Κυριακή 12 Ιουλίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἡρακλῆς Μαινόμενος (316-347)

ΑΜ. οὔτοι τὸ δειλὸν οὐδὲ τοῦ βίου πόθος
θανεῖν ἐρύκει μ᾽, ἀλλὰ παιδὶ βούλομαι
σῶσαι τέκν᾽· ἄλλως δ᾽ ἀδυνάτων ἔοικ᾽ ἐρᾶν.
ἰδού, πάρεστιν ἥδε φασγάνωι δέρη
320κεντεῖν φονεύειν ἱέναι πέτρας ἄπο.
μίαν δὲ νῶιν δὸς χάριν, ἄναξ, ἱκνούμεθα·
κτεῖνόν με καὶ τήνδ᾽ ἀθλίαν παίδων πάρος,
ὡς μὴ τέκν᾽ εἰσίδωμεν, ἀνόσιον θέαν,
ψυχορραγοῦντα καὶ καλοῦντα μητέρα
325πατρός τε πατέρα. τἄλλα δ᾽, εἰ πρόθυμος εἶ,
πρᾶσσ᾽· οὐ γὰρ ἀλκὴν ἔχομεν ὥστε μὴ θανεῖν.
ΜΕ. κἀγώ σ᾽ ἱκνοῦμαι χάριτι προσθεῖναι χάριν,
‹ἡμῖν› ἵν᾽ ἀμφοῖν εἷς ὑπουργήσηις διπλᾶ·
κόσμον πάρες μοι παισὶ προσθεῖναι νεκρῶν,
330δόμους ἀνοίξας (νῦν γὰρ ἐκκεκλήιμεθα),
ὡς ἀλλὰ ταῦτά γ᾽ ἀπολάχωσ᾽ οἴκων πατρός.
ΛΥ. ἔσται τάδ᾽· οἴγειν κλῆιθρα προσπόλοις λέγω.
κοσμεῖσθ᾽ ἔσω μολόντες· οὐ φθονῶ πέπλων.
ὅταν δὲ κόσμον περιβάλησθε σώμασιν
335ἥξω πρὸς ὑμᾶς νερτέραι δώσων χθονί.
ΜΕ. ὦ τέκν᾽, ὁμαρτεῖτ᾽ ἀθλίωι μητρὸς ποδὶ
πατρῶιον ἐς μέλαθρον, οὗ τῆς οὐσίας
ἄλλοι κρατοῦσι, τὸ δ᾽ ὄνομ᾽ ἔσθ᾽ ἡμῶν ἔτι.
ΑΜ. ὦ Ζεῦ, μάτην ἄρ᾽ ὁμόγαμόν σ᾽ ἐκτησάμην,
340μάτην δὲ παιδὸς κοινεῶν᾽ ἐκλήιζομεν·
σὺ δ᾽ ἦσθ᾽ ἄρ᾽ ἧσσον ἢ ᾽δόκεις εἶναι φίλος.
ἀρετῆι σε νικῶ θνητὸς ὢν θεὸν μέγαν·
παῖδας γὰρ οὐ προύδωκα τοὺς Ἡρακλέους.
σὺ δ᾽ ἐς μὲν εὐνὰς κρύφιος ἠπίστω μολεῖν,
345τἀλλότρια λέκτρα δόντος οὐδενὸς λαβών,
σώιζειν δὲ τοὺς σοὺς οὐκ ἐπίστασαι φίλους.
ἀμαθής τις εἶ θεὸς ἢ δίκαιος οὐκ ἔφυς.

***
ΑΜΦ. Δεν είναι ο φόβος ούτε της ζωής ο πόθος
που μ᾽ εμποδίζει ν᾽ αποθάνω, μα να σώσω
τα παιδιά θέλω για τον γιο μου· μάταιος κόπος.
Νά, είναι ο λαιμός μου εδώ ανοιχτός μπρος στο σπαθί σου,
320 να σκίσεις τον ή να με ρίξεις απ᾽ τα βράχια.
Μα, βασιλιά μου, μια μονάχα δώσ᾽ μου χάρη·
σκότωσ᾽ εμέ κι αυτήν μπροστά από τα παιδιά μας,
τ᾽ ανόσιο θέαμα να μη δούμε, να φωνάζουν
τη μάνα τους και τον πατέρα του πατρός των
ψυχομαχώντας. Τ᾽ άλλα κάμε τα όπως θέλεις·
γιατί να μην πεθάνουμε δεν το μπορούμε.
ΜΕΓ. Σ᾽ αυτή τη χάρη κι άλλη εγώ ζητάω να βάλεις,
στους δυο μας, ένας συ, διπλό καλό να κάνεις·
άφησε τα παιδιά να τα νεκροστολίσω,
330 το παλάτι ανοιώντας, που μας κλειδώσαν όξω.
Αυτό ας το τύχουνε στο σπίτι του πατρός των.
ΛΥΚ. Θα γίνει αυτό· στους δούλους λέω να ξεκλειδώσουν.
Μπείτε να τα στολίστε· αυτό δεν με πειράζει.
Κι όταν νεκροστολίσετε πια τα κορμιά των,
μέσα θα ᾽ρθω, βαθιά στο χώμα να τα στείλω.
ΜΕΓ. Ωιμέ, παιδιά μου, τ᾽ άθλιο βήμα μου ακλουθάτε
μέσα στο σπίτι του πατρός σας, που άλλος έχει
το είναι του τώρα και σεις μόνο τ᾽ όνομά του.
ΑΜΦ. Μάταια λοιπόν την ίδιαν είχαμε γυναίκα,
340 ω Δία, και σ᾽ έλεγα πατέρα του παιδιού μου·
κι ήσουν πιο λίγο απ᾽ όσο σε θαρρούσα φίλος!
Θνητός εγώ, στην αρετή σε νικώ εσένα,
τον μέγα θεό, γιατί δεν πρόδωσα τα τέκνα
του Ηρακλή. Στα ξένα μόνο κλινάρια ξέρεις
ό,τι δεν δίνουν να ᾽ρχεσαι κρυφά να παίρνεις,
μα τους φίλους σου να σώζεις δεν ξέρεις. Είσαι
άμυαλος θεός λοιπόν, αφού δίκαιος δεν είσαι.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η τέχνη της αρχαϊκής εποχής

3.4.2. Οι πρωτοπόροι του ερυθρόμορφου ρυθμού και οι μαθητές τους

Μετά το πρώτο πειραματικό στάδιο ο ερυθρόμορφος ρυθμός έγινε η κυρίαρχη τεχνική για τη διακόσμηση των πολυτελών αττικών αγγείων που εξάγονταν κυρίως στην Ετρουρία. Στα χρόνια 520-500 π.Χ. μια ομάδα εξαιρετικά ικανών αγγειογράφων ανέπτυξε πολύ τη νέα τεχνική και δημιούργησε μερικές από τις ομορφότερες ζωγραφικές συνθέσεις που μας έχουν σωθεί επάνω σε αρχαία ελληνικά αγγεία. Τους αγγειογράφους αυτούς τους ονομάζουμε πρωτοπόρους και γνωρίζουμε μάλιστα τα ονόματα των περισσότερων, γιατί συχνά υπέγραφαν τα αγγεία που διακοσμούσαν: Ευφρόνιος, Ευθυμίδης, Φιντίας, Σμίκρος. Στην επόμενη εικοσαετία (500-480 π.Χ.) οι μαθητές των πρωτοπόρων συνέχισαν επάξια την τέχνη των δασκάλων τους. Μπορούμε, επομένως, να πούμε ότι στην περίοδο 520-480 π.Χ. η ερυθρόμορφη αττική αγγειογραφία φτάνει στο υψηλότερο σημείο της ακμής της.
 
Το κύριο χαρακτηριστικό της τέχνης των πρωτοπόρων του ερυθρόμορφου ρυθμού είναι η μεγάλη ακρίβεια του σχεδίου, η προσοχή στη λεπτομέρεια, σε συνδυασμό με μια πρωτόγνωρη τόλμη στην απεικόνιση του ανθρώπινου σώματος σε διαφορετικές στάσεις, καθώς και στη δημιουργία συνθέσεων στις οποίες συμπλέκονται δύο ή περισσότερες μορφές. Τα αγγεία εξακολουθούν να σχετίζονται στην πλειοψηφία τους με το συμπόσιο και τη διασκέδαση· είναι αμφορείς, κρατήρες, για τη μεταφορά και το ανακάτεμα του κρασιού με νερό, καθώς και κύλικες ή σκύφοι για την οινοποσία.
 
Δύο από τις εντυπωσιακότερες αγγειογραφίες της πρώιμης φάσης της περιόδου των πρωτοπόρων (520-500 π.Χ.) διακοσμούν μεγάλους κρατήρες και φέρουν την υπογραφή του αγγειογράφου Ευφρονίου. Στην πρώτη, που διακοσμεί έναν καλυκωτό κρατήρα ο οποίος βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι, εικονίζεται η πάλη του Ηρακλή με τον Ανταίο. Τα ονόματα είναι γραμμένα δίπλα στις μορφές. Ο Ανταίος ήταν ένας δυνατός γίγαντας, γιος του Ποσειδώνα, που βασίλευε στη Λιβύη, στα βόρεια παράλια της Αφρικής· προκαλούσε σε πάλη όσους ξένους έφθαναν στη χώρα του και στη συνέχεια τους σκότωνε. Ο Ηρακλής έφτασε στη Λιβύη πηγαίνοντας για τη χώρα των Εσπερίδων· πάλεψε με τον Ανταίο, τον νίκησε και τον σκότωσε. Επειδή, σύμφωνα με τον μύθο, ο Ανταίος έπαιρνε δυνάμεις όσο ακουμπούσε στη γη, ο Ηρακλής τον σήκωσε και τον κράτησε ψηλά για να τον νικήσει. Στον κρατήρα του, ωστόσο, ο Ευφρόνιος προτίμησε να εικονίσει μια πραγματική πάλη στο έδαφος, στην οποία ο ένας από τους αντιπάλους έπρεπε να παραδεχτεί την ήττα του. Ο Ανταίος αρνείται να υποκύψει και ο Ηρακλής τον πνίγει με μια δυνατή λαβή γύρω από τον λαιμό. Την επιθανάτια αγωνία του γίγαντα ο αγγειογράφος τη δείχνει με την κόρη του ματιού, που αρχίζει να χάνεται κάτω από το επάνω βλέφαρο, και με το μισάνοιχτο στόμα, στο οποίο διακρίνονται τα δόντια. Με εξαιρετική δεξιοτεχνία αποδίδεται η μυϊκή διάπλαση του γιγαντόσωμου Ανταίου, που οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν, καθώς και η ένταση της προσπάθειας του Ηρακλή. Αλλά το πιο ενδιαφέρον στην παράσταση είναι ο τρόπος με τον οποίο ξεχωρίζει η φυσιογνωμία του Ηρακλή, με τα όμορφα χαρακτηριστικά και τη φροντισμένη κόμμωση, από το άγριο πρόσωπο και τα μακριά ανακατεμένα μαλλιά του αντιπάλου του, που προδίδουν τη βάρβαρη φύση του. Αυτό το είδος του φυσιογνωμικού χαρακτηρισμού, που ταυτίζει την ομορφιά με την ευγένεια και την ασχήμια με την αγριότητα, υπάρχει ήδη στην τέχνη της Αιγύπτου και της Ανατολής. Αλλά από το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ. και έπειτα οι Έλληνες καλλιτέχνες αναπτύσσουν τέτοια δεξιοτεχνία στην απόδοση της ανθρώπινης φυσιογνωμίας, ώστε είναι πλέον ικανοί να αποτυπώνουν στο πρόσωπο τα πάθη της ψυχής.
 
Ο δεύτερος μεγάλος καλυκωτός κρατήρας του Ευφρονίου βρέθηκε στο Cerveteri (την αρχαία ετρουσκική πόλη Καιρέα) και αγοράστηκε από το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, αλλά επιστράφηκε πρόσφατα στην Ιταλία και εκτίθεται πλέον στη Ρώμη, στο Museo Nazionale Etrusco di Villa Giulia· εικονίζει μια σκηνή από την Ιλιάδα, τον θάνατο του Σαρπηδόνα, γιου του Δία από τη Λυκία στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία, που ήρθε να βοηθήσει τους Τρώες και τον σκότωσε ο Πάτροκλος. Όπως διηγείται ο ποιητής, το πληγωμένο γυμνό σώμα του νεκρού ήρωα το σηκώνουν δύο φτερωτές μορφές, τα δίδυμα αδέρφια Ύπνος και Θάνατος, για να το μεταφέρουν στην πατρίδα του. Πίσω από τον νεκρό στέκεται ο Ερμής, ο αγγελιοφόρος των θεών, ενώ την παράσταση πλαισιώνουν δύο πολεμιστές, ο Λαοδάμας και ο Ιππόλυτος. Οι μορφές ταυτίζονται από επιγραφές. Όπως και στην προηγούμενη σύνθεση, ο Ευφρόνιος έχει εδώ την ευκαιρία να αποδώσει με αριστουργηματικό τρόπο την ανατομία του γυμνού άψυχου σώματος, αλλά και το πρόσωπο του νεαρού Σαρπηδόνα με τα μακριά καλοχτενισμένα μαλλιά και το πρώτο χνουδωτό γένι, που μόλις άρχισε να φυτρώνει στα μάγουλά του. Το μισόκλειστο μάτι και το ελαφρά ανοιγμένο στόμα με τα κλειστά δόντια δηλώνουν ότι ο νέος άνδρας είναι νεκρός.
 
Σύγχρονος του Ευφρονίου, και ίσως λίγο νεότερος του, ήταν ο αγγειογράφος Ευθυμίδης, ο οποίος, κατά την τελευταία δεκαετία του 6ου αιώνα π.Χ., ζωγράφισε έναν μεγάλο αμφορέα που βρίσκεται σήμερα στο Μόναχο, με θέμα παρμένο επίσης από τον Τρωικό Πόλεμο. Θέμα της παράστασης είναι ο Έκτορας που βάζει τον θώρακά του για να φύγει στη μάχη· στα δεξιά του ο πατέρας του ο Πρίαμος του δίνει συμβουλές προτείνοντας το δάχτυλο του δεξιού χεριού και αριστερά του η μητέρα του η Εκάβη κρατάει το κράνος και το δόρυ του. Οι μορφές ταυτίζονται και εδώ με επιγραφές. Εντυπωσιακή είναι η αντίθεση ανάμεσα στις μορφές του φαλακρού γέρου Πριάμου και του νεαρού αγένειου Έκτορα, που φανερώνει, τη δύναμη του φυσιογνωμικού χαρακτηρισμού. Αλλά ακόμη πιο αξιοσημείωτη είναι η στάση του όρθιου Έκτορα, που στηρίζεται στο αριστερό του σκέλος, ενώ το δεξιό λυγίζει ελαφρά στο γόνατο. Έτσι το βάρος του σώματος κατανέμεται ανόμοια και η κίνηση φαίνεται πιο φυσική. Πρόκειται για ένα μοτίβο στήριξης που συνδέεται, όπως θα δούμε, με τη σημαντικότερη αλλαγή στην αρχαία ελληνική τέχνη: το πέρασμα από τον αρχαϊκό στον κλασικό ρυθμό. Στην παράσταση σώζεται η υπογραφή του καλλιτέχνη: ἔγραφσεν Εὐθυμίδες ho Πολίο. Ο πατέρας του Ευθυμίδη λεγόταν Πολλίας και ήταν πιθανότατα γλύπτης. Στην πίσω πλευρά του αμφορέα εικονίζονται τρεις γενειοφόροι κωμαστές, δηλαδή άνδρες που πίνουν κρασί και χορεύουν σε κατάσταση ευθυμίας. Εκτός από τα ονόματα των κωμαστών, στην πίσω πλευρά υπάρχει και η εξής ενδιαφέρουσα επιγραφή: hoς οὐδέποτε Εὐφρόνιος, δηλαδή "όπως ποτέ [δεν ζωγράφισε] ο Ευφρόνιος". Είναι προφανές ότι ανάμεσα στους δύο αγγειογράφους υπήρχε ανταγωνισμός και ότι ο Ευθυμίδης θεωρούσε ότι με το έργο του αυτό είχε ξεπεράσει τον συνάδελφο του σε δεξιοτεχνία.
 
