Κυριακή 23 Μαρτίου 2025

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

5.3. Γράμματα και τέχνες


«Τόσο μεγάλη είναι η λογοτεχνική στειρότητα στην εποχή μας σ᾽ όλον τον κόσμο! Ίσως πρέπει τελικά να παραδεχτούμε εκείνο το χιλιοειπωμένο ότι η δημοκρατία είναι στοργική τροφός των μεγάλων πνευμάτων και ότι σχεδόν μόνο μαζί μ᾽ αυτήν έφτασαν στην ακμή τους και μαζί μ᾽ αυτήν πέθαναν οι μεγάλοι της λογοτεχνίας
Ανώνυμος, Περὶ ύψους 44.2

Τρία συγγενικά ρεύματα ή κινήματα αναπτύχτηκαν και σφράγισαν την πνευματική ζωή της Ελληνορωμαϊκής εποχής: το γενικότερο ρεύμα του κλασικισμού, το ειδικότερο γλωσσικό κίνημα του αττικισμού, και η λεγόμενη δεύτερη σοφιστική, που μετασχημάτισε το νόημα και τη λειτουργία της ρητορικής τέχνης.

Ο κλασικισμός ορίζεται ως η προσπάθεια νεότερων συγγραφέων και καλλιτεχνών να ακολουθήσουν, περισσότερο ή λιγότερο πιστά, τα κλασικά πρότυπα. Σποραδικά φαινόμενα κλασικισμού συναντούμε ήδη στην Ελληνιστική εποχή, αλλά το κλασικιστικό ρεύμα κορυφώθηκε στα ελληνορωμαϊκά χρόνια, όταν συγγραφείς και καλλιτέχνες, απογοητευμένοι, όπως ο συγγραφέας του Περί ύψους, από την εποχή τους, στράφηκαν νοσταλγικά προς τα κλασικά πρότυπα επιχειρώντας συνειδητά να τα μιμηθούν, αν όχι και να τα αντιγράψουν.

Στο πλαίσιο του γενικότερου κλασικισμού, ο αττικισμός ορίζεται ως η τάση ορισμένων πεζογράφων της Ελληνορωμαϊκής εποχής να μη χρησιμοποιήσουν στα έργα τους την κοινή ελληνική γλώσσα της εποχής τους αλλά την αττική διάλεκτο της Κλασικής εποχής, όπως τη γνώριζαν από τα έργα του Λυσία, του Ξενοφώντα, του Πλάτωνα κ.ά.

Τη δεύτερη σοφιστική[1] απαρτίζουν μια ομάδα από ρήτορες που έζησαν στην Ελληνορωμαϊκή εποχή τριγυρίζοντας απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη την αυτοκρατορία και δίνοντας διαλέξεις και μαθήματα, με μεγάλη συνήθως επιτυχία. Οι ομιλίες τους, που φρόντιζαν να εκδοθούν και να κυκλοφορήσουν, αφορούσαν ποικίλα (όχι πολιτικά!) θέματα, και ανήκαν όλες στο συμβουλευτικό και επιδεικτικό ρητορικό είδος.

Ως ιδιότυπο φαινόμενο κλασικισμού στις εικαστικές τέχνες μπορεί να ερμηνευτεί στα ελληνορωμαϊκά χρόνια η αθρόα παραγωγή αντιγράφων των γλυπτών της Κλασικής εποχής. Πλήθος καλλιτεχνικά εργαστήρια, στην Αθήνα, στην Πέργαμο και σε άλλες πόλεις της Μικρασίας, άλλο δεν έκαναν από το να παράγουν περισσότερο ή λιγότερο πιστά ή ελεύθερα αντίγραφα κλασικών έργων, που αμέσως πουλιόνταν για να κοσμήσουν πολιτείες, ανάκτορα και επαύλεις σε ολόκληρη τη ρωμαϊκή επικράτεια.

Οι Ρωμαίοι εκτιμούσαν πολύ την ελληνική τέχνη (όχι μόνο την κλασική), που την είχαν οδηγό και πρότυπο στα πρώτα τους βήματα και που η επίδρασή της ήταν και έμεινε αποφασιστική ως το τέλος. Όμως προσοχή: η ρωμαϊκή τέχνη δε μπορεί να ερμηνευτεί ως απλή κλασικιστική απομίμηση των ελληνικών προτύπων, καθώς σε πολλά διαφοροποιήθηκε, απόκτησε δική της ρωμαϊκή φυσιογνωμία, και με τη σειρά της επηρέασε τις καλλιτεχνικές δημιουργίες της Ελληνορωμαϊκής εποχής.

Φιλοδοξία και πλούτος δεν κρύβονται. Έκφρασή τους ήταν τα τεράστια ανακτορικά συγκροτήματα, αφάνταστο πόσο πολυτελή, και οι αυτοκρατορικές ή ιδιωτικές επαύλεις με τον βαρύτιμο διάκοσμο, διάσπαρτες σε όλη την επικράτεια. Παρόμοια, το μεγαλείο και η φήμη των αυτοκρατόρων, των αξιωματούχων και άλλων ισχυρών προσώπων εκφράζονταν με τις χίλιες μύριες δοξαστικές απεικονίσεις τους[2] σε προτομές και ανδριάντες, σε σαρκοφάγους ή και σε ανάγλυφα που ιστορούσαν π.χ. μια νικηφόρα εκστρατεία, από το ξεκίνημά της ως τον θρίαμβο.

Το πρακτικό πνεύμα των Ρωμαίων και η φροντίδα της κεντρικής εξουσίας για τους πολίτες εκφράστηκαν με μιαν ολόκληρη σειρά από θαυμαστά στην αντοχή και τη λειτουργικότητά τους κοινωφελή δημόσια έργα και ιδρύματα: δρόμους, γεφύρια, αγορές, κρήνες, λουτρά, υδραγωγεία, βεσπασιανές,[3] αλλά και θεραπευτήρια σαν το Ασκληπιείο της Περγάμου, βιβλιοθήκες σαν την πανέμορφη της Εφέσου (110 μ.Χ.), χώρους μουσικών εκδηλώσεων (ᾠδεῖα), (αμφι)θέατρα[4] κ.ά.

Ιδιαίτερα ευνοημένη από τα ρωμαϊκά κατασκευαστικά έργα στάθηκε στον ελλαδικό χώρο η Αθήνα, καθώς σημαντικοί ρωμαίοι αυτοκράτορες τη θαύμαζαν και την τιμούσαν για την πνευματική της υπόσταση. Ήδη ο Ιούλιος Καίσαρας και ο Οκταβιανός Αύγουστος χρηματοδότησαν τη ρωμαϊκή αγορά (10 π.Χ.)· αργότερα ο αυτοκράτορας Αδριανός (117-138 μ.Χ.) έχτισε την Αδριάνειο βιβλιοθήκη και ολοκλήρωσε τον ναό του Ολυμπίου Διός· τέλος, ο αυτοκράτορας Αντωνίνος ο Ευσεβής (138-161 μ.Χ.) αποπεράτωσε το αθηναϊκό υδραγωγείο, που ξεκινούσε από την Πάρνηθα και έφτανε ως τη Δεξαμενή στους πρόποδες του Λυκαβηττού - την ίδια Δεξαμενή που, επισκευασμένη, χρησιμοποιείται ακόμα σήμερα, τα Θεοφάνια, για τον αγιασμό των υδάτων.[5]
---------------------------------
1. Η ονομασία Δευτέρα Σοφιστική είναι αρχαία και την κρατούμε, παρόλο που οι ρήτορες της Ελληνορωμαϊκής εποχής ελάχιστα κοινά είχαν με τους σοφιστές των κλασικών χρόνων.

2. Οι κάθε λογής απεικονίσεις προσώπων (πορτρέτα) των ελληνορωμαϊκών χρόνων είναι κατά κανόνα αρκετά ρεαλιστικές· όμως αυτό δεν εμπόδιζε τους καλλιτέχνες να προσθέτουν μεγαλοπρέπεια και ομορφιά στους εικονιζόμενους, ή ακόμα και να τους προσομοιάζουν με θεούς.

3. Βεσπασιανές ονομάζονται τα δημόσια ουρητήρια, από τον αυτοκράτορα Βεσπασιανό (69-79. Π.Χ.), που φρόντισε να κατασκευαστούν στη Ρώμη.

4. Αμφιθέατρα ονομάστηκαν την εποχή αυτή ορισμένα μεγάλα κτίσματα, παρόμοια με τα σημερινά ποδοσφαιρικά γήπεδα, όπου καθισμένοι γύρω γύρω στις κερκίδες οι θεατές παρακολουθούσαν όσα συνέβαιναν στην αρένα. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι το Κολοσσαίο της Ρώμης, που χτίστηκε στα τέλη του 1ου μ.Χ. αι.

5. Στα παραπάνω πρέπει να προστεθούν τα κτίσματα ενός πάμπλουτου Έλληνα και ρωμαίου πολίτη, του Ηρώδη του Αττικού. Ο πατέρας του είχε ανακαλύψει τεράστιο θησαυρό που ο ίδιος τον αξιοποίησε οικοδομώντας δημόσια κτίρια σε διάφορες ελληνικές πόλεις. Στην Αθήνα μαρμάρωσε το στάδιο και έχτισε ναό της Τύχης και το Ωδείο του Ηρώδη του Αττικού!

Η εταίρα στην αρχαιότητα – σχεδόν ανεκδοτολογικές ιστορίες (1ο μέρος του δ´ μέρους)

Diego Velázquez, Venus au mirroir
Εάν επρόκειτο για κινηματογραφική ηρωίδα, μάλλον θα βούρκωνε με δάκρυα διαμαντένια, όπως ήταν εκείνα τα περίφημα στις Αναμνήσεις μιας Γκέισας. Κι αν ήτανε σε μυθιστόρημα αστικό, θα ξεπερνούσε ίσως στον σκληρό νατουραλισμό κι αυτήν ακόμη τη Nana του Émile Zola. Όμως στη Νέαιρα ποτέ δεν επικέντρωσαν οι προβολείς της Τέχνης. Ούτε και την γνωρίζουμε μέσα απ’ τις χάρες ή και τα ευφυολογήματα της αφήγησης. Μαθαίνουμε γι’ αυτήν από μια δίκη.

Ο μακροσκελής δικανικός λόγος που την αφορά αποδίδεται συνήθως στον Δημοσθένη, αν κι η νεώτερη έρευνα αμφισβητεί την πατρότητά του. Όμως, όπως και να’χει κι όποιος κι αν ήτανε ο δικηγόρος που ανέλαβε να οργανώσει τις καταγγελίες των μηνυτών της (ενός κάποιου Απολλοδώρου, γιου τραπεζίτη, και του γαμπρού του Θεομνήστου), το γεγονός παραμένει. Ο Κατά Νεαίρας λόγος αραδιάζει μια σειρά από κατηγορίες εις βάρος μιας γυναίκας που, αν και ξένη και εταίρα, προέβη, μαζί με τον Αθηναίο εραστή και προαγωγό της Στέφανο, σε μια σειρά πράξεων εξαπάτησης του αθηναϊκού δήμου: παράνομα τον παντρεύτηκε κι έτσι παράνομα απέκτησε τα δικαώματα της Αθηναίας, παράνομα αναγνώρισε τα νόθα παιδιά της, παράνομα εξαπάτησε και νύμφευσε με Αθηναίο πολίτη την κόρη της Φανώ, την οποία είχε ήδη αρχίσει να εκδίδει, παράνομα άφησε την Φανώ να υποδυθεί ρόλο ιερό για την πόλη των Αθηνών στη γιορτή των Ανθεστηρίων, παράνομα προσβάλε, στη βαθύτερη ουσία της, μια απ’ τις πιο ιερές τελετουργίες της πόλης.

Στη δίκη της Νεαίρας παρέστησαν ως μάρτυρες κατηγορίας πάμπολλοι Αθηναίοι πολίτες. Όλοι τους σκιαγράφησαν τις δραστηριότητές της σε άλλες πόλεις και στην ίδια την Αθήνα. Όλοι ήταν ευϋπόληπτοι. Κι οι περισσότεροι την είχαν οι ίδιοι απολαύσει. Τώρα, που η φημισμένη ερωμένη είχε πλέον γεράσει, όλοι ζητούσαν την καταδίκη της. Το κατηγορητήριο ξεκίνησε με αναφορά στην παιδική της ηλικία, τότε που η Νέαιρα ήταν στην Κόρινθο, δούλη της Νικαρέτης, επίσης εταίρας. Αφήνω το ίδιο το κείμενο να μιλήσει, ανεπεξέργαστα και χωρίς φτιασιδώματα:

“Η Νικαρέτη, απελεύθερη του Χαρισίου απ’ την Ηλεία και γυναίκα του Ιππία, του μάγειρά του, αγόρασε επτά πολύ μικρά κορίτσια. Ήτανε, πράγματι, δαιμόνια και μπορούσε να διακρίνει αν ένα μικρό κοριτσάκι θα γίνει κάποτε όμορφη κοπέλα. Και, καθώς τα ήξερε αυτά, ανάθρεψε κι εκπαίδευσε τις μικρές με τρόπο που ήξερε πολύ καλά, αφού αυτή ήτανε η τέχνη του βιοπορισμού της. Τις έλεγε κόρες της, για να τις παρουσιάζει ως ελεύθερες και να ζητάει μεγαλύτερη αμοιβή απ’ όσους τις πλησίαζαν. Τις εκμεταλλεύτηκε όσο ακόμη ήτανε μικρές, για να τις πουλήσει στη συνέχεια και τις επτά. Επρόκειτο για την Άντεια, την Στρατόλα, την Αριστόκλεια, τη Μετάνειρα, την Φίλα, την Ισθμιάδα κι αυτή εδώ την Νέαιρα. Αν θελήσετε στη συνέχεια να μάθετε κι αν μείνει χρόνος στην αγόρευσή μου, μπορώ να σας πω ποιος αγόρασε την καθεμία τους από τη Νικαρέτη και πώς αυτές εντέλει απελευθερώθηκαν απ’ τους αγοραστές τους. Προς το παρόν, παραμένω στην περίοδο, κατά την οποία η Νέαιρα ανήκε στη Νικαρέτη που πουλούσε το σώμα της μικρής σε όποιον την πλησίαζε.

Κάποια στιγμή, ο σοφός Λυσίας έγινε εραστής της Μετάνειρας και θέλησε, εκτός από τα άλλα έξοδα που έκανε για χάρη της, να μυήσει τη μικρή στα Μυστήρια. Γιατί καταλάβαινε ότι όλα τα άλλα χρήματα που έδινε κατέληγαν στη Νικαρέτη, ενώ τα έξοδα που θα έκανε για τα Μυστήρια θα ήταν τα μόνα που θα ωφελούσαν εξ ολοκλήρου το κορίτσι. Είπε λοιπόν, στη Νικαρέτη να φέρει τη Μετάνειρα στην Αθήνα για τα Μυστήρια, με την υπόσχεση ότι θα την μυούσε ο ίδιος. Όταν οι γυναίκες έφτασαν, ο Λυσίας δεν τις έβαλε στο σπίτι του, από σεβασμό προς τη σύζυγό του, που ήταν κόρη του Βραχύλλου, αλλά και από σεβασμό προς την ηλικιωμένη μητέρα του που ζούσε μαζί τους. Εγκατέστησε όμως τις ξένες στο σπίτι του φίλου του, του Φιλόστρατου από τον Κολωνό που ήταν ακόμη πολύ νέος. Μαζί τους ήρθε και η Νέαιρα που είχε ήδη ως εργασία της την εκμετάλλευση του σώματός της, μολονότι ήταν ακόμα πολύ μικρή και δεν είχε φτάσει σε ηλικία γάμου. Καλώ τον Φιλόστρατο ως μάρτυρα ότι λέω την αλήθεια, ότι η Νέαιρα ανήκε στη Νικαρέτη που την συνόδευε και πουλούσε το σώμα της σε όποιον ήταν πρόθυμος να δώσει χρήματα.”

– Ακολουθεί η μαρτυρία του Φιλόστρατου, γιου του Διονυσίου, από τον Κολωνό, ο οποίος βεβαιώνει το μακρυνό παρελθόν της Νεαίρας, εφόσον και οι τρεις γυναίκες έμειναν στο σπίτι του όταν ήρθαν για τα Μυστήρια στην Αθήνα από την Κόρινθο όπου ζούσαν κανονικά, κατόπιν επιθυμίας του Λυσία, γιου του Κέφαλου και στενού του φίλου.

“Λίγο αργότερα, την ίδια περίοδο, η Νέαιρα συνόδευσε τον Σίμο από τη Θεσσαλία, που είχε έρθει στην Αθήνα για τα Μεγάλα Παναθήναια. Μαζί τους ήτανε κι η Νικαρέτη. Πήγαν και έμειναν στο σπίτι του Κτήσιππου, γιου του Γλαυκωνίδη, από τον δήμο των Κυδαντιδών. Κι αυτή εδώ η Νέαιρα έπινε και δειπνούσε μαζί με πολλούς άντρες, όπως θα έκανε μια εταίρα. Καλώ ως μάρτυρες που θα αποδείξουν την αλήθεια των λόγων μου τον Ευφίλητο του Σίμωνα από την Αιξωνή και τον Αριστόδημο του Κριτόδημου απ’ την Αλωπεκή.”

– Οι μάρτυρες παρίστανται και βεβαιώνουν τη συγκεκριμένη καταγγελία ως αληθή.

“Στην Κόρινθο πλέον, μετά από αυτά, η Νέαιρα ασκούσε φανερά το επάγγελμά της και, μάλιστα, ήταν διάσημη. Ανάμεσα στους άλλους εραστές της, που την είχαν επ’ αμοβή, ήταν κι ο ποιητής Ξενοκλείδης και ο ηθοποιός Ίππαρχος.”

