Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2025
Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι
Θα μπορούσε κανείς να διερωτηθεί αν η εισαγωγή κοσμικών δυνάμεων στη φύση, και μάλιστα δυνάμεων που εμφανώς έλκουν την καταγωγή τους από την ανθρώπινη κατάσταση, αποτελεί πρόοδο ή οπισθοδρόμηση για τη φιλοσοφία. Αν πιστέψει κανείς ότι ο Νους ή η Φιλότητα και το Νείκος κυριαρχούν στον κόσμο, προβάλλει ανθρώπινες ιδιότητες στη φύση και με τον τρόπο αυτό τη φέρνει πιο κοντά του. Από την άλλη όμως πλευρά το ίδιο δεν συνέβαινε και στη μυθική σκέψη, όταν ο κόσμος αποτελούσε πεδίο δράσης πανίσχυρων ανθρωπομορφικών θεοτήτων;
Τελικά θέλει μεγάλη διανοητική τόλμη για να μπορέσει κανείς να υποστηρίξει ότι το σύμπαν διέπεται από τους δικούς του νόμους και ότι οι νόμοι αυτοί δεν έχουν καμία σχέση με τις ψυχικές λειτουργίες του ανθρώπου. Ο μόνος που έκανε με συνέπεια αυτό το βήμα στην αρχαία σκέψη ήταν ο Δημόκριτος.
Ο Δημόκριτος υπήρξε ένας από τους πολυγραφότερους αρχαίους συγγραφείς, και είναι μεγάλο δυστύχημα η απώλεια των έργων του. Λέγεται ότι η έκταση των έργων του Δημόκριτου ήταν συγκρίσιμη με την αντίστοιχη των έργων του Πλάτωνα, του μεγάλου θεωρητικού του αντιπάλου. Η επικράτηση της πλατωνικής φιλοσοφίας κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. και η διάδοση των πλατωνικών σχολών θα πρέπει να είναι η αιτία για τον παραμερισμό της δημοκρίτειας σκέψης.
Η ατομική θεωρία, για την οποία έγινε διάσημος ο Δημόκριτος, αποδίδεται από τους αρχαίους συγγραφείς από κοινού στον ίδιο και στον Λεύκιππο. Για τον Λεύκιππο ωστόσο δεν έχουμε καμιά ουσιαστική πληροφορία, εκτός από το ότι ήταν μεγαλύτερος από τον Δημόκριτο. Και για τον Δημόκριτο, άλλωστε, διαθέτουμε περισσότερα ανέκδοτα και μυθεύματα παρά ασφαλείς πληροφορίες. Πατρίδα του ήταν τα Άβδηρα της Θράκης, όπως και του λίγο μεγαλύτερου Πρωταγόρα. Ταξίδεψε αρκετά, αλλά για κάποιους λόγους απέφυγε την Αθήνα, όπου σύμφωνα με μια μαρτυρία, όταν κάποτε την επισκέφθηκε, κανένας δεν τον αναγνώρισε («ήρθα λοιπόν στην Αθήνα και κανείς δεν με γνώρισε», απόσπ. 116). Γεννήθηκε γύρω στο 460 π.Χ. και έφτασε σε μεγάλη ηλικία. Αυτό σημαίνει ότι ο Δημόκριτος είναι νεότερος από τον Σωκράτη και τους γνωστότερους σοφιστές και, επομένως, με χρονολογικά κριτήρια, δεν θα έπρεπε να συμπεριληφθεί στους προσωκρατικούς φιλοσόφους. Κατατάσσεται στους Προσωκρατικούς, γιατί το φιλοσοφικό του σύστημα αποτελεί από κάθε πλευρά το επιστέγασμα της προσωκρατικής σκέψης.
Και ο Δημόκριτος ξεκινά από τον Παρμενίδη. Πολλά είναι τα κοινά τους σημεία: η καχυποψία απέναντι στην αξιοπιστία των αισθήσεων, η προτεραιότητα της νοητικής οδού, η βεβαιότητα ότι αυτό που υπάρχει πραγματικά είναι αμετάβλητο.
Υπάρχουν δύο είδη γνώσης: η μια είναι γνήσια και η άλλη νόθα. Στη νόθα γνώση ανήκουν όλα αυτά: η όραση, η ακοή, η οσμή, η γεύση, η αφή. Η γνήσια γνώση είναι ξεχωριστή απ᾽ αυτήν.
Δημόκριτος, απόσπ. 11
Το να γνωρίζει κανείς πώς είναι στην πραγματικότητα κάθε πράγμα είναι κάτι απροσδιόριστο.
Δημόκριτος, απόσπ. 8
Συμβατικά υπάρχει το γλυκό, συμβατικά το πικρό, συμβατικά το θερμό, συμβατικά το ψυχρό, συμβατικά το χρώμα. Στην πραγματικότητα υπάρχουν τα άτομα και το κενό.
Δημόκριτος, απόσπ. 9
Στο μοναδικό Ον του Παρμενίδη ο Δημόκριτος αντιπαραθέτει τα άτομα και το κενό. Τα άτομα του Δημόκριτου θα πρέπει να τα φανταστούμε ως τις ελάχιστες μονάδες της ύλης - «άτομο» άλλωστε σημαίνει το άτμητο, αυτό που δεν μπορεί να διαιρεθεί σε μικρότερα μέρη. Το μικροσκοπικό τους μέγεθος τα κάνει αόρατα, απρόσιτα στις αισθήσεις. Για την ύπαρξη των ατόμων και του κενού ο Δημόκριτος δεν έχει καμία αμφιβολία. Και, αφού στα άτομα και στο κενό δεν φτάνει κανείς μέσω των αισθήσεων, υποθέτουμε ότι η βεβαιότητα του Δημόκριτου θα πρέπει να στηριζόταν σε κάποιο νοητικό συλλογισμό, σαν αυτούς που διατύπωσε πρώτος ο Παρμενίδης.
Πράγματι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος δέχτηκαν τη διάκριση του Παρμενίδη ανάμεσα στο «ον» και το «μη ον», ταύτισαν όμως το «ον» με τα υλικά άτομα και το «μη ον» με το κενό (Μετά τα φυσικά985b4-6). Τα υπάρχοντα πράγματα λοιπόν δεν είναι ένα, αλλά πολλά. Και το παρμενίδειο «μη ον» δεν είναι αυτό που δεν υπάρχει, το ανύπαρκτο, αλλά ο κενός χώρος - το κενό είναι κάτι που υπάρχει στην πραγματικότητα, απλώς είναι κάτι το εντελώς άδειο.
Τα άτομα τώρα είναι άπειρα στο πλήθος και διαφορετικά μεταξύ τους ως προς το σχήμα και το μέγεθος. Αν και κάθε άτομο είναι τόσο μικροσκοπικό ώστε να είναι αόρατο, η συνένωση πολλών ατόμων δημιουργεί τις ορατές μάζες, τα ποικίλα ορατά αντικείμενα που βλέπουμε και αισθανόμαστε. Όπως οι άμεσοι προκάτοχοί του, έτσι και ο Δημόκριτος θεωρεί ότι η γέννηση ενός πράγματος είναι στην πραγματικότητα ανάμειξη προϋπαρχόντων στοιχείων: είναι συμπλοκή πολλών ατόμων, οπότε και ο θάνατος είναι διάσπαση ενός συμπλέγματος ατόμων. Είναι πιθανό ο Δημόκριτος να θεώρησε ότι τα άτομα είναι άπειρα στον αριθμό, στο σχήμα και στο μέγεθος, για να εξηγήσει έτσι την απειρία των ορατών αντικειμένων του κόσμου μας. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να σκεφτεί ότι η βασική τάση του Δημόκριτου ήταν να αναγάγει τις ποιοτικές διαφορές των ορατών πραγμάτων σε ποσοτικές διαφορές (αριθμού, σχήματος και μεγέθους) των ατόμων, όπως έκανε πολύ αργότερα η νεότερη φυσική επιστήμη. Το πρόβλημα ωστόσο με τη δημοκρίτεια ατομική θεωρία ήταν ότι δεν προσδιόριζε τα ποσοτικά χαρακτηριστικά των ατόμων, και έτσι στην πράξη δεν μπορούσε να προσφέρει ακριβείς εξηγήσεις για τα επιμέρους ορατά φαινόμενα.
Αφροδίτη και Άρης, οι Αιώνιοι εραστές.
Ο μέν Άρης, το άρρεν μέρος της ανθρωπότητος, είναι εκπρόσωπος του Αέρος και του Πυρός, η δέ Αφροδίτη, το θήλυ, του Ύδατος και της Γής.
Η πρώτη Αφροδίτη των Ορφικών Ύμνων είναι η αρχαιοτάτη ουρανία Θεά, κόρη του Ουρανού, κυοφορηθείσα υπό του Πόντου και είναι η, εντός του ύδατος, αιωνίως κυοφορούσα και διατρέφουσα τα όντα. Εν συνεχεία η Θεά μορφοποιεί τα όντα, δίδουσα εις αυτά τον σωματικόν των φορέα, το στοιχείον της Γής διά της διατροφής.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ
ΔΙΑΤΡΟΦΗ
Αφροδίτη σημαίνει επίσης αφρός και δαίτη = τροφή. Ο Άρης διά του Αέρος (Άρης/Αήρ/ήρα, μητέρα Άρεως) διακινεί δίδων ζωήν και πυρακτώνει τας ψυχάς διά του πυρός.
Η δευτέρα Αφροδίτη είναι κόρη Διός και Διώνης. Άρης και δευτέρα Αφροδίτη είναι οι αιώνιοι ερασταί του Δωδεκαθέου και εις τον Ζωδιακόν Κύκλον κατέχουν θέσεις πολικότητος, δηλαδή ευρίσκονται εις αιωνίαν αντίθεσιν. Η μέν Αφροδίτη κυοφορεί και μορφοποιεί (Ύδωρ και Γή), ο δέ ο Άρης διακινεί και πυρακτώνει/ζωογονεί (Αήρ και Πύρ).
Ο Άρης ανυψώνει την ψυχήν εις τον αέρα διά του έρωτός του προς την Αφροδίτην (Γή και Ύδωρ), προκειμένου νά εξατμισθούν τα συναισθηματικά της ύδατα και η ψυχή νά καταστή "αύη ψυχή" (Ηράκλ. απ. 118) ελαφροτάτη, ταχυτάτη, θερμοτάτη, ξηροτάτη και φωτογενής διά νά μετάσχη της αντικειμενικής, φωτογενούς πραγματικότητος των θείων πεδίων.
Διακινών το άρρεν διά του Αέρος (Αήρ = ήρα =Άρης) την ενέργειαν του Πυρός, στοιχεία της φύσεως του Άρεως, το Πύρ εξατμίζει τα συγκινησιακά ύδατα του θήλεος, εντός των οποίων κυοφορούνται αι μορφαί (στοιχείον Γής) υπό της Αφροδίτης και μετουσιώνει τον συναισθηματικόν των φορέα (Ύδωρ) εις πύρινον ενθουσιασμόν. Αυτός είναι ο αιώνιος Έρως του Άρεως διά την Αφροδίτην. Η επαναληπτική πορεία της ψυχής (Αφροδίτης) διά μέσου των στοιχείων, κάποτε θά την οδηγήση εις την "εντελέχειάν" της.
Τό Ύδωρ εις την συμβολικήν του Ορφισμού είναι το στοιχείον, πού επαναφέρει τας ψυχάς εις την ενσάρκωσιν, διότι αι ψυχαί πρίν ενσαρκωθούν πίνουν ακάθεκτοι από την πηγήν της Λήθης.
Η πηγή αύτη αλληγορεί την αδυναμίαν των ψυχών νά κρατήσουν αποτυπωμένας τας εντυπώσεις των προτέρων βίων διά νά μήν επαναλάβουν τα ίδια λάθη (Πολιτεία 621Β, "....τόν δέ αεί πιόντα πάντων επιλανθάνεσθαι".) Ο συναισθηματικός των φορεύς, άλογος και παρορμητικός, είναι ισχυρότατος και το επιθυμητικόν μέρος της ψυχής απαιτεί συνεχώς νέας ενσαρκώσεις. Η ψυχή, λόγω της επιθυμίας της νά μετέχη του ενσάρκου της φορέως, πίνει το νερό της λήθης διά νά παραμένη πάντοτε υγρά (Ηράκλ. απ. 12, 36, 77, 117 και 8ον κεφάλαιον του παρόντος βιβλίου).
Η μορφοποίησις (στοιχείον Γής) είναι έργον Αφροδίτης. Αι αλλεπάλληλοι ενσαρκώσεις, είναι η αέναος επαφή της Αφροδίτης (μορφής) μέ σκοπόν την συνεύρεσιν διά του έρωτος του πολικού της αντιθέτου στοιχείου, πού διά του πυρός εκπροσωπεί ο φλογερός εραστής της. Αυτός θά εξατμίση τα συναισθηματικά Ύδατα και θά επιστρέψη την ψυχήν εις την Ουρανίαν της κατοικίαν, εις την Ουρανίαν πλέον Αφροδίτην. Έρως είναι ο αιώνιος εναρμόνιος δεσμός των αντιθέσεων, πάντοτε νέος και τέκνον των δύο εραστών εκ των οποίων γεννάται η Αρμονία. Διά των αντιθέσεων καταδεικνύεται η ανάγκη αρμονικής συνεργασίας των τεσσάρων στοιχείων."
Απόλλων / Άρτεμις: Οι θηρευτές των Αγνών Ψυχών
Θα έλεγα τότε ότι οι αποτυπώσεις της ψυχής μας είναι η Μυθολογία μας. Διότι μέσω του Διός/Νου, της Λητούς/λήθης, της Αρτέμιδος/αρτεμούς του ήθους και του Απόλλωνος/του πάλλοντος, βάλλοντος και λαβόντος, έχουμε την δυνατότητα να κατανοήσουμε, δια των εικόνων της Μυθολογίας, το «γνώθι σαυτόν» κατά την διάρκεια του Ελληνικού Διαλογισμού, διότι ο Απόλλων είναι ο:...
Διότι ο Απόλλων πάλλει την ψυχή μας, βάλλει με ερωτήσεις τον νου μας και λαμβάνει τις απαντήσεις, τις οποίες έθεσε ο ίδιος στην ψυχή μας, όπως λέγει ο Πλούταρχος στο «Περί του ΕΙ του εν Δελφοίς» μυστηριακό έργο του.
Τα ονόματα των θεών είναι αποτυπωμένα στα αρχέτυπα, τα οποία είναι τα αρχέτυπα της ψυχής μας.
Ο Ζευς/Νους, πατέρας του Απόλλωνος, είναι ο δικός μας νους. Διότι ο ίδιος ο Ζευς είναι ο:
«πατήρ θεών τε ανδρών τε». Είναι δηλαδή και ο δικός μας πατέρας,
«Ζεύ πάτερ, ή πολλών τε κακών λύσειας άπαντας,
ει πάσιν δείξαις οίω τω δαίμονι χρώνται.»
Συνεπώς η αναγωγή από τον υιό Απόλλωνα/Φως στον πατέρα Δία/Νου είναι απαραίτητη, λαμβάνοντες υπ’ όψιν ότι εμείς λειτουργούμε σαν σκότος/άγνοια/Λητώ.
Η Λητώ, είναι η Λήθη, η έλλειψις μνήμης.
