Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2015

Ο Σωκράτης για τον Ιδανικό εραστή

Το εγκώμιο του Σωκράτη στο Συμπόσιο του Πλάτωνα
 
«Η γλώσσα μου το υποσχέθηκε, μα η λογική μου το απορρίπτει…Όμως, αν θέλετε την αλήθεια, θα σας την πω με τον δικό μου τρόπο.»σελ.165
 
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο Αγάθωνας έχει τελειώσει το εγκώμιό του στον έρωτα, και ο Σωκράτης του έχει ήδη απαντήσει, κάνοντας την κριτική του σε μορφή διαλόγου-ανάκρισης, παραβάλλοντας μια βασική ιδέα που θα αναπτύξει στο δικό του εγκώμιο. Δηλώνοντας όμως, μετά από αυτά που άκουσε, πως τελικά δεν ξέρει καθόλου τι είναι ο έρωτας, κι ας νόμιζε πως είναι αυθεντία σε αυτά, και πως γι’ αυτό θα ήθελε πραγματικά να μάθει, η παράθεση της σοφίας του σε μορφή λόγου μάλλον θα τον εμφάνιζε να αντιφάσκει με την βασική του αρχή, πως το μόνο για το οποίο είναι σίγουρος, είναι πως δεν είναι σοφός. Ο Πλάτωνας τον έδειχνε πάντα να συζητάει με μαθητές, δασκάλους, θεολόγους κ.α., και είναι αυτή η μορφή παράθεσης των ιδεών του που θα εισαχθεί «ύπουλα» και σε αυτήν την περίσταση. Αντί λοιπόν ο Σωκράτης να προσφέρει τη γνώμη του στους συμπότες του, περιγράφει μια μυστηριώδη Διοτίμα, μια σοφή από τη Μαντίνεια, ειδική στα ερωτικά και μάντισσα, με την οποία συζητούσε για τον έρωτα, λέγοντάς της αυτός, όσα του έλεγε ο Αγάθωνας προηγουμένως.

Με αυτόν τον τρόπο, ο Σωκράτης πετυχαίνει τρία πράγματα. Πρώτον, μας λέει πως σημασία δεν έχει ο όποιος ανταγωνισμός έκανε την εμφάνισή του μεταξύ των συμποτών, για το ποιος θα κάνει το καλύτερο εγκώμιο του έρωτα. Σημασία έχει μόνο η αλήθεια, και άρα η ειλικρινής αναζήτησή της. Έτσι, κερδίζει την εμπιστοσύνη των υπολοίπων αφού όσα θα πει, όσα του είπε η Διοτίμα, δεν πρέπει να τα δούμε σαν λόγια που μοναδικό στόχο έχουν να αντικρούσουν τα λόγια τους ή σαν απλούς κομπασμούς, αλλά να τα κρίνουμε σαν να ξεκινάει τώρα μόλις η συζήτηση, σαν στοχασμούς με λογική συνέπεια. Δεύτερον, η απόδοση στο άτομό της, της ιδιότητας της σοφής και της μάντισσας, δίνει την εντύπωση της αυθεντίας, και άρα ότι είναι ειδική στο να χρησιμοποιεί λογικά επιχειρήματα για να αποδείξει τις απόψεις της ή ότι έχει κάποιου είδους έμπιστης ενόρασης. Αυθεντία βέβαια πρέπει να θεωρηθεί όχι στα συμπεράσματά της, αλλά στον τρόπο που αναπτύσσει τα λεγόμενά της. Τρίτον, με το να βάζει τον εαυτό του να λέει στη Διοτίμα όσα ειπώθηκαν μέχρι αυτό το σημείο από τους υπόλοιπους, και ταυτόχρονα να βάζει την Διοτίμα να του απαντάει με τρόπο κοφτό, έως και προσβλητικό, παίρνει το ελεύθερο να τους προσβάλλει ο ίδιος, έμμεσα. Αποφεύγει ταυτόχρονα να προκαλέσει το αίσθημα της ντροπής ή της οργής στους συμπότες του, και έτσι μπορεί να ισοπεδώσει τα επιχειρήματά τους χωρίς να έχουν το δικαίωμα να εκδηλώσουν παράπονα για την ειρωνεία στα λόγια του. Δεν θα αισθανθούν ντροπή αφού ο Σωκράτης έχει βάλει τον εαυτό του στο ίδιο επίπεδο με αυτούς (παρουσιάζοντας τον εαυτό του να υποστηρίζει τις δικές τους θέσεις) και δεν θα προσβληθούν αφού οι προσβολές απευθύνονται δήθεν από τη Διοτίμα στον Σωκράτη, όχι από τον Σωκράτη προς αυτούς.

Κάποιοι μελετητές μάλιστα, έχουν εκτιμήσει πως δεν υπήρχε καν πραγματικό πρόσωπο με το όνομα και την ιδιότητα της Διοτίμας, δεδομένου ότι η παρούσα είναι η μοναδική αναφορά σε αυτήν που βρίσκουμε σε ολόκληρη την αρχαία γραμματεία. Λαμβάνοντας υπόψη όμως πως ο Πλάτωνας χρησιμοποιούσε ιστορικά πρόσωπα στους διαλόγους του, χωρίς ποτέ την ανάγκη να εφεύρει κάποιο, μπορούμε να κάνουμε με ασφάλεια την υπόθεση ότι η Διοτίμα ήταν υπαρκτό πρόσωπο.

ΤΟ ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ

Ο Σωκράτης λοιπόν έλεγε στη Διοτίμα ότι ο θεός Έρωτας είναι νέος, ωραίος, καλός και δυνατός, και του απέδιδε αρετές. Η Διοτίμα του απάντησε πως ο Έρωτας επιθυμεί μεν την ομορφιά, τη δύναμη και όλες τις αρετές, αλλά αυτό σημαίνει ότι δεν τις έχει, αφού δεν μπορείς να επιθυμείς παρά μόνο αυτό που σου λείπει. Άρα ο Έρωτας δεν μπορεί να είναι κάτοχος όλων αυτών των χαρακτηριστικών.

Ο Σωκράτης απαντάει στην Διοτίμα με απορία, αφού το να πούμε ότι ο Έρωτας δεν είναι όμορφος ή ενάρετος θα σήμαινε ότι είναι άσχημος ή κακός, κάτι που είναι ανήκουστο για έναν θεό. «Μήπως φαντάζεσαι πως, αν κάτι δεν είναι όμορφο, είναι κατ’ ανάγκη άσχημο;…Και ό,τι δεν είναι σοφό είναι ανόητο; Ή αγνοείς ότι ανάμεσα στη σοφία και στην αμάθεια υπάρχει και κάτι άλλο;»σελ.175 (δεν μπορούμε να αγνοήσουμε εδώ, και σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης, ότι ο τρόπος που μιλάει η Διοτίμα είναι όμοιος με το απότομο ύφος του Σωκράτη σε άλλους πλατωνικούς διαλόγους). Πάντα υπάρχει κάτι ενδιάμεσο μεταξύ των δύο άκρων κάθε ιδιότητας. Όσον αφορά τη σοφία, αυτό το ενδιάμεσο είναι «το να έχει κανείς σωστές απόψεις, όχι όμως και τη δυνατότητα να τις αποδείξει» σελ.177. Αυτή η γνώση, εφόσον δεν είναι προϊόν λογικής διεργασίας, σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί επιστημονική, αλλά από την άλλη ούτε και άγνοια, αφού αποτελεί σωστή γνώση της πραγματικότητας. Έτσι, και ο Έρωτας δεν είναι ούτε κακός ούτε άσχημος ούτε αδαής, αλλά πάντα κάτι ενδιάμεσο των άκρων.

Η Διοτίμα στη συνέχεια αναιρεί την ίδια την ιερότητα του Έρωτα, που όλοι οι προηγούμενοι είχαν θεωρήσει δεδομένη. Οι θεοί είναι όλοι ευτυχισμένοι και ωραίοι (το να πούμε οτιδήποτε άλλο αποτελεί θρασύτητα και ύβρη). Το να είναι κάποιος ευτυχισμένος σημαίνει ότι κατέχει όλα τα αγαθά που χρειάζεται και ότι δεν του λείπει τίποτα. Αφού όμως έχουμε ήδη πει ότι ο Έρωτας στερείται αγαθά, αφού έχει επιθυμίες, αυτό σημαίνει ότι ο Έρωτας δεν είναι θεός. Ούτε θνητός είναι όμως, αλλά κάτι ενδιάμεσο. Αυτό το ενδιάμεσο είναι ο «Δαίμων». Δεν πρέπει να παρεξηγήσουμε αυτόν τον «δαίμων» με τη σύγχρονη έννοια του «δαίμονα» που μας έγινε γνωστή από τον Χριστιανισμό, δηλαδή του «κακού πνεύματος» ή του «εκπεσόντος αγγέλου». Στην αρχαία Ελλάδα, δαίμων ήταν αυτό που ερμήνευε και διαβίβαζε τα μηνύματα των ανθρώπων στους θεούς και των θεών στους ανθρώπους, καθώς άμεση επαφή μεταξύ των μεν και των δε δεν νοούνταν. Δεήσεις και θυσίες από τη μία, και εντολές και χάρες από την άλλη, μεταφέρονταν μέσω των δαιμόνων. Τα δαιμονικά όντα κινούνταν ανάμεσα στο θνητό και στο αθάνατο.

Για να περιγραφεί η φύση και να εξηγηθεί ο ρόλος του δαίμονα Έρωτα, χρησιμοποιείται ο μύθος, και συγκεκριμένα η μυθική προέλευση του Έρωτα. Πατέρας του ήταν ο Πόρος, προσωποποίηση της εξυπνάδας και της εφευρετικότητας (με τη σειρά του γιος της Μήτιδας, πρώτης συζύγου του Δία, προσωποποίηση της πρακτικής ευφυΐας). Μητέρα του η Πενία, που συμβόλιζε τη στέρηση και την έλλειψη, και ήταν αμαθής. Σε μια μεγαλοπρεπή συνεστίαση των θεών με αφορμή τη γέννηση της Αφροδίτης, ο Πόρος μέθυσε κι αποκοιμήθηκε. Η Πενία τότε, βρήκε ευκαιρία και μηχανεύτηκε να συλλάβει παιδί από αυτόν, ακριβώς λόγω της φτώχειας της, όπως και συνέβη. Έτσι ο Έρωτας συνδέθηκε με την Αφροδίτη και έγινε ακόλουθος και υπηρέτης της, και από τη φύση του έγινε εραστής της ομορφιάς. Εξαιτίας της μητρικής του προέλευσης ο Έρωτας είναι φτωχός και καθόλου τρυφερός ή όμορφος, αλλά άστεγος, τραχύς και λιπόσαρκος. Κοιμάται χωρίς στρωσίδια, μπροστά στις ξένες πόρτες, κάτω από τα άστρα. «Ό,τι αποκτάει του φεύγει πάντοτε μέσα από τα δάχτυλα, ώστε μήτε φτωχαίνει ποτέ, μήτε πλουτίζει» σελ.183. Από τον πατέρα του κληρονόμησε την ιδιότητα του κυνηγού. Κυνηγάει τους ωραίους και τους εκλεκτούς, σκαρώνοντας πάντα καινούργια τεχνάσματα, παθιασμένος με τη γνώση, επινοητικός και ριψοκίνδυνος, πάντα φιλοσοφώντας. «Ως προς τη φύση του δεν πλάστηκε ούτε αθάνατος ούτε θνητός, αλλά, μέσα στην ίδια μέρα, τη μια στιγμή που όλα του πάνε βολικά θάλλει και είναι γεμάτος σφρίγος και την άλλη αποχαιρετάει τη ζωή˙ πάλι όμως ανασταίνεται, χάρη στην αθάνατη πατρική φύση» σελ.181. Κινείται ανάμεσα στη σοφία και την άγνοια, ως παιδί ενός σοφού και μιας αμαθούς.

Κανένας θεός, όπως και κανένας άλλος που είναι σοφός, δεν επιζητά τη γνώση, αφού ήδη την έχει. Αλλά και κανένας ανόητος δεν την αναζητά˙ αυτό είναι και το αδιέξοδο της άγνοιας: αν δεν ξέρεις ότι κάτι σου λείπει, δεν μπορείς και να το αναζητήσεις. Ο Έρωτας λοιπόν δεν είναι ούτε σοφός ούτε ανόητος. Φιλόσοφοι είναι αυτοί οι «ημιμαθείς», που ξέρουν αρκετά ώστε να πουν ότι δεν γνωρίζουν τίποτα σπουδαίο, και έτσι θέλουν όλο να μαθαίνουν. Ο Σωκράτης εδώ, με τα λόγια της Διοτίμας, επικυρώνει τη δική του αντίληψη για τη ζωή και τη γνώση, αφού τα προηγούμενα θυμίζουν όσα ο ίδιος υποστήριζε πάντα, μέχρι και στην Απολογία του στο δικαστήριο, και ενώ περίμενε μέχρι να πιει το κώνειο, όπως μας τα αφηγείται ο Πλάτων στους διαλόγους Κρίτων και Φαίδων. Άλλο ένα στοιχείο που μας οδηγεί στην υπόθεση ότι είτε δεν υπήρχε πραγματική Διοτίμα (πράγμα, όπως είπαμε, μάλλον απίθανο) είτε ο Σωκράτης χρησιμοποιεί την σοφή αυτή μάντισσα για να επικυρώσει τις δικές του θέσεις, με την επίφαση ότι τα άκουσε από μια αδιαμφισβήτητη αυθεντία.

Το λάθος του Σωκράτη, σύμφωνα με τη Διοτίμα (άρα το λάθος των συμποτών), είναι ότι θεώρησε πως ο Έρωτας είναι το αντικείμενο του έρωτα (ο ερωμένος) ενώ στην πραγματικότητα είναι το υποκείμενο (ο εραστής), αυτός που νιώθει έρωτα προς κάτι. Ο ερωμένος είναι αναμενόμενο να είναι ωραίος και καλός, ο εραστής όχι. «Αν ο Έρωτας έχει αυτές τις ιδιότητες, ποια είναι η προσφορά του στον κόσμο;», ρωτάει ο Σωκράτης, αναφερόμενος στις ιδιότητες του ενδιάμεσου, αφού ο Έρωτας βρίσκεται ανάμεσα στη σοφία και την άγνοια, το κάλλος και την ασχήμια. Ο ερωτευμένος επιθυμεί να κάνει δικά του τα ωραία και τα αγαθά, για να γίνει ευτυχισμένος. Όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν τα ίδια αγαθά για να κερδίσουν την ευτυχία, αλλά δεν τους ονομάζουμε όλους εραστές. Αυτό οφείλεται, λέει η Διοτίμα, στον τρόπο που ορίζουμε τη λέξη «έρωτας».

«Απομονώσαμε ένα συγκεκριμένο τμήμα της έννοιας ‘έρωτας’ και του δώσαμε το όνομα του όλου, δηλαδή ‘έρως’, ενώ για τα άλλα τμήματα χρησιμοποιούμε άλλες ονομασίες»σελ.185. Με τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιούμε τη λέξη «ποιητής». Όλοι οι καλλιτέχνες δημιουργούν κάτι, δηλαδή «ποιούν» κάτι, αλλά την ονομασία «ποιητής» την αποδίδουμε μόνο σε ένα μέρος αυτών, ενώ τους άλλους τους ονομάζουμε γλύπτες, ζωγράφους κλπ. «Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση του έρωτα. Με τη γενική έννοια του όρου ‘έρωτας’ εννοούμε τον πόθο των αγαθών και της ευτυχίας, είναι ο ‘μέγιστος, ο ζαβολιάρης έρωτας’ που νιώθει κάθε άνθρωπος. Όμως εκείνους που στρέφονται σε άλλες εκφάνσεις του ερωτικού πάθους –απόκτηση χρημάτων, αθλητισμό, φιλοσοφία- ούτε ερωτευμένους ούτε εραστές τους χαρακτηρίζουμε. Μόνο όσοι με ιδιαίτερη ζέση και επίδοση στρέφονται σε μια ορισμένη έκφανση του έρωτα παίρνουν το όνομα του όλου, οπότε κάνουμε λόγο για ‘ερωτικό συναίσθημα’, ‘ερωτεύομαι’, ‘εραστής’» σελ.187. Ο τρόπος αναζήτησης της ευτυχίας είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ όλων όσων θα μπορούσαν να ονομαστούν με την γενική έννοια «εραστής». Όποιος χρησιμοποιεί ως μέσο τη φιλοσοφία λέγεται «φιλόσοφος, όποιος επιδίδεται στον αθλητισμό «αθλητής» ενώ όποιος απευθύνεται στον έρωτα «εραστής».

Και αυτοί που λένε ότι εραστές είναι αυτοί που επιθυμούν το «άλλο μισό του εαυτο τους» (αναφέρεται στον μύθο του Αριστοφάνη) δεν είναι ακριβείς. Ο έρωτας δεν έχει να κάνει με την αναζήτηση του άλλου μισού ούτε με την ολοκλήρωση του όλου, αν δεν είναι αναζήτηση για αυτό που είναι κατά βάση καλό. «Το μόνο που ερωτεύεται ο άνθρωπος δεν είναι παρά το καλό» και επιδιώκει να το αποκτήσει και να το κατέχει παντοτινά. Ο Αριστοφάνης, προηγουμένως, δεν είχε κάνει διαφοροποίηση μεταξύ ενάρετου (καλού) και χυδαίου (κακού) έρωτα, είπε μόνο πως ο έρωτας είναι εξ ορισμού μία θετική δύναμη έμπνευσης και στοργής, που οδηγεί όποιον είναι ειλικρινής στη φύση του και πιστός στις απαιτήσεις του Έρωτα, στην πνευματική ανόρθωση. Το μόνο που χρειάζεται κάποιος, για τον κωμικό ποιητή, είναι να μείνει πιστός στη φύση του, να μην την απαρνηθεί, αλλά μόνο να βρει το άλλο του μισό, σύμφωνα με το «γένος καταγωγής» του˙ έτσι, η πνευματική ανόρθωση θα ακολουθήσει σαν αναγκαιότητα. Ο μόνος «έρωτας» που νοείται στον Αριστοφάνη είναι αυτός που θα έχει σαν αποτέλεσμα, τελικά, την ευτυχία˙ οτιδήποτε άλλο δε νοείται να ονομαστεί έρως. Η Διοτίμα από την άλλη, κάνοντας την σύντομη παραπάνω αναφορά στο εγκώμιο του Αριστοφάνη (τι σύμπτωση για έναν διάλογο μεταξύ Σωκράτη-Διοτίμας που έλαβε χώρα «κάποτε» να απαντάει σε όσα ειπώθηκαν εδώ πριν λίγο!), θέλει να ξεκαθαρίσει την δική της θέση. Ο έρωτας για αυτήν δεν είναι κάτι μοιραίο, κάτι που για να έρθει αρκεί το να είναι κανείς γνώστης του εαυτού του, ούτε αρκείται να ορίσει σαν έρωτα οτιδήποτε είναι καλό. Ο έρωτας γι’ αυτήν είναι πιο πολύπλοκος, και για να τον τιμήσουμε πρέπει να ακολουθήσουμε έναν δρόμο με διαγεγραμμένη πορεία, μια πορεία που σε λίγο θα περιγράψει.

