Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018

Ο Πρωταγόρας, ο Σωκράτης και η γέννηση της φιλοσοφίας

Ο διάλογος του Πρωταγόρα με το Σωκράτη για το διδακτό της αρετής έχει μείνει στην ιστορία όχι μόνο γιατί βλέπουμε ζωντανά την αντιπαράθεση των σοφιστών με το Σωκράτη ή γιατί τον καταγράφει ο Πλάτωνας, ένας δεδομένος πολέμιος των σοφιστών, ή για το μύθο της δημιουργίας του κόσμου που εκφωνείται από τον Πρωταγόρα, αλλά και γιατί μέσα σε ένα κείμενο βλέπουμε όλες τις μεθοδεύσεις πειθούς της εποχής ή, με άλλα λόγια, γιατί βρισκόμαστε μπροστά στην ίδια την πηγή της εξέλιξης της φιλοσοφικής σκέψης. Το ίδιο το πλαίσιο της συζήτησης, με τις τεραστίου μεγέθους προσωπικότητες που συνομιλούν και τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους στο σπίτι του Καλλία, που φιλοξενείται ο Πρωταγόρας, και την όξυνση της αντιπαράθεσης, όταν ο Πρωταγόρας εκνευρίζεται με το ανακριτικό ύφος του Σωκράτη, που φτάνει μέχρι την απειλή της οριστικής διακοπής της συζήτησης προκαλώντας την άμεση παρέμβαση του Καλλία, που ως οικοδεσπότης θεωρεί αναγκαίο να κατευνάσει τα πνεύματα, προσδίδει μια απίστευτη λογοτεχνικότητα, μια δύναμη καθηλωτική, που μόνο η έννοια του θρύλου μπορεί να προσδιορίσει.
 
Ο Πρωταγόρας προκαλείται από την πρώτη στιγμή. Όταν λέει ότι διδάσκει την πολιτική αρετή, ο Σωκράτης απαντά ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται, υπονοώντας ότι ο Πρωταγόρας είναι απατεώνας. Η δεδομένη Σωκρατική ειρωνεία περιπλέκει όχι μόνο την τροπή της συζήτησης, αλλά και τις ίδιες του τις προθέσεις. Ως ένα βαθμό αδυνατούμε να καταλάβουμε αν ο Σωκράτης εννοεί αυτά που λέει ή εφαρμόζει και πάλι τις γνωστές του τεχνικές προκειμένου να φέρει τον Πρωταγόρα σε αδιέξοδο. Βέβαια, η επικρατούσα άποψη είναι ότι ο Σωκράτης προφανώς δεν εννοεί αυτά που λέει, αλλά χρησιμοποιώντας τη διαλεκτική και τη μαιευτική επιχειρεί να εξουδετερώσει τον Πρωταγόρα γελοιοποιώντας τον, όπως συνήθιζε με πολλούς επιφανείς στην αθηναϊκή αγορά διατυπώνοντας τις θρυλικές «αφελείς» του ερωτήσεις. Κι εδώ ακριβώς βρισκόμαστε μπροστά στη σημειολογία της λεκτικής μονομαχίας, αφού πλέον παρακολουθούμε τη σύγκρουση δύο προσωπικοτήτων που μόνο μέσα από τη λεκτική αντιπαράθεση μπορεί να εκφραστεί. Με δυο λόγια βρισκόμαστε μπροστά στην αποθέωση της φιλοσοφίας, που μετατρέπει το παιχνίδι του λόγου σε θέμα προσωπικό, όχι με την νοσηρή εκδοχή της φτηνής επιβολής, ο λόγος δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό, αλλά με την οπτική της ιδεολογικής αντιπαράθεσης που γίνεται αυτοσκοπός, που παίρνει δηλαδή διαστάσεις αιώνιες, αφού οι αντιπαραθέσεις αυτού του είδους μόνο ως αέναες αναζητήσεις μπορούν να ερμηνευτούν. Ο Σωκράτης για να υποδαυλίσει τη συζήτηση επιχειρηματολογεί για πράγματα που ούτε ο ίδιος πιστεύει. Ο Πρωταγόρας, για τον ίδιο λόγο, αναφέρεται στη δημιουργία του κόσμου επικαλούμενος τη συμβολή των θεών στους οποίους προφανώς δεν πιστεύει. Φυσικά, για όλα υπάρχουν ερμηνείες. Ο ένας το κάνει λόγω τακτικής, ο άλλος τους αναφέρει συμβολικά και πάει λέγοντας. Η ουσία είναι ότι όλες αυτές οι μικρές ατασθαλίες σηματοδοτούν το βαθύτερο κίνητρο της προσωπικής συμβολής μέσα στην πορεία της σκέψης, την πεποίθηση της υπηρεσίας του ιδανικού που μόνο η ακατάπαυτη συμμετοχή στην αδιάκοπη φιλοσοφική διερεύνηση διασφαλίζει. Κι αυτό είναι ο θρίαμβος της σκέψης, που μοιραία δεν έχει άλλη επιλογή από το να προχωρήσει. Γιατί αν ο Σωκράτης δεν έλεγε τα αντίθετα από αυτά του σκεφτόταν, ο διάλογος δεν θα υπήρχε. Κι αν ο Πρωταγόρας δεν επικαλούνταν τους θεούς θα χάναμε το μύθο της δημιουργίας του κόσμου, με άλλα λόγια η φιλοσοφία θα ήταν φτωχότερη.
 
Το μεγαλείο του Σωκράτη δηλώνεται από την αρχή. Σε ελάχιστο χρόνο και παντελώς απροετοίμαστος στήνει μια ολόκληρη επιχειρηματολογία στηρίζοντας το μη διδακτό της αρετής, πράγμα που ξέρει καλά ότι δεν ευσταθεί. Μοιραία, τα επιχειρήματά του δεν πείθουν, αλλά αυτό έχει ελάχιστη σημασία μπροστά στην πρωτοφανή ετοιμότητα στην κατασκευή επιχειρημάτων, δηλαδή στην παραγωγή σκέψης και την πειστικότητα της παρουσίασης. Η φαινομενική αλήθεια του Σωκράτη διατυπώνεται τόσο άρτια, που είναι βέβαιο ότι θα συμπαρέσερνε τον οποιονδήποτε. (Κι αυτό βέβαια θα ήταν η καταδίκη του. Ο Σωκράτης θα αποκάλυπτε την απάτη και θα τον γελοιοποιούσε. Όμως εδώ, έχει να κάνει με τον Πρωταγόρα.) Επικαλούμενος τη σοφία των Αθηναίων αναφέρεται στη λειτουργία της αθηναϊκής δημοκρατίας που στηρίζεται στην απόλυτη ελευθερία του λόγου. Από τη στιγμή που ισότιμα μπορούν όλοι να πάρουν το λόγο σε θέματα πολιτικών αποφάσεων, που φυσικά προϋποθέτουν την πολιτική αρετή, γίνεται αντιληπτό ότι η πολιτική αρετή θεωρείται στα πράγματα που δεν διδάσκονται, αφού, σε διαφορετική περίπτωση θα μιλούσαν μόνο οι ειδικοί, δηλαδή αυτοί που τη διδάχτηκαν, όπως συμβαίνει σε συζητήσεις που αφορούν θέματα ναυπηγικής ή οικοδομικής. Εξάλλου και ο ίδιος ο Πρωταγόρας, που παρουσιάζεται ως δάσκαλος της πολιτικής αρετής, δεν την έχει διδαχτεί από κανένα. Κι επιπλέον, κανείς επιφανής δεν προσπαθεί να διδάξει την πολιτική αρετή στα παιδιά του, ούτε ο ίδιος ο Περικλής, που φυσικά επικαλείται ως μέγιστη πολιτική αυθεντία. Είναι προφανές ότι αν η πολιτική αρετή μπορούσε να διδαχθεί δεν θα άφηναν οι επιφανείς τα παιδιά τους στο έλεος της μοίρας, πράγμα που αποδεικνύει ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Πώς θα μπορούσε ο Πρωταγόρας να τα ανατρέψει όλα αυτά; Να αμφισβητήσει την αθηναϊκή δημοκρατία; Να διαψεύσει το Σωκράτη ως προς τη λειτουργία της; Να επικαλεστεί ότι ο ίδιος είχε δάσκαλό; Να αμφισβητήσει την προσωπικότητα του Περικλή; Το γεγονός ότι τα παιδιά του Περικλή ήταν παρόντα στη συζήτηση και δεν διέψευσαν ούτε στο ελάχιστο το Σωκράτη για τη συμπεριφορά του πατέρα τους όχι μόνο απέκλειε κάθε ενδεχόμενο διαφωνίας, αλλά προσέδιδε στα λόγια του Σωκράτη την ισχύ του αδιάψευστου ντοκουμέντου.
 
