Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

ΑΡΧΑΪΚΗ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, ΠΙΝΔΑΡΟΣ - •Πυθιονίκαις IV - Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι (4.162-4.184)

ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέων. [στρ. η]
ταῦτά μοι θαυμαστὸς ὄνειρος ἰὼν φω-
νεῖ. μεμάντευμαι δ᾽ ἐπὶ Κασταλίᾳ,
εἰ μετάλλατόν τι· καὶ ὡς τάχος ὀτρύ-
νει με τεύχειν ναῒ πομπάν.
165 τοῦτον ἄεθλον ἑκὼν τέλεσον· καί τοι μοναρχεῖν
καὶ βασιλευέμεν ὄμνυμι προήσειν. καρτερός
ὅρκος ἄμμιν μάρτυς ἔστω
Ζεὺς ὁ γενέθλιος ἀμφοτέροις.»
σύνθεσιν ταύταν ἐπαινήσαντες οἱ μὲν κρίθεν·
ἀτὰρ Ἰάσων αὐτὸς ἤδη

170 ὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον [αντ. η]
φαινέμεν παντᾷ. τάχα δὲ Κρονίδαο
Ζηνὸς υἱοὶ τρεῖς ἀκαμαντομάχαι
ἦλθον Ἀλκμήνας θ᾽ ἑλικογλεφάρου Λή-
δας τε, δοιοὶ δ᾽ ὑψιχαῖται
ἀνέρες, Ἐννοσίδα γένος, αἰδεσθέντες ἀλκάν,
ἔκ τε Πύλου καὶ ἀπ᾽ ἄκρας Ταινάρου· τῶν μὲν κλέος
175 ἐσλὸν Εὐφάμου τ᾽ ἐκράνθη
σόν τε, Περικλύμεν᾽ εὐρυβία.
ἐξ Ἀπόλλωνος δὲ φορμιγκτὰς ἀοιδᾶν πατήρ
ἔμολεν, εὐαίνητος Ὀρφεύς.

πέμψε δ᾽ Ἑρμᾶς χρυσόραπις διδύμους υἱ- [επωδ. η]
οὺς ἐπ᾽ ἄτρυτον πόνον,
τὸν μὲν Ἐχίονα, κεχλά-
δοντας ἥβᾳ, τὸν δ᾽ Ἔρυτον. ταχέες {δ᾽}
180 ἀμφὶ Παγγαίου θεμέθλοις ναιετάοντες ἔβαν,
καὶ γὰρ ἑκὼν θυμῷ γελανεῖ θᾶσσον ἔν-
τυνεν βασιλεὺς ἀνέμων
Ζήταν Κάλαΐν τε πατὴρ Βορέας, ἄνδρας πτεροῖσιν
νῶτα πεφρίκοντας ἄμφω πορφυρέοις.
τὸν δὲ παμπειθῆ γλυκὺν ἡμιθέοι-
σιν πόθον ἔνδαιεν Ἥρα

***
κι απ᾽ της μητριάς του τ᾽ άθεα όπλα. [στρ. η]Όνειρο θαυμαστό ήρθε και τούτα μού είπε.Πήγα στην Κασταλία χρησμό να λάβωαν έπρεπε να επιχειρήσω κάτι·και με παρότρυνε γοργά καράβι να ετοιμάσω.165Αυτόν τον άθλο τέλεψε συ με τη θέλησή σου,κι ορκίζομαι να σου αφήσωτο σκήπτρο του μονάρχη και τη βασιλεία.Του όρκου μας του απάτητου μάρτυς ας είναιο Δίας, ο πρόγονός μας ο κοινός.»Τούτα συμφώνησαν και χωριστήκαν.Και τότε ευθύς ο Ιάσονας
170κήρυκες στέλνει ολούθε [αντ. η]το ταξίδι που άρχιζε να διαλαλήσουν.Ήρθαν λοιπόν γοργά οι τρεις στη μάχη ακούραστοιτου Δία Κρονίδη γιοι —ο ένας ήτανγιος της στρογγυλόματης Αλκμήνης,της Λήδας οι άλλοι —και δυο με τα μαλλιάψηλά δεμένα άντρες, του Εννοσίδα τα βλαστάρια,τιμώντας την παλικαριά τους,από την Πύλο κι απ᾽ την άκρη του Ταινάρου:175έτσι η ευγενική φήμη βγήκε αληθινήτου Ευφήμου και η δική σου, γεροδεμένε Περικλύμενε.Κι απ᾽ τον Απόλλωνα σταλμένοςήρθε ο κιθαριστής, των αοιδών ο πατέρας,ο Ορφέας ο χιλιοπαινεμένος.
Έστειλε κι ο χρυσόραβδος Ερμής τα δίδυμά του τέκνα [επωδ. η]που ξεχειλίζαν νιάτα,τον Έρυτο μαζί και τον Εχίονα,σ᾽ αυτόν τον υπερβολικά κοπιαστικό αγώνα.180Κι από τα ριζοβούνια του Παγγαίου όπου μένανεφτάσανε γοργά γοργά ο Κάλαης και ο Ζήτης,γιατί με πρόθυμη και πρόσχαρη καρδιά τούς έσπρωχνεόλο και γρηγορότερα να τρέχουνο Βορέας ο πατέρας τους, ο βασιλιάς των ανέμων,τους δυο τους άντρες που ανατάραζαντις πορφυρές στα νώτα τους φτερούγες.Και τον γλυκό, τον πειστικό αυτόν πόθοτον φούντωνε στους ημιθέους η Ήρα

Συσχετισμός Αίσθησης και Γνώσης

Α­ρι­στο­τέ­λους Με­τά τά Φυ­σι­κά Α΄
Αρχαίο Κεί­με­νο: Πάντες ἄν­θρω­ποι τοῦ εἰ­δέ­ναι ὀ­ρέ­γον­ται φύ­σει. ση­μεῖ­ον δ’ ἡ τῶν αἰ­σθή­σε­ων ἀ­γά­πη­σις· καὶ γὰρ χω­ρὶς τῆς χρε­ί­ας ἀ­γα­πῶν­ται δι’ αὑ­τάς, καὶ μά­λι­στα τῶν ἄλ­λων ἡ διὰ τῶν ὀμ­μά­των.

Απόδοση στην Νεοελληνική: Όλοι οι άνθρωποι έχουν από τη φύση τους έφεση για γνώση. A­υ­τό φαί­νε­ται α­πό την ι­δι­αί­τε­ρη ε­κτί­μη­ση που έ­χου­με για τις αι­σθή­σεις μας. Για­τί, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό τη χρη­σι­μό­τη­τά τους, μας εί­ναι προ­σφι­λείς οι ί­δι­ες οι αι­σθή­σεις, και πε­ρισ­σό­τε­ρο α­π’ ό­λες η αί­σθη­ση της ό­ρα­σης.

Πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει
Αυτή είναι η πρώτη πρόταση που γράφει ο Αριστοτέλης στο βιβλίο Α των “Μετά τα Φυσικά” για να αναφέρει αμέσως ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν φυσική κλίση προς τη γνώση. Αυτό σημαίνει ότι ο καθένας από μας – ανεξαρτήτως των διαφορών που μας διακρίνουν – διαθέτει μια έμφυτη δύναμη που τον ωθεί να ρωτήσει και να μάθει για όσα συμβαίνουν γύρω του. Αν, λοιπόν, η επιθυμία των ανθρώπων να μαθαίνουν υπαγορεύεται από την ιδιαίτερη φύση τους, έχουμε μια πρώτη σύνδεση ανάμεσα στην ανθρώπινη φύση και τη γνώση.

Στο ίδιο κείμενο η πρόταση που ακολουθεί δικαιολογεί την προηγούμενή της ‘Σημειον δ’ η των αισθησεων αγαπησις’ δηλαδή, η φυσική έφεση ημών των ανθρώπων για γνώση αποδεικνύεται από την εκτίμηση που έχουμε στις αισθήσεις μας. Στο σημείο αυτό σχηματοποιείται μια δεύτερη σύνδεση, αυτή ανάμεσα στη γνώση και στις αισθήσεις. Από όλες τις αισθήσεις, μάλιστα, αγαπάμε ιδιαίτερα την όραση η οποία μας πληροφορεί για τις ιδιότητες των πραγμάτων.

Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε εξ αρχής τη στενή συσχέτιση ανάμεσα στη γνώση και τις αισθήσεις, καθώς η συσχέτιση αυτή επεξηγεί όλη τη θεωρία του Αριστοτέλη για την αφετηρία και την πορεία της γνωστικής διαδικασίας. Εκκινεί κανείς από την αφετηρία και στοχεύει στο τέρμα. Τη διαδρομή αυτή θα παρακολουθήσουμε για να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο φτάνει κανείς στη γνώση, στην επιστήμη ή, διαφορετικά, στο καθόλου. Θα μας προβληματίσει ο βαθμός εμπλοκής αφ’ενός της εμπειρίας και αφ’ετέρου της καθαρής νόησης στην ανθρώπινη γνωστική διενέργεια. Με λίγα λόγια, θα εξετάσουμε πόσο εμπειριστής ή πόσο ορθολογιστής είναι ο Αριστοτέλης.

Η πορεία της γνωστικής επιτέλεσης είναι μια πορεία που αρχίζει από την αίσθηση, οδεύει μέσα από διαδοχικούς αναβαθμούς και καταλήγει σε αυτό που ονομάζουμε γνώση. Ας δούμε τα βήματα . Όλα τα ζώα, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου, έχουν από τη φύση τους την αίσθηση. Είναι ικανά να προσλαμβάνουν τα ατομικά αισθητηριακά δεδομένα. Η γνωστική διαδικασία, λοιπόν, εκκινεί από τις αισθήσεις, μέσω των οποίων όλα τα ζώα λαμβάνουν πληροφορίες από το εξωτερικό περιβάλλον.

Σε ορισμένα ζώα από την αίσθηση προκύπτει η μνήμη, η οποία σε συνδυασμό με την ακοή τα καθιστά επιδεκτικά μάθησης. Η γνωστική πορεία των ζώων, εξαιρουμένου του ανθρώπου, σταματά σε αυτό το σημείο των παραστάσεων (φαντασία) και της μνήμης. Στο είδος των ανθρώπων συμβαίνει κάτι επιπλέον. Οι πολλές αναμνήσεις του ίδιου πράγματος παράγουν την εμπειρία και στη συνέχεια οι πολλές συλλήψεις (εννοήματα) της εμπειρίας παράγουν μια καθολική πεποίθηση (υπόληψη) για τα όμοια πράγματα, δηλαδή παράγουν το καθόλου. Αυτό είναι και το τελευταίο γνωστικό στάδιο στο οποίο δημιουργείται η τέχνη και η επιστήμη που είναι ό, τι ο Αριστοτέλης ονομάζει ΓΝΩΣΗ.

Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα που δίνεται στο ίδιο χωρίο: Αν δώσω ένα φάρμακο στον Καλλία που πάσχει από μια ασθένεια και μετά στον Σωκράτη που πάσχει από την ίδια ασθένεια, θα το κάνω από εμπειρία. Αν, όμως, σχηματίσω την καθολική κρίση ότι το φάρμακο αυτό είναι κατάλληλο για όλους όσοι πάσχουν από τη συγκεκριμένη ασθένεια, δηλαδή για ένα συγκεκριμένο είδος ανθρώπων που μπορώ να ορίσω, τότε κάνω τέχνη, επιστήμη. Φαίνεται, λοιπόν, ότι στο επίπεδο της τέχνης και της επιστήμης τα όμοια πράγματα κατηγοριοποιούνται, καθορίζονται με ευκρίνεια και γίνονται αντικείμενα μιας ενιαίας θεωρίας.

Σε αντίθεση προς την εμπειρία, η οποία είναι περισσότερο πρακτικού χαρακτήρα και αντικρύζει το καθ’έκαστον πράγμα ως μέρος μιας πολλαπλότητας, η τέχνη / επιστήμη αναγνωρίζει μια ενότητα πίσω από το καθ’ έκαστον πράγμα. Αυτό γίνεται με μια ξαφνική αναγωγή σε καθολικές έννοιες. Πόσο ξαφνική είναι, όμως, η εμφάνιση του καθόλου; Είπαμε ότι το καθόλου δημιουργείται όταν από πολλές εμπειρίες συντεθεί μια υπόληψη για τα όμοια πράγματα. Όμως είναι εύλογο να ισχυριστούμε ότι η υπόληψη προϋποθέτει το καθόλου, διότι πώς να φτιάξει κανείς μια γενική θεωρία αν δεν έχει ήδη καθολικές έννοιες;

Συνεπώς, η εμπειρία μοιάζει να εμπεριέχει το καθόλου. Ομως, το ίδιο συμβαίνει και με την αίσθηση; Στην περίπτωση αυτή η αίσθηση δεν θα ήταν μόνο αισθητηριακή πρόσληψη, αλλά και γνώση.

Στη συνέχεια του ίδιου χωρίου ο Αριστοτέλης μιλά πιο ελεύθερα και συσχετίζει περαιτέρω την εμπειρία με την τέχνη. Η πραγματική ζωή αποτελείται από καθ’έκαστον πράγματα και όλες οι πράξεις και οι μεταβολές αφορούν το καθ’ έκαστον, ενώ το καθόλου μόνο συμπτωματικά (κατά συμβεβηκός). Για παράδειγμα, όταν κανείς θεραπεύει τον Καλλία, δεν θεραπεύει τον άνθρωπο γενικά, αλλά συγκεκριμένα τον Καλλία, ο οποίος τυχαίνει να είναι άνθρωπος. Παρά το γεγονός ότι στη ζωή η πράξη αφορά το καθ’ έκαστον, η γνώση ανήκει στην τέχνη καί την επιστήμη που αφορούν τα καθόλου. Μάλιστα, όλοι θεωρούν τους τεχνίτες και τους επιστήμονες σοφότερους από τους εμπειρικούς διότι οι πρώτοι γνωρίζουν την αιτία των πραγμάτων.

Συμπεραίνει κανείς ότι η καθολική γνώση είναι γνώση της αιτίας και ακριβώς αυτό είναι που την καταξιώνει. Κάπου εδώ ο Αριστοτέλης παύει το ζήτημα που αφορά την κατάκτηση της γνώσης στο βιβλίο Α των Μετά τα Φυσικά. Άλλωστε, ο στόχος του στην πραγματεία αυτή είναι να δείξει τι είναι η σοφία και να την ορίσει ως γνώση κάποιων αρχών και αιτίων. Αν κοιτάξουμε με προσοχή όλη τη διαδρομή για την κατάκτηση της γνώσης θα διαπιστώσουμε ότι αφ’ενός η όδευση εκκινεί από τις αισθήσεις και αφ’ετέρου η γνωστική εκπλήρωση τελείται μέσω της εμπειρίας.

Τα δυο αυτά χαρακτηριστικά συνιστούν μια σαφή διακήρυξη εμπειρισμού εκ μέρους του Αριστοτέλη. Μάλιστα, ο ρόλος της νόησης ως αυτόνομης λειτουργίας μέσα στην πορεία προς την επιστήμη είναι προς το παρόν αφανής. Έτσι, στo Α των Μετά τα Φυσικά δεν διαφαίνεται κάποιο δείγμα ορθολογιστικής θεώρησης της γνωστικής διεκπεραίωσης, όπως την είδαμε παραπάνω. Με τη βοήθεια άλλων αριστοτελιικών έργων θα αποσαφηνιστεί η προοπτική του εμπειρισμού, αλλά επιπλέον θα αναδειχθεί και η προοπτική του ορθολογισμού όσον αφορά την εκπλήρωση του επίστασθαι.

Προτού αναζητήσουμε την ακριβή εμφάνιση του καθόλου, θεωρώ χρήσιμο να δούμε τι σημαίνει η έννοια καθόλου στον Αριστοτέλη. Έως τώρα είδαμε ότι στο Α η αινιγματική αυτή λέξη παρουσιάζεται ως η καθολική υπόληψη για τα όμοια πράγματα, ως η γενική έννοια που μας επιτρέπει να κάνουμε επιστήμη. Είδαμε καθαρά ότι δεν υπάρχει επιστήμη χωρίς καθόλου και ότι η επιστήμη είναι μόνο των καθολικών πραγμάτων. Η εν λόγω έννοια εξετάζεται και μάλιστα ορίζεται στα Αναλυτικά Ύστερα.

“Καθ’ ολου δε λέγω ο αν κατα παντος τε υπαρχει και καθ’αυτο και η αυτο”
Καθολικό είναι αυτό που μπορεί να τεθεί ως κατηγορούμενο στο σύνολο κάποιου υποκειμένου.
Το κατά παντός σημαίνει ότι το κατηγορούμενο δεν μπορεί να αποδίδεται μόνο σε ένα μέρος του υποκειμένου και ούτε μπορεί άλλοτε να αποδίδεται και άλλοτε όχι. Είναι απαραίτητο η κατηγόρηση να ισχύει για το σύνολο του υποκειμένου και σε κάθε περίπτωση. Για παράδειγμα, στην πρόταση «ο άνθρωπος είναι ζώο» η απόδοση του κατηγορουμένου «ζώο» στο υποκείμενο «άνθρωπος» οφείλει να ισχύει πάντα και για όλους τους ανθρώπους. Σε άλλο χωρίο ο Αριστοτέλης διατείνεται με σαφήνεια ότι μπορούμε να κάνουμε επιστήμη μόνο του καθόλου.

Τα διάφορα επιμέρους πράγματα, ως συντεθειμένα από μορφή και ύλη, είναι φθαρτά και μεταβλητά, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει απόλυτη γνώση γι’αυτά, παρά μόνο προσωρινή και συμπτωματική. Αντίθετα, η γνώση του καθόλου είναι αιώνια. Μάλιστα, ο επιστήμονας γνωρίζει, θα λέγαμε, μόνο καθολικά και χειρίζεται τα επιμέρους πράγματα ως παραδείγματα των καθόλου. Αν ο Αριστοτέλης αναγνώριζε μια επιστήμη του καθ’ έκαστον, αυτό θα σήμαινε ότι λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν του την ύλη, πράγμα αδύνατο, εφόσον η ύλη δεν είναι μια οντολογική υπόσταση, αλλά υπάρχει μόνο λογικά.

Στο σημείο αυτό προκύπτει μια σοβαρή δυσκολία. Αν το καθόλου τίθεται ως κατηγορούμενο σε κάποιο υποκείμενο, δεν μπορεί να είναι υπόσταση, διότι η υπόσταση δεν αποτελεί ποτέ κατηγορούμενο. Όμως για τον Αριστοτέλη, ό,τι υπάρχει πραγματικά είναι η υπόσταση, το επιμέρους αισθητό πράγμα, το τόδε τι. Με άλλα λόγια, η πραγματικότητα είναι το σύνολο των επιμέρους πραγμάτων. Τότε γιατί γνωρίζουμε μόνο το καθόλου; Γιατί γνωρίζουμε μόνο αφαιρέσεις των αισθητών πραγμάτων και όχι τα ίδια τα πράγματα; Πώς θα γνωρίσουμε τις πραγματικές υποστάσεις που είναι γύρω μας; Το πρόβλημα αυτό θα λυθεί στη συνέχεια όταν φωτιστεί η σχέση του καθόλου με το επιμέρους πράγμα και η ακριβής θέση του μέσα στη γνώση.

Σχετικά με το ζήτημα της εμφάνισης του καθόλου ας επιλέξουμε έναν πιο ασφαλή δρόμο ξεκινώντας από τη ρίζα της αριστοτελικής γνωσιολογίας για να παρακολουθήσουμε τη διακλάδωση του προβλήματος. Το σκοπό αυτό θα βοηθήσει η θεωρία της γνώσης όπως την εκθέτει ο Αριστοτέλης στα Αναλυτικά Ύστερα. Επειδή τα περισσότερα αριστοτελικά έργα ξεκινούν με προτάσεις μάλλον κρίσιμες και καθοριστικές, είναι σκόπιμο να κοιτάξουμε κι εδώ με προσοχή την εναρκτήρια πρόταση.

Πασα διδασκαλια και πασα μαθησις διανοητικη εκ προϋπαρχουσης γινεται γνωσεως. Δηλαδή, κάθε διδασκαλία και κάθε διανοητική μαθηση παράγεται από μια προϋπάρχουσα γνώση. Για κάθε γνώση υπάρχει μια α priori γνώση που υπόκειται ως βάση, που υφίσταται ως προϋπόθεση. Αυτό ισχύει και για τα δυο είδη γνώσης που είναι α) ο συλλογισμός ή αλλιώς η παραγωγή και β) η επαγωγή. Τόσο στη μια όσο και στην άλλη περίπτωση είναι αναγκαίο να έχουμε στη διάθεσή μας εκ των προτέρων γνωστά δεδομένα. Πρέπει να ξέρουμε ήδη ότι το πράγμα το οποίο θα γνωρίσουμε υπάρχει και επίσης να ξέρουμε τι σημαίνει (τον ορισμό του).

Ο Αριστοτέλης ονομάζει χαρακτηριστικά τα τέσσερα πιθανά αντικείμενα της επιστημονικής έρευνας: “Το οτι, το διοτ, το ει εστι και το τι εστιν”. Το καθένα από τα θέματα αυτά έχει μια συγκεκριμένη θέση στη σειρά που ακολουθεί η επιστημονική διαδικασία. Αρχικά, τίθεται το όνομα του προς εξέταση αντικειμένου και η πρώτη ερώτηση αφορά το αν υπάρχει κάποιο πράγμα που αντιστοιχεί στο όνομα αυτό (ει εστι).

Αν το αντικείμενο αυτό υπάρχει, πρέπει να ρωτήσουμε τι είναι, τι εστιν. Αφού γνωρίσουμε τον ορισμό του, θα μάθουμε οτι του αποδίδονται κάποια κατηγορήματα και τέλος θα αναρωτηθούμε για ποιό λόγο έχει τα κατηγορήματα αυτά (διοτι). Συγκεκριμένα, για να γίνει ένας συλλογισμός πρέπει να έχουμε δεδομένες προκείμενες που εκλαμβάνονται ως γνωστές και κοινά αποδεκτές, ενώ στην περίπτωση της επαγωγής πρέπει το ατομικό πράγμα να είναι προφανές. Φαίνεται, λοιπόν, ότι προτού μάθουμε οτιδήποτε πρέπει να ξέρουμε ήδη κάτι.

Αυτό μας οδηγεί αμέσως στον Πλάτωνα όπου η γνώση προϋπάρχει ως ανάμνηση. Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι, εφόσον έχουμε δεδομένα γνωστά στοιχεία, με κάποιο τρόπο γνωρίζουμε το συμπέρασμα από πριν, όχι βεβαίως απόλυτα και όχι όπως πρόκειται να το γνωρίσουμε. Με την αναφορά αυτή ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι αποφεύγει την παγίδα του πλατωνικού Μένωνα ּ την παγίδα να εγκλωβιστούμε στο παράδοξο της μάθησηςֹ δηλαδή να θεωρήσουμε ότι σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να γνωρίσουμε κάτι, αφού αν το αγνοούμε, δεν μπορούμε να το ερευνήσουμε και αν το γνωρίζουμε, τότε το ξέρουμε ήδη.

Πώς κινείται η γνώση στο συλλογισμό και πώς στην επαγωγή;
Στην περίπτωση του συλλογισμού το συμπέρασμα παράγεται από αληθείς, πρώτες, άμεσες, οικειότερες και προγενέστερες προκείμενες που λειτουργούν ως αιτίες, καθώς για να γνωρίσουμε επιστημονικά πρέπει να γνωρίσουμε την αιτία του πράγματος και να ξέρουμε ότι αυτό δεν μπορεί να είναι αλλιώς. Αυτή είναι, άλλωστε, η διαφορά ανάμεσα στη γνώση και την απλή γνώμη / δόξα.