Πριν ολοκληρώσει, η Διοτίμα κάνει μια τελευταία παρατήρηση. «Αυτή η διαδικασία είναι μια σωματική και ψυχική γέννα μέσα στην ομορφιά» σελ.189. Όλοι οι άνθρωποι κυοφορούν στο σώμα και την ψυχή, και όταν φτάσουμε σε μια ηλικία επιθυμούμε να γεννήσουμε. Η ερωτική συνεύρεση που οδηγεί στον τοκετό, κάνει τη θνητή μας ύπαρξη να αποκτήσει τη βασική θεϊκή ιδιότητα της αθανασίας μέσω της γέννας. Αντικείμενο του έρωτα λοιπόν είναι η αθανασία.

Όλα τα ζωντανά όντα όταν επιθυμούν να ζευγαρώσουν χαρακτηρίζονται από παράξενη συμπεριφορά, που τα κάνει να μοιάζουν άρρωστα, και είναι τόσο αποφασισμένα που ακόμα και τα ανίσχυρα επιτίθενται στα ισχυρά, με τον κίνδυνο του θανάτου για να το καταφέρουν ή για να προστατέψουν τα μικρά τους. Στους ανθρώπους, τέτοιες συμπεριφορές ίσως μπορούν να αποδοθούν στην υστεροβουλία, αλλά εφόσον δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε αυτό το κίνητρο στα ζώα, είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε ότι υπάρχει κάποιο άλλο. Είναι το ότι η θνητή φύση κάνει ό,τι μπορεί για να προσεγγίσει την αιωνιότητα, αντικαθιστώντας το παλιό με το νέο.

Με τον ίδιο τρόπο που ένα άτομο κατά τη διάρκεια της ζωής του αλλάζει πρόσωπο και μυαλό, από την παιδική ηλικία μέχρι τα γεράματα, και παρόλα αυτά λέμε ότι παραμένει το ίδιο άτομο, έτσι γίνεται και με τη γέννα. Ακόμα και αυτό που αποκαλούμε «μελέτη» τον ίδιο στόχο έχει, να αντικαταστήσει γνώσεις που ξεχνάμε με άλλες καινούργιες, ώστε να δίνεται η εντύπωση πως η γνώση παραμένει αναλλοίωτη. Και με τη βιολογική γέννα λοιπόν και με την πνευματική επιδιώκουμε να καλύψουμε το κενό του απερχόμενου παλιού με το νέο, δίνοντας την όψη συνέχειας του ανθρώπινου είδους και του πνεύματος. Και αυτό είναι κάτι που αφορά ανεξαιρέτως όλους τους ανθρώπους όλων των κοινωνικών τάξεων. Αυτό το αίτημα αθανασίας είναι που μας κάνει όλους να επιθυμούμε να γίνουμε επώνυμοι και να αφήσουμε παρακαταθήκη τα έργα μας ή τα χρήματά μας (ή τα παιδιά μας). Ακόμα και οι βασιλείς θυσιάζονται αν αυτό επισφραγίσει την κληρονομιά τους σε απογόνους, θέλοντας να εξασφαλίσουν την αθάνατη ανάμνηση της αρετής τους.

«Όσοι εγκυμονούν στο σώμα κατευθύνουν την ερωτική τους δραστηριότητα κατά προτίμηση στις γυναίκες˙ τις ερωτεύονται και φαντάζονται πως αποκτώντας παιδιά, εξασφαλίζουν την αθανασία, την υστεροφημία και την παντοτινή ευτυχία. Άλλοι πάλι εγκυμονούν στην ψυχή…Και ποια είναι αυτά που ταιριάζουν στην ψυχή; Είναι η φρόνηση και οι άλλες αρετές. Αυτών των αρετών δημιουργοί είναι όλοι οι ποιητές και εκείνοι από τους τεχνίτες που θεωρούνται πρωτοπόροι και επινοητικοί. Όμως στην ιεράρχηση των αρετών, είπε η Διοτίμα, πολύ πιο ψηλά βρίσκεται η μορφή της φρόνησης που έχει να κάνει με τη διακυβέρνηση των πόλεων και των σπιτικών, αυτό δηλαδή που αποκαλούμε σωφροσύνη και δικαιοσύνη» σελ.197. Αυτός που κυοφορεί από μικρός αυτές τις αρετές, όταν μεγαλώσει επιθυμεί να κυοφορήσει και αναζητάει μια όμορφη ψυχή, και με τον κάτοχό της συζητάει για την αρετή, και έτσι υπάρχει αμοιβαία πνευματική καλλιέργεια. Με την ουσιαστική επικοινωνία με έναν ωραίο σύντροφο αναδεικνύεται στο φως αυτό που ήδη είχε μέσα του, και τα παιδιά-δημιουργήματα αυτών είναι γοητευτικότερα και έχουν εξασφαλίσει την αθανασία.

Έχοντας έτσι σαφώς διαχωρίσει τη σωματική από την πνευματική γέννα, βαφτίζοντας τη σωματική σαν ένα είδος περισπασμού από την πνευματική που είναι η μόνη που θα χαρίσει την αθανασία (εξάλλου στη σωματική επιδίδονται και τα ζώα), το μόνο που μένει είναι να εξηγηθεί ο τρόπος που θα καταλήξουμε στην αθανασία μέσω του έρωτα.

Ποια είναι λοιπόν αυτή η πορεία; Πώς θα ξέρουμε με ποια διαδικασία ο πραγματικός εραστής πρέπει να αναζητά την ευτυχία; Ο «επίδοξος μύστης της απόλυτης ομορφιάς» οφείλει να λατρέψει αρχικά την εξωτερική ομορφιά ενός σώματος και το ενιαίο της ομορφιάς όλων των ωραίων σωμάτων ή προσώπων, αλλά και να αναγνωρίσει ότι η ομορφιά της ψυχής είναι πολυτιμότερη, «ώστε όταν συναντήσει κάποιον που, ενώ έχει ωραία ψυχή, δε διακρίνεται για τα θέλγητρα της μορφής και του σώματος, να εμμένει σ’ αυτόν, να του χαρίζει τον έρωτά του και να τον περιβάλει με τη στοργή του» σελ.199. Μετά πρέπει να βρει την ομορφιά που υπάρχει στις ανθρώπινες ενασχολήσεις και στους θεσμούς (να ανακαλύψει δηλαδή την ηθική των νόμων και των υπόλοιπων ηθικών αρχών που διέπουν την κοινωνία, άρα να αγαπήσει τη δικαιοσύνη), για να διαπιστώσει ότι η ομορφιά είναι ενιαία παρά τις ποικίλες εκφάνσεις της, και ότι το κάλλος της εξωτερικής ομορφιάς δεν έχει μεγάλη σημασία. Έτσι θα οδηγηθεί στον κόσμο των επιστημών και της φιλοσοφίας για να διαπιστώσει ότι πρέπει να μην χαραμίζεται υπηρετώντας μόνο την ομορφιά ενός ανθρώπου ή μιας δραστηριότητας. Μ’ αυτόν τον τρόπο «θα μπορέσει να κατακτήσει το τελευταίο στάδιο της ερωτικής μύησης. Και ενώ βρίσκεται σχεδόν στο τέρμα ξαφνικά θα προβάλει μπροστά του αστραφτερή…η απόλυτη ομορφιά»σελ.201, που δεν εξαρτάται από το βλέμμα του ανθρώπου, ούτε θα παρουσιαστεί με κάποια γνώριμη μορφή του κόσμου. Είναι η αυθύπαρκτη, απόλυτη, άφθαρτη, μοναδική, ενιαία και διαχρονική ομορφιά στην οποία όλες οι άλλες μετέχουν, και ενώ εκείνες έρχονται και παρέρχονται, αυτή μένει ανεπηρέαστη και αναλλοίωτη. Αυτός είναι ο σωστός δρόμος του έρωτα.

Έτσι λοιπόν φτάνουμε στο αινιγματικό τέλος του εγκωμίου του Σωκράτη. Ο σωστός εραστής θα ξεκινήσει από τις ομορφιές του κόσμου, από το ένα ωραίο σώμα στο σύνολο των ωραίων σωμάτων, στην ομορφιά της ψυχής και του συνόλου των ψυχών, στις δραστηριότητες των ανθρώπων και στην σοφία της επιστήμης, για να φτάσει στη σπουδή της απόλυτης ομορφιάς και να γνωρίσει «τι είναι στην ουσία του το κάλλος» σελ.203. Αυτή είναι η ποιότητα ζωής που καταξιώνει τον ανθρώπινο βίο, πέρα από το χρυσάφι και τα φορέματα, τα «όμορφα αγόρια» και τις υλικές απολαύσεις. Ο τρόπος αναζήτησης έχει ανιχνευθεί, ο δρόμος καθορισμένος, και το κίνητρο προφανές (η παντοτινή κατάκτηση αρετών και η ευτυχία). Ο προορισμός όμως παραμένει αδιευκρίνιστος. Ενώ βρισκόμαστε «σχεδόν στο τέρμα», μας λέει ο Σωκράτης, προβάλλει μπροστά μας μια ασύγκριτη, η απόλυτη, ομορφιά.

Το κείμενο τελειώνει απότομα, με τον Σωκράτη να αποφεύγει να περιγράψει ικανοποιητικά αυτήν την απόλυτη ομορφιά. Το τέρμα είναι φυσικά ο θάνατος, και όπως είδαμε στον Φαίδων, ο θάνατος είναι κάτι που ένας φιλόσοφος δεν πρέπει να φοβάται. Είναι, αντίθετα, το επιστέγασμα της φιλοσοφικής ζωής, τότε που διαχωρίζεται εκ των πραγμάτων η ψυχή από το σώμα, κάτι που μέχρι τότε μόνο να προσπαθεί μπορούσε ο φιλόσοφος, με το να αποφεύγει τις σωματικές ηδονές (φαγητό, ποτό, φορέματα…) και να φροντίζει για τις πνευματικές, στις οποίες το σώμα μόνο εμπόδιο ήταν.

Όσο για την «απόλυτη ομορφιά», τα επίθετα που χρησιμοποιεί της αποδίδουν ιδιότητες, όχι χαρακτηριστικά (αέναη, μοναδική…). Φαίνεται να κρύβει κάτι που δεν μπορεί να ειπωθεί, είναι κάτι που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Είναι αυτό που κρύβεται πίσω από την επιφάνεια και την φαντασία, είναι η πραγματικότητα η ίδια. Είναι η αρετή που ταυτίζεται με την αλήθεια, το ωραίο που θα μπορέσουμε να δούμε όταν ξεπεράσουμε τη σάρκα, το πνεύμα, την κοινωνικότητα, την ίδια την επιστήμη και την «απεραντοσύνη του ωραίου» που αυτή μας επιτρέπει να απολαμβάνουμε, και «ατενίζοντας το απέραντο πέλαγος της ομορφιάς» να γεννάμε «ωραίους και μεγαλοπρεπείς στοχασμούς» στην αέναη ενασχόληση με τη φιλοσοφία. Σύμφωνα με τον Συκουτρή, η παρουσία μπροστά σε αυτήν την απόλυτη ομορφιά, η γνώση της, είναι ταυτόχρονα Έρως και Λόγος.

«Μόνο εκεί, και πουθενά αλλού, κοιτάζοντας το ωραίο με τρόπο που να γίνεται ορατό, θα γεννήσει όχι απατηλά απεικάσματα της αρετής –άλλωστε δεν έχει καμιά σχέση με τα πλάσματα της φαντασίας- αλλά την πραγματική αρετή που ταυτίζεται απολύτως με την αλήθεια» σελ.205.

Αυτήν την απόλυτη ομορφιά θα πρέπει να την εντάξουμε στα πλαίσια του αναφερόμενου ως «Κόσμου των Ιδεών» του Πλάτωνα, που αναπτύσσεται κυρίως στην Πολιτεία και στον Φαίδων. Η Μορφή (Ιδέα) της Ομορφιάς, είναι η υπέρτατη ομορφιά, που περιλαμβάνει τις ομορφιές των σωμάτων, των ψυχών, και όλων των υπόλοιπων επιμέρους όμορφων πραγμάτων του κόσμου˙ ομορφιές που περιλαμβάνει αλλά δεν εξαρτάται από αυτές. «Οι άλλες μορφές του ωραίου μετέχουν στην απόλυτη ομορφιά με τον εξής περίπου τρόπο: ενώ αυτές έρχονται και παρέρχονται, εκείνη, χωρίς να υπόκειται σε αυξομειώσεις, παραμένει ανεπηρέαστη» σελ.203. Είναι κάτι αυθύπαρκτο, διαφορετικό από όποιο παράδειγμά του μπορούμε να βρούμε στον κόσμο γύρω μας, αλλά και από την αντίληψη των ανθρώπων («δεν εξαρτάται από το βλέμμα»).

Ο Αριστοτέλης γράφει πως ο Σωκράτης ενδιαφερόταν για τον ορισμό των πραγμάτων, αφού προβλήματα στην επικοινωνία και στη συζήτηση προκύπτουν από το γεγονός ότι ο καθένας έχει διαφορετική άποψη για το κάθε θέμα, και ο Πλάτωνας ήταν που πρώτος εφηύρε τη θέαση των Μορφών σαν κάτι ξέχωρο και απόλυτο, για να λύσει, ή ίσως εν τέλει να αποφύγει, αυτό το πρόβλημα. Οπότε μπορούμε να πούμε πως ο Πλάτωνας εδώ βάζει δικά του λόγια στο στόμα του Σωκράτη˙ ίσως και γι’ αυτό δεν μας δίνει τον Σωκράτη να μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, αλλά να παραθέτει τις απόψεις της Διοτίμας.

Όλα αυτά δε σημαίνουν (όπως κάποιοι ισχυρίζονται) ότι επαληθεύεται η έννοια του πλατωνικού έρωτα, όπως τον εννοούμε σήμερα (πνευματική σχέση με απόρριψη της σωματικής επαφής). Η Διοτίμα δεν αρνείται τον έρωτα της φυσικής ομορφιάς, τη σαρκική επαφή και την αφοσίωση στον έναν εραστή. Τα θεωρεί μάλιστα σαν αναγκαστικά σκαλοπάτια προς αυτό το ανώτερο, την Ιδέα της Ομορφιάς. Το να ξεπεραστεί ο σαρκικός έρωτας δεν αποτελεί διόρθωση της συμπεριφοράς, αλλά εξέλιξη προς το ανώτερο. Αυτό δε σημαίνει πως αν κάποιος δεν καταφέρει να φτάσει στο απόλυτο, τα προηγούμενα στάδια ήταν χάσιμο χρόνου. Ο Σωκράτης ήξερε πολύ καλά για τα όρια της γνώσης και κήρυττε την άγνοιά του. Αυτό όμως δεν τον σταματούσε από το να ρωτάει και να αμφισβητεί το καθετί, προσπαθώντας πάντα να την προσεγγίσει.

Έτσι, κλείνει το εγκώμιό του για τον έρωτα, λέγοντας: «Ο άνθρωπος, στην προσπάθειά του να γίνει μέτοχος της απόλυτης ομορφιάς –επομένως και της αθανασίας- δύσκολα θα μπορούσε να βρει πολυτιμότερο συμπαραστάτη από τον Έρωτα.» σελ205.

Τελευταίο μέρος του Συμποσίου αποτελεί η εμφάνιση του Αλκιβιάδη, όπου αναφέροντας περιστατικά από τη σχέση του με τον Σωκράτη, επιβεβαιώνει όσα ειπώθηκαν στο εγκώμιο της Διοτίμας και το ότι ο Σωκράτης βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο στον δρόμο προς την απόλυτη ομορφιά.
--------------
Χρησιμοποιήθηκε η μετάφραση του Δημήτρη Κοσμά από το:

Πλάτωνος Συμπόσιον (εκδ. Γνώση, 2011)

Για ιστορικά και μυθολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν:

Πλάτωνος Συμπόσιον (εκδ. Κάκτος, μετάφραση/σχόλια Ιωάννης Συκουτρής, 2005)

Δημήτρης Σαραντάκος – Τι μας έμαθαν επιτέλους οι αρχαίοι Έλληνες; (εκδ. Γνώση, 2010)

Alfred-Edward Taylor – Πλάτων, ο Άνθρωπος και το Έργο του (εκδ. ΜΙΕΤ, 2009)

Ησίοδος – Θεογονία

ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΟΡΕΣΤΕΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

Η Ορέστεια του Αισχύλου είναι απ’ όλες τις πλευρές ένα έργο κομβικό. Αποτελείται από τρεις τραγωδίες, τον Αγαμέμνονα, τις Χοηφόρους και τις Ευμενίδες και είναι η μοναδική τριλογία που έχει σωθεί από ολόκληρο το αρχαίο δράμα.
 
