Τετάρτη 30 Ιουνίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Ἠλέκτρα (251-309)

ΧΟ. ἐγὼ μέν, ὦ παῖ, καὶ τὸ σὸν σπεύδουσ᾽ ἅμα
καὶ τοὐμὸν αὐτῆς ἦλθον· εἰ δὲ μὴ καλῶς
λέγω, σὺ νίκα· σοὶ γὰρ ἑψόμεσθ᾽ ἅμα.
ΗΛ. αἰσχύνομαι μέν, ὦ γυναῖκες, εἰ δοκῶ
255 πολλοῖσι θρήνοις δυσφορεῖν ὑμῖν ἄγαν.
ἀλλ᾽ ἡ βία γὰρ ταῦτ᾽ ἀναγκάζει με δρᾶν,
σύγγνωτε. πῶς γὰρ εἴ τις εὐγενὴς γυνή,
πατρῷ᾽ ὁρῶσα πήματ᾽, οὐ δρῴη τάδ᾽ ἄν,
ἁγὼ κατ᾽ ἦμαρ καὶ κατ᾽ εὐφρόνην ἀεὶ
260 θάλλοντα μᾶλλον ἢ καταφθίνονθ᾽ ὁρῶ;
ᾗ πρῶτα μὲν τὰ μητρός, ἥ μ᾽ ἐγείνατο,
ἔχθιστα συμβέβηκεν· εἶτα δώμασιν
ἐν τοῖς ἐμαυτῆς τοῖς φονεῦσι τοῦ πατρὸς
ξύνειμι, κἀκ τῶνδ᾽ ἄρχομαι κἀκ τῶνδέ μοι
265 λαβεῖν θ᾽ ὁμοίως καὶ τὸ τητᾶσθαι πέλει.
ἔπειτα ποίας ἡμέρας δοκεῖς μ᾽ ἄγειν,
ὅταν θρόνοις Αἴγισθον ἐνθακοῦντ᾽ ἴδω
τοῖσιν πατρῴοις, εἰσίδω δ᾽ ἐσθήματα
φοροῦντ᾽ ἐκείνῳ ταὐτά, καὶ παρεστίους
270 σπένδοντα λοιβὰς ἔνθ᾽ ἐκεῖνον ὤλεσεν,
ἴδω δὲ τούτων τὴν τελευταίαν ὕβριν,
τὸν αὐτοφόντην ἡμὶν ἐν κοίτῃ πατρὸς
ξὺν τῇ ταλαίνῃ μητρί, μητέρ᾽ εἰ χρεὼν
ταύτην προσαυδᾶν τῷδε συγκοιμωμένην·
275 ἣ δ᾽ ὧδε τλήμων ὥστε τῷ μιάστορι
ξύνεστ᾽, Ἐρινὺν οὔτιν᾽ ἐκφοβουμένη·
ἀλλ᾽ ὥσπερ ἐγγελῶσα τοῖς ποιουμένοις,
εὑροῦσ᾽ ἐκείνην ἡμέραν, ἐν ᾗ τότε
πατέρα τὸν ἀμὸν ἐκ δόλου κατέκτανεν,
280 ταύτῃ χοροὺς ἵστησι καὶ μηλοσφαγεῖ
θεοῖσιν ἔμμην᾽ ἱερὰ τοῖς σωτηρίοις.
ἐγὼ δ᾽ ὁρῶσ᾽ ἡ δύσμορος κατὰ στέγας
κλαίω, τέτηκα, κἀπικωκύω πατρὸς
τὴν δυστάλαιναν δαῖτ᾽ ἐπωνομασμένην
285 αὐτὴ πρὸς αὑτήν· οὐδὲ γὰρ κλαῦσαι πάρα
τοσόνδ᾽ ὅσον μοι θυμὸς ἡδονὴν φέρει.
αὕτη γὰρ ἡ λόγοισι γενναία γυνὴ
φωνοῦσα τοιάδ᾽ ἐξονειδίζει κακά,
ὦ δύσθεον μίσημα, σοὶ μόνῃ πατὴρ
290 τέθνηκεν; ἄλλος δ᾽ οὔτις ἐν πένθει βροτῶν;
κακῶς ὄλοιο, μηδέ σ᾽ ἐκ γόων ποτὲ
τῶν νῦν ἀπαλλάξειαν οἱ κάτω θεοί.
τάδ᾽ ἐξυβρίζει· πλὴν ὅταν κλύῃ τινὸς
ἥξοντ᾽ Ὀρέστην·· τηνικαῦτα δ᾽ ἐμμανὴς
295 βοᾷ παραστᾶσ᾽, οὐ σύ μοι τῶνδ᾽ αἰτία;
οὐ σὸν τόδ᾽ ἐστὶ τοὔργον, ἥτις ἐκ χερῶν
κλέψασ᾽ Ὀρέστην τῶν ἐμῶν ὑπεξέθου;
ἀλλ᾽ ἴσθι τοι τείσουσά γ᾽ ἀξίαν δίκην.
τοιαῦθ᾽ ὑλακτεῖ, σὺν δ᾽ ἐποτρύνει πέλας
300 ὁ κλεινὸς αὐτῇ ταῦτα νυμφίος παρών,
ὁ πάντ᾽ ἄναλκις οὗτος, ἡ πᾶσα βλάβη,
ὁ σὺν γυναιξὶ τὰς μάχας ποιούμενος.
ἐγὼ δ᾽, Ὀρέστην τῶνδε προσμένουσ᾽ ἀεὶ
παυστῆρ᾽ ἐφήξειν ἡ τάλαιν᾽ ἀπόλλυμαι.
305 μέλλων γὰρ αἰεὶ δρᾶν τι τὰς οὔσας τέ μου
καὶ τὰς ἀπούσας ἐλπίδας διέφθορεν.
ἐν οὖν τοιούτοις οὔτε σωφρονεῖν, φίλαι,
οὔτ᾽ εὐσεβεῖν πάρεστιν· ἀλλ᾽ ἐν τοῖς κακοῖς
πολλή ᾽στ᾽ ἀνάγκη κἀπιτηδεύειν κακά.

***
ΧΟΡ. Εγώ ηρθα, κόρη, εδώ για το καλό σου
που και δικό μου είναι καλό· μ᾽ αν πάλι
βρίσκεις πως δε μιλώ σωστά, όπως θέλεις
εσύ ας γενεί· και μεις μαζί σου πάντα.
ΗΛΕ. Ντρέπομαι αλήθεια, φίλες μου, αν μ᾽ αυτούς
τους πολλούς μου σας φαίνομαι τους θρήνους
πως το ᾽χω παρακάμει· μα η θηλιά,
που σφίγγει το λαιμό μου, με αναγκάζει,
και συμπαθάτε με· γιατί και ποιά άλλη
γυναίκα της σειράς μου θα φερνόταν
αλλιώς, αν έβλεπε καθώς τη βλέπω
εγώ την πατρική τη συφορά μου,
που εμπρός στα μάτια μου όλο, νύχτα μέρα,
260 θεριεύει αντίς σιγά σιγά να σβήνει;
Και πρώτα η μάνα που μ᾽ εγέννα, είναι
ο πιο άσπονδος εχθρός μου· έπειτα, μέσα
στα σπίτια τα δικά μου κάθομαι
με του πατέρα μου τους δολοφόνους
κάτω απ᾽ την εξουσία τους και στέκει
στο χέρι τους ή να ᾽χω ή να μην έχω
ό,τι χρειάζομαι… Κι έτσι ποιές μέρες
λες να περνώ, σα βλέπω θρονιασμένο
τον Αίγιστο στο θρόνο του πατέρα
και να φορεί την ίδια τη στολή του
και να κάνει σπονδές πλάι στην εστία
270 όπου τον σκότωσε, σα βλέπω τέλος
την έσχατη ξαδιαντροπιά των δυο τους,
τον κακούργο στην κλίνη του πατρός μου
με την αθλία μητέρα μου — αν μητέρα
πάει να τη λέω, που μ᾽ αυτόν κοιμάται·
και δείχτει τόση αποκοτιά, που πλάι
στο μόλυσμ᾽ αυτό ζει χωρίς να τρέμει
καμιά Ερινύα πια· κι όχι αυτό μόνο,
μα σα να καμαρώνει στα έργατά της,
βρίσκει, ακριβώς, τη μέρα που με δόλο
τον πατέρα μου σκότωσε και τότε
280 στήνει χορούς και στους θεούς θυσίες
τους σωτηρίους προσφέρει κάθε μήνα.
Και ᾽γω να βλέπω αυτά μες στο παλάτι,
κλαίω, λιώνω και κρυφά θρηνώ, από μόνη,
για την απαίσια μακαριά, που πήρε
του πατέρα μου τ᾽ όνομα, γιατί ούτε
μπορώ να κλάψω όσο τραβά η καρδιά μου·
αμέσως η ευγενής με λόγια μόνο
γυναίκ᾽ αυτή τέτοιες βρισιές μ᾽ αρχίζει:
Θεομίσητο πλάσμα, μόνη εσύ τάχα
290 έχεις χάσει πατέρα; κανείς άλλος
δεν είδε πένθος; κακό τέλος νά βρεις
κι άμποτε οι θεοί του Κάτω κόσμου
ποτέ να μη σ᾽ αφήσουν δίχως θρήνους.
Έτσι βρίζει, μα όταν τυχόν ακούσει
πως θά ᾽ρθει ο Ορέστης, τότε σαν οχιά
στήνετ᾽ εμπρός μου: Συ δε μου είσαι, αφρίζει,
η αιτία σ᾽ όλ᾽ αυτά; έργο δικό συ
δεν είναι να μ᾽ αρπάξεις τον Ορέστη
μεσ᾽ απ᾽ τα χέρια μου και να τον στείλεις
σε ασφάλεια έξω; μα έγνοια σου και θά βρεις
ό,τι σ᾽ αξίζει με το παραπάνω.
Έτσι γαβγίζει, ενώ μπροστά και κείνος
300 πιο πολύ την κορώνει ο ξακουσμένος
νυμφίος, αυτός ο πιο άναντρος του κόσμου,
της ατιμίας το τέρας, που πολέμους
πίσω μονάχα από γυναίκες ξέρει.
Μα εγώ πάντα προσμένοντας πως θά ᾽ρθει
ο Ορέστης σ᾽ όλ᾽ αυτά να βάλει τέλος,
χάνομαι η μαύρη, γιατί μὄχει σβήσει
με τις παντοτινές αναβολές του
όσες ελπίδες είχα και δεν είχα.
Κι έτσι σε τέτοιες δυστυχίες, καλές μου,
ούτε γνώση ούτ᾽ ευσέβεια να φυλάει
μπορεί κανείς, μα έτσι το φέρν᾽ η ανάγκη,
μες στα κακά κακό να παίρνει δρόμο.

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία: 5. Ελληνορωμαϊκή εποχή (31 π.Χ.-330 μ.Χ.)

5.1. Ιστορικές συνθήκες


Το 30 π.Χ., με την ενσωμάτωση της Αιγύπτου στην επικράτεια τους, οι Ρωμαίοι ουσιαστικά ολοκλήρωσαν την κατακτητική τους εξόρμηση σε Ανατολή και Δύση. Εξαιρώντας κάποιες περιφερειακές περιοχές, που και αυτές δεν άργησαν να κατακτηθούν, όλος ο γνωστός κόσμος είχε με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο αποδεχτεί τη ρωμαϊκή κυριαρχία.

Σύγχρονη με την ενσωμάτωση της Αιγύπτου, και σημαντικότερη ως ιστορικό γεγονός, ήταν η μετατροπή της ιδιότυπης ρωμαϊκής δημοκρατίας σε μονοκρατορία, με πρώτον αυτοκράτορα τον Οκταβιανό Αύγουστο, που κυβέρνησε με επιτυχία από το 29 π.Χ. ως το 14 μ.Χ. - σαράντα τρία χρόνια. Ακολούθησαν σε αδιάσπαστη σειρά περισσότεροι από πενήντα αυτοκράτορες, άλλοι καλοί, άλλοι κακοί, ώσπου στις 11 Μαΐου του 330 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος ο Μέγας εγκαινίασε ως πρωτεύουσα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας τη Νέα Ρώμη, που αργότερα μετονομάστηκε σε Κωνσταντινούπολη.

