Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Κύκλωψ (241-284)

ΚΥ. ἄληθες; οὔκουν κοπίδας ὡς τάχιστ᾽ ἰὼν
θήξεις μαχαίρας καὶ μέγαν φάκελον ξύλων
ἐπιθεὶς ἀνάψεις; ὡς σφαγέντες αὐτίκα
πλήσουσι νηδὺν τὴν ἐμὴν ἀπ᾽ ἄνθρακος
245 θερμὴν διδόντες δαῖτα τῶι κρεανόμωι,
τὰ δ᾽ ἐκ λέβητος ἑφθὰ καὶ τετηκότα.
ὡς ἔκπλεώς γε δαιτός εἰμ᾽ ὀρεσκόου·
ἅλις λεόντων ἐστί μοι θοινωμένωι
ἐλάφων τε, χρόνιος δ᾽ εἴμ᾽ ἀπ᾽ ἀνθρώπων βορᾶς.
250 ΣΙ. τὰ καινά γ᾽ ἐκ τῶν ἠθάδων, ὦ δέσποτα,
ἡδίον᾽ ἐστίν. οὐ γὰρ οὖν νεωστί γε
ἄλλοι πρὸς ἄντρα σοὐσαφίκοντο ξένοι.
ΟΔ. Κύκλωψ, ἄκουσον ἐν μέρει καὶ τῶν ξένων.
ἡμεῖς βορᾶς χρήιζοντες ἐμπολὴν λαβεῖν
255 σῶν ἆσσον ἄντρων ἤλθομεν νεὼς ἄπο.
τοὺς δ᾽ ἄρνας ἡμῖν οὖτος ἀντ᾽ οἴνου σκύφου
ἀπημπόλα τε κἀδίδου πιεῖν λαβὼν
ἑκὼν ἑκοῦσι, κοὐδὲν ἦν τούτων βίαι.
ἀλλ᾽ οὗτος ὑγιὲς οὐδὲν ὧν φησιν λέγει,
260 ἐπεὶ κατελήφθη σοῦ λάθραι πωλῶν τὰ σά.
ΣΙ. ἐγώ; κακῶς γ᾽ ἄρ᾽ ἐξόλοι᾽. ΟΔ. εἰ ψεύδομαι.
ΣΙ. μὰ τὸν Ποσειδῶ τὸν τεκόντα σ᾽, ὦ Κύκλωψ,
μὰ τὸν μέγαν Τρίτωνα καὶ τὸν Νηρέα,
μὰ τὴν Καλυψὼ τάς τε Νηρέως κόρας,
265 μὰ θαἰερὰ κύματ᾽ ἰχθύων τε πᾶν γένος,
ἀπώμοσ᾽, ὦ κάλλιστον ὦ Κυκλώπιον,
ὦ δεσποτίσκε, μὴ τὰ σ᾽ ἐξοδᾶν ἐγὼ
ξένοισι χρήματ᾽. ἢ κακῶς οὗτοι κακοὶ
οἱ παῖδες ἀπόλοινθ᾽, οὓς μάλιστ᾽ ἐγὼ φιλῶ.
270 ΧΟ. αὐτὸς ἔχ᾽. ἔγωγε τοῖς ξένοις τὰ χρήματα
περνάντα σ᾽ εἶδον· εἰ δ᾽ ἐγὼ ψευδῆ λέγω,
ἀπόλοιθ᾽ ὁ πατήρ μου· τοὺς ξένους δὲ μὴ ἀδίκει.
ΚΥ. ψεύδεσθ᾽· ἔγωγε τῶιδε τοῦ Ῥαδαμάνθυος
μᾶλλον πέποιθα καὶ δικαιότερον λέγω.
275 θέλω δ᾽ ἐρέσθαι· πόθεν ἐπλεύσατ᾽, ὦ ξένοι;
ποδαποί; τίς ὑμᾶς ἐξεπαίδευσεν πόλις;
ΟΔ. Ἰθακήσιοι μὲν τὸ γένος, Ἰλίου δ᾽ ἄπο,
πέρσαντες ἄστυ, πνεύμασιν θαλασσίοις
σὴν γαῖαν ἐξωσθέντες ἥκομεν, Κύκλωψ.
280 ΚΥ. ἦ τῆς κακίστης οἳ μετήλθεθ᾽ ἁρπαγὰς
Ἑλένης Σκαμάνδρου γείτον᾽ Ἰλίου πόλιν;
ΟΔ. οὗτοι, πόνον τὸν δεινὸν ἐξηντληκότες.
ΚΥ. αἰσχρὸν στράτευμά γ᾽, οἵτινες μιᾶς χάριν
γυναικὸς ἐξεπλεύσατ᾽ ἐς γαῖαν Φρυγῶν.

***
ΚΥΚ. Μπα; Σοβαρά; Τσακίσου να τροχίσεις τους μπαλτάδες
και να σωριάσεις φρύγανα, φωτίτσα για ν᾽ ανάψω.
Φέρε δεμάτι μπόλικο. Τώρα θα τους λιανίσω,
να μου γεμίσουν την κοιλιά, άλλοι απ᾽ τη χόβολη ζεστοί
245 κι άλλοι στη χύτρα τη βαθιά μαγειρεμένοι, μαλακοί.
Μπούχτισα πια, βαρέθηκα, όλο αγρίμια για φαΐ,
όλο ελάφια, όλο λιοντάρια· πάει τόσος καιρός
που δεν εγεύτηκα σταλιά κρέας ανθρωπινό.
250 ΣΙΛ. Σαν άλλαξες από φαΐ που το᾽ χεις μαθημένο
και το καινούργιο το δοκίμασες, είναι μεγάλη γλύκα.
—Έχει χρόνια να πατήσει στη σπηλιά σου μουσαφίρης.
ΟΔΥ. Κύκλωψ, είναι η σειρά μας να μιλήσουμε κι εμείς.
Εμείς είχαμε ανάγκη ν᾽ αγοράσουμε φαΐ,
255 κι έτσι απ᾽ το πλοίο ήρθαμε δω πέρα στη σπηλιά σου.
Κι αυτός εδώ (δείχνει τον Σιληνό) τ᾽ αρνάκια σου, για μια κούπα κρασί,
τα πούλαγε, μας τα ᾽δινε, σαν γεύτηκε το πιόμα
—κι όχι με βία, αντίθετα: μ᾽ όλη τη θέλησή του
και τη δική μας φυσικά.
Ν᾽ αφήσει, λέω γω, καλύτερα τούτος εδώ τα σάπια:
260 αφού στα πράσα τον ετσάκωσες να ξεπουλά το βιός σου.
ΣΙΛ. Εμένα, ρε; Που να σε φάει το φίδι! ΟΔΥ. Ψέμ᾽ αν λέω…
ΣΙΛ. Κύκλωπα, στ᾽ όνομα του Ποσειδώνα του γονιού σου,
στ᾽ όνομα του Νηρέα, στ᾽ όνομα του Τρίτωνα του αφέντη,
μά τις Νεράιδες, Κύκλωπα, και μά την Καλυψώ,
265 μά τ᾽ αγιασμένα κύματα κι όλα μαζί τα ψάρια,
σ᾽ ορκίζομαι, κουκλάκι μου, γλυκό μου Κυκλωπάκι,
καλέ μου αφεντάκη μου, δεν πούλησα εγώ
το πράμα σου στους ξένους. Κι αν ψέμα λέω τώρα,
να θάψω τα παιδάκια μου τα πολυαγαπημένα.
270 ΧΟΡ. Ρέεε, κάνε κράτει! Βρε συ, εγώ δεν σ᾽ είδα να πουλάς
τα πράματα; Κι αν ψέματα σου λέω, να τον θάψω
τον τσίφτη τον πατέρα μου. Σεβάσου όμως τους ξένους.
ΚΥΚ. Ψεύτες! Εγώ σας λέω, αυτόν εδώ (δείχνει τον Σιληνό) κι απ᾽ Αρεοπαγίτη
τον κρίνω δικαιότερον, και του ᾽χω εμπιστοσύνη.
275Έχω όμως μιαν ερώτηση: ξένοι, από πού μας ήρθατε;
Πούθε βαστά η σκούφια σας; Ποιά πόλη σάς μεγάλωσε;
ΟΔΥ. Απ᾽ την Ιθάκη καταγόμαστε· μακριά απ᾽ την Τροία, ωστόσο,
σαν την πατήσαμε, μας πήρανε τα κύματα κι οι ανέμοι,
και μας ερίξανε στον τόπο αυτόν, που ᾽ναι δικός σου, Κύκλωψ.
280 ΚΥΚ. Εσείς είστε λοιπόν που τη ρημάξατε την Τροία,
του Σκάμανδρου γειτόνισσα, εκδίκηση να πάρτε
για την Ελένη που έκλεψαν την τρισκαταραμένη;
ΟΔΥ. Εμείς την ετραβήξαμε την άγρια αυτή φουρτούνα.
ΚΥΚ. Ήταν ντροπή και όνειδος, τον πόλεμο της Τροίας
να κάμετε οι Έλληνες για χάρη μιας γυναίκας!

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Τα μυστικά της γραφής

3.4 Οι αλήθειες της αρχαιολογικής και της ιστορικής έρευνας

3.4.1 Ο τόπος που γεννήθηκε η γραφή

Η γραφή πρωτοεμφανίζεται γύρω στο 4000 με 3000 π.Χ. στη Μεσοποταμία (το σημερινό Ιράκ), στην περιοχή ακριβώς όπου διαδραματίζονται οι μύθοι που συζητήσαμε λίγο πριν. Στη Μεσοποταμία λοιπόν δημιουργείται για πρώτη φορά ένα σύστημα από σημεία, που επιχειρεί να καταγράψει τον λόγο, να δώσει στα «φτερωτά λόγια» μονιμότητα, διάρκεια πέρα από τη στιγμή που λέγεται κάτι.

Πριν το τέλος της 4ης χιλιετίας (γύρω στο 3200) π.Χ. θα εμφανιστεί η γραφή στην Αίγυπτο. Η ανάγκη που τη γέννησε ήταν, και εδώ, κοινωνική: η ενοποίηση της Αιγύπτου κάτω από έναν φαραώ (βασιλιά) και οι ανάγκες της διοίκησης. Επιπλέον, υπήρχαν και ειδικότερες ανάγκες που γεννιούνταν από μια ιδιαιτερότητα της Αιγύπτου - τις πλημμύρες του Νείλου. Οι ετήσιες αυτές πλημμύρες υποχρέωναν τους Αιγύπτιους να ξαναπροσδιορίζουν κάθε χρονιά τα όρια και τις εκτάσεις των χωραφιών που χάνονταν κάτω από το νερό. Η γραφή ήταν ένα απαραίτητο εργαλείο για μια τέτοια περίπλοκη δραστηριότητα. Κατά την αιγυπτιακή μυθολογία εφευρέτης της γραφής ήταν ο Θωθ, ο θεός της σοφίας.

Στην Κίνα η γραφή θα εμφανιστεί γύρω στα 1500 π.Χ. Οι πρώτες επιγραφές είναι γραμμένες πάνω σε κόκαλο ή σε κέλυφος χελώνας και περιέχουν ερωτήματα προς τους θεούς που αφορούν τον αυτοκράτορα και την καλή διοίκηση του κράτους. Κατά την κινέζικη μυθολογία εφευρέτης της γραφής ήταν ο ήρωας Τσανγκ-Κι. Αυτός ο ήρωας παριστάνεται με τέσσερα μάτια. Με αυτό τον μυθικό τρόπο καταγράφεται η διεύρυνση της πληροφορίας που κερδήθηκε μέσα από το νέο εργαλείο, τη γραφή.

Η εμφάνιση της γραφής στην Αμερική χρονολογείται γύρω στα 1500 π.Χ. και συνδέεται με τους Ολμέκους. Τα πρώτα κείμενα που βρίσκουμε είναι ημερολόγια που ορίζουν τις γεωργικές εργασίες, τις γιορτές και τις άλλες διοικητικές δραστηριότητες.

Αλλά γιατί η γραφή πρωτοεμφανίζεται στη Μεσοποταμία; Επειδή εκεί αναπτύσσονται για πρώτη φορά οι πόλεις και ο πολιτισμός, δηλαδή μόνιμες, πολυάνθρωπες εγκαταστάσεις με τη μορφή κράτους, που χαρακτηρίζονται κοινωνικά από ιεραρχία, συγκέντρωση πλούτου, εμπορικές διασυνδέσεις, και γι' αυτό χρειάζεται (το έχουμε ήδη πει) ένα εργαλείο καταγραφής της πληροφορίας. Έτσι γεννιέται η γραφή. Υπάρχει όμως ακόμη ένα ερώτημα: γιατί η περιοχή όπου αναπτύσσονται για πρώτη φορά οι πόλεις και ο πολιτισμός είναι η Μεσοποταμία; Επειδή στην περιοχή αυτή της Ανατολής αναπτύχθηκε ο γεωργικός τρόπος παραγωγής.

Την ζωή την ορίζουν οι παρουσίες και την στοιχειώνουν οι απουσίες

Μεγάλωσα φίλε...
Μεγάλωσα και δεν με θυμώνει πια η προδοσία.
Συνήθισε η πλάτη μου τις μαχαιριές και μου παίρνει μόνο μια στιγμή να βγάλω το μαχαίρι και να καθαρίσω την πληγή.
Έμαθα με τα χρόνια πως ότι και να κάνω, το σημάδι θα μείνει και κάθε που θα σηκώνει αέρα θα με πονά.

Μεγάλωσα
Μεγάλωσα και δεν με θυμώνουν πια οι περαστικοί από τη ζωή μου.
Τους φιλεύω τα καλύτερα γλυκά μου, τους δίνω νερό να ξεδιψάσουν, και μετά ανοίγω την πόρτα για να μπορούν να φύγουν ανενόχλητοι.
Έμαθα με τα χρόνια πως ότι και να κάνω, ο άπληστος, δεν θα αλλάξει.

Μεγάλωσα
Κι έμαθα πως οι άνθρωποι δεν σου συγχωρούν το να μπορείς να τους βοηθήσεις.
Δεν σου συγχωρούν το να μην τους έχεις ανάγκη, να μην τους ζητήσεις τίποτα.
Δεν σου συγχωρούν το να στέκεσαι απέναντί τους και να τους κοιτάς στα μάτια.
Δεν σου συγχωρούν το να έχεις πέσει ξανά και ξανά και ξανά και κάθε φορά να ξανασηκώνεσαι και να στέκεσαι όρθιος μπροστά τους.
Δεν σου συγχωρούν την γενναιοδωρία, οι τσιγκούνικες ψυχές.

Μεγάλωσα 
Κι έμαθα πως την οικογένεια, δεν την ορίζουν οι δεσμοί αίματος.
Οικογένεια είναι οι άνθρωποι που επιλέγεις να μείνουν όταν η πόρτα σου κλείσει.
Όταν βρεθείς στο πάτωμα.
Είναι εκείνοι που δεν θα σε βάλουν σε κανένα κουτάκι και θα σε αποδεχτούν χωρίς όρους κι όρια.

Μεγάλωσα 
Κι έμαθα πως την ζωή την ορίζουν οι παρουσίες και την στοιχειώνουν οι απουσίες.

Μεγάλωσα 
Και το ταξίδι μου το θέλω μόνο με εκείνους που σιγοτραγουδάμε στον ίδιο ρυθμό κι ας είμαστε φάλτσοι..
Με εκείνους που τα πρωινά της Κυριακής, μας βρίσκουν στη θάλασσα..
Με εκείνους που δεν χρειάζεται να κρύψω τα δάκρυά μου και να βάλω λέξεις στις σιωπές μου για να μην τρομάξουν.
Με εκείνους που είδαν την χειρότερη πλευρά μου κι έμειναν γιατί ήξεραν πως είναι μια στιγμή..
Με εκείνους που γουστάρει η ψυχή μου κι απορρίπτει το μυαλό μου.

Μεγάλωσα 
Κι αν δεν είναι έρωτας, δεν θέλω να είναι τίποτα.
Κι αν δεν είναι αγάπη, δεν θέλω να είναι τίποτα.
Κι αν δεν είναι πίστη, δεν θέλω να είναι τίποτα.
Γιατί από το περίπου, προτιμώ το τίποτα..