Κι εδώ ακριβώς περνάμε στο μεγαλείο του Πρωταγόρα που δείχνει την ισχύ του από την αρχή. Σε μια επίδειξη ανωτερότητας ρωτάει την ομήγυρη αν θέλει να ακούσει μια διάλεξη ή ένα μύθο, καθιστώντας σαφές ότι έχει τον απόλυτο έλεγχο κι ως εκ τούτου η επιλογή δεν τον αφορά. Τελικά επιλέγει το μύθο, επιλέγει δηλαδή να πάρει τα πράγματα από την αρχή. Παρουσιάζει την δημιουργία του κόσμου, τον κίνδυνο της εξαφάνισης του ανθρώπου από τα θηρία, την παρέμβαση του Προμηθέα που κλέβει τη φωτιά και τις τεχνικές γνώσεις από τους θεούς και τα χαρίζει στον άνθρωπο για να επιβιώσει και την τελική συνεισφορά του Δία που ευεργετεί την ανθρωπότητα δωρίζοντας την αιδώ και τη δίκη για να μπορούν να υπάρχουν πόλεις, αφού ο άνθρωπος μόνο μέσα σε οργανωμένες κοινωνίες θα μπορούσε να επιβιώσει και οι οργανωμένες κοινωνίες μόνο με την αιδώ και τη δίκη μπορούν να συγκροτηθούν. Και κάπως έτσι φτάνουμε στο θέμα της πολιτικής αρετής καθώς η αιδώς και η δίκη (ο σεβασμός και η δικαιοσύνη) μόνο ως πολιτική αρετή μπορούν να ερμηνευτούν. Όμως ο Δίας, αν και μοιράζει τα δώρα του σε όλους τους ανθρώπους, παραδέχεται ότι κάποιοι – οι άδικοι –  μπορεί να μην τα έχουν, κι αυτό είναι η απόδειξη ότι δόθηκαν ως δυνατότητα κι όχι ως αμετάκλητο – τετελεσμένο γεγονός. Κι αυτή ακριβώς είναι και η ευθύνη του ανθρώπου που οφείλει να μετατρέψει το δυνάμει σε ενεργεία, που οφείλει δηλαδή να πραγματώσει την αρετή καταβάλλοντας προσπάθεια, καθώς τίποτε δεν είναι δεδομένο. Πώς ορίζεται αυτή η προσπάθεια και τι μπορεί να απαιτεί αν όχι τη διδασκαλία; Εξάλλου, αυτό είναι και το νόημα της ποινής. Η ποινή δεν είναι εκδίκηση, γιατί μόνο τα θηρία εκδικούνται. Η ποινή αποσκοπεί στο σωφρονισμό και τον παραδειγματισμό, στην προσπάθεια δηλαδή της αποτροπής των παραβατικών συμπεριφορών στο μέλλον. Τι άλλο μπορεί να είναι η ποινή από παιδαγωγική μέθοδος της κοινωνίας που διασφαλίζει την αρμονική συνύπαρξη, δηλαδή την υιοθέτηση της πολιτικής αρετής; Και που αλλού μπορεί να αποσκοπεί ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα της Αθήνας, πέρα από την υιοθέτηση της αρετής, όταν από την πιο μικρή ηλικία η οικογένεια με την τροφό και τον παιδαγωγό υποδεικνύει διαρκώς τον ορθό τρόπο συμπεριφοράς, δηλαδή την αρετή, κι όταν το σχολείο βομβαρδίζει τους νέους από την πρώτη στιγμή με υγιή πρότυπα αρετής παρμένα κυρίως από τους ήρωες των ομηρικών επών; Και τι άλλο μπορεί να είναι ο νομοθέτης αν όχι ο μεγάλος παιδαγωγός της κοινωνίας;
 
Ο Σωκράτης διαστρεβλώνει επίτηδες την καθολικότητα της αρετής – το γεγονός δηλαδή ότι συμμετέχουν όλοι στις πολιτικές αποφάσεις – αποδίδοντάς την σε έμφυτη τάση κι αποσιωπώντας όλους αυτούς που δεν συμμετέχουν επειδή στερήθηκαν τα πολιτικά τους δικαιώματα. Ο Πρωταγόρας απαντά με το μύθο της κοσμογονίας ξεκαθαρίζοντας ότι πράγματι υπάρχει καθολικότητα, αφού ο Δίας μοίρασε την πολιτική αρετή σε όλους, αλλά η διδασκαλία είναι απαραίτητη γιατί μόνο έτσι θα γίνει το δυνάμει ενεργεία. Ο Σωκράτης εξιδανικεύει την αθηναϊκή δημοκρατία αποκαλώντας τους Αθηναίους σοφούς, πράγμα που φυσικά δεν πίστευε, αφού πρώτος ο ίδιος κατηγορούσε με κάθε ευκαιρία τους Αθηναίους και την εκφυλισμένη δημοκρατία της εποχής, και ο Πρωταγόρας του απαντά με το ίδιο νόμισμα εξιδανικεύοντας την Αθήνα στο ζήτημα της ποινής, που δήθεν δεν εφαρμοζόταν για εκδίκηση, όταν ο ίδιος ο θάνατος του Σωκράτη θα τον διαψεύσει. Ο Σωκράτης, στο θέμα των παιδιών του Περικλή, εσκεμμένα ταυτίζει την πολιτική δεινότητα με την πολιτική αρετή, καθώς τα παιδιά του Περικλή δεν είχαν την πολιτική δεινότητα του πατέρα τους, γιατί αν δεχτούμε ότι δεν είχαν πολιτική αρετή θα πρέπει να υποθέσουμε ότι ήταν εγκληματίες. Ο Πρωταγόρας του απαντά με λήψεις του ζητουμένου, κλασικό σοφιστικό τέχνασμα διαστρέβλωσης της αλήθειας καθώς αλλοιώνεται ολόκληρος ο συλλογισμός με την μετατροπή του συμπεράσματος σε δεδομένο. Όμως, όλες αυτές οι ωφέλιμες συλλογιστικές απάτες σηματοδοτούν την εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης, που μόνο μέσα από τον ελιγμό και τη διαχείριση των εννοιών μπορεί να προωθηθεί. Γιατί μόνο έτσι θα μπορούσαν να προσδιοριστούν έννοιες όπως πολιτική αρετή, νομοθεσία, εκπαίδευση, ποινές κτλ. Γιατί μόνο έτσι γεννιέται η φιλοσοφία. Και κάπως έτσι οι μεγάλοι αντίπαλοι γίνονται κοινωνοί της φιλοσοφικής μυσταγωγίας. Και κάπως έτσι η αντιστροφή μετουσιώνεται σε μεγαλείο, αφού μόνο έτσι καταρρίπτονται όλα τα δόγματα. Ο διάλογος του Σωκράτη με τον Πρωταγόρα θα παραμένει ως αιώνιο σύμβολο του φιλοσοφικού προβληματισμού.

Η Αντιγόνη του Σοφοκλή ως πεδίο δοκιμασίας των σοφιστικών αντιλήψεων

Σοφοκλής και σοφιστές: διυλίζοντας νέες ιδέες
 
Πραγματευόμενος κανείς το έργο της «Αντιγόνης» μέσα από τη συγκυρία της συγγραφής της δεν μπορεί να παραγνωρίσει τη μεγάλη επιρροή που άσκησε σε ηθικοκοινωνικό και πολιτικό επίπεδο το σύνολο των σοφιστών, που τότε είχε αρχίσει να εμφανίζεται στο προσκήνιο, για να εδραιωθεί συστηματικά στην αθηναϊκή κοινωνία το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π. Χ. Οι παρεμβάσεις τους αφορούν την εκπαίδευση, την πολιτική, την κοινωνία και τέλος την θρησκεία. Στα χρόνια του Σοφοκλή ο κύκλος των σοφιστών, με μπροστάρη των Πρωταγόρα, είχε καταστήσει σαφή τη δυναμική του στα πολιτικά πράγματα, καθώς, όπως φαίνεται και από το ομώνυμο έργο του Πλάτωνα, ο Πρωταγόρας υποσχόταν ρητορική δεινότητα και ικανότητα πολιτικής διοίκησης στους μαθητές του (Πρωταγόρας, 318e: «Το μάθημα [το οποίο διδάσκω] είναι η εὐβουλία, η σωστή σκέψη και λήψη αποφάσεων τόσο για τα θέματα που αφορούν τα οἰκεῖα, την ιδιωτική ζωή, πώς δηλαδή να διευθετεί κανείς με τον καλύτερο τρόπο τα ζητήματα του οἴκου του, όσο και για τα θέματα που αφορούν την πόλη, ώστε να είναι κανείς όσο γίνεται πιο ικανός να πράξει και να μιλήσει για τα πολιτικά θέματα»). Μέσα από τη διδασκαλία τους οι σοφιστές προκάλεσαν σημαντικές μεταβολές σε ποικίλους χώρους της σκέψης: μίλησαν με σκεπτικισμό για την ύπαρξη και την πολλαπλότητα της αλήθειας, πίστεψαν στη δύναμη και την πειθώ του λόγου μέσα από τον καλλωπισμό του, διέκριναν την αλήθεια από τη φαινομενικότητα, αμφισβήτησαν φύση και θεούς, τοποθέτησαν στο κέντρο της διδασκαλίας τους τον άνθρωπο και πληρώνονταν αδρά για αυτή τους την προσφορά. Ανέτρεψαν με λίγα λόγια πολλά από τα «νόμιμα» της εποχής και προκάλεσαν σωρεία αντιδράσεων. Στο έργο της «Οι μεγάλοι σοφιστές στην Αθήνα του Περικλή» η Jaqueline de Romilly αναφέρει για τους σοφιστές: «Είναι οι πρώτοι που ύψωσαν σε βασική αρχή τη σχετικότητα της γνώσης και που άνοιξαν τον δρόμο όχι μόνο για την ελεύθερη σκέψη, αλλά και για την απόλυτη αμφιβολία μπροστά στη μεταφυσική, την ηθική, τη θρησκεία… Ήταν οι πρώτοι που έφτασαν στα απώτατα όρια του ορθολογισμού και του σκεπτικισμού» (Jaqueline de Romilly, 1994:337)
 
Παράλληλα με τη δράση του Πρωταγόρα ζει και συγγράφει ο Σοφοκλής (το 442 π.Χ. διδάσκεται η «Αντιγόνη» από τον Σοφοκλή, ενώ το 443 π.Χ. ο Πρωταγόρας απεσταλμένος του Περικλή πηγαίνει στους Θουρίους για να συγγράψει νόμους). Είναι , λοιπόν, μάρτυρας μιας ηθικής και κοινωνικής εξέλιξης που πυροδοτεί μια νέα πολυμορφία ιδεών: ο ορθός λόγος επανεξετάζει την παλιά αριστοκρατική ηθική. Το προσωπικό και κοινωνικό κοσμοείδωλο του καθενός επαναπροσδιορίζεται μέσα από νέες συγκρούσεις (κοινωνικό – ατομικό χρέος, θεϊκοί νόμοι- κρατικό δίκαιο), συγκρούσεις που αναπαράγουν οι σοφόκλειοι ήρωες και αυξάνουν τις απαιτήσεις για τον Αθηναίο θεατή καθιστώντας τον κριτή των καθηκόντων του. Η διύλιση, πάντως, του καινούριου από τη μεριά του Σοφοκλή είναι προσεκτική και η θέση του σε θέματα ηθικής αδιαπραγμάτευτη. Η στάση του απέναντι στους σοφιστές έχει αποτυπωθεί μέσα από τα λόγια του Busse: ο Σοφοκλής βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με τους σοφιστές στον βαθμό που αυτοί τιμούν τη δημιουργικότητα του ανθρώπινου πνεύματος στη σφαίρα της πολιτιστικής προόδου, αλλά επίσης επιτίθεται εναντίον της ανηθικότητας αυτών, όταν αυτοί θεωρούν τον ηθικό νόμο μια δημιουργία της ιδιομορφίας του ανθρώπου και χωρίς ενδοιασμό θέτουν τον εαυτό τους πάνω από αυτόν. Μέσα στο έργο οι στίχοι και οι δραματικές καταστάσεις που εμπεριέχουν αιχμές κατά των σοφιστικών ιδεών σίγουρα ηχούσαν δυνατά στα αυτιά του υποψιασμένου αθηναϊκού ακροατηρίου. Η δυνατότητα παραπλάνησης των ακροατών μέσα από φραστικά στολίδια και η εύσχημη απόκρυψη της αλήθειας από τη μεριά των σοφιστών (τὸν ἥττω λόγον κρείττω) αποδίδεται πρωτίστως μέσα από τα λόγια του Κρέοντα στους στίχους 495-496, τα οποία, μάλιστα, αναφερόμενα σε λάθος αποδέκτη (σε μια Αντιγόνη που καθόλου δεν επεδίωξε να δημιουργήσει άλλες εντυπώσεις για τον εαυτό της και την πράξη της) από πομπό που τελεί σε πλάνη (ένας Κρέοντας που επιχειρεί να παρουσιάσει τη στέρηση της ταφής ως αδιαπραγμάτευτη πολιτική επιλογή), αναδεικνύουν ακόμη περισσότερο τη σύγχυση μέσα από την οποία «απεργάζονται» οι σοφιστές τα τεχνάσματά τους: μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ.
 