Φοβεροί στον πόλεμο, οι Ρωμαίοι ήταν σε καιρό ειρήνης συμβιβαστικοί, σχεδόν μεγαλόψυχοι απέναντι στους κατακτημένους, και συχνά τους άφηναν, τουλάχιστο φαινομενικά, να κυβερνιούνται με τους δικούς τους νόμους[1] - φτάνει να μην έθιγαν τα ρωμαϊκά συμφέροντα και να πείθονταν στις επιταγές του αυτοκράτορα, της Συγκλήτου και των διορισμένων εκπροσώπων τους.[2] Ευεργετική για τους υποτελείς, άτομα και πολιτείες, ήταν η απαλλαγή τους από τη φορολογία, ενώ ύψιστη επιβράβευση για όσους αποδείκνυαν έμπρακτα την αφοσίωσή τους στη Ρώμη ήταν να τους απονεμηθεί ο τίτλος και να τους αναγνωριστούν τα δικαιώματα του ρωμαίου πολίτη. Το τελευταίο γινόταν όλο και συχνότερα όσο προχωρούσαν τα χρόνια, ώσπου το 212 μ.Χ. να ονομαστούν, με διάταγμα του Καρακάλλα, ρωμαίοι πολίτες όλοι οι ελεύθεροι κάτοικοι της αυτοκρατορίας.

Η σχετική επιείκεια των Ρωμαίων δεν εμπόδιζε οι κατακτημένες περιοχές να υποφέρουν τα πάνδεινα από τους κατακτητές, που ισοπέδωναν πολιτείες ολόκληρες, καταλήστευαν τους καλλιτεχνικούς και άλλους θησαυρούς και εκμεταλλεύονταν το οικονομικό δυναμικό τους. Φτωχό αντιστάθμισμα στις τόσες συμφορές ήταν για τις ελληνικές περιοχές ο σεβασμός και η εύνοια που έδειχναν ορισμένοι αυτοκράτορες απέναντι στην Αθήνα, την Έφεσο, τους Δελφούς, την Ελευσίνα και άλλα θρησκευτικά και πολιτισμικά κέντρα.

Αξιόλογη δύναμη εκτός από τη Ρώμη δεν υπήρχε στην Ελληνορωμαϊκή εποχή, ούτε και θα μπορούσε να αναπτυχτεί, καθώς πια η Ρώμη επιβαλλόταν με το μέγεθός της και μόνο. Δε σταμάτησαν βέβαια ποτέ τελείως οι πολεμικές επιχειρήσεις στην περιφέρεια, ούτε οι εσωτερικές συγκρούσεις, όταν η διαδοχή των αυτοκρατόρων δεν εξελισσόταν ομαλά· όμως εξεγέρσεις έγιναν ελάχιστες,[3] και σε γενικές γραμμές η ρωμαϊκή ειρήνη κράτησε αιώνες.

Τη γενικότερη πολιτική κατάσταση μπορούμε να την καταλάβουμε καλύτερα διαβάζοντας μια φράση που έγραψε γύρω στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. ένας για μας ανώνυμος συγγραφέας: «Όσο διατηρείται η μνήμη της ελευθερίας και απασχολεί τον υπόδουλο, ο λαός θέλει και προβάλλει ισχυρή αντίσταση· όταν όμως υπερισχύσει το κακό και οι άνθρωποι δε συζητούν πια πώς θα το βγάλουν από πάνω τους αλλά πώς θα ζήσουν ευκολότερα μαζί του, τότε η καταστροφή είναι ολοκληρωτική» (Χίων, Επιστολή 14.2). Μην ξεχνούμε, ωστόσο, ότι κιόλας από τον καιρό του Μεγαλέξανδρου οι λαοί ζούσαν στο πλαίσιο μεγάλων μονοκρατοριών, και ότι η ρωμαϊκή κυριαρχία, όσο δυσάρεστη και αν ήταν, αποτελούσε εγγύηση για την ειρήνη, τον νόμο και την τάξη.
------------------------------------
Ήδη το 194 π.Χ. ο ρωμαίος έπαρχος Τίτος Κοΐντιος Φλαμινίνος, μετά τη νίκη του στον δεύτερο Μακεδονικό πόλεμο, είχε διακηρύξει ότι αφήνει ἐλευθέρους καὶ ἀφρούρους καὶ ἀφορολογήτους, νόμοις χρωμένοις τοῖς πατρίοις, Κορινθίους, Φωκεῖς, Λοκρούς, Εὐβοέας κ.ά. (Πλούταρχος, Τίτος 10) - αλλά βέβαια η πραγματικότητα αποδείχτηκε διαφορετική. Το ίδιο διακήρυξε το 66 μ.Χ. και ο Νέρων για όλους τους Έλληνες, αλλά λίγα χρόνια αργότερα η απόφασή του ακυρώθηκε από τον Βεσπασιανό.

2.Ο Πλούταρχος συμβούλευε όποιον σχεδίαζε να ασχοληθεί με την πολιτική να λέει στον εαυτό του: «Κυβερνιέσαι ο ίδιος, και κυβερνάς πόλη υποταγμένη στους ανθύπατους, τους επιτρόπους του αυτοκράτορα» (Πολιτικὰ παραγγέλματα 17).

3.Οι σημαντικότερες από τους Ιουδαίους, που κάθε τόσο ξεσηκώνονταν, ώσπου το 135 μ.Χ. οι Ρωμαίοι τους υποχρέωσαν να εγκαταλείψουν τα μέρη τους και να πάρουν τους δρόμους της διασποράς.

Ο εξευτελισμός του «δεν εννοούσα αυτό…»

Έχει γίνει σύστημα από πολιτικούς, δημοσιογράφους και εν γένει από αυτό που αποκαλούμε «δημόσια πρόσωπα», η απόπειρα διάψευσης των όσων μόλις πριν από λίγο είπαν, δια της προσπάθειας να υποτιμηθεί η νοημοσύνη όλων ημών οι οποίοι αυτά τα διαβάσαμε με τα μάτια μας ή τα ακούσαμε με τα αυτιά μας.

Το μόνον που καταφέρνουν είναι να αυτοεξευτελίζονται. Τι πιο λογικό, τι πιο ανθρώπινο, ένας πολιτικός μέσα στην καθημερινή δημόσια έκθεση του ή μέσα στην ένταση της κομματικής αντιπαράθεσης να ξεφύγει. Λογικό και ανθρώπινο μεν, μεμπτό δε. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι έντιμοι άνθρωποι βγαίνουν και ζητούν συγγνώμη τόσο από αυτόν που προσέβαλαν όσο και από όσους τον άκουσαν ή τον διάβασαν. Δυστυχώς αυτή η συμπεριφορά σπανίζει. Έχει εφευρεθεί η πατέντα του «δεν εννοούσα αυτό που καταλάβατε» και ας είπε ξεκάθαρα τον άλλον «κλέφτη».

Ανθρωπάκια που φοβούνται τις ποινικές κυρώσεις ή τις αποζημιώσεις, προτιμούν να αυτοδιασυρθούν από το να παραδεχτούν το λάθος τους. Νομίζουν πως έτσι γλιτώνουν την δημόσια χλεύη. Ευτυχώς στην ψηφιακή εποχή τα πάντα καταγράφονται και αποθηκεύονται, έτσι ώστε αυτός ο τρόπος απόδρασης του κάθε πολιτευτάκια ή του κάθε επαγγελματία υβριστή δημοσιογράφου, να είναι αδύνατος. Με ένα κλικ έχουμε μπροστά μας αυτά που είπε ακριβώς και όχι αυτά που εννοούσε εκ των υστέρων.

Επειδή συνήθως αυτού του είδους η ανασκευή δήλωσης γίνεται με τρείς λέξεις από τον δράστη, δεν μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα που του θέτει αυτός που τον άκουσε: «και τι εννοούσες βρε αθεόφοβε;» Όταν λες πως ο τάδε δημοσιογράφος χρηματίστηκε, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο παρερμηνείας αυτής της δήλωσης σου. Πιο ξεκάθαρος δεν θα μπορούσες να είσαι! Αν το κόμμα στην συνέχεια σού τράβηξε το αυτί ή αν φοβήθηκες τις ποινικές και αστικές συνέπειες της καταγγελίας σου -γιατί αυτό που είπες είναι καταγγελία- τότε ζήτησε ευθαρσώς συγγνώμη από το θύμα σου.

Ο άλλος αποκάλεσε φόρα--παρτίδα πρώην πρωθυπουργό «μαφιόζο» και στο δικαστήριο κλαιγόταν πως δεν το εννοούσε. Προφανώς κάποιοι θεωρούν πως η συγγνώμη αποτελεί μια προσωπική ήττα. Πως τσαλακώνεται το προφίλ τους και πλήττεται το κύρος τους. Η ουσία αυτής της ανήθικης συμπεριφοράς βρίσκεται στο γεγονός πως αυτό το «δεν εννοούσα αυτό που καταλάβατε» μπορεί να επαναλαμβάνεται εσαεί. Η συγγνώμη όμως θα γίνει δεκτή μια φορά, άντε δύο. Στην τρίτη φορά έρχεται στο μυαλό μας το γνωμικό πως «από πότε που ανακαλύφθηκε η συγγνώμη, χάθηκε η τσίπα».

Συνεπώς, οι καθ' έξιν υβριστές και συκοφάντες έχουν στο οπλοστάσιο τους πάρα πολλά «δεν εννοούσα αυτό…». Αλλά το κακό έχει παραγίνει, καθώς στην ψηφιακή εποχή ο λόγος κυκλοφορεί με απίστευτη ταχύτητα και αυτό που μένει είναι σχεδόν πάντα η πρώτη δυσφημιστική εντύπωση και όχι η διάψευση της δια της τεθλασμένης. Αυτό που έμεινε ήταν ότι ο δημοσιογράφος χρηματίστηκε για να πάρει συνέντευξη και όχι η μετέπειτα εξευτελιστική κυβίστηση του υβριστή.

Αν κάποιος ενοχληθεί από αυτό το κείμενο τον διαβεβαιώνω πως δεν εννοούσα αυτό που κατάλαβε και πως τρέφω εκτίμηση προς το χυδαίο πρόσωπο του.

Αλμπέρ Καμύ: Το πιο σκληρό ήταν ότι σκεφτόμουν σαν ελεύθερος άνθρωπος

Κι όμως, τον πρώτο καιρό που με φυλακίσανε, το πιο σκληρό ήταν ότι σκεφτόμουν σαν ελεύθερος άνθρωπος.

Παραδείγματος χάρη, μ’ έπιανε η επιθυμία να βρεθώ σε μια παραλία και να κατέβω στη θάλασσα.

Όταν φανταζόμουνα τον ήχο από τα πρώτα κύματα κάτω απ’ τις πατούσες μου, το κορμί μου να μπαίνει στο νερό και την αίσθηση ελευθερίας που έβρισκα εκεί μέσα, ένιωθα αμέσως πόσο στενοί ήταν οι τοίχοι της φυλακής μου.

Όμως αυτό κράτησε μερικούς μήνες.

Ύστερα, δεν είχα πια παρά τις σκέψεις ενός φυλακισμένου.

Περίμενα τον καθημερινό περίπατο που έκανα στην αυλή ή την επίσκεψη του δικηγόρου μου.

Με τον υπόλοιπο χρόνο μου τα κατάφερνα μια χαρά.

Έτσι σκεφτόμουνα συχνά ότι αν με είχαν βάλει να ζω μέσα σ’ έναν ξερό κορμό δέντρου, δίχως να κάνω άλλη δουλειά παρά να κοιτάζω τον ανθό του ουρανού πάνω απ’ το κεφάλι μου, θα συνήθιζα λίγο λίγο.