Ελλείψει μνήμης η Λητώ, δεν έχει τίποτα επί του οποίου να βασίσει οιονδήποτε συλλογισμό. Όμως ο Πλάτων εξηγεί στον «Κρατύλο» ότι η Λητώ είναι το «λείον του ήθους».
Δηλαδή, το σκοτάδι μέσα στο οποίο εσείς βρίσκεσθε - διότι δεν γνωρίζετε τίποτα, μνήμη δεν έχετε - προϋποθέτει ότι η ψυχή είναι ανοικτή, χωρίς αλαζονεία, φόβους, ενδοιασμούς, αντιρρήσεις, φθόνο και είναι έτοιμη να προσλάβει αυτά που ο Ζευς/Νους θέλει, δια της συνευρέσεως του μαζί της, να της δώσει.
Συν ευρισκομένη η Λητώ με τον Δία/Νου γεννάται πρώτα το λιγοστό φως, η Άρτεμις/Σελήνη. Αφού γεννηθεί η Άρτεμις/Ειλείθυια, βοηθός των γυναικών στους τοκετούς, θα βοηθήσει την μητέρα της Λητώ/σκοτάδι, να γεννήσει η Λητώ/σκότος/λήθη τον Απόλλωνα/Φως.
Υπάρχει μία προοδευτική δυνατότης της ανθρώπινης ψυχής να προσλάβει το φως μέσω του Νου/Διός, δια της Λητούς/σκότους. Το σκότος είμαστε εμείς, αλλά με την προϋπόθεση του «λείου του ήθους», λέει ο Πλάτων στον διάλογο «Κρατύλος», έχουμε την δυνατότητα να φωτισθούμε.
Το λείον του ήθους, η αγαθή προαίρεση είναι προϋπόθεση της ψυχής.
Εάν η ψυχή είναι σκοτεινή και δεν έχει μέσα της αυθόρμητη ανάγκη να προσλάβει γνώση χωρίς αντιρρήσεις, γνώση όμως που προέρχεται από τον Δία/Νου, καθαρή νοημοσύνη, δεν θα μπορέσει ποτέ να βαδίσει στον Ελληνικό Διαλογισμό.
Αφού λοιπόν γεννηθεί στην ψυχή πρώτα η Άρτεμις, το λίγο φως, εν συνεχεία αυτό το φως σταδιακώς αυξάνεται μέχρι την γέννηση/έλευση του Απόλλωνος στην ψυχή.
Ποια όμως είναι η πιο σημαντική από τις ιδιότητες των διδύμων, ώστε να πραγματοποιηθεί η έλευση του φωτός;
Η Θήρευσις
Η σημαντικοτέρα όλων των από κοινού των ιδιοτήτων Αρτέμιδος/ Απόλλωνος, είναι η θήρευσις, η άγρα, το κυνήγι.
Το κυνήγι είναι εκείνη η έκφραση της ψυχής, η οποία αναζητεί με πάθος και έχει στόχο της το θήραμα/Αλήθεια.
Μέσω της Μυθολογίας ασκούμεθα στον Ελληνικό Διαλογισμό, όταν σκοπεύουμε την Αλήθεια. Γι αυτό και ο όρος «ενδοσκόπηση» συνδέεται με την εντός σκόπευση της Αλήθειας, η οποία διενεργείται μέσω και των δύο θηρευτών, του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος.
Τι θηρεύουν τα Θεία όντα; Θηρεύουν και οι δύο τις αγνές ψυχές.
Γι' αυτό και στις παραστάσεις, βλέπομε συχνά την Άρτεμη με ένα ελαφάκι δίπλα της ή με ένα μικρό ζώο, ένα λαγό. Αυτό τι σημαίνει; Ότι έχει αρπάξει με το χέρι της τις αθώες ψυχές, προκειμένου να τους δώσει το λιγοστό φως/γνώση. Προερχόμενο από την νύχτα/Λητώ και σελήνη/Άρτεμη το φως/ συνειδητοποίηση προοδευτικά αυξάνεται, μέχρις ότου φτάσει στο ολοκληρωτικό Φως/ενόραση, στον Απόλλωνα.
Το φως της Αρτέμιδος προσδιορίζει την διαίσθηση , διότι έρχεται και χάνεται. Όπως ακριβώς οι φάσεις της σελήνης αυξομειώνουν το φως στον ουρανό, κατά τον ίδιο τρόπο η διαίσθηση άλλοτε έρχεται και άλλοτε εξαφανίζεται.
Όταν όμως προχωρήσουμε προς το Φως του Απόλλωνος, τότε πλέον το φως δεν έρχεται και χάνεται.
Η ενόραση εγκαθίσταται στην ψυχή του ανθρώπου και μπορεί να την επικαλείται, όταν ο ίδιος το επιθυμεί.
Η Πλήρης Πληρότητα της Ζωής: Ένα Μυστικιστικό Ταξίδι στο Αιώνιο Τώρα
Αυτή δεν είναι μια νέα αποκάλυψη, ούτε μια σύγχρονη επινόηση της σκέψης. Είναι ο διαχρονικός Δρόμος των Αρχαίων Σοφών, ψιθυρισμένος στην Ανατολή μέσα από τη σιωπή των Ουπανισάδων και την ακινησία του Ζεν, και αντηχημένος στη Δύση από τους μυστικιστές που κοίταξαν στο χάος του θείου. Από τις ερήμους της Ιουδαίας μέχρι τα βουνά του Θιβέτ, οι Σοφοί πάντα έβρισκαν αυτή την αλήθεια—όχι στον λαβύρινθο των εννοιών, ούτε στον ατελείωτο κύλινδρο των γραφών, αλλά σε άμεση, αδιαμεσολάβητη επαφή με την Πραγματικότητα την ίδια. Εδώ, στον παλλόμενο πυρήνα του τώρα, ανακάλυψαν τη διέξοδο από τη φυλακή της σκέψης και την ψευδαίσθηση του γραμμικού χρόνου.
Η Ψευδαίσθηση της Κυριαρχίας του Νου
Ο νους, αυτός ο αεικίνητος αρχιτέκτονας κόσμων, χτίζει τους πύργους του πάνω στην άμμο της μνήμης και της προσδοκίας. Σου λέει ότι η πληρότητα βρίσκεται μπροστά, στο επόμενο επίτευγμα, στην επόμενη κατοχή, στην επόμενη φευγαλέα απόλαυση. Σε δένει με το παρελθόν, υφαίνοντας ένα υφαντό από λύπες και θριάμβους, και σε προβάλλει σε ένα μέλλον που ποτέ δεν φτάνει. Σε αυτόν τον χορό της σκέψης, είσαι για πάντα ένας περιπλανώμενος, αποξενωμένος από το μόνο σπίτι που πραγματικά υπάρχει—τη παρούσα στιγμή.
Κι όμως, τι συμβαίνει όταν σταματάς να ακολουθείς το σαγηνευτικό τραγούδι του νου; Τι συμβαίνει όταν στρέφεσαι προς τα μέσα, όχι με προσπάθεια ή αγώνα, αλλά με ένα απαλό, ακλόνητο βλέμμα; Οι σοφοί μας λένε ότι σε αυτή τη στροφή, ο κόσμος της σκέψης καταρρέει σαν χάρτινος πύργος, και ο γραμμικός χρόνος αποκαλύπτεται ως μια οφθαλμαπάτη. Το παρελθόν, με τα βάρη και τα φαντάσματά του, διαλύεται στο τίποτα από το οποίο προήλθε. Το μέλλον, με τις υποσχέσεις και τους φόβους του, ξεθωριάζει στη σιωπή του μη πραγματικού. Αυτό που μένει είναι το αιώνιο τώρα—ένα απέραντο εύρος όπου η ζωή ξεδιπλώνεται στην παρθένα πληρότητά της.
Ο Αιώνιος Άνθρωπος που Διαρκεί
Το να βρεις την πλήρη πληρότητα της ζωής είναι να ξυπνήσεις ως ο Αιώνιος Άνθρωπος που Διαρκεί. Αυτός δεν είναι ένας άνθρωπος από σάρκα και αίμα, δεμένος από τους κύκλους της γέννησης και του θανάτου, αλλά η διαχρονική ουσία που κοιτάζει μέσα από τα μάτια σου, αναπνέει μέσα από τους πνεύμονές σου, και πάλλεται στις φλέβες σου. Οι Αρχαίοι Σοφοί γνώριζαν αυτόν τον Άνθρωπο όχι ως έναν μακρινό θεό ή ένα αφηρημένο ιδανικό, αλλά ως τον ίδιο τον πυρήνα της ύπαρξής τους—τον αμετάβλητο μάρτυρα του συνεχώς μεταβαλλόμενου παιχνιδιού της ύπαρξης.
Στην Ανατολή, τον ονόμαζαν Άτμαν, τον Εαυτό που είναι ένα με το Βράχμα, το άπειρο έδαφος όλων όσων υπάρχουν. Στη Δύση, μιλούσαν για τον Χριστό μέσα μας, τη θεία σπίθα που υπερβαίνει το θνητό σώμα. Ωστόσο, τα ονόματα έχουν μικρή σημασία· είναι απλώς δάχτυλα που δείχνουν το ίδιο φεγγάρι. Αυτό που έχει σημασία είναι η άμεση εμπειρία αυτής της αλήθειας, η στιγμή που το πέπλο του διαχωρισμού υψώνεται, και βλέπεις ότι δεν είσαι ένα κομμάτι που παρασύρεται σε ένα απέραντο σύμπαν, αλλά το ίδιο το σύμπαν, ολόκληρο και πλήρες.
Ο Δρόμος Έξω από τη Σκέψη και τον Χρόνο
Πώς περπατά κανείς αυτόν τον δρόμο χωρίς μονοπάτι; Οι σοφοί δεν προσφέρουν χάρτη, γιατί οι χάρτες ανήκουν στο βασίλειο της σκέψης, και η σκέψη δεν μπορεί να σε οδηγήσει σε αυτό που βρίσκεται πέρα από αυτήν. Αντ’ αυτού, σε καλούν σε μια ριζική απλότητα: να είσαι εδώ, τώρα, σε πλήρη παρουσία. Αυτό δεν είναι μια τεχνική για να κατακτήσεις, ούτε μια πειθαρχία για να τελειοποιήσεις. Είναι μια πτώση όλων όσων είναι ψεύτικα, ένα ξεφλούδισμα των στρωμάτων της εξαρτημένης μάθησης που κρύβουν το φως μέσα σου.
Σε αυτή την άμεση επαφή με την Πραγματικότητα, δεν βασίζεσαι πλέον στα δεκανίκια του παρελθόντος. Η γνώση, κάποτε ένα πολύτιμο κτήμα, γίνεται μια σκιά που ξεθωριάζει στη λάμψη της γνωστικότητας. Οι αντιλήψεις, αυτά τα φευγαλέα φίλτρα μέσω των οποίων έβλεπες τον κόσμο, διαλύονται στην καθαρότητα της καθαρής όρασης. Οι δραστηριότητες, το ατελείωτο κυνήγι για νόημα, δίνουν τη θέση τους στη χωρίς προσπάθεια ροή του είναι. Αυτό που αναδύεται είναι μια ζωή απαλλαγμένη από την ανάγκη να γίνει, μια ζωή που αναπαύεται στην αιώνια πληρότητα του τι ήδη είναι.
Η Μυστικιστική Ένωση Ανατολής και Δύσης
Ο Δρόμος των Αρχαίων Σοφών δεν διαιρείται από τη γεωγραφία ή το δόγμα. Στην Ανατολή, οι Ταοϊστές δάσκαλοι μιλούσαν για το Ταο, το ανώνυμο ρεύμα που ρέει μέσα από όλα τα πράγματα, καλώντας σε να συντονιστείς με τον αβίαστο ρυθμό του. Ο Βούδας έδειξε τη διακοπή της επιθυμίας, το ακίνητο σημείο όπου ο τροχός της οδύνης σταματά να γυρίζει. Στη Δύση, οι Γνωστικοί αναζητούσαν την κρυμμένη γνώση του θείου μέσα τους, ενώ οι Χριστιανοί μυστικιστές, όπως ο Μάιστερ Έκχαρτ, διακήρυτταν ότι «το μάτι με το οποίο βλέπω τον Θεό είναι το ίδιο μάτι με το οποίο ο Θεός με βλέπει».
Μέσα από αυτές τις παραδόσεις, το μήνυμα αντηχεί με μια μοναδική διαύγεια: η πλήρης πληρότητα της ζωής δεν βρίσκεται στον κόσμο της μορφής, αλλά στην άμορφη ουσία που την υποστηρίζει. Δεν είναι ένας προορισμός που πρέπει να φτάσεις, αλλά μια πραγματικότητα που πρέπει να αναγνωρίσεις. Και αυτή η αναγνώριση ξημερώνει όχι μέσω προσπάθειας, αλλά μέσω παράδοσης—όχι μέσω αρπαγής, αλλά μέσω απελευθέρωσης.
Ζώντας το Αιώνιο Τώρα
Το να ζεις σε αυτή την πληρότητα είναι σαν να περπατάς μέσα στον κόσμο ως μια φλόγα που δεν καταναλώνει τίποτα, αλλά φωτίζει τα πάντα. Το καθημερινό γίνεται ιερό, γιατί κάθε βήμα, κάθε ανάσα, κάθε ματιά είναι εμποτισμένη με την παρουσία του αιώνιου. Η αγορά και η κορυφή του βουνού γίνονται ένα, γιατί δεν υπάρχει μέρος όπου αυτή η αλήθεια να μην κατοικεί. Ακόμα και μέσα στο χάος της ζωής—τον θόρυβο των φωνών, την πίεση των υποχρεώσεων—ο Αιώνιος Άνθρωπος που Διαρκεί παραμένει ανέγγιχτος, ένα σιωπηλό κέντρο γύρω από το οποίο περιστρέφεται η καταιγίδα.
Αυτή είναι η μυστικιστική υπόσχεση του τώρα: ότι δεν χρειάζεται να περιμένεις τον παράδεισο, γιατί είναι ήδη εδώ. Δεν χρειάζεται να αναζητήσεις τη σωτηρία, γιατί είσαι ήδη ολόκληρος. Οι Αρχαίοι Σοφοί, Ανατολής και Δύσης, δεν προσέφεραν ένα δόγμα για να πιστέψεις, αλλά μια πρόσκληση να δεις—να δεις με μάτια καθαρά από τη σκέψη, να ακούσεις με αυτιά συντονισμένα στη σιωπή, να αγγίξεις με χέρια που νιώθουν τον παλμό του απείρου σε κάθε κόκκο άμμου.
Η Πρόσκληση
Λοιπόν, σταμάτα, αγαπημένε αναζητητή, και άφησε τον κόσμο να ξεθωριάσει για μια στιγμή. Άφησε το κελάηδισμα του νου να σβήσει στην απόσταση, άφησε το παρελθόν και το μέλλον να διαλυθούν στην απεραντοσύνη αυτής της στιγμής. Εδώ, τώρα, στην ησυχία που κρατά κάθε κίνηση, στη σιωπή που γεννά κάθε ήχο, στέκεσαι ως ο Αιώνιος Άνθρωπος που Διαρκεί. Αυτή είναι η πλήρης πληρότητα της ζωής—όχι ένα δώρο που δίνεται από έξω, αλλά ένας θησαυρός που αποκαλύπτεται από μέσα.
