Κάπου μακριά, σ’έναν λόφο σκοτεινό κι εξορισμένο, με πορφυρές θάλασσες για ουρανό και μολυβένια σύννεφα,υπήρχε ένα ξερό και τρομαχτικό δάσος γεμάτο σκελετωμένα δέντρα και λυσσασμένα κοράκια.Έλεγαν πως,πίσω απ’τους γιγαντιαίους κορμούς που σάλευαν κάθε βράδυ απ’τον μανιασμένο αέρα,παραμόνευαν σκιές και αλλόκοσμα όντα. Πως τα μεσάνυχτα πλάσματα της νύχτας ανέβαιναν στη γη απ’τα έγκατα του χάους,εξαπολύοντας συριστικούς ήχους που πρόδιδαν πείνα. Πεινούσαν πολύ.Κι οι ανθρώπινες ψυχές ήταν το αγαπημένο τους γεύμα..
Κανείς δεν τολμούσε να πατήσει το πόδι του στο ‘δάσος της νυχτιάς’ ακόμα κι αν ήταν μέρα. Ήταν το μόνο μέρος στο οποίο οι θεραπευτικές αχτίδες του ήλιου δεν φώτιζαν ποτέ και δεν ασκούσαν καμία ευεργετική επίδραση πάνω στη φύση.Εκεί,βασίλευε μονάχα η σκοτεινιά..
Αίμα είχε σκεπάσει το θολωτό ουρανό και το έρεβος κυλούσε σαν μελανό ποτάμι μέσα στις φλέβες τις γης. Είχε φυλακίσει το δάσος στον κατάμαυρο ιστό του με τη δεξιοτεχνία και την απόκοσμη γοητεία της αράχνης. Όσοι τολμηροί βάλθηκαν να ικανοποιήσουν το περίσσιο θάρρος τους και να προκαλέσουν τη μοίρα τους διασχίζοντας το ίδιο το τίποτα,λένε πως, δίμετρα σκιερά όντα με γαμψά νύχτια και μάτια σαν φωτιά κατασπάραξαν το κορμί και ρούφηξαν την δύστυχη ψυχή τους απαλλάσοντας τους απ’το μαρτύριο της ζωής..
Κι όσες μοναχικές ψυχές γοητεύονταν απ’τη δυσοσμία της θλίψης και του θανάτου,μαγνητίζονταν απ’το το δάσος που τους καλούσε το ίδιο να δοκιμάσουν την πίστη τους στη ζωή..Μα καμιά ψυχή δεν έβγαινε απ’το ‘δάσος της νυχτιάς’..Το δάσος ήταν η παγίδα της εκμηδένισης. Η παγίδα του τέλους. Το χείλος του θανάτου.
Ώσπου ένα βράδυ,το αγόρι του χωριού,που είχε τη φήμη του πιο αλλόκοτου κι απροσάρμοστου ανθρώπου νικήθηκε απ’την ονειροπαρμένη του φύση κι αποφάσισε να εισβάλει στο δάσος μονάχο και δίχως να το γνωρίζει κανείς.’’Έτσι κι αλλιώς,δεν πρόκειται να λείψω σε κανέναν..’’ συνέχιζε να λέει συνεχώς στον εαυτό του για να πάρει κουράγιο.
Αντιμετώπιζε το δάσος σαν μια πρόκληση για τη γενναία του καρδιά.
Μια καρδιά που χωρούσε ακόμα και την τελευταία σταγόνα αγάπης στον κόσμο, μα δεν είχε δοκιμαστεί ακόμα στα δύσκολα.Το αγόρι αυτό,όπως και οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού,είχαν γεννηθεί με μια παραλληλόγραμμη σχισμή στο στήθος τους.Ο Θεός τους,τούς είχε πει κάποτε,πως όταν αυτή η σχισμή θα έκλεινε και θα μεταμορφονώταν σε μια αληθινή καρδιά τότε το ταξίδι τους στη γη θα είχε τελειώσει και θα επέστρεφαν σπίτι.
Μα εκείνοι δεν καταλάβαιναν τα λεγόμενα του και με τα χρόνια τα ξέχασαν.Ξέχασαν πως στη θέση της καρδιάς είχαν ένα κενό,κι όσο το ξεχνούσαν τόσο εκείνο κόντευε να κλείσει κινδυνεύοντας να μην ανοίξει ποτέ ξανά.Ο Θάνατος απ’την άλλη,δεν ήθελε ποτέ να κλείσουν τούτες οι σχισμές μα ούτε και να μεταμορφωθούν σε καρδιές.Όσο η ζωή θα του χάριζε ανθρώπους, ή αλλιώς κουμπαράδες συναισθημάτων όπως τους ονόμαζε κοροιδευτικά,εκείνος θα τρέφονταν απ’τους συνεχείς θανάτους τους.Έτσι ήταν φτιαγμένος ο τροχός της μοίρας απ’την αρχή του κόσμου κι αυτό δεν θα άλλαζε.
Το αγόρι περπατούσε ώρες ολόκληρες ώσπου ξαφνικά έφτασε στο λόφο έξω απ’το χωριό.Μπροστά του υψωνόταν το μακάβριο τοπίο της εγκατάλειψης και του άγνωστου.Όλα θύμιζαν χάρτινα κατασκευάσματα έτσι βουβά κι ακίνητα που έστεκαν.Άρχισε να βαδίζει διστακτικά κοιτώντας τριγύρω τρομαγμένος.
Ταράχτηκε η καρδιά του απ’τους ανατριχιακούς ήχους της κουκουβάγιας και απ’τα απόκοσμα τραγούδια των νυχτόβιων πτηνών.Όμως σφίχτηκε μέσα στο λεπτό του παλτό και συνέχισε το παρανοικό του ταξίδι.Όλα καλά ως εκεί.Δεν είχε εμφανιστεί κανένα αποκρουστικό δαιμόνιο.Προς απάντηση στη σκέψη του αυτή,τσουπ,ξεπρόβαλλε πίσω από μια συστάδα θάμνων ένα ψιλόλιγνο γερασμένο πλάσμα με λευκό δέρμα,τυλιγμένο σε μια μαύρη μάλλινη κάπα.Τα μάτια θύμιζαν φλόγες έτοιμες να ξεχυθούν.
’’Καλωσήλθες ταξιδιώτη..Είμαι ο Δαίμονας της σκιάς,ο φύλακας του κρυμμένου δάσους.’’ Ξεστόμισε με τρεμουλιαστή τσιριχτή φωνή που κάθε άλλο παρά φιλική ακουγόταν.Το αγόρι έγινε κάτασπρο σαν το πανί.’’Εισέβαλες στο δάσος χωρίς την άδεια μου γι’αυτό και δεν θα σου επιτρέψω να φτάσεις ως το τέλος του..Είσαι τόσο νέος..Χμμμ!Μια λιχουδιά ότι πρέπει!’’ συνέχισε χαχανίζοντας συνομωτικά κι άπλωσε τα μακρουλά του δάχτυλα πάνω απ’το κεφάλι του παιδιού.