Θα περίμενα να περάσουν τα πουλιά ή να συναντηθούν τα σύννεφα όπως περίμενα εδώ τις περίεργες γραβάτες του δικηγόρου μου, κι όπως σ’ έναν άλλο κόσμο, θ’ ανυπομονούσα να έρθει το Σάββατο για ν’ αγκαλιάσω σφιχτά το κορμί της Μαρί.

Ή, αν το καλοσκεφτόμουν, δεν ήμουνα μέσα σ’ ένα ξερό δέντρο.

Υπήρχαν και πιο δυστυχισμένοι από μένα.

Εξάλλου αυτή ήταν μια ιδέα της μαμάς, και την επαναλάμβανε συχνά, ότι τελικά όλα ήταν μια συνήθεια…

Αλμπέρ Καμύ, Ο Ξένος

Τι κάνεις; Με φροντίζω…

Τι κάνεις; ρώτησα.

Η απάντησή της ήταν τόσο υπέροχη και καθηλωτική ταυτόχρονα: με φροντίζω…

Να σε φροντίζεις λοιπόν…

Χωρίς «θα», χωρίς υποσχέσεις που συχνά δεν κρατάμε και μετά θυμώνουμε με τον εαυτό μας ή νιώθουμε ενοχές γιατί εστιάζουμε στους άλλους…

Να σε φροντίζεις με αυτό τον υπέροχο υγιή τρόπο, με αυτό τον υπέροχο υγιή εγωισμό, που λέγεται αυτό-φροντίδα και σχετίζεται με την αυτό-εξέλιξη και την αγάπη του εαυτού μας…

Και αν σε ρωτήσει κάποιος, με ποιον τρόπο το καταφέρνεις, να του πεις:

Μαθαίνω να φεύγω από σχέσεις που με υποτιμάνε και με κάνουν να χάνω το σεβασμό προς εμένα…

Μαθαίνω να αφιερώνω λίγο χρόνο και σε μένα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ξεχνώ τους άλλους…

Μαθαίνω να θέτω στόχους, βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους…

Μαθαίνω να διαχειρίζομαι το άγχος μου και να χρησιμοποιώ μηχανισμούς και τεχνικές αγχόλυσης…

Μαθαίνω να φροντίζω το σώμα μου, να τρέφομαι με πιο υγιή τρόπο και να γυμνάζομαι…

Μαθαίνω να μένω σε σχέσεις που οι άλλοι νιώθουν τι αξίζω και δεν φοβούνται να μου το δείξουν…

Μαθαίνω να λέω όχι και να βάζω όρια…

Μαθαίνω να παρατηρώ εμένα, το σώμα μου, τα συμπτώματά μου, τα σημάδια που μου στέλνει το σώμα μου όταν κουράζεται και σκέφτομαι ότι δεν χρειάζεται να αγγίζω τα δικά μου όρια για να με φροντίσω… Εξάλλου τα όρια είναι για να τα σεβόμαστε και όχι για να τα ξεπερνάμε…

Μαθαίνω να ζητώ λίγο χρόνο για την ξεκούρασή μου, χωρίς να νιώθω ότι απολογούμαι ή δικαιολογούμαι όταν τον ζητώ…

Μαθαίνω να υπερασπίζομαι το θέλω μου και τα όνειρά μου…

Μαθαίνω να είμαι με ανθρώπους που με αναγνωρίζουν και με εξελίσσουν ταυτόχρονα…

Μαθαίνω να επιλέγω δηλαδή…
Και αν σας ρωτήσει κάποιος τι επιλέγετε, να του απαντήσετε ότι… επιλέγετε να αγαπάτε τον εαυτό σας και να το βλέπετε στις επιλογές σας…

Ίταλο Καλβίνο: Το μαύρο πρόβατο

Υπήρχε μια χώρα όπου όλοι ήταν κλέφτες.

Τη νύχτα κάθε κάτοικος έβγαινε με αντικλείδια κι ένα φανάρι και πήγαινε να διαρρήξει το σπίτι ενός γείτονα. Επέστρεφε την αυγή φορτωμένος κι έβρισκε το σπίτι του διαρρηγμένο. Κι έτσι όλοι ζούσαν αρμονικά και χωρίς προβλήματα, αφού ο ένας έκλεβε τον άλλον, κι αυτός έναν άλλον ακόμα και ούτω καθεξής, μέχρι να έρθει η σειρά του τελευταίου που έκλεβε τον πρώτο.

Το εμπόριο σε εκείνη τη χώρα ασκείτο με τη μορφή της απάτης, τόσο από την πλευρά εκείνου που πουλούσε όσο και από την πλευρά εκείνου που αγόραζε. Η κυβέρνηση ήταν μια εταιρία που εγκληματούσε σε βάρος των πολιτών, και οι πολίτες, από τη μεριά τους, νοιάζονταν μόνο να εξαπατούν την κυβέρνηση. Έτσι η ζωή συνεχιζόταν χωρίς δυσκολίες, και δεν υπήρχαν ούτε πλούσιοι ούτε φτωχοί.

Τότε, κανείς δεν ξέρει πώς, βρέθηκε στη χώρα ένας τίμιος άνθρωπος. Τη νύχτα, αντί να βγαίνει με τον σάκο και το φανάρι, έμενε στο σπίτι του να καπνίζει και να διαβάζει μυθιστορήματα. Έρχονταν οι κλέφτες, έβλεπαν το φως αναμμένο και δεν ανέβαιναν.

Αυτή η κατάσταση διήρκεσε για λίγο· μετά έπρεπε να τον κάνουν να καταλάβει ότι εάν ήθελε να ζει χωρίς να κάνει τίποτα, αυτός δεν ήταν λόγος να μην αφήνει τους άλλους να κλέβουν. Για κάθε νύχτα που αυτός περνούσε στο σπίτι του, μία οικογένεια δεν έτρωγε την επόμενη ημέρα.

Μπροστά σε αυτά τα επιχειρήματα, ο τίμιος άνθρωπος δεν μπορούσε να εναντιωθεί. Άρχισε κι αυτός να βγαίνει το βράδυ και να γυρίζει την αυγή, όμως, να κλέψει δεν πήγαινε. Τίμιος ήταν, δεν υπήρχε τίποτα να κάνει. Πήγαινε μέχρι τη γέφυρα κι έμενε να κοιτάζει το νερό να περνάει από κάτω. Επέστρεφε στο σπίτι του και το έβρισκε διαρρηγμένο.

Σε λιγότερο από μία εβδομάδα, ο τίμιος άνθρωπος βρέθηκε απένταρος, χωρίς να έχει τίποτα να φάει, με το σπίτι άδειο. Όμως, μέχρι εδώ, μικρό το κακό, γιατί η ευθύνη ήταν δική του. Το πρόβλημα ήταν ότι με αυτόν τον τρόπο που έπραττε δημιουργείτο ένα χάος. Γιατί άφηνε τους άλλους να του κλέβουν τα πάντα, ενώ αυτός δεν έκλεβε κανέναν· έτσι, υπήρχε πάντα κάποιος που επιστρέφοντας την αυγή στο σπίτι του το έβρισκε άθικτο γιατί ήταν το σπίτι που έπρεπε να διαρρήξει αυτός.

Γεγονός είναι ότι μετά από λίγο, εκείνοι που δεν έπεφταν θύματα κλοπής βρέθηκαν να είναι πιο πλούσιοι από άλλους και να μην θέλουν πλέον να κλέβουν. Κι αυτοί που πήγαιναν να κλέψουν το σπίτι του τίμιου ανθρώπου, το έβρισκαν πάντα άδειο· έτσι γίνονταν φτωχοί. Εν τω μεταξύ, εκείνοι που έγιναν πλούσιοι απέκτησαν κι αυτοί τη συνήθεια να πηγαίνουν τη νύχτα στη γέφυρα να κοιτάζουν το νερό που περνούσε από κάτω. Αυτό μεγάλωσε το χάος, γιατί υπήρξαν πολλοί άλλοι που έγιναν φτωχοί.

Τότε, οι πλούσιοι είδαν ότι, με το να πηγαίνουν τη νύχτα στη γέφυρα, θα γίνονταν φτωχοί μετά από λίγο. Και σκέφτηκαν: «Να πληρώσουμε τους φτωχούς να πηγαίνουν να κλέβουν για λογαριασμό μας». Έκαναν τα συμβόλαια, ορίστηκαν οι μισθοί, τα ποσοστά· φυσικά, πάντα κλέφτες ήταν, και προσπαθούσαν να εξαπατήσουν οι μεν τους δε. Όμως -όπως συνήθως συμβαίνει- οι πλούσιοι γίνονταν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι.

Υπήρχαν πλούσιοι τόσο πλούσιοι που δεν είχαν πια ανάγκη να κλέβουν και να βάζουν άλλους να κλέβουν για να συνεχίζουν να είναι πλούσιοι. Όμως, εάν σταματούσαν να κλέβουν, θα γίνονταν φτωχοί γιατί οι φτωχοί τούς έκλεβαν. Πλήρωσαν, λοιπόν, τους πιο φτωχούς από τους φτωχούς για να προφυλάσσουν την περιουσία τους από τους άλλους φτωχούς, κι έτσι ίδρυσαν την αστυνομία και δημιούργησαν τις φυλακές.

Με αυτόν τον τρόπο, λίγα μόλις χρόνια μετά την άφιξη του τίμιου ανθρώπου, κανείς δεν μιλούσε πια για κλοπές, αλλά μόνο για πλούσιους ή φτωχούς, παρότι ήταν πάντα όλοι κλέφτες. Τίμιος υπήρξε μόνο εκείνος ο ένας που πέθανε σύντομα. Από πείνα».

Ίταλο Καλβίνο (1923-1985), Το μαύρο πρόβατο (La pecora nera)

Να αγαπάς όπως πρέπει να αγαπηθούν μια μέρα όλοι οι άνθρωποι

Να γελάς πιο πλούσια από όλους τους ευτυχισμένους. Να κλαις πιο αληθινά από όλους τους λυπημένους. Και να αγαπάς. Να αγαπάς όπως πρέπει να αγαπηθούν μια μέρα όλοι οι άνθρωποι.

Να γελάς, να κλαις, ν’ αγαπάς. Κι αν πληγωθώ; Με ρωτάτε συχνά. Κι αν πονέσω; Κι αν ο άλλος δεν μου συμπεριφερθεί με τον ίδιο τρόπο; Κι αν ο άλλος δεν είναι αντάξιος των προσδοκιών μου; Κι αν με εγκαταλείψει; Κι αν με απατήσει; Κι αν, κι αν;

Κι αν λοιπόν με αυτό τον τρόπο το μόνο που καταφέρνεις είναι να μη ζεις; Κι αν με αυτό τον τρόπο εγκλωβίζεσαι στους φόβους και στις σκέψεις σου; Κι αν με αυτό τον τρόπο μαθαίνεις να υψώνεις τείχη και άμυνες, που ενώ θεωρείς ότι σου προσφέρουν ασφάλεια, την ίδια στιγμή σε εγκλωβίζουν;

Να αγαπάς… Να αγαπάς όπως πρέπει να αγαπηθούν μια μέρα όλοι οι άνθρωποι. Να απολαύσεις αυτό το συναίσθημα και να μην το ακυρώνεις με τους φόβους σου. Να το απολαύσεις και να το διεκδικήσεις.

Όλοι οι άνθρωποι έχουμε δικαίωμα στην αγάπη, στην απόλαυση, στην ηδονή, στην έκφραση των συναισθημάτων και στην απόλαυσή τους. Μην φοβάσαι να αγαπήσεις. Μην φοβάσαι να αγαπηθείς.

Να βρεις όμως τον κατάλληλο άνθρωπο. Εκείνον που θα σε ακούσει, εκείνον που θα νιώσει τις ανάγκες και τα θέλω σου, εκείνον που δεν θα φοβηθεί να τσαλακωθεί μαζί σου. Στο δρόμο σου θα συναντήσεις και πολλούς που δεν θα είναι οι κατάλληλοι.