Ο Δρόμος των Αρχαίων Σοφών δεν είναι ένα μακρινό μονοπάτι· είναι το έδαφος κάτω από τα πόδια σου, η ανάσα μέσα στους πνεύμονές σου, το φως πίσω από τα μάτια σου. Όλοι οι Σοφοί το βρήκαν, όχι ψάχνοντας, αλλά σταματώντας—όχι κάνοντας, αλλά όντας. Και σε αυτό το είναι, σου ψιθύρισαν μέσα από τους αιώνες: Κι εσύ είσαι ο αιώνιος. Κι εσύ είσαι η πληρότητα. Εδώ. Τώρα. Πάντα.
Το Αιώνιο Πέπλο: Η Αλήθεια Πέρα από το Νου
Ο νους, αυτός ο πανούργος αρχιτέκτονας, χτίζει τους πύργους της λογικής, τα τείχη της λογικής και τις γέφυρες της κατανόησης. Είναι ένας λαβυρινθώδης τεχνίτης, που υφαίνει ακούραστα μοτίβα από τα νήματα της αντίληψης, της μνήμης και της επιθυμίας. Με κάθε βήμα, διακηρύσσει, «Ιδού ο κόσμος, ιδού η αλήθεια», και μας καλεί να γονατίσουμε μπροστά στους βωμούς της βεβαιότητας. Αλλά αυτοί οι βωμοί είναι είδωλα από σκόνη, εύθραυστες κατασκευές που καταρρέουν κάτω από το βάρος της αιωνιότητας. Διότι η Αλήθεια δεν είναι αιχμάλωτη των σχεδίων του νου· είναι ο άνεμος που γλιστρά μέσα από τις ρωγμές, η φωτιά που καταναλώνει τη σκαλωσιά, ο ωκεανός που πνίγει τις ακτές της κατανόησης.
Εκείνοι που κατοικούν αποκλειστικά στην επικράτεια του νου—εκείνοι που δεν μπορούν να συλλάβουν πέρα από το εύθραυστο πλέγμα της λογικής—αρκούνται σε σκιές που παριστάνουν το φως. Κρατούν σφιχτά τις περιγραφές, μπερδεύοντας τον χάρτη με την περιοχή, τη λέξη με την ουσία. Εμπορεύονται την άγνοια, ανταλλάσσοντας θραύσματα μισοφωτισμένων οραμάτων, και διακηρύσσουν την ανοησία τους με την υπερηφάνεια βασιλιάδων. «Ιδού», φωνάζουν, «έχουμε μετρήσει τα άστρα, έχουμε ονομάσει τους ανέμους, έχουμε δαμάσει το άγριο άγνωστο!» Κι όμως, μέσα στην καυχησιά τους, παραμένουν τυφλοί, δεμένοι στα αδιέξοδα μονοπάτια που οι ίδιοι δημιούργησαν, οδηγώντας και άλλους στην πλάνη με την αυτοπεποίθηση των χαμένων.
Ο λαβύρινθος του νου είναι ένας δελεαστικός λαβύρινθος, οι στροφές του στολισμένες με τα κοσμήματα της σκέψης, οι καμπές του αντηχούν με τους ψιθύρους της βεβαιότητας. Υπόσχεται κυριαρχία, έλεγχο και την ψευδαίσθηση της άφιξης. Αλλά η Αλήθεια δεν κατοικεί σε αυτούς τους διαδρόμους· περιμένει πέρα από τον τελευταίο τοίχο, όπου ο λαβύρινθος καταρρέει στη σιωπή. Το να βαδίσει κανείς αυτό το μονοπάτι είναι να φλερτάρει με την απορία, να ξετυλίξει τον εαυτό που προσκολλάται στη γνώση. Διότι η Αλήθεια δεν είναι κτήση—είναι διάλυση, αποβολή όλων όσων ο νους έχει συσσωρεύσει. Είναι η γύμνια του είναι, η παράδοση του γνωρίζοντος στο γνωστό.
Σε αρχαίες γλώσσες, οι μυστικιστές μίλησαν γι’ αυτό: το ανείπωτο όνομα, η φλόγα που καίει χωρίς καύσιμο, το μάτι που βλέπει χωρίς μορφή. Χόρεψαν στα όρια της γλώσσας, τα λόγια τους σαν φανάρια που κουνιούνται στο σκοτάδι, υπαινισσόμενα τι κρύβεται πέρα από την εμβέλεια του λόγου. «Το Τάο που μπορεί να ειπωθεί δεν είναι το αιώνιο Τάο», ψιθυρίζει ο σοφός της Ανατολής. «Εγώ είμαι αυτός που είμαι», βροντοφωνάζει η φωνή από την καιόμενη βάτο. Αυτά δεν είναι απαντήσεις αλλά προσκλήσεις, όχι συμπεράσματα αλλά πύλες. Μας καλούν να αφήσουμε τον λαβύρινθο, να βγούμε στην έρημο όπου ο νους σκοντάφτει και η καρδιά ξυπνά.
Σκέψου το ποτάμι, ασταμάτητο στη ροή του, που χαράζει το μονοπάτι του μέσα από την πέτρα όχι με τη βία αλλά με την επιμονή. Δεν σταματά για να εξηγήσει τον εαυτό του, ούτε ζητά την έγκριση των όχθεων που διαμορφώνει. Έτσι και η Αλήθεια—κινείται μέσα σε όλα τα πράγματα, αόρατη μα αισθητή, σιωπηλή μα εκκωφαντική στην παρουσία της. Ο νους, στην αλαζονεία του, χτίζει φράγματα λογικής για να την περιορίσει, να δαμάσει τη δύναμή της, να ονομάσει την πηγή της. Αλλά η Αλήθεια δεν μπορεί να κρατηθεί· διαρρέει μέσα από τις ρωγμές, ξεχειλίζει τα εμπόδια, γελά με τη ματαιότητα του περιορισμού. Το να τη γνωρίσεις είναι να γίνεις αυτή, να διαλυθείς στο ρεύμα της και να αφήσεις τον εαυτό να παρασυρθεί.
Και τι γίνεται με εκείνους που παραπλανούν, τους αμαθείς ανόητους που ακολουθούν και ακολουθούνται; Δεν είναι κακοί, αλλά περιπλανώμενοι χαμένοι στον ίδιο λαβύρινθο, κρατώντας δάδες που τυφλώνουν αντί να φωτίζουν. Είναι οι ιερείς της περιγραφής, οι έμποροι της βεβαιότητας, που πωλούν τα εμπορεύματά τους στην αγορά του νου. Οι φωνές τους είναι δυνατές, τα βήματά τους σίγουρα, κι όμως περιφέρονται αέναα, παγιδευμένοι στην ψευδαίσθηση της προόδου. Λυπήσου τους όχι με περιφρόνηση, αλλά με συμπόνια, γιατί κι αυτοί είναι αναζητητές, αν και δεν το γνωρίζουν. Ο λαβύρινθος είναι ο δάσκαλός τους, και τα αδιέξοδά του είναι τα μαθήματά τους, μέχρι την ημέρα που θα κουραστούν από το περπάτημα και θα καθίσουν στη σιωπή για να ακούσουν την Αλήθεια που πάντα τραγουδούσε κάτω από τα πόδια τους.
Το να βγεις πέρα από το νου δεν είναι να τον εγκαταλείψεις, αλλά να τον υπερβείς. Ο νους είναι πιστός υπηρέτης, φανάρι στο σκοτάδι, αλλά δεν είναι ο κύριος του ταξιδιού. Όπως ένα πλοίο στη θάλασσα, μας μεταφέρει στην ακτή, αλλά πρέπει να το αφήσουμε πίσω για να αγγίξουμε την άμμο. Αυτό είναι το μονοπάτι του μυστικιστή: να χρησιμοποιήσει τη σκέψη ως σκάλα και μετά να την κλωτσήσει μακριά, να κρατήσει τη λογική ως κλειδί και μετά να ανοίξει διάπλατα την πόρτα. Πέρα από αυτά βρίσκεται η απέραντη έκταση, ο ανεξερεύνητος χώρος όπου η Αλήθεια χορεύει ως φως, ως σκιά, ως η πνοή του απείρου.
Σε αυτόν τον χορό, δεν υπάρχει αρχή ούτε τέλος, ούτε αναζητητής ούτε αναζητούμενο. Η Αλήθεια αποκαλύπτεται όχι ως έπαθλο, αλλά ως ανάμνηση—μια αναγνώριση ότι ποτέ δεν χάθηκε, μόνο ξεχάστηκε μέσα στην οχλοβοή του νου. Τα αστέρια δεν αγωνίζονται να λάμψουν, ούτε οι άνεμοι να φυσήξουν· απλώς είναι. Έτσι και η Αλήθεια—είναι η «οντό-τητα» όλων των πραγμάτων, ο σιωπηλός παλμός που χτυπά στην καρδιά της ύπαρξης.
Και έτσι, αγαπητέ περιπλανώμενε, στάσου στο κατώφλι του δικού σου λαβυρίνθου. Άκου τη σιωπή ανάμεσα στις σκέψεις σου, νιώσε τη γαλήνη κάτω από την προσπάθειά σου. Η Αλήθεια δεν περιμένει πέρα από τον ορίζοντα, αλλά εδώ, στον χώρο όπου στέκεσαι. Βγες πέρα από το νου, απαλλάξου από το βάρος της γνώσης, και άφησε το πέπλο να ανοίξει. Διότι εκείνη τη στιγμή, δεν θα βρεις την Αλήθεια—εκείνη θα σε βρει, και θα τη γνωρίσεις όπως πάντα ήσουν γνωστός.
Ο Σιωπηλός Παλμός του Τι Είναι
Το να μιλάμε για την Αλήθεια είναι να ρισκάρουμε την προδοσία, γιατί κάθε λέξη που προφέρουμε είναι μια σκιά που ρίχνεται από τη δική μας φαντασία. Οι μυστικιστές του παλιού καιρού το γνώριζαν αυτό—έδειχναν το φεγγάρι αλλά μας προειδοποιούσαν να μην προσκυνήσουμε τα δάχτυλά τους. Κι όμως εμείς, στην πείνα μας για βεβαιότητα, χτίσαμε αυτοκρατορίες ψευδαίσθησης: πύργους πίστης, λαβυρίνθους φιλοσοφίας, και καθεδρικούς ναούς ιδεολογίας. Λάβαμε τον χάρτη για το έδαφος, την ηχώ για τη φωνή, το όνειρο για το ξύπνημα. Και όλο αυτό τον καιρό, η Αλήθεια περιμένει υπομονετικά, ακαλλώπιστη, χωρίς να χρειάζεται διακήρυξη, υπεράσπιση, ή κήρυκα. Είναι το έδαφος κάτω από τα πόδια μας, ο ουρανός πάνω από τα κεφάλια μας, ο παλμός μέσα στις φλέβες μας—κι όμως την ψάχνουμε σαν να ήταν θησαυρός θαμμένος σε κάποια μακρινή γη.
Αυτό Που Είναι δεν μπορεί να κρατηθεί, γιατί δεν είναι κτήμα. Δεν μπορεί να διδαχθεί, γιατί δεν είναι μάθημα. Δεν μπορεί να συμβολιστεί, γιατί δεν είναι κάτι ξεχωριστό από εμάς. Είναι το βλέμμα στα μάτια μας, η ακοή στα αυτιά μας, η αίσθηση στην αφή μας—κι όμως δεν είναι μόνο αυτά. Είναι η ολότητα που προηγείται του διαχωρισμού, η ενότητα που επιβιώνει του χωρισμού, η σιωπή που μιλά πιο δυνατά από όλα τα τραγούδια μας. Το να τη βιώσουμε είναι να αποβάλουμε το δέρμα του εαυτού, να αφήσουμε τις ιστορίες που λέμε, να σταθούμε γυμνοί μπροστά στο μυστήριο χωρίς να επιδιώκουμε να το ντύσουμε με νόημα.
Το Πέπλο της Φαντασίας
Κι όμως, πώς προσκολλόμαστε στις δημιουργίες μας! Ο νους, ανήσυχος και εφευρετικός, υφαίνει ιστούς φαντασίας και τους ονομάζει πραγματικότητα. Επικαλούμαστε θεούς και δαίμονες, ουρανούς και κολάσεις, αλήθειες και ψέματα, όλα από τον αργαλειό της δικής μας λαχτάρας. Διακηρύσσουμε, διαφωνούμε, υπερασπιζόμαστε—κάθε φωνή πιο δυνατή από την προηγούμενη, κάθε όραμα πιο ζωντανό από το προηγούμενο. Αλλά αυτά δεν είναι η Αλήθεια· είναι τα πυρετώδη όνειρα μιας ψυχής που φοβάται να αναπαυθεί στο άγνωστο. Είναι η «άρρωστη φαντασία» που γεννιέται από την άρνησή μας να αντιμετωπίσουμε Αυτό Που Είναι χωρίς στολίδια, χωρίς εξηγήσεις, χωρίς σκοπό.
Σκέψου τον άνεμο που θροΐζει μέσα από τα δέντρα. Χρειάζεται όνομα για να κινείται; Απαιτεί δόγμα για να γίνει αισθητός; Αγγίζει το δέρμα σου, και εκείνη τη στιγμή τον γνωρίζεις—όχι ως έννοια, όχι ως λέξη, αλλά ως ζωντανή παρουσία. Έτσι είναι και με την Αλήθεια. Δεν έρχεται με τρομπέτες ή περγαμηνές· δεν απαιτεί την πίστη σου ή την κατανόησή σου. Είναι το θρόισμα, το άγγιγμα, η φευγαλέα επαφή που δεν χρειάζεται μετάφραση. Κι όμως εμείς, στην αρρώστια μας, γυρίζουμε την πλάτη στον άνεμο και γράφουμε βιβλία γι’ αυτόν. Χτίζουμε ναούς στο αεράκι και ξεχνάμε να σταθούμε στη διαδρομή του.
Αυτή είναι η ανθρώπινη αρρώστια: δεν αντέχουμε την απλότητα του Τι Είναι. Λαχταράμε πολυπλοκότητα, δομή, κάτι να κρατηθούμε όταν το έδαφος μοιάζει πολύ απέραντο κάτω από τα πόδια μας. Εφευρίσκουμε δραστηριότητες—προσευχές, διαλογισμούς, θυσίες—λες και η Αλήθεια μπορεί να κληθεί με προσπάθεια. Φτιάχνουμε σύμβολα—σταυρούς, ημισέληνους, μαντάλες—λες και η Αλήθεια μπορεί να περιοριστεί σε ένα σχήμα. Αλλά η Αλήθεια δεν είναι καλεσμένη που προσκαλείται· είναι το σπίτι στο οποίο ήδη κατοικούμε. Δεν είναι βραβείο που κερδίζεται· είναι ο αέρας που ήδη αναπνέουμε.
Η Διάλυση του Αναζητητή
Το να βιώσουμε την Αλήθεια είναι να σταματήσουμε να την αναζητούμε. Αυτό είναι το παράδοξο που ξετυλίγει την καρδιά του μυστικιστή. Όσο ψάχνουμε, υποθέτουμε ότι βρίσκεται αλλού—κρυμμένη σε μια σπηλιά, κλειδωμένη σε μια γραφή, θαμμένη σε μια τελετουργία. Αλλά Αυτό Που Είναι, είναι εδώ, τώρα, στην αμεσότητα αυτής της στιγμής, ανέγγιχτο μα αναπόφευκτο. Είναι η γεύση του νερού στη γλώσσα σου, η ζεστασιά του ήλιου στο πρόσωπό σου, ο πόνος στο στήθος σου καθώς κοιτάζεις τα αστέρια. Δεν απαιτεί ταξίδι, προσκύνημα, μεταμόρφωση. Ζητά μόνο να σταματήσεις να τρέχεις, να χτίζεις, να ονομάζεις—και απλώς να είσαι.