Με τα προβλήματα που θέτει -καταπιάνεται με κεντρικά θέματα της ανθρώπινης συνύπαρξης καθώς και με την αρχετυπικής σημασίας επιλογή των κύριων προσώπων της- επηρέασε βαθύτατα τον δυτικό πολιτισμό, και θα λέγαμε συνέβαλε στην αυτοκατανόησή του. Συνοπτικά, ο νοηματικός άξονας των τριών τραγωδιών που την απαρτίζουν είναι ο εξής: ο Αγαμέμνων, ο νικητής της εκστρατείας εναντίον των Τρώων, επιστρέφει έπειτα από πολλά χρόνια στο παλάτι του στις Μυκήνες, όπου βρίσκει τη γυναίκα του, την Κλυταιμνήστρα, η οποία έχεις αρκετούς λόγους για να τον μισεί: έχει αποκτήσει έναν εραστή, τον Αίγισθο, αλλά κυρίως δεν τον έχει συγχωρέσει για τη θυσία της κόρης τους Ιφιγένειας, την οποία είχε κάνει ο Αγαμέμνων πριν από την εκστρατεία κατά της Τροίας. Η Κλυταιμνήστρα δολοφονεί τον Αγαμέμνονα. Στις Χοηφόρους, ο Ορέστης ύστερα από χρόνια απουσίας επιστρέφει στο παλάτι και σκοτώνει τη μητέρα του, Κλυταιμνήστρα, θέλοντας να εκδικηθεί τον φόνο του πατέρα του, με την παρότρυνση της αδελφής του Ηλέκτρας. Στις Ευμενίδες, ο Ορέστης εμφανίζεται να καταδιώκεται από τις Ερινύες και παρουσιάζεται ενώπιον του δικαστηρίου που έχει ιδρύσει η θεά Αθηνά, όπου κρίνεται η τύχη του. Τελικά, ύστερα από απόφαση του δικαστηρίου, αθωώνεται, ανοίγοντας μια νέα εποχή για την Αθήνα.

Η Ορέστεια καταπιάνεται με τρία μείζονα θέματα: την ύβρι, τον φόνο και την ενοχή, τα πραγματεύεται δε με αξιοθαύμαστη οξυδέρκεια και βαθύτητα. Η πρώτη τραγωδία της τριλογίας αρχίζει με την επάνοδο του Αγαμέμνονα από την Τροία. Ο Αγαμέμνων εμφανίζεται να έχει διεξαγάγει έναν επιθετικό πόλεμο, με τεράστιο κόστος σε ανθρώπινες ζωές, αποκλειστικά για ένα θέμα τιμής, και παρουσιάζεται ιδιαίτερα αλαζονικός. Καθώς γνωρίζουμε πως πριν από την έναρξη της εκστρατείας ο Αγαμέμνων έχει θυσιάσει την κόρη του, Ιφιγένεια, για να εξασφαλίσει από τους θεούς την ευόδωσή της, το μοτίβο της ύβρεως τίθεται όχι μόνον ως ένα από τα βασικά θέματα της τραγωδίας, αλλά ως προϋπόθεσή της – έχει στιγματίσει τη δράση, ήδη σε παρελθόντα χρόνο.
 
Στην Ορέστεια, ο Αισχύλος καταπιάνεται με τα θέματά του από τη σκοπιά όχι μόνον του ανθρωπογνώστη, αλλά και του στοχαστή, που ταλανίζεται από ερωτήματα σχετικά με το μέλλον και τη μοίρα ενός πολιτισμού, των απαρχών του οποίου είναι ο ίδιος μάρτυρας. Στην εντυπωσιακή αυτή τοιχογραφία η ύβρις εμφανίζεται, ούτε λίγο ούτε πολύ, ως σημείο εκκίνησης του δυτικού πολιτισμού· η ύβρις, κομβική θεματική της αρχαίας τραγωδίας, προβάλλεται, στον Αγαμέμνονα, ως όρος, ως προϋπόθεση sine qua non του δυτικού ανθρώπου, ως έννοια σύμφυτη με το έλλογο ον.
 
Αξιολογώντας μ’ αυτόν τον τρόπο τη θέση της ύβρεως στο αρχαίο ελληνικό δράμα εύκολα οδηγούμαστε στη θεματική τής ενοχής, καθώς μπορούμε να δούμε το σημαντικό τούτο μοτίβο της Ορέστειας, κατά μία έννοια, σαν συνέπεια της ύβρεως. Ας εξετάσουμε όμως πρώτα κάτι άλλο:
Ανατρέχοντας στις αριστουργηματικές Βάκχες του Ευριπίδη, παρατηρούμε έκπληκτοι την Αγαύη να διαμελίζει η ίδια το σώμα του γιου της Πενθέα· η αναφορά του Ευριπίδη στον διαμελισμό του ανθρώπινου σώματος περνά μέσα από τις βακχικές τελετές και την ωμοφαγία, για να μας δώσει λαβή να θυμηθούμε τις συναφείς τελετές πολλών πρωτόγονων λαών καθώς και τις ανθρωποθυσίες στις οποίες προέβαιναν οι Αζτέκοι – όλες τους τελετές που μαρτυρούν τον βαθιά ρηξιγενή και ρηγματώδη χαρακτήρα της ανθρώπινης ψυχής. Σύμφωνα με τον Καρλ Γιουνγκ, η ανθρώπινη ψυχή θεμελιώνεται σε ένα πλήθος από συλλογικές αρχαϊκές εμπειρίες, που την εφοδίασαν με μια συλλογικής φύσης αρχετυπική παρακαταθήκη: το συλλογικό ασυνείδητο. Επεκτείνοντας τούτο το σκεπτικό θα λέγαμε πως η ανθρώπινη ψυχή έχει θεμελιωδώς ρηξιγενή χαρακτήρα, τον οποίο οφείλει σ’ αυτές ακριβώς τις επώδυνα αποκτηθείσες πρωτογενείς αρχαϊκές της εμπειρίες. Η ανθρώπινη ψυχή, αυτή που δημιούργησε εκτός από τα θαύματα του πνεύματος εκατοντάδες αδελφοκτόνους πολέμους, στρατόπεδα συγκεντρώσεως και ατομική βόμβα, σύμφωνα με το ίδιο σκεπτικό, έχει τη ροπή «να διαρραγεί εκ των ένδον», μια πραγματικότητα που την καθιστά ικανή και εν πολλοίς την προετοιμάζει για να διαπράξει φόνο.
 
Η Ορέστεια σκιαγραφεί εντυπωσιακά το ενοχικό κλίμα μέσα στο οποίο θα οικοδομηθεί ένας πολιτισμός τριών χιλιετιών και επιχειρεί, κατά τη γνώμη μας, ακόμη μια σύνδεση: ο συμβολισμός του φόνου προϋπάρχει των φόνων που θα διαπράξουν η Κλυταιμνήστρα και ο Ορέστης, ο «πρωταρχικός φόνος» έχει συντελεσθεί, σε συμβολικό επίπεδο, στα θεμέλια της ανθρώπινης συλλογικής ψυχής – φόνος αρχαϊκός, απότοκο -το ξαναλέμε- της βαθιά ρηγματωδούς και ρηξιγενούς ανθρώπινης ψυχής.
 
Καθώς είναι γνωστό πως ο Φρόυντ απέδιδε την ανθρώπινη επιθετικότητα στην εγγενή καταστροφική ιδιοσυγκρασία του ανθρώπου, κάνει εντύπωση η ευρύτητα της σκέψης του τη στιγμή που διατυπώνει «γιουνγκιανής πνοής» προβληματισμούς: Στον Ερωτα και πολιτισμό διαβάζουμε: «…ο Φρόυντ είχε μιλήσει για ένα προϋπάρχον αίσθημα ενοχής, που φαίνεται να «καραδοκεί» μέσα στο άτομο, έτοιμο, και περιμένοντας ν’ «αφομοιώσει» μια κατηγορία που θα διατυπωθεί εναντίον του. Η ιδέα αυτή φαίνεται να αντιστοιχεί με εκείνη ενός «αδέσμευτου άγχους», που έχει υπόγειες ρίζες, πιο κάτω ακόμα και από το ατομικό ασυνείδητο». (Χ. Μαρκούζε, Ερως και πολιτισμός, Κάλβος, σ. 76). Η ενοχοποίηση, όμως, της συλλογικής ψυχής της ανθρωπότητας αποκλειστικά από τον συμβολικό φροϋδικό «πρωταρχικό φόνο» φαίνεται, από την ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού, πως ίσως δεν αρκεί για ν’ αποκωδικοποιηθούν τα βαθύτατα αρχέτυπα της Ορέστειας.
 
Γιατί ο Αισχύλος διαλέγει ως πλαίσιο του μεγάλου ανθρωπολογικού του στοχασμού τον διπλό φόνο του Αγαμέμνονα (από την Κλυταιμνήστρα) και της Κλυταιμνήστρας (από τον Ορέστη); Τι οδηγεί τον Αισχύλο να συνδέσει τον προβληματισμό του πάνω στο πεπρωμένο της ανθρωπότητας, με το διπλό τούτο «έγκλημα καθοσιώσεως» του οίκου των Ατρειδών; Αν η Κλυταιμνήστρα διαπράττει τον φόνο του Αγαμέμνονα από καθαρό μίσος, ο φόνος που διαπράττει ο Ορέστης ενέχει τον χαρακτήρα του «χρέους». Αν και «έγκλημα καθοσιώσεως» -φόνος μιας μητέρας από τον γιο της- είναι αιτιολογημένο, και κάτι ακόμα πιο καθοριστικό: είναι προαποφασισμένο και υπαγορευμένο από τον ίδιο τον Απόλλωνα. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ενέχει τον χαρακτήρα πεπρωμένου, του οποίου την ευθύνη, όμως, πλήρως αναλαμβάνει ο Ορέστης.
 
Η Κλυταιμνήστρα δεν γνωρίζει τι σημαίνουν οι τύψεις· αντιθέτως, ο Ορέστης «συμβιώνει» με τις τύψεις, το βέβαιο πάντως είναι το γεγονός του διπλού φόνου, και εκ μέρους της Κλυταιμνήστρας και εκ μέρους του Ορέστη. Το ανάκτορο των Ατρειδών γίνεται ένα θέατρο όπου η ανθρώπινη ψυχή διαβάζει και αποκωδικοποιεί τα αρχέτυπα και τους συμβολισμούς της ανθρωπότητας με ιδιαίτερα επώδυνο τρόπο.
 
Ο Αισχύλος κατασκευάζει, χτίζει, με την ιστορία των Ατρειδών ένα έργο που θα μείνει στην ιστορία, σαν μνημείο άφταστης μεγαλοσύνης του ανθρώπινου πνεύματος· πέρα όμως απ’ αυτό εκπονεί, θα λέγαμε, το ανθρωπολογικό πρόγραμμα της Δύσης. Μιλώντας στο ίδιο ιδίωμα μ’ αυτόν, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο δυτικός άνθρωπος οικοδόμησε πολιτισμό μερικών χιλιετιών, με σκοπό να βάλει σε όρια, να ελέγξει, μα και να καταστείλει μέσα από λογικές κατηγορίες την ατιθάσευτη -ή μάλλον, τη ρηξιγενή του φύση – αλλά και τον «ενοχικό» της χαρακτήρα, που τείνει να φτάσει στο έγκλημα, και να καταστρέψει ό,τι νωρίτερα έχτισε. Τι, αλήθεια, φοβάται ο σύγχρονος άνθρωπος όταν διατυπώνει την αγωνία του για ένα ενδεχόμενο πυρηνικό ολοκαύτωμα, αν όχι την ψυχική του Αβυσσο, που θέλει να μιλήσει με λόγια του σκοταδιού σε μια εποχή όπου οι λογικές κατηγορίες έχουν νεκρωθεί; Η απόφαση του Αρείου Πάγου στις Ευμενίδες είναι αθωωτική για τον Ορέστη· ο Αισχύλος, που πιστεύει πως πρέπει να θεσπιστούν σοβαρές ποινές για όποιον βλάπτει την πόλη, στέκεται σ’ αυτό το σημείο αισιόδοξος και υπέρμαχος της ανθρώπινης φαντασίας. Μένει σ’ εμάς να δούμε τι θα αντλήσουμε από το έργο του.

Οι Μεγάλοι Απόλογοι της Οδύσσειας

Πρόκειται ασφαλώς για τη μεγαλύτερη σε έκταση εσωτερική διήγηση της Οδύσσειας, που πιάνει το ένα έκτο στο σύνολο του έπους. Το ζήτημα είναι αν στην ποσοτική αυτή υπεροχή αντιστοιχεί ανάλογη ποιοτική (που πάει να πει: ποιητική) υπεροχή, και πώς αυτή ελέγχεται. Τρεις συντελεστές προτείνονται εδώ, για να μετρηθεί η ποιοτική στάθμη των «Μεγάλων Απολόγων»: το περιβάλλον τους (η θέση δηλαδή που κατέχουν μέσα στο έπος, με τα προηγούμενα και με τα επόμενά τους)· το αξονικό θέμα τους (καλύτερα: τα δύο βασικά θέματά τους, που συμπλέκονται μεταξύ τους)· η σύνταξή τους (ο τρόπος δηλαδή που μοιράζονται τα μέρη τους τόσο στο εσωτερικό της κάθε ραψωδίας όσο και στο συνολικό πλαίσιο των τεσσάρων ραψωδιών).

Το περιβάλλον

Στον βαθμό που οι «Μεγάλοι Απόλογοι» (ραψωδίες ι-μ) αναφέρονται γενικότερα στον Οδυσσέα και ειδικότερα στον επίμαχο νόστο του, γειτονεύουν τόσο με τους απολόγους του Νέστορα και του Μενελάου (που προηγήθηκαν αντίστοιχα στην τρίτη και στην τέταρτη ραψωδία) όσο και με τα δύο ακραία τραγούδια του Δημοδόκου, που ακούστηκαν στην όγδοη ραψωδία. Στην πρώτη περίπτωση ο αμφίβολος νόστος του Οδυσσέα εντάσσεται στο πλαίσιο συγγενικών και αντιθετικών νόστων άλλων ηρώων του τρωικού πολέμου (προέχει ως παράδειγμα, άλλα και ως αντιπαράδειγμα, ο τραγικός νόστος του Αγαμέμνονα). Στη δεύτερη περίπτωση απαγγέλλονται από τον τυφλό αοιδό, μπροστά στον ίδιο τον Οδυσσέα και στους επιφανείς Φαίακες, δύο τρωικά κατορθώματα του ήρωα (το ένα από την αρχή, το άλλο από το τέλος του πολέμου). Και τα δύο ωστόσο ορίζουν, καθένα με τον τρόπο του, το εμπόλεμο παρελθόν του Οδυσσέα, αποτελώντας αντίστιξη στη μεταπολεμική περιπέτεια του νόστου του, υποβοηθώντας, όπως είδαμε (κυρίως το δεύτερο τραγούδι του Δημοδόκου), να ανοίξει επιτέλους ο φάκελος των «Απολόγων». Σ᾽ αυτή τη διπλή σκαλωσιά πατούν και ανεβαίνουν οι «Μεγάλοι Απόλογοι».

Με το τέλος τους εξάλλου αποφασίζεται τελεσίδικα η επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη. Κλείνει δηλαδή ο κύκλος του εξωτερικού νόστου και ανοίγει ο κύκλος του εσωτερικού νόστου. Η μετακίνηση του ήρωα από τον ένα κύκλο στον άλλο πραγματοποιείται με θαλάσσιο ταξίδι, που το διεκπεραιώνει το αυτόματο καράβι των Φαιάκων, ενώ ο Οδυσσέας βυθίζεται σε αξύπνητο ύπνο, που μοιάζει με θάνατο. Στον βυθό αυτού του παρ᾽ ολίγον θανάσιμου ύπνου βουλιάζουν, για να ξεχαστούν, όλα τα προηγούμενα πάθη του ήρωα, αυτά που ιστόρησε ο ίδιος στους «Μεγάλους Απολόγους» του. Βρισκόμαστε στη μέση ακριβώς του έπους, σε βαθιά τομή, με την οποία η Οδύσσεια κόβεται στα δύο. Ο ακροατής έχει την αίσθηση πως κάτι εδώ τελείωσε και κάτι άλλο τώρα αρχίζει. Σ᾽ αυτό συντελούν και οι στίχοι ν 70-92, που λειτουργούν συγχρόνως ως επίλογος του πρώτου μέρους της Οδύσσειας (προπάντων των «Μεγάλων Απολόγων») και ως προοίμιο του δεύτερου μέρους του έπους (το οποίο εκβάλλει στη «Μνηστηροφονία»).

Από εδώ και πέρα οι «Μεγάλοι Απόλογοι» απωθούνται και λησμονούνται, καθώς στον κύκλο τώρα του εσωτερικού νόστου προγραμματίζεται, προάγεται και συντελείται το άλλο μεγάλο θέμα της Οδύσσειας, η «Μνηστηροφονία». Θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι το τέλος περίπου της εικοστής τρίτης ραψωδίας, για να ακουστεί ο απόηχος των «Απολόγων» στο παλάτι της Ιθάκης. Ο αναγνωρισμός του Οδυσσέα από την Πηνελόπη έχει συντελεστεί, οι σύζυγοι εναγκαλισμένοι ξεσπούν σε ανακουφιστικό κλάμα, κάνουν έρωτα, κι ύστερα μετακενώνουν ο ένας στον άλλο τις εμπειρίες τους από τα είκοσι χρόνια του χωρισμού τους. Στο σημείο αυτό, ευέλικτος και πονηρός ο ποιητής, αφήνει να ακουστεί (σε πλάγιο όμως λόγο και σε καταλογική μορφή) ο αντίλαλος από τους ξεχασμένους «Μεγάλους Απολόγους» σε τριάντα τέσσερις μόλις στίχους (ψ 310-343): ο Οδυσσέας ιστορεί στην Πηνελόπη με ακραία συντομία μία μετά την άλλη τις περιπέτειες του εξωτερικού του νόστου, αποσιωπώντας ωστόσο στοιχεία της παρασυζυγικής συμπεριφοράς του, που θα μπορούσαν να θίξουν τη φιλοτιμία της γυναίκας του. Και οι «Μικροί Απόλογοι», όπως και οι «Μεγάλοι», σφραγίζονται με τον ύπνο του ήρωα, αποτυπωμένο στους δύο καταληκτικούς στίχους της αφηγηματικής ενότητας (ψ 342-343):

Ήταν αυτή η τελευταία του λέξη, καθώς ύπνος γλυκύς,
λυσιμελής τον έπιασε, κι έλυσε τις φροντίδες της ψυχής του.