Θα υπάρξουν πολλές στιγμές που θα απογοητευτείς. Θα υπάρξουν πολλά βράδια που θα νιώθεις τα δάκρυά σου να κυλάνε και δεν θα μπορείς να σταματήσεις. Κι άλλα βράδια που θα υπάρχει ένα αναπάντητο γιατί.

Μην αφήσεις όμως το φόβο σου να κυριαρχήσει. Μην πιστέψεις ότι όλοι είναι ακατάλληλοι και ότι όλοι θα σε πληγώσουν. Μην κλειστείς μέσα. Να βγεις. Να γνωρίσεις. Να επικοινωνήσεις. Γιατί το αξίζεις. Αξίζεις να αγαπηθείς και αξίζεις να αγαπήσεις.

Αλλά η αγάπη σας σακατεύεται εξαιτίας της ζήλιας, της κτητικότητας και της οργής

Πριν από μόλις μερικούς μήνες, ο ΚΒ ερωτεύτηκε μια γυναίκα. Δεν υπάρχει τίποτε το περίεργο σ’ αυτό, αλλά η κοπέλα του η Ν τρελάθηκε! Δεν μπορούσε να δεχτεί την ιδέα. Για αιώνες μας λένε ότι αν ένας άνδρας σε αγαπάει ή αν μια γυναίκα σε αγαπάει και ο άνδρας ή η γυναίκα πάει με κάποιον άλλο, αυτό σημαίνει ότι σε απορρίπτει.

Αυτές είναι ανοησίες. Δεν είναι απόρριψη· μάλιστα, είναι το ακριβώς αντίθετο. Αν ένας άνδρας αγαπάει μια γυναίκα και απολαμβάνει τη γυναίκα, αρχίζει να φαντάζεται πώς θα είναι με άλλες γυναίκες. Στην πραγματικότητα αυτό που πυροδοτεί τη φαντασία του είναι η ευτυχία που του έχει δώσει αυτή η γυναίκα. Δεν είναι ότι απορρίπτει αυτή τη γυναίκα· στην πραγματικότητα είναι μια ένδειξη ότι αυτή η γυναίκα τον χορταίνει τόσο ώστε θα ήθελε να δει και να γνωρίσει πώς είναι άλλες γυναίκες. Και αν του επιτραπεί να κάνει κάτι τέτοιο, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα πάει μακριά, θα γυρίσει πίσω, επειδή μπορεί με την άλλη γυναίκα να είναι μια καινοτομία, μπορεί να είναι κάτι νέο, αλλά δεν μπορεί να είναι κάτι τόσο χορταστικό επειδή δεν θα υπάρχει οικειότητα. Θα είναι άδειο. Θα είναι σεξ χωρίς αγάπη.

Η αγάπη χρειάζεται χρόνο για να ωριμάσει, χρειάζεται οικειότητα για να ωριμάσει. Χρειάζεται πολύ χρόνο. Δεν είναι ένα εποχιακό λουλούδι που φυτρώνει μέσα σε τρεις ή τέσσερεις βδομάδες, για να εξαφανιστεί πάλι μετά από μερικές εβδομάδες. Είναι μια μακρά διαδικασία ανάπτυξης οικειότητας. Σιγά-σιγά, δυο άτομα λιώνουν και συγχωνεύονται ο ένας με τον άλλο· μετά, γίνεται χορταστική. Έτσι η άλλη γυναίκα ή ο άλλος άνδρας δεν μπορούν να είναι χορταστικοί. Μπορεί να είναι μόνο μια περιπέτεια, μια έξαψη. Αλλά μετά ξαφνικά θα γεννηθεί η αίσθηση είναι αναπόφευκτο να γεννηθεί ότι ήταν καλά ως κάτι διασκεδαστικό, αλλά δεν ήταν πολύ χορταστικό. Και το άτομο θα γυρίσει πίσω.

Και ο ΚΒ θα είχε γυρίσει, αλλά η Ν τρελάθηκε. Συμπεριφέρθηκε όπως κάθε άλλη γυναίκα! Αλλά παρακολουθούσα για να δω αν αργά ή γρήγορα θα έπαιρνε εκδίκηση. Και τώρα παίρνει εκδίκηση. Ο ΚΒ αρρώστησε, μπήκε στο νοσοκομείο, και η Ν είχε λίγη ελευθερία – ερωτεύτηκε τον εργολάβο της! Αποδείχτηκε πολύ χρήσιμος! Κι έτσι τώρα ο ΚΒ είναι στην κόλαση.

Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχεί τόσο γι’ αυτό. Έστειλα στον ΚΒ ένα μήνυμα: «Περίμενε, μην ανησυχείς. Άφησέ την να πάρει την εκδίκησή της. Είναι καλό που το βάρος του ασυνείδητού της έχει μια ευκαιρία να φύγει».

Αν καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο λίγο περισσότερο, αν καταλαβαίνουμε την ανθρώπινη φύση λίγο περισσότερο, δεν πρέπει να υπάρχει ζήλια. Αλλά είναι μια κληρονομιά αιώνων. Δεν είναι τόσο εύκολο να την ξεφορτωθείτε, δεν λέω ότι μπορείτε να απαλλαγείτε απ’ αυτήν αμέσως. Θα πρέπει να τη διαλογιστείτε. Όποτε σας πιάνει, διαλογιστείτε την. Σιγά-σιγά, ο διαλογισμός θα δημιουργήσει την απόσταση ανάμεσα σε εσάς και στη ζήλια. Και όσο μεγαλύτερη είναι η απόσταση τόσο λιγότερη ζήλια θα γεννηθεί. Μια ημέρα, όταν δεν θα υπάρχει ζήλια, η αγάπη σας θα απελευθερώσει ένα τέτοιο άρωμα που κανένα λουλούδι δεν θα μπορεί να το ανταγωνιστεί. Όλα τα λουλούδια είναι φτωχά μπροστά στο λουλούδι της αγάπης της.

Αλλά η αγάπη σας σακατεύεται εξαιτίας της ζήλιας, της κτητικότητας και της οργής. Δεν είναι η αγάπη αυτή που βρομάει, να θυμάστε, επειδή έχω δει ανθρώπους που νομίζουν ότι αυτό που βρομάει είναι η αγάπη γι’ αυτό κλείνονται, γίνονται κλειστοί, σταματάνε να αγαπάνε. Αυτό έχει συμβεί σε εκατομμύρια μοναχούς και μοναχές κατά τη διάρκεια των χρόνων έκλεισαν απέναντι στην αγάπη, εγκατέλειψαν την όλη ιδέα της αγάπης. Αντί να εγκαταλείψουν τη ζήλια, πράγμα που θα αποτελούσε επανάσταση, αντί να εγκαταλείψουν την κτητικότητα, πράγμα που θα είχε ανυπολόγιστη αξία, εγκατέλειψαν την αγάπη. Αυτό είναι εύκολο, δεν είναι κάτι φοβερό· ο καθένας μπορεί να το κάνει.

Είναι πολύ εύκολο να είσαι μοναχός ή μοναχή, αλλά το να αγαπάς και να μην ζηλεύεις, να αγαπάς και να μην είσαι κτητικός, να αγαπάς και να αφήνεις τον άλλο να έχει όλη του την ελευθερία, είναι στ’ αλήθεια ένα σπουδαίο επίτευγμα. Μόνο τότε θα βιώσετε την πραγματική αγάπη και το άρωμά της.

A. SCHOPENHAUER: Η αδιαφορία για το κίνητρο συνιστά τη μεγαλοφυϊα

Η νόηση, σύμφωνα με τον προορισμό της, είναι απλώς το μέσο των κινήτρων: επομένως, από τα πράγματα δεν συλλαμβάνει κατ’ αρχήν τίποτα περισσότερο από τις σχέσεις τους προς τη βούληση, τις άμεσες, τις έμμεσες και τις δυνατές. Στα ζώα, όπου γίνονται αντιληπτές σχεδόν μόνο οι άμεσες σχέσεις, η υπόθεση είναι πιο οφθαλμοφανής: ό,τι δεν έχει κάποια σχέση με τη βούλησή τους, δεν υπάρχει για αυτά. Γι’ αυτό βλέπουμε κάποτε με έκπληξη πως ακόμα και έξυπνα ζώα, απέναντι σε κάτι χτυπητό, π.χ. απέναντι σε μια ολοφάνερη αλλαγή σε εμάς ή στο περιβάλλον, δεν δείχνουν καμία έκπληξη. Στον συνηθισμένο άνθρωπο προστίθενται μεν και οι έμμεσες, ακόμα και οι δυνατές σχέσεις προς τη βούληση, οι οποίες συνολικά αποτελούν την ολότητα των χρήσιμων γνώσεων, αλλά η αντίληψη σταματάει και εδώ στις σχέσεις.

Γι’ αυτό λοιπόν το κανονικό μυαλό δεν προχωράει σε μια εντελώς καθαρή αντικειμενική εικόνα των πραγμάτων, γιατί η παρατηρητική του ικανότητα, μόλις πάψει να ωθείται και να τίθεται σε κίνηση από τη βούληση, αμέσως πέφτει και γίνεται αδρανής, γιατί δεν έχει αρκετή ενέργεια, ώστε, από δική της κινητικότητα και άσκοπα, να αντιληφθεί τον κόσμο καθαρά αντικειμενικά.

Εκεί όπου αντίθετα αυτό συμβαίνει, όπου η παραστατική δύναμη του εγκεφάλου έχει ένα τέτοιο πλεόνασμα, ώστε να δημιουργηθεί η δίχως σκοπό παράσταση μιας καθαρής, σαφούς, αντικειμενικής εικόνας του εξωτερικού κόσμου, άχρηστης για τις προθέσεις της βούλησης, στους υψηλότερους βαθμούς της μάλιστα και ενοχλητική, που μπορεί να γίνει ακόμα και επιζήμια για αυτές – εκεί υπάρχει ήδη τουλάχιστον η προδιάθεση για εκείνη την εκτροπή από το κανονικό την οποία χαρακτηρίζει το όνομα της μεγαλοφυΐας, το οποίο υποδηλώνει ότι εδώ φαίνεται να ενεργεί έ να ύψιστα δημιουργικό πνεύμα, κάτι ξένο προς τη βούληση, δηλαδή προς το κυρίως εγώ, ένα κατά κάποιο τρόπο από έξω ερχόμενο δημιουργικό πνεύμα.

Όλοι οι ατάλαντοι είναι σε τελευταία ανάλυση τέτοιοι, γιατί η νόησή τους, ακόμα σταθερά συνδεδεμένη με τη βούληση, μόνο μέσα από την παρώθηση της βούλησης τίθεται σε ενέργεια, και έτσι επομένως παραμένει εντελώς στην υπηρεσία της. Αυτοί κατά συνέπεια δεν είναι ικανοί για κάποιον άλλο σκοπό έξω από τους προσωπικούς. Σύμφωνα με αυτούς δημιουργούν κακότεχνες ζωγραφικές, χαζά ποιήματα, ρηχά, παράλογα, πολύ συχνά επίσης ανέντιμα φιλοσοφήματα, όταν δηλαδή θέλουν, μέσα από ευσεβή ανεντιμότητα, να φανούν αρεστοί σε υψηλούς προϊσταμένους. Όλες οι πράξεις και οι σκέψεις τους είναι λοιπόν προσωπικές. Γι’ αυτό, το πολύ-πολύ καταφέρνουν να ιδιοποιηθούν σαν απομίμηση το εξωτερικό, συμπτωματικό και τυχαίο ξένων γνήσιων έργων, όπου αντί για τον πυρήνα παίρνουν τη φλούδα, και όμως θεωρούν ότι τα πέτυχαν όλα, και μάλιστα ότι ξεπέρασαν και τα πρωτότυπα.