Εκείνο τραβήχτηκε..’’Μα μη φοβάσαι..Δεν έχω τη δικαιοδοσία να σε σκοτώσω,μόνο να τραφώ από εσένα..Ο μόνος που μπορεί να σε σκοτώσει εδώ πέρα είναι ο εαυτός σου και μόνο..’’ είπε τελικά και το πρόσωπο του φωτίστηκε από ικανοποίηση.’’Τι πρέπει να κάνω για να βγω ζωντανός από εδώ δαίμονα; Πες μου!’’ φώναξε το αγόρι κατατρομαγμένο.Οι τρίχες στο σβέρκο του δεν έλεγαν να κατέβουν απ’τη στιγμή που τα βήματα του τον είχαν οδηγήσει στο δάσος.Ίσως είχε υπερεκτιμήσει τις αντοχές του.Κάθε τόσο το μάτι του πλανιόταν τριγύρω ανεπαίσθητα.Ένοιωθε χιλιάδες δαιμόνια να ακούν ακόμα και την ανάσα του,κρυμμένα πίσω από κάθε δέντρο.’Ενοιωσε έναν κόμπο στο στομάχι.Ήταν σίγουρος πως είχε μετανοιώσει για αυτή την απερίσκεπτη ιδέα..
’’Χα,είσαι και θρασύς!’’ ούρλιαξε ο Δαίμονας, ‘’Μα επειδή βαρέθηκα τη μοναξιά,όσο εγώ θα σε οδηγώ στα έγκατα των νεκρών ψυχών,εμείς θα παίζουμε ένα παιχνίδι..’’Το παιδί ξεφύσησε με ανακούφιση,σαν να κρατούσε αιώνες την ανάσα του.’’Θα γίνω η συνείδηση σου,και εσύ θα μου απαντάς σε ότι σε ρωτάω..Αν οι απαντήσεις σου με ικανοποιούν τότε θα ρίχνω πούπουλα στη σχισμή που έχεις για καρδιά για να μπορέσεις να πετάξεις και να φύγεις..Αν όχι θα τη γεμίζω με κάρβουνα για να βαραίνεις και να μην καταφέρεις ποτέ να φτάσεις ως το τέλος..Λοιπόν,σύμφωνοι;’’ Ρώτησε. Το αγόρι έμεινε να κοιτάει το καχεκτικό πλάσμα απορημένο,μα εδώ που είχε φτάσει η συμφωνία ήταν η μόνη λύση.Ήλπιζε να φύγει το συντομότερο από τούτο το παρανοικό μέρος που χαλούσε την όμορφη μουσική της φύσης σαν παράφωνη συγχορδία.
Καθώς βάδιζαν μέσα στην καρδιά του δάσους που είχε αρχίζει να θυμίζει μουτζούρα,τα πεινασμένα σύννεφα είχαν ήδη καταπιεί το φεγγάρι και τα αστέρια.Το μόνο φως που υπήρχε σε αυτόν τον μαύρο πίνακα προερχόταν από ένα μικρό κόκκινο φαναράκι που κρατούσε ο Δαίμονας.Ξαφνικά η ψιλή φιγούρα ρώτησε το αγόρι: “Λοιπόν,τι αγαπάς περισσότερο σε τούτο τον κόσμο;” Το αγόρι κοντοστάθηκε κι ύστερα απάντησε: “Το ένστικτο μου γιατί με έχει οδηγήσει στο μονοπάτι της αλήθειας και την ελπίδα μου γιατί είναι ο φάρος μου στο σκοτάδι.”
Ο Δαίμονας έξισε το πηγούνι του δήθεν σκεφτικός.«Και για πες μου,λοιπόν,μικρό αγόρι..πως θα μπορέσεις να ξεχωρίσεις το ένστικτο απ’την ελπίδα;» «Μα το ένστικτο είναι παρορμητικό..ενώ η ελπίδα ξέρει πως να κρύβεται..» απάντησε εκείνο.Ο Δαίμονας δεν είπε τίποτα.Είχε ικανοποιηθεί απ’την απάντηση του μικρού κι έριξε ένα πούπουλο στη μικρή σχισμή που κοσμούσε το στήθος του,όπως είχε υποσχεθεί. «Ακόμα και να καταφέρεις να βγεις από εδώ..ποιος σου εγγυάται πως η ζωή δεν είναι αιώνια όπως θέλεις να ελπίζεις;» ρώτησε στη συνέχεια αιφνιδιάζοντας το αγόρι.
« Χμμ..κανείς..μα μπορώ να πω με σιγουριά πως αυτό που εσύ αποκαλείς θάνατο εγώ το ονομάζω νέα μορφή ζωής..πάρε παράδειγμα τους πάγους που λιώνουν και ύστερα γίνονται νερό..τα ξύλα που προσφέρουν θερμότητα μα γίνονται στάχτη..» Ο Δαίμονας έμεινε και πάλι σιωπηλός αγριοκοιτάζοντας το αγόρι.Ήταν έξυπνο.Διστακτικά αυτή τη φορά,τοποθέτησε άλλο ένα πούπουλο στη σχισμή. Το αγόρι είχε αρχίσει να ακουφίζεται αλλά προσπάθησε να το κρύψει.
«Τι σε καθιστά ικανό να μπορείς να ξεχωρίσεις την φαντασία απ’την ψευδαίσθηση,μικρέ; Πως είσαι σίγουρος πως τώρα ζεις;» συνέχισε ο φύλακας του δάσους. «Μα η ζωή είναι αντίληψη,δεν είναι ούτε ψευδαίσθηση,ούτε πραγματικότητα.Αυτό που εσύ ονομάζεις ψευδαίσθηση είναι η κατώτερη μορφή φαντασίας,εκείνη που τρέφεται από φόβους,ανησυχίες,πάθη και αρνητικές σκεπτομορφές..ενώ η αληθινή φαντασία είναι αυτό που μπορεί να γίνει μα δεν έχει γίνει ακόμη..είναι μια πραγματικότητα που γεννιέται..»
Ήταν φανερό πως ο Δαίμονας είχε εκνευριστεί! Δεν ήταν δυνατό ένα αγόρι να κατείχε τέτοια σοφία! Δεν είχε επιτρέψει σε κανέναν άνθρωπο να φύγει από τούτο το δάσος και δεν θα το επέτρεπε ποτέ! Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να τον παγιδέψει! «Άκου μικρέ..» είπε τελικά κι η φωνή του ήταν γεμάτη ηρεμία. «Δεν είσαι σε θέση να γνωρίζεις τίποτα..δεν ξέρεις καν αν υπάρχεις στ’αλήθεια..ακόμα κι αυτή τη στιγμή που μιλάμε..εσύ κι οι σκέψεις σου μπορεί να βρίσκεστε πεταμένοι στον κάδο ενός αχανούς πολυσύμπαντος με άπειρες μορφές ζωής,πολύ ανώτερες απ’τη δική σου..μπορεί να είσαι ένα άχρηστο τίποτα..ένα λάθος..»
Το πρόσωπο του αγοριού σκοτείνιασε. « Μα απ’τη στιγμή που θέλω να υπάρξω δεν έχει σημασία το που βρίσκομαι αλλά το τι είμαι έτοιμος να κάνω..ακόμα και λάθος να είμαι,υπάρχω για να βοηθάω με τον τρόπο μου το σωστό,όποιο κι αν είναι αυτό..και πιστεύω στα θαύματα..»
«Αυτό που εσύ αποκαλείς θαύμα αυθάδες πλάσμα,είναι μία πιθανότητα ανάμεσα σε όλες τις άλλες,υποκινούμενη απ’τις ευνοικές καταστάσεις του πλέγματος που συνδέει τις ζωές σε μία..Πως μπορείς εσύ,ένα μικροσκοπικό κύτταρο να αλλάξεις την ιδιότητα σου βγαίνοντας απ’τα όρια της ύπαρξης σου με σκοπό να ζήσεις μια ζωή που δεν θα μπορέσεις ποτέ να κατανοήσεις;»
Ο μικρός πήρε το θάρρρος να απαντήσει ύστερα από λίγα λεπτά.: «Θα βοηθήσω και τα υπόλοιπα κύτταρα,όπως αποκαλείς τους ανθρώπους,να θελήσουν κι κείνα..και τότε ο οργανισμός που μας φιλοξενεί θα νοιώσει την αλλαγή που συμβαίνει μέσα του και μαζί του θα μπορέσουμε να εξελιχθούμε κι εμείς..Αυτή είναι η ουσία της ζωής..Η αλλαγή,η μεταμόρφωση..»