Το διπλό θέμα

Το αξονικό θέμα των «Μεγάλων Απολόγων» είναι ο μετέωρος, εξωτερικός νόστος του Οδυσσέα, με αφετηριακό επεισόδιο τη σύγκρουση με τους Κίκονες και τελικό σημείο την καθήλωση του ήρωα στο νησί της Καλυψώς. Ριψοκίνδυνος ασφαλώς νόστος, σημαδεμένος με παθήματα, στο όριο συχνά ζωής και θανάτου. Μετά η Σχερία αποτελεί ακίνδυνη πλέον γέφυρα ανάμεσα στον εξωτερικό και στον εσωτερικό νόστο του Οδυσσέα, πέρασμα και πόρο προς την Ιθάκη. Στο φιλόξενο εξάλλου νησί των Φαιάκων τα συντελεσμένα πια πάθη του Οδυσσέα τροφοδοτούν μια μακρά διήγηση, όπου οδυνηρά βιώματα δέκα χρόνων γίνονται τώρα αναμνηστικός λόγος, οι «Μεγάλοι Απόλογοι». Στο μεταξύ, από τη δεκάχρονή του περιπλάνηση ο Οδυσσέας βγαίνει μετά βίας σώος· φορτωμένος με άλγη και γνώση του πάνω και του κάτω κόσμου, του εγκόσμιου και του απόκοσμου τόπου, του πραγματικού και του φανταστικού τοπίου. Με δυο λόγια: ο εξωτερικός νόστος του Οδυσσέα αποβαίνει από κάθε άποψη οριακός. Έτσι εξάλλου τον προδιαγράφουν και οι πρώτοι στίχοι του προοιμίου του έπους, παραπέμποντας κατευθείαν στους «Μεγάλους Απολόγους».

Οριακός αλλά και εξαιρετικός συνάμα αποδεικνύεται ο εξωτερικός νόστος. Πρόκειται για διπλή εξαίρεση. Η μία όψη της: η επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη παρέμεινε για δέκα ολόκληρα χρόνια μετέωρη, αμφίβολη και ασυντέλεστη, ενώ όλοι οι άλλοι ήρωες του τρωικού πολέμου, που επέζησαν από την αντάρα του πολέμου και της θάλασσας, βρέθηκαν στα σπίτια τους. Γιατί ένας θεός και μια αθάνατη νύμφη στάθηκαν εμπόδιο στον δρόμο του δικού του νόστου: ο Ποσειδώνας με τον αλύγιστο θυμό του· η Καλυψώ με τον ανυποχώρητό της έρωτα. Η άλλη όψη της εξαίρεσης είναι ακόμη πιο απροσδόκητη: παρά τον αγώνα και την αγωνία του, ο Οδυσσέας δεν κατόρθωσε, σώζοντας τον εαυτό του, να σώσει και τους εταίρους του· κατορθώνοντας τον δικό του νόστο, να εξασφαλίσει και τον νόστο των συντρόφων του. Η εξαίρεση αυτή συνιστά περίπου σκάνδαλο, γιατί σε όλη τη σχετική παράδοση των Νόστων κανείς άλλος ήρωας του τρωικού πολέμου δεν επιστρέφει στην πατρίδα, έχοντας χάσει όλους τους εταίρους του - ακόμη και ο Μενέλαος κατορθώνει να φέρει τους μισούς συντρόφους του πίσω.

Μ᾽ αυτή όμως τη δεύτερη εξαίρεση διπλασιάζεται και το αξονικό θέμα των «Μεγάλων Απολόγων». Στην πραγματικότητα δηλαδή προκύπτουν δύο νόστοι: ο νόστος του Οδυσσέα και ο νόστος των εταίρων του. Θετικός ο ένας, αρνητικός ο άλλος· συντελεσμένος ο πρώτος, ασυντέλεστος ο δεύτερος. Οι δύο αυτοί αντίθετοι νόστοι αντικρίζονται συνεχώς μεταξύ τους, καθώς εξελίσσονται οι «Μεγάλοι Απόλογοι», προκαλώντας αυξανόμενη δραματική ένταση, προτού οριστικά και αμετάκλητα αποχωριστούν. Στην έξοδο πάντως των «Απολόγων» όλοι οι εταίροι του Οδυσσέα έχουν εξαφανιστεί, σώος παραμένει μόνον ο φιλέταιρος αρχηγός τους, που κινδυνεύει να θεωρηθεί άφιλος. Από την άποψη αυτή ο Οδυσσέας αποδείχνεται ο πιο μοναχικός ήρωας της μετατρωικής παράδοσης.

Στο προοίμιο του έπους ο ποιητής συγκεντρώνει και συμπυκνώνει τον αφανισμό των εταίρων σε ένα μόνο επεισόδιο των «Μεγάλων Απολόγων», και μάλιστα στον τελευταίο σταθμό τους: οι σύντροφοι του Οδυσσέα σφάζουν στη Θρινακία τα ιερά γελάδια του Ήλιου, κι αυτή η ανίερη πράξη τους (ἀτασθαλίη ονομάζεται στο πρωτότυπο) συνεπάγεται τη ματαίωση του νόστου τους και τον οριστικό τους χαμό. Στην πραγματικότητα όμως η ζωή και ο νόστος των εταίρων αφαιρούνται και αναιρούνται προοδευτικά σε τρεις κρίσιμες καμπές των «Απολόγων»: στη χώρα των Κικόνων πέφτουν νεκροί στο πεδίο της μάχης τριάντα εταίροι· στο κλειστό λιμάνι των Λαιστρυγόνων καταποντίζονται αύτανδρα όλα τα πλοία του οδυσσειακού στόλου, εκτός από εκείνο που κυβερνούσε ο ίδιος ο Οδυσσέας· στα ανοιχτά, τέλος, της Θρινακίας συντρίβεται το τελευταίο καράβι και πνίγονται στη φουρτουνιασμένη θάλασσα όλοι οι υπόλοιποι σύντροφοι. Η απώλεια στους Κίκονες στιγματίζει το πρώτο επεισόδιο των «Απολόγων», η απώλεια στους Λαιστρυγόνες το πέμπτο, η απώλεια στη Θρινακία το δέκατο.

Η κατανομή αυτή (στην αρχή, στη μέση και στο τέλος των «Απολόγων») κλιμακώνει και δραματοποιεί τον αρνητικό νόστο των εταίρων, ο οποίος στιγματίζεται ενδιαμέσως και με δύο άλλα, ανθρωποφαγικά τώρα, σήματα. Έξι εταίρους καταβροχθίζει ο Πολύφημος στο επεισόδιο της «Κυκλώπειας»· έξι συντρόφους κατασπαράσσει η Σκύλλα καθ᾽ οδόν προς τη Θρινακία. Δύο φορές εξάλλου οι εταίροι αντιστέκονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στην πρόοδο του νόστου. Στο νησί των Λωτοφάγων ενδίδουν στη ληθαργική γλύκα του λωτού και αρνούνται να συνεχίσουν τον δρόμο της επιστροφής τους στην πατρίδα - θα ασκήσει βία ο Οδυσσέας για να τους αποσπάσει. Την άλλη φορά, από φθονερή περιέργεια, ανοίγουν τον ασκό του Αιόλου, τη στιγμή ακριβώς που αχνοφαίνονται πια τα βουνά της Ιθάκης, ματαιώνοντας έτσι τον βέβαιο νόστο τους.

Με τους όρους αυτούς ο ακροατής του έπους αναρωτιέται αν η ενοχή για την απώλεια των εταίρων βαραίνει αποκλειστικά και μόνο τους ίδιους ή μήπως συμμετέχει σ᾽ αυτήν, θέλοντας και μη, και ο Οδυσσέας. Το προοίμιο φαίνεται να υπερασπίζεται την πρώτη εκδοχή. Η διήγηση όμως του ήρωα στη εξέλιξη των «Απολόγων» του μετριάζει, αν δεν αναιρεί, τη σαρωτική αυτή προκατάληψη. Έτσι, η ακούσια συνενοχή του Οδυσσέα υπονοείται δύο τουλάχιστον φορές. Κατάκοπος ο αρχηγός τους έχει βυθιστεί σε ύπνο, όταν οι εταίροι ανοίγουν τον ασκό του Αιόλου. Αλλά και στη Θρινακία, όταν οι σύντροφοι, εξουθενωμένοι από την πείνα, σφάζουν, ψήνουν και τρώνε τα ιερά βόδια του Ήλιου, ο Οδυσσέας κατά κάποιον τρόπο απέχει· έχει ανέβει στο βουνό να προσευχηθεί κι εκεί οι θεοί τον παγιδεύουν βυθίζοντάς τον πάλι σε ύπνο. Υπάρχει όμως και μία περίπτωση εκούσιας συνενοχής του ήρωα, μοιραίας μάλιστα για τον ματαιωμένο νόστο των εταίρων.

Η επιμονή του Οδυσσέα, παρά τη φρόνιμη σύσταση των συντρόφων του, να εγκαταλείψουν τη σπηλιά του Κύκλωπα, όσο εκείνος ακόμη απουσιάζει, παίρνοντας μόνο τα κρεμαστά πανέρια με τα τυριά και το τυρόγαλο, έχει αλυσιδωτές συνέπειες σε βάρος των εταίρων. Έξι από αυτούς θα γίνουν βορά του μονόφθαλμου Πολύφημου. Και το χειρότερο: όταν τυφλωμένος πια ο γιος του Ποσειδώνα καταριέται τον Οδυσσέα που τον τύφλωσε να μη φτάσει ποτέ στην Ιθάκη κι ο Ποσειδώνας συναινεί στην κατάρα, ο Δίας, μπροστά στις θυσίες του Οδυσσέα και των εταίρων, ταλαντεύεται: θα αφήσει απεριόριστη την καταστροφή, ή θα την περιορίσει μόνο στους συντρόφους και στα καράβια, αφήνοντας τον νόστο του Οδυσσέα σε εκκρεμότητα; Τελικά ο θεός φαίνεται να συγκλίνει στη δεύτερη απόφαση, προκαθορίζοντας έτσι τη θανάσιμη μοίρα των εταίρων (ι 551-555). Ωστόσο, για να ισχύσει η προαποφασισμένη αυτή επιλογή του Δία, απαιτείται και η έμπρακτη ενοχή των συντρόφων, η ανίερη προσβολή του Ήλιου, με τη σφαγή των ιερών του βοδιών.

Μιλήσαμε για αυξανόμενη και προοδευτική ένταση ανάμεσα στον θετικό νόστο του Οδυσσέα και στον αρνητικό νόστο των εταίρων. Η ένταση αυτή αφηγηματικά οξύνεται, καθώς και οι δύο συμπλεκόμενοι νόστοι, παρότι προκαθορισμένοι, παραμένουν μέχρι τέλους των «Απολόγων» αμφίβολοι και κατά κάποιον τρόπο αλληλέγγυοι. Μόλις στο τέλος της δωδέκατης ραψωδίας ξεχωρίζουν, αλλά και πάλι, μεταφορικά και κυριολεκτικά, αντικατοπτρίζονται ο ένας στον άλλο: οι σύντροφοι καταποντίζονται στην τρικυμισμένη θάλασσα σαν τις κουρούνες, και χάνονται· ο Οδυσσέας κρεμιέται σε μια αγριοσυκιά σαν νυχτερίδα, ώσπου η Χάρυβδη να ξεράσει τα συντρίμμια από το τσακισμένο καράβι, και τότε μόνο, πηδώντας στο αβυσσαλέο κενό, καβαλικεύει ένα μαδέρι και κάνοντας κουπιά τα χέρια του παλεύει, μέρες εννιά, με το κύμα, ωσότου τη δέκατη πια μέρα αράζει στο απόκοσμο νησί της Καλυψώς. Σώζεται επομένως κι αυτός την τελευταία στιγμή και μετά βίας. Για κάμποσα εξάλλου χρόνια, οκτώ και κάτι, ο νόστος του θα παραμείνει ανέφικτος και κομποδεμένος. Θα χρειαστούν η διαμαρτυρία της Αθηνάς, η απόφαση του Δία και η αποστολή του Ερμή, για να λυθεί επιτέλους ο κόμπος, και πάλι όχι ομαλά και τελεσίδικα.

Η σύνταξη

Οι «Μεγάλοι Απόλογοι» χρωστούν τον δίκαιο έπαινο που τους αποδίδει ο Αλκίνοος στο διάλειμμα της «Μεγάλης Νέκυιας» (λ 363-369) σε δύο αρετές, οι οποίες συστήνουν κυρίως την αφηγηματική τους σύνταξη. Ο φιλόξενος και φιλόμουσος βασιλιάς των Φαιάκων υπογραμμίζει πρώτα την αξιοθαύμαστη μορφή των λόγων (μορφή ἐπέων, λέει το πρωτότυπο κείμενο) και μετά το ξάστερο μυαλό του αφηγητή, που δεν θολώνει το νόημα και τη ροή της διήγησής του (φρένες ἐσθλαί, λέει το πρωτότυπο κείμενο). Ανάλογες εξάλλου αρετές αναγνωρίζει και ο Οδυσσέας στον Δημόδοκο (θ 487-498), παρακινώντας τον να επιδείξει την τέχνη του με ένα ακόμη τραγούδι, ιστορώντας τον διάσημο δόλο του δουρείου ίππου κατὰ κόσμον και κατὰ μοῖραν (ώστε το σύνολο να ακολουθεί την πρέπουσα τάξη, τα μέρη να βρίσκουν τη σωστή τους σειρά). Από τους δύο αυτούς επαίνους συμπεραίνουμε ότι μια καλή διήγηση κρίνεται όχι μόνον από τη θέση και το θέμα της αλλά προπάντων από τον τρόπο της. Στην περίπτωσή μας τρόπος και σύνταξη συμπίπτουν. Για να εκτιμηθεί ωστόσο κόσμια και σωστά η σύνταξη των «Μεγάλων Απολόγων», πρέπει να συγκριθεί με τη θέση και με το θέμα που την υποστηρίζουν.

Η θέση (το πού και το πότε) των «Μεγάλων Απολόγων» στη Σχερία δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Γιατί, στον βαθμό που η μακρά αυτή διήγηση αντιστοιχεί σε συγγενικές διηγήσεις ξενιτεμένων, οι οποίοι (επιστρέφοντας αργά και απροσδόκητα, αγνώριστοι συνήθως, στον τόπο τους) διηγούνται στους δικούς τους τις περιπέτειες που έζησαν και τους κινδύνους που ξεπέρασαν, φαίνεται να ανατρέπει τυπικούς κανόνες: χρόνου, τόπου, ακροατηρίου. Πράγματι οι «Μεγάλοι Απόλογοι» του Οδυσσέα και της Οδύσσειας ελέγχονται από τυπική άποψη αντικανονικοί: εκφέρονται προτού επιστρέψει ο ήρωας στην Ιθάκη (σε ενδιάμεσο επομένως χρόνο)· εντοπίζονται σε ξένο (φιλόξενο βέβαια) τόπο· απευθύνονται σε ξένο (πρόθυμο ασφαλώς) ακροατήριο. Αυτή ωστόσο η αντικανονική τοποθέτηση των «Μεγάλων Απολόγων» σε «λάθος» χρόνο, «λάθος» τόπο και «λάθος» ακροατήριο αποτελεί σήμα της πρωτότυπης σύνταξής τους και μαρτυρεί τη συνθετική ιδιοφυΐα του ποιητή της Οδύσσειας. Για τον απλό λόγο ότι μέσα στο αποφασισμένο γενικό σχέδιο του έπους η ανατρεπτική θέση των «Μεγάλων Απολόγων» κρίνεται υποχρεωτική· οποιαδήποτε μετακίνησή τους θα κατέστρεφε την αφηγηματική οικονομία της Οδύσσειας.

Τυπικά ο απολογισμός της ξενιτιάς τοποθετείται στο τέρμα μιας περιπετειώδους διήγησης, επικυρώνοντας την επιστροφή του ξενιτεμένου, τον αναγνωρισμό του από την πιστή σύζυγο, την εγκατάστασή του στο συζυγικό σπίτι και στη συζυγική κλίνη. Ο απόλογος προσφέρεται τότε από τον άντρα στη γυναίκα του ως αναπλήρωση της μακρόχρονης απουσίας του και καταλήγει σε αμοιβαίο ύπνο, με τον οποίο κλείνει ήρεμα η αυλαία της διήγησης. Όλες αυτές οι συνθήκες ισχύουν, όπως είδαμε, στους ολιγόστιχους «Μικρούς Απολόγους» της Οδύσσειας, που τοποθετούνται στο τέλος περίπου της εικοστής τρίτης ραψωδίας. Δεν ισχύουν όμως καθόλου για τους «Μεγάλους Απολόγους». Γιατί;

Είδαμε ότι ο νόστος του Οδυσσέα μοιράζεται και μοιράζει το έπος στα δύο: δώδεκα ραψωδίες αναφέρονται (έμμεσα στην αρχή και άμεσα μετά) στον εξωτερικό και άλλες δώδεκα στον εσωτερικό νόστο του ήρωα. Ριψοκίνδυνος και επικίνδυνος δεν είναι μόνον ο εξωτερικός αλλά και ο εσωτερικός νόστος του Οδυσσέα, ο οποίος μάλιστα εξελίσσεται με τη "Μνηστηροφονία" σε φονικό νόστο, που πραγματοποιείται μέσα στο βασιλικό παλάτι της Ιθάκης. Τούτο σημαίνει ότι το δεύτερο μέρος του έπους είχε προοριστεί από τον ποιητή για το ταραχώδες θέμα της «Μνηστηροφονίας», το οποίο δεν άφηνε πρόσφορο χώρο και ήρεμο χρόνο, για να αναπτυχθεί η μακρά διήγηση των «Μεγάλων Απολόγων». Με άλλα λόγια: η «Μνηστηροφονία», καλύπτοντας το δεύτερο μέρος της Οδύσσειας, έσπρωξε τους «Μεγάλους Απολόγους» στο πρώτο μέρος της, το οποίο αποδείχτηκε όχι απλώς κατάλληλο αλλά ιδανικό.

