
Διατήρησα το ύφος του κειμένου όπως το διάβασα στο βιβλίο: «Αι εκπληκτικαί αποκαλύψεις επί της αρχαίας Ελλάδος», του Αντωνίου Χαλά. Η περιγραφή έχει ως εξής:
«Ο Θεόπομπος διηγείται μία συνομιλία του Μίδου του Φρυγός και του Σειληνού. Ο Σειληνός είναι τέκνο νύμφης, Θεού μεν αφανέστατος κατά την φύσιν ανθρώπου κρείτων, αφού ήτο και αθάνατος. Πολλά μεν άλλα μεταξύ αλλήλων διεξήχθησαν, αλλά τα ακόλουθα ήσαν τα σπουδαιότερα εξ όσων έλεγε ο Σειληνό, εν τη ανωτέρα του σοφία προς τον Μίδα:
Έλεγε λοιπόν πως η Ευρώπη, η Ασία, και η Αφρική είναι νήσοι εν παραβολή προς την Ήπειρον, την υπάρξασαν εις αρχαιότατους καιρούς, πέραν του γνωστού κόσμου. Τόσο απέραντον ήτο το μέγεθος αυτής. Η ήπειρος αυτή ήτο η τελευταία, η οποία έτρεφεν επ΄ αυτής ζώα γιγάντια, οι δε επ’ αυτής ζώντες άνθρωποι ήσαν διπλάσιοι κατά το μέγεθος των ανθρώπων της εποχής καθ’ ην η διήγησης έλαβε χώρα.
Ο δε χρόνος της ζωής των δεν ήτο όσον ζώμεν ημείς αλλά διπλάσιος. Και πολλά μεν ήσαν αι επ’ αυτής πόλεις και διάφοροι οι βίοι των ιδωτών, οι δε νόμοι των ήσαν αντίθετοι των ιδικών μας. Αι δε πόλεις των ήσαν πλουσιώτατοι, μία δε εκ των πόλεων εκείνων είχε πληθυσμόν ανώτερου του ενός εκατομμυρίου. Ο χρυσός και ο άργιλος ευρίσκοντο παρ’ αυτό εις μεγάλη ποσότητα.
Στην συνέχεια ο Αιλιανός διηγήται πως υπήρχε διαρκής πόλεμος κυρίως μεταξύ δύο πόλεων, εκ των οποίων η μία ονομάζετο Μάχιμος, η δε ετέρα Ευσεβής. Οι μεν λοιπόν Ευσεβείς διήγον εν ειρήνη και βαθύν πλούτον, έλάμβανον δε τους καρπούς εκ της γης άνευ αρότρων και βιών, διότι εις αυτούς άσπαρτα και ανήτροτα τα πάντα εφύοντο. Διετελούσι δε καθ’ όλον τον βίον υγιείς και άνοσο, πέθνησκον δε γελώντες και τερπόμενοι εξαιτερικώς.
Τόσον δε αναμφισβήτως ήσαν δίκαιοι, ώστε και οι Θεοί δεν ησθάνοντο την ανάγκη να επιφοιτώσι παρ’ αυτοίς. Οι δε κάτοικοι της Μαχίμου πόλεως και μαχιμώτατοι ήσαν και ένοπλοι, διαρκώς πολεμούντες και υποδουλούντες τους όμορους. Τοιουτοτρόπως η πόλις αυτή άρχει πάμπολλων εθνών. Αποθνήσκουσι δε σπανιότατα υπό νόσου, διότι οι πλείστοι υποκύπτουν κατά τους πολέμους. Τοιαύτη δε ήτο η παρ’ αυτοίς αφθονία του χρυσού και του αργύρου, ώστε είχον μικρότεραν παρ’ αυτοίς αξίαν , ή όσο έχει παρ’ ημίν ο σίδηρος.
Επιχείρησαν δε κάποτε να διαβώσιν ούτοι εις τα ιδικά μας χώρας, και διαπλεύσαντες τον Ωκεανόν με απειράριθμα στρατεύματα, έφθασαν δε μέχρι των Υπεβορείων. Αντιληφθέντες όμως την αθλιότητα, εις την οποία ζώμεν, καταφρόνησαν να προχωρήσουν περαιτέρω. …»
---------------------------
* Ο Θεόφραστος (372 π.Χ. – περ. 287/5 π.Χ.) ήταν φιλόσοφος της αρχαιότητας. Θεωρείται συνεχιστής του έργου του Αριστοτέλη τον οποίο και διαδέχτηκε στη διεύθυνση της Περιπατητικής σχολής.