O συλλογισμός είναι διαδικασία παραγωγική και μεταβαίνει από το καθολικό στο μερικό. Αυτό σημαίνει ότι οι προκείμενες προτάσεις του είναι όσο το δυνατόν γενικότερες και οδηγούν σε γνώση συγκεκριμένου χαρακτήρα. Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι τα διάφορα επιμέρους πράγματα είναι πρότερα προς ημας, αφού τα συλλαμβάνουμε με τις αισθήσεις και είναι τα πρώτα με τα οποία ερχόμαστε σε επαφή. Αντίθετα, τα καθόλου είναι φυσει πρότερα, αλλά χρειάζεται μια μακρά πορεία για να τα αδράξουμε. Συνεπώς, οι προκείμενες προτάσεις του συλλογισμού είναι οικειότερες και προγενέστερες διότι ως καθολικές είναι φύσει πρότερες.

Το καθοριστικό σημείο είναι ότι πρόκειται για προτάσεις άμεσες και αναπόδεικτες. Μιλάμε για προκείμενες που θέτουν σε κίνηση τον επιστημονικό συλλογισμό. Οι ίδιες, όμως, δεν παράγονται αποδεικτικά. Θα λέγαμε ότι είναι τα πρώτα, τα απλούστερα, μη αναγώγιμα στοιχεία, αυτά που δεν εξαρτούν την αλήθεια της ύπαρξής τους από ανώτερες και καθολικότερες προτάσεις. Μοιάζουν με όρια, καθώς δεν υπάρχουν άλλες προτάσεις πέρα από αυτές. Είναι οι πρώτες αρχές που δεν αποδεικνύονται και δεν χρειάζεται να αποδειχθούν.

Φαίνεται ότι όταν μπαίνουμε στα δύσκολα χωράφια της γνώσης συμβαίνει να φωτίζουμε κάποιες έννοιες ή προτάσεις ακριβώς επειδή συσκοτίζουμε κάποιες άλλες. Χρειαζόμαστε δεδομένα και αυτονόητα στοιχεία, προκειμένου να θεματοποιήσουμε τα ερωτήματά μας και να διεξαγάγουμε την αποδεικτική διαδικασία. Μάλιστα, αν οι πρώτες αρχές δεν ήταν πεπερασμένες σε αριθμό και αναπόδεικτες, θα οδηγούμασταν σε μια άπειρη αναγωγή από προκείμενη σε προκείμενη, όπου τίποτα δεν θα ήταν αποδεκτό ως δεδομένο και αναπόδεικτο.

Αν έπρεπε να δώσουμε έναν ορισμό στην έννοια του συλλογισμού, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η μορφή της λογικής απόδειξης. Για να παραχθεί το συμπέρασμα οι προκείμενες πρέπει να είναι τουλάχιστον δυο. Η πρώτη και καθολικότερη είναι η μείζων πρόταση και η δεύτερη είναι η ελάσσων. Η αποδεικτικότητα του συμπεράσματος εναπόκειται στις προκείμενες. Αν οι προκείμενες είναι αληθείς, το συμπέρασμα θα είναι οπωσδήποτε αληθές. Το σώμα του αποδεικτικού συλλογισμού περιλαμβάνει συγκεκριμένους όρους που έχουν είτε θέση υποκειμένου είτε θέση κατηγορήματος. Κάποιοι θα είναι οι άκροι όροι και μια λέξη θα είναι ο μέσος όρος. Ας δούμε το παράδειγμα:

Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί.
Ο Σωκράτης είναι άνθρωπος.
Ο Σωκράτης είναι θνητός.

Το πιο σημαντικό είναι να δούμε το μέσο όρο του συλλογισμού και τη λειτουργία του. Η λέξη «άνθρωπος» είναι ο όρος που υπάρχει κοινός στις προκείμενες και απουσιάζει από το συμπέρασμα. Είναι ο συνενωτικός και διαμεσολαβητικός όρος που επικαθορίζει τη διαπροτασιακή σχέση. Μεσολαβεί και αιτιολογεί το συμπέρασμα. Γι’αυτό και ο μέσος όρος είναι πάντα η αιτία του συμπεράσματος. Στο παράδειγμα που έχουμε ο συλλογισμός εκκινεί από μια αληθή προκείμενη καθολικού χαρατήρα που αφορά το σύνολο των ανθρώπων. Με γέφυρα τη διαμεσολαβητική αιτία της λέξης «άνθρωπος» που βρίσκεται και στη δεύτερη αληθή προκείμενη αποδεικνύεται με εγκυρότητα το συμπέρασμα το οποίο είναι εξειδικευμένου περιεχομένου. Αφορά, δηλαδή, ένα συγκεκριμένο άνθρωπο, τον Σωκράτη.

Έχει ενδιαφέρον να σκεφτούμε κατά πόσο η πλατωνική διαίρεση αποτελεί την ιδρυτική πράξη του αριστοτελικού συλλογισμού. Στον Πολιτικό συναντάμε ένα πολύ καλό παράδειγμα της μεθόδου με την οποία μπορούμε να ορίσουμε μια γενική έννοια. Ο Πλάτωνας θέλει να ορίσει την έννοια της «πολιτικής» και την καθιστά διαιρετική βάση. Την επιμερίζει σε ειδικότερες κατηγορίες από τις οποίες ασχολείται κάθε φορά με αυτήν που προσδιορίζει την αρχική του έννοια. Την κατηγορία αυτή διαιρεί περαιτέρω και με τον ίδιο τρόπο έως ότου εξαντλήσει τη δυνατότητα της διαίρεσης καταλήγει στην έσχατη έννοια.

Με αργούς βηματισμούς και χωρίς καμιά παράλειψη σχηματοποιείται η διακλάδωση που οδηγεί από την καθολική έννοια στη μερική. Είναι η πλατωνική πορεία κατάβασης από το αφηρημένο στο πιο συγκεκριμένο, από την ιδέα σε κάτι περισσότερο αισθητό για να επιτευχθεί ένας ορισμός. Είναι η υπό πλατωνική προοπτική αποδεικτικότητα που τείνει να γεφυρώσει εννοιολογικά το χάσμα νοητού-αισθητού. Έχω τη γνώμη πως δεν θα ήταν αδόκιμο να διαβάσουμε ομοιότητες ανάμεσα σε αυτήν την γνωσιολογική διαδρομή και τον αποδεικτικό συλλογισμό του Αριστοτέλη.

Και στις δυο περιπτώσεις υπάρχει ένα νοηματικό συνεχές που εκφέρει την έκπτυξη του καθολικού στη διαφορά. Οι υπερκείμενες καθολικές έννοιες και κρίσεις του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη αντιστοίχως αναλύονται αποδεικτικά στο συγκεκριμένο.

Ας επανέλθουμε, όμως, στις πρώτες και αναπόδεικτες αρχές που προϋποτίθενται γαι να διεξαχθεί ένας συλλογισμός. Ο Αριστοτέλης ονομάζει τα αφετηριακά σημεία της γνώσης:

α) Τα αξιώματα, όπως είναι η αρχή της αντίφασης και η αρχή του αποκλειόμενου τρίτου. Πρόκειται για προτάσεις που οπωσδήποτε πρέπει να γνωρίζει κάποιος προτού προχωρήσει στην επιστημονική διαδικασία της απόδειξης. Τα αξιώματα δεν συνιστούν προκείμενες του συλλογισμού, αλλά κανόνες σύμφωνα με τους οποίους θα εκδιπλωθεί η απόδειξη και είναι κοινά σε περισσότερες από μια επιστήμες.

β) Οι θέσεις είναι προτάσεις διαφορετικές για κάθε επιστήμη. Όταν αφορούν την ύπαρξη ή τη μη ύπαρξη του πράγματος λέγονται υποθέσεις και όταν αφορούν το τι είναι το πράγμα λέγονται ορισμοί. Τα Αναλυτικά Ύστερα Β περιλαμβάνουν εκτενή περιγραφή της έννοιας του ορισμού και σύγκρισή του με το συλλογισμό. Όπως είναι αναμενόμενο, οι ορισμοί δεν αποδεικνύονται, αλλά είναι οι αφετηριακές αρχές της απόδειξης.

Συνοπτικά αναφέρω τα τρία είδη ορισμών που διακρίνει ο Αριστοτέλης
α) οι αναπόδεικτοι ορισμοί που χρησιμοποιούν οι επιστήμονες ως θεμελιώδεις έννοιες, β) οι αιτιολογικοί ορισμοί που είναι οιονεί απόδειξη και γ) οι ονοματικοί ορισμοί που δηλώνουν τι σημαίνει η λέξη του πράγματος.

Είναι φανερό ότι αυτές οι πρώτες και καθολικές προκείμενες, που είναι η προϋπάρχουσα γνώση του συλλογισμού, συλλαμβάνονται με κάποιο διαφορετικό γνωστικό τρόπο από αυτόν της αποδεικτικής παραγωγής. Εδώ το αρχικό μας πρόβλημα γίνεται σαφέστερο και αρχίζει για πρώτη φορά να διαφαίνεται μια πιο συγκεκριμένη λύση. Ας εξετάσουμε, λοιπόν, την έννοια που θα μας βοηθήσει.
Το δεύτερο είδος γνώσης που αναγνωρίζει ο Αριστοτέλης: την επαγωγή. Η επαγωγή είναι η αντίστροφη πορεία του παραγωγικού συλλογισμού, δηλαδή η κίνηση που προβαίνει από το μερικό στο καθολικό. Είναι εμπειρική δραστηριότητα, κατά την οποία η αίσθηση συλλέγει επιμέρους περιπτώσεις με σκοπό να γενικεύσει. Η παρατήρηση πολλών ή όλων των ατομικών περιπτώσεων οικοδομεί ένα καθολικό συμπέρασμα. Αν η απαρίθμηση είναι πλήρης, δηλαδή αν εξαντλεί το σύνολο των αισθητών περιπτώσεων, έχουμε τέλεια επαγωγή. Όταν η εμπειρική απαρίθμηση είναι ελλιπής, τότε η επαγωγή είναι ατελής και το συμπέρασμά της αβέβαιο.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι το δεύτερο είδος γνώσης προηγείται και προϋποτίθεται για να διεξαχθεί το πρώτο. Η επαγωγή μας οδηγεί από την αίσθηση στις καθολικές προτάσεις και αντιστρόφως ο συλλογισμός εκκινεί από αυτές για να μας αποδείξει ένα συμπέρασμα μερικού χαρακτήρα. Έτσι, η γνώση μοιάζει να είναι διπλής κατεύθυνσης: να πορεύεται από το μερικό στο καθολικό και έπειτα από το καθολικό στο μερικό.

Κατά την επαγωγική πράξη η αίσθηση οπωσδήποτε δεν μπορεί να κάνει τη δουλειά που κάνει ο συλλογισμός, γιατί δεν γνωρίζει την αιτία. Δεν μπορεί να δει τα καθόλου που είναι αιώνια και άφθαρτα και συνεπώς δεν μας χορηγεί επιστημονική γνώση. Αντικείμενο της αίσθησης είναι τα αισθητά ατομικά πράγματα που βρίσκονται σε συγκεκριμένο χωροχρόνο και υπόκεινται στην αλλαγή (των γαρ καθ’εκαστον η αισθησις). Το καθόλου είναι το τέρμα στο οποίο θα φτάσει η αίσθηση. Σύμφωνα με το παράδειγμα που αναφέρει ο Αριστοτέλης στα Αναλυτικά Ύστερα, αν ρωτήσουμε τι είναι έκλειψη της σελήνης ή ποια είναι η αιτία της έκλειψης, και στις δυο περιπτώσεις ζητούμε την αιτία του εν λόγω φαινομένου, δηλαδή το μέσο όρο του συλλογισμού στον οποίο θα προέβαινε κανείς εν προκειμένω.

Σε περίπτωση, όμως, που βρισκόμασταν στη σελήνη δεν θα κάναμε αυτές τις ερωτήσεις διότι η αίσθησή μας θα μας πληροφορούσε για το φαινόμενο της έκλειψης, ότι δηλαδή εκείνη τη στιγμή η γη θα έκρυβε τη σελήνη από τον ήλιο. Τότε, με την αίσθηση θα αποκτούσαμε γνώση του καθόλου (εκ γαρ του αισθεσθαι και το καθ’ολου εγενετο αν ημιν ειδεναι). Βεβαίως, το να βρεθεί κανείς στη σελήνη και να δει από κοντά τη γη να της στερεί το φως δεν του χορηγεί αμέσως την αιτία της έκλειψης, αλλά μόνο μέσα από μια πορεία που πρέπει να εξελιχθεί.

Έτσι, αν λείψει η αίσθηση, θα λείψει και η επιστήμη, αφού οι καθολικές αλήθειες που επεξεργάζεται η τελευταία προκύπτουν μέσω επαγωγής από την αισθητηριακή πρόσληψη.
Συνεπώς, δεν υπάρχει γνώση χωρίς επαγωγή. Όμως, δεν υπάρχει επαγωγή χωρίς αισθητηριακή αντίληψη. Άρα, δεν υπάρχει γνώση χωρίς αισθητηριακή αντίληψη. Με έναν κατά τέτοιο τρόπο αριστοτελικά σχηματιζόμενο συλλογισμό καταλαβαίνουμε το λόγο για τον οποίο οι άνθρωποι αγαπούν, όπως είδαμε (Μετά τα Φυσικά, Α) τις αισθήσεις τους.

Όμως, καθώς είναι πολύ δύσκολο να εξετάζονται όλα τα επιμέρους παραδείγματα, η επαγωγή είναι συνήθως ατελής. Αυτό φαίνεται να είναι πρόβλημα γιατί μας εμποδίζει να τη θεωρήσουμε ασφαλή μέθοδο. Είναι απαραίτητο, ωστόσο, να την καταστήσουμε με κάποιο τρόπο αξιόπιστη, διότι αυτή μας προσπορίζει τις καθολικές έννοιες με τις οποίες συγκροτείται η επιστήμη. Πράγματι, θα δούμε στη συνέχεια με περισσότερες λεπτομέρειες πώς στέκεται ο Αριστοτέλης απέναντι στη μέθοδο της επαγωγής και πώς της αναθέτει το δύσκολο έργο του σχηματισμού των πρώτων αρχών.

Στο τελευταίο μέρος Β19 των Αναλυτικών Ύστερων, ο Αριστοτέλης διατυπώνει με ακρίβεια το ερώτημα σχετικά με τον τρόπο σύλληψης των πρώτων αρχών. Στο χωρίο αυτό συναντάμε τις πιο σαφείς σκέψεις που μπορούν να μας λύσουν το πρόβλημα, βεβαίως πάντοτε μέσα στο γνωστό πλαίσιο της αριστοτελικής αμφισημίας. Είναι ήδη μερικώς σκοτεινή η έννοια των πρώτων αρχών και μια παραχώρηση εκ μέρους μας να μην την εξετάσουμε περαιτέρω. Ο Αριστοτέλης μοιάζει να αρκείται στις πληροφορίες που μας δίνει κι εμείς δικαιολογημένα ταυτίζουμε τις πρώτες αρχές με τα αφετηριακά σημεία του συλλογισμού, δηλαδή με τα αξιώματα, τις υποθέσεις και τους ορισμούς. Ταυτόχρονα, οι πρώτες αρχές αναφέρονται και σε έννοιες που πρέπει να είναι οι πιο γενικές και απλές, όπως είναι οι κατηγορίες. Φαίνεται, πάντως, ότι όταν ο Αριστοτέλης αναφέρεται στα καθόλου δεν εννοεί μόνο καθολικές έννοιες, αλλά και καθολικές κρίσεις.

Να, λοιπόν, τα πρώτα ερωτήματα του Αριστοτέλη. Η γνώση των πρώτων αρχών είναι επιστημονική; Είναι έμφυτη ή επίκτητη; Ποια είναι η γνωστική λειτουργία που μας τη χορηγεί; Ακολουθούν αμέσως οι απαντήσεις. Οφείλουμε να απορρίψουμε την υπόθεση ότι η γνώση των πρώτων αρχών είναι έμφυτη διότι αν ήταν, θα έπρεπε να την αντιλαμβανόμαστε. Όμως, δεν καταλαβαίνουμε την ύπαρξή της. Για παράδειγμα, τα βρέφη δεν φαίνεται να έχουν την ικανότητα να γνωρίζουν με αφηρημένο τρόπο.

Όμως, η γνώση των πρώτων αρχών δεν μπορεί να είναι ούτε επίκτητη, γιατί τότε θα έπρεπε να προκύπτει από μια προϋπάρχουσα γνώση. Τελικά, ο Αριστοτέλης διαπιστώνει ότι ο άνθρωπος διαθέτει μια ικανότητα που του χορηγεί αργότερα τη γνώση των αρχών. Έτσι, η τελευταία δεν είναι παραγόμενη γνώση γιατί δεν προκύπτει από κάπου, αλλά εξαρτάται από την άσκηση της ανθρώπινης γνωστικής ικανότητας. Η λειτουργία αυτή εδράζεται στην αίσθηση που έχουν όλα τα ζώα, δηλαδή την ικανότητα να διακρίνουν ατομικά αισθητηριακά δεδομένα. Από την αίσθηση η οποία διαχωρίζει τα φαινόμενα αρχίζει η γνωστική όδευση προς την κατανόηση.

Η πορεία, δηλαδή, εκκινεί από τα πιο οικεία προς ημάς στα πιο δύσκολα προς ημάς, τα οποία είναι, όμως, τα φύσει πρότερα. Το επόμενο στάδιο είναι η μνήμη που ενυπάρχει σε ορισμένα ζώα. Είναι η ικανότητα να διατηρούν το αισθητό πράγμα ως νοητική εικόνα, ως φάντασμα, ως αποτύπωμα μετά το πέρας της αισθητηριακής πρόσληψης. Η επανάληψη πολλών αναμνήσεων του ίδιου πράγματος δημιουργεί σε ορισμένα πάλι ζώα μια εμπειρία εναποθέτοντας στην ψυχή τους ένα καθόλου. Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των αναμνήσεων, τόσο μεγαλύτερο είναι το βάθος της εμπειρίας.

Το καθόλου που βρίσκεται σε αυτό το στάδιο περιορίζεται σε παρελθούσες παρατηρημένες περιπτώσεις και δεν επιτρέπει ακόμα στον εμπειρικό να σχηματίσει καθολικές προτάσεις. Η πορεία φτάνει στο τέρμα της όταν το καθόλου δημιουργεί την τέχνη – αν πρόκειται για το γίγνεσθαι – και την επιστήμη – αν πρόκειται για το είναι. Είναι η στιγμή που η παρουσία του καθολικού μέσα στο νου χάρις στις διαδοχικές εντυπώσεις του συγκεκριμένου πράγματος σχηματοποιεί την έννοια, την καθολική πεποίθηση για τα όμοια πράγματα, όπως είδαμε και στο Α των Μετά τα Φυσικά. Είναι φανερό ότι και σε αυτό το απόσπασμα έχουμε μια συνεπή περιγραφή της ίδιας γνωστικής διαδικασίας που μας ανέλυσε ο Αριστοτέλης στο Α . Εδώ είναι πιο ξεκάθαρη η φυσική κλίση του ανθρώπου προς τη γνώση, αφού είναι η σύσταση της ανθρώπινης ψυχής που διαθέτει τη δυνατότητα των παραπάνω γνωστικών μεταβάσεων.

Ο Αριστοτέλης συνεχίζει με μια ενδιαφέρουσα παρομοίωση σαν να μην είναι μόνο ο Πλάτωνας που χρησιμοποιεί μεταφορές. Το πέρασμα από τα καθ’έκαστον στο καθόλου μοιάζει με ένα στράτευμα που ενώ είχε τραπεί σε φυγή την ώρα της μάχης, επανασυντάσσεται σιγά σιγά, έως ότου επιστρέψει στην αρχική κατάσταση της απόλυτης πειθαρχίας του. Την απαραίτητη μετάβαση από την αταξία στην τάξη ακολουθεί και η αίσθηση. Τα ασύνδετα ατομικά δεδομένα συγκλίνουν σταδιακά προς μια ομοιότητα μεταξύ τους μέχρι να απομείνει το κοινό τους στοιχείο που είναι ένα καθόλου.

Ομοίως, οι άτακτοι στρατιώτες είναι διασκορπισμένα και ασύνδετα άτομα που οδηγούνται στην εξ-ομοίωσή τους για να γίνουν ένα κοινό σώμα, καλύτερα μια κοινή γενική έννοια: στρατός. Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ο Αριστοτέλης μιλάει για μια επιστροφή του στρατού στην αρχική του κατάσταση σαν να προηγείται η τάξη της αταξίας. Πράγματι, όπως ξέρουμε ήδη, παρόλο που δεν μπορούμε να συλλάβουμε εξ αρχής το καθόλου, αλλά συλλαμβάνουμε πρώτα τα επιμέρους αισθητά πράγματα, το καθόλου είναι φύσει πρότερο του καθ’έκαστον. Έτσι, η απόκτηση της γενικής έννοιας είναι μια επιστροφή στο φύσει πιο οικείο.

Η παραπάνω διαδρομή από τα συγκεκριμένα πράγματα στο καθολικό περιγράφεται ως επαγωγή. Μάλιστα, η πορεία μπορεί να συνεχιστεί από κάποια καθόλου σε ακόμα πιο γενικές έννοιες μέσα από διαδοχικές αφαιρέσεις. Για παράδειγμα, από τον Σωκράτη μπορούμε να φτάσουμε στο είδος «άνθρωπος» και ακόμα στο γένος «ζώο». Τώρα που είδαμε και την περιγραφή της επαγωγικής μεθόδου στα Αναλυτικά Ύστερα μπορούμε να θέσουμε το ερώτημα εκ νέου. Πόσο ξαφνική είναι η εμφάνιση του καθόλου; Γνωρίζουμε ότι η αίσθηση βλέπει μόνο τα καθ’έκαστον. Αυτό σημαίνει ότι για να μεταβούμε στην καθολική έννοια πρέπει να γεφυρώσουμε κάποιο χάσμα.

Αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν υποθέσουμε ότι το καθόλου δεν εμφανίζεται εκ του μηδενός ή δια μαγείας, αλλά με κάποιο τρόπο υπάρχει ήδη από το πρώιμο στάδιο της αίσθησης. Αρκεί να εννοήσουμε καλύτερα την έννοια του καθολικού. Αν θυμηθούμε τη σύσταση μιας αριστοτελικής κρίσης και τη σχέση του υποκειμένου με το κατηγορούμενο, θα δούμε ότι το καθόλου είναι ακριβώς το κατηγορούμενο που αποδίδεται ως ιδιότητα στο τόδε τί υποκείμενο πράγμα. Στην προοπτική αυτή, η καθολική έννοια που απομονώνουμε από τα επιμέρους αισθητά πράγματα στο τελευταίο στάδιο της επαγωγής είναι η κοινή τους ιδιότητα.

Επομένως, όταν προσλαμβάνουμε αισθητηριακά ένα πράγμα, το καθόλου ενοικεί σε αυτό ως το κοινό χαρακτηριστικό που το πράγμα μοιράζεται και με άλλα πράγματα. Ωστόσο, δεν μπορούμε να έχουμε καθαρή και αρθρωμένη κατανόησή του, προτού φτάσουμε στο τελευταίο στάδιο, αυτό της τέχνης και της επιστήμης. Κάθε καθολική έννοια υπάρχει συμπτωματικά ως ιδιότητα ενός υποκειμένου και η αίσθηση έρχεται σε επαφή μαζί της μόνο κατά συμβεβηκός. Έτσι, όταν κανείς βλέπει τον Καλλία βλέπει τον άνθρωπο Καλλία.