Καταρχήν, ευνοεί εδώ ο χώρος με τις συνθήκες του. Το νησί της Σχερίας, το βασιλικό παλάτι, το βασιλικό ζεύγος, η ωραία και θαρραλέα κόρη, οι ίδιοι οι Φαίακες συστήνουν, με τον ειρηνικό και φιλόξενο πολιτισμό τους, μια πρώτης τάξεως υποδοχή τόσο για τον αφηγητή Οδυσσέα όσο και για τη διεξοδική του διήγηση. Ευνοϊκός όμως αποδείχνεται και ο χρόνος των «Μεγάλων Απολόγων»: ως εγκιβωτισμένο παρελθόν τέμνει το ποιητικό παρόν του έπους στην κρισιμότερη καμπή του. Ο Οδυσσέας μόλις έχει σωθεί από το τελευταίο συντριπτικό του ναυάγιο· εξουθενωμένος και εξαγριωμένος από την πάλη του με την τρικυμισμένη θάλασσα, αντικρίζει στην παραποτάμια όχθη της Σχερίας τη Ναυσικά, η οποία, λούζοντας και ντύνοντας το γυμνό του σώμα, τον εξανθρωπίζει πάλι και πρόθυμα τον οδηγεί στο βασιλικό παλάτι. Όπου, αδιάγνωστος ακόμη, φιλοξενείται γενναιόδωρα από την Αρήτη, τον Αλκίνοο και τους επιφανείς Φαίακες, εξασφαλίζοντας αμέσως την υπόσχεση του νόστου του. Και όταν μετά πιέζεται από τον βασιλιά να δηλώσει την ταυτότητά του, αναλαμβάνει να διηγηθεί τα πάθη του νόστου του όχι μόνο για να τον γνωρίσουν οι άλλοι (ανάμεσά τους και ο ακροατής του έπους), αλλά και για να αναγνωρίσει ο ίδιος τον ρημαγμένο εαυτό του. Από την άποψη αυτή οι «Μεγάλοι Απόλογοι» προσφέρουν γνώση αλλά ομολογούν και αυτογνωσία. Παρελθόν και παρόν του ήρωα ξαναβρίσκουν τώρα τη συνοχή τους, για να αντιμετωπίσουν το προβληματικό μέλλον.

Συμπέρασμα: η πρωτοτυπία των οδυσσειακών «Απολόγων» δεν βρίσκεται, όπως συχνά λέγεται, στον αναδρομικό εγκιβωτισμό τους μέσα στο ποιητικό παρόν του έπους, καθιερώνοντας για πρώτη, υποτίθεται, φορά την τεχνική του φλας μπακ. Αλλά στην «αντικανονική» μετάθεσή τους σε ενδιάμεσο χώρο και χρόνο, μεταξύ του εξωτερικού και του εσωτερικού νόστου, επέχοντας θέση γέφυρας, ώστε να περάσουμε από το πρώτο στο δεύτερο μέρος της Οδύσσειας ενήμεροι για το ποιος είναι, τι έπαθε και τι κατόρθωσε ο Οδυσσέας, προτού πατήσει το πόδι του στην Ιθάκη, όπου τον περιμένει η δοκιμασία της μνηστηροφονίας.

Πρωτότυπο όμως δεν είναι μήτε και το περιεχόμενο των «Μεγάλων Απολόγων». Η ομηρική έρευνα έχει αποδείξει ότι τουλάχιστον ορισμένα τερατικά επεισόδια (τους μονόφθαλμους Κύκλωπες, τους γιγάντιους Λαιστρυγόνες, τις Σειρήνες, τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη) ο ποιητής τα δανείστηκε από ένα αρχαιότερο έπος, γνωστό ως Αργοναυτικά, και μετασχηματισμένα τα ενσωμάτωσε στο δικό του έπος. Την οφειλή του εξάλλου αυτή, έμμεσα έστω, την ομολογεί ο ποιητής της Οδύσσειας, μνημονεύοντας στη δωδέκατη ραψωδία τη διάσημη Αργώ, που τη χαρακτηρίζει μάλιστα πασιμέλουσα: όλοι την ξέρουν και την τραγουδούν (μ 70). Τούτο σημαίνει ότι η θεματική πρωτοτυπία των «Μεγάλων Απολόγων» αναγνωρίζεται περισσότερο από τον τρόπο της διάταξης και της σύνταξης των διαδοχικών επεισοδίων τους.

Τρεις συν μία (ι-μ) είναι οι ραψωδίες που αφιερώνονται στους «Μεγάλους Απολόγους». Εννέα συν ένα βγαίνουν μετρημένα τα διαδοχικά τους επεισόδια. Τούτο σημαίνει ότι στην κάθε ραψωδία αναλογούν τρία επεισόδια, με την εξαίρεση της ενδέκατης ραψωδίας, που την καταλαμβάνει εξ ολοκλήρου το επεισόδιο της «Μεγάλης Νέκυιας» (νέκυς θα πει «νεκρός», και νέκυια είναι ο λόγος για τις σκιές του κάτω κόσμου). Τριαδική επομένως είναι η αρχή που καθορίζει τη σύνταξη των επεισοδίων στις ραψωδίες ι, κ, μ. Συγκεκριμένα: στην ένατη ραψωδία (στην πρώτη των «Απολόγων») συντάσσονται τα επεισόδια των Κικόνων, των Λωτοφάγων και των Κυκλώπων· στη δέκατη τα επεισόδια του Αιόλου, των Λαιστρυγόνων και της Κίρκης· στη δωδέκατη τα επεισόδια των Σειρήνων, της Σκύλλας-Χάρυβδης και της Θρινακίας. Πρόκειται επομένως για αποφασισμένη συμμετρική αρχή, η οποία αναλογεί στη γεωμετρική τέχνη της ίδιας εποχής, ιδιαίτερα στη συμμετρική διακόσμηση επιτάφιων αγγείων.

Η τριαδική όμως συμμετρία διαπιστώνεται και στην έκταση των τριών επεισοδίων που φιλοξενούν οι ραψωδίες ι, κ και μ. Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις προτάσσονται δύο συνοπτικά επεισόδια και ακολουθεί κάθε φορά, διεξοδικά αναπτυγμένο, το τρίτο. Έτσι στη ραψωδία ι συνοπτική είναι η αφήγηση των επεισοδίων με τους Κίκονες και τους Λωτοφάγους, ενώ αναπτύσσεται σε μεγάλη έκταση το επεισόδιο της «Κυκλώπειας». Ο κανόνας αυτός τηρείται και στις ραψωδίες κ και μ: δύο συνοπτικά επεισόδια (τον Αίολο και τους Λαιστρυγόνες, τις Σειρήνες και τη Σκύλλα-Χάρυβδη αντίστοιχα) τα παρακολουθεί ένα τρίτο διεκταμένο (η Κίρκη στη ραψωδία κ, η Θρινακία στη ραψωδία μ). Τελικά το διπλό αυτό τριαδικό σχήμα, λειτουργώντας σταυρωτά (οριζόντια δηλαδή και κάθετα) εξασφαλίζει στέρεη άρθρωση στα μέρη και στα μέλη των «Μεγάλων Απολόγων». Ας πούμε πως μοιάζει με κλαδωτή σιδεριά, πάνω στην οποία πλέκονται και συγχρόνως ξεχωρίζουν τα εννέα επεισόδια των τριών ραψωδιών.

Το συμμετρικό πάντως αυτό σταυρόλεξο διαθέτει και διαχωριστικές τομές, με τις οποίες αποφεύγεται η ισομετρική μονοτονία. Τομή, λόγου χάριν, αναγνωρίζεται αμέσως μετά το επεισόδιο των Κικόνων: η θυελλώδης τρικυμία του Δία παρασύρει τον στόλο του Οδυσσέα, ο οποίος, παρακάμπτοντας το ακρωτήρι του Μαλέα και τα Κύθηρα, εγκαταλείπει τώρα τον πραγματικό γεωγραφικό χώρο, για να εισβάλει στο εξωτικό, φανταστικό και τερατικό τοπίο, με πρώτο σταθμό τη χώρα των Λωτοφάγων. Δεύτερη τομή εντοπίζεται μεταξύ ένατης και δέκατης ραψωδίας: μετά την επιθετική έπαρση του Οδυσσέα στο επεισόδιο της «Κυκλώπειας» (που κοστίζει τον φριχτό σπαραγμό έξι συντρόφων από τον Πολύφημο) η συμπεριφορά του ήρωα μετατρέπεται σε αμυντική· δεν προκαλεί πια τον κίνδυνο, αλλά προσπαθεί να τον διαχειριστεί με τέτοιον τρόπο, ώστε οι απώλειες να περιοριστούν στο ελάχιστο. Μια τρίτη, τέλος, τομή, σημαντικότερη για τη σύνταξη των «Μεγάλων Απολόγων», πέφτει στο κλειστό λιμάνι των Λαιστρυγόνων, όπου καταποντίζονται αύτανδρα όλα τα πλοία του οδυσσειακού στόλου, εκτός από ένα, που το κυβερνά ο ίδιος ο Οδυσσέας. Αυτό το έσχατο πλοίο θα συντριβεί στα ανοιχτά της Θρινακίας από τη διόσταλτη καταιγίδα στο τέλος των «Απολόγων», αφανίζοντας και όλους τους επιζήσαντες εταίρους - παρ᾽ ολίγον και τον ίδιο τον Οδυσσέα.

Εναλλακτική όμως ποικιλία διαπιστώνεται και στη διαδοχή των επεισοδίων που συνθέτουν τους «Μεγάλους Απολόγους», αν κριθούν με μέτρο τον αρνητικό ή τον μεικτό ρόλο που παίζουν ως προς την πρόοδο του εξωτερικού νόστου του ήρωα. Υπάρχουν επεισόδια με σαφώς ανάγωγο χαρακτήρα, που εμποδίζουν δηλαδή (λιγότερο ή περισσότερο, προσωρινά ή οριστικά) τον νόστο του Οδυσσέα και των εταίρων του. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν: οι Λωτοφάγοι, ο Κύκλωπας, οι Λαιστρυγόνες, το ζεύγος Σκύλλα-Χάρυβδη, ασφαλώς η Θρινακία. Μεγαλύτερο ωστόσο και ερεθιστικότερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα μεικτά επεισόδια: εκείνα δηλαδή που μεταλλάσσονται στην εξέλιξή τους και ή γίνονται από θετικά αρνητικά ή αντίστροφα από αρνητικά θετικά. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει το μεταβατικό επεισόδιο του Αιόλου· στη δεύτερη το οριακό επεισόδιο της Κίρκης, το οποίο εκβάλλει στη «Μεγάλη Νέκυια». Έτσι φτάνουμε στο πιο ατίθασο από συμμετρική άποψη επεισόδιο, που με την ανταρσία του αυτή φαίνεται να διεκδικεί ένα είδος γενικότερης αυτονομίας.

Η απειθαρχία της «Μεγάλης Νέκυιας» στον τριαδικό κανόνα των «Μεγάλων Απολόγων» ελέγχεται εύκολα. Καθώς παρεμβάλλεται ανάμεσα στην ενδέκατη και στη δωδέκατη ραψωδία, επιβαρύνει τη ραψωδική τριάδα (ι, κ, μ) με μια εμβόλιμη ραψωδία, επαυξάνοντας τον αριθμό τρία σε τέσσερα. Εξάλλου, η τριαδική απειθαρχία της «Μεγάλης Νέκυιας» διπλασιάζεται, γιατί εδώ κατ᾽ εξαίρεση ένα μόνο επεισόδιο πιάνει μια ολόκληρη ραψωδία, ενώ οι άλλες τρεις ραψωδίες των «Απολόγων» φιλοξενούν από τρία επεισόδια η καθεμιά. Παρά ταύτα, η «Μεγάλη Νέκυια» ισορροπεί την εξωτερική της ασυμμετρία με μια δική της, εσωτερική τώρα, συμμετρία, η οποία σέβεται και τον τριαδικό κανόνα.

Καταρχήν, μοιράζεται σε τρία κεφάλαια: πρόλογο, κορμό και επίλογο. Ο πρόλογος ιστορεί το θαλάσσιο ταξίδι του Οδυσσέα προς τη χώρα των Κιμμερίων και την κάθοδό του στον Άδη. Ο κορμός αφιερώνεται στις εντεταλμένες από την Κίρκη θυσίες και στις συνομιλίες του ήρωα με τις σκιές του κάτω κόσμου. Τέλος, ο επίλογος, απότομος και σύντομος, ανεβάζει τον Οδυσσέα στον πάνω κόσμο, συνοψίζοντας το ταξίδι της επιστροφής του προς το νησί της Κίρκης με το επόμενο μαγευτικό δίστιχο (λ 639-640):

Έτσι ομαλά ταξίδευαν του Ωκεανού οι ροές το πλοίο,
πρώτα με τα κουπιά, ύστερα μόνο με το πρίμο αγέρι.


Ο τριαδικός εξάλλου κανόνας συντηρείται και στον διμερή κορμό της «Μεγάλης Νέκυιας». Στα δύο μέρη του συντάσσονται ανά τρεις οι συνομιλίες του Οδυσσέα με τις σκιές των νεκρών: στο πρώτο μέρος εξελίσσονται οι διάλογοι με τον Ελπήνορα, τον Τειρεσία και την Αντίκλεια· στο δεύτερο με τον Αγαμέμνονα, τον Αχιλλέα και τον Αίαντα. Στο πρώτο μέρος οι συνομιλίες αφορούν αμεσότερα τον Οδυσσέα: την ταφή ενός άταφου εταίρου, την τελική έκβαση του ασυντέλεστου ακόμη νόστου, τον σπαραγμό του ήρωα μπροστά στην άπιαστη σκιά της πεθαμένης μάνας του. Στο δεύτερο μέρος ο κύκλος ανοίγει σε τρεις διάσημους εταίρους του τρωικού πολέμου. Ο δραματικός τόνος παραλλάσσει από το ένα μέρος στο άλλο, αλλά και στο εσωτερικό κάθε μέρους, καθώς διαδέχεται η μία σκιά την άλλη. Στο πρώτο μέρος εξέχει ο συνταρακτικός διάλογος μάνας και γιου. Στο δεύτερο καθηλώνει τον ακροατή η μελαγχολική ομολογία του Αχιλλέα για την άδοξη ζωή και τον ένδοξο θάνατο: θα προτιμούσε, λέει, ζωντανός να ξενοδουλεύει πάνω στη γη, παρά να είναι βασιλιάς στον κάτω κόσμο. Ακολουθεί η περήφανη, ανυποχώρητη σιωπή του Αίαντα, ο οποίος αρνείται να ανταποκριθεί στον λόγο του Οδυσσέα, γιατί τον θεωρεί υπεύθυνο της μανίας και της αυτοκτονίας του.

Απείθαρχη και συνάμα πειθαρχική η «Μεγάλη Νέκυια» στον τριαδικό κανόνα των «Μεγάλων Απολόγων», υπερασπίζεται τον εξαιρετικό της ρόλο, προχωρώντας σε μεγαλύτερο βάθος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποκαλύπτει τον βυθό της Οδύσσειας, κάτω από την τρικυμισμένη επιφάνειά της, όπου σμίγουν τα δύο γονιμότερα σπέρματα του έπους: ο νόστος και ο θάνατος. Το γεγονός ότι ο Οδυσσέας οφείλει να κατέβει στον Άδη, για να μάθει από τη σκιά του μάντη Τειρεσία (του μόνου εχέφρονα νεκρού στον κάτω κόσμο) την εξέλιξη και την έκβαση του νόστου του (αλλά και το οριστικό τέλος της ζωής του), δείχνει ότι νόστος και θάνατος επικοινωνούν εδώ μεταξύ τους· ότι στην παραδειγματική αυτή περίπτωση ο θάνατος γίνεται αγωγός του νόστου· ότι ο νόστος οφείλει να περάσει μέσα από τον αγωγό του θανάτου για να συντελεστεί· ότι ο νόστος αποτελεί αποδοχή και συνάμα υπέρβαση του θανάτου.

Υπάρχει στην πέμπτη ραψωδία μια παρομοίωση που εικονογραφεί αποκαλυπτικά αυτό τον συνειρμό θανάτου και νόστου: ο Οδυσσέας, συντριμμένος από τον Ποσειδώνα ναυαγός μεταξύ Ωγυγίας και Σχερίας, στο όριο θανάσιμης εξάντλησης, ανυψωμένος στην κορυφή ενός κύματος, βλέπει επιτέλους αντίκρυ του στεριά, και ξαφνικά τον συνεπαίρνει αναστάσιμη αγαλλίαση (ε 388-398):

Κι ωστόσο δυο μερόνυχτα, δοσμένος στο μεγάλο κύμα,
είδε πολλές φορές τον χάρο με τα μάτια του.
Μόνο την τρίτη μέρα, σαν την ξημέρωσε η Αυγή
με τους ωραίους πλοκάμους, έπεσε ο άνεμος,
γαλήνεψε, κι έγινε νηνεμία.
Και ξαφνικά βλέπει στο πλάι του στεριά· όπως τον σήκωσε
ψηλά ένα μεγάλο κύμα, την είδε μπρος του με το κοφτερό του μάτι.
Πόση αγαλλίαση νιώθουν παιδιά που αναστήθηκε ο πατέρας τους -
τον είχε βρει και τον κρατούσε στο κρεβάτι
βαριά αρρώστια που τον παίδεψε πολύ· μέρα τη μέρα έλιωνε,
καθώς ο δαίμονας τον χτύπησε ο φριχτός· και τώρα
που οι θεοί τού λύνουν τα δεσμά της συμφοράς του,
αγάλλεται· τόση αγαλλίαση φέρνει στον Οδυσσέα η θέα
της στεριάς της δασωμένης.


