Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΗΘΙΚΗ

 Οι πρώιμοι φιλόσοφοι

Δεν θα ήταν εξ ολοκλήρου αλήθεια να ισχυρισθούμε ότι οι πρώιμοι φιλόσοφοι δεν ενδιαφέρονταν για ερωτήματα που αφορούσαν τον τρόπο που θα έπρεπε να ζει ο άνθρωπος, παρ’ όλο που οι γραπτές μαρτυρίες κυριαρχούνται από ερωτήματα τα οποία ανήκουν στον χοίρο της φυσικής φιλοσοφίας και της κοσμολογίας.

Ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος πρέπει να γεννήθηκε γύρω στο 570 π.Χ. κι έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του τον επόμενο αιώνα. Οι μεταγενέστεροι Έλληνες τον θεωρούν ιδρυτή της Ελεατικής φιλοσοφίας και δάσκαλο του Παρμενίδη, πιθανότατα. Ήταν ηθικολόγος, πράγμα που μπορούμε να το δούμε από την επίθεσή του στους θεούς του Ομήρου και του Ησιόδου.

Ο Όμηρος και ο Ησίοδος έχουν αποθέσει στα πόδια των θεών οτιδήποτε οι άνθρωποι θεωρούν όνειδος και ντροπή, κλεψιά, μοιχεία και αμοιβαίο δόλο.

(DK 21, απόσπασμα 11)

Επιτέθηκε στον ανθρωπομορφισμό, επισημαίνοντας ότι οι νέγροι έχουν μαύρους θεούς με πλακουτσωτή μύτη, οι Θράκες έχουν κοκκινομάλληδες θεούς με μπλε μάτια και ότι, αν τα ζώα είχαν θεούς, αυτοί θα έμοιαζαν με ζώα· πίστευε σε ένα ανώτατο ον, που δεν έπρεπε να το αντιλαμβάνεται κανείς με ανθρώπινη μορφή. Επεσήμανε τη σχετικότητα του γλυκού και του ξινού, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τον ηθικό σχετικισμό που, κατά πάσα πιθανότητα, δεν κατείχε καν ο ίδιος.

Ο διάδοχος του, ο Παρμενίδης, όπως και ο Ξενοφάνης, έγραψε σε έμμετρο λόγο. Παραδόξως, απαρνήθηκε τον χρόνο και τη πολυμορφία, επιβεβαιώνοντας ότι η μόνη δήλωση που δικαίως μπορεί να γίνει είναι «Ένα πράγμα που υπάρχει, υπάρχει». Αλλά ο μύθος που συμβολίζει τη φιλοσοφική του αναζήτηση, προσδίδοντάς του την ένταση θρησκευτικής αποκάλυψης, εξυψώνει την Αλήθεια και τη Δίκη, η οποία προσωποποιείται και απεικονίζεται ως εκδικητής και ζευγαρωμένη με τη θέμιδα. Είναι δύσκολο να καταλάβουμε τι εννοεί ο Παρμενίδης με τη λέξη δίκη. Δεν είναι τα έθιμα των ανθρώπων. Μπορεί να σημαίνει -κάπως αόριστα – τη δικαιοσύνη, αλλά δεν έχει να κάνει με τη συνηθισμένη έννοια του ανθρώπινου νόμου ή της ηθικής. Είναι περισσότερο σαν το Ταό, τον Τρόπο των Πραγμάτων.

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να πούμε τι είναι πρώιμο και τι όχι, στους Πυθαγόρειους. Ο δυϊσμός εμφανίζεται στον Πίνακα των Αντιθέτων (Αριστοτέλης, Μεταφυσικά, 1986α 23-7).

Πέρας και Άπειρο

Περιττόν και Άρτιον

Εν και Πλήθος

Δεξιόν και Αριστερόν

Αρρεν και Θήλυ

Ηρεμούν και Κινούμενον

Ευθύ και Καμπύλον

Φως και Σκότος

Αγαθόν και Κακόν

Τετράγωνον και Ανισόμηκες

Το καλό (αγαθόν) και το κακό (κακόν) δεν έχουν ηθική χροιά εδώ, αλλά είναι λέξεις που εκφράζουν επιδοκιμασία και αποδοκιμασία αντίστοιχα. Βρίσκουμε, επίσης, να αναφέρεται ότι η αρετή, η αρίστευση, αποτελεί μια κατάσταση ταυτόχρονης συνύπαρξης αξιών {αρμονία), όπως η υγεία, το αγαθό και ο Θεός (Διογένης Λαέρτιος 8.33). Σε ένα μάλλον διαφορετικό επίπεδο, υπάρχει ακόμη μια σειρά δημοφιλών, σχεδόν μαγικών, κανόνων στους οποίους, κάποια στιγμή, προσετέθησαν αλληγορικές ερμηνείες. Έτσι, η φράση «Μη σκαλίζεις τη φωτιά με μαχαίρι», σημαίνει «Μην υποκινείς το πάθος ή την υπερηφάνεια»· «Μην υπερβαίνεις τη ζυγαριά», σημαίνει «Μην ξεπεράσεις τα όρια της ορθής κρίσης και της δικαιοσύνης»· «Μην κάθεσαι στη χοίνικα[1]», σημαίνει «Να σκέπτεσαι το ίδιο και το σήμερα και το αύριο»· «Μην τρως την καρδιά σου», σημαίνει «Μην αφήσεις τη ζωή σου να χαθεί απ’ τα προβλήματα και τον πόνο»· «Μην κοιτάζεις πίσω όταν φεύγεις ταξίδι», σημαίνει «Μην προσκολλάσαι στη ζωή όταν πεθαίνεις» (Διογένης Λαέρτιος, 8.17-8). Κάποια από αυτά τα ορθολογικά γνωμικά, ήταν ευρύτατα διαδεδομένα κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. Κατά τα άλλα, διακρίνουμε μια έμφαση στη φιλία και στην κοινότητα, κι αυτό φαίνεται να συμπεριλαμβάνει εξ ίσου τους άνδρες και τις γυναίκες. Το δόγμα της μετεμψύχωσης, υπονοεί ενδεχομένως μια μορφή θεϊκής ανταμοιβής ή τιμωρίας.

Ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος, που δραστηριοποιήθηκε γύρω στο 500 π.Χ., ήταν διαβόητα σκοτεινός και αφοριστικός. Ισχυριζόταν ότι υπήρχε μία και μοναδική γνώση, για να καταλάβει κανείς τον τρόπο που κινούνταν το σύμπαν (DK 22, απόσπασμα 41). Αυτή η μοναδική γνώση «είναι πρόθυμη και απρόθυμη μαζί να αποκαλείται με το όνομα του Δία» (απόσπασμα 32). Αυτό υπονοεί ότι είναι ο ανώτατος. αλλά όχι ένας προσωπικός Θεός. Δεν έχουμε την αίσθηση ότι πρόκειται για κάποιο ηθικό σύστημα. «Η απαθής ψυχή είναι σοφότερη και καλύτερη» (απόσπασμα 118). Ο Ηράκλειτος θεωρούσε ότι η φωτιά αποτελεί τη βάση του υλικού κόσμου. «Όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι εκπορεύονται από τον έναν και μοναδικό θεϊκό νόμο» (απόσπασμα 114). «Ο χαρακτήρας του ανθρώπου αποτελεί τον δαίμονά του» (απόσπασμα 119) – που ίσως να είναι ο φύλακας του, ίσως το πεπρωμένο του. Περαιτέρω, δεν μπορούμε να διακρίνουμε τίποτε άλλο, εκτός ίσως από μια αποστροφή για την υπερβολή.

Ο Εμπεδοκλής καταγόταν από τον Ακράγαντα της Σικελίας και δραστηριοποιήθηκε γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. Υποστήριζε μια σύνθετη κοσμογονία σύμφωνα με την οποία υπήρχαν τέσσερεις «ρίζες»: η γη, ο αέρας, η φωτιά και το νερό, και δύο ελεγκτικές δυνάμεις: η αγάπη (φιλότης) και η διαμάχη (νεῖκος). Η διαμάχη στοχεύει σε μια κατάσταση κατά την οποία τα τέσσερα στοιχεία είναι ξέχωρα, ενώ η αγάπη σε μία μοναδική, ομοιογενή ενότητα κατά την οποία, τα τέσσερα στοιχεία είναι αναμεμειγμένα. Ένας κόσμος, όπως ο δικός μας, μπορεί να προκύψει μόνο κατά τη διάρκεια μιας ενδιάμεσης περιόδου του κοσμικού κύκλου, και ο Εμπεδοκλής, όντας πεσιμιστής, έλεγε ότι στον κόσμο μας κυριαρχεί η φιλονικία. Όσον αφορά στους ανθρώπους, έγραψε για μια κατάσταση πρωταρχικής αθωότητας. Η αρχική αμαρτία ήταν η αιματοχυσία ζώων αλλά και ανθρώπων. Όπως ο Πυθαγόρας, έτσι και ο Εμπεδοκλής πίστευε στη μετεμψύχωση. Φαίνεται, μάλιστα, ότι θεωρούσε τους «προφήτες, υμνωδούς, ιατρούς και βασιλείς» ως τις ανώτατες γήινες ενσαρκώσεις, μετά από τις οποίες ακολουθεί η αθανασία (DK 31, απόσπασμα 146-7).

Μα, αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι ο σεβασμός απέναντι στους ξένους συμπεριλαμβάνεται στις καλές πράξεις, (απόσπα­σμα 112), δεν μπορούμε να εντοπίσουμε έναν ηθικό κώδικα, μέ­σω του οποίου επιτυγχάνεται μια ανώτερη ζωή.

Οι σοφιστές

Υπήρξαν πενήντα χρόνια σχετικής ειρήνης και ευημερίας στην κυρίως Ελλάδα, στο διάστημα ανάμεσα στους Περσικούς Πολέμους και στον Πελοποννησιακό πόλεμο μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης. Τα μέλη των ανωτέρων κοινωνικά στρωμάτων βρέθηκαν να έχουν ελεύθερο χρόνο. Μια ομάδα ικανών διδασκάλων συμπλήρωσε ένα κενό, προσφέροντας μαθήματα έναντι αμοιβής, πάνω σε μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων περιόδευαν από τόπο σε τόπο. Ήταν οι «Σοφιστές»· η λέξη σήμαινε αρχικά «ειδικός».

Ήταν μια εποχή οριζόντων που διευρύνονταν, επιστημονικής περιέργειας και συνεχώς αυξανόμενου σκεπτικισμού απέναντι στις κατεστημένες αξίες. Ο Εκαταίος ο Μιλήσιος έγραψε την Γης Περίοδον, όπου περιέγραφε διαφορετικούς τρόπους ζωής, από την Ισπανία μέχρι την Ινδία. Ο Ηρόδοτος ο Αλικαρνασσεύς αφηγείται απολαυστικά μια ιστορία για τον Δαρείο, ο οποίος έφερε κοντά μια φυλή Ινδών, που τα μέλη της συνήθιζαν να τρώνε τους νεκρούς γονείς τους και μερικούς Έλληνες οι οποίοι τους αποτέφρωναν: όλοι σοκαρίστηκαν με την πρακτική των άλλων (3.38). Ο Ηρόδοτος δεν κρίνει· τα έθιμα είναι αυτά που αποφασίζουν. Παρόμοιες συσχετίσεις αναλύθηκαν λεπτομερώς σ’ ένα σοφιστικό έργο στα τέλη του αιώνα, ονόματι Δισσοί Λόγοι («Τα Υπέρ και τα Κατά», θα ήταν ένας καλύτερος τίτλος). Για παράδειγμα, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν καλός και κακός ταυτοχρόνως: καλός για τους νικητές Σπαρτιάτες, κακός για τους ηττημένους Αθηναίους. Οι Μακεδόνες θεωρούν ότι είναι τιμητικό για ένα κορίτσι να έχει σεξουαλικές εμπειρίες πριν από τον γάμο, οι υπόλοιποι Έλληνες το θεωρούν επονείδιστο. Το όλο θέμα μπήκε σε μια πιο επιστημονική βάση από τους ιπποκράτειους ιατρούς, οι οποίοι ασκούσαν την κλινική επιστήμη που είχε ξεκινήσει ο Ιπποκράτης τον 5ο αιώνα, με έδρα το νησί της Κω. Το Περί αέρων, υδάτων και τόπων, υπογραμμίζει το γεγονός ότι το γεωγραφικό περιβάλλον επηρεάζει τη φυσική και πνευματική ικανότητα και τη συμπεριφορά. Πράγμα που είναι μέρος της διαμάχης μεταξύ Νόμου και Φύσεως.

Οι Σοφιστές[2] ισχυρίζονταν ότι δίδασκαν τη σοφία. Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι δίδασκαν το είδωλο και όχι την ουσία της σοφίας (Σοφιστικοί Έλεγχοι, 165 α)· Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα (Απομνημονεύματα, 1.6.13), ο Σωκράτης τούς αποκαλούσε «πόρνους», επειδή προσέφεραν σοφία επί πληρωμή. Μπορεί, επίσης, να ισχυρίζονταν ότι δίδασκαν την αρετή. Η λέξη παραμένει ασαφής και, στα χέρια κάποιων επαγγελματιών, σήμαινε «πώς να αναρ- ριχηθείς στην κοινωνία». Αυτό ήταν από μόνο του ανήθικο, ή μπορούσε να εξελιχθεί σε κάτι ανήθικο. Σταθερή επιδίωξη πολιτικών και δικηγόρων είναι να παρουσιάζουν τον χειρότερο αγώνα ως τον καλύτερο: η Αθήνα, καθώς και άλλα κράτη, ήταν πόλεις πολιτικοποιημένες και φιλόδικες· ωστόσο, οι επαγγελματίες πέρασαν εύκολα από την ενίσχυση μιας αδύναμης επιχειρηματολογίας στην «επιχρύσωση» μιας ανήθικης σειράς μαθημάτων με ένα επιφανειακό στρώμα ηθικής. Αυτό ήταν ιδιαίτερα περίπλοκο με τους Σοφιστές, αφού, όσο κι αν πολλοί από τους ηγετικούς διδάσκαλους ήταν άνδρες μεγάλης ηθικής ακεραιότητας, έτειναν σ’ έναν απροκάλυπτο αγνωστικισμό. Ο Πρωταγόρας από τα Άβδηρα, ο πλέον διακεκριμένος απ’ όλους, εξέφρασε τον αγνωστικισμό στη θρησκεία υποστηρίζοντας, παράλληλα, ότι υπήρχαν δύο όψεις σε κάθε πράγμα (Διογένης Λαέρτιος, 9,51) ενώ, σ’ έναν πασίγνωστο και ακόμη αινιγματικό αφορισμό ανέφερε: «Ο άνθρωπος [ή το «ανθρώπινο ον»] είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων, της ύπαρξης αυτού που υπάρχει και της μη ύπαρξης αυτού που δεν υπάρχει» (DK 80 απόσπασμα 1). Μπορεί να πρόκειται για μια άρνηση κάθε θεϊκής βάσης, όσον αφορά στην κρίση των αξιών. Μπορεί, όμως, και να σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος είναι κριτής της δικής του/δικής της αλήθειας. Αυτό που μου φαίνεται γλυκό, είναι γλυκό- αν πεις «Όχι», τότε αυτή η γλυκύτητα παύει να υπάρχει – για σένα. Είναι ένα μικρό βήμα για να προχωρήσουμε παραπέρα. Αυτό που φαίνεται δίκαιο σ’ εμένα, είναι δίκαιο· αν πεις «Όχι», αυτή η δικαιοσύνη παύει να υπάρχει – για σένα. Δεν υπάρχει αντικειμενικό κριτήριο.

Η χαρακτηριστικά σοφιστική θέση (από εχθρική οπτική γωνία) εκφράζεται από τον Θρασύμαχο στο πρώτο βιβλίο της Πολιτείας του Πλάτωνα. Παραμένει αμφίβολο κατά πόσο η εικόνα που μας δίδεται είναι η ορθή, αφού ένα από τα λίγα, επιβεβαιωμένα αυθεντικά αποσπάσματα του Θρασύμαχου (DK 85, απόσπασμα 8), λέει: «Οι θεοί δεν επιτηρούν τις ανθρώπινες υποθέσεις. Δεν θα παραμελούσαν ποτέ τη δικαιοσύνη, το μεγαλύτερο από τα ανθρώπινα αγαθά. Όπως έχει η κατάσταση, είναι ολοφάνερο ότι οι άνθρωποι δεν τη χρησιμοποιούν ποτέ». Στον Πλάτωνα, ο Θρασύμαχος επιχειρηματολογεί λέγοντας ότι η δικαιοσύνη είναι απλώς αυτό που βρίσκεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος της ισχυρότερης πλευράς. Δικαιοσύνη σημαίνει υπακοή στον νόμο· οι νόμοι δημιουργούνται από την ισχυρότερη πλευρά, με βάση το συμφέρον της· επομένως, η δικαιοσύνη είναι αυτό για το οποίο ενδιαφέρεται η ισχυρότερη ομάδα. Ο Θρασύμαχος δεν είναι αρκετά αμοραλιστής, ώστε να στηρίξει το παράδοξό του. Τα δύο ιδιαίτερα ενδιαφέροντα σημεία, είναι η δημοφιλής άποψη που συνδέει μια έντονα ηθική χροιά με την τήρηση των νόμων, και η σοφιστική υπόθεση ότι όλα, έτσι κι αλλιώς, είναι υποκειμενικά.

Μια αξία στην οποία οι σοφιστές συμφωνούν ομόφωνα είναι η εκπαίδευση. Αλλά η εκπαίδευση είναι το μέσον, όχι ο σκοπός.