Την ευκολία με την οποία χάνεται η αλήθεια (αιχμή κατά των σοφιστικών μεθόδων) καταδεικνύει και η αρχή του έργου: η επιδεικτική περιφρόνηση από μέρους της Αντιγόνης των νόμων της πόλης μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι έχει άδικο. Η εμφάνιση του Κρέοντα στη σκηνή με δώρο (από τον Σοφοκλή) έναν πρώτο στίχο γεμάτο από «πολύτιμες» για τον θεατή λέξεις με τεράστια ηθική διάσταση (στ. 162 ἄνδρες, τὰ μὲν δὴ πόλεος ἀσφαλῶς θεοὶ πολλῷ σάλῳ σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν) και προγραμματικές δηλώσεις που βρίθουν από μεγαλόπνοες πολιτικές ιδέες εύλογα προκαλεί την επιδοκιμασία ενός μέρους των θεατών, που εύκολα παγιδεύεται στη λεκτική αυτή πλεκτάνη. Ο Ανδρεάδης (1994) εντοπίζει στη ρήση αυτή του Κρέοντα (στ. 102-222) στοιχεία ηγέτη και ρήτορα του οποίου το υφάδι των λόγων δημιουργεί ένα δίχτυ από πειστικά φαινόμενα, εικόνες, συλλογισμούς ανθεκτικούς και ταυτοχρόνως έτοιμους να βουλιάξουν σαν τη μακρόβιο εικόνα του καραβιού της πόλεως που ταξίδεψε από τον Πλάτωνα μέχρι τον Ρεμπώ και τον Έγκελς. Η σοφιστική δικαιολογία που επινοεί ο Κρέοντας για να έχει ήσυχη τη συνείδησή του σχετικά με το τέλος της Αντιγόνης στους στ. 889- 890 (ἡμεῖς γὰρ ἁγνοὶ τοὐπὶ τήνδε τὴν κόρην, μετοικίας δ᾽ οὖν τῆς ἄνω στερήσεται) ίσως του δίνει μια πρόσκαιρη ανακούφιση και σκεπάζει για λίγο την αλήθεια. Η αλήθεια και το δίκιο αποτελεί σε όλο το έργο ζητούμενο, καθεμιά από τις συγκρουόμενες πλευρές πιστεύει ότι τα κατέχει και προσκομίζει λογικά ή και λογικοφανή επιχειρήματα για να στηρίξει τις επιλογές του. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η αμήχανη στάση του χορού που δυσκολεύεται μέχρι το τέλος να πάρει ξεκάθαρη θέση καθιστώντας σαφή τη σχετικότητα των πραγμάτων και των καταστάσεων. Ο Σοφοκλής χρησιμοποιεί ένα κατεξοχήν σοφιστικό εργαλείο, για να καταφερθεί εναντίον τους: παίζει με το παιχνίδι της ανατροπής των πρώτων εντυπώσεων (σταδιακή αποκάλυψη της σαθρής νομιμότητας που υπηρετεί ο Κρέων), που πέρα από την οικονομία του έργου εξυπηρετεί και την κοινωνικοπολιτική αποστολή του: θυμίζει στους συμπολίτες του ότι και στη ζωή, κυρίως, όμως, στον πολιτικό στίβο οι λαοπλάνοι αγύρτες είναι πολλοί, το πολιτικό αισθητήριο του λαού είναι συχνά εξασθενημένο και η αλήθεια χάνεται εύκολα από τα μάτια των ανθρώπων, όπως άλλωστε έχει χαθεί από τα μάτια του Κρέοντα και ίσως κάποιες στιγμές και από τα μάτια των θεατών.
 
Παράλληλα, η ευγενική καταγωγή, η επιμελημένη παιδεία του Σοφοκλή και ο συγχρωτισμός του με τον αριστοκρατικό, καλλιεργημένο κύκλο που ηγούνταν ο Κίμων δε θα μπορούσαν να μη διαμορφώσουν μια σθεναρή υπεράσπιση από μέρους του της δύναμης της φύσης στη ζωή και στην εξέλιξη του ατόμου. Οι αρετές για αυτόν είναι έμφυτες, κληρονομούνται, όπως άλλωστε θα υποστήριζε ο Πίνδαρος και φυσικά ο Σωκράτης, που στην «Πολιτεία» επιτάσσει «τάς τε βελτίστας φύσεις» (τις οποίες, βέβαια, συνδέει με την αριστοκρατία του πνεύματος και όχι της καταγωγής) στα πολιτικά τους καθήκοντα (Ἡμέτερον δὴ ἔργον, ἦν δ’ ἐγώ, τῶν οἰκιστῶν τάς τε βελτίστας φύσεις ἀναγκάσαι ἀφικέσθαι πρὸς τὸ μάθημα ὃ ἐν τῷ πρόσθεν ἔφαμεν εἶναι μέγιστον, ἰδεῖν τε τὸ ἀγαθὸν καὶ ἀναβῆναι ἐκείνην τὴν ἀνάβασιν, καὶ ἐπειδὰν ἀναβάντες ἱκανῶς ἴδωσι, μὴ ἐπιτρέπειν αὐτοῖς ὃ νῦν ἐπιτρέπεται, 519b-d). Σε αυτή τη θέση οι σοφιστές ανθίστανται σθεναρά προτάσσοντας τη βελτιωτική δύναμη της παιδείας. Αυτοί ορθώνουν τη διδασκαλία τους εναντίον της φύσης και επικεντρώνονται στις δυνατότητες του ατόμου να διεκδικήσει και να καταφέρει πράγματα. Η Jaqueline de Romilly αναφέρεται στον νέο προβληματισμό που πυροδότησε το τολμηρό εγχείρημα των σοφιστών να θεωρούν ότι όλοι μπορούν να διδαχθούν τα αγαθά. Ο χώρος της φιλοσοφίας, αλλά και η τραγωδία και η ιστορία μπολιάζεται με αυτό το νέο θέμα και κατοπτρίζει την αίσθηση που προκαλούσε η εμπιστοσύνη των καινούριων δασκάλων στην επιτυχία της διδασκαλίας τους(Jaqueline de Romilly, 1994:83). Ο Σοφοκλής παρά την ανθρωποκεντρική του δημιουργική τάση φαίνεται ότι δεν μπορεί να απεμπλακεί εύκολα από πιεστικά ήθη της εποχής, όταν μέσα από το στόμα της Αντιγόνης απαιτείται μια στάση σύμπραξης από την Ισμήνη, που θα οφείλεται πέρα από τη θέληση στην ευγενική της καταγωγή (στ.37-38, οὕτως ἔχει σοι ταῦτα, καὶ δείξεις τάχα εἴτ᾽ εὐγενὴς πέφυκας εἴτ᾽ ἐσθλῶν κακή). Προσπαθεί να προασπίσει τις παραδοσιακές αξίες, που φαίνεται ότι κινδυνεύουν να ανατραπούν από τα νέα δεδομένα που παρέχει η διδασκαλία των σοφιστών στον χώρο της σκέψης.
 
Παράλληλα με τις αντιδράσεις του απέναντι στις ιδέες των σοφιστών η Αντιγόνη αποτελεί ένα έργο με έκδηλες τις επιρροές των τελευταίων πάνω στον δραματουργό. Το πρώτο στάσιμο με το περιεχόμενό του (ύμνος στον άνθρωπο) και μέσα από την αμφισημία του αποτελεί μια πρωταγόρεια σύλληψη μεταφερμένη στον έμμετρο λόγο της τραγωδίας από τον Σοφοκλή: ο χορός υμνεί τα θαύματα του πολιτισμού, τις τέχνες και τις τεχνικές που τον στηρίζουν, αλλά σκέφτεται και πόσο παράδοξη είναι η ανθρώπινη φύση που σύγκειται από αντιθέσεις, έχει την ικανότητα για το καλό και το κακό και μόνο ο νόμος μπορεί να λειτουργήσει εξισορροπητικά. Ο Lesky (1997: 342-343) δε θεωρεί σύμπτωση ότι την εποχή της σοφιστικής σχετικοποίησης κάθε παράδοσης ένας ποιητής αντιπαραθέτει στην ασυγκράτητη ορμή του ανθρώπου για πρόοδο το αμετακίνητο κύρος κάποιων αξιών και επιδοκιμάζει τον συσχετισμό ανάμεσα στα δυο φαινόμενα. Πρόκειται για ένα τραγούδι με σαφείς πολιτικές προεκτάσεις, καθώς διερωτάται και αναζητά τον ὑψίπολιν και τον ἄπολιν χωρίς να δίνει απαντήσεις: νόμους γεραίρων χθονὸς θεῶν τ᾽ ἔνορκον δίκαν, ὑψίπολις· ἄπολις ὅτῳ τὸ μὴ καλὸν ξύνεστι τόλμας χάριν (στ.368-371). Η ευρύτητα μεταφράσεων των δυο όρων και η δυνατότητα του καθενός να σκιαγραφήσει διαφορετικά το πορτρέτο του ὑψίπολι και του ἄπολι τροφοδοτείται ακόμη περισσότερο από τη υπόθεση και την οικονομία του έργου: ποιος είναι ο ὑψίπολις και ποιος ο ἄπολις; Η Αντιγόνη, ο Κρέοντας ή ο Πολυνείκης; Ιδιαίτερα το νοηματικό πλάτος της έννοιας του άπολι σε συνδυασμό με τις προτεραιότητες και τον προσδιορισμό του ηθικά σωστού από κάθε θεατή σε μια εποχή ηθικών επανανοηματοδοτήσεων δημιουργεί ηθελημένα σύγχυση σε σχέση με τον αποδέκτη του όρου, μια σύγχυση που κεντρίζει την αμηχανία και την αγωνία του ακροατηρίου. Τα δεδομένα μαζί με τα συναισθήματα εναλλάσσονται «βασανιστικά» για το κοινό. Η αλήθεια βρίσκεται πίσω από τα φαινόμενα μα και αυτά τα ίδια τα φαινόμενα κρύβουν μια δική τους αλήθεια. Ο Αθηναίος προβληματίζεται, οι πολιτικοί όροι τίθενται σε συνεχή επαναδιαπραγμάτευση, νέα ερωτηματικά απαιτούν καινούριες απαντήσεις και κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει τη συμμετοχή των σοφιστών σε αυτές τις ζυμώσεις. Πολύ κοντά σε αυτά και η αμφισημία της λέξης δεινά στον πρώτο στίχο του πρώτου στάσιμου: πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει (στ.334). Το φοβερό, το θαυμάσιο, το βίαιο, το τρομακτικό συνυπάρχουν δυναμικά στο νοηματικό πλάτος του όρου και αποδίδουν τη διπλή διάσταση της ανθρώπινης εξέλιξης, την αρετή και την κακία. Και να που η δύναμη της σοφιστικής αμφισημίας γίνεται εργαλείο στα χέρια του Σοφοκλή, προκειμένου να εμφυσήσει μέσα από το θέατρο την αναγκαιότητα της πολιτικής σκέψης και να χαλιναγωγήσει τα πολιτικά ήθη της εποχής, δεδομένης της κορύφωσης της δημοκρατίας και της αθηναϊκής αλαζονείας με την οποία αυτή συνοδεύεται.
 