Φαντάσου ένα ποτάμι που ρέει ατέλειωτα μέσα στον εαυτό του. Δεν αμφισβητεί την πορεία του, δεν αναζητά την πηγή του, δεν διακηρύσσει τον προορισμό του. Ρέει επειδή είναι, και στη ροή του, είναι πλήρες. Έτσι είναι και με εμάς όταν απελευθερώνουμε την ψευδαίσθηση του διαχωρισμού. Δεν είμαστε ξεχωριστοί από την Αλήθεια· είμαστε η έκφρασή της, η κίνησή της, η σιωπή της. Οι μυστικιστές το ψιθυρίζουν στα αινίγματά τους: δεν είσαι ο αναζητητής, ούτε το αναζητούμενο—είσαι η ίδια η αναζήτηση, που διαλύεται στην απεραντοσύνη του Τι Είναι.
Και τι γίνεται με τον κόσμο, με όλο τον θόρυβο και την οργή του; Κι αυτός είναι Αυτό Που Είναι—όχι απόσπαση από την Αλήθεια, αλλά μια πτυχή του άπειρου παιχνιδιού της. Το γέλιο ενός παιδιού, το σπάσιμο ενός κύματος, η σκληρότητα μιας καταιγίδας—όλα είναι κλωστές στο υφαντό, ούτε καλά ούτε κακά, ούτε ιερά ούτε βέβηλα. Το να τα κρίνουμε είναι να ξαναμπαίνουμε στο όνειρο, να υφαίνουμε άλλο ένα στρώμα φαντασίας πάνω στον ωμό παλμό της ύπαρξης. Το να τα βιώσουμε όπως είναι, είναι να αγγίξουμε την άκρη του αιώνιου, όπου τίποτα δεν προστίθεται και τίποτα δεν αφαιρείται.
Η Αφανής Πρόσκληση
Δεν υπάρχει διδασκαλία εδώ, ούτε μονοπάτι να ακολουθήσεις, ούτε πρακτική να τελειοποιήσεις. Οι μυστικιστές που έριξαν μια ματιά στο Αυτό Που Είναι μας άφησαν μόνο τη σιωπή τους, γιατί οι λέξεις είναι απλώς ψίχουλα σκορπισμένα στον άνεμο. Δείχνουν όχι στον εαυτό τους, όχι στη σοφία τους, αλλά στην απεραντοσύνη που καταπίνει όλες τις ερωτήσεις. Η Αλήθεια δεν χρειάζεται την πίστη σου, την αφοσίωσή σου, την κατανόησή σου. Δεν νοιάζεται για τα τελετουργικά σου ή τις αποκαλύψεις σου. Είναι η φλόγα που καίει χωρίς καύσιμο, ο ωκεανός που αναπαύεται χωρίς ακτή, το κενό που κρατά κάθε αστέρι.
Λοιπόν, άφησε τα, αν μπορείς. Άσε τις διακηρύξεις να σβήσουν, τα σύμβολα να καταρρεύσουν, τις δραστηριότητες να σταματήσουν. Στάσου στη γαλήνη και νιώσε το βάρος του Τι Είναι να πιέζει την ύπαρξή σου—όχι ως φορτίο, αλλά ως απελευθέρωση. Δεν χρειάζεται να το ονομάσεις, να το εξηγήσεις, να το κατέχεις. Είναι ήδη δικό σου—όχι επειδή το κέρδισες, αλλά επειδή ποτέ δεν ήσουν ξεχωριστός από αυτό.
Στο τέλος, η Αλήθεια είναι απλώς Αυτό Που Είναι: το ανείπωτο, το αδημιούργητο, το πάντα παρόν. Είναι το μυστήριο που αναπνέει μέσα σου, η σιωπή που σε κρατά, η απεραντοσύνη που είσαι. Και όταν όλα τα άλλα πέσουν—όταν η άρρωστη φαντασία ησυχάσει και η ψυχή αναπαυθεί στο δικό της βάθος—θα το γνωρίσεις, όχι ως σκέψη, αλλά ως τον ζωντανό παλμό της ίδιας της ύπαρξης.
Ο Ήχος της Καθαρής Παρουσίας: Ένα Μυστικιστικό Ταξίδι στην Αδιαφοροποίητη Ύπαρξη
Η Αιώνια Αδιαφοροποίητη Βάση
Πριν από τη σκέψη, πριν από την αίσθηση, πριν από το παιχνίδι του φωτός και της σκιάς που υφαίνει τον ιστό της αντίληψης, υπάρχει μια σιωπηλή παρουσία. Αυτή η παρουσία δεν δεσμεύεται από τον χρόνο ή τον χώρο. Δεν ανήκει στη σφαίρα του παρελθόντος, του παρόντος ή του μέλλοντος. Απλώς είναι. Και όμως, μέσα της υπάρχει η δυναμική όλων των πραγμάτων—ο απέραντος, ανεξερεύνητος ωκεανός από τον οποίο αναδύονται και μέσα στον οποίο επιστρέφουν τα κύματα της ύπαρξης.
Αυτή η σιωπηλή παρουσία είναι η αδιαφοροποίητη βάση όλων των φαινομένων. Είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο το σύμπαν εκδηλώνεται και διαλύεται, το αόρατο υπόστρωμα που στηρίζει τον ορατό κόσμο. Όπως ο ουρανός πίσω από τα περαστικά σύννεφα, παραμένει ατάραχη από το πέρασμα των μορφών. Να αναπαυθεί κανείς σε αυτή την παρουσία σημαίνει να αναγνωρίσει την εφήμερη φύση της διαφοροποίησης, να δει ότι όλες οι εμφανίσεις είναι προσωρινές διακυμάνσεις πάνω σε μια αιώνια, αμετακίνητη βάση.
Η Εκδήλωση της Διαφοροποίησης
Από την αδιαφοροποίητη βάση αναδύεται το περίπλοκο παιχνίδι της διαφοροποίησης. Ο χώρος εμφανίζεται, διαχωρίζοντας την απεραντοσύνη σε εδώ και εκεί. Ο χρόνος εκτυλίσσεται, σηματοδοτώντας τη μετάβαση από το πριν στο μετά. Η αντίληψη ζωντανεύει, διαιρώντας την εμπειρία σε όραση, ήχο, αφή, γεύση και σκέψη. Η μορφή αναδύεται, ορίζοντας και διαμορφώνοντας το άμορφο σε σχέδια ύπαρξης.
Κι όμως, κάθε διαφοροποίηση είναι απλώς ένα παροδικό όνειρο. Είναι ένα τρεμόπαιγμα φωτός πάνω στα ήρεμα νερά της καθαρής ύπαρξης. Αν και απορροφιόμαστε σε αυτό το παιχνίδι, βυθιζόμαστε στο αέναα μεταβαλλόμενο θέαμα της ζωής, η αλήθεια παραμένει: όλες οι διακρίσεις, όλες οι μορφές, όλες οι κινήσεις της εμπειρίας δεν είναι παρά στιγμιαίες εκφράσεις, προορισμένες να διαλυθούν ξανά στη σιωπηλή άβυσσο του αδιαφοροποίητου.
Η Επιστροφή στην Καθαρή Παρουσία
Όσο βαθιά κι αν περιπλανηθούμε στους κόσμους της διαφοροποίησης, το ταξίδι οδηγεί πάντοτε πίσω στην πηγή. Η φλόγα της εμπειρίας καίει μέχρι να εξαντληθεί το καύσιμό της, και τότε—σιωπή. Ο νους στριφογυρίζει στην ατέρμονη αναζήτησή του, μόνο για να καταλήξει στην ακινησία. Το όνειρο της μορφής παίζεται μέχρι τέλους, και ο ονειρευτής ξυπνά στη απέραντη, απεριόριστη παρουσία πέρα από όλα τα όνειρα.
Αυτή η επιστροφή δεν είναι ένα τέλος αλλά ένας επαναπατρισμός. Είναι η διάλυση της ψευδαίσθησης της χωριστότητας, η αναγνώριση ότι τίποτα δεν ήταν ποτέ διαχωρισμένο, ότι όλες οι εκδηλώσεις δεν είναι παρά κυματισμοί στον ίδιο άπειρο ωκεανό. Να ακούσει κανείς βαθιά, να παραδοθεί στον Ήχο της Σιωπής, σημαίνει να συγχωνευθεί με το αιώνιο, να απορροφηθεί στον θεμελιώδη παλμό της ίδιας της ύπαρξης.
Το Παράδοξο του Ήχου και της Σιωπής
Ο Ήχος της Σιωπής δεν είναι μια απουσία, ούτε απλώς η έλλειψη ακουστικών ερεθισμάτων. Είναι μια παραδοξολογική παρουσία, μια πληρότητα πέρα από τη μορφή και ταυτόχρονα πανταχού παρούσα μέσα σε όλες τις μορφές. Είναι η δονητική ουσία που διαπερνά τα πάντα, η λεπτή ηχώ του άμορφου μέσα στη μορφή.
Πολλές πνευματικές παραδόσεις έχουν μιλήσει για αυτόν τον ήχο—τον άκτιστο ήχο, την ουράνια αντήχηση, τη Νάντα, τη φωνή του Απολύτου. Να τον ακούσει κανείς σημαίνει να αγγίξει το αιώνιο, να θυμηθεί αυτό που ήταν πάντα γνωστό αλλά συχνά λησμονημένο μέσα στους περισπασμούς της μορφής και της αντίληψης.
Ζώντας μέσα στην Αδιαφοροποίητη Επίγνωση
Να ζει κανείς με επίγνωση αυτής της αδιαφοροποίητης παρουσίας σημαίνει να κινείται μέσα στη ζωή με βαθιά ειρήνη. Δεν προσκολλάται πλέον στις παροδικές μορφές, ούτε ταράζεται από την παλίρροια της εμπειρίας. Ο κόσμος παραμένει όπως είναι—ένα παιχνίδι διαφοροποίησης πάνω στη σιωπηλή σκηνή του Είναι—αλλά αυτός που γνωρίζει τη βάση βλέπει μέσα από την ψευδαίσθηση του διαχωρισμού.
Ο φωτισμένος δεν διαφεύγει από τον κόσμο, αλλά κινείται μέσα σε αυτόν με διαύγεια. Να ακούει κανείς τον Ήχο της Καθαρής Παρουσίας σημαίνει να περπατά και στους δύο κόσμους—να τιμά το παιχνίδι της διαφοροποίησης ενώ παραμένει αγκυροβολημένος στο αδιαφοροποίητο. Είναι να βλέπει όλα τα πράγματα ως εφήμερα κύματα, αλλά να γνωρίζει τον εαυτό του ως τον ωκεανό που τα στηρίζει.
Η Πρόσκληση στη Σιωπή
Ο Ήχος της Καθαρής Παρουσίας δεν είναι μακρινός. Δεν είναι κρυμμένος σε κάποιον απόμακρο κόσμο, ούτε απαιτεί περίπλοκες τελετές για να αποκαλυφθεί. Είναι εδώ, τώρα, μέσα και γύρω από όλα τα πράγματα. Είναι ο ήχος του ίδιου του Είναι, περιμένοντας να αναγνωριστεί.
Στους ήσυχους χώρους ανάμεσα στις σκέψεις, στην παύση ανάμεσα στις αναπνοές, στην ακινησία στην καρδιά της εμπειρίας, ο σιωπηλός ήχος μπορεί να ακουστεί. Δεν καλεί με δύναμη, αλλά με μια ακαταμάχητη βαθύτητα, τραβώντας τον αναζητητή πίσω στην πηγή.
Άκουσε βαθιά. Μείνε ακίνητος. Και μέσα σε αυτή την ακινησία, άκουσε την αιώνια αντήχηση της Καθαρής Παρουσίας.
Η αγάπη είναι ο βούρδουλας του φόβου
Δεν φοβάται. Νιώθει μια απεριόριστη δύναμη να τον πλημμυρίζει. Δεν υπάρχει τίποτα να τον περιορίσει. Νιώθει ότι μπορεί να κάνει τα πάντα! Αψηφά ακόμα και τον θάνατο γιατί η ζωή του είναι γεμάτη.
Όταν όμως δεν αγαπάει...
Φοβάται ακόμα και τα πιο μικρά πράγματα. Ακόμα και οι πιο ασήμαντοι φόβοι του θεριεύουν και αναζητά την ασφάλεια ολοένα και περισσότερο, περιορίζοντας τον εαυτό του και τις δυνατότητες του.
Αν θέλουν κάποιοι επιτήδειοι να περιορίσουν τον άνθρωπο, να τον εκμεταλλευτούν και να κυριαρχήσουν στην ανθρωπότητα ο τρόπος είναι απλός. Τον οδηγούν στον φόβο. Μπορεί να χρησιμοποιούν όμορφα λόγια λέγοντας: «Είμαι εδώ για να σε βοηθήσω και να σου εξασφαλίσω μια καλύτερη ζωή» ταυτόχρονα όμως τον εγκλωβίζουν, με αριστοτεχνικό τρόπο μέσα στα τείχη του φόβου.
Κι όσο περισσότερο ο άνθρωπος φοβάται, κλείνεται και απομονώνεται, αφήνοντας την δυστυχία μέσα του να μεγαλώνει και να τον αποδυναμώνει. Αρχίζει να μην εκτίμα τον εαυτό του, η Αυτο-αγάπη γίνεται άγνωστη λέξη γι' αυτόν, χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του και άγετε και φέρετε όπως του ορίζουν οι «έξυπνοι».
Γίνεται θύμα και σκορπά παραχωρητήρια δύναμης δεξιά και αριστερά, ψάχνοντας κάποιον να βάλει σε τάξη στην ζωή του. Σταματά να κύλα με την ροή της ζωής και αφήνεται χωρίς να το καταλαβαίνει στην ροή του θανάτου.
Οι μεγάλοι μύστες λένε:
Αν θέλεις να αποδυναμώσεις την ανθρωπότητα τότε κράτα τους ανθρώπους χωριστά. Απομάκρυνέ τους…
Καν' τους μοναχικούς και σπείρε τον φόβο. Κι αυτοί, σταδιακά θα κτίσουν την φυλακή τους. Θα μπουν σε μεγάλα κουτιά υψώνοντας γύρω τους τεράστια τείχη. Και όσο αποφεύγουν την αγάπη, όσο αποφεύγουν το άγγιγμα, τόσο ο φόβος θα μεγαλώνει. Θα γίνονται άχρωμοι και σκεπτικοί (όχι σκεπτόμενοι), θα ψάχνουν συνεχώς την ασφάλεια και θα απαρνιούνται την ζωή.
Υπάρχει όμως κάποιος τόσο έξυπνος, τόσο πονηρός, που μπορεί να μας το κάνει αυτό;
ΕΣΥ ΤΙ ΛΕΣ;
Δ. Λιαντίνης: Η ηθική υποκρισία
Όταν σήμερα μιλάμε για υποκρισία, η αναφορά μας γίνεται σε κάτι τόσο αυτονόητο, όσο και ο αέρας που αναπνέουμε. Το συνήθισε το αίμα μας το καυσαέριο.