Σωκράτης

Με τον Σωκράτη αντιμετωπίζουμε ένα σημαντικό πρόβλημα. Δεν είναι ο κατάλληλος τόπος εδώ να μπούμε σε λεπτομέρειες όσον αφορά στο επιλεγόμενο «Σωκρατικό Πρόβλημα». Αρκεί να πούμε ότι δύο είναι οι κύριες πηγές μας σχετικά με τον Σωκράτη (υπάρχει και μια μεταγενέστερη βιογραφία, από τον Διογένη Λαέρτιο, όπως και μια καρικατούρα του στις Νεφέλες του Αριστοφάνη). Πρώτη πηγή μας είναι ο Ξενοφών, στις σελίδες του οποίου ο Σωκράτης παρουσιάζεται ως ένας θρησκόληπτος και ανιαρός ηθικολόγος. Η δεύτερη είναι ο Πλάτων, στους περίφημους διαλόγους του οποίου, παρουσιάζεται ως ένας έξοχος και εποικοδομητικός μεταφυσικός. Καμιά από τις δύο πηγές δεν μπορεί να είναι αυθεντική. Εάν αποδεχθούμε τη μαρτυρία του Αριστοτέλη (όπως και πρέπει να κάνουμε ίσως), ο Πλάτων έβαλε τις δικές του μεταφυσικές θεωρίες στο στόμα του διδασκάλου του. Μα, αν ο Πλάτων επέβαλλε τη δική του, διαφορετική ιδιοφυία στον Σωκράτη, ο Ξενοφών δημιούργησε έναν Σωκράτη, όμοιο με τη δική του, άχρωμη εικόνα. Οι Αθηναίοι δεν θα μπορούσαν ποτέ να εκτελέσουν τον Σωκράτη του Ξενοφώντα. Η άποψη που υιοθετείται εδώ, είναι ότι η εικόνα που μας προσφέρουν οι πρώιμοι Πλατωνικοί Διάλογοι είναι γενικώς αυθεντική. Σ’ αυτό, πρέπει να προσθέσουμε ότι δευτερεύουσες αναφορές στη γραμματεία του 5ου και του 4ου αιώνα, δείχνουν ότι οι σύγχρονοί του τον θεωρούσαν έναν πολιτικά υπονομευτικό σοφιστή.

Ο Αριστοτέλης λέει ότι ο Σωκράτης καταγινόταν με θέματα περί ηθικής (Μεταφυσικά, 1.987 β J). Ο Ξενοφών (του οποίου η μαρτυρία μπορεί να γίνει αποδεκτή μόνο όταν συμφωνεί με αυτή των άλλων) λέει:

Συζητούσε πάντα περί των ανθρωπίνων θεμάτων, εξετάζοντας τι είναι ευσεβές, τι ασεβές, τι καλόν, τι αισχρόν, τι δίκαιον, τι άδικον, τι είναι η σωφροσύνη, τι είναι τρέλα, τι θάρρος, τι δειλία, τι είναι μια πόλη-κράτος, τι ο πολιτικός άνδρας, τι είναι η Αρχή πάνω στον άνθρωπο, τι σημαίνει για έναν άνθρωπο να έχει εξουσία.

(.Απομνημονεύματα, 1.1.16)

Αυτό που φαίνεται ότι ο αυθεντικός Σωκράτης δεν έκανε, είναι να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματά του. Για παράδειγμα, στον Λάχη του Πλάτωνα, υστέρα από μια συζήτηση για επίδειξη πάλης με όπλα, ο Σωκράτης ρωτάει τι είναι αρετή· έπειτα, απομονώνει το κομμάτι εκείνο της αρετής το οποίο υποτίθεται ότι προάγει η πάλη με τα όπλα, το θάρρος (ανδρεία). Τι είναι θάρρος; Ο Λάχης, ένας στρατιώτης, λέει ότι θάρρος είναι να μην εγκαταλείπεις τη μάχη. Ο Σωκράτης δεν δυσκολεύεται να αποδείξει ότι μπορεί κανείς να δείξει θάρρος και κατά την υποχώρηση. Ο Λάχης τώρα περνάει από το παράδειγμα στη διατύπωση ενός ορισμού: θάρρος είναι ένα είδος αντοχής της ψυχής. Δεν είναι καλή απάντηση: στον ανόητο, η αντοχή δεν είναι προσόν προς θαυμασμό – και έπειτα, δεν είναι πιο θαρραλέο να υπομένεις όταν υπάρχουν αντιξοότητες, παρά όταν δεν υπάρχουν; Ο Νικίας, ένας άλλος στρατιώτης, παίρνει τον λόγο, και ύστερα από κάποιες λογομαχίες, υποστηρίζει ότι θάρρος είναι η γνώση των πραγμάτων που πρέπει κανείς να φοβάται ή να αψηφά. Ο Σωκράτης τον οδηγεί να παραδεχθεί ότι αυτό συνεπάγεται μια ευρύτερη γνώση του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, του καλού και του κακού – είναι κάτι πολύ ευρύτερο από το θάρρος. Ο διάλογος τελειώνει εκφράζοντας την απορία, την αδυναμία, δηλαδή, να δοθεί απάντηση στο ερώτημα. Το ίδιο και στο πρώτο βιβλίο της Πολιτείας· ποικίλοι ορισμοί δόθηκαν για τη δικαιοσύνη οι οποίοι εν τέλει απορρίφτηκαν: το να λες την αλήθεια και το να επιστρέφεις ό, τι σου έχουν εμπιστευθεί, να βοηθάς τους φίλους και να βλάπτεις τους εχθρούς, το συμφέρον του ισχυρότερου.

Η μαρτυρία τόσο του Ξενοφώντα όσο και του Πλάτωνα, μας δείχνει ότι ο Σωκράτης θεωρούσε την αρίστευση, την αρετή, με όρους λειτουργίας, ενώ ξεχώριζε τη δεξιοτεχνία από τις άλλες επιτηδειότητες. Υπάρχει ένα ιδιαίτερα καλό παράδειγμα προς το τέλος του πρώτου βιβλίου της Πολιτείας (352 Β 4-Α): η αρετή ενός κλαδευτηριού είναι να κλαδεύει, ενός ματιού να βλέπει, ενός αφτιού να ακούει. Αυτό προϋποθέτει μια τελεολογική άποψη για το σύμπαν και, όπως το παρουσιάζει ο Ξενοφών, μια ανθρωποκεντρική άποψη, μέσω της οποίας ο φυσικός κόσμος υπηρετεί τις ανάγκες και τις ηδονές των ανθρώπων. Η ερώτηση ακολουθεί αναπόφευκτα: Σε τι συνίσταται η αρετή του ανθρώπου; Ο Σωκράτης έδωσε την απάντηση ότι συνίσταται στη φροντίδα της ψυχής, λέξη που συμπεριλαμβάνει τη θεμελιώδη αρχή της ζωής, τη νόηση και την ηθική προσωπικότητα. Η αρετή δεν έρχεται από τα αγαθά (όπως έλεγε η παλαιά τάξη), αν και τα αγαθά μπορεί να ακολουθήσουν την αρετή. Επομένως, η αντίληψη του Σωκράτη για την αρετή έχει ηθική χροιά, αλλά όχι μόνο.

Ο Σωκράτης ήταν διάσημος για δύο παράδοξα. Το πρώτο ισχυριζόταν ότι «η αρετή είναι γνώση». Πρόκειται για ένα εσκεμμένο παράδοξο, όχι έναν ορισμό. Συμπεριλαμβάνει την αυτογνωσία· συμπεριλαμβάνει τη γνώση του στόχου, του σκοπού, του τέλους, που σημαίνει ότι συμπεριλαμβάνει και μια δέσμευση να αναληφθεί πράξη· συμπεριλαμβάνει την πλήρη γνώση των περιστάσεων. Αν ένα άτομο διαπράξει κάτι λάθος ή κακό, ξέρει πραγματικά τι κάνει; Κι εδώ έρχεται το δεύτερο παράδοξο: «κανείς δεν κάνει λάθος με τη θέλησή του». Αν κάνει κάποιος λάθος, θα το κάνει είτε λόγιο άγνοιας είτε από εξαναγκασμό. Το λάθος πάντα βλάπτει αυτόν που το πράττει. Κανένας δεν βλάπτει τον εαυτό του με τη θέλησή του. Εδώ, η αντιστοιχία είναι σημαντική: ο Σωκράτης χρησιμοποιεί μια αντιστοιχία μεταξύ του παραπτώματος και της ασθένειας.

Ο Σωκράτης ισχυριζόταν ότι δεν δίδασκε. Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ισχυριζόταν ότι ακολούθησε όχι το επάγγελμα του πατέρα του αλλά της μητέρας του. Δεν πίεζε κανέναν να μπει στο δικό του καλούπι: τον βοηθούσε να δώσει ζωή στις σκέψεις που υπήρχαν μέσα του. Το ότι ο ισχυρισμός του ήταν αυθεντικός φαίνεται από την ποικιλία των φιλοσοφικών θέσεων αυτών με τους οποίους συναναστρεφόταν. Οι ερωτήσεις του συχνά ήταν παραπειστικές, αλλά δεν είναι δυνατόν να κτίσει κανείς ένα σύστημα με βάση τα λεγόμενά του.

Δημόκριτος

Ο Δημόκριτος από τα Άβδηρα συγκαταλέγεται μεταξύ των Προσωκρατικών, αλλά ήταν νεότερος από τον Σωκράτη και πέθανε σε βαθιά γεράματα. Η συμβολή του στη θεωρία των ατόμων, με την οποία έγινε πασίγνωστος, δημοσιεύθηκε το 405 π.Χ. Τα ηθικά γνωμικά που αποδίδονται σ’ αυτόν, αποδίδονται και σε κάποιον Δημοκράτη[3]: ίσως να επρόκειτο για μια ανορθογραφία του ονόματος του· έζησαν και οι δύο τον 4ο αιώνα. Ο Δημόκριτος ήταν ένας ηδονιστής, που βρήκε τον στόχο της ανθρώπινης ζωής στην ευτυχία, για την οποία χρησιμοποιεί μια ποικιλία όρων. Αποτελεί ιδιότητα της ψυχής (DK 68, απόσπασμα 170). Καμιά φορά, μιλά για ευεξία ή για ευθυμία ή για απαλλαγή από την ανησυχία (αταραξία). Όταν φθάνει στα μέσα για την επίτευξη αυτού του σκοπού, δείχνει μια αρνητική στάση και συνιστά αποφυγή της υπερβολής (απόσπασμα 233)· η υπερβολή καταστρέφει τη διασκέδαση. Άλλα πράγματα που πρέπει να αποφευχθούν είναι οι ανόητες προσδοκίες (απόσπασμα 292), ο φθόνος (απόσπασμα 191), η απληστία (απόσπασμα 219), η τσιγκουνιά (απόσπασμα 227), η εριστικότητα (απόσπασμα 237) και η ευχαρίστηση για τις συμφορές τον άλλων (απόσπασμα 289). Μεταξύ των θετικών χαρακτηριστικών, ξεχωρίζει το θάρρος (απόσπασμα 213) ως βοήθεια στην αντιμετώπιση των συμφορών, τη δικαιοσύνη (απόσπασμα 215) και τη σοφία (απόσπασμα 216). Ωστόσο, δεν εμβαθύνει ιδιαίτερα.

Πλάτων

Ερχόμαστε τώρα στους δυο σημαντικότερους συστηματικούς στοχαστές: τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Είναι αδύνατον να κάνουμε κάτι περισσότερο απ’ το να αγγίξουμε λίγο κάποιες από τις βασικές θεωρίες της σκέψης τους.

Ο Πλάτων (427-347 π.Χ.) είχε επηρεαστεί από τον Σωκράτη, όταν ο ίδιος ήταν νεαρός και ο Σωκράτης ηλικιωμένος. Κατέγραψε την άκαρπη έρευνα του Σωκράτη για τις αξίες, χωρίς να μένει ικανοποιημένος από λαϊκές παροιμίες ή ιδιαίτερα περιστατικά, θέλοντας να μάθει ποιο είναι το κοινό στοιχείο που έχουν, για παράδειγμα, οι θαρραλέες πράξεις, που τις καθιστά θαρραλέες, χωρίς πάντως να βρει ποτέ την απάντηση. Μελέτησε μαζί με τους μαθητές δύο παλαιότερων στοχαστών, του Παρμενίδη -που έλεγε ότι η αληθινή πραγματικότητα δεν μπορεί να αλλάξει- και του Ηρακλείτου (και του μαθητή του Κρατύλου), ο οποίος έλεγε ότι ο κόσμος γύρω μας αλλάζει διαρκώς. Έπειτα, πήγε στη Νότια Ιταλία και στη Σικελία, όπου ήλθε σε επαφή με τους Πυθαγορείους και αφομοίωσε τη μαθηματική τους φιλοσοφία. Μια γεωμετρική πρόταση, όπως το Πυθαγόρειο Θεώρημα, σύμφωνα με το οποίο σ’ ένα ορθογώνιο τρίγωνο, το άθροισμα των τετραγώνων τον καθέτων ισούται με το τετράγωνο της υποτείνουσας, αποτελεί για τον ίδιο μια μόνιμη αλήθεια. Αλλά αυτό είναι «περίπου» αλήθεια, για ένα τρίγωνο που σχεδιάστηκε στην άμμο με μια βέργα. Αληθεύει, όχι για ένα τρίγωνο που βλέπουμε με τα μάτια μας αλλά για ένα τρίγωνο που συλλαμβάνουμε με το μυαλό μας. Ο Πλάτων βρήκε εδ(ό ένα κλειδί για να ξεκλειδώσει όλες τις πόρτες. Επειδή δεν έχουμε δει ποτέ μια απολύτως θαρραλέα πράξη, δεν έχουμε δει ποτέ την απόλυτη ομορφιά (καλόν). Έτσι, ο Πλάτων επινόησε τη «Θεωρία των Ιδεών». Η πραγματικότητα ανήκει σ’ έναν αμετάβλητο, αρχέτυπο κόσμο ιδεών, την ιδέα της ομορφιάς, την ιδέα της ανδρείας και πάει λέγοντας, που γίνονται αντιληπτές μόνο μέσω του νου. Τα πράγματα στον υλικό μας κόσμο είναι ατελή, διαρκώς μεταβαλλόμενα και προσωρινά. Για όλα υπάρχει ένα τέλος: τι είναι αυτό που διαρκεί για πάντα; Μόνο οι ιδέες, έλεγε ο Πλάτων. Τα πράγματα της γης μιμούνται ή συμμετέχουν στις αιώνιες ιδέες, αλλά πάντα πλημμελώς. Πέρα από τον κόσμο των ιδεών, βρίσκεται η ιδέα του καλού (αγαθόν), η απόλυτη ιδέα στη μεστωμένη φιλοσοφία του Πλάτωνα. Το καλό δεν έχει ηθική χροιά, ή τουλάχιστον όχι μόνο. Πρέπει να βρίσκεται πέρα από τις ιδέες, αφού οι ιδέες πρέπει να είναι καλές. Ο Πλάτων, μ’ έναν μυστικιστικό τρόπο, προσθέτει ότι, όπως ο ήλιος δίνει τη δυνατότητα στα μάτια να δουν και στα υλικά αντικείμενα τη δυνατότητα να φαίνονται, έτσι και η ιδέα του καλού δίνει στον νου τη δυνατότητα να αντιληφθεί, και στις ιδέες τη δυνατότητα να γίνουν αντιληπτές.

Η Πολιτεία του Πλάτωνα είναι μια αναζήτηση για δικαιοσύνη (ορθή συμπεριφορά). Για να διευκολύνει την έρευνά του, ο Πλάτων περνάει από το ατομικό στην κοινότητα: η υπόθεση ότι αυτό που μπορεί να βρεθεί στον έναν, θα βρεθεί και στον άλλον, είναι σημαντική. Ξεκινώντας από μια βασική και καθόλου ιδεατή κοινότητα, και περνώντας από εκεί σε έναν πυρετώδη, ξέφρενο και επεκτατικό στρατιωτικό ιμπεριαλισμό, φθάνει απροσδόκητα σε μια συζήτηση σχετική με την καλύτερη οργάνωση μιας πόλης- κράτους και τάσσεται υπέρ μιας σχετικά μικρής αλλά ικανότατης άρχουσας τάξης, χωρίς πρόσβαση στο χρήμα (διαφθορά) ή στην οικογένεια (νεποτισμός), και χωρίς κανένα από τα συνήθη προνόμια που συνεπάγονται τα υψηλά αξιώματα. Οι υπόλοιποι, πλούσιοι και φτωχοί, έμποροι και επιχειρηματίες, αγρότες και τεχνίτες, απαρτίζουν, με πολιτικούς όρους, μια κατώτερη τάξη. Η άρχουσα τάξη υποδιαιρείται στους Φύλακες-Επικούρους και στους Δημιουργούς, που έχουν μεν δυνατότητες, χωρίς όμως να κάνουν τη διαφορά, και που είτε σχηματίζουν τις στρατιωτικές δυνάμεις, είτε παρέχουν διοικητική υποστήριξη. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Πλάτων διαιρεί την ψυχή σε τρία μέρη. Στην κορυφή υπάρχει η λογική (το λογιστικόν), η επιθυμία (το επιθυμητικόν) βρίσκεται στον πάτο, και στη μέση ένα χαρακτηριστικό που απο- καλεί ψυχική διάθεση ή σθένος, ή «νεύρο» (το θυμοειδές), το οποίο τάσσεται πότε με το ένα μέρος και πότε με το άλλο. Εδώ, ίσως βοηθήσει ένα προσωπικό παράδειγμα. Πήγαινα ακόμη σχολείο και μια μέρα, έτρεχα σπίτι να παίξω κρίκετ, όταν είδα μια ηλικιωμένη κυρία, φορτωμένη, να περπατά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η λογική μου, μου είπε να τη βοηθήσω με το φορτίο της· η επιθυμία μου μου είπε να πάω να παίξω κρίκετ. Η επιθυμία μου υπερίσχυσε και, εδώ και πενήντα χρόνια λέω στον εαυτό μου: «Τι αχαΐρευτος που ήσουν, που δεν βοήθησες εκείνην την καημένη, γηραιά κυρία!» Μα, αν είχα ακολουθήσει τη λογική μου, η ψυχική μου διάθεση θα μπορούσε κάλλιστα να μου λέει: «Τι δονκιχωτικά ηλίθια φέρθηκες!» Είναι φανερό ότι αυτός ο παραλληλισμός δεν είναι τέλειος: στο σύμπαν, η ανώτερη κοινωνικά τάξη είναι μοιρασμένη. Πράγματι, στον Φαίδρο, ο Πλάτων απεικονίζει το τριμερές της ψυχής σαν ένα άρμα, όπου ο αρματηλάτης (η λογική) προσπαθεί να ελέγξει δύο άλογα, ένα λευκό και ζωηρό, κι ένα μαύρο, εντελώς αφηνιασμένο: κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η μικρότερη υποδιαίρεση. Ο Πλάτων απονέμει την αρετή της σοφίας στην ανώτερη κοινωνική τάξη και στη λογική, το θάρρος στη δεύτερη κοινωνική τάξη και στην ψυχική διάθεση. Λογικά, θα περιμέναμε να πει ότι η σωφροσύνη (αυτοέλεγχος) ανήκει στην κατώτερη κοινωνική τάξη και στην επιθυμία. Για κάποιον λόγο δεν το κάνει: αντίθετα, το πραγματεύεται σαν να ήταν ενσωματωμένο με τα άλλα ή σαν μια αρμονική συμφωνία όλων των μερών. Στην πραγματικότητα, αυτό μειώνει σε κάποιον βαθμό την αποτελεσματικότητα της ταύτισης της δικαιοσύνης με μια κατάσταση, όπου η σοφία κυβερνά, το θάρρος ενεργεί σε συμφωνία με τις επιταγές της σοφίας και η σωφροσύνη δεν επιτρέπει εσωτερικές συγκρούσεις, είτε πρόκειται για ένα άτομο, είτε για την πόλη. Έτσι, η δικαιοσύνη ενισχύει αποτελεσματικά τα όσα έχει πει ως τώρα. Στον επίλογο της Πολιτείας, ο Πλάτων δικαιολογεί τη δικαιοσύνη σ’ έναν μύθο που μιλά για τη μετά θάνατον ανταμοιβή και τιμωρία.