Τις περισσότερες πληροφορίες για βίο του Θεοφράστου αντλούμε από τον Διογένη, συγγραφέα των βίων των φιλοσόφων. Ο Θεόφραστος γεννήθηκε το 372 π.Χ. στηνΕρεσό της Λέσβου. Ο πατέρας του ήταν ο πλούσιος έμπορος Μέλαντας (το όνομα φαίνεται και στη βάση της προτομής στην εικόνα δεξιά) και το πραγματικό του όνομα ήταν Τύρταμος. Αρχικά έλαβε τα πρώτα του μαθήματα κοντά στον Λεύκιππο ενώ αργότερα εγκατέλειψε την πόλη της Ερεσού και μετέβη στην Αθήνα όπου άρχισε να ασχολείται με τη φιλοσοφία ως μαθητής του Πλάτωνα.
Μετά το θάνατο του δασκάλου του, το 347 π.Χ., ακολούθησε τον Αριστοτέλη, ο οποίος διακρίνοντας τη φιλομάθεια και την ευφυΐα του, τον επονόμασε αρχικά Εύφραστο και αργότερα Θεόφραστο. Η εκτίμηση που έτρεφε ο Αριστοτέλης στον Θεόφραστο αποδεικνύεται και από το γεγονός πως όταν το 323 π.Χ. ο Αριστοτέλης κατηγορήθηκε για ασέβεια και αναγκάστηκε να καταφύγει στη Χαλκίδα, δώρισε στον Θεόφραστο τη βιβλιοθήκη του και του εμπιστεύτηκε τη διεύθυνση της περιπατητικής σχολής.
Ο Θεόφραστος παρέμεινε στην διεύθυνση της σχολής επί 25 χρόνια και σε αυτό το διάστημα δίδαξε αλλά και άφησε πολλά γραπτά. Την περίοδο αυτή, λέγεται ακόμα πως οι μαθητές της σχολής ξεπέρασαν τις δύο χιλιάδες ενώ μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν ο Μένανδρος, οι βασιλείς της Μακεδονίας Φίλιππος και Κάσσανδρος καθώς και ο βασιλιάς της Αιγύπτου Πτολεμαίος Α’. Ο Θεόφραστος δεν ασχολήθηκε ποτέ ενεργά με την πολιτική, αλλά αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην Επιστήμη και τη Φιλοσοφία. Πέθανε περίπου το 287 π.Χ. και μέχρι το τέλος της ζωής του δίδασκε και εργαζόταν.
Το έργο του Θεόφραστου ήταν ιδιαίτερα πλούσιο, καθώς εκτιμάται πως έγραψε συνολικά περίπου 240 έργα τα οποία πραγματεύονται ένα πλήθος θεμάτων γύρω από την Ηθική, τη Λογική, τη ρητορική, την ιστορία των επιστημών ή τη μεταφυσική και κυρίως τη Βοτανική και τη Ζωολογία.
Σήμερα σώζονται κυρίως αποσπάσματα του έργου του αλλά και ορισμένα πλήρη κείμενα που είναι οι Περί Φυτών Ιστορίας (9 βιβλία), τα Περί Φυτών Αιτιών (6 βιβλία) καθώς και το πιο γνωστό του έργο, οι Χαρακτήρες. Τα δύο πρώτα έργα αποτελούν μάλλον τα πρώτα συγγράμματα στον τομέα της Βοτανικής, την εποχή της αρχαιότητας και μέχρι τον Μεσαίωνα. Μια σημαντική παρακαταθήκη του στην βοτανική, είναι ότι έχει «βαφτιστεί» σήμερα προς τιμήν του ο ενδημικός φοίνικας της νότιας Ελλάδας, ως Φοίνικας του Θεοφράστου (phoenix theophrastii), καθώς εκείνος ήταν που αναφέρθηκε πρώτος και έντονα για την ύπαρξη αυτού του φυτού στον ελλαδικό χώρο, μέσα στο έργο του.
