Παρασκευή 3 Μαρτίου 2023

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια 12. Το κλέος

12.2.4. Το κλέος ἄφθιτον του Αχιλλέα


Επιφανείς ήρωες της Ιλιάδας, όπως ο Σαρπηδόνας (Μ 310-328), θεωρούν αδιανόητη τη διάζευξη του ρόλου των ηγεμόνων από τον ρόλο των προμάχων. Οι ηγεμόνες, προκειμένου να απολαύσουν τις πλουσιοπάροχες τιμές τους σαν να είναι θεοί αλλά και για να επιτρέψουν στους υπηκόους τους να λένε ότι δεν κυβερνούν ἀκλεεῖς τη χώρα τους (Μ 318), οφείλουν, αρνούμενοι την υπόθεση ότι είναι αγέραστοι και αθάνατοι όπως οι ολύμπιοι, να μάχονται στην πρώτη γραμμή της μάχης, με συνείδηση για τον αναπόδραστό τους θάνατο. Ενόψει αυτής της παράδοξης πραγματικότητας, η διατήρηση της τιμής και της εγκωμιαστικής φήμης των ηρώων εξαρτάται από το εὖχος: από το αν θα σκοτώσουν ή θα σκοτωθούν στο πεδίο της μάχης (πρβ. Μ 305-306). Ο γιος του Δία, ο Σαρπηδόνας, επάξια κερδίζει το κλέος του με τύμβο και στήλη (Π 457 = 675), γυρίζοντας νεκρός στην πατρίδα του Λυκία.

Η ιλιαδική αυτή νόρμα αξιών προβληματοποιείται και δραματοποιείται με το κλέος του Αχιλλέα, που αντιπροσωπεύει όχι μόνο τις απαιτήσεις αλλά και τις αντιφάσεις της ηρωικής ζωής. Ο χολωμένος γιος της Θέτιδας, σε μια κρίση αυτοσυνειδησίας στη σκηνή της «Πρεσβείας», αντιδρώντας στην πρόταση του Οδυσσέα να επιστρέψει στη μάχη ενόψει τιμών και κύδους, αναφέρεται στη διπλή του μοίρα, όπως, λέει, του την είπε κάποτε η μητέρα του (I 412-416):

Αν μένοντας εδώ πολεμώ γύρω από την πόλη των Τρώων, είναι χαμένος για μένα ο γυρισμός [νόστος], η δόξα μου όμως θα είναι αθάνατη [κλέος ἄφθιτον ἔσται]. Αν πάλι γυρίσω στο σπίτι μου στην αγαπημένη μου πατρική γη, είναι χαμένη για μένα η μεγάλη δόξα [κλέος ἐσθλόν], θα ζήσω όμως πολλά χρόνια, και ούτε που θα με βρει γρήγορα το τέλος του θανάτου.

Το δίλημμα του Αχιλλέα εμφανίζεται κατ᾽ αρχάς ως παράδοξο, δεδομένου» ότι είναι ο μόνος ήρωας στην Ιλιάδα που γνωρίζει ότι είναι «ολιγόζωος» (μινυνθάδιος, ὠκύμορος), ότι δεν πρόκειται να ζήσει για πολύ. Η Θέτιδα στην Ιλιάδα δεν του θέτει παρόμοιο δίλημμα, προλέγει όμως τον επικείμενο θάνατό του (Σ 95-96). Ωστόσο, ο ήρωας σ᾽ αυτό το σημείο της ιλιαδικής αφήγησης, βυθισμένος στον εγωκεντρικό του θυμό για την προσβολή της τιμής του από τον Αγαμέμνονα, βρίσκεται κατά κάποιον τρόπο έξω από τη νόρμα της ηρωικής ηθικής, που θέλει την τιμή και το κλέος να εξαρτώνται από το εὖχος. Ο οργισμένος ήρωας, αρνούμενος να δεχθεί οποιονδήποτε συμβιβασμό με τον βασιλιά των Αχαιών, απειλεί να επιστρέψει στη Φθία, γιατί, όπως έχει ήδη δηλώσει: «τίποτε δεν αξίζει όσο η ζωή» του (I 401). Εξ αποτελέσματος ωστόσο το δίλημμα για κλέος δίχως νόστο ή για νόστο χωρίς κλέος δηλώνεται από τον Αχιλλέα στον Οδυσσέα, για να επιτονιστεί με τραγικό τρόπο το αναπόφευκτο της πρώτης επιλογής.

Με τον εξαιρετικό χαρακτήρα του κλέους του Αχιλλέα συνδέεται το επίθετο ἄφθιτον («που δεν φθίνει, δεν μαραίνεται και δεν αποσυντίθεται»), λέξη που μόνον εδώ εμφανίζεται να συνοδεύει το κλέος. Η ρίζα (*φθι-) του επιθέτου (από το ρήμα φθίω/φθίνω, φθινύθω) παραπέμπει στον μαρασμό των φυτών, με τον οποίο συγκρίνεται η φυσική απόληξη της ζωής των ανθρώπων. Όπως λέει ο Απόλλωνας, σε αντίθεση προς τους θεούς, οι θνητοί (Φ 464-466):

σαν τα φύλλα κι αυτοί άλλοτε τρώνε τον καρπό της γης και είναι όλο φλόγα, και άλλοτε πεθαίνουν [φθινύθουσιν] χωρίς πνοή.

Το επίθετο ἄφθιτον αναιρεί τη φυσική διαδικασία (της άνθισης και του μαρασμού των φυτών)· κατ᾽ επέκταση, τον φυσικό κύκλο της ζωής των θνητών (της γέννησης και του θανάτου τους, πρβ. Ζ 145-149).

Μέχρι σήμερα δεν έχει συμφωνηθεί αν η έκφραση κλέος ἄφθιτον είναι μια γενική λογοτυπική έκφραση -κληρονομιά της ινδοευρωπαϊκής ηρωικής ποίησης- οπότε το ἄφθιτον κοσμεί απλώς το κλέος (ως αθάνατη δόξα)· ή αν η έκφραση είναι επινόηση του ποιητή, οπότε το ἄφθιτον προσδιορίζει με κατηγορηματικό τρόπο το κλέος (ως δόξα που θα μείνει αιώνια). Πάντως, το ἄφθιτον ἔσται είναι μετρικά ισοδύναμη έκφραση με αντίστοιχες εκφράσεις που αναφέρονται είτε στην έκταση του κλέους, στο πλαίσιο του παρόντος (κλέος οὐρανὸν ἵκει «που έχει φτάσει ως τον ουρανό», Θ 192, ι 20), είτε στη μελλοντική του διάρκεια (κλέος οὐ ποτ᾽ ὀλεῖται «που δεν θα χαθεί ποτέ», Β 325, Η 91, ω 196). Στη σημασιολογική συγγένεια της έκφρασης ἄφθιτον ἔσται με το οὐ ποτ᾽ ὀλεῖται εντοπίζεται η εξής ποιοτική διαφορά: το ἄφθιτον κοσμεί και άλλες λέξεις, εκτός από το κλέος, ενώ η περίφραση οὐ ποτ᾽ ὀλεῖται αναφέρεται μόνο στη δόξα που δεν θα χαθεί ποτέ.

Στην επική παράδοση οι λέξεις που περιγράφονται με το ἄφθιτον έχουν κοινό τους παρονομαστή το αστείρευτο ρεύμα του νερού, τη φωτιά, το σπέρμα ή το φυτικό απόσταγμα, όπως το κρασί. Στον βαθμό που και οι θεοί αναπαριστούν αυτές τις ουσίες/ιδιότητες, μπορεί να κατέχουν τον χαρακτηρισμό ἄφθιτον, όπως και τα αντικείμενα ή οι ιδιότητες που έχουν κατασκευάσει και τους ανήκουν: ἄφθιτον αἰεί, για παράδειγμα, είναι το σκήπτρο του Αγαμέμνονα (Β 46, 186) που έχει κατασκευάσει, μαζί με τα ἄμβροτα όπλα του Αχιλλέα, ο Ήφαιστος, ενώ ἄφθιτα μήδεα ονομάζονται οι ακατάλυτες βουλές του Δία (Ω 88).

Ο ποιητής έτσι έχει φροντίσει να δώσει εξαιρετική σημασία στο κλέος του Αχιλλέα, συνδέοντάς το με τον χώρο των θεών. Σ᾽ αυτό τον χώρο πρόκειται να ενταχθεί ο ήρωας, επιλέγοντας να πεθάνει στην Τροία για να κερδίσει κλέος ἄφθιτον. Σύμφωνα μάλιστα με τη μεθομηρική Αιθιοπίδα, που αποδίδεται στον Αρκτίνο, η Θέτιδα άρπαξε τον γιο της από τη νεκρική πυρά και τον μετέφερε στη Λευκὴν νῆσον, κατά κάποιον τρόπο αποθεώνοντάς τον. Στο ιλιαδικό έπος όμως αυτή η αναφορά που υμνεί τη θνητότητα των ηρώων αποσιωπάται. Ο Αχιλλέας στην Ιλιάδα, όπως ένα λουλούδι, θα μαραθεί πάνω στη νιότη του (ἥβης ἄνθος, Ν 384), όμως το κλέος του δεν θα πέσει, επειδή δεν είναι προϊόν της φύσης αλλά της επικής αοιδής.

Εξάλλου, τον Αχιλλέα απασχολεί η επιβίωση της δόξας του μέσα στο επικό τραγούδι, ώστε και αυτός να γίνει αοίδιμος από τις μέλλουσες γενιές, όπως η Ελένη (Ζ 357-358). Στην αρχή της «Πρεσβείας» οι αχαιοί απεσταλμένοι βρίσκουν τον ήρωα, με τη σιωπηλή συντροφιά του Πατρόκλου, να τέρπεται με τη φόρμιγγά του - λάφυρο από την άλωση της πόλης του Ηετίωνα, πατέρα της Ανδρομάχης (I 189-191):

Μ᾽ αυτήν εκείνος εύφραινε την ψυχή του και τραγουδούσε παλληκαριές αντρών [κλέα ἀνδρῶν]. Μονάχα ο Πάτροκλος καθόταν αντίκρυ του σωπαίνοντας και περίμενε πότε θα πάψει να τραγουδά ο εγγονός του Αιακού.

Με την εξαίρεση της Ελένης, που συστήνεται σαν να παίρνει τη σκυτάλη από τον ποιητή υφαίνοντας στον ιστό της τον πόλεμο Αχαιών και Τρώων (Γ 126-128), ο Αχιλλέας είναι ο μοναδικός ήρωας στην Ιλιάδα που, σαν ποιητής του εαυτού του, εμφανίζεται να ψάλλει κλέα ἀνδρῶν. Αν και πιθανολογείται ότι τα αοίδιμα κλέα συνδέονται με το κατόρθωμα της άλωσης της πόλης του πατέρα της Ανδρομάχης (πρβ. Ζ 395-397, 414-429) συνιστώντας ένα είδος μικρόκοσμου ως προς το θέμα της Ιλιάδας, το περιεχόμενο του τραγουδιού του ήρωα μένει αδήλωτο. Έχει ιδιαίτερη πάντως σημασία ότι εδώ ο Αχιλλέας, λίγο πριν παρατήσει τη φόρμιγγά του για να πιάσει τα όπλα, με μοναδικό και σιωπηλό ακροατή τον Πάτροκλο, ευφραίνεται με το βασικό θέμα, με το οποίο ο ποιητής τέρπει τους ακροατές του. Ο ποιητής έτσι παρουσιάζει λίγο πολύ ως ομότεχνό του τον κεντρικό ήρωα του έπους του.

Και ο Έκτορας ωστόσο κερδίζει αθάνατο κλέος, το οποίο θα συντηρείται και θα διαιωνίζεται με το σῆμα του. Όμως, το κλέος του τρωαδίτη ήρωα προϋποθέτει τον θάνατό του στην Ιλιάδα. Αντίθετα, ο θάνατος του «ολιγόζωου» Αχιλλέα, αν και από την αρχή του έπους προεξαγγέλλεται, διαρκώς αναβάλλεται και δεν εμφανίζεται, μετακινούμενος έξω από τη δράση του ιλιαδικού έπους. Εξάλλου, το κλέος του Αχιλλέα εμφανίζεται κάπως ασφαλέστερο από του Έκτορα. Τα μνημεία, όπως προβλέπεται τουλάχιστον για το ένδοξο τείχος των Αχαιών (Η 451, Μ 17-30), μπορεί μετά το τέλος του τρωικού πολέμου να γκρεμιστούν, για να τα θυμούνται οι μέλλουσες γενιές μόνο μέσα από την επική αοιδή.

Άλλοι ιλιαδικοί ήρωες, όπως ο Σαρπηδόνας και ο Έκτορας, οδηγούνται στο κλέος ενόψει τιμών και της αἰδοῦς, υπερασπιζόμενοι τον λαό και την πόλη τους. Ο Αχιλλέας θα κερδίσει ἄφθιτον κλέος με διαφορετικό τρόπο. Αρνούμενος τιμές, δώρα και φιλότητα, επιστρέφει στη μάχη, για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, την προσβεβλημένη δική του τιμή, και για να εκδικηθεί τον θάνατο του φίλου του Πατρόκλου. Η μῆνις καθήλωσε τον ήρωα στην αποχή του από τον πόλεμο, στερώντας του το ορθόδοξο κλέος που διεκδικούν άλλοι επιφανείς ήρωες. Την ίδια όμως στιγμή, εξαιτίας ακριβώς της πολεμικής του αδράνειας, ο ήρωας θα μείνει για να πεθάνει στην Τροία κερδίζοντας αιώνια δόξα. Και το κλειδί, το εξιλαστήριο θύμα, για τον ένδοξο θάνατο του ήρωα στην Ιλιάδα είναι ο σιωπηλός ακροατής της αοιδής του, ο Πάτροκλος. Ο θάνατος του αγαπημένου εταίρου από τον Έκτορα φέρνει τον Αχιλλέα στη μάχη και τον βάζει στην τροχιά του δικού του θανάτου (Σ 95-96). Από απόσταση ο θάνατος του Πατρόκλου είναι κλέος ἐσθλόν (Ψ 280). Από κοντά ωστόσο η απώλειά του μεταφράζεται σε ἄχος (Σ 22) και πένθος (Σ 73, πρβ. Ψ 283), που οδηγεί τον Αχιλλέα στην κατάκτηση του δικού του κλέους (Σ 121):

Τώρα όμως θα ήθελα να πάρω δόξα μεγάλη [κλέος ἐσθλόν].