– Καταθέτει ως μάρτυρας ο Ίππαρχος, γιατί ο Ξενοκλείδης αδυνατεί να παραστεί στη δίκη λόγω συγκεκριμένου νομικού κωλύματος. Ο Ίππαρχος βεβαιώνει ότι, στην Κόρινθο, είχε γνωρίσει τη Νέαιρα ως εταίρα που πληρωνόταν και ότι συμμετείχε μαζί της σε συμπόσια, μαζί και με τον Ξενοκλείδη.

“Στη συνέχεια, η Νέαιρα απέκτησε δυο εραστές, τον Τιμανορίδα από την Κόρινθο και τον Ευκράτη από τη Λευκάδα. Κι επειδή η Νικαρέτη ζούσε πολυτελώς κι είχε μεγάλες απαιτήσεις και είχε και την αξίωση να της πληρώνουν σε καθημερινή βάση τα υπέρογκα έξοδα του σπιτιού της, αυτοί οι δύο άντρες προτίμησαν να αγοράσουν τελικά τη Νέαιρα για να είναι δούλα δική τους, έναντι του ποσού των τριάντα μνων σύμφωνα με τους νόμους της πόλης της Κορίνθου. Την είχαν λοιπόν και την χρησιμοποιούσαν για μεγάλο διάστημα. Όταν όμως έφτασαν στο σημείο να παντρευτούν, της είπαν ότι δεν θα ήθελαν να βλέπουν αυτήν που είχε κάποτε υπάρξει ερωμένη τους να ασκεί το επάγγελμά της στην Κόρινθο κι ούτε και θα τους άρεσε να την αφήσουν να πέσει στα χέρια κανενός πορνοβοσκού. Αν, λοιπόν, ήθελε να εξαγοράσει την ελευθερία της, θα το δέχονταν ευχαρίστως. Και μάλιστα, θα δέχονταν να πραγματοποιηθεί η εξαγορά με πόσό μικρότερο από τα χρήματα που είχαν δώσει εκείνοι για να την αγοράσουν από τη Νικαρέτη. Γιατί ήθελαν να την βλέπουν να είναι καλά. Της είπαν λοιπόν ότι, προκειμένου να βρει την ελευθερία της, θα της χάριζαν χίλιες δραχμές, από πεντακόσιες ο καθένας. Κι έτσι, όρισαν σε είκοσι μνες το ποσό της απελευθέρωσης.

Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια του Ευκράτη και του Τιμανορίδα, η Νέαιρα κάλεσε στην Κόρινθο άλλους εραστές της, ανάμεσά τους και τον Φρυνίωνα από την Παιανία, γιο του Δήμωνα και αδερφό του Δημοχάρη, ο οποίος, κύριοι δικαστές, όπως θα θυμούνται οι γεροντότεροι ανάμεσά σας, ζούσε μέσα στην ασέλγεια και την πολυτέλεια. Όταν λοιπόν έφτασε ο Φρυνίων, η Νέαιρα τού μετέφερε τις προτάσεις του Ευκράτη και του Τιμανορίδα. Έδωσε στον Φρυνίωνα ένα ποσό που η ίδια είχε ήδη συγκεντρώσει κάνοντας έρανο από άλλους εραστές της και του ζήτησε να συμπληρώσει εκείνος τα υπόλοιπα χρήματα, προκειμένου να πληρωθούν οι είκοσι μνες για την απελευθέρωσή της. Ο Φρυνίων την άκουσε ικανοποιημένος. Πήρε τα χρήματα του εράνου, συμπλήρωσε κι ο ίδιος τα υπόλοιπα και τα έδωσε στον Ευκράτη και τον Τιμαρονίδα για την απελευθέρωση της Νεαίρας και υπό τον όρο, βέβαια, εκείνη να μην ξαναεργαστεί ποτέ στην Κόρινθο. Για να αποδειχτεί η αλήθεια των λόγων μου, καλώ ως μάρτυρα τον Φίλαγρο από την Μελίτη, που ήταν παρών σ’ εκείνες τις δοσοληψίες.”

– Ο Φίλαγρος καταθέτει ότι βρισκόταν στην Κόρινθο όταν ο Φρυνίων πλήρωσε τον Ευκράτη και τον Τιμανορίδα για την απελευθέρωση της Νεαίρας και ότι, στη συνέχεια, ο Φρυνίων έφυγε για την Αθήνα, παίρνοντας μαζί του τη Νέαιρα.

Το «Είμαι»

Όταν Διαλογιζόμαστε Πραγματικά, όταν Στοχαζόμαστε Αληθινά, όταν Βλέπουμε την Πραγματικότητα – χωρίς έλεγχο, προσπάθεια, μέθοδο, ή οτιδήποτε άλλο – τότε η ΑΝΤΙΛΗΨΗ είναι ΚΑΘΑΡΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ, ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ… Είναι Ένας Ανοιχτός Ελεύθερος Χώρος Επίγνωσης, Ένα ΚΑΘΑΡΟ ΕΙΜΑΙ.

Αυτή η Αυτοαναβλύζουσα Αίσθηση Ύπαρξης Είναι το ΟΛΟΝ, Περιλαμβάνει τα Πάντα. Γίνεται Αντιληπτή σαν Μια Ενότητα που Περιέχει τα Πάντα. Δεν Υπάρχει κανένας διαχωρισμός.

Αυτή η Πηγαία Αυθόρμητη Αυθεντική και Γνήσια Αίσθηση του ΕΙΜΑΙ (Αυτό το ΟΛΟΝ, η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ) δεν μπορεί ούτε να Αλλοιωθεί, ούτε να της Προστεθεί ή να της Αφαιρεθεί κάτι.

Γίνεται Αποδεκτή στην Φύση της, στην Πραγματική Κατάστασή της, στην Αυτοσύνη της – Αυτό που Είναι, Όπως Είναι.

Το ΕΙΜΑΙ είναι ταυτόχρονα Όλη η Αντίληψη, Όλη η Δράση (η Ανταπόκριση σε ό,τι συμβαίνει, στα φαινόμενα) Ζωντανή, Νέα, Φρέσκια Κάθε Στιγμή, πέρα από την σκέψη και τον χρόνο και τις δραστηριότητες του χρόνου.

Μέσα στην ΕΝΟΤΗΤΑ Όλα Είναι Αλληλένδετα, Όλα Αλληλοσυσχετίζονται, Αλληλοεπηρεάζονται… η Δράση του ενός είναι απάντηση του άλλου κι έτσι συνέχεια.

Στο ΕΙΜΑΙ – που είναι Υπάρχω, Ζω, Δρω, Αυτοεκπληρώνομαι Κάθε Στιγμή, Ρέω Χωρίς να Αλλοιώνομαι στην Αιωνιότητα, πέρα από τον χρόνο – δεν υπάρχουν ιδιότητες ή άλλες δράσεις.

Το ΕΙΜΑΙ δεν μπορεί να συνδεθεί με το ρήμα «είμαι» (ή κάτι ανάλογο) που να του αποδίδει κάποια ιδιότητα, ένα κατηγορούμενο.

Το ΕΙΜΑΙ Είναι Ένα, Όλο, Μια Ενότητα, Μια Πληρότητα, Μια Ολοκλήρωση…

Το ΕΙΜΑΙ δεν μπορεί να συνδεθεί με το ρήμα «είναι» και να πούμε «είναι Θεός», «είναι Άνθρωπος», «είναι Εαυτός», «είναι Κόσμος», «είναι αυτό», «είναι το άλλο»…

Το ΕΙΜΑΙ δεν μπορεί επίσης να συνδεθεί με κανένα ρήμα που φανερώνει ενέργεια, διαχωρισμό υποκειμένου-αντικειμένου, ή να του αποδοθεί κάποια ενέργεια που πηγαίνει σε κάποιο αντικείμενο

Στην ΚΑΘΑΡΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ (στο ΕΙΜΑΙ) Όλα Είναι Ένα, Εδώ, Τώρα, και Παραμένουν Έτσι παρόλο που οι φαινομενικές σχέσεις των παροδικών φαινομένων συνεχώς αλλάζουν. Η Αιωνιότητα Παραμένει Εδώ.

Ακόμα κι όταν χάνονται σώμα, αισθήσεις, σκέψεις, ύπαρξη, Η ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΕΙΜΑΙ Παραμένει Ασάλευτη (μόνο το «περιεχόμενο» αλλάζει).

Αυτή η Κατάσταση (σαν Πραγματικός Διαλογισμός, Αληθινός Στοχασμός, Αυθεντικό Βλέπειν) είναι πέρα από την σκέψη και τον κόσμο της σκέψης, πέρα από τον κόσμο των ανθρώπων. Είναι το ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ.

Εμπειρίες της Ησυχίας

Ο Άνθρωπος, ανάλογα με την πνευματική εξέλιξή του, ανάλογα με την «υπαρξιακή θέση» του, βιώνει την Ησυχία με διάφορους τρόπους. Ή για να το πούμε πιο απλά, υπάρχουν πολλά είδη Ησυχίας.

Υπάρχει η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΗΣΥΧΙΑ, όταν απλά παρατηρείς την φύση, την ανέγγιχτη από τον άνθρωπο φύση, μακριά από την πόλη και τις δραστηριότητες των ανθρώπων, τον ουρανό, τη γη, την θάλασσα, τον ορίζοντα, το φως που αλλάζει ανάλογα με τις ώρες της μέρας, τους ήχους, τις μυρωδιές που φέρνει ο αέρας… όταν χωρίς σκέψεις περπατάς κι απλά είσαι εδώ, στο κόσμο.

Υπάρχει η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΗΣΥΧΙΑ. Όταν έχεις αποσπαστεί από όλα τα εξωτερικά φαινόμενα και δεν υπάρχει, πέρα από την «απλή αντίληψη», καμία «αντίδραση» σε ό,τι συμβαίνει εξωτερικά. Απλά βλέπεις, απλά ρέεις με τα γεγονότα, αδιατάρακτος κι ήρεμος, ό,τι κι αν συμβαίνει.

Υπάρχει ακόμα εκείνη η ΒΑΘΙΑ ΗΣΥΧΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ, όταν η σκέψη σωπαίνει, όταν η αντίληψη ρέει ανεμπόδιστη, χωρίς παραμορφώσεις, και διαλύονται όλες οι διαχωριστικές γραμμές κι αποκαλύπτεται η βαθιά ενότητα της ζωής, εδώ, τώρα, στην αιωνιότητα που ρέει, στην στιγμή, στο απόλυτο παρόν. Μια βαθιά κι απόλυτη αποδοχή όλων των φαινομένων.

Υπάρχει μια ακόμα βαθύτερη ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΗΣΥΧΙΑ όπου η Συνείδηση Νοιώθει να Γίνεται μια Αίσθηση, μια Απεραντοσύνη, Χωρίς Ιδιότητες, Χωρίς χρόνο, η Ίδια η Ουσία της Ύπαρξης, που Αντικαθρεφτίζει το Άγνωστο Βάθος του Είναι.

Υπάρχει τέλος η ΑΛΗΘΙΝΗ ΗΣΥΧΙΑ, η Απόλυτη Σιωπή όπου δεν εισχωρεί καμία αντίληψη, καμιά μεταβολή, καμιά αίσθηση ύπαρξης, το «Κενό», η Ίδια η Πηγή της Ζωής, το Άγνωστο Βάθος του «Τίποτα» από Όπου Όλα Ρέουν για να γίνουν ζωή, ύπαρξη, εξέλιξη, χρόνος, εμπειρία, ωρίμανση… και να διαλυθούν πάλι στο «Τίποτα».

Το Άπειρο Εγώ Εντός: Μια Μυστικιστική Αποκάλυψη

Στην απέραντη έκταση της ύπαρξης, όπου τα αστέρια ψιθυρίζουν μυστικά στο κενό και οι άνεμοι μεταφέρουν τις ηχώ ξεχασμένων ονείρων, υπάρχει μια αλήθεια τόσο λεπτή, τόσο βαθιά, που διαφεύγει από τη σύλληψη του ανήσυχου νου. Αυτή η αλήθεια δεν βρίσκεται στη βοή του κόσμου, ούτε στον εφήμερο χορό των σκέψεων και των επιθυμιών. Κατοικεί στη γαλήνη, στη σιωπή που αγκαλιάζει τα πάντα—μια αιώνια παρουσία, ένα Άπειρο Εγώ μέσα μας, πέρα από τον χώρο και τον χρόνο. Αυτή είναι η ουσία αυτού που ονομάζουμε Θεό—όχι μια μακρινή θεότητα καθισμένη σε έναν θρόνο από σύννεφα, αλλά η απεριόριστη συνειδητότητα που πάλλεται στην καρδιά της ύπαρξής μας, ο σιωπηλός μάρτυρας του παντός.

Το Πέπλο της Περιορισμένης Ύπαρξης

Περιδιαβαίνουμε τη ζωή τυλιγμένοι σε πέπλα περιορισμού—οι αισθήσεις μας ζωγραφίζουν έναν κόσμο μορφών και ορίων, ο νους μας υφαίνει ταπισερί μνήμης και προσδοκίας. Βλέπουμε τον ήλιο να ανατέλλει και να δύει, ακούμε το θρόισμα των φύλλων, γευόμαστε τη γλύκα των καρπών και πιστεύουμε πως αυτές οι εφήμερες εντυπώσεις είναι η ολότητα της πραγματικότητας. Ωστόσο, κάτω από αυτή τη λαμπερή επιφάνεια απλώνεται ένας ωκεανός ακινησίας, ένα άπειρο βάθος που υπερβαίνει τις ψευδαισθήσεις του διαχωρισμού. Το Άπειρο Εγώ μέσα μας δεν κατοικεί στον θόρυβο της ύπαρξης· παραμένει στη σιωπή, εκεί όπου η φλυαρία του νου διαλύεται, όπου οι επιθυμίες της καρδιάς ησυχάζουν, και όπου οι αισθήσεις εγκαταλείπουν την κυριαρχία τους.

Για να συναντήσουμε αυτό το Εγώ, πρέπει να περάσουμε πέρα από το κατώφλι του γνωστού. Ο κόσμος, με την ακατάπαυστη κίνησή του και την πολυφωνία του, είναι ένας καθρέφτης που αντανακλά τη δική μας εσωτερική ταραχή. Κυνηγάμε σκιές—πλούτο, αγάπη, δύναμη—πιστεύοντας ότι θα μας ολοκληρώσουν, χωρίς να γνωρίζουμε ότι η πληρότητα υπάρχει ήδη μέσα μας. Οι μύστες κάθε εποχής μας προσκαλούν να σταθούμε, να στραφούμε προς τα μέσα, να ακούσουμε όχι με τα αυτιά, αλλά με την ψυχή. Διότι μέσα στη σιωπή της περιορισμένης ύπαρξης, όπου τα όρια του «εγώ» και του «άλλου» ξεθωριάζουν, το Άπειρο Εγώ αποκαλύπτεται—όχι ως έννοια που μπορεί να συλληφθεί, αλλά ως παρουσία που μπορεί να βιωθεί.

Η Σιωπή του Νου

Ο νους είναι ένας ανήσυχος περιπλανώμενος, ένας υφαντής ιστοριών που μας δένουν στον τροχό του χρόνου. Τρέχει μέσα από διαδρόμους σκέψης, πηδώντας από τις τύψεις του παρελθόντος στις ελπίδες του μέλλοντος, σπάνια σταματώντας να αναπαυθεί στο αιώνιο παρόν. Ωστόσο, μέσα σε αυτό το ανήσυχο ρεύμα κρύβεται μια βαθύτερη ροή—μια σιωπή τόσο απέραντη που καταβροχθίζει όλες τις λέξεις, όλες τις ερωτήσεις, όλες τις αμφιβολίες. Να εισέλθει κανείς σε αυτή τη σιωπή σημαίνει να περάσει πέρα από το βασίλειο του νου, να απελευθερώσει την ανάγκη να ορίζει, να κρίνει, να γνωρίζει. Είναι μια παράδοση, όχι από αδυναμία, αλλά από εμπιστοσύνη στη άπειρη σοφία που ρέει κάτω από την επιφάνεια της προσπάθειάς μας.

Στον διαλογισμό, στην προσευχή, στις στιγμές δέους μπροστά στο μεγαλείο ενός βουνού ή στη γαλήνη ενός κοιμισμένου παιδιού, αγγίζουμε αυτή τη σιωπή. Οι μύστες μάς διδάσκουν ότι δεν είναι κάτι που πρέπει να επιτευχθεί, αλλά κάτι που πρέπει να αποκαλυφθεί. Το Άπειρο Εγώ δεν αναδύεται όταν ο νους ηρεμεί· είναι ήδη εκεί, περιμένοντας υπομονετικά να σταματήσουμε την αναζήτησή μας. Όπως ο ήλιος που κρύβεται πίσω από τα περαστικά σύννεφα, λάμπει αιώνια, το φως του ανεπηρέαστο από τις εφήμερες καταιγίδες της σκέψης. Να ζει κανείς μέσα σε αυτή τη σιωπή σημαίνει να αγγίζει το άχρονο, να γνωρίζει τον Θεό όχι ως ιδέα, αλλά ως την ίδια τη βάση της ύπαρξής του.

Η Σιωπή των Επιθυμιών

Η επιθυμία είναι η φλόγα που μας κινεί, μια φωτιά που ζεσταίνει και καταναλώνει με τον ίδιο ρυθμό. Λαχταρούμε την αγάπη, την αναγνώριση, την ολοκλήρωση, πιστεύοντας ότι η επόμενη στιγμή, το επόμενο απόκτημα, η επόμενη αγκαλιά θα μας φέρει ειρήνη. Όμως κάθε ικανοποίηση γεννά μια νέα λαχτάρα, και ο τροχός γυρίζει ξανά. Στην καταδίωξη της επιθυμίας, απομακρυνόμαστε από το Άπειρο Εγώ, συγχέοντας τα ρυτιδίσματα στην επιφάνεια του νερού με τα βάθη που κρύβονται από κάτω.