Από τις αισθητηριακές πληροφορίες πραγματώνεται προοδευτική αφαίρεση με σκοπό να διαχωριστεί η κοινή έννοια από τα συγκεκριμένα πράγματα και να συλληφθεί ως καθολική, ως Ένα «πέρα» από τα πολλά. Το τελευταίο στάδιο είναι η στιγμή που γίνεται η καθαρή αναγωγή και αποσπάται η μορφή από την υλική της εκδήλωση.

Οι παραπάνω περιγραφές σχετικά με τη μέθοδο που αποκτάται το καθόλου καταδεικνύουν την εμπειρική σκέψη του Αριστοτέλη. Είναι σαφής ο πρωτεύων ρόλος της αίσθησης, η οποία αντικρύζει συμπτωματικά το καθολικό και δίνει το έναυσμα για την μετέπειτα αναγνώρισή του. Έτσι, η επαγωγή περιγράφεται ως η κατεξοχήν εμπειρική δραστηριότητα τόσο στο Α των Μετά τα Φυσικά όσο και στα Αναλυτικά Ύστερα . Ενώ, όμως, ο αριστοτελικός εμπειρισμός είναι καθαρός στο Α, στα Αναλυτικά Ύστερα μια ορθολογική πλευρά αφήνει τα ίχνη της.

Στην τελευταία παράγραφο του έργου εμφανίζεται για πρώτη φορά ο νους είτε για να φωτίσει περισσότερο το τοπίο είτε για να το συσκοτίσει. Στις τελευταίες σειρές ενός γραπτού κειμένου περιμένουμε, συνήθως, λόγια που συγκεφαλαιώνουν ή ανασυγκροτούν τα προηγούμενα. Φαίνεται, όμως, πως ο Αριστοτέλης άνοιξε καινούριους λογαριασμούς λέγοντας ότι επει δ’ουδεν αληθεστερον ενδεχεται ειναι επιστημης η νουν, νους αν ειη των αρχων…

Τελικά είναι ο νους αυτός που συλλαμβάνει ή κατανοεί τις πρώτες αρχές διότι είναι το ακριβέστερο και αληθέστερο γένος που υπάρχει μετά την επιστήμη.

Όπως είδαμε, δεν μπορεί να υπάρχει επιστήμη των πρώτων αρχών, αφού οι αρχές δεν αποδεικνύονται, αλλά γίνονται αντικείμενο σύλληψης από το νου. Κι επειδή οι πρώτες αρχές είναι περισσότερο γνωρίσιμες από τα συμπεράσματα μιας απόδειξης, είναι λογικό να γίνεται η σύλληψή τους με έναν τρόπο ασφαλέστερο και ανώτερο από την επιστήμη. Έτσι, αρχή της επιστήμης είναι ο νους.

Η επίδραση του νου στο χώρο της γνώσης μεταφράζεται ως κατανόηση των αρχών ή ως ενορατικός λόγος που συλλαμβάνει τις αρχές. Η ενορατική λειτουργία οφείλεται στη φυσική δυνατότητα του νου να κατανοεί την τάξη του εξωτερικού κόσμου. Στο σημείο αυτό εγείρονται αναπόφευκτα θεμελιώδη ερωτήματα. Ποια η σχέση του νου με την επαγωγή; Έρχονται σε αντιπαράθεση; Με ποιο τρόπο συλλαμβάνεται τελικά το καθόλου;

Ο Αριστοτέλης μοιάζει να μετεωρίζεται ανάμεσα στον πλατωνισμό της νεότητάς του και στον εμπειρισμό που καταβάθος υποστηρίζει. Ο νους είναι η τέλεια λειτουργία της ψυχής και συλλαμβάνει ενορατικά την αλήθεια των πρώτων αρχών από τις οποίες θα ξεκινήσει η απόδειξη. Μέσα στους αναβαθμούς της επαγωγικής διαδρομής η μορφή αποχωρίζεται σταδιακά την ύλη και προετοιμάζεται το έδαφος για την περαιτέρω αφαίρεση που θα πραγματοποιήσει τελικά ο νους.
Εδώ οι μελετητές βλέπουν το μεγάλο πρόβλημα που αφορά τη σύλληψη του καθόλου και κάποιοι επιχειρούν να συμβιβάσουν την εμπειρική με την ορθολογική όψη του ζητήματος. Ο Ross , αν και δεν φαίνεται να προβληματίζεται ιδιαίτερα από μια ενδεχόμενη αντίφαση, προβαίνει στον παρακάτω διαχωρισμό. Η επαγωγή αφορά τη μετάβαση από το επιμέρους στο γενικό, ενώ η ενόραση είναι η ανθρώπινη λειτουργία που συλλαμβάνει το καθόλου. Από το πρίσμα αυτό, ο νους και η επαγωγή είναι ονόματα για διαφορετικά πράγματα και δεν αλληλοαναιρούνται. Η επαγωγή περιγράφει ολόκληρη τη διαδρομή, το σύνολο των στιγμών έως την απόκτηση του καθόλου. Όμως, η τελική και καθοριστική πράξη διενεργείται από την ύψιστη ικανότητα του ανθρώπου: το νου.

Ο Barnes αφιερώνει αρκετό χώρο και χρόνο στο πρόβλημα της σύλληψης των πρώτων αρχών. Υποθέτει ότι η αδυναμία της επαγωγής να μας οδηγήσει από μόνη της στη γνώση των αρχών καθιστά αναγκαία την παρουσία της ενόρασης. Καταχρηστικά, ίσως, ο Barnes χρησιμοποιεί τον όρο ενορατική επαγωγή για να συνδέσει και στην πράξη τις δυο επίμαχες έννοιες. Ωστόσο, διαχωρίζει τον εαυτό του από όσους αναγνωρίζουν στο νου ένα ενορατικό ενέργημα, ένα ενορατικό βλέμμα που ορά τις αλήθειες. Θεωρεί ότι και ο νους μοιάζει περισσότερο με την αίσθηση όταν ενεργεί, εφόσον πραγματεύεται ατομικά πράγματα. Αυτό καθιστά τη χρήση της έννοιας «ενόραση» άστοχη.

Ο Barnes συμβιβάζει την επαγωγή με το νου ισχυριζόμενος ότι η κάθε έννοια αντιπροσωπεύει μια διαφορετική λειτουργία. Η επαγωγή σημαίνει τον τρόπο, τη μέθοδο, τη διαδικασία. Ο νους είναι η έξη, η ανθρώπινη ικανότητα. Αν μεταφράζαμε με τη λέξη ενόραση θα εννοούσαμε το νου ως μέθοδο και θα τον συγχέαμε με την επαγωγή. Καλύτερα, λοιπόν, ο νους είναι κατανόηση. Έτσι, ο νους που κατανοεί τις πρώτες αρχές είναι η αρχή της γνώσης. Μέσα από τη θεώρηση αυτή, ο Barnes αναγνωρίζει τον εμπειρικό χαρακτήρα της μεθόδου με την οποία συλλαμβάνεται το καθόλου, αλλά δεν θεωρεί ορθολογική παρέμβαση την επίδραση του νου, εφόσον ο τελευταίος δεν συνιστά τη μέθοδο, αλλά την ανθρώπινη γνωστική λειτουργία.

Η σχέση του επιμέρους με το καθόλου και μια ίσως πιο ορθολογική κλίση του Αριστοτέλη φαίνεται με έναν διαφορετικό τρόπο στο Περί Ψυχής. Στην πραγματεία αυτή η ανθρώπινη ψυχή είναι μια ψυχή που περνά σταδιακά από την άγνοια στη γνώση αναγνωρίζοντας τη σύστασή της και τη συμβατότητά της με τον εξωτερικό κόσμο. Ο Αριστοτέλης χειρίζεται το δίδυμο αίσθηση – νους σε συνδυασμό με το άλλο γνωστό δίδυμο δυναμει – ενεργεια. Κάτι είναι δυνάμει όταν υπάρχει μόνο ως δυνατότητα και δεν έχει ακόμα πραγματωθεί.

Ενεργεία είναι αυτό που θέτει σε πραγματική κίνηση τη λειτουργία του εκπληρώνοντας το σκοπό του (σε εντελέχεια). Είναι, θα λέγαμε, η δυνατότητα που έγινε πραγματικότητα. Ας δούμε μια πρώτη σύγκριση ανάμεσα στην αίσθηση και στο νου. Η ενεργεία αίσθηση ασχολείται με τα καθ’έκαστον, ενώ η επιστήμη με τα καθόλου. Τα ατομικά πράγματα ανήκουν στον εξωτερικό κόσμο και η ύπαρξή τους είναι απαραίτητη για να λειτουργήσει η αίσθηση. Αντίθετα, τα καθόλου υπάρχουν με κάποιο τρόπο μέσα στην ψυχή κι έτσι ο νους τα νοεί κατά βούληση χωρίς να εξαρτάται από κάτι εξωτερικό. Έτσι, η εντελέχεια της αίσθησης είναι εξαρτημένη, ενώ του νου ανεξάρτητη.

Το συγκεκριμένο επιχείρημα μου μοιάζει προβληματικό καθώς, θέτει την αίσθηση και το νου σε απόλυτη διάζευξη, σαν να μην είναι η αίσθηση απαραίτητη προϋπόθεση για την μετέπειτα λειτουργία του νου. Τα καθόλου είναι, βεβαίως, φύσει πρότερα, αλλά δεν παύουν να βρίσκονται εντός των αισθητών αντικειμένων. Φαίνεται ότι ο νους αξιώνει εδώ μια ειδική αυτονομία έναντι της αίσθησης, ώστε να εξαρθεί αργότερα η ξεχωριστή θέση του. Ας μην είμαστε, όμως, βιαστικοί. Η συνέχεια ξετυλίγει σκέψεις για την ύπαρξη των πέντε αισθήσεων.

Κάθε αίσθηση έχει κάποιο μέγεθος που αντιστοιχεί σε ένα αισθητήριο όργανο. Αν λείπει κάποια αίσθηση, θα λείπει και το αισθητήριό της. Επίσης, τα αισθητήρια όργανα είναι συντεθειμένα από τα πρωταρχικά στοιχεία: νερό και αέρας. Όλα τα υγιή ζώα διαθέτουν τις πέντε αισθήσεις και μάλιστα αν οι ιδιότητες του κόσμου είναι αυτές και τα σώματα των όντων τέτοια δεν μπορεί να υπάρχει έκτη αίσθηση. Όμως, πώς συλλαμβάνονται τα συμπτωματικά κοινά αισθητά, όπως είναι η κίνηση, η στάση, το σχήμα, το μέγεθος, ο αριθμός και η ενότητα;

Ο Αριστοτέλης απαντά ότι γι’αυτά δεν υπάρχει ιδιαίτερο αισθητήριο όργανο κι επομένως ούτε επιπλέον αίσθηση που να τα συλλαμβάνει. Αν υπήρχε ξεχωριστή αίσθηση για τα κοινά αισθητά, θα τα αισθανόμασταν τυχαία με τις άλλες αισθήσεις, όπως για παράδειγμα αισθανόμαστε όχι ότι ο γιος του Κλέωνα είναι γιος του Κλέωνα, αλλά ότι είναι λευκός και τυχαίνει αυτός ο λευκός να είναι γιος του Κλέωνα. Όμως, τα κοινά αισθητά δεν τα συλλαμβάνουμε κατά συμβεβηκός, αλλά με την κοινή αίσθηση.

Δεν πρόκειται για μια έκτη αίσθηση πέρα από τις πέντε, αλλά για την κοινή φύση των πέντε αισθήσεων. Όταν δυο ειδικές αισθήσεις στρέφονται ταυτόχρονα σε ένα πράγμα, η καθεμιά αισθάνεται το ιδιαίτερο αισθητό της άλλης ως μια κοινή αίσθηση. Κατά την πορεία τους στο αισθητό πράγμα οι δυο αισθήσεις μοιάζουν να συνενώνονται σε μια μοναδική που αναγνωρίζει τα δυο αισθητά χαρακτηριστικά τα οποία υπάρχουν ταυτόχρονα στο πράγμα. Κρίσιμο είναι ότι κάθε αίσθηση ως κοινή αίσθηση αντιλαμβάνεται τον εαυτό της και την πράξη της.

Για να αποφύγουμε μια άπειρη αναγωγή από αίσθηση σε αίσθηση, είναι αναγκαίο να καταλήξουμε σε μια αίσθηση που συλλαμβάνει εαυτήν. Η κοινή αίσθηση διακρίνει τα διαφορετικά αισθητά χαρακτηριστικά, όπως το λευκό και το γλυκό και δίνει την ενότητα στην αισθητηριακή μας γνώση. Διακρίνει ότι τα αισθητά τώρα διαφέρουν και αντιλαμβάνεται ότι τώρα τα διακρίνει.

Η πράξη της αυτοκατανόησης υπό την έννοια μιας ανακλαστικής ενέργειας που επιστρέφει στον εαυτό της μοιάζει με νοητικό ενέργημα στο επίπεδο των καθόλου. Η κοινή αίσθηση έχει πράγματι έναν καθολικό χαρακτήρα. Αισθάνεται τα κοινά χαρακτηριστικά των αισθητών, δηλαδή τις όμοιες ιδιότητές τους. Είναι η συνενωτική δύναμη των επιμέρους ειδικών αισθήσεων που διαβάζει το καθόλου μέσα στα ατομικά πράγματα. Έτσι, η κοινή αίσθηση φαίνεται αρχικά να προβληματίζει ως προς την ενότητα της γνώσης που μας παρέχει. Το αισθητό αντικείμενο της κοινής αίσθησης είναι ταυτόχρονα αδιαίρετο και διαιρετό.

Είναι ένα μεμονωμένο αντικείμενο με πολλά διαφορετικά χαρακτηριστικά που εντοπίζει η κοινή αίσθηση. Η τελευταία είναι ομοίως και μια και πολλαπλή. Ενώ είναι αδιαίρετη και αντιλαμβάνεται τον εαυτό της σε αδιαίρετο χρόνο, την ίδια στιγμή κινείται με διαφορετικές κινήσεις σε διάφορες κατευθύνσεις (π.χ. στο γλυκό και στο πικρό), σαν να είναι ταυτόχρονα και ένα και δυο πράγματα.
Καθώς είναι η κοινή φύση των πέντε αισθήσεων που λειτουργεί ως μια αίσθηση, αποτελεί και η ίδια ένα καθόλου, ενώ όταν ετεροιώνεται λειτουργεί εξατομικευμένα. Το πρόβλημα λύνεται στο μέτρο που η κοινή αίσθηση σε δυναμικότητα είναι μια και μόνη, ενώ σε εντελέχεια επιμερίζεται σε διακριτές κατευθύνσεις σαν να αισθητοποιείται ατομικά. Είναι το Ένα που δυνάμει ενοποιεί την πολλαπλότητα.

Μετά το καθόλου της κοινής αίσθησης έχει ενδιαφέρον να δούμε την εντονότερη σχέση του νου με το καθολικό . Ο νους είναι το μέρος της ψυχής που διανοείται, πιστεύει και δεν είναι ποτέ σε εντελέχεια πριν αρχίσει να σκέφτεται. Είναι αρχικά η δύναμη που μπορεί να δέχεται επίδραση από τα νοητά. Ο νους δεν έχει αισθητήριο όργανο και είναι χωριστός από το σώμα. Είναι το μόνο μέρος της ψυχής όπου κατοικούν οι ιδέες ως δυναμικότητες και όχι ως υποστάσεις, όπως υποδεικνύει ο Πλάτωνας.

Η ψυχή αντιλαμβάνεται αφ’ενός τα αισθητά μεγέθη και αφ’ετέρου την ουσία τους.
Η πρώτη δουλειά είναι έργο της αίσθησης η οποία αισθάνεται τα ένυλα αισθητά πράγματα, ενώ ο νους συλλαμβάνει τις ουσίες τους. Αντικείμενο του νου είναι, λοιπόν, οι άυλες μορφές των πραγμάτων, τα νοητά αντικείμενα που έχουν αποχωριστεί την ύλη τους και συλλαμβάνονται στην καθολικότητά τους. Ήδη από τα Αναλυτικά Ύστερα ξέρουμε ότι ο νους συλλαμβάνει τα καθόλου. Από αυτό το πρίσμα, ο νους ως δύναμη είναι χωριστός από τα νοητά, εφόσον συνιστά τη δυνατότητα της ύπαρξής τους. Όμως, όταν νοεί ταυτίζεται με τα νοητά και αυτή ακριβώς είναι η σημαντική πράξη του.

Τι ακριβώς συμβαίνει και ο νους στην εντελέχειά του είναι τα ίδια τα σκεπτά πράγματα; Όταν ο νους ενεργεί και νοεί τα νοητά αντικείμενα στο επίπεδο της θεωρίας νοεί και τον ίδιο τον εαυτό του. Έτσι, μοιάζει να εκβάλλει στην ετερότητα, καθώς σκέπτεται τα νοητά πράγματα και να επιστρέφει την ενέργειά του εις εαυτόν. Άρα, όταν ο νους είναι νοητός θεωρεί και κατανοεί τον εαυτό του. Αυτή η αναστοχαστική ενέργεια ταυτίζει τη θεωρητική γνώση με το αντικείμενό της. Το ίδιο ακριβώς θέμα αναπτύσσει ο Αριστοτέλης και στο Λ των Μετά τα Φυσικά: Εαυτον δε νοει ο νους κατα μεταληψιν του νοητου.

Το νοητό, δηλαδή το καθόλου υπάρχει ως δυνατότητα μέσα στα υλικά αισθητά πράγματα. Με τον τρόπο αυτό συνδέεται η ύλη με τη νοητή μορφή και τα εξωτερικά πράγματα είναι δυνάμει κατανοητά. Κατά την πορεία προς τη γνώση οι μορφές αποσυνδέονται από την ύλη και επιβάλλονται στο νου. Όμως, ο Αριστοτέλης μιλάει για δυο τύπους νου. Όπως μέσα στη φύση υπάρχει η ύλη για κάθε γένος και η ενεργητική αιτία που το πραγματώνει, έτσι και μέσα στην ψυχή υπάρχει ο παθητικός νους που εν είδη ύλης γίνεται όλα τα νοητά και ο ενεργητικός νους που πραγματώνει τον παθητικό.

Ο παθητικός νους είναι αυτός που συλλαμβάνει τις νοητές μορφές των πραγμάτων και χωρίς αυτόν δεν υπάρχει ατομική σκέψη. Ο ενεργητικός νους θέτει σε λειτουργία τον παθητικό. Είναι η συνθήκη του μέσου που επιτρέπει στις νοητές μορφές να επιδράσουν στη νόηση. Είναι ο τρίτος όρος δίπλα στον παθητικό νου και το πράγμα. Αναλογεί στη δραστική αιτία που ιδρύει τα πράγματα, καθώς είναι το ενεργό που ήδη γνωρίζει. Είναι η μορφή που προϋπάρχει ως ενέργεια για να μπορεί να κάνει τη δυνατότητα πραγματικότητα.

Είναι η πρώτη πραγματικότητα της ανθρώπινης σκέψης που ήδη γνωρίζει και καθιστά ενεργή τη δυνατότητα του παθητικού νου. Μάλιστα, ενώ ο παθητικός νους είναι φθαρτός και θνητός, ο ενεργητικός είναι θεϊκός κι αθάνατος. Ο ενεργητικός νους προηγείται του παθητικού χρονικά και οντολογικά, διότι η ενέργεια προηγείται πάντα της δύναμης. Κατά πρώτον, προηγείται ως ορισμός, αφού είναι πιο απλό να είναι κανείς από το να μπορεί να είναι. Επίσης, για να μπορεί κάτι πρέπει πρώτα να είναι κάτι. Έτσι, η δυνατότητα πρέπει αναγκαστικά να προκύπτει από κάτι που ήδη υπάρχει.

Η ενέργεια, λοιπόν, προϋποτίθεται χρονικά, γιατί μόνο κάτι που υπάρχει ενεργεία μπορεί να παραγάγει τη δυνατότητα. Η ενέργεια είναι, ακόμα, η ουσία, η μορφή ή το τέλος (σκοπός) της δύναμης και αυτό δικαιολογεί την οντολογική της προτεραιότητα, καθώς η μορφή προϋπάρχει της ύλης ως τελικό αίτιο, ως σκοπός. Αυτό που υπάρχει δυνάμει δεν μπορεί να είναι αιώνιο, αλλά μόνο προσωρινό. Αυτό σημαίνει ότι για να υπάρχει χρειάζεται το αιώνιο. Η ενέργεια είναι ανεξάρτητη και αυτόνομη ακριβώς επειδή είναι αιώνια. Είναι η πρώτη και η τελευταία πραγματικότητα ή καλύτερα η πραγματικότητα που δεν τελειώνει ποτέ. Η προοπτική αυτή μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αν και στο άτομο προηγείται χρονικά η επιστήμη ως δυνατότητα έναντι της ενεργής επιστήμης, φύσει και απολύτως προηγείται η επιστήμη στην εντελέχειά της.

Συμπερασματικά, θα είχα να παρατηρήσω ότι το Περί Ψυχής δείχνει να συμπληρώνει τα Αναλυτικά Ύστερα στο μέτρο που εμφανίζει το καθόλου τόσο μέσα στην αίσθηση υπό τη μορφή της κοινής αίσθησης, όσο και στο νοητό αντικείμενο του παθητικού νου. Στο Περί Ψυχής δεν τίθεται θέμα επαγωγής ή ενόρασης, αλλά φαίνεται έντονα πώς το καθόλου ενυπάρχει εμμενώς στις εκφάνσεις της ανθρώπινης ψυχής.

Η έννοια της αυτοκατανόησης στις περιπτώσεις της κοινής αίσθησης που αντιλαμβάνεται τον εαυτό της και του παθητικού νου που νοεί εαυτόν φανερώνει μια ορθολογική ροπή εκ μέρους του Αριστοτέλη. Κάνοντας μια ανασυγκρότηση της έννοιας του καθόλου θα λέγαμε ότι τα καθόλου δεν είναι οι μορφές που υπάρχουν πέρα/πάνω από τα πράγματα και υποστασιοποιούνται ως ιδέες, όπως συμβαίνει στον Πλάτωνα. Είναι οι κοινές ιδιότητες που ενυπάρχουν στα επιμέρους αισθητά πράγματα και μπορούν να λειτουργήσουν ως μέση έννοια στο συλλογισμό. Αυτό σημαίνει ότι η γνώση του καθόλου είναι η γνώση του καθολικού που ανήκει στο επιμέρους.

Όπως είδαμε, τα καθόλου είναι φύσει πρότερα από τα καθ’έκαστον. Έτσι, ως γενικές έννοιες διαιρούνται σε επιμέρους ατομικές και αν γνωρίζουμε τις πρώτες, τότε γνωρίζουμε και τις δεύτερες. Το καθόλου είναι ο απαραίτητος κανόνας για να υπάρξει η γνώση, διαφορετικά θα προσκρούαμε σε ατομικά ασύνδετα πράγματα. Και είναι, βεβαίως, αντικείμενο του διανοήματος και όχι της αίσθησης. Ως φύσει πρότερο το καθόλου θα έπρεπε να είναι ενέργεια. Όμως, ενέργεια, δηλαδή πραγματική υπόσταση είναι μόνο το επιμέρους πράγμα, αυτό το συντεθειμένο από ύλη και μορφή. Έτσι, η γνώση του καθόλου είναι δυνατότητα. Για παράδειγμα, όταν βλέπει κανείς ένα αντικείμενο, βλέπει πραγματικά το συγκεκριμένο χρώμα του, ενώ το χρώμα γενικά το βλέπει μόνο κατά σύμπτωση.