Στη ζωή στο τέλος κερδίζει ο λιγότερο εγωιστής

Τον έλεγαν Εγωιστή και ήθελε πάντα να κερδίζει. Ήταν κάτι σαν θέμα τιμής για εκείνον. Στις διαφωνίες επεδίωκε να έχει τον τελευταίο λόγο. Τότε μονάχα ένιωθε πως μπορούσε να αποχωρεί με το κεφάλι ψηλά.

Δεν ζητούσε συγνώμη. Ακόμη και αν μια φωνή μέσα του του ψιθύριζε πως η αλήθεια δεν ήταν ολοκληρωτικά με το μέρος του, εκείνος φρόντιζε να την καταπνίγει και να προχωρά.

Τους διπλωματικούς ελιγμούς τους αντιπαθούσε. «Είναι αυτό που είναι» έλεγε πατώντας πεισματικά τα πόδια του στο έδαφος. «Δεν θα αλλάξω για κανέναν» διατεινόταν όταν το περιβάλλον του του συνιστούσε να βάλει λιγάκι νερό στο κρασί του.

Και κάπως έτσι ο καιρός κυλούσε. Δεν ήξερε αν ένιωθε ευτυχισμένος όμως γνώριζε καλά πως οι γύρω του δεν τον λογάριαζαν για κορόιδο και αυτό τουλάχιστον του ήταν αρκετό.

Μια νύχτα ύπνος δεν του κολλούσε. Γιόρταζε τα γενέθλια των τριάντα του χρόνων και ήδη μετρούσε σοβαρές απώλειες στις σχέσεις του: Η σύντροφος του τον είχε πρόσφατα εγκαταλείψει και δυο μακροχρόνιες φιλίες του είχαν για τα καλά κλονιστεί.

«Εάν δεν απολογηθούν για τη συμπεριφορά τους, θα τους διαγράψω οριστικά από τη ζωή μου» σκεφτόταν με θυμό ο Εγωιστής, τριγυρνώντας στους δρόμους της γειτονιάς του.

Κάθισε κάποτε σε ένα παγκάκι, να πάρει μια ανάσα. Ύστερα από λίγα λεπτά ένα περίεργος τύπος με πολύχρωμα ρούχα και καστανόξανθες μπούκλες τον πλησίασε. Δεν μπορούσε να υπολογίσει την ηλικία του. Είχε το παρουσιαστικό σχεδόν έφηβου και το μεστό βλέμμα υπερήλικα.

«Τι έγινε φίλε, έπεσαν τα καράβια σου έξω;» τον ρώτησε χαρίζοντας του το πηγαίο του χαμόγελο.

«Πες το και έτσι» του απάντησε ανόρεχτα ο ήρωας της ιστορίας μας.

«Χμ, ξέρεις όταν τα καράβια μας πέφτουν έξω μπορούμε απλώς να βουτήξουμε στη θάλασσα» σχολίασε ο αλλόκοτος τύπος.

Ο Εγωιστής τον κοίταξε ενοχλημένος.

«Εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν» αποκρίθηκε σαρκαστικά.

Ο άγνωστος άντρας γέλασε.

«Τι κερδίζεις με την αμετακίνητη στάση σου;» τον ξάφνιασε.

«Τι κερδίζω; Το δίκιο μου φυσικά, που δεν το διαπραγματεύομαι με κανέναν» απάντησε γεμάτος σιγουριά ο Εγωιστής.

«Μα ούτως ή άλλως δεν χρειάζεται να το διαπραγματευτείς. Βλέπεις, το καλό με το δίκιο είναι πως δεν συνιστά κάποιο μαθηματικό θεώρημα που απαιτεί την απόδειξή του προκειμένου να υπάρξει. Μην αναζητάς λοιπόν τις συγνώμες. Μονάχα ο ανασφαλής ψυχαναγκαστικά λαχταρά την ταπείνωση των γύρω του για να ορθώσει το κεφάλι του ψηλά. Ο σοφός όμως καλά το γνωρίζει πως ο καθένας ενεργεί σύμφωνα με τα όρια των δυνατοτήτων του».

«Και να τους αφήσω να τη σκαπουλάρουν έτσι;» αγανάκτησε ο Εγωιστής.

«Κανείς δεν την σκαπουλάρει από τη ζωή, φίλε μου. Θα εισπράξουμε τα κέρδη και θα πληρώσουμε για τις ζημιές, σε διαβεβαιώ. Και νικητής θα αναδειχθεί εκείνος που είδε και έμαθε, που παρατήρησε με γυμνό από μηχανισμούς άμυνας βλέμμα τα τρωτά του σημεία και γενναία τα επεξεργάστηκε, που ζήτησε τις συγνώμες του και δέχτηκε να συναντήσει τους ανθρώπους στα μισά της διαδρομής».

«Γιατί μου τα λες όλα αυτά;» απόρησε ο ήρωας της ιστορίας μας.

«Ίσως γιατί κάποτε βρισκόμουν και εγώ στη θέση που τώρα σε ανταμώνω. Και πιθανότατα επειδή επιθυμώ να σε προλάβω προτού ο χρόνος σε προσπεράσει, πολύτιμοι φίλοι σου πουν το αντίο και ο αληθινός έρωτας απογοητευμένος σου γυρίσει για πάντα την πλάτη. Στο τέλος κερδίζει ο λιγότερο εγωιστής, να το θυμάσαι. Αυτός που ερμήνευσε την ανθρώπινη ψυχή ως έναν πίνακα τέχνης γεμάτο χρώματα, που αφουγκράστηκε την ελπίδα και κατανόησε τον φόβο. Μην κλαις λοιπόν για όσα καράβια σου έπεσαν έξω. Αντίθετα, να τα ευγνωμονείς, καθώς χάρη σε αυτά είχες την ευκαιρία να μάθεις κολύμπι. Βούτα στη θάλασσα χωρίς να λες «είμαι αυτός που είμαι». Ό,τι είσαι κάθε δευτερόλεπτο αλλάζει και εξελίσσεται στο φωτεινότερο που θα γίνεις. Άλλωστε τι πιο μαγικό υπάρχει από έναν άνθρωπο που μετουσιώνει τις εμπειρίες του σε πρόοδο;» του ψιθύρισε ο παράξενος τύπος και έπειτα μυστηριωδώς εξαφανίστηκε.

Στα χέρια του ο Εγωιστής κρατούσε τώρα μονάχα έναν πολύχρωμο κύβο.

Γιατί στη ζωή στο τέλος πράγματι θα επικρατήσει ο λιγότερο εγωιστής. Εκείνος που είδε τους ανθρώπους ως ένα συνονθύλευμα χρωμάτων και ως ένα άθροισμα τραυμάτων και θαυμάτων, που δεν απαίτησε μια συγνώμη απλώς για να επιβεβαιώσει τη ναρκισσιστική του ανάγκη για δικαίωση αλλά καλά κατανόησε πως το δίκιο κατοικεί αιωνίως στην καρδιά και πως η αδυναμία χέρι χέρι προχωρά με τη θνητότητα.

Στο τέλος σίγουρα θα νικήσει η αγάπη, ο φίλος που αντιλήφθηκε την αγωνία πίσω από τη δυσλειτουργική μας συμπεριφορά, ο γονιός που δεν διεκδίκησε το αλάθητο του Πάπα, ο σύντροφος που είπε «μπορεί να είμαι τώρα αυτός που είμαι, ωστόσο συνεχώς εξελίσσομαι σε κάτι απείρως σπουδαιότερο» και ο προϊστάμενος που αναγνώρισε τα λάθη του απενοχοποιώντας τα δικά μας.

Στην αυλαία θα κερδίσει όποιος μας συνάντησε στα μισά του δρόμου, συγχωρώντας μας τις μικρές στραβοτιμονιές μας και συμπονώντας μας για τα μεγάλα μας σφάλματα. Εκείνος που τιθάσευσε τα πάθη του, συνειδητοποιώντας εγκαίρως πως το ισχυρό εγώ συνιστά δείγμα ευαλωτότητας και όχι μεγαλείου.

Και στο ηλιοβασίλεμα της ζωής σημασία δεν θα έχουν οι φορές που στεφθήκαμε θριαμβευτές των διαφωνιών αλλά οι στιγμές που υπερβήκαμε τους περιορισμούς μας, που αγκαλιάσαμε δίχως όρους τους αγαπημένους μας και δώσαμε άφεση αμαρτιών στους εχθρούς μας. Στο τέλος του βίου μας ο ήλιος θα αναμετρηθεί με την ποιότητα των σχέσεων που αποκτήσαμε και προτού βυθιστεί στο απόλυτο σκοτάδι θα λούσει τη γη με το φως της ανιδιοτελούς αγάπης που ως θνητοί στις καρδιές σκορπίσαμε.

Η ζωή δεν σου συμβαίνει. Η ζωή, σου ανταποκρίνεται σε ό,τι έχεις μέσα σου

Μερικές σκέψεις που μπορούν να πυροδοτήσουν την θετική αλλαγή της ζωής σου βρίσκονται παρακάτω. Είναι ένα προσάναμα. Την σπίθα πρέπει να τη βάλεις εσύ.

Ο εγκέφαλός σου είναι μία καταγραφή του παρελθόντος. Πέρα από τη γενετική και ενεργειακή υπογραφή, όλα όσα έχεις βιώσει και μάθει μέχρι αυτή τη στιγμή που διαβάζεις αυτές τις γραμμές ανήκουν στο παρελθόν, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο επέτρεψες να εισέλθουν
μέσα σου για να σε διαμορφώσουν.

Είσαι ο δημιουργός της ζωή σου. Κι όταν το καταλάβεις αυτό, με τα κατάλληλα βήματα, τεχνικές, εργαλεία, θέληση και δράση, θα μπορέσεις να συναρμολογήσεις μια νέα νευρωνική αρχιτεκτονική που θα σε οδηγήσει σε ένα αύριο σχεδιασμένο από εσένα, για σένα. Η νευροπλαστικότητα είναι αυτή ακριβώς η εγκεφαλική ιδιότητα που ανεξαρτήτως ηλικίας, μπορεί να σε μεταμορφώσει. Προϋπόθεση: να την αξιοποιήσεις.

Το πιο δύσκολο κομμάτι της αλλαγής είναι να μη κάνεις την ίδια επιλογή που έκανες την προηγούμενη ημέρα ή στιγμή. Είσαι έτοιμος / η να αλλάξεις σε κάτι το οποίο θα σε εξυπηρετεί;

“Η ζωή δεν σου συμβαίνει. Η ζωή, σου ανταποκρίνεται σε ό,τι έχεις μέσα σου”

Κάποιος είπε: Ζήτησα απ’ τη ζωή υπομονή, κι εκείνη μου έδωσε 3 ώρες αναμονή στην ουρά της τράπεζας. Δύο πράγματα συμβαίνουν όταν ζητάς. Θα λάβεις αυτό που πραγματικά εκπέμπεις, άσχετα με το τι λες. Ή, θα λάβεις τις συνθήκες, τους ανθρώπους και τις καταστάσεις που θα σου δώσουν ή θα βγάλουν από μέσα σου εκείνο που πραγματικά εκπέμπεις και χρειάζεσαι. Συνειδητά ή υποσυνείδητα. Στην εκπομπή αυτή, τόσο σε προτεραιότητα όσο και σε ισχύ, έρχονται πρώτα σκέψεις και συναισθήματα, και εν συνεχεία οι λέξεις. Το πρόσεχε τι σκέφτεσαι δεν είναι μια πρόταση την οποία πρέπει να παίρνεις ελαφρά την καρδία.

“Στο τέλος της ημέρας, υπάρχουν μόνο δύο τρόποι να δεις τη ζωή σου: είσαι είτε θύμα, είτε δημιουργός”

Δεν υπάρχει τρίτη οδός σαν συνολική στάση. Υπάρχουν οι άνθρωποι που τους συμβαίνουν πράγματα, και οι άνθρωποι που κάνουν τα πράγματα να συμβαίνουν. Οι αμέτοχοι παρατηρητές ανήκουν στην πρώτη κατηγορία. Το ίδιο και τα “θύματα”. Οι “θύτες” στην δεύτερη. Αυτό που έχει το μεγαλύτερο όφελος μακροπρόθεσμα, είναι να είσαι στη δεύτερη, όχι ως θύτης, αλλά ως δημιουργός.

“Αυτό που απαιτεί η συνειδητή αλλαγή, είναι θετικές συνήθειες, ρουτίνες και επιλογές, που θα σε κρατήσουν σε ευθυγράμμιση με τους στόχους σου”

Προϋπόθεση: Να έχεις βάλει στόχους. Σωστούς στόχους.

Προϋπόθεση: Να ξέρεις ποιος είσαι, και τι πραγματικά θέλεις.

Προϋπόθεση: Να θέλεις να αλλάξεις σε κάτι καλύτερο από το τώρα ή το χθες σου.

Προϋπόθεση: Να έχεις φτάσει στο σημείο της εσωτερικής βουτιάς και ανάγκης μετακίνησης.

“Αληθινή συγχώρεση είναι η απελευθέρωση από τη συναισθηματική φόρτιση και ενεργειακό δέσιμο μιας παρελθοντικής κατάστασης”

Αν το καταφέρεις αυτό, εκείνο που μένει είναι μια εμπειρία χωρίς συναισθηματική φόρτιση. Κι αν καταφέρεις και να το αναβαθμίσεις σε συνείδηση, τότε αυτό λέγεται Σοφία. Διαφορετικά λειτουργεί σαν ένας πανίσχυρος μαγνήτης που σε κρατάει πίσω και δημιουργεί επανάληψη σε κάθε σου βήμα. Συγχωρώντας το χθες, έχεις πάλι τη δύναμη να δημιουργήσεις το αύριο.