Όταν όμως η αποτυχία είναι ολοφάνερη, τότε κάποιοι ελπίζουν να φτάσουν τελικά στην επιτυχία μέσα από την καλή βούληση. Αλλά ακριβώς αυτή η καλή βούληση το καθιστά αδύνατο, γιατί οι σκοποί της είναι μόνο προσωπικοί όμως τέτοιοι δεν μπορεί να έχουν σοβαρή σχέση ούτε με τέχνη, ούτε με ποίηση, ούτε με φιλοσοφία. Σε αυτούς επομένως ταιριάζει η αποστροφή: βάζουν στο φως τον ίδιο τον εαυτό τους. Δεν διαισθάνονται ότι μόνο η αποκομμένη από τη βούληση και όλα της τα σχέδια, και έτσι ελεύθερα ενεργητική νόηση, γιατί μόνο αυτή προσφέρει την πραγματική σοβαρότητα, κάνει κάποιον ικανό για γνήσιες δημιουργίες και το ότι τους λείπει αυτή η διαίσθηση είναι καλό γι’ αυτούς, γιατί αλλιώς θα πηδούσαν μέσα στο νερό να πνιγούν.

Η καλή βούληση είναι όλα στην ηθική, αλλά στην τέχνη είναι τίποτα: εδώ ισχύει μόνο η ικανότητα. Όλα τελικά εξαρτώνται από το πού βρίσκεται η βασική σοβαρότητα του ανθρώπου. Σχεδόν σε όλους βρίσκεται αποκλειστικά στο δικό τους καλό και στο καλό των δικών τους, γι’ αυτό και δεν είναι ικανοί να προωθήσουν τίποτα άλλο έξω από αυτό. Γιατί καμία πρόθεση, καμιά θεληματική και εσκεμμένη προσπάθεια δεν αποφέρει την αληθινή, βαθιά σοβαρότητα, ή την αντικαθιστά, ή πιο σωστά την εκτοπίζει. Γιατί αυτή μένει πάντα εκεί που την έχει τοποθετήσει η φύση. Γι’ αυτό, μεγαλοφυή άτομα φροντίζουν συχνά ανεπαρκώς για το δικό τους καλό. Όπως ένα μολυβένιο κομμάτι σε μια αλυσίδα που αιωρείται, την επαναφέρει πάλι πίσω στο σημείο που είναι προσδιορισμένο από τη βαρύτητα, έτσι και η αληθινή σοβαρότητα του ανθρώπου τραβάει τη δύναμη και την προσοχή της νόησής του πάντα πίσω προς τα εκεί που είναι προορισμένη να βρίσκεται: όλα τα άλλα τα κάνει ο άνθρωπος χωρίς αληθινή σοβαρότητα. Γι’ αυτό μόνο οι εξαιρετικά σπάνιοι, μη κανονικοί άνθρωποι, η αληθινή σοβαρότητα των οποίων δεν βρίσκεται στο προσωπικό και πρακτικό, παρά στο αντικειμενικό και θεωρητικό, είναι σε θέση να αντιληφθούν το ουσιαστικό των πραγμάτων και του κόσμου, που σημαίνει τις ύψιστες αλήθειες, και με κάποιο τρόπο να τις προβάλουν. Γιατί μια τέτοια σοβαρότητα, που βρίσκεται έξω από το υποκείμενο, στο αντικειμενικό, είναι κάτι ξένο από την ανθρώπινη φύση, κάτι αφύσικό, στην ουσία υπερφυσικό όμως μόνο μέσα από αυτήν είναι ένας άνθρωπος μεγάλος, και οι δημιουργίες του είναι σαν να προ έρχονται από ένα, διαφορετικό από αυτόν, δημιουργικό πνεύμα, το οποίο τον κατέλαβε. Σε ένα τέτοιον άνθρωπο, η ζωγραφική, η ποίηση ή η σκέψη είναι σκοπός, στους άλλους είναι μέσο. Αυτοί επιδιώκουν τα συμφέροντά τους και γνωρίζουν κατά κανόνα να τα προωθούν προσαρμοζόμενοι στους συγχρόνους τους, έτοιμοι να υπηρετήσουν τις ανάγκες τους και τα κέφια τους γι’ αυτό κατά το πλείστον ζουν σε ευτυχείς συνθήκες, εκείνος όμως συχνά σε πολύ πενιχρές: γιατί το προσωπικό του καλό το θυσιάζει στον αντικειμενικό σκοπό: δεν μπορεί δηλαδή να κάνει αλλιώς, γιατί εκεί βρίσκεται η σοβαρότητά του. 

Οι άλλοι κάνουν το αντίστροφο: γι’ αυτό αυτοί είναι μικροί, εκείνος όμως μεγάλος. Σύμφωνα με αυτά, το έργο του είναι για όλους τους καιρούς, αλλά η αναγνώριση του αρχίζει συνήθως στους μεταγενέστερους. Οι άλλοι ζουν και πεθαίνουν με την εποχή τους. Μεγάλος γενικά είναι εκείνος που με τη δράση του (είτε αυτή είναι πρακτική είτε θεωρητή) δεν επιδιώκει τα συμφέροντά του, παρά ακολουθεί μόνο έναν αντικειμενικό σκοπό αλλά είναι μεγάλος ακόμα κι αν στην πρακτική ζωή αυτός ο σκοπός έχει παρεξηγηθεί και για τον λόγο αυτό έχει θεωρηθεί έγκλημα. Το ότι αυτός δεν επιδιώκει το καλό του και τα συμφέροντά του, αυτό τον κάνει κάτω από όλες τις συνθήκες μεγάλο. Μικρή αντίθετα είναι κάθε δραστηριότητα που αποσκοπεί σε προσωπικούς σκοπούς, γιατί αυτός που ενεργεί έτσι, αναγνωρίζει και βρίσκει τον εαυτό του μόνο στο άπειρο ελάχιστα μικρό άτομό του. Αντίθετα, όποιος είναι μεγάλος αναγνωρίζει τον εαυτό του σε όλα, δηλαδή στην ολότητα: δεν ζει, όπως εκείνος, μόνο στον μικρόκοσμο, παρά ακόμα πιο πολύ στον μακρόκοσμο. Γι’ αυτό και η υπόθεσή του είναι η ολότητα, και επιδιώκει να την αντιληφθεί, για να την παρουσιάσει, ή για να την εξηγήσει, ή για να επενεργήσει σε αυτήν πρακτικά. Γιατί αυτή δεν του είναι ξένη, νιώθει ότι τον αφορά. Εξαιτίας αυτής της διεύρυνσης της σφαίρας του, τον ονομάζει κανείς μεγάλο. Επομένως, μόνο στον πραγματικό ήρωα, με οποιαδήποτε έννοια, και στη μεγαλοφυΐα ταιριάζει εκείνος ο υψηλός χαρακτηρισμός, ο οποίος σημαίνει ότι αυτοί, ενάντια στην ανθρώπινη φύση, δεν επιδίωξαν το προσωπικό τους συμφέρον, δεν έζησαν για αυτούς τους ίδιους, παρά για όλους.

ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ, ΟΙ ΑΤΕΛΕΙΕΣ ΤΗΣ ΝΟΗΣΗΣ ΚΑΙ Η ΜΕΓΑΛΟΦΥΪΑ

Α. SCHOPENHAUER: Το αριστουργηματικό αποτελεί πάντα την εξαίρεση

Όποιος έχει ξυπνήσει από τα πρώτα όνειρα της νιότης` όποιος έχει αναλογιστεί τη δική του εμπειρία και την εμπειρία των άλλων` όποιος έχει εξετάσει τη ζωή στην ιστορία του παρελθόντος και της εποχής του, και τελικά στα έργα των μεγάλων ποιητών, σίγουρα θα μπορεί να επιβεβαιώσει το αποτέλεσμα, αν η κρίση του δεν έχει παραλύσει από κάποια ανεξίτηλα χαραγμένη προκατάληψη, ότι αυτός ο κόσμος των ανθρώπων είναι το βασίλειο του τυχαίου και της πλάνης. 

Αυτά τα δύο τον κυβερνούν ανελέητα στα μεγάλα πράγματα αλλά και στα μικρά. Και μαζί μ’ αυτά η ανοησία και η μοχθηρία κρατάνε κι αυτές το δικό τους φραγγέλιο. Βγαίνει λοιπόν αβίαστα το συμπέρασμα ότι καθετί καλύτερο θέλει πολύ κόπο και προσπάθεια για να επικρατήσει` ό, τι είναι ευγενές και σοφό σπάνια εμφανίζεται, σπάνια αναλαμβάνει δράση ή βρίσκει ευήκοα ώτα, ενώ το παράλογο και το διεστραμμένο στον τομέα της σκέψης, το βαρετό και το κακόγουστο στη σφαίρα της τέχνης, το μοχθηρό και το ψευδεπίγραφο στη σφαίρα της δράσης, επιβάλλουν κατά κανόνα την κυριαρχία τους με μικρές μόνο διακοπές. 

Απ’ την άλλη μεριά, το αριστουργηματικό αποτελεί πάντα την εξαίρεση, μια περίπτωση στο ένα εκατομμύριο` οπότε αν έχει εκφραστεί μέσα σ’ ένα αιώνιο έργο, το έργο αυτό στέκει απομονωμένο, αφού πρώτα βγει αλώβητο από τις κακόβουλες επικρίσεις των συγχρόνων. Διατηρείται σαν τον μετεωρίτη που ήρθε στα μέρη μας από έναν κόσμο διαφορετικό απ’ τον δικό μας. 

Όσο αφορά όμως τη ζωή του ατόμου, κάθε προσωπική ιστορία είναι μια ιστορία βασάνων, γιατί κατά κανόνα η ζωή είναι μια συνεχής αλυσίδα από μεγάλες ή μικρές αναποδιές, τις οποίες όλοι κρύβουν όσο μπορούν, γιατί γνωρίζουν ότι οι άλλοι σίγουρα θα νιώσουν ικανοποίηση στο θέαμα κάποιων δεινών απ’ τα οποία εκείνοι τώρα είναι, προσωρινά τουλάχιστον, απαλλαγμένοι` πολύ σπάνια θα νιώσουν συμπόνια ή αλληλεγγύη. 

Προς το τέλος της ζωής του, ίσως να μην υπάρξει ποτέ άνθρωπος, μυαλωμένος και ειλικρινής, που θα επιθυμούσε να τα ξαναπεράσει όλα αυτά. Απεναντίας, αντ’ αυτού θα επέλεγε σίγουρα την απόλυτη ανυπαρξία.

ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ, Η ΤΕΧΝΗ ΝΑ ΕΠΙΒΙΩΝΕΙΣ

Ο κύριος πρόξενος της ταραχής στη ζωή ενός ανθρώπου είναι η άγνοια του καλού και του κακού

Ο Επίκουρος παρατηρεί πως η ευτυχία κι η αρετή συνδέονται ακατάλυτα μεταξύ τους:

Είναι αδύνατο να ζήσεις ηδονικά χωρίς φρόνηση, ομορφιά και δικαιοσύνη κι είναι αδύνατο να ‘χει η ζωή σου ομορφιά, δικαιοσύνη και φρόνηση, αν δεν έχει και ευχαρίστηση. Όποιος δεν τα διαθέτει αυτά, δεν μπορεί να ζει ευτυχισμένα.

Δεν είναι όλοι οι ηθικοί αναμορφωτές τόσο καίριοι όσο ο Eπίκουρος, στον τρόπο με τον οποίο συνδέει την ευτυχία με την αρετή. Πολλοί ηθικολόγοι θα ήθελαν να πιστέψουμε πως το να ακολουθούμε το μονοπάτι της αρετής είναι «αυτοσκοπός». Αν τους ρωτήσουμε γιατί θα πρέπει να συμπεριφερόμαστε ενάρετα, ο λόγος που προβάλλουν είναι πως το να ασκούμε την αρετή είναι κάτι που από μόνο του μας ανταμείβει. Αυτή η ταυτολογία υποδηλώνει ότι κάθε σκοπούμενη «αρετή» θα πρέπει να επιδιώκεται, ανεξάρτητα που οδηγεί τελικά –ακόμη κι αν δεν οδηγεί πουθενά. Μ’ αυτό το είδος «κυκλικής επιχειρηματολογίας», διαφωνεί ο Επικούρειος συνομιλητής του Κικέρωνα, στο έργο του De Finibus:

Όσοι ταυτίζουν το Ύψιστο Αγαθό αποκλειστικά με την αρετή έχουν παραπλανηθεί από τη λαμπρότητα μιας λέξης και δεν κατανοούν τις αληθινές απαιτήσεις της φύσης.