Όμως, όταν αφήσουμε τη φλόγα της επιθυμίας να σβήσει, όταν καθίσουμε στη σιωπή του να μη θέλουμε τίποτα περισσότερο από ό,τι ήδη υπάρχει, τότε ξεδιπλώνεται ένα θαύμα. Η καρδιά, κάποτε ανήσυχη, γίνεται σκεύος του απείρου. Δεν επιδιώκει πλέον να κατέχει, αλλά να είναι. Μέσα σε αυτή τη γαλήνη, ανακαλύπτουμε ότι η αγάπη που αναζητούσαμε ήταν ήδη δική μας, η ειρήνη που ποθούσαμε δεν είχε χαθεί ποτέ. Το Άπειρο Εγώ μέσα μας δεν χρειάζεται τίποτα, διότι είναι το παν—πλήρες, ολόκληρο, απεριόριστο από τα όρια της φαντασίας μας. Να αναπαυόμαστε στη σιωπή των επιθυμιών σημαίνει να ξυπνάμε σε αυτή την αλήθεια: ότι δεν είμαστε οι αναζητητές, αλλά αυτοί που αναζητούνται· όχι οι περιπλανώμενοι, αλλά η ίδια η πατρίδα.

Η Σιωπή των Αισθήσεων

Οι αισθήσεις είναι τα παράθυρά μας προς τον κόσμο, αλλά και οι αλυσίδες μας. Μέσα από αυτές αντιλαμβανόμαστε ένα σύμπαν διαχωρισμού—χρώματα που θαμπώνουν, ήχους που καθησυχάζουν ή τρομάζουν, υφές που παρηγορούν ή απωθούν. Γοητευόμαστε από αυτές τις αισθήσεις, πιστεύοντας ότι ορίζουν την πραγματικότητά μας. Όμως, το Άπειρο Εγώ μέσα μας βρίσκεται πέρα από την εμβέλεια των αισθήσεων, σε μια σιωπή που κανένας ήχος δεν μπορεί να διαπεράσει, καμία εικόνα να επισκιάσει.

Το να εισέλθουμε σε αυτή τη σιωπή δεν σημαίνει να απορρίψουμε τον κόσμο, αλλά να τον δούμε με νέα μάτια. Οι μύστες δεν μας ζητούν να κλείσουμε τα μάτια για πάντα, αλλά να τα ανοίξουμε στο αόρατο. Όταν οι αισθήσεις γίνονται ήρεμες—όταν ακούμε όχι τον άνεμο, αλλά τη σιωπή που τον υποστηρίζει, όταν κοιτάμε όχι τα αστέρια, αλλά τον χώρο που τα περιβάλλει—αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε την ενότητα που συνδέει τα πάντα. Το Άπειρο Εγώ δεν είναι κάτι ξεχωριστό από τον κόσμο· είναι η ουσία του κόσμου, το αόρατο νήμα που υφαίνει το υφαντό της ύπαρξης. Σε αυτή τη σιωπή, οι αισθήσεις δεν είναι πια δεσμά, αλλά πύλες που αποκαλύπτουν το θείο στο καθημερινό, το αιώνιο στο εφήμερο.

Η Σιωπή του Κόσμου

Ο κόσμος είναι μια συμφωνία κίνησης—ποτάμια που χαράζουν την πέτρα, πόλεις που υψώνονται και καταρρέουν, φωνές που συγκρούονται σε ένα χορωδιακό μείγμα χαράς και θλίψης. Είναι όμορφος, τρομερός και εφήμερος. Παρασυρόμαστε από τα ρεύματά του, πιστεύοντας ότι είμαστε οι παίκτες του και όχι οι μάρτυρές του. Όμως, πέρα από αυτό το μεγάλο δράμα, υπάρχει μια σιωπή τόσο βαθιά, που αγκαλιάζει τον κόσμο. Αυτή είναι η σιωπή του Απείρου Εγώ, η ακινησία από την οποία προκύπτει κάθε κίνηση και στην οποία όλα επιστρέφουν.

Το να κατοικούμε σε αυτή τη σιωπή σημαίνει να στεκόμαστε στο κέντρο της καταιγίδας, άθικτοι από το χάος της. Σημαίνει να βλέπουμε τον κόσμο όχι ως πεδίο μάχης γεμάτο προσπάθειες, αλλά ως χορό σκιών που ρίχνει ένα αιώνιο φως. Το Άπειρο Εγώ μέσα μας δεν είναι αντίθετο με τον κόσμο· τον υπερβαίνει, προσφέροντάς μας μια οπτική γωνία από την οποία μπορούμε να αγαπάμε χωρίς να προσκολλόμαστε, να δρούμε χωρίς να επιδιώκουμε, να ζούμε χωρίς φόβο. Σε αυτή τη σιωπή, δεν είμαστε πια δεμένοι από τον χώρο και τον χρόνο, γιατί έχουμε αγγίξει το άχρονο, το άπειρο, το άχωρο.

Η Αφύπνιση

Το ταξίδι προς το Άπειρο Εγώ δεν είναι ένα μονοπάτι προς τα έξω, αλλά μια βύθιση προς τα μέσα—μια επιστροφή σε αυτό που πάντα ήμασταν. Δεν απαιτεί προσκύνημα σε μακρινές χώρες, ούτε την κατάκτηση απόκρυφων τελετουργιών. Απαιτεί μόνο να ησυχάσουμε, να ακούσουμε τη σιωπή μέσα μας. Σε αυτή τη σιωπή, τα όρια του εαυτού διαλύονται, και ξυπνάμε στην αλήθεια: ότι ο Θεός δεν είναι μια δύναμη έξω από εμάς, αλλά το Άπειρο Εγώ μέσα μας, πέρα από τον χώρο και τον χρόνο, μέσα στη σιωπή της περιορισμένης ύπαρξης.

Αυτή η αφύπνιση δεν είναι ένα τέλος, αλλά μια αρχή—ένας τρόπος ύπαρξης που διαποτίζει κάθε ανάσα, κάθε βλέμμα, κάθε βήμα με την παρουσία του αιώνιου. Ο κόσμος παραμένει, με τις χαρές και τις λύπες του, με την ομορφιά και τον πόνο του, αλλά εμείς φέρουμε μέσα μας την ηρεμία που τα περιέχει όλα. Γινόμαστε μύστες όχι αποσυρόμενοι από τη ζωή, αλλά αγκαλιάζοντάς την πλήρως, γνωρίζοντας πως κάτω από την επιφάνειά της ρέει το άπειρο, το θείο, το Εγώ που είμαστε.

Λοιπόν, σταμάτα για λίγο, αγαπημένη ψυχή, και άκου. Στη σιωπή του νου, στη σιωπή των επιθυμιών, στη σιωπή των αισθήσεων, στη σιωπή του κόσμου, το Άπειρο Εγώ σε περιμένει—υπομονετικό, ακτινοβόλο, πλήρες. Δεν είναι ένα δώρο που πρέπει να κερδίσεις, αλλά μια αλήθεια που πρέπει να θυμηθείς. Και σε αυτή τη μνήμη, είσαι ελεύθερος.

Αντιμετωπίζοντας την κατάθλιψη

Να είστε διαυγείς.

Απαιτείται πνευματική διαύγεια για να εγκαταλείψετε όσα δεν σας εξυπηρετούν πραγματικά. Πρέπει να μπορείτε να διακρίνετε την αλήθεια από το ψέμα, έτσι ώστε να αναγνωρίσετε τι είναι αυτό που θέλετε να αφήσετε πίσω σας. Όταν φοβάστε, ο φόβος δίνει την εντύπωση πως είναι εσείς. Όταν θυμώνετε, ο θυμός σάς καταλαμβάνει. Όμως πίσω από αυτό το δράμα και τη συναισθηματική αναταραχή, ο αληθινός εαυτός σας βρίσκεται ακόμα εκεί και περιμένει να συνδεθείτε μαζί του.

Μπορώ να σας δείξω καλύτερα αυτό το τελευταίο μέσα από την ιστορία του Τζέικομπ, ενός άνδρα ο οποίος ήρθε να με δει επειδή υπέφερε από κατάθλιψη καθ’ όλη τη διάρκεια της ενή­λικης ζωής του τώρα είναι γύρω στα πενήντα. Ο Τζέικομπ δεν ζητούσε θεραπεία. Ήθελε κάποιες συμβουλές σχετικά με το πώς θα πετύχει μια πραγματική αλλαγή.

Του είπα ότι μπορεί να ξεπεράσει την κατάθλιψη μέσα από την εγκατάλειψη. Για να το κάνει αυτό, έπρεπε πρώτα να ξεκαθαρίσει ορισμένα βασικά πράγματα.

«Ας δούμε πώς νιώθεις σχετικά με την κατάθλιψή σου», ξεκίνησα να λέω. «Φαντάσου πως παίρνει τη μορφή ενός προσώπου που έρχεται στο σπίτι σου και κάθεται σε μια καρέκλα απέναντι σου.»


Ο Τζέικομπ έκλεισε τα μάτια και ξεκίνησε τον οραματισμό του. Μετά από μερικά λεπτά, μου είπε πως έβλεπε την κατάθλιψή του σαν ένα ροζιασμένο και καμπούρη γέρο, ο οποίος είχε μπει σέρνοντας τα βήματά του μέσα στο δωμάτιο. Ο γέρος βρομούσε και ήταν ντυμένος με μια λερωμένη στρατιωτική φόρμα.

«Ωραία», του είπα. «Τώρα που τον βλέπεις, πώς νιώθεις γι’ αυτόν;» Ο Τζέικομπ είπε πως ένιωθε άσχημα. «Μην το λες σε μένα», του είπα. «Πες το σ’ αυτόν.»

Στην αρχή ο Τζέικομπ δίσταζε. Όμως με λίγη παρότρυνση εκ μέρους μου, είπε στο γέρο: «Με τρομοκρατείς και με εξα­ντλείς. Το μυαλό μου πλημμυρίζει άγχος κι ενώ οι άλλοι με βλέπουν ως ένα άτομο άτονο και παθητικό, εγώ νιώθω λες και παλεύω με ένα δαίμονα κάθε στιγμή της μέρας». Μόλις ξεκί­νησε, οι κατηγορίες του Τζέικομπ εντάθηκαν. Ξέσπασε όλα του τα συναισθήματα εχθρότητας και αγωνίας. Μίλησε πικρά για το πόσο αδύνατον ήταν γι’ αυτόν να εκφράσει τον πόνο του· τόσο ανήμπορο τον έκανε να αισθάνεται ο ροζιασμένος γέρος.

Άφησα τον Τζέικομπ να βγάλει τα πάντα από μέσα του, μέχρι που εξαντλήθηκε. «Ποτέ δεν πρόκειται να ξεπεράσεις την κατάθλιψή σου αν δεν αφήσεις πρώτα αυτό τον γέρο να μπει μέσα σου», του είπα. «Όσο τον απωθείς και τον απεχθάνεσαι, αυτός θα παραμένει ο ίδιος. Το πρόβλημα έχει μετατραπεί σε ένα κομμάτι του εαυτού σου, μα δεν είναι αυτό που πραγματικά είσαι.»

Ο Τζέικομπ ηρέμησε κάπως. Ήμασταν παλιοί φίλοι κι έτσι μπορούσα να του μιλήσω ανοιχτά. Του είπα πως δεν θεωρούσε πως ήταν προσκολλημένος στην κατάθλιψή του, μα εκείνος ο γέρος ήταν κομμάτι του εαυτού του· ήταν το δημιούργημα μιας παραμορφωμένης εικόνας για τον εαυτό του. Με τα χρό­νια είχε αποκτήσει τόσο πολλή ενέργεια που έδινε την εντύ­πωση πως διέθετε δική του ζωή.
.
«Η κατάθλιψή σου σε κάνει να νιώθεις ανήμπορος επειδή πιστεύεις πως δεν έχεις επιλογές. Δεν μπορείς να θυμηθείς τον εαυτό σου χωρίς την κατάθλιψη. Στην πραγματικότητα, όμως, έχεις κι άλλη επιλογή. Μπορείς να διαπραγματευτείς με τον γέρο και να του πεις πως είναι ώρα να φύγει. Μπορείς να απε­λευθερώσεις την ενέργεια της κατάθλιψης. Μπορείς να διαλογιστείς και να ανακαλύψεις το επίπεδο εκείνο της συνειδητότητάς σου που δεν πάσχει από κατάθλιψη. Όμως, αν συνεχί­σεις να σκέφτεσαι πως η κατάθλιψη είναι ένα μόνιμο κομμάτι του εαυτού σου, να ξέρεις πως και αυτό είναι μια επιλογή. Και πρέπει να αναλάβεις την ευθύνη γι’ αυτήν.» Προσπαθούσα να βοηθήσω τον Τζέικομπ να καθαρίσει το νου του και να αντιμετωπίσει την κατάθλιψή του λέγοντάς της: «Δεν είσαι εγώ».

Αυτή η κουβέντα μας ήταν μονάχα η αρχή. Επικοινωνήσα­με αρκετές φορές και μετά ο Τζέικομπ εξαφανίστηκε για λίγο. Πρόσφατα εμφανίστηκε ξανά και ήταν ολοφάνερο πως είχε απαλλαγεί από την κατάθλιψή του. Η ενέργειά του ήταν ισχυ­ρότερη και πιο θετική.
 
«Η συζήτησή μας ήταν αυτή που έγει­ρε την πλάστιγγα;» τον ρώτησα.

«Έτσι νομίζω», είπε ο Τζέικομπ με μια ήρεμη σιγουριά. «Η στιγμή πρέπει να ήταν η κατάλληλη, επειδή παραδόθηκα. Έπαψα να παλεύω. Έσπρωχνα τον εαυτό μου με την ελπίδα πως μια μέρα θα νικούσα την κατάθλιψή μου. Όμως είχες δίκιο. Δεν με ωφελούσε σε τίποτα να τη μισώ.»

Κατά τη διάρκεια της απουσίας του, ο Τζέικομπ είχε καταφέρει να σγκροτηθεί και να φτιάξει τη ζωή του. Είχε ξεκινή­σει μια σοβαρή ερωτική σχέση, είχε αρχίσει να εργάζεται για έναν πνευματικό σκοπό στον οποίο πίστευε. Είχε πάρει την απόφαση να αγνοήσει την κατάθλιψή του και να ελαχιστοποι­ήσει την εξουσία που αυτή ασκούσε πάνω του. Παρ’ όλα αυτά, το καθοριστικό στοιχείο ήταν η αλλαγή στη στάση του. Είχε αρχίσει να αποδέχεται τον εαυτό του και να καταλαβαίνει πως η κατάθλιψη δεν ήταν ο αληθινός εαυτός του.

«Ξεκαθάρισα πολλά πράγματα μέσα μου. Έγινα πιο ευγενικός και πιο άνετος με τον εαυτό μου. Χρειάστηκα χρόνο. Τίπο­τα δεν έγινε αμέσως. Όμως, καθώς άνοιγα χώρο μέσα μου, κάτι καινούργιο μπήκε στο σκηνικό. Έδωσα στον νου μου την άδεια να ηρεμήσει και να μην τρέχει τόσο πολύ. Έπαψα να νιώθω τόσο απεγνωσμένος. Μόλις ένιωσα πιο ήρεμος, ήταν σαν να ξυπνούσα αργά από έναν ύπνο. Ο κόσμος έγινε πιο φωτεινός. Βαθμιαία, η ευτυχία έγινε μια δυνατότητα. Αυτός είναι ο καλύ­τερος τρόπος με τον οποίο μπορώ να το περιγράφω.»

Η διαύγεια, επειδή είναι εσωτερική, αφήνει ελεύθερο χώρο ώστε να επιστρέφει η αλήθεια. Αυτή την αλήθεια δεν μπορεί­τε να την αφομοιώσετε όταν βρίσκεστε σε σύγχυση ή ταραχή. Τότε κατανοείτε πως δεν μπορείτε να αλλάξετε ό,τι μισείτε στον εαυτό σας. Πολλοί από εκείνους που υποφέρουν γνωρί­ζουν από πρώτο χέρι πόσο μάταιο είναι να αντιμάχονται τον εαυτό τους. Η υπέρβαση γίνεται όταν αποδεχθούν πως εκείνο που μισούν δεν έχει πραγματική και ανεξάρτητη ύπαρξη. Αυτό δεν είναι εγώ. Είναι μια παροδική κατάσταση. Είναι η ενέργειά μου μέχρι να την απελευθερώσω.

Αν είστε αλκοολικός και πείτε: «Το να πίνω είναι εγώ. Πρέπει να συμβιβαστώ με αυτό», τότε δεν πρόκειται να θεραπευθείτε. Η αμυντική και υποχωρητική σας στάση είναι μια κρυφή μορφή αδυναμίας. Βαθιά μέσα σας, πιστεύετε πως κάθε προσπάθεια αλλαγής είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Αυτό που χρειάζεστε είναι μια διαφορετική στάση· ή μάλλον καμία στάση. Ξεκαθαρίζετε μέσα σας πως υπάρχει ένα κουβά­ρι ενέργειας, συναισθημάτων, συνηθειών και αισθήσεων που πρέπει να εγκαταλείψετε και αυτό είναι όλο. Ασφαλώς, μια στιγμή διαύγειας δεν αλλάζει τα πάντα. Αυτό που πήρε χρόνια για να γίνει χρειάζεται και χρόνο για να ξεγίνει. Όμως μαζί με τη διαύγεια έρχεται η αποδοχή και ακόμα κι ένα μικρό βήμα προς την αποδοχή ανοίγει ένα μονοπάτι προς την ψυχή.