Όσο ζεις στο παρελθόν, κοιμάσαι στο τώρα. Η συνείδηση δεν μπορεί να βρίσκεται εστιασμένη σε δύο σημεία ταυτόχρονα, μόνο διασκορπισμένη. Ενώ το παρελθόν δεν σημαίνει μέλλον, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτό. Κι όσο δεν το ξεπερνάς ή δεν το ουδετεροποιείς, τόσο θα εισβάλει και θα στοιχειώνει το κάθε τώρα κι εμπειρία σου.

“Καθώς μεγαλώνουν τα παιδιά, οι σκέψεις και τα συναισθήματά τους θα δουλέψουν είτε προς όφελός τους, είτε εναντίων τους”

Γι’ αυτό και ο σωστός προγραμματισμός είναι κλειδί για την υπόλοιπη εμπειρία ζωής τους. Το συγκεκριμένο ισχύει και για τα “μεγάλα” παιδιά. Σου οφείλεις να διατηρήσεις και να εξελίξεις μόνο μηχανισμούς και αυτοματισμούς που σε εξυπηρετούν. Οι τρόποι είναι εκεί έξω.
Για να το καταφέρεις όμως, πρέπει να κάνεις “walk the talk” (πράξεις τις λέξεις – προθέσεις σου).

“Η προσωπικότητά σου, δημιουργεί την προσωπική σου πραγματικότητα”

Στην Αγγλική το λογύδριο είναι ακόμα πιο ξεκάθαρο: Your personality, creates your personal reality. Από τα αγαπημένα μου καθώς και όσων ασχολούνται με αυτά τα πεδία. Η προσωπικότητα είναι η βάση πάνω στην οποία θα χτίσεις και με την οποία θα δουλέψεις. Από καθημερινά και γήινα μέχρι πνευματικά και άυλα. Είναι από τις βασικές ρίζες του δέντρου σου. Καλό το Φως και η Αγάπη, αλλά πρέπει να ξεκινήσεις από το χώμα το νερό και το ξύλο, πριν πας στον αέρα και τη φωτιά. Κανένας γίγαντας με πήλινα ποδάρια δεν έφτασε μακριά. Ουδείς τέλειος σίγουρα. Αλλά τόσο οι δρόμοι της στατικότητας με την αδράνεια, όσο και οι δρόμοι της αυτοβελτίωσης, είναι ανοιχτοί για όλους.

“Όταν καταφέρεις να αφεθείς και να εγκαταλείψεις την ανάγκη για έλεγχο, τότε θα σε επισκεφθεί η συγχρονικότητα”

Όσο προσπαθείς να ελέγχεις τα πάντα, τόσο η ζωή θα σου δείχνει πως δεν έχεις κανέναν ουσιαστικό έλεγχο σε αυτό που αποκαλείς τυχαίο. Παράλληλα, σου αφαιρείται το μεγαλύτερο αν όχι ολόκληρο το μέρος της συγχρονικότητας καθώς υπακούει στο “εγώ ξέρω”. Η ανάγκη για έλεγχο και στην ψυχολογία είναι ισοδύναμη με την έλλειψη αυτοπεποίθησης και την ένταση του φόβου. Όταν μπεις στη δόνηση της εμπιστοσύνης, αυτό αλλάζει. Όπως θα δούμε και παρακάτω, αυτό δεν αναιρεί την πρόθεση, αλλά την προϋποθέτει.

“Το κλειδί βρίσκεται στην λεπτή ισορροπία, ανάμεσα στην πρόθεση και στην παράδοση”

Η αλλιώς το παράδοξο σε ένα πρώτο αντιληπτικό επίπεδο της πρόθεσης και της παράδοσης.

Παράδοση δε σημαίνει αφήνομαι κι όπου με πάει. Δε σημαίνει είμαι ό,τι να ναι. Δε σημαίνει δέχομαι τα πάντα γιατί αυτή είναι η ροή κι έτσι τα ‘φερε η ζωή. Παράδοση σημαίνει εμπιστοσύνη και αποδοχή. Σημαίνει δεν γκρινιάζω, δεν απογοητεύομαι, δεν στεναχωριέμαι βαθιά. Βάζω την πρόθεση του τι επιθυμώ, τι με γεμίζει, τι μου δίνει πληρότητα, κάνω τις ανάλογες δράσεις, και δε με ενδιαφέρει το αποτέλεσμα ή ο τρόπος που θα έρθει αυτό σε εμένα. Η ουσία είναι να κάνω τα βήματα που το μέσα μου προστάζει. Είναι το καλύτερο που μπορώ, κι αυτό είναι αρκετό. Αν είμαι σε ευθυγράμμιση με το μέσα μου, και κάνω τα βήματα, τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνει “κάτι” άλλο. Και μόνο στο τέλος της κάθε διαδρομής, καταλαβαίνω την τελική αξία του ταξιδιού.

“Ενώ πολλοί έχουν τη νοητική πρόθεση της προσευχής τους, παραμελούν τα ανάλογα συναισθήματα που πρέπει να τη συνοδεύουν”

Είτε πάμε πίσω σε αρχαίες διδασκαλίες, είτε σε πιο σύγχρονες το κλειδί είναι ξεκάθαρο. Η λέξη προσευχή, είτε λειτουργεί ως προς μια Ανώτερη Δύναμη, είτε κβαντικά με τη δύναμή σου ως καταλύτης placebo. Για να λειτουργήσει, χρειάζεται πρόθεση, οραματισμό, ενδεχομένως λέξεις αλλά οπωσδήποτε το συναίσθημα που θα κάνει τα προηγούμενα να ταξιδέψουν προς υλοποίηση. Όπως έχει πει και ο ίδιος: “Όταν ολοκληρώνουμε τον διαλογισμό, σηκωνόμαστε αισθανόμενοι πως οι προσευχές μας έχουν ήδη εισακουστεί”. Και μία ισχυρή προσευχή ξεκινάει πάντα με “ευχαριστώ”.

“Δεν χρειαζόμαστε άλλους παπαρολόγους. Ο κόσμος είναι γεμάτος από αυτούς. Χρειαζόμαστε ανθρώπους που είναι ζωντανά παραδείγματα της Αλήθειας”

Και δεν έχει άδικο. Αυτό που λείπει σε μεγάλο βαθμό από τον κόσμο είναι η πράξη. Και πράξη είναι αυτό που μετατρέπει τη γνώση, σε βαθιά επίγνωση αλλά και αποτέλεσμα μέσω συνειδητής δράσης. Όταν έχεις ζωντανό παράδειγμα, οι λέξεις καθίστανται περιττές. Οι πράξεις πάντα μιλούν πιο δυνατά από κάθε φιλοσοφία, άποψη και λέξη.

“Η αύξηση της ενεργειακής συχνότητας είναι εκείνη που αναγκάζει την βιολογία του σώματος να αναβαθμιστεί”

Το σώμα σου είναι φτιαγμένο για ένα μόνο πράγμα: Να σε υπακούει. Θα υπακούσει το κέντρο επιβίωσης με το να αναπνέει, να κάνει την καρδιά σου να χτυπά, και να σε βοηθάει να ξεφύγεις από πιθανό κίνδυνο. Θα σου δώσει το ερέθισμα αναπαραγωγής για την συνέχιση και εξέλιξη του είδους. Θα υπακούσει την σκέψη και το συναίσθημά σου. Το πρόβλημα είναι ότι υπακούει εσένα σαν ολότητα. Κι αυτό συμπεριλαμβάνει και το υποσυνείδητο, και τους φόβους, και τις ανασφάλειές σου, και τα αλόγιστα πάθη. Δεν έχει διάκριση. Αυτό είναι δουλειά και φίλτρο του Ηνίοχου Νου σου, δηλαδή δική σου.

Ανεβάζοντας λοιπόν συνειδητά συχνότητα σε ωφέλιμες σκέψεις και τα συναισθήματα που τις ακολουθούν, η βιολογία σου θα ακολουθήσει τις εντολές σου. Όπως αναφέρει και ο ίδιος σε μια ομιλία του, τα συναισθήματα είναι εκείνα που ανοίγουν ή κλείνουν την γονιδιακή έκφραση και προδιάθεση. Με αυτό τον τρόπο, ακόμα και χρόνιες ή αυτοάνοσες παθήσεις που ξύπνησαν, μπορούν και πάλι να κοιμηθούν. Ο ρόλος τους εξάλλου, ήταν να σε ξυπνήσουν.

“Αν αλλάξεις το πεδίο, τότε θα αλλάξει και η πραγματικότητα που προβάλλεται από αυτό”

Το μυαλό είτε βιώνεις κάτι στην καθημερινότητα, είτε στη φαντασία σου, είτε σε ένα όνειρο, δεν μπορεί να διαχωρίσει τι είναι πραγματικότητα και τι όχι αν το ζεις έντονα. Τα ηλεκτρικά σήματα ανάμεσα στο νευρωνικό δίκτυο είναι αυτά που το κάνουν αληθινό.

Η ενέργεια προηγείται της ύλης, και η μετάβαση γίνεται μέσω του λεγόμενου μορφογεννητικού πεδίου (του πεδίου που γεννάει την μορφή – ύλη). Αν λοιπόν μέσω οραματισμού / διαλογισμού εκπέμπεις κατάλληλα ώστε να επηρεάσεις το πεδίο, τότε μπορείς να επηρεάσεις και την μορφή.

Αυτός είναι και ο λόγος των ομαδικών διαλογισμών ή οραματισμών που γίνονται σε μικρές ομάδες και μεγαλύτερες παγκοσμίως. Κι αν η σκέψη προηγείται της πράξης και της ύλης, τότε επεμβαίνοντας στην σκέψη, μπορείς να επέμβεις στην πραγματικότητα.

“Εσύ είσαι ο άνθρωπος που περίμενες”

Δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι που περιμένουν ή απαιτούν μια αλλαγή, συγκεκριμένες συμπεριφορές και πράξεις από ανθρώπους και καταστάσεις έξω από αυτούς. Το περιμένουν έξω από αυτούς, είτε ως απόρεια κάποιου τραύματος, ανεκπλήρωτης ανάγκης, είτε επειδή απαιτεί στο μυαλό τους τον λιγότερο δυνατό κόπο. Ό,τι χρειάζεσαι και ό,τι περιμένεις, μπορείς να σου το δώσεις. Χωρίς να έχεις καμία ανάγκη από οτιδήποτε έξω από εσένα. Προφανώς οι συνέργειες αν είναι ωφέλιμες έχουν πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα, αλλά για να συμβούν πρέπει να προηγηθεί η ένωση που θα παράγει την πολλαπλασιαστική ισχύ. Για να συμβεί η ένωση, πρέπει να προηγηθεί εσωτερική εργασία, ισχυροποίηση και αυτονομία από κάθε ξεχωριστή μονάδα.

Κάνε σήμερα την αλλαγή, και δώσε εσύ στον εαυτό σου αυτό που δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να σου δώσουν οι όποιοι άλλοι ή οι όποιες εξωτερικές συνθήκες για όποιους λόγους. Οι δρόμοι που ως σήμερα περπατούσες, ξέρεις που οδηγούν. Η μαγεία και ξεκινάει έξω από τη ζώνη ασφαλείας μέσα στην οποία τόσο καιρό χουχούλιαζες. Ο μελλοντικός εαυτός και η μέγιστη εκδοχή σου σε περιμένουν να τις συναντήσεις. Η κάθε σου σκέψη βήμα και επιλογή, είτε θα σε απομακρύνει από αυτά, είτε θα σε φέρει πιο κοντά.

Όπως είχε πει κι ο Πλάτωνας, “το μυαλό είναι μια φωτιά που πρέπει να ανάψει, όχι ένα δοχείο που πρέπει να γεμίσει”. Η σπίθα και η διατήρηση της εσωτερικής σου φωτιάς, εξαρτώνται από σένα και μόνο. Άναψε.

Ακταίων: Ο μυθικός κυνηγός που εξόργισε τη Θεά Άρτεμις και μεταμορφώθηκε σε ελάφι

Ήρωας της Βοιωτίας. Πατέρας του ήταν ο Αρισταίος, γιος του Απόλλωνα και μητέρα του η Αυτονόη, κόρη του Κάδμου. Ο Ακταίων ήταν μαθητής του Κένταυρου Χείρωνα και κοντά του είχε μάθει την τέχνη του κυνηγού. Κάποια μέρα τον Ακταίωνα τον καταβρόχθισαν στον Κιθαιρώνα τα ίδια του τα σκυλιά. Για το θάνατό του υπάρχουν διάφορες εκδοχές.

Οι περισσότεροι συγγραφείς αναφέρουν πως τον τιμώρησε η θεά Άρτεμη επειδή κάποτε την είδε γυμνή, την ώρα που λουζόταν σε κάποια πηγή. Η θεά τον μεταμόρφωσε σε ελάφι και έστειλε λύσσα στα πενήντα σκυλιά του που τον κατασπάραξαν.

Τα σκυλιά του έπειτα τον αναζήτησαν κι έφτασαν ως την σπηλιά του Κένταυρου Χείρωνα ουρλιάζοντας. Εκείνος για να τα παρηγορήσει, κατασκεύασε ένα άγαλμα με τη μορφή του Ακταίωνα και μόνο τότε εκέινα ηρέμησαν.

Άλλες παραδόσεις αναφέρουν πως η αιτία του θανάτου του Ακταίωνα ήταν επειδή καυχήθηκε πως ήταν καλύτερος στην τοξοβολία από τη θεά Άρτεμη, η απόπειρά του να τη βιάσει, η αντιζηλία του Δία στη σχέση του με τη Σεμέλη.

Το φάντασμα του άταφου ήρωα έκανε κακό στον Ορχομενό και οι κάτοικοί του ζήτησαν τη βοήθεια του Μαντείου των Δελφών. Το Μαντείο τους συμβούλεψε να βρουν τα λείψανα του ήρωα και να του αποδοθούν οι τιμές της ταφής. Από τότε οι κάτοικοι τιμούσαν τη μνήμη του, τελώντας νεκρικές θυσίες προς τιμή του.