Μέσα σε αυτή τη δημοκρατική ατμόσφαιρα η επιρροή της ρητορικής όπως πυροδοτήθηκε από τους σοφιστές, βρίσκει την έκφρασή της μέσα από τη σοφόκλεια τραγωδία: όλο το κείμενο βρίθει από ρητορικά κονταροχτυπήματα ανάμεσα στους ήρωες, ο λόγος του Κρέοντα στους στ. 162-210 αποτελεί υπόδειγμα ρητορικού λόγου (Προοίμιο: 162-174, Διήγηση: 175-191, Απόδειξη: 192-206, Επίλογος: 207-210), με τη φωνή του Αίμονα ακούμε στους στ. 701-723 μια υποδειγματική (από πλευράς περιεχομένου και μορφής) απόπειρα πειθούς του Κρέοντα και είναι εμφανές το ρητορικό υπόστρωμα του λόγου του αγγελιαφόρου στους στίχους 1278-1322 κατά τον διάλογό του με τον Κρέοντα. Στον στίχο 687, γένοιτο μεντἂν χἀτέρῳ καλῶς ἔχον (θα μπορούσε, όμως, και κάποιος άλλος να έχει δίκιο) ο Σοφοκλής αποδέχεται και επιδοκιμάζει αρχές που ο Πρωταγόρας διακήρυττε μέσα από τη διδασκαλία του: η αρχή της πολυφωνίας στην πολιτική έκφραση, η κριτική εξέταση και η ενδεχόμενη αποδοχή της γνώμης των άλλων, η σχετικότητα της γνώμης αποτελούν προϋποθέσεις του εποικοδομητικού διαλόγου και καθιστούν μνημειακής αξίας τα λόγια του Αίμονα. Είναι πρόδηλη η τάση του Σοφοκλή να δεχτεί ιδέες που προάγουν το πνεύμα και εξελίσσουν τη δημοκρατία, ακόμη και αν αυτές διατυπώνονται από έναν κύκλο που χαρακτηρίζεται από την ανατροπή και την αμφισβήτηση των αρχών που με σύνεση υπηρέτησε ο ίδιος. Ύστερα από όλα αυτά είναι εμφανής η βαθιά ανησυχία με την οποία έζησε ο Σοφοκλής την ορμητική εξέλιξη της εποχής του, μια εξέλιξη που πυροδοτήθηκε από την πίστη σε ακλόνητες αξίες και σε θεσμούς που υπηρέτησε πιστά η πόλις-κράτος, με την παράλληλη αμφισβήτηση των παραδοσιακών αξιών από τη μεριά των σοφιστών.

Σταμάτα να φοβάσαι την απόρριψη

Και ποιανού η καρδιά δεν έχει ραγίσει από μία απόρριψη; Απόρριψη από έναν άνθρωπο που έχουμε ερωτευτεί, απόρριψη από έναν διαγωνισμό ή τον εργασιακό μας χώρο.
 
Η απόρριψη μας πληγώνει, διότι ‘’χτυπάει’’ την έμφυτη ανάγκη που έχουμε ως άνθρωποι για αποδοχή και έγκριση.
 
Ο άνθρωπος που απορρίπτεται, βιώνει μέσα του έναν κυκεώνα αρνητικών συναισθημάτων, υποτιμά τον εαυτό και τις δυνατότητές του θεωρώντας πως αν ο ίδιος ήταν διαφορετικός, ο άλλος άνθρωπος δε θα τον απέρριπτε.
      
Ασυναίσθητα, η απόρριψη μας ωθεί πολλές φορές στη λανθασμένη στάση να κατηγορούμε μόνο εμάς και ποτέ τον άλλο άνθρωπο. Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την πεποίθηση, ο άνθρωπος που μας απορρίπτει έχει πάντοτε δίκαιο και εμείς είμαστε πάντοτε οι λάθος και οι ανεπαρκείς.
 
Όταν βιώσουμε μία απόρριψη οποιασδήποτε μορφής εκτός από τον προφανή πόνο που μας προκαλεί, μπορούμε να αναρωτηθούμε μέσα μας: Ισχύει ότι ο άνθρωπος που με απορρίπτει, είναι πάντοτε σωστός; Δηλαδή δεν μπορεί να με απορρίπτει με βάση τις δικές του προκαταλήψεις, ζήλιες, ανεπάρκειες ή λανθασμένες κρίσεις;
 
Δεν νομίζω να υπάρχει κανείς που να διαφωνεί ότι όλοι μας μπορούμε να πέσουμε σε λανθασμένες κρίσεις ή πως στον κόσμο μας υπάρχει αρκετή ρηχότητα και παραλογισμός. Πώς λοιπόν μπορείς να δένεις ως απόλυτα σωστή την κρίση του άλλου για το άτομο ή την αξία σου, όταν εσύ ξέρεις πως σου αξίζει κάτι καλύτερο ή πως δεν ισχύει;
 
Είναι ακριβώς το ίδιο με το να έρθει κάποιος και να σου πει πως ακούει όλα τα είδη μουσικής εκτός από την κλασική. Θα συμπεράνεις περισσότερα για την αξία της κλασικής μουσικής ή για το γούστο του άλλου; Έτσι ακριβώς λειτουργεί και η απόρριψη; είναι απλώς μία περιγραφή της προσωπικότητας και της κρίσης του άλλου και όχι απόδειξη της δικής μας προσωπικής μας αξίας.
 
Είναι σημαντικό να σταματήσεις να φοβάσαι την απόρριψη και να τη δεχθείς απλώς ως έναν τρόπο της ζωής για να σε αποτρέψει από έναν κακό δρόμο αλλά και να σε προετοιμάσει και για κάτι καλύτερο και σπουδαιότερο. Σταμάτα να τη φοβάσαι λοιπόν!

Οι θεωρίες της έλξης μεταξύ συντρόφων

Θεωρία της διατήρησης του είδους
Τελευταία, οι επιστήμονες από διάφορους επιστημονικούς κλάδους διεξάγουν έρευνες, και οι εργασίες τους συγκλίνουν προς την βαθύτερη κατανόηση του έρωτα σ’ ένα ζευγάρι. Από κάθε έρευνα προκύπτουν πολύτιμες πληροφορίες, ανάλογα με το πώς αντιμετωπίζονται οι καινούργιες έρευνες. Οι βιολόγοι υποστηρίζουν πως υπάρχει μια συγκεκριμένη «λογική» που συνδέεται με την επιλογή συντρόφου.
 
Οι άντρες νιώθουν φυσικά να τους ελκύουν νεότερες γυναίκες, με απαλή επιδερμίδα, λαμπερά μάτια, στιλπνά μαλλιά, ωραίο σώμα, κόκκινα χείλη, ροδαλά μάγουλα και μεγάλο στήθος, όχι για λόγους μόδας, αλλά γιατί όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά καλής υγείας και καλού ορμονικού επιπέδου, σημάδια ότι μια γυναίκα βρίσκεται στην καλύτερη στιγμή για αναπαραγωγή.
 
Οι γυναίκες διαλέγουν τον σύντροφό τους από άλλη σκοπιά. Επειδή η νεαρή ηλικία, η καλή φυσική κατάσταση και η υγεία δεν είναι απαραίτητες για την αναπαραγωγική λειτουργία του άνδρα, οι γυναίκες προτιμούν από ένστικτο έναν σύντροφο με χαρακτηριστικά έκδηλου κύρους, ικανότητα να επιβάλλεται, συναισθηματική δύναμη και οικονομικά προσόντα. Υποτίθεται ότι αυτά παρέχουν εγγυήσεις για την επιβίωση της οικογένειας. Ωστόσο, παρόλο που οι βιολογικοί παράγοντες παίζουν καθοριστικό ρόλο στις ερωτικές μας επιδιώξεις, ο έρωτας πρέπει να είναι κάτι παραπάνω απ’ αυτό.
 
Θεωρία της αγοράς προσόντων και ελαττωμάτων
Η βασική ιδέα της θεωρίας της ανταλλαγής, είναι ότι επιλέγουμε σύντροφο σκεπτόμενοι τι μας ταιριάζει. Κοιτάζουμε και κρίνουμε αμφότεροι την εξωτερική εμφάνιση, την οικονομική κατάσταση και την κοινωνική θέση του καθενός, καθώς και διάφορα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, όπως αν είναι ευγενικός, δημιουργικός, κι αν έχει αίσθηση του χιούμορ. Με ταχύτητα ηλεκτρονικού υπολογιστή, αθροίζουμε τους βαθμούς που έχουμε δώσει στα θετικά και τα αρνητικά σημεία, κι αν η βαθμολογία είναι σχεδόν ισοδύναμη, ανάβει το πράσινο φως και προχωράμε.
 
Κατά τους κοινωνιολόγους, δεν μας ενδιαφέρουν μόνο η νεαρή ηλικία, η ομορφιά και η κοινωνική θέση, αλλά ο άνθρωπος ως σύνολο. Παραδείγματος χάριν, το γεγονός ότι μια γυναίκα είναι κάπως μεγάλη ή ένας άντρας έχει μια κατώτερη δουλειά, μπορεί να αναπληρώνεται από το γεγονός ότι αυτός ή εκείνη είναι ένας άνθρωπος γοητευτικός, έξυπνος και πονόψυχος.
 