Όσκαρ Ουάιλντ: Είμαστε όλοι στο βούρκο όμως μερικοί κοιτάζουμε τ' άστρα

Στις 30 Νοεμβρίου 1900, ο κόσμος έχασε τον μεγάλο και πολυτάλαντο Όσκαρ Ουάιλντ, ποιητή, μυθιστοριογράφο, θεατρικό συγγραφέα και κριτικό. Ο Ουάιλντ έφυγε πρόωρα, σε ηλικία 46 ετών από μηνιγγίτιδα, άπορος και μόνος στο Παρίσι. Το μυθιστόρημα, «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι» προκάλεσε την βικτοριανή ηθική και τον οδήγησε ακόμη και στη φυλακή. Αποτελεί έως και σήμερα το γνωστότερο έργο του.

Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι», εκδόθηκε το 1891. Τον Ιούλιο του 1890, παρουσιάζεται στο περιοδικό Lippincott της Philadelphia η ιστορία ενός άνδρα που δε γερνάει ποτέ, όμως σε αντίθεση με το άψογο παρουσιαστικό του, το πορτρέτο φέρει τα σημάδια της φθοράς του.

"Υπάρχει ένα μόνο πράγμα χειρότερο από το να μιλάνε για σένα κι αυτό είναι να μη μιλάνε για σένα."

Πιο δυσοίωνη ήταν μια σύντομη αναφορά στον «Scots Observer», σύμφωνα με την οποία, παρόλο που «ο Ντόριαν Γκρέι» ήταν ένα έργο υψηλής λογοτεχνικής ποιότητας, διαπραγματευόταν «θέματα που άπτονται μόνο στο Τμήμα Εγκληματικών Ερευνών ή σε μια ακρόαση κεκλεισμένων των θυρών», καθώς και ότι θα ήταν ενδιαφέρον κυρίως για «εκτός νόμου ευγενείς και διεστρεμμένα αγόρια που μεταφέρουν τηλεγραφήματα» - ένας υπαινιγμός για το πρόσφατο τότε σκάνδαλο της Cleveland Street για έναν ανδρικό οίκο ανοχής στο Λονδίνο.

"Τα βιβλία που ο κόσμος αποκαλεί ανήθικα είναι τα βιβλία που δείχνουν στον κόσμο τη δική του αισχρότητα."

Σε πέντε χρόνια από τότε, στις 25 Μαΐου του 1895, ο Ουάιλντ βρέθηκε αντιμέτωπος με την καταδίκη για «διάπραξη άσεμνων πράξεων με ορισμένους άνδρες».

Ο σάλος που προκλήθηκε δεν προκαλεί έκπληξη: Κανένα έργο της κυρίαρχης αγγλόφωνης μυθιστοριογραφίας δεν είχε έρθει τόσο κοντά στο να εκφράσει ανοιχτά την ομοφυλοφιλική επιθυμία. Οι πρώτες σελίδες, λίγες αμφιβολίες αφήνουν ότι ο Basil Hallward, ο ζωγράφος του πορτραίτου του Ντόριαν Γκρέι, είναι ερωτευμένος με το «θέμα» του. Μόλις ο Ντόριαν ανακαλύπτει τις θεϊκές του δυνάμεις, προχωρά σε διάφορες ειδεχθείς πράξεις, συμπεριλαμβανομένης και της δολοφονίας. Όμως για τις βικτοριανές ευαισθησίες η πιο ανείπωτα έκνομη πράξη του θα ήταν ότι διέφθειρε νέους άνδρες.

"Είμαστε όλοι μέσα στο βούρκο, όμως μερικοί από εμάς κοιτάζουμε τ' άστρα."

Στις δίκες εναντίον του Όσκαρ Ουάιλντ το 1895, οι αντίπαλοι δικηγόροι διάβασαν φωναχτά αποσπάσματα από τον «Ντόριαν Γκρέι», αποκαλώντας το «σοδομιτικό βιβλίο». Ο Ουάιλντ φυλακίστηκε, όχι γιατί αγαπούσε ερωτικά νέους άνδρες αλλά επειδή έδειξε αυτή του την επιθυμία, και ο «Ντόριαν Γκρέι» έγινε το κυρίαρχο έκθεμα της «ξεδιαντροπιάς» του για την κοινωνία της εποχής.

"Το χειρότερο πράγμα με τους φανατικούς είναι η ειλικρίνεια."

Ο Όσκαρ Ουάιλντ πέθανε στις 30 Νοεμβρίου του 1900, σε ένα υποβαθμισμένο ξενοδοχείου στο Παρίσι, σε ηλικία 46 ετών. Σχεδόν μέσα σε μια νύχτα, ένας θρύλος γεννήθηκε: Ουάιλντ ο μάρτυρας της ομοφυλοφιλίας, Ουάιλντ ο ηθικός επαναστάτης. Ένα εκκολαπτόμενο κίνημα δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων τον «αγκάλιασε» ως ήρωα που περιφρονήθηκε.

"Είναι λυπηρό να το σκέφτεται κανείς, αλλά η μεγαλοφυΐα διαρκεί περισσότερο από την ομορφιά".

Όταν ο Graig Rodwell, το 1967, άνοιξε ένα γκέι και λεσβιακό βιβλιοπωλείο στη Νέα Υόρκη, το ονόμασε «The Oscar Wilde Memorial Bookshop» και μετά τις ταραχές στο Stonewall το 1969 ο Rodwell χρησιμοποίησε τη λίστα διευθύνσεων του βιβλιοπωλείου για να βοηθήσει να οργανωθεί η πρώτη παρέλαση υπερηφάνειας.

"Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι άλλοι άνθρωποι. Οι σκέψεις τους είναι απόψεις κάποιου άλλου, οι ζωές τους μία μίμηση, τα πάθη τους μια αναφορά."

«Για τον κόσμο φαίνομαι, από δική μου πρόθεση, ένας ερασιτέχνης καλλιτέχνης και απλώς ένας δανδής δεν είναι σοφό να δείχνει κανείς την καρδιά του στον κόσμο», έγραψε κάποτε ο Ουάιλντ. Δε θα πρέπει λοιπόν να υποθέσουμε ότι μας αποκαλύφθηκε η ψυχή του όταν έγινε ένα gay σύμβολο ή όταν κανονικοποιήθηκε σε ευρύτερους κύκλους ως ο «πατέρας» του: «Να είσαι ο εαυτός σου».

"Μόνο οι ρηχοί άνθρωποι δεν κρίνουν από την εξωτερική εμφάνιση. Το πραγματικό μυστήριο του κόσμου είναι το ορατό, όχι το μη ορατό."

Ο αισθητισμός του Ουάιλντ, η φανατική του λατρεία για την ομορφιά, ήταν ίσως το πιο βαθύ και πιο μόνιμο από τα πάθη του. Ίσως μονάχα η απειλή της δίωξης να τον εμπόδισε από το να εκφράσει ελεύθερα τη δική του σεξουαλικότητα στο έργο του. Το άσχημο τέλος του «Ντόριαν Γκρέι» -που μαχαιρώνει σε παροξυσμό το πορτραίτο του- δείχνει έναν άντρα που χάνει τη μάχη με τη δημόσια εικόνα του.

Ο Επίκουρος στον Αλμπέρ Καμί

Ο Αλμπέρ Καμύ (1913-1960) υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους και συγγραφείς του προηγούμενου αιώνα. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Αλγέρι και σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα πάνω στην ακμή της δημιουργίας του. Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ είχε πει στον επικήδειο που εκφώνησε ότι, ήταν ο πυρήνας που γύρω του περιστρέφονται με ταχύτητα τα ηλεκτρόνια του κόσμου, της ζωής και του πνεύματος.

Βέβαια εγώ σαν Επικούρειος μπορεί να διαφωνώ σε πολλά σημεία με το έργο του. Ή και με όλο, ακόμα το έργο του. Ίσως να απορρίψω την διακήρυξή του, για την συμφιλίωση με την μοίρα. Ή ακόμα να διαφωνώ με τους ακρογωνιαίους λίθους της φιλοσοφίας του, που είναι «ο κόσμος και ο πόνος», «η γη και η έρημος» μέσα σ’ ένα σύμπαν που κείτεται σε συντρίμμια «με κατεδαφισμένα όλα τα ηθικά, ιδεολογικά και μεταφυσικά του στηρίγματα». Επίσης είναι δυνατόν να διαφωνήσω, διότι όλα αυτά είναι ανθρώπινες επινοήσεις και ξεφεύγουν, από αυτό που είπε ο Επίκουρος και το οποίο μας το διασώζει ο Φιλόδημος,

«ότι είναι αγοραίες και φορτικές εκείνες οι ιδέες για την ζωή, που δεν συμβάλουν στην ευδαίμονα ζωή».

Και διαφωνώ με το συνολικό έργο του Καμύ, διότι στόχος μας δεν είναι να απελευθερωθούμε από τις προκαταλήψεις αλλά να χρησιμοποιήσουμε αυτήν την ελευθερία, με φρόνηση και φιλία ώστε να φτιάξουμε μία ευτυχισμένη και καλύτερη κοινωνία.

Ας μην ξεχνάμε ότι σ’ όλα του τα έργα που εμφανίστηκαν πριν το 1948 ο Καμύ διακηρύσσει την συμφιλίωση, όπως ειπώθηκε, με την μοίρα. Και σαν παλιός Μαρξιστής διατήρησε σε πολλά σημεία την προδιαγεγραμμένη ιστορία και την ειμαρμένη και καθόλου το τυχαίο και την ανθρώπινη βούληση. Εδώ θα πρέπει να σημειώσω ότι πριν γίνει υπαρξιστής και επαναστάτης υπήρξε μέλος του Κ.Κ. Γαλλίας. Έτσι η φιλοσοφική σκέψη του Καμύ δέχεται το παράλογο της μοίρας του ανθρώπου, που ζει μέσα σ’ ένα αλόγιστο σύμπαν. Όσο και αν αναπτύξει το πνεύμα του είναι ανήμπορος μπροστά σ’ αυτήν την μοίρα και το μόνο που του απομένει είναι η προσήλωση σε κάποιο ιδανικό ικανό να διαφυλάξει μέσα στον κόσμο τις υψηλότερες ηθικές και πνευματικές αξίες. Προφανώς η μοίρα του Καμύ είναι ο Θάνατος, όμως ποιες είναι αυτές οι υψηλότερες ηθικές και πνευματικές αξίες; Για εμένα ως αξία είναι το δικαίωμα στην Ηδονή το οποίο αποσιωπά με επιμέλεια ο Καμύ.

Στο βιβλίο του ο επαναστατημένος άνθρωπος (1951) ολοκληρώνεται ο Καμύ ως προσωπικότητα και ως άτομο. Θα πρέπει δε να το διαβάσει ο κάθε εχέφρων αναγνώστης και δη ο κάθε ελεύθερος άνθρωπος. Το βιβλίο αυτό μας ενδιαφέρει και εμάς τους Επικούρειους, εκτός των άλλων, διότι μέσα σ’ αυτό κριτικάρει τον Επίκουρο.

Όμως πριν προχωρήσουμε στην ουσία της κριτικής του, για να δούμε ποιος είναι ο επαναστατημένος άνθρωπος του Καμύ; Είναι απ’ ότι μας λέει:

«ένας άνθρωπος που λέει όχι! Αρνιέται αλλά δεν παραιτείται». «Είναι ακόμα και αυτός που λέει ναι από την πρώτη του κίνηση. Και το περιεχόμενο του όχι, είναι ότι «μέχρι εδώ και μην παρέκει» Και ο σκλάβος άνθρωπος που θα το πει αυτό στον αφέντη του, σημαίνει συνειδητοποίηση που προχωρεί, στην αντιμετώπιση του, σαν «ίσο προς ίσο». Τέλος αποδέχεται ο άνθρωπος την τελική πτώση (τον θάνατο) αν υποχρεωθεί να στερηθεί αυτό το αποκλειστικό δικαίωμα που θα το ονομάσει π.χ. ελευθερία».

Μας λέει όμως ότι η «πραγματική ελευθερία δεν παρουσίασε άνοδο ανάλογη με την συνείδηση που έχει αποκτήσει ο άνθρωπος γι’ αυτήν» και μας αναφέρει πως «η εξέγερση αποτελεί έργο του ενημερωμένου ανθρώπου που έχει συνείδηση των δικαιωμάτων του».

Θεωρεί δε ως «ιερό και απαραβίαστο» «τις κοινωνίες εκείνες που δεν υπάρχει αντικειμενικός προβληματισμός αφού οι απαντήσεις έχουν δοθεί μια για πάντα». (Θεοκρατία). Άρα «επαναστατημένος άνθρωπος είναι αυτός που βρίσκεται πριν ή μετά το «ιερό και απαραβίαστο» και αγωνίζεται για την επιβολή μιας ανθρώπινης τάξης που όλες οι απαντήσεις να είναι ανθρώπινες, δηλαδή λογικά διατυπωμένες». «Μπορούμε όμως μακριά από αυτό το ιερό και απαραβίαστο και τις απόλυτες αξίες του, να βρούμε τους κανόνες μιας συμπεριφοράς; Αυτή είναι η ερώτηση που θέτει η εξέγερση».

Χωρίζει τέλος την εξέγερση, στο βιβλίο του, στην μεταφυσική εξέγερση και στην ιστορική.

Βέβαια ορθώς ενημερωμένος διατυπώνει ότι «η ιστορία της εξέγερσης στον δυτικό κόσμο είναι αξεχώριστη απ’ την ιστορία του Χριστιανισμού». Δηλαδή η ιστορική εξέγερση ήταν ενάντια στην Θεοκρατία του μοναδικού Θεού και κατ’ επέκταση των μοναρχών. Η οποία υποκατεστάθη από τις ίδιες δομές και από τους νέους ανθρώπινους Θεούς όπως π.χ. ο Λένιν ή Στάλιν.

Μας αναφέρει επίσης ότι «η μεταφυσική εξέγερση είναι το κίνημα με το οποίο ένας άνθρωπος εξεγείρεται ενάντια στην κατάσταση του και σ’ ολόκληρη την δημιουργία. Είναι μεταφυσική γιατί αμφισβητεί τους σκοπούς του ανθρώπου και της δημιουργίας».

Ποιοι όμως είναι οι σκοποί του ανθρώπου; Μα εκείνοι! και όχι μόνο, που πάρα κάτω θα σας προβληματίσουν. Αλλά αλήθεια! Αναρωτιέμαι! γιατί να βάζουμε σκοπούς; Και αν η δημιουργία είναι έτσι φτιαγμένη, τότε δεν είναι άδική; Για τον γράφοντα υπάρχουνε οι εξής καταστάσεις στο σόφισμα που ακολουθεί και στο οποίο θα μπορούσε να προσαρμοστεί η οποιαδήποτε παραλλαγή. Ή υπάρχει Θεός που σημαίνει πως υπάρχει και σκοπός, οπότε οποιονδήποτε σκοπό και να θέσουμε, είτε ως ανθρωπότητα είτε σαν άτομα, ένας θα είναι ο σκοπός, αυτός του Θεού. Και ο σκοπός αυτός, στα χρόνια του Χριστιανισμού, είναι η κατάκτηση του Παραδείσου.

Αν όμως υποθέσουμε ότι ο Θεός αφήνει τον άνθρωπό να επιλέγει σκοπούς, τότε δεν χρειάζεται ο Θεός. Γιατί τον υποκαθιστά ο άνθρωπος και κατασκευάζει αυτός τον δικό του παράδεισο. Αν όμως ο Θεός δοκιμάζει τον άνθρωπό ώστε να κατακτήσει ξανά τον χαμένο παράδεισο, τότε κάποια στιγμή θα πρέπει, να αρνηθεί ο άνθρωπος να γίνει πειραματόζωο.

Επίσης αν δεν υπάρχει Θεός και είμαστε όλοι τυχαίοι σαν αυτόν τον κόσμο, με μια τυχαία προσωπικότητα, τότε ματαιοπονούμε στον να βάζουμε σκοπούς. Γιατί να βάλω τον οποιοδήποτε σκοπό αφού γνωρίζω ότι μια μέρα θα πεθάνω και όλα θα χαθούν.

Ο Μαρξ παρ’ ότι αρνήθηκε την έννοια Θεός εντούτοις πιστεύει στον σκοπό και στην αιτιοκρατία. Μας λέει ότι ο άνθρωπος δεν είναι τυχαίος αλλά προϊόν ενός φυσικού προτσές.

Ο Επίκουρος δέχτηκε την ύπαρξη των Θεών, αλλά, οι Θεοί, ούτε το Σύμπαν έφτιαξαν, ούτε τον άνθρωπο, ούτε επεμβαίνουν στα φαινόμενα της φύσης και στα ανθρώπινα. Ο άνθρωπος δε, είναι τυχαίος και προϊόν της φυσικής επιλογής.

Έτσι σ’ όλες τις περιπτώσεις είναι μάταιο να θέτουμε σκοπούς διότι από την εμπειρία μας οι παράδεισοι είναι μέσα στο μυαλό μας.

Το παράλογο όμως σ’ αυτήν την υπόθεση είναι μία εγγενής κατάστασή. Ένα χαρακτηριστικό το οποίο αν το αρνηθούμε, θα οδηγηθούμε στο μοιραίο, στην αυτοκτονία. Και η κατάσταση αυτή έγκειται στο ότι δεν μπορεί να ζήσει κανείς άνθρωπος χωρίς να βάζει σκοπούς. Αν δεν βάλει ο άνθρωπος έστω έναν, οι πολλούς, από τον μικρότερο και ευτελή σκοπό, μέχρι τον μεγαλύτερο, τον ποιοτικότερο. Αν δεν βάλει σκοπό, προοπτική, τότε αυτοκτονεί.

Εδώ έχουμε μία Επικούρεια θεώρηση πάνω στην ανθρώπινη θέληση. Στο ότι η ανθρώπινη θέληση επιλέγει σκοπούς. Και εμείς ως Επικούρειοι, φρονώ, πως επιλέγουμε τους ποιοτικότερους. Ως Επικούρειοι επιλέγουμε το κίνητρο της φύσης που είναι η Ηδονή.