Μεγάλωσα φίλε μου κι όχι στα χρόνια.
Μεγάλωσα μέσα από τις απώλειες.
Μεγάλωσα μέσα από τις λέξεις που δεν μπορώ πια να αρθρώσω..
Μεγάλωσα μέσα από την φυγή του..
Μεγάλωσα και τώρα πια, έκανα το λύκο κολλητό μου κι έστειλα στο καλό τους τις κοκκινοσκουφίτσες..

Και τώρα στέκω εδώ.
Σημαδεμένος, αλλά όρθιος.
Δεν χαρίζομαι, δεν δίνομαι, δεν παραδίνομαι.
Μπορείς μόνο να με κερδίσεις... ή τίποτα!

Δημιουργός και δημιούργημα· μια σχέση με στοιχεία από έρωτα

Κοιτάζονται στα μάτια. Ο δημιουργός και το δημιούργημα. Τι έχουν να πουν ο ένας στον άλλον; Τι είδους σχέση υφίσταται στα αδιόρατα νήματα που τους αγγίζουν και τους συνδέουν παντοτινά, κάνοντας τον έναν αναπόσπαστο κομμάτι του άλλου; Πώς ορίζεται και πώς άραγε περιορίζεται αυτή η καθολική αβρότητα, η οποία βασιλεύει σε κάθε βλέμμα που ρίχνει ο δημιουργός σε αυτό που έφερε στη ζωή; Είναι μία γέννηση, σίγουρα, με την έμπνευση, τη μούσα, να προσφέρει απλόχερα τον σπόρο που μονάχα στα χέρια του καλλιτέχνη μπορεί να ανθίσει.

Ένα άνθος που το έχει η μοίρα του γραμμένο να εφησυχάσει ολόκληρη την επικράτειά με το μεγαλείο της έκτασης, της ομορφιάς, της μαγείας του. Και αν όχι, σάμπως τίποτα δεν έχει αλλάξει, ο δημιουργός του και πάλι έτσι το κοιτά για πάντα, καθώς έδωσε κομμάτι δικό του, χαράζοντας τη σάρκα και το πνεύμα του για να φέρει σε πέρας τη δημιουργία. Είναι μία αγάπη απύθμενη και αγνή, μία αγάπη καλυμμένη από φως και πίστη, ενώ ταυτόχρονα είναι έρωτας ποιητικός. Γιατί άμα δεν μπορούσε το δημιούργημα να τραγουδήσει στο δημιουργό, μία μελωδία ήσυχη σαν ψίθυρο που μονάχα αυτός μπορεί να ακούσει, μία μελωδία νύμφης ή σειρήνας που να έχει την ικανότητα να τον πλανέψει και να τον αποπλανήσει χωρίς να έχει σημασία το αντίτιμο ή η τιμωρία, τότε ποιος άραγε καλλιτέχνης θα μπορούσε και θα επέλεγε σαν τρελός, σαν κυριευμένος, σαν ερωτευμένος, να δοθεί στην έμπνευση και την τέχνη του, να ταχθεί υπέρ της και να την υπηρετήσει μία ζωή, κλείνοντας από έξω τις παράταιρες φωνές και κρίσεις;

Και το δημιούργημα κοιτώντας πίσω στα μάτια αυτού που του έδωσε υπόσταση, μορφή, χρώμα και γεύση, δεν είναι άραγε σαν να ατενίζει στα βάθη της ίδιας του της ουσίας; Τα μάτια είναι άλλωστε τα παράθυρα της ψυχής και κοιτώντας μέσα σε αυτά του καλλιτέχνη, το δημιούργημα είναι έτοιμο να σκαρφαλώσει και να ταλαντευτεί για λίγο μονάχα στο περβάζι, για δύο στιγμές προτού πέσει με αγαλλίαση στο κενό. Προτού βουτήξει με φόρα, κυριευμένο από μίας ξεχωριστής λογής έκσταση, απευθείας εντός της ψυχής που το γέννησε, που το έντυσε και στη συνέχεια το έβγαλε σε αυτόν τον κωμικοτραγικό κόσμο που τόσο ευκολά μαγεύει και άλλο τόσο εύκολα μαγεύεται, μα πιο εύκολα από όλα αγνοεί.

Αυτόν τον αναξιόπιστο κόσμο που δεν μπορεί και ούτε θέλει να αναγνωρίσει πάντοτε πως αυτό το δημιούργημα εκ φύσεως είναι κάτι ξεχωριστό και αλλοπαρμένο, ένα ψήγμα, ίσως και δύο, μίας ψυχής ξεχωριστής γιατί επέλεξε να εξωτερικευτεί και να εκτεθεί έτσι στον έξω κόσμο, παίρνοντας φόρμα υλική, φόρμα που φθείρεται, φόρμα που δε θα έπρεπε να έχει, αλλά την απέκτησε από θράσος και αντίδραση, μόνο και μόνο γιατί ως ψήγμα ψυχής, ως τέχνη, έχει τη δυνατότητα έστω και λίγο πριν φθαρεί να απλώσει τα νήματα, αγγίζοντας κάποιον ξένο. Εκείνα τα νήματα που ενώνουν μονάχα δημιούργημα και δημιουργό. Τα νήματα που κανένας ποτέ δε θα μπορούσε να δει και ούτε να κατανοήσει, εκτός εκείνου που για μία στιγμή ακούει ένα κάλεσμα πρωτόγνωρο και αυθεντικό, ένα κάλεσμα που προέρχεται από τον ίδιο το δημιουργό και τα εσώτερα του, σαν μελωδία νύμφης ή σειρήνας, και αυθόρμητα δίχως να το θέλει και ούτε να το προσδοκά, ανοίγει την καρδιά του και αφήνει τα νήματα, αυτά τα ξένα και όμως τόσο οικεία, τόσο γνώριμα, να υφάνουν αυθαίρετα μέσα του, καλύπτοντας τα κενά που έχουν δημιουργηθεί στη δική του ψυχή, στη δική του καρδιά, στη δική του ζωή.

Έτσι, όση σημασία έχει το βλέμμα και ο διάλογος μεταξύ δημιουργού και δημιουργήματος, άλλη τόση βαρύτητα οφείλει φυσικά να αναγνωριστεί και σε εκείνον. Σε εκείνον που άκουσε το κάλεσμα. Εκείνον που είδε τα νήματα. Εκείνον που αναγνώρισε μία γυμνή ψυχή εμπρός του κοιτάζοντας το δημιούργημα. Εκείνον που βίωσε το συναίσθημα το δικό του με τέτοια αυθεντικότητα και απελευθέρωση που κατάφερε ολοκάθαρα να δει αυτό που παρουσίασε ο δημιουργός, καμωμένο θα έλεγε κανείς, προσωπικά και ειλικρινά μονάχα για εκείνον. Εκείνον που με τόση γενναιότητα και ευγένεια, αφέθηκε να ταυτιστεί, να ερωτευτεί και να αγαπήσει την ίδια την ουσία ενός ανθρώπου που δε γνώρισε ποτέ. Και αποφάσισε να κουβαλήσει μαζί του, σαν κομμάτι δικό του πλέον, δημιούργημα αλλά και δημιουργό.

Οι άνθρωποι κουβεντιάζουν μόνο για όσα τους είναι ξένα… αυτά που τους καίνε τα ζει ο καθένας μονάχος, μέσα στη σιωπή

«Οι άνθρωποι κουβεντιάζουν μόνο για όσα τους είναι απόμακρα και ξένα. Τ’ άλλα, αυτά που τους καίνε, μην αφήνοντάς τους τις νύχτες να κοιμηθούν τα ζει ο καθένας μονάχος, μέσα στη σιωπή». -Τάσος Λειβαδίτης

Συχνά η σιωπή είναι πιο ηχηρή από τα λόγια.. Άλλες φορές όμως κρύβει αυτά που θα θέλαμε να πούμε και άλλες τα ξεσκεπάζει, καθώς για να επικοινωνήσουμε πρέπει να μάθουμε να μιλάμε και να μπορούμε να ακούμε.

Μεγάλο χάρισμα να μπορεί κάποιος να ακούει.. Μεγάλο και το να μην φοβάται να μιλήσει..

Γιατί όταν μιλάμε ξεδιπλώνουμε πτυχές του χαρακτήρα μας, αποκαλύπτουμε λάθη, μοιραζόμαστε φόβους και άγχη, εκδηλώνουμε συναισθήματα και αναλύουμε σκέψεις.

Συχνά βολευόμαστε στη σιωπή... άλλες φορές γιατί δεν θέλουμε να μας κρίνουν, άλλες για να προστατεύσουμε τη δημόσια εικόνα μας, γιατί είμαστε τελειοθηρικοί, γιατί φοβόμαστε ότι αν μιλήσουμε θα βιώσουμε απώλεια, γιατί φοβόμαστε να διεκδικήσουμε, αλλά τελικά εγκλωβιζόμαστε σε σχέσεις που πάσχουν.. που δεν βασίζονται στην εμπιστοσύνη, που βιώνουμε την καθημερινότητα με καχυποψία και που τελικά δεν είμαστε ο εαυτός μας..

Να δώσεις σε εσένα το δικαίωμα να έχει σχέσεις που να νιώθεις ο εαυτός σου… που να νιώθεις όμορφα και που να μην φοβάσαι να μιλήσεις και να διεκδικήσεις. Δεν έχει σημασία αν είναι ερωτικές, φιλικές, επαγγελματικές..

Η σιωπή κρύβει πίσω της συχνά βία, φόβο, απογοήτευση και χαμηλή αυτοπεποίθηση.. γιατί φοβόμαστε ότι οι άλλοι θα μας απορρίψουν, θα μας εγκαταλείψουν και δεν θα μας θέλουν πια…

Σκέφτηκες όμως ποτέ ότι δεν έχουν μόνο οι άλλοι τον έλεγχο των αποφάσεων;

Σκέφτηκες ποτέ να αποφασίσεις εσύ για μία σχέση;

Έδωσες ποτέ στον εαυτό σου το δικαίωμα να σκεφτεί ότι κάτι δεν σου αξίζει;

Σκέφτηκες ποτέ ότι εσύ είσαι αυτός, εσύ είσαι αυτή που δεν θέλει να είναι σε αυτή τη σχέση γιατί δεν σου αξίζει να ζεις στη σιωπή;

Να μάθεις να δίνεις στον εαυτό σου το δικαίωμα της επιλογής… και να υπενθυμίζεις πάντα σε εσένα ότι η σιωπή μας στερεί ένα κομμάτι της ελευθερίας μας…

Αν δε χάσεις τον εαυτό σου δε θα μάθεις ποτέ ποιος είσαι

Έρχονται κάποιες στιγμές στη ζωή όλων μας που νιώθουμε τις καταστάσεις γύρω μας να μας ξεπερνούν και να μας καταβάλλουν. Είναι εκείνες οι στιγμές που νιώθουμε αδύναμοι, ανίσχυροι να αντιδράσουμε, αφού όλα μας φαίνονται δύσκολα, πολλές φορές κι ανούσια.

Η αλήθεια είναι πως η ζωή είναι απρόβλεπτη κι όχι πάντα με θετικό τρόπο, γιατί δεν επιλέγεις εσύ ούτε τα ευχάριστα που θα συμβούν, αλλά ούτε και τα δυσάρεστα. Αναμφισβήτητα, υπάρχει περίπτωση να βιώσουμε μία ή περισσότερες φορές κάποια γεγονότα που θα επηρεάσουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την ψυχολογίας μας.

Η απώλεια ενός αγαπημένου μας προσώπου, η ύπαρξη κάποιας σοβαρής ασθένειας σε κοντινά μας πρόσωπα ή και φίλους, η οποιαδήποτε μορφή ψυχολογικής βίας που μπορεί να έχουμε υποστεί, ένας μεγάλος ανεκπλήρωτος έρωτας, μια αγάπη που έφτασε στο τέλος της διαδρομής της και νιώθουμε ότι μας στέγνωσε τόσο από ενέργεια όσο και συναισθήματα, η δυσκολία του να βρούμε μια δουλειά και να ανταπεξέλθουμε οικονομικά μέχρι το τέλος του μήνα κι άλλα πολλά, μπορεί σταδιακά να μας οδηγήσουν στην πλήρη ματαίωση και απογοήτευση.

Όλα αυτά τα περιστατικά, βέβαια, δεν είναι τίποτα άλλο από μικρές αφορμές που απλά ξεχειλίζουν το ποτήρι της υπομονής και της ψυχικής αντοχής μας. Εμείς οι άνθρωποι έχουμε την κακή συνήθεια να συσσωρεύουμε μέσα μας αρνητικά συναισθήματα για καιρό, να πνίγουμε τη θλίψη, το φόβο, τη μοναξιά και τον θυμό που μας κατακλύζουν, να μη μιλάμε γι’ αυτά που μας πονάνε και να προβάλλουμε προς τα έξω ένα ψεύτικο προσωπείο ηρεμίας και γαλήνης. Κι ακόμα και στην απλή, αλλά τόσο ουσιαστική ερώτηση του αν είσαι καλά, συχνά απαντάμε μηχανικά «ναι» κι ας μην το νιώθουμε -μέχρι εκείνη τη στιγμή. Εκείνη τη στιγμή που ο κόμπος θα φτάσει στο χτένι κι ό,τι μάζευες μέσα σου θα βγει επιτέλους στην επιφάνεια.

Όταν συμβεί αυτό έχεις δύο επιλογές. Η πρώτη είναι να κλειστείς στον εαυτό σου, νιώθοντας και πιστεύοντας ότι κανένας δεν μπορεί να σε καταλάβει, να παραλύσεις απ’ την ίδια την ένταση των συναισθημάτων σου, να νιώσεις πως η ζωή σου έχασε το νόημά της και τα φωτεινά της χρώματα.

Αυτές τις στιγμές χάνεις την πίστη στον ίδιο σου τον εαυτό, αφού τα ψυχικά βάρη που σήκωνες για καιρό κάμπτουν τις άμυνές σου και δε σου επιτρέπουν να δεις και να σκεφτείς καθαρά. Μερικές φορές, ο εαυτός μας μπορεί να μετατραπεί στον μεγαλύτερο ψεύτη, αφού στις δύσκολες στιγμές οι ανασφάλειες κι η προσωπική αμφισβήτηση συχνά κυριαρχούν και θολώνουν την σκέψη και την κρίση μας.

Τότε μπορούμε να οδηγηθούμε στα πιο λανθασμένα συμπεράσματα. Μπορεί να πιστέψουμε πως δεν αξίζουμε, πως δεν είμαστε ικανοί, πως δεν είμαστε γενικά αρκετοί. Και μπορεί οι φίλοι ή η οικογένειά σου να προσπαθούν να σε πείσουν για το αντίθετο, αλλά εσύ να μην είσαι πρόθυμος να ακούσεις και προπάντων, να πιστέψεις σε σένα. Άλλωστε, η αυτοπεποίθηση χτίζεται απ’ την παιδική μας ακόμα ηλικία με σταθερά κι αργά βήματα, οπότε η κατάκτησή της απαιτεί υπομονή κι επιμονή.

Το να παραιτηθείς, λοιπόν, αποτελεί και θα αποτελεί πάντα την πιο εύκολη λύση. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο όταν νιώθεις πως πιάνεις πάτο πρέπει πάντα να ακολουθείς την άλλη εναλλακτική. Κι αυτή δεν περιλαμβάνει τίποτα άλλο πέρα απ’ την επιλογή και την αποδοχή του ίδιου σου του εαυτού, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως πρέπει να πιεστείς και να κουραστείς διπλά για να ξαναβγείς και πάλι στην επιφάνεια.

Να ξέρεις ότι αυτή η διαδρομή, αυτή η ανάβαση, όσο δύσκολη κι αν είναι, θα αποτελέσει την πιο πολύτιμη κι απελευθερωτική εμπειρία της ζωή σου. Κι αυτό γιατί κατά τη διάρκεια της αναμέτρησης με τον εαυτό σου και τους δαίμονές του, θα ανακαλύψεις θησαυρούς, όμορφες, καλά κρυμμένες πτυχές του κι ανεξερεύνητα μονοπάτια που δεν ήξερες καν ότι υπήρχαν.

Κι όσο πιο γρήγορα εκτιμήσεις κι αγαπήσεις την ύπαρξη και τη μοναδικότητά σου, τόσο πιο γρήγορα θα καταφέρεις να φτάσεις και πάλι στο φως. Μόνο που αυτή τη φορά θα είσαι πιο δυνατός, πιο ευγνώμων γι’ αυτό που είσαι και πιο ώριμος ώστε να συνειδητοποιήσεις ότι οι δυσκολίες σε εξελίσσουν ως άνθρωπο, σε βοηθούν να αναθεωρήσεις για τα πράγματα που έχουν αληθινή αξία στη ζωή και να νιώσεις ευλογημένος και πιο αισιόδοξος, προκειμένου να συνεχίσεις με πάθος και θετική σκέψη το μαγικό λαβύρινθο της ζωής.