Χαλίλ Γκιμπράν: Να λυπάσαι το έθνος

Να λυπάσαι το έθνος με το πλήθος τα δόγματα και την κούφια θρησκεία.
Να λυπάσαι το έθνος οπού ρούχα φορεί που δεν ύφανε το ίδιο
ψωμοτρώει από στάρι που εκείνο δε θέρισε
το κρασί του δεν γίνηκε απ’ τις δικές του πατούσες.

Να λυπάσαι το έθνος που δοξάζει μ’ εγκώμια
τον τραμπούκο σαν ήρωα
και τον κατακτητή του με την κίβδηλη λάμψη
θεωρεί ευεργέτη.

Να λυπάσαι το έθνος που αψηφά τους κινδύνους
μοναχά στα ονείρατα
μα και πάλι κιοτεύει το πρωί σαν ξυπνήσει.

Να λυπάσαι το έθνος που υψώνει φωνή
σε κηδείες μονάχα
και φουσκώνει σα διάνος σε ερείπια αρχαία.
Και που δεν ξεσηκώνεται παρά μόνο ανίσως
ο λαιμός του βρεθεί ανάμεσα σε σπαθί και κουτσούρι.

Να λυπάσαι το έθνος που έχει πολιτικό την αλεπού
τον σαλτιμπάγκο για φιλόσοφό του
και που η τέχνη του είναι τέχνη
πιθηκισμού και μπαλωμάτων.

Να λυπάσαι το έθνος που δέχεται
κάθε νέο αφέντη με σάλπιγγες
και τον διώχνει πνιγμένο στα «γιούχα»
για να φέρει μετά τον επόμενο με σαλπίσματα πάλι.

Να λυπάσαι το έθνος που οι σοφοί του από χρόνια βουβάθηκαν
κι οι σπουδαίοι του άντρες είν’ ακόμα στην κούνια.

Να λυπάσαι το έθνος που έχει γίνει κομμάτια
και που κάθε κομμάτι του παριστάνει το έθνος

Χαλίλ Γκιμπράν, ο Κήπος του Προφήτη - 1933

Εξωπραγματικός

Δεν θα μπορέσουμε ποτέ να μάθουμε τι κρύβεται πίσω από τα πράγματα, όσο είμαστε μπροστά στα πράγματα (πόσο μάλλον όταν είμαστε τα πράγματα, Res –και είναι ψέμα ότι ξέρουν τι συμβαίνει αυτοί που είναι μέσα στα πράγματα).

Κρυφά μέσα στη νύχτα τα νοήματα σέρνονται μέσα στις σκιές και φτερουγίζουν πάνω από τις λάμπες των δρόμων, τα δέντρα ψιθυρίζουν μαζί με τον άνεμο σε μια γλώσσα που δεν ξέρει κανείς, φως από τα άστρα καταφτάνει απαρατήρητο (έπειτα από ένα αμέτρητο διαστημικό ταξίδι) φωτίζει κάτι μικροσκοπικό που δεν το βλέπει κανένας, ανάμεσα μας αιωρούνται τα φαντάσματα των τηλεοπτικών εκπομπών ψάχνοντας για κεραίες.

Ηχητικά Simulacra (ήχοι που μοιάζουν με άλλους ήχους) ακούγονται συνεχώς στην πόλη (ή μήπως ο εγκέφαλός μας ακούει αυτό που θέλει να ακούσει μέσα στους ήχους; Ένας αυτοσχεδιαστικός ακροατής). Ηλεκτρική ενέργεια παντού, αλλά κανείς δεν τη νιώθει. Άνθρωποι που ταξιδεύουν έξω από το σώμα τους, αόρατοι. Εκατομμύρια όνειρα μέσα στη νύχτα, The Inner Television, το καθένα το βλέπει μόνο ένας.

Αιθέρια όντα που ζουν μέσα στους καθρέφτες, μέσα στους πίνακες, μέσα στις οθόνες. Μνήμες που ξεχάσαμε, κανείς δεν τις θυμάται. Ο καθένας μας είναι ένα νεκροταφείο πληροφοριών. Στα πεζοδρόμια ίχνη πάνω σε ίχνη πάνω σε ίχνη. Απαρατήρητα βλέμματα πίσω από παράθυρα κοιτούν έξω παντού στα πάντα.

Ο κόσμος δεν είναι γλυκός. Υπάρχει όμως αυτό το μυστικό σύνθημα: Εκεί που υπάρχει Μέλι, υπάρχουν Μέλισσες.

Είναι καταπληκτικό το ότι τα πάντα γύρω μου (τα πάντα) συνδέονται με τον εαυτό μου. Όλα σημαίνουν κάτι για μένα. Ζω μέσα σε αυτόν τον τιτάνιο συσχετισμό. Αν ο εαυτός μου συσχετίζεται με τα πάντα που γνωρίζω, θυμάμαι, αναγνωρίζω, αντιλαμβάνομαι, παρατηρώ, συλλογίζομαι –τότε ποιος είναι στ’ αλήθεια ο εαυτός μου;

Ο συγγραφέας Γκυ Ντε Μωπασάν κάποτε μπήκε μέσα στο σπίτι του και βρήκε τον εαυτό του να τον περιμένει στην πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι. Είναι αληθινό περιστατικό. Άλλωστε, όλα τα περιστατικά είναι αληθινά, ακόμη και αυτά που φανταστήκαμε ότι είναι, αφού προκύπτουν από τους συσχετισμούς άλλων αληθινών περιστατικών –αν κόψεις ένα λουλούδι σε μικρά κομματάκια και φτιάξεις κάτι άλλο με αυτά, αυτό δεν θα είναι πάλι το λουλούδι;

Αν γύρω μας τα πράγματα επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά, υπάρχει άραγε κανείς που να το προσέχει όλο αυτό;

Τον 3ο αιώνα π.κ.ε. ο φιλόσοφος Εύδημος γράφει: «Αν πιστέψουμε τους Πυθαγόρειους, τα ίδια πράγματα αναπαράγονται με κάθε ακρίβεια και με κάθε λεπτομέρεια, ξανά και ξανά. Κι εσείς θα ξαναβρεθείτε μαζί μου και θα σάς επαναλάβω αυτήν την θεωρία, και το χέρι μου θα ξαναπαίξει με τούτο το ραβδί πάνω στο χώμα, και ούτω καθ’ εξής, ξανά και ξανά.»

Την κεντρική ιδέα, ο Σοπενχάουερ τη διατυπώνει ήδη από το 1843: «Το γιγνώσκον υποκείμενο δεν είναι γνωστό ως γιγνώσκον, γιατί τότε θα ήταν το αντικείμενο γνώσης ενός άλλου γιγνόσκωντος υποκειμένου, κι εκείνο, με τη σειρά του, ενός άλλου, κι ενός άλλου.» (Die Welt Als Wille Und Vorstellung, Β τόμος, κεφ. 19).

Ο Λάιμπνιτς είχε γράψει: «Αν το πνεύμα έπρεπε να ξανασκέφτεται την κάθε σκέψη του, θα αρκούσε να αντιληφθεί μια αίσθηση, για να την σκεφτεί, και για να σκεφτεί ύστερα την σκέψη, κι ύστερα την σκέψη της σκέψης, και ούτω καθεξής επ’ άπειρον.»

Μου φέρνει στον νου και τον Μπέρτραντ Ράσελ (The Analysis of Mind, 1921), που προτείνει πως ο πλανήτης έχει δημιουργηθεί πριν από λίγα λεπτά, κατοικημένος από μια ανθρωπότητα που «θυμάται» ένα απατηλό παρελθόν.

Δεν ξέρω αν οι πόλεμοι ή τα αντίθετα φιλοσοφικά ή κοινωνικά ρεύματα δημιουργούνται από αντίπαλες παρατάξεις Χρονοταξιδιωτών, που προσπαθούν να επιβάλλουν ο καθένας τη δική του άποψη στην εξέλιξη των γεγονότων και των ιδεών της ανθρωπότητας. Ομάδες ανθρώπων που έχουν την αποστολή να τροποποιήσουν το Παρελθόν, για να μεταβάλουν το Μέλλον, όπως θα συμφέρει σε ένα χωροχρονικό κέντρο εξουσίας ή στους επαναστάτες εναντίον του. Ομάδες αντίστασης που προσπαθούν να τους αποτρέψουν να το πετύχουν.

Ο Ναύαρχος Μπερντ, στο πρώτο ταξίδι του με αεροπλάνο πάνω από τον Νότιο Πόλο, άκουγε στον ασύρματο τον εαυτό του να μιλάει στον ασύρματο έναν μήνα πριν.

Δεν είναι λίγοι εκείνοι οι συγγραφείς που έχουν διατυπώσει την άποψη ότι ζούμε μέσα σε ένα βιβλίο. (Την ιδέα νομίζω την εξέφρασε πρώτος ο Όμηρος, ότι όλα γίνονται για να καταλήξουν μέσα σε ένα βιβλίο –άλλωστε ο μεγάλος Τρωικός Πόλεμος υπάρχει πια μόνο μέσα σε ένα βιβλίο). Νιώθω κι εγώ ότι ζούμε μέσα σε ένα βιβλίο. Μας είναι άγνωστος ο Συγγραφέας του. Το Σύμπαν είναι μια βιβλιοθήκη, το ίδιο και ο νους μας. (Άλλωστε η λέξη Σύμπαν, Συν-Παν, εννοεί τα Πάντα Και Κάτι Παραπάνω από τα Πάντα –συν. Αυτή η λέξη είναι έτσι φτιαγμένη για να εννοεί και τα ράφια στα οποία είναι τοποθετημένα τα βιβλία αυτής της άπειρης βιβλιοθήκης, και, προφανώς, και τους βιβλιοθηκάριους).

Δεν θα μπορέσουμε ποτέ να μάθουμε τι κρύβεται πίσω από τα πράγματα, αν δεν βγούμε έξω από τα πράγματα, δηλαδή έξω από την «πραγματικότητα» (την κατάσταση των πραγμάτων). Πρέπει να αποκτήσουμε αυτήν την υψηλή Εποπτεία.

Οι Υπερβόρειοι μετέδωσαν την γνώση για την ύπαρξη του Yggdrasil, του τιτάνιου ιερού δέντρου που ενώνει την Γη με τον Ουρανό και με τον Κάτω Κόσμο, έναν άξονα των πεδίων. Αγγελιαφόροι ανεβαίνουν και κατεβαίνουν από αυτήν την στήλη (κι υπάρχουν και κάποιοι που θέλουν να την κόψουν), αλλά και κάποιοι από εμάς, που από τα αρχαία ακόμη χρόνια έκαναν την ανακάλυψη πως «Ό,τι Είναι Πάνω Είναι και Κάτω».

Νοήματα πίσω από τις λέξεις. Άνθρωποι μέσα στους ανθρώπους. Εικόνες πάνω από τις εικόνες. Σήματα ανάμεσα στα μηνύματα. Όνειρα μέσα σε όνειρα. (Ένας Ονειρευτής ονειρεύεται το Όνειρο μέσα στο οποίο ονειρευόμαστε). Θα συνεχίσω να ταξιδεύω, να γράφω, να αισθάνομαι, να θυμάμαι τα πάντα, να αναζητώ τα μεγάλα μυστικά, να έρχομαι από μακριά και να πηγαίνω μακριά, για πάντα και για πάντα.

Κυκλοφορώ κι εγώ ανάμεσά σας. Ατενίζω τις μυστικές θέες που διαφαίνονται από συγκεκριμένα σημεία σε συγκεκριμένες ώρες της ημέρας ή της νύχτας. Ξέρω τις σημαδεμένες πόρτες. Βλέπω τις λάμπες των δρόμων που αναβοσβήνουν, η τάση αυξομειώνεται μαζί με κάποιους από τους περαστικούς διαβάτες, τα φανάρια που δεν λειτουργούν, τα κινητά τηλέφωνα που δεν έχουν σήμα σε συγκεκριμένα σημεία, τα φώτα στον ουρανό, τα σκάφη από αλλού που μας παρακολουθούν από ψηλά, βλέπω κάποιους μέσα στο πλήθος των δρόμων που δεν είναι σαν τους άλλους, με βλέπουν κι αυτοί.

Ξαναδιάβασα μια παραγραφούλα του Κάρλος Καστανέντα, όπου πριν χαθεί από εδώ, έγραφε: «Έχουμε χάσει την συνδιαλλαγή μας με τον κόσμο των θαυμάτων και την ικανότητά μας να αντιλαμβανόμαστε αληθινά τον Εαυτό μας, το Σύμπαν και το Πεπρωμένο μας. Έχουμε ξεχάσει ότι είμαστε μοναχικά όντα που ταξιδεύουμε στο Άγνωστο, περικυκλωμένοι από το Άπειρο»

Πιστεύω ότι πρέπει να βρισκόμαστε σε μία συνεχή ρήξη με το Οικείο, και να εξερευνούμε το Άγνωστο, αναζητώντας γύρω μας προεκτάσεις της πραγματικότητας, προεκτείνοντας έτσι τον εαυτό μας. Πιστεύω ακράδαντα ότι θα τα καταφέρουμε.

Σωκράτης: Απώλεια της διπλής άγνοιας

Ο φιλόσοφος Σωκράτης πρέσβευε ότι, για να φιλοσοφήσει κανείς πραγματικά και να συλλάβει την αλήθεια, θα έπρεπε να γνωρίσει τον πραγματικό εαυτό του (αυτογνωσία).

Ποιος ήταν, κατά τη γνώμη του, ο τρόπος που επιτυγχάνεται η γνώση του πραγματικού εαυτού μας; Η απώλεια της διπλής άγνοιας.