Ο Δαίμονας έμοιαζε με ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί και να καταπιεί το κακόμοιρο αγόρι αλλά συνέχισε τη συζήτηση. «Για πες μου έξυπνε νεαρέ..πως είναι δυνατόν ένα λουλούδι να καταφέρει να γίνει άνθρωπος εξαιτίας μιας καταδικασμένης θέλησης απ’την στιγμή που δεν έχει την απαραίτητη συνείδηση να αντιληφθεί το πως είναι να ζεις μια διαφορετική κι ανώτερη μορφή ζωής;..είναι ένα απλό λουλούδι που συντελεί κι κείνο στο σκοπό του κόσμου με την μικρή του ύπαρξη..αυτό δεν μπορεί να αλλάξει γιατί έτσι είναι ο νόμος της ζωής..»
«Δεν θέλω να τα βάλω με το νόμο της ζωής..και γνωρίζω ότι το κάθε τι στη φύση έχει το δικό του λόγο ύπαρξης,τη δική του σοφία..ούτε επιδιώκω να γίνω κάτι ανώτερο γιατί ήδη αντιμετωπίζω την ύπαρξη μου ως την ανώτερη απ’όλες..όχι από εγωισμό,όχι από φόβο..αλλά από αγάπη και σεβασμό..δεν ωφελεί να ασκώ την εξουσία στο όνομα μιας ανώτερης ύπαρξης απ’την στιγμή που δεν έχω ανακαλύψει πλήρως τη δική μου..ίσως κάποτε να ήμουν λουλούδι,ίσως και κάποιο ζώο..και τα φυτά και τα ζώα ζούνε μέσα μου,νοιώθω τα χαρακτηριστικά τους μέσα στην προσωπικότητα μου..όπως νοιώθω ότι είναι ώρα να μεταμορφωθώ σε κάτι που ήδη προυπάρχει μέσα μου σε λανθάνουσα μορφή..κάτι όμορφο,αιώνιο κι αληθινό..κι απ’τη στιγμή που το αισθάνομαι τότε μπορώ και να γίνω..δεν θέλω να αλλάξει η φύση μου,θέλω να κουβαλήσω τις αναμνήσεις της και μαζί να ξυπνήσουμε αυτό που κοιμάται μέσα της..το θεό του σύμπαντος..»
«Πολυλογάς και ξερόλας δίχως πείρα! Χα-χα-χα!! Θεός του σύμπαντος,είπες; Είσαι πολύ ονειροπαρμένος μικρέ..Ζεις μέσα στο συναίσθημα και αγνοείς τη λογική σου.Πολύ φοβάμαι πως η περίσσια αγάπη και η ελπίδα που κυλάνε μέσα σου θα σε πνίξουν αν δεν μπορέσεις να τις κατευθύνεις σωστά και με ψυχραιμία..Αν δεν τα έχεις βρει με τον εαυτό σου,εκείνος είναι που θα σκοτώσει πιο σκληρά από κάθε άλλο εχθρό.Δεν με πείθει η σοφή μα αφελής σου φύση.»
Το αγόρι ένοιωσε πως είχε στερέψει από λόγια και δεν έβγαλε άχνα.Βουρκωμένο έριξε το λυπημένο του βλέμμα στο χώμα.Ο Δαίμονας χαχάνιζε και έτριβε τις παλάμες του..Είχε νικήσει,όπως πάντα!Έτσι άρχισε να ρίχνει στη σχισμή του αγοριού μπόλικα κάρβουνα ώστε να βαρύνει και να σωριαστεί στο χώμα εξουθενωμένος απ’την απογοήτευση της ζωής κάτω απ’το ανελέητο βλέμμα του διψασμένου Δαίμονα.Κάρφωσε τα ύπουλα του μάτια πάνω στο αθώο βλέμμα του αγοριού.Εκείνο ένοιωθε να του ρουφάνε την ψυχή μέσα απ’το στόμα..Ένοιωθε να σβήνει η ύπαρξη του..
«Σταμάτα,δεν αντέχω άλλο!» φώναξε ξαφνικά! «Δεν θέλω να πεθάνω..Θέλω να φύγω από δω..νοιώθω να τρελαίνομαι..!Σε παρακαλώ λυπήσου με..» τσίριξε.Μα το βλέμμα του Δαίμονα είχε κολλήσει σα βδέλλα πάνω του και ένοιωθε χιλιάδες σουβλιές στο κορμί του. Όλα φάνηκαν να ξεμακραίνουν,να πλησιάζουν τόσο πολύ που νόμιζε πως θα τον έπνιγαν.Ήταν λες και κάποιος προσπαθούσε να τον συμπιέσει ώστε να τον χωρέσει σε ένα μικρό μπουκάλι.
Ασφυκτιούσε! Τα μάτια του θόλωσαν..Όλα έμοιαζαν τόσο κενά. Τα βλέφαραν γέμισαν αίμα και σκοτάδι. Το μυαλό του σφυροκοπούσε,ένοιωσε το σώμα του βαρύ κι ακήκωτο. Ένοιωθε να λιώνει. Δεν μπορεί,κάπως έπρεπε να σωθεί!Υπήρχε κάποια ελπίδα! ”Αρκετά!!Δαίμονα σε προκαλώ!” φώναξε με όση δύναμη του είχε απομείνει. Ο Δαίμονας έβγαλε μια μακρόσυρτη κραυγή που ταξίδεψε μέχρι την καρδιά της γης και πέρα απ’τις παγωμένες οροσειρές.
Το δάσος σάλεψε.Έπειρα χασκογέλασε νευρικά για ακόμα μια φορά.Ίσως και να το διασκέδαζε καταβάθος.Καιρό είχε να πετύχει έναν τόσο άξιο αντίπαλο και δεν ήθελε να τον ξεφορτωθεί όσο σύντομα έδειχνε. ’’Λέγε..!Σ’ακούω..!’’ πρόσταξε δυνατά. Το αγόρι μάζεψε τα κομμάτια του και σύρθηκε πλάι στο Δαίμονα.
’’Πριν με ρουφήξει το τίποτα και πάψω να υπάρχω πια,θέλω να λύσεις ένα γρίφο που μονάχα οι πιο σοφοί καταφέρνουν..’’ ‘’Εσύ; Να βάλεις γρίφο σε μένα; Χαχαχα,κανείς δεν το έχει κάνει μέχρι τώρα! Κανείς δεν θεωρεί τον εαυτό του πιο έξυπνο από μένα!Πως τολμάς κακόμοιρε;Πώς;’’ Ούρλιαξε σαν τσακάλι και φάνηκαν τα κοφτερά του δόντια.Έμοιαζε με λιοντάρι που μόλις είχε βγει απ’το κλουβί του.Το αγόρι όμως κατάφερε να παραμείνει ψύχραιμο.Δεν είχε πια να χάσει κάτι.‘’Αφού δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα από ένα χωριατόπαιδο,τότε δεν θα αρνηθείς την πρόταση μου..Έτσι,και θα αποδείξεις πως είσαι άξιος τρόμου και σεβασμού και θα γευτείς τη γλύκα της ήττας μου..’’ ψιθύρισε κι ο Δαίμονας πείστηκε:‘’Ωραία,λοιπόν..σ’ακούω!’’γρύλισε.
«Παιδί ατίθασο,είναι της μοίρας..