Ένας άλλος Αθηναίος αγγειογράφος της ομάδας των πρωτοπόρων του ερυθρόμορφου ρυθμού ήταν ο Σμίκρος, έργο του οποίου είναι η παράσταση επάνω σε μια ερυθρόμορφη στάμνο (μεγάλο αγγείο με ανοιχτό στόμιο που χρησίμευε, όπως οι κρατήρες, για την ανάμειξη του κρασιού με νερό στα συμπόσια), που βρίσκεται σήμερα στις Βρυξέλλες. Το αγγείο χρονολογείται γύρω στο 510 π.Χ.· η παράσταση είναι σχετική με τη χρήση του και εικονίζει ένα συμπόσιο σε κάποιο πλούσιο αθηναϊκό σπίτι της εποχής. Στην κύρια πλευρά, επάνω σε τρεις πολυτελείς κλίνες με στρωσίδια και μαξιλάρια, είναι ξαπλωμένοι τρεις νέοι με γυμνό το επάνω μέρος του σώματος και τα κεφάλια στολισμένα με στεφάνια και ταινίες· μαζί τους βλέπουμε πλούσια ντυμένες νεαρές γυναίκες. Ξέρουμε ότι στα συμπόσια οι άνδρες δεν συνοδεύονταν ποτέ από τις γυναίκες τους, αλλά από εταίρες, επαγγελματίες που τους διασκέδαζαν και τους προσέφεραν, όταν το ζητούσαν, και ερωτικές υπηρεσίες. Όλα τα πρόσωπα της παράστασης έχουν γραμμένο δίπλα τους το όνομά τους. Αριστερά ο Φειδιάδης πιάνει το στήθος της Χορούς, που κάθεται στην κλίνη του και δένει μια ταινία γύρω από το κεφάλι της· στη μέση ο Σμίκρος, ασφαλώς ο ίδιος ο αγγειογράφος, με την κύλικα στο χέρι, ακούει συνεπαρμένος την Ελίκη να παίζει τον διπλό αυλό. Δεν σώζεται το όνομα του τρίτου συμπότη στα δεξιά, που αγκαλιάζει τη Ρόδη. Στο πίσω μέρος του αγγείου βλέπουμε την προετοιμασία του συμποσίου: δύο υπηρέτες, ο Εύαρχος και ο Ευέλθων, κουβαλούν κρασί με οξυπύθμενους αμφορείς και γεμίζουν έναν μεγάλο λέβητα στο κέντρο της εικόνας. Η παρουσία του νεαρού (όπως δείχνει το αγένειο πρόσωπό του) Σμίκρου σε συμπόσιο, που ήταν η διασκέδαση των ανδρών της καλής κοινωνίας, δείχνει ότι προερχόταν από ευκατάστατη οικογένεια. Οικονομική άνεση φαίνεται άλλωστε ότι είχαν και οι άλλοι αγγειογράφοι της ομάδας των πρωτοπόρων, όπως δείχνουν και τα αναθήματα κάποιων από αυτούς στην Ακρόπολη. Ενδιαφέρον έχει ακόμη το γεγονός ότι οι καλλιτέχνες αυτοί, αντίθετα από τους παλαιότερους, δεν δίσταζαν να απεικονίσουν τους συγχρόνους τους και τους εαυτούς τους στα αγγεία που διακοσμούσαν· ήταν προφανώς περήφανοι όχι μόνο για την τέχνη τους, αλλά και για τη θέση τους στην κοινωνία. Έτσι έχουμε, για πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή τέχνη, προσωπογραφίες και αυτοπροσωπογραφίες μέσα σε σκηνές της καθημερινής ζωής.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Ι. ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ - 1. Πόλεις και αποικίες

Κολοφών της Ιωνίας ή Ελέα της Κάτω Ιταλίας, ύστερος 6ος αιώνας

Ο Ξενοφάνης απήγγειλε μια ελεγεία που αναφερόταν στην ίδια τη συμποτική πράξη και τις συνθήκες της. Το ποίημα αποτελεί την πρωιμότερη διαθέσιμη πηγή για την οργάνωση των αριστοκρατικών συμποσίων:
 
Τώρα το δάπεδο είναι καθαρό κι όλων τα χέρια επίσης - ομοίως οι κύλικες.
Ένας κοσμεί αρμονικά τα κεφάλια μας με πλεγμένα στεφάνια
και άλλος εύοσμο μύρο από φιάλη μάς προσφέρει.
Ο κρατήρας στέκεται γεμάτος τη χαρά μας.
Κι άλλο κρασί είναι έτοιμο -ποτέ δεν θα μας λείψει-
κρασί γλυκό σε πήλινα αγγειά και που μοσχομυρίζει άνθη.
Το λιβάνι, στο κέντρο, αναδίδει αγνή μυρωδιά
και το νερό είναι ψυχρό κι ευχάριστο και καθαρό.
Δίπλα μας βρίσκονται καρβέλια ξανθά και πλούσιο τραπέζι
που βαραίνει απ᾽ το τυρί και το παχύ το μέλι.
Στη μέση ο βωμός με άνθη στολισμένος.
Τραγούδι διαχέεται σ᾽ ολόκληρο το σπίτι - καθώς επίσης και χορός.
 
Συμπόσια διεξάγονταν στην Ελλάδα από την αρχαϊκή εποχή έως το τέλος της αρχαιότητας και αποτελούσαν δείγματα του ελληνικού τρόπου διασκέδασης. Η ευφρόσυνη ατμόσφαιρα ήταν φανερή σε όλες τις λεπτομέρειες της εκδήλωσης. Οι συμπότες, ξαπλωμένοι σε ανάκλιντρα, στεφανωμένοι με άνθη και αρωματισμένοι, όριζαν έναν κύκλο γύρω από τον στολισμένο βωμό στο κέντρο της συνεστίασης. Λιβάνι έκαιγε στον φρεσκοπλυμένο χώρο. Κοντά στον βωμό έστεκε ο μεγάλος κρατήρας, όπου οι δούλοι αραίωναν τη μεθυστική δύναμη του κρασιού με τέσσερα μέρη δροσερού νερού και κατόπιν κερνούσαν τους συνδαιτυμόνες. Άκρατον οίνο έπιναν μόνο οι θεοί. Σε αυτούς προσφέρονταν οι προκαταρκτικές σπονδές πριν από την έναρξη της οινοποσίας των θνητών. Τα εδέσματα, άλλοτε τόσο απλά όπως ρεβίθια ή ξερά σύκα και άλλοτε πιο πλουσιοπάροχα, ήταν τοποθετημένα σε χαμηλά τραπεζάκια για εύκολη πρόσβαση. Με τον αριστερό αγκώνα ακουμπισμένο στο ανάκλιντρο, οι συμπότες είχαν την ευκαιρία να χρησιμοποιούν το ελεύθερο δεξί τους χέρι για φαγητό, ποτό και εκφραστικές χειρονομίες. Οι πάντες μπορούσαν να παρατηρούν και να σχολιάζουν τους πάντες. Στα πλούσια συμπόσια αυλητρίδες έπαιζαν μουσική, ορχηστρίδες χόρευαν και τραγουδούσαν, εταίρες παρείχαν τα ερωτικά θέλγητρά τους. Αυτές ήταν οι μόνες γυναικείες παρουσίες. Ελεύθερες γυναίκες δεν συμμετείχαν. Τα συμπόσια ήταν υπόθεση ανδρών - και μάλιστα πλουσίων, που είχαν τον χρόνο και την οικονομική δυνατότητα για διασκεδάσεις.

TΑ «ΟΡΓΙΑ» ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΡΩΜΑΙΩΝ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΝ ΣΤΑ ΜΥΑΛΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ

Εδώ και δύο περίπου αιώνες, η ιουδαιοχριστιανική προπαγάνδα αναπαράγει ανεμπόδιστα τα αυθαίρετα στερεότυπά της για την ερωτική ζωή των «ειδωλολατρών» Ελλήνων και Ρωμαίων, τους οποίους παρουσιάζει ως χυδαίους ηδονοθήρες, ακόλαστους και οργιαστές, συνεχίζοντας με πιο έντεχνες μεθόδους την δυσφημιστική εκστρατεία που πρώτοι είχαν αρκετά πιο πρωτόγονα και ωμά εγκαινιάσει, για προφανείς λόγους, οι λεγόμενοι «Πατέρες» από τον 2ο έως τον 4ο μεταχριστιανικό αιώνα. Αυτή η επιστημονική πια προπαγάνδα, μέσα από κινηματογραφικές και τηλεοπτικές εικόνες και κείμενα μυθιστορημάτων ή στρατευμένων δοκιμίων, βάζει μέσα στα ανυπεράσπιστα μυαλά των ανθρώπων εικόνες που ελάχιστα έχουν να κάνουν με την ιστορική πραγματικότητα, ωστόσο είναι επαρκώς έντονες και πολλές, ικανές δηλαδή να «πείσουν» αισθαντικά τα θύματά της ότι ο Χριστιανισμός «εξημέρωσε» τρόπον τινά τα ήθη της ανθρωπότητας, τραβώντας την έξω από μια «ζωώδη» υποτιθέμενη ακολασία της.

Όλη αυτή η ογκώδης επιχείρηση εμφύτευσης αρνητικών για την αρχαιότητα στερεοτύπων μέσα στα μυαλά των ανθρώπων του χριστιανικού κόσμου, επιχείρηση που ενισχύεται παραδόξως και από την ολιγομελή βεβαίως ακριβώς αντίθετη πλευρά, εκείνων δηλαδή που μέσα σε αυτόν τον χριστιανικό κόσμο έχουν διαφοροποιηθεί προς την ελευθεριότητα (με αρχή τους κάθε είδους ερωτικώς «αποκλίνοντες» της βικτωριανής Αγγλίας), δέχθηκε προσφάτως, τον Μάϊο που μας πέρασε, ένα ισχυρότατο πλήγμα, όταν ο Δρ Άλαστερ Μπλάνσαρντ (Dr Alastair J.L. Blanchard) του Πανεπιστημίου του Σύδνεϋ, εξέδωσε το τελευταίο βιβλίο του «Sex, Vice, and Love from Antiquity to Modernity», στο οποίο αναζητάει την πραγματική εικόνα της σεξουαλικότητας των εθνικών, πέρα από όλες τις σύγχρονες φαντασιώσεις, ονειροπολήσεις ή απλές προβολές των συγχρόνων μας.

Για αυτό που έχει κάνει έως τώρα τους τελευταίους δύο αιώνες το χριστιανοτραφές τμήμα της ανθρωπότητας αναφορικά με την απεικόνιση της σεξουαλικότητας των αρχαίων εθνικών, Ελλήνων και Ρωμαίων, ο Μπλάνσαρντ χρησιμοποιεί στην αρχή ακριβώς του προλόγου του βιβλίου του την λεξικογραφική ερμηνεία του όρου «factoid» («γεγονοειδές»), ενός νεολογισμού του γνωστού αμερικανού συγγραφέα Νόρμαν Μαίηλερ σε ένα δοκίμιό του τού 1973 για την Μαίριλυν Μονρόε: «κάτι που γίνεται αποδεκτό σαν γεγονός παρά το ότι δεν είναι ή μπορεί να μην είναι, μία υπόθεση ή αυθαίρετος ισχυρισμός που αναφέρεται και επαναλαμβάνεται τόσο συχνά ώστε από τον πολύ λαό να εκλαμβάνεται ως αλήθεια».

Ο Μπλάνσαρντ υπογραμμίζει ότι η κλασική αρχαιότητα, της οποίας η σεξουαλικότητα ερμηνεύθηκε αυθαίρετα από τις δύο πλευρές του χριστιανοτραφούς κόσμου, την πλειοψηφούσα σεμνότυφη και την μειοψηφούσα ελευθεριάζουσα, εξελήφθη πολύ λανθασμένα σαν «μητέρα» της σεξουαλικής υπερβολής, με αποκλειστική πρόθεση να δικαιολογηθούν οι όποιες σύγχρονες επιλογές, που κατά κανόνα τίποτε δεν έχουν να κάνουν με αυτό που επικρατούσε στον προχριστιανικό κόσμο. Και φυσικά ανενδοίαστα στηλιτεύει ως ανυπόστατα όλα τα «γεγονοειδή» που κυκλοφόρησαν και κυκλοφορούν περί δήθεν ομαδικών ερωτικών πράξεων, εξεζητημένων ακολασιών και «διονυσιακών» οργίων των εθνικών Ελλήνων και Ρωμαίων, των οποίων όμως στην πραγματικότητα η σεξουαλική ζωή ήταν μια εντελώς ιδιωτική υπόθεση.

Για τον συγγραφέα, πρόκειται περί απλών μυθευμάτων, κατασκευών συγκεκριμένων χριστιανών συγγραφέων, παλαιών και νεοτέρων, που κοινό τους χαρακτηριστικό είναι η εχθρότητα προς την ιδέα της ανεμπόδιστης, δηλαδή φυσικής, ερωτικής εκδήλωσης που λίγο - πολύ κυριαρχούσε απανταχού της γης πριν την επικράτηση στα έθνη του μονοθεϊσμού και της ιδιόρρυθμης κοσμοαντίληψής του που «τσακώνεται με την ζωή» (όσο και με την χαρά): «όλοι αυτοί οι ηθικολόγοι παρουσίαζαν την εθνική Ρώμη σαν μια αυτοκρατορία που δήθεν κατέρρευσε επειδή είχε ελευθέρια ήθη, ενώ το ίδιο ακριβώς μύθευμα αναπαράχθηκε από νεότερους, οι οποίοι επικαλέσθηκαν τα υποτιθέμενα ελληνικά και ρωμαϊκά όργια για να δικαιολογήσουν την δική τους διεκδίκηση για ελεύθερο έρωτα».

Οι «αποδείξεις» που προσκομίζουν οι παραπάνω, ακόμα και οι αρχαιολάτρες τύπου Βίνκελμαν (Johann Joachim Winckelmann, 1717 - 1768), δεν στηρίζουν τελικά την εικόνα που διαμόρφωσαν, εξέπεμψαν και μέχρι σήμερα αναπαράγουν: το φαλλόμορφο που γέμιζε από παντού την καθημερινή ζωή, είτε σε αποτροπαϊκά είτε σε χρηστικά αντικείμενα, δεν είχε την σεξουαλική σημασία που θέλει να τους αποδίδει το χριστιανικό ή αποχριστιανοποιημένο μυαλό των δύο αιώνων που ακολούθησαν την έκρηξη του ενδιαφέροντος για αρχαιογνωσία, το οποίο εγκαινίασε ο, όπως τον αποκάλεσαν, «προφήτης και ιδρυτής ήρως της σύγχρονης αρχαιολογίας» Βίνκελμαν. Σε αυτό το θέμα, ο Μπλάνσαρντ είναι κάτι περισσότερο από σαφής όταν λέει πως «όλα αυτά που στη σύγχρονη εποχή θεωρήθηκαν έντονα σεξουαλικά σύμβολα, εκείνη την εποχή δεν είχαν ερωτική σημασία». Η ψευδής άποψη περί δήθεν «σεξομανών» παγανιστών γεννήθηκε μέσα σε αντιδιαμετρικώς αντίθετα, πλην όμως παντελώς ξένα προς το έθος των αρχαίων εθνικών μυαλά. Όντως, όσο ξένο προς το έθος των αρχαίων εθνικών ήταν το μυαλό του στερημένου βορειοαφρικανού «πατέρα» Τερτυλλιανού (Quintus Septimius Florens Tertullianus, 155 - 240, πνευματικού ιδιοκτήτη των ανατριχιαστικών διατυπώσεων «πιστεύω επειδή είναι παράλογο» και «τι κοινό έχουν ο φιλόσοφος κι ο χριστιανός; ο μαθητής της Ελλάδος κι ο μαθητής του ουρανού; ο εργαζόμενος για τη φήμη κι ο εργαζόμενος για την ζωή; ο άνθρωπος των λόγων κι ο άνθρωπος των έργων, ο χαλαστής και ο οικοδόμος; ο φίλος κι ο εχθρός της πλάνης; ο διαφθορέας της αλήθειας και ο τηρητής κι εκφραστής της, ο κλέφτης και ο φρουρός της;»), άλλο τόσο ήταν του «κολασμένου» Ιρλανδού ηδονοθήρα της ύστερης βικτωριανής εποχής Όσκαρ Ουάϊλντ (1854 - 1900, «ο μόνος τρόπος για να απαλλαγείς από έναν πειρασμό είναι να ενδώσεις σε αυτόν») που αντίθετα από τον πρώτο είχε ένα υψηλό διανοητικό επίπεδο ικανό να παράσχει ωραία κυνικά αποφθέγματα όπως το «η μάζα είναι θαυμάσια ανεκτική. Συγχωρεί τα πάντα εκτός από τη μεγαλοφυϊα» ή το «όταν οι Θεοί επιθυμούν να μας τιμωρήσουν, απαντούν στις προσευχές μας».

Ο Μπλάνσαρντ είναι επίσης «κάθετος» σε ό,τι αφορά την απάντηση στο ερώτημα περί ιδιωτικότητας ή ομαδικότητας των ερωτικών συνευρέσεων των εθνικών Ελλήνων και Ρωμαίων, τονίζοντας ότι πουθενά δεν αποδεικνύεται σε κείμενα ένα ενδιαφέρον για ομαδικό σεξ. Σε μια πρόσφατη διάλεξή του στο αρχαιολογικό Μουσείο Νίκολσον (Nicholson Museum) του Σύδνεϋ, υπογράμμισε ότι οι σύγχρονοι ηδονοθήρες που αρέσκονται σε αυτό το «άθλημα» θα πρέπει να αναζητήσουν εκτός της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας την... «ιστορική δικαίωσή» τους.

Η φιλοσοφική διάσταση της αξιοπρέπειας

Η αξιοπρέπεια ως βασική έννοια και αξία τείνει να κυριαρχήσει στον δημόσιο λόγο των κοινωνικών κινημάτων από τη δεκαετία του 1990 και μετά, με διάφορους όρους. Ως αξιοπρέπεια, λοιπόν, χαρακτηρίζουμε τη συναίσθηση της προσωπικής μας αξίας και την εξασφάλισή της με έντιμες πράξεις, συμπεριφορά που ταιριάζει στην αξία μας. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια έχει σχέση με την αξία του ανθρώπου ως ελεύθερου και λογικού όντος.

Αξίζει ν’ αναφέρουμε στο ότι ο όρος αξιοπρέπεια αναδεικνύεται με το έργο του Καντ, ο οποίος υποστήριξε ότι ο άνθρωπος δεν έχει τιμή αλλά αξία, την αξιοπρέπειά του. Πιο αναλυτικά, για τον Καντ, «η λογική συσχετίζει κάθε υποκειμενικό γνώμονα της θέλησης ως καθολικού νομοθέτη με κάθε άλλη θέληση καθώς και με κάθε πράξη ενός έλλογου όντος προς τον εαυτό του, και αυτό όχι από κάποια άλλη πρακτική αιτία ή για κάποια μελλοντική ωφέλεια αλλά μόνο χάρη στην ιδέα της αξιοπρέπειας του έλλογου όντος, το οποίο δεν υπακούει σε κανένα άλλο νόμο από εκείνο τον οποίο θέτει αυτό τούτο στον εαυτό του. Μέσα στο κράτος των σκοπών το κάθε τι έχει είτε μια τιμή είτε μια αξιοπρέπεια. Ό, τι έχει μια τιμή μπορεί να αντικατασταθεί από κάποιο άλλο ισότιμό του. Ό, τι όμως είναι υπεράνω κάθε τιμής, και συνεπώς δεν έχει κανένα ισότιμό του, αυτό έχει αξιοπρέπεια». Ωστόσο, κατά τον Σοπενχάουερ, από τότε που ο Καντ πρόφερε τη φράση «αξιοπρέπεια του ανθρώπου», αυτή αποτέλεσε στο εξής το έμβλημα των ανόητων ηθικιστών, που κρύβουν πίσω από αυτήν τη βαρύγδουπη έκφραση ότι δεν έχουν μια πραγματική βάση για τις ηθικές τους απόψεις ή τέλος πάντων, μια βάση που να έχει νόημα.