Δηλαδή, μας λέει ο Σωκράτης ότι όλοι οι άνθρωποι αρχικά αγνοούν δύο πράγματα νομίζοντας:
  • ότι είναι βέβαιοι για οτιδήποτε γνωρίζουν (ακόμα και τον εαυτό τους)
  • ότι γνωρίζουν πώς είναι ο κόσμος και η ζωή
Και τα δύο, μας λέει ο Σωκράτης, αποτελούν άγνοια, αμαρτάνουν (δεν έχει σχέση με τη χριστιανική θεώρηση –αμαρτάνω σημαίνει κινούμαι έξω από τις μοίρες > εκ του ρήματος “μείρομαι”).

Για να συλλάβει κανείς τον πραγματικό εαυτό του και να γνωρίσει τον τρόπο που υπάρχει ο κόσμος, πρέπει:
  • να σταματήσει να νομίζει ότι είναι βέβαιος για αυτά που γνωρίζει
  • να σταματήσει να νομίζει ότι ξέρει πώς είναι ο κόσμος
Αν αποβάλλει κανείς αυτές τις δύο μορφές άγνοιας, τότε έχει τη δυνατότητα να εισέλθει στην ΕΝΔΟΣΚΟΠΗΣΗ και να διανύσει τον δρόμο προς το γνώθι σ’ αυτόν!

Να θυμίσουμε τον μύθο με τον Οιδίποδα και τη Σφίγγα. Γιατί κανείς περαστικός δεν έβρισκε τη λύση του αινίγματος της Σφίγγας που είχε σχέση με το πόσα πόδια “έχει” ο άνθρωπος σε κάθε ηλικία; Γιατί απλά δεν γνώριζαν ότι ήταν άνθρωποι! (Γνώθι σ΄αυτόν).

Ας σκεφτούμε επίσης ότι μόνο ο Οιδίποδας βρήκε τη λύση. Αλήθεια, γιατί το όνομά του σήμαινε “αυτόν με το πρησμένο πόδι” και είχε σχέση με τα πόδια του αινίγματος;

Η αιώνια σοφία για τον άνθρωπο, το θείο και τον κόσμο, είναι κρυμμένη μέσα στην ελληνική φιλοσοφία και μυθολογία.

Παρατίθεται στο βίντεο ένα απόσπασμα από τον διάλογο Αλκιβιάδης του Πλάτωνα, στον οποίο ο Σωκράτης αναλύει αυτήν τη διπλή άγνοια.

Παράξενες Ερωτήσεις

Όταν κάθεσαι στην πολυθρόνα σου, και σου έρχεται μια σκέψη ή μια ιδέα… πώς ξέρεις ότι είναι δική σου;

Αν εκείνη την στιγμή, με τρόπο τηλεπαθητικό, έχεις δεχθεί την σκέψη ή την ιδέα κάποιου άλλου;

Δεν το προσέχεις, δεν το παρατηρείς, δεν το έχεις διερευνήσει, δεν έχεις αναρωτηθεί, ούτε που το σκέφτηκες καν ποτέ.

Μήπως καθημερινά είσαι τηλεπαθητικός δέκτης αμέτρητων πραγμάτων, και ούτε που το έχεις υποψιαστεί ποτέ;

Όταν είσαι στο σπίτι σου και ψάχνεις για ένα αντικείμενο που θυμάσαι πολύ καλά ότι το έβαλες π.χ. επάνω στο τραπέζι, αλλά αυτό δεν είναι εκεί, κι έπειτα από λίγη ώρα το ανακαλύπτεις κάπου αλλού, ενώ δεν θυμάσαι να το μετακίνησες εκεί, πώς ξέρεις ότι δεν μετακινήθηκε από μόνο του;

Αν το έχεις μετακινήσει εσύ ασυνείδητα με τρόπο τηλεκινητικό;

Δικαιολογείς πρόχειρα αυτήν την απλή καθημερινή φάση και δεν αναρωτιέσαι ιδιαίτερα γι’ αυτήν, κι όμως, άραγε, υπάρχει περίπτωση να το μετακίνησες εσύ με τηλεκίνηση, την οποία δεν συνειδητοποιείς ότι μπορείς με κάποιον τρόπο να την μεταχειριστείς;

Όταν θυμάσαι μια ανάμνηση παλιά, μια παλιά ιστορία από την ζωή σου ή μια ολόκληρη σειρά από μνήμες, για ώρα πολύ, και αφαιρείσαι, και αναπολείς ή ονειροπολείς, και «χάνεσαι» για λίγο… πώς ξέρεις ότι είσαι στ’ αλήθεια στον δικό μας κοινό χρόνο;

Δεν έχεις καθίσει ποτέ να προβληματιστείς για το πώς κάνει ο χρόνος αυτό που κάνει κάθε μέρα στην ζωή σου.

Δεν ξέρεις πώς δουλεύει ο χρόνος, το μόνο που ξέρεις είναι πώς δουλεύει το ρολόι σου.

Υπάρχει περίπτωση, άραγε, τότε να έχεις κάνει ένα μικρό ταξίδι πίσω στον χρόνο αλλά να μην το έχεις συνειδητοποιήσει, να μην το θυμάσαι μετά, να μην αφήνεις τον εαυτό σου να το αντιληφθεί κανονικά;

Μήπως μπορείς να είσαι χρονοταξιδιώτης και δεν το ξέρεις;

Όταν, χθες το βράδυ, την ώρα που κοιμόσουν, είδες ένα πάρα πολύ παράξενο όνειρο, πολύ ρεαλιστικό… πώς το ξέρεις ότι ήταν απλά ένα όνειρο;

Μήπως ταξίδεψες κάπου, κάπως, μακριά από το σώμα σου και την συνηθισμένη συνείδησή σου, σε μια άλλη πραγματικότητα;

Γιατί δεν θυμάσαι τίποτε απολύτως το άλλο πρωί;

Στο ένα τρίτο της ζωής μας κοιμόμαστε και συνήθως ονειρευόμαστε.

Γιατί δεν θυμάσαι τίποτε από το ένα τρίτο της ζωής σου;

Όταν φαντάζεσαι κάτι ή κάποιον και μετά από λίγο αυτό που φαντάστηκες γίνεται στ’ αλήθεια, ή αυτός που σκέφτηκες εμφανίζεται μπροστά σου ή σου τηλεφωνεί, πώς είσαι τόσο σίγουρος ότι ήταν απλά μια «σύμπτωση»;

Δεν δίνεις ιδιαίτερη σημασία σε αυτά τα συχνά περιστατικά, πολλές φορές ούτε που τα προσέχεις, ούτε που τα συνειδητοποιείς, κι όμως, μήπως άραγε σημαίνουν ότι έχεις την ικανότητα να προβλέπεις το μέλλον ή να διαισθάνεσαι τις καταστάσεις πριν αυτές συμβούν;

Και, γιατί δεν μπορείς να το κάνεις συνέχεια ή όποτε θέλεις;

Ακόμη και, με ποιον ακριβώς τρόπο μαντεύεις κάτι, όταν απλά μαντεύεις κάτι;

Πώς είσαι τόσο σίγουρος για κάποια πράγματα, ενώ για πολλά άλλα δεν είσαι;

Όταν κάτι μέσα σου, ή κάποιος, σου λέει «να μπεις για λίγο στην θέση του άλλου», και το κάνεις, και όντως καταφέρνεις να καταλάβεις την οπτική του ή τα κίνητρά του, να τον κατανοήσεις, άραγε… πώς ξέρεις ότι δεν μπήκες όντως στην θέση του, ότι δεν άφησες την δική σου συνείδηση και μπήκες για λίγο μέσα στην δική του;

Όταν, μερικές φορές, ξέρεις με ποιον τρόπο θα λειτουργήσει ο άλλος και τι θα κάνει ή τι θα πει… πώς το ξέρεις;

Όταν φαντάζεσαι κάτι… πώς ξέρεις ότι αυτό που φαντάζεσαι εκείνη την στιγμή, δεν συμβαίνει κάπου στον κόσμο ή στο Σύμπαν;

Πώς είσαι τόσο σίγουρος ότι αυτό που φαντάζεσαι δεν είναι αληθινό;

Ότι δεν υπάρχει κάπου, κάπως, κάποτε;

Από πού έρχεται η φαντασία σου;

Όταν «τυχαίνει» κάτι, και λες ότι «απλά έτυχε»…μήπως αυτό σημαίνει ότι μπορείς να εξηγήσεις στον εαυτό σου ή στους άλλους τι ακριβώς είναι η τύχη;

Όταν συνήθως λες ότι δεν πιστεύεις σε πράγματα που δεν μπορείς να εξηγήσεις ή που δεν ξέρεις τίποτε απολύτως για αυτά, και σου φαίνονται ως απλές επινοήσεις ή απλές λέξεις, και περνιέσαι για έξυπνος, τότε, άραγε, γιατί πιστεύεις στην ύπαρξη της τύχης;

Το «τυχαίο», είναι στ’ αλήθεια τυχαίο;

Ξέρεις τι σημαίνει το τυχαίο;

Όταν θέλεις πολύ να κάνεις κάτι, και τελικά το καταφέρνεις και το κάνεις, πώς τα κατάφερες;

Γιατί δεν καταφέρνεις να κάνεις ό,τι θέλεις πάντα;

Όταν είσαι μόνος σου… μήπως δεν είσαι στ’ αλήθεια μόνος σου;

Τα ψάρια δεν ξέρουν ότι βρέχει.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ: Πιο επώδυνα είναι τα πάθη που διαλέγουμε εμείς οι ίδιο

Μετά την εκδίωξη του τελευταίου τυράννου το 510 π.Χ. και την εγκαθίδρυση μιας μορφής δημοκρατίας στην πόλη-κράτος της Αθήνας, ξεκινά η κλασική εποχή. Επί δύο αιώνες, η Αθήνα δεν ήταν μόνο κέντρο πολιτικής εξουσίας της περιοχής, αλλά και κοιτίδα πολιτισμού, με εντυπωσιακή άνθιση της φιλοσοφίας, της λογοτεχνίας και της τέχνης, που επηρέασε βαθύτατα την ανάπτυξη του δυτικού πολιτισμού.

Ο κλασικός πολιτισμός διαμορφώθηκε από τα επιτεύγματα των Αθηναίων φιλοσόφων, καλλιτεχνών και συγγραφέων, που ανέπτυξαν τις αισθητικές αξίες της καθαρότητας της μορφής, της ακρίβειας και της ισορροπίας -βασικές αρχές και της κλασικής αρχιτεκτονικής. Η ανθρωποκεντρική οπτική οδήγησε στην ανάπτυξη μιας σχετικά νέας λογοτεχνικής μορφής, του δράματος, που εξελίχθηκε από θρησκευτικά, χορικά δρώμενα προς τιμή του Διονύσου.

Η γέννηση του δράματος

Στην αρχή της κλασικής εποχής, τα θρησκευτικά δρώμενα είχαν εξελιχθεί από μουσικές τελετουργίες σε κάτι που έμοιαζε με το σημερινό δράμα, καθώς προστέθηκαν ηθοποιοί που ερμήνευαν τους ρόλους μιας ιστορίας και δεν τις αφηγούνταν απλώς.

Αυτή η νέα μορφή ψυχαγωγίας ήταν εξαιρετικά δημοφιλής και αποτέλεσε τον πυρήνα της ετήσιας γιορτής των Διονυσίων, που διαρκούσε αρκετές μέρες και πραγματοποιούνταν σε ένα ανοιχτό θέατρο χωρητικότητας έως και 15.000 θεατών. Οι συγγραφείς υπέβαλλαν τα έργα τους, μια τριλογία τραγωδιών και μια κωμωδία και ανταγωνίζονταν για σημαντικά βραβεία.

Τρεις δραματουργοί ήταν οι νικητές των δραματικών αγώνων στο μεγαλύτερό μέρος του 5ου αιώνα π.Χ.:

ο Αισχύλος (-525/524–456/455 π.Χ.),
ο Ευριπίδης (-484-406 π.Χ.) και
ο Σοφοκλής (‘496-406 π.Χ.).

Χάρη στη συνεισφορά τους που υπολογίζεται σε αρκετές εκατοντάδες έργα, δημιουργήθηκε το πρότυπο για την τέχνη της τραγωδίας. Ο Αισχύλος, ως πρώτος από τους τρεις μεγάλους τραγικούς, θεωρείται καινοτόμος, αφού δημιούργησε πολλές από τις συμβάσεις της τραγωδίας. Εκείνος αύξησε πρώτος τον αριθμό των ηθοποιών στα έργα, τους έβαλε να μιλάνε μεταξύ τους και εισήγαγε την ιδέα της δραματικής σύγκρουσης. Ενώ προγενέστερα ο χορός παρουσίαζε τη δράση, οι ηθοποιοί απέκτησαν κεντρικό ρόλο και ο χορός απλώς περιέγραφε την κατάσταση και σχολίαζε τις δράσεις των ηρώων.

Ο Ευριπίδης ήταν εκείνος που αύξησε τον ρεαλισμό του δράματος, μείωσε περισσότερο τον ρόλο του χορού και δημιούργησε πιο ολοκληρωμένους χαρακτήρες με σύνθετες σχέσεις.

Κόντρα στην παράδοση

Από τις τραγωδίες των τριών μεγάλων τραγικών, εκείνες του Σοφοκλή θεωρούνται οι σημαντικότερες του κλασικού δράματος. Δυστυχώς διασώθηκαν μόνο επτά από τις 123 τραγωδίες που έγραψε, ενώ η καλύτερη είναι ίσως ο Οιδίπους Τύραννος.

Πρόκειται για ένα από τα τρία έργα του Σοφοκλή για τον μυθικό βασιλιά της Θήβας (τα άλλα ήταν ο Οιδίπους επί Κολωνώ και η Αντιγόνη), που ανήκουν στον Θηβαϊκό Κύκλο. Σπάζοντας την παράδοση της παρουσίασης των τραγωδιών σε τριλογίες, όπως έκανε ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής θεωρούσε κάθε έργο ανεξάρτητο. Γράφτηκαν και παρουσιάστηκαν με αρκετά χρόνια διαφορά και όχι με χρονολογική σειρά.