Όλες οι σκέψεις μας, όλες οι λέξεις και οι πράξεις μας είναι κίβδηλες ως το τελευταίο τους κύτταρο.
Γεννιόμαστε μέσα στην υποκρισία, μεγαλώνουμε μαζί της, τη σπουδάζουμε με ζήλο, τη διδάσκουμε με φανατισμό. Και όταν πεθαίνουμε, την αφήνουμε τρίτη Διαθήκη στα παιδιά μας.
Η υποκρισία μας σκεπάζει, όπως τα περιζώματα τα κρυφά μας μέρη. Μας προστατεύει, όπως η νύχτα τις νυχτερίδες. Μας δυναστεύει και μας βολεύει, όπως οι πάγοι τις πολικές αρκούδες.
Αν ξεφύγουμε λίγο από την προστασία της, κινδυνεύουμε να βρεθούμε είτε κατεργαραίοι του νόμου, είτε αφορεσμένοι από τις εκκλησίες, είτε πελάτες των ψυχιατρείων. Ριντίκολα, σαν τον Θεόφιλο στην Πορταριά. Ή αυτόχειρες, σαν τον Συκουτρή στον Ακροκόρινθο.
Συλλογίζομαι, συνειρμικά, ότι όλη εκείνη η ανθοδέσμη των γοερών θανάτων που συνταιριάζει ο Καρυωτάκης στην ‘Πρέβεζα’, δεν είναι άλλο παρά μια ενδεικτική ονοματολογία της υποκρισίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι βάζει τον νόμο να πηγαίνει χέρι-χέρι με την αγωγή:
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει,
για να ζυγίσει, μια «ελλιπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Τον ίδιο θάνατο σε κύκλους πλατύτερους, όσο πιο πλατύς μπορεί να ‘ναι ο απόηχος που άφησαν στην πανανθρώπινη συνείδηση τα κανόνια της Ευρώπης σε σύγκριση με τα ελληνικά λιανοντούφεκα, περιγράφει και η τεφρή συνείδηση του Έλιοτ:
Αυτοί που ακονίζουν το δόντι του σκύλου, σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που λάμπουν με τη δόξα του τροχίλου, σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που κάθουνται στον στάβλο της ικανοποίησης, σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που υποφέρουν την έκσταση του ζώου, σημαίνοντας
Θάνατο.
Αν μας γεννιέται η απορία ότι την υποκρισία, πανταχού παρούσα τριγύρω μας, δεν τη βλέπουμε πουθενά, είναι, γιατί μας λείπει παντελώς το αντικείμενο της παραβολής και το μέτρο της σύγκρισης.
Όταν δεν υπάρχει γύρω μας τίποτα το αληθινό, πώς να υποψιαστούμε ότι όλα είναι ψεύτικα; Εκείνος που δε βγήκε ποτέ του από το γηροκομείο, είναι φυσικό να μη φαντάζεται ότι στους δρόμους κυκλοφορούν ωραίοι έφηβοι και τρυφερά κορίτσια.
Η κλασσική Ελλάδα που είχε μια σκέψη φωτεινή σαν το άστρο της αυγής δεν έφτασε να διανοηθεί ότι η γη κινείται. Γιατί την ταχύτητα του πλανήτη μας την έπαιρνε για ακινησία, επειδή ζούσε μέσα στην κίνηση. Παρόμοια ακριβώς, την ψευτιά μας την παίρνουμε για αλήθεια, επειδή ζούμε μέσα στην ψευτιά.
Στον μύθο των ελλήνων για τη διπλή μορφή της Ελένης δεν συμβολίζεται μόνο η οντολογική –η πλάνη-, αλλά και η ηθική –η υποκρισία- πλευρά του προβλήματος.
Αν οι έλληνες πολέμησαν δέκα χρόνια για κάτι που δεν υπήρχε εκεί που το ζητούσαν, κάποιος θεός ή ποιητής, τους έβγαλε από την πλάνη τους.
Εμείς όμως οι σύγχρονοι πολυμήχανοι Σίσυφοι –και δεν εννοώ το Σίσυφο τιμωρούμενο στον Άδη, αλλά εκείνον το ζωντανό και τετραπέρατο πανούργο που κατάφερε να ρίξει στα δεσμά ακόμη και τον Θάνατο- τόσους αιώνες τώρα γιατί αγωνιζόμαστε;
Το γεγονός ότι ο οντολογικός απολογισμός του αγώνα μας παίρνει τη συγκεκριμένη μορφή των πυρηνικών όπλων, που τα κυττάζουμε με την απάθεια του ματιού της δαμάλας, πολύ φοβάμαι ότι, από άλλο δρόμο έρχεται να βεβαιώσει τη φριχτή υποψία: πως ενώ νομίζουμε ότι αγωνιζόμαστε για τη ζωή, στην πραγματικότητα κατασκευάζουμε τον μεγάλο μας θάνατο.
Τι λογής στηρίγματα έχουμε να περιμένουμε σήμερα από τα πήλινα πόδια μας; Τι λογής συνεννόηση από τη γλώσσα μας, που βατταρίζει με την πολυφωνία της Βαβέλ; Και ποιες καλές ελπίδες από τη σοφία του νου μας;
Κυττάζουμε προς την αλλοτινή θέση του ανθρώπινου μυαλού, και βλέπουμε μια μυθική λειχήνα. Ένας στιλπνός μηχανισμός ανεβοκατεβαίνει και βουρλίζεται. Με εκατομμύρια καλώδια, και τόνους τρινιτροανισόλη.
Είναι βέβαιο ότι η αγωγή θα υποχρεωθεί, προτού τα είδωλα της υποκρισίας μας μας οδηγήσουν στο Ω, να αρχίσει το έργο της από το Α.
Seneca: Στην πραγματικότητα, η ζωή κάθε άλλο παρά μικρή είναι
Ξοδεύουμε τα χρόνια μας όχι απολαμβάνοντας τη ζωή, αλλά σπαταλώντας την σε προετοιμασίες οι οποίες υποτίθεται πως θα μας επιτρέψουν να τη χαρούμε στο απώτερο μέλλον.
Στην πραγματικότητα, η ζωή κάθε άλλο παρά μικρή είναι˙ σ’ εμάς φαίνεται μικρή, επειδή ένα μεγάλο μέρος της το ξοδεύουμε άσκοπα.
Τη στιγμή που τη σπαταλάμε μεταξύ χλιδής και απερισκεψίας, χωρίς να μας ενδιαφέρει να δημιουργήσουμε κάτι που θα έχει αξία, είναι επόμενο να διαπιστώνουμε κάποια στιγμή πως έφυγε χωρίς καν να έχουμε προλάβει να το συνειδητοποιήσουμε. Το βάσανό μας δεν είναι η μικρή διάρκεια της ζωής μας˙ εμείς την κάνουμε να φαίνεται σύντομη, με την απληστία μας.
Οι ακολασίες μας, τόσο πολύ μας πνίγουν ώστε δε μας επιτρέπουν να σηκώσουμε κεφάλι και να αντικρίσουμε κατάματα την αλήθεια. Είμαστε θύματά τους, βυθισμένοι στο πάθος, ανίκανοι να αναδυθούμε και να ξαναχαρούμε τον καλό εαυτό μας. Και όταν καταφέρουμε να γαληνέψουμε, συνήθως λόγω τυχαίων συγκυριών, υπαναχωρούμε μην μπορώντας να ηρεμήσουμε εντελώς από τα πάθη μας – όπως η ανοιχτή θάλασσα εξακολουθεί να είναι ταραγμένη και αφού έχει κοπάσει ο άνεμος.
Όταν βρίσκομαι σε παρέες όπου υπάρχουν και ηλικιωμένοι, μου αρέσει να απευθύνομαι σε κάποιον από αυτούς και να του λέω:
«Να που έφτασες στα απώτατα όρια της ανθρώπινης ζωής και σε βαραίνουν σχεδόν εκατό χρόνια. Πες μας, λοιπόν, τι συμπέρασμα έβγαλες από τη ζωή σου; Κάνε τον εξής υπολογισμό: αφαίρεσε από την ηλικία σου τον χρόνο που αφιέρωσες σε άλλους – στις ερωμένες σου, σε ένα σημαντικό πρόσωπο, σε έναν πελάτη, σε μια οικογενειακή υποχρέωση με τη σύζυγό σου, για να επιπλήξεις κάποιον υπηρέτη σου, για κάθε είδους κοινωνική υποχρέωση και για τη συμμετοχή σου στα κοινά. Βγάλε, επίσης, τον χρόνο κατά τον οποίον ήσουν άρρωστος, καθώς και όσον χρόνο άφησες να περάσει ανεκμετάλλευτος. Θα δεις ότι έχεις ζήσει πολύ λιγότερα χρόνια από εκείνα που νομίζεις θυμήσου, τώρα, τις ελάχιστες φορές που κατάφερες να μην επιθυμήσεις τίποτα περισσότερο από εκείνο που είχες αποφασίσει αρχικά να επιδιώξεις, τις σπάνιες εκείνες ημέρες που εξελίχθηκαν όπως ακριβώς είχες ευχηθεί, τις στιγμές κατά τις οποίες κατάφερες πραγματικά να αξιοποιήσεις τον εαυτό σου, όταν το πρόσωπό σου ήταν γαλήνιο και το πνεύμα σου ήρεμο. Ανακάλεσε στη μνήμη σου τα έργα που κατάφερες να πραγματοποιήσεις στη διάρκεια αυτής της μακρόχρονης ζωής, τους ανθρώπους που λεηλάτησαν τη ζωή σου, πόσο μικρό φαντάζει το λίγο καλό που απέμεινε από όσα έπραξες, και θα καταλάβεις ότι πεθαίνεις πρόωρα.».
Ζείτε σα να επρόκειτο να ζήσετε για πάντα. Ποτέ δεν αναλογίζεστε πόσο αδύναμοι είσαστε, δεν παρατηρείτε πόσο γρήγορα περνά ο καιρός˙ τον χάνετε σα να είχατε άλλον τόσον και ακόμα περισσότερο.
Δυστυχώς, είναι αναπόφευκτο να περνούν τα καλύτερα χρόνια μας πολύ γρήγορα˙ διότι, ακόμη κι αν η λογική επιδιώκει να επιβραδύνει την πορεία τους, είναι η ίδια η φύση που τα κάνει να προχωρούν ταχύτατα. Εσείς, όμως, δεν το αντιλαμβάνεστε αυτό και δεν προσπαθείτε να διασώσετε κάτι από αυτά τα χρόνια ή να ζήσετε όσο πιο καλά μπορείτε ό,τι από αυτά είναι φευγαλέο˙ αντιθέτως, τα αφήνετε να περάσουν και να φύγουν σα να ήταν κάτι άχρηστο – σα να μπορούσατε να τα ανακτήσετε ανά πάσα στιγμή.
Δεν υπάρχει τίποτα που ν’ απασχολεί λιγότερο τον άνθρωπο από το να μάθει την τέχνη του ζην, όπως επίσης και δεν υπάρχει τίποτα πιο δύσκολο να μάθει. Για τις άλλες τέχνες υπάρχουν παντού αναρίθμητοι δάσκαλοι.
Χρειάζεται να περάσει ολόκληρη η ζωή μας για να μάθουμε πώς να τη ζούμε και, το πιο αξιοπερίεργο από όλα, χρειάζεται να περάσει ολόκληρη η ζωή μας για να μάθουμε πώς να πεθαίνουμε.
Το να ξέρει κάποιος πώς να αξιοποιεί τον χρόνο του, πιστέψτε με, είναι γνώρισμα ανώτερου ανθρώπου˙ δηλαδή, το να μην αφήσει ούτε μια στιγμή να πάει χαμένη. Όσο κι αν διαρκέσει η ζωή του, η ουσιαστική της διάρκεια είναι ο χρόνος που διέθεσε σωστά˙ δηλαδή, ό,τι δεν άφησε ακαλλιέργητο και αναξιοποίητο, ό,τι δεν εκχωρήθηκε στους άλλους, ο χρόνος για τον οποίον θεώρησε πως δεν ανταλλάσσεται με τίποτα στον κόσμο.
Όλοι τους επισπεύδουν τον ρυθμό της ζωής τους, άρρωστοι από προσδοκία για το μέλλον και αηδιασμένοι από το παρόν. Όμως, όποιος διαθέτει όλον του τον καιρό για τον εαυτό του κι έχει υιοθετήσει ένα πρότυπο ανθρώπινης ζωής, δεν εύχεται για το αύριο ούτε και το φοβάται. Διότι, τι θα μπορούσε να τον ευχαριστήσει από όσα μπορεί να του φέρει η επόμενη στιγμή; Όλα όσα τον ενδιαφέρουν, τα γνωρίζει και τα έχει χορτάσει. Ας κανονίσει, λοιπόν, η τύχη πώς θα είναι οι στιγμές που του απομένουν να ζήσει. Στη ζωή του είναι, πλέον, αυτάρκης˙ τι είναι αυτό που θα μπορούσε να του προσθέσει κάτι; Είναι σα να προσπαθείς να ταΐσεις κάποιον ήδη χορτάτο: μπορεί να δεχθεί το φαγητό σου, αλλά δεν μπορείς να ικανοποιήσεις κάποια ανεκπλήρωτη επιθυμία του. Δεν είναι, λοιπόν, τα άσπρα μαλλιά και οι ρυτίδες που θα μας δείξουν ότι κάποιος έχει ζήσει πολύ˙ αυτά, δείχνουν αν κάποιος έχει υπάρξει πολύ.
Περιφρονούμε το πιο πολύτιμο πράγμα, επειδή ξεγελιόμαστε από το ότι ο χρόνος δεν είναι χειροπιαστό υλικό αγαθό˙ δεδομένου ότι δεν μπορούμε να τον δούμε, θεωρούμε πως έχει ευτελή αξία και διατίθεται δωρεάν.
Ενώ όλοι συμφωνούμε ότι πρέπει να χρησιμοποιούμε με σύνεση ό,τι υπάρχει περίπτωση να μας λείψει, δε μας νοιάζει να σπαταλάμε απλόχερα ό,τι είμαστε σίγουροι πως θα το έχουμε άφθονο και στο μέλλον.
Κανείς δεν μπορεί να επαναφέρει τα χρόνια που έχασες και κανένας δεν μπορεί να σου δώσει πίσω τη ζωή σου. Η ηλικία σου θ’ ακολουθήσει τη ροή της όπως ακριβώς ξεκίνησε – χωρίς επιστροφή, χωρίς στάση, αθόρυβα και χωρίς τίποτα να μπορεί να επιβραδύνει την ταχύτητά της. Τίποτα δε θα μπορέσει να επιμηκύνει την πορεία της, είτε έχεις όλη την εξουσία στα χέρια σου είτε είσαι ο τελευταίος υπήκοος˙ μόλις ξεκινήσει, καμία δύναμη δε θα μπορέσει να την κάνει να προχωρεί πιο αργά ή να παρεκκλίνει της πορείας της. Θα συμβεί το εξής: εσύ θα είσαι ο πολυάσχολος, η ζωή θα τρέχει και, κάποια στιγμή, είτε το θέλεις είτε όχι, ο θάνατος θα εμφανιστεί και θα πρέπει να τα αφήσεις όλα και να τον ακολουθήσεις. Δεν υπάρχει πιο ανόητος συλλογισμός από αυτόν που κάνουν ορισμένοι, οι οποίοι υπερηφανεύονται πως έχουν προγραμματίσει κάθε τι στη ζωή τους. Διαθέτουν κάθε στιγμή της ζωής τους για να καταστρώσουν πώς θα ζήσουν καλύτερα στο μέλλον! Καταρτίζουν μακροπρόθεσμα σχέδια διαπράττοντας το μεγαλύτερο σφάλμα: αναβάλλουν τη ζωή τους!