Αν δεχτούν να ακούσουν τον Επίκουρο, θα απαλλαγούν από το πιο χονδροειδές λάθος. Η σχολή σας μιλάει πολύ για την υπέρτατη ομορφιά των αρετών αν όμως οι αρετές δεν έφερναν την ηδονή, ποιος θα τις θεωρούσε αξιέπαινες ή επιθυμητές;

Την ιατρική την εκτιμούμε, όχι επειδή παρουσιάζει επιστημονικό ενδιαφέρον μα επειδή συμβάλλει στην υγεία.

Την τέχνη της ναυσιπλοΐας την επαινούμε για την πρακτική της αξία όχι την θεωρητική, επειδή εφαρμόζει κανόνες που είναι απαραίτητοι για το ασφαλές ταξίδι.

Έτσι και η Φρόνηση, που θα πρέπει να τη θεωρούμε ως τέχνη του ζην, αν δεν έφερνε αποτελέσματα δεν θα ήταν επιθυμητή όμως είναι μια επιθυμητή αρετή, επειδή εξασφαλίζει και παράγει την ηδονή. Όσο για το νόημα που δίνω στην ηδονή, ήδη θα πρέπει να σας είναι ξεκάθαρο και δεν πρέπει να ‘στε προκατειλημμένοι εναντίον μου εξαιτίας του ότι η λέξη συσχετίζεται με την προστυχιά.

Ο κύριος πρόξενος της ταραχής στη ζωή ενός ανθρώπου είναι η άγνοια του καλού και του κακού, οι λαθεμένες αντιλήψεις μας πάνω σ’ αυτά συχνά μας αποστερούν τις μεγαλύτερες ηδονές και μας βασανίζουν με τους πιο σκληρούς πόνους της ψυχής. Άρα χρειαζόμαστε τη Φρόνηση, για να μας απαλλάξει από τους φόβους και τις ορμές μας, να ξεριζώσει όλα τα λάθη και τις προκαταλήψεις και να μας υπηρετήσει σαν αλάνθαστος οδηγός για την επίτευξη της ηδονής.

Και μόνο η Φρόνηση μπορεί να αποδιώξει τη θλίψη απ’ τις καρδιές και να μας προστατέψει από την ανησυχία και το φόβο. Αν την αφήσεις να σε δασκαλέψει, θα μπορέσεις να ζήσεις γαλήνια και να σβήσεις τις πυρακτωμένες φλόγες της επιθυμίας. Γιατί οι επιθυμίες είναι ανίκανες να βρουν ικανοποίηση και δεν καταστρέφουν μόνο μεμονωμένα άτομα μα οικογένειες ολόκληρες, και μάλιστα συχνά ταρακουνούν τα θεμέλια του κράτους. Αυτές είναι η πηγή του μίσους, των καυγάδων, των ανταγωνισμών, των πολεμικών συγκρούσεων. Κι όχι μόνο δείχνουν το πρόσωπό τους προς τα έξω, όχι μόνο επιτίθενται τυφλά εναντίον άλλων, μα ακόμα κι όταν είναι φυλακισμένες μες στην καρδιά μαλώνουν και τρώγονται μεταξύ τους κι αυτό δε μπορεί παρά να φαρμακώνει τη ζωή στο σύνολό της.

Επομένως, μόνο ο Σοφός, που κλαδεύει την οργιώδη βλάστηση της ματαιοδοξίας και των λαθών, έχει τη δυνατότητα να ζήσει ανενόχλητος από τη θλίψη και το φόβο, ευχαριστημένος μέσα στα όρια που έχει θέσει η φύση των πραγμάτων. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο χρήσιμο για το ευ ζην, από τη διδασκαλία του Επίκουρου σχετικά με τις επιθυμίες.

Αν προσέξουμε ότι η άγνοια και το λάθος υποβιβάζουν το σύνολο της ζωής σε μια σύγχυση, ενώ η Φρόνηση από μόνη της είναι ικανή να μας προστατέψει από τις επιθέσεις της βουλιμίας και τις συμφορές του φόβου, μιας και μας διδάσκει πώς να αντιμετωπίζουμε ακόμα και τα χτυπήματα της τύχης με μετριοπάθεια, και μας δείχνει όλα τα μονοπάτια που οδηγούν στην ηρεμία και τη γαλήνη, τότε γιατί να μην ομολογήσουμε, δίχως δισταγμό, ότι η Φρόνηση είναι επιθυμητή για τις ηδονές που προσφέρει, κι ότι η Αφροσύνη πρέπει να αποφεύγεται λόγω των τραυματικών συνεπειών της;

Ο Ηρακλής στο σταυροδρόμι της Αρετής και της Κακίας

Ακολουθεί ο παραστατικότατος μύθος του Προδίκου, όπως διέσωσε στα απομνημονεύματά του ο Ξενοφών.

Όταν ο Ηρακλής βρισκόταν ακόμα στην νεαρότατη ηλικία των μόλις 18 ετών, ζούσε στον Κιθαιρώνα, έχοντας δάσκαλό του τον Λίνο.

Εκεί λοιπόν κατά την διάρκεια μίας δύσκολης στιγμής της ζωής του, είχε λάβει την απόφαση να ακολουθήσει αντί της «Ηδίστης και ράστης οδού της κακίας» την «χαλεπήν και μακράν οδό της αρετής».

Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν τον σχετικό και παραστατικότατο μύθο του Προδίκου, τον οποίο μας διέσωσε στα απομνημονεύματά του ο Ξενοφών. (Β1,21)

Κάποια ημέρα που ο Ηρακλής είχε απομακρυνθεί από το ποίμνιο και τους ποιμένες του πατέρα του, κάθισε σε ένα ερημικό μέρος και άρχισε να σκέφτεται και να αναρωτιέται για το ποια θα είναι η οδός που θα πρέπει να ακολουθήσει στην ζωή του.

Τότε είδε να εμφανίζονται και να κατευθύνονται προς το μέρος του δύο εντυπωσιακές γυναίκες, με τελείως διαφορετική εμφάνιση κινήσεις και συμπεριφορά.

Η μία γυναίκα φερόταν πολύ σεμνά, ήταν πολύ καθαρή και ντυμένη με λιτά και όμορφα ρούχα. Είχε κίνηση και στάση απλή και το βλέμμα της ήταν σοβαρό και μετριόφρον.

Η άλλη γυναίκα ήταν παχύσαρκη και επιδεικτική. Φορούσε πολυτελή και πανάκριβα ρούχα τα οποία όμως ήταν άκομψα και διαλεγμένα χωρίς καθόλου γούστο. Το βλέμμα της ήταν προκλητικό. Παρατηρούσε γύρω της τα πάντα με αυθάδη τρόπο, ενώ το πρόσωπό της ήταν πολύ έντονα μακιγιαρισμένο.

Επιπλέον, επιτάχυνε το βήμα της, ώστε να είναι αυτή η πρώτη που θα βρεθεί μπροστά στον έφηβο Ηρακλή και μόλις τον πλησίασε του είπε τα εξής λόγια: «Βλέπω Ηρακλή, ότι αυτό που σκέφτεσαι είναι το ποιος θα μπορούσε να είναι για σένα ο καλύτερος τρόπος ζωής.

Έχω να σου πω λοιπόν, ότι αν αποφασίσεις να με ακολουθήσεις, θα περάσεις μία πολύ όμορφη ζωή χωρίς να καταβάλεις καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια.

Ό,τι και αν είναι αυτό που επιθυμείς, θα μπορούσες πολύ εύκολα να το αρπάξεις από τους άλλους και όχι να προσπαθήσεις να το αποκτήσεις με την δική σου προσωπική εργασία.

Αυτό που μπορώ να σου προσφέρω είναι την εύκολη απόλαυση όλων σου των αισθήσεων και θα ζεις μόνο για να απολαμβάνεις.»

Ο Ηρακλής όταν άκουσε όλες τις δελεαστικές προτάσεις αυτής της γυναίκας, την ρώτησε: «Και ποιο είναι το όνομά σου;»

Εκείνη του απάντησε: «Οι φίλοι μου με ονομάζουν ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ, οι εχθροί μου όμως με ονομάζουν ΚΑΚΙΑ.»

Εντωμεταξύ έφτασε και η δεύτερη ψηλή γυναίκα, η οποία είπε με την σειρά της στον έφηβο Ηρακλή:

«Και εγώ έρχομαι να σου μιλήσω, διότι γνωρίζω τους γονείς σου και τους προγόνους σου και έμαθα τον τρόπο που ανατράφηκες.
Όλα αυτά μου δίνουν την ελπίδα ότι θα με ακολουθήσεις.
Δεν θα προσπαθήσω όμως να σε εξαπατήσω, ούτε και θα σου υποσχεθώ απολαύσεις χωρίς κόπους και χωρίς την προσωπική σου προσπάθεια.
Αυτό που μπορώ να κάνω είναι να σου παρουσιάσω την ζωή, έτσι όπως την έφτιαξαν οι Θεοί.
Δηλαδή, θα πρέπει να περιποιείσαι και να ευεργετείς τους φίλους σου, εάν θέλεις να σε αγαπούν και εκείνοι.
Πρέπει να εργάζεσαι και να κοπιάζεις για τον τόπο σου, αν θέλεις οι άνθρωποι του τόπου σου να προοδεύσουν.»

Επίσης, αποστόμωσε αμέσως την Κακία που εξακολουθούσε να είναι παρούσα, όταν επιχείρησε να την διακόψει με την ανόητη παρατήρηση: «Βλέπεις πόσο δύσκολα και κοπιαστικά έργα σου προτείνει αυτή η γυναίκα, αγαπητέ μου Ηρακλή;».

Αυτή η δεύτερη γυναίκα όμως, μίλησε τόσο μεστά και πειστικά ώστε ο Ηρακλής αναγνώρισε στο πρόσωπό της την ΑΡΕΤΗ και μολονότι ο δρόμος που του πρότεινε ήταν ιδιαιτέρως δύσκολος, αποφάσισε να τον ακολουθήσει.

Άρχισε λοιπόν να μάχεται κατά των ανθρώπινων κακών και κατά των τεράτων και των θηρίων που εμφωλεύουν στην ψυχή κάθε ανεξαιρέτως ανθρώπου, για να δείξει στους όμοιούς του την απόφαση που θα πρέπει να λάβουν και αυτή, αν θέλουν να ζήσουν μία ζωή με αρχές και ιδανικά και να γίνουν τελικά άνθρωποι αντάξιοι του ονόματός τους.

ΗΘΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ λοιπόν αυτού του καταπληκτικού μύθου, το οποίο δια μέσου του Ηρακλή, φτάνει μέχρι και τις μέρες μας, είναι ότι σε κάθε στιγμή της ζωής μας, όσο μεγάλες και αν είναι οι πάσης φύσεως δυσκολίες που πιθανόν να μας καταδυναστεύουν, εμείς αυτό που θα πρέπει να κάνουμε, είναι να μιμηθούμε το παράδειγμα του Ηρακλή.

Ο Ηρακλής αποτελεί το αιώνιο πρότυπο του ανθρώπου εκείνου που έχει μάθει να δίνει και να κερδίζει στην ζωή του μάχες και αγώνες, διότι έχει ως θεμελιώδες κίνητρό του, το να ξεπερνά κάθε μέρα τον εαυτό του ως προς το θέμα της Αρετής, ακόμα και όταν όλοι δίπλα του τον πολεμούν ανελέητα και δεν μπορούν να καταλάβουν τα πραγματικά του κίνητρα.