Στον Οιδίποδα Τύραννο (Oedipus Rex στο λατινικά), ο Σοφοκλής συνέγραψε αυτά που σήμερα θεωρείται επιτομή της κλασικής αθηναϊκής τραγωδίας. Το έργο ακολουθεί την καθιερωμένη δομή: πρόλογος, παρουσίαση των ηρώων και ανάπτυξη της πλοκής μέσω μιας σειράς επεισοδίων με σχόλια από τον χορό, που οδηγεί στην έξοδο του χορού. τον επίλογο. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Σοφοκλής χρησιμοποιεί την καινοτομία του τρίτου ηθοποιού για μεγαλύτερη αλληλεπίδραση των ηρώων και πιο σύνθετη πλοκή. Έτσι δημιουργούνταν οι ψυχολογικές εντάσεις στις οποίες παραπέμπει σήμερα η λέξη «δράμα».

Συνήθως, οι τραγωδίες εξιστορούσαν τα δεινά ενός ήρωα. Οδηγείται στην καταστροφή του, έρμαιο των θεών ή της μοίρας. Όσο εξελισσόταν η κλασική τραγωδία, όμως, η κακή τύχη του ήρωα απεικονιζόταν ως αποτέλεσμα μιας αδυναμίας ή ενός «μοιραίου» ελαττώματος του χαρακτήρα του. Στον Οιδίποδα Τύραννο η μοίρα και ο χαρακτήρας επηρεάζουν καθοριστικά τα τραγικά γεγονότα. Ο χαρακτήρας του Οιδίποδα δεν παρουσιάζεται ως μαύρος ή άσπρος. Στην αρχή του έργου εμφανίζεται ως αξιοσέβαστος ηγέτης της Θήβας, στον οποίο στρέφεται ο λαός του για να απαλλαγεί από μια κατάρα, ενώ στη συνέχεια αποκαλύπτεται η ακούσια εμπλοκή του στην κατάρα. Η αποκάλυψη εντείνει την ατμόσφαιρα φόβου, χαρακτηριστικό των καλύτερων κλασικών τραγωδιών. Η αίσθηση της επικείμενης καταστροφής οφειλόταν και στο γεγονός ότι το κοινό γνώριζε καλά αυτές τις ιστορίες, συμπεριλαμβανομένου και του Οιδίποδα. Έτσι υπάρχει τραγική ειρωνεία, αφού το κοινό γνωρίζει τη μοίρα του ήρωα και τον βλέπει να οδεύει ανυποψίαστος προς την αναπόφευκτη καταστροφή. Στον Οιδίποδα Τύραννο, ο Σοφοκλής εδραιώνει την αίσθηση του αναπόφευκτου με αρκετές αναφορές σε χρησμούς που είχαν δοθεί πολλά χρόνια πριν και τις οποίες είχαν αγνοήσει ο Οιδίπους και η γυναίκα του Ιοκάστη. Η ιστορία δεν αφορά τόσο τα γεγονότα που οδηγούν στην πτώση του Οιδίποδα, όσο εκείνα που οδηγούν σε αποκαλύψεις για τη σημασία των παρελθοντικών του πράξεων.

Μια προαναγγελθείσα τραγωδία

Η σειρά των γεγονότων ξεκινά με τον λοιμό που πλήττει τη Θήβα. Ο χρησμός από το Μαντείο των Δελφών λέει ότι ο λοιμός θα σταματήσει όταν βρεθεί ο δολοφόνος του Λάιου, πρώην βασιλιά των Θηβών και πρώτου συζύγου της Ιοκάστης. Ο Οιδίπους ζητά τη συμβουλή του τυφλού προφήτη Τειρεσία για να βρει τον δολοφόνο. Ο Τειρεσίας έρχεται σε δύσκολη θέση, γιατί, αν και τυφλός, βλέπει αυτά που δεν μπορεί να δει ο Οιδίπους: ότι ο ίδιος είναι εν αγνοία του ο δολοφόνος.

Τον συμβουλεύει να μην επιμείνει. Αλλά ο Οιδίπους απαιτεί να μάθει την αλήθεια και οργισμένος αρνείται να πιστέψει τις κατηγορίες του μάντη, ενώ εκείνος του αποκαλύπτει επίσης ότι ο δολοφόνος θα είναι γιος της γυναίκας του. Συγκλονισμένος ο Οιδίπους θυμάται άτι μικρός είχε πάει στους Δελφούς για να μάθει ποιοι ήτο οι γονείς του, έχοντας ανακαλύψει ότι ήταν υιοθετημένος. Ο χρησμός έλεγε ότι θα σκότωνε τον πατέρα του και θα νυμφευόταν τη μητέρα του -και έτσι έφυγε και πήγε στη Θήβα. Καθοδόν, είχε συναντήσει και σκοτώσει έναν ηλικιωμένο που εμπόδιζε τον δρόμο του. Το κοινό γνώριζε τη σημασία του χρησμού, ειδικά όταν ο Σοφοκλής παρουσιάζει την Ιοκάστη, σύζυγο του Οιδίποδα και χήρα του Λάιου, που καθησυχάζει τον Οιδίποδα λέγοντας ότι οι προφητείες δεν ισχύουν· ο χρησμός έλεγε ότι ο Λάιος θα πέθαινε από το χέρι του γιου του, ενώ τον σκότωσαν ληστές. Αυτή η πληροφορία κάνει το κοινό να καταλάβει ότι η προφητεία που είχε δοθεί στον Οιδίποδα ήταν αυτοεκπληρούμενη- τον είχε κάνει να φύγει από την πατρίδα του και είχε προκαλέσει τα γεγονότα που οδήγησαν στον φόνο του Λάιου, του πατέρα του, στο να γίνει α ίδιος βασιλιάς της Θήβας και να πάρει για γυναίκα του τη μητέρα του Ιοκάστη.

Τα γεγονότα κλιμακώνονται και ο Οιδίπους έρχεται αντιμέτωπος με την αλήθεια. 0 Οιδίπους αυτοτυφλώνεται. Ο χορός, που σε όλη την τραγωδία εκφράζει τις μύχιες σκέψεις του Οιδίποδα και τα συναισθήματα που δεν μπορούν να εκφράσουν οι ήρωες, κλείνει το δράμα επαναλαμβάνοντας στην άδεια σκηνή ότι “κανέναν δεν πρέπει να μακαρίζεις πριν την ύστατη μέρα της ζωής του”.

Η δυτική παράδοση

Ο Οιδίπους Τύραννος κέρδισε άμεσα το αθηναϊκό κοινό και ο Αριστοτέλης χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη τραγωδία ως την καλύτερη κλασική. Ο Σοφοκλής, χειριζόμενος με μαεστρία τη σύνθετη πλοκή και αναλύοντας θέματα όπως η ελεύθερη βούληση, το πεπρωμένο, το μοιραίο ελάττωμα ενός ευγενούς ήρωα, δεν δημιούργησε απλώς σημεία αναφοράς για το κλασικό δράμα, αλλά έθεσε και τις βάσεις της μεταγενέστερης δραματικής παράδοσης της Δύσης.

Μετά τον θάνατο του Αισχύλου, του Ευριπίδη και του Σοφοκλή, δεν υπήρξαν αντίστοιχου μεγέθους τραγικοί ποιητές. Το δράμα συνέχισε να καταλαμβάνει κεντρική θέση στην πολιτισμική ζωή της αρχαίας Αθήνας, αν και τους επαίνους αποσπούσε ο χορηγός ή οι ηθοποιοί και όχι τόσο ο συγγραφέας. Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη (-450-388 π.χ.) βοήθησαν να καλυφθεί το κενό της απουσίας των σπουδαίων τραγωδιών και σταδιακά το κοινό άρχισε να εκτιμά το λιγότερο αυστηρό θέατρο.

Ακόμα και σήμερα, όμως, οι τραγωδίες της κλασικής Ελλάδας παραμένουν σημαντικές, μεταξύ άλλων και για την ψυχολογική ανάλυση των ηρώων, που χρησιμοποίησαν ο Φρόιντ και ο Γιουνγκ για να διατυπώσουν τις θεωρίες του ασυνείδητου, των ορμών και των απωθημένων. Τα σωζώμενα έργα των Αθηναίων τραγωδών, και ειδικά ο Οιδίπους Τύραννος, ανακαλύφθηκαν εκ νέου κατά τον Διαφωτισμό και παίζονται συστηματικά από τότε, ενώ τα θέματα και οι ιστορίες τους χρησιμοποιήθηκαν από πολλούς συγγραφείς.

Είναι αντίδραση

Αντιδράς. Κάποιος σε προσβάλει, σου πατάει ένα κουμπί κι εσύ αντιδράς – θυμώνεις, του βάζεις τις φωνές. Κι αυτό εσύ το λες δράση; Δεν είναι δράση, έχε το υπόψη σου, είναι αντίδραση. Εκείνος σε κατευθύνει κι εσύ κατευθύνεσαι. Σου έχει πατήσει ένα κουμπί κι εσύ αρχίζεις να λειτουργείς σαν μηχανή.Όπως πατάς ένα κουμπί κι ανάβει το φως, όπως πατάς ένα κουμπί και σβήνει το φως, αυτό ακριβώς κάνουν και σ’ εσένα οι άνθρωποι.
Σε ανάβουν και σε σβήνουν.

Κάποιος έρχεται και σε επαινεί και φουσκώνει το εγώ σου κι εσύ νιώθεις πολύ σπουδαίος. Κι ύστερα έρχεται κάποιος άλλος και σε κεντρίζει κι εσύ ξεφουσκώνεις και πέφτεις σαν άδειο σακί στο χώμα.
Δεν είσαι κύριος του εαυτού σου.

Ο οποιοσδήποτε μπορεί να σε προσβάλει και να σε κάνει στεναχωρημένο, θυμωμένο, εξοργισμένο, ταραγμένο, βίαιο, τρελό.

Και ο οποιοσδήποτε μπορεί να σε επαινέσει και να σε κάνει να νιώσεις πως είσαι μεγάλος και σπουδαίος, και κανείς δεν είναι τίποτα συγκρινόμενος μ’ εσένα.

Κι εσύ αντιδράς σύμφωνα με το πως σε κατευθύνουν οι άλλοι.

Αυτό δεν είναι πραγματική δράση.

Ένας σοφός περνούσε από ένα χωριό και οι άνθρωποι μαζεύτηκαν κι άρχισαν να τον προσβάλλουν. Και χρησιμοποιούσαν τις προσβλητικότερες λέξεις που μπορούσαν να βρουν.

Ο σοφός στάθηκε, τους άκουσε σιωπηλά κι ύστερα είπε:

“Σας ευχαριστώ που ήρθατε για μένα, εγώ όμως βιάζομαι. Πρέπει να φτάσω στο επόμενο χωριό, που με περιμένουν. Δεν μπορώ να σας δώσω περισσότερο χρόνο σήμερα. Αύριο όμως που θα επιστρέψω, θα έχω περισσότερο χρόνο. Μπορείτε να ξαναμαζευτείτε κι αν αύριο έχει απομείνει κάτι που θέλατε να πείτε σήμερα και δεν μπορέσατε, ελάτε να μου το πείτε.
Σήμερα όμως, συγχωρείστε με.”

Εκείνοι οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα αυτιά και στα μάτια τους: Αυτός ο άνθρωπος έμεινε εντελώς ατάραχος. Ένας από αυτούς ρώτησε: “Δεν μας άκουσες; Τόσα πράγματα σου είπαμε κι εσύ δεν έδωσες καμία απάντηση!”

Ο σοφός είπε: “Αν θέλατε να απαντήσω, τότε ήρθατε αργά. Έπρεπε να είχατε έρθει πριν δέκα χρόνια. Μέσα σ’ αυτά τα δέκα χρόνια όμως, έχω σταματήσει να κατευθύνομαι από τους άλλους. Δεν είμαι πια σκλάβος, είμαι κύριος του εαυτού μου. Δρω σύμφωνα με τον εαυτό μου, δρω σύμφωνα με την εσωτερική μου ανάγκη. Δεν μπορείτε να με αναγκάσετε να κάνω τίποτα. Θέλατε να με προσβάλλετε και είπατε ό,τι είχατε να πείτε. Πολύ καλά. Νιώστε ικανοποιημένοι. Σε ό,τι αφορά όμως εμένα, εγώ δεν παίρνω τις προσβολές σας. Κι αν δεν τις πάρω, δεν έχουν κανένα νόημα”.

Όταν κάποιος σε προσβάλλει, πρέπει να αποδεχτείς αυτό που λέει – μόνο τότε μπορείς να αντιδράσεις. Αν όμως δεν το αποδεχτείς, αν κρατήσεις απόσταση, αν παραμείνεις ψύχραιμος, τότε τι μπορεί να κάνει εκείνος;

Ο σοφός είπε: “Αν ρίξετε έναν αναμμένο πυρσό μέσα στο ποτάμι, θα παραμείνει αναμμένος μέχρι να φτάσει στο ποτάμι. Τη στιγμή που πέφτει μέσα στο ποτάμι, όλη η φωτιά φεύγει – το ποτάμι τη σβήνει. Εγώ έχω γίνει ποτάμι. Ρίχνετε προσβολές πάνω μου. Τη στιγμή που τις ρίχνετε, είναι φωτιά, τη στιγμή όμως που φτάνουν σ’ εμένα, όλη η φωτιά τους σβήνει. Δεν πληγώνουν πια. Εσείς πετάτε αγκάθια, καθώς όμως πέφτουν μέσα στη σιωπή μου, γίνονται τριαντάφυλλα.
Εγώ δρω από τη δική μου εσωτερική φύση”.