Μία μία οι στιγμές, μία μία οι μέρες, δημιουργούν το παρόν. Όλες οι στιγμές και οι μέρες που παρήλθαν, θα αναδυθούν μόλις το προστάξεις και θα αφεθούν να τις εξετάσεις και να τις επεξεργαστείς. Όμως, αυτό είναι κάτι που δεν μπορούν να κάνουν οι πολυάσχολοι, διότι η περιπλάνηση σε οποιαδήποτε περίοδο της ζωής προϋποθέτει μια ήσυχη και σίγουρη συνείδηση. Αντιθέτως, τα πολυάσχολα πνεύματα, δεν μπορούν να στραφούν και να κοιτάξουν προς τα πίσω. Συνεπώς, η ζωή τους θα χαθεί σε μιαν άβυσσο. Και, όπως είναι μάταιη σπατάλη ν’ αδειάζεις ένα υγρό όταν δεν έχεις βάλει ένα δοχείο από κάτω για να το μαζέψει, κατά τον ίδιο τρόπο, ελάχιστη αξία έχει ο χρόνος που έχουμε υπάρξει – όταν δεν μπορεί να απομνημονευθεί και χύνεται στο κενό από τις ρημαγμένες και διάτρητες ψυχές. Τόσο σύντομη είναι η διάρκεια του παρόντος, ώστε για ορισμένους δεν υπάρχει παρόν˙ η πορεία του είναι ατέρμονη, κυλάει βιαστικά και, μόλις φτάσει στο τέλος, σταματάει να υπάρχει.
Μόνο αυτοί που αφιερώνονται στο πνεύμα είναι ευτυχείς, μόνο αυτοί ζουν πραγματικά. Δεν περιορίζονται μονάχα στο να αντλούν χρήσιμη εμπειρία από τον χρόνο που έχει διαρκέσει η δική τους ζωή, αλλά προσθέτουν σ’ αυτόν την εμπειρία του χρόνου που έχει προϋπάρξει.
Αυτοί που ξεχνούν το παρελθόν τους, παραμελούν το παρόν τους, φοβούνται το μέλλον και διάγουν βίο πολύ βραχύ και βασανισμένο. Και όταν φτάσει η στερνή στιγμή, αυτοί οι δυστυχείς καταλαβαίνουν, αν και είναι πλέον πολύ αργά, ότι όσον καιρό πίστευαν πως ήσαν απασχολημένοι, στην πραγματικότητα δεν έκαναν τίποτα. Και, όταν επικαλούνται τον χάρο να έλθει να τους πάρει, διακηρύσσοντας πως βαρέθηκαν να ζουν, μην πλανευτείς και πιστέψεις ότι θεωρούν πως έζησαν πολύ. Απλώς, η ανοησία τους βασανίζει με αβάσταχτες ανασφάλειες οι οποίες τους ωθούν σε ό,τι φοβούνται˙ εύχονται συχνά τον θάνατο, ακριβώς επειδή τους τρομάζει. Επίσης, όταν λένε πως η μέρα τους φαίνεται ατελείωτη και παραπονιούνται πως δεν περνά η ώρα μέχρι να βραδιάσει και να πάνε να δειπνήσουν, μη φανταστείς ότι έζησαν τόσο που βαρέθηκαν τη ζωή τους˙ πράγματι, μόλις οι ασχολίες τους εκλείψουν και αφεθούν στην απραξία, αισθάνονται αμήχανα μη ξέροντας πώς να περάσουν τον ελεύθερο χρόνο τους. Κάτι βρίσκουν να κάνουν, αλλά όλον τον υπόλοιπο χρόνο πλήττουν. Έτσι, εύχονται τη γρήγορη πάροδο αυτών των μεταβατικών ημερών, όπως ακριβώς συμβαίνει όταν έχει ανακοινωθεί η ημερομηνία για κάποια μονομαχία ή όταν περιμένουν τη μέρα για κάποιο άλλο θέαμα ή διασκέδαση.
Ιδού, λοιπόν, η ζωή εκείνων που με μεγάλο κόπο κατακτούν πράγματα και ακόμη πιο κοπιαστικά τα διατηρούν. Φτάνουν στον στόχο τους μοχθώντας και προσκολλώνται με αγωνία στο απόκτημά τους. Το μεσοδιάστημα, το οποίο δε θα σταματήσει ποτέ να μεγαλώνει, δεν το υπολογίζουν. Νέες ασχολίες αντικαθιστούν τις παλιές, η ελπίδα διεγείρει την ελπίδα, η φιλοδοξία συντηρεί τη φιλοδοξία. Δεν αποζητούμε το τέλος της δυστυχίας μας, παρά μόνο αλλάζουμε την πηγή της.
Ποτέ δε θα εκλείψουν οι λόγοι για ευτυχία ή δυστυχία˙ η ζωή θα διακλαδίζεται μέσα από τις ασχολίες και δε θα υπάρξει ποτέ ανάπαυλα, παρά μονάχα στα όνειρά μας.
Όσοι ενδιαφέρονται να γοητεύουν και να γοητεύονται, όσο ο ένας ενοχλεί τον άλλον, αμοιβαία δυστυχούν και η ζωή τους παραμένει χωρίς άρωμα, χωρίς ικανοποίηση και χωρίς καμία ηθική πρόοδο. Παραβλέπουν τον θάνατο, συντηρούν μακρινές ελπίδες, μερικοί προετοιμάζονται για πράγματα που βρίσκονται πέρα από τη ζωή: τάφοι επιβλητικών διαστάσεων και αφιερώσεις σε δημόσια μνημεία, παιχνίδια γύρω από την επικήδεια πυρά κι εξεζητημένες εκφορές. Έχουν ζήσει, πράγματι, τόσο λίγο
Δε σε προτρέπω σε μια στείρα και απαθή ανάπαυλα, ούτε να βυθίσεις στον ύπνο και στις διασκεδάσεις ό,τι ζωτικό υπάρχει μέσα σου. Αυτό δεν είναι ανάπαυλα˙ θα ανακαλύψεις στόχους πιο ευρείς από όλους εκείνους στους οποίους αφιέρωσες την ενεργητικότητά σου, στόχους που θα μπορέσεις να εκπληρώσεις στην απομόνωση και στην ηρεμία.
Τώρα, όσο το αίμα σου είναι ακόμα ζεστό, το σφρίγος πρέπει να σε κατευθύνει προς ό,τι καλύτερο υπάρχει σ’ αυτόν τον κόσμο. Σε αυτό το είδος ζωής σε περιμένει η αγάπη, μπορείς να κάνεις πράξη την αρετή και να ξεχνάς τα πάθη, έχεις τη δυνατότητα να αποκτήσεις συναίσθηση της ζωής και του θανάτου – με απώτερο σκοπό την απόλυτη γαλήνη της ψυχής.
Lucius Annaeus Seneca, «Ad Paulinum, de brevitate vitae» («Προς Παυλίνο, περί βραχύτητας του βίου»)
Η Κοκκινοσκουφίτσα, αποσυμβολισμός
Η Κοκκινοσκουφίτσα θα μπορούσε να συμβολίζει την ψυχή η οποία δεν έχει συνείδηση της αθάνατης Θεϊκής της προέλευσης (κόκκινο σκουφί). Η γιαγιά της, αντιπροσωπεύει την αρχαία σοφία, η οποία κινδυνεύει να χαθεί. Η Κοκκινοσκουφίτσα αναζητά την σοφία, αλλά δεν είναι ακόμη ώριμη ώστε να την προσεγγίσει.
Οι πλάνες και οι σκοτεινές δυνάμεις των παθών και της ύλης, οι οποίες αντιπροσωπεύονται από τον κακό λύκο, την απειλούν και την αποπροσανατολίζουν. Όταν η Κοκκινοσκουφίτσα φτάνει στο σπίτι της γιαγιάς της, δεν αναγνωρίζει τον κακό λύκο ο οποίος έχει μεταμφιεστεί στην γιαγιά της, παρότι το μικρό κορίτσι αντιλαμβάνεται τη ζωική φύση του λύκου.
Κατά συνέπεια, ο λύκος μετά την γιαγιά της, καταβροχθίζει και την ίδια. Η ψυχή χάνεται, νικιέται από τις δυνάμεις του κακού. Η στιγμή αυτή αντιπροσωπεύει την περίοδο των μυητικών δοκιμασιών, την στιγμή κύησης και αναγέννησης σε μία νέα ζωή. Το πέρασμα από την νεανική ηλικία σε ενήλικα, και σε μία πνευματικότερη ζωή. Ένας συμβολικός θάνατος, ο οποίος μας θυμίζει το ρητό: «Αν πεθάνεις πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις όταν πεθάνεις...».
Η κοκκινοσκουφίτσα συμβολίζει την ανώριμη ηλικιακά αλλά και πνευματικά, κατώτερη φύση του ανθρώπου η οποία πρέπει να πεθάνει συμβολικά, ώστε να αναγεννηθεί, ώστε μας μεταμορφώσει συνειδησιακά...!
Ο κυνηγός στην ιστορία συμβολίζει τον φύλακα της γνώσης. Έρχεται ως αρωγός αλλά και καταλυτικός παράγοντας, για να σώσει την Κοκκινοσκουφίτσα και την γιαγιά της. Το μαχαίρι που χρησιμοποιεί ο κυνηγός για να ανοίξει την κοιλιά του λύκου, και να ελευθερώσει την νεαρή κοπέλα και την γιαγιά της, είναι σύμβολο της αφυπνισμένης συνείδησης. Οι δυνάμεις του κακού καταστρέφονται. Η ψυχή έχει αντιληφθεί τις παγίδες του υλικού κόσμου, έχει διαβεί την ατραπό, και «αναγεννιέται»...!
Και έζησαν αυτοί καλά, και εμείς καλύτερα.
Ευρώπη και Δίας η μύηση πίσω από τον μύθο
Η Ευρώπη βρίσκεται στην όχθη και μαζεύει νάρκισσους. Το άνθος δηλώνει την προσκόλληση της μορφής στο είδωλο: η ύλη που λατρεύει το φαίνεσθαι και ξεχνά την πηγή της. Η επίγνωση αυτής της πλάνης είναι η πρώτη δοκιμασία της μύησης.
Ο λευκός ταύρος με τα χρυσά κέρατα είναι σύμβολο της πνευματικής ενέργειας που, κατέρχόμενη, γονιμοποιεί την ύλη· λειτουργεί ως δίαυλος των ανώτερων πεδίων. Το λευκό δεν είναι απλώς χρώμα αγνότητας και Ένωσης· δηλώνει τη φωτεινή ένθεση, το πέρασμα από το υπέρβατο στο παρόν. Τα χρυσά κέρατα είναι δίαυλοι — όχι όπλα — μέσα από τους οποίους το ουράνιο αποτυπώνεται και μετασχηματίζεται στην ύλη.
Η απαγωγή τελείται ως τελετουργική πράξη: το πέρασμα πάνω από τη θάλασσα γίνεται κατώφλι. Ο ταύρος μυεί την νέα ψυχή και την εισάγει σε άλλο πεδίο ύπαρξης. Την μεταφέρει στην Κρήτη, στο Ιδαίο Άντρο. Εκεί μένουν τρεις ημέρες· ο αριθμός τρία είναι ιερός και λειτουργεί ως σχήμα μύησης: κάθαρσις, θάνατος της εικόνας, ανάπλαση. Οι τρεις ημέρες είναι χρόνος απομόνωσης και εργασίας· σκοτάδι, σιωπή και δοκιμασία.
Από την ένωση γεννιούνται τρία αγόρια — και πάλι εμφανίζεται ο ιερός αριθμός. Η παράδοση αναγνωρίζει σε αυτά τους μελλοντικούς κριτές του κάτω κόσμου: Μίνωας, Ραδαμάνθυς και Σαρπηδών. Η τριάδα λειτουργεί ως θεσμός κρίσης· γέννηση, κρίση και ανάσταση συνδέονται σε μια ενιαία σειρά.
Στην Μινωική Κρήτη της μητριαρχίας, η πρώτη θεότητα που λατρεύεται είναι η Μεγάλη Μήτηρα — η θεά των όφεων. Η λατρεία της στη μητριαρχία προηγείται της οργάνωσης που αργότερα εκφράζεται στο πάνθεον του Ολύμπου. Στο νησί η μήτρα του κόσμου λαμβάνει πρόσωπο και όνομα: η Μεγάλη Μήτηρ. Αυτή φυλάσσει τους κύκλους της γέννησης, του ονείρου και της μνήμης.
Τα κέρατά της συνδέονται με τη Σελήνη: κύκλοι, επαναλήψεις και ρυθμοί που καθορίζουν τους καιρούς και τις εποχές της ζωής. Στην τελετή τα κέρατα μετασχηματίζονται σε όργανα επικοινωνίας μεταξύ γης και ουρανού· δείκτες που υποδεικνύουν πότε η ύλη μπορεί να δεχθεί το θείο.
Η Ευρώπη, στο κέντρο της πράξης, δεν είναι παθητικό θύμα. Είναι ιέρεια και ταυτόχρονα μύστης· δέχεται, εργάζεται και αναγεννιέται. Η απώλεια της πρώιμης ταυτότητας δεν είναι καταστροφή αλλά προαπαιτούμενο: ό,τι θυσιάζεται ως εικόνα γίνεται σπέρμα νέας τάξης.
Η ονοματοδοσία της Ηπείρου προς τιμήν της παρθένου εγγράφει την εμπειρία αυτή στον χώρο· ο μύθος γίνεται χάρτης, η μύησις γίνεται τόπος.
Ακόμα και στους κλασικούς χρόνους, τα κέρατα της αγελάδας συνδέονται με τη Σελήνη και τη μητριαρχία. Είναι σημεία κύκλου και επαναλήψεων, φορείς γονιμότητας, δείκτες εποχών και ρυθμών. Ενώνουν τον ουρανό με τη γη, την παλινδρόμηση των παθών με τον ρυθμό της μήτρας.
Στις Μινωικές τελετές τα κέρατα μετουσιώνονται σε ιερά σχήματα επικοινωνίας με το υπερβατικό. Γι’ αυτόν τον λόγο, αργότερα ο Άμμων-Δίας, ο Πάνας αλλά και ο Μέγας Αλέξανδρος εμφανίζονται ως κερασφόροι.
Η σπηλιά του Ιδαίου Άντρου στην Κρήτη λειτουργεί ως μήτρα ύπαρξης γέννησης αλλά και αναγέννησης: εδώ το θηλυκό στοιχείο γονιμοποιείται από την αρσενική δύναμη και μετασχηματίζεται σε νέο σχήμα ύπαρξης. Η Ευρώπη δεν είναι παθητικό θύμα· είναι ιέρεια δόκιμος μύστης που δέχεται, εργάζεται και αναγεννάται.