Μα δίχως αυτήν η αλήθεια ονειρεύεται..
Κι η ζωή κοιμάται τον ύπνο το βαρύ..
Φίλους καλούς έχει λίγους..
Γιατί εύκολα κανείς δεν την αναγνωρίζει..
Και σαν φτάσει η ώρα να τελειώσει..
Φίλοι πολλοί κοσμούν το νεκροκρέβατο της..»
Τραγούδισε σιωπηλά το ποιηματάκι που του είχε διαβάσει κάποτε ο πατέρας του σε ένα παιδικό βιβλίο,όταν οι άλλοι φίλοι του μάθαιναν τις αρετές του πολέμου. «Έχεις τρεις ευκαιρίες να βρεις ποιο είναι το όνομα αυτής της αξίας..» είπε σιωπηλά και θαραλλέα.
«Αν αποτύχεις θα με αφήσεις να πεθάνω γλυκά..Είμαι τόσο κουρασμένος που τίποτα δεν με βαστάει πια..Αν επιτύχεις,τότε σου δίνω την ψυχή μου για να τραφείς..» είπε και έκλεισε για λίγο τα βλέφαρα. Ο δαίμονας στραβομουτσούνιασε.Τί ήταν πάλι τούτο; Αυτός δεν είχε πει πως ήθελε να φύγει από εκεί μέσα το συντομότερο δυνατό;!
«Βλέπεις,μπορεί να είσαι δαίμονας,σου λείπει όμως και σένα κάτι..Κανείς δεν είναι τέλειος..Αξία δίνουμε σε κάτι μόνο όταν παλέψουμε για κείνο..Αλλιώς κοντεύουμε να ξεχάσουμε ακόμα και τι σημαίνει..».
Ο Δαίμονας παρατηρούσε το αγόρι σαστισμένος. Ακόμα και μισοπεθαμένος μουρμούριζε τα λόγια ενός ονειροπαρμένου αντί να παρακαλάει για έλεος. Πρώτη φορά συναντούσε κάτι τέτοιο. Σκέφτηκε για λίγη ώρα τι μπορεί να ήταν αυτό για το οποίο μιλούσε το ποίημα.
Ξαφνικά είχε ξεχάσει πως το μόνο που ήθελε ήταν να ρουφήξει τη ζωή απ’το αγόρι.Απορροφήθηκε σε σκέψεις μετά απ’τα ακατανόητα λεγόμενα του.Πως ήταν δυνατόν να μην ήταν τέλειος ο ίδιος; Τίποτα δεν του έλειπε..Ήταν Δαίμονας πανάθεμα!Αφέντης των ανθρώπων! «Χμμ...» μουρμούρισε τελικά. «Σου έχω την απάντηση που ζητάς..!»
«Πες μου,λοιπόν..» αποκρίθηκε το παιδί. «Μιλάς για την αγάπη..το πιο αδύναμο των συναισθημάτων... την πιο μεγάλη ψευδαίσθηση απ’όλες!» ειρωνεύτηκε. Το αγόρι του είπε πως έκανε λάθος και πως είχε μόνο άλλες δύο ευκαιρίες. Είχε αρχίσει να χαμογελάει σαν να ταξίδευε σε όνειρο, κι αυτό είχε θυμώσει τον Δαίμονα όσο ποτέ άλλοτε.
Δεν του άρεζε να μην τον φοβούνται. «Πανάθεμα σε..θα το βρω!Κι όταν το βρω,πίστεψε με..Ο Χάρος θα ξεσκίσει δίχως έλεος τη μικρή σου καρδιά και ο πόνος που θα βιώσεις θα’ναι τόσο σκληρός που θα μείνει ανεξίτηλος στη μνήμη του κόσμου,θα τρομάζει μανάδες και παιδιά..Τα ουρλιαχτά σου θα σκίσουν όρη και βουνά!Το αίμα σου θα λερώσει λίμνες και ποτάμια..Τα χαμένα σου όνειρα θα γίνουν κοράκια και θα τρώνε κουφάρια!Η αγάπη σου θα γίνει το δηλητήριο των ερπετών! Θα είσαι ένας καταραμένος,ένα βδέλυγμα..! Μια αποτυχία! Μ’ακούς;»
Μα το αγόρι δεν άκουγε τη βραχνιασμένη συριστική φωνή..Άκουγε όμορφες μελωδίες να τον καλούν από κάπου μακριά..’Ακουγε τους γονείς του να τον νανουρίζουν και να μαλώνουν σε ποιον μοιάζει περισσότερο. Άκουγε ξωτικά να συζητούν και να γελούν, άκουγε τις βροντερές μπότες των νάνων απ’τα ορυχεία που είχαν μέσα στα βουνά..Άκουγε παιδιά να παίζουν χαρούμενα! Έβλεπε περιστέρια να πετούν ανέμελα,τη θάλασσα να ερωτοτροπεί με τη στεριά,διέκρινε το άσμα του ανέμου,τις συνομιλίες των δέντρων,το λίκνισμα των λουλουδιών. Ένοιωθε ένα με τα πάντα..Είχε ξεχάσει που βρισκόταν το θνητό του σώμα,είχε ξεχάσει τον πόνο που ένοιωθε πριν..Τώρα έτρεχε στα λιβάδια,ελαφρύς σαν αεράκι,πηδούσε πάνω στα σύννεφα,έκλαιγε μαζί τους. Ένοιωθε Θεός..
Ο Δαίμονας δεν είχε καταφέρει ποτέ να βρει τη λέξη απ’το γρίφο του μικρού.Τόσα χρόνια είχαν περάσει αλλά τίποτα. Και κάθε φορά που περίεργοι περαστικοί τολμούσαν και παιρνούσαν το κατώφλι του ‘δάσους της νυχτιάς’ εκείνος δεν τους ρωτούσε τίποτα άλλο πέρα απ’το συγκεκριμένο γρίφο.Του είχε γίνει έμμονη ιδέα να μάθει τι ήταν αυτό που τον όριζε ημιτελή.
Τον βασάνιζε χρόνια ο γρίφος κι αυτό θα συνέβαινε για πολύ καιρό ακόμα.Μέχρις ότου κάποιος θαραλλέος ταξιδιώτης του αποκάλυπτε με σιγουριά ποια ήταν η αξία που δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει απ’τη φύση του ο Δαίμονας σε αντίθεση με τους ανθρώπους. Εκείνοι πάλευαν για να την έχουν. Κι ήταν το πολυτιμότερο των αγαθών.Εκείνοι που την κατανοούσαν γίνονταν σοφοί.Ούτε ο θάνατος που ήξερε πολύ καλά ποια ήταν,δεν του έλεγε τίποτα γιατί αν το έκανε ουέ κι αλίμονο στις επόμενες ψυχές.
Έτσι είχε ο νόμος της ζωής κι αυτό δεν θα άλλαζε ποτέ. Η ζωή χάριζε,ο θάνατος μεταμόρφωνε,οι δαίμονες δίδασκαν κι οι άγγελοι συντρόφευαν. Ο Δαίμονας είχε ορκιστεί πως θα άφηνε ελεύθερο το γενναίο άνθρωπο που θα νικούσε την ευφυία του. Μπορεί το αγόρι να είχε αφήσει την τελευταία του πνοή στα αιματοβαμένα χώματα απ’το καταφύγιο του,όμως δεν είχε προλάβει να του πάρει τη ζωή.
Έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσε ποτέ να το κάνει.Μπορούσε μόνο να σπείρει το σκοτάδι για να μοιράσει ύστερα τη ζωή..Αυτή ήταν η ευλογία κι η κατάρα του,κι ας μην το γνώριζε..Τέτοιες ψυχές σαν του αγοριού δύσκολα φυλακίζονται..Γιατί έχουν φτερά και ταξιδεύουν..Ελεύθερες..Έχουν μάθει να πετούν κι όχι να σέρνονται.Ακόμα και στο σκοτάδι διακρίνουν το φως.Έχουν μάθει να σκαρφαλώνουν κι όχι να ψάχνουν περάσματα..Παλεύουν για την ελευθερία..
Θα στοίχειωνε για πάντα το μυαλό του Δαίμονα τούτο το αγόρι. Με το μυστήριο γρίφο του είχε καταφέρει να του κλέψει την καρδιά. Και λένε πως αν κλέψεις την καρδιά ενός Δαίμονα,κατέχεις το κλειδί του παραδείσου..
Κανείς δεν τολμούσε να πατήσει το πόδι του στο ‘δάσος της νυχτιάς’ ακόμα κι αν ήταν μέρα. Ήταν το μόνο μέρος στο οποίο οι θεραπευτικές αχτίδες του ήλιου δεν φώτιζαν ποτέ και δεν ασκούσαν καμία ευεργετική επίδραση πάνω στη φύση.Εκεί,βασίλευε μονάχα η σκοτεινιά..
Αίμα είχε σκεπάσει το θολωτό ουρανό και το έρεβος κυλούσε σαν μελανό ποτάμι μέσα στις φλέβες τις γης. Είχε φυλακίσει το δάσος στον κατάμαυρο ιστό του με τη δεξιοτεχνία και την απόκοσμη γοητεία της αράχνης. Όσοι τολμηροί βάλθηκαν να ικανοποιήσουν το περίσσιο θάρρος τους και να προκαλέσουν τη μοίρα τους διασχίζοντας το ίδιο το τίποτα,λένε πως, δίμετρα σκιερά όντα με γαμψά νύχτια και μάτια σαν φωτιά κατασπάραξαν το κορμί και ρούφηξαν την δύστυχη ψυχή τους απαλλάσοντας τους απ’το μαρτύριο της ζωής..
Κι όσες μοναχικές ψυχές γοητεύονταν απ’τη δυσοσμία της θλίψης και του θανάτου,μαγνητίζονταν απ’το το δάσος που τους καλούσε το ίδιο να δοκιμάσουν την πίστη τους στη ζωή..Μα καμιά ψυχή δεν έβγαινε απ’το ‘δάσος της νυχτιάς’..Το δάσος ήταν η παγίδα της εκμηδένισης. Η παγίδα του τέλους. Το χείλος του θανάτου.
Ώσπου ένα βράδυ,το αγόρι του χωριού,που είχε τη φήμη του πιο αλλόκοτου κι απροσάρμοστου ανθρώπου νικήθηκε απ’την ονειροπαρμένη του φύση κι αποφάσισε να εισβάλει στο δάσος μονάχο και δίχως να το γνωρίζει κανείς.’’Έτσι κι αλλιώς,δεν πρόκειται να λείψω σε κανέναν..’’ συνέχιζε να λέει συνεχώς στον εαυτό του για να πάρει κουράγιο.
Αντιμετώπιζε το δάσος σαν μια πρόκληση για τη γενναία του καρδιά.
Μα εκείνοι δεν καταλάβαιναν τα λεγόμενα του και με τα χρόνια τα ξέχασαν.Ξέχασαν πως στη θέση της καρδιάς είχαν ένα κενό,κι όσο το ξεχνούσαν τόσο εκείνο κόντευε να κλείσει κινδυνεύοντας να μην ανοίξει ποτέ ξανά.Ο Θάνατος απ’την άλλη,δεν ήθελε ποτέ να κλείσουν τούτες οι σχισμές μα ούτε και να μεταμορφωθούν σε καρδιές.Όσο η ζωή θα του χάριζε ανθρώπους, ή αλλιώς κουμπαράδες συναισθημάτων όπως τους ονόμαζε κοροιδευτικά,εκείνος θα τρέφονταν απ’τους συνεχείς θανάτους τους.Έτσι ήταν φτιαγμένος ο τροχός της μοίρας απ’την αρχή του κόσμου κι αυτό δεν θα άλλαζε.
Το αγόρι περπατούσε ώρες ολόκληρες ώσπου ξαφνικά έφτασε στο λόφο έξω απ’το χωριό.Μπροστά του υψωνόταν το μακάβριο τοπίο της εγκατάλειψης και του άγνωστου.Όλα θύμιζαν χάρτινα κατασκευάσματα έτσι βουβά κι ακίνητα που έστεκαν.Άρχισε να βαδίζει διστακτικά κοιτώντας τριγύρω τρομαγμένος.
Ταράχτηκε η καρδιά του απ’τους ανατριχιακούς ήχους της κουκουβάγιας και απ’τα απόκοσμα τραγούδια των νυχτόβιων πτηνών.Όμως σφίχτηκε μέσα στο λεπτό του παλτό και συνέχισε το παρανοικό του ταξίδι.Όλα καλά ως εκεί.Δεν είχε εμφανιστεί κανένα αποκρουστικό δαιμόνιο.Προς απάντηση στη σκέψη του αυτή,τσουπ,ξεπρόβαλλε πίσω από μια συστάδα θάμνων ένα ψιλόλιγνο γερασμένο πλάσμα με λευκό δέρμα,τυλιγμένο σε μια μαύρη μάλλινη κάπα.Τα μάτια θύμιζαν φλόγες έτοιμες να ξεχυθούν.
’’Καλωσήλθες ταξιδιώτη..Είμαι ο Δαίμονας της σκιάς,ο φύλακας του κρυμμένου δάσους.’’ Ξεστόμισε με τρεμουλιαστή τσιριχτή φωνή που κάθε άλλο παρά φιλική ακουγόταν.Το αγόρι έγινε κάτασπρο σαν το πανί.’’Εισέβαλες στο δάσος χωρίς την άδεια μου γι’αυτό και δεν θα σου επιτρέψω να φτάσεις ως το τέλος του..Είσαι τόσο νέος..Χμμμ!Μια λιχουδιά ότι πρέπει!’’ συνέχισε χαχανίζοντας συνομωτικά κι άπλωσε τα μακρουλά του δάχτυλα πάνω απ’το κεφάλι του παιδιού.
Εκείνο τραβήχτηκε..’’Μα μη φοβάσαι..Δεν έχω τη δικαιοδοσία να σε σκοτώσω,μόνο να τραφώ από εσένα..Ο μόνος που μπορεί να σε σκοτώσει εδώ πέρα είναι ο εαυτός σου και μόνο..’’ είπε τελικά και το πρόσωπο του φωτίστηκε από ικανοποίηση.’’Τι πρέπει να κάνω για να βγω ζωντανός από εδώ δαίμονα; Πες μου!’’ φώναξε το αγόρι κατατρομαγμένο.Οι τρίχες στο σβέρκο του δεν έλεγαν να κατέβουν απ’τη στιγμή που τα βήματα του τον είχαν οδηγήσει στο δάσος.Ίσως είχε υπερεκτιμήσει τις αντοχές του.Κάθε τόσο το μάτι του πλανιόταν τριγύρω ανεπαίσθητα.Ένοιωθε χιλιάδες δαιμόνια να ακούν ακόμα και την ανάσα του,κρυμμένα πίσω από κάθε δέντρο.’Ενοιωσε έναν κόμπο στο στομάχι.Ήταν σίγουρος πως είχε μετανοιώσει για αυτή την απερίσκεπτη ιδέα..