Ο Λατρεύων το φως του Παντός
Στην σκιά ενός αρχαίου πλατάνου, εκεί όπου ο χρόνος σιωπά και η γη αναπνέει αργά, ζούσε ένας άνθρωπος σπάνιος. Δεν είχε τίτλους ούτε πλούτη. Κι όμως, το φως του προσώπου του και η γαλήνη των λόγων του τραβούσαν ανθρώπους από μακρινούς τόπους, σαν οι ψυχές να τον θυμόντουσαν από παλιά.
Δίδασκε χωρίς έδρα, χωρίς βιβλία, χωρίς θόρυβο. Όλη η φύση ήταν το ιερό του, και οι λέξεις του σπόροι που φύτρωναν μέσα στους ανθρώπους.
«Μάθε να ζεις», έλεγε, «με ρυθμό και παύση, όπως αναπνέει το σύμπαν. Η Φύση δεν βιάζεται και τίποτε δεν της λείπει. Εισέπνευσε βαθιά, κράτησε, κι εκπνέοντας θυμήσου: αυτή η πνοή που αφήνεις, είναι η πνοή που θα αναπνεύσει το δέντρο. Κι όταν το δέντρο εκπνεύσει, θα αναπνεύσεις εσύ. Όλα είναι ένα.»
Δεν πίστευε σε ναούς από πέτρα, αλλά σε ναούς από φως, από σώμα και γη. Ο ίδιος ξυπνούσε με τον Ήλιο και στεκόταν με πρόσωπο και παλάμες στραμμένες προς τον ουρανό, ψιθυρίζοντας:
☀️ «Ήλιε νοητέ, Ήλιε πνευματικέ, Ήλιε ζωογόνε, αφύπνισέ με, φώτισέ με, αναζωογόνησέ με»
Ήταν λιτός, σχεδόν ασκητικός. Έτρωγε απλά, μιλούσε απλά, ζούσε βαθιά. Πίστευε πως το σώμα είναι ιερός ναός, και ότι η ψυχή το κατοικεί όπως ο άνεμος κατοικεί στα φύλλα. «Γυμνάστε το σώμα σας», έλεγε, «όχι για να το επιδείξετε, αλλά για να το εξυγιάνετε. Γυμνάστε τον νου σας με φιλοσοφία. Η σκέψη είναι άσκηση, όχι επίδειξη.»
Μιλούσε για τρεις ειδών ανθρώπους: εκείνους που βλέπουν, εκείνους που βλέπουν όταν τους δείχνουν, και εκείνους που δεν βλέπουν. «Αν θέλεις να δεις», συμβούλευε, «κλείσε τα μάτια σου. Υπάρχει ένας άλλος τρόπος θέασης, εσωτερικός, που δεν εξαρτάται από τα φαινόμενα αλλά από την ενόραση.»
Η αυτογνωσία για εκείνον ήταν το πρώτο και ύστατο βήμα. Να φυλάς το Θείο μέσα σου καθαρό και αλώβητο. Να μην ενεργείς στα τυφλά. Να μην προσποιείσαι. Να μην εξαρτάσαι από το πώς σε βλέπουν οι άλλοι. Η ψυχή σου δεν χρειάζεται καθρέφτες· χρειάζεται καθαρότητα.
«Για να αντικρίσει η ψυχή σου το Ωραίο», έλεγε, «πρέπει πρώτα να γίνει ωραία η ίδια.»
Οραματιζόταν έναν άνθρωπο ενάρετο, ελεύθερο, απλό, φίλο της σιωπής, φίλο της δικαιοσύνης. «Το δόγμα δηλητηριάζει την ψυχή», προειδοποιούσε. «Η Αλήθεια δεν είναι λάβαρο· είναι δρόμος. Μην εμπιστεύεσαι εκείνον που λέει “βρήκα την Αλήθεια”, αλλά τον ταπεινό που ακόμα την ψάχνει.»
Τη νύχτα δίδασκε πρίν αφεθείς στην αγκαλιά του Μορφέα να κάνεις έναν μικρό απολογισμό:
«Τι έκανα που δεν έπρεπε; Τι έκανα που έπρεπε; Τι έπρεπε να κάνω και δεν το έκανα;»
Ζητούσε από τους ανθρώπους να ζουν με νόημα. Να αναζητούν γνώση, κάλλος, αρμονία. Να μην κάνουν ποτέ σε άλλους αυτό που δεν θα ήθελαν για τον εαυτό τους. Να υπηρετούν την ελευθερία, να ερωτεύονται το φως, να τιμούν τους προγόνους και να αφήνουν στον κόσμο κάτι περισσότερο από ό,τι πήραν.