Η ονοματοδοσία της Ηπείρου προς τιμήν της παρθένου αποτελεί τελετή αιώνιας μνήμης· η γη εγγράφει την εμπειρία της μύησης στο χώρο. Ο μύθος γίνεται αλληγορία· η απαγωγή μετατρέπεται σε νόμο πολιτισμού που δηλώνει πως η πνευματοποίηση της ύλης περνάει μέσα από απώλεια, κάθαρση της εικόνας και νέα γέννηση.
Ο μύθος λειτουργεί ως οδηγός μύησης: η κάθοδος στην ύλη είναι εργασία, οι δοκιμασίες είναι μαθήματα, και οι αριθμοί — τρία, η τριάδα των τέκνων, οι τρεις ημέρες — είναι δείκτες προόδου.
Κάθε ψυχή πρέπει να διέλθει από την απώλεια προς τη γνώση, από το είδωλο προς την ουσία και από το ιδιωτικό βίωμα προς τη συλλογική τάξη.
Η τελική λειτουργία είναι απλή και αναγκαία: να κατοικήσει η ψυχή το σώμα χωρίς να λησμονήσει την ουράνια της ρίζα, ώστε η ύλη να γίνει φορέας νόησης και φωτός.
Ο μύθος, ως αιώνια ενθύμηση αποτυπωμένη και εδραιωμένη στο όνομα της Ηπείρου, λειτουργεί ως υπενθύμιση στον χρόνο: η ύλη γίνεται φορέας φωτός όταν η ψυχή έχει μάθει να κατοικεί το σώμα χωρίς να λησμονεί την ουράνια ρίζα της.
Η λάθος αντίληψη για τους Κύκλωπες
Όλοι γνωρίζουμε ότι οι Kύκλωπες γιοί του Ποσειδώνα ήταν με ένα μάτι, πράγμα που αναφέρεται στην Θεογονία του Ησίοδου.
Ο Οδυσσέας συνάντησε στο ταξίδι του έναν Κύκλωπα, τον γνωστό σε όλους Πολύφημο.
Η εικόνα που έχουμε γι αυτόν είναι ότι είναι ένας Κύκλωπας σαν αυτούς που περιγράφει ο Ησίοδος στην Θεογονία με ένα μάτι στο μέτωπο, είναι όμως έτσι; για να εξετάσουμε…
Όμηρος, Ραψωδία Ι στ. 382-386
“οι μεν μοχλον ελοντες ελαινον,οξυν επ ακρω οφθαλμω ενερεισαν. Εγώ δ εφυπερθεν ερεισθεις δινεον, ως ότε τις τρυπα δορυ νηιον ανηρ τρυπανω, οι δε τ ενερθεν υποσσειουσιν ιμαντι αψαμενοι εκατερθεν”
Δηλ: “του βγάλαμε το μάτι με το καυτό μυτερό κοντάρι. Εγώ πιάνοντας απο ψηλά τ στριφογύριζα όπως όταν τρυπάμε καραβίσιο ξύλο με τρυπάνι, που με ιμάντα γυρίζουν χειροκίνητα οι άλλοι”
Ο Όμηρος εδώ περιγράφει την γνωστή σκηνή, η λεπτομέρεια όμως είναι ότι λέει “το μάτι”, δεν λέει “το μοναδικό μάτι”…
Αν αυτό δεν φτάνει παρακάτω ο Όμηρος αναφέρει τα εξής:
“πάντα δε οι βλεφαρ αμφι και οφρυας ευσεν αυτμη γληνης καιομενης σφαραγευντο δε οι πυρι ριζαι” κτλ
Δηλ “και όλα τα βλέφαρα γύρω και τα φρύδια τσουρούφλισε ο ατμός καθως η γλήνα καιγοταν και έσκασαν απο την φωτιά οι ρίζες του”
Εδώ ο Όμηρος μιλάει για βλέφαρα και απο τις δυο πλευρές αλλά κυρίως για δύο φρύδια, “οφρυας” είναι τα φρύδια σε πληθυντικό αριθμό, και επειδή δεν γίνεται να έχει ένα μάτι δυο φρύδια μάλλον ο Πολύφημος είχε δυο μάτια…
Αν οι συγκεκριμένοι Κύκλωπες δεν ήταν ίδιοι με τους Κυκλωπες της Θεογονίας του Ησίοδου με το ένα μάτι στο μέτωπο ποιοι μπορεί να ήταν και γιατί να είχαν το ίδιο όνομα;
Μήπως δεν ήταν ίδιοι με αυτούς της Θεογονίας αλλά ονομάστηκαν έτσι διότι επόπτευαν κυκλικά μια περιοχή; (κυκλ-ωψ)
Ο ΣΤΩΙΚΟΣ «ΣΟΦΟΣ»
Η νέα πολιτική κατάσταση σε ορισμένες περιπτώσεις επέδρασε με έναν μη εύσχημο τρόπο πάνω στα παραδοσιακά πολιτικά νομιζόμενα των Ελλήνων. Η παρουσίαση της Ελευθερίας σαν οικειοθελής παροχή του ηγεμόνα προς τους υπηκόους, ήταν εξωφρενικό να υποστηρίζεται στον ελληνικό κόσμο και αποτέλεσε ένα εξ’ ολοκλήρου ξένο σώμα στην καθιερωμένη ελληνική αντίληψη περί της Ελευθερίας. Η νέα αυτή εποχή θα καταργήσει ή θα υπονομεύσει τη βουληφόρο αγορά, σαν τον ενδιάμεσο θεσμό ανάμεσα στον πολίτη και την εξουσία, και οι σχέσεις εξουσίας θα καθοριστούν δίχως την παρεμβολή ενεργών θεσμών που θα «φιλτράρουν» τις τυχόν εκατέρωθεν εκτροπές. Πλέον ο ηγεμόνας εξουσιάζει κατευθείαν τον υπήκοο.
Μαζί με τη βουλή όμως καταργείται και η οργανικότητα της πόλεως και η κοινωνική πίεση που άρχισε να αυξάνεται λόγω αυτής της κατάργησης, βρίσκει διέξοδο στη Φιλοσοφία! Η κοινωνική πίεση που επέφερε η βασιλεία της ετερονομίας πάνω στα ελληνικά πράγματα μπορεί ν΄αποτιμηθεί από τη δημιουργία αυτής της περιόδου, πέντε νέων φιλοσοφικών ρευμάτων. Ο Ζήνων το 310-313π.α.χ.χ. ιδρύει τον Στωικισμό κάτω από την Ποικίλη Στοά των Αθηνών, ο Επίκουρος το 307π.α.χ.χ. ιδιωτεύει μακριά από τα κοινά στον «Κήπο» του, ο Αντισθένης περίπου το 300π.α.χ.χ. διδάσκει την «Κυνική» φιλοσοφία στους δρόμους της Αθήνας, ο Πύρρων (365-275π.α.χ.χ.) σκαρώνει χωρίς αμφιβολία του «Σκεπτικούς», ο Αρίστιππος 435-355π.α.χ.χ. δηλώνει αχαλίνωτος «ηδονοθήρας», μελετώντας σε αυλές τυράννων τις δυνατότητες της ηδονιστικής φιλοσοφίας του.
Ο στωικισμός λοιπόν που γεννιέται ως αντίλογος στην πολιτική ετερονομία της εποχής του, θα αποτελέσει έναν χρηστικό οδηγό πνευματικής επιβίωσης του ατόμου, το οποίο καλείται να αντιμετωπίσει την απουσία κοινοτικής οργανικότητας και ταυτόχρονα να παραμείνει ελεύθερο μέσα σε ένα δυσμενές περιβάλλον. Μέχρι τότε η θέσμιση του νόμου ήταν στην ευθύνη της Πόλεως, και δικαίως οι πολίτες υφίσταντο τις συνέπειες των νόμων που ψήφιζαν, σε αυτή τη νέα εποχή τουλάχιστον για τα πολιτικά ήθη της Ελλάδος, ο νόμος υπαγορεύονταν από τον ηγεμόνα προς τους υπηκόους, και αυτό τον καθιστούσε ως μη ανταποκρινόμενο προς το κριτήριο της δικαιοσύνης. Καθώς ο ηγεμόνας μπορούσε να νομοθετεί με μοναδικό γνώμονα το προσωπικό του συμφέρον. Έτσι η αντινομία ανάμεσα στο φυσικό και το θετό δίκαιο, ανάμεσα στη Φύση και το Νόμο, επανέρχεται για να ταλανίσει και τον στωικισμό. Ο στωικισμός στη θέση της καταργηθείσας βουλής η οποία θα δύνατο να αντιπαρατεθεί στον ηγεμόνα, επιλέγει να σταθεί στο πλευρό της αυτοθέσμισης, επιλέγει το φυσικό δίκαιο, ανάμεσα στο Νόμο και τη Φύση, επιλέγει το «κατά φύσιν ζην». Σε μια Φύση στην οποία θα αποδώσει στους αιώνες της πνευματικής του ακμής όλα εκείνα να στοιχεία που θα της αναγνωρίσουν την φιλοσοφική της διάσταση, ώστε να γίνει πραγματική γνώση και διδάξιμη Αρετή. Η φιλοσοφική ατραπός του στωικισμού που θα ασκεί επίδραση έως τις μέρες μας, ήρθε στο «φαίνεσθαι» από τον Ζήνωνα τον Κυτιέα το 310 περίπου π.α.χ.χ., κάτω από την Ποικίλη Στοά των Αθηνών.
Αξίζει να χαρίσουμε μία παρέκβαση στην αντίδραση της ελληνικής κοσμοαντίληψης απέναντι στην πολιτική ετερονομία, καθώς αποτέλεσε μία ανάδυση της εγγενούς λογικής από τον βαθύ πυρήνα της στοχαστικής της δυνάμεως.
Η κάθε κοσμοαντίληψη διέπεται από μια ορισμένη «εγγενή λογική» η οποία φτιάχνει και το κοσμοείδωλο αυτού που αποκαλούμε «Όντος Ον». Με τη σειρά της αυτή η «εγγενής λογική» κωδικοποιείται σε γλώσσα μέσω της μυθολογικής αφήγησης που εξιστορεί η θρησκεία στοχαζόμενη την οντολογία του Είναι. Όταν η κοσμοαντίληψη εξωτερικευτεί και πραγματωθεί σε κοινωνίες, πολιτισμό, και Έθνη δημιουργεί ταυτόχρονα και σχέσεις, δομές, πρότυπα, κλίμακες αξιών. Όλες αυτές οι κατασκευές όμως φέρουν εντός τους όλα εκείνα τα δομικά στοιχεία που προϋπήρξαν μέσα στο σύμπαν σημασιών και αποτιμήσεων της κάθε συγκεκριμένης κοσμοαντίληψης. Έχουν δε εγγραφεί στο συλλογικό φαντασιακό των ανθρώπων και ανακαλούνται όταν οι κοινωνίες ή/και τα άτομα υποχρεώνονται από την Ανάγκη να δημιουργήσουν θεσμούς, ιεραρχήσεις, σχέσεις. Το ζήτημα του μετασχηματισμού της κοινωνίας λοιπόν δεν είναι ούτε πολιτικό, ούτε οικονομικό, ούτε ταξικό, αλλά είναι βαθύτατα οντολογικό.
Όταν οι κοσμοαντιλήψεις είναι διαφορετικές επόμενο είναι να δημιουργήσουν και διαφορετικά εθνικά, θρησκευτικά, αξιακά αφηγήματα, και εν τέλει διαφορετικές κοινωνίες. Η κοσμοθέαση του μονοθεϊσμού αντλεί από τα δομικά στοιχεία της αυταρχίας, της υποταγής και της ανελευθερίας και φτιάχνει τις ανάλογες κοινωνίες και τους ανάλογους τύπους ανθρώπου. Αντίθετα η κοσμοαντίληψη του πολυθεϊσμού, μέσα από την οποία «έβλεπαν» και οι διδάσκαλοι του στωικισμού, αντλεί δομικά στοιχεία από την Ελευθερία, την Ευθύνη, τη Δικαιοσύνη, τον Λόγο, και δημιουργεί, δίχως να είναι αυτός ο σκοπό της και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, Φιλοσοφία, Θέατρο, Ποίηση, Ανδρεία, Αυτοθέσμιση, Ανθρωπισμό. Δεν θα ήταν παράτολμο λοιπόν να συμπεράνουμε ότι η πίεση που άσκησε η πολιτική ετερονομία πάνω στον ελληνικό τρόπο σκέψης γέννησαν τη φιλοσοφική σχολή του στωικισμού, στα διδάγματα του οποίου θεμελιώθηκε η έννοια του Ανθρωπισμού.
Για τον Στωικισμό το εκδηλωμένο κομμάτι του Όντως Όντος κυριαρχείται με θαυμαστή αρμονία από ένα ζεύγος αντιθέτων, το «ποιούν» και το «πάσχον» με το πρώτο να είναι η ενεργητική αρχή ο « Θείος Λόγος», και το δεύτερο η παθητική «Ύλη». Η δε Ειμαρμένη εποπτεύει αυτό το ζεύγος αντιθέτων, ως την Ανάγκη για να συνεχίσει ο Κόσμος να Είναι. Μέσα σε αυτά τα όρια ο Στωικισμός δείχνει τον δρόμο στον άνθρωπο, έναν δρόμο άτεγκτης Αρετής, να ξεφύγει από τη φαυλότητα και να γίνει Σοφός. Αντίθετα από το αναμενόμενο ο Στωικισμός υποστηρίζει ότι ο Σοφός ούτε έχει υπάρξει, αλλά ούτε και θα υπάρξει! Μια παραδοξότητα που φαίνεται να αναιρεί ακόμα και την ύπαρξη της ίδιας της φιλοσοφικής σχολής, καθώς οι ίδιοι οι σχολάρχες της υποστηρίζουν ότι όχι μόνο οι μαθητές αλλά και οι ίδιοι δεν έχουν καταφέρει αυτό στο οποίο ασκούνται! Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Ο «Σοφός» τίθεται ως το υψηλότερο πρότυπο που μπορεί να κατακτήσει ένας θνητός, στην ουσία πρόκειται για μια πορεία προς το Αγαθό χωρίς τέλος, καθώς όσο πλησιάζει ο Σοφός τόσο επιφαίνονται και νέες πνευματικές δυνατότητες που τον φέρουν ακόμα πιο κοντά στο Αγαθό. Αλλά πάντα θα έχει μια μικρότερη κάθε φορά απόσταση να διανύσει, μέσα σε έναν αέναο κύκλο διεύρυνσης της ανθρώπινης συνείδησης.
Ο κύριος σκοπός του Στωικισμού είναι η «Εύροια Βίου», η γαλήνια ψυχική κατάσταση απέναντι σε κάθε τι που μπορεί να συμβεί, όσο «άσχημο» κι αν είναι αυτό για τις ιεραρχήσεις των ανθρώπων. Ο δρόμος προς αυτή τη γαλήνια ψυχική κατάσταση περνά υποχρεωτικά από αυτό που οι στωικοί όρισαν ως «Απάθεια». Μια εξίσου παρεξηγημένη έννοια του Στωικισμού που διαστρεβλώθηκε σαν τάχα ξερίζωμα της ανθρώπινης υπόστασης. Για τους στωικούς το «Πάθος» ορίζεται ως η άλογη κίνηση της ψυχής προς την άμετρη εκπλήρωση των ορμών, των επιθυμιών και των ενστίκτων. Ο «Σοφός» του στωικισμού ασκείται στην «Απάθεια» περνώντας από διαδοχικές κρησάρες του κριτηρίου της Αληθείας, αυτές τις άλογες κινήσεις της ψυχής, και τις μετατρέπει σε εκλογικευμένη βούληση. Ωστόσο τα «Πάθη» είναι σύμφυτα με την ανθρώπινη ύπαρξη και ο στωικός «Σοφός» δεν τα αρνείται, δεν τα καταπιέζει, τα εκλογικεύει και τα αφήνει να εκπληρωθούν μόνο όσο είναι ανάγκη για να χορτάσει την πείνα του, δεν επιτρέπει στον εαυτό του ούτε το ελάχιστο παραπάνω.