Κι αν ο δρόμος γίνεται συχνά δύσβατος και ανηφορικός, εσύ να υπενθυμίζεις στον εαυτό σου πως τα εμπόδια υπάρχουν για να τα ξεπερνάμε και να γινόμαστε καλύτεροι.

Άλλωστε, αν δε χάσεις και λίγο τον εαυτό σου, ίσως και να μη μάθεις ποτέ ποιος είσαι στην πραγματικότητα.

Η αφύπνιση δεν είναι πάντα όμορφη. Μερικές φορές είναι άσχημη, σκοτεινή, επώδυνη και δύσκολη

Η αληθινή αφύπνιση δεν είναι ένα παραμύθι. Το λαμπερό φως στο τέλος του τούνελ δεν είναι πάντα εκεί. Δεν υπάρχει κάποια ενθαρρυντική μουσική, καμία παράκαμψη για να φτάσουμε εκεί που θέλουμε.

Δεν μπορείτε να παρακάμψετε την πραγματικότητα για να φτάσετε στο τέλος. Δεν μπορείτε να αποφύγετε τον πόνο και τον αγώνα. Επειδή η αληθινή αφύπνιση είναι πραγματική.

Αφύπνιση σημαίνει να βλέπετε πράγματα για πρώτη φορά. Σημαίνει να αποδεχόμαστε τον εαυτό μας γι αυτό που είμαστε, να μισούμε αυτά που βλέπουμε και να επιθυμούμε να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Σημαίνει να κλαις μέχρι να πέσεις για ύπνο. Σημαίνει να πολεμάς με τον εαυτό σου. Σημαίνει να κάνεις μια ερώτηση και να μην έχεις κανέναν παρά τον εαυτό σου για την απάντηση. Η αληθινή αφύπνιση μερικές φορές είναι σκληρή. Πονά σαν μαχαίρι που σου σκίζει το δέρμα. Αλλά στο τέλος, είναι αυτή που μας διαμορφώνει στο άτομο που θα γίνουμε.

Οι αλλαγές δεν μας κάνουν πάντα να νιώθουμε ωραία. Μερικές φορές μας μπερδεύουν, είναι σκοτεινές, άσχημες και πολύ δύσκολες. Κάποιες φορές σε κάνουν να νιώθεις πως η καρδιά σου σπάει σε κομμάτια επειδή οι ανασφάλειες σου είναι μεγαλύτερες από την αυτοπεποίθηση σου. Μερικές φορές σε κάνουν να αμφιβάλλεις για κάθε βήμα που κάνεις. Μερικές φορές σε κάνουν να πιστεύεις πως δεν πρόκειται να τα καταφέρεις. Ξυπνάτε μόνοι την νύχτα, αγχωμένοι για το μέλλον σας.

Αλλά τότε, όταν δεν το περιμένετε, κάτι συμβαίνει. Μια λάμψη φωτός εμφανίζεται, μια φωνή μέσα στους ψιθύρους, ένα κύμα αγάπης ζεσταίνει την ψυχή σας και κάτι σας λέει πως είστε ασφαλείς. Κάτι σας απελευθερώνει και νιώθετε πιο φωτεινοί από ποτέ. Τα τούβλα που σας βάραιναν τώρα έχουν φύγει. Πλέον είστε ελεύθεροι και ήρεμοι. Οι καταιγίδες μέσα σας έχουν φύγει. Υπάρχει μόνο μια φωτεινή αχτίδα φωτός που σας δείχνει τον δρόμο.

Έτσι είναι η πραγματική αφύπνιση. Αυτό σας κάνει η πραγματική αλλαγή.

Σας εκθέτει σε όλα τα άσχημα και σκοτεινά μέρη της ψυχής. Σας υπενθυμίζει τα μυστικά και τα λάθη που έχετε κάνει και όλα τα όνειρα σας που δεν πραγματοποιήθηκαν. Σας κάνει να αντιμετωπίσετε όλα όσα αποφεύγατε τόσο καιρό. Σας αναγκάζει να κοιτάξετε τον εαυτό σας στον καθρέφτη και να αποδεχθείτε αυτά που βλέπετε, ανεξάρτητα από το πόσο σκοτεινή και άσχημη είναι η πραγματικότητα.

Και έτσι ακριβώς, φωτίζεται ο ελαττωματικός και ατελής εαυτός μας.

Η αλήθεια είναι πως η αφύπνιση δεν έρχεται πάντα σε όλους. Αναζητά εκείνους που είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν την αναπόφευκτη αλλαγή. Αυτούς που γνωρίζουν πως δεν υπάρχει καμία παράκαμψη προς την αλήθεια. Αυτούς που είναι έτοιμοι να περπατήσουν αυτόν τον δύσβατο δρόμο για να φτάσουν στον επιθυμητό προορισμό τους. Και αυτούς που ξέρουν πως στο τέλος όλα αυτά θα αξίζουν.

Οι αληθινές αλλαγές είναι δύσκολες, σκοτεινές και άσχημες και μερικές φορές είναι πολύ δύσκολες αλλά είναι ο μοναδικός δρόμος για να αναπτυχθούμε και να διαμορφώσουμε τον εαυτό μας στο άτομο που πάντα επιθυμούσαμε να γίνουμε.

Είναι πραγματικά ανησυχητικό και παράλογο πόσο μας χαροποιεί η προσοχή των άλλων και πόσο μας θίγει η αδιαφορία τους

Πώς μας επηρεάζει η έλλειψη αγάπης; Γιατί η ακραία παραμέληση θα μας ωθούσε σε τέτοια «οργή και ανείπωτη απελπισία», ώστε ακόμη και τα βασανιστήρια να τα θεωρούμε ανακούφιση μπροστά της;

Η προσοχή των άλλων έχει πρωταρχική σημασία, μάλλον, επειδή υποφέρουμε εκ γενετής από αβεβαιότητα ως προς την αξία μας· πράγμα που σημαίνει ότι η γνώμη των άλλων για το άτομό μας καταλήγει να επιδρά καθοριστικά στην εικόνα που είμαστε σε θέση να διαμορφώνουμε εμείς για τον εαυτό μας. Η αυτοθεώρησή μας είναι δέσμια της γνώμης εκείνων που μας περιβάλλουν. Αν διασκεδάζουν με τα ανέκδοτά μας, αποκτούμε σιγουριά ως προς την ικανότητά μας να είμαστε διασκεδαστικοί. Αν μας επαινούν, σχηματίζουμε την εντύπωση ότι είμαστε σπουδαίοι. Αν όμως κάποιος αποφύγει τη ματιά μας την ώρα που μπαίνουμε σε κάποιο χώρο ή το βάλει στα πόδια μόλις αναφέρουμε τι δουλειά κάνουμε, είναι πιθανόν να νιώσουμε ανάξιοι και να μας καταλάβει διάθεση αυτοαμφισβήτησης.

Σε έναν ιδεώδη κόσμο δε θα ήμαστε τόσο ευάλωτοι. Θα παραμέναμε ατάραχοι, ασχέτως αν θα μας πρόσεχαν ή θα μας αγνοούσαν, αν θα μας εγκωμίαζαν ή θα μας χλεύαζαν. Δε θα μας ξελόγιαζε όποιος μας απευθύνει μια απατηλή φιλοφρόνηση. Και αφού θα αποτιμούσαμε σωστά τον εαυτό μας για να συμπεράνουμε την αξία μας, δε θα μας πλήγωναν τα υποτιμητικά σχόλια των άλλων. Θα ξέραμε τι αξίζουμε. Εμείς όμως, αντίθετα, φαίνεται ότι διαθέτουμε ολόκληρο φάσμα από αποκλίνουσες απόψεις ως προς το χαρακτήρα μας. Έχουμε ενδείξεις ότι είμαστε έξυπνοι και βλάκες, ευχάριστοι και πληκτικοί, πολύτιμοι και περιττοί. Καθώς όμως οι περιστάσεις είναι τόσο ευμετάβλητες, το ζήτημα της σημαντικότητάς μας επαφίεται κατά κανόνα στη στάση των γύρω μας. Η αδιαφορία των άλλων φέρνει στο προσκήνιο τις αρνητικές πλευρές της αυτοαποτίμησης, ενώ μ’ ένα χαμόγελο η με μια φιλοφρόνηση ευδοκιμούν ακαριαία οι θετικές. Φαίνεται πως το χρωστάμε στη στοργή των άλλων ότι αντέχουμε τον εαυτό μας.

Το «εγώ» μας, λοιπόν, η νοερή εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, μοιάζει μ’ ένα μπαλόνι που από κάπου χάνει, και γι’ αυτό απαιτεί διαρκώς ήλιον –την αγάπη των άλλων- για να κρατηθεί φουσκωμένο, ενώ παραμένει ανά πάσα στιγμή τρωτό ακόμη και στο πιο μικρό αγκαθάκι παραμέλησης. Είναι πραγματικά ανησυχητικό και παράλογο πόσο μας χαροποιεί η προσοχή των άλλων και πόσο μας θίγει η αδιαφορία τους. Μπορεί να μας μαυρίσει η ψυχή επειδή κάποιος στη δουλειά μας χαιρέτησε αφηρημένα ή δεν απάντησε όταν τον ζητήσαμε. Και κατά τον ίδιο τρόπο μπορεί να βρούμε νόημα στη ζωή απλώς και μόνο επειδή θυμήθηκαν τη γιορτή μας και μας έφεραν λουλούδια.

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ: Ο κύριος πρόξενος της ταραχής στη ζωή ενός ανθρώπου είναι η άγνοια του καλού και του κακού

Ο Επίκουρος παρατηρεί πως η ευτυχία κι η αρετή συνδέονται ακατάλυτα μεταξύ τους:

Είναι αδύνατο να ζήσεις ηδονικά χωρίς φρόνηση, ομορφιά και δικαιοσύνη κι είναι αδύνατο να ‘χει η ζωή σου ομορφιά, δικαιοσύνη και φρόνηση, αν δεν έχει και ευχαρίστηση. Όποιος δεν τα διαθέτει αυτά, δεν μπορεί να ζει ευτυχισμένα.

Δεν είναι όλοι οι ηθικοί αναμορφωτές τόσο καίριοι όσο ο Eπίκουρος, στον τρόπο με τον οποίο συνδέει την ευτυχία με την αρετή. Πολλοί ηθικολόγοι θα ήθελαν να πιστέψουμε πως το να ακολουθούμε το μονοπάτι της αρετής είναι «αυτοσκοπός». Αν τους ρωτήσουμε γιατί θα πρέπει να συμπεριφερόμαστε ενάρετα, ο λόγος που προβάλλουν είναι πως το να ασκούμε την αρετή είναι κάτι που από μόνο του μας ανταμείβει. Αυτή η ταυτολογία υποδηλώνει ότι κάθε σκοπούμενη «αρετή» θα πρέπει να επιδιώκεται, ανεξάρτητα που οδηγεί τελικά –ακόμη κι αν δεν οδηγεί πουθενά. Μ’ αυτό το είδος «κυκλικής επιχειρηματολογίας», διαφωνεί ο Επικούρειος συνομιλητής του Κικέρωνα, στο έργο του De Finibus:

Όσοι ταυτίζουν το Ύψιστο Αγαθό αποκλειστικά με την αρετή έχουν παραπλανηθεί από τη λαμπρότητα μιας λέξης και δεν κατανοούν τις αληθινές απαιτήσεις της φύσης.

Αν δεχτούν να ακούσουν τον Επίκουρο, θα απαλλαγούν από το πιο χονδροειδές λάθος. Η σχολή σας μιλάει πολύ για την υπέρτατη ομορφιά των αρετών αν όμως οι αρετές δεν έφερναν την ηδονή, ποιος θα τις θεωρούσε αξιέπαινες ή επιθυμητές;

Την ιατρική την εκτιμούμε, όχι επειδή παρουσιάζει επιστημονικό ενδιαφέρον μα επειδή συμβάλλει στην υγεία.

Την τέχνη της ναυσιπλοΐας την επαινούμε για την πρακτική της αξία όχι την θεωρητική, επειδή εφαρμόζει κανόνες που είναι απαραίτητοι για το ασφαλές ταξίδι.

Έτσι και η Φρόνηση, που θα πρέπει να τη θεωρούμε ως τέχνη του ζην, αν δεν έφερνε αποτελέσματα δεν θα ήταν επιθυμητή όμως είναι μια επιθυμητή αρετή, επειδή εξασφαλίζει και παράγει την ηδονή. Όσο για το νόημα που δίνω στην ηδονή, ήδη θα πρέπει να σας είναι ξεκάθαρο και δεν πρέπει να ‘στε προκατειλημμένοι εναντίον μου εξαιτίας του ότι η λέξη συσχετίζεται με την προστυχιά.

Ο κύριος πρόξενος της ταραχής στη ζωή ενός ανθρώπου είναι η άγνοια του καλού και του κακού, οι λαθεμένες αντιλήψεις μας πάνω σ’ αυτά συχνά μας αποστερούν τις μεγαλύτερες ηδονές και μας βασανίζουν με τους πιο σκληρούς πόνους της ψυχής. Άρα χρειαζόμαστε τη Φρόνηση, για να μας απαλλάξει από τους φόβους και τις ορμές μας, να ξεριζώσει όλα τα λάθη και τις προκαταλήψεις και να μας υπηρετήσει σαν αλάνθαστος οδηγός για την επίτευξη της ηδονής.

Και μόνο η Φρόνηση μπορεί να αποδιώξει τη θλίψη απ’ τις καρδιές και να μας προστατέψει από την ανησυχία και το φόβο. Αν την αφήσεις να σε δασκαλέψει, θα μπορέσεις να ζήσεις γαλήνια και να σβήσεις τις πυρακτωμένες φλόγες της επιθυμίας. Γιατί οι επιθυμίες είναι ανίκανες να βρουν ικανοποίηση και δεν καταστρέφουν μόνο μεμονωμένα άτομα μα οικογένειες ολόκληρες, και μάλιστα συχνά ταρακουνούν τα θεμέλια του κράτους. Αυτές είναι η πηγή του μίσους, των καυγάδων, των ανταγωνισμών, των πολεμικών συγκρούσεων. Κι όχι μόνο δείχνουν το πρόσωποπό τους προς τα έξω, όχι μόνο επιτίθενται τυφλά εναντίον άλλων, μα ακόμα κι όταν είναι φυλακισμένες μες στην καρδιά μαλώνουν και τρώγονται μεταξύ τους κι αυτό δε μπορεί παρά να φαρμακώνει τη ζωή στο σύνολό της.

Επομένως, μόνο ο Σοφός, που κλαδεύει την οργιώδη βλάστηση της ματαιοδοξίας και των λαθών, έχει τη δυνατότητα να ζήσει ανενόχλητος από τη θλίψη και το φόβο, ευχαριστημένος μέσα στα όρια που έχει θέσει η φύση των πραγμάτων. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο χρήσιμο για το ευ ζην, από τη διδασκαλία του Επίκουρου σχετικά με τις επιθυμίες.

Αν προσέξουμε ότι η άγνοια και το λάθος υποβιβάζουν το σύνολο της ζωής σε μια σύγχυση, ενώ η Φρόνηση από μόνη της είναι ικανή να μας προστατέψει από τις επιθέσεις της βουλιμίας και τις συμφορές του φόβου, μιας και μας διδάσκει πώς να αντιμετωπίζουμε ακόμα και τα χτυπήματα της τύχης με μετριοπάθεια, και μας δείχνει όλα τα μονοπάτια που οδηγούν στην ηρεμία και τη γαλήνη, τότε γιατί να μην ομολογήσουμε, δίχως δισταγμό, ότι η Φρόνηση είναι επιθυμητή για τις ηδονές που προσφέρει, κι ότι η Αφροσύνη πρέπει να αποφεύγεται λόγω των τραυματικών συνεπειών της;

Αυτό που κανείς δεν μπορεί να μας το πάρει αλλά ούτε και να μας το δώσει

Αυτό που έχουμε μέσα μας, αυτό που μας συντροφεύει ακόμα και στην άκρα μοναξιά, αυτό που κανείς δεν μπορεί να μας το πάρει αλλά ούτε και να μας το δώσει, είναι πολύ πιο ουσιαστικό απ’ όλα τα αγαθά που μπορεί να διαθέτουμε, απ’ όλες τις εντυπώσεις που μπορεί να δίνουμε στους άλλους.