Κάποτε, όταν ένας ισχυρός και πλούσιος ξένος ήρθε με την πρόθεση να του χαρίσει όλα του τα πλούτη, μόνο και μόνο για να του αποκαλύψει πού βρίσκονται οι Θεοί, εκείνος αποκρίθηκε ήρεμα:
«Αλήθεια, ξένε... Πού δεν βρίσκονται οι Θεοί; Δεν χρειάζεται να ψάχνουμε τους Θεούς, αλλά να αποφεύγουμε ό,τι μας κάνει να μην μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε την πανταχού παρουσία τους. Ο Λατρεύων το Παν, λατρεύει και το επιμέρους. Αγάπησε τη φύση. Παρατήρησε τον κύκλο της ζωής και του ουρανού. Το Θείο ενυπάρχει στη φύση, αλλά και μέσα σου. Το Θείο ενυπάρχει με γήινο τρόπο μέσα μας, και το μέσα μας ενυπάρχει με κοσμικό τρόπο στο Σύμπαν. Θείο και Κοσμικό ταυτίζονται.»
Έπειτα, σιώπησε. Και σαν η σιωπή του να άνοιξε έναν άλλο ορίζοντα, πρόσθεσε:
«Ξέρεις... Οι διδασκαλίες, οι θεωρίες, οι ιδεολογίες, προσφέρουν πολλά στην αγωγή του ανθρώπου. Μα όχι το ουσιώδες. Διότι το ουσιώδες δεν διδάσκεται. Η μόνη τους αξία είναι να αποκαλύπτουν το ουσιώδες εκεί που ήδη υπάρχει, κρυμμένο. Αν αυτό δεν φωλιάζει από μόνο του στο βάθος του ανθρώπου, καμιά διδασκαλία δεν μπορεί να το εμφυτεύσει...»
Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε πέρα, σαν να έβλεπε πίσω από τον κόσμο, πίσω από τις λέξεις.
«Το βλέπω παντού», είπε σχεδόν θλιμμένα, «ψυχές ευγενικές, όχι κενόδοξες· πνεύματα ευπαθή, όχι αργά· υπάρξεις μεριμνητικές, όχι αμέριμνες. Σπεύδουν σε διαλέξεις, σε ομιλίες, ψάχνουν σε βιβλία και εφημερίδες να βρουν τον λόγο τον πηγαίο, τον ξεδιψαστικό. Μα στο τέλος αποκάμνουν. Η παραπλάνηση είναι κατακλυσμική. Είναι οι ναυαγισμένοι μέσα στον παφλασμό της θνητής φλυαρίας.»
Έπειτα σώπασε πάλι. Και η σιωπή του αυτή δεν ήταν άδεια. Ήταν πλήρης. Ήταν το Ουσιώδες που δεν διδάσκεται.
Δίδασκε χωρίς έδρα, χωρίς βιβλία, χωρίς θόρυβο. Όλη η φύση ήταν το ιερό του, και οι λέξεις του σπόροι που φύτρωναν μέσα στους ανθρώπους.
«Μάθε να ζεις», έλεγε, «με ρυθμό και παύση, όπως αναπνέει το σύμπαν. Η Φύση δεν βιάζεται και τίποτε δεν της λείπει. Εισέπνευσε βαθιά, κράτησε, κι εκπνέοντας θυμήσου: αυτή η πνοή που αφήνεις, είναι η πνοή που θα αναπνεύσει το δέντρο. Κι όταν το δέντρο εκπνεύσει, θα αναπνεύσεις εσύ. Όλα είναι ένα.»
Δεν πίστευε σε ναούς από πέτρα, αλλά σε ναούς από φως, από σώμα και γη. Ο ίδιος ξυπνούσε με τον Ήλιο και στεκόταν με πρόσωπο και παλάμες στραμμένες προς τον ουρανό, ψιθυρίζοντας:
☀️ «Ήλιε νοητέ, Ήλιε πνευματικέ, Ήλιε ζωογόνε, αφύπνισέ με, φώτισέ με, αναζωογόνησέ με»
Ήταν λιτός, σχεδόν ασκητικός. Έτρωγε απλά, μιλούσε απλά, ζούσε βαθιά. Πίστευε πως το σώμα είναι ιερός ναός, και ότι η ψυχή το κατοικεί όπως ο άνεμος κατοικεί στα φύλλα. «Γυμνάστε το σώμα σας», έλεγε, «όχι για να το επιδείξετε, αλλά για να το εξυγιάνετε. Γυμνάστε τον νου σας με φιλοσοφία. Η σκέψη είναι άσκηση, όχι επίδειξη.»