Ο Αριστοτέλης και οι δοξασίες περί ψυχής

Του Αριστοτέλους, του μεγάλου φιλοσόφου της αρχαιότητος, έν μόνον συγγραμμάτιον, η Ποιητική, έχει μεταφρασθή εις την νέαν γλώσσαν ημών. Εκ τούτου τα έργα του νομοθέτου εκείνου της ανθρωπίνης διανοίας είναι έτι χώρα άγνωστος εις ημάς, γνωστοτάτη όμως εις πάντα τα πολιτισμένα έθνη, ων τον πολιτισμόν εγαλούχησε και έθρεψεν απ’ αιώνων μέχρι σήμερον. Διότι τα έθνη ταύτα ηυτύχησαν να μελετήσωσι τας πολυτίμους συγγραφάς του Σταγειρίτου όχι μόνον εν τη αρχική γλώσση, εν η εγράφησαν, αλλ’ εν μεταφράσεσιν εις την εθνικήν γλώσσαν αυτών, αίτινες αναφαίνονται οσημέραι τελειότεραι. Επιθυμούντες ήδη να συντελέσωμεν το κατά δύναμιν εις πλήρωσιν του κενού τούτου εν ημίν αναγκαίαν προ πάντων κρίναμεν την μετάφρασιν της περί Ψυχής πραγματείας του Αριστοτέλους, ενός εκ των θαυμασιωτέρων και διδακτικωτέρων πονημάτων αυτού, περί ου βαθυνούστατος νεώτερος φιλόσοφος, ο Έγελος, έγραφεν εν τω τρίτω μέρει της Εγκυκλοπαιδείας των Φιλοσοφικών Επιστημών (παρ. 379) τάδε: «Εν τη φιλοσοφία του πνεύματος μόνα τα βιβλία του Αριστοτέλους περί Ψυχής και περί των καταστάσεων και δυνάμεων αυτής έχουσι την μεγίστην σπουδαιότητα, ή, κάλλιον ειπείν, είναι τα μόνα, άπερ έχουσι φιλοσοφικήν αξίαν. Το ουσιώδες αντικείμενον φιλοσοφίας του πνεύματος δεν δύναται να είναι άλλο παρά να επαναγάγη την επιστήμην ταύτην επί του εδάφους της καθαράς λογικής νοήσεως και ούτω να εμβαθύνη και αύθις εις τον ενδόμυχον νουν των συγγραμμάτων τούτων του Αριστοτέλους».

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΝ. —Αι περί ψυχής υπό των άλλων παραδεδομέναι δοξασίαι και διά ποίας αιτίας· διά την κίνησιν— δοξασίαι Δημοκρίτου, Λευκίππου, Πυθαγορείων και Αναξαγόρα. Διά την αισθητικότητα και την γνώσιν—δόξαι Δημοκρίτου, Θαλή κ.λ. Εξαίρεσις Αναξαγόρα. Διαφορά θεωριών περί του είδους και του αριθμού των αρχών των πραγμάτων.

Επειδή σκοπούμεν να εξετάσωμεν την ψυχήν, είναι αναγκαίον, ενώ συγχρόνως εκθέτομεν τας απορίας, τας οποίας πρέπει να έχωμεν λύσει, πριν ή προχωρήσωμεν, να συμπαραλάβωμεν τας δοξασίας των προγενεστέρων, όσοι είπον τι περί αυτής, όπως αποδεχθώμεν όσα είπον καλώς, αποφύγωμεν δε ό,τι δεν είπον καλώς.

Η αρχή δε της μελέτης ημών είναι να προτάξωμεν τας ιδιότητας, αίτινες σαφέστατα φαίνονται ότι ανήκουν εις την φύσιν της ψυχής. Το έμψυχον βεβαίως φαίνεται ότι διαφέρει του αψύχου κατά δύο προ πάντων, κατά την κίνησιν και την αίσθησιν. Παρελάβομεν δε και παρά των προγενεστέρων μόνα σχεδόν τα δύο ταύτα διακριτικά περί ψυχής. Τω όντι λέγουσί τινες, ότι η ψυχή είναι το κατ’ εξοχήν και το πρώτον παράγον την κίνησιν νομίσαντες δε ότι το μη κινούμενον αυτό δεν δύναται να κινή άλλο, υπέλαβον ότι η ψυχή είναι εκ των κινουμένων. Όθεν ο Δημόκριτος λέγει ότι η ψυχή είναι πυρ και θερμόν τι· διότι, ενώ υπάρχουσιν άπειρα σχήματα και άτομα, καλεί πυρ και ψυχήν, τα σφαιροειδή άτομα ομοιάζοντα με τα εν τω αέρι σωμάτια τα καλούμενα ξύσματα, τα οποία φαίνονται εις τας διά των θυρίδων εισερχομένας ηλιακάς ακτίνας. Τα άτομα δε ταύτα διεσπαρμένα πανταχού λέγει ότι είναι στοιχεία της φύσεως. Όμοια εδόξαζε και ο Λεύκιππος. Εκ των ατόμων μόνα τα σφαιροειδή έλεγον ούτοι ότι συνιστώσι την ψυχήν, διότι τα τοιαύτα σωματίδια δύνανται ευχερέστατα να εισδύωσι πανταχού και αυτά κινούμενα να κινώσι τα λοιπά. Διότι επίστευον ότι η ζωή είναι η δίδουσα την κίνησιν εις τα ζώα. Διά τούτο είπον και ότι όρος της ζωής είναι η αναπνοή. Διότι το περιέχον (ο αήρ) συνάγει τα σώματα και ούτως εκθλίβει τα σφαιροειδή κατά το σχήμα άτομα τα δίδοντα την κίνησιν, διότι ουδέποτε ουδ’ αυτά ηρεμούσιν εκ τούτου δε επέρχεται μεγάλη βοήθεια εις τα ζώα, διότι έξωθεν επεισέρχονται άλλα όμοια άτομα κατά την αναπνοήν, ταύτα δε εμποδίζουσι τα εν τοις ζώοις υπάρχοντα άτομα από του να εξέρχωνται, διότι βοηθούσι να απωθήται εκείνο όπερ τα συνάγει και πηγνύει. Λέγουσι δε και ότι τα έμψυχα ζώσιν, εφ’ όσον χρόνον δύνανται να εκτελώσι τούτο.

Φαίνεται δε ότι και το υπό των Πυθαγορείων λεγόμενον έχει την αυτήν έννοιαν. Τινές δηλαδή αυτών έλεγον, ότι ψυχή είναι τα εν τω αέρι σμικρά σώματα, άλλοι δε ότι ψυχή είναι η αιτία η κινούσα αυτά. Είπον δε ούτω περί αυτών, διότι ταύτα φαίνονται πάντοτε κινούμενα, και αν έτι υπάρχη τελεία, νηνεμία. Εις το αυτό καταντώσι και όσοι λέγουσιν ότι η ψυχή είναι το κινούν εαυτό. Διότι πάντες ούτοι φαίνονται φρονούντες, ότι η κίνησις είναι οικειότατον χαρακτηριστικόν της ψυχής και ότι τα μεν άλλα πάντα κινούνται υπ’ αυτής, αυτή δε κινείται υφ’ εαυτής, διότι ουδέν βλέπουσι κινούν, όπερ δεν κινείται και αυτό.

Ομοίως δε και ο Αναξαγόρας λέγει, ότι η ψυχή είναι η αιτία της κινήσεως, και ει τις άλλος είπεν ότι το παν ο νους κινεί. Αλλ’ όμως η δόξα τούτων δεν είναι εντελώς ομοία με την του Δημοκρίτου. Διότι ούτος λέγει, ότι απολύτως η ψυχή και ο νους είναι το αυτό πράγμα· και ότι το μέτρον του αληθούς είναι το αισθητόν φαινόμενον 18 και δια ταύτα καλώς ο Όμηρος παρέστησε τον Έκτορα ότι κατέκειτο αλλοφρονών, ότε κατέκειτο αναίσθητος 19 Τον νουν δεν θεωρεί ως δύναμίν τινα προς γνώσιν της αληθείας, αλλά λέγει ότι ψυχή και νους είναι το αυτό. O Αναξαγόρας όμως είναι ολιγώτερον σαφής περί αυτών 20, διότι εις πολλά μέρη λέγει ότι ο νους είναι το αίτιον του καλού και του ορθού, αλλαχού όμως λέγει ότι ο νους είναι η ψυχή· διό ο νους υπάρχει εις όλα τα ζώα, μεγάλα και μικρά, ανώτερα και κατώτερα. Φαίνεται όμως ότι ο λεγόμενος υπ’ αυτού νους κατά την νόησιν δεν υπάρχει ομοίως εις πάντα τα ζώα, ουδέ εις πάντας τους ανθρώπους.

Όσοι λοιπόν απέβλεψαν εις το ότι το έμψυχον κινείται αφ’ εαυτού, ούτοι υπέλαβον ότι η ψυχή είναι το κινητικώτατον ον, όσοι όμως απέβλεψαν εις το ότι η ψυχή γινώσκει και αισθάνεται τα όντα, ούτοι λέγουσιν ότι η ψυχή είναι αυταί αι αρχαί των πραγμάτων, τας οποίας άλλοι μεν παραδέχονται ότι είναι περισσότεραι, άλλοι δε ότι είναι μία μόνη αρχή. O μεν Εμπεδοκλής δοξάζων ότι η ψυχή αποτελείται εκ πάντων των στοιχείων, και ότι και έκαστον τούτων είναι ψυχή λέγει: «Διά της γης βλέπομεν την γην, διά του ύδατος το ύδωρ, διά του αιθέρος τον θείον αιθέρα, διά του πυρός το καταστρεπτικόν πυρ, διά της στοργής την στοργήν, διά της έριδος την ολεθρίαν έριδα».

Κατά τον αυτόν τρόπον και ο Πλάτων εν τω Τιμαίω την ψυχήν συνιστά εκ των στοιχείων 21, Διότι έλεγεν ότι διά του ομοίου γινώσκεται το όμοιον, και ότι τα πράγματα αποτελούνται εκ των αρχών. Τα αυτά εξετέθησαν εν τω συγγράμματι «Περί Φιλοσοφίας» επιγραφόμενον 22, όπου ορίζει, ότι το ζώον αυτό καθ’ εαυτό γεννάται εκ της ιδέας του ενός και εκ του πρώτου μήκους και πλάτους και βάθους 23, τα δ’ άλλα όντα κατά τον όμοιον τρόπον. Προσέτι δε λέγει κατ’ άλλην έποψιν, ότι ο νους μεν είναι το έν επιστήμη δε τα δύο, διότι αφ’ ενός τινος κινουμένη φθάνει εις την ενότητα· δόξα δε είναι ο αριθμός του επιπέδου, και αίσθησις ο αριθμός του στερεού. Διότι έλεγεν, ότι οι αριθμοί είναι αυταί αι ιδέαι και αι αρχαί των πραγμάτων, και ότι αποτελούνται εκ των στοιχείων. Γινώσκονται δε τα πράγματα, άλλα μεν διά του νου, άλλα δε διά της επιστήμης, άλλα διά της δόξης και άλλα διά της αισθήσεως, ιδέαι δε των πραγμάτων είναι οι αριθμοί ούτοι.

Επειδή δε η ψυχή εθεωρείτο ότι είναι τι το οποίον και κινεί και γινώσκει, τινές 24 συνεδύασαν και τα δύο ταύτα χαρακτηριστικά και ώρισαν ότι η ψυχή είναι αριθμός κινών εαυτόν.

Διαφωνούσιν όμως οι φιλόσοφοι ούτοι περί των αρχών ποίαι και πόσαι είναι αυταί. Μάλιστα οι θεωρούντες αυτάς σωματικάς διαφωνούσι προς τους θεωρούντας αυτάς ασωμάτους· προς τούτους δε διαφωνούσιν εκείνοι, οίτινες συνεδύασαν ταύτα και είπον ότι αι αρχαί είναι εξ αμφοτέρων (σωματικαί και ασώματοι).

Διαφωνούσι δε και περί του πλήθους των αρχών (στοιχείων)· οι μεν λέγουσιν ότι είναι μία αρχή, οι δε ότι είναι περισσότεραι, συμφώνως δε με ταύτα εξηγούσι την ψυχήν. Προσέτι δε παρεδέχθησαν, ουχί άνευ λόγου, ότι το να παράγωσι κίνησιν είναι αυτή η φύσις των πρώτων αιτιών.

Όθεν τινές εδόξασαν ότι πυρ είναι η ψυχή· διότι το πυρ και μικρότατα έχει τα μέρη και είναι εκ πάντων των στοιχείων το μάλλον ασώματον, προσέτι δε είναι αυτοκίνητον και κινεί τα άλλα πρώτον αυτό.

O Δημόκριτος δε σαφέστερον εξηγήθη ειπών την αιτίαν εκάστου των δύο τούτων χαρακτηριστικών 25. Είπε δηλ. ότι ψυχή και νους είναι το αυτό, διότι η ψυχή είναι εν εκ των πρώτων και αδιαιρέτων σωμάτων, και κινεί ένεκα της σμικρότητος των μερών αυτής και ένεκα του σχήματός της· ευκινητότατον δε εκ των σχημάτων έλεγεν ότι είναι το σφαιροειδές, και ότι τοιούτον έχει το σχήμα ο νους και το πυρ.

O Αναξαγόρας μεν φαίνεται ότι άλλο θεωρεί την ψυχήν και άλλο το σώμα, ως είπομεν και πρότερον μεταχειρίζεται όμως και τα δύο ως μίαν μόνην φύσιν, πλην ότι τον νουν θέτει προ παντός άλλου ως αρχήν πάντων των πραγμάτων. Ούτω λέγει ότι εκ των όντων μόνος ο νους είναι απλούς και αμιγής και καθαρός· αποδίδει όμως εις μίαν και την αυτήν αρχήν αμφότερα, και το γινώσκειν και το κινείν, διότι λέγει ότι ο νους εκίνησε το παν.

Φαίνεται δε ότι και ο Θαλής, εξ όσων αναφέρουσι περί αυτού, υπέλαβεν ότι η ψυχή είναι κινητικόν τι, εάν αληθώς έλεγεν ότι η μαγνήτις λίθος έχει ψυχήν, διότι κινεί τον σίδηρον.

Διογένης δε ο Απολλωνιάτης έλεγε, καθώς και άλλοι τινές, ότι η ψυχή είναι αήρ, διότι επίστευσεν ότι εκ πάντων των σωμάτων ο αήρ έχει τα σμικρότατα μέρη και είναι η αρχή πάντων. Και διά τούτο η ψυχή και γινώσκει και κινεί, και καθ’ όσον μεν είναι αιτία πρώτη και εκ ταύτης προέρχονται τα λοιπά, γινώσκει τα πράγματα, καθ’ όσον δε έχει τα μέρη σμικρότατα, είναι κινητική.