Πρέπει να εξετάσουμε και έναν άλλο διάλογο του Πλάτωνα, τον Φίληβο, που γράφτηκε προς το τέλος της ζωής του. Το θέμα του είναι η ηδονή. Ο Πλάτων το είχε συζητήσει και παλιότερα, στον Γοργία, με πουριτανική εχθρότητα, αντιπαρατάσσοντας την αναζήτηση της ηδονής με την επιδίωξη του καλού, και στον Πρωταγόρα με μεγαλύτερη διακριτικότητα. Η εξέταση του θέματος στην Πολιτεία συσχετίζει την ηδονή με τη Θεωρία των Ιδεών, αναγνωρίζει τις πνευματικές ηδονές ως τις αγνότερες, διότι από τη μια είναι απαλλαγμένες από τον πόνο, και από την άλλη εξασφαλίζουν μια θέση για τις κατώτερες ηδονές, υπό τον όρο ότι θα παραμείνουν κάτω από την εξουσία της λογικής. Ο Φίληβος ξεκινά με μια συζήτηση σχετικά με το κατά πόσον η ηδονή, η ευτυχία, η τέρψη και λοιπά παρεμφερή είναι πράγματα καλά για όλα τα έμβια όντα. Η ηδονή, όμως, είναι μια συνθέτη έννοια- ο ντε η ηδονή, ούτε η σοφία μπορούν να είναι το υπέρτατο αγαθό. Η καλή ζωή πρέπει να περιέχει την ισορροπία μεταξύ γνώσης και ηδονής. Ο κόσμος στον οποίο ζούμε προέρχεται από την αποτύπωση του Ορίου ή του Μέτρου πάνω στο Απεριόριστο ή το Αόριστο, εκ μέρους ενός παράγοντα ή μιας πρωταρχικής αιτίας. Ο νους είναι συνδεδεμένος με την αιτία, η ηδονή ανήκει στο απεριόριστο· αλλά η ηδονή όπως τη γνωρίζουμε, βρίσκεται στη σύμμεικτη τάξη της ύπαρξης. Σ’ αυτό το σημείο, ακολουθεί μια σύνθετη ανάλυση. Πρώτον, οι ηδονές διαιρούνται σε αυτές του σώματος και σε αυτές της ψυχής. Αυτή η διαίρεση, όμως, δεν είναι απόλυτη: δεδομένου ότι η συνείδηση εμπλέκει την ψυχή, οι (Κυματικές ηδονές μπορεί να περνούν μέσω της ψυχής. Μια δεύτερη διαίρεση περιλαμβάνει τις ηδονές που περιμένουμε, οι οποίες μπορεί να έρθουν, αλλά μπορεί και όχι. Μια τρίτη διαίρεση, έχει σχέση με την ένταση της ηδονής. Τέλος, υπάρχει η διαίρεση μεταξύ καθαρών ηδονών και ηδονών ανάμεικτων με πόνο. Οι ύψιστες είναι οι καθαρές ηδονές, και στην κορυφή όλων, η ομορφιά (κα/Ιόν) και η αλήθεια. Αλλά η ηδονή, καθώς είναι ασταθής, δεν μπορεί να είναι το καλό, αφού το τελευταίο είναι σταθερό, αμετάβλητο και απόλυτο. Για τον άνθρωπο, η καλή ζωή συμπεριλαμβάνει και την ηδονή και τη γνώση. Αλλά στη θεμελιώδη κλίμακα των αγαθών, την κορυφή καταλαμβάνουν τα πράγματα που φανερώνουν τάξη και μέτρο, την αμέσως επόμενη θέση καταλαμβάνουν τα όμορφα ή ευγενή (καλόν) και συμμετρικά, την τρίτη θέση η νόηση και η σοφία, διότι μετέχουν της αλήθειας, την τέταρτη θέση συγκεκριμένα επιστημονικά πεδία και η πρακτική γνώση, με τις ηδονές τέλος -και μάλιστα, μόνο τις καθαρές ηδονές- να βρίσκονται στην πέμπτη θέση. Να σημειωθεί ότι η συζήτηση που γίνεται στον Φίληβο αφορά στο άτομο και όχι στην κοινωνία.

Ο Λοτζ (βλ. «Προτάσεις για περαιτέρω ανάγνωση») έκανε έναν κατάλογο με όλες τις υποψηφιότητες για το ύψιστο καλό του Πλάτωνα: 1. Ηδονή (η οποία κατέχει μια θέση αλλά όχι την υψηλότερη). 2. Πλούτος (απλώς ενισχυτικός). 3. Υγεία (συνέπεια της καλής ζωής). 4. Εξουσία (όχι στόχος, αλλά μία κίνηση προς αυτόν). 5. Ευτυχία (που συμπίπτει με την ηθικώς ιδεατή ζωή). 6. Η ζωή του ιδανικού πολίτικου ανδρός (αυτό θα μπορούσε να προ­σφέρει τις περιστάσεις για μια άριστη ζωή αλλά δεν είναι διαθέσιμο). 7. Αθανασία (για τους Έλληνες είναι ισοδύναμο της θεϊκότητας). 8. Καλοσύνη του χαρακτήρα (οι τέσσερεις αρετές της Πολιτείας). 9. Σωφροσύνη (μια όψη αυτών). 10. Δικαιοσύνη (το ίδιο). 11. Ιδιοφυία (οπωσδήποτε μια όψη αυτών). 12. Θρησκεία (μόνον με φιλοσοφικές επιδράσεις). 13. Επιστήμη (μια όψη του ορθολογισμού). 14. Φιλοσοφία (απεικονίζεται συνειδητά ως η ιδεατή ζωή, μα, δεν κάνει φυσικά για τον καθένα). 15. Νόηση (μια δημιουργική ρυθμιστική αρχή). 16. Πολιτισμός. 17. Η κοινότητα. 18. Ευφυής αυτογνωσία. 19. Νόμος και τάξη. 20. Μέτρο ή μέσον (η απουσία του είναι καταστροφική). 21. Η ιδέα του καλού (η αρχή του άριστου). 22. Η αναλυτική ή σύνθετη ζωή (συμπεριλαμβανομένων της ομορφιάς, της καλοσύνης και της αλήθειας, της αγιότητας, της σωφροσύνης, της δικαιοσύνης, της ανδρείας, της σοφίας). 23. Η επιβίωση και η ευημερία του συνόλου (η υπόταξη του μερικού στο σύνολο είναι μια από τις αρχές του Πλάτωνα). 24. Ο Θεός (υπάρχουν προβλήματα σχετικά με την πλατωνική θεολογία αλλά το θεϊκό είναι ένα ζωντανό, ηθικό πρότυπο). Αυτό που θέλει να πει ο Λοτζ είναι ότι δεν πρέπει να υπεραπλουστεύουμε τα πράγματα. Μπορούμε να βρούμε κείμενα στον Πλάτωνα τα οποία εξυψώνουν και εκθειάζουν το καθένα από αυτά. Τα τελευταία λόγια του αποτελούν μια καλή περίληψη των Πλατωνικών αξιών.

Επομένως, το τελικό μας συμπέρασμα είναι ότι το ύψιστο καλό για το σύμπαν, συνίσταται στην ιδανική λειτουργία του συνόλου, έτσι ώστε να αντιλαμβανόμαστε τη μέγιστη δυνατότητα της αξίας που ενυπάρχει σε καθένα από τα στοιχεία- ότι το ύψιστο καλό για έναν συγκεκριμένο άνθρωπο έγκειται στο να ζει έτσι, ώστε να αποτελεί σημαντικό οργανικό τμήμα αυτού του συνόλου και, ακριβώς επειδή ζει έτσι, να συνειδητοποιεί τη δική του βαθιά ευτυχία και ευημερία.

Αριστοτέλης

Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.), «Ο δάσκαλος όσων κατείχαν τη γνώση» (όπως είχε πει ο Δάτης), ήταν γιος γιατρού από τις παρυφές του ελληνικού κόσμου. Ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει κοντά στον Πλάτωνα. Ο Πλάτων τού κόλλησε το παρατσούκλι «Ο νους» και έλεγε ότι, εκεί που οι άλλοι χρειάζονταν το κέντρισμα, εκείνος χρειαζόταν τον χαλινό. Όταν ο Πλάτων πέθανε το 347, ο Αριστοτέλης εγκατέλειψε την Αθήνα μετά από 20 χρόνια διαμονής του εκεί, για κάποιες γόνιμες έρευνες πάνω στη βιολογία, στη Μικρά Ασία και στη Λέσβο. Έπειτα, το 342 δέχθηκε μια πρόσκληση να γίνει δάσκαλος του Αλεξάνδρου, ο οποίος αργότερα έγινε γνωστός ως Μέγας. Όταν ο Αλέξανδρος διαδέχθηκε τον πατέρα του, ο Αριστοτέλης επέστρεψε στην Αθήνα για να διδάξει. Με τον θάνατο του Αλεξάνδρου, κι έχοντας στον νου του τον θάνατο του Σωκράτη, αποσύρθηκε προκειμένου να «σώσει τους Αθηναίους από ένα δεύτερο αμάρτημα εναντίον της φιλοσοφίας».

Τα σημαντικότερα επιτεύγματα του ήταν στις βιολογικές επιστήμες, αλλά η διάνοιά του, επεκτεινόταν σε πολλούς τομείς στους οποίους έγινε αυθεντία. Έχουν διασωθεί αρκετά έργα του περί ηθικής. Το έργο Μεγάλα Ηθικά ανήκε πιθανόν σ’ έναν μεταγενέστερο μαθητή του και το Περί αρετών και κακιών είναι καθ’ ολοκληρίαν ένα μεταγενέστερο έργο συγκρητισμού, το οποίο ανακατεύει τις απόψεις διάφορων στοχαστούν. Ωστόσο, τα Ηθικά Ευδήμια και τα Ηθικά Νικομάχεια αποτελούν αυθεντικές εικόνες της σκέψης του σε διαφορετικές περιόδους, όπως αυτές κατεγράφησαν ή εκδόθησαν από διάφορους μαθητές του. Ο Νικόμαχος είναι πληρέστερος και πιο ώριμος. Τα Ηθικά (αυτής της έκδοσης) είναι προσιτά, ευανάγνωστα, σαφή, διασκεδαστικά και ενδιαφέροντα. Είναι, όπως είπε ένας μελετητής, «ένα βιβλίο κάθαρσης».

Ο Αριστοτέλης βουτάει κατ’ ευθείαν στο θέμα. «Κάθε επιστήμη και κάθε αντικείμενο, κάθε πράξη και κάθε επιλογή, μοιάζει να στοχεύει σε κάτι αγαθό- έτσι λοιπόν, δικαίως το Αγαθό ορίζεται ως το αντικείμενο στο οποίο στοχεύει κάθε πράγμα (Ηθικά Νικομάχεια, 1094 α 1). Υπάρχουν πολλοί περιορισμένοι στόχοι αλλά είναι από κοινού δεκτό ότι ο σκοπός είναι η ευτυχία (η ευδαιμονία με αναπόσπαστα τα στοιχεία της «ευλογίας» και της «επιτυχίας»). Δεν πρόκειται για ηδονή (που είναι ζωώδης) ούτε για τιμή (που μας αφήνει στον οίκτο της κρίσης των άλλων). Ακόμη και την αρετή μπορεί να τη συναντήσει κανείς δίπλα στην αδράνεια ή στη δυστυχία. Ο πλούτος δεν αποτελεί σκοπό. Αγγίζει μια ενδεχόμενη απάντησή του, τον διαλογισμό, αλλά συνεχίζει με την εξέταση της λειτουργίας του ανθρώπου: «μια δραστηριότητα της ψυχής, σύμφωνη με, ή τουλάχιστον, όχι αντίθετη, με τη λογική». (Ηθικά Νικομάχεια, 1098 α 7).

Η αρετή, λοιπόν, υπό τον όρο ότι αγκαλιάζει κάθε πνευματική και ηθική μορφή αρίστευσης «είναι μια σταθερή προδιάθεση, που περιλαμβάνει τη δυνατότητα επιλογής· συνίσταται σε ένα μέσον σχετικό μ’ εμάς, λογικά καθορισμένο, όπως δηλαδή θα το καθόριζε ένας ευφυής άνθρωπος» (1106 β 36). Η αρετή είναι μια προδιάθεση, μια ακλόνητη συμπεριφορά του νου. Δεν ρωτάω «να πω ένα ψέμα;» κάθε φορά που μιλάω, ούτε «να διαπράξω μοιχεία;» κάθε φορά που συναντάω μια γυναίκα. Η θεωρία της μεσότητας εξηγείται σ’ έναν πίνακα: τα ακόλουθα, αποτελούν μερικά παραδείγματα.

ΠΕΔΙΟ                              ΥΠΕΡΒΟΛΗ               ΑΡΕΤΗ                   ΕΛΛΕΙΨΕΙΣ

Οι φόβοι                            Απερισκεψία               Ανδρεία                       Δειλία
και η απουσία τους

Δούναι και λαβείν          Χυδαιότητα            Μεγαλοπρέπεια             Μικροπρέπεια

Τιμή και ατιμία             Ματαιοδοξία         Αριστοκρατία         Ταπεινή καταγωγή

Οργή                                Οξυθυμία               Καλή διάθεση                Αδιαφορία

Κοινωνική διασκέδαση    Γελοιότητα                  Πνεύμα                         Αγένεια

Συναισθήματα                Αναισχυντία            Μετριοφροσύνη          Ντροπαλότητα

Το μέσον δεν είναι αριθμητικό: η ανδρεία βρίσκεται πιο κοντά στην απερισκεψία παρά στη δειλία. Επί πλέον, η ορθή δράση μοιάζει ακραία σε όσους βρίσκονται στο αντίθετο άκρο. Ο γενναίος μοιάζει απερίσκεπτος στον δειλό και δειλός στον απερίσκεπτο. Το μέσον μπορεί να ποικίλει, ανάλογα με τις περιστάσεις: η ηθική αρετή απαιτεί μια δραστηριότητα τη σωστή στιγμή, με τις κατάλληλες προϋποθέσεις, που να κατευθύνεται στους κατάλληλους ανθρώπους, για τον σωστό σκοπό και με τον σωστό τρόπο (1106 α 21)*. Υπάρχουν πεδία στα οποία δεν πρέπει να εφαρμόζεται. Δεν υπάρχει μέσον στη μοιχεία: είναι αδύνατον να διαπράξεις μοιχεία με τη σωστή γυναίκα, τη σωστή στιγμή και με τον σωστό τρόπο (1107α 16). Και ενώ η αρετή είναι εκ φύσεως και εξ ορισμού ένα μέσον, ως αξία είναι ακραία.

Ο έπαινος και η κατηγορία σχετίζονται με τις σκόπιμες πράξεις, ενώ η συγχώρεση και ο οίκτος με τις αυθόρμητες. Η επιλογή, που είναι ένα προσεκτικό «άπλωμα του χεριού» για πράγματα εντός των δυνατοτήτων μας (1113 α 10), είναι ένα ουσιώδες κομμάτι της αρετής. Ο Αριστοτέλης, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, στα έργα του οποίου οι διάφορες αρετές τείνουν να αναμειγνύονται μεταξύ τους και να θολώνουν, τις ξεχωρίζει προσεκτικά. Γι’ αυτόν, κορωνίδα των αρετών είναι η μεγαλοψυχία. Στα αγγλικά δεν υπάρχει κάποια αντίστοιχη λέξη και η αλήθεια είναι ότι δεν θαυμάζουμε πολύ αυτά που καταλαβαίνουμε από τη συ εγκεκριμένη λέξη. Βρίσκουμε πομπώδη αυτήν την ευγένεια του ανθρώπου: δεν μιλά άσχημα για τους άλλους, εκτός από τότε που θέλει να είναι σκόπιμα προσβλητικός· προτιμά τα άχρηστα αλλά όμορφα αγαθά από κείνα που είναι χρήσιμα ή πολύτιμα- οι κινή­σεις του είναι αργές, η φωνή του βαθιά, ο λόγος του προσεκτικός. Οι βικτοριανοί κατανοούσαν καλύτερα τον Αριστοτέλη απ’ ό, τι οι σύγχρονοι Άγγλοι.