Θέλω να πιστεύω ότι ως εδώ έγινε μια επαρκής προσέγγιση της έννοιας του καθόλου και της θέσης που έχει μέσα στη διαδρομή της ανθρώπινης ψυχής προς τη γνώση. Η συνεργασία της ανθρώπινης ψυχής με τον αισθητό κόσμο απλώνει τις γέφυρες για την αναγωγή στις καθολικές αρχές και η μελέτη αυτής της συνεργασίας εκ μέρους μας καταυγάζει τους δρόμους και τους τρόπους της αναγωγής αυτής. Είναι αλήθεια ότι δεν μας αρκεί να παρατηρούμε τα φαινόμενα. Θέλουμε να ξέρουμε και γιατί συμβαίνουν.

Το «γιατί» είναι αυτό που αναζητούμε για να κατανοήσουμε. Είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε μας και τον κόσμο τόσο ως ερωτηματικό όσο και ως απαντητικό «γιατί». Όμως, η μελέτη της συνεργασίας ανάμεσα στην ανθρώπινη ψυχή και τον εξωτερικό κόσμο γίνεται ακριβώς με την ίδια συνεργασία. Η πράξη της κατανόησης του κόσμου είναι μια πράξη κατανόησης της ίδιας της κατανόησης, δηλαδή της φιλοσοφικής σκέψης.

Φαίνεται ότι για να κατανοήσουμε τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη, πρέπει να κάνουμε κι εμείς φιλοσοφία. Μια και ο αναστοχασμός είναι από τα δυσκολότερα εγχειρήματα, ας μείνουμε, προς το παρόν τουλάχιστον, στις συμβιβαστικές λύσεις του Ross και του Barnes. Ας αρκεστούμε στην προσπάθεια να κατανοήσουμε την κατανόηση, αυτήν την δύσκολη έννοια που παρουσιάζει ο Αριστοτέλης στη “σκοτεινή” γνωσιολογία του. Άλλωστε, ο νους είναι «σημαντικότερος» από την επιστήμη.
***
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ackrill J.L., Aristotle the philosopher, Oxford University Press, 1981.
Allan D.J., The philosophy of Aristotle, Oxford University Press, Λονδίνο, 1952.
Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά Α, εισ.-κειμ.-μτφρ.: H.Tredennick, The Loeb Classical Library, Harvard University Press, 1961.
Αριστοτέλης, Όργανο 5 Αναλυτικών Ύστερων Α,Β, μτφρ. Η.Π. Νικολούδης, εκδ. Κάκτος, Αθήνα, 1994.
Αριστοτέλης, Περί Ψυχής, εισ.-μτφρ.-σχ. Β.Τατάκης, εκδ. Ζαχαρόπουλος.
Barnes J., Aristotle’s Posterior Analytics, Clarendon Press, Οξφόρδη, 1975.
Dϋring I., Ο Αριστοτέλης, μτφρ. Α.Γ. Κατσιβέλας, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2003.
Graham D.W., Aristotle’s two systems, Clarendon Press-Oxford, Η.Π.Α., 1987.
Κάλφας Β. και Ζωγραφίδης Γ., Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη, 2006.
Lear J., Aristotle: The desire to understand, Cambridge University Press, 1988.
Πλάτωνας, Πολιτικός, εισ.-κείμ.-μτφρ: H.N.Fowler, The Loeb Classical Library , Harvard University Press , 1975 .
Πλάτωνος Διάλογοι, Λάχης–Μένων, εισ.-μτφρ.-σχ. Β.Ν.Τατάκης, εκδ. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα.
Ross D., Aristotle, Methuen & CO LTD, Λονδίνο, 1923. ü Vegetti M., Ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας, μτφρ. Γ.Χ.Δημητρακόπουλος, εκδ. Τραυλός, Αθήνα, 2000.

Η ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Α΄ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ἡ πολιτικὴ ἐξελιξη τῆς Ἑλλάδας ἦταν σαφὴς ὡς τὸ τέλος τοῦ 6ου αἰώνα. Ἡ πόλη ἔγινε ἰσχυρὴ ἐλευθερώνοντας τὸ ἄτομο ἀπὸ τὶς πατριαρχικὲς ὑποχρεώσεις· τὸ ἄτομο ἔγινε ἐλεύθερο μὲ τὴν προστασία τῆς πόλης. Ἀλλά ἀπὸ τή στιγμή πού ἐπιτεύχθηκαν αὐτὰ τὰ ἀποτελέσματα, ὑπῆρξαν πόλεις ὅπου ἡ δημόσια ἐξουσία κατακτήθηκε ἀπὸ μεγάλες οἰκογένειες πού κατόρθωσαν νά διατηρήσουν τὰ κληρονομικὰ τους προνόμια· σὲ ἄλλες πόλεις ἡ ἐξουσία πέρασε στό σύνολο τῶν ἐλευθέρων ἀτόμων. Ἀπέναντι στίς ἀριστοκρατικὲς καὶ ὀλιγαρχικὲς πόλεις στέκονταν οἱ πόλεις ὅπου ἡ φωνή τοῦ λαοῦ στάθηκε ἱκανὴ νὰ ἐπιβάλει τὴν κυριαρχία της. Σὲ ποιά πλευρὰ βρισκόταν τὸ μέλλον τῆς Ἑλλάδας;

Ἐὰν ἐπρόκειτο μόνο γιὰ ὑλικὴ δύναμη, ἡ ἀπαντήση θὰ ἦταν εὔκολη. Ἡ Σπάρτη διαθέτει μεγάλες δυνάμεις ἀφότου εἶναι ἐπικεφαλῆς τῆς πελοποννησιακῆς συμμαχίας, καὶ γι’ αὐτό προτείνεται ὁμόφωνα γιὰ νὰ διοικήσει τὸν ἑλληνικό στρατὸ καὶ στόλο στον πόλεμο κατὰ τῶν Μήδων. Ἀλλὰ πρόκειται γιὰ ἐντελῶς ἄλλο πράγμα ἀπὸ τή στρατιωτική ὀργάνωση. Τὸ ἑλληνικο πνεῦμα θὰ μποροῦσε νὰ πάει μπροστὰ μὲ θεσμοὺς ὅπως τῆς Σπάρτης; Θὰ ἦταν ἱκανό νὰ ἀποδώσει ὅλους τοὺς καρπούς, ἐὰν παντοῦ, ὅπως στις ὄχθες τοῦ Εὐρώτα, τὸ κράτος εἶχε μόνη ἀπασχόληση τὴν ψυχικὴ καὶ ἠθικὴ διαμόρφωση ἐξαιρετικῶν ὁπλιτῶν καὶ τή διατήρηση ἑνὸς πολιτεύματος πού ἑξασφάλιζε αὐτό τὸ ἀποτέλεσμα; Ὄχι· ἡ Σπαρτή, ἀναδιπλωμένη στον ἑαυτὸ της, στραμμένη ὁλόκληρη πρὸς ἕνα παρελθὸν τὸ ὁποῖο θέλει νὰ διαιωνίσει, παραμένει τέλειο παράδειγμα αὐτοῦ πού μποροῦσε νὰ εἶναι μιὰ ἀριστοκρατικὴ πόλη κατὰ τὸ 550· ἀλλά τὸν 5ο αἰώνα δὲν εἶναι πιὰ παρὰ μιὰ περιπτωση πού μπορεῖ κανεὶς νὰ μὴ λάβει ὑπόψη, ὅταν ἐπιχειρεῖ νὰ συλλάβει τή γενική μεταμόρφωση τῆς πόλης. Γιὰ νὰ μπορέσει ἡ Ἑλλάδα νὰ ἐκπληρώσει τὸ πεπρωμένο της, χρειάζεται νὰ κινηθεῖ ἀποφασιστικὰ πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς φυσικῆς της ἐξέλιξης, καὶ οἱ ἀτομικὲς ἐνέργειες νὰ ἀναπτυχθοῦν ἐλεύθερα γιὰ τὸ δημόσιο καλό. Μιὰ ἀπὸ τὶς πόλεις πού ἔχουν μπεῖ πιὸ ἀποφασιστικὰ στοὺς νέους δρόμους τῆς δημοκρατίας χρειάζεται νὰ εἶναι ἕτοιμη νὰ βαδίσει μπροστὰ ἀπὸ τὶς ἄλλες καὶ νὰ εἶναι ἱκανὴ νά τις παρασύρει. Ἔτσι θὰ ἐκπληρώσει μιὰ ἔνδοξη ἀποστολή, θὰ γίνει τὸ σχολεῖο τῆς δημοκρατίας. Αὐτὸς ὑπῆρξε ὁ κλῆρος τῆς Ἀθήνας.

Ὅλο τῆς τὸ παρελθὸν τὴν ἐτοίμαζε γιὰ τὸ δημοκρατικό ἔργο πού ἐπρόκειτο νὰ ἐκπληρώσει.

Οἱ Ἀθηναῖοι περηφανεύονταν ὅτι ἦταν αὐτόχθονες, πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι σ’ αὐτοὺς δὲν ὑπῆρχε οὔτε φυλὴ κυρίαρχη οὔτε φυλὴ ὑποδουλωμένη: τίποτε ἀνάλογο μὲ τοὺς εἴλωτες πού δούλευαν γιὰ τοὺς Σπαρτιάτες. Ὅταν αὐτὸς ὁ ὁμοιογενὴς καὶ ἐλεύθερος πληθυσμὸς σχημάτισε κράτος, τοῦτο ἔγινε μέ ἕνα συνοικισμὸ πού κατέστησε ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς Ἀττικῆς Ἀθηναίους καί τὴν Ἀθήνα πρωτεύουσα ἑνὸς ἑνοποιημένου λαοῦ: τίποτε πού νὰ μοιάζει μὲ τὴν ὁμοσπονδία τῶν Βοιωτῶν, ὅπου οἱ Θηβαῖοι εἶχαν ἀξιώσεις γιὰ ἡγεμονία. Ἔτσι ἀπὸ τὰ πιὸ παλαιὰ χρόνια ἡ ἐθνικὴ καὶ ἐδαφικὴ ἑνότητα ἐξέθρεψε γιὰ πάντα τὶς ἠθικές καὶ ὑλικές συνθῆκες γιὰ τὴν πολιτικὴ ἰσότητα. Σ’ αὐτὴ τὴν πόλη, ὅπως καὶ στίς ἄλλες, ἡ βασιλεία παράκμαζε πρὸς ὄφελος τῆς ἀριστοκρατίας. Τουλάχιστον τὰ γένη ἦταν ἴσα μεταξὺ τους: τίποτε τὸ ἀνάλογο μὲ τοὺς Ἀγιάδες καὶ τοὺς Εὐρυπωντίδες πού στή Σπάρτη διατήρησαν τὸ βασιλικὸ προνόμιο. Ἀκόμη καὶ στό ἐσωτερικὸ τῶν γενῶν ἴσχυε ἡ ἰσότητα, ἀφοῦ οἱ ἀποφάσεις τους λαμβάνονταν ὁμόφωνα. Κάτω ἀπὸ τοὺς εὐγενεῖς, ἡ μάζα, πού τὴν ἀποτελοῦσαν γεωργοί, βοσκοί, βιοτέχνες, ψαράδες καὶ ναυτικοί, θεωροῦσε σωστὸ ὅτι καθένας ἔπρεπε νὰ ἀμείβεται ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα του, καὶ συνήθιζε μέσα στοὺς θιάσους καὶ στοὺς ὀργεῶνες νὰ συζητεῖ πάνω σὲ κοινὰ προβλήματα.

Ὅπως παντοῦ, οἱ λαϊκὲς τάξεις ἄρχισαν τὸν ἀγώνα ἐναντίον μιᾶς καταπιεστικῆς ὀλιγαρχίας. Χωρικοὶ πού κινδύνευαν νὰ γίνουν δοῦλοι γιὰ χρέη, ἔμποροι πού ἀγανακτοῦσαν γιατὶ οὔτε καὶ ἡ περιουσία τοὺς ἐπέτρεπε νὰ ἐλπίζουν σὲ πολιτικὰ δικαιώματα, ὅλοι συμφώνησαν νὰ ἀπαιτήσουν τή δημοσίευση τῶν νόμων πού τὸ μυστικὸ τους τὸ κρατοῦσαν οἱ εὐπατρίδες κατάφεραν νὰ διοριστοῦν θεσμοθέτες μὲ αὐτή τὴν ἀποστολή. Ἀλλά ἡ ἐργασία πού εἶχε προγραμματιστεῖ δὲν τελείωνε. Τὰ μίση ἑξάπτονταν, οἱ ἐκδικήσεις αἱματοκυλοῦσαν τή χώρα. Ἕνας νέος εὐγενής, ὁ Κύλων, ἀποπειράθηκε νὰ ἐγκατασταθεῖ ὡς τύραννος στὴν ἀκρόπολη· δὲν κατάφερε παρὰ νὰ ἑξάψει τὰ πάθη, σὲ σημεῖο πού οἱ ἀντίπαλοί του, γιὰ νὰ σφάξουν τοὺς ὀπαδοὺς του, δὲν ὀπισθοχώρησαν ἐμπρὸς στὴν ἱεροσυλία.

Τότε ἐμφανιστηκε ὁ Δράκων. Ἐνας ἄνθρωπος κατάφερε σὲ λίγους μῆνες νὰ ἐκτελέσει τὸ ἔργο πού ἀπὸ πολλὰ χρόνια καταπονοῦσε μάταια ὁλόκληρη ἐπιτροπή. Ἄφησε ἕνα ὄνομα πού ἠχεῖ ἄσχημα καὶ προκαλεῖ φόβο, γιατὶ ὅπλισε τὸ κράτος μὲ δικαστικὴ δύναμη· θεωρήθηκε αἰμοσταγὴς νομοθέτης, γιατὶ προσπάθησε νὰ βάλει τέλος στὴν αἱματοχυσία. Οἱ ἐμφύλιοι πόλεμοι ἦταν ἄλυ-σίδα ἰδιωτικῶν πολέμων, ὅπου τὰ γένη συγκρούονταν μὲ ὅλες τους τίς δυνάμεις. Γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει τοὺς παθόντες νὰ καταφύγουν στὰ δικαστήρια, ὁ Δράκων καθορίζει τις περιπτώσεις ὅπου ἐπιτρέπεται ἐκδίκηση ἤ ἰδιωτικὸς συμβιβασμός. Γιὰ νὰ διαλύσει τις συγγενικὲς ὁμάδες, διακρίνει στὴν καθεμιὰ οἰκογενειακοὺς κύκλους λιγότερο ἤ περισσότερο στενούς, καὶ σὲ μερικὲς περιπτώσεις μάλιστα ἀπαιτεῖ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς πού καλοῦνται νὰ πάρουν μιὰ ἀπόφαση νὰ τὴν πάρουν ὁμόφωνα· μέσα στο γένος ἀπευθύνεται στον ἀτομικισμό.

Τεράστια πρόοδος, ὡστόσο ἀνεπαρκής. Ἡ ἀριστοκρατία τῶν γαιοκτημόνων διατηροῦσε ὅλα της τὰ προνόμια· μεγάλωνέ τίς ἐκτάσεις της σὲ βάρος τῶν μικρῶν χωρικῶν· ὑποδούλωνε τὸ πλῆθος τῶν χρεοκόπων ὀφειλετῶν, γιὰ νὰ τοὺς πουλήσει στό ἐξωτερικὸ ἤ γιὰ νὰ τοὺς προσκολλήσει στή γή, ἀφήνοντάς τους μόνο τὸ ἔκτο τῆς συγκομιδῆς (ἑκτήμοροι). Ἡ κατάσταση ἦταν δραματική. Δυο ἀντίθετες παρατάξεις ἔσπρωχναν τίς ἀξιώσεις τους ὡς τὰ ἄκρα, ἡ μιὰ στηριγμένη στὴν παραδοσιακὴ νομιμότητα, ἡ ἄλλη προβάλλοντας μιὰ ἐπαναστατικὴ ἰσότητα. Ἡ Ἀττικὴ πήγαινε νὰ γίνει χώρα μεγαλογαιοκτημόνων καὶ δουλοπάροικων ὅπως ἡ Λακωνία ἤ ἡ Θεσσαλία; Ἤ, ἀγνοώντας κατακτημένα δικαιώματα, θὰ καταργοῦσαν τὰ χρέη καὶ θὰ προχωροῦσαν σὲ ἀναδασμὸ τῆς γῆς;

Ἡ Ἀθήνα βρῆκε καὶ πάλι τὸν ἄνθρωπο πού ἦταν ἱκανὸς νὰ λύσει τὰ ἀγωνιωδη γι’ αὐτὴν προβλήματα. Ὁ Σόλων ὀρθώθηκε ἀνάμεσα στοὺς ἀντιπάλους «ἴδιος βράχος» καί, ἀπαθὴς στίς ἐπιθέσεις πού ἔρχονταν καὶ ἀπὸ τὰ δύο μέρη, ἔκαμε αὐτό πού θὰ μπορούσαμε νὰ ὀνομάσουμε μετριοπαθή ἐπανάσταση. Μεμιὰς κατάργησε τοὺς φραγμοὺς πού κρατοῦσαν τοὺς εὐπατρίδες σὲ ἀπόσταση ἀπὸ τὶς ἄλλες τάξεις καὶ προστάτευαν τὰ παραδοσιακὰ προνόμια τῶν γενῶν. Γιὰ νὰ ἀπελευθερώσει τή γῆ, πῆρε ἕνα γενικὸ καὶ ἄμεσο μέτρο: ἀπάλλασσε τοὺς ἑκτήμορους ἀπὸ τὰ βάρη (σεισάχθεια), ἐνῶ συγχρόνως καταργοῦσε ὅ,τι ἀπέμενε ἀπὸ τὴν κοινοτικὴ ἰδιοκτησία καὶ διευκόλυνε τή μεταβίβαση ἐδαφῶν μὲ νόμους ἀναφορικὰ μὲ τὴν προίκα, τὰ κληρονομικὰ δικαιώματα καὶ τὴν ἐλευθερία νὰ διαθέτει κανεὶς τὴν περιουσία του. Γιὰ νὰ ἀπελευθερώσει τὰ ἄτομα, περιόρισε τὴν πατρικὴ ἐξουσία, ἀλλὰ κυρίως ἀπαγόρευσε τή δουλεία γιὰ χρέη, σὲ ὅλες τίς μορφὲς της, ἀκόμη καὶ ὡς ποινή, καὶ διακήρυξε ἔτσι τὸ habeas corpus τοῦ Ἀθηναίου πολίτη. Καταλαβαίνοντας ὅτι ἡ γεωργία δὲν ἀρκοῦσε νὰ θρέψει ἕνα μεγάλο πληθυσμὸ σὲ μιὰ χώρα φτωχὴ ἀπὸ τή φύση της, προσπάθησε νὰ δώσει δυνατὴ ὤθηση στό ἐμπόριο καὶ στή βιομηχανία, προσελκύοντας ἀπ’ ἔξω ἐπαγγελματίες, προστατεύοντας τοὺς μετοίκους, κάνοντας μιὰ νομισματικὴ μεταρρύθμιση πού ἄνοιγε νέους δρόμους στὴν ἐμπορικὴ ναυτιλία.

Σ’ αὐτὴ τὴν οἰκονομικὴ καὶ κοινωνικὴ μεταμόρφωση ἀντιστοιχεῖ καὶ μιὰ πολιτικὴ μεταβολή. Ἀπέναντι στό κράτος δὲν ὑπάρχουν πιὰ παρὰ πολίτες ἐλεύθεροι. Καμία διάκριση καταγωγῆς· ἀλλὰ ἡ περιουσία ἀρχίζει νὰ λογαριάζεται. Σύμφωνα μὲ ἕνα σύστημα πού ἔτεινε νὰ ἰσχύσει ἀπὸ κάμποσο καιρό, οἱ πολίτες χωρίζονται σὲ τέσσερις τιμοκρατικὲς τάξεις: 1. τοὺς πεντακο-σιομέδιμνους, πού ἔχουν εἰσοδήματα ἀπὸ τὰ κτήματά τους τουλάχιστον πεντακοσίους μεδίμνους στερεὰ (260.000 λίτρα) ἤ πεντακοσίους μετρητὲς ὑγρῶν (195 ἑκατόλιτρα)· 2. τοὺς ἱππεῖς, πού ἔχουν τουλάχιστον τριακοσίους μεδίμνους ἤ μετρητὲς (156.000 ἡ 117.000 λίτρα)· 3. τοὺς ζευγίτες, πού ἔχουν εἰσόδημα τουλάχιστον διακοσίους μεδίμνους ἤ μετρητὲς (104 ἡ 78 ἑκατόλιτρα)· 4. τοὺς θῆτες, πού δέν ἔχουν γῆ ἤ πού δὲν παράγουν παρὰ τὸ ἐλάχιστο ποσὸ τῶν διακοσίων μεδίμνων ἤ μετρητῶν. Οἱ ὑποχρεώσεις καὶ τὰ δικαιώματα αὐτῶν τῶν τάξεων εἶναι καθορισμένα ἀνάλογα μὲ τὸ τίμημά τους. Οἱ θῆτες, ἀπὸ μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι πολίτες, μποροῦν νὰ λάβουν μέρος στὴν ἐκκλησία τοῦ δήμου καὶ στὰ δικαστήρια· στρατεύονται ὅμως μόνο ὡς κωπηλάτες καὶ δὲν μποροὺν νὰ πάρουν ἀξιώματα. Οἱ ζευγίτες εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ ὀπλιστοῦν ὡς ὀπλίτες καὶ μποροῦν νὰ ἐπιδιώξουν μερικὰ κατώτερα ἀξιώματα. Οἱ πολίτες τῶν δύο πρώτων τάξεων ὀφείλουν νὰ ἔρθουν στὸ στρατὸ μὲ τὸ ἄλογό τους καὶ εἶναι ἐπιβαρημένοι μέ τις χορηγίες πού λέγονται λειτουργίες, ἀλλὰ ἔχουν δικαίωμα στὰ κυριότερα ἀξιώματα. Στοὺς πεντακοσιομέδιμνους ἐπιφυλάσσονται οἱ πιὸ δαπανηρὲς λειτουργίες καὶ τὰ ἀνώτερα ἀξιώματα, τῶν ἀρχόντων καὶ τῶν ταμιῶν. Ὁ συντάκτης αὐτοῦ τοῦ πολιτεύματος τὸ χαρακτήριζε καλὰ ὅταν ἔδινε αὐτὴ τή μαρτυρία: «Ἔδωσα στὸ λαὸ ὅση δύναμη τοῦ εἶναι ἀρκετή, χωρὶς νὰ ἀφαιρέσω τίποτε ἀπὸ τὴν ἀξιοπρέπειά του καὶ χωρὶς νὰ προσθέσω τίποτε». Ἡ μεταρρύθμιση τοῦ Σόλωνα, συνετὴ καὶ προσωρινὴ ἀπὸ πολιτικὴ πλευρά, ἀλλὰ τολμηρὴ καὶ ὁριστικὴ ἀπὸ κοινωνικὴ πλευρά, σημειώνει τὴν ἄνοδο τῆς δημοκρατίας (594 /3).