Τώρα το φιλοσοφικό ερώτημα το οποίον γεννάτε είναι γιατί να υπάρχει αυτή η θέληση; Αυτή η εγγενής τάση; Εικάζω πως, είτε είναι ένας εξωραϊσμός του ενστίκτου της επιβίωσης, ή είτε είναι η σκέψη ενός εξελιγμένου ανώτερου εγκεφάλου.

Όσον αφορά την δημιουργία, ναι είναι όντως λάθος. Στηρίζεται πάνω στον αιματηρό ανταγωνισμό. Εδώ βρίσκει το σωστό περιεχόμενο το «πόλεμος πατήρ πάντων» του Ηράκλειτου. Διότι όσο και αρμονική και αν βλέπουμε την φύση, εν τούτοις αυτή η αρμονία στηρίζεται στο έγκλημα.

Ο άνθρωπος! αν και φύση και αυτός, με την θέληση του μπορεί να υπερβεί την φύση με βάσει τον εξελιγμένο ανώτερο εγκέφαλό του. Και αυτό το βλέπουμε πιο ξεκάθαρα σήμερα με τις επιστημονικές καινοτομίες, με τις τεχνολογικές εφαρμογές, με τις ιατρικές κατακτήσεις κ.α. Μπορεί ακόμα να μην νίκησε τον θάνατο, αλλά η παρακαταθήκη και η εμπειρία, του δίνουν μία γεύση αθανασίας. Όμως εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι υπάρχει και η διαστρεβλωμένη υπέρβαση της φύσης. Είναι αυτή η ρυπαρή διαστρέβλωση, που βιώνουμε καθημερινά.

Άρα λοιπόν αυτή η μεταφυσική εξέγερση στην οποία αναφέρεται ο Καμύ μπορεί άραγε να έχει συντελεστεί και να έχει στεφθεί από επιτυχία; Η απάντηση είναι Ναι.

Όμως μας λέει ο Καμύ «αφού η ποινή του θανάτου καθορίζει γενικά την ανθρώπινη φύση, ο επαναστάτης ν’ αναγνωρίσει και την δύναμη που τον κάνει να ζει μ’ αυτόν τον όρο». «Ο μεταφυσικός επαναστάτης, συνεχίζει, δεν είναι οπωσδήποτε άθεος, αλλά είναι αναγκαστικά βλάσφημος». Επίσης κάνει πολύ σωστά τον παραλληλισμό του Θεού και του Αφέντη γιατί και στα δύο ο άνθρωπος είναι δούλος. «Όμως και ο δούλος και ο αφέντης βρίσκονται πραγματικά στην ίδια θέση, η εφήμερη κυριαρχία του ενός είναι το ίδιο σχετική όσο η υποταγή στον άλλον». «Γι’ αυτό ο επαναστατημένος εξεγείρεται ενάντια στον αφέντη με αποτέλεσμα την εξέγερση ενάντια στον Θεό, θέλει να μιλήσει σαν ίσος προς ίσο μ’ αυτόν»

Και ερχόμαστε στο άκομψο κατά την άποψη μου κεφάλαιο τα παιδιά του Κάιν όπου μέσα σ’ αυτό κριτικάρει τόσον τον Προμηθέα όσον και τον Επίκουρο.

Ναι όντως μας αναφέρει πως η μεταφυσική εξέγερση υπόβοσκε στις πρώτες θεογονίες. Μας λέει επίσης ότι ήταν και προϊόν της Ελληνικής φιλοσοφίας (Ο Προμηθέας).

Όμως εδώ θα ήθελα θα παρατηρήσω κάτι. Τόσοι Έλληνες φιλόσοφοι λέτε να μην είχανε σκεφτεί την εξέγερση ή την επανάσταση; Απλά δεν υπήρχε η ανάγκη για κάτι τέτοιο, διότι διαβίωναν μέσα στην φύση, στρεφόμενοι με μέτρο ενάντια στην ίδια τους την κακή φύση. Μπορεί οι κοινωνίες να μην ήταν τόσο αρμονικές, αλλά ήταν πιο αρμονικές από την κάθε σημερινή. Έτσι για να επιδιώξουν μια αρμονικότερη κοινωνία θα έπρεπε οι άνθρωποι να αλλάξουν προς το καλύτερο, τον εαυτό τους. Ή αν θέλετε, να τον υπερβούν.

Αλήθεια, ποιοι και γιατί συντελέσαν στην προετοιμασία, κατά την διάρκεια του διαφωτισμού, των επαναστάσεων ή των διαστροφικών, όπως μας αναφέρει, εξεγέρσεων; Επαναστάσεων και εξεγέρσεων που συντελέσθηκαν από τον 19ο έως τον 20ο αιώνα; Και όλο αυτό το αίμα που χύθηκε; Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που χάθηκαν; Γιατί άραγε δεν είμαστε ευχαριστημένοι; Και γιατί πέφτουμε από μία δικτατορία στην άλλη; Ναι οι νεότεροι φιλόσοφοί ήταν αυτοί που τις σκέφτηκαν. Αλλά μήπως οι φιλόσοφοι είτε εκούσια είτε ακούσια επηρεάστηκαν από τον Χριστιανισμό και θέλανε να επικρατήσει ο δικός τους μεσσιανισμός; Μήπως θέλανε να γκρεμίσουν αυτήν την αντιδραστική θρησκεία και με μία τάση δήθεν προοδευτισμού να εγκαθιδρύσουν την δικιά τους θρησκεία;

Ναι! και αυτά μας λέει ο Καμύ στον επαναστατημένο άνθρωπο.

Όμως ας κοιτάξουμε λίγο το παρελθόν. Και σας φέρνω για παράδειγμα τον Λεωνίδα και τους 300. Ναι γι’ αυτούς η ολοκλήρωση τους ήταν να πεθάνουν για την πατρίδα. Και δεν ζήτησαν να αγιοποιηθούν και ούτε κανείς μπορούσε να τους αγιοποιήσει, γιατί θα αποτελούσε ύβρη για τα Ελληνικά δεδομένα. Θα αποτελούσε ύβρη, την στιγμή που επικρατούσε το μέτρο. Το μέτρο που μας αναφέρει και ο Καμύ. Ανάλογη ενέργεια ήταν και του Σωκράτη. Και ο Σωκράτης θα μπορούσε να είχε γίνει ιδρυτής μιας Θρησκείας, ή ενός πολιτικού κινήματος της εποχής.

Αυτό που κάνει ο Κάϊν κατά τον Καμύ, είναι μεν εξέγερση ενάντια στον Θεό, αλλά είναι και ό ίδιος ο υπέρ εγωιστής άνθρωπος. Επίσης η ενέργειά του θέλει να μας δείξει, την εναντίωση στον Θεό ή στο αφεντικό. Όσο θα είσαι αφεντικό ή Θεός εγώ θα σε παραβαίνω. Το έγκλημα όμως του Κάιν παραβαίνει το μέτρο και αυτό είναι ίδιον της ανατολίτικης κοσμοθεωρίας, ή της θρησκείας της ερήμου με ηγέτη τον Ιησού.

Τον Ιησού όμως τον πλασάρανε και σαν θεάνθρωπο και σαν σωτήρα, γι’ αυτό πήρε τις διαστάσεις που κακώς πήρε. Στηριζόμενος σ’ αυτόν μας μίλησε για δύο επίπλαστα και ασταθή συναισθήματα, όπως την ελπίδα και την αγάπη.

Αλλά ας επανέλθουμε στην δικιά μας θεογονία με την μεταφυσική επανάσταση του Προμηθέα όπως την αναφέρει ο Καμύ και η οποία δεν παρέβη το μέτρο. Με βάση τον Αισχύλο που «τον βάζει να φωνάζει το μίσος του ενάντια σ’ όλους του θεούς και βυθίζοντάς τον σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα μοιραίας απελπισίας . Τον προσφέρει στις αστραπές και τους κεραυνούς να τον αποτελειώσουν και αναφωνεί ο Προμηθέας. Αχ βλέπετε τι αδικία υπομένω»;

Πόσοι και πόσοι, είτε ανάπηροι, είτε φτωχοί, είτε ζώντας στο περιθώριο της κοινωνίας, είτε άτομα με οποιοδήποτε κουσούρι δεν το έχουν πει αυτό;

Καταλήγει δε ο Καμύ ότι στο τελευταίο μέρος της τριλογίας του Αισχύλου ο Προμηθέας πυρφόρος «αναγγέλλεται η βασιλεία του συγχωρεμένου επαναστάτη». «Ναι, λέει, οι Έλληνες δεν νοθεύουν τίποτα. Στα πιο ακραία τολμήματα τους έμεναν πιστοί στο μέτρο που το είχαν θεοποιήσει» και ως εκ τούτου «Η εξέγερση του Προμηθέα, μας αναφέρει, δεν στρέφεται ενάντια σ’ όλη την δημιουργία αλλά ενάντια στον Δία και στους άλλους Θεούς και που οι ημέρες τους είναι μετρημένες». Προσθέτει πως «πρόκειται για μια ιδιωτική υπόθεση, μια αμφισβήτηση για το καλό και όχι για μια πάλη του καλού και του κακού στον κόσμο. Και αυτό οφείλεται στην φύση στην οποία ένοιωθαν να μετέχουν (οι Έλληνες). Αν εξεγερθούν ενάντια στην φύση είναι μία εξέγερση ενάντια στον εαυτό τους. Είναι σαν να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο». Είναι το έγκλημα του Καιν ενάντια στον αδελφό του.

Και σ’ αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται και μία ακόμα από τις θεμελιώδεις διαφορές του Ελληνισμού από τον Χριστιανισμό. Ότι δηλαδή, όπως τουλάχιστον πρεσβεύει ο Χριστιανισμός, ο άνθρωπος είναι ανώτερος από την φύση. Το αυξάνεσθε και πληθήνατε και κατακυριεύσατε την Γη δίδει όντως ποικίλες ερμηνείες ιδιαίτερα στον μολυσμένο και άμετρο κόσμο μας.

Διότι απ’ ότι μας αναφέρει και συμφωνώ και εγώ , «ότι δεν υπήρχαν οι άνθρωποι από την μια και οι Θεοί από την άλλη (στους Έλληνες). Η ιδέα της αθωότητας σε αντίθεση με την ενοχή, η πάλη του κακού και του καλού ήταν στους Έλληνες άγνωστα. Μέσα στο σύμπαν τους υπάρχουν περισσότερο σφάλματα παρά εγκλήματα. Το μόνο έγκλημα που υπάρχει είναι το ξεπέρασμα του μέτρου. Στον Χριστιανικό κόσμο δεν υπάρχουν σφάλματα αλλά εγκλήματα και το φοβερότερο απ’ αυτό, είναι το μέτρο. Οι Έλληνες δεν θεώρησαν ποτέ την σκέψη, και αυτό υποβιβάζει τον Χριστιανικό μας κόσμο, ένα αποκομμένο από τον κόσμο χώρο». Γι’ αυτό όπως αναφέραμε, η ιστορία της εξέγερσης στον δυτικό κόσμο δεν ξεχωρίζει από την ιστορία του Χριστιανισμού.

Και ερχόμαστε στο προκείμενο. Δηλαδή στον Επίκουρο του Καμύ.

«Η φοβερή θλίψη, λέει, του Επίκουρου βγάζει ένα νέο ήχο. Γεννιέται αναμφίβολα από το άγχος του θανάτου. Μπορούμε να εξασφαλιστούμε ενάντια σ’ όλων των λογιών τα πράγματα αλλά όσο για τον θάνατο μένουμε όλοι σαν τους κατοίκους μιας κυριευμένης ακρόπολης.»

«Ο Λουκρήτιος αναφέρει πως η ουσία αυτού του ευρύχωρου κόσμου είναι μόνο ο θάνατος, η καταστροφή. Γιατί λοιπόν να αναβάλει κανείς την απόλαυση για αργότερα»;

«Έτσι ο Επίκουρος μας λέει ότι ξοδεύουμε την ζωή μας και πεθαίνουμε με πόνο. Πρέπει λοιπόν να απολαμβάνουμε». «Αλλά σχολιάζει ο Καμύ τι παράξενη απόλαυση; Έρχεται με το να εθελοτυφλούμε μπροστά στα τείχη της ακρόπολης, με το να εξασφαλίζουμε νερό και ψωμί μέσα στην σιωπηλή σκιά». Και παρά κάτω αναφέρει τον προβληματισμό του Επίκουρου «μήπως ο θάνατος είναι το μηδέν; και απαντάει ο Επίκουρος στον εαυτό του. Όχι γιατί όλα είναι ύλη σ’ αυτόν τον κόσμο και ο θάνατος σημαίνει επιστροφή στο στοιχείο». Και μας προσθέτει ο Καμύ «πως η παράξενη ηδονή που μας μιλάει ο Επίκουρος είναι κυρίως η απουσία του πόνου. Είναι, μας αναφέρει, η ευτυχία της πέτρας».

Εδώ θα μου επιτραπεί να διαφωνήσω με τον Καμύ: διότι η πέτρα δεν σκέπτεται, δεν δρα, δεν ερωτεύεται, δεν τρώει, δεν ζει τις χαρές της ζωής γιατί απλούστατα δεν έχει ζωή. Ζωή που εξύμνησε ο Επίκουρος όσο κανένας άλλος φιλόσοφος.

Το να ζεις σαν Θεός ανάμεσα στους ανθρώπους είναι μία υπέρβαση. Είναι μία υπέρβαση της φύσης. Είναι ενάντια στην φύση του ανθρώπου. Είναι η εξαίρεση που μπορεί να γίνει ο κανόνας. Δηλαδή είναι η αντιμετώπιση των παθών του ανθρώπου. Τα πάθη και την υπέρβασή τους: και αυτό δεν μπορεί να τα έχει αντικειμενικά μία πέτρα.

Μας λέει παρακάτω ότι σκοτώνει ο Επίκουρος την ευαισθησία. Και διασαφηνίζει, μια σειρά πιο κάτω, ότι εννοεί την Ελπίδα. Και προσθέτει πως αυτό που λέει ο Έλληνας φιλόσοφος για τους Θεούς δεν είναι τίποτε άλλο από το «ότι όλη η δυστυχία των ανθρώπων έρχεται από την ελπίδα που τους βγάζει από την σιωπή της ακρόπολης και τους στήνει στις επάλξεις να προσμένουν την σωτηρία».

Ναι σωστά τα λέει ο Επίκουρος όσο και να τα κριτικάρει ο Καμύ. Προφανώς η ακρόπολη είναι ο κήπος του Επίκουρου. Ένας δημιουργικός κήπος με ζωντανές υπάρξεις όπου σκέφτονται τα άτομα, φιλοσοφούν, δρουν και δεν υπάρχει σιωπή. Και όσον αφορά την ελπίδα αυτή ήταν ξένη όχι μόνο για τους Επικούρειους αλλά και για τους περισσότερους από τους Έλληνες. Διότι οι Έλληνες θεωρούσαν τον πάνω κόσμο ότι ήταν καλύτερος σε σχέση με τον κάτω κόσμο. Την ελπίδα αυτό το ασταθές συναίσθημα, όπως ειπώθηκε, μας το έφερε ο Χριστιανισμός. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι ο Λεωνίδας και οι 300, για παράδειγμα, ενώ γνώριζαν ότι θα πεθάνουν έφτασαν στην ολοκλήρωση τους πεθαίνοντας για ένα ιδανικό χωρίς να περιμένουν τίποτα από τους Θεούς. Ή το ότι θα οδηγηθούν σε μία ουτοπική περιοχή. Αυτή είναι και η ολοκλήρωση του ατόμου. Και αυτός θα πρέπει να είναι και ο σκοπός του. Ένας υπερβατικός σκοπός. Δηλαδή να δώσει μία ανώτερη προοπτική στο υπαρξιακό του πρόβλημα, στην μοναξιά του. Ενώ οι χριστιανοί δίνουν την ζωή τους προσμένοντας ότι θα πάνε σ’ ένα αβέβαιο παράδεισο. Σ’ έναν παράδεισο που κανείς δεν έχει δει και κανείς δεν έχει περιγράψει. Σ’ έναν παράδεισο που έγινε από τον Θεό χωρίς να ρωτηθεί το άτομο αν του αρέσει.

Το λεχθέν του Επίκουρου δηλαδή το να ζεις σαν θεός ανάμεσα στους ανθρώπους το έχει πάρει όχι τόσο κομψά ο Καμύ. Λέει πως «δεν αρνιέται του Θεούς ο Επίκουρος. αλλά τους απομακρύνει τόσο έντονα και οριστικά που η ψυχή δεν έχει άλλη διέξοδο παρά να κλειστεί πάλι στα τείχη. Οι Θεοί δεν έχουν καθόλου έννοιες ούτε προκαλούν τέτοιες σε κανέναν». Αλλά μας αναφέρει πως «Θεοί χωρίς ανταμοιβές και τιμωρίες είναι κουφοί θεοί». Και έπειτα προσθέτει ότι προσπαθεί ο Επίκουρος «να υψώσει τείχη γύρω από τον άνθρωπο, να ξανακλείσει τις πύλες της ακρόπολης και να πνίξει ανελέητα την ακαταμάχητη κραυγή της ανθρώπινης ελπίδας».