Το πέμπτο βιβλίο μιλά για τη δικαιοσύνη και έχει χαρακτηριστεί ως «υπόδειγμα φιλοσοφίας», λόγω των προσεκτικών του διακρίσεων κατά κατηγορίες. Ο Αριστοτέλης παρατήρησε την ανακριβή χρήση της λέξης για την ηθική αρετή γενικά, αλλά η ιδιαίτερη χρήση της αφορά στις κοινωνικές σχέσεις που περιλαμβάνουν το κέρδος ή την απώλεια. Η δικαιοσύνη μπορεί να είναι διανεμητική, διορθωτική ή εμπορική. Η διανεμητική δικαιοσύνη αφορά στη διανομή των πόρων δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Έλληνας πολίτης θεωρούσε τον εαυτό του ένα είδος μετόχου του κράτους. Η διορθωτική δικαιοσύνη δεν ενεργεί βάσει της αξίας του καθενός, και φέρεται το ίδιο σε όλους τους ανθρώπους· προσπαθεί να διορθώσει το άδικο. Η εμπορική δικαιοσύνη είναι η ανταλλαγή υπηρεσιών, ενώ τα χρήματα παίζουν τον ρόλο ενός βολικού μεσάζοντα ο οποίος δεν λειτουργεί με γνώμονα την αυστηρή ισότητα. Ο Αριστοτέλης συνεχίζει θέλοντας – χωρίς να τα καταφέρνει εντελώς – να προσδιορίσει τη δίκαιη πράξη ως ένα μέσον μεταξύ του πράττω μια αδικία και υφίσταμαι μια αδικία, και να τραβήξει σαφείς διαχωριστικές γραμμές, όπως για παράδειγμα μεταξύ της φυσικής και της συμβατικής δικαιοσύνης. Επίσης, αναζητώντας τα εσωτερικά κίνητρα των πράξεων, έφθασε να κάνει τη διάκριση μεταξύ του τυχαίου θανάτου, της ανθρωποκτονίας, του δικαιολογημένου φόνου και της δολοφονίας. Μια σημαντική συζήτηση σχετική με το περί δικαίου αίσθημα, «μια αποκατάσταση του νόμου όπου αυτός είναι ελαττωματικός λόγω της γενικότητάς του» (1137 β 27), έχει επηρεάσει την εξέλιξη της νομοθεσίας.

Ο Αριστοτέλης δεν παραμελεί τις ηθικές αρετές, αλλά δείχνει, επίσης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις πνευματικές αρετές. Εάν η ηθική αρετή προκύπτει από τη λογική επιλογή, τότε η πνευματική αρετή είναι πρωταρχικής σημασίας. Στη διάνοια, διακρίνουμε δύο ικανότητες: μια σχετική με τη γνώση και μία με την περίσκεψη και την επιλογή. Και οι δύο άπτονται της αλήθειας: η μία είναι θεωρητική, η άλλη πρακτική. Ο Αριστοτέλης προσδιορίζει και αναφέρεται σε πέντε πνευματικές αρετές που οδηγούν στην αλήθεια: την επιστημονική γνώση, την τεχνική αρτιότητα (που συχνά, αλλά παραπλανητικά, αποδίδεται ως «τέχνη»), την πρακτική κοινή λογική (φρόνηση), το λογικό αισθητήριο και τη θεωρητική φρόνηση (σοφία). Η διάκριση μεταξύ όλων αυτών γίνεται με αξιοθαύμαστο τρόπο, ενώ υπάρχει μια εκτεταμένη εξέταση της φρόνησης. Δεν είναι δυνατό να είσαι αγαθός χωρίς τη φρόνηση, ούτε να έχεις φρόνηση χωρίς ηθική αρετή: αυτά τα δυο, συνεργάζονται μεταξύ τους. Η ηθική αρετή εξασφαλίζει την ορθότητα του στόχου, ενώ η φρόνηση την ορθότητα των μέσων. Η σοφία, όμως, είναι πιο θεμελιώδης από τη φρόνηση.

Η μελέτη της εσωτερικής σύγκρουσης από τον Αριστοτέλη έχει επάξια προσελκύσει την προσοχή τα τελευταία χρόνια. Δεν έχουμε καμιά συγκεκριμένη αγγλική λέξη για την άκρασία[4] του. Οι λέξεις «ακρατής» και «ανεπίδεκτος συγκράτησης» είναι παραπλανητικές· η έκφραση «αδύναμη θέληση» ίσως είναι η πιο κοντινή. Η εξέτασή του υπερτονίζει τον ρόλο της λογικής στη δράση, και υποτιμά τη σύγκρουση των επιθυμιών. Δεν χρησιμοποιεί την έκφραση «πρακτικός συλλογισμός». Στο βιβλίο του, όμως, αυτή αποτελεί το λογικό συμπέρασμα του «καθετί γλυκό είναι ευχάριστο», σε συνδυασμό με το «αυτό είναι γλυκό», εκφράσεις που οδηγούν στην πράξη του φαγητού, έχοντας αντιπαρέλθει τα «καθετί που περιέχει ζάχαρη είναι παχυντικό» και «αυτό περιέχει ζάχαρη». Να ξέρεις, να επιθυμείς και να πράττεις το ορθό είναι αρετή. Το να επιθυμείς το λανθασμένο, να το ξέρεις και να πράττεις το ορθό είναι δύναμη της θέλησης. Το να ξέρεις το ορθό και να επιθυμείς και να πράττεις το λανθασμένο είναι αδυναμία της θέλησης. Το να μη γνωρίζεις το ορθό και να επιθυμείς και να πράττεις το λανθασμένο είναι κακία.

Ο Αριστοτέλης εξετάζει κάπως αποσπασματικά την ηδονή, ενώ έχει μια σημαντική μονογραφία περί φιλίας, μια αναπόφευκτη προϋπόθεση της ζωής (1155 α 3). Επιστρέφει τελικά στην ευτυχία ως στόχου της ανθρώπινης ζωής (1176 α 3). Δεν πρόκειται για κατάσταση ή προδιάθεση, αλλά για ανεξάρτητη δραστηριότητα, η οποία ασκεί το ανώτερο μέρος της ύπαρξής μας, η νόηση, σε αρμονία με την ανώτερη αρετή, τη θεωρητική σύνεση ή σοφία. Η ευτυχία, εν ολίγοις, σημαίνει περισυλλογή. Επί πλέον, δεν πρέπει να σκεπτόμαστε το εφήμερο, αλλά οφείλουμε να επιδιώκουμε όσο περισσότερο μπορούμε την αθανασία. Η ζωή της ηθικής αρετής εξαρτάται πάρα πολύ από τα επιφανειακά πράγματα, κι έτσι δεν μπορεί να προσφέρει την πλήρη ευτυχία. Αλλά ο Αριστοτέλης, του οποίου η προσγειωμένη κοινή λογική επαναστατεί μερικές φορές ενάντια στη θεωρία του, δεν μπορεί να αρνηθεί στον φιλόσοφο την εξωτερική ευημερία: συμβιβάζεται προτείνοντας ότι οι ανάγκες του είναι μικρότερες από εκείνες των άλλων.

(α) Δικαιοσύνη είναι να μην παραβαίνεις τους νόμους και τα έθιμα του κράτους του οποίου είσαι πολίτης. Ο άνθρωπος θα αποκόμιζε από τη δικαιοσύνη την πιο μεγάλη ωφέλεια για το άτομο του, αν μπροστά σε άλλους ανθρώπους τηρούσε τους νόμους ως κάτι σημαντικό, ενώ αντίθετα, άμα είναι μόνος του χωρίς άλλους ανθρώπους μπροστά του ακλουθούσε τις επιταγές της φύσης. Γιατί οι επιταγές του νόμου είναι αυθαίρετες, ενώ της φύσης είναι αγκαίες.

(Αντιφών, [ένας σοφιστής], απόσπασμα 44)

(β) Οι Μακεδόνες το θεωρούν ταιριαστό (καλόν) για τα κορίτσια να ερωτεύονται και να έχουν ερωτική σχέση με άνδρα προτού να παντρευτούν, ενώ όταν η κοπέλα είναι παντρεμένη αυτά τα πράγματα τα θεωρούν ντροπή (αισχρόν).Για τους Έλληνες απεναντίας είναι και τα δύο ντροπή.

(Δισσοί Λόγοι, 2.12)

(γ) Σύμφωνα με τη Φύση όλα είναι αισχρά, αφού το πιο κα κόν είναι το να αδικείσαι. Το να αδικείς είναι πιο αισχρόν μόνο για τον νόμο.

(Ο Καλλικλής στον Γοργία του Πλάτωνα, 483 Α)

(δ) Εγώ, λοιπόν, νομίζω ότι ο Σωκράτης, με τέτοια λόγια, ε­ μπόδιζε τους συνομιλητές του να κάνουν ασεβείς, άδικες και αισχρές πράξεις, όχι απλώς μπροστά στα μάτια των άλλων, αλλά και όταν ήταν μόνοι τους, αφού έφθασαν στο συμπέρασμα ότι οι θεοί. πάντα μπορούν να βλέπουν τις πράξεις τους.

(ΞΕΝΟΦΩΝ, Απομνημονεύματα, 1.4.19)

(ε) Λαμβάνων ως βάση ότι υπάρχει κάτι Ωραίον αυτό κα­θαυτό και Αγαθόν και Μέγα και όλα τα άλλα […] είναι λοιπόν δι’ εμέ φανερόν ότι, εάν ένα άλλο πράγμα είναι ωραίον, εκτός από το Ωραίον αυτό καθαυτό, είναι ωραί­ον όχι απο καμμιάν άλλην αιτίαν, παρά διότι μετέχει ε­ κείνου του Ωραίου!

(Ο Σωκράτης στον Πλατωνικό Διάλογο Φαίδων 100 Β-Γ)

(ζ) Τι μας εμποδίζει λοιπόν να θεωρήσωμεν ευδαίμονα τον συμφώνως προς την τελείαν αρετήν ενεργούντα και αρκετά εφοδιασμένον με τα εξωτερικά αγαθά.

(Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1101 α 15-8)

Συνοπτικά σχόλια

(α) Ένα χαρακτηριστικό σοφιστικό απόσπασμα, που αντανακλά τη διαμάχη μεταξύ νόμου και φύσεως. Είναι ενδεχομένως αλήθεια ότι η δικαιοσύνη προήλθε ακολουθώντας τη συνήθη πρακτική της κοινωνίας, είτε έχοντας ενσωματωθεί στον νόμο είτε όχι (η λέξη νόμος εδώ είναι έχει ευρεία έννοια). Υπήρχε, ωστόσο, και μια άποψη που κατέστησε τη δίκη ύψιστη αξία. Φύση είναι ο φυσικός κόσμος. Αυτό μπορεί να εφαρμόζεται και στη φυσική αναγκαιότητα. Εάν πηδήσω από έναν απότομο βράχο, θα σκοτωθώ. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την ηθική επιλογή. Αλλά η εσωτερική μου φύση είναι σκληρότερη. Είναι σωστό να λέμε ότι οι επιταγές της Φύσης είναι ουσιώδεις, αλλά τι σημαίνει αυτό; Μπορώ να ελέγξω την παρόρμησή μου να κλέψω, εκτός κι αν είμαι κλεπτομανής. Έτσι, ορισμένοι ισχυρίζονται ότι νόμος είναι μια αδικαιολόγητη παραβίαση της Φύσης, άλλοι πάλι τον θεωρούν έναν μηχανισμό ελέγχου, ο οποίος προάγει τον πολιτισμό.

(β) Αυτό το απόσπασμα προέρχεται από ένα ανώνυμο σοφιστικό έργο, χαρακτηριστικό της ανθρώπινης γεωγραφίας και της ανθρωπολογίας της περιόδου, μια επισήμανση ότι υπάρχουν διαφορετικές ηθικές αξίες σε διάφορα μέρη. Αυτό μπορεί να οδηγήσει (ή και όχι) στο συμπέρασμα ότι όλα τα ηθικά κριτήρια είναι υποκειμενικά. Να σημειωθεί ότι κριτήριο είναι η κοινή γνώμη. Να σημειωθεί, επίσης, ότι τα ηθικά κριτήρια των κοριτσιών καθορίζονται από τους άνδρες.

(γ) Μια άλλη σοφιστική άποψη, που προβάλλει έντονα την αντίθεση μεταξύ νόμου και φύσης. Το νέο στοιχείο σ’ αυτό το απόσπασμα, αν το συγκρίνουμε με άλλα, είναι η χρήση του κακού με τη σημασία του «δυσάρεστο για μένα» και «επιβλαβές για μένα». Δεν υπάρχει καμιά ηθική χροιά. Πρόκειται σχεδόν για μια επαναφορά του ομηρικού τρόπου χρήσης.

(δ) Πουθενά αλλού ο Ξενοφών δεν απεικονίζει τον Σωκράτη πιο θρησκόληπτο ηθικολόγο, απ’ όσο εδώ. Ο Σωκράτης του είναι ένας ιεροκήρυκας γεμάτος κοινοτοπίες, και όχι κάποιος πανέξυπνος ερευνητής ψυχών. (Ο Σωκράτης, παρεμπιπτόντως, εκτελέσθηκε, επειδή ο λόγος του δεν κράτησε κάποιους απ’ τους συνομιλητές του μακριά από βίαιες και τυραννικές πράξεις. Οι πολιτικοί ρήτορες, το κατέστησαν σαφές: «Εκτελέσατε τον σοφιστή Σωκράτη, επειδή σαφώς ήταν υπεύθυνος για την εκπαίδευση του Κριτία, ενός από τους Τριάκοντα τυράννους», είπε ο Αισχίνης [1.173].) Οι τρεις κατηγορίες λανθασμένων πράξεων είναι ενδιαφέρουσες και αντιστοιχούν σε παραπτώματα κατά των θειόν, κα­τά των εθίμων και κατά της κοινής γνώμης. Η απόλυτη τιμωρία είναι η θεϊκή. Ο Κριτίας (ένας από τους συνομιλητές του, ο οποίος τράβηξε τον δικό του δρόμο) έκανε έναν δραματικό ήρωα να ισχυρισθεί ότι οι θεοί ήταν μια επινόηση που θα εξασφάλιζε αυτήν την τιμωρία.

(ε) Πρόκειται για μια πρώιμη έκθεση της θεωρίας των Ιδεών. Αντιπροσωπεύει το σημείο εκείνο όπου ο Πλάτων βάζει τα δικά του συμπεράσματα στο στόμα του Σωκράτη. Η αληθινή πραγματικότητα βρίσκεται στις αναλλοίωτες αιώνιες Ιδέες, που αναγνωρίζονται από τον νου. Τα παραδείγματα είναι αισθητικά, ηθικά (αλλά ευρύτερα ως προς τον στόχο τους) και υλικά: τα πρώτα δύο (ωραίον, αγαθόν) ενέχουν κρίση, το μέγα όχι. Τα αντικείμενα αυτού του κόσμου είναι ατελή, μεταβαλλόμενα, στερούνται αντοχής, γίνονται αντιληπτά μέσω των αισθήσεων. Αυτές τους οι ιδιότητες έχουν προέλθει είτε από τη συμμετοχή τους στις Ιδέες είτε από τη μίμηση των τελευταίων.

(ζ) Από το πρώτο βιβλίο του Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια. Δεν είναι ακριβώς το τελικό συμπέρασμα, εκεί όπου η σκέψη τοποθετείται επάνω από την ηθική αρετή ως η ανώτερη ευτυχία, αφού εξαρτάται λιγότερο από τις εξωτερικές περιστάσεις. Αλλά η αρετή, που έχει ηθική χροιά εδώ, φέρνει την ευτυχία, αρκεί να οδηγήσει στη δράση. Ο Αριστοτέλης, εν τούτοις, παραμένει άνθρωπος της μεσαίας τάξης, έτσι που να θεωρεί ότι για την κατά- κτηση της ευτυχίας, απαιτούνται και κάποια υλικά αγαθά.

[1] Η χοίνιξ ήταν μέτρο χωρητικότητας στερεών. Μία χοίνιξ σίτου ήταν το καθημερινό σιτηρέσιο ενός ανδρός.

[2] Οι Σοφιστές ήταν περιοδεύοντες διδάσκαλοι της ρητορικής. Παράλληλα με την τεχνική της ρητορικής τέχνης εξέφραζαν και διατύπωναν τις προσωπικές τους απόψεις και στάση ζωής. Ο καθένας προέβαλε ως αναγκαίο όρο την κατάκτηση της αρετής. Έτσι, για παράδειγμα, ο Πρωταγόρας θεωρούσε ότι η αρετή είναι εφικτή με την επιδίωξη της ευβουλίας, της συμμετοχής δηλαδή στα κοινά που προϋπέθετε κρίση και σκέψη και, άρα, παιδεία, ο Αντιφών τη δικαιοσύνη, όπως το φανερώνει η Φύση σε κάθε της εκδήλωση, ο Πλάτων -για να πάμε στην αντίθετη πλευρά-τη σωφροσύνη και ο Αριστοτέλης τη μεσότητα.
[3] Πρόκειται για το Δημοκράτους Γνώμαι.

[4] Η αλαζονεία, η ακράτεια.

Ο ΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΑΡΝΗΤΙΚΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που παρά τις όποιες προσπάθειες τους βλέπουν το ποτήρι πάντα μισοάδειο και ότι «όλα θα πάνε στραβά». Κάποιοι τους λένε αρνητικούς, απαισιόδοξουςκαι καταστροφολόγους. Εκείνοι συχνά ανταπαντούν ότι είναι ρεαλιστές, πραγματιστές και βλέπουν τα πράγματα όπως είναι. Οι περισσότεροι είναι άνθρωποι φοβισμένοι από τη ζωή, όπου με τις αρνητικές σκέψεις νιώθουν προετοιμασμένοι για το πιθανό κακό και έχουν μια ψευδαίσθηση ασφάλειας.

Επί της ουσίας, ζουν σ’ ένα συνεχές καθεστώς φόβου και απειλής και δεν είναι λίγες οι φορές που αυτές τις εσωτερικές αγωνίες τους, τις προβάλλουν στα πρόσωπα των οικείων τους, δημιουργώντας ένα κλίμα έντασης και πίεσης που οδηγεί στη διατάραξη των διαπροσωπικών σχέσεων, σε συγκρούσεις και συχνά έχει αρνητική έκβαση.