Μιλούσε για τρεις ειδών ανθρώπους: εκείνους που βλέπουν, εκείνους που βλέπουν όταν τους δείχνουν, και εκείνους που δεν βλέπουν. «Αν θέλεις να δεις», συμβούλευε, «κλείσε τα μάτια σου. Υπάρχει ένας άλλος τρόπος θέασης, εσωτερικός, που δεν εξαρτάται από τα φαινόμενα αλλά από την ενόραση.»
Η αυτογνωσία για εκείνον ήταν το πρώτο και ύστατο βήμα. Να φυλάς το Θείο μέσα σου καθαρό και αλώβητο. Να μην ενεργείς στα τυφλά. Να μην προσποιείσαι. Να μην εξαρτάσαι από το πώς σε βλέπουν οι άλλοι. Η ψυχή σου δεν χρειάζεται καθρέφτες· χρειάζεται καθαρότητα.
«Για να αντικρίσει η ψυχή σου το Ωραίο», έλεγε, «πρέπει πρώτα να γίνει ωραία η ίδια.»
Οραματιζόταν έναν άνθρωπο ενάρετο, ελεύθερο, απλό, φίλο της σιωπής, φίλο της δικαιοσύνης. «Το δόγμα δηλητηριάζει την ψυχή», προειδοποιούσε. «Η Αλήθεια δεν είναι λάβαρο· είναι δρόμος. Μην εμπιστεύεσαι εκείνον που λέει “βρήκα την Αλήθεια”, αλλά τον ταπεινό που ακόμα την ψάχνει.»
Τη νύχτα δίδασκε πρίν αφεθείς στην αγκαλιά του Μορφέα να κάνεις έναν μικρό απολογισμό:
«Τι έκανα που δεν έπρεπε; Τι έκανα που έπρεπε; Τι έπρεπε να κάνω και δεν το έκανα;»
Ζητούσε από τους ανθρώπους να ζουν με νόημα. Να αναζητούν γνώση, κάλλος, αρμονία. Να μην κάνουν ποτέ σε άλλους αυτό που δεν θα ήθελαν για τον εαυτό τους. Να υπηρετούν την ελευθερία, να ερωτεύονται το φως, να τιμούν τους προγόνους και να αφήνουν στον κόσμο κάτι περισσότερο από ό,τι πήραν.
Κάποτε, όταν ένας ισχυρός και πλούσιος ξένος ήρθε με την πρόθεση να του χαρίσει όλα του τα πλούτη, μόνο και μόνο για να του αποκαλύψει πού βρίσκονται οι Θεοί, εκείνος αποκρίθηκε ήρεμα:
«Αλήθεια, ξένε... Πού δεν βρίσκονται οι Θεοί; Δεν χρειάζεται να ψάχνουμε τους Θεούς, αλλά να αποφεύγουμε ό,τι μας κάνει να μην μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε την πανταχού παρουσία τους. Ο Λατρεύων το Παν, λατρεύει και το επιμέρους. Αγάπησε τη φύση. Παρατήρησε τον κύκλο της ζωής και του ουρανού. Το Θείο ενυπάρχει στη φύση, αλλά και μέσα σου. Το Θείο ενυπάρχει με γήινο τρόπο μέσα μας, και το μέσα μας ενυπάρχει με κοσμικό τρόπο στο Σύμπαν. Θείο και Κοσμικό ταυτίζονται.»
Έπειτα, σιώπησε. Και σαν η σιωπή του να άνοιξε έναν άλλο ορίζοντα, πρόσθεσε:
«Ξέρεις... Οι διδασκαλίες, οι θεωρίες, οι ιδεολογίες, προσφέρουν πολλά στην αγωγή του ανθρώπου. Μα όχι το ουσιώδες. Διότι το ουσιώδες δεν διδάσκεται. Η μόνη τους αξία είναι να αποκαλύπτουν το ουσιώδες εκεί που ήδη υπάρχει, κρυμμένο. Αν αυτό δεν φωλιάζει από μόνο του στο βάθος του ανθρώπου, καμιά διδασκαλία δεν μπορεί να το εμφυτεύσει...»
Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε πέρα, σαν να έβλεπε πίσω από τον κόσμο, πίσω από τις λέξεις.
«Το βλέπω παντού», είπε σχεδόν θλιμμένα, «ψυχές ευγενικές, όχι κενόδοξες· πνεύματα ευπαθή, όχι αργά· υπάρξεις μεριμνητικές, όχι αμέριμνες. Σπεύδουν σε διαλέξεις, σε ομιλίες, ψάχνουν σε βιβλία και εφημερίδες να βρουν τον λόγο τον πηγαίο, τον ξεδιψαστικό. Μα στο τέλος αποκάμνουν. Η παραπλάνηση είναι κατακλυσμική. Είναι οι ναυαγισμένοι μέσα στον παφλασμό της θνητής φλυαρίας.»
Έπειτα σώπασε πάλι. Και η σιωπή του αυτή δεν ήταν άδεια. Ήταν πλήρης. Ήταν το Ουσιώδες που δεν διδάσκεται.
Ο Σωκράτης και η βρώμικη χλαμύδα
Βρισκόμαστε στην Αγορά των αρχαίων Αθηνών, στην καρδιά της δημόσιας ζωής της κλασικής πόλης-κράτους, στο βορειοδυτικό άκρο της Ακρόπολης. Εκεί όπου υπήρχαν οι κύριοι χώροι της πόλης και σημαντικά μνημεία· ένα εμπορικό, διοικητικό, θρησκευτικό και – προπαντός – πνευματικό κέντρο. Η Αγορά ήταν ο χώρος όπου κάθε πολίτης μπορούσε να ρωτήσει, να ακούσει, να αντιπαρατεθεί. Οι φιλοσοφικές συνομιλίες δεν περιορίζονταν σε κλειστές αίθουσες· ξεκινούσαν μπροστά σε βωμούς, ανάμεσα σε πάγκους, στη σκιά των κιόνων.
Σε αυτόν τον χώρο, ο Σωκράτης περπατούσε συζητώντας με νέους και γέροντες· έκανε τη φιλοσοφία προσιτή σε όλους, ανεξαρτήτως πλούτου ή καταγωγής. Περιδιαβαίνοντας σήμερα ανάμεσα στα ερείπια της Στοάς του Αττάλου, του Θόλου και των ιερών βωμών, μπορούμε να φανταστούμε τη ζωντάνια εκείνων των διαλόγων: πολίτες που αμφισβητούν, αναζητούν, αμφιταλαντεύονται, και φιλόσοφοι που, με επιχειρήματα και ερωτήσεις, δίδασκαν την τέχνη του εσωτερικού ελέγχου και της ψυχικής ελευθερίας.
Στη συνέχεια θα διαβάσετε ένα δοκίμιο που επινόησα, παραποιώντας μια αντίστοιχη Σουφική ιστορία.
Βρισκόμαστε νοητά, λοιπόν, στην αρχαία Αγορά, ένα ηλιόλουστο πρωινό, όπου η πρωινή δροσιά λαμπυρίζει στους πάγκους των πωλητών και στα φύλλα των δέντρων. Οι χρυσαφένιες ακτίνες, τα ηλιακά βέλη του Απόλλωνος, στοχεύουν την πλακόστρωτη Αγορά των Αθηνών. Οι περαστικοί γεμίζουν τις στοές, τους βωμούς και τα ιερά.
Κάτω από τη Στοά του Ευμένους, ανάμεσα σε βωμούς με άνθη και αγγεία γεμάτα λάδι, συγκεντρώθηκε πλήθος κόσμου γύρω από τον Σωκράτη· κάποιοι για ν’ ακούσουν τη σοφία του, άλλοι από απλή περιέργεια. Ξαφνικά, ένας γνωστός αριστοκράτης νέος φώναξε προς τον φιλόσοφο:
— Σωκράτη, είσαι ένας απατεώνας, παλιάνθρωπος, αγύρτης των δρόμων, φλύαρος, πότης και ελεεινός φιλόσοφος! Ξεγελάς τον κόσμο με παραμύθια και ψέματα!