Και ο Ηράκλειτος δε έλεγεν, ότι η ψυχή είναι η πρώτη αρχή, διότι παρεδέχετο ότι η ψυχή είναι η αναθυμίασις, εκ της οποίας ούτος συνιστά τα άλλα, και προσέτι ότι η ψυχή είναι το μάλλον ασώματον ον και εν αδιαλείπτω ροή, και ότι το κινούμενον γινώσκεται υπό του κινουμένου. Εφρόνει δε και εκείνος όπως και άλλοι πολλοί, ότι τα όντα είναι εν κινήσει.

Ομοίως δε προς τούτους φαίνεται ότι και ο Αλκμαίων εδόξαζε περί ψυχής· λέγει δηλ. ότι αυτή είναι αθάνατος, διότι ομοιάζει με τους αθανάτους· έχει δε το χαρακτηριστικόν τούτο, διότι πάντοτε κινείται· κινούνται δε και πάντα τα θεία αιωνίως, η σελήνη, ο ήλιος, οι αστέρες και ο ουρανός όλος.

Άλλοι δε, παχυλωτέρας έχοντες δοξασίας, είπον ότι και ύδωρ είναι η ψυχή, καθώς ο Ίππων. Φαίνονται δε ότι επείσθησαν περί τούτου εκ του ζωικού σπέρματος, διότι εις πάντα τα όντα το σπέρμα είναι υγρόν· διό και μέμφεται τους λέγοντας ότι αίμα είναι η ψυχή, διότι η γονή δεν είναι αίμα, αυτή δε (το σπέρμα) είναι η πρώτη (η στοιχειώδης) ψυχή.

Άλλοι όμως, καθώς ο Κριτίας, λέγουσιν ότι η ψυχή είναι το αίμα, διότι παραδέχονται ότι το οικειότατον χαρακτηριστικόν της ψυχής είναι η αίσθησις, ήτις υπάρχει εις την ψυχήν εξ αιτίας της φύσεως του αίματος. Ούτω πάντα τα στοιχεία έλαβον κριτάς (ψήφους) πλην της γης, την οποίαν ουδείς ανεκήρυξεν ως αρχήν της ψυχής, εκτός εάν τις είπεν ότι η ψυχή συνίσταται εκ πάντων των στοιχείων 26 ή ότι είναι πάντα τα στοιχεία.

Ορίζουσιν ούτοι πάντες την ψυχήν ούτως ειπείν διά τριών γνωρισμάτων, ήτοι της κινήσεως, της αισθήσεως και της αϋλότητος 27, έκαστον δε εκ τούτων αναφέρεται πάλιν εις τας στοιχειώδεις αρχάς. Διά τούτο και οι ορίζοντες την ψυχήν διά του γνωστικού υπολαμβάνουσιν, ότι αυτή είναι ή στοιχείον ή αποτελείται εκ των στοιχείων, και πάντες λέγουσιν όμοια προς αλλήλους πλην ενός 28, διότι ισχυρίζονται ότι το όμοιον γνωρίζεται διά του ομοίου· και επειδή η ψυχή γινώσκει πάντα, διά τούτο συνιστώσιν αυτήν εκ πασών των αρχών (των στοιχείων).

Όσοι λοιπόν 29 λέγουσιν ότι μία μόνη υπάρχει αίτια και έν στοιχείον, ούτοι ισχυρίζονται, ότι και η ψυχή είναι έν στοιχείον, λ. χ. πυρ ή αήρ. Οι δε παραδεχόμενοι περισσοτέρας αρχάς, ούτοι λέγουσιν, ότι η ψυχή είναι πολλαπλή.

Μόνος δε ο Αναξαγόρας λέγει, ότι ο νους είναι απαθής και ουδέν κοινόν έχει με τα άλλα πάντα. Αλλά, εάν τοιούτος είναι ο νους, πώς δύναται να γνωρίζη και διά ποίαν αιτίαν, ούτε ο Αναξαγόρας είπεν ούτε εξ όσων έγραψεν είναι φανερόν. Όσοι δε παραδέχονται 30 αντιθέσεις μεταξύ των αρχών, ούτοι και την ψυχήν συνιστώσιν εκ των αντιθέτων· οι δε παραδεχόμενοι 31 το έν εκ των εναντίων, λ.χ. ή θερμόν ή ψυχρόν ή τοιούτον τι άλλο, ούτοι ισχυρίζονται ότι και η ψυχή είναι ομοίως έν εκ τούτων. Διά τούτο τινές παρακολουθούσι και την παραγωγήν των λέξεων και οι μεν λέγοντες ότι η ψυχή είναι το θερμόν, ισχυρίζονται ότι διά τούτο (διά το ζέειν) ωνομάσθη ζωή, οι δε λέγοντες ότι είναι το ψυχρόν, ισχυρίζονται ότι διά την αναπνοήν και την εκ ταύτης ψύξιν εκλήθη ψυχή.

Ταύτα είναι λοιπόν τα περί της ψυχής παραδοθέντα υπό των προγενεστέρων, και ούτοι οι λόγοι δι’ ους τοιαύτα είπον.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΛΥΣΙΑΣ, ΚΑΤΑ ΑΓΟΡΑΤΟΥ ΕΝΔΕΙΞΕΩΣ

ΛΥΣ 13.43–48

Οι συμφορές της πόλης μετά τη θανάτωση των πολιτών που κατήγγειλε ο Αγόρατος

Ο κατήγορος αφηγήθηκε αναλυτικά τα γεγονότα που οδήγησαν στη θανάτωση του Διονυσίδωρου και των στρατηγών και ταξιαρχών μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους Τριάκοντα. Φτάνοντας στο τέλος της διηγήσεως, συμπληρώνει:


[43] Οὗτοι μὲν τοίνυν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὑπ’ Ἀγοράτου
ἀπογραφέντες ἀπέθανον· ἐπειδὴ δὲ τούτους ἐκποδὼν ἐποιή-
σαντο οἱ τριάκοντα, σχεδὸν οἶμαι ὑμᾶς ἐπίστασθαι ὡς
πολλὰ καὶ δεινὰ μετὰ ταῦτα τῇ πόλει ἐγένετο· ὧν οὗτος
ἁπάντων αἴτιός ἐστιν ἀποκτείνας ἐκείνους. ἀνιῶμαι μὲν
οὖν ὑπομιμνῄσκων τὰς γεγενημένας συμφορὰς τῇ πόλει,
[44] ἀνάγκη δ’ ἐστίν, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἐν τῷ παρόντι καιρῷ,
ἵν’ εἰδῆτε ὡς σφόδρα ὑμῖν ἐλεεῖν προσήκει Ἀγόρατον.
ἴστε μὲν γὰρ τοὺς ἐκ Σαλαμῖνος τῶν πολιτῶν κομισθέντας,
οἷοι ἦσαν καὶ ὅσοι, καὶ οἵῳ ὀλέθρῳ ὑπὸ τῶν τριάκοντα
ἀπώλοντο· ἴστε δὲ τοὺς ἐξ Ἐλευσῖνος, ὡς πολλοὶ ταύτῃ
τῇ συμφορᾷ ἐχρήσαντο· μέμνησθε δὲ καὶ τοὺς ἐνθάδε διὰ τὰς
ἰδίας ἔχθρας ἀπαγομένους εἰς τὸ δεσμωτήριον· [45] οἳ οὐδὲν
κακὸν τὴν πόλιν ποιήσαντες ἠναγκάζοντο αἰσχίστῳ καὶ
ἀκλεεστάτῳ ὀλέθρῳ ἀπόλλυσθαι, οἱ μὲν γονέας [σφετέρους
αὐτῶν] πρεσβύτας καταλιπόντες, οἳ ἤλπιζον ὑπὸ τῶν
σφετέρων αὐτῶν παίδων γηροτροφηθέντες, ἐπειδὴ τελευ-
τήσειαν τὸν βίον, ταφήσεσθαι, οἱ δὲ ἀδελφὰς ἀνεκδότους,
οἱ δὲ παῖδας μικροὺς πολλῆς ἔτι θεραπείας δεομένους·
[46] οὕς, ὦ ἄνδρες δικασταί, ποίαν τινὰ οἴεσθε γνώμην περὶ
τούτου ἔχειν, ἢ ποίαν τινὰ ἂν ψῆφον θέσθαι, εἰ ἐπ’ ἐκείνοις
γένοιτο, ἀποστερηθέντας διὰ τοῦτον τῶν ἡδίστων; ἔτι δὲ
τὰ τείχη ὡς κατεσκάφη καὶ αἱ νῆες τοῖς πολεμίοις παρ-
εδόθησαν καὶ <τὰ> νεώρια καθῃρέθη καὶ Λακεδαιμόνιοι
τὴν ἀκρόπολιν ἡμῶν εἶχον καὶ ἡ δύναμις ἅπασα τῆς πό-
λεως παρελύθη, ὥστε μηδὲν διαφέρειν τῆς ἐλαχίστης πό-
λεως τὴν πόλιν. [47] πρὸς δὲ τούτοις τὰς ἰδίας <οὐσίας>
ἀπωλέσατε, καὶ τὸ τελευταῖον συλλήβδην ἅπαντες ὑπὸ τῶν
τριάκοντα ἐκ τῆς πατρίδος ἐξηλάθητε. ταῦτα ἐκεῖνοι οἱ
ἀγαθοὶ ἄνδρες αἰσθόμενοι οὐκ ἔφασαν ἐπιτρέψειν τὴν εἰρή-
νην, ὦ ἄνδρες δικασταί, ποιήσασθαι· [48] οὓς σύ, Ἀγόρατε,
βουλομένους ἀγαθόν τι πρᾶξαι τῇ πόλει ἀπέκτεινας, μη-
νύσας αὐτοὺς [τῇ πόλει] ἐπιβουλεύειν τῷ πλήθει τῷ ὑμε-
τέρῳ, καὶ αἴτιος εἶ ἁπάντων τῇ πόλει τῶν κακῶν τῶν γεγε-
νημένων. νῦν οὖν μνησθέντες καὶ τῶν ἰδίων ἕκαστος δυσ-
τυχημάτων καὶ τῶν κοινῶν τῆς πόλεως τιμωρεῖσθε τὸν
αἴτιον τούτων.

***
Ούτοι μεν λοιπόν περιληφθέντες εις τον υπό του Αγοράτου δοθέντα εις τους Τριάκοντα κατάλογον εφονεύθησαν. Όταν δε οι Τριάκοντα εφόνευσαν τούτους, νομίζω ότι γνωρίζετε πάνω–κάτω, ότι μετά ταύτα συνέβησαν εις την πόλιν πολλά και φοβερά· όλων δε αυτών είναι αίτιος ούτος, ο αίτιος του φόνου εκείνων. Στενοχωρούμαι βεβαίως υπενθυμίζων εις σας τας γενομένας τότε εις την πόλιν συμφοράς, είναι ανάγκη όμως να το κάμω, κύριοι δικασταί, εις την παρούσαν δίκην, διά να εννοήσετε πόσον αρμόζει να μισήτε σφόδρα τον Αγόρατον και να μη τον ευσπλαγχνίζεσθε. Διότι γνωρίζετε βέβαια οποίοι και πόσοι ήσαν οι εκ Σαλαμίνος κομισθέντες πολίται, και με ποίον μέσον υπό των Τριάκοντα εθανατώθησαν· γνωρίζετε πόσοι πολλοί ήσαν οι κομισθέντες εξ Ελευσίνος, οι οποίοι κατά τον ίδιον τρόπον εφονεύθησαν· ενθυμείσθε δε ότι και οι εν τη πόλει διαμένοντες διά ατομικάς αφορμάς και έχθρας ωδηγούντο εις τας φυλακάς· οι οποίοι αν και ουδόλως έβλαψαν την πόλιν εφονεύοντο διά μέσου αισχίστου και αδοξοτάτου, άλλοι μεν εγκαταλείποντες γέροντας γονείς, οι οποίοι ήλπιζον, αφού γηροκομηθούν από τα τέκνα των, ότι θα ταφούν υπ' αυτών, όταν αποθάνουν, άλλοι δε αδελφάς ανυπάνδρους, άλλοι δε μικρά τέκνα έχοντα ακόμη ανάγκην μεγάλης περιποιήσεως και φροντίδος. Ούτοι, κύριοι δικασταί, ποίαν γνώμην νομίζετε ότι θα είχον περί τούτου (του Αγοράτου), ή πώς θα εψήφιζον, εάν περιήρχετο εις την εξουσίαν των, αφού εστερήθησαν εξ αιτίας αυτού των φιλτάτων των; Γνωρίζετε δε πώς εκρημνίσθησαν τα μακρά τείχη, πώς παρεδόθη ο στόλος μας εις τους εχθρούς, πώς κατεστράφη ο ναύσταθμος, πώς οι Σπαρτιάται κατείχον την ακρόπολίν μας και πώς παρέλυσε όλη η δύναμις της πόλεως, ώστε ουδόλως να διαφέρη αύτη από την πιο μικράν πόλιν. Έκτός δε τούτων εχάσατε τας ατομικάς σας περιουσίας, και τελευταίον όλοι ομαδόν υπό των Τριάκοντα εξεδιώχθητε εκ της πατρίδος σας. Ταύτα αισθανόμενοι οι αγαθοί εκείνοι άνδρες είπον, κύριοι δικασταί, ότι δεν θα επιτρέψουν να συναφθή ειρήνη με τόσον βαρείς όρους. Τούτους συ, Αγόρατε, επειδή ήθελον να πράξουν κάτι ωφέλιμον διά την πόλιν και την δημοκρατίαν τους εφόνευσες καταγγείλας αυτούς ότι σχεδιάζουν να βλάψουν την πόλιν, και είσαι αίτιος όλων των συμφορών της πόλεως. Τώρα λοιπόν, αφού έκαστος ενθυμηθή τας ατομικάς του συμφοράς, αλλά και τας συμφοράς της πόλεως, τιμωρήσετε τον αίτιον αυτών.