Όπως ακριβώς το είχαν προβλέψει οι ίδιοι εξ αρχής, ότι: «όλα θα πάνε στραβά».

1. Δήλωσε πόσο δοτικός/η και καλός/η είσαι. Με την πρώτη ευκαιρία «χρέωσε» τον/την σύντροφο σου πόσο δεν σε φροντίζει και συνέχισε λέγοντας πόσα θα ήθελες να έχει κάνει (χωρίς βέβαια να χρειάζεται να του/της τα έχεις πει, μιας και δεν είσαι τέτοιος χαρακτήρας αλλά αν σε αγαπούσε πραγματικά θα τα είχε σκεφτεί) και τόνισε ότι μένεις μαζί του/της γιατί εσύ τον/την αγαπάς πραγματικά.

2. Να είσαι νευρικός και απότομος και να έχεις συχνά ξεσπάσματα. Αν τυχόν στο σχολιάσει, αρνήσου το και πέρνα στην επίθεση λέγοντας ότι είναι απαράδεκτος/η και παρεξηγεί τα πάντα. Αν στο σχολιάσει μετά το συμβάν, χρέωσε τον/την ότι έχει τον τρόπο να σου χαλάει τις ήρεμες στιγμές.

3. Γίνε καταστροφολόγος. Ανεργία, βία , φόνοι, κρίση. Όλα τα δεινά του κόσμου σχολίαζε τα τακτικά με πάθος και ορμή. Αν ο/ η σύντροφος σου δείξει ίχνη κούρασης, χρέωσε τον/την για αδιαφορία, υπερφίαλη προσωπικότητα και απολιτίκ στάση. « Όταν θα μας σφάξουν, να δω τι θα πεις…» μετά αν πάει να υπερασπιστεί την άποψη του/της, παρέθεσε 2-3 γεγονότα από πρόσφατες ειδήσεις. Φόνοι πάντα γίνονταν.

4. Γκρίνιαζε για όλα τα αρνητικά που σου συμβαίνουν. Δουλειά, έναν πόνο στο πόδι, έναν πονόδοντο. Αν τολμήσει ο/η σύντροφος σου να σε παροτρύνει να δεις έναν γιατρό ξεκίνησε λέγοντας «Νομίζεις πως δεν θέλω; Δεν προλαβαίνω, δεν έχω λεφτά, δεν έχω όρεξη, δεν..γενικά!» . Όταν σε αφήσει στην ησυχία σου, συνέχισε χρεώνοντας τον/ την πως όλα εύκολα τα βλέπει και ολοκλήρωσε τη φράση σου λέγοντας απογοητευμένα: « Σ’ ευχαριστώ για τη βοήθεια και το νιοιάξιμο» .

5. Γίνε επιθετικός/η στο δρόμο. Αν τολμήσει να το σχολιάσει ή να σου προτείνει να ηρεμήσεις ο/η σύντροφος σου, στρέψε το μένος σου προς εκείνον-η . «Μπράβο, μια φορά να πάρεις το μέρος μου, καημό το ’χω. Αναρωτιέμαι τι πρόβλημα έχεις και πάντα εγώ σου φταίω»

6. Χρέωσε τους γονείς σου. Κανείς δεν φύτρωσε, ούτε κι εσύ. Είναι 101% εγγυημένο ότι θα έχουν κάνει λάθη. Δεν έχει σημασία αν ήταν σημαντικά ή όχι. Σημασία έχει ότι εσένα σε σημάδεψαν, σε καθόρισαν και τώρα είσαι έρμαιο της μοίρας σου.

7. Θυμήσου να σχολιάζεις θετικά άτομα του αντίθετου φύλλου και να εγκωμιάζεις σε τακτά χρονικά διαστήματα πρώην σχέσεις σου. Αν τολμήσει ο/η σύντροφος σου να κάνει θετικό σχόλιο για άτομα του αντίθετου φύλλου, τότε χαρακτήρισε τον/την «πεινασμένο-η» και πες πως είναι ντροπή και βέβαια τόνισε πως εσύ δεν θα έκανες ποτέ κάτι τέτοιο. Αν ο/η σύντροφος σου ψελλίσει οτιδήποτε για προηγούμενη σχέση, τότε θιγμένος-η , πες ότι δεν θες να ξέρεις και «κράτα» μούτρα.

8. Μην ξεχνάς να θυσιάζεσαι. Με οποιονδήποτε τρόπο. Κανόνισε να τον/την δεις, λέγοντας πόσο εκτός προγράμματος βγαίνεις και με πόσες δυσκολίες βρέθηκες αντιμέτωπος . Ακόμη και αν σου ζητήσει να μην βρεθείτε, προκειμένου να τελειώσεις εσύ κάποια δουλειά ή υποχρέωση σου, χρέωσε τον/την λέγοντας: « Δεν μπορώ, σε νοιάζομαι. Εγώ τουλάχιστον δεν είμαι αναίσθητος-η.»

9. Κανόνισε να φροντίσεις τον/την σύντροφο σου, με ένα γεύμα, ένα μασάζ, μια έκπληξη. Μόλις εκείνος-η χαλαρώσει, τόνισε ότι πότε δεν κάνει τίποτα και δεν βοηθάει. «Κοίτα τι έκανα για σένα και εσύ, ούτε το δακτυλάκι σου δεν σήκωσες»

10. Τέλος, μην ξεχνάς το σημαντικότερο. Να τονίζεις πόσο θετικός και αισιόδοξος άνθρωπος είσαι. Πόσο προσπαθείς να σου πάνε τα πράματα δεξιά, πόσο αρνείσαι να πιστέψεις στην κακή τύχη και πασχίζεις να είσαι κυρίαρχος της δικής σου.

Μόνο οι πραγματικοί δεξιοτέχνες της αρνητικότητας , μιλούν για θετική σκέψη, αλλά πράττουν υπό το φως του αρνητισμού τους.

Είμαστε οι επιλογές μας

Αν διαπιστώσεις ότι ο/η σύντροφος σου έχει πολλά από τα παραπάνω χαρακτηριστικά ίσως να πρέπει να ξανασκεφτείς γιατί εσύ μένεις μαζί του/της και να επιλέξεις με τι είδους ανθρώπους θες να σχετίζεσαι και να συναναστρέφεσαι. 

Παραμένοντας σε μια τέτοια σχέση σύντομα θα υιοθετήσεις πολλά χαρακτηριστικά όπως το να γκρινιάζει για τα αρνητικά που συμβαίνουν χρεώνοντας τον άλλο και να δηλώνεις συνέχεια ότι εσύ θυσιάζεσαι και υπομένεις για το καλό της σχέσης.

Ο καθημερινός άνθρωπος ως ψυχολόγος του εαυτού του

Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ανθρώπων που αντιμετωπίζουν έντονο άγχος, δυσθυμία, ‘κατάθλιψη’ έχει την ‘τάση’ να αποδίδει λανθασμένα τις ψυχικές αυτές καταστάσεις, σε έναν ‘προβληματικό εαυτό του’, (μία δυστυχώς ‘κλασικά’ λανθασμένη ‘αυτοδιάγνωση’ που κάνει ο καθημερινός άνθρωπος), και όχι σε επιδράσεις του ξεχωριστού για τον κάθε άνθρωπο περιβάλλοντος μέσα στο οποίο μεγαλώνει.
Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ανθρώπων έχει την ‘τάση’ να αποδίδει λανθασμένα ορισμένες ψυχικές καταστάσεις, σε έναν ‘προβληματικό εαυτό του’.

Επιδράσεις τις οποίες δέχονται όλοι οι άνθρωποι από μικρή ηλικία, κατά την οποία διαμορφώνεται η προσωπικότητά μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι το περιβάλλον μας είχε ποτέ πρόθεση να μας βλάψει. Ακόμα και η υπερπροστασία του παιδιού για παράδειγμα, από την οικογένεια, η οποία έχει αμιγώς θετικά κίνητρα, θα μπορούσε να ‘συνδράμει’ στη ‘διαμόρφωση’ μιας π.χ αγχώδους προσωπικότητας.

Το ερώτημα είναι αν ‘αναστρέφονται’ οι επιδράσεις που δεχόμαστε σε μικρή ηλικία από το περιβάλλον μας, που ούτε καν τις θυμόμαστε, ούτε γνωρίζουμε πώς επέδρασαν στην ενήλικη συμπεριφορά μας. Η απάντηση είναι ναι, αναφέρει ο Νικόλαος Βακόνδιος, ψυχολόγοςΘ.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακό όμως, είναι το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι θεωρούν ότι το άγχος, η μελαγχολία, η κατάθλιψη που μπορεί να νιώθουν, ‘υποδεικνύει’ ότι οι ίδιοι είναι ‘προβληματικά άτομα’, καθώς είναι επιστημονικά αδύνατον να διακρίνουν αντικειμενικά, ποια χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους οφείλονται σε επιδράσεις του περιβάλλοντος.
Αντιθέτως, συχνά κάνουν μία λανθασμένη, υποκειμενική, ‘αυτοανάλυση-διάγνωση’ του εαυτού τους, αποδίδοντας για παράδειγμα το άγχος, σαν ένα έμφυτο, ‘γενετικό’ τους χαρακτηριστικό, το οποίο θεωρούν ότι είναι κάτι ‘ανίατο’.
Αυτή η θεώρηση του καθημερινού ανθρώπου για την επιστήμη της ψυχολογίας, ‘επιβαρύνεται’ συνήθως και από μία λανθασμένη εφαρμογή της ενημέρωσης που παρέχεται από διάφορες πηγές, ως ‘διαγνωστικό εργαλείο’. Το ιδιαίτερα λεπτό θέμα με την επιστήμη της ψυχολογίας είναι ότι συγχέεται με την ‘καθημερινή ψυχολογία’ που χρησιμοποιεί ο κάθε άνθρωπος για να ερμηνεύσει τους άλλους και τον εαυτό του.
Σε αυτή την ισοπέδωση μιας επιστήμης, συμβάλλει πιθανά και η υπεραπλούστευση στην ενημέρωση του κόσμου μέσα από θέματα, οδηγούς ‘πώς να αναλύετε τον εαυτό σας’ κλπ.
Υπάρχει επομένως η εσφαλμένη, πλατιά διαδεδομένη αντίληψη, ότι το άγχος, η κατάθλιψη, αποτελούν ‘προκαθορισμένα χαρακτηριστικά’ της προσωπικότητας, τα οποία οι άνθρωποι θεωρούν ότι δεν μεταβάλλονται. Στην πραγματικότητα πολύ συχνά ισχύει το αντίθετο, μπορούν να μεταβληθούν και αυτό αποτελεί σημαντικό αντικείμενο και έργο της επιστήμης της ψυχολογίας.
Είναι όμως κατανοητό πώς έχει προκύψει η διαδεδομένη αυτή αντίληψη. Το ανθρώπινο μυαλό βιώνει τον εαυτό μας, την προσωπικότητά μας, στο τώρα, τη στιγμή που μιλάμε. Ακόμη και να έχει ένας άνθρωπος τις γνώσεις ενός ειδικού, και πάλι μεγάλο μέρος του περιεχομένου της μνήμης μας, δεν είναι έτσι απλά προσβάσιμο από τη συνείδησή μας.
Και να ήταν, οι επιδράσεις που δέχθηκε στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του, δεν θα ήταν κατανοητές από το ίδιο το άτομο.
Ο κάθε άνθρωπος, παρ’ όλα αυτά, όχι μόνο λειτουργεί ως ένας καθημερινός ‘αναλυτής’ που ερμηνεύει τη συμπεριφορά του και των άλλων, αλλά επιπλέον λόγω αυτής της ικανότητας του μυαλού μας, να αναλύει, θεωρεί ότι ο ειδικός ψυχολόγος λειτουργεί κατά τον ίδιο τρόπο με αυτόν.
Το χειρότερο, συχνό αποτέλεσμα της ‘αυτοανάλυσης’ που κάνουν και θεωρούν ότι κάνουν σωστά πολλοί άνθρωποι για τον εαυτό τους, είναι ότι ‘καταλήγουν’ σε συμπεράσματα-‘διαγνώσεις’ αρνητικές για τον εαυτό τους, τα οποία θεωρούν ως δεδομένα, και πιστεύουν ότι η προσωπική επαφή με ειδικό, απλά θα επιβεβαιώσει τα συμπεράσματά τους αυτά.
Κάπως έτσι δημιουργείται ως επόμενο βήμα, ο φόβος για τον ειδικό, και η προτίμηση του ατόμου να προσπαθήσει να τον ‘αποφύγει’, ακόμη και αν ‘φθείρεται’ ψυχολογικά για χρόνια.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι όταν μετά από κάποιο χρονικό διάστημα βρει ένας άνθρωπος το ‘θάρρος’ να απευθυνθεί στον ειδικό, ο ειδικός βλέπει συχνά ότι το άτομο έχει ‘κάνει για τον εαυτό του’, μία ‘διάγνωση’ πολύ δυσμενή, σαν να έχει κάτι το ανίατο και για αυτό τον λόγο απέφευγε για καιρό την επαφή με τον ειδικό.
Ένα βασικό ερώτημα που τίθεται όμως, είναι το εξής, όταν η προσωπικότητα σχετίζεται για παράδειγμα με το άγχος ή την κατάθλιψη που βιώνει ένας άνθρωπος, αρμόζει η χρήση του όρου ‘ψυχολογικό πρόβλημα’; Όπως έχει αναφερθεί στο άρθρο ‘Η βιολογική ερμηνεία της προσωπικότητας’, η προσωπικότητα αποτελεί ένα ‘σχετικά σταθερό τρόπο ‘φιλτραρίσματος’ και αντίδρασης απέναντι σε διάφορες καταστάσεις’, η οποία διαμορφώνεται σε μικρή ηλικία, σε αλληλεπίδραση με το περιβάλλον, κυρίως τους γονείς.
Ο όρος ‘σχετικά σταθερό’ σημαίνει ότι έχουμε μια σταθερή συμπεριφορά απέναντι στο περιβάλλον, αυτό που θεωρούν οι άλλοι άνθρωποι ως τον εαυτό μας. Σημαίνει όμως επίσης και ότι παρά το γεγονός ότι η προσωπικότητά μας διαμορφώνεται κυρίως σε μικρή ηλικία, μεταβάλλεται σε όλη μας τη ζωή.
Ένα γεγονός το οποίο σημαίνει ότι αντικείμενο της ψυχολογίας είναι και η μεταβολή των τρόπων αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον, τους οποίους ‘μάθαμε’ να ‘χρησιμοποιούμε’ μη συνειδητά, και οι οποίοι μπορούν να ‘επιβαρύνουν’ την ψυχική μας διάθεση.
Ένας τέτοιος τρόπος αντίδρασης, συμπεριφοράς σε καταστάσεις, μπορεί να είναι συχνά για παράδειγμα το άγχος, και όμως ακόμη και στην εποχή μας υπάρχει άγνοια και πολλοί άνθρωποι νιώθουν, πραγματικά αδίκως, καταδικασμένοι σαν να πάσχουν από κάτι ‘ανίατο’.
Τελικά όμως τι σημαίνει ψυχολογικά ‘παντοδύναμος’ άνθρωπος; Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι σαφέστατα όχι! Αν στη σκέψη έρχεται ότι ψυχολογική δύναμη είναι να μην εκφράζει κάποιος τα συναισθήματά του, στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν ‘φόβο’, ο οποίος συνήθως παρατηρείται στο ανδρικό φύλο, λόγω ανατροφής.
Οι γονείς, άθελά τους, από μικρή ηλικία, συχνά ενισχύουν το στερεότυπο ότι τα κορίτσια είναι καλό να εκφράζουν τα συναισθήματά τους, ενώ τα αγόρια να τα κρατούν στον εαυτό τους. Αυτό επιδρά αρνητικά στην εκμάθηση από τον εγκέφαλό μας να περιγράφει λεκτικά τα συναισθήματά του.
Ικανότητα όμως η οποία είναι εκπαιδεύσιμη και μπορεί να αποκτηθεί ακόμη και σε μεγάλη ηλικία. Αρκεί να νικηθεί ο φόβος, ότι έτσι γινόμαστε ‘ευάλωτοι’. Είναι χαρακτηριστικό ότι στατιστικά, οι γυναίκες ‘δέχονται’ ότι ένας ψυχολόγος μπορεί να τους δώσει περισσότερες γνώσεις για τον εαυτό τους, θεωρώντας το αυτό θετικό, ενώ πολλοί άντρες το αρνούνται ή ουσιαστικά ‘το φοβούνται’, καθώς το νιώθουν ως απειλή για την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους.
Είναι επίσης χαρακτηριστικό, ότι πολλοί άνθρωποι επισκέπτονται τον ειδικό μετά ακόμη και από χρόνια ταλαιπωρίας τους, ακόμη και για θέματα όπως η σωματοποίηση του άγχους, τα οποία αντιμετωπίζονται σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Το γεγονός αυτό δείχνει βεβαίως έναν μεγάλο φόβο, για ένα ‘στίγμα’, ένα στερεότυπο που υπάρχει στην κοινωνία. Δηλαδή ότι ‘αποκτούμε ένα ψυχολογικό θέμα από τη στιγμή που θα δούμε ειδικό’. Αν το παλέψουμε και δεν δούμε ειδικό, το ‘θέμα’ που αντιμετωπίζουμε, δεν υπάρχει, του ‘κρυβόμαστε’ και έτσι νιώθουμε ‘δυνατοί’ όπως θεωρεί τον δυνατό η κοινωνία, παρότι δεν υπάρχει αυτός ο ‘τέλειος’ άνθρωπος.
Το σημαντικότερο όμως όλων είναι η στερεοτυπική εικόνα ότι τα ‘ψυχολογικά θέματα’ δεν αντιμετωπίζονται, ότι είναι ανίατα. Η ταύτιση δηλαδή από άγνοια του άγχους, της κατάθλιψης με τη ‘βαριά ψυχοπαθολογία’. Επόμενο είναι ότι όσο υπάρχει μία τέτοια εικόνα, πολλοί άνθρωποι θα συνεχίζουν να χρησιμοποιούν ακόμη και αυτοκαταστροφικές μεθόδους (π.χ αλκοόλ) προκειμένου να αντιμετωπίσουν ‘από μόνοι’ τους θέματα, όπως π.χ το άγχος.
Είναι εξαιρετικά τραγική η φράση η οποία χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη, ακόμη και μεταξύ ζευγαριών, και η οποία χρησιμοποιείται ως ‘προσβολή’, η φράση ‘χρειάζεσαι ψυχολόγο’. Χρησιμοποιείται με την έννοια ότι ‘δεν είσαι καλά, και δεν θα γίνεις ποτέ καλά’.
Δυστυχώς οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν αυτή τη φράση, συχνά φοβούνται περισσότερο τον ειδικό και το τι θα τους πει. Μπορούμε να πούμε ότι οι άνθρωποι που μίλησαν με ειδικό, έμαθαν να απαντούν σε αυτή τη φράση, ή έστω να γνωρίζουν χωρίς να το λένε, ότι η γνώση της προσωπικότητάς μας μέσα από τη δική μας υποκειμενική ερμηνεία δεν είναι πλήρης και αντικειμενική.
Κατανόησαν ότι όπως δεν θα προσβάλλονταν από την φράση ‘χρειάζεσαι οδοντίατρο’, το ίδιο ισχύει για την επιστήμη της ψυχολογίας. Κατανόησαν επίσης ότι το να προσπαθούν μέσα από την ενημέρωση και μόνο, να ‘ελέγξουν’ το άγχος τους για παράδειγμα, είναι σαν να διαβάζουν άρθρα καρδιολογίας, και μετά να προσπαθούν να κάνουν οι ίδιοι ερμηνεία των κτύπων της καρδιάς τους.
Η γνωστή φράση του Σωκράτη ‘γηράσκω αεί διδασκόμενος’ είναι ίσως η καλύτερη κατακλείδα, τονίζοντας ότι η πολυπλοκότητα του ανθρώπινου μυαλού είναι κάτι το οποίο μαθαίνουμε σε όλη μας τη ζωή, και η απόκτηση γνώσης ποτέ δεν πρέπει να στιγματίζεται ως πρόβλημα.
Αντιθέτως, απαιτείται δύναμη από τους ανθρώπους προκειμένου να παραδεχτούν ότι δεν γνωρίζουν τα πάντα, ακόμη και για τον εαυτό τους, και να θελήσουν να μάθουν. Όσο όμως η γνώση για το αντικείμενο της ψυχολογίας είναι ελλιπής, η επιστήμη αυτή θα συνοδεύεται από τον φόβο που δημιουργεί η άγνοια.