Θεωρία της αναγνώρισης
Μια τρίτη θεωρία προσθέτει άλλη διάσταση στο φαινόμενο της έλξης. Η θεωρία ότι επιζητούμε την αναγνώριση, υποστηρίζει ότι ο καθοριστικός παράγοντας στην επιλογή συντρόφου είναι το κατά πόσο και πώς η σχέση μ’ αυτόν τον άλλον μπορεί να αυξήσει την αυτοεκτίμησή μας. Το ερώτημα που προκύπτει αυτή τη στιγμή είναι: Πώς θα επηρεάσει το εγώ μου το γεγονός ότι είμαι μ’ αυτόν τον άνθρωπο; Όλοι νιώσαμε κάποτε περήφανοι όταν η πιο ελκυστική γυναίκα της παρέας έφυγε μαζί μας στο τέλος της βραδιάς.
 
Αυτήν την πρόσθετη αξία που μου δίνει το γεγονός ότι με επιλέγει αυτός/ή που ποθούν οι άλλοι, θα την ονομάσω επιδίωξη ναρκισσιστικής ικανοποίησης από τη σχέση. Απαίτηση για ένα προνομιακό βλέμμα, επιλεκτικό και ακριβές, που μπορεί να ξεκινάει από την ανάγκη να είμαι ο εκλεκτός των γονιών μου, και ιδιαίτερα αυτός που αγαπούσε η μαμά μου. Γιατί το βλέμμα της μητέρας είναι αναντικατάστατο. Τόσο για τους άντρες όσο και για τις γυναίκες, η μητέρα αντιπροσωπεύει το μοναδικό πρόσωπο με το οποίο κάποτε ήμαστε ένα.
 
Με αφετηρία αυτήν την ιδέα, ο Λακάν πιστεύει ότι, τελικά, η μόνιμη επιδίωξη του ανθρώπου είναι να μπορέσει κάποιος να μου δώσει αυτό που είχα κάποτε με τη μητέρα μου: να γίνω ένα με τον άλλον. Η άποψή του είναι ότι σε κάθε πρόσωπο που συναντάμε αναζητούμε αυτήν την άνευ όρων αγάπη που νομίζαμε πως είχαμε με τη μητέρα μας: αναζητούμε την ένωση μαζί της, τη συμβιωτική κατάσταση της ενδομήτριας ζωής μας.
 
Γι’ αυτό λέει ο Λακάν: «Έρωτας είναι να ζητάς το αδύνατο από κάποιον που δεν υπάρχει». Μ’ άλλα λόγια, φαντάζεσαι πως ο άλλος είναι αυτός που δεν είναι, κι απ’ αυτόν τον φανταστικό άλλον ζητάς κάτι που είναι αδύνατον: να γίνει ένα μαζί σου, να είσαι πιο σημαντικός στη ζωή του κι από τον ίδιο του τον εαυτό.
 
Για να μην τα πολυλογούμε, να είσαι τόσο απαραίτητος για την ύπαρξή του, ώστε να μην σε εγκαταλείψει ποτέ.

Φύση - Τέχνη και Πνευματικότητα: Τρία από τα πιο αποτελεσματικά αντιφλεγμονώδη στη ζωή μας

Τα θετικά συναισθήματα συνδέονται με πρωτεΐνες που καταπολεμούν τις λοιμώξεις και τις ασθένειες.

Σύμφωνα με μια νέα έρευνα από το Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ, όταν τραβούν την προσοχή σας θαυμαστά πράγματα, όπως αρχαία μνημεία, ή μουσεία ή το «Άβε Μαρία» του Schubert, το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού σας ενισχύεται.

Οι ερευνητές συνδέουν τα θετικά συναισθήματα – ειδικά το δέος που αισθανόμαστε όταν μας αγγίζει η ομορφιά της φύσης, της τέχνης – με χαμηλότερα επίπεδα των προφλεγμονωδών κυτοκινών, δηλαδή των πρωτεϊνών που διεγείρουν περισσότερο το ανοσοποιητικό σύστημα.

Η Jennifer Stellar, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης την οποία διεξήγαγε ενώ βρισκόταν στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ, δηλώνει τα εξής: «Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι τα θετικά συναισθήματα συνδέονται με τους δείκτες καλής υγείας».

Ενώ οι κυτοκίνες είναι απαραίτητες για τη συγκέντρωση κυττάρων σε περιοχές του σώματος που υπάρχει κάποια λοίμωξη, ασθένεια ή τραύμα, τα υψηλά επίπεδα κυτοκινών για παρατεταμένο χρονικό διάστημα συνδέονται με προβλήματα υγείας και διαταραχών, όπως ο διαβήτης τύπου 2, οι καρδιαγγειακές ασθένειες, η αρθρίτιδα και ακόμη η νόσος του Αλτσχάιμερ και η κατάθλιψη.

Έχει διαπιστωθεί εδώ και καιρό ότι η υγιεινή διατροφή, ο ύπνος και η άσκηση ενισχύουν την άμυνα του οργανισμού ενάντια στις φυσικές και ψυχικές ασθένειες. Η μελέτη του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϋ, τα πορίσματα της οποίας μόλις δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Emotion», είναι μια από τις πρώτες που εξέτασαν τον ρόλο των θετικών συναισθημάτων σχετικά με αυτό το ζήτημα.

Ο Dacher Keltner, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ και συνεργάτης συγγραφέας της μελέτης αναφέρει: «Το γεγονός ότι το δέος, ο θαυμασμός και η ομορφιά ενισχύουν πιο υγιεινά επίπεδα κυτοκινών δείχνει ότι τα πράγματα που κάνουμε για να βιώσουμε αυτά τα συναισθήματα – μια βόλτα στη φύση, η μουσική, η ενασχόληση με την τέχνη – έχουν άμεση επίδραση στην υγεία και το προσδόκιμο ζωής».

Σε δύο ξεχωριστά πειράματα, πάνω από 200 νέοι ενήλικες ανέφεραν σε μια συγκεκριμένη ημέρα τον βαθμό στον οποίο είχαν βιώσει θετικά συναισθήματα όπως διασκέδαση, δέος, συμπόνια, ικανοποίηση, χαρά, αγάπη και υπερηφάνεια. Τα δείγματα ιστού από ούλα και μάγουλα (στοματικός βλεννογόνος) που ελήφθησαν την ίδια μέρα έδειξαν ότι όσοι εμφάνισαν τα περισσότερα από αυτά τα θετικά συναισθήματα, ειδικά δέος και θαυμασμό, είχαν χαμηλότερα επίπεδα από την κυτοκίνη ιντερλευκίνη 6, η οποία αποτελεί δείκτη φλεγμονής.

Εκτός από τα αυτοάνοσα νοσήματα, τα αυξημένα επίπεδα κυτοκινών συνδέονται με την κατάθλιψη. Σε μια πρόσφατη μελέτη διαπιστώθηκε ότι οι ασθενείς με κατάθλιψη είχαν υψηλότερα επίπεδα της προ-φλεγμονώδους κυτοκίνης που είναι γνωστή ως Παράγοντας Νέκρωσης Όγκων-άλφα (TNF-α) σε σύγκριση με όσους δεν έπασχαν από κατάθλιψη.

Πιστεύεται ότι διεγείροντας τον εγκέφαλο για την παραγωγή φλεγμονωδών μορίων, οι κυτοκίνες εμποδίζουν βασικές ορμόνες και νευροδιαβιβαστές – όπως η σεροτονίνη και η ντοπαμίνη – οι οποίες ελέγχουν τη διάθεση, την όρεξη, τον ύπνο και τη μνήμη.

Στο ερώτημα γιατί το συναίσθημα του δέους θα αποτελέσει έναν ισχυρό προγνωστικό δείκτη των μειωμένων προ-φλεγμονωδών κυτοκινών, η τελευταία αυτή μελέτη απαντά ότι «το δέος σχετίζεται με την περιέργεια και την επιθυμία για εξερεύνηση, ενθαρρύνοντας αντίθετες συμπεριφορές από εκείνες που παρατηρούνται κατά τη διάρκεια της φλεγμονής, όπου συνήθως τα άτομα απομονώνονται», δηλώνει η Stellar.

Όσο για το ποιο εμφανίζεται πρώτο – τα χαμηλά επίπεδα κυτοκινών ή τα θετικά συναισθήματα – η Stellar αναφέρει ότι δεν μπορεί να πει με σιγουριά: «Είναι πιθανό τα χαμηλότερα επίπεδα κυτοκινών να κάνουν τους ανθρώπους να αισθάνονται πιο θετικά συναισθήματα ή κι ότι η σχέση αυτή είναι αμφίδρομη».

Ο Σωκράτης και ο Πρωταγόρας για το διδακτό της αρετής

Σε ένα από τα πιο γνωστά κείμενα του Πλάτωνα, ο Σωκράτης συναντά τον Πρωταγόρα, όπου διαφωνούν για το αν μπορεί να διδαχτεί η πολιτική αρετή. Ο Σωκράτης προτείνει ότι δεν διδάσκεται, και σαν απόδειξη αυτού αναφέρει το γεγονός ότι όταν γίνεται συνέλευση της εκκλησίας του δήμου, ο καθένας μπορεί να πάρει το λόγο, άσχετα με το αν είναι χτίστης, σιδηρουργός, ναυτικός, πλούσιος ή φτωχός. Όλοι λοιπόν θεωρούνται εν δυνάμει ενάρετοι, ακόμα κι αν δεν έχουν διδαχτεί κάποιο σχετικό μάθημα.
 
Ακόμα και γνωστοί ενάρετοι άνδρες της Αθήνας, όπως ο Περικλής και ο Θεμιστοκλής, δε μετέφεραν την αρετή τους ούτε στους γιους τους ούτε σε άλλους. Όχι βέβαια από έλλειψη προσπάθειας, γιατί δεν είναι δυνατόν να θεωρήσουμε πως ενώ προσέλαβαν δασκάλους για να μάθουν στα παιδιά τους ιππασία, μουσική και αθλητισμό, δεν ενδιαφέρθηκαν να τους μάθουν το πιο σημαντικό, την αρετή, κάτι που μάλιστα θα κόστιζε λιγότερο από όλα τα άλλα αφού θα τους τη δίδασκαν οι ίδιοι.
 