Αχ αλήθεια δεν είναι ανοησία να ζεις μια ζωή με απαγορεύσεις, πόνο και στέρηση για να μην χάσεις την κλήση ενός δικτάτορα Θεού που θέλει να σ’ έχει του χεριού του; Να σ’ έχει υποχείριο τόσον στην παρούσα όσο και στην υποτιθέμενη άλλη ζωή; Ας είμαστε ρεαλιστές και ας μην γεμίζουμε το μυαλό μας με φρούδες και ανόητες ελπίδες. Ναι σωστά τα λέει ο Επίκουρος, που αναφέρει κριτικάροντας τα λόγια του ο Καμύ. «Ξεγέλασα τις παγίδες σου ω μοίρα, έκλεισα όλους τους δρόμους απ’ όπου μπορούσες να με φτάσεις. Δεν θ’ αφεθούμε να νικηθούμε ούτε από εσένα ούτε από καμιά κακιά δύναμη. Και όταν η ώρα της αναπόφευκτης αναχώρησης θα σημάνει, η περιφρόνησή μας για κείνους που αγκιστρώνονται μάταια στην ύπαρξη θα ξεσπάσει στο ωραίο τραγούδι. Ω πόσο άξια ζήσαμε».

Τόσον ο Επίκουρος όσο και ο Λουκρήτιος μας λέει ο Καμύ αναγκάζονται να παραδεχτούν ότι,

«τα άτομα δεν ενώνονται μόνα τους σ’ ομάδες και αντί να παραδεχτεί την ύπαρξη ενός ανώτερου νόμου στο πεπρωμένο που θέλει να αρνιέται, δέχεται μια τυχαία κίνηση που σύμφωνα μ’ αυτήν τα άτομα συναντιόνται και χωρίζουν. Δηλαδή αποσπάει τον άνθρωπο από το πεπρωμένο και τον αφήνει στην τύχη».

Μα η μη ύπαρξη του πεπρωμένου είναι το μεγαλείο μας και όσον αφορά την τύχη ταυτίζεται με την μοίρα που ελέχθει ανωτέρω.

Ωστόσο δεν νομίζω πως στο θέμα τύχης έχει δίκιο ο Καμύ. Νομίζω πως ο Επίκουρος δεν αφήνει τον άνθρωπο στην τύχη. Η άρνηση του πεπρωμένου, της ειμαρμένης και την τελεολογίας, εκ μέρους του, που εκφράζεται με την τυχαία κίνηση των ατόμων, θέλει να αναδείξει την βουλητική, όπως ειπώθηκε, ικανότητα του Ανθρώπου

Και ο Λουκρήτιος, συνεχίζει ο Καμύ, ένεκα του μίσους του για το πεπρωμένο και τον θάνατο λέει ότι τα μόρια, για να δώσουν την ύπαρξη, ενώνονται από σύμπτωση και όπου από σύμπτωση η ύπαρξη διαλύεται σε άτομα. Η τυφλή ακρόπολη τότε γίνεται ένα περιχαρακωμένο στρατόπεδο. Moenia Mundi, τα τείχη του κόσμου. Σ’ αυτό το σημείο βγάλτε μόνοι σας τα συμπεράσματα σας.

Μας αναφέρει παρά κάτω πως «η μεγάλη υπόθεση δεν είναι η αποσιώπηση της ελπίδας αλλά ο ασκητισμός του Επίκουρου που δονείται και κορυφώνεται συχνά με κατάρες». «Το έλεος για τον Λουκρήτιο, προσθέτει, είναι να μπορεί να κοιτάζει τα πάντα μ’ ένα πνεύμα που δεν ταράζεται με τίποτα».

Εδώ θα πρέπει να σημειώσω, ότι κάπως αδικεί τον Επίκουρο ο Καμύ. Τόσον η ιδεολογία του όσο και η πρακτική του δεν ήταν ασκητική. Και το λάθε βιώσας δεν έχει καμιά σχέση με την ασκητική, αλλά με τα πολιτικά πράγματα της εποχής. Της κάθε εποχής που δεν επικρατεί η άμεση Δημοκρατία.

Και το έλεος που αναφέρθηκε είναι ένα συναίσθημα, του ανώτερου προς τον κατώτερο, γι’ αυτό ο Λουκρήτιος μπορεί να το βλέπει μ’ αυτό το πνεύμα. Όμως άλλο το έλεος και άλλο η βοήθεια και η στοργή, που πρακτικά αποδεικνύεται με την ανατροφή εκ μέρους του Επίκουρου των παιδιών του Μητρόδωρου.

«Το ίδιο πνεύμα μας λέει ο Καμύ τρέμει από την αδικία που γίνεται στον άνθρωπο εκ μέρους του Θεού. Ο Λουκρήτιος στο θαυμάσιο ποίημα του αναφέρεται στο πρώτο έγκλημα της θρησκείας που ήταν η Ιφιγένεια και η δολοφονία της αθωότητάς της». Όπως το κάνει και ο υπογράφων στο βιβλίο του, τα «Πάντα εν Σοφία Εποίησας; «Και ο Επίκουρος με έναν μαχητικό συλλογισμό λέει, γιατί το κακό θα πρέπει να τιμωρείται, αφού τώρα βλέπουμε ότι το καλό δεν αμείβεται»; Και συμπληρώνει ο Καμύ ότι,

«ο άνθρωπος του Λουκρήτιου αρνιέται τους ανάξιους και εγκληματίες Θεούς για να πάρει ο ίδιος την θέση τους. Βγαίνει από το οχυρωμένο στρατόπεδο και αρχίζει τις πρώτες επιθέσεις ενάντια στην θεότητα και στ’ όνομα του ανθρώπινου πόνου».

Είναι το ίδιο που κάνω και εγώ. Αν ήμουν Θεός θα έφτιαχνα τον κόσμο καλύτερο, η μην τολμήσεις να στήσεις δικαστήριο γιατί θα σε δικάσω εγώ ω Θεέ. Ναι τα πάντα όχι εν σοφία, αλλά εν ανοησία εποίησας.

«Στον Λουκρήτιο το έγκλημα του ανθρώπου είναι απάντηση στο Θείο έγκλημα». «Και δεν είναι τυχαίο που το ποίημα του Λουκρήτιου, μας αναφέρει ο Καμύ, τελειώνει με μια θαυμαστή εικόνα βωμών των Θεών γεμάτο από πτώματα που κατηγορούν τους θεούς για τον λοιμό των Αθηνών».

Και πάλι αδικεί τον Λουκρήτιο ο Καμύ. Διότι εντάξει ο Θεός ή οι Θεοί κάνουν εγκλήματα που όλοι μας τα γνωρίζουμε, αν φυσικά επεμβαίνουνε στα ανθρώπινα. Όμως είμαι σίγουρος τώρα πια, όπως ήταν και ο Επίκουρος, πως δεν παρεμβαίνουν. Όμως από την άλλη, θα πρέπει και ο άνθρωπος να ακολουθήσει την ίδια τακτική; Εκτός αν έγκλημα θεωρείτε η κριτική, της υποτιθέμενης παρέμβασης των Θεών. Των Θεών εκείνων που εμπιστεύονται οι πολλοί. Διότι όπως είπε ο Επίκουρος σε μία δόξα του.

Ασεβής δεν είναι εκείνος που δεν δέχεται τους θεούς των πολλών, αλλά εκείνος που προσδίδει στους Θεούς ιδιότητες σύμφωνα με τις γνώμες των πολλών.

Περί Μυήσεως: Η Πραγματική Οδός προς τη Γνώση και την Πνευματική Εξέλιξη

Επειδή ότι λάμπει δεν είναι χρυσός. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν ούτε «μύστες» ούτε «μυημένοι» στα άρρητα και τα άφατα. Υπάρχουν αυτοί που ίσως γνωρίζουν, αυτοί που δεν γνωρίζουν και αυτοί που επιδιώκουν να μάθουν. Το χρήμα δεν μπορεί να κάνει τα μάτια να δουν, τα αυτιά να ακούσουν ούτε την ψυχή να ανθίσει. Η έρευνα, η προπαίδευση, η καλλιέργεια του κριτικού πνεύματος, ο χρόνος και η θέληση είναι οι μόνοι ασφαλείς παράγοντες της γνώσης. Τα υπόλοιπα αποτελούν απλώς προσπάθειες για να αποκτήσουν γνώση και κύρος κάποιοι.

Η πραγματική μύηση δεν περιορίζεται σε μία τυπική και συμβολική διαδικασία που λαμβάνει χώρα σε μυστικιστικές ομάδες ή αποκλειστικές τελετές. Αντιθέτως, αποτελεί μια βαθιά εσωτερική πορεία αυτογνωσίας και μεταμόρφωσης που ανοίγει το δρόμο για πνευματική εξέλιξη πέρα από τα συμβατικά όρια. Εμπνευσμένοι από τις αρχαίες μυστηριακές τελετές, πολλοί διανοούμενοι θεωρούσαν τη μυήσει ως μονοπάτι αναγέννησης, το οποίο απαιτεί αληθινή δέσμευση, συνεχή αναζήτηση και εσωτερική ανανέωση.

Η ουσία της μυήσεως έγκειται στην αμφισβήτηση, στην αδιάκοπη αναζήτηση της αλήθειας και στην αφοσίωση στην προσωπική εξέλιξη. Δεν είναι μια κατάσταση σταθερή ή δεδομένη· αποτελεί μια διαδικασία που απαιτεί χρόνο, προσπάθεια και βαθιά ειλικρίνεια απέναντι στον εαυτό μας. Μέσω αυτής της διαδρομής, κάθε άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να προσεγγίσει το άρρητο και να φωτίσει την ψυχή του με γνώσεις που μεταμορφώνουν τη ζωή, ανεξάρτητα από κοινωνικές ή οικονομικές συνθήκες.

Τελικά, η αληθινή γνώση δεν επιβάλλεται εξωτερικά, αλλά εσωτερικεύεται μέσα από την προσωπική εμπειρία, την αυθεντική έρευνα και την ειλικρινή προσπάθεια για κατανόηση του κόσμου και του εαυτού μας. Η μύηση, λοιπόν, αποτελεί όχι απλώς μια έννοια ή τελετουργία, αλλά ένα δυναμικό μονοπάτι προς την αυτοπραγμάτωση, και την πλήρη ανθοφορία της ανθρώπινης ψυχής.

ΤΟ ΚΗΡΥΚΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΡΜΗ

To «κηρύκειο» ήταν το κύριο έμβλημα του Ερμή, το οποίο σχηματιζόταν από λεπτή ράβδο δάφνης ή ελιάς. Γύρω-γύρω περιτυλλίσσονταν δύο φίδια, που τα κεφάλια τους συναντιώνταν αντικρυστά. Λίγο πιό πάνω, στην κορυφή της ράβδου, υπήρχαν δυό φτερούγες.

Η ομοιότητά του με το έμβλημα του Ασκληπιού είχε ως αποτέλεσμα την υιοθέτηση του κηρύκειου ως συμβόλου των γιατρών και της Ιατρικής Επιστήμης γενικότερα. Κι ο Ερμής, δίχως να είναι καθ’ αυτό θεός της Ιατρικής, επιστατούσε στην υγεία των ανθρώπων και στην ανάγκη τούς πρόσφερνε αποτελεσματική συνδρομή κατά των ασθενειών. Διηγούνταν, πως κάποτε είχε σώσει την Τανάγρα από μιά θανατηφόρα επιδημία.

Για το τί συμβολίζουν τα δύο φίδια έχουν δοθεί πολλές ερμηνείες, οι οποίες δεν θα αναλυθούν εδώ, διότι πεποίθησή μου είναι, ότι το κηρύκειο είναι κάτι πολύ σημαντικότερο, όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια.

To DNA είναι ο κώδικας της ζωής, αποτελεί το συστατικό των χρωμοσωμάτων και των γονιδίων και βρίσκεται στον πυρήνα του κυττάρου. Περιέχει κωδικοποιημένες πληροφορίες για τη μεταβίβαση των γενετικών χαρακτηριστικών από τη μία γενιά στην επόμενη, καθώς επίσης για το σχηματισμό μορίων, που είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη του οργανισμού. Μοιάζει με διπλή έλικα, που σχηματίζεται από δύο μακρά σπειροειδή νήματα (κλώνους), πλεγμένα το ένα γύρω από το άλλο κι αποτελείται από τέσσερις αζωτούχες βάσεις. Στον πυρήνα των σωματικών κυττάρων του ανθρώπου υπάρχουν 23 ζεύγη χρωμοσωμάτων.

Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο το Κηρύκειο του Ερμή είχε επινοηθεί από το μάντη Τειρεσία, όταν βρήκε στην Κυλλήνη δύο φίδια ζευγαρωμένα και, επειδή τα πλήγωσε, έγινε γυναίκα. Ύστερα από λίγο καιρό ξαναβρήκε τα ίδια φίδια ζευγαρωμένα και ξανάγινε άνδρας.

Το αντίδοτο του Ερμή

Σύμφωνα με τη Μυθολογία ο Ασκληπιός διδάχθηκε την επιστήμη της Ιατρικής από το Χείρωνα, έγινε δε τόσο διάσημος γιατρός, που όχι μόνο βοηθούσε τους ανθρώπους ν’ αποφύγουν το θάνατο, αλλά τόλμησε ν’ αναστήσει με την επιστήμη του και νεκρούς (Απολλόδωρος, «Βιβλιοθήκη», Γ΄118-120). Κατόπιν αυτού ο θεός του Άδη, Πλούτων, θύμωσε και ειδοποίησε τον αδελφό του Δία, ότι υπάρχει κίνδυνος να ξεφύγουν οι άνθρωποι από τον φυσικό νόμο του θανάτου. Έπειτα απ’ αυτό ο Ζευς κατακεραύνωσε τον Ασκληπιό και τον θανάτωσε.

Στη ραψωδία κ της «Οδύσσειας», όπου περιγράφεται η περιπέτεια του Οδυσσέα και η μεταμόρφωση των συντρόφων του σε χοίρους στο νησί της Κίρκης, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις, ότι ο Όμηρος μεταφέρει πληροφορίες, από τις οποίες προκύπτει, ότι υπήρχε γνώση της γενετικής από πανάρχαιες ακόμα εποχές. Συγκεκριμένα:

• Το όνομα Κίρκη δεν είναι κάποιο τυχαίο, αλλά τα γράμματα που το αποτελούν συναντώνται και στη λέξη Κηρύκειο.

• Το όνομα του γιού της Κίρκης και του Οδυσσέα είναι Τηλέγονος [τήλε (= από μακρυά) και γόνος].

• Όταν ο Όμηρος περιγράφει κάποιο πρόσωπο, συνήθως εκτός από το όνομα χρησιμοποιεί κι ένα η περισσότερα επίθετα, που το προσδιορίζουν καλύτερα. Τα επίθετα που χρησιμοποιεί για την Κίρκη είναι: πολυφάρμακος (κ 276), πότνια (σεβαστή: κ 549), καλλιπλοκάμοιος (κ 220) και εϋπλόκαμος (κ 136 και λ 8). Το πολυφάρμακος και το πότνια μπορούν εύκολα να εξηγηθούν, γιατί, όπως αναφέρει ο ποιητής, ήταν θεά (αδελφή του Αιήτη, κόρη του Ήλιου και της κόρης του Ωκεανού Περσηίδας ή κατ’ άλλους της Εκάτης). Για να επιμένει όμως ο Όμηρος, που πάντα ακριβολογεί, σε τρία σημεία μάλιστα στην περιγραφή, ότι η Κίρκη είχε καλούς πλοκάμους, πρέπει να είναι πολύ σημαντικό, κι ασφαλώς δεν πρέπει να αναφέρεται στην κόμμωσή της.

Πρόκειται για άριστη περιγραφή του Ομήρου, που ίσως έγινε, προκειμένου να παρομοιασθεί με απλά λόγια το DNA.

• Το αντίδοτο στον Οδυσσέα δεν το έδωσε η θεά Αθηνά, που πάντα τον προστάτευε, αλλά ο -κάτοχος του κηρυκείου- Ερμής.

• Η Κίρκη είχε τέσσερις θεραπαινίδες («αμφιπόλους»: κ 348-349), όσες και οι βάσεις του DNA. (*)

• Ο αριθμός των τεσσάρων θεραπαινίδων θα μπορούσε να θεωρηθεί τυχαίος, αλλά ο Όμηρος μας δίνει έντεχνα κι άλλον έναν εκπληκτικό αριθμό, ο οποίος δεν φαίνεται να είναι τυχαίος. Όταν οι σύντροφοι του Οδυσσέα πήγαν στο ανάκτορο της Κίρκης, χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Στην μία αρχηγός ήταν ο Ευρύλοχος και στην άλλη ο Οδυσσέας. Μαζί του ο κάθε αρχηγός πήρε 22 άνδρες (κ 203-209). Ο Όμηρος μας περιγράφει λοιπόν δύο ομάδες των 22, κι αν προσθέσουμε και τους αρχηγούς, προκύπτουν δύο ομάδες των 23. Σας θυμίζει τίποτε αυτός ο αριθμός; Είναι ο αριθμός των χρωμοσωμάτων στον πυρήνα των ανθρωπίνων κυττάρων!

Αυτός είναι ο τρόπος, με τον οποίο έχουν διασωθεί πληροφορίες πανάρχαιας επιστημονικής γνώσης δια μέσου των χιλιετιών με την βοήθεια της Μυθολογίας. Ασφαλώς δεν ήταν δυνατόν σε κανέναν άνθρωπο τόσα χρόνια να σκεφθεί, γιατί επισημαίνει ο Όμηρος τον αριθμό των 2 × 23. Μόνο τώρα μετά την αποκωδικοποίηση του DNA, και με σοβαρή κι επισταμένη μελέτη των κειμένων μπορούν να εξαχθούν τέτοια συμπεράσματα.

Αυτός είναι επίσης κι ο ορθός τρόπος, με τον οποίο πρέπει να προσεγγίζεται η Μυθολογία. Ποτέ δεν έχει ζήσει γυναίκα Κίρκη, ούτε έχουν ποτέ εκτυλιχθεί οι ιστορίες, που περιγράφει ο Όμηρος στο ανάκτορό της. Με το όνομα Κίρκη και με τις περιπέτειες, που περιγράφονται στην ραψωδία κ διασώθηκαν πληροφορίες για τα επιτεύγματα της γενετικής επιστήμης της «Χρυσής Εποχής» (όπως ονομάζεται από αρχαίους συγγραφείς μιά πανάρχαια -μή προσδιορίσιμη επ’ ακριβώς χρονικά- εποχή υψηλού πολιτισμού).