Η ουσία και το αποτέλεσμα της προσφοράς

Ο τελικός σκοπός της πνευματικής εξέλιξης του ανθρώπου, δεν είναι μόνο το να παίρνει, ή να επιτυγχάνει τους εσωτερικούς του στόχους, αλλά να δίνει.
Είναι μια εσωτερική παρόρμηση που καλλιεργείται σταδιακά στον άνθρωπο, ο οποίος κατορθώνει να έρθει σε επικοινωνία με το είναι του.
Δεν σκέφτεται πλέον μόνο τον εαυτό του και την προσωπική πνευματική του πρόοδο, αλλά και την ανακούφιση των βασάνων των ανθρώπων, την ανακούφιση των ανθρώπων από τον πόνο.
Έτσι, αυτά που ο ίδιος πήρε αισθάνεται την επιθυμία να τα δώσει στους άλλους, για να ωφεληθούν και αυτοί.

Το δόσιμο είναι ανιδιοτελές, σεμνό, αφανές, χωρίς την αίσθηση της ανωτερότητας, χωρίς σκοπιμότητες και χωρίς την ικανοποίηση των οποιοδήποτε προσωπικών μας επιθυμιών, σύμφωνο με τις ανάγκες του άλλου.
Πρέπει να είναι διακριτικό ώστε να μην θίγεται η αξιοπρέπεια αυτού που βοηθάμε.

Η προσφορά είναι ένα μάθημα και για αυτόν που δίνει και για αυτόν που παίρνει.
Καλό είναι να βασίζεται σε κάποιους κανόνες οι οποίοι είναι αντιληπτοί σε αυτόν που έχει ωριμάσει. Αντιληπτοί με την εσωτερική αίσθηση, γιατί πηγάζουν από τα βάθη του εαυτού μας και είναι σύμφωνοι με την εσωτερική αίσθηση της συνείδησής μας και όχι με δόγματα και φιλοσοφίες.

1. Δίνουμε μόνο για να βοηθήσουμε και όχι για επίδειξη, ή για να ικανοποιήσουμε τις προσωπικές μας ανασφάλειες και να νοιώσουμε ότι κάτι είμαστε. Αν ενεργήσουμε με λάθος τρόπο θα δώσουμε αυτό που μας «βολεύει», θα περιμένουμε να ακούσουμε το ευχαριστώ, αν δεν το ακούσουμε θα πληγωθούμε και υποσυνείδητα θα φροντίσουμε να δώσουμε πράγματα που θα εξαρτήσουν σε εμάς τον δεχόμενο την «βοήθεια», έτσι ώστε να κολακεύεται το εγώ μας συνεχώς. Θα ζητήσουμε ανταλλάγματα όπως συνήθως κάνουν οι γονείς με τα παιδιά τους. Τα καθιστούν ανίκανα να βγουν στην ζωή, έτσι ώστε οι ίδιοι τρέφουν το κατώτερο εγώ τους μέσω του ρόλου του γονιού.
Η «συνταγή» είναι: δίνω χωρίς να ενδιαφέρομαι ή να εξαρτώμαι προσωπικά και φεύγω χωρίς να ζητήσω το ευχαριστώ.

2. Εφόσον δεν έχουμε προσωπική εξάρτηση από τον βοηθούμενο ή από την διαδικασία της βοήθειας, πρέπει να δίνουμε μόνο όταν υπάρχει πραγματική ανάγκη, αλλιώς τον άλλο τον κακομαθαίνουμε. Δίνουμε ό,τι χρειάζεται για να σταθεί στα πόδια του μόνος του.
Δεν γινόμαστε «δεκανίκι».

3. Όταν κάποιος ήδη δέχεται βοήθεια δεν πρέπει να «χωνόμαστε» και εμείς, μόνο και μόνο για να λέμε ότι κάτι κάνουμε.
Ας αφήσουμε τους άλλους να βοηθήσουν και ας μην μπλεκόμαστε στα πόδια τους.

4. Αν σε κάποια περίπτωση δεν μπορούμε να βοηθήσουμε όσους χρειάζονται βοήθεια, θα επιλέξουμε αναγκαστικά αυτόν που έχει την μεγαλύτερη ανάγκη, ή αυτόν που έχει αγωνιστεί για να μην βρεθεί στην θέση που βρέθηκε. Αυτούς που «πηγαίνουν γυρεύοντας» τους αφήνουμε για μετά. Αν κάποιος είναι «ανεπίδεκτος μαθήσεως» τον αφήνουμε να πάει στην ευχή του Θεού και να βοηθηθεί με τον σκληρό τρόπο από την ζωή.
Δεν τρέχουμε από πίσω του παρακαλώντας να τον «βοηθήσουμε».

5. Πρέπει να προσέξουμε τους ανθρώπους που «κλαίγονται». Αυτοί είναι οι «επαγγελματίες δυστυχισμένοι» που σκοπίμως συντηρούν αδιέξοδα στην ζωή τους, προκειμένου να τραβούν την προσοχή του περίγυρού τους και να προκαλούν τον οίκτο του. Αυτοί θα ζητήσουν την «βοήθειά» μας και θα απολαμβάνουν τις προσπάθειές μας να τους βοηθήσουμε, οι οποίες φυσικά δεν θα φέρουν αποτέλεσμα διότι οι ίδιοι δεν θέλουν να βοηθηθούν.
Παίζουν το παιχνίδι τους.

6. Δίνω από αγάπη σημαίνει ότι δεν έχω καμία ανάγκη, δεν ζητάω τίποτα για αντάλλαγμα, δίνω και φεύγω, δίνω και αφήνω τον άλλον να φύγει, δίνω αυτό που χρειάζεται, είμαι ελεύθερος απέναντι στον βοηθούμενο και τον βοηθώ να ελευθερωθεί και αυτός από εμένα. Τι βοήθεια μπορεί να δώσει π.χ. κάποιος σε μια γυναίκα με την οποία είναι ερωτευμένος; Δεν θα επιδιώξει υποσυνείδητα έστω κάποια ανταλλάγματα;
Άρα δεν θα δώσει αυτό που πρέπει αλλά αυτό που τον «συμφέρει».

7. Ο χρυσός κανόνας είναι: Μπορούμε να δώσουμε μόνο αυτό που έχουμε.
Αν είμαι φοβισμένος δεν θα δώσω στα παιδιά μου αγάπη, αλλά φόβο.
Αν είναι τσιγκούνης, θα τα κάνω φιλάργυρους.
Ας προσέξουν οι γονείς τα μεγάλα λόγια που λένε όσον αφορά την αγάπη προς τα παιδιά τους. Μιλάνε για αγάπη αλλά τους μεταδίδουν τις ανασφάλειές τους και μετά ζητούν ανταλλάγματα. «Εγώ που θυσιάστηκα για σένα…κλπ».

Για να δώσω αγάπη πρέπει να την έχω.
Για να δώσω ελευθερία πρέπει να την έχω κατακτήσει.
Για να βοηθήσω τους άλλους, πρέπει να έχω πρώτα βοηθήσει τον εαυτό μου.

Σαμποτάροντας τον εαυτό μας

Ορισμένες συμπεριφορές μας βλάπτουν, αλλά εμείς αδυνατούμε να το καταλάβουμε, βάζοντας έτσι συνεχώς τρικλοποδιές στον εαυτό μας.

Ποιες είναι αυτές;

Υπονομεύουμε τον εαυτό μας όταν, στην προσπάθειά μας να λύσουμε ένα πρόβλημα, τελικά προκαλούμε ένα νέο ή το χειριζόμαστε με τέτοιον τρόπο που παρεμβαίνει στα μελλοντικά μας σχέδια ή αποδεικνύεται καταστροφικός για τις διαπροσωπικές μας σχέσεις.

Αν και όλοι έχουμε κάποια στιγμή υιοθετήσει, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, μια τέτοια συμπεριφορά, το πρόβλημα ξεκινά όταν αυτή επαναλαμβάνεται τακτικά, μέχρι που γίνεται συνήθεια.

Το «αυτο-σαμποτάζ» είναι μια κατάσταση που επαναλαμβάνεται συστηματικά και εξελίσσεται μέσα στον χρόνο, γι’ αυτό και χρειάζεται χρόνος και προσπάθεια για να σταματήσει.

Στην ουσία πρόκειται για έναν λανθασμένο μηχανισμό άμυνας, για μια προσωρινή ανακούφιση, που σε βάθος χρόνου μας βλάπτει, αφού μπορεί εμείς να αρνούμαστε το πρόβλημα, αυτό όμως εξακολουθεί να υφίσταται και να διογκώνεται.

Τρεις «αυτοκαταστροφικές» συμπεριφορές

1. Η άρνηση των συναισθημάτων

Στην προσπάθειά μας να αποφύγουμε ή να αντιμετωπίσουμε τα αρνητικά συναισθήματα που μας κατακλύζουν, είναι πιθανό να υιοθετήσουμε συμπεριφορές οι οποίες, αντί να μας βοηθούν, μακροχρόνια μας βλάπτουν.

Το να δραπετεύουμε από την πραγματικότητα μπορεί να φαντάζει επιθυμητό, αλλά τελικά μπορεί να μας βάλει σε μεγαλύτερες φασαρίες, επειδή, αρνούμενοι να αντιμετωπίσουμε τις δύσκολες καταστάσεις της ζωής μας, ουσιαστικά τις αφήνουμε να διαιωνίζονται.

 Βέβαια, το να καταφύγουμε στο λεγόμενο comfort food μετά από μια δύσκολη μέρα δεν θεωρείται προβληματική συμπεριφορά αν γίνεται π.χ. 2 φορές τον μήνα.

Η κατάσταση εξελίσσεται σε πρόβλημα όταν γίνεται συστηματικά ή έχει επιπτώσεις στο βάρος, την υγεία και την ψυχική μας διάθεση.

Αν το ξέσπασμα στο φαγητό καθιερωθεί ως τρόπος αντίδρασης απέναντι σε μια δύσκολη κατάσταση, τότε κινδυνεύουμε να εγκλωβιστούμε σε αυτόν.

Επίσης, ορισμένοι άνθρωποι εστιάζουν σε τόσο μεγάλο βαθμό στο αρνητικό γεγονός το οποίο βιώνουν, που τελικά παγιδεύονται σε μια επώδυνη κατάσταση αρνητικών συναισθημάτων.

Στη συνέχεια, επιλέγουν ακραίες συμπεριφορές, ελπίζοντας ότι οι σωματικές αισθήσεις που τους προκαλούν θα είναι τόσο έντονες, ώστε να τους αποσπάσουν την προσοχή και να τους βοηθήσουν να ξεχαστούν.

Μερικές φορές, ωστόσο, σαμποτάρουμε τον εαυτό μας και λόγω «άγνοιας», εξαιτίας λανθασμένων πεποιθήσεων σχετικά με το ποια συμπεριφορά θεωρείται σωστή.

Η λύπη, για παράδειγμα, συχνά μας οδηγεί στην απομόνωση.

Αυτή την αντίδραση μπορεί να τη νιώθουμε σωστή, αλλά στην πραγματικότητα μας βλάπτει.

Το να αποτραβιόμαστε από υγιείς καταστάσεις, όταν έχουμε κακή διάθεση, έχει ως αποτέλεσμα να την επιδεινώνουμε.

Κοινό χαρακτηριστικό, πάντως, στις καταστροφικές συμπεριφορές είναι ότι νομίζουμε ότι μας βοηθούν, αλλά στην πραγματικότητα μας αποπροσανατολίζουν, βυθίζοντάς μας όλο και περισσότερο σε έναν φαύλο κύκλο.

Δυστυχώς, συχνά δεν καταλαβαίνουμε ότι μόνοι μας σαμποτάρουμε τον εαυτό μας και αυτό γιατί πολλές φορές οι συνέπειες των πράξεων και αποφάσεών μας δεν είναι άμεσες.

Για να αντιληφθούμε το πώς μας επηρεάζουν, πρέπει να τις προβάλουμε σε βάθος χρόνου, να δούμε αν και κατά πόσο βλάπτουν τα μελλοντικά μας σχέδια και τις σχέσεις μας.

Η στροφή στις εξαρτήσεις

Η συστηματική αποφυγή ενός ανθρώπου να αντιμετωπίσει τα αρνητικά συναισθήματά του μπορεί να τον οδηγήσει σε κάποιου είδους εξάρτηση, προκειμένου να συντηρήσει την άρνησή του για το πρόβλημα ή να μην ασχοληθεί με αυτό.

Η εξάρτηση, είτε αυτή εκφράζεται με τη μορφή κατάχρησης ουσιών (αλκοόλ, φάρμακα, ναρκωτικά) είτε ως προσκόλληση σε ένα άτομο, αποδεικνύεται επιβλαβής σε όλα τα επίπεδα, σωματικά και ψυχικά.

Πρόκειται για μια λανθασμένη επιλογή, έναν «ανθυγιεινό» τρόπο να δραπετεύσουμε από τα πράγματα που μας βασανίζουν.

Ο εθισμός είναι μια δύσκολη περίπτωση -ας μη γελιόμαστε- και χρειάζεται μεγάλη δύναμη, επιμονή και θέληση για να τον ξεπεράσουμε.

Η εξάρτηση μας αποδυναμώνει, γι’ αυτό και είναι σημαντική η αναζήτηση βοήθειας από έναν ειδικό και η υποστήριξη των αγαπημένων μας προσώπων.

Σπάμε τον φαύλο κύκλο!

*Κρατάμε ένα ημερολόγιο αναφορικά με το πώς αντιμετωπίζουμε τις στρεσογόνες καταστάσεις.

*Αναγνωρίζουμε τη συμπεριφορά που ακολουθούμε.

*Αποδεχόμαστε το πόσο μας βλάπτει.

*Εκπαιδεύουμε τον εαυτό μας να αντιδρά διαφορετικά, βρίσκοντας, με τη βοήθεια των δικών μας ανθρώπων ή ενός ειδικού, εναλλακτικές λύσεις αντιμετώπισης του προβλήματος, όπως π.χ. ένα νέο χόμπι.

2. Η δύναμη της αναβλητικότητας

Η αναβολή, η χρονική απόσταση που χωρίζει τις προθέσεις μας από το να γίνουν πράξη, η δράση που δεν αναλαμβάνουμε ποτέ, είναι ο πιο κοινός τρόπος να σαμποτάρουμε τον εαυτό μας.

Και ενώ πιστεύουμε ότι η θέληση και οι λόγοι που γεννούν τους στόχους μας αρκούν για να μας κινητοποιήσουν, τελικά αποδεικνύεται ότι αυτό δεν ισχύει.

Η αναβλητικότητα είναι μια παράλογη καθυστέρηση. Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα είναι ψυχολογικό και όλες οι δυσκολίες που προκύπτουν ή τα εμπόδια που βάζουμε απορρέουν από αυτό.

Μπορεί το μυαλό μας να γνωρίζει και να κατανοεί το τι πρέπει να κάνουμε, ωστόσο δεν έχουμε τη διάθεση να το κάνουμε.

Έτσι, εστιάζουμε στα βραχυπρόθεσμα οφέλη, στο να νιώσουμε καλά αυτή τη στιγμή, θυσιάζοντας τα μακροπρόθεσμα οφέλη.

Μάλιστα, όταν το πρόβλημα είναι χρόνιο και χαρακτηρίζει την καθημερινότητά μας, τότε κινδυνεύουμε να θυσιάσουμε ολόκληρη τη ζωή μας.