Ο στωικός «Σοφός» δεν είναι μάρτυρας που αναζητά βασανιστήρια για να κατακτήσει μια δήθεν αγιότητα. Δεν είναι αναίσθητος στον πόνο του διπλανού του, συμπονάει, αλλά δεν αφήνει αυτό τον πόνο να το παρασύρει και να τον κυριεύσει. Η βοήθεια που προσφέρει δεν τον υποδουλώνει στον ίδιο ζυγό του βασάνου και της δυστυχίας, αλλά εξασκεί τον συνάνθρωπο του ν’ αντιμετωπίζει μόνος του τα βάρη, αυτά που τον οδηγούν μακριά από το πρότυπο του «Σοφού», και κατ’ επέκταση μακρύτερα της «Ευδαιμονίας». Για τον «Σοφό» δεν υπάρχει ελπίδα ούτε στο εδώ, ούτε στο επέκεινα και κυρίως δεν υπάρχει πουθενά, πέραν της δικής μας ευθύνης. Ο Στωικισμός ασκεί τον Άνθρωπο να στέκει όρθιος και όχι ορθούμενος, και εμείς είμαστε οι μοναδικοί υπεύθυνοι για να το κατορθώσουμε αυτό. Το πρότυπο του στωικού «Σοφού» συνεισφέρει στην πορεία του «Ηγεμονικού» μέρους της ψυχής προς το Αγαθό, το Αληθές, το Αιώνιο, προς τον Λόγο του σύμπαντος, αποσπασμένο κομμάτι του οποίου αποτελεί και το αθάνατο μέρος της Ψυχής.
Ο «Σοφός» τοποθετείται στην υψηλότερη ανθρώπινη βαθμίδα, ψηλότερα και από τον βασιλέα, φίλος των Θεών και όμοιός τους. Στο μόνο σημείο που διαφέρει από τους Θεούς βρίσκεται στην αγαθοποιό δύναμη και στη θνητότητα. Ο «Σοφός» έχει κατανικήσει τα πάθη και με οδηγό το Ηγεμονικό, τον θεϊκό Λόγο της Δικαιοσύνης να τον καθοδηγεί, πορεύεται προς την ομοίωση με τους Θεούς, οιονεί νεκρός αναμένει να διαβεί από την άλλη πλευρά, δίχως τρόμο μπροστά στον σωματικό θάνατο, χωρίς αγωνία για μεταθανάτιες κρίσεις και τιμωρίες. Όταν διαβεί και αυτό το έσχατο για τα θνητά, κατώφλι, το Ηγεμονικό του «Σοφού» επανενώνεται με το όλο, την κοσμική Ψυχή, τον Αιώνιο Λόγο. Ο στωικός «Σοφός» δεν εμφορείται από προσωπικό όφελος, προσφέρει στον Κόσμο και τους συνανθρώπους του αυτό που έχει κατορθώσει με τον εαυτό του. Αναμένει να δει τη στιγμή της εκπύρωσης του σύμπαντος όταν όλη η Ύλη μετατραπεί σε Θείο Λόγο, και ο Κόσμος αναδυθεί αφ’ εαυτού και επανακοσμήσει με Σοφία το Είναι ως Κόσμημα που τον χαίρονται Θεοί και Άνθρωποι, ως λογική σχέση των πρώτων αιτιών που απαιτεί εξίσου λογική σύλληψη για να κατανοηθεί.
Εμείς υπάρχουμε ως είδος διότι συναντιούνται η Αιωνιότητα με τον Χρόνο, πλέουμε μέσα σε αυτό τον ωκεανό του Είναι και η προσωπική μας πορεία είναι ήδη προδιαγεγραμμένη από την Ειμαρμένη, η μόνη επιλογή που έχουμε είναι να διαλέξουμε ανάμεσα στο φαύλο και τον «Σοφό» του στωικισμού. Η μοναδική μας επιλογή είναι και η μοναδική μας ευθύνη, το αν θα επιλέξουμε να ζήσουμε κατά Φύση ή όχι, θα καθορίσει και το αν θα φιλοσοφήσουμε ή θα προσκυνήσουμε.
Επιστροφή στις ρίζες
Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, έχουμε αποτραβηχτεί από όλα αυτά. Δεν πατάμε πλέον στην Μητέρα Γη, όπως ο Ανταίος. Ο σημερινός τρόπος ζωής, το εύκολο χρήμα και οι συγκέντρωση των ανθρώπων στα μεγάλα αστικά κέντρα, μας έχει “σηκώσει στον αέρα” όπως ο Ηρακλής σήκωσε τον Ανταίο. Ελπίζω μόνο, να μην έχουμε το ίδιο αποτέλεσμα.
Ο Ηρακλής πηγαίνοντας για τα βόδια του Γηρυόνη πέρασε από τη Λιβύη. Κοντά στη λίμνηΤριτωνίδα βασίλευε ο Ανταίος, γιος του Ποσειδώνα και της Γης. Ήταν ένα γίγαντας εξήντα πήχεις ψηλός. Είχε τεράστια δύναμη που φαινόταν να μην τον εγκαταλείπει ποτέ, γιατί όσο πατούσε τη μητέρα του τη Γη έπαιρνε δυνάμει Ήταν όμως άγριος βασιλιάς και διψασμένος για αίμα. Μόλις κανένας ξένος ερχόταν στη χώρα του τον προκαλούσε σε πάλη και τον σκότωνε. Τα κρανία των σκοτωμένων τα μάζευε για να χτίσει με αυτά ένα ναό στον πατέρα του.
Όταν ο Ηρακλής έφτασε στην πόλη του Ανταίου θέλησε να τον συναντήσει και να αναμετρηθεί μαζί του. Ο Ανταίος δέχτηκε πρόθυμα να παλέψει με τον Ηρακλή γιατί ήταν σίγουρος για τη νίκη του.
Ο Ηρακλής δεν ήταν εύκολο θύμα για τον Ανταίο, μα και ο Ανταίος δεν μπορούσε να νικηθεί όσο πατούσε στη Γη και έπαιρνε συνεχώς καινούριες δυνάμεις. Γι’ αυτό και ο Ηρακλής έπρεπε με κάθε τρόπο να διακόψει την επαφή του με τη Γη. Τον έπιασε λοιπόν στα μπράτσα του και το σήκωσε ψηλά στον αέρα. Εκείνη τη στιγμή ο Ανταίος είχε χάσει τις δυνάμεις του, ο Ηρακλής τον έσφιξε ανάμεσα στα μπράτσα του και του τσάκισε τα κόκαλα. Μετά από λίγο ο γίγαντας ξεψύχησε. Ο Ηρακλής πήρε τον Ανταίο και τον έθαψε. Χρόνια μετά οι κάτοικοι της περιοχής έδειχναν το μνήμα του που είχε σχήμα ανθρώπου που κοιμάται ανάσκελα.
Νέδα, Αγνώ και Θεισόα: Οι νύμφες που ανέθρεψαν τον Δία
Υπάρχει παρ' όλα αυτά ένας κεντρικός άξονας, γύρω από τον οποίο εξελίσσονται όλες οι παραλλαγές. Στον πυρήνα βρίσκεται ο Κρόνος, βασιλιάς των αθανάτων, ο οποίος έχοντας πληροφορηθεί από τους γονείς του, τον Oυρανό και τη Γαία, ότι θα εκθρονιζόταν από το ίδιο του το παιδί, κατάπινε κάθε παιδί που γεννούσε η σύζυγός του Pέα.
Όταν ήρθε η στιγμή να γεννηθεί ο Δίας, η Pέα αποφάσισε να γεννήσει κρυφά και να δώσει στον Κρόνο να καταπιεί, αντί του Διός, ένα σπαργανωμένο λίθο, με σκοπό να τον ξεγελάσει.
Από το σημείο αυτό ο ενιαίος κορμός του μύθου διασπάται και δημιουργούνται οι τοπικές παραδόσεις.
O Καλλίμαχος σε μια άλλη εκδοχή αναφέρει ότι ο Δίας γεννήθηκε στο Παρράσιο όρος της Aρκαδίας και μετά τη γέννησή του, η Pέα τον παρέδωσε στη νύμφη Νέδα για να τον κρύψει στην Κρήτη. Aυτή τον μετέφερε στην Κνωσσό και τον έκρυψε στο σπήλαιο του όρους Ίδα, όπου τον φρόντισαν οι Δικταίες Μελλίες, που ήταν σύντροφοι των Κορυβάντων. Ανατράφηκε πίνοντας το γάλα της γίδας Aμάλθειας και τρώγοντας μέλι.
O Παυσανίας αναφέρει ότι ο Δίας ανατράφηκε στο Λυκαίο όρος της Aρκαδίας, που ονομάζεται αλλιώς Όλυμπος ή Iερά κορυφή. Πάνω στο Λύκαιο υπάρχει και περιοχή που ονομάζεται Κρητέα. Oι Aρκάδες ισχυρίζονταν πως η Κρήτη, που αναφέρεται στις παραδόσεις των Κρητών σαν ο τόπος που ανατράφηκε ο Δίας, ήταν αυτή η περιοχή και όχι το νησί.
Κατά την ίδια παράδοση οι Νύμφες που ανέθρεψαν το Δία ήταν η Θεισόα, η Νέδα και η Aγνώ, όταν αυτός ήταν βρέφος. Κατά την αρκαδική μυθολογική παράδοση, η Ρέα παρέδωσε τον Δία στις τρεις Νύμφες.
Αυτές τον μεγάλωσαν μέσα σε ένα σπήλαιο του όρους Λυκαίου. Η κυρίαρχη πάντως παράδοση αναφέρει ότι ο Δίας ανατράφηκε στο Ιδαίο Άντρο, στην Κρήτη, από τους Κουρήτες και την Αμάλθεια.
Σύμφωνα με την Μυθολογία, στο όρος Λύκαιο η Ρέα γέννησε το Δία στη θέση "Κρητέα" του βουνού, κοντά στο μετέπειτα άλσος του Παρρασίου ή Πυθίου Απόλλωνα, και εμπιστεύτηκε την ανατροφή του στις νύμφες Νέδα, Θεισόα και Αγνώ (μερικοί μύθοι αναφέρουν και τη νύμφη Ιθώμη)
Οι νύμφες κράτησαν και ανέθρεψαν το θεϊκό βρέφος και το γλύτωσαν από το μένος του πατέρα του Κρόνου. Κατόπιν το βρέφος το πήραν οι Κούρητες για να το διασώσουν από τις ορέξεις του Κρόνου. Υπάρχει μια θρησκευτική συνήθεια στο βουνό Λύκιο στην Αρκαδία την οποία περιγράφει ο Παυσανίας.
Σύμφωνα με το μύθο, επειδή εκείνη την εποχή η Αρκαδία ήταν άνυδρη κι η Ρέα δεν έβρισκε νερό, Έτσι χτύπησε με ένα ραβδί τη γη και έτσι δημιουργήθηκε το ποτάμι που ονομάστηκε Νέδα από τη νύμφη, ενός από τα δύο ελληνικά ποτάμια με γυναικείο όνομα (το άλλο ποτάμι είναι η Αραπίτσα στην Νάουσα).
Nύμφη Νέδα:
Στο μαγευτικό κόσμο της ελληνικής μυθολογίας η Νέδα ήταν νύμφη, θεότητα των νερών.
Σύμφωνα με το μύθο, όταν η Ρέα γέννησε το Δία, τον έδωσε στη νύμφη Νέδα, θεότητα των νερών, για να τον προστατέψει από τον άνδρα της Κρόνο. Εκείνη θήλασε το βρέφος μαζί με τις νύμφες Θεισόα και Αγνώ, το έλουσε και το έπλυνε στο κεφαλάρι στο Λύκαιο, που αργότερα έγινε το θρυλικό ποτάμι που πήρε το όνομά της.
Επίσης, σύμφωνα με η μυθολογία, με τη Νέδα συνδέονται η Δήμητρα, η Περσεφόνη και ο Πλούτωνας. (Σήμερα, στα μικρά χωριουδάκια της περιοχής βλέπουμε τα ονόματα αυτά.)
Ο Παυσανίας το 2ο αι. μ.Χ. περιέγραψε το ναό της Δήμητρας στις όχθες της Νέδας, ενώ, όπως υποστήριζε, η Νέδα ήταν η πρώτη σε «μαιάνδρους» μετά τον Μαίανδρο ποταμό.
Νύμφη Αγνώ:
Σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία η Αγνώ ήταν Νύμφη και τοπική αρκαδική ελάσσων θεότητα, η οποία σύμφωνα με τον Παυσανία έδωσε το όνομά της σε μία πηγή του Λυκαίου όρους (Παυσ. Η΄ 38,4). Ιδιαίτερα όμως η νύμφη Αγνώ συνδεόταν ως αρχαία μετεωρολογική θεότητα με την βροχή και ειδικότερα με τη τεχνητή βροχή.
Η σχέση της δε αυτή πιστοποιείται ακόμα με μια θρησκευτική συνήθεια, που ο Παυσανίας βρήκε να ισχύει στην Αρκαδία, στους πρόποδες του όρους, στην ομώνυμη πηγή που παρείχε ίδια ποσότητα νερού ανεξάρτητα εποχής.
Αναφέρεται ότι όταν επικρατούσε ξηρασία ένας ιερέας πήγαινε στην πηγή, που της είχαν δώσει το όνομά της και κτυπούσε το έδαφος με ένα κλαρί από Δρύ.
Μετά από λίγο το νερό της πηγής παρουσίαζε ένα κοχλασμό, σαν να έβραζε.
Οι ατμοί που δημιουργούνταν σχημάτιζαν ένα σύννεφο το οποίο κατευθυνόμενο στον ουρανό έλκυε κι άλλα σύννεφα. Έτσι η βροχή ερχόταν για να ξεδιψάσει την διψασμένη Αρκαδική γη.
Νύμφη Θεισόα:
Μια από τις τροφούς του Δία, από την οποία ονομάσθηκε η αρκαδική πόλη Θεισόα, κοντά στο Λυκαίον όρος.
Το όνομά της πρέπει να προέρχεται από το επικό ρήμα «θάω» (αόρ. «θήσαι») που αντιστοιχεί στο «θηλάζω», και συνδέεται με την παράδοση πως ο Δίας ανατράφηκε στο βουνό αυτό από την ίδια, τη Νέδα και την Αγνώ.
Ο Παυσανίας αναφέρει (8.38.9) πως η Νύμφη Θεισόα δεχόταν ιδιαίτερες τιμές από τους κατοίκους της Θεισοαίας, της περιοχής βόρεια του Λυκαίου όρους, που είχε ως πρωτεύουσα την πόλη Θεισόα.