Οι σύγχρονοι διάλογοι περιλαμβάνουν την αξιοπρέπεια σε πολλές εκφάνσεις της οικονομικοπολιτικής ζωής και της καθημερινότητας, σε θεμελιώδη ζητήματα που αφορούν στην ελευθερία, στην ισότητα, στο δικαίωμα στην εργασία, στην περίθαλψη και στην ασφάλεια. Φαίνεται πως η αξιοπρέπεια είναι μια έννοια που χρησιμοποιείται ποικιλοτρόπως, συνήθως από τον κυρίαρχο λόγο και απευθύνεται στο συναίσθημα χωρίς να παρακινεί απαραίτητα για δράση.

Η μεταβλητότητα της αξιοπρέπειας

Ο άνθρωπος έχει ένα βάρος, μια αξία. Η αξία ενός ανθρώπου μπορεί να εκπέσει με πράξεις κακοήθεις και ανάρμοστες.

Ο άνθρωπος πρέπει να προστατεύει την αξιοπρέπειά του, όταν θίγεται ή προσβάλλεται από τους άλλους.

Άρα, η αξιοπρέπεια μας κινδυνεύει όχι μόνο από τις προσωπικές μας πράξεις αλλά και από τις προσβολές των άλλων. Οι άλλοι είναι δυνατό να θίξουν την υπόληψή μας. Μερικοί είναι αρκετά εύθικτοι σε θέματα τιμής και αξιοπρέπειας. Άλλοι θεωρούν πιο αξιοπρεπές να μην απαντούν σε προσβολές ούτε να καταφεύγουν στην βία, για να υπερασπιστούν την αξιοπρέπεια τους. Επομένως, θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι η αξιοπρέπεια είναι μια ιδιαίτερα περίπλοκη έννοια, κι αυτό διότι είναι δύσκολο να χαρακτηρίσουμε κάποιον αξιοπρεπή, επειδή είναι μόνο ευπαρουσίαστος και ευυπόληπτος. Έτσι, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η αξιοπρέπεια συντίθεται από μια ευρεία δέσμη ιδιοτήτων, οι οποίες περιπλέκονται και δημιουργούν την ανωτέρω ποιότητα. Επιπρόσθετα, πρέπει να παρατηρηθεί πως οι ιδιότητες, οι οποίες, αν συνδυαστούν, διαμορφώνουν την αξιοπρέπεια, δεν είναι σταθερές ούτε ισόποσες, αλλά μεταβάλλονται ανάλογα με τις συγκυρίες (πολιτικές – κοινωνικές).

Η αξιοπρέπεια στη σύγχρονη ζωή

Η έννοια της αξιοπρέπειας χρησιμοποιείται ευρύτατα σήμερα και στον χώρο της Βιοηθικής, προάγοντας στην Αμερική μια συντηρητική, θρησκευτικού χαρακτήρα ατζέντα που αντιτίθεται σε νέες θεραπείες, επεμβάσεις, τεχνικές κ.λπ. στον ιατρικό χώρο. Η αδυναμία επαφής με το περιβάλλον, η έλλειψη συνειδητότητας είναι κάτι που ένας ασθενής πολλές φορές φοβάται περισσότερο από τον πόνο ή τον θάνατο. Με αυτή την έννοια υπάρχει ένα στίγμα που συνοδεύει το λήπτη υπηρεσιών ψυχικής υγείας και ακόμα περισσότερο τον νοσηλευόμενο σε κάποια ψυχιατρική δομή και αυτό γιατί η νοσηλεία υποδηλώνει για κάποιους έκπτωση της νοητικής λειτουργίας που καθιστά το άτομο ανίκανο να εκφέρει γνώμη και να την υπερασπιστεί, πόσο μάλλον να διεκδικήσει το οτιδήποτε.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της δύναμης αυτής της αντίληψης το συναντάμε σε ένα απόσπασμα από το βιβλίο των κυρίων Τσαλίκογλου και Καραπάνου «Μήπως;», όπου η Μαργαρίτα Καραπάνου περιγράφει τη χαρά με την οποία περίμενε τον περίπατο με τη νοσηλεύτρια στο προαύλιο του ψυχιατρείου και την απογοήτευσή της όταν κάποια μέρα η νοσηλεύτρια της ζήτησε να επιστρέψουν ενώ είχαν περάσει μόνο λίγα λεπτά έξω. Όταν η Καραπάνου διαμαρτυρήθηκε και είπε στη νοσηλεύτρια ότι θα το αναφέρει, εκείνη της απάντησε «Ποιος θα σε πιστέψει εσένα πουλάκι μου; Εσένα ή εμένα θα πιστέψουν άμα τους πω ότι κάτσαμε ένα τέταρτο;». Υπάρχουν διακρίσεις ανάμεσα στις ασθένειες και στον τρόπο που αυτές γίνονται αντικείμενο διαλόγου στην κοινωνία. Σαν να υπάρχουν αξιοπρεπείς και μη αξιοπρεπείς ασθένειες. Ο ψυχικά ασθενής δεν έχει δυστυχώς, την ίδια αντιμετώπιση με έναν καρδιοπαθή ή έναν καρκινοπαθή για παράδειγμα.

Η αξιοπρέπεια ως δικαίωμα που πρέπει να προστατεύεται

Υπάρχουν πολυάριθμες διατάξεις, οι οποίες προστατεύουν ρητά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Πιο συγκεκριμένα, μια τέτοια διάταξη περιλήφθηκε για πρώτη φορά στα Συντάγματα, που ψηφίστηκαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υποδειγματικό είναι το ισχύον Σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Θεμελιώδης Νόμος της Βόννης). Ο Θεμελιώδης Νόμος της Βόννης υπήρξε πηγή της ελληνικής διάταξης που εισήχθη στο Σύνταγμά μας με το άρθρο 2 § 1 Σ. και τ’ οποίο ορίζει ότι «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Συναφείς είναι και οι διατάξεις των άρθρων 7 § 2 και 106 § 2 Σ. που απαγορεύουν την προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και την ανάπτυξη της ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας σε βάρος της.

Ωστόσο, στις μέρες μας οι σημασίες που η αξιοπρέπεια μπορεί ν’ αποκτήσει εξαρτώνται από τη χρήση της έννοιας μέσα στις πρακτικές και τις ρητορικές. Μια συντηρητική και άτολμη από πολιτικής απόψεως σημασιοδότηση αναφέρεται στην αξιοπρέπεια με τρόπο τέτοιο που να μην έχει δεσμευτικό περιεχόμενο. Για παράδειγμα, κάποιος που υπόσχεται αξιοπρεπή μισθό χρησιμοποιεί τον όρο για να συγκαλύπτει το ότι ο μισθός θα είναι χαμηλός, άνισος για άντρες και γυναίκες κλπ. Επειδή είναι μια έννοια, όπως είπαμε, με ηθικές και συναισθηματικές αναφορές, επιτρέπει τη χρήση της χωρίς «πραγματικά αντικρίσματα» και συχνά σε μια αόριστη βάση.

Η αξιοπρέπεια έχει και μια διάσταση που προσιδιάζει στην αυτονομία, στην κυριότητα του εαυτού. Ο ασθενής εξαιτίας της δυσκολίας ή και της ανάγκης στην οποία βρίσκεται έρχεται συχνά στη δυσάρεστη θέση να χρειαστεί να αφεθεί στη φροντίδα άλλων και εξαιτίας της έλλειψης ιατρικής ειδίκευσης συχνά δυσκολεύεται να πάρει αποφάσεις που σχετίζονται με την πορεία της υγείας του και το είδος της θεραπείας που προτιμά. Αυτή η αδυναμία πολλαπλασιάζεται στην περίπτωση της ψυχικής ασθένειας γιατί κάποιες φορές ο ασθενής πράγματι δεν είναι σε θέση να αναλάβει την ευθύνη της ίασής του ή να ακολουθήσει τις οδηγίες των γιατρών του. Είναι ζητούμενο επομένως, στις σύγχρονες κοινωνίες να προστατεύεται να διασφαλίζεται η αξιοπρέπεια των μελών μιας κοινωνίας με την έννοια της προάσπισης του δικαιώματος της πρόσβασης στην υγεία, την παιδεία, του δικαιώματος στην εργασία και της ίσης μεταχείρισης κάθε πολίτη.

Εκείνο που θίγει περισσότερο βάναυσα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι η επίγνωση της αδυναμίας να πραγματοποιήσει ο άνθρωπος τη θέλησή του σε ό, τι έχει να κάνει όχι με κάτι έξω από αυτόν αλλά με την ίδια του τη ζωή, διότι ο άνθρωπος σε οποιαδήποτε σωματική κατάσταση και αν βρίσκεται έχει δικαίωμα να ελέγχει τη μοίρα του. Χωρίς τη δυνατότητα επιλογής άλλωστε δεν υπάρχει αξιοπρέπεια, γιατί η αξιοπρέπεια βασίζεται στην επιλογή.

Η αγάπη είναι η μεγαλύτερη θεραπευτική δύναμη στον κόσμο

Η αγάπη μεταμορφώνει πραγματικά τον άνθρωπο είτε βρίσκεται από την πλευρά αυτού που την προσφέρει είτε από την πλευρά αυτού που τη δέχεται.

Είναι μία συνεχής διεργασία τροφοδοσίας παραγωγικής διατήρησης του «είμαι» ως σημείο αναφοράς και ανάδειξης του «είμαστε» ως κανάλι εξέλιξης που κατακλύζει κάθε σημείο της ανθρώπινης ύπαρξης διοχετεύοντας συνεχείς ανάσες ζωής μέσα από το κανάλι της, συνδέοντας κυρίως πνευματικά τους φορείς της.

Πρακτικά όμως στις μέρες μας, οι επιστήμονες μέσω σύγχρονων επιστημονικών ερευνών αποδεικνύουν πόσο η αγάπη βοηθά τους ανθρώπους να απαλύνουν τον πόνο τους βελτιώνοντας παράλληλα τη λειτουργία του νευρικού τους συστήματος.

Η επιστήμη αναφέρει πως η αγάπη όχι μόνο ελαττώνει την εμπειρία του φυσικού πόνου αλλά κάνει εμάς και τους αγαπημένους μας πιο υγιείς.

Είναι το φυσικό φάρμακο που πηγάζει αυθόρμητα από την εσωτερική και πάντα αστείρευτη πηγή μας. Και όταν η ομαλή ροή της εμποδίζεται τότε τα αποτελέσματα είναι εμφανή με τη μορφή των γνωστών ψυχοσωματικών μας διαταραχών.

Κάποτε η επιστήμη επιβεβαίωνε πως ό,τι δε μπορεί να μετρηθεί, δεν υπάρχει. Τώρα πλέον που δε μπορεί να αγνοήσει την παρουσία της θετικής ή αρνητικής επιρροής των ιδεολογικών μας στερεοτύπων στην υγεία μας αναγνωρίζει τη μεγάλη σημασία της ανακάλυψης της σχέσης αγάπης που έχουμε με τον εαυτό μας και τους άλλους και τη μεγάλη επιρροή της στην βελτίωση της υγείας μας.

Υγιείς προσωπικές και διαπροσωπικές σχέσεις εξασφαλίζουν βελτίωση του επιπέδου ζωής μας παγκοσμίως, αφού είμαστε όλοι αλληλοσυνδεόμενοι με μία πρωταρχική αξία – βάση ζωής που μας δημιούργησε όπως αναφέρει ο Alan Watts, είτε αυτό ονομάζεται Θεός, θεωρία του bing bang ή όπως αλλιώς προσδιορίζεται από κάθε πνευματικό δάσκαλο ή εμάς τους ίδιους.

Η αγάπη είναι το φυσικό φάρμακο που μπορεί να θεραπεύσει τόσο εμάς όσο και τον κόσμο που ζούμε. Είμαστε κρίκος μίας αέναης αλυσίδας αγάπης που κάποια από τα κομμάτια της είναι αδύναμα αλλά είναι και κάποια που είναι έως πολύ δυνατά. Τόσο δυνατά που μπορούν από μόνα τους να ισχυροποιήσουν τα νοερά δεσμά της θεραπευτικής αγάπης με τη χάρη της αύρας τους ακόμη κι όταν έχουν φύγει από τη ζωή.

Γιατί το αντίθετο του θανάτου είναι η γέννηση και όχι η ζωή. Η ζωή πάντα υπάρχει και επομένως η αγάπη που φέρει ως το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμά της. Δάσκαλοι όπως ο Βούδας, ο Αριστοτέλης, ισχυροποίησαν τους δεσμούς της αγάπης γύρω τους αφήνοντας το παράδειγμά τους ως παρακαταθήκη σε όλους εμάς ώστε να ενώσουμε αποτελεσματικά τα κομμάτια μέσα μας αρχικά ώστε να τα σφραγίσουμε και εξωτερικά κατ’ επέκταση.

Η αγκαλιά, το χαμόγελο, η χειραψία που φοβόμαστε ή αρνούμαστε να προσφέρουμε είναι η απομόνωσή μας και ο μόνος τρόπος για να συνδεθούμε με την αγάπη είναι να προσπαθήσουμε γι' αυτό που αποτελεί εμπόδιο στην ανάπτυξή μας. Τότε πραγματικά απελευθερωνόμαστε στην ομορφιά της αγάπης. Τότε θεραπευόμαστε και θεραπεύουμε.

Ο Αριστοτέλης, οι απόψεις για την ευτυχία και η έννοια της φιλοσοφικής μεθοδολογίας

Συνεχίζοντας το έργο του «Ηθικά Ευδήμια» ο Αριστοτέλης κρίνει σκόπιμο να καταδείξει τις δυσκολίες που προκύπτουν σε σχέση με τις ανθρώπινες επιλογές και τις επιθυμίες που σχετίζονται με την κατάκτηση της ευτυχίας: «Πολλά και διάφορα μας δυσκολεύουν να τα κατανοήσουμε καλά, κυρίως όμως το θεωρούμενο από όλους ως το πιο εύκολο, το προσιτό στην κατανόηση οποιουδήποτε: τι να επιλέξει κανείς στη ζωή, τι να βρει και να κερδίσει έτσι την εκπλήρωση της επιθυμίας του» (1215b 17-20).
 
Οι προτεραιότητες που θα τεθούν για την πραγμάτωση της ευτυχίας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η γνώση των σωστών επιλογών για την εκπλήρωση των προσωπικών επιθυμιών δεν είναι καθόλου αυτονόητη, όπως δεν είναι αυτονόητη και η ορθότητα κάθε επιθυμίας. Οι λανθασμένες προτεραιότητες και η ματαιοδοξία (ως στρεβλή επιθυμία) όχι μόνο δε θα συμβάλουν στην ψυχική ισορροπία θεμελιώνοντας την ευτυχία, αλλά ενδέχεται (για την ακρίβεια είναι το πιθανότερο) να επιφέρουν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα.
 
Από την άλλη, οι δυσκολίες της ζωής καθιστούν σαφές ότι ούτε η ίδια η επιθυμία για ζωή κρίνεται αυτονόητη: «Πολλά είναι, βέβαια, και εκείνα που στην κατάληξή τους οδηγούν κάποιους να εγκαταλείψουν τη ζωή, π.χ. αρρώστιες, βάσανα, χειμώνες. Γίνεται έτσι φανερό ότι αν τους δινόταν εξαρχής η επιλογή, θα προτιμούσαν εξαιτίας τέτοιων δεινών να μη γεννιόντουσαν καθόλου» (1215b 21-25).
 
Για τον Αριστοτέλη μια ζωή γεμάτη δυστυχία στερείται νοήματος. Από αυτή την άποψη, η ορθότητα των επιλογών προς την εκπλήρωση της ευτυχίας αποκτά διαστάσεις ζωής και θανάτου: «Υπάρχουν, επίσης, πολλά που δεν προκαλούν καθόλου ηδονή (ευχαρίστηση) ή λύπη (δυσαρέσκεια), αλλά και ορισμένα που προκαλούν ασφαλώς ηδονή, πλην όμως κακή. Το να αποφευχθούν όλα αυτά, είναι προτιμητέο από το να ζει κανείς» (1215b 28-31).
 
Με δυο λόγια, μια ζωή ανάξιων επιλογών είναι ανάξιο να τη ζήσει κανείς. Πολύ περισσότερο είναι αβίωτη η ζωή που ορίζεται από τον καταναγκασμό που δεν προσφέρει καμία ευχαρίστηση: «… εάν κάποιος άθροιζε όλα όσα πράττουν και πάσχουν οι πάντες χωρίς τη θέλησή τους και χωρίς να τα επιλέγουν, και επιπλέον προσέθετε άπειρο χρόνο, κανείς εξαιτίας τους δε θα προτιμούσε να ζει» (1215b 32-36).
 
Ο καταναγκασμός που εκμηδενίζει κάθε ευχαρίστηση παραπέμπει στο αβίωτο της πιο επαίσχυντης δυστυχίας. Η χρονική διάρκεια μιας τέτοιας ζωής εκλαμβάνεται ως εφιάλτης. Ο άνθρωπος που υφίσταται αυτές τις συνθήκες κυριολεκτικά δεν έχει να χάσει τίποτε. Αυτό που μένει είναι να εξεγερθεί διεκδικώντας κάτι καλύτερο.
 
Όμως, όταν γίνεται λόγος για την ευχαρίστηση που πρέπει να συντροφεύει τη ζωή, δεν εννοούνται (ούτε βέβαια και αποκλείονται) οι απολαύσεις του έρωτα και του φαγητού: «Και βέβαια, για να προτιμήσει έστω και ένας να ζει, δε φτάνει μόνο η ηδονή της τροφής ή η ερωτική, αν λείπουν όλες οι άλλες ηδονές που παρέχουν στους ανθρώπους η γνώση και η όραση και οι άλλες αισθήσεις· εκτός κι αν αυτός είναι τελείως εξανδραποδισμένος» (1215b 37-41).
 
Η ευχαρίστηση που σχετίζεται αποκλειστικά με τις σωματικές ηδονές του φαγητού ή του έρωτα είναι αδύνατο να επιφέρει την πληρότητα της ψυχής. Μια τέτοια εκδοχή αρμόζει στα ζώα: «Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι όποιος κάνει αυτή την επιλογή δε βλέπει καμιά διαφορά ανάμεσα στο να γεννηθεί ζώο κι όχι άνθρωπος» (1215b 41-42).
 