Υπάρχουν 4 βασικοί λόγοι για τους οποίους συνήθως κωλυσιεργούμε:

Δεν θέλουμε να κάνουμε πράγματα που δεν μας αρέσουν ή μας αναστατώνουν με οποιονδήποτε τρόπο.

Για παράδειγμα, αναβάλλουμε μια επίσκεψη στον γιατρό, γιατί δεν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε μια ενδεχομένως αρνητική κατάσταση, αλλά θέλουμε να συνεχίσουμε να νιώθουμε καλά.

Συχνά οι προθέσεις μας ή/και ο στόχος μας είναι ασαφείς ή δεν είναι αρκετά ισχυροί για να μας κινητοποιήσουν.

Αυτή η δίαιτα που ξεκινάει πάντα από Δευτέρα είναι ένα κλασικό παράδειγμα αναβολής.

Η προσοχή μας αποσπάται εύκολα.

Θα γράψουμε, για παράδειγμα, την επιστολή που πρέπει, αφού πρώτα απαντήσουμε στο μήνυμα της φίλης, διαβάσουμε ένα mail, τσεκάρουμε το facebook, δούμε τι καιρό θα κάνει αύριο… και ξαφνικά η μέρα πέρασε και η επιστολή δεν έχει ακόμα γραφτεί.

Αναβάλλουμε πράγματα από φόβο, επειδή λόγου χάρη νομίζουμε ότι δεν έχουμε τις δυνάμεις και τα προσόντα που απαιτούνται ή ανησυχούμε για τα αποτελέσματα μιας πιθανής ενέργειας ή πρωτοβουλίας μας.

Γενικά ο φόβος -το άγχος της αποτυχίας- είναι ένας παράγοντας που μας κρατάει πίσω.

Σημαντικό στοιχείο της αναβλητικότητας είναι η λεγόμενη αυτοεξαπάτηση, τα μικρά ψέματα που λέμε στον εαυτό μας προκειμένου να νιώσουμε καλύτερα που δεν κάνουμε αυτό που πρέπει, οι δικαιολογίες που εφευρίσκουμε ή τα προβλήματα που αφήνουμε άλυτα επειδή μας βολεύουν.

Ξεκινάμε σταδιακά

*Καλό είναι να θέτουμε μικρούς και εφικτούς στόχους και όχι μακρινούς και μεγάλους.

Κάνοντας ένα βήμα τη φορά, θα πάρουμε θάρρος για να συνεχίσουμε και θα φτάσουμε σταδιακά στον τελικό μας στόχο.

*Φροντίζουμε να παίρνουμε συγκεκριμένες αποφάσεις και όχι να κάνουμε γενικές δηλώσεις.

*Βρίσκουμε αυτό που μας αποσπά την προσοχή και το απομακρύνουμε.

*Βάζουμε σε πρόγραμμα τη δουλειά μας και προσπαθούμε όσο γίνεται να το τηρήσουμε.

*Επιβραβεύουμε τον εαυτό μας κάθε φορά που καταφέρνουμε να τηρήσουμε το οργανόγραμμά μας.

3. Η έλλειψη αυτοπεποίθησης

Μπορεί η μετριοφροσύνη να θεωρείται αρετή και ο υπέρμετρος εγωισμός να είναι κοινωνικά κατακριτέος, ωστόσο όταν το Εγώ καταπιέζεται σε υπερβολικό βαθμό, αυτό αποτελεί δείγμα χαμηλής αυτοεκτίμησης.

Όταν συνεχώς υποτιμούμε τον εαυτό μας, γινόμαστε οι ίδιοι τροχοπέδη στην εξέλιξή μας, αφού η αρνητική εικόνα που έχουμε για εμάς τους ίδιους μας αποτρέπει από το να πάρουμε ρίσκα ή να θέσουμε υψηλούς στόχους.

Ακόμα χειρότερα, η προβολή μιας τέτοιας εικόνας αποτρέπει και τους άλλους από το να μας πάρουν στα σοβαρά, από το να μας αναθέσουν ρόλους και ευθύνες, και μας εμφανίζει λιγότερο ικανούς στην εκτέλεση καθηκόντων.

Η διαρκής αναζήτηση έγκρισης και αποδοχής στα μάτια των άλλων δεν δείχνει πάντα πόσο εκτιμάμε τη γνώμη τους, αλλά μας κάνει να φαινόμαστε αδύναμοι και λιγότερο ικανοί.

Επίσης, η εξαρχής δήλωση της «ανικανότητάς» μας, όπως, για παράδειγμα,

«Δεν θέλω να οδηγήσω. Είμαι κακή οδηγός», μας καλύπτει σε περίπτωση που κάτι πάει στραβά.

Ο φόβος της έκθεσης υπάρχει και στην περίπτωση αυτή, γι' αυτό εμείς προειδοποιούμε τους γύρω μας για την έλλειψή μας, θέλοντας να εκμηδενίσουμε τις πιθανότητες αρνητικής κριτικής ή αρνητικού αποτελέσματος.

Όμως, στις ανταγωνιστικές κοινωνίες που ζούμε, όπου η ατομικότητα είναι κύριο χαρακτηριστικό, καλούμαστε συχνά να παρουσιάσουμε τον εαυτό μας ως μοναδικό, να τον προβάλουμε όσο καλύτερα μπορούμε, προκειμένου να εξελιχθούμε.

Ο χρόνος, όμως, που συνήθως μας δίνεται είναι ελάχιστος και μέσα στα στενά αυτά όρια πρέπει να παρουσιάσουμε τις καλύτερες και πιο δυνατές πτυχές μας, να δώσουμε τις καλές πληροφορίες που διαφορετικά δεν θα ήταν διαθέσιμες.

Το να υποτιμάμε, λοιπόν, τον εαυτό μας δεν είναι δείγμα καλής συμπεριφοράς, αλλά χαμηλής αυτοεκτίμησης.

Μαθήματα αυτοεκτίμησης

*Φροντίζουμε να έχουμε μια σφαιρική άποψη για τα πράγματα, εστιάζοντας ισότιμα τόσο στις θετικές όσο και στις αρνητικές πλευρές του εαυτού μας.

*Καταγράφουμε τα 10 πράγματα για τα οποία είμαστε περήφανοι.

Αν δεν μπορούμε μόνοι μας, ζητάμε τη βοήθεια των γύρω μας.

*Στοχεύουμε στην ενίσχυση των θετικών μας σημείων και στη βελτίωση των αρνητικών μας.

Η αέναος τιμωρία

Κανείς δε μπορεί να μας κακοποιήσει όσο ο ίδιος μας ο εαυτός. Πόσες φορές πρέπει να πληρώσουμε για ένα μας λάθος; Άπειρες φορές ή τόσες όσες θα χρειαστούν μέχρι να συγχωρήσουμε, να αποδεχτούμε και να αγαπήσουμε τον εαυτό μας. Ενώ τα υπόλοιπα ζώα πληρώνουν μονάχα μια φορά για κάθε λάθος που κάνουν, ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ζώο πάνω στη γη που πληρώνει χιλιάδες φορές για το ίδιο λάθος. Εμείς έχουμε ισχυρή μνήμη. Κάνουμε ένα λάθος, κρίνουμε τον εαυτό μας σύμφωνα με το προσωπικό σύστημα των πεποιθήσεων μας, τον θεωρούμε ένοχο και του επιβάλουμε την τιμωρία. Αν υπήρχε πραγματική δικαιοσύνη αυτό θα συνέβαινε μια φορά και θα αρκούσε. Ωστόσο εμείς κάθε φορά που θυμόμαστε το παράπτωμα, κρίνουμε ξανά τον εαυτό μας, τον ξανακαταδικάζουμε και τον τιμωρούμε ξανά και ξανά και ξανά…

Σ’ αυτή την αέναο τιμωρία συμβάλλουν δυστυχώς και οι συνοδοιπόροι μας. Αν είμαστε παντρεμένοι, ο σύντροφος μας σπεύδει να μας υπενθυμίσει κι αυτός το λάθος μας, ώστε να μας βοηθήσει να κρίνουμε πάλι τον εαυτό μας, να τον καταδικάσουμε και για άλλη μια φορά να τον τιμωρήσουμε. Πόσες φορές αλήθεια δεν κάνουμε τον σύντροφό μας ή το παιδί μας να πληρώσουν για το ίδιο λάθος; Κάθε φορά που θυμόμαστε το λάθος, τους κατηγορούμε ξανά και τους ποτίζουμε με όλο εκείνο το συναισθηματικό δηλητήριο που παράγει η αίσθηση της αδικίας κι έπειτα τους αναγκάζουμε να πληρώσουν για το ίδιο λάθος. Είναι δικαιοσύνη αυτό;

Νιώθουμε δυστυχώς την ανάγκη να είμαστε αποδεχτοί και αγαπητοί από τους άλλους γι’ αυτό και συνήθως καταρρέουμε ψυχολογικά όταν μας κρίνουν και τραυματίζουν την εικόνα που προσπαθούμε να χτίσουμε, αλλά δεν μπορούμε να δεχτούμε και να αγαπήσουμε τον εαυτό μας. Όσο περισσότερο αγαπάμε τον εαυτό μας, τόσο λιγότερο τον κακοποιούμε. Η αυτοκακοποίηση προέρχεται από την απόρριψη του εαυτού και αυτή με τη σειρά της προέρχεται από μια εικόνα του τέλειου που ποτέ δεν μπορούμε να φτάσουμε. Το πρότυπο της τελειότητας που έχουμε δημιουργήσει είναι ο λόγος για τον οποίο απορρίπτουμε τον εαυτό μας, ο λόγος για τον οποίο δεν αποδεχόμαστε ούτε τον εαυτό μας, ούτε τους άλλους όπως πραγματικά είναι.

ΤΙΣ ΑΓΟΡΕΥΕΙΝ ΒΟΥΛΕΤΑΙ;

Αριστοφάνη “Αχαρνής”, στ. 45
(ποιός θέλει να αγορεύσει, να μιλήσει ;).
Βούλομαι / ρήμα / αποθετικό

Σημασιολογικό:
Α. 1. θέλω, επιθυμώ, έχω τη βούληση |με απρφ. |με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ. |με αιτ. και απρφ. |απόλ. |έχω την τάση |συνήθ. σε 3. προσ. με απρφ. |επιστήμη και φιλοσοφία 2. προτιμώ, προκρίνω, θέλω περισσότερο |με το μᾶλλον ή το ἤ 3. εννοώ, θέλω να πω, ισχυρίζομαι Β. |φρ. βούλει ή βούλεσθε με υποτ. |ενισχυτικό της προτρ. υποτ. |φρ. εἰ βούλει |ευγενικά |φρ. Τι βουλόμενος =με ποιο σκοπό |φρ. βουλομένῳ τινί έστι με απρφ. = είναι σύμφωνο με την επιθυμία κπ. |η μτχ. ως ουσ. ὁ βουλόμενος =όποιος θέλει, ο καθένας.

Στην Αρχαία Αθήνα ο Πολίτης έχει την δυνατότητα, αλλά και υποχρεούται, να λαμβάνει μέρος στις αποφάσεις για τα δημόσια ζητήματα. Η Εκκλησία τού Δήμου (η Συνέλευση των Πολιτών, δηλαδή) είναι η πηγή όλων των εξουσιών: της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής.
Στην “άμεση” δημοκρατία της Αθήνας οι αποφάσεις λαμβάνονται στην Εκκλησία τού Δήμου από τούς ίδιους τούς Πολίτες και όχι δι’ αντιπροσώπων”. Οι ψήφοι είναι ισότιμοι για όλους τους Πολίτες.
Φαίνεται, πως οι Αρχαίοι Έλληνες δεν έχουν ακόμη ανακαλύψει το “πλειοψηφικό”, που με “μαγικό” τρόπο μπορεί να μετατρέπει το 32% ή το 35% των ψήφων σε 60% !

Έχουν και Άρχοντες οι Αθηναίοι. Και Βουλευτές (μέλη της Βουλής των Πεντακοσίων). Που, όμως, δεν βγαίνουν με εκλογές, αλλά με κλήρωση μεταξύ των Πολιτών, οι οποίοι θέτουν υποψηφιότητα. Και κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί, ότι τις θέσεις αυτές τις επιδιώκουν για οικονομικούς λόγους. Άλλωστε, η ανταμοιβή κάθε Βουλευτή είναι μόλις 5 οβολοί την ημέρα (μία δραχμή = 6 οβολοί). Ενώ, τού Πρύτανη (Προέδρου της Βουλής) η αποζημίωση είναι μία δραχμή την ημέρα, όταν ένας καλός εργάτης γης λαμβάνει για ημερομίσθιο δύο δραχμές!

Ο νόμος απαγορεύει να γίνει κάποιος Βουλευτής περισσότερο από δύο φορές σε όλη του την ζωή. Μόλις τελειώσει η θητεία του, επιστρέφει στην εργασία του, και βεβαίως δεν νομιμοποιείται να ζητήσει Σύνταξη (!) για το έργο του αυτό στα δημόσια πράγματα!

Για κάθε θέμα της Πόλης η Βουλή συντάσσει ένα Προσχέδιο (Προβούλευμα), το οποίο υποβάλλει στην Εκκλησία τού Δήμου με το ερώτημα, αν γίνεται αποδεκτό ως έχει ή αν πρέπει να συζητηθεί. Στην δεύτερη περίπτωση ( “να συζητηθεί”) ο Κήρυκας ερωτά την Συνέλευση:
“ Τίς αγορεύειν βούλεται; ” (ποιός θέλει να αγορεύσει, να μιλήσει ;).

Ο Πολίτης, που παίρνει τον λόγο ανεβαίνει στο βήμα, όπου του βάζουν πάνω στο κεφάλι ένα στεφάνι από μυρτιά, σημάδι ότι τον τιμούν γι’ αυτήν την συμμετοχή του στα δημόσια πράγματα !

Η φροντίδα για τις υποθέσεις της Πόλεως είναι βασικό χαρακτηριστικό της καθημερινής ζωής τού Αθηναίου Πολίτη. Και η κοινή γνώμη είναι πολύ αυστηρή για εκείνον, που αδιαφορεί για τα κοινά!
Στα χρόνια των “Μαραθωνομάχων” και της έγνοιας για την ανεξαρτησία της Πατρίδας, είναι αδιανόητη για τον Πολίτη η ατομική του ευτυχία έξω ή ξεχωριστά από την ευτυχία τού συνόλου. Αλλά, όταν η Αθήνα χάνει την ανεξαρτησία της από τους Μακεδόνες στην μάχη της Χαιρώνειας (338), έρχεται μαζί και η υγροποίηση της κοινωνικής συνείδησης. Ο Επίκουρος, και η φιλοσοφική Σχολή του, διδάσκουν στον Πολίτη, να ασχολείται πλέον αποκλειστικά με τον εαυτό του, με τις προσωπικές υποθέσεις του και με την ατομική του ευτυχία ( ” Λαθε βιώσας” )!

Στην Ελλάδα τού σήμερα βρισκόμαστε, άραγε, στο “Εμείς” της Εκκλησίας τού Δήμου ή στο “ Εγώ ” του Επίκουρου;

Υπάρχει, άραγε η ελπίδα, έχουμε την δύναμη, να διακρίνουμε τον Κήρυκα, πού επιμένει μέσα στο πλήθος να ρωτά: “τις αγορεύειν βούλεται” ; Ή θα περιορισθούμε στην απλή ρίψη των “κυάμων” εντός της κάλπης, σαν δήθεν έκφραση τού “εμείς”, για να μην χάσουμε την “ατομική μας ευτυχία”, ό,τι πιο εξυπηρετικό για τους επίδοξους Τυράννους της πατρίδας μας;
 

H Κατάθλιψη είναι Αλλεργική Αντίδραση του οργανισμού…;

Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν γίνει άλματα στις ανακαλύψεις των επιστημονικών ερευνών, όσον αφορά σε πολλές ψυχολογικές διαταραχές.
Ψυχολογικά προβλήματα, τα οποία θεωρούνταν άλλοτε ότι είχαν καθαρά συναισθηματικές βάσεις, συμπεριλαμβάνονται στην εποχή μας σε ψυχιατρικές παθήσεις οι οποίες μάλιστα είναι ιάσιμες με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή.

Συγκεκριμένα, για την κατάθλιψη γνωρίζαμε, έως τώρα, ότι τα συμπτώματα της οφείλονται σε απορρύθμιση της σεροτονίνης, που αποτελεί μία ουσία στον εγκέφαλο της οποίας η έκκριση βοηθά, μεταξύ άλλων, στην ρύθμιση της διάθεσης μας.

Πως θα σου φαινόταν όμως αν μάθαινες ότι νέες έρευνες έχουν δείξει ότι η κατάθλιψη οφείλεται σε φλεγμονή,η οποία στην συνέχεια προκαλεί κάθε συναισθηματικό και νευρολογικό σύμπτωμα!

Η υπόθεση των επιστημόνων ότι η κατάθλιψη, πέραν της νευρολογικής της ρίζας, πιθανότατα αποτελεί πάθηση του ανοσοποιητικού γεννήθηκε από την παρατήρηση ότι η κλινική εικόνα ενός οποιουδήποτε ασθενούς μοιάζει με την εικόνα του καταθλιπτικού. Επίσης, τα συμπτώματα που έχει κάποιος λόγω γρίπης για παράδειγμα (αίσθημα κόπωσης, κακή διάθεση, τρομερή πλήξη και δυσφορία, συχνοί πονοκέφαλοι, απώλεια όρεξης, κακός ύπνος κτλ) μοιάζουν κι αυτά με τα συμπτώματα της κατάθλιψης…

Έρευνες που έγιναν έδειξαν τα εξής. Πρώτον, όντως η απορρύθμιση της σεροτονίνης οδηγεί στα καταθλιπτικά συμπτώματα. Δεύτερον, η απορρύθμιση της σεροτονίνης είναι πάντα αποτέλεσμα φλεγμονής ή άλλης ασθένειας που έχει οδηγήσει στην ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος. Τρίτον, στους καταθλιπτικούς φαίνεται ότι ακόμα κι όταν δεν υπάρχει φλεγμονή για κάποιο λόγο το ανοσοποιητικό συμπεριφέρεται σαν να υπάρχει, όπως ακριβώς συμβαίνει στις αλλεργικές αντιδράσεις!