’’Χα,είσαι και θρασύς!’’ ούρλιαξε ο Δαίμονας, ‘’Μα επειδή βαρέθηκα τη μοναξιά,όσο εγώ θα σε οδηγώ στα έγκατα των νεκρών ψυχών,εμείς θα παίζουμε ένα παιχνίδι..’’Το παιδί ξεφύσησε με ανακούφιση,σαν να κρατούσε αιώνες την ανάσα του.’’Θα γίνω η συνείδηση σου,και εσύ θα μου απαντάς σε ότι σε ρωτάω..Αν οι απαντήσεις σου με ικανοποιούν τότε θα ρίχνω πούπουλα στη σχισμή που έχεις για καρδιά για να μπορέσεις να πετάξεις και να φύγεις..Αν όχι θα τη γεμίζω με κάρβουνα για να βαραίνεις και να μην καταφέρεις ποτέ να φτάσεις ως το τέλος..Λοιπόν,σύμφωνοι;’’ Ρώτησε. Το αγόρι έμεινε να κοιτάει το καχεκτικό πλάσμα απορημένο,μα εδώ που είχε φτάσει η συμφωνία ήταν η μόνη λύση.Ήλπιζε να φύγει το συντομότερο από τούτο το παρανοικό μέρος που χαλούσε την όμορφη μουσική της φύσης σαν παράφωνη συγχορδία.
Καθώς βάδιζαν μέσα στην καρδιά του δάσους που είχε αρχίζει να θυμίζει μουτζούρα,τα πεινασμένα σύννεφα είχαν ήδη καταπιεί το φεγγάρι και τα αστέρια.Το μόνο φως που υπήρχε σε αυτόν τον μαύρο πίνακα προερχόταν από ένα μικρό κόκκινο φαναράκι που κρατούσε ο Δαίμονας.Ξαφνικά η ψιλή φιγούρα ρώτησε το αγόρι: “Λοιπόν,τι αγαπάς περισσότερο σε τούτο τον κόσμο;” Το αγόρι κοντοστάθηκε κι ύστερα απάντησε: “Το ένστικτο μου γιατί με έχει οδηγήσει στο μονοπάτι της αλήθειας και την ελπίδα μου γιατί είναι ο φάρος μου στο σκοτάδι.”
Ο Δαίμονας έξισε το πηγούνι του δήθεν σκεφτικός.«Και για πες μου,λοιπόν,μικρό αγόρι..πως θα μπορέσεις να ξεχωρίσεις το ένστικτο απ’την ελπίδα;» «Μα το ένστικτο είναι παρορμητικό..ενώ η ελπίδα ξέρει πως να κρύβεται..» απάντησε εκείνο.Ο Δαίμονας δεν είπε τίποτα.Είχε ικανοποιηθεί απ’την απάντηση του μικρού κι έριξε ένα πούπουλο στη μικρή σχισμή που κοσμούσε το στήθος του,όπως είχε υποσχεθεί. «Ακόμα και να καταφέρεις να βγεις από εδώ..ποιος σου εγγυάται πως η ζωή δεν είναι αιώνια όπως θέλεις να ελπίζεις;» ρώτησε στη συνέχεια αιφνιδιάζοντας το αγόρι.
« Χμμ..κανείς..μα μπορώ να πω με σιγουριά πως αυτό που εσύ αποκαλείς θάνατο εγώ το ονομάζω νέα μορφή ζωής..πάρε παράδειγμα τους πάγους που λιώνουν και ύστερα γίνονται νερό..τα ξύλα που προσφέρουν θερμότητα μα γίνονται στάχτη..» Ο Δαίμονας έμεινε και πάλι σιωπηλός αγριοκοιτάζοντας το αγόρι.Ήταν έξυπνο.Διστακτικά αυτή τη φορά,τοποθέτησε άλλο ένα πούπουλο στη σχισμή. Το αγόρι είχε αρχίσει να ακουφίζεται αλλά προσπάθησε να το κρύψει.
«Τι σε καθιστά ικανό να μπορείς να ξεχωρίσεις την φαντασία απ’την ψευδαίσθηση,μικρέ; Πως είσαι σίγουρος πως τώρα ζεις;» συνέχισε ο φύλακας του δάσους. «Μα η ζωή είναι αντίληψη,δεν είναι ούτε ψευδαίσθηση,ούτε πραγματικότητα.Αυτό που εσύ ονομάζεις ψευδαίσθηση είναι η κατώτερη μορφή φαντασίας,εκείνη που τρέφεται από φόβους,ανησυχίες,πάθη και αρνητικές σκεπτομορφές..ενώ η αληθινή φαντασία είναι αυτό που μπορεί να γίνει μα δεν έχει γίνει ακόμη..είναι μια πραγματικότητα που γεννιέται..»
Ήταν φανερό πως ο Δαίμονας είχε εκνευριστεί! Δεν ήταν δυνατό ένα αγόρι να κατείχε τέτοια σοφία! Δεν είχε επιτρέψει σε κανέναν άνθρωπο να φύγει από τούτο το δάσος και δεν θα το επέτρεπε ποτέ! Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να τον παγιδέψει! «Άκου μικρέ..» είπε τελικά κι η φωνή του ήταν γεμάτη ηρεμία. «Δεν είσαι σε θέση να γνωρίζεις τίποτα..δεν ξέρεις καν αν υπάρχεις στ’αλήθεια..ακόμα κι αυτή τη στιγμή που μιλάμε..εσύ κι οι σκέψεις σου μπορεί να βρίσκεστε πεταμένοι στον κάδο ενός αχανούς πολυσύμπαντος με άπειρες μορφές ζωής,πολύ ανώτερες απ’τη δική σου..μπορεί να είσαι ένα άχρηστο τίποτα..ένα λάθος..»
Το πρόσωπο του αγοριού σκοτείνιασε. « Μα απ’τη στιγμή που θέλω να υπάρξω δεν έχει σημασία το που βρίσκομαι αλλά το τι είμαι έτοιμος να κάνω..ακόμα και λάθος να είμαι,υπάρχω για να βοηθάω με τον τρόπο μου το σωστό,όποιο κι αν είναι αυτό..και πιστεύω στα θαύματα..»
«Αυτό που εσύ αποκαλείς θαύμα αυθάδες πλάσμα,είναι μία πιθανότητα ανάμεσα σε όλες τις άλλες,υποκινούμενη απ’τις ευνοικές καταστάσεις του πλέγματος που συνδέει τις ζωές σε μία..Πως μπορείς εσύ,ένα μικροσκοπικό κύτταρο να αλλάξεις την ιδιότητα σου βγαίνοντας απ’τα όρια της ύπαρξης σου με σκοπό να ζήσεις μια ζωή που δεν θα μπορέσεις ποτέ να κατανοήσεις;»
Ο μικρός πήρε το θάρρρος να απαντήσει ύστερα από λίγα λεπτά.: «Θα βοηθήσω και τα υπόλοιπα κύτταρα,όπως αποκαλείς τους ανθρώπους,να θελήσουν κι κείνα..και τότε ο οργανισμός που μας φιλοξενεί θα νοιώσει την αλλαγή που συμβαίνει μέσα του και μαζί του θα μπορέσουμε να εξελιχθούμε κι εμείς..Αυτή είναι η ουσία της ζωής..Η αλλαγή,η μεταμόρφωση..»
Ο Δαίμονας έμοιαζε με ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί και να καταπιεί το κακόμοιρο αγόρι αλλά συνέχισε τη συζήτηση. «Για πες μου έξυπνε νεαρέ..πως είναι δυνατόν ένα λουλούδι να καταφέρει να γίνει άνθρωπος εξαιτίας μιας καταδικασμένης θέλησης απ’την στιγμή που δεν έχει την απαραίτητη συνείδηση να αντιληφθεί το πως είναι να ζεις μια διαφορετική κι ανώτερη μορφή ζωής;..είναι ένα απλό λουλούδι που συντελεί κι κείνο στο σκοπό του κόσμου με την μικρή του ύπαρξη..αυτό δεν μπορεί να αλλάξει γιατί έτσι είναι ο νόμος της ζωής..»