Κι αυτή ακριβώς είναι η διαφορά του ανθρώπου από τα ζώα: ενώ εκείνα στερούμενα λογικής βιώνουν την ολοκλήρωση εκπληρώνοντας τις βιολογικές τους ανάγκες, ο άνθρωπος είναι αδύνατο να συμβιβαστεί με αυτή την προοπτική. Εφόσον είναι ανώτερος νοητικά, τότε είναι προορισμένος και για το ανώτερο είδος ευτυχίας. Η επιβίωση δεν του είναι αρκετή. Η ευτυχία του έχει να κάνει με το ευ ζην και η εκδοχή που την ταυτίζει με το ζην δεν είναι παρά υποτίμηση στο ζωώδες. Μόνο οι δούλοι θα μπορούσαν να συμβιβαστούν με αυτό το ενδεχόμενο.
 
Η ανθρώπινη ολοκλήρωση που ταυτίζεται απόλυτα (και αποκλειστικά) με τη βίωση των σωματικών ηδονών αποτελεί παραλογισμό (χωρίς αυτό να σημαίνει την άρνησή τους) με τον ίδιο τρόπο που θα ήταν παράλογος ο ισχυρισμός ότι η ευτυχία μπορεί να ταυτιστεί με την απόλαυση του ύπνου: «Το ισχύει και για την ηδονή που προκαλεί ο ύπνος· σε τι διαφέρει να κοιμάται κανείς ύπνο ανέγερτο από την πρώτη μέρα του μέχρι την τελευταία, για χίλια χρόνια ή όσα να ‘ναι, από το να ζει ως φυτό;» (1216a 3-6).
 
Η ταύτιση της εκπλήρωσης των σωματικών αναγκών με την ευτυχία αποτελεί παραπλάνηση που συσκοτίζει ακόμη περισσότερο την υπόθεση. Στην πραγματικότητα η ευτυχία ξεκινά αμέσως μετά την ικανοποίηση του σώματος ή, για να ειπωθεί διαφορετικά, η εκπλήρωση των σωματικών αναγκών αποτελεί την προϋπόθεση κι όχι την εκπλήρωση της ευτυχίας. Οι άνθρωποι που συγχέουν την ευτυχία με τις σωματικές ηδονές είναι εκείνοι που εκλαμβάνουν το μέσο ως αυτοσκοπό. Μοιραία, οι χαρές τους είναι καταδικασμένες στη ρηχότητα που αρμόζει στα ζώα.
 
Για τον Αριστοτέλη οι κυρίαρχες εκδοχές ευτυχίας έχουν να κάνουν με την προτεραιότητα της γνώσης (φιλόσοφος τρόπος ζωής), των σωματικών ηδονών (απολαυστικός τρόπος ζωής) και της αναζήτησης των τιμών (πολιτικός τρόπος ζωής). Για το φιλόσοφο τρόπο ζωής ως παράδειγμα τίθεται η άποψη του Αναξαγόρα: «Λέγεται, λοιπόν, ότι ο Αναξαγόρας αποκρίθηκε σε κάποιον που του έθετε ανάλογα ερωτήματα κι απορούσε για ποιο λόγο καλύτερα να γεννηθεί από το να μη γεννηθεί, και του απάντησε: “για τη θεωρία του ουρανού και της τάξης του σύμπαντος”. Άρα, ο Αναξαγόρας εκτιμούσε ότι αξίζει κανείς να επιλέξει τη ζωή για χάρη κάποιας έγκυρης γνώσης» (1216a 14-19).
 
Το παράδειγμα της απολαυστικής ζωής θα δοθεί στο πρόσωπο του Σαρδανάπαλλου: «Από την άλλη, μερικοί μακαρίζουν τον Σαρδανάπαλλο ή τον Σινδυρίδη τον Συβαρίτη ή όσους ζουν τον απολαυστικό βίο· όλοι αυτοί ανάγουν προφανώς την ευδαιμονία στην ηδονή» (1216a 20-23).
 
Όσο για τον πολιτικό τρόπο ζωής: «Μερικοί άλλοι δε θα επέλεγαν ούτε ορισμένη γνώση ούτε τις σωματικές ηδονές αλλά τις ενάρετες πράξεις. Μάλιστα, κάποιοι επιλέγουν τις ενάρετες πράξεις όχι μόνο χάριν της φήμης, αλλά ακόμα κι αν οι καλές πράξεις δεν τους την προσδώσουν» (1216a 23-27).
Για να διευκρινιστεί αμέσως: «Οι περισσότεροι πολιτικοί, πάντως, δε δικαιούνται αληθινά αυτό το όνομα, καθώς δεν είναι στ’ αλήθεια πολιτικοί· γιατί ο πολιτικός επιλέγει τις καλές πράξεις για χάρη των ίδιων των καλών πράξεων, ενώ οι πιο πολλοί προσεγγίζουν την πολιτική για το χρήμα και την απόκτηση περισσότερου πλούτου» (1216a 27-32).
 
Η εκδοχή του πολιτικού που ενεργεί μόνο με την άσκηση της αρετής αποτελεί το πολιτικό σχόλιο του Αριστοτέλη που θέλει την πολιτική συνυφασμένη με την αρμονικότητα της συνύπαρξης επιφέροντας την ευτυχία σε συλλογικό επίπεδο. Σε περίπτωση που η πολιτική εξυπηρετεί προσωπικά οφέλη πλούτου ή ατομικής ανάδειξης αδιαφορώντας για τον αληθινό ρόλο της πολιτειακής συνοχής που καλείται να εκπληρώσει, τότε δεν είναι πολιτική (πρέπει να βρεθεί κάποια άλλη λέξη που να το εκφράζει αυτό), αφού ακυρώνεται εννοιολογικά.
 
Απέναντι σε όλους αυτούς τους τρόπους ζωής (πολιτικό, φιλόσοφο, απολαυστικό) που προτάσσουν τη δική τους εκδοχή για την ευτυχία ο Αριστοτέλης θα παραθέσει και την άποψη του Σωκράτη: «Ο Σωκράτης θεωρούσε ως τελικό σκοπό τη γνώση της αρετής, και πάσχιζε να βρει τι είναι η δικαιοσύνη και τι η ανδρεία και τι η κάθε επιμέρους αρετή. Και είναι λογικό που ενεργούσε έτσι. Διότι φανταζόταν πως όλες οι αρετές είναι επιστήμες, με αποτέλεσμα να έρχονται ταυτόχρονα το να γνωρίζεις τι είναι δικαιοσύνη και το να είσαι δίκαιος» (1216b 3-9).
 
Η αποστασιοποίηση του Αριστοτέλη από τη σωκρατική εκδοχή θα καταδειχθεί αμέσως: «Δηλαδή, έτσι και μάθαμε τη γεωμετρία ή την οικοδομική, είμαστε οικοδόμοι ή γεωμέτρες. Γι’ αυτό και έψαχνε μεν ο Σωκράτης να βρει τι είναι αρετή, όχι όμως και το πώς αποκτιέται και με ποια μέσα» (1216b 10-13).
 
Με άλλα λόγια, η κατά το Σωκράτη αναγκαστική εφαρμογή της αρετής που θα επέλθει μετά τη γνώση της αριστοτελικά δεν ισχύει, καθώς άλλο η αναζήτηση της ουσίας ή του ορισμού της αρετής κι άλλο ο τρόπος που θα αποκτηθεί. Ο γνώστης της δικαιοσύνης δεν είναι κατ’ ανάγκη δίκαιος. Πρόκειται για τη βαθύτερη αριστοτελική διαφωνία απέναντι στο σωκρατικό «ουδείς εκών κακός», αφού για τον Αριστοτέλη ο ακρατής πολυφαγάς, αν και γνωρίζει ότι βλάπτει τον εαυτό του, συνεχίζει να τρώει, χωρίς η επίγνωση της βλάβης του εαυτού να τον αποτρέπει.
 
Στην ουσία, ο Σωκράτης συγχέει τις επιστήμες της θεωρίας με τις επιστήμες της δημιουργίας: «Πρόκειται, όμως, για κάτι που ισχύει στις επιστήμες της θεωρίας (λόγου χάρη στην αστρονομία ή στη φυσική ή στη γεωμετρία, όπου δεν υπάρχει κάτι άλλο πέρα από το να γνωρίσει κανείς και να μελετήσει τη φύση των αντίστοιχων επιστημονικών αντικειμένων· μόνο τυχαία μπορεί να προκύψει χρησιμότητά τους σε ποικίλες ανάγκες μας). Αντίθετα, στις επιστήμες της δημιουργίας διακρίνονται μεταξύ τους η επιστημονική γνώση και ο στόχος της· π.χ., άλλο είναι η υγεία και άλλο η ιατρική· άλλο η ευνομία (και τα παρόμοια) και άλλο η πολιτική» (1216b 13-22).
 
Η αριστοτελική αντίληψη ότι μόνο οι επιστήμες της δημιουργίας άπτονται στόχου από τον οποίο και διαφοροποιούνται εννοιολογικά (η ιατρική στοχεύει στην υγεία και δεν είναι το ίδιο πράγμα με αυτή) καταδεικνύει ότι οι επιστήμες της θεωρίας (όπως η αστρονομία, η γεωμετρία και η φυσική) υπάρχουν μόνο για τη χαρά της γνώσης, χωρίς κάποιο πρακτικό σκοπό. Αφού τις μελετήσει κανείς και τις γνωρίσει σε βάθος, δεν απομένει τίποτε προς εφαρμογή.
 
Η πρακτική αξιοποίηση των γνώσεων αυτών των επιστημών βρίσκονται έξω από την αντίληψη του Αριστοτέλη, αφού επαφίενται στο τυχαίο. Το πλαίσιο της εποχής, που αδυνατεί να αξιοποιήσει τέτοιου είδους γνώσεις, καθιστά σαφές ότι το κίνητρο της μελέτης των φυσικών φαινομένων δεν είχε χρησιμοθηρικό περιεχόμενο αλλά περιοριζόταν στην ευχαρίστηση του διανοητικού παιχνιδιού.
 
Τελικά, το κίνητρο της μελέτης ήταν η γνώση που τίθετο ως αυτοσκοπός. Την άποψη αυτή ο Αριστοτέλης την επαναλαμβάνει και στο έργο του «Μετά τα Φυσικά». Στην πρώτη ενότητα του σχολικού βιβλίου των αρχαίων κατεύθυνσης για τη Γ΄ λυκείου με τίτλο «Γιατί φιλοσοφεί ο άνθρωπος;» παρατίθεται το εξής απόσπασμα (Α2, 98b 12-28) από το έργο «Μετά τα Φυσικά»: «Γιατί, όπως συμβαίνει και τώρα, οι άνθρωποι άρχισαν για πρώτη φορά να φιλοσοφούν από περιέργεια και θαυμασμό. Στην αρχή θεώρησαν άξια θαυμασμού τα παράξενα της καθημερινής ζωής και, προχωρώντας σιγά σιγά με αυτόν τον τρόπο, άρχισαν να προβληματίζονται και για τα πιο σημαντικά, όπως λ.χ. για τα φαινόμενα της σελήνης και του ήλιου, για τα άστρα, για τη γέννηση του σύμπαντος. Εφόσον λοιπόν οι άνθρωποι φιλοσόφησαν για να ξεφύγουν από την άγνοιά τους, είναι φανερό ότι επιζήτησαν την επιστήμη για την ίδια τη γνώση και όχι χάριν κάποιας χρησιμότητας. Αυτό φαίνεται από την πορεία των πραγμάτων».
 
Σε αντίθεση με τις θεωρητικές επιστήμες η αναζήτηση της αρετής έχει καθαρά πρακτικό περιεχόμενο, αφού πρέπει κανείς να πραγματώσει την αρετή για να ζήσει ευτυχισμένα: «Είναι καλό, βέβαια, να έχουμε γνώσεις για καθετί αξιόλογο, ειδικά όμως και κατεξοχήν με την αρετή το πιο πολύτιμο δεν είναι να έχουμε γνώσεις, αλλά να γνωρίζουμε πώς να την αποκτήσουμε. Διότι αυτό που θέλουμε δεν είναι να μάθουμε τι είναι ανδρεία, αλλά να είμαστε ανδρείοι· ούτε τι είναι δικαιοσύνη, αλλά να είμαστε δίκαιοι· το ίδιο ακριβώς και με την υγεία: όχι να ξέρουμε τι είναι αυτή αλλά πώς θα είμαστε υγιείς, και πιο πολύ να έχουμε ευεξία, παρά να γνωρίζουμε τι είναι αυτή» (1216b 23-31).
 
Κατόπιν αυτών εκείνο που μένει να διευκρινιστεί είναι ο τρόπος που ο Αριστοτέλης θα διαχειριστεί ο υλικό του προκειμένου να καταλήξει στα προσωπικά του συμπεράσματα: «… για όλα τα παραπάνω πρέπει να αναζητήσουμε επιχειρήματα πειστικά, χρησιμοποιώντας τα φαινόμενα ως μαρτυρίες και ως παραδείγματα. Το πιο σπουδαίο είναι να συμφωνούν ολοφάνερα οι πάντες μ’ αυτά που θα ειπωθούν. Σε άλλη περίπτωση, θα πρέπει να παρουσιάσουμε μια γνώμη με την οποία θα συνταχθούν σχεδόν οι πάντες σιγά σιγά. Διότι στον καθένα υπάρχει ένα στοιχείο οικείο προς την αλήθεια, και υποχρεωτικά σ’ αυτό θα βασιστούμε για να δείξουμε τι ισχύει περί ευτυχίας· διότι θα προχωρήσουμε με αφετηρία όσα λέγονται μεν αληθινά, πλην όμως όχι και ξεκαθαρισμένα, και μετά θα έρθει και το ξεκαθάρισμα, καθώς θα προσλαμβάνεται κάθε φορά ό,τι είναι πιο γνώριμο ανάμεσα σε όσα συνήθως δε λέγονται με απόλυτη σαφήνεια» (1216b 32-44).
 
Η αριστοτελική μεθοδολογία τίθεται πλήρως ξεκαθαρισμένα. Αρχικά συγκεντρώνονται όλες οι επικρατούσες απόψεις σε σχέση με το θέμα της διερεύνησης. Αφού παρουσιάζονται με σαφήνεια, έρχεται η ώρα της επιχειρηματολογίας, που θα ξεκαθαρίσει το δρόμο προς τις τελικές εκτιμήσεις.
 
Τα επιχειρήματα οφείλουν να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους τα φαινόμενα, καθώς αυτά θα χρησιμοποιηθούν ως παραδείγματα και μαρτυρίες. Επιχειρήματα που στέκονται στον αέρα χωρίς το πρακτικό υπόβαθρο της εμπειρίας δε φαίνεται να χρήζουν ιδιαίτερου ενδιαφέροντος. Η πρακτική εφαρμογή των απόψεων μέσα από τα εμπειρικά φαινόμενα που όλοι γνωρίζουν, όχι μόνο θα τις καταστήσουν κατανοητές, αλλά θα επιβεβαιώσουν και την αλήθεια τους.
 
Το κοινό δεν πρέπει να υποτιμάται. Κάθε άνθρωπος γνωρίζει ψήγματα της αλήθειας. Τα εμπειρικά παραδείγματα θα αναδείξουν αυτά που είναι ήδη γνωστά φέρνοντας στο φως το σύνολο του συλλογισμού που ως εκείνη τη στιγμή λειτουργούσε αποσπασματικά. Το συνονθύλευμα των απόψεων, που ενδέχεται όλες να κρύβουν τη δική τους επί μέρους αλήθεια, τώρα θα ταξινομηθεί με απόλυτη μεθοδικότητα ξεκαθαρίζοντας το τοπίο.
 
Η καταγραφή του συνόλου των απόψεων και η εξονυχιστική κριτική διερεύνηση όλων των οπτικών θα καταδείξουν την επιστημονική συστηματοποίηση που θα οργανώσει τη σκέψη. Θα έλεγε κανείς ότι ο Αριστοτέλης είναι πρόθυμος να μετρήσει οτιδήποτε μετριέται και να καταγράψει οτιδήποτε καταγράφεται.
 
Η φιλοσοφία παρουσιάζεται πριν από όλα ως μέθοδος σκέψης. Και το τελικό της ζητούμενο είναι η απάντηση στο «γιατί»: «σε κάθε γνωστικό τομέα συναντάται διαφορά ανάμεσα σε όσα λέγονται με τρόπο φιλοσοφημένο και σε όσα με μη φιλοσοφημένο. Έτσι και με τα πολιτικά δεν πρέπει να θεωρούμε έργο περιττό την αντίστοιχη θεωρία, αφού με τη θεωρία θα αποκαλυφθεί όχι απλά το “τι” αλλά και το “γιατί”. Αφού το “γιατί” είναι το φιλοσοφημένο σε κάθε γνωστικό τομέα. Σίγουρα όμως το “γιατί” απαιτεί ευλαβική προσοχή» (1216b 44-51).
 
Σε τελική ανάλυση, είναι ζήτημα ζωτικής σημασίας για το φιλοσοφικό λόγο ο διαχωρισμός του «τι» από το «γιατί». Αφενός γιατί αποτελούν δύο ξεχωριστά ζητήματα που πρέπει να ληφθούν σοβαρά σε κάθε φιλοσοφική διερεύνηση κι αφετέρου γιατί ο έλεγχος του ενός θα λειτουργήσει ως μορφή επαλήθευσης του άλλου, είτε επιβεβαιώνοντάς το (οπότε ο συλλογισμός κατοχυρώνεται) είτε ανατρέποντάς το (οπότε ο συλλογισμός διαψεύδεται).
 