Στην πραγματικότητα σε αυτό το ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΚΙΑΣ, βρισκόμαστε κάθε μέρα, σε κάθε σημαντική απόφαση που καλούμαστε να πάρουμε στην ζωή μας.

Ας σκεφτούμε λοιπόν όλοι μας, ας απομονωθούμε για λίγο από την πολύβουη καθημερινότητα και ας αναλογιστούμε και εμείς, όπως ακριβώς και ο Ηρακλής:

Ποιος είναι ο δρόμος που θα επιλέξουμε για να λύσουμε το επόμενο πρόβλημά μας;
Ο δύσκολος και κακοτράχαλος δρόμος που οδηγεί όμως στην Αρετή ή ο εύκολος και ευχάριτος δρόμος που αναπόφευκτα οδηγεί στην Κακία;

Ανιχνεύθηκαν οι πρώτες δύο περιπτώσεις κατακλυσμιαίας συγχώνευσης μαύρης τρύπας με άστρο νετρονίων

Δύο περιπτώσεις κατακλυσμικής συγχώνευσης μελανών οπών με άστρα νετρονίων επιβεβαίωσαν για πρώτη φορά οι αστροφυσικοί. Με τη βοήθεια των βαρυτικών κυμάτων που δημιουργήθηκαν και ταξίδεψαν έως τη Γη, τα δύο περιστατικά ανιχνεύθηκαν από τα παρατηρητήρια βαρυτικών κυμάτων LIGO (ΗΠΑ) και VIRGO (Ευρώπης) με διαφορά δέκα ημερών το ένα επεισόδιο από το άλλο. Και στις δύο περιπτώσεις, πιθανότατα, η μαύρη τρύπα «κατάπιε» ολόκληρο το άστρο νετρονίων.

Τα βαρυτικά κύματα είναι «ρυτιδώσεις» του χωροχρόνου, που προκαλούνται από κινούμενα στο σύμπαν αντικείμενα μεγάλης μάζας. Στη διάρκεια της εξαετίας από τότε που έγινε η πρώτη ανίχνευση βαρυτικών κυμάτων στη Γη (το 2015), έχουν εντοπιστεί συνολικά περισσότερα από 50 περιστατικά συγχώνευσης είτε μελανών οπών μεταξύ τους είτε ζευγαριών άστρων νετρονίων.

Τώρα, για πρώτη φορά οι επιστήμονες ανίχνευσαν βαρυτικά κύματα από την συγχώνευση μαύρης τρύπας και άστρου νετρονίου. Η πρώτη συγχώνευση αφορούσε μία μαύρη τρύπα με μάζα περίπου εννέα φορές μεγαλύτερη του Ήλιου και ένα άστρο νετρονίων με 1,9 ηλιακές μάζες. Η δεύτερη αφορούσε μία μαύρη τρύπα με σχεδόν έξι ηλιακές μάζες και ένα άστρο νετρονίων με μιάμιση ηλιακή μάζα. Κανένα από τα δύο περιστατικά δεν ανιχνεύθηκε από οπτικό τηλεσκόπιο.

Προηγουμένως, το δίκτυο LIGO-Virgo βρήκε δύο άλλες υποψήφιες συγχωνεύσεις αστέρα -μαύρης τρύπας. Ένα συμβάν που ονομάζεται GW190814, που εντοπίστηκε στις 14 Αυγούστου 2019, αφορούσε μια σύγκρουση μιας μαύρης τρύπας με 23 ηλιακή μάζα με αντικείμενο περίπου 2,6 ηλιακών μαζών, η οποία θα μπορούσε να είναι είτε το βαρύτερο γνωστό αστέρι νετρονίων είτε η πιο ελαφριά γνωστή μαύρη τρύπα . Ένα άλλο υποψήφιο συμβάν, που ονομάζεται GW190426, και εντοπίστηκε στις 26 Απριλίου 2019, θεωρήθηκε πιθανότατα ως συγχώνευση αστέρα-μαύρης τρύπας νετρονίων, αλλά θα μπορούσε επίσης να είναι απλώς το αποτέλεσμα του θορύβου του ανιχνευτή.

Έχοντας παρατηρήσει με βεβαιότητα δύο παραδείγματα βαρυτικών κυμάτων από μαύρες τρύπες που συγχωνεύονται με αστέρια νετρονίων, οι ερευνητές εκτιμούν ότι, εντός απόστασης ενός δισεκατομμυρίου ετών φωτός από τη Γη, περίπου μία τέτοια συγχώνευση συμβαίνει ανά μήνα.

Οι αστρονόμοι έχουν επί δεκαετίες αναζητήσει άστρα νετρονίων γύρω από μαύρες τρύπες στον γαλαξία μας, αλλά δεν έχουν βρει ακόμη. Οι δύο πηγές των νέων βαρυτικών κυμάτων, με τις ονομασίες GW200105 και GW200115, βρίσκονται σε δύο άλλους γαλαξίες, σε απόσταση 900 εκατομμυρίων έως ενός δισεκατομμυρίου ετών φωτός από τη Γη, χωρίς όμως να μπορούν να προσδιοριστούν με ακρίβεια. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι τέτοια κατακλυσμικά περιστατικά συμβαίνουν με συχνότητα περίπου ένα τον μήνα σε μία ακτίνα ενός δισεκατομμυρίου ετών φωτός από τον πλανήτη μας.

Τα βαρυτικά παρατηρητήρια LIGO, Virgo και KAGRA (Ιαπωνίας) έχουν βελτιώσει τους ανιχνευτές τους και ετοιμάζονται για ένα νέο γύρο παρατηρήσεων, που θα ξεκινήσει το καλοκαίρι του 2022. Ο ευρωπαϊκός ανιχνευτής VIRGO βρίσκεται κοντά στην Πίζα της Ιταλίας. Σημαντική είναι η συμμετοχή σε αυτές τις έρευνες της Ελληνίδας καθηγήτριας Αστροφυσικής Βίκυς Καλογερά του Πανεπιστημίου Northwestern.

Πλάτων, Συμπόσιον: ο λόγος του Αγάθωνα

Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΑΓΑΘΩΝΑ (194e – 197e)

Πρόκειται για αριστοτεχνική παρωδία της ανούσιας «πεζής ποίησης» του Γοργία, όπως διαπιστώνουμε συγκρίνοντας το λόγο με τα σωζόμενα δείγματά της. Απογυμνωμένος από τις λεκτικές του εκζητήσεις μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Οι προηγούμενοι ομιλητές παρέλειψαν ότι ακριβώς περιμένει κανείς από ένα εγκώμιο: μίλησαν για τα δώρα του Έρωτα προς τους ανθρώπους και όχι για τα εγγενή του γνωρίσματα. Αυτά θα έπρεπε να τονίσει ο εγκωμιαστής:

Ο Έρως είναι ο ωραιότερος από τους θεούς, γιατί: α) Είναι ο νεότερος και όχι ο παλαιότερος, όπως ισχυρίζεται ο Φαίδρος και οι κοσμολόγοι. Οι «ουράνιοι πόλεμοι» δεν θα συνέβαιναν ποτέ, αν είχε τότε την εξουσία ο Έρως. Επίσης είναι αιώνια όμορφος και νέος· συναναστρέφεται τη νεότητα, όχι τα «δύστροπα γερατειά». β) Είναι απαλός και τρυφερός· γι’ αυτό κατοικεί στο τρυφερότερο μέρος που μπορεί να βρει, την ψυχή, και μάλιστα μόνο σε ψυχές με ήπια ιδιοσυγκρασία (μαλακόν). γ) Είναι «ευέλικτος» (υγρός το είδος) και μπορεί να γλιστρά ανεπαίσθητα μέσα και έξω από τα μύχια της ψυχής. δ) Είναι χαριτωμένος και αξιαγάπητος και απαλόχρωμος· γι’ αυτό ποτέ δεν γυρεύει να συλλέξει μέλι από σώμα ή ψυχή με «πεπερασμένη την εποχή της άνθησης».

Διαθέτει όλες τις αρετές: α) Τη δικαιοσύνη, γιατί ούτε προξενεί ούτε υπονομεύει τη βία· δεν την υφίσταται, γιατί ο Έρως δεν ξέρει περιορισμούς, και δεν την προξενεί ποτέ, γιατί τα πάντα είναι πρόθυμοι δούλοι του και «Στον θέλοντα δεν γίνεται αδικία». β) Τη σωφροσύνη, γιατί «είναι κύριος όλων των ηδονών». γ) Τη γενναιότητα, γιατί νικά τον Άρη, τον «πολεμιστή τον διαβόητο για τις έριδές του». δ) Τη σοφία: είναι ο δημιουργός της ιατρικής, όπως είπε ο Ερυξίμαχος. Εμπνέει ποίηση ακόμα και στα αντιποιητικότερα άτομα, άρα πρέπει να είναι μέγιστος ποιητής. Δείχνει επίσης τη σοφία του ως δημιουργός κάθε γένεσης και δάσκαλος όλων των τεχνών: ο έρως, η αγάπη του ωραίου, ενέπνευσε τους διάφορους θεούς που τις ανακάλυψαν. Στην αρχή, όταν κυριαρχούσε η ανάγκη, ο ίδιος ο ουρανός ήταν τόπος τρόμου· η γέννηση του Έρωτα στάθηκε η αιτία κάθε ουράνιου και επίγειου αγαθού.

Κοντολογίς, ο Έρως είναι ο χορηγός της ειρήνης στους ανθρώπους, της γαλήνης στον αέρα και τη θάλασσα, του ήρεμου ύπνου, που μας ανακουφίζει από τις μέριμνες, του γέλιου, της ευθυμίας.

Στα χείλη του Αγάθωνα, ο έπαινος του Έρωτα, χαριτολογία χωρίς νόημα, «αποβάλλει κάθε χυδαιότητα»· ταυτόχρονα όμως χάνει και κάθε σχέση με την πραγματικότητα. Η καρικατούρα και η χονδρή κωμωδία έχει μόνο να προσφέρει «λέξεις, λέξεις, λέξεις». Ο Σωκράτης δεν παραλείπει να επισημάνει το γεγονός με τις χιουμοριστικές παρατηρήσεις με τις οποίες εισάγει τη δική του συμβολή στην ψυχαγωγία. Καθώς, λέει, ο τόνος του Αγάθωνα γινόταν ολοένα διθυραμβικότερος, είχε πράγματι αρχίσει να φοβάται για τον εαυτό του μήπως το «κεφάλι του Γοργία» τον απολιθώσει και του πάρει τη λαλιά. Συνειδητοποιεί – πολύ αργά – ότι ήταν επιπόλαιο από μέρος του να αναλάβει να εκφωνήσει το παραμικρό εγκώμιο για τον Έρωτα. Με την απλή του καρδιά, είχε υποθέσει, ότι θα αρκούσε να πει ότι καλύτερο μπορεί ειλικρινά να λεχθεί για το θέμα. Αλλά, κατά τα φαινόμενα, αναμένεται από τον εγκωμιαστή να αποθεώσει το αντικείμενό του, άσχετα με ποιο αντίτιμο, χωρίς να υπολογίσει την αλήθεια. Αυτό ξεπερνά τα όρια της υποχρέωσης που ανέβαλε ο Σωκράτης και υπερβαίνει της δυνατότητες του. Πρέπει να του επιτραπεί να εκφωνήσει το λόγο του με τον δικό του αφελή τρόπο, δηλαδή λέγοντας την αλήθεια και αφήνοντας το ύφος να τακτοποιηθεί από μόνο του, γιατί αλλιώς ίσως αποτύχει γελοία.

Επίσης θα ήθελε να θέσει μια μικρή προϋπόθεση· να δεχτεί ο Αγάθων, αν είναι δυνατό, να απαντήσει σε μια δυο ερωτήσεις, ώστε να δει ο ίδιος από πού οφείλει να αρχίσει. Ο φιλόσοφος λοιπόν επιχειρεί τελικά να επιβάλει τη μέθοδό του· εκτός από την ωραία γλώσσα, το πρόγραμμα θα περιλαμβάνει και «διαλεκτική», δηλαδή σκέψη (198b-199c).