Οι παριστάμενοι ξαφνιάστηκαν και κοίταξαν με απορία και εκνευρισμό τον ασεβή νέο, γνωστό στην Αγορά για την έπαρση και την αλαζονεία του. Ο Σωκράτης, αντίθετα, σήκωσε τα χέρια του κάνοντας νόημα στους παριστάμενους να μη μιλήσουν και να μην αντιδράσουν άσχημα. Το βλέμμα του, ατάραχο και γαλήνιο, δεν έδειχνε ούτε οργή ούτε θλίψη· ήταν απλώς παρόν, σχηματίζοντας ένα αμυδρό μειδίαμα στα χείλη. Κοίταξε τον νεαρό στα μάτια, μέχρι που εκείνος γύρισε την πλάτη στην ομήγυρη και έφυγε χειρονομώντας και παραμιλώντας.
Ένας από τους ακόλουθους του Σωκράτη τον ρώτησε με απορία:
— Σωκράτη, πώς αντέχεις αυτές τις προσβολές; Δεν νιώθεις πίκρα, θυμό, ντροπή;
Ο Σωκράτης τού είπε να περιμένει λίγο, και όταν οι περισσότεροι έφυγαν, του ζήτησε να τον ακολουθήσει. Μέσα από στενά σοκάκια, τον οδήγησε σε μια παλιά αποθήκη πίσω από παλαιούς ελαιώνες — έναν χώρο ξεχασμένο, γεμάτο ξύλα και σκόνη. Άνοιξε ένα μπαούλο και έβγαλε από μέσα μια παλιά χλαμύδα: τσαλακωμένη, βρώμικη και κουρελιασμένη.
— Φόρεσέ την, είπε ήρεμα ο φιλόσοφος στον μαθητή του. Δες αν σου ταιριάζει.
Ο μαθητής κοίταξε την παλιά και βρώμικη χλαμύδα, την έπιασε διστακτικά και με εμφανή απέχθεια:
— Δεν επιθυμώ να σε προσβάλω, δάσκαλε, αλλά πώς να ντυθώ μ’ αυτό το κουρέλι;
Τότε ο Σωκράτης χαμογέλασε με νόημα και του απάντησε:
— Όπως εσύ δεν αποδέχτηκες την παλιά και βρώμικη χλαμύδα, έτσι κι εμένα δεν με άγγιξαν τα άσχημα λόγια του γνωστού μας επικριτή. Όταν κάποιος σου προσφέρει ένα δώρο και εσύ το αρνηθείς, σε ποιον ανήκει το απορριφθέν δώρο;
Με την άρνηση να ταράξεις την ψυχή σου με ψεύτικες κατηγορίες, αρνητικές σκέψεις και αντιδράσεις — θυμό, περιφρόνηση, προσβολές — η ψυχή παραμένει αμόλυντη και ακμαία. Μόνο έτσι η φιλοσοφία παύει να είναι απλός στοχασμός· γίνεται τρόπος ζωής.
Η ευεργεσία της φιλοσοφίας στην ψυχή αφορά τον αυτοέλεγχο. Μαθαίνει κανείς να υπόκειται στη λογική και όχι στα πάθη· να μην αιχμαλωτίζεται από ορμές και θυμούς. Καλλιεργώντας την εσωτερική ελευθερία, δεν δεσμεύεσαι από τις περιστάσεις ή τα σχόλια των άλλων.
Σε αυτόν τον χώρο, ο Σωκράτης περπατούσε συζητώντας με νέους και γέροντες· έκανε τη φιλοσοφία προσιτή σε όλους, ανεξαρτήτως πλούτου ή καταγωγής. Περιδιαβαίνοντας σήμερα ανάμεσα στα ερείπια της Στοάς του Αττάλου, του Θόλου και των ιερών βωμών, μπορούμε να φανταστούμε τη ζωντάνια εκείνων των διαλόγων: πολίτες που αμφισβητούν, αναζητούν, αμφιταλαντεύονται, και φιλόσοφοι που, με επιχειρήματα και ερωτήσεις, δίδασκαν την τέχνη του εσωτερικού ελέγχου και της ψυχικής ελευθερίας.
Στη συνέχεια θα διαβάσετε ένα δοκίμιο που επινόησα, παραποιώντας μια αντίστοιχη Σουφική ιστορία.
Βρισκόμαστε νοητά, λοιπόν, στην αρχαία Αγορά, ένα ηλιόλουστο πρωινό, όπου η πρωινή δροσιά λαμπυρίζει στους πάγκους των πωλητών και στα φύλλα των δέντρων. Οι χρυσαφένιες ακτίνες, τα ηλιακά βέλη του Απόλλωνος, στοχεύουν την πλακόστρωτη Αγορά των Αθηνών. Οι περαστικοί γεμίζουν τις στοές, τους βωμούς και τα ιερά.