Ο Αριστοτέλης είναι σαφής: «Είναι καλό να κρίνει κανείς ξεχωριστά από τη μία τι λέγεται για την αιτία ενός φαινομένου και από την άλλη το ίδιο το φαινόμενο. Αυτό γιατί, πρώτον, δεν πρέπει να στρέφουμε την προσοχή μας μόνο σε όσα αποδεικνύονται μέσω των συλλογισμών αλλά και συχνότερα στα ίδια τα φαινόμενα (στην πραγματικότητα, όταν κάποιοι δεν μπορούν με τα φαινόμενα να βρουν λύση, αναγκάζονται να πιστέψουν σε συλλογισμούς)· και δεύτερον, γιατί πολλές φορές το πόρισμα ενός συλλογισμού μοιάζει μεν αληθινό, πλην όμως όχι για την αιτία που επικαλείται ο συγκεκριμένος συλλογισμός. Διότι υπάρχει η δυνατότητα να δείξεις κάτι αληθές με κάτι το ψευδές» (1217a 12-21).
 
Η αντίληψη ότι οι άνθρωποι «αναγκάζονται να πιστέψουν σε συλλογισμούς» όταν «δεν μπορούν με τα φαινόμενα να βρουν λύση» καταδεικνύει την απόλυτη προτεραιότητα της εμπειρίας σε σχέση με το στοχασμό. Με άλλα λόγια, ο συλλογισμός μπορεί να γίνει αποδεκτός μόνο στο επίπεδο που η εμπειρία αδυνατεί να δώσει απαντήσεις. Κατά συνέπεια, κάθε συλλογισμός που αντιβαίνει της εμπειρίας κρίνεται από θέση αρχής άκυρος.
 
Φυσικά, το πλαίσιο της εποχής αφήνει πολλά περιθώρια συλλογισμών, λόγω του αδύνατου της πειραματικής επαλήθευσης. Όταν το πείραμα καταστεί δυνατό, τότε όλοι οι συλλογισμοί θα πρέπει να αντέξουν στον έλεγχό του. Εκείνοι που δεν επιβεβαιώνονται εγκαταλείπονται ως ψευδείς. Οι συγκρούσεις και οι διχογνωμίες αφορούν τα πεδία της επιστήμης που για λόγους τεχνικούς δεν μπορεί να υπάρξει πείραμα. Όταν οι δυσκολίες ξεπεραστούν το πείραμα θα καταδείξει την αλήθεια. Κι αυτό ακριβώς είναι το πλαίσιο της επιστημονικής μεθοδολογίας.
 
Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια

Η ΜΥΘΙΚΗ ΣΚΕΨΗ

1β. Χιλιάδες παραμύθια, ένα παραμύθι

Τα παραμύθια, το περιεχόμενο των μυθικών διηγήσεων, δεν είναι, όπως εσφαλμένα πιστεύουν πολλοί, παιδικά αφηγήματα, αυθαίρετα ή άστοχα, με σκοπό την απλή διασκέδαση και με κάποιο, ίσως, ηθικό συμβολισμό και συμπέρασμα. Αυτή είναι μια ευτελής, επιφανειακή άποψη. Αντίθετα, κι αυτό το σημειώσαμε ήδη πιο πάνω, τα παραμύθια είναι καταστάλαγμα ζωής, είναι η Σοφία χιλιάδων χρόνων ανθρώπινης ιστορίας, που κατέληξε σε κάποια βασικά συμπεράσματα για τον κόσμο, τις αξίες της ζωής, τον τρόπο που πρέπει να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα. Είναι η Σοφία του Παρελθόντος, ένα σύνολο δεδομένων δοξασιακού χαρακτήρα που όμως επιβεβαιώνει η εμπειρία της ζωής. Αυτή η Σοφία του Παρελθόντος που κατέληξε σε ακλόνητες πεποιθήσεις για την ύπαρξη, την ζωή, την δράση στον κόσμο, διαμόρφωσε σιγά-σιγά κάποια σταθερά θέματα και μια ομοιόμορφη αντίληψη ζωής που διαπιστώνουν όλα τα παραμύθια. Όλα τα παραμύθια μιλάνε για τον ίδιο ηθικό κόσμο. Αυτό θα το αναλύσουμε πιο κάτω.

Αυτή η αποκρυστάλλωση της αντίληψης για την ζωή που είναι αποτέλεσμα σοφής εμπειρίας κι εμπειρικής διαπίστωσης της αλήθειας, προφυλάσσει το Παραμύθι, τα παραμύθια, από την διαστρέβλωση και την φθορά. Τα παραμύθια μιλάνε για τις αιώνιες αξίες της ζωής. Αν και φαίνεται ότι η αλήθεια, η Σοφία της Ζωής, κρύβεται μέσα σε διάφορες, διαφορετικές περιγραφές της ζωής, περιπέτειες της ζωής, στην πραγματικότητα το θέμα είναι πάντα ένα, η αποκατάσταση της αλήθειας, της ζωής, η Ίδια η Ζωή τελικά. Σε όλους τους λαούς ης γης βρίσκονται παραλλαγές των ίδιων θεμάτων για τα οποία οι ειδικοί μελετητές έχουν καταρτίσει και ευρετήρια. Κι όλα τα θέματα πάντα καταλήγουν στο ένα και μοναδικό θέμα, το ίδιο θέμα της ζωής. Όλες αυτές οι διηγήσεις δεν είναι παρά διατυπώσεις και επαναδιατυπώσεις του ίδιου βασικού προβλήματος του ανθρώπου, τι είναι αληθινή ζωή, πως πρέπει να ζει ο άνθρωπος. Όλες αυτές οι διηγήσεις δεν είναι παρά πρακτικές εφαρμογές αυτού του βασικού ερωτήματος. Κι όλες οι διηγήσεις διαπνέονται από την ίδια αντίληψη που διαμόρφωσε η Σοφία της Ζωής, η εμπειρία χιλιάδων χρόνων. Τα παραμύθια λοιπόν δεν είναι ούτε απλά σύμβολα ενός «ομαδικού ασυνειδήτου» (όπως υποστηρίζουν κάποιες ψυχολογικές σχολές) ούτε απλή προγονική μνήμη, όπως θέλουν κάποιες «ερμηνείες». Είναι κάτι πολύ πιο ουσιαστικό. Είναι η Αποκάλυψη της Ζωής όπως είναι, όπως θα έπρεπε να είναι κι όχι όπως την φτιάχνει ο άνθρωπος μέσα στην πολιτισμένη άγνοιά του.

Το Παραμύθι, τα παραμύθια, έχουν στην πραγματικότητα τον ίδιο ανώτερο προορισμό που έχει η Θρησκεία, η Φιλοσοφία κι η Ψυχολογία, να μας αποκαλύψουν την ζωή, την αλήθεια της ζωής. Απλά ακολουθούν άλλο δρόμο. Αντί να ακολουθούν τον δρόμο της άμεσης αποκάλυψης της Θρησκείας ή της εσωτερικής κατανόησης της Φιλοσοφίας και της Ψυχολογίας χρησιμοποιούν την αφηγηματική παραβολή. Αυτή την Ουσία του Παραμυθιού την αποκάλυψε κι ο Ίδιος ο Ιησούς Χριστός στις Παραβολές του. «Είναι σαν», «όπως συμβαίνει εκεί συμβαίνει κι εδώ». Δεν είναι δύσκολο να αναγνωρίσουμε μέσα στο Παραμύθι, μέσα σε όλα τα παραμύθια, το ίδιο Μυητικό Θέμα, την Αποκάλυψη της Αλήθειας, την Κατανόηση της Πραγματικότητας, την Πραγματοποίηση της Αληθινής Ζωής, την Ολοκλήρωση της Ύπαρξης. Σε όλες τις Παραδόσεις γίνεται λόγος για «κάτι που έχει χαθεί». Η ουράνια φύση του ανθρώπου, η επικοινωνία με τον Θεό, ο παράδεισος. Και σε όλες τις Παραδόσεις και τις Φιλοσοφίες αναζητείται ακριβώς αυτό το χαμένο αγαθό.

Εκεί όμως που οι Θρησκείες μιλούν για Μύηση και Μυστήρια και η Φιλοσοφία και η Ψυχολογία για Κατανόηση και Αυτοπραγμάτωση τα παραμύθια δείχνουν πρακτικούς τρόπους δράσης, ηθικές στάσεις και συμπεριφορές, ηρωικές πράξεις που οδηγούν στην Αληθινή Ζωή. Στην πραγματικότητα, κι αυτό έχει σημασία να το προσέξουμε ιδιαίτερα, τα παραμύθια μας μιλούν για κάτι που έχουμε χάσει για κάτι που μπορούμε να βρούμε με την ηθική επιλογή, με τον ηθικό τρόπο ζωής. Δεν είναι θέμα ούτε Γνώσης ή γνώσεων ή πολυμάθειας, αλλά καθαρά θέμα Ηθικής Επιλογής. Πάντα ο Ήρωας του Παραμυθιού, όποιες κι αν είναι οι εξωτερικές περιπέτειές του, φτάνει στο τέλος μπροστά στο δίλλημα μιας ηθικής επιλογής. Και μόνο η Ορθή Επιλογή μπορεί να μας βγάλει από τον λαβύρινθο της άγνοιας στο Φως της Αληθινής Ζωής, στην Αποκατάσταση της Ζωής. Στα παραμύθια, στις διάφορες παραλλαγές του Βασικού Θέματος, της Απώλειας και της Αποκατάστασης, ο Ήρωας πρέπει να αναζητήσει μια χαμένη χώρα, μια χαμένη κατάσταση, ένα πολύτιμο αντικείμενο, μια καλύτερη ζωή. Συχνά ο Ήρωας χάνει την ίδια την ανθρώπινη φύση του και μεταμορφώνεται σε ζώο και πάλι πρέπει να ξαναβρεί την αληθινή φύση του. Άλλοτε χάνει κάποια αίσθηση ή κάποιο μέλος του σώματός του. Στην πραγματικότητα όλα αυτά δεν είναι παρά σύμβολα της ίδιας μας της ζωής, της δικής μας ζωής, πράγματα που συμβαίνουν σε μας τους ίδιους. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το Μήνυμα του Παραμυθιού και η Λυτρωτική κι Εξαγνιστική Λειτουργία του. Ταυτιζόμενοι με τον Ήρωα μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τις ηθικές επιλογές του και τον ορθό τρόπο δράσης του.

Στα παραμύθια, συχνά, ο Ήρωας βοηθιέται από «υπερφυσικές δυνάμεις», από μαγικά αντικείμενα, με τα οποία κατανικά τους εχθρούς του, ξεπερνά τα εμπόδια και φτάνει στο σκοπό του. Στην πραγματικότητα η Αληθινή Δύναμη, Ανεξάντλητη και Πάντα Διαθέσιμη, βρίσκεται Μέσα μας. Είτε σαν Πνευματική Συγγένεια με τον Δημιουργό κι Επίκληση της Θείας Πρόνοιας, είτε σαν Προσευχή ή Συγκέντρωση των πνευματικών δυνάμεων μας, είτε σαν πνευματική προσπάθεια και ηθική συμπεριφορά. Και τα μαγικά εργαλεία, σαν το μαγικό ραβδί, ή τον μαγικό λίθο ή το πολύτιμο πετράδι ή οτιδήποτε άλλο, δεν είναι παρά η ίδια μας η Θέληση, η Αγνή Καρδιά της Ύπαρξής μας, η Ηθική μας, το Φως που έχουμε μέσα μας και που όπως έλεγε ο Μέγας Διδάσκαλος των Παραβολών πρέπει να λάμπει και να μην το αφήσουμε να σβήσει, αλλά να το δυναμώσουμε για να φωτίσουμε τον κόσμο. Η Αληθινή Δύναμη που βρίσκεται Μέσα μας γίνεται το Θείο Πνεύμα, η Καλή Μάγισσα ή η Καλή Νεράιδα, ο Σοφός Γέροντας, ο Οδηγός της Οδού της Αλήθειας. Όλα αυτά τα σύμβολα δείχνουν απλά ένα πνευματικό προσανατολισμό και μια πνευματική επίδραση. Είναι πράγματα που βρίσκονται μέσα μας αλλά κρύβονται, μέσα στην αφήγηση, σε «αντικειμενικές» δυνάμεις. Εδώ ακριβώς χρειάζεται να αποσυμβολίσουμε την αφήγηση, να κατανοήσουμε το Μήνυμα, βλέποντας πως εκφράζεται αυτό σε μας τους ίδιους. Το Πνεύμα, ο Μάγος, η Νεράιδα, ο Σοφός, ο Οδηγός είναι η Ανώτερη Κατάσταση Έμπνευσης Μέσα μας κι όχι κάποια «εξωτερικά» όντα. Με τον ίδιο τρόπο πρέπει να κατανοήσουμε ότι η μαγική δύναμη που κρύβεται σε κάποιο αντικείμενο, στο διαμάντι του κόσμου, στο αθάνατο νερό, στο νερό της ζωής, στην ιερή φωτιά όλα είναι η αναζήτηση κι χρήση της Θέλησης μέσα μας. Είναι Εσωτερικές Στάσεις κι Επιλογές κι όχι «εξωτερικά» αντικείμενα.

Στις διάφορες παραλλαγές των παραμυθιών αυτό που αναζητάμε τελικά (αυτό που αναζητά ο Ήρωας) είναι η Ολοκλήρωση, η Ολοκληρωμένη Ζωή. Μπορεί να είναι ο Χαμένος Παράδεισος, η Ευτυχισμένη Ζωή, Η Αληθινή Σχέση, η Οικογένεια, Πολύτιμα Αντικείμενα, ένας Θησαυρός, ή ο ίδιος ο εαυτός μας (αν έχουμε γίνει «ζώα»), ή κάποια αίσθηση ή λειτουργία (η όραση, η φωνή, ο νους, η ομορφιά) ή κάποιο μέλος του σώματος που τον κάνει «ανάπηρο». Στην πραγματικότητα πάντα μιλάμε για την Αποκατάσταση της Ζωής στην Ολότητά της, στην Ενότητά της και στην Αλήθεια της.

Για κάποιον που θέλει πραγματικά να εισχωρήσει στον Μαγικό Κόσμο του Παραμυθιού και των παραμυθιών γίνεται κατανοητό ότι η Πορεία, το Ταξίδι προς τον Σκοπό, η Επίτευξη, δεν οδηγεί απλά σε μια καλύτερη ζωή, σε μια καλή ζωή ή σε μια αποκατάσταση της εξωτερικής ζωής. Οδηγεί στην Ηθική Επιλογή, σε μια Ηθική Λάμψη και σε μια Πνευματική Κατανόηση ταυτόχρονα. Ο άνθρωπος ολοκληρώνεται σε όλα τα επίπεδα της ύπαρξής του και σε όλα τα πεδία της δράσης του. Ολοκληρώνεται πρακτικά στην εξωτερική ζωή, Ηθικά και Πνευματικά. Αν αυτό σε κάποια παραμύθια υπονοείται σε κάποια άλλα γίνεται σαφής αναφορά. Σαν τον Μυθικό Ερμή που διαθέτει τον πέτασο, το κηρύκειο και τα φτερωτά σανδάλια που του δίνουν κυριαρχία στον κόσμο του νου, στον κόσμο των ηθικών επιλογών και στον εξωτερικό κόσμο, κάθε ήρωας κατακτά τις δικές του δυνάμεις για να κυριαρχήσει στους Τρεις Κόσμους, και να Επιτύχει την Πνευματική Κατανόηση, την Ηθική Αγνότητα, την Ενάρετη Δράση. Στην Γλώσσα του Παραμυθιού αυτά τα σύμβολα γίνονται ο μαγικός σκούφος που σου δίνει την παντογνωσία, το μαγικό ραβδί που σου δίνει παντοδυναμία και οι μαγικές μπότες ή τα μαγικά παπούτσια που σου δίνουν πανταχού παρουσία, για να μπορείς να ενεργείς όπου υπάρχει ανάγκη κι είναι απαραίτητο.

Στην πραγματικότητα ο Λόγος του Παραμυθιού λέει με απλά λόγια αυτό που στον Θρησκευτικό Συμβολισμό λένε τα Μυστήρια (και η Μύηση), το Βάπτισμα, το Χρίσμα και η Θεία Κοινωνία. Βρίσκουμε αυτόν τον Συμβολισμό σε πολλά Μυητικά Τάγματα (Στέφανος, Σκήπτρο, Υποδήματα) ακόμα και στον Μεσαιωνικό Ιπποτισμό (Περικεφαλαία, Σπαθί, Μπότες με σπιρούνια). Τελικά, όλα τα παραμύθια είναι Ένα Παραμύθι, το Παραμύθι της Ζωής, Μύηση στην Αληθινή Ζωή.

Η Αγάπη απαιτεί να είμαστε δυνατοί

Αγάπη και ουσιαστική πραγματικότητα του κόσμου μας αποτελούν καθώς φαίνεται δυο μεγάλους αντιθετικούς παράγοντες και δυνάμεις. Από τη μια μεριά, ο άνθρωπος μπορεί να ξέρει ότι μόνον όταν είναι ευπρόσιτος μπορεί αληθινά να προσφέρει και ν’ αποδεχτεί αγάπη. Ταυτόχρονα όμως ξέρει ότι αν αποκαλύψει το πόσο ευπρόσιτος είναι στην καθημερινή ζωή συχνά κινδυνεύει να τον εκμεταλλευτούν, να επωφεληθούν απ’ αυτόν. Νιώθει πως αν κρατήσει σε εφεδρεία ένα τμήμα του εαυτού του για να προστατέψει το ευπρόσιτο του, θα δέχεται πάντα από τους άλλους μόνο το μέρος της αγάπης που προσφέρει. Έτσι, η μοναδική πιθανότητα που έχει για μια βαθιά αγάπη είναι να προσφέρει όλα όσα διαθέτει. Όμως, ανακαλύπτει πως αν δίνει όλα όσα έχει συχνά μένει μ’ ελάχιστα ή τίποτα από μέρους των άλλων.