Αν όλοι αυτοί οι μύθοι εξετασθούν σοβαρά από ειδικούς επιστήμονες, δεν θα προκύψουν μόνον χρήσιμες πληροφορίες για την «Χρυσή Εποχή», αλλά ίσως τους βοηθήσουν να προβούν σε νέες επιστημονικές ανακαλύψεις.

Παρόμοιες πληροφορίες για την πανάρχαια Γενετική και το DNA υπάρχουν πολλές και σε άλλους αρχαίους συγγραφείς και σε άλλες μυθολογικές περιγραφές. Τα δύο φίδια δεν απεικονίζονται μόνο στο κηρύκειο του Ερμή. Με τα δυό φίδια είναι γεμάτη η Μυθολογία μας. Η θεά Ήρα έστειλε δύο φίδια στον Ηρακλή, όταν ήταν βρέφος. Η θεά Αθηνά, αφού αναδέχθηκε τον Εριχθόνιο από την γη, τον έκλεισε σε ένα κιβώτιο και του έβαλε φύλακες δύο φίδια. Στο Ανάκτορο της Κνωσού βρέθηκε αγαλματίδιο της θεάς Μητέρας, που κρατάει στα χέρια της δύο φίδια.

Εκτός από τα δύο φίδια, που ελίσσονται το ένα γύρω από το άλλο, συχνά συναντάται η παραλλαγή του ενός φιδιού να ελίσσεται γύρω από ένα ξύλο, το σύμβολο του θεού της Ιατρικής Ασκληπιού. Χαρακτηριστικότατη περίπτωση αυτής της παραλλαγής περιγράφεται στην Αργοναυτική Εκστρατεία και στην «Μήδεια».

Η αλληγορία του μύθου της Μήδειας

Η Μήδεια έχει συγγένεια με την Κίρκη. Είναι κόρη του βασιλιά της Κολχίδας Αιήτη· κατά συνέπεια είναι εγγονή του Ήλιου κι ανηψιά της Κίρκης. Μητέρα της είναι η Ωκεανίδα Ιδυία (ή κατά τον Διόδωρο η Εκάτη, οπότε η Μήδεια κι η Κίρκη είναι αδελφές). Χωρίς τη βοήθεια της Μήδειας ο Ιάσων δεν θα μπορούσε να πάρει το Χρυσόμαλλο Δέρας, το οποίο βρισκόταν σε δένδρο, που το φύλαγε ένα τυλιγμένο γύρω του φίδι.

Η συγγένεια της Μήδειας με την Κίρκη, το όνομα Ιάσων (αυτός που ιατρεύει) και το ξύλο, που περιελίσσεται το φίδι, μας παραπέμπουν στο DNA. Δεδομένου, ότι οι μύθοι είναι πολυεπίπεδοι, κι απαιτείται διεπιστημονική προσέγγιση για την ερμηνεία τους, εξετάζοντας την Αργοναυτική Εκστρατεία με το παραπάνω σκεπτικό υποθέτουμε, ότι περιγράφεται αλληγορικά η πορεία της Ιατρικής Επιστήμης προς την ανακάλυψη του DNA. Δεν είναι όμως μόνον αυτό.

Η Μήδεια στην Ιωλκό έπεισε τις κόρες του Πελία, πως ήταν ικανή να ξανακάνει νέο τον πατέρα τους, ο οποίος άρχιζε να γερνάει. Τους το απέδειξε υποβάλλοντας σε πειραματικές συνθήκες ένα γέρικο κριάρι (το έβαλε σε λέβητα με φάρμακα). Η επίδειξη πέτυχε κι έτσι εφαρμόστηκε και στον Πελία, χωρίς όμως επιτυχία.

Η καταλυτική λεπτομέρεια, ότι τα παιδιά της παρουσιάζεται, ότι τα σκότωσε η ίδια η Μήδεια από εκδικητική ζηλοτυπία, είναι εύρημα του Ευριπίδη. Το μύθο της «Μήδειας» πραγματεύτηκε κι ο Αισχύλος στο έργο του «Διονύσου τροφοί», καθώς κι ο Σοφοκλής στον «Αιγέα» και στις «Πελιάδες». Τα έργα αυτά δυστυχώς δεν διασώθηκαν. Σώθηκε μόνο η «Μήδεια» του Ευριπίδη· εξαφανίστηκαν επίσης τα άλλα δύο δράματα της τριλογίας, καθώς και το σατυρικό δράμα που τη συνόδευε. Η «Μήδεια» του Ευριπίδη (431 π.Χ.) είναι το μόνο ίσως κείμενο, όπου υπονοείται ο φόνος των παιδιών. Μετά από προσεκτική μελέτη του όμως, προκύπτει κάτι καταπληκτικό, που ανατρέπει όλα όσα νομίζαμε, ότι γνωρίζαμε για τη «Μήδεια», καθ’ ότι ούτε στη «Μήδεια» του Ευριπίδη αποδεικνύεται, ότι η Μήδεια σκότωσε τα παιδιά της!

Η επίμαχη σκηνή περιγράφεται στο τέλος του έργου. Στο Αρχαίο Ελληνικό Δράμα καμμία σκηνή φόνου δεν λαμβάνει χώρα ενώπιον των θεατών. Στην «ορχήστρα» είναι ο Χορός, ενώ ακούγονται οι φωνές των παιδιών -που λένε ότι η μητέρα τους πλησιάζει με ξίφος- από το παρασκήνιο, το οποίο είναι ο ναός της Ακραίας Ήρας. (Διαβάστε προσεκτικά τους στίχους από 1.277 έως το τέλος). Εμφανίζεται κατόπιν ο Ιάσων και ακούει από τον Χορό, ότι η Μήδεια σκότωσε εξ αιτίας του τα παιδιά τους. –Που είναι σκοτωμένα (ρωτάει), μέσα η έξω; –Αν ανοίξεις την πόρτα, θα δεις τον φόνο των δικών σου παιδιών (απαντάει ο Χορός). Παρουσιάζεται τότε η Μήδεια έτοιμη να φύγει. Λογομαχεί με τον Ιάσονα, ο οποίος της ζητάει να θάψει και να κλάψει τα παιδιά του. Η Μήδεια όμως αρνείται και προφασίζεται, ότι θέλει να τα θάψει η ίδια στο τέμενος του ναού της Ήρας, για να μην τα καθυβρίσουν οι πολέμιοι. Η λογομαχία συνεχίζεται κι η Μήδεια του αρνείται ακόμα και να τα χαϊδέψει, να τα φιλήσει ή να τα αγκαλιάσει και, χωρίς κανένας να διαβεβαιώσει, ότι τα παιδιά είναι πράγματι σκοτωμένα, τελειώνει η τραγωδία.

Τα παιδιά και ο πατέρας της Μήδειας

Το γεγονός, ότι -σύμφωνα με τον Ευριπίδη- η Μήδεια δεν αποδεικνύεται, ότι σκότωσε τα παιδιά της, αλλά μάλλον σκηνοθέτησε τον φόνο για τους δικούς της λόγους (προκειμένου να τα προστατέψει), σε συνάρτηση και με συγκερασμό αρκετών άλλων μεμονωμένων διασωθεισών παραδόσεων άλλων αρχαίων συγγραφέων (πχ. Απολλόδωρου 1,127 κ.ε. και 1,144 κ.ε., Παυσανία 2,3,6-11, Σχόλια στον Πίνδαρο, Ολύμπια 13,74 κ.λ.π.), μας οδηγεί στις εξής δύο εκδοχές:

• Είτε πως οι Κορίνθιοι οργάνωσαν φόνο εναντίον της κι εναντίον των παιδιών της, οπότε αυτή μεν γλίτωσε, τα παιδιά της όμως τα σκότωσαν οι Κορίνθιοι μέσα στο ναό, είτε πως

• κάθε παιδί που γεννούσε η Μήδεια το έβαζε στο ναό της Ακραίας Ήρας στην Κόρινθο, προκειμένου να το κάνει αθάνατο, αλλά αυτή η διαδικασία το σκότωνε.

Η δεύτερη αυτή εκδοχή παρουσιάζει περισσότερο ενδιαφέρον, καθ’ ότι μοιάζει με την προσπάθεια, που είχε κάνει η Μήδεια να ξανανιώσει τον Πελία. Ενώ με το κριάρι τα κατάφερε, με τους ανθρώπους τα πράγματα ήταν δυσκολότερα. Οι περιγραφές αυτές μας θυμίζουν τις προσπάθειες των επιστημόνων της εποχής μας, τα γενετικά πειράματα των οποίων άρχισαν να έχουν ικανοποιητικά αποτελέσματα στα ζώα (πρόβατο «Ντόλυ»), αλλά είναι δύσκολο να εφαρμοσθούν στον άνθρωπο.

Στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία έχουμε πολλές περιγραφές θεών, που πετάνε με το άρμα τους, που συνήθως το σέρνουν πτερωτά άλογα. Η Μήδεια όμως, φεύγοντας από την Κόρινθο για την Αθήνα, δεν πήγε επιγείως, αλλά χρησιμοποίησε ιπτάμενο άρμα, που το έσερναν δύο φίδια!

Το επίπεδο, στο οποίο είχε φθάσει η Ιατρική και η ποιότητα ζωής της «Χρυσής Εποχής» περιγράφεται από τον Ησίοδο ως εξής: «Σαν θεοί ζούσαν (οι άνθρωποι) έχοντας ανέγνοιαστη ψυχή χωρίς ολότελα κόπους και πόνο κι ούτε τα φοβερά γεράματα ήταν επάνω τους· και πάντα ίδιοι στα πόδια και στα χέρια χαίρονταν στα συμπόσια έξω απ’ όλα τα κακά και πέθαιναν σα δαμασμένοι από τον ύπνο» («Έργα και Ημέραι», 112-117).
---------------------------
* Κάθε κλώνος του DNA αποτελείται από πολλά μόρια, που λέγονται νουκλεοτίδια και είναι τεσσάρων ειδών: η αδενίνη, η θυμίνη, η κυτοσίνη και η γονανίνη∙ συμβολίζονται δε αντίστοιχα με τα γράμματα Α, Θ, Κ και Γ. Θα μπορούσαν ίσως να λέγονται αλλιώς και να συμβολίζονται με τα γράμματα Ι, Χ, Ω και Ρ; «Έτρεχε το αθάνατο αίμα της θεάς, ο ιχώρ, ο οποίος κυκλοφορεί ακριβώς μέσα στους μακάριους θεούς» (Ε 340.) Δεν έχουν γίνει μέχρι τώρα σοβαρές προτάσεις, για το τι ήταν ο ιχώρ. Όμως, με δεδομένο, ότι ο ιχώρ έχει τέσσερα γράμματα, όσα τα νουκλεοτίδια του DNA, μιά σοβαρή συνεργασία φιλολόγων, γλωσσολόγων, γιατρών και βιολόγων προς αυτή την κατεύθυνση, ίσως να μας επιφυλάσσει εκπλήξεις…

Ηρωολατρεία

«Το γένος των Ηρώων συγκροτεί το μυθικό παρελθόν της Ελλάδας των πόλεων, τις ρίζες με τις οποίες έρχονται να συνδεθούν τα γένη των οικογενειών, οι κοινωνικές ομάδες, οι κοινότητες των Ελλήνων. Περισσότερο και από τη λατρεία των θεών, ακόμα και των πολιούχων, η λατρεία των ηρώων έχει ένα χαρακτήρα πολιτικό και ταυτόχρονα στενά συνδεδεμένο με τη γη. Λειτουργούν ως πρότυπα δόξας αλλά και προστασίας μιας κοινότητας. Σε κάθε περίπτωση, συνενώνουν τα μέλη μιας ομάδας γύρω από μια λατρεία, η οποία ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα σε αυτήν και εμφανίζεται στενά συνδεδεμένη με έναν συγκεκριμένο τόπο.

Η λατρεία των ηρώων έχει μια σημασία καθαρά θρησκευτική και η θέσπιση αυτής επηρεάζει τη γενικότερη ισορροπία του λατρευτικού συστήματος. Θεσμοθετημένη από την πόλιν, κατά την εποχή της εμφάνισής της, συνδεδεμένη με το έδαφος που διαφυλάσσει, με τις ομάδες των πολιτών που θέτει υπό την προστασία της, δεν θα οδηγήσει κατά την ελληνιστική εποχή στη θεοποίηση ανθρώπινων προσωπικοτήτων, ούτε στην καθιέρωση μιας λατρείας ηγεμόνων: τα φαινόμενα αυτά προέρχονται από μια διαφορετική θρησκευτική θεώρηση. Άρρηκτα συνδεδεμένη με την πόλιν, η ηρωική λατρεία θα εκλείψει μαζί με εκείνη».(Αποσπάσματα από «Μύθος και θρησκεία στην Αρχαία Ελλάδα», Jean-Pierre Vernant).

Ο Ησίοδος, ήδη από τον 7ο π.κ.χ. αιώνα διέκρινε τις διάφορες τάξεις των όντων και τις κατέταξε σε τέσσερις κατηγορίες. Στους Θεούς, τους δαίμονες, τους ήρωες και τους ανθρώπους. Οι Ήρωες αποτελούν το λεγόμενο τέταρτο γένος, αμέσως μετά το Χρυσό, το Αργυρό και το Χάλκινο. Στα έργα του, μετέδωσε την αντίληψη των συγχρόνων του, αποκαλώντας ημίθεους όλους τους πολεμιστές που έπεσαν στην Τροία, ή προ των τείχων των Θηβών. Εάν η καταγωγή τους τους οδηγεί κάποτε να αναδειχθούν ημίθεοι, ο θάνατός τους τους τοποθετεί επίσης πέρα από τις ανθρώπινες συνθήκες. Ήταν ανδρειότεροι και γενναιότεροι, λέει, και δια τούτο ο Ζευς, εν τη δικαιοσύνη του, έδωσε σε αυτούς ως κατοικία μετά θάνατον τις νήσους των Μακάρων.

Tρις έτεος θάλλοντα φέρει ζείδωρος άρουρα μελιηδέα καρπόν
Ησιόδ. Έργ. Και Ημ. 158 κ.εξ

«Κι όταν το χώμα εσκέπασε και αυτό το γένος, άλλο, τέταρτο γένος έπλασε ο Δίας, ο γιος του Κρόνου, επάνω στην πολύβλαστη τη γη, πιο δίκαιο και πιο αντρείο, το θείο το γένος των Ηρώων που τους λεν ημίθεους, το γένος που ήρθε πριν εμάς στη γη που όρια δεν έχει. Όμως αυτούς ο μαύρος πόλεμος κι οι σκληρές μάχες ξολοθρέψανε, άλλους μπροστά στη Θήβα την επτάπυλη, στη γη του Κάδμου επάνω, όταν για του Οιδίποδα τα πλούτη πολεμούσανε, κι άλλους όταν τους έφερε με τα καράβια ο πόλεμος απ’ τη μεγάλη άβυσσο, της θάλασσας επάνω στην Τροία, για τη χάρη της Ελένης της ομορφομάλλας. Κι εκεί, άλλους πήρε ο θάνατος, κι άλλους ο Δίας πατέρας έφερε, του Κρόνου ο γιος, στα πέρατα της γης, όπου τους έβαλε απ’ τους ανθρώπους χωριστά να μένουνε και βιος τους έδωκε και τάξη. Και ζούνε αυτοί μ’ απίκραντη στα στήθη τους ψυχή μέσα στων μακάρων τα νησιά, δίπλα στον βαθυστρόβιλον ωκεανό, μακάριοι ήρωες αυτοί, που τρεις φορές καρπούς γλυκούς σα μέλι τους ωριμάζει κάθε χρόνο η γης, η γης η ζωοδότρα. Και στους άλλους που βρίσκονται στον κάτω Κόσμο χάρισε τιμή και κύδος. Ούτε άλλο γένος έκαμε τόσο ονομαστό ο ευρύοπας Ζευς ανάμεσα στους ανθρώπους που γεννήθηκαν επί της πολυτρόφας χθόνας.»

Οι Ήρωες λοιπόν, τα όντα που ακόμα και για τους «αρχαίους» είναι αυτοί που έζησαν «τα πολύ παλιά χρόνια», εξυμνήθηκαν μέσω της επικής ποίησης. Είναι το γένος αυτό που οι ιδιότητές του ήταν υψωμένες σε υπερθετικό βαθμό. Πιο κοντά στο τραπέζι των Θεών, μοιράζονται ακόμη και τον Έρωτα, κάρπιζαν και γεννούσαν ήρωες και μύθους.

Ο κόσμος των Ηρώων περιγράφεται γλαφυρά στα έπη του Ομήρου. Διογενείς βασιλείς που στις φλέβες τους ρέει θεϊκό αίμα (Αχιλλέας, Αινείας), κρατούν σκήπτρο (ως σύμβολο εξουσίας - Ζηνός), διακρίνονται για τη φυσική τους ρώμη (Αίαντας), την πνευματική τους ευστροφία (Οδυσσεύς), την αφοβία και την πολεμική τους ορμή (Διομήδης), την υπέρτατη φρόνησή τους (Νέστορας) καθώς επίσης επιδεικνύουν μέγιστη επιδεξιότητα στο έργο τους (ως τον θείον αοιδόν Δημόδοκον και τον κήρυκα Μούλιον, Οδ.σ.422).

Είναι δηλαδή οι Ήρωες του Ομήρου ανώτεροι των ανθρώπων κατά τα δώρα, τα οποία έδωσαν σε αυτούς οι Θεοί, αλλά δεν είναι απηλλαγμένοι από τη θνητότητά τους, καθώς πεθαίνουν κι αυτοί όπως οι λοιποί θνητοί, με τις ψυχές τους να κατοικούν στον Άδη. Μόνη εξαίρεση, ο Μενέλαος, ο οποίος έτυχε εξαιρετικής εύνοιας από τους Θεούς, και μεταφέρθηκε ζωντανός στα Ηλύσια Πεδία (Οδυσ.Δ.566) και κατά την μεθομηρική παράδοση (Πινδ.Νεμ.Χ) και ο Διομήδης.