«Δεν θέλω να τα βάλω με το νόμο της ζωής..και γνωρίζω ότι το κάθε τι στη φύση έχει το δικό του λόγο ύπαρξης,τη δική του σοφία..ούτε επιδιώκω να γίνω κάτι ανώτερο γιατί ήδη αντιμετωπίζω την ύπαρξη μου ως την ανώτερη απ’όλες..όχι από εγωισμό,όχι από φόβο..αλλά από αγάπη και σεβασμό..δεν ωφελεί να ασκώ την εξουσία στο όνομα μιας ανώτερης ύπαρξης απ’την στιγμή που δεν έχω ανακαλύψει πλήρως τη δική μου..ίσως κάποτε να ήμουν λουλούδι,ίσως και κάποιο ζώο..και τα φυτά και τα ζώα ζούνε μέσα μου,νοιώθω τα χαρακτηριστικά τους μέσα στην προσωπικότητα μου..όπως νοιώθω ότι είναι ώρα να μεταμορφωθώ σε κάτι που ήδη προυπάρχει μέσα μου σε λανθάνουσα μορφή..κάτι όμορφο,αιώνιο κι αληθινό..κι απ’τη στιγμή που το αισθάνομαι τότε μπορώ και να γίνω..δεν θέλω να αλλάξει η φύση μου,θέλω να κουβαλήσω τις αναμνήσεις της και μαζί να ξυπνήσουμε αυτό που κοιμάται μέσα της..το θεό του σύμπαντος..»
«Πολυλογάς και ξερόλας δίχως πείρα! Χα-χα-χα!! Θεός του σύμπαντος,είπες; Είσαι πολύ ονειροπαρμένος μικρέ..Ζεις μέσα στο συναίσθημα και αγνοείς τη λογική σου.Πολύ φοβάμαι πως η περίσσια αγάπη και η ελπίδα που κυλάνε μέσα σου θα σε πνίξουν αν δεν μπορέσεις να τις κατευθύνεις σωστά και με ψυχραιμία..Αν δεν τα έχεις βρει με τον εαυτό σου,εκείνος είναι που θα σκοτώσει πιο σκληρά από κάθε άλλο εχθρό.Δεν με πείθει η σοφή μα αφελής σου φύση.»
Το αγόρι ένοιωσε πως είχε στερέψει από λόγια και δεν έβγαλε άχνα.Βουρκωμένο έριξε το λυπημένο του βλέμμα στο χώμα.Ο Δαίμονας χαχάνιζε και έτριβε τις παλάμες του..Είχε νικήσει,όπως πάντα!Έτσι άρχισε να ρίχνει στη σχισμή του αγοριού μπόλικα κάρβουνα ώστε να βαρύνει και να σωριαστεί στο χώμα εξουθενωμένος απ’την απογοήτευση της ζωής κάτω απ’το ανελέητο βλέμμα του διψασμένου Δαίμονα.Κάρφωσε τα ύπουλα του μάτια πάνω στο αθώο βλέμμα του αγοριού.Εκείνο ένοιωθε να του ρουφάνε την ψυχή μέσα απ’το στόμα..Ένοιωθε να σβήνει η ύπαρξη του..
«Σταμάτα,δεν αντέχω άλλο!» φώναξε ξαφνικά! «Δεν θέλω να πεθάνω..Θέλω να φύγω από δω..νοιώθω να τρελαίνομαι..!Σε παρακαλώ λυπήσου με..» τσίριξε.Μα το βλέμμα του Δαίμονα είχε κολλήσει σα βδέλλα πάνω του και ένοιωθε χιλιάδες σουβλιές στο κορμί του. Όλα φάνηκαν να ξεμακραίνουν,να πλησιάζουν τόσο πολύ που νόμιζε πως θα τον έπνιγαν.Ήταν λες και κάποιος προσπαθούσε να τον συμπιέσει ώστε να τον χωρέσει σε ένα μικρό μπουκάλι.
Ασφυκτιούσε! Τα μάτια του θόλωσαν..Όλα έμοιαζαν τόσο κενά. Τα βλέφαραν γέμισαν αίμα και σκοτάδι. Το μυαλό του σφυροκοπούσε,ένοιωσε το σώμα του βαρύ κι ακήκωτο. Ένοιωθε να λιώνει. Δεν μπορεί,κάπως έπρεπε να σωθεί!Υπήρχε κάποια ελπίδα! ”Αρκετά!!Δαίμονα σε προκαλώ!” φώναξε με όση δύναμη του είχε απομείνει. Ο Δαίμονας έβγαλε μια μακρόσυρτη κραυγή που ταξίδεψε μέχρι την καρδιά της γης και πέρα απ’τις παγωμένες οροσειρές.
Το δάσος σάλεψε.Έπειρα χασκογέλασε νευρικά για ακόμα μια φορά.Ίσως και να το διασκέδαζε καταβάθος.Καιρό είχε να πετύχει έναν τόσο άξιο αντίπαλο και δεν ήθελε να τον ξεφορτωθεί όσο σύντομα έδειχνε. ’’Λέγε..!Σ’ακούω..!’’ πρόσταξε δυνατά. Το αγόρι μάζεψε τα κομμάτια του και σύρθηκε πλάι στο Δαίμονα.
’’Πριν με ρουφήξει το τίποτα και πάψω να υπάρχω πια,θέλω να λύσεις ένα γρίφο που μονάχα οι πιο σοφοί καταφέρνουν..’’ ‘’Εσύ; Να βάλεις γρίφο σε μένα; Χαχαχα,κανείς δεν το έχει κάνει μέχρι τώρα! Κανείς δεν θεωρεί τον εαυτό του πιο έξυπνο από μένα!Πως τολμάς κακόμοιρε;Πώς;’’ Ούρλιαξε σαν τσακάλι και φάνηκαν τα κοφτερά του δόντια.Έμοιαζε με λιοντάρι που μόλις είχε βγει απ’το κλουβί του.Το αγόρι όμως κατάφερε να παραμείνει ψύχραιμο.Δεν είχε πια να χάσει κάτι.‘’Αφού δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα από ένα χωριατόπαιδο,τότε δεν θα αρνηθείς την πρόταση μου..Έτσι,και θα αποδείξεις πως είσαι άξιος τρόμου και σεβασμού και θα γευτείς τη γλύκα της ήττας μου..’’ ψιθύρισε κι ο Δαίμονας πείστηκε:‘’Ωραία,λοιπόν..σ’ακούω!’’γρύλισε.
«Παιδί ατίθασο,είναι της μοίρας..
Μα δίχως αυτήν η αλήθεια ονειρεύεται..
Κι η ζωή κοιμάται τον ύπνο το βαρύ..
Φίλους καλούς έχει λίγους..
Γιατί εύκολα κανείς δεν την αναγνωρίζει..
Και σαν φτάσει η ώρα να τελειώσει..
Φίλοι πολλοί κοσμούν το νεκροκρέβατο της..»
Τραγούδισε σιωπηλά το ποιηματάκι που του είχε διαβάσει κάποτε ο πατέρας του σε ένα παιδικό βιβλίο,όταν οι άλλοι φίλοι του μάθαιναν τις αρετές του πολέμου. «Έχεις τρεις ευκαιρίες να βρεις ποιο είναι το όνομα αυτής της αξίας..» είπε σιωπηλά και θαραλλέα.