Ο πλούσιος πνευματικά άνθρωπος απασχολείται και διασκεδάζει έξοχα, ακόμα και σε απόλυτη μοναξιά με τις δικές του σκέψεις και φαντασιώσεις: ενώ ο περιορισμένος, παρά τη συνεχή εναλλαγή έργων, εορτών και ταξιδιών, νιώθει αγιάτρευτη πλήξη. – Ένας καλός, ολιγαρκής, ελαφρός χαρακτήρας μπορεί να νιώθει ικανοποιημένος ακόμα και σε συνθήκες στέρησης, ενώ ένας κακός, άπληστος, ζηλόφθονος χαρακτήρας δε νιώθει ευτυχία όσα πλούτη κι αν κατέχει. (Λέει πολύ σωστά ο Γκαίτε στο Ντιβάν: «Η μεγαλύτερη ευτυχία είναι η προσωπικότητα». 

Ο άνθρωπος μπορεί ν’ αφομοιώσει από έξω πολύ λιγότερα πράγματα απ’ ό,τι συνήθως νομίζουμε). – Πόσες και πόσες απολαύσεις δεν είναι περιττές, ίσως μάλιστα ενοχλητικές και επαχθείς για τον άνθρωπο που διαθέτει τη μόνιμη απόλαυση μιας εξαίρετης ατομικότητας!*
-----------------------
*Σωκράτης, Οράτιος [εδώ παραπέμπει στην πρόταση του Σωκράτη σε σχέση με μια έκθεση ειδών πολυτελείας: «Πόσα πράγματα υπάρχουν λοιπόν που αν δεν τα’χω δε θα μου λείψουν καθόλου» και στο στίχο του Οράτιου: «Φίλντισι, μάρμαρο, κοσμήματα, τυρρηνικά αγάλματα, πίνακες, ασημικά, λουσάτα ρούχα βαμμένα στην πορφύρα. Τα λιμπίζονται πολλοί, αλλά υπάρχουν μερικοί που ούτε καν ρωτούν γι’ αυτά». (Οράτιος, Επιστολές, II, 2,180-182.)]

Όρισε τώρα τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά για τον εαυτό σου

Όρισε τώρα τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά για τον εαυτό σου, που θα διατηρήσεις όταν είσαι μόνος αλλά και μαζί με άλλους ανθρώπους.

Και ως επί το πλείστον να τηρείς σιωπή ή να λες τα απολύτως αναγκαία και με λίγα λόγια. Σπανίως, μάλιστα, όταν απαιτείται να μιλήσεις, μίλα, αλλά όχι για κάτι τυχαίο, όχι για μονομαχίες ή ιπποδρομίες ή αθλητές ή φαγητά ή ποτά, θέματα που συζητούνται παντού, και κυρίως όχι για ανθρώπους ψέγοντας, επαινώντας ή συγκρίνοντας. Αν το μπορείς, οδήγησε με τα λόγια σου τα λόγια των συντρόφων σου ώστε να είναι πιο αρμόζοντα, αλλά, αν τύχει να βρεθείς μόνος ανάμεσα σε ξένους, να σωπάσεις.

Να μη γελάς πολύ ούτε για πολλά θέματα ούτε ασυγκράτητα.

Να μην ορκίζεσαι, καθόλου αν είναι δυνατόν, διαφορετικά όσο μπορείς.

Απόφευγε τα συμπόσια με ανθρώπους αδαείς. Κι αν κάποτε έρθει ο καιρός που θα χρειαστεί να το κάνεις, να εντείνεις την προσοχή σου μην τυχόν γίνεις κι εσύ αδαής. Γιατί να γνωρίζεις ότι, αν ο φίλος σου είναι βρομερός, κατ’ ανάγκη θα μολύνει και αυτόν τον οποίο συναναστρέφεται, ακόμα κι αν τύχει να είναι καθαρός.

Όσα αφορούν το σώμα να τα λαμβάνεις όσο χρειάζεται, όπως τροφές, ποτά, ενδύματα, σπίτι, υπηρέτες. Ό,τι αφορά τη δόξα ή την πολυτέλεια, να το ξεχάσεις τελείως…

Αν σου πουν ότι κάποιος σε κακολογεί, μην απολογηθείς για όσα λέει αλλά απάντησε ότι «αγνοούσε και τα άλλα μου ελαττώματα, γιατί αλλιώς δεν θα έλεγε μόνο αυτά».

Δεν είναι αναγκαίο να πολυπηγαίνεις στα θέατρα. Και, αν κάποτε είναι καιρός να το κάνεις, να δείξεις ότι υποστηρίζεις μόνο τον εαυτό σου και κανέναν άλλο, δηλαδή ότι θέλεις το αποτέλεσμα να είναι αυτό που πραγματικά είναι και να νικά μόνο ο νικητής. Κι έτσι δεν θα απογοητευτείς. Να απέχεις τελείως από το να φωνάζεις και να γελάς δυνατά εναντίον κάποιου ή να συγκινείσαι υπερβολικά. Και όταν φύγεις, να μη μιλάς πολύ για όσα έγιναν, παρά μόνο για όσα συμβάλλουν στη βελτίωσή σου- γιατί διαφορετικά ο κόσμος θα σκεφτεί ότι εντυπωσιάστηκες από το θέαμα.

Στις διαλέξεις που κάποιοι δίνουν να μην πηγαίνεις τυχαία και εύκολα και, όταν το κάνεις, να τηρείς σεμνότητα και ηρεμία και να μην ενοχλείς.

Όταν πρόκειται να συναντήσεις κάποιον, ειδικά κάποιον που θεωρείται σπουδαίος, αναρωτήσου τι θα έκανε ο Σωκράτης ή ο Ζήνων στη συγκεκριμένη περίπτωση κι έτσι δεν θα δυσκολευτείς να διαχειριστείς την κατάσταση κατά τον αρμόζοντα τρόπο. Όταν επισκέπτεσαι κάποιον πολύ ισχυρό, να φαντάζεσαι ότι δεν θα τον βρεις μέσα στο σπίτι, ότι θα σε κλείσουν απ’ έξω, ότι θα σε αγνοήσει. Και αν παρ’ όλα αυτά πρέπει να πας, όταν βρεθείς εκεί, να αποδεχτείς όσα συμβαίνουν, να μην πεις ποτέ στον εαυτό σου ότι «δεν άξιζε τον κόπο». Γιατί αυτό δείχνει άνθρωπο ανόητο και με στρεβλή αντίληψη για τα εξωτερικά πράγματα.

Στις συνομιλίες απόφευγε να αναφέρεις υπερβολικά δικά σου κατορθώματα ή περιπέτειες. Μπορεί να σου είναι ευχάριστο να θυμάσαι τις περιπέτειες σου, αλλά για τους άλλους δεν είναι τόσο ευχάριστο να ακούν τι σου συνέβη.

Απόφευγε να προξενείς γέλιο, γιατί αυτή η συνήθεια είναι επικίνδυνη και εύκολα μπορείς να ολισθήσεις στη χυδαιότητα και να μειωθεί ο σεβασμός που έχουν οι άλλοι για το πρόσωπό σου. Επίσης, είναι επισφαλής και η αισχρολογία. Όταν λοιπόν συμβεί κάτι τέτοιο, αν έχεις την ευκαιρία, να επιπλήξεις εκείνον που επιδόθηκε σε αισχρολογία, διαφορετικά να δείξεις σιωπώντας και κοκκινίζοντας και με έκφραση σκυθρωπή ότι σε δυσαρέστησε ο λόγος του.

ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ, Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

ΗΓΕΤΗΣ ΔΙΧΩΣ ΤΙΤΛΟ

Οι τίτλοι όντως φέρνουν δύναμη. Αλλά αν κάποτε μας στερήσουν τον τίτλο, τότε και η δύναμή του κάνει φτερά.

Υπάρχει, όμως, μια δύναμη πολύ πιο βαθιά από τη δύναμη που μπορεί να προσφέρει ο οποιοσδήποτε τίτλος. Κι αυτή είναι η φυσική μας δύναμη να ηγούμαστε, που υπάρχει μέσα στον καθένα μας από το απλό γεγονός και μόνο πως είμαστε ανθρώπινες υπάρξεις. Δυστυχώς, αυτή η δυνατότητα είναι ναρκωμένη στους περισσότερους ανθρώπους και ελάχιστα αξιοποιείται. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει και είναι διαθέσιμη σε οποιονδήποτε θέλει να την αναζητήσει και να την ενεργοποιήσει. Στην πραγματικότητα, αυτή και μόνο είναι η δύναμη στην πιο αληθινή της μορφή”.

“Γιατί το λες αυτό;”
“Επειδή είναι η δύναμη που δεν μπορούν ποτέ να μας πάρουν, ό,τι και να συμβαίνει στον εξωτερικό κόσμο. Είναι αληθινή δύναμη και δεν εξαρτάται διόλου από τις εξωτερικές συνθήκες.”

Οι Τέσσερις Φυσικές Δυνάμεις είναι :

Φυσική Δύναμη No 1. Οποιοσδήποτε ζει και αναπνέει αυτή τη στιγμή έχει τη δύναμη να πηγαίνει στη δουλειά του κάθε μέρα και να εκφράζει μέσω της εργασίας του τον Άριστο Εαυτό που κρύβει μέσα του. Και δεν χρειάζεται κανέναν τίτλο για να το κάνει αυτό.

Φυσική Δύναμη No 2. Οποιοσδήποτε είναι σήμερα ζωντανός, έχει τη δύναμη να εμπνέει, να επηρεάζει και να εξυψώνει οποιονδήποτε άνθρωπο συναντήσει, προσφέροντάς του το δώρο ενός σπουδαίου παραδείγματος. Και δεν χρειάζεται κανέναν τίτλο για να το κάνει αυτό.

Φυσική Δύναμη No 3. Οποιοσδήποτε είναι σήμερα γεμάτος από ζωή μπορεί με πάθος και έμπνευση να κινητοποιήσει θετικές αλλαγές σε πείσμα όλων των αρνητικών συνθηκών. Και δεν χρειάζεται κανέναν τίτλο για να το κάνει αυτό.

Φυσική Δύναμη No 4. Οποιοσδήποτε ζει και αντιλαμβάνεται την αλήθεια της φιλοσοφίας “Ηγέτης Δίχως Τίτλο”, μπορεί να συμπεριφερθεί απέναντι στους συναδέλφους του με σεβασμό, εκτίμηση, ευγένεια – και με αυτό τον τρόπο να εξυψώσει την κουλτούρα ενός ολόκληρου οργανισμού στο καλύτερο δυνατό επίπεδο. Και δεν χρειάζεται κανέναν τίτλο για να το κάνει αυτό.

ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ

Σε κάποια στιγμή της ζωής – μερικές φορές στα πρώτα μας χρόνια, άλλοτε όψιμα – είναι βέβαιο ότι όλοι μας θα ξυπνήσουμε και θα αντιληφθούμε τη θνητότητά μας. Είναι τόσο πολλά αυτά που την πυροδοτούν: μια ματιά στον καθρέφτη που δείχνει το σαγόνι μας να κρεμάει, τα μαλλιά μας ν’ ασπρίζουν, τους ώμους να καμπουριάζουν.

Η παρέλαση των γενεθλίων, ιδίως όσων αφορούν στρογγυλές δεκαετίες – πενήντα, εξήντα, εβδομήντα.

Η συνάντηση μ’ ένα φίλο που έχεις καιρό να τον δεις και σε σοκάρει το πόσο έχει γεράσει.

Όταν βλέπεις παλιές φωτογραφίες του εαυτού σου και των ανθρώπων που γέμιζαν την παιδική σου ηλικία κι είναι πια από καιρό νεκροί.

Μια συνάντηση με τον Κύριο Θάνατο σ’ ένα όνειρο.

Τι νιώθει κανείς, όταν έχει μια τέτοια εμπειρία; Και τι κάνει γι’ αυτό;

Βυθίζεται σε μια φρενιτιώδη δραστηριότητα, για να εξαντλήσει το άγχος και ν’ αποφύγει το θέμα;

Προσπαθεί ν’ απομακρύνει τις ρυτίδες με αισθητική χειρουργική ή να βάψει τα μαλλιά του;

Αποφασίζει να παραμείνει για μερικά χρόνια στην ηλικία των τριανταεννέα ετών;

Περισπά πολύ γρήγορα τον εαυτό του με τη δουλειά και τη ρουτίνα της καθημερινής ζωής;

Σβήνει από τη μνήμη του κάθε τέτοια εμπειρία;

Αγνοεί τα όνειρά του;

Σας προτρέπω να μη περισπάτε τον εαυτό σας.

Το αντίθετο, γευτείτε την αφύπνισή σας. Εκμεταλλευτείτε την.

Κάντε ένα σταμάτημα, καθώς κοιτάζετε τη φωτογραφία του νεότερου εαυτού σας. Αφήστε την έντονη στιγμή να σας κατακλύσει και παρατείνετέ τη λιγάκι. Γευτείτε και τη γλυκύτητά της μαζί με την πικρή της γεύση.

Μην ξεχνάτε το πλεονέκτημα που προσφέρει το να παραμείνετε εν επίγνωση του θανάτου, το ν’ αγκαλιάσετε τη σκιά του.

Μια τέτοια επίγνωση μπορεί ν’ αφομοιώσει το σκοτάδι με τη σπίθα σας για ζωή και να βελτιώσει τη ζωή σας, όσο ακόμα την έχετε.

Ο καλύτερος τρόπος για να εκτιμήσουμε τη ζωή, για ν’ αγαπήσουμε οτιδήποτε πολύ βαθιά, είναι να έχουμε επίγνωση ότι οι εμπειρίες αυτές είναι προορισμένες να χαθούν.

Έχω πολλές φορές εκπλαγεί ευχάριστα βλέποντας έναν ασθενή να κάνει ουσιαστικές θετικές αλλαγές πολύ αργά στη ζωή του, ακόμα και κοντά στον θάνατο.

Ποτέ δεν είναι πολύ αργά. Ποτέ δεν είμαστε πολύ γέροι για κάτι τέτοιο.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ: Φιλοσόφων βίων και δογμάτων συναγωγή VI 86

Του Κράτη είναι και το εξής: “Τούτα είναι δικά μου: ό,τι έμαθα, ό,τι στοχάστηκα, ό,τι πλάι στις Μούσες διδάχτηκα· τα πολλά της τύχης είναι μάταια”.

(Ἔστιν αὐτοῦ [του Κράτητος] καί τόδε· ταῦτ’ ἔχω ὅσσ’ ἔμαθον καί ἐφρόντισα καί μετά Μουσῶν σέμν’ ἐδάην· τά δέ πολλά καί ὄλβια τῦφος ἔμαρψεν.)

Το επίγραμμα αυτό είναι η απάντηση του Κράτη στο περίφημο επιτύμβιο του βασιλιά των Ασσυρίων Σαρδανάπαλλου (7ος αι. π.Χ.), στο οποίο εκφράζεται μια “εντελώς μη ελληνική” βιοθεωρία τρυφηλότητας, μαλθακότητας και φιληδονίας :

“Δικά μου είναι αυτά: ό,τι έφαγα, οι βρισιές που ξέρασα, ό,τι χάρηκα στον έρωτα”

(ταῦτ’ ἔχω, ὅσσ’ ἔφαγον καί ἐφύβρισα καί μετ’ ἔρωτος τέρπν’ ἔπαθον, τά δέ πολλά καί ὄλβια πάντα λέλειπται· Παλατινή Ανθολογία 7,325).

Όπως σημειώνει ο H. Heusch, ὅ.π.σ. 254 κε., ο Κράτης δεν επιχειρεί να δώσει απλώς μια διασκεδαστική παρωδία του παραπάνω επιτύμβιου επιγράμματος αλλά αντιπαραθέτει στη “σοφία” της απόλαυσης το ηθικό ιδεώδες μιας πνευματικής τελείωσης.

Κι ο Κράτης, κατ’ απομίμηση του “Δικά μου είναι αυτά: ό,τι έφαγα, οι βρισιές που ξέρασα, ό,τι χάρηκα στον έρωτα” έγραψε το εξής: “Δικά μου είναι αυτά: ό,τι έμαθα, ό,τι στοχάστηκα, ό,τι πλάι στις Μούσες διδάχτηκα”.

(ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, Περί τοῦ ἑαυτόν ἐπαινεῖν ἀνεπιφθόνως 17 p.546 a-b
Πάνυ δέ χαριέντως καί ὁ Κράτης πρός τό· “ταῦτ’ ἔχω, ὅσσ’ ἔφαγον καί ἐφύβρισα καί μετ’ ἔρωτος τέρπν’ ἔπαθον” ἀντέγραψε το· “ταῦτ’…..ἐδάην”.)

Παίρνει χρόνο για να μάθουμε να μην ανησυχούμε

Άραγε τι προκαλεί τον φόβο και την απογοήτευση; Τις περισσότερες φορές ο φόβος είναι μόνο μια προβολή του νου. 

Καταλαβαίνετε ότι πρέπει να αναλύουμε τις αιτίες του φόβου μας. Η σύγχυση είναι σε θέση να διαστρεβλώσει την εικόνα της πραγματικότητας και τις προθέσεις ενός ατόμου που έχουμε απέναντί μας. Μπορεί η συμπεριφορά του και οι πράξεις του να είναι ουδέτερες, κι εμείς λόγω εκνευρισμού να τις εκλάβουμε διαφορετικά. Καλό είναι σε αυτές τις περιπτώσεις να αναρωτιόμαστε αν αυτό που μας συμβαίνει -όπως ο εκνευρισμός- οφείλεται σε πραγματική αιτία. Γιατί άραγε κάποιος μας κατακρίνει ή και μας επιτίθεται; Δεν γεννήθηκε κανείς εχθρός μας, αλλά κάτι του προκαλεί αυτή τη συμπεριφορά απέναντί μας. Μπορεί οι λόγοι να είναι πολλοί, όμως η στάση μας είναι καθοριστική και δεν πρέπει να την παραγνωρίζουμε. Ίσως να είναι κάτι που έγινε στο παρελθόν από εμάς. Αυτομάτως η παραδοχή της πιθανής δικής μας συμμετοχής μειώνει την ένταση του θυμού και της σύγχυσης. Τότε φαίνεται ότι η φύση του ανθρώπου τελικά είναι καλή, φιλεύσπλαχνη και δεν θέλει να μας βλάψει. Τα συναισθήματα των άλλων μπορεί να οφείλονται σε παρεξήγηση, παραπληροφόρηση, ή ακόμα και σε δικά τους αυτοκαταστροφικά συναισθήματα. Αν μας ενδιαφέρει ο πόνος των άλλων και σκεφτούμε τη δυστυχία που μπορεί να κουβαλά το άτομο το οποίο έχει χάσει τον έλεγχο και είναι πνιγμένο μέσα σε τόση αρνητικότητα, τότε, αντί για θυμό, θα νιώσουμε συμπόνια και ενδιαφέρον.

Νομίζω ότι παίρνει χρόνο για να μάθουμε να χαλαρώνουμε ξέρετε, δεν είναι κάτι που έρχεται από μόνο του, γι’ αυτό δεν πρέπει να νιώθουμε άσχημα για τον εαυτό μας. Το μόνο που κάνει είναι να χειροτερεύει τα πράγματα. Άλλωστε δεν είμαστε παρά άνθρωποι, με πάρα πολλά ελαττώματα. “Κάποτε ήμουν… ” “Τώρα πια όμως βλέπουμε έναν γαλήνιο και ήρεμο άνθρωπο. Ωστόσο, πράγματι, κάποτε ένιωθε -και ίσως νιώθει ακόμα καμιά φορά- ενοχλημένος όπως όλοι οι άνθρωποι. Είναι όπως το μυϊκό σύστημα που χρειάζεται εξάσκηση για να βρίσκεται σε φόρμα. Μερικές φορές τα βάζουμε με τον εαυτό μας άδικα, επειδή δεν καταφέραμε να είμαστε τέλειοι από την αρχή. Η παρουσία μας ωστόσο στον κόσμο είναι αυτή που μας δίνει τη δυνατότητα να μάθουμε τι είναι καλό, να αγαπήσουμε περισσότερο και να αποκτήσουμε μεγαλύτερη συμπόνια. Δεν μαθαίνουμε με τη θεωρία». «Μαθαίνουμε στην πράξη όταν δοκιμαζόμαστε».”

Συχνά τα βάζουμε με τον εαυτό μας, θεωρώντας ότι οφείλουμε να είμαστε υπεράνθρωποι από την ώρα που αρχίζουμε να κάνουμε κάτι. Η γαλήνη δεν εμφανίζετε μέσα σε μία ημέρα. Μέσα από την επιμονή προέκυψε η γαλήνη, μεγάλωσε η φιλευσπλαχνία, εδραιώθηκαν η υπομονή και η αποδοχή- μέσα σε λογικό χρονικό πλαίσιο. Αν δεχτούμε τα πράγματα – όσα δεν μπορούν να αλλάξουν- όπως είναι, δεν υπάρχει λόγος να χτυπάμε το κεφάλι μας στον τοίχο. Γιατί το μόνο που θα βγει από αυτό είναι έντονος πονοκέφαλος. Εδώ βρίσκεται η κοιλάδα της ανάπτυξης και της βελτίωσης.

Υπερανθρωπισμός: Το «κίνημα»

Οι υποστηρικτές του, περιγράφουν τον υπερ-ανθρωπισμό ως ένα κίνημα συμβατό με το σύνολο του πολιτικού φάσματος, που στοχεύει στην απελευθέρωση του ανθρώπου από την τυραννία των περιορισμών που του επιβάλλει η φύση. Ο στόχος θα επιτευχθεί μέσω της «βελτίωσης» του συνόλου των διανοητικών, φυσιολογικών και ψυχολογικών δυνατοτήτων του ανθρώπινου όντος, με... την εφαρμογή των υφιστάμενων και μελλοντικών τεχνολογικών μέσων και σε τέτοιο βαθμό που θα οδηγήσει στη δημιουργία ενός νέου είδους, του μεταανθρώπου.

Οι υπερ-ανθρωπιστές θεωρούν τις ιδέες τους ως προέκταση του εκκοσμικευτικού ανθρωπιστικού εγχειρήματος του Διαφωτισμού, με το οποίο διατείνονται ότι μοιράζονται το στόχο της βελτίωσης της ανθρώπινης συνθήκης με τη χρήση του λόγου, της επιστήμης και της τεχνολογίας. Ωστόσο, συχνά κατηγορούν τον ανθρωπισμό για έλλειψη θάρρους και οράματος, εφόσον αποδέχεται τους περιορισμούς που η φύση θέτει στο ανθρώπινο σώμα και δεν επιδιώκει την υπέρβασή τους, σε αντίθεση με τον υπερ-ανθρωπισμό. Σε αυτή τη βάση, ο υπερ-ανθρωπισμός συμβολίζεται ως Ανθρωπισμός Συν (Α+) [Humanism Plus (H+)] και μετασχηματίζει το ανθρωπιστικό πρόταγμα της απελευθέρωσης του ανθρώπου, στον υπερ-ανθρωπιστικό στόχο της υπέρβασης των βιολογικών περιορισμών του ανθρώπινου σώματος.

ΤεχνοΑνθρωπότητα

Σύμφωνα με τους υπερ-ανθρωπιστές, το να πάρουμε την εξέλιξη στα χέρια μας και να αντικαταστήσουμε την τυχαιότητα με το σκόπιμο σχεδιασμό, αποτελεί μια αναγκαιότητα, καθώς ο άνθρωπος, ως προϊόν της φυσικής εξελικτικής διαδικασίας, είναι γεμάτος ατέλειες και ανεπάρκειες που γίνονται ιδιαίτερα απαγορευτικές για το ευ ζην στις συνθήκες της σύγχρονης ζωής. Οι τελευταίες συνοδεύονται απο ραγδαίες αλλαγές, ανθρωπογενούς κατά βάση προέλευσης, που συμβαίνουν στα διάφορα ανθρώπινα περιβάλλοντα. Ιδιαίτερα όσον αφορά το φυσικό και το τεχνολογικό περιβάλλον, οι ραγδαίες μεταβολές ασκούν πιέσεις στο ανθρώπινο είδος, καθιστώντας την ανάγκη για την εξέλιξή του επιτακτική. Με άλλα λόγια, πρέπει να εξελιχθούμε ως είδος προκειμένου να επιβιώσουμε της περιβαλλοντικής κρίσης που έχουμε προκαλέσει, αλλά και να μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε την εκθετικά αυξανόμενη τεχνολογική νοημοσύνη που έχουμε κατασκευάσει και να μπορέσουμε να αποκομίσουμε όλα τα οφέλη της.

Το ψευδοδίλημμα που θέτει ο υπερ-ανθρωπισμός στην ανθρωπότητα είναι απόλυτο: θα γίνουμε είτε υπερ-άνθρωποι (και σε επόμενο στάδιο μετά-άνθρωποι) είτε υπάνθρωποι. Οι ανθρώπινες κοινωνίες θα οδηγηθούν ντετερμινιστικά στο μαρασμό, αφού η στασιμότητα της ανθρώπινης εξέλιξης θα οδηγήσει στον εκφυλισμό του ανθρώπινου όντος. Ορισμένοι υπερ-ανθρωπιστές έχουν χρησιμοποιήσει εικόνες απο σύγχρονες πολιτικές φρικαλεότητες και βασανισμούς προκειμένου να ισχυριστούν ότι ο εκφυλισμός έχει ήδη αρχίσει.

Ορισμένοι υπερ-ανθρωπιστές υποστηρίζουν ρητά ότι ο άνθρωπος είναι, είτε μας αρέσει είτε όχι, μια μηχανή. Όλα τα στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης που διαφεύγουν του απόλυτου έλεγχου και της χειραγώγησης, όπως τα συναισθήματα, επανερμηνεύονται ως μηχανικές ατέλειες και ανάγονται στον «παρωχημένο» φυσικό σχεδιασμό και τους φυσικούς περιορισμούς του ανθρώπινου είδους. Στο πλαίσιο της υπερ-ανθρωπιστικής σκέψης, ακόμη και ο θάνατος ανανοηματοδοτείται ως «ασθένεια» η οποία δεν είναι πλέον ανεκτή, καθώς περιορίζει την ατομική ελευθερία.

Επιπλέον, ο θάνατος πρέπει να εξαλειφθεί γιατί στέκεται εμπόδιο για την απόλαυση των ωφελειών και των ανέσεων, αφού μπορεί να μας βρεί πρίν προλάβουμε να καταναλώσουμε αρκετά απο τα βιώματα που καθιστά δυνατά η υψηλή τεχνολογία.

Το μηχανιστικό και αναγωγιστικό πλαίσιο της υπερ-αθρωπιστικής σκέψης είναι προφανές τόσο στην αντίληψη του αθρώπινου σώματος στη σημερινή του εκδοχή, όσο και στη σύλληψη μιας μελλοντικής ιδεατής του μορφής. Το ιδανικό ανθρώπινο σώμα για τη μετάβαση προς τον μεταάνθρωπο, είναι περασμένο απο τα φίλτρα της οικονομίας και της αποτελεσματικότητας και ορίζεται με τους αντίστοιχους όρους της ποσοτικοποιημένης εργαλειακότητας και λειτουργικότητας. Με λίγα λόγια, υποτίθεται ότι θα γίνουμε πιο αποτελεσματικά υποκείμενα εμπειρίας αν, για παράδειγμα, αυξήσουμε την ικανότητα απομνημόνευσης, γίνουμε περισσότερο «αποδοτικοί ενεργειακά» μειώνοντας υποτιθέμενες ενεργειακές απώλειες που απορρέουν απο τις σωματικές λειτουργίες (να καταργήσουμε την πέψη), περισσότερο αποδοτικά συναισθηματικά υποκείμενα εάν απομακρύνουμε τις «άσκοπες» συναισθηματικές καταστάσεις, κλπ. Εννοείται ότι κεντρικό ρόλο σε αυτή τη συζήτηση, έχει ο έλεγχος της σεξουαλικότητας και της αναπαραγωγής.

Εφόσον όλα απορρέουν από την ατελή βιολογική εξέλιξη, τα πάσης φύσεως ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης σε όλα τα επίπεδα (ατομικά και συλλογικά), θα λυθούν με τον επανασχεδιασμό του ανθρώπινου όντος σε μια τεχνολογική βάση. Αυτό, παράλληλα με τις ευγονικές «βελτιώσεις» σε γενετικό επίπεδο, θα επιτευχθεί με σταδιακή εν-σωμάτωση της τεχνολογίας, που θα αντικαθιστά τα φθαρτά φυσικά τμήματα του ανθρώπινου σώματος, συμπεριλαμβανομένου και του εγκεφάλου. Έτσι, εκτός του ότι θα απελευθερωθούμε από το θνητό φυσικό σώμα, η τεχνολογική αθανασία ανοίγει μπροστά μας και ένα απεριόριστο σύνολο αξιών, δυνατοτήτων και επιλογών, όπως είναι για παράδειγμα η δυνατότητα φόρτωσης του «εαυτού» στον κυβερνοχώρο, όπου θα καταναλώνουμε, σε ταχύτητες φωτός, πληροφορίες και εμπειρίες εικονικής πραγματικότητας, και τα πολλαπλά αντίγραφα του «εαυτού» θα μπορούν να συναναστρέφονται με διάφορους άλλους κυβερνο-εαυτούς, συνθέτοντας έτσι την απόλυτη συλλογική «υπερ-διάνοια».

Εννοείται δε, ότι η η υψηλή τεχνολογία και η αυτοματοποίηση θα μας έχει ήδη απελευθερώσει από την εργασία και έτσι ο άνθρωπος θα μπορεί να επιδοθεί απερίσπαστος στο αέναο κηνύγι των διαφόρων ηδονών, οι περισσότερες-αν όχι όλες- εκ των οποίων θα είναι τεχνολογικά διαμεσολαβημένες. Επιπλέον, τα διάφορα τεχνολογικά τέκνα των ανθρώπων, θα αποκτήσουν αυθυπαρξία και ανεξαρτησία: οι υπερ-ανθρωπιστές περιμένουν εναγωνίως το σημείο που ονομάζεται Singularity (Μοναδικότητα;) και τοποθετείται χρονικά μεταξύ του 2035-2045, οπότε και η τεχνολογική νοημοσύνη φτάνει σε τέτοιο σημείο, όπου τα διάφορα τεχνο-οντα όχι μόνο αυτοαναπαράγονται, αλλά και σχεδιάζουν την περεταίρω εξέλιξή τους «συνειδητά». Ενίοτε, στην υπερ-ανθρωπιστική σκέψη το σημείο αυτό παραλληλίζεται με την έννοια της επανάστασης, όπως τη συνέλαβε ο Μάρξ και μετά απο αυτό, καμία εκτίμηση για το μέλλον δεν έχει νόημα.

Και τι γίνεται εάν τα τεχνολογικά τέκνα του ανθρώπου αρχίσουν να εκδηλώνουν κυριαρχικές συμπεριφορές, ανάλογες με αυτές που εκφράζει η ανθρωπότητα απέναντι στις άλλες μορφές ζωής τις οποίες βαφτίζει κατώτερες, προκειμένου να νομιμοποιήσει τους συνήθως φρικαλέους τρόπους με τους οποίους τις χρησιμοποιεί για τους σκοπούς της; Αυτός αλλά και πολλοί άλλοι κίνδυνοι που ενέχονται στην υλοποίηση του υπερ-ανθρωπιστικού οράματος, συμπεριλαβάνονται στις εκτιμήσεις των ίδιων των υπερ-ανθρωπιστών, σύμφωνα με τις οποίες υπάρχει ένα ποσοστό 25% «υπαρξιακού ρίσκου», δηλαδή ολοκληρωτικής καταστροφής. Για μια μεγάλη μερίδα των υπερ-ανθρωπιστών, το ρίσκο αυτό είναι μικρό σε σχέση με τη θεοποίηση που σηματοδοτείται από τη Μοναδικότητα: «Θα γίνουμε θεοί», λέει ο ανθρωπο-κλωνοποιός Richard Seed. «Αν δε σου αρέσει σπάσε. Αλλά εαν πρόκειται να παρέμβεις στη δική μου πορεία προς τη θεοποίηση, τότε θα έχουμε πολύ μεγάλο πρόβλημα. Αν προσπαθήσεις να με σταματήσεις, ή θα με σκοτώσεις ή θα σε σκοτώσω».