Ανάλογο συνειρμό νόστου και θανάτου υπονοούν και τα ετυμολογικά λεξικά. Όπου το ουσιαστικό νόστος και το ρήμα νοστέω σημασιολογούνται ως δείκτες απροσδόκητης σωτηρίας κάποιου μετά από θανάσιμη αρρώστια.

Το ζεύγος ωστόσο νόστου-θανάτου εμφανίζεται και στην κρίσιμη εκείνη ακμή του έπους, όταν ο Οδυσσέας μεταφέρεται ενύπνιος, με το αυτόματο καράβι των Φαιάκων, στην Ιθάκη, εξαντλώντας τον εξωτερικό του νόστο και εγκαινιάζοντας τώρα τον εσωτερικό του νόστο. Πρόκειται για τους στίχους 70-92 της δέκατης τρίτης ραψωδίας, ως τελευταίο σταθμό των «Μεγάλων Απολόγων». Σ᾽ αυτό λοιπόν το πλαίσιο ο βαθύς ύπνος που έχει απορροφήσει τον Οδυσσέα, σε όλη τη διάρκεια της θαλασσινής επιστροφής του προς την πατρίδα, χαρακτηρίζεται με τρία, φαινομενικώς αντιφατικά μεταξύ τους, κατηγορούμενα. Ονομάζεται: νήδυμος, νήγρετος και θανάτῳ ἄγχιστα ἐοικώς. Που πάει να πει: ύπνος γλυκύς, αξύπνητος, με θάνατο απαράλλακτος. Εδώ λοιπόν νόστος και θάνατος προς στιγμή εξισώνονται, και το ίσον της παράξενης αυτής εξίσωσης το καταλαμβάνει ο ύπνος.

Με άλλα λόγια, ο ύπνος γίνεται αρμός μεταξύ νόστου και θανάτου, σχηματίζοντας τώρα το ανθρωπολογικό και ανθρωπογνωστικό τρίπτυχο: «νόστος-ύπνος-θάνατος». Υπενθυμίζεται ότι στον Ησίοδο Ύπνος και Θάνατος θεωρούνται αδέλφια. Ως αδελφοί εξάλλου στην Ιλιάδα επιφορτίζονται από τον Δία να μεταφέρουν στην πατρική Λυκία το νεκρό σώμα του γιου του Σαρπηδόνα, εκτελώντας την αποστολή ενός νεκρώσιμου νόστου (Π 676-683). Ο νόστος βέβαια του Οδυσσέα δεν είναι νεκρώσιμος, όπως του Σαρπηδόνα και του Έκτορα στην Ιλιάδα. Η «Μεγάλη Νέκυια» της Οδύσσειας ωστόσο δείχνει ότι κάθε ασυντέλεστος νόστος ακουμπά στο όριο του θανάτου. Πως πρέπει να περάσει από το σύνορο αυτό, για να συντελεστεί, ώστε έτσι να γυρίσει σε προσωρινή ανάσταση. Γιατί, τον τελευταίο λόγο, έτσι κι αλλιώς, τον έχει ο θάνατος. Καλόδεκτος, όταν έρχεται στην ώρα του, καταπώς λέει ο Τειρεσίας στον Οδυσσέα, προλέγοντας τα τέλη της ζωής του (λ 134-137):

Ο θάνατός σου λέω θα σε βρει απόμακρα απ᾽ τη θάλασσα,
ήσυχος και γλυκός, τέτοιος θα ᾽ρθει για να σε σβήσει
σε βαθιά, μεστά γεράματα· και γύρω σου λαοί,
όλοι θα ζουν ευτυχισμένοι. Αυτός ο λόγος μου,
αλάνθαστος κι αληθινός.

Ευγνωμοσύνη κι ευτυχία

562627_531389363571509_148674039_n«Υπάρχουν μόνο δύο τρόποι για να ζήσεις τη ζωή σου: Ο ένας είναι πιστεύοντας ότι τίποτα δεν είναι θαύμα κι ο άλλος πιστεύοντας ότι τα πάντα είναι ένα θαύμα.»
Albert Einstein

Πόσο συχνά λες ευχαριστώ; Τις περισσότερες φορές μας είναι πιο εύκολο να παραπονεθούμε για  όλα αυτά τα οποία δε μας αρέσουν, μας ενοχλούν, μας ταλαιπωρούν. Καμμιά φορά παρεξηγούμε τι σημαίνει ευγνωμοσύνη και νομίζουμε ότι εμφανίζεται μόνο όταν κάποιος κάνει κάτι πραγματικά μεγάλο για εμάς. Όμως, η ευγνωμοσύνη είναι μια εμπειρία που μπορούμε να νιώσουμε σε κάθε μικρή γωνιά της καθημερινότητας μας για πράγματα απλά. Ευγνωμοσύνη σημαίνει να αισθάνεσαι μέσα σου ένα ευχαριστώ, το να παρατηρείς και ν’αναγνωρίζεις τις απλές απολαύσεις, κι ότι σου δίνεται. Η  ευγνωμοσύνη, όταν βιώνεται με γνησιότητα, είναι ένα συναίσθημα που μπορεί να προσφέρει γαλήνη, χαρά και βαθύ συναίσθημα εκπλήρωσης στον άνθρωπο που τη βιώνει.
     
Η μελέτη της ευγνωμοσύνης στην ψυχολογία άρχισε μόνο τη δεκαετία του 2000, διότι μέχρι τότε η ψυχολογία ήταν παραδοσιακά επικεντρωμένη στο να καταλάβει τα δυσάρεστα παρά τα ευχάριστα συναισθήματα, την ψυχοπαθολογία παρά την έμφυτη δυνατότητα του ανθρώπου για ευτυχία. Πλέον, πληθώρα ερευνών έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι που είναι ευγνώμονες βιώνουν υψηλότερα επίπεδα ψυχικής ευεξίας είναι πιο ευτυχισμένοι , λιγότερο στρεσαρισμένοι, έχουν  μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση και καλύτερες σχέσεις. Η  ευγνωμοσύνη μας προετοιμάζει να αντιμετωπίσουμε τις αντιξοότητες της ζωής, να δώσουμε διαφορετική ερμηνεία στις εμπειρίες μας, να μάθουμε και να γίνουμε καλύτεροι μέσα από αυτές. Επιπλέον, οι άνθρωποι που νιώθουν ευγνωμοσύνη, δεν υιοθετούν αρνητικές στρατηγικές αντιμετώπισης προβλημάτων (π.χ  αλκοόλ) , δεν αποφεύγουν ν’αντιμετωπίσουν τα προβλήματα, δεν αρνούνται ότι υπάρχει πρόβλημα και δεν κατηγορούν τους εαυτούς τους.

Φαίνεται εν ολίγοις, ότι η ευγνωμοσύνη πάιζει σημαντικό ρόλο στην ψυχική ευημερία του ανθρώπου και στο πόσο ευτυχισμένος αισθάνεται.  Τα καλά νέα είναι πως η ευγνωμοσύνη είναι συναίσθημα που καλλιεργείται. Εάν θέλεις να δοκιμάσεις να φέρεις περισσότερη ευγνωμοσύνη στη ζωή σου:
1) Άρχισε απλά, το πρωί, καθώς πίνεις τον καφέ σου. Σκέψου τα πράγματα για τα οποία είσαι ευγνώμων. Εάν δε σου έρχεται κάτι , άρχισε με το να νιώθεις ευγνωμοσύνη για τη ζεστασιά της κούπας του καφέ που κρατάς, το άρωμα του καφέ, την πρώτη γουλιά του καφέ, την αρχή μιας νέας μέρας γεμάτης δυνατότητες, την ησυχία πριν αρχίσει η μέρα.
2) Κράτησε ένα ημερολόγιο ευγνωμοσύνης. Το πρωί αφού ξυπνήσεις ή το βράδυ πριν κοιμηθείς, γράψε από τρία ως δέκα πράγματα για τα οποία είσαι ευγνώμων στη μέρα που έρχεται ή για τη μέρα η οποία τέλειωσε. Σκέψου τις λεπτομέρειες που χαρακτηρίζουν το κάθε πράγμα για το οποίο γράφεις. Σκέψου πως θα ήταν η ζωή σου χωρίς αυτό. Τέλος, επικεντρώσου στους ανθρώπους στους οποίους είσαι ευγνώμων. Η ευγνωμοσύνη απορρέει πιο δυνατή όταν σκεφτόμαστε ανθρώπους σε σχέση με πράγματα.
3) Τα πράγματα δε θα είναι πάντα όπως τα θές. Όμως η ευγνωμοσύνη δεν μπορεί να φυλάσσεται μόνο για τις στιγμές δίχως δυσκολίες. Όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, χρησιμοποίησε τη δύναμη της ευγνωμοσύνης για να απελευθερώσεις τα αρνητικά σου συναισθήματα. Αναλογίσου: Τι μπορώ να μάθω από αυτό που συμβαίνει; Πώς μπορώ να ωφεληθώ από αυτό; Υπάρχει κάτι στην κατάσταση για το οποίο μπορώ να νιώσω ευγνώμων;
4) Γράψε ένα γράμμα ευγνωμοσύνης σε κάποιον ο οποίος έχει ασκήσει θετική επιρροή στη ζωή σου και τον οποίο δεν έχεις ευχαριστήσει όπως θα ήθελες. Θα μπορούσε να είναι ένας δάσκαλος από το παρελθόν, ένας φίλος, ο παππούς ή γιαγιά σου ή οποιοσδήποτε άλλος. Προσπάθησε ν’αναφέρεις συγκεκριμένα γεγονότα και λόγους για τους οποίους νιώθεις αυτή την ευγνωμοσύνη.
5) Κάνε έναν περίπατο ευγνωμοσύνης. Περπατώντας, παρατήρησε πόσα θετικά πράγματα μπορείς να βρείς: τον γαλανό ουρανό, τα αρώματα των λουλουδιών, τη μυρωδιά του ψωμιού από το φούρνο, τη ζεστασιά του ήλιου…

«Περπάτα σαν να φιλάς τη Γη με τα πόδια σου.”

Η δική Σου Βούληση

Εκεί που νομίζεις πως θα κάνεις κάτι που σχεδίασες, βρίσκεται να κάνεις κάτι άλλο που φαίνεται να ήρθε από το πουθενά. Και είναι ακριβώς αυτό που πρέπει να κάνεις.
Γιατί πάλι δικό σου είναι, αλλά δεν ήρθε από το νου σου...αυτό το γραμμικό, υπολογιστικό κομμάτι που ονομάζεις "εαυτό σου".

Αλήθεια, πόσο ευέλικτοι είμαστε; Πόσο πρόθυμοι να παρατηρούμε τη ζωή, να ρέουμε μαζί της αντί κόντρα σε αυτήν; Οι ερωτήσεις μου είναι ρητορικές...τις απαντάει ο καθένας μας με ειλικρίνεια, μόνο στον Εαυτό του!

Πολύ λίγα από αυτά που σχεδιάζεις θα γίνονται έτσι όπως τα σκέφτηκες. Και έτσι πρέπει να γίνει... Πρέπει να συνεχίσεις ν' απογοητεύεσαι, να πέφτεις και να σηκώνεσαι, να πονάς και να παραιτείσαι, μετά να ξανασηκώνεσαι, μέχρι να κουραστείς να κάνεις τους ίδιους κύκλους, ξανά και ξανά, χωρίς τίποτα ουσιαστικό ν' αλλάζει.

Για όσο χρειαστεί...για όσο επιλέξεις, για όσο θέλεις να σπαταλάς την ενέργειά σου σε πύργους που χτίζεις στην άμμο, ελπίζοντας πως δεν θα τους παρασύρει η θάλασσα που αναπόφευκτα θα έρθει με ορμή στην ακτή...εκεί που παίζεις, ονειρεύεσαι και πλανάσαι.

Όταν αρχίσεις όμως να αντιλαμβάνεσαι τη θεϊκή τάξη πίσω από το χάος που δημιούργησες εν αγνοία σου, όταν αρχίσεις να αντιλαμβάνεσαι την απόλυτη συγχρονικότητα που διέπει τη φαινομενική "τύχη", "μοίρα" και ό,τι άλλο η εκπαίδευσή σου σε έχει μάθει, τότε δεν υπάρχει πια περίπτωση να επιστρέψεις.

Συμφωνώ πως χρειάζεται τεράστια δύναμη, ακλόνητη θέληση, απίστευτη πειθαρχία για να το κάνεις...αν ήταν απλό, σίγουρα δεν θα χρειαζόταν να σου το λέω, να σου το υπενθυμίζω.

Δεν είναι κάτι που θα συναντήσεις στους κόσμους που κυκλοφορείς, στα πρόσωπα των ανθρώπων που έχεις επιλέξει να έχεις γύρω σου. Δεν είναι κάτι που έμαθες στο σχολείο, που συζητείται στα καφέ που συχνάζεις, στις παρέες που διατηρείς.

Πουλάει το εύκολο, το συνηθισμένο, το βολικό. Δεν πουλάει το δύσκολο, η αλήθεια, η φανέρωση του εαυτού σου δεν γίνεται με τις φίλες σου ή στους σοφούς που αναζητάς. Όλη η σοφία βρίσκεται κρυμμένη στα έγκατα της ψυχής σου...εκεί όπου φοβάσαι να βρεθείς...και δεν ξέρεις και πώς να το κάνεις.

Δίκιο έχεις....δεν το τολμά αυτό κανείς μόνος του. Είναι εύκολο να χαθείς στους λαβυρίνθους της πλάνης, των αληθοφανών ψευδαισθήσεων. Κάθε μονοπάτι, μπορεί να σε οδηγήσει ακόμα πιο κοντά στο στόμα του λύκου, να δημιουργήσει ακόμα περισσότερες ψευδαισθήσεις, χωρίς να έχεις κανένα τρόπο να τις αντιληφθείς.

Μην υποτιμάς όμως τη δύναμη της δικής σου βούλησης. Φτάνει να το θέλεις...πολύ, όσο τίποτα άλλο. Φτάνει να πεις μια αποκαλυπτική μέρα στον εαυτό σου: "Φτάνει πια! Ή θα ζήσω, ουσιαστικά, μοναδικά, δημιουργικά ή θα πεθάνω. Δεν θέλω αυτή τη ζωή πια"! Γιατί μόνο όταν "πεθαίνεις" είσαι έτοιμη να ζήσεις.

Πριν από αυτό, νομίζεις πως ελέγχεις. Νομίζεις πως κρατάς τα ινία της ζωής σου. Νομίζεις πως θα έρθει κάποιος να σε σηκώσει και να σε ανυψώσει εκεί που ονειρεύεσαι να πας. Αλλά δεν συμβαίνει...δεν θα συμβεί ποτέ! Ολόκληρη η πλάση περιμένει εσένα. Η ζωή σου εξαρτάται μόνο από σένα. Όλα βρίσκονται ήδη εδώ, σε αναμονή, της δικής σου μεγαλόπρεπης βούλησης.

Και τότε θα σου δοθεί! Θα έρθει η καθοδήγηση που χρειάζεσαι. Θα φανερωθεί ο δρόμος που χρόνια ψάχνεις αλλά φαίνεται να έχει χαθεί. Όχι πιο πριν!

Γιατί, όλα πρέπει να ανατραπούν. Τα πάντα θα αλλάξουν πρόσωπο. Οι έννοιες θα μπερδευτούν και η ναυτία που θα αισθανθείς θα είναι μεγάλη, καθηλωτική. Η σύγχυση του νου θα σε αφήσει στο κενό, να αιωρείσαι χωρίς να μπορείς να σταθείς στέρεα πουθενά. Και χρειάζεται να αντέξεις.

Χρειάζεται να εμπιστευτείς το χέρι που σου έχει δοθεί, για να ταξιδέψετε μαζί, για να αντέξει τον πόνο μαζί σου, για να διώχνει τα τέρατα που απειλούν να κυριεύσουν και πάλι το νου σου.

Ξέρω...θα με αγνοήσεις...δεν είναι ώρα ακόμα. Θα το βρεις αυτό μπροστά σου, μόνο όταν το χρειαστείς. Είναι εκπληκτικό πως τα πάντα γίνονται ακριβώς όταν πρέπει, όταν τα επιλέξεις, έτσι όπως τα βλέπεις.

Εκεί που νομίζεις πως θα κάνεις κάτι που σχεδίασες, βρίσκεται να κάνεις κάτι άλλο που φαίνεται να ήρθε από το πουθενά. Και είναι ακριβώς αυτό που πρέπει να κάνεις.
Γιατί πάλι δικό σου είναι, αλλά δεν ήρθε από το νου σου...αυτό το γραμμικό, υπολογιστικό κομμάτι που ονομάζεις "εαυτό σου"...

Συναισθηματική Κόλαση

Ζεις σε έναν κόσμο δικό σου, πλαστό, σκοτεινό, ψάχνοντας το φως που δεν υπάρχει εκεί.

Αναζητείς την αγάπη και όσο την κυνηγάς, αυτή σου διαφεύγει.

Είσαι κουρασμένη, πικραμένη, πονάς και χάνεσαι στις διαδρομές του νου σου.

Η ευθύνη σού πέφτει βαριά και όλα γύρω σου είναι χαοτικά.

Απλώνεις το χέρι, κάπου να πιαστείς, αλλά κανείς δεν μένει για πολύ εκεί που θέλεις, ενώ αυτοί που αγαπάς έχουν φύγει και δεν γυρνάνε πίσω.

Ένα μέρος σου θέλει να πεθάνει εξ’ ίσου, ένα άλλο παλεύει με νύχια και με δόντια για να κρατηθεί. Όχι για σένα, μα για τα πλασματάκια που έφερες στον κόσμο και περιμένουν από σένα ενδείξεις για τη ζωή.

Μέρα με τη μέρα, η πάλη αυτή μέσα σου, που δεν αναγνωρίζεις, γίνεται όλο και πιο δυσβάσταχτη.