Κάτω από τη Στοά του Ευμένους, ανάμεσα σε βωμούς με άνθη και αγγεία γεμάτα λάδι, συγκεντρώθηκε πλήθος κόσμου γύρω από τον Σωκράτη· κάποιοι για ν’ ακούσουν τη σοφία του, άλλοι από απλή περιέργεια. Ξαφνικά, ένας γνωστός αριστοκράτης νέος φώναξε προς τον φιλόσοφο:
— Σωκράτη, είσαι ένας απατεώνας, παλιάνθρωπος, αγύρτης των δρόμων, φλύαρος, πότης και ελεεινός φιλόσοφος! Ξεγελάς τον κόσμο με παραμύθια και ψέματα!
Οι παριστάμενοι ξαφνιάστηκαν και κοίταξαν με απορία και εκνευρισμό τον ασεβή νέο, γνωστό στην Αγορά για την έπαρση και την αλαζονεία του. Ο Σωκράτης, αντίθετα, σήκωσε τα χέρια του κάνοντας νόημα στους παριστάμενους να μη μιλήσουν και να μην αντιδράσουν άσχημα. Το βλέμμα του, ατάραχο και γαλήνιο, δεν έδειχνε ούτε οργή ούτε θλίψη· ήταν απλώς παρόν, σχηματίζοντας ένα αμυδρό μειδίαμα στα χείλη. Κοίταξε τον νεαρό στα μάτια, μέχρι που εκείνος γύρισε την πλάτη στην ομήγυρη και έφυγε χειρονομώντας και παραμιλώντας.
Ένας από τους ακόλουθους του Σωκράτη τον ρώτησε με απορία:
— Σωκράτη, πώς αντέχεις αυτές τις προσβολές; Δεν νιώθεις πίκρα, θυμό, ντροπή;
Ο Σωκράτης τού είπε να περιμένει λίγο, και όταν οι περισσότεροι έφυγαν, του ζήτησε να τον ακολουθήσει. Μέσα από στενά σοκάκια, τον οδήγησε σε μια παλιά αποθήκη πίσω από παλαιούς ελαιώνες — έναν χώρο ξεχασμένο, γεμάτο ξύλα και σκόνη. Άνοιξε ένα μπαούλο και έβγαλε από μέσα μια παλιά χλαμύδα: τσαλακωμένη, βρώμικη και κουρελιασμένη.
— Φόρεσέ την, είπε ήρεμα ο φιλόσοφος στον μαθητή του. Δες αν σου ταιριάζει.
Ο μαθητής κοίταξε την παλιά και βρώμικη χλαμύδα, την έπιασε διστακτικά και με εμφανή απέχθεια:
— Δεν επιθυμώ να σε προσβάλω, δάσκαλε, αλλά πώς να ντυθώ μ’ αυτό το κουρέλι;
Τότε ο Σωκράτης χαμογέλασε με νόημα και του απάντησε:
— Όπως εσύ δεν αποδέχτηκες την παλιά και βρώμικη χλαμύδα, έτσι κι εμένα δεν με άγγιξαν τα άσχημα λόγια του γνωστού μας επικριτή. Όταν κάποιος σου προσφέρει ένα δώρο και εσύ το αρνηθείς, σε ποιον ανήκει το απορριφθέν δώρο;
Με την άρνηση να ταράξεις την ψυχή σου με ψεύτικες κατηγορίες, αρνητικές σκέψεις και αντιδράσεις — θυμό, περιφρόνηση, προσβολές — η ψυχή παραμένει αμόλυντη και ακμαία. Μόνο έτσι η φιλοσοφία παύει να είναι απλός στοχασμός· γίνεται τρόπος ζωής.
Η ευεργεσία της φιλοσοφίας στην ψυχή αφορά τον αυτοέλεγχο. Μαθαίνει κανείς να υπόκειται στη λογική και όχι στα πάθη· να μην αιχμαλωτίζεται από ορμές και θυμούς. Καλλιεργώντας την εσωτερική ελευθερία, δεν δεσμεύεσαι από τις περιστάσεις ή τα σχόλια των άλλων.
Εγγραφή σε:
Σχόλια
(
Atom
)