Ἐντούτοις ἡ Ἀθήνα δὲν ἔμεινε γιὰ πολὺ ἥσυχη. Χρειάστηκε νὰ ἐπιτραπεῖ στοὺς βιοτέχνες καὶ στοὺς ἐμπόρους νὰ μποῦν στίς τρεῖς πρῶτες τάξεις: ἔγινε δεκτὴ (πιθανότατα τὸ 581) ἡ ἀντιστοιχία τοῦ μεδίμνου ἤ τοῦ μετρητῆ μὲ τή δραχμή, δηλαδὴ τῶν εἰσοδημάτων ἀπὸ τή γῆ μὲ τὰ εἰσοδήματα ἀπὸ ἄλλες πηγές. Αὐτό τὸ μέτρο δὲν ἦταν ἀρκετό. Ἡ οἰκογενειακὴ ὀργάνωση δὲν εἶχε ἑξαφανιστεῖ παρὰ μόνο στοὺς νόμους· στὴν πράξη ἡ δύναμη τῶν γενῶν ἑξακολουθοῦσε νὰ εἶναι αἰσθητή. Ἐξάλλου τὰ ἀκραῖα κόμματα δὲν εἶχαν ἀφοπλιστεῖ, ἀφοῦ κανένα ἀπὸ τὰ δύο δὲν εἶχε ἱκανοποιηθεῖ τελείως, καὶ τὸ τρίτο κόμμα, πού ὑποστήριζε τὸ πολίτευμα τοῦ Σόλωνα, τὸ ὑπεράσπιζε μὲ δυσκολία. Τρεῖς παρατάξεις βρέθηκαν ἀντιμέτωπες· καθεμιὰ ἀντιπροσώπευε μιὰ κοινωνικὴ τάξη, καθεμιὰ ἐπιστρατευόταν ἀπὸ μιὰ περιοχὴ τῆς χώρας, καὶ εἶχε ἐπικεφαλῆς της μιὰ μεγάλη οἰκογένεια: οἱ εὐπατρίδες τῆς πεδιάδας καθοδηγούνταν ἀπὸ τοὺς Φιλαΐδες· οἱ ἔμποροι καὶ οἱ ψαράδες τῆς παραλίας ἀπὸ τοὺς Ἀλκμεωνίδες· οἱ μικροὶ χωρικοὶ τοῦ βουνοῦ ἀπὸ τοὺς Πεισιστρατίδες. Ὑπερίσχυσε ὁ Πεισίστρατος (560).

Ἅρπαξε τὴν τυραννία πού ὁ λαὸς εἶχε μάταια προσφέρει στον Σόλωνα. Ρύθμισε γιὰ πάντα τὸ ἀγροτικό πρόβλημα, μοιράζοντας τή χέρσα γῆ καὶ κτήματα εὐγενῶν τὰ ὁποῖα δήμευσε· ἔτσι δημιουργήθηκε μιὰ ρωμαλέα φυλὴ μικρῶν γεωργῶν πού ρίζωσε στή γῆ καὶ συνήθισε νὰ ἀσχολεῖται μέ τίς κοινοτικὲς ὑποθέσεις. Εὐνόησε τὸ ναυτιλιακὸ ἐμπόριο μὲ μιὰ ἐξωτερικὴ πολιτικὴ πού εἶχε εὐρεῖς ὁρίζοντες καὶ ὠθοῦσε τοὺς ναυτικοὺς πρὸς τὶς Κυκλάδες, τή Θράκη ἀπ’ ὅπου ἐρχόταν τὸ χρυσάφι, τὸν Ἑλλήσποντο ἀπ’ ὅπου ἐρχόταν τὸ στάρι. Τὸν ἴδιο καιρὸ ἐξύψωνε τὸ ἰδανικὸ αὐτῆς τῆς ἀγροτικῆς καὶ ἀστικῆς δημοκρατίας μὲ ἐορτὲς πρὸς τιμὴν τοῦ Διονύσου, μὲ θεατρικὲς παραστάσεις, μὲ μεγαλόπρεπα οἰκοδομήματα. Τέλος, καθὼς δὲν κατάργησε τὸ σύνταγμα, συνετέλεσε ὥστε ὁ λαὸς νὰ διαπαιδαγωγηθεῖ πολιτικὰ στις συνεδριάσεις τῆς ἐκκλησίας καὶ τῶν δικαστηρίων.

Ὅταν ἡ τυραννία πρόσφερε τὶς ὑπηρεσίες πού περίμενε ὁ λαός, ἑξαφανίστηκε: εἶναι ἡ συνηθισμένη της μοῖρα στις ἑλληνικες πόλεις. Οἱ ὀλιγαρχικοὶ νομίσαν πρὸς στιγμὴν ὅτι ἡ πτώση τῶν Πεισιστρατιδὼν θὰ τοὺς εὐνοοῦσε. Ὁ Ἀλκμεωνίδης Κλεισθένης τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὴν πλάνη.

Μὲ μιὰ θαυμαστὴ καθαρότητα σκέψης ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο πού ἄρχισε ὁ Σόλων, καὶ ἔδωσε στὸ δημοκρατικὸ σύνταγμα τῆς Ἀθήνας τὴν τελειωτικὴ μορφὴ του (508/7). Ἤθελε νὰ ἐμποδίσει τὴν ἐπιστροφὴ τῆς τυραννίας, νὰ διαλύσει τὴν ἰσχυρὴ ὀργάνωση πού εἶχε ἀποκτήσει ἡ ἀριστοκρατία στις φρατρίες καὶ στις τέσσερις ἰωνικὲς φυλές, νὰ ἀποτρέψει τὶς κοινωνικὲς τάξεις νὰ ἐνωθοὺν κατὰ περιοχή. Μετὰ ἀπὸ τὴν προγραφὴ τοῦ τελευταίου τυράννου καὶ τῶν παιδιῶν του, τὰ ἄλλα μέλη τῆς οἰκογένειας, πού ἔμειναν στὴν Ἀττική, κάθισαν ἥσυχα, γιατὶ αἰσθάνονταν ὅτι πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τους κρεμόταν ὁ κίνδυνος τοῦ ὀστρακισμοῦ. Τὸ πλαίσιο πού πρόσφερε τὸ σύστημα φυλῶν-φρατριὼν-γενῶν δὲν εἶχε πιὰ θέση στὸ κράτος. Δημιουργήθηκαν περιφέρειες, ὅπου ταξινομήθηκαν ὅλοι οἱ πολίτες σύμφωνα μὲ τὴν κατοικία τους. Ὁλόκληρη ἡ χώρα μοιράστηκε σὲ δήμους, μικρὲς κοινότητες, καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶχε τή συνέλευσή της, τοὺς ἄρχοντές της, τή διοίκησή της. Κάθε πολίτης γράφτηκε στον καταλογο ἑνὸς δήμου, καὶ τὸ δημοτικὸ ὄνομα, προστιθέμενο στὸ ἀτομικό ὄνομά του, ἀπόδειχνε τὴν ἰδιότητα τοῦ πολίτη. Ὅλοι οἱ δῆμοι, τῶν ὁποίων ὁ ἀριθμὸς ξεπερνοῦσε αἰσθητὰ τὴν ἑκατοντάδα, ἔπρεπε νὰ μοιραστοῦν σὲ δέκα φυλές, οἱ ὁποῖες, μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, δὲν ἦταν πιὰ συγγενικές, ἀλλὰ τοπικές. Ἦταν λοιπὸν ἀδύνατο στις παλαιὲς φυλὲς νὰ ξαναβρεθοῦν μέσα στις καινούριες· ἀλλὰ ὑπῆρχε κίνδυνος, μὲ τή συμμαχία τῶν γειτονικῶν φυλῶν, νὰ συνεχιστοῦν οἱ ἀντιθέσεις τῶν περιοχῶν. Γιὰ νὰ ἀποφύγει αὐτό τὸν κίνδυνο, ὁ Κλεισθένης βρῆκε ἔναν πολὺ ἔξυπνο τρόπο. Σκέφτηκε ὅτι ἦταν χρήσιμο νὰ συστήσει ὀργανισμοὺς ἐνδιάμεσους τῶν δήμων καὶ τῶν φυλῶν. Χώρισε λοιπὸν καθεμιὰ ἀπὸ τὶς τρεῖς περιοχὲς τῆς Ἀττικῆς, τὸ Ἄστυ, τὴν Παραλία καὶ τή Μεσογαία, σὲ δέκα τομεῖς καὶ παραχώρησε μὲ κλῆρο σὲ κάθε φυλὴ ἔναν τομέα ἀπὸ κάθε περιοχή. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, κάθε φυλὴ εἶχε τρεῖς ὁμάδες δήμων, τρεῖς τριττύες. Ἂν καὶ τοπικές, οἱ φυλὲς δὲν ἦταν συνεχεῖς ἐδαφικὲς περιοχὲς· δὲν ἀντιπροσωπεύονταν σ’ αὐτὲς συμφέροντα πού θὰ μποροῦσαν νὰ φέρουν ἀντιμέτωπους τοὺς μὲν στοὺς δέ. Τὸ δεκαδικὸ σύστημα τῶν φυλῶν ἐφαρμόστηκε σὲ ὅλη τὴν πολιτικὴ καὶ διοικητικὴ ὀργάνωση τῆς πόλης. Ἡ βουλὴ ἀποτελεῖται ἀπὸ πεντακόσια μέλη, πενήντα κατὰ φυλή, παρμένα ἀπὸ τοὺς δήμους ἀνάλογα μὲ τὸν πληθυσμὸ τους· καθεμιὰ φυλὴ τῆς βουλῆς [οἱ βουλευτὲς κάθε φυλῆς] σχηματίζει, ἐκ περιτροπῆς, μιὰ μόνιμη ἐπιτροπὴ γιὰ τὸ ἕνα δέκατο τοῦ ἔτους. Ἐπειδὴ οἱ ἄρχοντες ἦταν ἐννιά, τοὺς προσθέτουν καὶ ἕνα γραμματέα, ἔτσι ὥστε οἱ δέκα φυλὲς νὰ ἀντιπροσωπεύονται στὸ συλλογικὸ ὄργανο. Ὁ στρατὸς ὑποδιαιρεῖται σὲ δέκα τμήματα πού λέγονται ἐπίσης φυλαί, καὶ καθένα τους διοικεῖται ἀπὸ ἔναν φύλαρχο. Σὲ ὅλες τὶς περιστάσεις ὁ λαὸς ἐμφανίζεται χωρισμένος σὲ δέκα ὁμάδες. Ἁπλή, καθαρὰ λογικὴ κατασκευή, καὶ γι’ αὐτό ἀντίθετη σὲ κάθε παραδοση, τὸ δεκαδικὸ σύστημα ἀποτελεῖ οὐσιαστικὸ μέρος τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος, ὄχι μόνο στὴν Ἀθήνα, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλὲς ἑλληνικες πόλεις πού ἐλευθερώθηκαν ἀπὸ τὸ ὀλιγαρχικὸ πολίτευμα.

Αὐτό τὸ σύνταγμα, αὐτὴ ἡ ἐπιβλητικὴ κατασκευή, ὅπου ἡ πολιτικὴ σκέψη παίρνει γεωμετρικὴ ὄψη, ἀνταποκρινόταν τόσο καλὰ σὲ ἕνα δημόσιο πνεῦμα πού διαμορφώθηκε μὲ τὴν πεῖρα αἰώνων, ὥστε κανένα κόμμα δὲν θὰ τὸ ἀμφισβητήσει. Οἱ δημοκρατικοὶ θὰ τὸ τροποποιήσουν σὲ ὁρισμένα σημεῖα· δὲν θὰ ἀλλὰξουν τίποτε τὸ οὐσιαστικό. Οἱ ὀλιγαρχικοὶ μποροῦν νὰ κάμουν ἐπαναστάσεις· θὰ ὑποστηρίξουν ὅτι ἀποκαθιστοῦν στὴν οὐσία του «τὸ πολίτευμα τῶν προγόνων», καὶ θὰ ἐννοοῦν ἐκεῖνο μὲ τὸ ὁποῖο καταλύθηκε γιὰ πάντα τὸ ὀλιγαρχικὸ καθεστώς. Ἡ Ἀθήνα τοῦ 5ου αἰώνα ἔζησε μὲ τοὺς κοινωνικοὺς νόμους τοῦ Σόλωνα καὶ τοὺς πολιτικοὺς νόμους τοῦ Κλεισθένη.

Λιγότερο ἀπὸ εἴκοσι χρόνια μετὰ τή μεγάλη μεταρρύθμιση ἄρχισε γιὰ τὴν ἀθηναϊκη δημοκρατία ἡ σκληρὴ δοκιμασία τῶν μηδικῶν πολέμων, Ἀπ’ ὅπου βγῆκε πιὸ ἰσχυρή. Ἡ πατριωτικὴ ἕνωση καί, σὲ μιὰ ὁρισμένη στιγμή, ἡ μαζικὴ ἀποδημία ἀνακάτεψαν τὶς τάξεις. Αὐτουργοὶ τῆς νίκης ἦταν τόσο οἱ ὀπλίτες τοῦ Μαραθώνα καὶ τῶν Πλαταιῶν ὅσο καὶ οἱ κωπηλάτες τῆς Σαλαμίνας, τῆς Μυκάλης καὶ τοῦ Εὐρυμεδοντα. Ἡ πόλη ὄφειλε τή σωτηρία της στοὺς θῆτες ὅσο καὶ στοὺς ζευγίτες καὶ στοὺς μεγάλους ἰδιοκτῆτες. Πῶς νὰ μὴν ἑξαρθεῖ τὸ δημοκρατικὸ αἴσθημα; Ἀμέσως ἡ Ἀθήνα τοποθετήθηκε ἀπὸ τὶς ναυτικὲς πόλεις ἐπικεφαλῆς μιᾶς μεγάλης συμμαχίας, καὶ γιὰ καιρὸ ὁ στόλος ἀποτέλεσε τή δύναμή της. Ἡ κατασκευὴ ἑνὸς λιμανιοῦ καὶ μιᾶς πόλης στόν Πειραιᾶ, ἡ εὐημερία τοῦ ἐμπορίου καὶ τῆς βιομηχανίας, ἡ ἀνάπτυξη τοῦ κινητοῦ πλούτου, ἡ ἀφθονία τοῦ χρήματος, μὲ δυό λόγια ὅλα αὐτὰ πού συντελέσαν στὴν πολιτικὴ καὶ οἰκονομικὴ δύναμη τῆς Ἀθήνας, πού ἔγινε ἡ πρωτεύουσα τοῦ μεσογειακοῦ κόσμου, εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα νὰ μειωθεῖ ἡ πραγματικὴ ἀξία τοῦ τιμήματος καὶ νὰ προβιβαστοῦν, χωρὶς προσπάθεια, οἱ πολίτες ἀπὸ τή μιά τάξη στὴν ἄλλη. Ἦταν μιὰ συνεχὴς διεύρυνση τῆς δημοκρατίας, μιὰ προοδευτικὴ μετάθεση τοῦ κέντρου βάρους πρὸς τὸ πλῆθος τῶν παραγωγῶν καὶ τῶν ναυτῶν.

Ἤδη τὸ 500 τὸ σύνταγμα τοῦ Κλεισθένη ὑπέστη σημαντικὲς ἐπεξεργασίες: ἡ βουλὴ τῶν πεντακοσίων πῆρε τὴν τελικὴ της ὀργάνωση, καὶ ἡ δημιουργία τῶν δέκα αἱρετῶν στρατηγῶν ἦταν ἕνα σοβαρὸ πλῆγμα γιὰ τὸ σῶμα τῶν ἐννέα ἀρχόντων. Ἀλλά καὶ τὸ 487/6 τὸ σῶμα αὐτό ἄλλαξε βαθύτατα: ἀποφασίστηκε νὰ τραβοῦν στόν κλῆρο τοὺς ἄρχοντες, ἕναν κατὰ φυλή, ἀπὸ τοὺς πεντακοσίους ὑποψηφίους πού ὑπόδειχναν οἱ ἐκλέκτορες τῶν δήμων καὶ οἱ ὁποῖοι δὲν προέρχονταν μόνο ἀπὸ τοὺς πεντακοσίομεδίμνους ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἱππεῖς.

Ἄλλαξαν ἔτσι καὶ τή συνθεση τοῦ Ἀρείου Πάγου πού τὸν ἀποτελοῦσαν οἱ ἄρχοντες μετὰ τή λήξη τῆς θητείας τους: χωρὶς νὰ ἀλλοιώσουν τὸν ἀριστοκρατικό χαρακτῆρα τῆς παλαιᾶς βουλῆς, μείωσαν τὴν ἀξία της. Ὁ Ἄρειος Πάγος, ὁλοένα κατώτερος ὡς πρὸς τὴν ἀποστολὴ πού τοῦ ὅριζε ἡ παράδοση, σύντομα ἔδωσε τὴν ἐντύπωση ἑνὸς ξεπερασμένου θεσμοῦ. Καὶ τοῦτο δὲν ὀφειλόταν μόνο στὴν ἰσοβιότητα τῶν μελῶν του πού προέρχονταν ἀπὸ τάξεις πλουσίων καὶ εὐγενῶν, ἀλλὰ καὶ στις ἐξουσίες πού εἶχε κληρονομήσει. Οἱ ἀρμοδιοτητές του, πολιτικοῦ καὶ δικαστικοῦ χαρακτῆρα συγχρόνως, δὲν ἦταν καλὰ καθορισμένες· καθὼς ὅμως συμπεριλάμβαναν τὴν ἐπιτήρηση τῆς ἐφαρμογῆς τῶν νόμων, μποροῦσαν κάποτε νὰ γίνουν ὑπερβολικές. Ἐπιπλέον, μέ τις ὑπηρεσίες πού πρόσφερε στις χειρότερες ὦρες τῆς περσικῆς εἰσβολῆς, ἀπόκτησε μεγαλύτερη ἐξουσία καὶ ἀναδείχθηκε διαιτητὴς τῆς δημόσιας ζωῆς. Ὁ λαὸς μοιραία θὰ χτυπούσε αὐτό τὸ ὀχυρὸ τῆς ἀριστοκρατίας.

Tό 462 τὸ δημοκρατικὸ κόμμα εἶχε ἀρχηγό τὸν Ἐφιάλτη. Εἶναι αὐτὸς πού ἔδωσε τή χαριστική βολή στόν Ἄρειο Πάγο, ἀφοῦ προηγούμενα ἐκκαθαρίστηκε μὲ δικαστικὲς διώξεις μελῶν του πού εἶχαν ὑποπέσει σὲ παραπτώματα. Τοῦ ἀφαιρέθηκαν οἱ «πρόσθετες» καὶ ἀκαθόριστες ἐξουσίες πού τοῦ ἀνέθεταν τή φρούρηση τοῦ συντάγματος καὶ τοῦ ἐπέτρεπαν νὰ ἀσκεῖ ἔλεγχο στὴν κυβέρνηση: ἔχασε τὴν ἀρμοδιότητα νὰ δικάζει τὰ ἐγκλήματα πού ἐνδιέφεραν τὴν πόλη, τὶς παραβάσεις πού διέπρατταν ἰδιῶτες ἤ δημόσιοι ὑπάλληλοι ἐναντίον τῆς δημόσιας τάξης. Κράτησε μόνο ἀρμοδιότητες θρησκευτικοῦ χαρακτῆρα, πού ἦταν ἄλλωστε πολὺ πλατιές, ἀφοῦ περιλάμβαναν, μαζὶ μὲ τὸν ἔλεγχο τῆς διαχειρίσης τῶν ἱερῶν κτημάτων, τὴν ἐκδίκαση τῶν προμελετημένων ἐγκλημάτων. Ὅσες ἐξουσίες ἀφαιρεθηκαν ἀπὸ τὸν Ἄρειο Πάγο πέρασαν στὴν ἐκκλησία τοῦ δήμου, στή βουλὴ καὶ στὰ δικαστήρια τῆς Ἡλιαίας. Ὁ Πλούταρχος κρίνει αὐστηρὰ αὐτὴ τή μεταρρύθμιση: ἐφαρμόζει στόν Ἐφιάλτη τὰ λόγια τοῦ Πλάτωνα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους πού «παρέχουν στὸ λαὸ τὴν ἐλευθερία ἄκρατη καὶ ξέχειλη». Δὲν εἶδε ὅτι ὁ διαχωρισμὸς τῶν ἐξουσιῶν πού εἶχε συγκεντρώσει ὁ Ἄρειος Πάγος ἦταν ἀπαραίτητος μὲ τὴν πρόοδο τῶν πολιτικῶν θεσμῶν σὲ μιὰ μεγάλη πόλη, καὶ ὅτι ἡ πραγματοποίησή του ἀπὸ τή δημοκρατία δὲν ὠφέλησε παρὰ τὴν ἴδια.

Ὁ Ἐφιάλτης πλήρωσε μὲ τή ζωή του τὴν ἀφοσίωσή του στὸ λαό. Ἀλλὰ εἶχε κοντὰ του ἕνα βοηθὸ ἰκανὸ νὰ ἀποτελειώσει τὸ ἔργο του. Ὁ Περικλῆς, ὁ μικρανεψιὸς τοῦ Κλεισθένη, πέρα ἀπὸ τὴν ἰδιοφυή νοήσή του, συγκέντρωνε ρητορικὴ δεινότητα, κύρος καὶ δεξιοτεχνία στὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἀνθρώπων, προσόντα πού τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ ὑπηρετήσει τὸ λαὸ κυριαρχώντας τον.

Ἡ μεταρρύθμιση τοῦ Ἐφιάλτη δημιούργησε σοβαρὸ κίνδυνο. Ἕως τότε οἱ βασικοὶ νόμοι ἀσφαλίζονταν ἀπὸ μιὰ ἰσχυρὴ προστασία· ὁ Ἄρειος Πάγος ἦταν, μαζὶ μὲ τή βουλή, μιά ἀπὸ τὶς ἄγκυρες πού συγκρατοῦσαν τὸ πλοῖο τοῦ κράτους. Ἐὰν δὲν ἔπαιρναν τὰ μέτρα τους, οἱ νόμοι δὲν θὰ εἶχαν κάτι σταθερὸ πού νὰ τοὺς συγκρατεῖ, καὶ θὰ ἦταν ἀνίκανοι νὰ ἀντιμετωπίσουν τοὺς μεταβλητοὺς ἀνέμους τῆς κοινῆς γνώμης. Αὐτὸν τὸν κίνδυνο ὁ Περικλῆς τὸν εἶδε καθαρά, καὶ βρῆκε τρόπο νὰ τὸν ἀποτρέψει. Ἡ γραφὴ παρανόμων (ἀγωγὴ γιὰ παράνομη προταση) ὕψωσε τὸ νόμο πάνω ἀπὸ τὶς λαϊκὲς ἰδιοτροπίες καὶ τοὺς κοινωνικοὺς ἀγῶνες, μὲ τὸ νὰ δώσει δικαίωμα σὲ κάθε πολίτη νὰ ἔρθει σὲ βοήθειά του σὰν κατήγορος, καὶ μὲ τὸ νὰ ἐπιβάλει, θανατικὲς ποινὲς ὡς ἐγγύηση τῆς ἐπικυριαρχίας του.