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (2.16.7-2.18.2)

[2.16.7] Τούτῳ τῷ Ἡρακλεῖ τῷ Τυρίῳ ἔφη ἐθέλειν θῦσαι Ἀλέξανδρος. ὡς δὲ ἀπηγγέλθη ταῦτα πρὸς τῶν πρέσβεων εἰς τὴν Τύρον, τὰ μὲν ἄλλα ἔδοξέ σφισι ποιεῖν ὅ τι περ ἐπαγγέλλοι Ἀλέξανδρος, ἐς δὲ τὴν πόλιν μήτε τινὰ Περσῶν μήτε Μακεδόνων δέχεσθαι, ὡς τοῦτο ἔς τε τὰ παρόντα τῷ λόγῳ εὐπρεπέστατον καὶ ἐς τοῦ πολέμου τὴν κρίσιν, ἄδηλον ἔτι οὖσαν, ἀσφαλέστατόν σφισι γνωσόμενοι. [2.16.8] ὡς δὲ ἐξηγγέλθη Ἀλεξάνδρῳ τὰ ἐκ τῆς Τύρου, τοὺς μὲν πρέσβεις πρὸς ὀργὴν ὀπίσω ἀπέπεμψεν, αὐτὸς δὲ συναγαγὼν τούς τε ἑταίρους καὶ τοὺς ἡγεμόνας τῆς στρατιᾶς καὶ ταξιάρχας καὶ ἰλάρχας ἔλεξεν ὧδε.
[2.17.1] Ἄνδρες φίλοι καὶ ξύμμαχοι, ἡμῖν οὔτε τὴν ἐπ᾽ Αἰγύπτου πορείαν ἀσφαλῆ ὁρῶ θαλασσοκρατούντων Περσῶν, Δαρεῖόν τε διώκειν ὑπολειπομένους αὐτήν τε ὀπίσω τὴν τῶν Τυρίων πόλιν ἀμφίβολον καὶ Αἴγυπτον καὶ Κύπρον ἐχομένας πρὸς Περσῶν, οὐδὲ τοῦτο ἀσφαλὲς ἔς τε τὰ ἄλλα καὶ μάλιστα δὴ ἐς τὰ Ἑλληνικὰ πράγματα, [2.17.2] μή ποτε ἄρα ἐπικρατήσαντες αὖθις τῶν ἐπὶ θαλάσσῃ χωρίων οἱ Πέρσαι, προχωρησάντων ἡμῶν ξὺν τῇ δυνάμει ὡς ἐπὶ Βαβυλῶνά τε καὶ Δαρεῖον, αὐτοὶ ξὺν πλείονι στόλῳ μετ[αγ]άγοιεν τὸν πόλεμον ἐς τὴν Ἑλλάδα, Λακεδαιμονίων μὲν ἐκ τοῦ εὐθέος ἡμῖν πολεμούντων, τῆς δὲ Ἀθηναίων πόλεως φόβῳ μᾶλλόν τι ἢ εὐνοίᾳ τῇ πρὸς ἡμᾶς πρὸς τὸ παρὸν κατεχομένης. [2.17.3] ἐξαιρεθείσης δὲ Τύρου ἥ τε Φοινίκη ἔχοιτο ἂν πᾶσα καὶ τὸ ναυτικὸν ὅπερ πλεῖστόν τε καὶ κράτιστον τοῦ Περσικοῦ, τὸ Φοινίκων, παρ᾽ ἡμᾶς μεταχωρήσειν εἰκός· οὐ γὰρ ἀνέξονται οὔτε οἱ ἐρέται οὔθ᾽ οἱ ἐπιβάται Φοίνικες ἐχομένων σφίσι τῶν πόλεων αὐτοὶ ὑπὲρ ἄλλων πλέοντες κινδυνεύειν· Κύπρος δὲ ἐπὶ τῷδε ἢ οὐ χαλεπῶς ἡμῖν προσχωρήσει ἢ ἐξ ἐπίπλου εὐμαρῶς ληφθήσεται. [2.17.4] καὶ ταῖς τε ἐκ Μακεδονίας ναυσὶ καὶ ταῖς Φοινίσσαις πλεόντων ἡμῶν τὴν θάλασσαν καὶ Κύπρου ἅμα προσγενομένης θαλασσοκρατοῖμέν τε ἂν βεβαίως καὶ ὁ ἐς Αἴγυπτον στόλος εὐμαρῶς ἡμῖν ἐν ταὐτῷ γίγνεται. Αἴγυπτον δὲ παραστησαμένοις ὑπέρ τε τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς οἰκείας οὐδὲν ἔτι ὕποπτον ὑπολείπεται, τόν τε ἐπὶ Βαβυλῶνος στόλον μετὰ τοῦ ἐς τὰ οἴκοι ἀσφαλοῦς καὶ ξὺν μείζονι ἅμα ἀξιώσει ποιησόμεθα ἀποτετμημένοι τήν τε θάλασσαν Περσῶν ξύμπασαν καὶ τὴν ἐπὶ τάδε τοῦ Εὐφράτου γῆν.
[2.18.1] Ταῦτα λέγων οὐ χαλεπῶς ἔπειθεν ἐπιχειρεῖν τῇ Τύρῳ· καί τι καὶ θεῖον ἀνέπειθεν αὐτόν, ὅτι ἐνύπνιον αὐτῆς ἐκείνης τῆς νυκτὸς ἐδόκει αὐτὸς μὲν τῷ τείχει προσάγειν τῶν Τυρίων, τὸν δὲ Ἡρακλέα δεξιοῦσθαί τε αὐτὸν καὶ ἀνάγειν ἐς τὴν πόλιν. καὶ τοῦτο ἐξηγεῖτο Ἀρίστανδρος ὡς ξὺν πόνῳ ἁλωσομένην τὴν Τύρον, ὅτι καὶ τὰ τοῦ Ἡρακλέους ἔργα ξὺν πόνῳ ἐγένετο. καὶ γὰρ καὶ μέγα ἔργον τῆς Τύρου ἡ πολιορκία ἐφαίνετο. [2.18.2] νῆσός τε γὰρ αὐτοῖς ἡ πόλις ἦν καὶ τείχεσιν ὑψηλοῖς πάντῃ ὠχύρωτο· καὶ τὰ ἀπὸ θαλάσσης πρὸς τῶν Τυρίων μᾶλλόν τι ἐν τῷ τότε ἐφαίνετο, τῶν τε Περσῶν ἔτι θαλασσοκρατούντων καὶ αὐτοῖς τοῖς Τυρίοις νεῶν ἔτι πολλῶν περιουσῶν.

***
[2.16.7] Σε αυτόν λοιπόν τον Τύριο Ηρακλή είπε ότι ήθελε να θυσιάσει ο Αλέξανδρος. Μόλις όμως οι πρέσβεις ανέφεραν αυτά στην Τύρο, οι Τύριοι αποφάσισαν να εκτελέσουν όλες τις άλλες διαταγές του Αλεξάνδρου, να μη δεχθούν όμως στην πόλη τους κανέναν, ούτε Πέρση ούτε Μακεδόνα, γιατί έκριναν ότι η απόφασή τους αυτή θα ήταν και για την παρούσα περίσταση η αξιοπρεπέστερη και για την έκβαση του πολέμου, που ήταν ακόμη αβέβαιη, η ασφαλέστερη. [2.16.8] Όταν πληροφορήθηκε ο Αλέξανδρος την απάντηση της Τύρου, οργισμένος έστειλε πίσω τους πρέσβεις και αφού κάλεσε αμέσως σε συμβούλιο τους εταίρους, τους αρχηγούς του στρατού, τους διοικητές των ταγμάτων και τους ιλάρχους, τους είπε τα εξής:
[2.17.1] «Φίλοι και σύμμαχοι, εφόσον οι Πέρσες κυριαρχούν στη θάλασσα, δεν θεωρώ ασφαλή την πορεία μας προς την Αίγυπτο. Είναι όμως εξίσου επικίνδυνο και για άλλους λόγους, προπάντων όμως εξαιτίας της καταστάσεως που επικρατεί σήμερα στην Ελλάδα, να αναλάβουμε την καταδίωξη του Δαρείου, αφήνοντας πίσω μας αυτήν εδώ την πόλη της Τύρου, που είναι αμφίβολη η υπακοή της, καθώς και την Αίγυπτο και την Κύπρο, που κατέχονται από τους Πέρσες. [2.17.2] Αν δηλαδή προχωρήσουμε εμείς με τον στρατό εναντίον της Βαβυλώνας και του Δαρείου, υπάρχει φόβος μήπως επικρατήσουν και πάλιν οι Πέρσες στα παραθαλάσσια μέρη και με ισχυρότερο στόλο μεταφέρουν τον πόλεμο στην Ελλάδα, όπου φανερά μας πολεμούν οι Λακεδαιμόνιοι, ενώ η πόλη των Αθηνών συγκρατείται για την ώρα πιο πολύ από φόβο παρά από ευνοϊκή διάθεση για μας. [2.17.3] Αν όμως καταληφθεί η Τύρος, θα κυριευθεί και ολόκληρη η Φοινίκη, και το φοινικικό ναυτικό, που αποτελεί το μεγαλύτερο και το ισχυρότερο τμήμα του περσικού στόλου, θα προσχωρήσει πιθανότατα σε μας· γιατί δεν θα ανεχθούν ποτέ ούτε οι Φοίνικες κωπηλάτες ούτε οι ναύτες να διακινδυνεύσουν οι ίδιοι πλέοντας για χατίρι άλλων, αν οι πόλεις τους έχουν καταληφθεί. Μετά από αυτό και η Κύπρος ή θα προσχωρήσει χωρίς δυσκολία σε μας ή θα κυριευθεί εύκολα με επίθεση του στόλου μας. [2.17.4] Αν λοιπόν κυριαρχήσουμε στη θάλασσα με τα μακεδονικά και τα φοινικικά πλοία και αν προσχωρήσει σε μας και η Κύπρος, τότε και με ασφάλεια θα μπορέσουμε να επικρατήσουμε στη θάλασσα και συγχρόνως με ευκολία θα επιχειρήσουμε τη ναυτική εκστρατεία μας στην Αίγυπτο. Όταν υποτάξουμε την Αίγυπτο, δεν θα υπάρχει κανένας λόγος να ανησυχούμε πια ούτε για την Ελλάδα ούτε για τη χώρα μας, και θα εκστρατεύσουμε εναντίον της Βαβυλώνας με ασφαλή πια την πατρίδα και συγχρόνως με ανυψωμένο το γόητρό μας, εφόσον οι Πέρσες θα έχουν αποκοπεί από όλη τη θάλασσα, καθώς και από τη γη δυτικά του Ευφράτη».
[2.18.1] Με αυτά τα λόγια έπεισε εύκολα τους άνδρες του να αναλάβουν επίθεση κατά της Τύρου· και κάποιο θεϊκό σημάδι τον παρακίνησε, γιατί είδε στο όνειρό του την ίδια εκείνη νύχτα ότι αυτός πλησίαζε στο τείχος της Τύρου, όπου τον υποδέχθηκε ο Ηρακλής και τον οδήγησε επάνω στην πόλη. Ο Αρίστανδρος εξήγησε ότι το όνειρό του σήμαινε ότι θα κυριευθεί η Τύρος με κόπο, επειδή και τα κατορθώματα του Ηρακλή εκτελέσθηκαν με κόπο. Και πραγματικά η πολιορκία της Τύρου φαινόταν μια δύσκολη επιχείρηση. [2.18.2] Γιατί η πόλη ήταν νησί και είχε οχυρωθεί με ψηλά τείχη από όλες τις μεριές. Την εποχή εκείνη τα πλεονεκτήματα από τη θάλασσα φαίνονταν περισσότερο με το μέρος των Τυρίων, επειδή και οι Πέρσες εξουσίαζαν ακόμη τη θάλασσα και οι ίδιοι οι Τύριοι διέθεταν ακόμη πολλά πλοία.