Ξέρει ότι πρέπει να εμπιστεύεται και να πιστεύει στην αγάπη. Ωστόσο, αν εκφράσει την εμπιστοσύνη και την πίστη του, η κοινωνία δε διστάζει να τον εκμεταλλευτεί και να τον θεωρήσει τρελό. Αν έχει ελπίδα στην αγάπη και ξέρει ότι μόνο με την ελπίδα, που μπορεί να κάνει το όνειρο, μιας όλο αγάπη ανθρωπότητας, πραγματικότητα η κοινωνία θα τον γελοιοποιήσει σαν έναν ιδεαλιστή ονειροπόλο. Αν δεν αποζητά την αγάπη σαν μανιακός, θα τον υποπτευτούν ότι είναι ανίκανος, ή ότι έχει «παράξενα γούστα». Ωστόσο, ξέρει ότι την αγάπη δεν την επιδιώκεις, υπάρχει παντού, και το να την αναζητάς είναι αυταπάτη, κοροϊδία. Η αγάπη κι η καθημερινή πρακτική του σημερινού κόσμου μοιάζουν απομακρυσμένες καταστάσεις, μίλια μακριά. Δεν είναι ν’ απορούμε λοιπόν που τόσο πολλοί άνθρωποι δεν έχουν το κουράγιο να προσπαθήσουν να γεφυρώσουν αυτό το χάσμα, γιατί από πρακτικής πλευράς το χάσμα μοιάζει αγεφύρωτο. Ο άνθρωπος έχει την κατανόηση και την παρόρμηση για ωρίμανση μέσα στην αγάπη, αλλά η κοινωνία καθιστά αυτή την παρόρμηση δύσκολη στην πράξη. Η πραγματικότητα της κοινωνίας διαφέρει από την πραγματικότητα της αγάπης. Η δύναμη να πιστεύεις στην αγάπη, χωρίς να κινείσαι σ’ έναν ασφαλή περίγυρο, είναι κάτι περισσότερο απ’ αυτό που μπορούν να δεχτούν οι περισσότεροι άνθρωποι. Έτσι, βρίσκουν ότι είναι πιο εύκολο ν’ αφήσουν την αγάπη κατά μέρος, να τη φυλάξουν μόνο για ειδικούς ανθρώπους, ή για μοναδικές ευκαιρίες και να συμμαχήσουν με την κοινωνία.

Για να μένεις ανοικτός στην αγάπη, να εμπιστεύεσαι και να πιστεύεις στην αγάπη, να έχεις ελπίδες στην αγάπη και να ζεις με την αγάπη, χρειάζεσαι την πιο μεγάλη δύναμη. Αυτός ο όρος τόσο σπάνια βιώνεται μέσα στην πραγματική ζωή, ώστε οι άνθρωποι δεν ξέρουν πώς να συμπεριφερθούν μαζί του, ακόμη κι όταν ανακαλύπτουν ότι τον διαθέτουν. Δηλητήριασαν ένα Σωκράτη. Η κοινωνία έχει λίγο χώρο για την τιμιότητα, την τρυφερότητα, την καλοσύνη ή το ενδιαφέρον. Όλ’ αυτά θεωρούνται σαν εμπόδια στην «πορεία του κόσμου». Αυτό το φαινόμενο υπήρξε η βάση για σπουδαία φιλολογικά έργα αρχίζοντας από την Πολιτεία του Πλάτωνα και τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφκι, ως τον Αλέξη Ζορμπά του Νίκου Καζαντζάκη και τον Ναζαρηνό του Λιουίς Μπουνιουέλ. Μοιάζει σχεδόν σαν ένα παιχνίδι. Οι άνθρωποι αποζητούν μια φυσιογνωμία για να την εξάρουν. Επιλέγουν προσεχτικά το άτομο αυτό, περνούν λίγο καιρό πεσμένοι στα πόδια του με λατρεία, κι ύστερα βρίσκουν μεγάλη ικανοποίηση σφαγιάζοντάς το. Μοιάζει σα να μη μπορούν ν’ ανεχτούν την τελειότητα σαν να τους αναγκάζει να δουν τον εαυτό τους, σαν να τους παρακινεί ν’ αλλάξουν, – κι όλες αυτές οι σκέψεις είναι τόσο δυσάρεστες κι επίπονες! Είναι πιο εύκολο να μη βλέπουν ούτε να ενδιαφέρονται για τον εαυτό τους, να μην ασχολούνται με την τελειότητα. Έτσι μπορούν να είναι ευχαριστημένοι με τις ατέλειές τους.

Είναι γεγονός ότι ο άνθρωπος δε ζει μέσα σ’ έναν κόσμο όπου όλοι αγαπιούνται. Αν σχετιστεί με τον κόσμο των ανθρώπων είναι το πιο πιθανό ότι θα συναντήσει εγωισμό, σκληρότητα απάτη, εκμετάλλευση και διάθεση για παρασιτικές πράξεις. Αν εξαρτηθεί από τον πραγματικό κόσμο, έξω από τον εαυτό του, για ενίσχυση, θ’ απογοητευτεί και γρήγορα θ’ ανακαλύψει ότι η κοινωνία κι οι άνθρωποι δεν είναι καθόλου τέλειοι. Γιατί η κοινωνία του δημιουργήθηκε από καθόλου τέλειους ανθρώπους. Για να τα βγάλει πέρα μ’ αυτά που ανακαλύπτει και να εξακολουθήσει να ζει μέσα στην αγάπη χρειάζεται μεγάλη δύναμη. Θα επιβιώσει μόνο αν αυτή η δύναμη βρίσκεται μέσα του. Δεν πρέπει να προσφέρει την αγάπη του στον κόσμο, κι αν απορριφθεί να κατηγορεί τον κόσμο για την αναισθησία του. Αν δε βρει καθόλου αγάπη, μπορεί να κατηγορήσει μόνο τον εαυτό του που δεν είχε αγάπη. Πρέπει να έχει την αγάπη εξασφαλισμένη μέσα του. Πρέπει ν’ αφιερώσει τον εαυτό του στην αγάπη, να είναι αποφασιστικός κι ακλόνητος με την αγάπη του.

Δεν πρέπει να είναι σαν τον ανόητο Αφελή του Βολταίρου και ν’ αναγνωρίζει μόνο καλοσύνη ακόμη κι εκεί που υπάρχει το κακό. Πρέπει να γνωρίζει και το κακό, το μίσος και την απάτη σαν πραγματικά φαινόμενα, αλλά πρέπει να βλέπει την αγάπη σαν μεγαλύτερη δύναμη. Δεν πρέπει ν’ αμφιβάλλει γι’ αυτό, έστω και για μια στιγμή, γιατί τότε χάθηκε. Η μοναδική του σωτηρία είναι ν’ αφιερώσει τον εαυτό του στην αγάπη, με τον ίδιο τρόπο όπως έκανε ο Γκάντι κηρύσσοντας τη μη-βία, όπως ο Σωκράτης με την αλήθεια. Μόνο τότε θα βρούμε τη δύναμη να καταπολεμήσουμε τις δυνάμεις της αμφιβολίας, της σύγχυσης και της αντίθεσης- Ο άνθρωπος δεν πρέπει να εξαρτιέται από κανέναν κι από τίποτα για ενίσχυση κι εξασφάλιση εκτός από τον εαυτό του. Αυτός ο δρόμος μπορεί να είναι μοναχικός, αλλά θα είναι λιγότερο μοναχικός αν ο άνθρωπος κατανοήσει τα παρακάτω:
Το βασικό του λειτούργημα είναι να βοηθήσει στην αναδίπλωση του αληθινού Εαυτού του.

Ισότιμο μ’ αυτό το λειτούργημα είναι να βοήθα τους άλλους να γίνουν δυνατοί και να τελειοποιηθούν σαν μοναδικά άτομα.

Θα το κάνει αυτό καλύτερα δίνοντας σ’ όλους την ευκαιρία να δείξουν τα αισθήματα τους, να εκφράσουν τις βλέψεις τους και να μοιραστούν τα όνειρά τους.

Πρέπει να βλέπει τις δυνάμεις που χαρακτηρίζονται «κακές» σαν να προέρχονται από άτομα που υποφέρουν και που, όπως ο ίδιος, είναι «ανθρώπινα», ζώντας μέσα στη διαδικασία της προσπάθειας να τελειοποιηθούν σαν «πλάσματα».

Πρέπει να καταπολεμά αυτές τις δυνάμεις του κακού, μέσα από μια δραστήρια αγάπη που βαθιά ασχολείται κι ενδιαφέρεται για την ελεύθερη αναζήτηση της αυτοανακάλυψης του κάθε ατόμου.

Πρέπει να πιστεύει ότι δεν είναι ο κόσμος άσχημος, πικρόχολος και καταστρεπτικός, αλλά είναι έτσι όπως ο άνθρωπος έχει κάνει τον κόσμο να φαίνεται.

Πρέπει να είναι ένα πρότυπο. Όχι πρότυπο τελειότητας – μια κατάσταση που δεν τη φτάνει συχνά ο άνθρωπος – αλλά ένα πρότυπο ανθρώπινου πλάσματος. Γιατί το να είναι ένα καλό ανθρώπινο πλάσμα είναι το σπουδαιότερο που μπορεί να είναι.

Πρέπει να μπορεί να συγχωρεί τον εαυτό του επειδή είναι λιγότερο τέλειος.

Πρέπει να καταλάβει ότι η αλλαγή είναι αναπόφευκτη και πως το να πορεύεται μέσα στην αγάπη και στην αυτο-υλοποίηση, είναι πάντα καλό.

Πρέπει να πειστεί ότι τη συμπεριφορά για να τη μάθει, πρέπει να τη δοκιμάζει. «Ζω σημαίνει κάνω».

Πρέπει να μάθει ότι δεν μπορεί ν’ αγαπηθεί απ’ όλους τους ανθρώπους. Ότι αυτό είναι το ιδανικό. Μέσα στον κόσμο των ανθρώπων, αυτό το ιδανικό δε βρίσκεται συχνά.

Πρέπει να γίνει ο πιο όμορφος καρπός που υπάρχει στον κόσμο, ώριμος, ζουμερός, γλυκός, και να προσφερθεί σε όλους. Αλλά πρέπει και να θυμάται ότι θα υπάρξουν άνθρωποι που δεν τους αρέσουν αυτοί οι καρποί.

Πρέπει να καταλάβει πως αν γίνει ο πιο όμορφος καρπός του κόσμου και σε κάποιον τον οποίο αγαπά δεν αρέσουν αυτοί οι καρποί, έχει την επιλογή ν’ αλλάξει και να γίνει ένας άλλος καρπός. Αλλά πρέπει και να τον προειδοποιήσουμε πως αν γίνει ένας άλλος καρπός θα είναι πάντα δεύτερης ποιότητας. Μόνο ο καρπός που πραγματικά είναι, θα ‘ναι πάντα ο καλύτερος.

Πρέπει να συνειδητοποιήσει πως αν επιλέξει να είναι ένας δεύτερης ποιότητας καρπός, διατρέχει τον κίνδυνο αυτός που αγαπά ν’ ανακαλύψει το δεύτερο της ποιότητας, κι επειδή θέλει μόνο το καλύτερο, να τον απορρίψει. Μπορεί τότε να σπαταλήσει την υπόλοιπη ζωή του προσπαθώντας να γίνει ο καλύτερος άλλος καρπός – πράγμα αδύνατο αφού είναι άλλος – ή μπορεί πάλι να ξαναγίνει αυτό που ήταν.

Πρέπει να προσπαθήσει ν’ αγαπά όλους τους ανθρώπους, έστω κι αν όλοι δεν τον αγαπούν. Δεν αγαπάς για να σ’ αγαπήσουν αγαπάς για χάρη της αγάπης.

Δεν πρέπει ν’ απορρίπτει κανέναν άνθρωπο, γιατί έχει συνειδητοποιήσει ότι είναι τμήμα του κάθε ανθρώπου κι αν απορρίπτει έστω κι έναν άνθρωπο είναι σαν ν’ απορρίπτει τον εαυτό του.

Πρέπει να ξέρει πως αν αγαπά όλους τους ανθρώπους κι απορριφθεί από έναν, δεν πρέπει ν’ αποτραβηχτεί με φόβο, πόνο, απογοήτευση ή θυμό. Δεν είναι λάθος του άλλου. Απλά δεν ήταν έτοιμος γι’ αυτά που του προσφέρονταν. Η αγάπη δεν του προσφέρθηκε με όρους. Έδωσε αγάπη επειδή στάθηκε αρκετά τυχερός ώστε να έχει για να δώσει, επειδή ένιωθε χαρά δίνοντας, και δεν έδωσε μόνο και μόνο επειδή θα ’παίρνε κάτι σαν αντάλλαγμα.

Πρέπει να καταλάβει πως αν κάποιος απόρριψε την αγάπη του, υπάρχουν εκατοντάδες άλλοι που την περιμένουν. Η ιδέα ότι δεν υπάρχει παρά μόνο μια σωστή αγάπη είναι αυταπάτη. Υπάρχουν πολλές σωστές αγάπες.

Αυτές οι σκέψεις θα σας βοηθήσουν ν’ αποκτήσετε δύναμη σαν άτομο που αγαπά, γιατί το ν’ αγαπάς θ’ απαιτήσει να έχεις συνέχεια τη λεπτότητα του πολύ σοφού, την ευελιξία του παιδιού, την ευαισθησία του καλλιτέχνη, την κατανόηση του φιλόσοφου, την ανεκτικότητα του άγιου, την ανεξιθρησκεία του αφοσιωμένου, τη γνώση του λόγιου, και τη γενναιότητα του σίγουρου. Πολλά προτερήματα! Μα όλ’ αυτά θα ωριμάσουν μέσα σ’ αυτόν που επιλέγει ν’ αγαπά, γιατί είναι κιόλας τμήμα του δυναμικού του και θα υλοποιηθούν μέσα από την αγάπη. Το ζήτημα είναι λοιπόν ν’ αγαπάς τον τρόπο με τον οποίο αγαπάς.

Τσαρλς Μπουκόφσκι: Οδηγός για μια καλύτερη ζωή

Ψάχνετε να βρείτε πράγματα που θα σας βοηθήσουν για να ζήσετε μία τρομερή ζωή; Η καλύτερη πηγή είναι ο Τσαρλς Μπουκόφσκι, ο Αμερικανός συγγραφέας, ποιητής και μυθιστοριογράφος, που μοιράστηκε τις «αφιλτράριστες» απόψεις του για τα πάντα, από την τέχνη μέχρι το θάνατο. Απολαύστε τη σοφία του μέσα από τις πολύτιμες συμβουλές του, μέσα από γνωστά αποσπάσματα.

      1. Μην συμβιβάζεστε

«Ήθελα όλο τον κόσμο ή τίποτα».
Δεν θα έπρεπε να συμβιβάζεστε με τίποτα λιγότερο από αυτό που απολύτως αξίζετε ή επιθυμείτε. Προσπαθήστε για το καλύτερο και μην δέχεστε τίποτα άλλο εκτός από αυτό που θα σας ικανοποιήσει πλήρως. Δεν έχει αξία να παρατήσετε τους στόχους σας απλά και μόνο για να συμβιβαστείτε για κάτι λιγότερο που θα σας αφήσει να εύχεστε για κάτι περισσότερο και να ζείτε μέσα στη θλίψη.

  1. Αγαπήστε τον εαυτό σας

«Ποτέ δεν γνώρισα κανέναν άλλο άνδρα, ο οποίος θα προτιμούσα να είμαι. Και ακόμα και αν αυτό είναι μια αυταπάτη, είναι μια τυχερή αυταπάτη».
Κανείς δεν είναι τέλειος, αυτό είναι σίγουρο, αλλά δεν υπάρχει λόγος να τυραννάτε τον εαυτό σας για αυτό το λόγο. Σταματήστε να κριτικάρετε το κάθε τι στον εαυτό σας, κάθε τι που θα μπορούσατε να αλλάξετε και δείξτε στον εαυτό σας λίγη αγάπη. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να προσπαθείτε για αυτοβελτίωση, αλλά απλά γίνετε ο μεγαλύτερος θαυμαστής του εαυτού σας, ό,τι και αν συμβαίνει.

  1. Ζήστε τη ζωή στο έπακρο

«Αυτό που είναι τρομερό, δεν είναι ο θάνατος αλλά οι ζωές που οι άνθρωποι ζουν ή δεν ζουν μέχρι να πεθάνουν» – «Μερικοί άνθρωποι δεν τρελαίνονται ποτέ. Πραγματικά τι απαίσιες ζωές θα πρέπει να ζουν».
Θέλετε να κάνετε ελεύθερη πτώση αλλά δεν το έχετε κάνει ποτέ; Κάντε το βήμα. Θέλετε να πάρετε πτυχίο στην ιστορία της τέχνης αλλά δεν ξέρετε σε τι θα σας χρησίμευε; Είναι καιρός να γραφτείτε. Έχετε μόνο μια ζωή, οπότε καλύτερα να τη ζήσετε στο έπακρο , τώρα αμέσως. Γιατί να περιμένετε για αργότερα;

  1. Μην φοβάστε τον πόνο, χωρίς αυτόν δεν θα μπορούσατε να βιώσετε την ευτυχία.

«Πρέπει να πεθάνεις μερικές φορές, πριν μπορέσεις πραγματικά να ζήσεις»
Πόνος, θλίψη, θυμός, άγχος – αρνητικά αισθήματα σαν και αυτά μπορεί να είναι επίπονα μερικές φορές. Όμως, δεν μπορείς να εκτιμήσεις πλήρως τα καλά συναισθήματα που έχει να σου προσφέρει η ζωή χωρίς πρώτα να βιώσεις τα άσχημα. Οπότε, όταν νομίζετε πως έχετε πιάσει πάτο, θυμηθείτε πως ο μόνος δρόμος πλέον είναι η ανηφόρα και ο πόνος που νιώθετε τη συγκεκριμένη στιγμή θα κάνει την ευτυχία πιο γλυκιά αργότερα.

  1. Να είστε ο εαυτός σας και χωρίς ντροπή να το εκφράζετε σε ο,τιδήποτε κάνετε.

«Είναι καλύτερο να κάνετε κάτι βαρετό με στυλ, παρά κάτι επικίνδυνο χωρίς στυλ».
Μην φοβάστε να είστε ο εαυτός σας – ο Τσαρλς Μπουκόφσκι σίγουρα δεν δίσταζε. Πάντα να δείχνετε τον πραγματικό σας εαυτό και τον πραγματικό σας χαρακτήρα. Είναι καλύτερα να ζήσετε πραγματικά παρά να προσπαθείτε να προσποιείστε να γίνετε κάτι που δεν είστε, μόνο και μόνο για να είστε αρεστοί στους άλλους. Άλλωστε, ποιος νοιάζεται για το τι πιστεύουν οι άλλοι;

  1. Είστε δυνατότεροι απ’ ότι νομίζετε

«Μερικές φορές σηκώνεστε απ’ το κρεβάτι το πρωί και σκέφτεστε δεν πρόκειται να τα καταφέρω, αλλά γελάτε μέσα σας… θυμηθείτε όλες τις στιγμές που έχετε νιώσει έτσι».
Η ζωή είναι γεμάτη δοκιμασίες και δυσκολίες – το ξέρετε, και πιθανόν το έχετε ζήσει πολλές φορές. Παρ’ όλα αυτά πάντα καταφέρνετε να επιβιώσετε αυτές τις δύσκολες στιγμές. Θυμηθείτε πάντα πως είστε δυνατότεροι απ’ ότι νομίζετε και ότι το έχετε μέσα σας αυτό που χρειάζεται για να ξεπεράσετε τις δυσκολίες.