Ἐπίσης, γιὰ νὰ μὴ μείνει ἡ δημοκρατία λέξη κενή, ἔπρεπε νὰ ἐπιτραπεΐ στοὺς ἀνθρώπούς του λαοῦ, πού ἐργάζονταν γιὰ νὰ ζήσουν, νὰ ἀφιερώνουν χρόνο στὴν ὑπηρεσία τῆς δημοκρατίας. Πεντακόσιοι πολίτες ἔπρεπε νὰ μετέχουν στή βουλὴ ἔναν ὁλόκληρο χρόνο. Οἱ ἠλιαστές, τῶν ὁποίων ἡ ἀρμοδιοτητα περιοριζόταν ἀρχικὰ στὸ νὰ κρινοῦν, ὡς δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ἀποφάσεις πού ἐξέδωσαν διάφοροι ἄρχοντες, ἔπρεπε τώρα νὰ κρίνουν, πρωτοβάθμια μαζὶ καὶ τελεσίδικα, ὅλο καὶ περισσότερες ὑποθέσεις Ἀθηναίων πολιτῶν καθὼς καὶ τῶν πολιτῶν τῶν συμμαχικῶν πόλεων: ἀποτελοῦσαν ἕνα σῶμα ἕξι χιλιάδων μελῶν, οἱ μισοί ἀπὸ τοὺς ὁποίους, κατὰ μέσο ὅρο, ἦταν ἀπασχολημένοι καθημερινά. Ὑπῆρχε μιὰ χιλιάδα ὑπαλλήλων μέσα στή χώρα (ἔνδημοι) ἤ στὸ ἐξωτερικὸ (ὑπερόριοι), πεντακόσιοι φύλακες νεωρίων κτλ. Ἔτσι οἱ δημόσιες ὑποθέσεις δὲν ζητοῦσαν μόνο τὴν κατὰ διαστήματα βοήθεια ὅλων τῶν πολιτῶν στὴν ἐκκλησία τοῦ δήμου· ἀπαιτοῦσαν καὶ τή συνεχή προσπάθεια τοῦ ἑνὸς τρίτου ἀπ’ αὐτούς. Ὡστόσο οἱ μισοί ἀπὸ τοὺς πολίτες, εἴκοσι χιλιάδες περίπου, οἱ θῆτες, εἶχαν ἐτήσιο εἰσόδημα κατώτερο ἀπὸ 200 δραχμές, πού μόλις τοὺς ἀρκοῦσε γιὰ νὰ ζήσουν. Πῶς να τοὺς ζητήσουν νὰ χάσουν τὸ μισθὸ ἑνός ἔτους ἤ ἔστω πολλῶν ἡμερῶν; Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἐὰν ἀπομάκρυναν ἀπὸ τή βουλή, ἀπὸ τὰ δικαστήρια καὶ ἀπὸ τὰ ἀξιώματα τοὺς ἀνθρώπους πού δὲν εἶχαν περιουσία, πῶς θὰ ἐμπόδιζαν τὸ καθεστώς, παρὰ τὸ ὄνομα τῆς δημοκρατίας πού τοῦ ἔδιναν, νὰ εἶναι στὴν πραγματικότητα ὀλιγαρχία; Καὶ ἐκεῖ ὁ Περικλῆς πῆρε τή σωστή ἀπὸφαση. Φρόντισε ὥστε τὸ κράτος νὰ δίνει μισθὸ στοὺς πολίτες πού ἄφηναν τὴν ἐργασία τους γιὰ νὰ τὸ ὑπηρετήσουν. Ἡ μισθοφορὰ ἔγινε οὐσιαστικὸ στοιχεῖο τῆς δημοκρατίας. Ἀλλὰ τὸν 5ο αἰώνα, ἀκριβῶς γιατὶ ὁ μισθὸς ἀποζημίωνε μόνο ὑπηρεσίες διαρκεῖς ἤ ἑξαιρετικές, οἱ πολίτες δὲν ἔπαιρναν μισθὸ γιὰ τή στοιχειώδη ἄσκηση τοῦ πολιτικοῦ τους δικαιώματος, δηλαδὴ γιὰ τὴν παρακολούθηση τῶν συνελεύσεων· ἡ ἀποζημίωση δινόταν μόνο στὰ μέλη τῆς βουλῆς, στοὺς ἠλιαστές καὶ στοὺς περισσοτέρους ἀπὸ αὐτοὺς πού καταλάμβαναν ἀξιώματα, καὶ μάλιστα μὲ κλῆρο.

Ἀπὸ τὸ 487/6, στόν κατάλογο τῶν πεντακοσίων ὑποψηφίων πού πρότειναν οἱ δῆμοι, γιὰ νὰ κληρωθοῦν οἱ ἐννέα ἄρχοντες, ἄρχισαν νὰ μπαίνουν καὶ ὀνόματα ἱππέων ἐκτός ἀπὸ τῶν πεντακοσιομεδίμνων. Εἴκοσι χρόνια ἀργότερα καὶ ἕξι χρόνια μετὰ ἀπὸ τή μεταρρύθμιση τοῦ Ἐφιάλτη ἔκαμαν ἕνα βῆμα πιὸ πέρα. Ἡ Ἀθήνα ὑπέβαλε τοὺς ὀπλίτες της σὲ σκληρὲς δοκιμασίες στίς μάχες πού ἔγιναν στή Βοιωτία. Τοὺς ἀντάμειψε ἐπιτρέποντας στοὺς ζευγίτες νὰ ἀναδείχνονται ἄρχοντες. Ἦταν ἄλλωστε μιὰ ἀνταμοιβὴ κυρίως τιμητική, γιατὶ ἡ μεταρρύθμιση τοῦ Ἐφιάλτη εἶχε μειώσει τή σημασία τῶν ἀρχόντων, ἀφοῦ ὁ Ἄρειος Πάγος πού σχημάτιζαν οἱ παλαιοὶ ἄρχοντες δὲν εἶχε πιὰ πολιτικὲς δικαιοδοσίες, καὶ οἱ αὐξημένες ἐξουσίες τῆς βουλῆς περιόριζαν ἀνάλογα τή διοικητική ἀνεξαρτησία τῶν ἀρχόντων. Ὡστόσο τὸ γόητρο αὐτοῦ τοῦ παλαιοῦ συλλογικοῦ ὀργάνου παρέμενε πολὺ μεγάλο. Ἀλλά, ἀπὸ τή στιγμή πού συνοδευόταν ἀπὸ ἕνα μισθὸ καὶ ἔγινε κληρωτό, δὲν ὑπῆρχε πιὰ λόγος νὰ περιορίζεται στίς τρεῖς ἀνώτερες τάξεις. Μὲ τή σειρά τους ἔγιναν δεκτοὶ καὶ οἱ θῆτες. Γιὰ νὰ μὴν καταστρατηγηθεῖ αὐτό τὸ μέτρο, χρειάστηκε νὰ καταργηθεῖ ἡ προκριματικὴ ἐκλογὴ τῶν πεντακοσίων, γιατὶ ἄφηνε ἐλεύθερο πεδίο στις μηχανορραφίες τῶν γαιοκτημόνων: ἡ προκριματικὴ ἐκλογὴ ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ μιὰ πρώτη κλήρωση πού ἀναδειχνε τοὺς ὑποψηφίους τῶν δέκα φυλῶν γιὰ τή δεύτερη κλήρωση, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔβγαιναν οἱ τιτλοῦχοι τῶν ἀξιωμάτων. Ἀλλὰ τότε τι χρειαζόταν ἕνας τόσο μεγάλος κατάλογος ὑποψηφίων γιὰ τὴν τελικὴ κλήρωση, περιπλοκὴ πού εὐνοοῦσε τίς λαθροχειρίες στοὺς δήμους; Ἀποφασίστηκε ὅτι ὁ κατάλογος αὐτὸς δὲν θὰ περιλάμβανε πιὰ παρὰ μόνο ἑκατὸ ὀνόματα, δέκα κατὰ φυλή. Ἐφτασαν ἔτσι στὸ κλασικὸ σύστημα κλήρωσης «μὲ τὸ κουκί».

Γιὰ νὰ καθιερωθοῦν τὰ δικαιώματα πού κατέκτησε ὁ λαὸς τὸν 5ο αἰώνα, φάνηκε σωστὸ νὰ τὰ προστατεύσουν ἀπὸ σφετερισμούς, πού δὲν ἔλειπαν. Δὲν πρέπει νὰ ξεχνάμε ὅτι ἡ δημοκρατία, ἀκόμη καὶ ἡ ἄκρα δημοκρατία – ἂν τὴν κρίνουμε ἀπὸ τή σημερινή μας ἄποψη καὶ ἂν δὲν ἐξετάσουμέ τις ἀρχὲς ἀλλὰ τὰ πρόσωπα πού ὠφεληθηκαν ἀπὸ αὐτήν – , στις ἑλληνικὲς πόλεις εἶναι πάντα ἕνα εἶδος ἀριστοκρατίας. Οἱ πολίτες στὴν Ἀττικὴ ἦταν μειοψηφία. Δίπλα τους ζοῦσε ἕνας ἀριθμός, τουλάχιστον ἴσος, δούλων καὶ ἕνας ἀριθμός, μόλις μικρότερος ἀπὸ τοὺς μισούς, μετοίκων. Γεννημένοι στον τόπο ἀπὸ οἰκογένειες πού εἶχαν ἀφομοιωθεῖ ἀπὸ καιρό, οἱ μέτοικοι ἐπωφελοῦνταν ἀπὸ κάθε εὐκαιρία, καὶ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν εὐκολία τῶν μεικτῶν γάμων, γιὰ να φτάσουν στὴν τάξη τῶν πολιτῶν. Ὑπῆρχαν πολλὰ ὑλικὰ πλεονεκτήματα συνδεμένα μὲ τὸ δικαίωμα τοῦ πολίτη, ὥστε ὁ λαὸς δὲν δεχόταν εὐχάριστα τὴν αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ ἐκείνων πού τὰ ἀπολάμβαναν.

Τὸ 451 /50 ὁ ἴδιος ὁ Περικλῆς πέρασε ἕνα νόμο σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο δὲν ἦταν κανεὶς Ἀθηναῖος παρὰ μόνο ἐὰν εἶχε γεννηθεῖ ἀπὸ πατέρα καὶ μητέρα Ἀθηναίους. Αὐτὸς ὁ νόμος ἐνσωματώθηκε γιὰ πάντα στὸ σύνταγμα.

Β΄ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Στὰ μέσα τοῦ 5ου αἰώνα τὸ δημοκρατικὸ πολίτευμα στὴν Ἀθήνα πῆρε τὴν τελειωτικὴ μορφὴ του. Εἶναι αὐτό πού θὰ παραμείνει ὡς τὸ τέλος τῆς ἑλληνικῆς ἀνεξαρτησίας. Ἀλλὰ ἡ ἀξία ἑνὸς συντάγματος ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πνεῦμα μὲ τὸ ὁποῖο ἐφαρμόζεται στὴν πράξη. Τὴν ἐποχὴ τοῦ Περικλῆ ἡ πολιτικὴ ζωὴ τῆς Ἀθήνας παρουσιάζει μιὰ τέλεια ἰσορροπία ἀνάμεσα στὰ δικαιώματα τοῦ ἀτόμου καὶ τή δημόσια ἐξουσία.

Ἡ ἀτομικη ἐλευθερία εἶναι ἀπόλυτη. Ἀφότου ὁ Σόλων ἀπαγόρευσε νὰ ἐγγυᾶται ὁ ὀφειλέτης τὸ χρέος του μὲ τὸ ἴδιο τὸ σῶμα του, ἡ ἀρχή αὐτὴ πῆρε ἀπεριόριστη ἔκταση. Κανένας πολίτης, μὲ ὁποιοδήποτε πρόσχημα, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει δοῦλος, οὔτε δουλοπάροικος ὅποιας μορφῆς, ἀκόμη καὶ μὲ ὅρους ἤ προσωρινά. Ἡ σωματικὴ βία δὲν ὑπάρχει πιὰ οὔτε πρὸς ὄφελος τοῦ κράτους οὔτε πρὸς ὄφελος ἰδιωτῶν. Τὸ ἴδιο περίπου ἰσχύει γιὰ τὴν ἀτομικη εὐθύνη. Ἡ ἀπαγόρευση πού νομοθετήθηκε ἀπὸ τὸν Σόλωνα ἰσχύει κατὰ μείζονα λόγο γιὰ τὴν οἰκογένεια τοῦ ὀφειλέτη, ἑπομένως καὶ γιὰ τὸν καταδικασμένο. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τὴν ἀρχὴ τοῦ 5ου αἰώνα μερικὰ σοβαρὰ ἀδικήματα, ὅπως ἡ προδοσία, μποροῦσαν νὰ ἔχουν συλλογικὲς τιμωρίες. Ἀλλὰ τὸ κράτος προοδευτικὰ παραιτεῖται ἀπὸ αὐτό τὸ ἀπαίσιο δικαίωμα, καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ αἰώνα οὔτε ἡ ποινὴ τοῦ θανάτου οὔτε ἡ προγραφὴ δὲν πέφτουν πάνω στὰ παιδιὰ τοῦ ἐνόχου. Ἔτσι ἡ Ἀττικὴ γίνεται ἡ κλασικὴ γῆ τῆς ἐλευθερίας. Δὲν ὑπάρχουν καθόλου δοῦλοι προερχόμενοι ἀπὸ πολίτες. Ἀκόμη καὶ οἱ ξένοι ἀναπνὲουν ἀέρα ζωογόνο: ἡ Ἀθήνα ἑλκύει τοὺς ἐξορίστους ὅλης τῆς Ἑλλάδας, ἀπὸ τὸν Ἡρόδοτο τὸν Ἁλικαρνασσέα ὡς τὸν Γοργία τὸν Λεοντίνο, καὶ τὸν Δημόκριτο τὸν Ἀβδηρίτη, πού ἦρθε καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀθήνα, καὶ πού ἔλεγε ὅτι ἀξίζει περισσότερο νὰ ζεῖς φτωχὸς σὲ μιὰ δημοκρατία παρὰ νὰ ἀπολαμβάνεις μιὰ φαινομενικὴ εὐτυχία στὴν αὐλὴ ἑνὸς βασιλέα.

Ὑπερήφανοι πού ἦταν ἐλεύθεροι πολίτες, οἱ Ἀθηναῖοι ἦταν ἀκόμη πιὸ ὑπερήφανοι πού ἦταν ἴσοι μεταξὺ τους. Γι’ αὐτοὺς ἡ ἰσότητα εἶναι ὁ ὅρος γιὰ τὴν ἐλευθερία· γιατὶ ὅλοι εἶναι ἀδερφοὶ ἀπὸ μιὰ κοινὴ μητέρα, καὶ δὲν μποροῦν νὰ εἶναι οἱ μὲν γιὰ τοὺς δὲ οὔτε δοῦλοι οὔτε κύριοι. Οἱ μόνες λέξεις πού χρησιμοποιοῦν στή γλῶσσα τους γιὰ νὰ χαρακτηρίσουν τὸ δημοκρατικὸ πολίτευμα εἶναι ἰσονομία: ἰσότητα μπροστὰ στὸ νόμο, καὶ ἰσηγορία: ἴδιο δικαίωμα γιὰ ὅλους νὰ ἐκφραζονται. Ὄχι μόνο ἔπαψαν νὰ λογαριάζουν τὴν εὐγενή καταγωγή, ἀλλὰ καὶ δὲν χρησιμοποιοῦν πιὰ οἰκογενειακὰ ὀνόματα· κάθε Ἀθηναῖος προσθέτει στὸ ὄνομα του τὸ ὄνομα τοῦ δήμου του. Τὸ περισσότερο πού κάνουν οἱ ἄνθρωποι μὲ καταγωγὴ ἀριστοκρατικὴ εἶναι νὰ ἀναφέρουν τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα τους· ἀλλά ποτέ δὲν ἀναφέρουν τὸ ὄνομα τοῦ γένους τους, καὶ ὁ πιὸ ἔνδοξος ἀπὸ τοὺς Ἀλκμεωνίδες δηλώνεται μὲ τὸ ὄνομα Περικλῆς Ξανθίππου Χολαργεύς. Ἂν εἶναι ἀλήθεια, ὅπως βλέπουμε ἀπ’ αὐτό τὸ παράδειγμα, ὅτι οἱ μεγάλες οἰκογένειες διατηροῦν ἀκόμη ἀρκετό γόητρο γιὰ νὰ δώσουν ἔναν ἀρχηγό ἀκόμη καὶ τοῦ δημοκρατικοῦ κόμματος, τὸ κράτος δὲν ἀναγνωρίζει οἰκογένειες, ἀλλὰ μόνο ἄτομα ἰσότιμα. Ἔχουν ὅλοι τὰ ἴδια δικαιώματα. Μποροὺν νὰ πάνε στή συνέλευση γιὰ νὰ μιλήσουν, ἐὰν θέλουν, καὶ γιὰ νὰ ψηφίσουν: τὸ ἀντιπροσωπευτικὸ σύστημα δὲν ὑπάρχει, καὶ θὰ ἔμοιαζε ὀλιγαρχικὸς περιορισμὸς τῆς ἰσηγορίας. Μποροῦν νὰ μετέχουν στὴν Ἡλιαία ὡς δικαστές, ὅταν φτάσουν σὲ ὁρισμένη ἡλικία. Μποροῦν νὰ θέσουν ὑποψηφιότητα στή βουλὴ καὶ στις ἄλλες δημοσιες ὑπηρεσίες, ὅπως ὁρίζει ὁ νόμος. Καθένας μὲ τή σειρά του ὀφείλει νὰ ὑπακούει καὶ νὰ διευθύνει. Παίρνουν μέρος στις δημοσιες τελετές, στις πομπές, στις θυσίες, στοὺς ἀγῶνες, στίς θεατρικὲς παραστάσεις, χωρὶς ἅλλη διάκριση ἀπὸ τὴν προεδρία, πού ἐπιφυ-λάσσεται στοὺς ἄρχοντες. Ἰσότητα· αὐτό εἶναι πού οἱ Ἀθηναῖοι βάζουν πάνω ἀπ’ ὅλα στὸ σύνταγμά τους. «Εἶναι, λένε, ἡ ἀξία, πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὴν τάξῃ, πού ἀνοίγει τὸ δρόμο στις δημοσιες τιμές. Κανένας, ἐὰν εἶναι ἱκανὸς νὰ ὑπηρετήσει τὴν πόλη, δὲν ἐμποδίζεται ἀπὸ τή φτώχεια, ἀπὸ τὴν ἄσημη καταγωγὴ του.»

Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ φανταστεῖ δτι, μὲ τὸ νὰ διατηροΰν τὸ τιμοκρατικὸ σύστημα τῶν τάξεων τὸ ὁποῖο καθιέρωσε ὁ Σόλων, οἱ Ἀθηναῖοι διέψευδαν τὸν ἑαυτὸ τούς. Δὲν ἦταν ὅμως ἔτσι. Ὁ Σόλων εἶχε μοιράσει ἀνάλογα μὲ τὴν περιουσία τὰ δικαιώματα καὶ τὶς ὑποχρεώσεις. Ἀπὸ τή στιγμή πού τὰ δικαιώματα ἔγιναν ἴσα, ἔμεινε μόνο ἡ ἀνισότητα τῶν ὑποχρεώσεων, πού παρέμειναν ἄμεσα συνδυασμένες μὲ τὸ τίμημα. Οἱ θῆτες ὑπηρετοῦν στὸ στόλο ὡς κωπηλάτες, καὶ σὲ περίπτωση ἀνάγκης στὸ στρατὸ ὡς ψιλοὶ· δὲν πληρώνουν φόρους, ἐπειδὴ τὸ εἰσοδημά τους εἶναι χαμηλότερο ἀπὸ τὸ ὅριο ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀρχίζει ἡ φορολογία. Οἱ ζευγίτες ὑπηρετοῦν ὡς ὀπλίτες καὶ πληρώνουν τὴν εἰσφορά, ἔκτακτο φόρο κατὰ τή διάρκεια πολέμου. Οἱ ἱππεῖς ὑπηρετοῦν στὸ ἰππικὸ καὶ ἀναλαμβάνουν, καθένας μὲ τή σειρά του, κοινὲς λειτουργίες. Οἱ πεντακοσιομέδιμνοι ὑπηρετοῦν ἐπίσης ὡς ἱππεῖς, ἀλλὰ εἶναι ἐπιπλέον ὑποχρεωμένοι στή δαπανηρὴ χορηγία τῆς τριηραρχίας, δηλαδὴ στή διοίκηση ἑνὸς πλοίου τοῦ ὁποίου ὁ ἐξοπλισμὸς γίνεται μέ ἔξοδὰ τούς.

Ἐλευθερία, ἰσότητα: αὐτὰ τὰ δικαιώματα τῶν πολιτῶν δὲν μποροῦσαν νὰ εἶναι πραγματικὰ παρὰ μόνο ἂν ἡ πόλη εἶχε ὁρισμένες ὑποχρεώσεις. Τὸ κράτος ἔπρεπε νὰ θέσει τή δύναμή του στὴν ὑπηρεσία τῶν ἀτόμων. Γιὰ νὰ ἑξασφαλίσει καλύτερα σὲ καθένα τὴν ἐλευθερία του, τὸ κράτος ἐξαλείφει τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο τὰ τελευταῖα ἴχνη τῆς συλλογικῆς εὐθύνης. Γιὰ νὰ σταθεροποιήσει τή βασιλεία τῆς ἰσότητας, γιὰ νὰ ἐπιτρέψει στοὺς πιὸ ταπεινοὺς πολίτες νὰ λάβουν νόμιμο μέρος στὴν πολιτικὴ ζωή, δίνει ἀποζημίωση σὲ ὅσους τὸ ὑπηρετοῦν. Ἀλλὰ οἱ ὑποχρεώσεις του εἶναι πολὺ πιὸ μεγάλες. Ἐὰν ἡ καταγωγὴ καὶ ἡ περιουσία δὲν παρέχουν πιὰ προνόμια στὴν πολιτικὴ ζωή, ὑπάρχουν ὅμως πάντα πλούσιοι καὶ φτωχοί. Πρέπει νὰ ληφθοὺν μέτρα ὥστε οἱ φτωχοὶ νὰ μποροῦν νὰ κάνουν χρήση τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων τούς. Ἐὰν ἡ κοινωνικὴ ἀνισότητα ἦταν πολὺ κραυγαλέα, ἡ πολιτικὴ ἰσότητα θὰ ἑξαφανιζόταν· ἐὰν οἱ φτωχοὶ δὲν εἶχαν κάποιο περιουσιακὸ στοιχεῖο ἤ τή διαρκή δυνατότητα νὰ τὸ ἀποκτὴσουν, ἡ ἐλευθερία θὰ ἦταν ἁπλῶς ἀφηρημένη ἀρχή. Καθῆκον τοῦ κράτους λοιπόν, ἀφοῦ ἔχει τή δύναμη, εἶναι νὰ γιατρέψει ἕνα κακὸ ἐπικίνδυνο γιὰ κάθε κοινότητα, θανατηφόρο γιὰ μιὰ δημοκρατία. Ὀφείλει νὰ διαφυλάξει τὰ δικαιώματα καὶ τὰ συμφέροντα μιᾶς κατηγορίας πολιτῶν, μὲ τὸν ὄρο πάντα νὰ μὴν παραγνωρίσει καὶ νὰ μὴν καταπατήσει τὰ δικαιώματα καὶ τὰ συμφέροντα μιᾶς ἄλλης κατηγορίας. Μὲ ἕναν ἀρχηγό ὅπως ὁ Περικλῆς ἡ Ἀθῆνα πέτυχε ἕνα ἀξιολογο ἔργο ἀλληλοβοήθειας καὶ κοινωνικῆς μερίμνας. Δὲν μοίρασε τή γῆ, δὲν καταργησε τὰ χρέη. Σὲ μιὰ χώρα ὅπου ἡ κτηματικὴ περιουσία δὲν ἀποτελεῖ παρὰ μέρος τοῦ δημοσίου πλούτου, ὅπου ἡ κινητή περιουσία ἔχει ἀπλωθεῖ εὐρύτατα μὲ τὸ ἐμπόριο καὶ τὴν ἐκμετάλλευση μιᾶς αὐτοκρατορίας, γιὰ νὰ συντρέξει κανεὶς στίς πιὸ ἐπείγουσες ἀνάγκες ἀρκοῦν ὁρισμένα μέτρα, ὄχι γενικά, ἀλλὰ καλὰ ὑπολογισμένα.