Ζητάς τον οίκτο, θέλεις μέσα από αυτόν κάποιος να σε προσέξει, να ταξιδέψει μαζί σου, να πάρει μερικά από τα βάρη σου. Μα όλο και περισσότερο μόνη μένεις, ενώ δεν αντέχεις άλλο τις σκέψεις, τις εικόνες που βασανίζουν την ύπαρξή σου.

Δεν μπορείς να ακούσεις τα λόγια που θα σώσουν, τα θεωρείς εχθρικά.

Δεν μπορείς να δεις οτιδήποτε έχεις αποκλείσει από τη συνείδησή σου.

Οι λύσεις, η σωτηρία, η αγάπη, είναι πολύ πιο κοντά απ’ όπου τ’ αναζητείς. Μα είναι αδύνατον να δεις ό,τι ο νους σου έχει αποκλείσει και ερμηνεύσει διαφορετικά.

Στιγμή με στιγμή η ζωή σού φέρνει μπροστά σου αυτά που χρειάζεται να δεις, που θα σε βοηθήσουν και θα σε καθοδηγήσουν προς την απελευθέρωσή σου. Χρειάζεται όμως ν’ απαρνηθείς όλ’ αυτά που νομίζεις πως ξέρεις, όλα όσα έχεις πιστέψει πως είναι αληθινά, ακλόνητα και ασήκωτα.

Η ζωή είναι έτσι, όπως την αντιλαμβάνεσαι. Αυτό μόνο να άκουγες....

Δεν είναι τα γεγονότα που σε πονάνε. Είναι οι ερμηνείες του νου σου, από τις οποίες δεν έχεις τρόπο να απαλλαγείς. Ξανά και ξανά έρχονται οι ίδιοι εφιάλτες, τα ίδια ερωτήματα, για τα οποία δεν έχεις απαντήσεις.

Συναισθηματικά ζεις την κάθε δράση σου, ενώ η λογική δεν παίζει πουθενά στην αντίληψή σου. Έρμαιο των συναισθημάτων σου, που υπακούουν πιστά τις πεποιθήσεις και τη θέασή σου, όλο και βουλιάζεις.

Προβλήματα παντού, που δεν ξέρεις πώς να λύσεις. Αδιέξοδα που προτιμάς να αγνοείς. Και όλο πληθαίνουν, όλο μεγαλώνουν, ενώ κάθε ένα που «λύνεις» φυτρώνει περισσότερα κεφάλια.

Κάποια στιγμή θα πρέπει να σταματήσεις για λίγο τον ξέφρενο κατήφορο για ν’ αναρωτηθείς. Να κοιτάξεις με καινούργια μάτια των εαυτό σου και να αναγνωρίσεις την τεράστια δύναμη που κρύβεις μέσα σου.

Ναι, μέσα σου. Δεν υπάρχουν εξωτερικοί σωτήρες, μόνο φωτεινά πρότυπα που θα φανερωθούν μόλις είσαι έτοιμη να δεις.

Είναι το δυσκολότερο πράγμα που θα χρειαστεί να κάνεις ποτέ στη ζωή σου, αλλά και το μοναδικό που θα σε βγάλει από την κόλαση που ζεις.

Εύχομαι να μπορέσεις να ακούσεις πίσω από τις λέξεις, να δεις πέρα από τα γράμματα που κρύβουν την αλήθεια. Εύχομαι να έρθει εκείνη η μέρα που θα θελήσεις να αντικρίσεις τη μοναξιά, την εκκωφαντική ησυχία, το πραγματικό πρόσωπο του θυματοποιημένου σου εαυτού.

Θα βρίσκομαι εκεί να σε περιμένω…

Ξυπνάς τα πρωινά;


"Ξυπνάω το πρωί για την δουλειά, τρέχω σαν τρελός να ετοιμαστώ
Βρίζω μέσα στο αμάξι όταν βρω κίνηση στον δρόμο
Πηγαίνω στην δουλειά....όλοι τρέχουμε από δω από κει
Σαν να μας κυνηγάνε.....
Το αφεντικό τον κυνηγά το ρολόι
Να προλάβει όσες περισσότερες παραγγελίες
Για να βγάλει περισσότερα λεφτά.... Νομίζει!
Και μετά σπίτι να ξεκουραστώ λίγο.....
Ίσως κάτι μου ξεφεύγει, αλλά δεν το βλέπω σωστό όλο αυτό... Να ζούμε όλοι μέσα στο άγχος, την αγωνία, τον φόβο για το υπόλοιπο της ζωής μας..."

Όμως, οι σκέψεις αυτές φεύγουν γρήγορα, γίνονται καπνός. Γυρνάνε ξανά και ξανά στο νου αλλά τίποτα δεν αλλάζει, τίποτα διαφορετικό δεν γίνεται.

Γιατί το δέχεσαι ως φυσιολογικό! Γιατί σχηματίζεις τις απόψεις και τις σκέψεις σου από τα ποσοστά που αντιλαμβάνεσαι γύρω σου. Έτσι ξυπνάς και κοιμάσαι με τον ίδιο τρόπο, βαρεμένα ζεις, δύσκολα αντιμετωπίζεις τη μέρα, με τεράστια προσπάθεια φοράς τις μάσκες που θα σε εντάξουν στους "φυσιολογικούς". Και χάνεις πολλή ενέργεια...δημιουργείς αρρώστιες, γεμίζεις με τοξίνες...για τα οποία έπειτα, αναζητάς θεραπείες.

Τα Σαββατοκύριακα, οι διακοπές, οι αργίες είναι η σωτηρία σου...για να αντέξεις, για να μπορείς να περιμένεις, για να συνεχίζεις να κυνηγάς το όνειρο...

"Κάποια μέρα θα φύγω...θα πάω σε άλλη χώρα, θα βρω την κατάλληλη δουλειά, θα χωρίσω, θα έχω χρήματα, θα βρω την κατάλληλο σύντροφο, θα, θα, θα..." Σαν πολιτικός ακούγεσαι, όμως δεν το αντιλαμβάνεσαι...

Δεν θέλεις να βλέπεις το παρελθόν, πονάει. Δεν μένεις και πολύ στο παρόν, ξεφεύγεις με διάφορα ναρκωτικά, παρεμβολές, υποχρεώσεις, αδρεναλίνη, υποκατάστατα...οτιδήποτε, φτάνει να δραπετεύεις. Δεν μπορείς την ησυχία, τη σκέψη, τις μνήμες, όλα τα "γιατί", τον πόνο, όσα δεν θέλεις αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν.

Και η ματιά σου συνέχεια προς τα έξω... Δεν έχεις χρόνο, ασχολείσαι με δέκα χιλιάδες πράγματα μήπως νοιώσεις σημαντικός ή άξιος να εισπράξεις όλα όσα θέλεις.

Η υγεία σου κλονίζεται, οι σχέσεις σου νοσούν, η καθημερινότητα σε βαραίνει... όμως τα θεωρείς όλα φυσιολογικά. "Δες τι έζησα, δες τι πέρασα, δες τι έχω να αντιμετωπίσω!" Ζητάς οίκτο, ελεημοσύνη, χάρη...ονόμασέ το όπως θες. Αλλά μην του αλλάζεις την έννοια.

Όσοι σε αγαπούν πραγματικά δεν θα σε λυπηθούν. Δεν θα σου συμπεριφέρονται σαν ανήμπορο παιδάκι που δεν έχει επιλογή, δύναμη, βούληση...απλά επειδή έτσι έμαθες να ζητάς.

Υπάρχει κι άλλος τρόπος να ζούμε; Υπάρχει άλλο νόημα σε αυτή τη ζωή πέρα από το κυνήγι της καθημερινότητας, την επανάληψη του πόνου και τη μιζέρια της εσωτερικής έλλειψης;

Αν δεν θέσεις όμως το ερώτημα δεν ξεκινάς να ψάχνεις, ό,τι κι αν νομίζεις πως κάνεις ή προσπαθείς. Αν δεν αναρωτηθείς σοβαρά πάνω σε σημαντικά ερωτήματα της ύπαρξής σου, μην περιμένεις να απαντηθεί ο σκοπός που φαίνεται να σου διαφεύγει ή να αλλάξει ο τρόπος που ξυπνάς το πρωί και κοιμάσαι το βράδυ.

Δεν τα θέσανε οι μεγαλύτεροι πριν από σένα γιατί δεν ήξεραν, γιατί έζησαν άλλα, γιατί έπρεπε να κάνουν άλλα...για να προετοιμάσουν αυτήν εδώ τη στιγμή για σένα! Εξαρτάται από σένα; Ναι, η ζωή σου, η πορεία σου, το νόημα και η ουσία εξαρτάται μόνο από σένα. Γιατί το πιστεύεις, το συντηρείς και το ενισχύεις με τη συμμετοχή σου.

Γιατί, ένα είναι το σημαντικό που χρειάζεται να καταλάβεις και να θυμάσαι:
αν δεν είσαι μέρος του διαφορετικού, του καινούργιου, του κόσμου που ονειρεύεσαι να υπήρχε, τότε είσαι μέρος του παλιού, του χαοτικού, του δυσλειτουργικού που σε βαραίνει....Όσο κι αν το επικρίνεις, όσο κι αν το κατηγορείς, όσο κι αν πιστεύεις πως εξαρτάσαι από αυτό.

Άλλη επιλογή δεν υπάρχει!

Προμηθέας … Δεσμώτης

Ο μύθος του Προμηθέα του Τιτάνα-ευεργέτη της ανθρωπότητας είναι λίγο πολύ γνωστός σε όλους μας. Αναφορά στην ιστορία του γίνεται στα σχολικά εγχειρίδια ,ενώ η τραγωδία του Αισχύλου «Προμηθέας Δεσμώτης» εμπνέει σε όλες τις εποχές και υποχρεώνει ακόμη και τους σημερινούς σκηνοθέτες να επενδύσουν το όραμά τους πάνω στο διαχρονικό ,γροθιά στην εξουσία και στη διαφθορά έργο του Αισχύλου.

Στο πραγματικά αριστουργηματικό έργο του ο Αισχύλος παρουσιάζει το μεγαλείο της ψυχής του Προμηθέα που δεν λυγίζει στις συμφορές παρόλο που τον δυσαρεστούν τα πάθη του και τον θλίβουν βαθιά, καθώς αν και βοήθησε τον Δία να ανέβει στην εξουσία σαν αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες του έλαβε «πέτρα και σίδηρο». Μάλιστα δεν θέλει την βοήθεια των άλλων ,όπως του Ωκεανού που την προσφέρει(δεν έχει σημασία αν το εννοούσε ή έκανε επίδειξη με τα λόγια) .Δεν θέλει να τους παρασύρει και εκείνους στον γκρεμό της οργής του Δία. Όταν τον ρωτούν τι έκανε για τον άνθρωπο εκείνος απαντά πως του έδωσε την ελπίδα για να αντέχει τον θάνατο και δεν μετανιώνει.

Δεν πρέπει όμως να εξετάζουμε την ιστορία του Προμηθέα από μια συγκεκριμένη θετική και αποκλειστικά επιδοκιμαστική για εκείνον οπτική γωνία. Όντως υπήρξε σύμφωνα με τον μύθο ευεργέτης της ανθρωπότητας και η αναφορά στο όνομά του συμβολίζει την αντίσταση στην διαφθορά ,αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως προσπάθησε να διορθώσει ένα λάθος που ο ίδιος προκάλεσε. Αυτό δεν αναιρεί την σπουδαιότητα των μετέπειτα πράξεών του απλώς η αιτία που τον οδήγησε να κλέψει την φωτιά από τους Θεούς για χάρη του ανθρώπου δίνει άλλες προεκτάσεις στον μύθο τις οποίες κρίνω σκόπιμο να αναλύσω τον συμβολισμό τους.

Ο Προμηθέας έχει χαρακτηριστεί ως ένας από τους πρώτους επαναστάτες κατά της εξουσίας ,ενώ μερικοί πιστεύουν πως η θυσία του για να σώσει τους ανθρώπους παρουσιάζει κάποια κοινά χαρακτηριστικά με τον Χριστό(χωρίς πρόθεση βλασφημίας).

Εγώ πιστεύω πως ο Προμηθέας συμβολίζει όλους εμάς τους βροτούς ανθρώπους. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος. Ο Δίας ζήτησε από τον Προμηθέα και τον αδελφό του Επιμηθέα να προετοιμάσουν τα ζώα και τον άνθρωπο να βγουν στο φως προικίζοντας τα με τις κατάλληλες ιδιότητες-χαρακτηριστικά ,ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν. Ο Επιμηθέας(το όνομά του σημαίνει αυτός που σκέφτεται εκ των υστέρων) τον παρακάλεσε να μοιράσει εκείνος τις ιδιότητες και αφού τελειώσει να έρθει ο Προμηθέας (προνοητικός ,σκέφτεται από πριν) να ελέγξει αν ήταν όλα εντάξει. Ο Επιμηθέας είχε κάνει καλή δουλειά στα ζώα μοιράζοντας δίκαια και αποτελεσματικά στο καθένα τα απαραίτητα χαρακτηριστικά για την επιβίωσή τους Όταν ήρθε όμως η σειρά του ανθρώπου να προικιστεί οι ιδιότητες είχαν τελειώσει και ο άνθρωπος λίγο πριν την έξοδό του στο φως και την επιφάνεια βρισκόταν σε κατάσταση απόλυτης ένδειας :άοπλος ,γυμνός και ανυπόδητος εντελώς απροστάτευτος από τα θηρία.

Έτσι για να μην πολυλογώ ο Προμηθέας πήρε τη γενναία απόφαση να προικίσει τους ανθρώπους με τη φωτιά, κλέβοντάς την από το κοινό εργαστήρι του Ηφαίστου με την Αθηνά. Όμως δεν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός πως όλα αυτά ξεκίνησαν επειδή ο Προμηθέας εμπιστεύτηκε μια σημαντική δουλειά σε κάποιον ανίκανο να την φέρει εις πέρας ,καθώς παρόλη την καλή του πρόθεση ο Επιμηθέας δεν ήταν προνοητικός, και μετά προσπαθεί να διορθώσει το λάθος. Έτσι και εμείς εμπιστευτήκαμε την διακυβέρνηση της χώρας μας σε λάθος ανθρώπους και τώρα προσπαθούμε σαν άλλος Προμηθέας να διορθώσουμε την λάθος επιλογή μας. Όμως το Κράτος με τις ανυπόφορες ελλείψεις του και την κοινωνική ανισότητα και η Βία ως απόρροια ,σε διάφορες μορφές ,της κρίσης ή ως προσπάθεια ρήξης με την εξουσία μας δένουν σε βράχο συμφορών όπως και στο μύθο του Προμηθέα.

Το θετικό είναι πως κάποτε ύστερα από πολλά χρόνια ο Προμηθέας ελευθερώθηκε ,η υπομονή με την οποία αντιμετώπιζε τις συμφορές έπιασε τόπο και το πλήρωμα του χρόνου τον δικαίωσε χαρίζοντάς του την αθανασία του Κένταυρου Χείρωνα και μια υψηλή θέση ανάμεσα στους Θεούς. Έτσι και για εμάς υπάρχει η ελπίδα πως θα δικαιωθούμε και δουλεύοντας σκληρά θα μπορέσουμε να ορθοποδήσουμε και να περιορίσουμε θανάσιμα τη διαφθορά και όποιο χαρακτηριστικό της εξουσίας μας πληγώνει. Επειδή η ζωή όμως δεν είναι μύθος απαιτείται δουλειά πρωτίστως ατομική. Η Ελλάδα , η χώρα μας δεν χρειάζεται οπαδούς που ακολουθούν ευλαβικά έναν επαναστάτη –οδηγό αλλά πολλούς Προμηθείς που ο καθένας να προσπαθεί να διορθώσει το λάθος του .

Και μην ξεχνάμε όπως υπενθυμίζει και ο Αισχύλος μέσα από τα λόγια του Προμηθέα, ότι ο κόσμος δεν πάει μπροστά με Βία και Δύναμη αλλά με λογική και επιχειρήματα. Για αυτό λοιπό οφείλουμε να μοχθήσουμε για την αλλαγή αλλά όχι με βίαια πραξικοπήματα και απάνθρωπες χυδαίες συμπεριφορές αλλά με τη λογική , τα επιχειρήματα και την στάση ζωή μας.

Στην τραγωδία « Ο Προμηθέας Δεσμώτης» που ανέβηκε φέτος υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του κύριου Φιλίππογλου η παράσταση άρχισε με πολλές καρέκλες τοποθετημένες η μία πάνω στην άλλη. Συνειρμικά μου έδιναν την εντύπωση ενός θρόνου ,σύμβολο της εξουσίας. Οι ηθοποιοί προσπάθησαν να μετακινήσουν τις καρέκλες πιάνοντας τες από κάτω. Όμως δεν μπορούσαν. Η εξουσία έσπασε μόνο όταν άρχισαν να αποσπούν μία μία καρέκλα ή όταν ένας ηθοποιός έπεσε με την πλάτη πάνω στις στοιβαγμένες καρέκλες και με ένα μοιραίο έστω και από αμέλεια χτύπημα έσπασε την εξουσία. Αυτό μας δείχνει τουλάχιστον όπως το εξέλαβα εγώ ότι για να αλλάξει κάτι στην ήδη παγιωμένη κατάσταση της διεφθαρμένης εξουσίας υπάρχουν δύο τρόποι. Ή σιγά σιγά και μεθοδικά να αποδυναμώνουμε την εξουσία αφαιρώντας της κάθε φορά από κάτι ή με ένα ακαριαίο χτύπημα που να καθιστά το καθεστώς ανήμπορο να αντιδράσει στην αλλαγή. Το να προσπαθήσουμε να σηκώσουμε όλες μαζί της καρέκλες είναι αφελές ,γιατί το βάρος θα μας συνθλίψει. Πρέπει να κινηθούμε έξυπνα.