ΤεχνοΦύση

Η Φύση κατά τον υπερ-ανθρωπισμό είναι τύραννική, καθώς επιβάλλει περιορισμούς στον άνθρωπο. Εκτός αυτού είναι ανεπαρκής και ατελής, αλλά «δικαιολογημένη», αφού δεν …διέθετε τα σύγχρονα και μελλοντικά τεχνολογικά εργαλεία ώστε να παράξει μια περισσότερο αποτελεσματική φυσική εξέλιξη.

Παράλληλα, οι υπερ-ανθρωπιστές αγωνιούν να πείσουν για τη φυσικότητα του οράματός τους, στη βάση του ότι προκύπτει ως αναπόφευκτη ανταπόκριση στην ανθρώπινη ανάγκη να τροποποιεί, -όπως άλλωστε κάθε είδος- το περιβάλλον του. Επιπλέον, λέγεται ότι ανταποκρίνεται στην αποκλειστικά ανθρώπινη αρχέγονη ανάγκη για διαρκή βελτίωση και υπέρβαση των ορίων και των περιορισμών.

Περιέργως αν σκεφτούμε την ανθρωπιστική καταγωγή του υπερ-ανθρωπισμού, οι οπαδοί του δηλώνουν ότι δεν είναι ανθρωποκεντριστές ή ειδιστές:

«Από την υπερανθρωπιστική σκοπιά, οι άνθρωποι, τα τεχνήματά τους και τα εγχειρήματά τους, αποτελούν τμήμα της διευρυμένης βιόσφαιρας. Δεν υπάρχει θεμελιώδης διχοτομία μεταξύ της ανθρωπότητας και του υπόλοιπου κόσμου. Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι στο πρόσωπο του ανθρώπινου είδους η φύση απέκτησε επίγνωση και αυτό-στοχασμό».

Ο ισχυρισμός αυτός είναι ανυπόστατος, αφού με μια πιο προσεκτική ματιά φαίνεται ότι το μόνο χαρακτηριστικό στη φύση που αξιολογείται θετικά από τους υπερ-ανθρωπιστές είναι η ανθρώπινη νοημοσύνη, και αυτή όχι όπως την έχουμε παραλάβει απο τη φύση, αλλα όπως θα προκύψει όταν περάσει από το φίλτρο του ανθρώπινου μετασχηματισμού και ελέγχου, για να εκφραστεί ως αυτόνομη τεχνολογική νοημοσύνη. Με άλλα λόγια, όχι μόνο η αξιολογική αφετηρία τους είναι ανθρωποκεντρική με τη σκληρότερη έννοια του όρου, αλλά σε συνδυασμό με μια ιδιότυπη αυτοσιχασιά, μάλλον δε μιλάμε μόνο για διάθεση «παιχνιδιάρικης καλλιτεχνικής έκφρασης», αλλά για γενικότερη απέχθεια του φυσικού.

Όταν λοιπόν οι υπερ-ανθρωπιστές διακηρύσσουν ότι δεν είναι ανθρωποκεντριστές, συνήθως το κάνουν στην προσπάθεια να λειάνουν το έδαφος για μια ηθική αντιμετώπιση της «τεχνολογικής συνείδησης» που υποτίθεται πως θα έχουν τα μελλοντικά τεχνο-όντα, και όχι ως ευρεία αναγνώριση μορφών συνείδησης σε μη ανθρώπινα όντα.

Η φαντασιωμένη συγχώνευση της Φύσης με την Τεχνολογία πραγματοποιείται ξεκάθαρα εις βάρος της πρώτης, καθώς για τους υπερανθρωπιστές σηματοδοτεί την απόλυτη κυριαρχία επί της Φύσης. Η τεχνολογική σύγκλιση στην οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια, είναι το όχημα για την πραγματοποίηση της ενοποίησης μεταξύ των φυσικών και τεχνητών όντων, και την εξασφάλιση του ελέγχου όλων των επιπέδων της ύλης. Κατά τα άλλα, οι ίδιες τεχνολογίες που θα χρησιμοποιηθούν για την εξόντωση του φυσικού, και οι οποίες όπως προείπαμε εμφανίζονται ως πανάκεια και μονόδρομος, αυτές και θα εξαλείψουν και όλα τα συμπτώματα της περιβαλλοντικής κρίσης. Άλλωστε, χωρίς το άτακτο φυσικό περιβάλλον, δεν υπάρχει περιβαλλοντικό πρόβλημα…

Σύγκλιση NBIC

Κάτι που πρέπει να γίνει σαφές σε αυτό το σημείο, είναι ότι οι υπερ-ανθρωπιστές δεν αποτελούνται μόνο από διαφόρων ειδών τεχνο-οπτιμιστικά «φρικιά» που φαντασιώνονται ένα μέλλον επιστημονικής φαντασίας, αλλά σε μεγάλο βαθμό από «επιφανείς» δυτικούς, ως επί το πλείστον, επιστήμονες και φιλόσοφους, πολλοί απο τους οποίους κατευθύνουν τις εξελίξεις, όντας επικεφαλής των πεδίων έρευνας και ανάπτυξης που αντιστοιχούν στις τεχνολογίες που βασίζουν το υπερανθρωπιστικό όραμα, και ασκώντας «συμβουλευτική» δραστηριότητα στους «λήπτες αποφάσεων».

Έτσι βρίσκουμε την ιδέα της σύγκλισης της νανοτεχνολογίας, της βιοτεχνολογίας, της πληροφορικής και της γνωσιακής επιστήμης (convergence NBIC), η υλοποίηση της οποίας έχει υποδειχθεί από τους υπερ-ανθρωπιστές ως το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της πραγματοποίησης του οράματος τους, να αποτελεί τον πρωταρχικό ερευνητικό στόχο σε Ευρώπη και ΗΠΑ και να θεωρείται μια βέβαιη μεσοπρόθεσμη εξέλιξη.

Στην περίπτωση των ΗΠΑ, η σύνδεση μεταξύ της τεχνολογικής σύγκλισης και του υπερ-ανθρωπιστικού προτάγματος εκφράζεται ρητά και επίσημα μέσω επιστημονικών εκθέσεων που χρηματοδοτούνται απο το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών. Οι υπερ-ανθρωπιστικές θέσεις προωθούνται ανοιχτά και μέσω διαφόρων φορέων «συμβουλευτικής επιστήμης», όπως για παράδειγμα το λεγόμενο «Συμβούλιο Βιοηθικής του Προέδρου».

Στην Ευρώπη, όπου υπάρχει το ενοχλητικό προηγούμενο αντίστασης σε ορισμένα εγχειρήματα τεχνολογικής επιβολής όπως τα μεταλλαγμένα, η «συμβουλευτική επιστήμη» δηλώνει αποστασιοποίηση από τον υπέρ-ανθρωπισμό, και υιοθετεί μια διαφοροποιημένη ρητορική για την προώθηση του εγχειρήματος της τεχνολογικής σύγκλισης. Σύμφωνα με αυτή, οι ευρωπαίοι πολίτες θα κληθούν ώστε με «συμμετοχικές διαδικασίες» να «συνδιαμορφώσουν» μαζί με εταιρίες, επιστήμονες και πολιτικούς, την κατεύθυνση της τεχνολογικής σύγκλισης και τις εφαρμογές της. Με άλλα λόγια, υποτίθεται πως οι ευρωπαίοι θα διατυπώσουν οι ίδιοι «δημοκρατικά» την πιο ευπεπτη σειρά με την οποία θα καταπιούν τις νέες τεχνολογίες.

Τελικά;

Ο δρόμος της μετεξέλιξης του παγκόσμιου καπιταλισμού περνάει μέσα από τις εμπορευματικές δυνατότητες που παρέχει η διαμόρφωση και η εφαρμογή της υψηλής τεχνολογίας κατά τη διαδικασία της τεχνολογικοποίησης των πάντων. Ήδη, ο αριθμός των νεοαναδυόμενων εταιριών που σχετίζονται με τις τεχνολογίες του υπερ-ανθρωπιστικού οράματος είναι τεράστιος. Κρυογονικές, αντιγηραντικές, νανοτεχνολογικές, βιοτεχνολογικές, ρομποτικές και λοιπές εταιρίες, αυξάνονται και επεκτείνονται. Πολύ συχνά, ιδιοκτήτες τους είναι οι ίδιοι οι πανεπιστημιακοί μεγαλο-επιστήμονες υπερ-ανθρωπιστές, οι οποίοι με την άλλη τους ιδιότητα, ως ειδήμονες, υπαγορεύουν την κατεύθυνση της έρευνας και της ανάπτυξης στα κέντρα λήψης αποφάσεων, αποσπώντας και τις ανάλογες χρηματοδοτήσεις.

Επιπλέον, ο βαθμός εξειδίκευσης αυτών των τεχνολογιών, σε συνδιασμό με τους κινδύνους που να ενέχουν, καθιστά σχεδόν αυτονόητη την άσκηση του ελέγχου τους από τη συγκεκριμένη υπερ-ανθρωπιστική ελίτ, με ότι αυτό συνεπάγεται σε πολιτικό επίπεδο. Λέει, για παράδειγμα, ο Bostrom: «Το να πάρουμε την εξέλιξη μας στα χέρια μας, θα απαιτούσε την ανάπτυξη ενός «singleton», (δηλαδή) μιας παγκόσμιας τάξης στην οποία η υψηλότερη οργανωτική βαθμίδα θα αποτελείται από μια και μοναδική και ανεξάρτητη εξουσία που λαμβάνει αποφάσεις (που θα μπορούσε να είναι μια παγκόσμια διακυβέρνηση, ή όχι)».

Με άλλα λόγια, η υπερ-ανθρωπιστική φαντασίωση πηγαίνει χεράκι-χεράκι με την περεταίρω συγκέντρωση της εξουσίας και τη διαιώνιση της πανκαπιταλιστικής τάξης πραγμάτων. Επιπλέον, εγγυάται την ανάδυση νέων μορφών ιεραρχίας και ανισότητας.

Αυτό δεν προβληματίζει τους υπερ-ανθρωπιστές, αφού “ακριβώς όπως τα σύγχρονα ανθρώπινα όντα επωφελούνται από άλλα είδη που δεν θέτουν σε σοβαρό κίνδυνο το ανθρώπινο είδος, έτσι μπορεί οι τεχνολογικά ανώτεροι παράγοντες να επωφελούνται από την ύπαρξη μιας οικολογίας μη-ευδαιμονικών παραγόντων. Τέτοιου είδους μη-ευδαιμονικοί παράγοντες θα μπορούν να εξυπηρετούν οικονομικά ωφέλιμες λειτουργίες. Ο στόχος είναι να μεγιστοποιηθεί η συνολική ποσότητα των πόρων που κατέχουν οι ευδαιμονικοί παράγοντες, ή σε κάθε περίπτωση να εμποδίσουν αυτή την ποσότητα από το να πέσει στο μηδέν.»

Συνοψίζοντας, το πολυδιαφημισμένο ως το απόλυτο ελευθεριακό πρόταγμα, το υπερ-ανθρωπιστικό, κρύβει στην ουσία του το ιδεολόγημα του απόλυτου ελέγχου πάνω στον άνθρωπο και τη φύση. Η σταδιακή κατάργηση κάθε αυθόρμητης έκφρασης της ανθρώπινης η μη φύσης, που δεν προέρχεται ή δεν διαμεσολαβείται από την τεχνολογία μπορεί να καταστήσει την τελευταία ένα πανταχού παρών φάντασμα, με ότι πλεονεκτήματα συνεπάγεται αυτό για τις μελλοντικές δυνάμεις εξουσίας, ελέγχου και καταστολής.

Με το σκεπτικό ότι το διακύβευμα του υπερ-ανθρωπιστικού σχεδίου, μάλλον επιβάλλει την άμεση συζήτηση και τη δράση, παρατίθεται ένας ενδεικτικός και υπό κατασκευή κατάλογος με πηγές, όλες δυστυχώς στα αγγλικά. Η κατηγοριοποίηση που έγινε είναι εξαιρετικά χαλαρή, καθώς αφενός μεν οι θεματικές αλληλεπικαλύπτονται, αφετέρου τα ίδια άτομα, συχνά φέροντας τις διάφορες ιδιότητες τους, εμπλέκονται σε διαφορετικούς φορείς, οργανώσεις και εταιρίες. Στόχος του καταλόγου, εκτός απο την παράθεση πρωτογενών πηγών για τη διερεύνηση του υπερ-ανθρωπισμού από όποια και όποιον ενδιαφέρεται, είναι και να καταδείξει την έκταση και το φάσμα των υπερ-ανθρωπιστικών δραστηριοτήτων και να δώσει μια αίσθηση για τη δικτύωση τους.

Ιουδαιοχριστιανικά μυστήρια: Οι γονείς τής Παναγίας, ο τόπος γέννησης και η εικόνα τού Ιησού και οι τρεις μάγοι με τα δώρα

 Όποιος ανατρέξει σε κάποιο χριστιανικό ημερολόγιο-εορτολόγιο, θα διαπιστώσει ότι στις 9 Σεπτεμβρίου, τιμώνται οι γονείς τής Παναγίας, οι άγιοι Ιωακείμ και Άννα. Την ημέρα αυτή, υποτίθεται ότι είναι τα γενέθλια τής Μαριάμ. Η αγία Άννα μάλιστα, τιμάται δύο ακόμη φορές κατά την διάρκεια τού χρόνου: Στις 9 Δεκεμβρίου (σύλληψη τής Μαριάμ -«θαυματουργικώς» πάντα, καθώς οι Ιωακείμ και Άννα είχαν ήδη ξοδέψει 8-9 δεκαετίες τής ζωής τους όταν «συνέλαβαν» την Παναγία) και στις 25 Ιουλίου (θάνατος τής Άννας).

Εδώ όμως, έχουμε ένα...μικρό πρόβλημα... Πουθενά στην Καινή Διαθήκη, δεν γίνεται λόγος για τούς γονείς τής Παναγίας και μάλιστα ονομαστικά. Από που λοιπόν η Εκκλησία γνωρίζει τα ονόματά τους, τούς απεικονίζει και τούς τιμά, εφ' όσον δεν μνημονεύονται στις «ιερές» γραφές, πολύ περισσότερο απ' την στιγμή που μνημονεύονται ένας σωρός άλλοι, λιγότερο «σημαντικοί»; Βάζουμε προς το παρόν, έναν αστερίσκο εδώ και προχωράμε...

Η ακόλουθη εικόνα, προφανώς και είναι γνώριμη και οικεία στον κάθε χριστιανό: Η γέννηση τού Ιησού «εν τω σπηλαίω», όπου το «θείο βρέφος» βρίσκεται περιτριγυρισμένο από μερικά ζώα που το ζεσταίνουν...

Εδώ προκύπτει μία ακόμη απορία: Από που εμπνεύστηκαν, όσοι απεικόνισαν την γέννηση τού Ιησού, την εικόνα τού σπηλαίου, εφ' όσον ουδεμία τέτοια αναφορά γίνεται στην Καινή Διαθήκη; Η μοναδική αναφορά περί φάτνης (φάτνη είναι το παχνί, η κανίστρα που βάζουν το άχυρο για να φάνε τα ζώα), γίνεται στο Ευαγγέλιο τού Λουκά (2: 7) κι απ' τα συμφραζόμενα γίνεται η υπόθεσις πώς πρόκειται για στάβλο -επ' ουδενί πάντως για σπηλιά. Πού λοιπόν, ανακάλυψαν το σπήλαιο οι χριστιανοί εικονογράφοι; Για την ευκολία τής συζήτησης, παραβλέπουμε τις αναφορές περί βοσκών που είχαν βγάλει τα ζώα τους για βοσκή χειμωνιάτικα και νυχτιάτικα. Βάζουμε λοιπόν έναν ακόμη αστερίσκο και συνεχίζουμε...

Το επόμενο σκηνικό, μάς μεταφέρει στους τρεις μάγους με τα δώρα, ονόματι Γασπάρ, Βαλτάσαρ και Μελχιόρ...