«Αν αποτύχεις θα με αφήσεις να πεθάνω γλυκά..Είμαι τόσο κουρασμένος που τίποτα δεν με βαστάει πια..Αν επιτύχεις,τότε σου δίνω την ψυχή μου για να τραφείς..» είπε και έκλεισε για λίγο τα βλέφαρα. Ο δαίμονας στραβομουτσούνιασε.Τί ήταν πάλι τούτο; Αυτός δεν είχε πει πως ήθελε να φύγει από εκεί μέσα το συντομότερο δυνατό;!
«Βλέπεις,μπορεί να είσαι δαίμονας,σου λείπει όμως και σένα κάτι..Κανείς δεν είναι τέλειος..Αξία δίνουμε σε κάτι μόνο όταν παλέψουμε για κείνο..Αλλιώς κοντεύουμε να ξεχάσουμε ακόμα και τι σημαίνει..».
Ο Δαίμονας παρατηρούσε το αγόρι σαστισμένος. Ακόμα και μισοπεθαμένος μουρμούριζε τα λόγια ενός ονειροπαρμένου αντί να παρακαλάει για έλεος. Πρώτη φορά συναντούσε κάτι τέτοιο. Σκέφτηκε για λίγη ώρα τι μπορεί να ήταν αυτό για το οποίο μιλούσε το ποίημα.
Ξαφνικά είχε ξεχάσει πως το μόνο που ήθελε ήταν να ρουφήξει τη ζωή απ’το αγόρι.Απορροφήθηκε σε σκέψεις μετά απ’τα ακατανόητα λεγόμενα του.Πως ήταν δυνατόν να μην ήταν τέλειος ο ίδιος; Τίποτα δεν του έλειπε..Ήταν Δαίμονας πανάθεμα!Αφέντης των ανθρώπων! «Χμμ...» μουρμούρισε τελικά. «Σου έχω την απάντηση που ζητάς..!»
«Πες μου,λοιπόν..» αποκρίθηκε το παιδί. «Μιλάς για την αγάπη..το πιο αδύναμο των συναισθημάτων... την πιο μεγάλη ψευδαίσθηση απ’όλες!» ειρωνεύτηκε. Το αγόρι του είπε πως έκανε λάθος και πως είχε μόνο άλλες δύο ευκαιρίες. Είχε αρχίσει να χαμογελάει σαν να ταξίδευε σε όνειρο, κι αυτό είχε θυμώσει τον Δαίμονα όσο ποτέ άλλοτε.
Δεν του άρεζε να μην τον φοβούνται. «Πανάθεμα σε..θα το βρω!Κι όταν το βρω,πίστεψε με..Ο Χάρος θα ξεσκίσει δίχως έλεος τη μικρή σου καρδιά και ο πόνος που θα βιώσεις θα’ναι τόσο σκληρός που θα μείνει ανεξίτηλος στη μνήμη του κόσμου,θα τρομάζει μανάδες και παιδιά..Τα ουρλιαχτά σου θα σκίσουν όρη και βουνά!Το αίμα σου θα λερώσει λίμνες και ποτάμια..Τα χαμένα σου όνειρα θα γίνουν κοράκια και θα τρώνε κουφάρια!Η αγάπη σου θα γίνει το δηλητήριο των ερπετών! Θα είσαι ένας καταραμένος,ένα βδέλυγμα..! Μια αποτυχία! Μ’ακούς;»
Μα το αγόρι δεν άκουγε τη βραχνιασμένη συριστική φωνή..Άκουγε όμορφες μελωδίες να τον καλούν από κάπου μακριά..’Ακουγε τους γονείς του να τον νανουρίζουν και να μαλώνουν σε ποιον μοιάζει περισσότερο. Άκουγε ξωτικά να συζητούν και να γελούν, άκουγε τις βροντερές μπότες των νάνων απ’τα ορυχεία που είχαν μέσα στα βουνά..Άκουγε παιδιά να παίζουν χαρούμενα! Έβλεπε περιστέρια να πετούν ανέμελα,τη θάλασσα να ερωτοτροπεί με τη στεριά,διέκρινε το άσμα του ανέμου,τις συνομιλίες των δέντρων,το λίκνισμα των λουλουδιών. Ένοιωθε ένα με τα πάντα..Είχε ξεχάσει που βρισκόταν το θνητό του σώμα,είχε ξεχάσει τον πόνο που ένοιωθε πριν..Τώρα έτρεχε στα λιβάδια,ελαφρύς σαν αεράκι,πηδούσε πάνω στα σύννεφα,έκλαιγε μαζί τους. Ένοιωθε Θεός..
Ο Δαίμονας δεν είχε καταφέρει ποτέ να βρει τη λέξη απ’το γρίφο του μικρού.Τόσα χρόνια είχαν περάσει αλλά τίποτα. Και κάθε φορά που περίεργοι περαστικοί τολμούσαν και παιρνούσαν το κατώφλι του ‘δάσους της νυχτιάς’ εκείνος δεν τους ρωτούσε τίποτα άλλο πέρα απ’το συγκεκριμένο γρίφο.Του είχε γίνει έμμονη ιδέα να μάθει τι ήταν αυτό που τον όριζε ημιτελή.
Τον βασάνιζε χρόνια ο γρίφος κι αυτό θα συνέβαινε για πολύ καιρό ακόμα.Μέχρις ότου κάποιος θαραλλέος ταξιδιώτης του αποκάλυπτε με σιγουριά ποια ήταν η αξία που δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει απ’τη φύση του ο Δαίμονας σε αντίθεση με τους ανθρώπους. Εκείνοι πάλευαν για να την έχουν. Κι ήταν το πολυτιμότερο των αγαθών.Εκείνοι που την κατανοούσαν γίνονταν σοφοί.Ούτε ο θάνατος που ήξερε πολύ καλά ποια ήταν,δεν του έλεγε τίποτα γιατί αν το έκανε ουέ κι αλίμονο στις επόμενες ψυχές.
Έτσι είχε ο νόμος της ζωής κι αυτό δεν θα άλλαζε ποτέ. Η ζωή χάριζε,ο θάνατος μεταμόρφωνε,οι δαίμονες δίδασκαν κι οι άγγελοι συντρόφευαν. Ο Δαίμονας είχε ορκιστεί πως θα άφηνε ελεύθερο το γενναίο άνθρωπο που θα νικούσε την ευφυία του. Μπορεί το αγόρι να είχε αφήσει την τελευταία του πνοή στα αιματοβαμένα χώματα απ’το καταφύγιο του,όμως δεν είχε προλάβει να του πάρει τη ζωή.
Έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσε ποτέ να το κάνει.Μπορούσε μόνο να σπείρει το σκοτάδι για να μοιράσει ύστερα τη ζωή..Αυτή ήταν η ευλογία κι η κατάρα του,κι ας μην το γνώριζε..Τέτοιες ψυχές σαν του αγοριού δύσκολα φυλακίζονται..Γιατί έχουν φτερά και ταξιδεύουν..Ελεύθερες..Έχουν μάθει να πετούν κι όχι να σέρνονται.Ακόμα και στο σκοτάδι διακρίνουν το φως.Έχουν μάθει να σκαρφαλώνουν κι όχι να ψάχνουν περάσματα..Παλεύουν για την ελευθερία..
Θα στοίχειωνε για πάντα το μυαλό του Δαίμονα τούτο το αγόρι. Με το μυστήριο γρίφο του είχε καταφέρει να του κλέψει την καρδιά. Και λένε πως αν κλέψεις την καρδιά ενός Δαίμονα,κατέχεις το κλειδί του παραδείσου..