Ἡ μισθοφορὰ εἶναι ἕνα τέτοιο μέτρο. Ὑπάρχουν καὶ ἄλλα. Τὸ σύστημα τῶν κληρουχιῶν ἐπιτρέπει νὰ ἐγκατασταθοῦν μακριὰ χιλιάδες θῆτες, πού ἀποκτοῦν ἔναν κλῆρο ἀρκετὰ μεγάλο ὥστε νὰ τοὺς ἀποδίδει ἕνα εἰσόδημα ζευγίτη. Γιὰ νὰ δώσει δουλειά στοὺς τεχνίτες πού ἔμεναν στὴν πρωτεύουσα, τὸ κράτος γίνεται ἐπιχειρηματίας: τοῦ χρειάζεται πρῶτα πρῶτα ἔνας στόλος, νεώρια, μιὰ ἀγορὰ γιὰ τὸ στάρι, καὶ τείχη πού νὰ ἑνώνουν τὴν πόλη μὲ τὸ λιμάνι· ὕστερα, μνημεῖα πού θὰ κάμουν τὴν ἀκρόπολη τὴν ὡραιότερη τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτοὺς πού δὲν μποροῦν νὰ ἐργαστοῦν, ἡ δημόσια βοήθεια εἶναι πλήρως ὀργανωμένη. Τὰ ὀρφανὰ πολέμου ἀνατρέφονται μὲ ἔξοδα τοῦ κράτους καὶ παίρνουν, ὅταν ἐνηλικιωθοῦν, μιὰ πλήρη πανοπλία. Συντάξεις δίνονται στοὺς τραυματίες πολέμου καί, ἀργότερα, στοὺς ἀναπήρους ἀπὸ ἐργασία. Σὲ κανονικὴ περίοδο ἡ πόλη φροντίζει νὰ ἑξασφαλίσει σὲ ὅλους φτηνὸ ψωμί. Πολλὲς ἐπιτροπὲς καὶ ὁλόκληρη εἰδικὴ νομοθεσία φροντίζουν γι’ αὐτό. Οἱ σιτοφύλακες ἐπαγρυπνοῦν ὥστε τὰ δημητριακὰ νὰ πουλιοῦνται στὴν τιμὴ πού πρέπει, οἱ μυλωνάδες νὰ πουλοῦν τὸ ἀλεύρι καὶ οἱ ἀρτοποιοὶ τὸ ψωμὶ ἀνάλογα μὲ αὐτὴ τὴν τιμή, καὶ τὸ ψωμὶ νά ἔχει τὸ ὁρισμένο βάρος. Ὡς μέτρο ἐναντίον τῆς προαγοράς ἀπαγορεύεται στοὺς ἐμπόρους τῶν σιτηρῶν νὰ ἀγοράζουν περισσότερα ἀπὸ πενήντα φορτία συγχρόνως· γιὰ νὰ εὐκολύνουν τὸν ἐφοδιασμό καὶ νὰ ἑξασφαλίσουν τὴν κανονικότητα τοῦ ἐμπορίου, ἐπιβάλλουν σὲ κάθε εἰσαγωγέα νὰ κατευθύνει στὴν Ἀθήνα τὰ δύο τρίτα τῶν σιτηρῶν πού φτάνουν στόν Πειραιά, καὶ σὲ ὅσους δανειοδοτοῦν ναυτικὲς ἐπιχειρήσεις νὰ μεταφέρουν στὴν Ἀθήνα τρόφιμα πρώτης ἀνάγκης, καὶ πρῶτα ἀπ’ ὅλα στάρι· σὲ κάθε ἐφοπλιστὴ πού κατοικεῖ στὴν Ἀττικὴ ἀπαγορεύεται νὰ μεταφέρει σιτηρὰ ἄλλου ἐκτός ἀπὸ τὸν Πειραιά. Ἂς προστεθοῦν οἱ ἀναπάντεχες προσφορές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐπωφελεῖται ὁλόκληρος ὁ λαός, ὅταν ἔνας ξένος βασιλέας στέλνει δῶρο ἕνα πλοῖο φορτωμένο σιτηρά, ὅταν μιὰ νικηφόρα ἐπιχείρηση ἐπιτρέπει νὰ λεηλατηθεῖ ἡ ἐσοδειά ἑχθρικῆς χώρας: κάθε πολίτης μετέχει στή διανομή. Περιοδικά, οἱ ἑκατόμβες πού προσφέρονται στοὺς θεοὺς ἐπιτρέπουν σὲ καθέναν πού μετέχει νὰ πάρει ἕνα καλὸ κόμματι κρέας. Τὰ χρόνια τοῦ πολέμου, τουλάχιστον ἀπὸ τὸ 410 ὡς τὸ 406, μιὰ καθημερινὴ ἐνίσχυση ἀπὸ δύο ὀβολούς, ἡ διωβελία, βοηθοῦσε τοὺς ἐνδεεῖς.

Ἀφοῦ τὸ κράτος φρόντισε γιά τις ὑλικές ἀνάγκες τοῦ πλήθους, τοῦ πρόσφερε ἐπίσης πνευματικὲς καὶ ἠθικές ἀπολαύσεις. Οἱ πολλὲς χορηγίες πού ἐπιβάλλονται στοὺς πλουσίους ἔχουν ὡς ἀποστολὴ τὴν προετοιμασία λυρικῶν καὶ δραματικῶν διαγωνισμῶν, στοὺς ὁποίους τρέχει ὁ λαὸς πού ἀγαπᾶ τὸ ὡραῖο, καὶ δὲν εἶναι ἄσχημος τρόπος, γιὰ νὰ γίνει κανεὶς δημοφιλής, τὸ νὰ δείξει τή γενναιοδωρία του παρουσιάζοντας ἔναν πλούσια ντυμένο καὶ καλὰ ἐτοιμασμένο χορὸ γιὰ θεατρικὸ ἔργο. Θὰ ἔρθει καιρὸς ὅπου οἱ εἰσφορὲς τῶν ἰδιωτῶν δὲν θὰ εἶναι ἀρκετές νὰ καλύψουν τις δαπάνες γιὰ τὰ δημόσια θεάματα· τότε θὰ τὶς ἀναλάβει τὸ δημόσιο ταμεῖο, χρησιμοποιώντας τὰ περισσεύματα τοῦ προϋπολογισμοὺ γιὰ νὰ προσφέρει στὰ ἄτομα ὅ,τι χρειάζεται γιὰ νὰ πληρώσουν τὸ εἰσιτήριο στὸ θέατρο, καὶ ἀκόμη γιὰ νὰ φᾶνε καλὰ στις γιορτές.

Ἐὰν ἡ πόλη ἀναγνώριζε μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὅτι εἶχε καθήκοντα ἀπέναντι στὰ ἄτομα, εἶναι γιατὶ στὸ κάτω κάτω δὲν ἦταν παρὰ τὸ σύνολο τῶν πολιτῶν. Ἡ ἄμεση διακυβέρνηση τοῦ λαοΰ ἀναγκαστικὰ εὐνοοῦσε τὴν πλειοψηφία. Ἀλλά, ὅσο ζοῦσε ὁ Περικλῆς, οἱ Ἀθηναῖοι δὲν συνέχεαν τὰ ἄπειρα ἰδιωτικὰ συμφέροντα μὲ τὸ κοινὸ συμφέρον. Οἱ ὑποχρεώσεις τῆς πόλης ἀπέναντι στοὺς πολίτες ἔμπαιναν μπροστὰ ἀπὸ τὶς ὑποχρεώσεις τῶν πολιτῶν ἀπέναντι στὴν πόλη. Τὶς δέχονταν λοιπὸν μὲ προθυμία.

Τὸ συμβόλαιο πού ἔνωνε τὸν Ἀθηναῖο πολίτη μὲ τὴν πόλη δὲν ἦταν σιωπηρὸ καὶ ἀοριστο. Τή χρόνια ὅπου ἐνηλικιωνόταν, πρὶν γραφτεῖ στον καταλογο πού ἑξασφάλιζε τὰ πολιτικὰ δικαιώματα, ἔδινε ἐπίσημα τὸν ὅρκο τοῦ πολίτη. Παντοῦ στὴν Ἑλλάδα, σύμφωνα μὲ τὸν Ξενοφώντα, ὁ νόμος ἀπαιτοῦσε ἔναν ἀναλογο ὅρκο. Οἱ νεαροὶ Ἀθηναῖοι ἔδιναν τὸν ὅρκο μέσα στὸ ναὸ τῆς Ἀγραύλου. Ἀπὸ τή διατύπωση πού χρησιμοποιοῦσαν τὸν 5ο αἰώνα ξέρουμε μόνο μία ὑποχρέωση, αὐτή πού λέει «νὰ μὴν ἀναγνωρίζει ὅρια γιὰ τὴν Ἀττικὴ παρὰ μόνο πέρα ἀπὸ τὰ χωράφια μὲ τὸ στάρι καὶ τὸ κριθάρι, ἀπὸ τὰ ἀμπέλια καὶ ἀπὸ τοὺς ἐλαιῶνες». Εἴμαστε καλύτερα πληροφορημένοι γιὰ τὸν 4ο αἰώνα, πού στο σύνολό του θὰ ἀκολουθοῦσε τὴν παραδοση. Ἡ σκηνὴ δὲν ὑστερεῖ σὲ μεγαλοπρέπεια. Οἱ ἔφηβοι παίρνουν τὴν πανοπλία τους μπροστὰ στοὺς βουλευτὲς καί, μὲ τὸ χέρι τεντωμένο πάνω ἀπὸ τὸ βωμό, λένε τὰ ἀκόλουθα λόγια:

«Δὲν θὰ ἀτιμάσω αὐτὰ τὰ ἱερὰ ὅπλα· δὲν θὰ ἐγκαταλείψω τὸ σύντροφό μου στή μάχη· θὰ πολεμήσω γιὰ τοὺς θεούς μου καὶ γιὰ τὴν ἑστία μου, μόνος ἡ μαζὶ μὲ ἄλλους. Δὲν θὰ ἐπιτρέψω νὰ μικρύνει ἡ πατρίδα, ἀλλὰ θὰ τὴν ἀφήσω πιὸ μεγάλη καὶ πιὸ δυνατὴ ἀπὸ ὅ,τι τὴν παρέλαβα. Θὰ ὑπακούσω στίς διαταγὲς πού θὰ μοΰ δώσει ἡ σωφροσύνη τῶν ἀρχόντων. Θὰ συμμορφωθῶ μὲ τοὺς νόμους πού ἰσχύουν καὶ μὲ αὐτοὺς πού θὰ ψηφίσει ὁ λαὸς μὲ κοινὴ συμφωνία· ἐὰν κάποιος θελήσει νὰ ἀνατρέψει αὐτοὺς τοὺς νόμους ἤ νὰ μὴν ὑπακούσει σ’ αὐτούς, δὲν θὰ τὸ ἀνεχθῶ, ἀλλὰ θὰ πολεμήσω γι’ αὐτούς, μόνος ἤ μαζὶ μὲ ὅλους. Θὰ σεβαστῶ τὶς λατρεῖες τῶν πατέρων μου».

Ἰδοὺ οἱ ὑποχρεώσεις πού ἀναλαμβάνουν οἱ πολίτες πρὶν νὰ πάρουν δικαιώματα· ἰδοὺ οἱ ὑποχρεώσεις πού ἀνανεώνουν ἀπὸ χρόνο σὲ χρόνο μπρός στοὺς θεοὺς τὴν παντοδυναμία τῆς πόλης.

Αὐτή τὴν παντοδυναμία τὴν ἀσκεῖ ὁλοκληρο τὸ σῶμα τῶν πολιτῶν σὲ μιὰ δημοκρατία. Ἡ συνταγματικὴ θεωρία τῆς ἀθηναϊκὴς δημοκρατίας εἶναι ἁπλή. Περιλαμβάνεται σὲ μία λέξη: ὁ λαὸς εἶναι κυρίαρχος (κύριος). Εἴτε στὴν ἐκκλησία συνεδριάζει εἴτε στὰ δικαστήρια, εἶναι ἀπόλυτος κύριος σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν πόλη (κυριώτατος τῶν ἐν πόλει ἁπάντων). Ὡστόσο μιὰ πολιτικὴ ἀρχή, παντοῦ καὶ πάντα, προσφέρεται σὲ διαφορετικὲς ἐρμηνεῖες, καὶ μόνο μὲ τὴν πράξη ἀποκτᾶ συγκεκριμένο περιεχόμενο. Οἱ σύγχρονοι τοῦ Ἡροδότου χρησιμοποιοῦσαν τὴν ἴδια διατύπωση μὲ τοὺς συγχρόνους τοῦ Ἀριστοτέλη καὶ τοῦ Δημοσθένη· δὲν τὴν καταλάβαιναν ὅμως καὶ δὲν τὴν ἐφάρμοζαν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Τὸν 4ο αἰώνα θὰ πάνε ὡς τὴν ἄκρη αὐτῆς τῆς ἀρχῆς: «ὁ λαός ἔχει δικαίωμα νὰ κάνει ὅ,τι τοῦ ἀρέσει» (ἐξὸν αὐτῷ ποιεῖν ὅ τι ἂν βούληται)· εἶναι κύριος ἀκόμη καὶ τῶν νόμων (κύριος καὶ τῶν νόμων). Τὸν 5ο αἰώνα εἶναι βασιλέας, δὲν εἶναι ἀκόμη τύραννος. Δέχεται ὅτι ὑπάρχει κάποιο ὅριο στίς ἐπιθυμίες τῆς πλειοψηφίας. Γιὰ τοὺς Ἀθηναίους αὐτῆς τῆς ἐποχῆς μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅπως γιὰ τοὺς Σπαρτιάτες, καὶ γιὰ τή δημόσια καὶ γιὰ τὴν ἰδιωτικὴ ζωὴ τούς: «Εἶναι ἐλεύθεροι, ἀλλὰ ὄχι ἀπόλυτα· γιατὶ ἀποπάνω τους ἔχουν ἔναν κύριο, τὸ νόμο».

Ἡ γραφὴ παρανόμων ἀντιτίθεται, στις πλάνες τῆς ἐκκλησίας ὅπως καὶ στις ὑπερβολὲς τῶν δημαγωγῶν. Ἀκόμη καὶ μετὰ ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ Περικλῆ διατηρεῖ τὴν ἀποτελεσματικότητά της. Μιὰ μέρα, σὲ συνθῆκες τραγικές, ὁ λαὸς ἀρνήθηκε νὰ τή λάβει ὑπόψη του· ἀλλὰ δὲν ἄργησε νὰ ἀνακαλύψει τὸ λάθος του. Ἦταν τὸ 406, στή φοβερὴ δίκη τῶν στρατηγῶν νικητῶν στή ναυμαχία τῶν Ἀργινουςῶν. Μέσα στή διέγερση τῶν παθῶν, ἔνας θαρραλέος πολίτης ἀποπειράθηκε νὰ διακόψει τὴν ἐξαιρετικὴ διαδικασία, ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἐκκλησία τοῦ δήμου, πού ὁρίστηκε μὲ ψήφισμα τῆς βουλῆς καὶ τῆς ἐκκλησίας, προβάλλοντας ἔνσταση γιὰ τή νομιμότητά της. Τὸ πλῆθος φώναξε ὅτι ἦταν «τερατῶδες νὰ ἐμποδίσουν τὸ λαὸ νὰ κάνει αὐτό πού θέλει» (δεινὸν εἶναι εἰ μή τις ἐάσει τὸν δῆμον πράττειν ὅ ἂν βούληται). Μάταια μερικὰ μέλη τοῦ προεδρείου, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Σωκράτης, συμφώνησαν καὶ διαμαρτυρήθηκαν γιὰ τὴν ἔκδοση ἀπὸφασης μὲ ψῆφο τῆς ἐκκλησίας· ὑποχώρησαν στίς ἀπειλές, ἐκτός ἀπὸ τὸν Σωκράτη· ἡ ἀπόφαση ἔγινε δεκτή, οἱ κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σὲ θάνατο, καὶ ὁδηγήθηκαν στόν τόπο τῆς ἐκτέλεσης. Ἀλλὰ λίγο ἀργοτερα οἱ Ἀθηναῖοι μετάνιωσαν: κατηγόρησαν μὲ ψήφισμα προβολῆς* αὐτοὺς πού ἐξαπάτησαν τὸ λαό, καὶ ὁ κύριος ἔνοχος πέθανε ἀπὸ πείνα, μισητὸς σὲ ὅλους. Ἡ ἑξαίρεση δείχνει ἐδῶ πόσο ὁ κανόνας ἦταν ἐπιτακτικός: τὸν 5ο αἰῶνα, ἡ λαϊκὴ κυριαρχία δὲν θέλει νὰ εἶναι αὐθαίρετη δύναμη, τυραννία. Ἡ δημοκρατία πρέπει νὰ στηρίζεται στὸ σεβασμὸ πρὸς τὸ νόμο.

Τὶ εἶναι λοιπὸν ὁ νόμος γιὰ τοὺς Ἕλληνες γενικά, καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς Ἀθηναίους τοῦ 5ου αἰώνα;

Ὅσο ἀντίθετες καὶ ἂν εἶναι οἱ πολιτικὲς ἀντιλήψεις τῶν ὀλιγαρχικῶν καὶ τῶν δημοκρατικῶν, εἶχαν τὴν ἴδια σχεδὸν ἰδέα γιὰ τὸ νόμο. Ὡστόσο, ὅταν ἐπιχειρεῖ κανεὶς νὰ ἀντιληφθεΐ πῶς ἦταν αὐτή ἡ ἰδέα τὴν κλασικὴ ἐποχή, μένει ἔκπληκτος μὲ τὴν παράξενη ἀντίφαση πού συναντᾶ. Ὁ νόμος παρουσιάζεται μὲ διπλή ὄψη: ἀπὸ τή μιά μεριὰ εἶναι κάτι τὸ ἱερὸ καὶ τὸ ἀμετακίνητο· ἀπὸ τὴν ἄλλη εἶναι ἔργο ἀνθρώπινο – κοσμικὸ θὰ λέγαμε -, καὶ ἑπομένως ὑπόκειται σὲ ἀλλαγές. Μὲ τὴν ἀνάλυση μπορεῖ κανεὶς νὰ διακρίνει αὐτές τις δύο ἀντιλήψεις, καὶ τότε φαίνονται ἀσυμβίβαστες· στὴν πραγματικότητα, συγχέονται λίγο πολὺ στὴν καθημερινὴ ἐφαρμογή.