Το τυπικό της λατρείας θυμίζει αυτό των Χθόνιων θεοτήτων. Τους προσφέρονται θυσίες, όχι με το φως της ημέρας όπως στους Ολύμπιους, αλλά προς το βράδυ. Το θυσιαζόμενο είναι στραμμένο προς το μέρος της Δύσης. Ο βωμός είναι χαμηλός (Eσχάρα), πολύ λίγο ανυψωμένος από το έδαφος.

Η λατρεία των Ηρώων θεσμοθετήθηκε αρχικά από τον Δράκοντα και ενισχύθηκε με τη νομοθεσία του Σόλωνα. Οι Δέκα Φυλές πήραν τ' ονομά τους από τους δέκα Αττικούς ήρωες: ο Ιπποθώον (Ιπποθωντίς), γιος του Ποσειδώνα και της Αλόπης, ο Αντίοχος (Αντιοχίς), γιος του Ηρακλή και της Μήδας, ο Αίας ο Τελαμώνιος (Αιαντίς), ο Λέως (Λεοντίς), ο Ερεχθέας (Ερεχθηίς), ο Αιγέας (Αιγηίς), ο Οινέας (Οινηίς), ο Ακάμας (Ακαμαντίς), γιος του Θησέα, ο Κέκροπας (Κεκροπίς) και ο Πανδίωνας (Πανδιωνίς).

Ήρωες πια ανακηρύσσονταν οι Γενάρχες μιας φυλής, ή και οι θρυλικοί αρχηγοί. Η λατρεία αυτών έδειχνε στις επόμενες γενιές τον δεσμό που τους ένωνε με μια θεϊκή πηγή ύπαρξης. Με έναν πρώτο κοινό πατέρα. Η λατρεία αυτή δυνάμωνε το αίσθημα της κοινότητας κι έφερνε τα μέλη της το ένα κοντά στο άλλο. Δεν υπήρχε γωνία στην Ελλάδα που να μην είχε τον Ήρωά της. Ήταν ο θεϊκός προστάτης της περιοχής και συνδεόταν με την ύπαρξή της. Η διατήρηση αυτής της λατρείας γινόταν αισθητή με τα ορατά σημάδια της παρουσίας των Ηρώων ανεγείροντας γι' αυτούς μνημεία ή μικρούς ναούς, κι άλλοτε απλούς τάφους. Ο τάφος αυτός ονομάζεται στη συνέχεια Ηρώον (κενοτάφια). Κάθε Ηρώο περιβαλλόταν συνήθως από μικρό δάσος με λιόδεντρα ή κυπαρίσσια, των οποίων απαγορευόταν η κοπή. Υπήρχαν μάλιστα κι αυστηρές ποινές. Ολόκληρες πόλεις κάνουν επίσημες πομπές προς τα Ιερά τους, τους προσφέρουν θυσίες θεωρώντας τους ανένδοτους υπερασπιστές της πατρίδας, αποδίδοντάς τους ευγνωμοσύνη και τιμές.

Εξαιρετικές και πανελλήνιες ήταν οι απονεμόμενες τιμές δίκη Ηρώων στους εν Πλαταιές πεσόντες, χάριν των οποίων ο χώρος της πόλεως κηρύχθηκε ιερός. Κάθε χρόνο, τελείτο επιμνημόσυνη δέηση για αυτούς, θυσιαζόταν μέλας ταύρος και έσπενδαν χοές οίνου, κατά τις οποίες ο άρχων της πόλεως έλεγε: «προπίνω τοις άνδράσι τοις υπέρ της ελευθερίας των Ελλήνων πεσούσι».

Στα νεκρικά Ηρωϊκά μνημεία της Θεσσαλίας και της Βοιωτίας δεν ήταν σπάνιες στις επιτύμβιες επιγραφές η έκφραση «Χρηστέ Χαίρε».

Ο Ησίοδος δέν αφιέρωσε κάποιο μέταλλο στο γένος των Ηρώων, ίσως διότι αυτό το γένος συνδυάζει ή συμμετέχει με τις πράξεις του σε όλα.

Οι Ήρωες δεν είναι απλά θνητοί αλλά ανώτερα όντα, ανάμεσα στη φύση των ανθρώπων και των Θεών. Η δικαιοσύνη του Διός δίνει ανώτερο κλήρο σε αυτά τα όντα. Οι Ήρωες ζουν στα όρια του Αιωνίου και της Ιστορικής γραμμικότητας. Αυτά τα αθάνατα εις τη μνήμη και ισχυρά όντα, μεσολαβούν υπέρ των ανθρώπων συνδέοντας τον Ουρανό και τη Γη, η απόσταση μεταξύ Θεών και ανθρώπων γεμίζει από την παρουσία τους. Ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους ζει η ένδοξη τάξη των Ηρώων, όντα άφθαρτα που ο άνθρωπος τα έχει πολύ κοντά του και μπορεί να τα επικαλεστεί, αφού κάποτε πέρασαν τη ζωή τους στο ιστορικό γίγνεσθαι.

Η ζωή των Ηρώων δεν είναι η ζωή των σκιών του Κάτω Κόσμου, είναι μια ζωή γεμάτη και λαμπερή. Εκεί είναι πιο δυνατοί, πιο φωτεινοί, ντυμένοι με τη δόξα και την αίγλη που τους προσέδωσε η δικαιοσύνη των Θεών και οι τιμές των ανθρώπων. Όταν φανερώνονται στα μάτια των θνητών, η εμφάνισή τους εκπλήσσει και θαμπώνει. Οι ναυτικοί στον Εύξεινο Πόντο, στις εκβολές του Ίστρου, στη νήσο Λευκή υπήρχε Ναός του Αχιλλέα, όπου είδαν πολλές φορές τον ίδιο τον Ήρωα με τη μορφή ενός νεαρού με ουράνια ομορφιά, ξανθά μαλλιά, χρυσή πανοπλία να χορεύει ή να τραγουδά έναν νικητήριο παιάνα. Στην Τροία, έβλεπαν τον Έκτορα τη νύχτα να τρέχει στα πεδία των μαχών εξακοντίζοντας αστραπές που φώτιζαν τον κάμπο. Ο φιλόσοφος Μάξιμος είδε αρκετές φορές στη θάλασσα τους Διόσκουρους να οδηγούν πλοία που τα χτύπησε η τρικυμία. Ο ίδιος είχε δεί και τον Ασκληπιό και τον Ηρακλή.

Οι Ήρωες βοήθησαν τους Έλληνες σε καιρούς πολέμου. Ο Πλούταρχος λέει ότι στον Μαραθώνα είδαν τον Θησέα ντυμένο με πανοπλία αστραφτερή να βαδίζει επικεφαλής των αθηναϊκών στρατευμάτων και να τους οδηγεί ενάντια στους βαρβάρους. Στη Σαλαμίνα οι πολεμιστές καλέσαν με τις κραυγές τους τον Αίαντα τον Τελαμώνιο. Έστειλαν καράβι στην Αίγινα και ζήτησαν την προστασία των Αιακιδών και στο κρισιμότερο σημείο της ναυμαχίας είδαν τα χέρια των Αιακιδών να απλώνονται προστατευτικά πάνω στον στόλο των Ελλήνων. Γι' αυτό μετά τη μάχη ο Θεμιστοκλής είπε ότι δεν νικήσαμε εμείς τους Πέρσες, μα οι Θεοί και οι Ήρωες.

Οι περιπτώσεις ηρωοποίησης που γνωρίζουμε κατά την κλασική εποχή είναι πολύ σπάνιες. Δεν αφορούν ποτέ πρόσωπα που βρίσκονται εν ζωή, αλλά νεκρούς που εμφανίζονται κατόπιν του θανάτου τους , άλλοτε ως φορείς ιδιαίτερων φυσικών ιδιοτήτων (δύναμη, ομορφιά, μέγεθος) και άλλοτε εξαιτίας των ίδιων των συνθηκών του θανάτου τους ( εξαφανίζονται δίχως να αφήνουν ίχνη), ενώ υπάρχουν φορές που αποζητούν να εξευμενιστούν επειδή καταλογίζουν στο φάντασμά τους εγκληματικές πράξεις. Θα αναφερθούμε στην περίπτωση του πυγμάχου Κλεομήδη από την Αστυπάλαια, ο οποίος έζησε στα μέσα του 5ου αιώνα π.κ.χ.. Κατά τη διάρκεια μιας μονομαχίας, ο Κλεομήδης, όντας άνθρωπος με εξαιρετική δύναμη, σκότωσε τον αντίπαλό του. Όταν οι κριτές λοιπόν αρνήθηκαν να του απονείμουν το βραβείο, αυτός από την οργή του, γκρέμισε την κολώνα ενός σχολείου με αποτέλεσμα να σκοτώσει τους μαθητές. Κυνηγημένος από το πλήθος του κόσμου, κατέφυγε στο ναό της Αθηνάς, όπου και κρύφτηκε σε μια κασέλα. Όταν κατάφεραν να ανοίξουν την κασέλα, ο Κλεομήδης ήταν άφαντος. Σύμφωνα με τον χρησμό που έδωσε αργότερα η Πυθία, έπρεπε να καθιερωθεί μια ηρωική λατρεία και να τιμάται ο Κλεομήδης ως το πρόσωπο του οποίου η δύναμη, η οργή, τα εγκλήματα και ο θάνατος τον τοποθετούν πάνω από τους κοινούς ανθρώπους. Θα έπρεπε λοιπόν να του προσφέρονται θυσίες σαν να μην είναι πλέον θνητός. Ο Παυσανίας από την άλλη μας μεταφέρει πως ο Κλεομήδης είναι ο «τελευταίος Ήρωας».

Ακολουθούν σύντομες αναφορές σε ξακουστούς Ήρωες.

Ο κατ’ εξοχήν Ήρως Ηρακλής, ο Ασκληπιός και οι Διόσκουροι βρίσκονται σ’ ένα ανώτερο «επίπεδο» από τους άλλους Ήρωες, με γενικευμένη Λατρεία που ξεπερνά την «τοπικότητα» κι εκτείνεται στο Πανελλήνιο ή ακόμη και στις Παραδόσεις άλλων Λαών (Ηρακλής).

Ο Ηρακλής κυριαρχεί στο Μυθολογικό κύκλο των Ηρώων με τον πλουσιότερο κύκλο Παραδόσεων, γονιμοποιώντας ολόκληρους Λαούς (Κελτός υιός του Ηρακλέους και της Κελτίνης, Γαλάτης υιός του Ηρακλέους και της Γαλάτειας). Θεώνεται με την έμπυρη αυτοθυσία του κι έτσι καμιά πόλη δεν διεκδικεί τον τάφο του ή το λείψανό του και οι τιμές που του αποδίδονται είναι αυτές του Θεού.

Ο Ασκληπιός, που σύμφωνα με τον μύθο, γεννήθηκε στην αρχαία Τρίκκη. Ο Ξενοφών τον αναφέρει ως Ήρωα - ιατρό που μπορούσε "τεθνεώντας μεν αναστήναι, νοσούντας δεν ιάσθαι". Ο Απολλόδωρος μας λέει ότι είναι ημίθεος. Υιός του Απόλλωνα και της Κορωνίδας. Γεννήθηκε, όπως και ο Διόνυσος, μέσα απ' τη φωτιά. Ενώ η Κορωνίδα καιγόταν, ο Απόλλων τον πήρε και τον πήγε στον Χείρωνα, όπου και διδάχθηκε την ιατρική.

Οι Διόσκουροι, ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης, είναι παιδιά δίδυμα του Διός και της Λήδας και αδέρφια της ωραίας Ελένης. Θεοί του φωτός διδάσκουν την εντιμότητα, τη γενναιοψυχία, την τόλμη, την ευγένεια και την αρετή. Προστάτες των καραβιών και των ναυτικών. Οι Έλληνες τους λατρεύουν και τους τιμούν ως Θεούς, ενώ συχνά ζητούν από αυτούς συμπαράσταση και βοήθεια στις δύσκολες ώρες. Είναι οι προστάτες και σωτήρες των θνητών.

Ο Οιδίποδας, ο οποίος προτίμησε να πεθάνει στην Αθήνα, υπέδειξε το σημείο της ταφής του λέγοντας: «Νεκρός δεν θα είμαι άχρηστος κάτοικος αυτής της χώρας, θα σας προστατεύω κατά του εχθρού σας, θα είμαι έπαλξη ισχυρότερη από χίλιους πολεμιστές».

Ο Αττικός Ήρωας Ανάγυρος προκαλούσε την κατάρρευση των οικιών που βρίσκονταν κοντά στο Ιερό του.

Ο Αιακός, ο ευσεβέστερος όλων, έτυχε μοναδικών τιμών τόσο από τους ανθρώπους όσο κι από τους Θεούς. Ζει στον Άδη παρακαθήμενος του Πλούτωνα και της Περσεφόνης.

Ο Μενέλαος δεν πεθαίνει. Μεταφέρεται ολοζώντανος στα Ηλύσια Πεδία, στον ευτυχισμένο τόπο που δεν έχει βαρύ χειμώνα, ούτε καλοκαίρι με καύσωνες, αλλά δροσίζεται αδιάκοπα από την πνοή του Ωκεανού. Ο Μενέλαος τυγχάνει αέναης ευδαιμονίας υπό την εύνοια των Θεών.

Όταν ο Περσέας πέθανε, οι θεοί δεν τον έστειλαν στον Άδη, αλλά τον έκαναν αστερισμό στον Ουράνιο θόλο.

Ο Φορωνέας ήταν ο αρχαιότερος βασιλιάς του κόσμου. Ο Υγίνος λέει ότι οι άνθρωποι παλαιότερα μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες και ήταν διαιρεμένοι. Ο Φορωνέας ένωσε τις γλώσσες και μόνοιασε τους ανθρώπους. Ο Φορωνέας επίσης ίδρυσε την λατρεία της θεάς Ήρας, γιαυτό και ο Δίας τον αντάμειψε, δίνοντάς του την βασιλική εξουσία υπέρ όλων των ανθρώπων. Ο τάφος του λένε ότι βρίσκονταν δίπλα στον ναό του Νεμεσίου Διός, ενώ στον τάφο του κάνανε θυσία στον καιρό του Παυσανία. Κοντά στον θρόνο του Δαναού έκαιγε προς τιμή του ένα αιώνιο πυρ. Οί προγονοί μας θεωρούσαν τον Φορωνέα εφευρέτη της φωτιάς, αλλά και ιδρυτή του δικαίου και του πολιτισμού μεταξύ των ανθρώπων.

Ο Τριπτόλεμος είναι ο κατεξοχήν ήρωας, που συνδέεται με τον μύθο της Δήμητρας και τη διάδοση της καλλιέργειας της γης. Όταν γύρισε στην Ελευσίνα, η Δήμητρα τον μύησε στη λατρεία της και έγινε ο πρώτος ιερέας της. Στην Ελευσίνα υπήρχε βωμός του, καθώς και το αλώνι όπου κατά το θρύλο είχε αλωνιστεί το πρώτο σιτάρι που έβγαλε η σπορά του, και που ήταν γνωστό σαν Άλως Τριπτολέμου. Ο Τριπτόλεμος λατρευόταν και στην Αθήνα, στο Ελευσίνιο άντρο, μέσα στο οποίο υπήρχε άγαλμά του.

Ο Βελλεροφόντης αποφασίζει με το φτερωτό άλογό του να ανέβει στον ουρανό (ή στον Όλυμπο) και να ανακαλύψει την κατοικία των θεών. Τότε ο Δίας, εξοργισμένος από το θράσος του, του έριξε κεραυνό με αποτέλεσμα ο Βελλεροφόντης να πέσει από το άλογό του και να μείνει ανάπηρος, χάνοντας τόσο τη βασιλική αρχή όσο και τον Πήγασο (που του «τον πήραν οι θεοί»).

Ο Διομήδης είναι γνωστός από τα κατορθώματά του στην Τροία αλλά και ως ένας εκ των Επιγόνων, οι οποίοι ήταν οι γιοι των βασιλιάδων που έπεσαν στον πόλεμο των Επτά επί Θήβας. Η Αθηνά εγγυάται στο Διομήδη την αθανασία, η οποία προοριζόταν εξαρχής για τον πατέρα του. Έτσι ο Διομήδης έγινε θεός και λατρευόταν με διάφορες ονομασίες στην Ιταλία.

Ο Αμφιάραος, του οποίου ο Δίας δίνει την αθανασία, η γη ανοίγει και τον απορροφά μαζί με τα άλογά του, κι από εκεί ακούγεται η φωνή του σε όποιον έρχεται να τον συμβουλευτεί.

Σήμερα, όταν θέλουμε να προσδιορίσουμε τον Ήρωα μιλάμε για κάποιον που είναι προικισμένος με αρετές, δείχνει ευαισθησία στις ανάγκες και δυσκολίες των άλλων και υιοθετεί το κοινό καλό από το ατομικό. Είναι ένας άνθρωπος που αξίζει να θαυμάζει και να τιμά κανείς και το κυριώτερο προσπαθεί να μιμηθεί τις πράξεις του. Δεν ανέχεται την αδικία. Είναι φίλος, συμπαραστάτης, παίρνει με ανδρεία αποφάσεις, ισορροπώντας ανάμεσα στο κόστος και τις συνέπειες των πράξεών του.

Ο Ήρωας εμπνέει, αποτελώντας φωτεινό παράδειγμα για την κοινωνία.

Ο τάφος των Ηρώων είναι ολόκληρο το σύμπαν
Περικλής