  1. Μην φοβάστε τον θάνατο

«Έχω τον θάνατο μέσα στην αριστερή μου τσέπη. Μερικές φορές τον βγάζω έξω και του μιλάω: Γεια σου μωρό μου, τι κάνεις; Πότε θα έλθεις να με πάρεις; Θα είμαι έτοιμος» – «Δεν υπάρχει τίποτα για να θρηνήσεις για τον θάνατο, περισσότερο απ’ ότι δεν υπάρχει για να θρηνήσεις για ένα λουλούδι που μεγαλώνει».
Ο θάνατος είναι αναπόφευκτος, οπότε γιατί να περάσεις τη ζωή σου ανησυχώντας για αυτόν; Αντί να τρελαίνεστε για το πότε θα πεθάνετε, επωφεληθείτε από τη ζωή που έχετε. Είναι πολύ πιο χρήσιμο να γιορτάζετε τη ζωή από το να φοβάστε τον θάνατο, και μάλλον θα είστε πολύ πιο ευτυχισμένοι.

  1. Έχετε εμπιστοσύνη στον εαυτό σας

«Το πρόβλημα με τον κόσμο είναι ότι οι έξυπνοι άνθρωποι είναι γεμάτοι αμφιβολίες»
Είστε καταπληκτικοί και το μόνο που έχετε να κάνετε για να αφήσετε να λάμψουν τα πραγματικά σας ταλέντα είναι να τα πιστέψετε. Έχετε απόλυτη εμπιστοσύνη στον εαυτό σας και ίσως εκπλαγείτε με όσα μπορείτε να καταφέρετε.

  1. Υπάρχουν πολύ χειρότερα πράγματα από την μοναξιά.

«Υπάρχουν πολύ χειρότερα πράγματα από το να είσαι μόνος, όμως συχνά παίρνει δεκαετίες να το συνειδητοποιήσετε και συχνά όταν το κάνετε είναι πολύ αργά και δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το πολύ αργά» – «Δεν ήμουν μισάνθρωπος ούτε μισογύνης, αλλά μου άρεσε να είμαι μόνος μου. Ένιωθα ωραία να κάθομαι μόνος σε έναν μικρό χώρο, να καπνίζω και να πίνω. Ήμουν πάντα καλή παρέα για τον εαυτό μου».
Είναι εύκολο να φοβάσαι να είσαι μόνος σου, και η συντροφιά των άλλων πολλές φορές λειτουργεί σαν δίκτυ ασφαλείας. Όμως, υπάρχουν πολύ χειρότερα πράγματα από τη μοναξιά, και δεν υπάρχει λόγος να παγιδευτείτε στο να είστε μόνος σας όταν αυτός ο χρόνος μπορεί να «δαπανηθεί» σε πιο ικανοποιητικά και χαρούμενα πράγματα. Μάθετε να εκτιμάτε τον εαυτό σας χωρίς να υπάρχουν άλλοι και εκτιμήστε τον χρόνο που περνάτε μόνοι σας.

  1. Η ζωή απλά συμβαίνει, μην την παίρνετε πάντα τόσο σοβαρά.

Απρόσμενα, ακόμα και τρελά πράγματα είναι βέβαιο ότι θα συμβούν στη ζωή και μερικές φορές απλά θα πρέπει να τα δέχεστε. Μην παγιδεύεστε στην τελειότητα και φροντίστε να ξελαφρώνετε μερικές φορές. Δεν υπάρχει λόγος να παίρνετε τα πάντα σοβαρά και μερικές φορές το μόνο που χρειάζεται είναι να διασκεδάσετε!

Στόχος-εμπόδιο-αποτέλεσμα: η εξίσωση που πάντα θα παλεύουμε να λύσουμε

Μας κυνηγούν πολλά πράγματα καθημερινά. Σκέψεις, ανασφάλειες, φοβίες. Πελαγώνουμε στην προσπάθεια του πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα ευνοϊκό περιβάλλον γύρω μας, για να μπορέσουμε να ανταπεξέλθουμε σε ό, τι μας φέρει το μέλλον. Βάζουμε στόχους, που προσπαθούμε να τους πετύχουμε, φτάνοντας σχεδόν καθημερινά στο εκατό τοις εκατό των ορίων μας. Εμπόδια εμφανίζονται για να μας σταματήσουν, τις περισσότερες φορές τα καταφέρνουν, μα πάντα αν θέλεις κάτι και είσαι αφοσιωμένος σ’ αυτό βρίσκεις έναν τρόπο να φέρεις ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Οι ανάγκες δεν τελειώνουν ποτέ. Πάντα κάτι θα χρειάζεται παραπάνω, για να μας δίνει εφόδια να συνεχίζουμε. Και πάμε πάλι από την αρχή. Στόχοι- Εμπόδια- Αποτέλεσμα. Στόχοι- Εμπόδια- Αποτέλεσμα. Κάθε μέρα. Αυτά τα τρία πράγματα ποτέ μα ποτέ δεν πάνε ξεχωριστά. Πάντα υπάρχει ο στόχος, που φέρνει τα εμπόδια, που επηρεάζουν το αποτέλεσμα. Όπως είπε και η Μαρία Σολομού ως πολυαγαπημένη Ράνια: «Όταν ο στόχος συναντά τα εμπόδια, το αποτέλεσμα της σύγκρουσης είναι η ζωή που καταλήγουμε να ζούμε». Έχει ένα δίκιο εδώ που τα λέμε. Πάμε, όμως πρώτα, να δούμε το καθένα ξεχωριστά.

Στόχος

Πολλά γνωμικά και παροιμίες έχουν γραφτεί για τους στόχους και για τον λόγο ύπαρξής μας εξαιτίας αυτών. Για την αυτοπεποίθηση και την προσωπική ευχαρίστηση που νιώθουμε όταν τα καταφέρνουμε. «Exitus acta probat», είπε ο Οβίδιος. Η μετάφραση της φράσης είναι πως ο σκοπός δικαιώνει την πράξη. Με πιο απλά λόγια λέμε πως οι στόχοι μας καθορίζουν. Μπορεί να είναι εφικτοί. Για κάποιους άλλους ουτοπικοί. Πάντα έχουμε την ανασφάλεια και τις ερωτήσεις του τύπου αν είμαστε αρκετοί ή αν τα καταφέρουμε. Κάθε αρχή και δύσκολη. Όπως κι αν είναι, όταν βάζουμε υψηλούς στόχους, είτε καταφέρουμε να τους πετύχουμε, είτε όχι, πάντα έχουμε πάρει αρκετές γνώσεις ώστε να συνεχίσουμε στον ίδιο δρόμο ή σε διαφορετικό. Για να πας στην Ιθάκη, πρέπει  να ξεκινήσεις το ταξίδι σου.

Εμπόδια

Είναι αυτές οι μικρές (ή και μεγάλες) αναποδιές που καταφέρνουν να μπαίνουν στη μέση, με μόνο σκοπό να μας αποθαρρύνουν και να μας βγάλουν από το δρόμο του στόχου. Έχουν σκοπό, βέβαια, άθελά τους (ή και ηθελημένα), να μας διδάξουν και να μας δείξουν τις τρύπες που έχουμε και δεν τις βλέπουμε. Πολλές φορές αποκαρδιωνόμαστε, δε θέλουμε να συνεχίσουμε και σκεφτόμαστε να τα παρατήσουμε. Είναι οι στιγμές που πιστεύουμε πως οι δυνάμεις και γνώσεις μας δεν είναι αρκετές για να πάμε ένα βήμα παραπέρα. Και εδώ είναι που την πατάμε. Ό, τι δε γνωρίζουμε, είναι αυτό που δεν έχουμε ψάξει αρκετά. Και η μπάλα συνεχίζει και γυρίζει, καθώς παίρνουμε σιγά- σιγά πίσω το κουράγιο μας, για να συνεχίσουμε την ανηφόρα.

Αποτέλεσμα

Τα αποτελέσματα ποικίλουν και εξαρτώνται από το πόσο παλέψαμε, τις συγκυρίες τις οποίες βρισκόμαστε και τους χειρισμούς τους οποίους κάναμε. Άλλες φορές είναι θριαμβευτικά. Καμαρώνουμε για τους στόχους που επιτύχαμε, ξεπερνώντας τα εμπόδιά τους. Άλλες είναι απλός ικανοποιητικό το αποτέλεσμα. Λέμε πως μπορούμε να πάμε και καλύτερα. Με αυτό τον τρόπο, έχουμε τις δύο επιλογές. Να το συνεχίσουμε ή να μείνουμε με αυτό που καταφέραμε, όταν βλέπουμε πως μας αξίζει και μας ικανοποιεί. Τέλος, άλλες πάλι η αποτυχία μας χτυπά την πόρτα. Δεν είναι λόγος να το βάλουμε κάτω. Είναι η ευκαιρία μας να προσπαθήσουμε ξανά και να βάλουμε πιο γερά θεμέλια. Ή βρίσκουμε αυτό που μας ταιριάζει καλύτερα. Πολλά μπορούν να συμβούν.

Όλα τα παραπάνω πάνε πακέτο. Δεν στηρίζεται το ένα χωρίς τα υπόλοιπα. Άλλωστε, αυτή είναι και η μαγεία τους. Να μπλέκονται όλα μαζί και να μας κάνουν τη ζωή δύσκολη. Αλλά, η ανταμοιβή; Η ανταμοιβή είναι η ανάσα που παίρνουμε για να συνεχίσουμε σε άλλους, πιο μακρινούς στόχους. Έρχεται αργά; Γρήγορα; Με χελώνα κουτσή από την Κίνα; Δεν έχει σημασία. Έρχεται. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε για να τα αντιμετωπίσουμε όλα αυτά είναι να περιμένουμε. Θέλει υπομονή η δικαίωση. Υπομονή και συνεχή μάθηση. Δύσκολα και τα δύο, αλλά χωρίς λίγη ταλαιπωρία, δεν έχει γλύκα.

Αισχύλος: το βασίλειο του φόβου και της αγωνίας

ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΩΝΙΑΣ
 
Στον τραγικό κόσμο του Αισχύλου, ο φόβος, από όλα τα ανθρώπι­να συναισθήματα, είναι αυτός του οποίου η παρουσία γίνεται πε­ρισσότερο αισθητή. Και πρέπει να είμαστε ευγνώμονες προς τον Β. Snell, που μας το έδειξε τόσο καλά με τη μελέτη του, που φέρει τον τίτλο: Aischylos und das Handeln im Drama[1]. Με μιαν έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε για όλο το θέατρο του Αισχύλου, αυτό που λέει για τις πρώτες του τραγωδίες, πως ό,τι ακούμε μέσα σε αυτές «δεν είναι παρά η παθιασμένη κραυγή της αγωνίας». Και αυτό κά­νει το θέατρο του Αισχύλου να ξεχωρίζει, όταν το συγκρίνουμε με τις άλλες τραγωδίες που μας έχουν σωθεί[2].
 
Κλασική δεν είναι η εξ υπαρχής ενότητα, αλλά η ενότητα του αγώνα, η συμφιλιωμένη διχοστασία, η γιατρεμένη αγωνία (B. Snell)
 
Φυσικώ τω λόγω, αυτόν τον φόβο και αυτή την αγωνία τα εκ­φράζει συνήθως ο χορός, καθώς είναι αρκετά στενά εμπλεγμένος στη δράση, ώστε τούτη να τον επηρεάζει έντονα, ενώ συγχρόνως παραμένει, από τη φύση του, ανίκανος να την διεξαγάγει ο ίδιος. Με εξαίρεση τις Χοηφόρες και τις Ευμενίδες, όλοι οι χοροί του Αι­σχύλου αποτελούνται από τρομαγμένους ανθρώπους. […] Μπορούμε να πούμε συνοψίζοντας, ότι ο φόβος στον Αισχύλο, εί­ναι κατά κάποιο τρόπο η ίδια η ανθρώπινη δυστυχία. Πράγμα που μας το δείχνει παραδειγματικά ένα χωρίο του Προμηθέως, όπου οι Ωκεανίδες οικτίρουν τη μοίρα της Ιούς και τα τρομερά της πήμα­τα, λύματα, δείματα (δυστυχίες, φρίκες, τρόμους) που τους παγώ­νουν την καρδιά (690)· αυτό μας δείχνει, ακόμα πιο έντονα και το χορικό των Χοηφόρων, όπου οι αιτίες της δυστυχίας του ανθρώ­που καλούνται δεινά δειμάτων άχη (586), χωρίο που χωρίς αμφι­βολία, όπως το δείχνουν τα συμφραζόμενα αναφέρεται στα τέρα­τα, αλλά που θα σήμαινε επιλέξει μεταφρασμένο: «οι φοβερές ωδί­νες των τρόμων»[3].
     
Η ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ
 
Υπάρχουν δύο τρόποι να δαμάσει κανείς τον φόβο· και οι δύο όμως συνδέονται με την ιδέα κάποιων νόμιμων ποινών. Δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο αναφέρονταν ως ευχές, ο ένας στην αρχή, ο άλλος στο τέλος της Ορέστειας.
 
1.      Δίας Σωτήρας
 
Στην αρχή του Αγαμέμνονος, ο χορός έχει έναν φόβο, ακαθό­ριστο, συγκεχυμένο. Φοβάται εξαιτίας των χρησμών, εξαιτίας της δικής του κρίσης, φοβάται χωρίς να γνωρίζει τι ακριβώς φοβάται. Αλλά στο μέσο ακριβώς του χορικού, όταν κάνει λόγο για την αγωνία του, σταματάει μια στιγμή για να προσευχηθεί στον Δία. Γιατί έχει εμπιστοσύνη στον Δία. Ο Δίας μόνο μπορεί να του επι­τρέψει να αποβάλει την ακαθόριστη ανησυχία που τον διακατέχει: «Μόνο τον Δία αναγνωρίζω ικανό να με απαλλάξει πραγματικά από το βάρος της στείρας αγωνίας μου (165). Και γιατί; Διότι άνοιξε στους ανθρώπους τους δρόμους της σοφίας δίνοντάς τους για νόμο: «να μαθαίνει κανείς παθαίνοντας» (176). Με άλλα λό­για, η οδύνη δεν είναι άσκοπη, και δεν είναι ατελέσφορη[4].
 
Θα βγαίναμε από τα όρια της παρούσης μελέτης αν ζητούσαμε να προσδιορίσουμε πραγματικά, σε όλη του τη διάσταση, το νόη­μα που ο ίδιος ο χορός δίνει σε μια τέτοια ομολογία πίστεως. Εντούτοις, από την άποψη του φόβου δύο είναι οι παρατηρήσεις που θα μπορούσαν να γίνουν.
Πρώτα απ’ όλα ο χορός μιλάει μόνο για πάθημα· και σκέφτεται χωρίς αμφιβολία κυρίως τούτη ή την άλλη Θεϊκή τιμωρία που, πλήττοντας τον ασύνετο, μαθαίνει και τον ίδιο και τους άλλους να σέβονται τη σωφροσύνη. Πράγμα που προϋποθέτει ήδη ότι πρέπει κανείς να εμπιστεύεται τον Δία. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Και αυτό το είδος εφησυχασμού που αποζητάει η καρδιά θα της το εξα­σφαλίσει εντέλει το ηθικό βάσανο. Πράγματι, το πάθημα για το οποίο πρόκειται συμβαίνει όντως «κατά τον ύπνο»· τοποθετείται, όπως και ο φόβος ο ίδιος, «μπροστά στην καρδιά»[5] και μοιάζει να συνιστάται από μνήμες (180: μνησιπήμων). Να πούμε ότι πρόκει­ται για τις τύψεις[6] είναι εδώ τουλάχιστον τόσο ανακριβές, όσο και στις περιπτώσεις που εξετάσαμε παραπάνω· αλλά το πάθημα που εξετάζουμε τις αντικαθιστά κάπως, ιδίως αν η ουσία του είναι να ξαναζεί κανείς το μάθημα που μόλις υπέστη και να διαπερνάται από αυτό, ακόμα και ασυνείδητα, ώσπου να συνετιστεί.
 
Πράγμα που σημαίνει ότι το πάθημα έχει ένα νόημα. Επομένως φαίνεται σαν να μπορούσε κανείς σχεδόν να αποφύγει να εκτεθεί στον φόβο, στο μέτρο που εκ των προτέρων εμπιστεύεται τον Δία και αφήνεται σε αυτόν. Σε άλλους το φρονείν ή σωφρονείν έρχεται παρά τη θέλησή τους, σαν μια ευεργετική βία· «αλλά ο άνθρωπος που με όλη του την ψυχή θα δοξάσει το θριαμβευτικό όνομα του Δία, αυτός θα έχει την ύψιστη σοφία»[7].
 
Βέβαια αυτό λέει σε γενικές γραμμές και το κείμενο των Πα­ροιμιών, 15.33: «αρχή σοφίας φόβος Θεού». Εδώ όμως η θεϊκή δι­καιοσύνη παρουσιάζεται στον χορό τόσο καθησυχαστική και τόσο ενθαρρυντική που τούτος σκέφτεται μόνο να υμνήσει τον θρίαμβο του Δία, και όχι -τη φορά αυτή- να κάνει λόγο για φόβο.
 