Ἀπὸ τή μιά μεριὰ ἡ παλαιά θέμις τοῦ γένους πέρασε στή δικαιοσύνη τῆς πόλης μεταβάλλοντας τὶς πιὸ σεβαστὲς θέμιστες σὲ αὐτό πού ὀνόμαζαν θεσμούς. Αὐτὴ εἶναι ἡ λέξη πού δήλωνε παλαιοτέρα τοὺς βασικοὺς κανόνες τοῦ δημοσίου δικαίου. Αὐτοὶ οἱ κανόνες ἔχουν οὐσιαστικὰ θρησκευτικὸ χαρακτῆρα. Δὲν χωρίζουν ἀκόμη τὸ ἐγκόσμιο ἀπὸ τὸ ὑπερφυσικό. Μὲ τὸ νὰ εἶναι τελετουργικὲς ὑποχρεώσεις ὅσο καὶ νομικὲς διατάξεις, δὲν διαφέρουν σὲ τίποτε, ὅταν ἀσχολοῦνται μὲ τὴν περιουσία, μὲ τὸ γάμο, μὲ τὴν κληρονομία, μὲ τὰ ἐγκλήματα καὶ τὰ πταίσματα, μέ τις πολιτικὲς σχέσεις, ἤ ὅταν καθορίζουν τὸ τυπικὸ τῶν θυσιῶν, τὶς τιμὲς πού ὀφείλονται στοὺς νεκρούς, τοὺς τύπους τῶν προσευχῶν ἤ τῶν ὅρκων. Ἀπὸ ποῦ προέρχονται λοιπόν; Κανένας δὲν τὸ ξέρει, ἤ μᾶλλον ἁγνοοῦν τὸ χρόνο τῆς γέννησής τοὺς· δὲν ἀμφιβάλλουν ὡστόσο ὅτι ἔχουν τεθεῖ (θεσμὸς = τίθημι) ἀπὸ τοὺς θεοὺς γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Οἱ θέοι πού λατρεύονται στις οἰκογένειες, ἀλλὰ κυρίως ἡ μεγάλη πολιοῦχος θεότητα, τοὺς ἐμφύσησαν στοὺς ἀνθρώπους· καὶ οἱ πιὸ σεβαστοὶ ἀνάμεσά τους, αὐτοὶ πού γεννήθηκαν ἀπὸ τή γῆ συγχρόνως μὲ τὸ πρῶτο στάχυ σταριού, ἔχουν γιὰ δημιουργὸ τή Δήμητρα Θεσμοφόρο. Πέρασαν ἀπὸ αἰώνα σὲ αἰώνα μὲ τὴν προφορικὴ παραδοση, κληροδοτήθηκαν ἀπὸ πατέρα σὲ γιό μέσα στὰ γένη, μεταδόθηκαν ἀπὸ τὰ γένη στοὺς ἱερεῖς ἤ στοὺς ἄρχοντες τῆς πόλης, μεταβιβάστηκαν μέσα στὴν ἴδια τὴν πόλη ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους – ζωντανὰ ἀρχεῖα: τοὺς μνήμονες, τοὺς ἱερομνήμονες, τοὺς αἰσυμνῆτες. Εἶναι κείμενα πολὺ σύντομα καὶ ρυθμικὰ – ὥστε νὰ ἐντυπώνονται καλύτερα στή μνήμη -, πού ψάλλονται στον ἴδιο πάντοτε τόνο. Δέν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ αἰτιολογία, ἀφοῦ εἶναι θεῖες ἐντολὲς· δὲν ἀποκαλύπτουν τοὺς λόγους τους, ἀφοῦ ἐπιβάλλονται χάρη σὲ μιὰ ὑπερβατικὴ ἐξουσία. Ὅταν ὁ χρόνος τοὺς κάνει δυσνόητους, ἤ ἐπειδὴ εἶναι πολὺ ἀτελεῖς, χρειάζονται ἐξήγηση ἀπὸ εἰδικούς, οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν στὸ ἱερατεῖο. Τὸ πολὺ πολὺ οἱ ἄνθρωποι νιώθουν στὸ τέλος τὴν ἀνάγκη νὰ τοὺς κωδικοποιήσουν, δουλειά πού ἀναθέτουν στοὺς θεσμοθέτες. Ἀλλὰ ὁ ἱερὸς τους χαρακτήρας ἀπαγορεύει νὰ τοὺς ἀγγίξουν. Θὰ παραμείνει μιὰ ἀπαράβατη ἀρχή: ἀκόμη καὶ ὅταν οἱ νόμοι θὰ χειραφετηθοῦν ἀπὸ τὴν ἱερὴ κηδεμονία, θὰ ἐκδοθοῦν καινούριοι, ἀλλὰ δὲν θὰ καταργηθοῦν οἱ παλαιοί. Ἔτσι συμβαίνει ὥστε οἱ διάδικοι νὰ προτείνουν σὲ μιὰ δίκη κείμενα ἀσυμβιβαστα. Αὐτές οἱ παλαιὲς δοξασίες γιὰ τὴν ὑπερφυσικὴ δύναμη τῶν θεσμῶν μένουν ἰδιαίτερα προσηλωμένες στις κυρώσεις τοῦ ποινικοὺ δικαίου. Ὑπάρχουν διατυπώσεις φορτωμένες μὲ κατάρες, πού λέγονται ἀραί. Οἱ ποινὲς πού ἐπισείουν, κυρίως ἡ ἔξωση ἀπὸ τὴν κοινωνία, ἡ ἀτιμία, ἔχουν τέτοια δύναμη, πού ἐπιπίπτουν μόνες τους σὲ ὅποιον τὶς προκάλεσε: δὲν ὑπάρχει μάλιστα ἀνάγκη δίκης, γιὰ νὰ πέσει κανεὶς κάτω ἀπὸ τὰ χτυπήματα τῆς μαγικῆς τους δύναμης.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὑπάρχει ἔνας νόμος πού δὲν χρωστὰ τίποτε στὴν ἀποκάλυψη: αὐτὸς εἶναι πού λεγόταν ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους νόμος. Ἐδῶ ὅλα εἶναι ἀνθρώπινα. Ὁ νόμος γιὰ τὸν ὁποῖο προκεῖται ἔχει κύριο χαρακτηριστικὸ του τὸ ὅτι εἶναι γραπτός. Δὲν εἶναι πιὰ ἰδιωτικὴ περιουσία μερικῶν προνομιούχων πού τὸν κληρονόμησαν ἀπὸ τοὺς θεούς· εἶναι ἁπαλλαγμένος ἀπὸ κάθε ἴχνος μυστηρίου· εἶναι γνωστὸς σὲ ὅλους, ἀνήκει σὲ ὅλους. Αὐτὸς πού τὸν ἔκαμε βάζει τὸ ὄνομά του: ὅλοι ξέρουν πώς εἶναι τοῦ Σόλωνα, τοῦ Κλεισθένη, ἤ ὁποιουδήποτε ἁπλοῦ πολίτη. Καὶ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐνσωματωθεῖ στή νομοθεσία, ἐὰν δὲν τὸν ψήφιζε ὁ λαὸς· δὲν θὰ εἶχε τή συγκατάθεση τῆς πλειοψηφίας, ἐὰν δὲν εἶχε συλληφθεῖ χάριν τοῦ κοινοῦ συμφέροντος. Χρειάζεται λοιπὸν νὰ δώσει στον καθένα τὸ μερίδιό του στὰ δικαιώματα καὶ στὴν ὑπακοή. Ὁ νόμος εἶναι ἡ ὀργάνωση τῆς διανεμητικῆς δικαιοσύνης (νέμεσις), καὶ νὰ γιατὶ ὁ Ἀριστοτέλης διακηρύσσει ὅτι δὲν ὑπάρχει τάξη ἔξω ἀπὸ τὸ νόμο (ἡ γὰρ τάξις νόμος): Ὁ νόμος εἶναι ὁ μέσος ὅρος, τὸ κοινὸ μέτρο πού παρέχει τὸν μεγαλύτερο βαθμὸ ἰσότητας, ὁ ἀναίσθητος νόμος πού συγκρατεῖ τὰ ἀτομικά ἤ συλλογικὰ πάθη, ὁ κύριος πού ἀντιτὶθεται στις ὑπερβολὲς τῆς ἐλευθερίας. Ὁ κυρίαρχος νόμος εἶναι αὐτὸς πού κάνει νὰ βασιλέψει μαζὶ του ἡ λογική, ὁ νοῦς, ὁ λόγος. Ἔτσι, ἀκόμη καὶ ἐξιδανικευμένοι, οἱ νόμοι δὲν μποροῦν νὰ πάρουν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο παρὰ ὅ,τι καλύτερό ἔχει. Ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα εἶναι καλοὶ ἤ κακοὶ ἀνάλογα μὲ τὸ σύνταγμα, ἀνάλογα μὲ τὴν πόλη, καὶ παραμένουν ἀναγκαστικὰ ἐλλιπεῖς, πάντα ἀτελεῖς σὲ κάποιο σημεῖο. Δὲν ἔχουν καθόλου ἀπόλυτη ἀξία. Ἤδη ὁ Σόλωνας ἀπάντησε, ὅπως λένε, σὲ κάποιον πού τὸν ρώτησε ἐὰν νομίζε πώς ἔδωσε στοὺς Ἀθηναίους τοὺς καλύτερους νόμους: «Ὄχι, ἀλλὰ αὐτοὺς πού τοὺς ταιριάζουν καλύτερα». Οἱ ἀνθρώπινοι νόμοι δὲν εἶναι ἀλάθητοι καὶ συνεπὼς δὲν εἶναι αἰώνιοι, δὲν διαρκοῦν παρὰ ὄσο γίνονται δεκτοὶ ἀπὸ τή συνείδηση τοῦ λαοῦ: ἐὰν τὸ ἐθιμικό δίκαιο μεταβάλλεται σιωπηρὰ μὲ τὴν ἀνεπαίσθητη ἐξέλιξη τῶν ἠθῶν, ὁ γραπτὸς νόμος προσφέρεται σὲ ἀλλαγὴ κάθε φορὰ πού γίνεται αἰσθητή μιὰ τέτοια ἀνάγκη. Κατὰ βάθος ὁ νόμος εἶναι κάτι σχετικὸ καὶ συμβατικό: δικαιολογημένα λοιπὸν ἡ λέξη νόμος χρησιμεύει ἐπίσης γιὰ νὰ δηλώσει ἕνα μουσικὸ τρόπο καὶ κάθε νόμισμα πού κυκλοφορεῖ.

Ὅταν οἱ Ἕλληνες μιλούσαν γιὰ νόμους, δὲν ἔδιναν, ὅπως κάνουμε σήμερα, ξεχωριστὴ θέση στοὺς συνταγματικοὺς νόμους. Καμία πόλη δὲν εἶχε σύνταγμα γραμμένο σὲ ἕνα εἰδικὸ κείμενο· στή θέση του ὑπῆρχε ἕνα σύνολο ἀπὸ συνήθειες καὶ διατάξεις καταχωρισμένες σὲ διαφόρους νόμους, μὲ τοὺς ὁποίους ἐκδηλωνόταν «ἡ ψυχὴ τῆς πόλης». Εἶναι ἀλήθεια πώς ὁ Ἀριστοτέλης μιλᾶ συνεχῶς γιὰ σύνταγμα (πολιτεία)· ἀλλὰ μ’ αὐτό πρέπει νὰ ἐννοήσουμε τὸ καθεστὼς μιᾶς πόλης, τέτοιο πού προκύπτει ἀπὸ τὴν ὀργάνωση τῶν ἀρχῶν γενικά, καὶ τῆς ἀνώτατης ἀρχῆς εἰδικά, ἀπὸ τὴν κατανομὴ τῶν ἐξουσιῶν, ἀπὸ τὸ ἂν ἡ κυριαρχία ἀνήκει σὲ ὅλους τοὺς πολίτες ἤ σὲ μέρος τούς, ἀπὸ τὴν ἀπὸ-στολὴ πού ἀναθέτει ἡ κοινότητα τῶν πολιτῶν στόν ἑαυτὸ της. Αὐτό ἀρκεῖ, ἄλλωστε, γιὰ νὰ γίνει δυνατό, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ φιλοσόφου, νὰ διακριθεῖ τὸ σύνταγμα ἀπὸ τοὺς καθαυτὸ νόμους, μὲ τὸν ὄρο ὅτι θὰ γίνει δεκτό, σύμφωνα μὲ τή γνώμη τοῦ ἰδίου, ὅτι τὸ σύνταγμα εἶναι ἀντανάκλαση τῆς οὐσίας τῶν κοινῶν νόμων.

Ἀλλὰ οὔτε οἱ νόμοι σχηματίζουν ἕνα συστηματικὸ σύνολο, ἔναν κώδικα μὲ τή σημερινή σημασία τοῦ ὅρου. Κατασκευάστηκαν μέρα μὲ τή μέρα, τουλάχιστον ἀπὸ τὴν ἐποχὴ πού γιὰ πρώτη φορὰ κάποιος μεγάλος νομοθέτης, ἕνας Ζάλευκος, ἕνας Χαρώνδας, ἕνας Δράκων, ἕνας Πιττακός, ὑποχρεώθηκε νὰ καταγράψει τά ἔθιμα πού ὑπῆρχαν ἤ νὰ συντάξει καινούριες διατάξεις. Πρέπει ὡστόσο νὰ ταξινομηθοῦν ὅλα αὐτὰ τὰ κείμενα, μὲ τὸν ἕνα ἡ μὲ τὸν ἄλλο τρόπο. Αὐτή ἡ ἀπαραίτητη ταξινόμηση ἔγινε πάντα, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς μεγάλους νομοθέτες, ὄχι σύμφωνα μὲ μιὰ λογικὴ σύλληψη, ἀλλὰ μὲ σκοπὸ τὴν πρακτικὴ χρήση. Δὲν σκέφτηκαν παρὰ νὰ ἐφοδιάσουν κάθε ἀρχή μὲ τὰ νομικὰ κείμενα πού τῆς ἦταν ἀπαραίτητα. Ἐὰν αὐτές οἱ ταξινομήσεις μοιάζουν κάπως μὲ κάτι πού μας εἶναι γνώριμο, αὐτό εἶναι οἱ ὁδηγοὶ ἤ οἱ κανονισμοὶ πού χορηγοῦνται στοὺς δημοσίους ὑπαλλήλους, ἀνάλογα μὲ τὴν ἀρμοδιότητά τους. Ὁ Ἀριστοτέλης τὸ λέει μὲ ὅλη τὴν ἐπιθυμητὴ ἀκρίβεια: «Οἱ νόμοι, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς συνταγματικὲς ἀρχές πού ἐκφράζουν, εἶναι κανόνες πρὸς χρήση τῶν ἀρχόντων, γιὰ νὰ ἀσκοῦν τὴν ἐξουσία καὶ νὰ καταστέλλουν κάθε ἀπόπειρα ἐναντίον τῶν νόμων». Τὰ παραδείγματα δὲν λείπουν. Οἱ Ἀθηναῖοι ὀνόμαζαν ἔναν ὁρισμένο ἀριθμὸ μεμονωμένων νόμων σύμφωνα μὲ τὸ περιεχόμενό τους: νόμος γιὰ τὴν τριηραρχία (τριηραρχικὸς νόμος), νόμος γιὰ τὴν «εἰσαγγελία» (εἰσαγγελτικος νόμος), νόμος γιὰ τὰ μεταλλεία (μεταλλικὸς νόμος), νόμοι γιὰ τοὺς φόρους (τελωνικοι νόμοι), νόμοι γιὰ τὸ ἐμπόριο (ἐμπορικοὶ νόμοι). Γενικά, ὅταν οἱ νόμοι κατατάσσονται, παίρνουν τὴν ἐπωνυμία τῶν ἀρχόντων ἤ τῶν δικαστηρίων πού ἔχουν ἐπιφορτισθεῖ μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τους. Κατὰ τὴν ἐτήσια συνεδρίαση ὅπου καλεῖται ὁ λαὸς νὰ ἀπαντήσει στὸ πρόβλημα ἐὰν οἱ ἰσχύοντες νόμοι πρέπει νὰ διατηρηθοῦν ἤ νὰ ἀλλάξουν, γίνεται σχετικὴ ψηφοφορία, διαδοχικὰ γιὰ τοὺς νόμους πού ἔχουν σχέση μὲ τή βουλή (βουλευτικοί), τοὺς νόμους πού εἶναι κοινοὶ σὲ διάφορα ἀξιώματα (κοινοί), τοὺς νόμους πού ἐνδιαφερουν τοὺς ἐννέα ἄρχοντες, τέλος αὐτοὺς πού ἔχουν σχέση μὲ ἄλλες ἐξουσίες. Ὑπῆρχε ἀκόμη εἰδικὸς νόμος γιὰ τὸν Ἄρειο Πάγο, ἄλλος γιὰ τοὺς δημοσίους διαιτητές, ἄλλος γιὰ τὸ βασιλέα, ἄλλος γιὰ τοὺς ταμίες, ἄλλος γιὰ τὸν ἄρχοντα, πού περιλάμβανε διατάγματα τόσο ἀνόμοια ὄσο καὶ οἱ ἀρμοδιότητες αὐτοῦ τοῦ ἄρχοντα. Τὰ ἴδια καὶ ἀλλοῦ, ἀπὸ τὴν Κέρκυρα, πού ἔχει ἕνα νόμο γιὰ τὸν ἀγωνοθέτη, ὡς τή Μαγνησία, πού ἔχει νόμο γιὰ τὸν πολέμαρχο, καὶ τή Μίλητο, πού ἔχει νόμο γιὰ τοὺς ἀγορανόμους καὶ τοὺς παιδονόμους. Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ στὸ βασίλειο τῆς Περγάμου, ὅπου βρέθηκε ἔνας νόμος γιὰ τοὺς ἀστυνόμους πού ἐνέπνευσε τοὺς ἀγορανομικοὺς κανονισμοὺς τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους, καὶ στὴν Αἴγυπτο τῶν Ἀντωνίνων, ὅπου ἔνας πάπυρος μᾶς ἔκαμε γνωστὸ τὸν γνώμονα τοῦ ἰδίου λόγου.

Ὡστόσο, σ’ αὐτοὺς τοὺς διαφορετικῆς προέλευσης νόμους, σ’ αὐτὰ τὰ παραγγέλματα τὰ σκορπισμένα μέσα σὲ κανονισμοὺς καθαρὰ πρακτικούς, οἱ Ἕλληνες ἀπέδιδαν τὴν ἰδέα τοῦ ἠθικοῦ μεγαλείου, τῆς ὑπερανθρώπης αὐθεντίας, καταλοιπο ἀπὸ τὶς θὲμιστες τῶν περασμένων αἰώνων. Αὐτοὶ κανόνιζαν ὅλη τή ζωή τῆς κοινότητας καὶ τῶν ἰδιωτῶν ἦταν ὁ ἠθικὸς δεσμός, ἡ ζωτικὴ ἀρχή ἑνὸς λαοῦ. Ἐκεῖ ὀφείλεται τὸ ὅτι αὐτὸς ὁ κυκεὼν ἐνέπνεε θρησκευτικὸ σεβασμό. Ὁ Ἡράκλειτος, ὁ πρῶτος φυσικὸς τῆς Ἰωνίας πού χρησιμοποίησε τή διαλεκτική γιὰ τή μελέτη ἠθικῶν προβλημάτων, ἀποδίδει στὸ νόμο θεία καταγωγή, πρὶν νὰ κάμει αὐτὴ τή δήλωση πού ἐμφορεῖται ἀπὸ συνείδηση καθηκόντων τοῦ πολίτη πιὸ δυνατὴ ἀπὸ ἐκείνη πού εἶχαν συνήθως οἱ Ἴωνες: «Ὁ λαὸς πρέπει νὰ ἀγωνιστεῖ γιὰ τὸ νόμο ὅπως γιὰ τὸ τεῖχος τῆς πόλης». Ὅλα αὐτὰ πού οἱ Ἕλληνες σκέφτηκάν ποτέ γιὰ τὸ νόμο, ἀπὸ τὶς πιὸ παλαιὲς δοξασίες καὶ τὶς πιὸ καινούριες ἀντιλήψεις ὡς τή διάκριση φύσης-νόμων, τὴν ὁποία ἔκαμαν οἱ σοφιστὲς καὶ πού αὐτή τή φορά στράφηκε ἐναντίον τους, ὅλα αὐτὰ βρίσκονται ἀνακατεμένα, ὄχι χωρὶς ἀντιφάσεις, ἀλλὰ καὶ σὲ ὑψηλὸ τόνο, σὲ ἕνα ἀπόσπασμα πού ἀποδίδουν στον Δημοσθένη:

«Ὅλη ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, εἴτε κατοικοῦν σὲ μιὰ μεγάλη πόλη εἴτε σὲ μιὰ μικρή, διοικεῖται ἀπὸ τή φύση καὶ ἀπὸ τοὺς νόμους. Ἐνῶ ἡ φύση εἶναι χωρὶς κανόνα καὶ μεταβλητὴ ἀνάλογα μὲ τὰ ἄτομα, οἱ νόμοι εἶναι ἕνα πράγμα κοινὸ γιὰ ὅλους καὶ δοσμένο σὲ ὅλους χωρὶς διαφορές… Οἱ νόμοι ἐπιθυμοῦν καὶ ἀναζητοῦν τὸ δίκαιο, τὸ ὡραῖο καὶ τὸ χρήσιμο. Ὅταν τὸ ἀνακαλύψουν, τὸ καθιστοῦν γενικὴ διάταξη, ἴδια καὶ ὁμοιόμορφη γιὰ ὅλους· αὐτό εἶναι πού ὀνομάζεται νόμος. Ὅλοι τοῦ ὀφείλουν ὑπακοὴ γιὰ πολλοὺς λόγους καὶ γιατὶ κάθε νόμος εἶναι εὔρημα καὶ δῶρο τῶν θεῶν, καὶ συγχρόνως ἐντολὴ σοφῶν ἀνθρώπων καὶ κοινὸ συμβόλαιο μιᾶς πόλης, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ζοῦν ὅλοι μέσα στὴν πόλη».

Ἀλλὰ τὴν πιὸ ὑψηλὴ ἰδέα πού ἔνας Ἕλληνας συνέλαβε γιὰ τοὺς ἀνθρωπίνους νόμους, σχεδὸν θεοποιημένους, τή βρίσκουμε στὴν περιφήμη προσωποποίησή τους ἀπὸ τὸν Σωκράτη, στον πλατωνικὸ διαλογο Κρίτων. Ἀκόμη καὶ χωρὶς τὸ μεγαλεῖο πού προσλαμβάνει ἀπὸ τή δραματική μορφή τοῦ Σωκράτη, αὐτό τὸ κόμματι εἶναι πολὺ ἐνδιαφέρον, γιατὶ μᾶς κάνει νὰ γνωρίσουμε τὸ σεβασμὸ πού ἕνα ὑψηλό πνεῦμα νομίζει ὅτι ὀφείλει ἀκόμη καὶ σὲ νόμους τοὺς ὁποίους ἔκρινε κακούς. Αὐτὸς πού παραβαίνει τὸ νόμο καταστρέφει ὅλη τὴν πόλη, ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπ’ αὐτόν. Τὸ κράτος δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει, ὅταν οἱ δικαστικὲς ἀποφάσεις δέν ἔχουν ἰσχύ, ὅταν οἱ ἰδιῶτες μποροῦν νὰ ξεφεύγουν ἀπὸ αὐτές. Πρέπει νά τίς δεχόμαστε, ἀκόμη καὶ ὅταν εἶναι ἄδικες. Ὁ πολίτης ὀφείλει ὑπακοὴ στοὺς νόμους, ὑπακούοντας σὲ μιὰ ἀπαραβάτη συμφωνία. Εἶναι ὀφειλέτης στοὺς νόμους καὶ στὸ κράτος γιὰ τή γεννήσή του καὶ γιὰ τὴν ἀγωγή του. Γεννημένος, ἀναθρεμμένος, μεγαλωμένος μὲ τοὺς νόμους, εἶναι δοῦλος τους· δὲν ἔχει ἐπάνω τους τὰ ἴδια δικαιώματα πού ἐκεῖνοι ἔχουν πάνω σ’ αὐτόν. Ὅπως στοὺς γονεῖς καὶ στοὺς δασκάλους του, δὲν μπορεῖ οὔτε στοὺς νόμους οὔτε στὴν πατρίδα του νὰ ἀποδώσει προσβολὴ ἀντὶ προσβολῆς καὶ ὀφθαλμὸ ἀντὶ ὀφθαλμοῦ. Ἡ πατρίδα εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ μητέρα· ὅλα πρέπει κανεὶς νὰ τὰ ὑπομένει ἀπὸ αὐτήν. Τὸ καθῆκον εἶναι νὰ ἐκτελεῖ κανεὶς τὶς διαταγὲς της, ἐκτός ἐὰν τὴν κάμει νὰ ἀλλάξει ἰδέα μὲ νόμιμα μέσα. Καθένας εἶναι ἐλεύθερος, ἀφοῦ ἀπέκτησε πολιτικὰ δικαιώματα, νὰ τὰ ἀρνηθεῖ καὶ νὰ ἐγκαταλείψει τή χώρα μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ἀγαθά του· ἀλλὰ ὅποιος μένει, ἀναλαμβάνει συνειδητὰ τὴν ὑποχρέωση νὰ ὑπακούει στοὺς νόμους.

Κοντολογίς, ἡ ἀθηναϊκή δημοκρατία τοῦ 5ου αἰώνα παρουσιάζεται ὡς ἄσκηση τῆς κρατικῆς κυριαρχίας ἀπὸ ἐλευθέρους καὶ ἰσοτίμους πολίτες, ὑπὸ τὴν αἰγίδα τοῦ νόμου. Ὁ νόμος ὁ ὁποῖος προστατεύει τοὺς πολίτες, τοὺς μὲν ἀπὸ τοὺς δέ, ὑπερασπίζει ἐπίσης τὰ δικαιώματα τῶν ἀτόμων ἀπὸ τή δύναμη τοῦ κράτους, καὶ τὰ συμφέροντα τοῦ κράτους ἀπὸ τὶς ὑπερβολὲς τοῦ ἀτομι-κισμοῦ. Πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 5ου αἰώνα, ἡ ἐλευθερία δὲν φαίνεται νὰ ἔχει ἐκφυλιστεῖ σὲ ἀναρχία ἡ σὲ ἀπειθαρχία. Ὅσο γιὰ τὸ αἴσθημα τῆς ἰσότητας, δὲν εἶχε φτάσει ὡς τὴν ἄρνηση τῆς πνευματικῆς ἀνωτερότητας. Βρισκόμαστε σὲ μιὰ πόλη ὅπου ὁ Ἀναξαγόρας, φίλος τοῦ Περικλῆ, διαδίδει τὴν ἰδέα ὅτι ὁ νοῦς, «πρᾶγμα ἄπειρο καὶ κύριος ἀπόλυτος», δίνει κίνηση σὲ ἕνα σημεῖο, καὶ αὐτό ἐπεκτείνεται πρὸς τὰ ἐμπρός, ὅλο καὶ πιὸ πολὺ πρὸς τὰ ἐμπρός. Αὐτή ἡ σύλληψη παίρνει πολιτικὸ νόημα: γιὰ νὰ μπορέσει ἡ Ἑλλάδα νὰ κυβερνήσει τοὺς βαρβάρους, ὅπως τὸ ὀφείλει, πρέπει μιὰ πόλη νὰ πάρει τὴν ἀρχηγία ὅλων τῶν ἄλλων πόλεων, καὶ μέσα σ’ αὐτὴ τὴν πόλη ἔνας ἄνδρας νὰ τεθεῖ ἐπικεφαλῆς τοῦ λαοῦ. Ἡ ἀθηναϊκὴ δημοκρατία, γιὰ νὰ ἀνταποκριθεΐ στὴν ἀποστολὴ της ὑποτάσσεται στὴν ἠθικὴ δικτατορία τῆς μεγαλοφυίας.
----------------
* Προβολὴ = διαδικασία κατὰ τὴν ὁποία ἀποφαινόταν ὁ δῆμος πρὶν ἀπὸ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς ὑπόθεσης σὲ κανονικὰ δικαστήρια. Εἶχε ἐφαρμογὴ σὲ περιπτώσεις ζημίας (καὶ ἠθικῆς) τοῦ δημοσίου, ἤ δημοσίων λειτουργῶν, καθὼς καὶ σὲ περιπτώσεις συκοφαντίας.