Όταν τελείωσε η τραγωδία οι ηθοποιοί προσπάθησαν να ξαναστήσουν τις καρέκλες όπως στην αρχή .όμως πια δεν στέκονταν, επειδή ένας ο Προμηθέας αντιστάθηκε και η ελπίδα σφήνωσε σαν αρρώστια στη σταθερότητα της εξουσίας. Μπορεί ο Προμηθέας να συνελήφθη και να βασανίστηκε όμως η ιστορία του έδειξε στους ανθρώπους πως το μέλλον όσο αβέβαιο και αν μοιάζει είναι εφικτό να το κατακτήσουμε.

Ας σταματήσουμε λοιπόν να κλαίμε την μοίρα μας και να αιωνίζουμε το λάθος που κάναμε τοποθετώντας λάθος ανθρώπους σε λάθος θέσεις, αρνούμενοι τη δική μας αποστολή. Ήρθε η ώρα να σταθούμε παλικαρίσια απέναντι στο αρπακτικό της διαφθοράς και να μην αναλογιστούμε τις συνέπειες. Γιατί ακόμη και αν μας ξεσκίσει το συκώτι εκείνο θα ξαναβγαίνει όσο τα πνευμόνια μας γεμίζουν με αέρα θέλησης και αλλαγής.

Αυτό που χάσαμε δεν είναι τα χρήματα, τα σπίτια ή την εργασία μας …Αυτό που χάσαμε είναι η βαθιά ευγνωμοσύνη για ότι λαμβάνουμε καθημερινά

Ανοίγεις τα μάτια το πρωί και βλέπεις το Φως της ημέρας... Η πρώτη γουλιά καφέ, το πρώτο τσιγάρο, είναι μέρος μιας βαθιάς ευγνωμοσύνης για το ότι μπορείς στο τώρα σου να το απολαμβάνεις και ο Εαυτός σου νιώθει ζωντανός με το ότι του επιτρέπεις να απολαμβάνει αυτήν την φυσική Ζωή και να την γνωρίζει. Γιατί γι' αυτό σε έστειλε εδώ... Για να έχει άνοιγμα στην Συνείδησή σου, να μπορεί να βιώνει τον υλικό κόσμο... Δεν θέλει κάτι άλλο, παρά αυτήν την παράδοση της Συνείδησης μας στην Ζωή... Παράδοση στην μαγεία του υλικού κόσμου...

Αγγίζεις, βλέπεις, γεύεσαι, μυρίζεις, ακούς... και αυτές οι αισθήσεις είναι εργαλείο για την βαθιά απόλαυση του Εαυτού σου, ενώ αντίθετα οι άνθρωποι τις έχουν αυτές τις αισθήσεις για να ζουν τα δικά τους πάθη και τις εξαρτήσεις τους. Όμως αν κάτι γίνει εξάρτηση, χάνει την ουσία του και η ουσία του κάθε τι στην Ζωή είναι πνευματική.

Οι αισθήσεις είναι το μέσον που μπορούμε να αφοσιωθούμε στην ουσία...
Αγκαλιάζεις τον άνθρωπό σου και φτάνεις στην ουσία του. Αλλιώς θα γίνει και η αγκαλιά μια εξάρτηση και ένα υλικό φαινόμενο που σου δίνει μερική απόλαυση που θα χαθεί στο τέλος μέσα στο σώμα σου, όπως και το φαγητό θα χαθεί στο στομάχι σου, για να ξεκινήσει η λειτουργική του αφομοίωση των στοιχείων, χωρίς εσύ να το παίρνεις είδηση. Μετά μένει η απογοήτευση της επαφής, όπως και το φούσκωμα στο στομάχι σου, για να σε βάζει στην διαδικασία ότι κάτι έκανες λάθος πάλι...

Αφοσίωση στην ουσία, αυτή είναι η βαθιά απόλαυση... Και ο Εαυτός μας χρειάζεται τις αισθήσεις μεν, αλλά και εμείς χρειαζόμαστε την Πίστη, γιατί χωρίς αυτήν πουθενά δεν μπορείς να αφοσιωθείς... Οποτε αρχίζει ο φαύλος κύκλος!

Είναι απλά τα πράγματα στην φυσική μας Ζωή, αν καταφέρουμε να θυμηθούμε και να ανακτήσουμε αυτό που σε όλη μας την Ζωή ψάχνουμε να βρούμε…

Αυτό που χάσαμε δεν είναι τα χρήματα, τα σπίτια ή την εργασία μας…

Αυτό που χάσαμε είναι η βαθιά ευγνωμοσύνη για ότι λαμβάνουμε καθημερινά, χωρίς να μπορούμε να το εκτιμήσουμε, ενώ αντίθετα εκτιμάμε εκείνα που δεν προσθέτουν τίποτα στην καρδιά μας, απλά συνεχίζουν την απώλεια και την πλάνη μας ότι με αυτά είμαστε ευτυχισμένοι.

Νομίζουμε ότι φοβόμαστε μήπως χάσουμε τα βολικά πράγματα της ζωής μας, αλλά ο φόβος δεν είναι τίποτα άλλο, παρά η αίσθηση ότι είσαι μόνος σου σε έναν άγριο και απειλητικό κόσμο, στον οποίο νιώθουμε «μετανάστες»… Ο Άνθρωπος δεν έχει που την κεφαλή κλίνη, ο άνθρωπος δημιουργεί υπόγειες ρίζες και τις υπερασπίζεται… Μα όσο ριζώνει, τόσο μέσα του γεμίζει με ξεριζωμό… Γιατί τούτο το υπόγειο που λέγεται ασυνείδητο δεν συντηρεί τις ρίζες, τις σαπίζει…γιατί έτσι είμαστε φτιαγμένοι… από Ουρανό και Γη και ποτέ το ένα χωρίς το άλλο δεν θα καταφέρει να μας δώσει την Ουσία μας πίσω, όσα και αν έχουμε…

Ας φτιάξουμε, Σήμερα, μια όμορφη Ημέρα, με χαμόγελα!
Το χθες ποτέ δεν μας επέτρεψε να χαμογελάσουμε, και το αύριο ποτέ δεν μας είπε την αλήθεια…

Αναζητώντας την αδελφή ψυχή

 Η αδελφή ψυχή μας! Όλοι την έχουμε ονειρευτεί και έχουμε ευχηθεί να τη συναντήσουμε. Παρά τις αμφιβολίες μας για την ύπαρξή της, κατά βάθος θέλουμε να πιστεύουμε ότι υπάρχει.

Όχι δεν πρόκειται απλά για μια ρομαντική επιθυμία αλλά για μια παγκόσμια ιδέα παρούσα στις παραδόσεις όλων των λαών. Η πανάρχαια αυτή μεταφυσική πεποίθηση περιγράφεται με γλαφυρότητα από τον Πλάτωνα που στο «Συμπόσιο» βάζει τον Αριστοφάνη να διηγηθεί τον αρχέγονο μύθο των ψυχών : « η παλιά μας φυσική κατάσταση δεν ήταν σαν αυτή τη σημερινή, αλλά διαφορετική» μας πληροφορεί. « Στην αρχή υπήρχε το ανδρόγυνο ον , μείγμα δηλαδή και από τα δύο , και από το αρσενικό και από το θηλυκό. Έτσι ήμασταν κάποτε όλοι οι άνθρωποι και η μορφή μας ήταν ολόκληρη, δηλαδή στρογγυλή.

Όμως , αποπειράθηκαν να ορμήσουν οι άνθρωποι εναντίον των θεών γι αυτό κι ο Δίας αποφάσισε να τους διχοτομήσει. Μόλις η ανθρώπινη φύση χωρίστηκε στα δύο, το ένα μισό έτρεχε με πόθο να ξαναενωθεί με το άλλο μισό του κι έβαζαν τα χέρια ο ένας γύρω από τον άλλο και σφιχταγκαλιάζονταν , γιατί επιθυμούσαν να ξαναενωθούν και να γίνουν ένα. Έκτοτε ο καθένας μας αναζητά πάντα το ταίρι του, να σμίξει δηλαδή με το αγαπημένο πρόσωπο και να λιώσει μαζί του και από δυο να ξαναγίνουν ένα. Άρα εκείνο που ονομάζεται έρως, είναι κατά βάθος η επιθυμία και η προσπάθεια να ολοκληρωθούμε. Γι αυτό και το ιδεώδες είναι να βρει καθένας το δικό του έτερον ήμισυ και να συγχωνευτεί μαζί του ώστε να επιστρέψει στην αρχική φύση του».

Όταν Χάσαμε την Πρώτη Μας Αγάπη

Πίσω από την περιγραφή του Πλάτωνα υπάρχει η πανανθρώπινη πίστη στην ύπαρξη ενός ιδανικού συντρόφου, που όχι μόνο μιλά κατευθείαν στην ψυχή μας αλλά αποτελεί μέρος της. Όπως επισημαίνει ο Γιουνγκ πρόκειται για ένα πανανθρώπινο αρχέτυπο που σχετίζεται με την παραδεισένια περίοδο της ανθρωπότητας. Κάπου στο μακρινό παρελθόν της προαιώνιας ύπαρξής μας ,όταν καθένας μας βρισκόταν σε πλήρη ενότητα με τα πάντα δεν υπήρχε καμιά αίσθηση διαχωρισμού. Όλες οι ψυχές βρίσκονταν σε μια κατάσταση πλήρους μακαριότητας, γιατί αποτελούσαν μια ενιαία οντότητα, μια μονάδα θεϊκής συνειδητότητας και αγάπης σε πλήρη ταύτιση. Έτσι, ενωμένες ανά δυο είχαν, μεταφορικά, τη μορφή σφαιρών όπως περιγράφει ο Πλάτων. Στη γλώσσα των συμβόλων ο κύκλος συμβολίζει την ενότητα και τη θεότητα ενώ το μισοφέγγαρο την ατομική ψυχή. Έτσι δυο μισοφέγγαρα, δυο ημικύκλια δηλαδή, συνέθεταν τις ενωμένες σε σφαίρα αδελφές ψυχές. Όμως , η κατάσταση μακαριότητας και σύνδεσης με την αδελφή ψυχή έδωσε τη θέση της στην απόσχιση και το διαχωρισμό. Σύμφωνα με τις μεταφυσικές παραδόσεις, « κάτι» συνέβη και οι ψυχές αποκόπηκαν η μια από την άλλη. Αυτό το κάτι λέγεται πως ήταν η εμφάνιση του εγώ που επέφερε ένα είδος πτώσης της συνειδητότητας. Μεταφορικά θα λέγαμε πως στις ψυχές συνέβη κάτι αντίστοιχο με αυτό που συμβαίνει στο λευκό φως όταν περάσει μέσα από ένα πρίσμα: διασπάται σε επιμέρους χρώματα. Από τότε το κάθε κομμάτι ψυχής ακολούθησε τη δική του διαδρομή , νιώθοντας όμως βαθιά νοσταλγία για την αρχική κατάσταση ενότητας και γι αυτό πάντα αποζητά να επανέλθει στην αρχική του κατάσταση και να επανασυνδεθεί με τον χαμένο «εαυτό» του καθώς και με όλες τις υπόλοιπες ψυχές.

Η Επιθυμία για Συγχώνευση

Η πανάρχαια και παγκόσμια αυτή μεταφυσική πίστη είναι , φαίνεται, βαθιά ριζωμένη στο υποσυνείδητό μας ωθώντας μας να δημιουργούμε στενές σχέσεις. Αναζητάμε πάντα το άλλο μισό μας.

Για την ψυχολογία η εξήγηση είναι λιγότερο ποιητική και μεταφυσική και σχετίζεται με το πρώτο διάστημα της ζωής μας, τότε που δεν είχαμε ακόμα συναίσθηση ότι εμείς και η μητέρα μας είμαστε δυο ξεχωριστές οντότητες. Κάθε βρέφος νιώθει αναπόσπαστο κομμάτι της μητέρας του κι έτσι ζει σε μια κατάσταση πληρότητας και ασφάλειας. Μεγαλώνοντας λίγο, όμως, συνειδητοποιεί έκπληκτο και με πόνο, πως η μαμά του είναι ένα ξεχωριστό ον. Αυτή είναι μια καθοριστική στιγμή στη ζωή όλων μας, γιατί πάνω της χτίζεται το οικοδόμημα των μελλοντικών μας σχέσεων. Σε όλη μας τη ζωή θα αναζητούμε , έκτοτε, στενές φιλίες και δυνατούς έρωτες, προσπαθώντας να αναπλάσουμε εκείνη την κατάσταση ένωσης, αγάπης και μακαριότητας που βιώναμε στο πρώτο διάστημα της ζωής μας.

Ο Γιουνγκ περιγράφει με το δικό του τρόπο τη θεωρία του Πλάτωνα για τις αδελφές ψυχές και τη συμπληρωματική τους σχέση αναφέροντας πως ο καθένας μας έχει μέσα του και ένα μέρος anima, δηλαδή θηλυκή ψυχή και ένα μέρος animus, αρσενική ψυχή. Καμιά τους δεν είναι πλήρης ,όμως. Έτσι χρειάζεται να βρει τον σύντροφο που συμπληρώσει τέλεια το κομμάτι που λείπει. Αυτή η συμπληρωματικότητα περιγράφεται έξοχα από τη σοφία της Ανατολής με το σύμβολο του Γινγ Γιανγκ. Τα δυο μισά που κάνουν το όλο δεν αποτελούν μόνο το ζεύγος των αντιθέτων αλλά και των συμπληρωματικών δυνάμεων μέσα από τις οποίες ξεπηδά το σύμπαν.
« Η επιθυμία για αμοιβαία συγχώνευση είναι πανίσχυρα ριζωμένη στον άνθρωπο. Είναι το πιο πρωταρχικό ορμέμφυτο, η δύναμη συναρμογής της ανθρώπινης ράτσας, της φυλής, της οικογένειας, της κοινωνίας. Δίχως αυτή την ανάγκη για αγάπη η ανθρωπότητα δεν θα μπορούσε να επιβιώσει ούτε μια μέρα» υποστηρίζει ο Έριχ Φρομ .

Η Στιγμή της Αναγνώρισης

Ο ψυχοθεραπευτής και συγγραφέας πολλών best sellers ανάμεσα στο οποίο και περίφημο Soul Mates, Τόμας Μουρ γράφει για αυτή τη συνάντηση: η αδελφή ψυχή μας είναι κάποιος με τον οποίο νιώθουμε τόσο βαθιά εσωτερική σύνδεση που δεν χρειάζεται να καταβάλουμε καμιά απολύτως προσπάθεια για να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον. Απλά συμβαίνει σαν ένα θείο δώρο. Νιώθουμε μια αυθόρμητη οικειότητα, και ελευθερία, χαρά και βαθιά συντροφικότητα.

Αν και η ρομαντική εικόνα που έχουν οι περισσότεροι άνθρωποι στο νου τους είναι πως όποιος συναντά την αδελφή ψυχή του ζει την τέλεια σχέση , η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική. Άλλωστε, οι άνθρωποι δεν έχουμε μόνο ψυχή αλλά και προσωπικότητα. Σε επίπεδο ψυχών μπορεί να έχουμε πλήρη ταύτιση ,όμως σε επίπεδο των προσωπικοτήτων μπορεί να παρουσιάζονται σαφείς αποκλίσεις πράγμα που σημαίνει όχι μόνο ότι οι σχέσεις των αδελφών ψυχών δεν είναι υποχρεωτικά απαλλαγμένες από εντάσεις αλλά και ότι μπορεί να έχουμε παντρευτεί με την αδελφή ψυχή μας και να μην το έχουμε συνειδητοποιήσει! Στην πραγματικότητα κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα αν έχει συναντήσει την αδελφή ψυχή του παρά μόνο αν προηγουμένως έχει ήδη κατακτήσει έναν ουσιαστικό βαθμό αυτογνωσίας. Βλέπετε, το παιχνίδι παίζεται κάπως έτσι: πρέπει πρώτα να γνωρίσουμε τον εαυτό μας για να μπορούμε να βρούμε και να αναγνωρίσουμε την αδελφή ψυχή μας πίσω από τη μάσκα της προσωπικότητάς της.

Λέγεται πάντως, πως όταν δυο αδελφές ψυχές συναντηθούν για πρώτη φορά η υποσυνείδητη αναγνώριση μεταξύ τους είναι άμεση και πλημμύρα των συναισθημάτων αστραπιαία.

Παράλληλα, δημιουργείται μια εντελώς συγκεκριμένη σωματική αίσθηση. Πρόκειται για ένα μούδιασμα που, όπως λένε οι γνωρίζοντες, απλώνεται στο στήθος ή ανεβαίνει από τη βάση της σπονδυλικής στήλης και διαχέεται σ’ ολόκληρο το σώμα ή που μπορεί να έχει τη μορφή μιας στιγμιαίας ηλεκτρικής εκκένωσης. Ωστόσο, υπάρχει μια βασική λεπτομέρεια: η δίδυμη ψυχή μας δεν είναι υποχρεωτικά ο έρωτας της ζωής μας. Μπορεί να είναι κάποιος συγγενής, γονιός ή παιδί, μπορεί και κάποιος στενός φίλος ενώ είναι πολύ πιθανό να ανήκει στο ίδιο φύλο. Όποια μορφή κι αν έχει πάντως η σχέση μας είναι σίγουρο πως θα μας προσφέρει ένα αίσθημα πληρότητας, χαράς κι αγάπης και , κυρίως, θα μας εμπνεύσει να εκφράσουμε τις καλύτερες πλευρές του εαυτού μας. Υπάρχει ,όμως, το ενδεχόμενο η αδελφή ψυχή μας να μη βρίσκεται στο γήινο πεδίο. Οι μεταφυσικές θεωρίες λένε πως μπορεί να έχει εξελιχθεί ήδη τόσο ώστε να μην έχει πλέον καρμικές υποχρεώσεις έτσι που έχοντας απαλλαγεί από την ανάγκη να έχει υλικό σώμα έχει ανέλθει σε ένα ανώτερο επίπεδο. Βρίσκεται λοιπόν κάπου , σε κάποια συμπαντική διάσταση και περιμένει το ίδιο ανυπόμονα με εμάς τη Μεγάλη Συνάντηση που, σ’ αυτή την περίπτωση, θα γίνει όταν καταφέρουμε κι εμείς να υπερβούμε το γήινο πεδίο.