Συγκεκριμένα, όταν υπάρχει λόγος (εν προκειμένω φλεγμονή) η ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού γίνεται μέσω μιας πρωτεϊνης που ονομάζεται Κιτοκίνη και στους καταθλιπτικούς τα επίπεδα της στο αίμα τους χτυπούν κόκκινο! Μάλιστα, για να τεστάρουν την ανακάλυψη τους οι επιστήμονες, που έκαναν αυτές τις έρευνες, χορήγησαν σε καταθλιπτικούς αντικαταθλιπτικά σε συνδυασμό με αντιφλεγμονώδη και η αποτελεσματικότητα της αγωγής των ασθενών για την καταπολέμηση της κατάθλιψης διπλασιάστηκε σε μερικές μόνο μέρες! Ωστόσο, το προηγούμενο πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω προτού θεωρηθεί συμπέρασμα.

Ακόμα δεν γνωρίζει κανείς γιατί ο οργανισμός των ανθρώπων με κατάθλιψη αρχίζει ξαφνικά να καταπολεμάει ένα πρόβλημα υγείας που δεν υπάρχει, όταν μάλιστα δεν υπάρχει ούτε ιστορικό αλλεργιών.Πολλοί θεωρούν πως ενδεχομένως να παίζει ρόλο η διατροφή. Οι τροφές με πολλά λιπαρά φαίνονται να αυξάνουν την πιθανότητα να τεθεί σε λειτουργία το ανοσοποιητικό. Το αλκόολ και η χρήση ναρκωτικών ουσιών σε κάθε μορφή, από την άλλη, αποτελούν επιπλέον συνήθεις ύποπτους, όπως επίσης και οι επιλογές στον τρόπο ζωής.

Πάντως, οι ειδικοί λένε πως αν αρχίσετε να αντιμετωπίζετε πρόβλημα με την διάθεση σας μην αρχίσετε να παίρνετε αντιφλεγμονώδη! Αντίθετα, δοκιμάστε Ωμέγα 3 και Κουρκουμίνη, που επίσης βοηθούν στις φλεγμονές και αποτελούν φυσικά προϊόντα και όχι φάρμακα.

Αψηφήστε το κρύο

Αψηφήστε το κρύοΑν είστε αρκετά γενναίοι και αψηφήσετε το κρύο τα οφέλη θα είναι πολλά!

Θα κάψετε περισσότερο λίπος. Υπάρχει ένας αυξανόμενος και συναρπαστικός όγκος ερευνών σχετικά με τη χρωματική κωδικοποίηση του λίπους μας. Οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε για το λευκό λίπος, την ουσία που αποθηκεύεται σε ανεπιθύμητα σημεία κάτω από το δέρμα μας.
Αυτό που είμαστε λιγότερο ενήμεροι είναι το καφέ λίπος μας, το οποίο είναι γεμάτο με κυτταρικά οργανίδια που παράγουν ενέργεια και είναι γνωστά ως μιτοχόνδρια. Στην πραγματικότητα, το καφέ λίπος καίει το λευκό λίπος και όσοι είναι λεπτοί, έχουν περισσότερο από αυτό, παρά το άλλο.
Επίσης, υπάρχει κι ένα μπεζ λίπος, το οποίο είναι το λευκό λίπος που έχει «σκουρύνει» και βοηθάει κι εκείνο στην καύση του λευκού λίπους. Δύο πράγματα μπορούν να σκουρύνουν το λίπος σας: η αεροβική άσκηση και η έκθεση στο κρύο.
Η επιστημονική έρευνα βρίσκεται ακόμη στην αρχή, αλλά αν η ποδηλασία στο κρύο μπορεί να ενεργοποιήσει την καύση των λιποαποθηκών μας, τότε ας βγούμε όλοι στους δρόμους και στα βουνά!

Θα καταπολεμήσετε τη μελαγχολία. Η εποχιακή συναισθηματική διαταραχή είναι μια μορφή κατάθλιψης. Η άσκηση είναι ένα πολύ γνωστό τονωτικό για τις διαταραχές της διάθεσης. Κάνοντας άσκηση σε εξωτερικό χώρο είναι ακόμα καλύτερα γιατί θα έχετε το πρόσθετο πλεονέκτημα του φωτός της ημέρας και του φρέσκου αέρα.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι έρευνες δείχνουν ότι οι άνθρωποι που ασκούνται έξω τον χειμώνα έχουν καλύτερη διάθεση και μεγαλύτερη συνολική αίσθηση της ευημερίας από εκείνους που «κλείνονται» μέσα. Για σκεφτείτε λιγάκι, πώς νιώθετε όταν επιστρέφετε από μια χειμωνιάτικη προπόνηση, όσο δύσκολες κι αν ήταν οι συνθήκες; Και οι άλλοι πώς σας κοιτούν;

Θα προστατευτείτε από τα κρυολογήματα. Η ποδηλασία ενισχύει το ανοσοποιητικό σας σύστημα, μιας και ενεργοποιεί την κυκλοφορία των αντίστοιχων κυττάρων ώστε να μπορούν να αναζητήσουν και να καταστρέψουν τους ιούς και τα βακτήρια που εισβάλουν στον οργανισμό σας.
Σχετική έρευνα δείχνει ότι οι άνθρωποι που ασκούνται τακτικά έχουν περίπου 45 τοις εκατό λιγότερα κρυολογήματα από τους συνομηλίκους τους που «σερφάρουν» από τον καναπέ του σπιτιού τους. Βγαίνοντας έξω με το ποδήλατο σας απαλλάσσει επίσης από τους γεμάτους μικρόβια εσωτερικούς χώρους, όπου ο καθένας μας «αρπάζει» τις διάφορες ασθένειες του χειμώνα.

Θα ανακαλύψετε νέους τρόπους άσκησης. Ο χειμώνας θα σας αναγκάσει να γίνετε δημιουργικοί. Αν δηλαδή υπάρχει πάγος ή χιόνι στην άσφαλτο, δε θα βγείτε με την κούρσα αλλά με το mtb και θα ανακαλύψετε τα μονοπάτια στο κοντινό σας βουναλάκι ή τα γήπεδα, τα πάρκα και τα δρομάκια της πόλης σας.
Επίσης, μπορείτε να ξεκινήσετε με το προπονητήριο για ζέσταμα, μετά να βγείτε για 1-2 ώρες προπόνηση –ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες- και να επιστρέψετε στο προπονητήριο για αποθεραπεία.
Μην αφήσετε λοιπόν το κρύο να σας κρατήσει μέσα στο σπίτι – εκτός βέβαια αν τίθεται θέμα επικινδυνότητας, όπως ισχυροί άνεμοι ή καταιγίδες και βαριά χιονόπτωση.

Ρητορική μίσους

Τι είναι και πώς γεννιέται η ρητορική μίσους;
Το ότι η γλώσσα τσακίζει κόκκαλα είναι κάτι που ο απλός λαός το ξέρει πολύ καλά εδώ και αιώνες. Συχνά δε τα τσακίζει στην κυριολεξία, καθώς η γλώσσα, ο λόγος, μπορεί να είναι ο πρόδρομος της σωματικής βίας, προλειαίνοντας το έδαφος για ξυλοφόρτωμα, ακόμα και φόνο. Η γλώσσα δεν περιγράφει – δημιουργεί.

Νομίζουμε ότι η γλώσσα είναι ένας τρόπος να περιγράφουμε τα όσα βλέπουμε και ζούμε. Ταυτόχρονα όμως ο τρόπος που περιγράφουμε ανθρώπους και καταστάσεις δημιουργεί και την «πραγματικότητα», τον τρόπο που βιώνουμε τον κόσμο. Η γλώσσα μοιάζει «αντικειμενική» αλλά δεν είναι• επηρεάζεται από αξίες και παράγει συνείδηση. Επίσης μπορεί να παράγει βία.

Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τις λέξεις:
για να πείσουν τους άλλους να κάνουν κάτι
για να πείσουν τους άλλους να πιστέψουν ή να εκφράσουν κάτι
για να διασκεδάσουν ή να κρατήσουν την προσοχή κάποιου
για να κερδίσουν συμπάθεια (συναίσθημα)
για να ελέγξουν σχέσεις μέσα σε μια ομάδα, το στάτους ή τη φήμη της.
Υπάρχουν εκτενέστατες επιστημονικές μελέτες γύρω από την ψυχολογία του μίσους, δηλαδή το πώς το μίσος επηρεάζει τις ανθρώπινες σχέσεις και πώς λειτουργεί ως κοινωνικός παράγοντας και εργαλείο επιβολής ή διατήρησης εξουσίας.

Η ρητορική μίσους: Βασίζεται σε στερεότυπα και κοινωνικές πεποιθήσεις (στερεότυπο: μια υπέρ-απλουστευμένη πεποίθηση για μια ολόκληρη ομάδα, που δεν λαμβάνει υπόψη ατομικές διαφορές).
Προσφέρει εύκολες λύσεις και εύκολες απαντήσεις.
Δημιουργεί αποδιοπομπαίους τράγους στα κοινωνικά προβλήματα.
Συντηρεί τη θεσμική καταπίεση.
Επιβεβαιώνει τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Δημιουργεί ξεκάθαρους διαχωρισμούς ανάμεσα στο «εμείς» και «οι άλλοι».
Δεν αφήνει περιθώρια για διάλογο, καθώς βασίζεται σε «αδιαμφισβήτητες αλήθειες» που δεν δέχονται αμφισβήτηση.
Προσφέρει ασφάλεια στο ακροατήριο.
Η ρητορική μίσους ξεκινά από ευρέως αποδεκτά στερεότυπα, που δεν αμφισβητούνται από πολλούς. Αν ξεκινούσε με μίσος θα αποξένωνε πολλούς π.χ. οι μετανάστες είναι πιο βρώμικοι, λιγότερο μορφωμένοι, πιο παραβατικοί.
Η υποτίμηση κλιμακώνεται και σταδιακά κερδίζει κοινωνική αποδοχή, αν κανείς δεν την αμφισβητήσει. Σιγά σιγά τα θύματα της ρητορικής μίσους χάνουν την ανθρώπινη μορφή τους, με άλλα λόγια, παύουμε να τους θεωρούμε ανθρώπους σαν κι εμάς, που αξίζουν σεβασμό, και γίνονται κάτι «άλλο», λιγότερο ανθρώπινο, κατακριτέο, άξιο περιφρόνησης, αποκλεισμού έως και τιμωρίας. Με την επανάληψη, τα αρνητικά μηνύματα για μια συγκεκριμένη ομάδα γίνονται αποδεκτά ως «αυταπόδεικτες αλήθειες», και οι ακροατές συνηθίζουν την απάνθρωπη ορολογία.

Πώς επηρεάζει η ρητορική μίσους; Η ρητορική μίσους είναι επίθεση στην ταυτότητα. Ο άλλος δεν σου επιτίθεται για κάτι που κάνεις αλλά για κάτι που είσαι. Δεν κατακρίνεται η συμπεριφορά σου αλλά η ύπαρξή σου. Δηλαδή σε απορρίπτουν σαν άνθρωπο και μάλιστα παύουν να σε βλέπουν σαν άνθρωπο, αφού σε κάνουν μέρος ενός γενικού συνόλου• δεν είσαι ο Κώστας, η Μαρία, ο Αμίρ: είσαι μετανάστης, αδελφή, χριστιανός, Αμερικάνος κλπ. Κατά συνέπεια η ρητορική μίσους επιδρά ψυχολογικά στο θύμα, προκαλώντας πόνο, κατάθλιψη, στρες και θυμό.
Προκαλεί πόνο σε βαθύ, υπαρξιακό επίπεδο. Αν αντισταθείς σε αυτή, παίρνεις ρίσκο, βάζεις τον εαυτό σου σε κίνδυνο. Αν δεν αντισταθείς, κινδυνεύεις να νιώσεις ενοχή για την υποταγή σου και να εσωτερικεύσεις τα μηνύματα που ακούς. Νιώθεις ότι επιβάλλεται να είσαι αόρατος για να παραμείνεις ζωντανός, με αποτέλεσμα την αυτολογοκρισία, την αυτοαπομόνωση αλλά και τη σταδιακή απέχθεια γι’ αυτό που είσαι και σου δημιουργεί τόσα προβλήματα. Ο χειρότερος κίνδυνος είναι να μουδιάσεις στον πόνο, να μην τον νιώθεις, να τον συνηθίσεις, θεωρώντας ότι έτσι είναι τα πράγματα. Ο πόνος όμως, είναι η σωματική και ψυχολογική διεργασία που προστατεύει τη ζωή.
Η βία που εισπράττουμε παράγει εύκολα αντιβία, που μπορεί να πάρει τη μορφή βίας προς άλλους (π.χ. γινόμαστε βίαιοι εκεί που μας παίρνει να γίνουμε βίαιοι) ή βίας προς τον εαυτό μας (αναπτύσσουμε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές). Ο ανέκφραστος πόνος γίνεται εύκολα θυμός και οργή. Τον ανέκφραστο πόνο του παρελθόντος τον βιώνουμε στο παρόν ως θυμό. Τον πόνο που περιμένουμε ότι θα νιώσουμε και δεν θα μπορέσουμε να εκφράσουμε, τον βιώνουμε στο παρόν ως άγχος. Η βία έχει επιπτώσεις και στην οικογένεια, τους φίλους και την κοινότητα των ανθρώπων που αποτελούν στόχο της ρητορικής μίσους.
Προκαλεί: Απομόνωση και δυσκολία στο «coming out». Όταν γίνεσαι στόχος ρητορικής μίσους γι’ αυτό που είσαι, δύσκολα το παραδέχεσαι στον περίγυρό σου. Ενοχή για τη συγγένεια ή ενοχή για την αδυναμία να προστατέψει. Οι γονείς και οι φίλοι που ακούνε αρνητικά σχόλια για τους γκέι, νιώθουν ενοχές που δεν μπορούν να τους προστατέψουν ή ενοχές που είναι συγγενείς τους. Αδυναμία να προστατέψεις αυτούς που αγαπάς, με αποτέλεσμα θλίψη, θυμό και ενοχές.

Πώς γεννιέται η ρητορική μίσους; Η ρητορική μίσους προέρχεται από μια αίσθηση απειλής της ταυτότητας, αυτού που πιστεύουμε ότι είμαστε. Η ανάγκη για ταυτότητα είναι ανθρώπινη και υγιής. Όλες/οι έχουμε πολλές ταυτότητες: είμαστε γυναίκες, άντρες, Έλληνες, χριστιανοί, άθεοι, εργαζόμενοι, άνεργοι, ομοφυλόφιλοι, ετεροφυλόφιλοι, κ.ο.κ.
Συνήθως ταυτιζόμαστε με αυτήν που απειλείται περισσότερο. Ωστόσο υπάρχει ο κίνδυνος αυτή η ταυτότητα να βασίζεται στο «τι δεν είμαι» κι όχι στην στήριξη «αυτού που είμαι». Με άλλα λόγια όταν η ταυτότητά μου βασίζεται στο «δεν είμαι σαν κι αυτούς» παρά στο «είμαι έτσι», γίνεται απειλητική και πηγή άγχους, αφού πρέπει πάση θυσία να διαφοροποιηθούμε από τους απειλητικούς «άλλους». Η διαφοροποίηση είναι εγγενής στην έννοια της ταυτότητας. Το πρόβλημα δημιουργείται όταν αυτή η διαφοροποίηση βλέπει παντού «εχθρούς», δηλαδή όταν «για να υπάρξω εγώ, πρέπει να μην υπάρχει ο άλλος!»
Από τη φύση της η ταυτότητα αντιστέκεται στην αλλαγή. Μόλις αντισταθούμε νιώθουμε πιο δυνατοί μέσα στην ταυτότητα μας. Τις περισσότερες φορές διαφορετικό φαντάζει ή απειλητικό (ευτυχώς που δεν είμαι αυτό το διαφορετικό) ή εξωτικό (μακάρι μια μέρα να γίνω αυτό το διαφορετικό). Λείπει η εκτίμηση του διαφορετικού σαν κάτι ισότιμο, σαν πηγή πλούτου μιας κοινωνίας. Η υγεία μιας κοινωνίας εξαρτάται δε μεγάλο βαθμό από το πως χειρίζεται τη διαφορετικότητα.
Το μίσος έχει πίσω του πόνο. Στη ρητορική μίσους ο πόνος είναι υπαρκτός και για το θύτη και για το θύμα. Ο θύτης νιώθει ότι απειλείται η ταυτότητα του. Το θύμα νιώθει ότι επιβάλλεται να κρύψει την ταυτότητά για να παραμείνει ζωντανό. Η ρητορική μίσους είναι ο ηθικός αυτουργός πίσω από εγκλήματα ενάντια σε μέλη μειονοτικών ομάδων.
Το φάσμα της βίας έχει ως εξής:

Λεκτική-συναισθηματική κακοποίηση → απειλή βίας → άμεση σωματική βία → έντονη σωματική βία → όπλα → θάνατος. Για τον λόγο αυτό η ρητορική μίσους απαγορεύεται διά νόμου στους πολίτες σε πολλά κράτη (εκτός από τους κυβερνήτες τους) καθώς σιγά σιγά νομιμοποιεί τη βία εναντίον συγκεκριμένων ομάδων.
Η γλώσσα που χρησιμοποιούμε μπορεί να διαιωνίσει τη βλάβη ενός καταπιεστικού συστήματος, ανεξάρτητα από το αν τα θύματα της καταπίεσης συνειδητοποιούν τις προσβολές. Κάποιος μπορεί να καταπιέζεται χωρίς να το αντιλαμβάνεται. Για να μπορεί να το αντιληφθεί, χρειάζεται να μπορεί να αντέξει και τον πόνο. Η άρνηση της καταπίεσης, είναι και μια μορφή έμμεσης και ασυνείδητης άμυνας στον πόνο.