Η μοναδική αναφορά σε μάγους, γίνεται στο Ευαγγέλιο τού Ματθαίου (κεφάλαιο 2). Η αναφορά όμως αυτή δεν είναι ονομαστική. Επομένως, από που -και πάλι- γνωρίζουν οι χριστιανοί τα ονόματα τών μάγων, εφ' όσον δεν μνημονεύονται πουθενά στην Καινή Διαθήκη;
Οι απαντήσεις, σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα, βρίσκονται σ' ένα...απόκρυφο Ευαγγέλιο... Ακριβώς αυτό, από το οποίο αντλεί τις πληροφορίες της και η Εκκλησία(!): Το Ευαγγέλιο τού Ιακώβου (ή «Πρωτοευαγγέλιο», όπως έχει επικρατήσει να ονομάζεται), το οποίο τοποθετείται χρονικά στον 2ο αιώνα μ.Χ. Μάλιστα, η προσθήκη...ζώων γύρω από την φάτνη, προέρχεται από ένα άλλο απόκρυφο κείμενο, αυτό τού ψευδο-Ματθαίου, εκπληρώνοντας έτσι την «προφητεία» τού Αμβακούμ («Εν μέσω δύο ζωντανών θα φανερωθείς»).

Η εύλογη απορία που προκύπτει τώρα, είναι η εξής: Αφού η Εκκλησία αντλεί και χρησιμοποιεί, ως έγκυρα, στοιχεία από το Ευαγγέλιο αυτό, τότε γιατί το έχει κηρύξει «απόκρυφο» -δηλαδή, ψευδεπίγραφο και αντικανονικό;

Η απάντηση είναι, πως εκτός τού ότι δεν είναι τόσο «θεολογικό», σε κάποια σημεία του έρχεται σε σύγκρουση με τα «κανονικά» Ευαγγέλια (πέραν τών όποιων άλλων φανταστικών διηγήσεων, όπως τών πουλιών που ακινητοποιούνται στον αέρα και σταματούν να πετούν την ώρα τής γέννησης τού Ιησού, ή τής φοινικιάς που σκύβει για να δροσίσει την Παναγία, κατόπιν εντολής τού πιτσιρικά Ιησού). (Πρωτοφανές! Λες και τα κανονικά δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους...). Π.χ. ο «Ευαγγελισμός τής Θεοτόκου» τοποθετείται στην Ιερουσαλήμ και όχι στην -ανύπαρκτη- Ναζαρέτ που αναφέρει ο Λουκάς, ενώ κάνουν την εμφάνισή τους και μερικά...αδέλφια τού Ιησού που ο συγγραφέας επιχειρεί να τα αποδώσει σε προηγούμενο γάμο τού...90χρονου Ιωσήφ (και τα οποία στα «κανονικά» Ευαγγέλια είναι...άφαντα). Σ' αυτό το σημείο βέβαια, ο συγγραφέας αυτού τού Ευαγγελίου, αγωνίζεται άδικα να προστατέψει την...παρθενία τής Μαριάμ, καθώς ήδη ο Λουκάς και ο Ματθαίος την έχουν κάνει τη...ζημιά, όταν αναφέρουν τον Ιησού, ως...πρωτότοκο παιδί τής Παναγίας («Και ενώ βρίσκονταν εκεί, συμπληρώθηκαν οι ημέρες για να γεννήσει· και γέννησε τον γιο της τον πρωτότοκο...», Λουκάς 2: 6-7 - «Και όταν ο Ιωσήφ σηκώθηκε από τον ύπνο, έκανε όπως τον πρόσταξε ο άγγελος του Κυρίου· και πήρε τη γυναίκα του. Και δεν τη γνώριζε, μέχρις ότου γέννησε τον πρωτότοκο γιο της· και αποκάλεσε το όνομά του Ιησού», Ματθαίος 1: 25-26). Άρα; Τί κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια; Βέβαια, αυτές δεν είναι οι μοναδικές αναφορές σε αδέλφια τού Ιησού μέσα στην Καινή Διαθήκη, αλλά είναι οι πιο συγκεκριμένες που καταρρίπτουν τον μύθο τής παρθενίας τής Μαριάμ.

Όπως καταλαβαίνει ο αναγνώστης, πρόκειται για «ιερά» κουλουβάχατα. Η Εκκλησία, σαν τη μελισσούλα, παίρνει από κάθε βιβλίο, ότι επιθυμεί και μετά -αφού δημιουργήσει τον αχταρμά της- χωρίς κανέναν ενδοιασμό, χαρακτηρίζει το υπόλοιπο άχρηστο υλικό, «ψευδεπίγραφο». Μάλιστα...

Πάμε παρακάτω όμως, γιατί μάς έχει απομείνει η εικόνα τού Ιησού, δηλαδή το πρόσωπό του...

Πόσοι και πόσοι ισχυρίζονται ότι έχουν δει τον Ιησού (ή τέλος πάντων την μορφή του), είτε στον ύπνο τους, είτε στον...ξύπνιο τους; Αλλά, είναι και πάλι ν' απορεί κάποιος: Αφού η εικόνα τού Ιησού είναι άγνωστη, πως οι διάφοροι σεληνιασμένοι βλέπουν την μορφή του, η οποία συνήθως φέρνει στην μορφή τού γαλανομάτη Ιησού τού Τζεφιρέλι και τών προτεσταντικών φανταστικών απεικονίσεων; Μήπως τελικά η αυθυποβολή κάνει «θαύματα»;

Απευθύνεται λοιπόν το ακόλουθο ερώτημα σε όσους «βλέπουν» τον Ιησού: Με ποιον απ' όλους, έχει σχέση ο Ιησούς που «βλέπετε»;


Συρία, 3ος αιώνας μ.Χ. (Η πρώτη γνωστή απεικόνιση)

Hegel: Φαινομενολογία του πνεύματος, μια ερμηνεία (7)

Γκέοργκ Χέγκελ: 1770-1831

Το πνεύμα και οι σκιές του

§1

Βασικό μέλημα του εγελιανού φιλοσοφείν εν όλω είναι η βαθύτερη κατανόηση της εσωτερικής διεργασίας του στοχασμού (innerer Prozeß des Denkens) ως τέτοιου και περαιτέρω η μεταστοχαστική ανά-Γνωση του νεωτερικού στοχασμού, έτσι όπως ο τελευταίος αναδύθηκε για πρώτη φορά μέσα από την ιστορία και δια-μορφώθηκε δομικά ως «το βλέμμα του πνεύματος».

Με αυτή τη μεταστοχαστική ανά-Γνωση ο Χέγκελ δεν εννοεί μια απλή ανάγνωση της ιστορίας, αλλά τη σύλληψη της ιστορικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης από μέσα· δηλαδή με βάση την ανασκοπική [=μεταστοχαστική] κίνηση αυτής τούτης της γνώσης ως πνευματικής κατάκτησης του ανθρώπου. Αυτή η κίνηση, στη Φαινομενολογία του πνεύματος, είναι το επιστημονικό γνωρίζειν (wissenschaftliches Erkennen) και μια αδρή του παρουσίαση μας παρέχει ο Χέγκελ με τον Πρόλογο της Φαινομενολογίας του πνεύματος. Το εν λόγω επιστημονικό γνωρίζειν δεν είναι παρά η ίδια η Γνώση (Wissen) ως γνωσιακή σχέση, κινούμενη πάνω στην τροχιά της έννοιας (Begriff-Begreifen). Πρόκειται με άλλα λόγια για μια εννοιολογική κίνηση, υποδηλώνοντας πάντα την χαρακτηριστική εκδίπλωση του ίδιου του πνεύματος, ως σκεπτόμενης συνείδησης. Στη Φαινομενολογία του πνεύματος τη γνωρίζουμε ως φαινομενολογική κίνηση του πνεύματος: ο φιλοσοφικός Λόγος εδώ συνθέτει τη γνωσιακή πορεία ενός ιστορικά πολυσύνθετου ανθρώπινου κόσμου, μιας αντικειμενικά ενεργοποιημένης πραγματικότητας, από τη σκοπιά της νεωτερικής υποκειμενικότητας.

§2

Ετούτη η υποκειμενικότητα, για τον Χέγκελ της Φαινομενολογίας, είναι το εμφανιζόμενο πνεύμα ‒ή η στοχαστική συνείδηση του ανθρώπινου Είναι‒ ως Χρόνος και Ιστορία. Η εσωτερική λογική που διέπει την όλη παρουσία της εν λόγω υποκειμενικότητας γνωρίζεται, στην άμεση πραγματικότητα, ως μια ανακατασκευή [=δόμηση] εννοιών. Αυτή-εδώ αποφεύγει να είναι εξωτερική κατασκευή, άρα αυθαίρετη δράση φαντασιακών οντογενέσεων, όπως λ.χ. η παρερμηνεία του πνεύματος συλλήβδην ως νου. Πώς κατορθώνει και το αποφεύγει; Το επιτυγχάνει ως εξής: με τη μορφή των κατά Λόγο επιπέδων και σχημάτων της συνείδησης δεσμεύει εαυτόν στα διαλεκτικά όρια της μεταβατικής κίνησης από το ένα επίπεδο και σχήμα της συνείδησης στο άλλο: π.χ. από το επίπεδο της συνείδησης σε εκείνο της αυτοσυνείδησης, του Λόγου κ.λπ. ή εντός του κάθε επιπέδου, ας πούμε, από την αισθητήρια βεβαιότητα στην κατ’ αίσθηση αντίληψη, στη διάνοια κ.λπ. Στο πλαίσιο αυτής της διεργασίας, το πνεύμα συγκροτεί τη γνωσιο-οντο-λογική προ-οπτική της ως άνω υποκειμενικότητας· μια προ-οπτική, που τελεί διαρκώς υπό τη δύναμη της προσδιορισμένης άρνησης κάθε ατελούς, δυσαρμονικού ή αρνητικά φαντασιακού, που θα μπορούσε να απορρυθμίσει το ρυθμό του διαλεκτικού όλου: δηλαδή την εσωτερική αλληλενέργεια υποκειμένου και υπόστασης. Η δύναμη έτσι της εν λόγω άρνησης έγκειται στο να εκ-μηδενίζει τις σκιές του πνεύματος για χάρη της εν έργω αυτό-διαύγασής του: αποτρέπει λοιπόν τη χωριστική ή εξωτερικά εχθρική κίνηση μεταξύ υπόστασης και υποκειμένου, την αθροιστική λογική του εργαλειακού νου και την υποκατάσταση του πνεύματος από τον τελευταίο, τις παντός είδους φαντασιακές οντογενέσεις γύρω από εννοιολογικά σχήματα, που στις μέρες μας ευδοκιμούν ως εγκληματικά ιδεολογήματα απόλυτης παρακμής και καταστροφής.

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (552e-555b)