H ύπαρξη τρομερών Θεών -ή μάλλον μιας τρομερής θείας φύ­σης- έχει λοιπόν το παράδοξο αποτέλεσμα ότι μπορεί να γαληνεύ­σει μια ορισμένη μορφή αγωνίας, αμφιβολίας, ανησυχίας[8]. Και συμβαίνει αυτό που περιγράφει ο M.R. Couffignal: «Αυτό το αί­σθημα εξάρτησης, όπου κυριαρχεί ο φόβος, αμβλύνεται από μια ορισμένη τρυφερότητα προς τη θεότητα, ακόμα και μια ορισμένη εμπιστοσύνη». Η θεϊκή οργή δεν ξεσπά χωρίς λόγο· προλαβαίνει το κακό πραγματοποιώντας το.
 
2.      Ο Φόβος μέσα στην Πόλη
 
Ωστόσο η εμπιστοσύνη που μπορεί κανείς να αντλήσει από αυτή την ιδέα είναι μια εμπιστοσύνη αρχής, που έχει κάτι το τυφλό, όπως ακριβώς και η βούληση του Δία διατηρεί κάτι το απροσπέ­λαστο. Ώστε δεν είναι στο μεταφυσικό πεδίο που θα μπορέσει πο­τέ ο φόβος να δαμαστεί ολοκληρωτικά, αλλά σε ένα πεδίο, όπου οι εντολές και οι ποινές έχουν έναν πιο συγκεκριμένο χαρακτήρα: αυτό συμβαίνει όντως στο πεδίο της πόλεως. Και ο Αισχύλος δεν θα ήταν ένας Αθηναίος του καιρού του, αν είχε παραβλέψει αυτή τη δυνατότητα. Πράγματι ήταν ένας από τους πρώτους που έθεσαν τις βάσεις μιας δοξασίας, στην οποία έρχονται αντιμέτωποι από πρακτική άποψη ο καλός και ο κακός φόβος. Πρέπει μάλιστα να αναγνωρίσουμε ότι έχοντας τοποθετήσει την ιδέα του φόβου στο κέντρο του έργου του, οδηγήθηκε, αρκετά φυσιολογικά, να δώσει στην αντίθεση αυτή μια ιδιαίτερη δύναμη και καθαρότητα.
 
Μια πρώτη διάκριση κάνει ήδη την εμφάνισή της στον Αγαμέ­μνονα, όταν οι γέροντες, πάνω στον παροξυσμό της αγωνίας τους, κάνουν λόγο για το μόνο φάρμακο που υπάρχει για τους πειρασμούς της ύβρεως· και αυτό είναι ένας φόβος, μια συστολή, ένας όκνος: «Αν τουλάχιστον ένας σοφός φόβος, κρατώντας με σωφρο­σύνη το τιμόνι, ξέρει να ξεφορτωθεί λίγα από τα συσσωρευμένα πλούτη, το σπίτι δεν πέφτει ολόκληρο από το βάρος της ευμάρειας». Πρόκειται εδώ για ένα φόβο που συγγενεύει με τη σωφροσύ­νη και για μια ηθική της μετριοπάθειας. Δείχνει όμως τουλάχιστον ότι ο φόβος μπορεί να γίνει επωφελής όταν παρεμβαίνει εκ των προτέρων, ως κανόνας συμπεριφοράς.
 
Αλλά για να είναι επωφελής, δεν πρέπει να αποβλέπει μόνο στην προστασία από τις εκπλήξεις της τύχης. Πρέπει να παρεμ­βαίνει για να εμποδίσει κάθε σφάλμα, κάθε αδικία· και γι’ αυτό πρέπει να πιστεύεις στην τιμωρία της αδικίας, πρέπει να έχεις πί­στη στους κυβερνώντες. H σημασία αυτής της διάκρισης φαίνεται πρωτίστως σε κάθε ανθρώπινη διακυβέρνηση.
 
O κακός φόβος είναι αυτός που εμπνέουν οι κακοί αφέντες. Κα­θώς δεν είναι δίκαιοι, ο φόβος που τους περιβάλλει δεν συνοδεύε­ται από σεβασμό. Αυτό συμβαίνει με την Κλυταιμνήστρα και τον Αίγισθο, όταν κατέχουν τη βασιλική εξουσία· και οι γυναίκες του χορού διαμαρτύρονται (Χοη. 55 κε). «Ο παλιός σεβασμός (σέβας[9]), ο ανίκητος, αδιάφθορος, απρόσβλητος, που διαπερνούσε την καρ­διά και τα αφτιά του λαού, έχει πια χαθεί: ο φόβος μόνο βασιλεύ­ει»[10] (φοβεῑτε δέ τις). Ωστόσο ο φόβος έχει από μόνος του τη χρη­σιμότητά του, βεβαιώνουν οι Ερινύες· και καθώς το χωρίο όπου το θυμίζουν, απηχεί την ομολογία πίστεως των γερόντων, μπορούμε ήδη να σκεφτούμε ότι η δικαιολογία που δίνουν δεν είναι μάταιη. «Υπάρχουν περιπτώσεις», λένε, (Ευμ. 516), «όπου ο Φόβος (το δει­νόν) είναι χρήσιμος, και όπου πρέπει να στέκει μόνιμα μες στις καρδιές σαν άγρυπνος φρουρός. Γιατί ποιος άνθρωπος και ποια πόλη, αν τίποτε δεν υπάρχει κάτω από τον ουρανό που να τους εμπνέει φόβο, θα διατηρούσαν τον σεβασμό που οφείλουν στη Δικαιοσύνη» (σέβοι). Ο φόβος αυτός έχει γίνει κάτι το αφηρημένο: το δεινόν. Παρεμβαίνει εδώ επίσης πριν από το αμάρτημα. Από την άλλη, για να εγγυηθεί τον σεβασμό της δικαιοσύνης πρέπει προφα­νώς να είναι θεμελιωμένος στην πίστη σε μια δικαιοσύνη. Θα παρατηρήσουμε μόνο ότι αν οι δύο όροι, φόβος και σεβασμός μοιά­ζουν εδώ συμφιλιωμένοι, ο φόβος στα μάτια των Ερινύων έρχεται πρώτος και ο σεβασμός είναι η συνέπειά του.
 
Αυτή είναι η μόνη τροποποίηση που θα επιφέρει η Αθηνά στο πρόγραμμά τους, που κατά τα άλλα ξαναπιάνει για λογαριασμό της (Ευμ. 690 κε): «Πάνω σ’ αυτό το βουνό, λέω, στο εξής, ο Σεβα­σμός και ο Φόβος, ο αδερφός του (σέβας… φόβος τε συγγενής), μέ­ρα και νύχτα θα κρατούν τους πολίτες μακριά από το έγκλημα. Ούτε αναρχία, ούτε δεσποτισμός, αυτός είναι ο κανόνας που συμ­βουλεύω την πόλη μου να σεβαστεί (σέβειν). Και να μην εκδιωχθεί κάθε είδος φόβου (το δεινόν) έξω από τα τείχη της· αν δεν έχει τί­ποτε να φοβηθεί, ποιος θνητός κάνει αυτό που οφείλει;» (τις γαρ δεδοικώς μηδέν ένδικος βροτών). Ελευθερώνοντας τον Ορέστη από τον τρόμο στον οποίο ήταν καταδικασμένος, η Αθηνά δεν έθιξε το κύρος της αρχής των επίφοβων ποινών· αλλά, εγγυώμενη εκ των προτέρων ότι θα είναι εύλογες, ανάγοντας τη σχετική απόφαση στον Δία, έδωσε στον φόβο μια δικαίωση που τον έκανε χρήσιμο.
 
Πολύ μετά τον Αισχύλο, ο Πλάτων στους Νόμους, θα θυμηθεί αυτό το είδος αποκάλυψης· και αυτός επίσης θα επιμείνει στη χρη­σιμότητα του καλού φόβου. Οι δύο δοξασίες είναι προφανώς συγ­γενικές, και κατά τον Κ. Θ. Βουρβέρη[11] συγκλίνουν. Αντιθέτως θα θέλαμε, για να προσδιορίσουμε καλύτερα τη σκέψη του Αισχύλου, να υπογραμμίσουμε εδώ αυτό που τις διακρίνει.
 
Στον Πλάτωνα η τιμωρία που φοβάται ο καλός φόβος είναι η ατίμωση. Για να δηλώσει το συναίσθημα αυτό ο Πλάτων χρησιμο­ποιεί τις λέξεις αιδώς (647α· 699c) ή αισχύνη (671d). Και διευκρι­νίζει ότι πρόκειται για την κρίση που διατυπώνουν οι φίλοι μας (647b: φίλων δε φόβος αισχύνης περί κακής). Χωρίς αμφιβολία ονομάζει αυτόν τον φόβο «θεϊκό»· αλλά το κάνει μόνο στο 671d, σε μια σύνοψη του 647α, όπου προσθέτει τη λέξη θείον, όπως προ­σέθεσε τη λέξη κάλλιστον· και δεν είναι βέβαιο ότι η αξία του ενός διαφέρει πολύ από την αξία του άλλου[12]. Όπως και να έχει, δεν πρόκειται για τον φόβο των θεών. Τούτος είναι βέβαια υπαρκτός και στην Πολιτεία ο Πλάτων βάζει στο στόμα του Κεφάλου μια ωραία ανάπτυξη για τον κακό ύπνο του γέροντα, που αρχίζει να σκέφτεται τις μεταθανάτιες τιμωρίες[13] . Αλλά πιο άμεσα στην πρά­ξη, αυτό πάνω στο οποίο η πόλη θέλει κυρίως να υπολογίζει εί­ναι ο φόβος της ατίμωσης. Εδώ άλλωστε ο Πλάτων συναντά μια παλιά ομηρική παράδοση· διότι όταν στην Ιλιάδα, στο Ο, 657, ο ίδιος καλός φόβος συγκρατεί τους πολεμιστές από τη φυγή (αιδώς και δέος), ο ποιητής προσθέτει: «Ασταμάτητα, νουθετούν οι μεν τους δε».
 
O φόβος της τιμωρίας είναι κάτι πιο αποτρόπαιο. Και αυτή εί­ναι η μορφή που προτιμούν οι ρεαλιστές πολιτικοί άρχοντες του Σοφοκλή: «Ποτέ, σε μια πόλη, οι νόμοι δεν θα είχαν την απαιτού­μενη δύναμη, αν δεν υποστηρίζονταν από τον φόβο (δέος), και μια στρατιά δεν θα είχε σοφή πειθαρχία, αν δεν την υπερασπίζονταν ο φόβος και ο σεβασμός (φόβου-αιδούς). Όσο γεροδεμένος κι αν είναι από τη φύση του κανείς, πρέπει να έχει στο νου του ότι μπορεί να πέσει ακόμα και από ένα μικρό κακό. Όποιος αισθάνεται φόβο και σεβασμό (δέος-αισχύνη), να το ξέρεις καλά, έχει ελπίδες σωτη­ρίας… Ένας σωτήριος φόβος πρέπει πάντα (δέοςκαίριον) να υπάρχει»… (Αίας, 1071 κε)[14].
 
Αλλά, όπως και ο πλατωνικός φόβος των Νόμων, ο φόβος που επικαλείται ο Μενέλαος εδώ παραμένει ένας φόβος, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, πολιτικής φύσεως.
 
Αντίθετα ο αισχύλειος φόβος, όσο κι αν έρχεται να ενταχθεί ξαφνικά στα πλαίσια της πόλης και σαν σε ένα πολιτικό πρόγραμ­μα, είναι πάντοτε ο φόβος της Ερινύας· και ο σεβασμός που τον συνοδεύει, που του είναι συγγενικός[15], είναι ο σεβασμός που έχει κανείς για τους θεούς· είναι σέβας, όρος χαρακτηριστικός της ευ­σέβειας έτσι όπως την εκφράζει ο Αισχύλος[16]. H Αθηνά προσθέτει την ιδέα του ταρβείν (Ευμ., 700: τοιόνδε τοι ταρβούντες ενδίκως σέβας), που θυμίζει ό,τι έχει το θρησκευτικό έντονο, ζωντανό, ο φόβος που μπορεί να εμπνεύσει, ακόμα και εκ των προτέρων, η Ερινύα.
 
Όπως ακριβώς στις Ικέτιδες, η εξουσία του λαού και αυτή των θεών συναντιόνται λοιπόν και συνεργάζονται. Και όταν ακόμα η πολιτική τάξη έχει αποκατασταθεί, το αισχύλειο σύμπαν παραμέ­νει ασπαίρον από την διπλή ζωή που το κατοικεί, και θέλει τίποτε να μην στερείται από θεϊκή παρουσία. Ο φόβος διατηρεί εδώ τον ιερό χαρακτήρα του ως το τέλος.
 
Έχει όμως αλλάξει πρόσωπο. Ένας ευλαβικός σεβασμός έχει πάρει τη θέση του -ή θα ήθελε να πάρει τη θέση της σκοτεινής αγω­νίας που περιγράψαμε. Και μπορεί κανείς να πει ότι δεν υπάρχει πιο ωραία μαρτυρία της βαθιάς φιλοδοξίας που διαπνέει το έργο, από το να βλέπουμε τη συγκινητική πομπή που κλείνει με τόση με­γαλοπρέπεια τις Ευμενίδες, να γιορτάζει στην πραγματικότητα μια συμφιλίωση που σημαίνει το τέλος της αγωνίας και την έλευση του καλού φόβου, σε έναν δίκαιο κόσμο[17].
 -------------------------------------
 [1] Philologus, Supplementband, 1928, 164 σ. in-8ο. Tο χωρίο που ακολουθεί είναι παρ­μένο από τη σ. 43: «Από τη σκηνή των πρώτων έργων του Αισχύλου ηχεί μόνο η πα­θητική κραυγή της αγωνίας».
[2] Ο B. Snell επιμένει στον ρόλο που είχε ο φόβος στον Φρύνιχο. (βλ. του ιδίου, εκτός από την προαναφερθείσα μελέτη, Die Entdeckung des Geistes, σ. 114. Αλλά ο Φρύνι­χος μας είναι πολύ λίγο γνωστός για να μπορεί η σύγκριση να είναι γόνιμη).
[3] H σχέση που δηλώνει η γενική δεν διατηρείται σε καμία από τις μεταφράσεις.
[4] ο Αισχύλος μοιάζει να έχει συλλάβει την ιδέα της γονιμότητας του πάσχειν: όταν τούτο δεν είναι «δίκαιο» στο φως του παρελθόντος, «δικαιολογείται» στην προοπτι­κή του μέλλοντος: η Ιώ εξαγοράζει έτσι με τα πάθη της το προνόμιο που τελικά της εκ­χωρείται. Αλλά αυτό προφανώς προϋποθέτει ότι ο εν λόγω πόνος είναι προσωρινός και ότι τα δεινά του παίρνουν τέλος στην ειρήνη.
[5] Πβ. παραπάνω, σ. 46. Οι προσεγγίσεις που επιχειρήσαμε παραπάνω μοιάζουν επαρ­κείς, χωρίς να χρειάζεται να επιστρατεύσει κανείς μια ιδιαίτερη θεωρία περί ύπνου. Πβ. όμως σχετικά το εμπεδόκλειο απόσπασμα Β 105, κατά το οποίο η συγκέντρωση του αίματος στην καρδιά γεννά τη σκέψη (νόημα).
[6] Πβ. P. Mazon, ad loc.
[7] Το παν Θα σήμαινε μάλλον «στα πάντα, πλήρως»: δεν πρόκειται για φιλοσοφία, αλ­λά για πρακτική σοφία.
[8] Πβ. Snell, Aischylos…,σ. 118: «Κατονομαζόμενος και χαρακτηρισμένος ο φόβος αυτός χάνει τη φρίκη του».
[9] Ο σεβασμός αυτός είναι φυσικός όταν απευθύνεται σε έναν ηγεμόνα άξιο του ονό­ματός του: πβ. Πέρσες, 694 κε, όπου οι διαφορετικές λέξεις που δηλώνουν τον φόβο, τον σεβασμό, την ανησυχία για το μέλλον χρησιμοποιούνται απ’ ό,τι φαίνεται αδια­κρίτως.
[10] Ορισμένοι σκέφθηκαν ότι ο φόβος αυτός θα μπορούσε να αναφέρεται στην Κλυ­ταιμνήστρα: πράγμα που η παραπάνω προσέγγιση καθιστά απίθανο. Ο σχολιαστής καταλάβαινε ήδη πολύ καλά το απόσπασμα.
[11] Βλ. για παράδειγμα, Βουρβέρη, Θεῑος φόβος, Επιστημονική Επετηρίς της φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, 1953-4, σ. 121-132.
[12] Κατά τον Βουρβέρη, η λέξη «θείος» δικαιολογείται από μια τάση σεβασμού της θεί­ας βούλησης παν άρχει του σύμπαντος. Ακόμα κι αν αυτή η απόχρωση είναι υπαρκτή, βρισκόμαστε μακριά από το ιερό.
[13] Πολιτείας 330d κε Πβ. ιδιαίτερα: εισέρχεται αυτώ δέος και φροντίς… δείματος με­στός… Θαμά εγειρόμενος δειμαίνει.
[14] Μπορούμε να πλησιάσουμε αυτό το χωρίο που λέει ο Κρέων στην Αντιγό­νη, 663 κε, το ίδιο και ο Επίχαρμος, απ. 221 (αναφέρεται από τον σχολιαστή του Αίαντα), κλπ.
[15] Συγγενής στον στίχο 691 κε, δεν μπορεί να σημαίνει παρά μια συγγένεια ανάμεσα στον φόβο και το σέβας: o Verall βλέπει επιπλέον έναν υπαινιγμό στη συγγένεια ανά­μεσα στον Άρη (αφού πρόκειται για τον Άρειο Πάγο) και τον Φόβο (γιο του Άρη κα­τά την Θεογονία, 940). Αυτή η ερμηνεία φαίνεται υπερβολικά εξεζητημένη.
[16] Πβ. Couffignal, Pech. de Sc. Rel., 1947, 328-346.
[17] Η μελέτη αυτή ξαναπιάνει τον μίτο συμπερασμάτων διαφόρων διαλέξεων που δό­θηκαν στα Πανεπιστήμια του Γκαίτινγκεν (Göttingen), του Αμβούργου, τον Λονδίνου και της Οξφόρδης: δράττομαι της ευκαιρίας για να εκφράσω την ζωηρή μου αναγνώ­ριση σε αυτούς που με υποδέχθηκαν στα πανεπιστήμια αυτά.