Ο Πρωταγόρας, που έχει αντίθετη άποψη και καυχιέται ότι γι’ αυτό ακριβώς είναι διάσημος – για τις ικανότητές του στη διδασκαλία της πολιτικής αρετής – απαντάει με έναν μύθο. Ο Επιμηθέας είχε αναλάβει τη μοιρασιά δυνάμεων και ιδιοτήτων στα θνητά γένη, και έδωσε σε άλλα ταχύτητα, σε άλλα σωματική δύναμη, σε άλλα μεγάλο μέγεθος και σε άλλα φτερά. Έτσι, όλα ήταν ικανά να τρέφουν τον εαυτό τους και να ξεφεύγουν από τους φυσικούς εχθρούς τους, αλλά και να αντιμετωπίζουν τα στοιχεία της φύσης. Επειδή όμως ο Επιμηθέας δεν ήταν σοφός, ξέχασε να κρατήσει κάποια δύναμη για τους ανθρώπους και τις κατανάλωσε όλες στα άλογα ζώα, αφήνοντας τον άνθρωπο γυμνό από τρίχωμα και πανοπλία. Ο Προμηθέας λοιπόν, ανέλαβε να διορθώσει το λάθος του αδερφού του και έκλεψε από την Αθηνά την «έντεχνη σοφία» και από τον Ήφαιστο τη φωτιά και τα χάρισε στους ανθρώπους. Δεν μπόρεσε να τους δώσει όμως την πολιτική αρετή γιατί αυτή βρισκόταν στα χέρια του Δία από τον οποίο δεν μπορούσε να κλέψει. Με τα δώρα αυτά οι άνθρωποι μπόρεσαν να χτίσουν πόλεις και να ανακαλύψουν την ομιλία, να φτιάξουν χρήσιμα αντικείμενα και να λατρέψουν τους θεούς. Μην έχοντας όμως πολιτική αρετή, δεν είχαν δικαιοσύνη, και αδικούσαν ο ένας τον άλλο, και έτσι οι πόλεις διαλύονταν. Ο Δίας τότε φοβήθηκε για τον αφανισμό του γένους μας και έστειλε με τον Ερμή την πολιτική αρετή, δηλαδή την αιδώ (τον σεβασμό) και τη δικαιοσύνη, για να ενώσει τους ανθρώπους. Η εντολή που του έδωσε ήταν να προσφέρει την αρετή σε όλους, ώστε όλοι να μετέχουν, αλλιώς δε θα μπορούσε να υπάρξει πόλη, και μάλιστα να κατοχυρωθεί νόμος να θανατώνεται όποιος «δεν μπορεί να μετέχει στην αιδώ και τη δικαιοσύνη»[2]322d.

Γι’ αυτό λοιπόν, όταν κάποιος μιλάει για τεκτονική ή άλλη τέχνη, πρέπει να αποδεικνύεται ότι είναι γνώστης, ενώ όταν μιλάει για τις υποθέσεις της πόλης δε χρειάζεται απόδειξη γνώσης. Οποιουδήποτε η γνώμη γίνεται ανεχτή, «με τη σκέψη πως αρμόζει να έχουν όλοι την αρετή αυτή, αλλιώς να μην υπάρχουν πόλεις»[2]323a. Εξ άλλου, όταν κάποιος υποστηρίζει ότι δεν γνωρίζει για μια τέχνη και άρα δεν είναι αρμόδιος να πει τη γνώμη του σχετικά με αυτήν, κανένας δεν τον κατηγορεί, ενώ αν κάποιος πει ότι δεν είναι ικανός να έχει χρήσιμη γνώμη για τη διοίκηση της πόλης, κατηγορείται και θεωρείται τρελός, τόσο που όλοι θα περίμεναν και θα απαιτούσαν να πει ψέματα ότι γνωρίζει, ακόμα κι αν δεν γνωρίζει, «με τη σκέψη ότι δεν πρέπει να υπάρχει κανείς που να μη μετέχει σ’ αυτή, αλλιώς δεν πρέπει ν’ ανήκει στους ανθρώπους»[2]323bc.
 
Όλα αυτά δε σημαίνουν ότι υπάρχει έμφυτη η πολιτική αρετή στον άνθρωπο, εξ άλλου σίγουρα βρίσκουμε ανθρώπους που δεν είναι ενάρετοι. Ο Δίας έδωσε μόνο τη δυνατότητα της αρετής σε όλους, αλλά κάποιοι, όπως λέει, «δεν μπορούν» να μετέχουν σε αυτήν. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται κάποιου είδους προσπάθεια, ότι η πολιτική αρετή κατακτάται με «επιμέλεια»[2]323c. Αυτό οδηγεί τον Πρωταγόρα να πιστεύει ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται.
 
Τι άλλο, λέει, να υποθέσουμε όταν η πόλη τιμωρεί αυτόν που δεν την έχει; Σίγουρα δεν μπορεί να διορθώσει μέσω της τιμωρίας το αδίκημα που ήδη έχει τελεστεί, αλλά τιμωρείται ο άδικος για να μην αδικήσει ξανά ο ίδιος και για να γίνει η τιμωρία παράδειγμα για τους υπόλοιπους ώστε να πράττουν δίκαια. Δηλαδή η τιμωρία θεωρείται διδακτικό μέσο απόκτησης της αρετής.
 
Είναι όμως έτσι; Η πιθανότητα τιμωρίας όντως συμβάλλει στο να ενεργεί κάποιος δίκαια, και μάλιστα η σιγουριά της τιμωρίας είναι πιο αποτελεσματική από τη σκληρότητά της. Αυτό όμως θα έκανε κάποιον να φέρεται ως ενάρετος, ακόμα κι αν δεν είναι. Τι θα μπορούσαμε να πούμε για αυτόν που ο μόνος λόγος που δεν αδικεί είναι ο φόβος αντίποινων και τίποτε άλλο; Ο δολοφόνος που δεν θα τολμήσει να σκοτώσει μόνο από φόβο φυλάκισης, μπορεί να θεωρηθεί προσεκτικός ή λογικός˙ αλλά ενάρετος; Αυτό που ψάχνουμε (αυτό που ψάχνει ο Σωκράτης) δεν είναι μόνο μια δίκαιη συμπεριφορά που δεν θα βλάψει τον συνάνθρωπο (κι ας είναι αρκετή πρακτικά), αλλά η ποιότητα εκείνη που θα αποτρέψει τον κάτοχό της από το να αδικήσει επειδή θα θεωρεί τους υπόλοιπους ανθρώπους ισότιμούς του. Είναι η παρουσία της ενσυναίσθησης, δηλαδή η κατανόηση και η συναισθηματική ταύτιση με τον άλλον. Πρέπει δηλαδή ο ενάρετος, όχι μόνο να μην αδικεί, αλλά να μην θέλει να αδικήσει.
 
Ο Πρωταγόρας συνεχίζει αντιμετωπίζοντας την παρατήρηση του Σωκράτη για την αδυναμία ενάρετων ανδρών να μεταλαμπαδεύσουν την αρετή τους στα παιδιά τους. Όλοι προσπαθούν, λέει ο Πρωταγόρας. Οι γονείς οι ίδιοι αλλά και με τη βοήθεια δασκάλων και παιδαγωγών, επιχειρούν να εμφυσήσουν την αρετή στους γιους και τις κόρες τους, και όταν τα παιδιά δεν καταφέρνουν να ανταποκριθούν, τα νουθετούν και τα τιμωρούν, δίνοντας μεγαλύτερη βαρύτητα στη φροντίδα της «κοσμιότητάς» τους παρά στο μάθημα μουσικής ή άλλης τέχνης. Το ίδιο γίνεται και στο σύνολο των ανθρώπων, αφού και οι νόμοι έρχονται να πάρουν το ρόλο των γονεϊκών νουθεσιών για να διορθώσουν τη συμπεριφορά τους.
 
Το συμπέρασμα του Πρωταγόρα είναι: «Τη στιγμή, λοιπόν, που υπάρχει τόση φροντίδα για την αρετή, και ιδιωτικώς και δημοσίως, παραξενεύεσαι, Σωκράτη, και απορείς για το αν η αρετή είναι πράγμα διδακτό;»[2]326e Με άλλα λόγια, αφού όλοι πιστεύουν ότι η αρετή διδάσκεται, και αφού όλοι φέρονται σαν να διδάσκεται προσπαθώντας να την διδάξουν, άρα πρέπει να διδάσκεται.
 
Το επιχείρημα προκαλεί μάλλον έκπληξη, αλλά αγγίζει και μια διαίσθηση που όλοι μοιραζόμαστε. Ποιος θα έλεγε ότι δεν επηρεάζονται τα παιδιά από όσα τους μεταδίδουν οι γονείς τους και οι δάσκαλοι; Σίγουρα έχει σημασία η βαρύτητα που θα δώσει ο γονιός στο ποιες αξίες θα αποκτήσουν τα παιδιά του, και η συνεισφορά του περιβάλλοντος στην ανατροφή είναι δεδομένη και αποδεκτή. Το αντίθετο δε θα σήμαινε ότι δεν έχει σημασία πώς φερόμαστε στα παιδιά μας;
 
Φυσικά όχι. Το αντίθετο θα σήμαινε, όσον αφορά το πώς προκύπτουν ενάρετοι άνδρες, να πούμε «δεν ξέρω». Τι πιο προφανές αφού ακόμα και αυτοί που δέχτηκαν κάθε δυνατή φροντίδα, ακόμα και στο πιο ιδανικό περιβάλλον, δεν κατάφεραν να γίνουν ενάρετοι; Φυσικά και μπορούμε να προσπαθούμε να φτιάξουμε ενάρετα παιδιά, αλλά η προσπάθεια όχι μόνο δεν συνεπάγεται επιτυχία, αλλά δεν συνεπάγεται, και δεν προϋποθέτει, ούτε τη σιγουριά της γνώσης προέλευσης της αρετής. Το να συμφωνήσουμε με τον Πρωταγόρα θα σήμαινε το εξής: Ξέρουμε ότι όλοι είναι εν δυνάμει δίκαιοι, αφού ο Δίας έδωσε σε όλους τη δυνατότητα της πολιτικής αρετής. Ξέρουμε ότι κάποιοι δεν μπορούν να μετέχουν σε αυτήν, κάτι που ο Δίας αναγνώρισε, και εμείς τιμωρούμε με εξορία ή θάνατο. Ξέρουμε ότι όλοι πιστεύουν πως η αρετή διδάσκεται γι’ αυτό και υπάρχουν δάσκαλοι. Αλλά ξέρουμε και ότι κάποιοι, που είναι εξίσου εν δυνάμει ενάρετοι, μεγαλώνουν στο ίδιο περιβάλλον, και διδάσκονται την αρετή, γίνονται ενάρετοι ενώ κάποιοι άλλοι όχι. Εφόσον λοιπόν όλες οι συνθήκες που αναγνωρίζουμε είναι ίδιες για όλους, και το αποτέλεσμα διαφέρει ανά άτομο, πώς θα μπορούσαμε να πούμε ότι το συμπέρασμα είναι ότι γνωρίζουμε πώς προκύπτει η αρετή, και μάλιστα ότι διδάσκεται; Σίγουρα πρέπει να υπάρχει και κάποιος άλλος παράγοντας που μας διαφεύγει.
 