[552e] Μὴ οὖν οἰόμεθα, ἔφην ἐγώ, καὶ κακούργους πολλοὺς ἐν αὐταῖς εἶναι κέντρα ἔχοντας, οὓς ἐπιμελείᾳ βίᾳ κατέχουσιν αἱ ἀρχαί;Οἰόμεθα μὲν οὖν, ἔφη.
Ἆρ᾽ οὖν οὐ δι᾽ ἀπαιδευσίαν καὶ κακὴν τροφὴν καὶ κατάστασιν τῆς πολιτείας φήσομεν τοὺς τοιούτους αὐτόθι ἐγγίγνεσθαι;
Φήσομεν.
Ἀλλ᾽ οὖν δὴ τοιαύτη γέ τις ἂν εἴη ἡ ὀλιγαρχουμένη πόλις καὶ τοσαῦτα κακὰ ἔχουσα, ἴσως δὲ καὶ πλείω.
Σχεδόν τι, ἔφη.
[553a] Ἀπειργάσθω δὴ ἡμῖν καὶ αὕτη, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἡ πολιτεία, ἣν ὀλιγαρχίαν καλοῦσιν, ἐκ τιμημάτων ἔχουσα τοὺς ἄρχοντας· τὸν δὲ ταύτῃ ὅμοιον μετὰ ταῦτα σκοπῶμεν, ὥς τε γίγνεται οἷός τε γενόμενός ἐστιν.
Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη.
Ἆρ᾽ οὖν ὧδε μάλιστα εἰς ὀλιγαρχικὸν ἐκ τοῦ τιμοκρατικοῦ ἐκείνου μεταβάλλει;
Πῶς;
Ὅταν αὐτοῦ παῖς γενόμενος τὸ μὲν πρῶτον ζηλοῖ τε τὸν πατέρα καὶ τὰ ἐκείνου ἴχνη διώκῃ, ἔπειτα αὐτὸν ἴδῃ ἐξαίφνης [553b] πταίσαντα ὥσπερ πρὸς ἕρματι πρὸς τῇ πόλει, καὶ ἐκχέαντα τά τε αὑτοῦ καὶ ἑαυτόν, ἢ στρατηγήσαντα ἤ τιν᾽ ἄλλην μεγάλην ἀρχὴν ἄρξαντα, εἶτα εἰς δικαστήριον ἐμπεσόντα [βλαπτόμενον] ὑπὸ συκοφαντῶν ἢ ἀποθανόντα ἢ ἐκπεσόντα ἢ ἀτιμωθέντα καὶ τὴν οὐσίαν ἅπασαν ἀποβαλόντα.
Εἰκός γ᾽, ἔφη.
Ἰδὼν δέ γε, ὦ φίλε, ταῦτα καὶ παθὼν καὶ ἀπολέσας τὰ ὄντα, δείσας οἶμαι εὐθὺς ἐπὶ κεφαλὴν ὠθεῖ ἐκ τοῦ θρόνου [553c] τοῦ ἐν τῇ ἑαυτοῦ ψυχῇ φιλοτιμίαν τε καὶ τὸ θυμοειδὲς ἐκεῖνο, καὶ ταπεινωθεὶς ὑπὸ πενίας πρὸς χρηματισμὸν τραπόμενος γλίσχρως καὶ κατὰ σμικρὸν φειδόμενος καὶ ἐργαζόμενος χρήματα συλλέγεται. ἆρ᾽ οὐκ οἴει τὸν τοιοῦτον τότε εἰς μὲν τὸν θρόνον ἐκεῖνον τὸ ἐπιθυμητικόν τε καὶ φιλοχρήματον ἐγκαθίζειν καὶ μέγαν βασιλέα ποιεῖν ἐν ἑαυτῷ, τιάρας τε καὶ στρεπτοὺς καὶ ἀκινάκας παραζωννύντα;
Ἔγωγ᾽, ἔφη.
[553d] Τὸ δέ γε οἶμαι λογιστικόν τε καὶ θυμοειδὲς χαμαὶ ἔνθεν καὶ ἔνθεν παρακαθίσας ὑπ᾽ ἐκείνῳ καὶ καταδουλωσάμενος, τὸ μὲν οὐδὲν ἄλλο ἐᾷ λογίζεσθαι οὐδὲ σκοπεῖν ἀλλ᾽ ἢ ὁπόθεν ἐξ ἐλαττόνων χρημάτων πλείω ἔσται, τὸ δὲ αὖ θαυμάζειν καὶ τιμᾶν μηδὲν ἄλλο ἢ πλοῦτόν τε καὶ πλουσίους, καὶ φιλοτιμεῖσθαι μηδ᾽ ἐφ᾽ ἑνὶ ἄλλῳ ἢ ἐπὶ χρημάτων κτήσει καὶ ἐάν τι ἄλλο εἰς τοῦτο φέρῃ.
Οὐκ ἔστ᾽ ἄλλη, ἔφη, μεταβολὴ οὕτω ταχεῖά τε καὶ ἰσχυρὰ ἐκ φιλοτίμου νέου εἰς φιλοχρήματον.
[553e] Ἆρ᾽ οὖν οὗτος, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὀλιγαρχικός ἐστιν;
Ἡ γοῦν μεταβολὴ αὐτοῦ ἐξ ὁμοίου ἀνδρός ἐστι τῇ πολιτείᾳ, ἐξ ἧς ἡ ὀλιγαρχία μετέστη.
Σκοπῶμεν δὴ εἰ ὅμοιος ἂν εἴη.
[554a] Σκοπῶμεν.
Οὐκοῦν πρῶτον μὲν τῷ χρήματα περὶ πλείστου ποιεῖσθαι ὅμοιος ἂν εἴη;
Πῶς δ᾽ οὔ;
Καὶ μὴν τῷ γε φειδωλὸς εἶναι καὶ ἐργάτης, τὰς ἀναγκαίους ἐπιθυμίας μόνον τῶν παρ᾽ αὑτῷ ἀποπιμπλάς, τὰ δὲ ἄλλα ἀναλώματα μὴ παρεχόμενος, ἀλλὰ δουλούμενος τὰς ἄλλας ἐπιθυμίας ὡς ματαίους.
Πάνυ μὲν οὖν.
Αὐχμηρός γέ τις, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὢν καὶ ἀπὸ παντὸς περιουσίαν ποιούμενος, θησαυροποιὸς ἀνήρ —οὓς δὴ καὶ ἐπαινεῖ τὸ πλῆθος— [554b] ἢ οὐχ οὗτος ἂν εἴη ὁ τῇ τοιαύτῃ πολιτείᾳ ὅμοιος;
Ἐμοὶ γοῦν, ἔφη, δοκεῖ· χρήματα γοῦν μάλιστα ἔντιμα τῇ τε πόλει καὶ παρὰ τῷ τοιούτῳ.
Οὐ γὰρ οἶμαι, ἦν δ᾽ ἐγώ, παιδείᾳ ὁ τοιοῦτος προσέσχηκεν.
Οὐ δοκῶ, ἔφη· οὐ γὰρ ἂν τυφλὸν ἡγεμόνα τοῦ χοροῦ ἐστήσατο καὶ ἐτί‹μα› μάλιστα.
Εὖ, ἦν δ᾽ ἐγώ. τόδε δὲ σκόπει· κηφηνώδεις ἐπιθυμίας ἐν αὐτῷ διὰ τὴν ἀπαιδευσίαν μὴ φῶμεν ἐγγίγνεσθαι, τὰς μὲν [554c] πτωχικάς, τὰς δὲ κακούργους, κατεχομένας βίᾳ ὑπὸ τῆς ἄλλης ἐπιμελείας;
Καὶ μάλ᾽, ἔφη.
Οἶσθ᾽ οὖν, εἶπον, οἷ ἀποβλέψας κατόψει αὐτῶν τὰς κακουργίας;
Ποῖ; ἔφη.
Εἰς τὰς τῶν ὀρφανῶν ἐπιτροπεύσεις, καὶ εἴ πού τι αὐτοῖς τοιοῦτον συμβαίνει, ὥστε πολλῆς ἐξουσίας λαβέσθαι τοῦ ἀδικεῖν.
Ἀληθῆ.
Ἆρ᾽ οὖν οὐ τούτῳ δῆλον ὅτι ἐν τοῖς ἄλλοις συμβολαίοις ὁ τοιοῦτος, ἐν οἷς εὐδοκιμεῖ δοκῶν δίκαιος εἶναι, ἐπιεικεῖ [554d] τινὶ ἑαυτοῦ βίᾳ κατέχει ἄλλας κακὰς ἐπιθυμίας ἐνούσας, οὐ πείθων ὅτι οὐκ ἄμεινον, οὐδ᾽ ἡμερῶν λόγῳ, ἀλλ᾽ ἀνάγκῃ καὶ φόβῳ, περὶ τῆς ἄλλης οὐσίας τρέμων;
Καὶ πάνυ γ᾽, ἔφη.
Καὶ νὴ Δία, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ φίλε, τοῖς πολλοῖς γε αὐτῶν ἐνευρήσεις, ὅταν δέῃ τἀλλότρια ἀναλίσκειν, τὰς τοῦ κηφῆνος συγγενεῖς ἐνούσας ἐπιθυμίας.
Καὶ μάλα, ἦ δ᾽ ὅς, σφόδρα.
Οὐκ ἄρ᾽ ἂν εἴη ἀστασίαστος ὁ τοιοῦτος ἐν ἑαυτῷ, οὐδὲ εἷς ἀλλὰ διπλοῦς τις, ἐπιθυμίας δὲ ἐπιθυμιῶν ὡς τὸ πολὺ [554e] κρατούσας ἂν ἔχοι βελτίους χειρόνων.
Ἔστιν οὕτω.
Διὰ ταῦτα δὴ οἶμαι εὐσχημονέστερος ἂν πολλῶν ὁ τοιοῦτος εἴη· ὁμονοητικῆς δὲ καὶ ἡρμοσμένης τῆς ψυχῆς ἀληθὴς ἀρετὴ πόρρω ποι ἐκφεύγοι ἂν αὐτόν.
Δοκεῖ μοι.
Καὶ μὴν ἀνταγωνιστής γε ἰδίᾳ ἐν πόλει ὁ φειδωλὸς [555a] φαῦλος ἤ τινος νίκης ἢ ἄλλης φιλοτιμίας τῶν καλῶν, χρήματά τε οὐκ ἐθέλων εὐδοξίας ἕνεκα καὶ τῶν τοιούτων ἀγώνων ἀναλίσκειν, δεδιὼς τὰς ἐπιθυμίας τὰς ἀναλωτικὰς ἐγείρειν καὶ συμπαρακαλεῖν ἐπὶ συμμαχίαν τε καὶ φιλονικίαν, ὀλίγοις τισὶν ἑαυτοῦ πολεμῶν ὀλιγαρχικῶς τὰ πολλὰ ἡττᾶται καὶ πλουτεῖ.
Καὶ μάλα, ἔφη.
Ἔτι οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀπιστοῦμεν μὴ κατὰ τὴν ὀλιγαρχουμένην πόλιν ὁμοιότητι τὸν φειδωλόν τε καὶ χρηματιστὴν [555b] τετάχθαι;
Οὐδαμῶς, ἔφη.
Δημοκρατίαν δή, ὡς ἔοικε, μετὰ τοῦτο σκεπτέον, τίνα τε γίγνεται τρόπον, γενομένη τε ποῖόν τινα ἔχει, ἵν᾽ αὖ τὸν τοῦ τοιούτου ἀνδρὸς τρόπον γνόντες παραστησώμεθ᾽ αὐτὸν εἰς κρίσιν.
Ὁμοίως γοῦν ἄν, ἔφη, ἡμῖν αὐτοῖς πορευοίμεθα.
Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, μεταβάλλει μὲν τρόπον τινὰ τοιόνδε ἐξ ὀλιγαρχίας εἰς δημοκρατίαν, δι᾽ ἀπληστίαν τοῦ προκειμένου ἀγαθοῦ, τοῦ ὡς πλουσιώτατον δεῖν γίγνεσθαι;
Πῶς δή;

***
[552e] Πώς λοιπόν να μην πιστέψομε ότι θα υπάρχουν σ᾽ αυτές και πλήθος κακούργοι με κεντριά, που φροντίζουν οι άρχοντες να τους συγκρατούν με τη βία;
Και βέβαια το πιστεύομε.
Και από ποιάν άλλη αφορμή προέρχεται τούτο παρά από την απαιδευσία και την κακή ανατροφή και από την ελαττωματική σύσταση της πολιτείας;
Από καμιάν άλλη.
Τέτοια λοιπόν περίπου είναι η ολιγαρχούμενη πόλη και αυτά είναι τα ελαττώματά της, ίσως μάλιστα και περισσότερα.
Μάλιστα.

Ο τύπος του ολιγαρχικού ανθρώπου
[553a] Ας θεωρήσομε επομένως τελειωμένη την απεικόνιση και αυτής της πολιτείας, που την ονομάζομε ολιγαρχία και όπου οι άρχοντες γίνονται με κριτήριο την περιουσία· τώρα ας εξετάσομε και τον άνθρωπο που της μοιάζει, και πώς σχηματίζεται και ποιός είναι ο χαρακτήρας του.
Ας ιδούμε.
Η μετάπτωση από εκείνο τον τιμοκρατικό στον ολιγαρχικό δεν σου φαίνεται ότι γίνεται με αυτόν εδώ τον τρόπο;
Πώς;
Ο γιος από την παιδική του ηλικία στην αρχή φιλοτιμιέται να μιμηθεί τον πατέρα του και να βαδίσει στ᾽ αχνάρια του· έπειτα όμως, όταν έξαφνα δει ότι ο πατέρας του [553b] σκόνταψε απάνω στην πόλη όπως απάνω σε βράχο, και αφού έκαμε αβαρία και της περιουσίας και του εαυτού του, κατά τη διαχείριση είτε μιας στρατηγίας ή καμιάς άλλης αρχής, έπεσε στα δικαστήρια και στα νύχια των συκοφαντών και καταδικάστηκε ή σε θάνατο ή σε εξορία ή στη στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων και τη δήμευση της περιουσίας του…
Όπως συμβαίνει φυσικά.
Όταν, λέω, δει όλα αυτά και πάθει και φοβηθεί τα ίδια και για τον εαυτό του, τότε, νομίζω, και αυτός γκρεμίζει κατακέφαλα από τον θρόνο [553c] της ψυχής του τη φιλοδοξία και εκείνο το θυμοειδές, και ταπεινωμένος από τη φτώχεια δεν σκέπτεται άλλο παρά πώς να κάνει περιουσία, και σιγά σιγά με πολλές στερήσεις, μεγάλην οικονομία και αδιάκοπη εργασία το κατορθώνει. Δεν νομίζεις λοιπόν τότε ότι σ᾽ εκείνο τον θρόνο, απ᾽ όπου έδιωξε τη φιλοδοξία, θ᾽ ανεβάσει τη φιλοχρηματία και το επιθυμητικό, που θα το ανακηρύξει μεγάλο βασιλέα του και θα του φορέσει τιάρες, βραχιόλια και σπαθιά;
Το πιστεύω.
[553d] Το λογιστικό και το θυμοειδές θα τα ρίξει, νομίζω, χάμω δούλους και υποπόδια, δώθε και κείθε από τον θρόνο του, και στο ένα δεν θα επιτρέπει να συλλογίζεται και να σκέπτεται τίποτ᾽ άλλο παρά πώς από λιγότερα θα κάνει περισσότερα τα υλικά αγαθά του, το άλλο πάλι τίποτα να μη θαυμάζει και τιμά παρά τον πλούτο και τους πλούσιους, και άλλη φιλοδοξία να μην έχει παρά την απόκτηση χρημάτων και οτιδήποτε άλλο οδηγεί σ᾽ αυτό.
Δεν υπάρχει άλλη μετάβαση τόσο γρήγορη και βέβαιη για ένα νέο από τη φιλοδοξία στη φιλοχρηματία.
[553e] Αυτός λοιπόν δεν είναι ο ολιγαρχικός;
Τουλάχιστο η μεταβολή του έγινε από άντρα όμοιο με την πολιτεία από την οποία βγήκε η ολιγαρχία.
Ας εξετάσομε τώρα αν, τέτοιος που έγινε, μοιάζει με την ολιγαρχία.
[554a] Ας το εξετάσομε.
Πρώτη ομοιότητα δεν είναι ότι εκτιμάει τα χρήματα περισσότερο από κάθε άλλο;
Πώς όχι;
Έπειτα, ότι είναι σφιχτός στα χρήματα και εργατικός, ότι ικανοποιεί μόνο τις αναγκαίες επιθυμίες του, απαγορεύει στον εαυτό του κάθε άλλη δαπάνη και υποδουλώνει τις άλλες επιθυμίες του ως μάταιες;
Πραγματικά.
Είναι επομένως ελεεινά γλίσχρος, αφού ζητάει από το καθετί να κερδίσει, με μια λέξη είναι άνθρωπος θησαυροποιός, από κείνους δα που θαυμάζει το πλήθος· [554b] ή δεν είναι αυτός που μοιάζει με το ολιγαρχικό πολίτευμα;
Μάλιστα, γιατί και σ᾽ αυτόν και στην (ολιγαρχική) πολιτεία τα χρήματα είναι που έχουν τη μεγαλύτερη αξία και εκτίμηση.
Για τον λόγο ότι καμιά προσοχή —υποθέτω— δεν έδωσε ο τέτοιος άνθρωπος στη μόρφωσή του.
Και εγώ το υποθέτω, γιατί αλλιώς δεν θα έπαιρνε οδηγό του χορού έναν τυφλό και δεν θα τον εκτιμούσε τόσο.
Πολύ ωραία το είπες. Πρόσεχε τώρα σε τούτο· δεν θα έχομε δίκιο να ειπούμε ότι η απαιδευσία τού εγέννησε επιθυμίες σαν εκείνες των κηφήνων, άλλες [554c] φτωχικές και άλλες κακούργες, που μόλις και μετά βίας προσπαθεί να τις συγκρατεί;
Μάλιστα.
Και ξέρεις πού θα δεις να φανερώνουνται οι κακούργες διαθέσεις αυτών των ανθρώπων;
Πού;
Όταν άξαφνα αναλάβουν την κηδεμονία ορφανών ή τίποτ᾽ άλλο ανάλογο, όπου έχουν όλη την ελευθερία να καταχραστούν και ν᾽ αδικήσουν.
Αλήθεια λες.
Δεν είναι λοιπόν από τούτο φανερό ότι στις άλλες του συναλλαγές, όπου ευδοκιμεί και θεωρείται έντιμος και δίκαιος, κατορθώνει, με όχι μικρήν [554d] επιβολή του εαυτού του, να συγκρατεί τις άγριες επιθυμίες που κρύβει μέσα του, όχι με την πειθώ, ότι αυτό δεν είναι το καλύτερο, ούτε γιατί τις χαλιναγωγεί με τον ορθό λόγο, αλλ᾽ από ανάγκη και φόβο, επειδή τρέμει μήπως χάσει και την άλλη του περιουσία;
Βεβαιότατα.
Αλλ᾽ όταν πρόκειται να ξοδέψουν τα ξένα χρήματα, τότε μά την αλήθεια, φίλε μου, θ᾽ ανακαλύψεις στους πολλούς από δαύτους να υπάρχουν μέσα τους εκείνες οι φυσικές επιθυμίες του κηφήνα.
Και μάλιστα στον υπέρτατο βαθμό.
Ο τέτοιος άνθρωπος δεν θα ᾽ναι λοιπόν απαλλαγμένος από εσωτερικές διενέξεις, ούτε θα ᾽ναι ένας αλλά διπλός, γιατί οι καλύτερες και οι χειρότερες επιθυμίες, που έχει μέσα του, [554e] θα πολεμούν μεταξύ τους, όμως θα υπερτερούν οπωσδήποτε οι καλύτερες.
Έτσι είναι.
Για τούτο, νομίζω, ο άνθρωπος αυτός θα τηρεί τουλάχιστο τα εξωτερικά προσχήματα καλύτερα από πολλούς άλλους· όμως η αληθινή αρετή, που προέρχεται από την εσωτερικήν ομόνοια και αρμονία της ψυχής, θα είναι βέβαια πράγμα εντελώς άγνωστο γι᾽ αυτόν.
Το πιστεύω.
Και όταν θα πρόκειται για ευγενική άμιλλα μεταξύ των πολιτών [555a] ή καμιά νίκη ή για ό,τι άλλο από τα ωραία αγωνίσματα της φιλοτιμίας, ο φιλοχρήματος δεν θα παίρνει μέρος σ᾽ αυτά, γιατί δεν θα θέλει να ξοδεύει χρήματα για τη δόξα και τους αγώνες αυτού του είδους, και θα φοβάται να ξυπνήσει μέσα του τις ξοδευτικές επιθυμίες και να τις προσκαλέσει σε βοήθειά του και σε σύμπραξη· διαγωνίζεται λοιπόν με πολύ λίγο μέρος από τα δικά του, δηλαδή ολιγαρχικά, κι έτσι πάντοτε νικιέται, αλλά και πάντοτε μένει πλούσιος.
Έτσι είναι.
Θα αμφιβάλλομε λοιπόν ακόμα για την ομοιότητα που υπάρχει ανάμεσα στην ολιγαρχούμενη πολιτεία και στον φιλοχρήματο και σφιχτό [555b] άνθρωπο;
Καθόλου.

Η μετάβαση από την ολιγαρχία στη δημοκρατία. Χαρακτηριστικά του δημοκρατικού καθεστώτος
Έρχεται τώρα η σειρά της δημοκρατίας, να εξετάσομε πώς σχηματίζεται και ποιός είναι ο χαρακτήρας της, ώστε, αφού γνωρίσομε και τον χαρακτήρα του ανθρώπου που της μοιάζει, να βάλομε κι αυτόν μπροστά και να τον κρίνομε.
Θ᾽ ακολουθήσομε δηλαδή σ᾽ αυτό την ίδια μέθοδο.
Η μετάβαση από την ολιγαρχία στη δημοκρατία δεν γίνεται με αυτόν εδώ περίπου τον τρόπο: με την απληστία ν᾽ αυξήσει κανείς την περιουσία του, πράγμα που θεωρείται στην ολιγαρχική πολιτεία το ανώτατο αγαθό;
Πώς γίνεται;