Ο Σωκράτης προφανώς το υποψιάζεται αυτό, αφού σίγουρα ξέρει ότι όλοι προσπαθούν να διδάξουν την αρετή και ότι άλλοι είναι ενάρετοι ενώ άλλοι δεν είναι. Και εδώ έγκειται το πόσο παράξενο ακούγεται το επιχείρημα του Πρωταγόρα, αφού λέει μάλλον το αυτονόητο. Σαφώς και δεν μπορεί να υποτεθεί ότι ο Σωκράτης δε γνωρίζει πως οι περισσότεροι θεωρούν την αρετή διδακτή, και ότι νουθετούν τα παιδιά τους για να τα κάνουν «κοσμιότερα», ούτε ότι αγνοεί τη χρησιμότητα των νόμων στην καλή λειτουργία της πόλης με την απαραίτητη τιμωρία όποιων δεν τους υπακούν. Δεν τα αρνείται όλα αυτά, και μάλιστα αλλού εκθειάζει τους νόμους της Αθήνας που την κάνουν την καλύτερη πόλη από τις ελληνικές, και δέχεται την τιμωρία των συμπολιτών του όταν τον καταδικάζουν σε θάνατο (και μάλιστα θεωρεί ότι αν δεν υπακούσει στη λαϊκή εντολή θα καταλυθούν οι νόμοι και ολόκληρη η πόλη). Δεν αρνείται την επιρροή του περιβάλλοντος στην ανάπτυξη χαρακτηριστικών/ιδιοτήτων/αρετών, αφού στον Κρίτων παραδέχεται ότι και ο ίδιος έζησε την καλύτερη ζωή που θα μπορούσε να ζήσει χάρη στους νόμους της πόλης του και χάρη στους Αθηναίους. Γι’ αυτό και μόνο ως ειρωνικό μπορεί να αναγνωστεί το σχόλιό του πως έμεινε γοητευμένος από την επίδειξη λόγων του Πρωταγόρα και έμεινε αμίλητος «πολλή ώρα» μέχρι να συμμαζέψει τον εαυτό του και να αποκριθεί. «Προηγουμένως δεν πίστευα ότι υπάρχει ανθρώπινη επιμέλεια, με την οποία οι καλοί γίνονται καλοί»[2]328e λέει, και μπορούμε εύκολα να τον φανταστούμε με σηκωμένα φρύδια όταν εκφέρει αυτά τα λόγια.
 
Ο Σωκράτης λοιπόν δεν αρνείται ότι όλοι είναι δυνατόν να είναι ενάρετοι, αντιθέτως μάλιστα. Το γεγονός ακριβώς ότι όλοι δύνανται να είναι ενάρετοι είναι που κάνει τους Αθηναίους να ακούνε τον οποιονδήποτε στην εκκλησία του δήμου για τα θέματα της πόλης. Το να μην ακούνε μόνο τη γνώμη, για παράδειγμα, αυτών που έχουν μαθητεύσει σε σοφιστές, αλλά να δέχονται και τις συμβουλές ενός τσαγκάρη, δείχνει ότι οι Αθηναίοι θεωρούν πως όλοι είναι δυνητικά ενάρετοι, αλλά και το ότι δεν πιστεύουν ότι η πολιτική αρετή είναι πιο σίγουρο ότι κατέχεται από τους διδαγμένους˙ άρα δείχνει ότι δεν πιστεύουν ότι εν τέλει διδάσκεται, ακόμα κι αν φέρονται σαν να διδάσκεται προσπαθώντας να την ενσταλάξουν στα παιδιά τους. Πέρα όμως από τη δυνατότητα, υπάρχει και η ικανότητα σε όλους; Προφανώς όχι. Σίγουρα κάποιοι είναι ενάρετοι και κάποιοι όχι, αλλά πώς θα ξέρουμε ποιος είναι ποιος; Και πώς θα διασφαλίσουμε για κάποιον να γίνει ενάρετος αφού ούτε οι μεγάλοι άνδρες δεν μπόρεσαν να μεταφέρουν την αρετή στα παιδιά τους;
 
Παραμένει αναπάντητο μέχρι σήμερα το ερώτημα: πώς θα μεγαλώσουμε τα παιδιά μας έτσι ώστε να γίνουν καλοί πολίτες; Οι γονείς βομβαρδίζονται συνεχώς με νέες μελέτες που βρίσκουν συσχέτιση μεταξύ της συμπεριφοράς των γονιών και αυτής των παιδιών τους. Οι γονείς, λένε, που μιλάνε πολύ στα βρέφη τους βελτιώνουν τις γλωσσικές ικανότητές τους, οι ακριβοδίκαιοι γονείς (που τιμωρούν συνετά τα σφάλματα και ενθαρρύνουν τα επιτεύγματα) πλάθουν παιδιά με καλή συμπεριφορά, αυτοί που τους δείχνουν πολύ αγάπη σαν βρέφη μεγαλώνουν παιδιά που έχουν περισσότερη αυτοπεποίθηση κτλ. Έτσι, το μεγάλωμα παιδιών γίνεται η ανεύρεση της κατάλληλης συνταγής, και μια εξαιρετικά επίπονη και χρονοβόρα για τους γονείς διαδικασία, με σκοπό τη δημιουργία δίκαιων παιδιών, και με ένα πλήθος από ικανότητες, που κανένας γονιός δεν θα ήθελε να τους στερήσει. Και αν τα παιδιά δεν καταλήξουν στην καλύτερη εκδοχή τους, πρέπει να φταίνε οι γονείς.
 
Όμως συσχέτιση δε σημαίνει αναγκαστικά και σχέση αιτιότητας. Όλες οι παραπάνω μελέτες παρατηρούν μία συνθήκη (π.χ. πόσο μιλάνε οι γονείς στα βρέφη) και αργότερα μία άλλη (καλύτερες γλωσσικές επιδώσεις των παιδιών), και υποθέτουν ότι η δεύτερη συνεπάγεται της πρώτης. Αυτή η ανάγνωση των πραγμάτων προϋποθέτει ότι ο άνθρωπος είναι μία «λευκή σελίδα», στην οποία καλείται ο παιδαγωγός και το περιβάλλον να συμπληρώσουν γνώσεις, εντολές και απαγορεύσεις που θα οδηγήσουν στη συμπεριφορά που επιθυμούμε (τον Πρωταγόρα φυσικά τον συμφέρει αυτή η θέαση αφού ο ίδιος σαν σοφιστής πληρωνόταν για αυτήν ακριβώς την υπηρεσία). Η διαμάχη για το αν οι άνθρωποι είναι αυτά τα «κενά καλούπια» που καλείται η κοινωνία να γεμίσει για να βγάλει το επιθυμητό προϊόν δεν σταμάτησε φυσικά ούτε στον Πρωταγόρα ούτε στον Πλάτωνα, και ο μύθος του «παιδιού που μπορεί να κάνει τα πάντα» είναι ο κυρίαρχος στη σημερινή κοινωνία με αποτελέσματα που μπορεί να είναι ιδιαιτέρως απογοητευτικά για τον γονιό ή και τραυματικά για το παιδί.
 
Αυτή η ανάγνωση, αυτές οι μελέτες, αγνοούν την γενετική προδιάθεση του ανθρώπου (και, σύμφωνα με τον Steven Pinker, γι’ αυτό θα πρέπει να τις αγνοήσουμε πλήρως[3]), που και πάλι ανάγεται στους γονείς αλλά δεν ελέγχεται από αυτούς. Τα παιδιά δεν είναι ικανά για τα πάντα, αλλά έχουν την προδιάθεση να αποκτήσουν κάποιες ικανότητες, και κάποιες άλλες όχι. Κι αν αυτό είναι εύκολα κατανοητό και αποδεκτό όσον αφορά τις διάφορες τεχνικές ικανότητες (αθλήματα, τέχνες, ξένες γλώσσες), είναι πολύ δύσκολο να το αναγνωρίσουμε όσον αφορά την αρετή, την πολιτική ή όποια άλλη, γιατί είναι δυσάρεστο να το παραδεχτούμε. Τα συμπεράσματα των ερευνών εξ άλλου καταρρίπτονται αν ληφθούν υπόψη είτε υιοθετημένα παιδιά, όπου έχουμε διαφορετικό περιβάλλον ανάπτυξης με παρόμοια αποτελέσματα είτε δίδυμα, όπου έχουμε ίδιο περιβάλλον και ίδιες γενετικές προδιαθέσεις με διαφορετικά αποτελέσματα. Σε τέτοιες περιπτώσεις τα διαμετρικά αντίθετα αποτελέσματα κάνουν κάποιους να συμπεραίνουν ότι όσον αφορά την καλύτερη συνταγή για την δημιουργία ενάρετων ανθρώπων, η ανατροφή από τους γονείς κάνει όλη τη διαφορά, αλλά σε μερικές μόνο περιπτώσεις! Φαίνεται να υπάρχει κάποιο ταμπού για την ανθρώπινη φύση, όταν θα έπρεπε να πούμε πως δεν είμαστε όλοι εκ φύσεως εν δυνάμει στον ίδιο βαθμό άριστοι, ενάρετοι ή πολυπράγμονες, αλλά αντιθέτως, περιορισμένοι από τη φύση μέσα σε κάποια πλαίσια πιθανοτήτων.
 
Για να χρησιμοποιήσουμε το μύθο του Πρωταγόρα, ο Δίας δε μοίρασε τη δεινότητα (ή την ικανότητα) της πολιτικής αρετής, αλλά την πιθανότητα άλλοι άνθρωποι να γίνουν ενάρετοι και άλλοι άδικοι. Οι θεοί βέβαια δεν παίζουν με ζάρια, γι’ αυτό και οι παραλληλισμοί με μύθους αποτυγχάνουν να εξηγήσουν ικανοποιητικά την ανθρώπινη φύση. Και ο ίδιος ο Σωκράτης με τη σειρά του απευθύνεται στο υπερφυσικό για να εξηγήσει πώς προκύπτει η αρετή, χρησιμοποιώντας τη θεωρία της ανάμνησης.
 
Εν ολίγοις, η ψυχή είναι αθάνατη, και πριν μετοικήσει στο σώμα ενός ανθρώπου γίνεται μάρτυρας κάποιων γνώσεων, τις οποίες θυμάται κατά τη διάρκεια της ζωής του νέου αυτού σώματος. Το να μαθαίνεις λοιπόν πράγματα, για τον Σωκράτη σημαίνει να τα θυμάσαι (αφού γνώση από το τίποτα δε νοείται) ώστε αν, και μόνο αν, η αρετή είναι γνώση, τότε αυτή δημιουργείται μόνο με τη βοήθεια της ανάμνησης. Αν από την άλλη η αρετή δεν είναι γνώση τότε δε διδάσκεται εξ ορισμού, και μένουμε με το μυστήριο της εμφάνισής της.
 
Κάπως έτσι ξεκινάει και ο διάλογος του Σωκράτη με τον Μένωνα, σχεδόν 30 χρόνια μετά. Προσπαθώντας και τότε να ανακαλύψει αν η αρετή διδάσκεται, ξεκινάει με την αξίωση ότι για να μπορεί να γίνει αντικείμενο διδασκαλίας η αρετή, πρέπει να είναι κάποιου είδους γνώση. Πώς όμως θα δείξουμε κάτι τέτοιο, αφού δεν μπορούμε να βρούμε καν τι είναι η αρετή; Αυτό που ξέρουμε για αυτήν, είναι πως είναι κάτι καλό. Αν μπορούσαμε λοιπόν να δείξουμε πως όλα τα καλά περιλαμβάνονται στη γνώση, τότε αναγκαστικά και η αρετή θα είναι γνώση, και άρα θα διδάσκεται. Αν από την άλλη υπάρχουν καλά πράγματα που δεν περιλαμβάνονται στη γνώση, τότε μπορεί και η αρετή να είναι ένα από αυτά, μπορεί και όχι.
 
Αυτό που ξέρουμε για την αρετή είναι πως μας κάνει καλούς και άρα ωφέλιμους. Ωφέλιμα πράγματα είναι η υγεία, η δύναμη, ο πλούτος και άλλα. Όλα αυτά όμως μερικές φορές μας βλάπτουν, ενώ μας ωφελούν μόνο αν κάνουμε σωστή χρήση τους. Οι ανέσεις που προσφέρει ο πλούτος μπορεί να είναι ωφέλιμες αλλά μπορεί να οδηγήσουν σε ακρότητες με την κακή χρήση του. Και αρετές όπως η ανδρεία άλλοτε βλάπτουν κι άλλοτε ωφελούν. Όταν κάποιος τολμά απερίσκεπτα βλάπτεται, όταν τολμά με σύνεση ωφελείται. Άρα όλα τα πράγματα (πλούτος, κάλλος, δύναμη…), αλλά και όσα έχει μέσα της η ψυχή, «αν τα κατευθύνει η φρόνηση καταλήγουν στην ευτυχία, αν η απερισκεψία, στο αντίθετο»[1]88c. Άρα και η αρετή, που υπάρχει στην ψυχή και είναι ωφέλιμη, πρέπει να έχει σχέση με τη φρόνηση. Γιατί ό,τι ανήκει στην ψυχή εξαρτάται από τη φρόνηση, και ό,τι άλλο ανήκει στον άνθρωπο εξαρτάται από την ψυχή, άρα ό,τι ανήκει στον άνθρωπο εξαρτάται από τη φρόνηση.
 
Αφού η αρετή είναι φρόνηση, δεν θα μπορούσαν οι καλοί να είναι τέτοιοι εκ φύσεως, αφού η φρόνηση δεν είναι έμφυτη. Αν οι άνθρωποι ήταν εκ φύσεως καλοί, θα τους αναγνωρίζαμε από μικρούς και θα τους φυλάγαμε για να μην διαφθαρούν, μέχρι να φτάσουν στην κατάλληλη ηλικία για να γίνουν χρήσιμοι πολίτες. Εφόσον λοιπόν δεν είναι καλοί εκ φύσεως, πρέπει να γίνονται καλοί με τη μάθηση, αφού είναι σίγουρο ότι κάποιοι την έχουν.
 
Αν η αρετή μπορεί να διδαχτεί, πρέπει να υπάρχουν δάσκαλοι και μαθητές της. Αν δεν υπάρχουν, δεν είναι. Ο Σωκράτης λέει ότι έχει κάνει τα πάντα για να βρει δασκάλους της αρετής, αλλά δεν μπόρεσε να βρει κανέναν. Παρεμβαίνει στη συζήτηση ο Άνυτος και ο Σωκράτης ζητάει τη γνώμη του. Του λέει πως αν κάποιος επιθυμεί, για παράδειγμα, να γίνει γιατρός, θα απευθυνθεί σε κάποιον γιατρό, και μάλιστα κάποιον που δέχεται αμοιβή για τη διδασκαλία της γνώσης που λέει ότι κατέχει. Αυτός λοιπόν που θέλει να γίνει ενάρετος, πού θα απευθυνθεί; Προφανώς σε αυτούς που δέχονται αμοιβή για τη διδασκαλία της αρετής, δηλαδή στους σοφιστές. Ο Άνυτος όμως λέει ότι αυτοί διαφθείρουν όσους τους πλησιάζουν.
 
Ο Σωκράτης απαντάει «αυτό που λες είναι αξιοπερίεργο˙ γιατί αυτοί που επισκευάζουν τα παλιά παπούτσια κι επιδιορθώνουν τα ρούχα δεν θα μπορούσαν να ξεγελάσουν τον κόσμο ούτε για τριάντα μέρες, αν παρέδιδαν τα παπούτσια και τα ρούχα χειρότερα απ’ ό,τι τα πήραν»[1]91d. Ο Σωκράτης άλλη μια φορά καταφέρεται ειρωνικά εναντίον των σοφιστών, τους οποίους θεωρούσε απατεώνες γιατί παρίσταναν ότι ήξεραν πράγματα που δεν ήξεραν, και ζητούσαν χρήματα για τη διδασκαλία τους, τη δυνατότητα της οποίας επίσης αμφισβητούσε. Στον Πρωταγόρα παρομοιάζει τον σοφιστή με «έμπορο ή λιανοπωλητή των εμπορευμάτων με τα οποία τρέφεται η ψυχή»[2]313c, που εξαπατούν τους ανθρώπους διαφημίζοντας αυτά που πουλάνε, επαινώντας τα μαθήματά τους χωρίς οι ίδιοι να ξέρουν αν προσφέρουν ωφέλεια ή βλάπτουν την ψυχή. Από ποιους λοιπόν μπορούμε να ζητήσουμε τη διδασκαλία της αρετής, αφού δεν υπάρχουν δάσκαλοί της, και άρα ούτε μαθητές της;
 
Η απάντηση στο πρόβλημα που δίνει ο Σωκράτης είναι ότι προηγουμένως κακώς συμφωνήσανε με τον Μένωνα ότι ο ενάρετος θα είναι τέτοιος μόνο αν πράττει συνετά. Κι αυτό γιατί μπορεί κάποιος να ωφελήσει τους άλλους όχι μόνο έχοντας τη βέβαιη γνώση, αλλά αρκεί να έχει μια σωστή γνώμη. Κάποιος, για παράδειγμα, που ξέρει το δρόμο για μια άλλη πόλη, μπορεί να χρησιμοποιήσει την βέβαιη γνώση του αυτή και να οδηγήσει και άλλους εκεί, και έτσι να τους ωφελήσει. Μπορεί όμως κάποιος να έχει μόνο συμβουλευτεί από άλλον τον καλύτερο δρόμο, να έχει δηλαδή σωστή γνώμη για τον κατάλληλο δρόμο, κι ας μην έχει πάει ποτέ ο ίδιος και χωρίς να τον ξέρει με βεβαιότητα. Το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο, αφού όποιος ακολουθήσει κάποιον από τους δύο θα ωφεληθεί εξίσου. Κατά παρόμοιο τρόπο, οι πολιτικοί ηγέτες δεν χρωστάνε τα επιτεύγματά τους στη γνώση, αλλά ούτε φυσικά στην τύχη. Οι ικανότητές τους, που είναι σωστές γνώμες και όχι γνώσεις, οφείλονται σε θεία έμπνευση, και όσα σωστά πράγματα λένε, τα λένε χωρίς να το ξέρουν.
 
Η διαφορά μεταξύ της γνώσης και της ορθής γνώμης είναι το εφήμερο της γνώμης. Όσο οι γνώμες μένουν στον άνθρωπο, τον ωφελούν, αλλά γρήγορα «φεύγουν μακριά από την ψυχή του, ώστε δεν αξίζουν πολύ, ωσότου κάποιος τις δέσει με τον υπολογισμό του αιτίου τους»[1]98a. Αυτή η αιτία είναι η ανάμνηση, η οποία θα μετατρέψει τη σωστή γνώμη σε γνώση και θα τη μονιμοποιήσει.
 
Αφού λοιπόν δε διδάσκεται η αρετή, ούτε έρχεται εκ φύσεως, και αφού αυτοί που έχουν την σωστή γνώμη δεν ξέρουν πού την βρήκαν και δεν μπορούν να την μεταδώσουν, και αφού αυτό που τη στερεώνει και την κάνει γνώση είναι μόνο η ανάμνηση η οποία έρχεται επειδή η αθάνατη ψυχή έχει γίνει μάρτυρας της γνώσης πριν εγκλωβιστεί μέσα σε ένα ανθρώπινο σώμα, η αρετή πρέπει «να έρχεται σε όσους έρχεται ως θείο δώρο, χωρίς σκέψη»[1]99e.
 
Εμείς βέβαια μένουμε με το μυστήριο του τρόπου μετάδοσης της αρετής ούτως ή άλλως, αφού η περίεργη θεωρία της ανάμνησης μόνο ως γοητευτική μπορεί να χαρακτηριστεί, και μάλλον καθόλου χρήσιμη. Ακόμα κι αν απευθυνθούμε στη γενετική για τη δημιουργία ενάρετων ανθρώπων, είναι αδύνατο, τουλάχιστον προς το παρόν, να εντοπίσουμε συγκεκριμένα γονίδια επί τω έργω, πόσο μάλλον να τα εκμεταλλευτούμε, ακόμα κι αν αυτό είναι που επιθυμούμε να κάνουμε.
------------------
[1] Πλάτων – Μένων ή περί ανδρείας
[2] Πλάτων – Πρωταγόρας ή σοφισταί
[3] Steven Pinker – The Blank Slate